Λόντος Σ. Ανδρέας (1786–1846)
Ο Ανδρέας Λόντος ήταν στρατιωτικός και πολιτικός, γεννημένος στο Αίγιο.[1] Ήταν γιος του Σωτηράκη Λόντου και καταγόταν από ισχυρή οικογένεια προυχόντων της Βοστίτσας. Σπούδασε στο σχολαρχείο της Βοστίτσας, το οποίο διεύθυνε ο Ευστάθιος Παλαμάς. Μετά τον αποκεφαλισμό του πατέρα του, το 1812, από τους Τούρκους, ο Ανδρέας Λόντος αναγκάστηκε να καταφύγει στην Κωνσταντινούπολη.

Ανδρέας Λόντος. Λιθογραφία του Giovani Boggi από το λεύκωμα με 24 πορτραίτα Ελλήνων και Οθωμανών αξιωματούχων που έδρασαν κατά την Ελληνική Επανάσταση με τίτλο: «Collection de portraits des personnages Turcs and Grecs les plus recommes soit par leur cruate soit par leur bravoure dans la guerre actuelle de la Grece», Παρίσι, 1826.
Ο Ανδρέας έζησε για ένα διάστημα στην πόλη και επανήλθε στην Πελοπόννησο το 1816. Σύναψε φιλία με τον νέο Μόρα Βαλεσή Σακήρ Αχμέτ και το 1818 αναγορεύτηκε επίσημα σε προεστό με έγγραφο των εκπροσώπων του καζά Βοστίτσας, επικυρωμένο από τον επίσκοπο Κερνίτσης, Προκόπιο.[2] Μυήθηκε στην Φιλική εταιρεία, από τον Πελοπίδα, και εργάστηκε για την προπαρασκευή της επανάστασης.
Μετείχε ενεργά στην Επανάσταση, όπως και οι αδελφοί του Αναστάσιος και Λουκάς. Στις 23 Μαρτίου κήρυξε την επανάσταση στο Αίγιο (Βοστίτσα), εκδίωξε τους Τούρκους χωρίς μάχη και ύψωσε την πρώτη ελληνική επαναστατική σημαία. Στη διάρκεια της επανάστασης διατηρούσε δικό του στρατιωτικό σώμα, με το οποίο πήρε μέρος στην πολιορκία της Πάτρας και του Μεσολογγίου και στις εκστρατείες στην ανατολική και δυτική Ελλάδα.
Στον Φωτάκο διαβάζουμε:
Αἱ ἐκδουλεύσεις τοῦ στρατηγοῦ τούτου ἐντὸς τῆς Πελοποννήσου καὶ ἐκτὸς αὐτῆς εἰς Μεσολόγγιον εἶναι γνωσταί. Εἰς τὴν πολιορκίαν τῶν Πατρῶν ἔλαβε μέρος, καὶ ἐπολέμησε καὶ αὐτὸς τὰ λείψανα τοῦ στρατοῦ τοῦ Δράμαλη κατὰ τὴν Ἀκράταν. Πολλαῖς δὲ φοραῖς ἀντιπροσώπευε τὸν Γενικὸν ἀρχηγὸν Θ. Κολοκοτρώνην ἐπὶ τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἰμβραὴμ πασᾶ. Ἐψηφίσθη Γερουσιαστὴς τῆς Πελοποννήσου, ἀλλὰ δὲν ὑπῆγεν εἰς τὴν Τριπολιτσᾶν, ἐστάλη ὅμως ἀντιπρόσωπός του ὁ Κωνσταντῖνος Δημητρίου. Ἐν τῇ ἀρχῇ τῆς ἐπαναστάσεως ἡ βαρύτης τοῦ ὀνόματός του πολὺ ἐχρησίμευσε. Κατεδιώχθη δὲ καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὴν Κυβέρνησιν τοῦ Κουντουργιώτη, καὶ ἔφυγεν ἀπὸ τὴν Πελοπόννησον ὅταν ὁ Κολοκοτρώνης καὶ οἱ ἄλλοι οἱ λοιποὶ ἐφυλακίσθησαν εἰς τὴν Ὕδραν.
Αξιοσημείωτη ήταν η μεγαλοδωρία του Λόντου κατά τον Αγώνα. Διέθετε όλα του τα υπάρχοντα χωρίς φειδώ. Κάποτε μάλιστα, που ο Οδυσσέας Ανδρούτσος του παρατήρησε «να κρατήσει και παραπίσω τα χρήματά του, για να μην ψωμοζητήσει το σπίτι του», ο Λόντος του απάντησε: «Πλούτη μου είναι η Πατρίδα! Χωράφια μου είναι η Ελλάδα!».
Μετά την Απελευθέρωση ο Λόντος παραγκωνίστηκε από τον Ιωάννη Καποδίστρια γι’ αυτό και συνεργάστηκε με τους αντιπολιτευόμενους στην Ύδρα. Ο Λόντος αποδοκίμασε τη δολοφονία του Καποδίστρια και με την άφιξη του Όθωνα εμφανίστηκε ως ηγετικό στέλεχος του Αγγλικού Κόμματος. Το 1833 μετακόμισε στο Ναύπλιο, προκειμένου να συναντήσει τον βασιλιά Όθωνα κατά την άφιξη του. Το 1835 ο Όθωνας τον διορίζει συνταγματάρχη και στη συνέχεια στρατιωτικό επιθεωρητή. Μέχρι το 1841, ο Λόντος, ως σύμβουλος Επικρατείας δεν αντέδρασε στην πολιτική του Όθωνα, αλλά βαθμιαία άλλαξε τάση και συντάχθηκε με τα φιλελεύθερα αιτήματα για παραχώρηση Συντάγματος, συμμετέχοντας έτσι στις προετοιμασίες του κινήματος. Κατά την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου ο Λόντος έλαβε ενεργά μέρος, όντας αρχηγός του Αγγλικού κόμματος.
Στην κυβέρνηση Ανδρέα Μεταξά ανέλαβε το υπουργείο Στρατιωτικών και αντιπρόεδρος της Εθνικής Συνέλευσης για το Σύνταγμα του 1844. Στις εκλογές του 1845 εκλέχτηκε βουλευτής, αλλά με παρεμβάσεις των ανακτόρων και την άνοδο του Κωλέττη, απώλεσε την έδρα, εκδιώχθηκε και έχασε όλα του τα αξιώματα. Απογοητευμένος από την αχαριστία των τότε ιθυνόντων αποσύρθηκε από την πολιτική, ενώ «κατετρύχετο υπό της πενίας και εστερείτο και των αναγκαιοτάτων».
Αυτοκτόνησε στις 27 Σεπτεμβρίου του 1846, όμως η ιατρική έκθεση δεν μπορούσε με βεβαιότητα να αποδείξει την αυτοχειρία, όπως θα διαβάσουμε παρακάτω, στη μελέτη του Φιλόλογου – Ερευνητή, Μάριου Χριστόπουλου. Η σορός του μεταφέρθηκε στο Αίγιο, και συγκεκριμένα στο σπίτι του αδερφού του Λουκά, στις 15 Οκτωβρίου αλλά δεν τάφηκε με εκκλησιαστικό τελετουργικό εξαιτίας της απαγόρευσης που είχε επιβληθεί από την κυβέρνηση Κωλέττη. Τελικά η κηδεία του πραγματοποιήθηκε τον Σεπτέμβρη του 1847, αμέσως μετά τον θάνατο του Κωλέττη. Ετάφη τιμητικά στο Αίγιο στην εμφανή θέση του περιβόλου του μητροπολιτικού ναού της Φανερωμένης.
Το πολύκροτο τέλος του και η περιπέτεια της ταφής του
(Μελέτη του Φιλόλογου – Ερευνητή, Μάριου Χριστόπουλου)
Την Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 1846,[3] στις έξι και μισή το πρωί ο Ανδρέας Λόντος βρέθηκε νεκρός στο υπνοδωμάτιο τού σπιτιού του στην Αθήνα. Οι εφημερίδες της εποχής, απ’ όπου αντλούμε τις πληροφορίες, χαρακτηρίζουν τον υποστράτηγο Λόντο, ως το τελευταίο λείψανο των εν Αγία Λαύρα[4] συνελθόντων και ύψωσάντων την σημαίαν της Εθνεγερσίας. Μια πιστόλα ήταν πεσμένη δίπλα του. Το άνω μέρος του κεφαλιού του, ο εγκέφαλος και τα μάτια, είχαν διαλυθεί και εκσφενδονιστεί στους τοίχους και την οροφή του δωματίου. Από το κεφάλι του παρέμενε μόνο το σαγόνι και η γλώσσα, ενώ το σώμα του ήταν πεσμένο απέναντι από έναν επιτοίχιο καθρέφτη. Λένε, ότι προηγουμένως είχε στείλει τον υπηρέτη του να φέρει τον κουρέα, γιατί σκόπευε να βγει έξω, ενώ την ίδια στιγμή εξέταζε ένα όπλο. Το συγκεκριμένο όπλο το είχε ζητήσει την προηγούμενη μέρα από τον υπηρέτη του Χρήστο Σουλιώτη. Η θλιβερή είδηση μεταδόθηκε στην πόλη αστραπιαία. Πλήθος κόσμου συνέρρευσε στην οικία του. Για την τήρηση της τάξεως εστάλη στρατιωτική δύναμη.
Το προηγούμενο βράδυ όλα είχαν κυλήσει φυσιολογικά. Είχε δειπνήσει με τον Ηλία Καλαμογδάρτη, ενώ για την ημέρα που έγινε το συμβάν, είχε προσκαλέσει στο σπίτι του κάποιους γνωστούς του (Δ. Ζώτο, Ι. Καραγιαννόπουλο, Π. Καλλιγά, Ε. Κόκκινο). Αργότερα, αφού πρώτα ρύθμιζε κάποιες υποχρεώσεις, σκόπευε να πάει σ’ ένα πανηγύρι σε κάποιο μοναστήρι της Πεντέλης, όπου τον περίμενε ο αδελφός του Αναστάσιος με την οικογένειά του. Την ίδια μέρα έστειλε τον υπηρέτη του να του βρει άμαξα.
Η νιότη του είχε προ πολλού παρέλθει. Οικογένεια δεν είχε αποκτήσει. Οι περισσότεροι συναγωνιστές του είχαν φύγει από τη ζωή. Η άλλοτε μεγάλη του περιουσία είχε χαθεί στον Αγώνα, στην ασυλλόγιστη γλεντζέδικη ζωή του, αλλά και σε αγαθοεργίες σε παλιούς του συναγωνιστές.[5] Το σπίτι του έμενε πάντοτε ανοιχτό στον κόσμο, ενώ διατηρούσε ακόμη αρκετούς υπηρέτες.
Ο Τάκης Σταματόπουλος στο βιβλίο του «Ανδρέας Λόντος», ερευνώντας τις επιστολές που έστελνε προς τα αδέλφια του, περιγράφει με πολλή γλαφυρότητα την τραγική του κατάσταση. Διαρκώς έμενε απένταρος και ζητούσε χρήματα από τα αδέλφια του. Η τεράστια περιουσία του στο Αίγιο πουλιόταν, αλλά τα χρέη του παρέμεναν. Είναι ακόμη γνωστό το κουτσομπολιό του Ι. Μακρυγιάννη, για τον γεροντοέρωτά του με την Ιταλίδα σοπράνο Ρίτα Μπάσσο (Rita Basso-Borio), την όμορφη πρωταγωνίστρια του ιταλικού οπερατικού θιάσου, που εκείνα τα χρόνια έδινε παραστάσεις στην Αθήνα. Για χάρη της ο Λόντος ξόδεψε πολλά τάληρα και πεσκέσια, ενώ θρυλείται ότι η φράση «ας πάει και το παλιάμπελο» ειπώθηκε από αυτόν κατά τη διάρκεια παραστάσεως.
Στις εφημερίδες διαβάζουμε ότι, παρόλο που στερείτο συστηματικής παιδείας, στήριζε τα γράμματα:
«Ἡδύνετο συναναστρεφόμενος τοὺς λογίους τοῦ ἔθνους, καὶ δὲν ἐφείδετο […] συντρέχων γενναίως εἰς ὅλας ὑπὲρ τῆς ἐκπαιδεύσεως τοῦ ἔθνους τὰς προσπαθείας τῶν διαφόρων ἐπιτροπῶν. Βιβλίον δὲν ἐξεδόθη, εἰς τὸ ὁποῖον νὰ μὴ φαίνηται συνδρομητής, ἑταιρεία φιλανθρωπική, ἐπιστημονική, ἢ ἐκπαιδευτικὴ δὲν ἐσυστάθη, χωρὶς νὰ ᾖναι αὐτὸς μεταξὺ τῶν πρώτων θεμελιωτῶν».
Σε πολιτικό, όμως, επίπεδο είχε πλέον περιπέσει σε δυσμένεια, πράγμα που επηρέαζε αρνητικά την ψυχολογία του. Πιθανότατα όμως να συνέβαινε και κάτι άλλο που θα δούμε παρακάτω.
Η ιατρική έκθεση δεν μπορούσε με βεβαιότητα να αποδείξει την αυτοχειρία:
Ἀπόσπασμα τῆς ἰατρικῆς ἐκθέσεως
Ἐξ ὅλων δὲ τούτων ἐξάγεται ὅτι ἡ θανατηφόρος αὕτη βλάβη τῆς κεφαλῆς ἐγένετο διὰ πυροβόλου ὅπλου κατὰ τοῦ στόματος ἢ κατὰ τοῦ προσώπου ἐκπυρσοκροτηθέντος. Ἡ δὲ εὑρεθεῖσα κατάστασις τῆς κεφαλῆς καὶ τοῦ προσώπου εἶναι τοιαύτῃ, ὥστε ἀφαιρεῖ μὲν πᾶσαν πιθανότητα καὶ πᾶσαν ὑποψίαν, ὅτι ἡ ἐκπυρσοκρότησις τοῦ πυροβόλου ἐγένετο παρ᾿ ἄλλου ἀνθρώπου, δὲν δύναται δὲ νὰ βεβαιώσῃ μετὰ θετικότητος ἂν αὕτη ἐγένετο ἑκουσίως παρ᾿ αὐτοῦ τοῦ παθόντος ἢ ἀκουσίως, ἢ τυχαίως, διότι καὶ τὰ τρία ταῦτα ὡς ἐκ τῆς εὑρεθείσης καταστάσεως εἶναι πιθανὰ δυνατά.
Ἐν Ἀθήναις τὴν 25 Σεπτεμβρίου 1846
Οἱ ἰατροὶ
(ὑπογρ.) Ἰωάννης Ὀλύμπιος
Κλ. Βενιζέλος».
Επομένως, δεν ήταν απολύτως ξεκάθαρο, αν αυτοκτόνησε ή αν χτυπήθηκε κατά λάθος από το όπλο, που θα μπορούσε για κάποιον λόγο να εκπυρσοκροτήσει, ενώ το περιεργαζόταν. Η δολοφονία είχε εξ αρχής αποκλειστεί. Η θέση από την οποία χτυπήθηκε ήταν εξ επαφής με το πρόσωπο, στο στόμα. Πάντως, αν υποτεθεί ότι ήταν ατύχημα, γεννάται η απορία, πώς ένας έμπειρος χειριστής όπλων έκανε ένα τόσο μοιραίο λάθος. Και αν σκόπευε να αυτοκτονήσει γιατί δεν άφησε κάποιο σημείωμα; Εκτός και αν το εξαφάνισαν.
Λίγες ημέρες αργότερα, σε ορισμένες εφημερίδες, δημοσιεύτηκε ότι οι Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, Ανδρέας Μεταξάς (ίσως και ο Κωνσταντίνος Ζωγράφος), αμέσως μετά την αυτοχειρία του Λόντου, εισέβαλαν στο σπίτι του και υπεξαίρεσαν έγγραφα. Ο Αναστάσιος Λόντος, όμως, μέσω του τύπου, διέψευσε τα δημοσιεύματα, υποστηρίζοντας πως οι παραπάνω απλώς δέχτηκαν να σφραγίσουν τα έγγραφα του μακαρίτη, μιας και ο ίδιος δεν ήταν σε θέση να το κάνει. Δήλωσε μάλιστα ότι η σφράγιση των εγγράφων έγινε παρουσία του συγγενή του Α. Χρυσανθόπουλου. Πάντως, κατά την επίσημη αναφορά του εισαγγελέα Μιτζάκη, ο Αναστάσιος Λόντος καθυστέρησε πολύ να πάει στο σπίτι του αδελφού του, επειδή βρισκόταν στην Πεντέλη. Σ’ αυτό έφτασε γύρω στις 11 π.μ., όταν στο σπίτι ήδη είχαν φτάσει άλλοι.
Μία σημαντική μαρτυρία, που ενισχύει την εκδοχή της αυτοκτονίας, γίνεται λίγο αργότερα (μετά το 1864), από τον προσωπικό φίλο τού Λόντου, Νικόλαο Δραγούμη. Ο Δραγούμης, μολονότι δεν παραλείπει να σχολιάσει την οικτρή οικονομική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει, στέκεται ιδιαίτερα σε μία σύντομη συνομιλία που είχε μαζί του, μιαν μέρα πριν από το θάνατό του. Ο Λόντος, βαθιά απογοητευμένος από την έκβαση του Κινήματος της 3ης Σεπτεμβρίου, στο οποίο πρωταγωνίστησε, κρατώντας το Δραγούμη από το μπράτσο τού εκμυστηρεύεται: «Ποτὲ δὲν ἤλπιζον, ὅτι μετὰ τὴν αἰσίαν ἔκβασιν τοῦ κινήματος καὶ τὴν εἰλικρίνειαν τῶν ἡμετέρων σκοπῶν θὰ ἐλάμβανον τοιαύτην τροπὴν τὰ πράγματα… ὅσον βλέπω ὅτι ἐφέραμεν εἰς κίνδυνον τὴν πατρίδα, ὅπως διοικεῖ σήμερον αὐτὴν ὁ υἱὸς της… (κατονόμαζε υπουργό), μ᾿ ἔρχεται νὰ σκοτωθῶ ἀπὸ τὴν ἀδημονία μου».
Την εξήγηση αυτή ενστερνίζονται ο Νύσης Μεσσηνέζης και ο Τάκης Σταματόπουλος. Είναι αλήθεια εξάλλου, που δύσκολα λέγεται, ότι η Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου, παρά τα φαινομενικά αγαθά της κίνητρα, υποκινήθηκε από την ξένη διπλωματία, την αγγλική, μέσω του πανούργου πρεσβευτή Έντμουντ Λάιονς, και την ρωσική, μέσω του πρεσβευτή Κατακάζυ, για να εξυπηρετηθούν ευκολότερα τα συμφέροντα των χωρών τους.
Σχετικά με το τραγικό τέλος του Λόντου ο Τάκης Σταματόπουλος[6] γράφει:
«Παμπτωχος και παραγκωνισμένος, ο άλλοτε πανίσχυρος και πλούσιος κοτζαμπάσης, κατάντησε να βλεπη τις προσπάθειες όλης της ζωής του να τις καρπώνονται οι αντίπαλοί του και την εξουσία, που αγωνίστηκε για την καλλιτερεψή της, συνωμοτώντας και προδίδοντας τις αρχές του, να πεφτει στα χερια του Κωλεττη».
Ενώ ο Νύσης Μεσσηνέζης σημειώνει:
«Όσο για το Λόντο, τον τιμημενο Στρατηγόν του Εικοσιενα, ευγενής πραγματικά και φιλότιμος καθώς ήταν, αυτοκτόνησε από τας τύψεις του δια την συμμετοχήν του εις το κίνημα του Σαραντατρία. Περί του ότι αυτή ήταν η αιτία της αυτοκτονίας του, ήμουνα, από νεαρας ηλικίας, βεβαιος. Το ήξερα από μία επίμονη οικογενειακή παράδοση» (ήταν απόγονός του).
Παρόλο που ο θάνατος, εκείνο το χρονικό διάστημα, δεν μπορούσε να εξιχνιαστεί πλήρως, αστραπιαία διαδόθηκε η φήμη της εκούσιας αυτοχειρίας, γι’ αυτό η Εκκλησία αρνείτο πεισματικά την έκδοση άδειας, για να πραγματοποιηθεί η εκκλησιαστική τελετή. Αλλά και το Υπουργείο Στρατιωτικών, με την αιτιολογία ότι δεν γίνεται θρησκευτική τελετή, δεν δεχόταν την απόδοση στρατιωτικών τιμών. Ο ένας έριχνε την ευθύνη στον άλλον και ο Λόντος παρέμενε άταφος. Για την αποφυγή της σήψης, ο νεκρός ταριχεύτηκε.
Στις εφημερίδες γίνεται πολύς λόγος για την απόφαση της Εκκλησίας να απαγορεύσει την εκφορά και την ταφή. Όταν ανακοινώθηκε η απόφαση του Επισκόπου Δαμαλών Ιωνά (εκτελούσε χρέη του απόντος επισκόπου Αττικής), η αγανάκτηση φούντωσε. Οι Εκκλησιαστικές Αρχές επικαλούνταν τον ΙΔ’ Κανόνα του Αλεξανδρείας Τιμοθέου, ενώ όσοι επιθυμούσαν να γίνει κηδεία (που δεν ήταν λίγοι) επικαλούνταν την ιατρική έκθεση, που δεν τεκμηρίωνε την εκδοχή της αυτοχειρίας, και παράλληλα τον κανόνα που όριζε ότι σε περίπτωση αβεβαιότητας πρέπει «τὸν κληρικὸν μετ᾿ ἀκριβείας ἐρευνῆσαι, ἵνα μὴ ὑπὸ κρίμα πέσῃ». Εξάλλου θεωρούσαν εθνικά και ηθικά ανεπίτρεπτη την άρνηση απόδοσης τιμής σε έναν από τους πρωτεργάτες της «Λαύρας» (έτσι τον αποκαλούσαν όλοι), όποιος και αν ήταν ο θάνατός του.
Στις αντιπολιτευτικές εφημερίδες οι τόνοι ανέβηκαν πολύ. Εξαπολύονταν βαρείς χαρακτηρισμοί εναντίον μελών της κυβέρνησης, ότι έχουν τυφλωθεί από το πολιτικό μίσος, αλλά και κατά της ιεραρχίας, ότι σέρνεται δουλικά πίσω από την εξουσία, ενώ η Κυβέρνηση, από τη δικιά της μεριά, απαντούσε ότι απλώς σέβεται τους εκκλησιαστικούς κανόνες. Ο Κωλέττης, άσχετα με την διαδεδομένη αντίληψη, δεν ήταν ο μόνος πολιτικός του αντίπαλος. Υπήρχαν και άλλοι, σε νευραλγικές θέσεις της κυβέρνησης που τον εχθρεύονταν, όπως ο Ιωάννης Πονηρόπουλος, ο Κίτσος Τζαβέλας, ο Κανάρης.
Επί μέρες οι εφημερίδες ήταν γεμάτες με δημοσιεύματα γύρω από το ζήτημα του Λόντου. Στις 27 Σεπτεμβρίου μεγάλος αριθμός διακεκριμένων πολιτών, μεταξύ των οποίων γερουσιαστές, βουλευτές, δημοσιογράφοι, καθηγητές τού Πανεπιστημίου, με αναφορά τους προς το Υπουργικό Συμβούλιο, ζητούσαν να δοθεί επιτέλους η άδεια τέλεσης θρησκευτικής κηδείας ή έστω στρατιωτικής.
Τελικά, στις 10 Οκτωβρίου, όταν πια είχε εκπνεύσει κάθε ελπίδα μεταστροφής της κυβέρνησης, τα αδέλφια του, Λουκάς και Αναστάσιος, και ο γαμπρός του Λέων Μεσσηνέζης, αποφασίζουν να μεταφέρουν τη σωρό του στον Πειραιά και από εκεί στο Αίγιον. Η όλη τελετή προσέλαβε αντικυβερνητικό χαρακτήρα.
«Ληφθέντος τοῦ μέτρου νὰ μετακομίσωμεν τὸν νεκρὸν τοῦ φιλτάτου ἡμῶν ἀδελφοῦ εἰς τὴν πατρίδα του, τὸ Αἴγιον, ἐκρίναμεν χρέος μας νὰ εἰδοποιήσωμεν περὶ τούτου τοὺς φίλους του… Ἔργον ἡμῶν τῶν τεθλιμμένων ἀδελφῶν δὲν εἶναι νὰ ἐπικαλεσθῶμεν τὴν συμπάθειαν τῶν Ἑλλήνων ὑπὲρ τοῦ ἀνδρὸς τῆς Ἁγίας Λαύρας καὶ τῆς Τρίτης Σεπτεμβρίου. Οὔτε ἀπὸ τὰς καρδίας τῶν χρηστῶν πολιτῶν, οὔτε ἀπὸ τὰς σελίδας τῆς ἱστορίας εἶναι ποτὲ δυνατὸν νὰ ἐξαλειφθῇ ἡ μνήμη του καὶ τὸ ὄνομά του. Κατεφύγαμεν εἰς τὴν πρόσκλησιν ταύτην ὡς εἰς τὸ μόνον μέσον, τὸ ὁποῖον δυστυχῶς μᾶς ἔμεινε ν᾿ ἀποδώσωμεν τὸν τελευταῖον φόρον τῆς ἀδελφικῆς ἀγάπης εἰς τὸν τεθνεῶτα, ὡς εἰς τὴν μόνην παραμυθίαν, μὲ τὴν ὁποίαν ἐπέπρωτο νὰ εὐχαριστηθῶμεν κατὰ τὴν μεγάλην ταύτην καὶ ἀθεράπευτον δυστυχίαν μας.
Ἡ συνάθροισις περὶ τὴν 1 ½ μ.μ.
Οἱ ἀδελφοὶ τοῦ Μακαρίτου
ΛΟΥΚΑΣ ΛΟΝΤΟΣ
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΛΟΝΤΟΣ
ΛΕΩΝ ΜΕΣΣΗΝΕΖΗΣ»
Από νωρίς έχει αρχίσει να συρρέει στο σπίτι του Λόντου κόσμος για να τον αποχαιρετήσει. Ο νεκρός έχει τοποθετηθεί σε λάρνακα. Φορά τη στολή του στρατηγού και το ξίφος του. Φέρει τα τρία εθνόσημα του Αγώνος, της Επιδαύρου και της 3ης Σεπτεμβρίου, τα Βασιλικά Παράσημα των Ταξιαρχών και της Λεγεώνος της Τιμής. Γύρω του έχουν τοποθετηθεί εικόνες και προτομές: του Παλαιών Πατρών Γερμανού πάνω από το κεφάλι του, του Ρήγα Φεραίου και του Ανδρέα Ζαΐμη στα δεξιά, του Δημητρίου Καλλέργη αριστερά. Ο πρόεδρος της Βουλής Ρήγας Παλαμίδης αφήνει πάνω στο λείψανό του έναν επιτάφιο λόγο. Στη μία και μισή η πομπή ξεκινάει. Κάποιοι από το συγκεντρωμένο πλήθος παίρνουν τα παράσημά του στα χέρια. Η λάρνακα μεταφέρεται με εξάϊππη άμαξα. Ο Δήμος των Αθηναίων προσφέρει εις μνήμην του στεφάνι με την παρακάτω επιγραφή:
Τῼ ΠΟΛΙΤΗ
ΑΝΔΡΕᾼ ΛΟΝΤῼ
ΣΤΡΑΤΗΓῼ ΚΑΙ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤῌ ΤῌΣ
ΛΑΥΡΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ
Η ΠΟΛΙΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΙΜΗΣ ΚΑΙ ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ ΕΝΕΚΕΝ
ΕΤΕΙ ΕΙΚΟΣΤῼ ΕΚΤῼ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ
ΚΑΙ ΤΕΤΑΡΤῼ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΕΩΣ
Τις τέσσερεις άκρες του μελανού πέπλου της λάρνακας βαστούν οι στρατηγοί Κανέλλος Δεληγιάννης και Παναγιώτης Ρόδιος, ο συνταγματάρχης Γεώργιος Τσόκρης και ο ταγματάρχης Μπαλατσός (αλλού αναφέρεται και ο Ι. Μακρυγιάννης). Τους αδελφούς και τους συγγενείς, που βρίσκονται πίσω από τον νεκρό, ακολουθεί πλήθος πολιτών. Η πομπή διέρχεται από την Αιόλου και την Ερμού. Από τους φοιτητές του Πανεπιστημίου προσφέρεται ένα δεύτερο στεφάνι:
Τῼ ΠΡΟΣΤΑΤῌ ΤΗΣ ΣΠΟΥΔΑΖΟΥΣΗΣ ΝΕΟΛΑΙΑΣ
ΚΑΙ Τῼ ΕΝΘΕΡΜῼ ΘΙΑΣΩΤῌ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ
ΣΤΡΑΤΗΓῼ ΑΝΔΡΕᾼ ΛΟΝΤῼ
Οἱ ἐν Ἀθήναις Σπουδασταί.
Γύρω στις εβδομήντα άμαξες συνόδευσαν τον νεκρό ως τον Πειραιά, μαζί τους πολλοί έφιπποι και πεζοί. Εκεί, πριν η λάρνακα επιβιβαστεί σε λέμβο, ο νομικός Περικλής Αργυρόπουλος, ανεβασμένος σε περίβλεπτη θέση, εκφώνησε ένα λογύδριο με το οποίο εξήρε τις αρετές του αποθανόντος, ενώ ο αγωνιστής Ζήσης Σωτηρίου του προσέφερε και άλλο στεφάνι με την επιγραφή:
Τῇ Πρωταθλητῇ τῆς 25ης Μαρτίου 1821 καὶ τῆς 3ης Σεπτεμβρίου 1843.
Αἰωνία σου ἡ μνήμη, ἀξιομακάριστε Ἄνερ! Ἀνδρέα Λόντε !!!
Και το πλήθος απάντησε: «Αἰωνία σου ἡ μνήμη, πρωταγωνιστὰ Ἀνδρέα Λόντε· ὁ Θεὸς συγχωρήσαι σοι». Όσοι είχαν έρθει χωρίς άμαξα, άρχισαν να αποχωρούν. Σε λίγο η λάρνακα επιβιβάστηκε σε πλοίο. Όταν το πλοίο έφτασε στο Καλαμάκι του Ισθμού, η λάρνακα μεταφέρθηκε στο Λουτράκι, επιβιβάστηκε σε άλλο, έτοιμο πλοίο, το οποίο ρυμουλκούμενο από ατμόπλοιο θα τον οδηγούσε στη γενέτειρά του. Στην πομπή δεν παρέστη κανένα μέλος της Κυβέρνησης και της Αυλής, κανένα στρατιωτικό άγημα για να αποδώσει τιμές, κανένας ιερέας, παραμόνον ο Αμερικανός πάστορας Ιωάννης- Ερρίκος Χίλλ (γνωστός για το φιλελληνισμό του και για το σχολείο που ίδρυσε), καθώς και ξένοι διπλωμάτες, μεταξύ των οποίων ο πρέσβυς της Μεγάλης Βρετανίας Λάιονς, με όλους του τους υπαλλήλους. Παραβρέθηκαν ακόμη γερουσιαστές, βουλευτές, καθηγητές και φοιτητές του Πανεπιστημίου, δικαστές κ.ά.
Στις 15 Οκτωβρίου, με την ανατολή του ηλίου, το λείψανό του αποβιβάστηκε στο φθινοπωρινό Αίγιον. Όλη η πόλη, αλλά και κάτοικοι από τα γύρω χωριά και τις γειτονικές επαρχίες είχαν συρρεύσει στο λιμάνι. Πρώτοι – πρώτοι οι πρόκριτοι· ο βουλευτής Καλαμογδάρτης με τα ξαδέλφια του, ο Μπενιζέλος Ρούφος, ο Ανδρέας Χ. Λόντος από την Πάτρα, μέλη των οικογενειών Ζαΐμη, Χαραλάμπη· ο Κωστάκης, ο Ρηγόπουλος και διάφοροι άλλοι προεστοί απ’ όλη την Αχαΐα.
Ο Ανδρέας Καλαμογδάρτης, κατά παραγγελία του λαού της πρωτεύουσας, εκφώνησε από τη νεκροφόρο λέμβο, που τη συνόδευαν και άλλα πλοία, σύντομη αλλά συγκινητική προσφώνηση προς τον δήμαρχο Αιγίου Γεώργιο Μελετόπουλο (αδελφό του Δημητρίου), στον οποίο παραδόθηκε ο νεκρός:
«Σᾶς παραδίδετε τὸ ἱερὸν αὐτὸ κειμήλιον, τὸ νεκρὸν τοῦ Ἀνδρέα Λόντου, διὰ νὰ φυλαχθῇ εἰς τὰς ἀγκάλας σας εἰς τὸ Αἴγιον, μεχρισοῦ ἐνταφιαθῆ εἰς τὴν Ἁγίαν Λαύραν, ὅπου ὁ ἥρως οὗτος μετὰ τοῦ Ζαΐμη καὶ Παλαιῶν Πατρῶν ὕψωσαν τὴν σημαίαν τῆς ἐλευθερίας…».
Ο δήμαρχος Γεώργιος Μελετόπουλος από την αποβάθρα απάντησε καταλλήλως. Κάτω από τη σκιά ενός γέρικου πλάτανου της παραλίας μίλησαν για τον νεκρό ο Μ. Δημητριάδης και ο Αλέξανδρος Δεσποτόπουλος. Οι αδελφοί Αναστάσιος και Λουκάς Λόντος απευθυνόμενοι προς το πλήθος είπαν τα ακόλουθα λόγια:
«Τὸ μέγα βάρος τῆς θλίψεώς μας δὲν μᾶς ἀφίνει νὰ ἐξηγήσωμεν πόσην αἱ καρδίαι μας αἰσθάνονται εὐγνωμοσύνην, τὴν ὁποίαν ὀφείλομεν πρὸς τοὺς ἀγαθοὺς ἡμῶν συμπολίτας, συνδημότας και συνεπαρχιώτας μας, καὶ πρὸς τοὺς ἐντίμους πολίτας Πατρῶν καὶ Καλαβρύτων, τοὺς παρευρισκομένους εἰς τὴν ὑποδοχὴν ταύτην, ἥτις τιμᾷ τὸν ἀείμνηστον καὶ φίλτατόν μας, ἀδελφόν. Λέγομεν μόνον, πρὸς ἅπαντας, ἀξιότιμοι συμπολῖται καὶ φίλοι, ὅτι ἂν ὁ ἀδελφὸς ἡμῶν ἐδοξάσθη, ὀφείλει τοῦτο πρὸ πάντων εἰς τὴν σύμπραξίν σας. Ναι, χωρὶς ὑμᾶς, γενναῖοι Ἀχαιοί, οἵτινες πάντοτε διεκρίθητε ὡς ἱκανοὶ καὶ μεγάλας ἰδέας νὰ συλλάβητε, καὶ μεγάλα ἔργα νὰ πράξητε, χωρὶς τοὺς Ρούφους, χωρὶς τοὺς Καλαμογδάρτας, χωρὶς τοὺς Μελετοπούλους, χωρὶς τοὺς Λόντους τῶν Πατρῶν, χωρὶς τοὺς Χαραλάμπας, χωρὶς τοὺς Θεοχάρας, δὲν ἠδύνατο νὰ ἐξέλθῃ ἀπὸ τὴν Λαύραν, μετὰ τοῦ Γερμανοῦ καὶ τοῦ Ζαήμη, καὶ νὰ ὑψώσῃ ἑπομένως τὰ κατὰ τῆς τυραννίας τρόπαια. Ἡ δόξα του λοιπόν εἶναι δόξα σας, ἡ τιμή του, τιμή σας».
Σαν τέλειωσαν, τον νεκροφίλησαν, και τον οδήγησαν στο σπίτι του αδελφού του, όπου θα φυλασσόταν έως ότου – όταν το επέτρεπαν οι συνθήκες – μεταφερόταν στη Μονή της Αγίας Λαύρας. Οι κάτοικοι του πρόσφεραν δύο στεφάνια με τις ημερομηνίες της 25ης Μαρτίου και της 3ης Σεπτεμβρίου και δύο σημαίες με τα ίδια σύμβολα, που σκέπασαν τον νεκρό. Το συγκεντρωμένο πλήθος σε όλη τη διαδρομή έψαλε επικήδειους ύμνους γραμμένους ειδικά για την περίσταση, όπως ο παρακάτω:
Κλαύσατε ὦ συμπολῖται, φίλοι τῆς ἐλευθερίας,
φίλοι γνήσιοι Πατρίδος καὶ ἐχθροὶ τῆς Τυραννίας.
Κλαύσατε ὦ συμπολῖται, σύντροφοι συστρατιῶται,
τῶν ἡρωϊκῶν του ἔργων, ὦ γενναίοι στρατιῶται.
Φίλοι συναγωνισταί του, φίλοι τῆς Ἐλευθερίας,
ῥίξατ᾿ ἐπὶ τοῦ νεκροῦ του ἕνα κλάδο τῆς μυρσίνης,
κι᾿ ἐνθυμούμενοι συγχρόνως τὰς πολλὰς εὐεργεσίας
χύσατ᾿ ἐπ᾿ αὐτοῦ πενθοῦντες δάκρυα εὐγνωμοσύνης.
Ιδιαίτερη εντύπωση προξένησε η εικόνα των ένστολων αξιωματικών και του πληρώματος του ατμοκίνητου πλοίου, που την ώρα της αποβάσεως ύψωσαν πένθιμη σημαία.
Ωστόσο, τα πράγματα εξελίχθηκαν λίγο διαφορετικά. Η κηδεία του Λόντου έγινε μεν, μετά τον θάνατο του Κωλέττη, αλλά – άγνωστο γιατί – δεν ενταφιάστηκε στην Αγία Λαύρα, αλλά σε τιμητική θέση, βόρεια του Μητροπολιτικού Ναού της Φανερωμένης, σε ένα κεντρικότατο και ιστορικό σημείο του Αιγίου, κάτω από την σκιά των κυπαρισσιών, που εκείνα τα χρόνια υψώνονταν εκεί. Στον περίβολο αυτής της εκκλησίας, όπως μας πληροφορεί ο Γεώργιος Παναγόπουλος, αντλώντας την πληροφορία από τον Αλέξανδρο Δεσποτόπουλο, «συνήρχετο ή εκκλησία των πολιτών Αιγέων, υπό την βαθείαν σκιάν των κυπαρίσσων, δια συζήτησιν θεμάτων σπουδαίων αφορώντων τα συμφέροντα της πατρίδος». Ο θεσμός της αρχαίας εκκλησίας του δήμου, παρά τους αιώνες που πέρασαν, επιβίωνε ακόμα.
Τα χρόνια πέρασαν, η παλιά εκκλησία της Φανερωμένης καταστράφηκε και στην ίδια θέση χτίστηκε καινούργια, αυτή που σώζεται μέχρι σήμερα. Ο τάφος όμως παρέμεινε εκεί. Μία λιτή πλάκα, που τώρα βρίσκεται κομματιασμένη στο Ιστορικό & Λαογραφικό Μουσείο της πόλης, σκέπαζε το νεκρό. Τη δεκαετία του 1920, δαπάναις του Συλλόγου Αιγιαλέων «Ο ΑΡΑΤΟΣ», που πρωτοϊδρύθηκε στη Νέα Υόρκη, στήθηκε μία επιτύμβια στήλη με την προτομή του αγωνιστή, έργο του Γ. Δημητριάδη του Αθηναίου. Στη βάση του μνημείου, με σεβασμό και ευλάβεια, τοποθετήθηκαν τα οστά του. Έγιναν πόλεμοι, νέοι σεισμοί, τα κυπαρίσσια της πλατείας ένα-ένα κόπηκαν. Ο τάφος όμως έμεινε ανέπαφος, ελάχιστα φθαρμένος από το χρόνο. Μα με τον καιρό έσβησε η ανάμνηση του νεκρού κι η παχυλή άγνοια της τοπικής (και όχι μόνο) ιστορίας συσκότισε και την ιστορία αυτού του τάφου. Η σύγχρονη τεχνολογία, που εισέβαλε βάρβαρα στους ναούς, δεν σεβάστηκε τίποτα. Ούτε τον τάφο ενός αγωνιστή της «Λαύρας». Έτσι, μερίμνη της Εκκλησίας μας, περιεβλήθη από κακόγουστα κλιματιστικά, ασεβέστατα και ανάρμοστα. Η τύχη ή η ατυχία αυτού του μνημείο από εκεί και πέρα είναι γνωστή. Όταν χωρίς περίσκεψιν, χωρίς αιδώ, το πήγαιναν σε μιαν απόμερη μεριά για να το αναδείξουν (λέει), τυχαία… ως εκ θαύματος (!) στη βάση του βρήκαν τα οστά… ποιου άλλου; Εκείνου που ήταν θαμμένος από κάτω και που οι ιστορικές πηγές βοούσαν ότι ετάφη εκεί!
Υποσημειώσεις
[1] Το Αίγιο στην επανάσταση. Στα Ορλοφικά η επαρχεία της Βοστίτσας πρόθυμα συμμετείχε. Ο Παλαιών Πατρών Παρθένιος, σε συνεννόηση με τον Ορλόφ, ύψωσε τη σημαία της ελευθερίας στη Βοστίτσα. Μετά την αποτυχία της εξέγερσης οι Τούρκοι, επειδή φοβούνταν άλλη εξέγερση, απέστειλαν στη Πελοπόννησο κατά κύματα 60.000 Αλβανούς. Οι κάτοικοι της Βοστίτσας εγκατέλειψαν τη πόλη, και πήγαν στα βουνά. Οι καταφυγόντες βοστιτσάνοι στην Ιερή Μονή Ταξιαρχών, κατεσφάγισαν από τους Τουρκαλβανούς. Κατά τους χρόνους εκείνους έδρασαν οι «Κλέφτες» αγωνιστές Ζαχαριάς, Καράμπελας, Κωνσταντίνος Γκόφας, Γραννάκης εκ Βοστίτσας, και άλλοι. Από το 1778μ.Χ. αναφέρεται προεστός της Βοστίτσας ο Σωτηράκης Λόντος. Ανεδείχθη άρχοντας όλης της Πελοποννήσου το 1789 μ.Χ. αλλά τελικά αποκεφαλίστηκε από τους Τούρκους. Το 1820μ.Χ. φτάνει στη Βοστίτσα σαν απόστολος της Φιλικής Εταιρείας ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δικαίος (Παπαφλέσσας), αντιπρόσωπος του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Τότε η Βοστίτσα γίνεται κέντρο επαναστατικών διεργασιών, με αποκορύφωμα τη λεγόμενη «Μυστική συνέλευση της Βοστίτσας» 26 – 30 Ιανουαρίου του 1821 μ.Χ. Μετά από αυτό Ο Ανδρέας Λόντος μεταβαίνει στη Πάτρα, όπου τις 25 Μαρτίου, μαζί με άλλους προκρίτους της Αχαΐας, κηρύσσει την έναρξη της επανάστασης, με τον Παλαιών Πατρών Γερμανό. Οι Αιγιώτες με τον προεστό Δημ. Μελετόπουλο κα άλλους προκρίτους υψώνουν τη σημαία της επανάστασης τις 26 Μαρτίου, χωρίς καμία αντίδραση, αφού οι Τούρκοι είχαν φύγει. Το φρούριο της Πάτρας ήταν πολιορκημένο, προς βοήθεια των Τούρκων φθάνει ο Γιουσούφ Πασάς. Αφού πέρασε το Μεσολόγγι, αποβιβάστηκε στο Ρίο, και διέλυσε τους λίγους Βοστιτσιανούς που ήσαν εκεί με τον Δημ. Ροδόπουλο, προχώρησε στη Πάτρα και διασκόρπισε τους ενόπλους υπό τον Ανδρέα Λόντο και Ανδρέα Ζαΐμη, και διέλυσε τη πολιορκία τις 3 Απριλίου 1821. Μετά από αυτά ο Χουρσίτ πασάς Βαλής του Μοριά στέλνει στρατό στη Πελοπόννησο, με τον Κεχαγιάμπεη, για να προστατέψει την οικογένειά του και τους θησαυρούς του στη Τρίπολη. Ο Κεχαγιάμπεης αφού αποβιβάστηκε στη Πάτρα τις 6 Απριλίου, προχώρησε προς τη Βοστίτσα. Οι κάτοικοι της Βοστίτσας είχαν εγκαταλείψει τη πόλη και καταφύγει στα βουνά. Οι τούρκοι προσκάλεσαν τους κατοίκους σε υποταγή, και επειδή αυτοί δεν υπάκουσαν, έκαψαν τη πόλη και λεηλάτησαν όλη την επαρχεία, συλλαμβάνοντας πολλούς αιχμαλώτους. Ο Ανδρέας Ζαΐμης με λίγους Καλαβρυτινούς κατέλαβε το χωριό Βόβοδα, για να εμποδίσει την εισβολή των Τούρκων στα Καλάβρυτα. Πράγματι κατόρθωσε να αποκρούσει 500 Αλβανούς που στάλθηκαν από τον Κεχαγιάμπεη. Τις 7 Σεπτεμβρίου ο Τουρκικός στόλος υπό τον Καρά Αλή, πέρασε από τη Βοστίτσα και απέπλευσε για το Γαλαξείδι προκαλώντας λίγες μόνο καταστροφές. Από το 1821 ως το 1828 οι Βοστιτσάνοι στρέφονται προς το φρούριο της Πάτρας, που ποτέ δεν καταλήφθηκε, μέχρι το τέλος της επανάστασης. Ταυτόχρονα πολλοί Αιγιώτες πήραν μέρος σε διάφορες επιχειρήσεις στη ανατολική και δυτική Ελλάδα με τους στρατηγούς τους Ανδρέα Λόντο, και Δημήτριο Μελετόπουλο. Ο Ανδρέας Λόντος, όταν η πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου διαλύθηκε το 1822, όπου συμμετείχε, πληροφορήθηκε ότι τα υπόλοιπα στρατεύματα του Δράμαλη, βάδιζαν παραλιακά προς τη Βοστίτσα, έσπευσε με άλλους οπλαρχηγούς, (Ανδρέα Ζαΐμη, Δημ. Μελετόπουλο, Πετμεζαίους, κ.α.) στα στενά της Ακράτας στη θέση Πριόνι, στον Πλάτανο. Στη στενή αυτή παραλιακή τοποθεσία κύλησαν βράχους και απέκλεισαν τα λείψανα της στρατιάς του Δράμαλη, που ανέρχονταν σε τέσσερις χιλιάδες. Ο Γιουσούφ Πασάς από την Πάτρα έστειλε τέσσερα πλοία για να παραλάβουν τους επιζήσαντες Τούρκους, αλλά οι περισσότεροι είχαν φονευθεί από τους Έλληνες ή πεθάνει από την πείνα. Υπό τον Γιοργομωρΐτη καπετάνιο από την Κουνινά, οι Βοστιτσάνοι προβάλουν ηρωική αντίσταση κατά των Τουρκαλβανών στον Άγιο Ιωάννη τον Τσετσεβό, και υπό τον Δημήτριο Μελετόπουλο, λαμβάνουν μέρος στη τελευταία μάχη κατά του Ιμπραήμ το 1827, στην Καυκαρία.
[2] Γιανναροπούλου Κ. Ιωάννα, Ιστορικόν Αρχείον Λόντου, Πηγή: Έκτακτο Αχαϊκό Πνευματικό Συμπόσιο (2006 : Αίγιο, Ελλάς) Πρακτικά του Εκτάκτου Αχαϊκού Πνευματικού Συμποσίου, (Αίγιον 26-28 Μαΐου 2006), Πελοποννησιακά, Παράρτ. 28 (2009) σ. 190-191.
[3] Με το Ιουλιανό ημερολόγιο.
[4] Βρισκόμαστε στα 1846. Πριν από οκτώ μόλις χρόνια είχε καθιερωθεί ο εορτασμός της 25ης Μαρτίου. Πόση αλήθεια και πόσος μύθος κρύβεται πίσω από τα γεγονότα της Αγίας Λαύρας; Ας σημειωθεί ότι την εποχή που καθιερώθηκε ο εορτασμός της 25ης Μαρτίου αντιπρόεδρος του Συμβουλίου Επικρατείας ήταν ο Ανδρέας Ζαΐμης, με ό,τι συνεπάγεται αυτό.
[5] Σύμφωνα με τον Στέφανο Δραγούμη λάμβανε μία «ευτελεστάτη» σύνταξη 220 ή 240 δραχμών τον μήνα. Από τον Αύγουστο του 1845 (προηγουμένως είχε διατελέσει υπουργός Στρατιωτικών και υπουργός Εσωτερικών) έως το θάνατό του ιδιώτευε και συχνά – λόγω κάποιας αδιευκρίνιστης παθήσεως – έμενε κλινήρης.
[6] Ο Τάκης Σταματόπουλος προσεγγίζει την προσωπικότητα του Λόντου με διαφορετικό τρόπο, φωτίζοντας και τις σκιώδεις πλευρές του βίου του, μάλιστα αμφισβητεί τις δημοκρατικές του ευαισθησίες.
Πηγές
- Μάριος Χριστόπουλος, Φιλόλογος – Ερευνητής, «Ανδρέας Λόντος – Το πολύκροτο τέλος του και η περιπέτεια της ταφής του», Αίγιο, 14 Ιανουαρίου, 2019.
- Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, «Η Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου», τεύχος 47, 7 Σεπτεμβρίου 2000.
- Peter Von Hess, «1821 η Ελληνική Επανάσταση», Εκδόσεις Δέλτα, Αθήνα, 1996.
- Φωτίου Χρυσανθόπουλου ή Φωτάκου, Πρώτου Υπασπιστού του Θ. Κολοκοτρώνη. «Βίοι Πελοποννησίων Ανδρών », Εν Αθήναις, εκ του τυπογραφείου Π. Δ. Σακελλαρίου 1888.
- Ελένη Π. Κοκκώνη – Κατερίνα Κορρέ – Ζωγράφου – Χρύσα Δασκαλοπούλου, «Ελληνικές Σημαίες: Σήματα – Εμβλήματα», Αθήνα 1997.
Ο Μάριος Χριστόπουλος, Φιλόλογος – Ερευνητής, στη μελέτη του «Ανδρέας Λόντος – Το πολύκροτο τέλος του και η περιπέτεια της ταφής του», άντλησε τις πληροφορίες του από τα βιβλία:
- Τάκης Σταματόπουλος: «Ανδρέας Λόντος», Κάλβος 1985, σελ.113 κ.ε.
- Νύσης Μεταξάς – Μεσσηνέζης: «Όθων και Ελληνο-Βαυαρικη Φιλία», Αθήναι 1975, σελ. 71 κ.ε.
- Νικόλαος Δραγούμης: «Ιστορικαί Αναμνήσεις», Τ. Β΄, σελ 94 κ.ε.
- Ανδρέας Σκανδάμης: «Η 30ετια της Βασιλείας του Όθωνος», Τ. Β. σελ. 435 κ.ε. Αθήναι 1961.
- Παύλος Καρολίδης: «Σύγχρονος Ιστορία των Ελλήνων», Τ Β. σελ 420 κ.ε. Εκ του Τυπογραφείου
- Αλ. Βιτσικουνάκη, Εν Αθήναις 1922.
- Γεώργιος Παναγόπουλος – Σπύρος Κρητικός: «Αίγιο, Μνημεία – Τέχνη», σελ. 21, Δημοτική Βιβλιοθήκη Αιγίου 2002.
- Αρίστος Σταυρόπουλος: «Ιστορία της Πόλεως Αιγίου», σελ 434 κ.ε., 1954.
Πληροφορίες για ολόκληρη τη ζωή του Ανδρέα Λόντου μπορούν να αναζητηθούν στα κατωτέρω βιβλία:
- Παναγιώτης Ξινόπουλος, «Ανδρέας Λόντος» (1927) (Τυπώθηκε μόνο ο πρώτος τόμος).
- Αρίστος Σταυρόπουλος, «Πορτρέτα Ηρώων» (1930).
- Τάκης Σταματόπουλος, «Ανδρέας Λόντος», Κάλβος 1985.
Εφημερίδες
- ΑΙΩΝ
- ΤΑΧΥΠΤΕΡΟΣ ΦΗΜΗ
- ΕΘΝΟΚΡΑΤΙΑ
- ΕΛΠΙΣ
- ΑΘΗΝΑ
- ΦΙΛΟΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ
- Η ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΗ
- Ο ΠΡΩΪΝΟΣ ΚΗΡΥΞ
- ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
- ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΠΑΝΔΩΡΑ» 15/11/1864
(αρκετά από τα φύλλα των παραπάνω εφημερίδων από 25-9-1846 έως τα μέσα του Νοεμβρίου του 1846 περιέχουν πολλές πληροφορίες στις οποίες βασίστηκε το κείμενό μας).
Σχολιάστε