Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Archive for the ‘Οικονομία’ Category

Δημητριακά


 

Σπορά

Η σπορά ξεκινούσε το Σεπτέμβριο και τε­λείωνε το Δεκέμβριο. Ήταν καλοτυχιά για τους αγρότες να βρέξει πρώιμα, να μαλα­κώσει η γη και ν’ αρχίσει η σπορά. Οι γε­ωργοί είχανε συνδυάσει τη σπορά με τις γιορτές της Παναγίας, την οποία θεωρού­σαν προστάτισσά τους, και ήθελαν η σπο­ρά να ξεκινάει τον Σεπτέμβριο μετά το Γενέσιον (γενέθλια) της Θεοτόκου στις 8 Σε­πτεμβρίου. Γι’ αυτό και την είχαν ονομά­σει τη γιορτή αυτή γιορτή της Παναγίας της Αρχισπορίτισσας. Εξάλλου, ο λαός έλεγε, Το Σεπτέμβρη στάρι σπείρε και σε πανηγύ­ρι σύρε. Στις 21 Νοεμβρίου (Εισόδια της Θεο­τόκου) θα έπρεπε ο καλός αγρότης να έχει σπείρει τα μισά χωράφια (Παναγία Μεσοσπορίτισσα). Μάλιστα, στις 21 Νοεμβρί­ου οι αγροτικές οικογένειες συνήθιζαν να τρώνε πολυσπόρια (δημητριακά με ό­σπρια). Γι’ αυτό και η Παναγία ονομάστη­κε Πολυσπορίτισσα. Στη δυτική Κρήτη τα πολυσπόρια ονομάζονται παπούδια (από το αρχαίο πάππος, που σημαίνει σπόρος. (Λεξ. Αντ. Ξανθινάκη).

 

Σίτος

 

Κάποιες άλλες παροιμίες μας προσδιο­ρίζουν τη σημασία του χρόνου και τα χρο­νικά περιθώρια της σποράς. Τον Οχτώβρη αν δεν έσπειρες, λίγο στάρι θα ‘χεις, που ση­μαίνει ότι ο μήνας αυτός ήταν ο προσφορό­τερος. Όμως, αν αργήσεις πολύ, το Γενάρη καλουργιά παραλίγο κοπρισιά και απού σπέρ­νει το Φλεβάρη, σπέρνει την ανεμοζάλη. Ε­πίσης, ο αγρότης ποτέ δεν έπρεπε να σπέρ­νει όταν γιόρταζε η Παναγιά, η οποία τιμω­ρεί όσους εργάζονται την ημέρα της γιορ­τής της (Παναγιά Καψοδεματούσα). Ο λα­ός λέει, όταν ακούσεις Παναγία, μη ρωτάς αν είν’ αργία. Απεναντίας, την ημέρα της Πρωτοχρονιάς πολλοί αγρότες θεωρούσαν καλό και γούρικο να σπείρουν, τιμώντας τον Αϊ-Βασίλη, ο οποίος σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση ήτανε ζευγάς. Τέλος, οι όψιμες βροχοπτώσεις κάνουν τα σπαρτά να μεστώ­σουν και ν’ αποδώσουν πολύ καρπό, όπως το διατύπωσε ο λαός με τη σοφή παροιμία, αν βγάλει ο Απρίλης δυο νερά κι ο Μάης άλ­λο ένα, χαρά σ’ τονε το γεωργό που ‘χει πολ­λά σπαρμένα.

 

Σύμφωνα με το μύθο της αρχαιότητας, προστάτισσα της γεωργίας ήτανε η θεά Δήμητρα, την κόρη της οποίας Περσεφόνη απήγαγε ο Πλού­των, όταν η κόρη μάζευε λουλούδια στην εξο­χή, και τη μετέφερε στα σκοτεινά του βασίλεια. Η γη τότε έπαψε να δίνει καρπούς και ο Αίας έστειλε τον Ερμή να φέρει την Περσεφόνη από τον Άδη, με τη συμφωνία να επιστρέφει στο βασίλειο του Πλούτωνα κατά τους χειμερινούς μή­νες. Έτσι, η μητέρα Γη, που τρέφει το ανθρώ­πινο γένος, κοιμάται, βρίσκεται σε νάρκη, μέ­χρι να επιστρέψει η Περσεφόνη την άνοιξη στη μητέρα της. Τότε η γη ξυπνάει, βλαστάνει και δίνει τους καρπούς της στους ανθρώπους.

 

Πριν από κάποια χρόνια η σπορά γινόταν με πρωτόγονους τρόπους, όπως και την αρ­χαία εποχή. Χρησιμοποιούσαν ξύλινο άρο­τρο, φτιαγμένο από ξύλο πλατάνου, για να είναι ελαφρύ. Ο ίδιος ο αγρότης έκοβε πλα­τάνους στη λίγωση του φεγγαριού και στη συνέχεια τους πελεκούσε, για να φτιάξει το αλέτρι του. Μόνο το υνί ήτανε σιδερέ­νιο, που το έφτιαχνε ο σιδεράς. Αλλά το ξύλινο αλέτρι πάθαινε ζημιές, γι’ αυτό οι αγρότες το εγκατέλειψαν και αναλάμβανε ο σιδεράς να φτιάχνει σιδερένιο αλέτρι.

Ένα δεύτερο εργαλείο για τη σπορά ήταν ο ζυγός με τις ζεύγλες, ο οποίος α­κουμπούσε στον τράχηλο των υποζυγίων, εφόσον το όργωμα γινόταν από δύο ζώα, συνήθως από αγελάδες ή μία αγελάδα κι ένα φρόνιμο γαϊδουράκι, που θα μπορού­σε να συγχρονίζεται με το αργό και νωχελικό τράβηγμα της αγελάδας. Ο ζυγός ήταν ένα μακρόστενο πλατανένιο ξύλο πε­λεκημένο, με μία εγκοπή στη μέση, απ’ όπου περνούσε η αλυσίδα του αλετριού. Στις δύο άκρες είχε από δύο τρύπες, απ’ όπου περνούσε η ζεύγλα σε σχήμα U και η οποί­α αγκάλιαζε το λαιμό της αγελάδας. Αντί της ζεύγλας, στα μουλάρια και στα άλογα, που όργωναν μόνα τους, έμπαινε στο λαι­μό η λαιμαριά ή κουλούρα, η οποία ήταν από δέρμα και εσωτερικά είχε χόρτο (ψαθί), για να είναι μαλακιά και να μην πλη­γώνεται το ζώο με το τράβηγμα.

 

Όργωμα χωραφιών για τη φθινοπωρινή σπορά δημητριακών κατά τη δεκαετία του 1960. Από το φωτογραφικό λεύκωμα, «Ταξίδι αυτογνωσίας και παρατήρησης σ' ένα λησμονημένο παρελθόν – Σπάτα 1900-1960».

 

Ο γεωργός φόρτωνε τα ζυγάλετρά του στο γαϊδούρι ή στο μουλάρι κι ό,τι άλλο του χρειαζότανε και ξεκινούσε πρωί-πρωί για το χωράφι. Με την ανατολή του ήλιου έπρεπε να είναι έτοιμος για το όργωμα. Στην αρχή άνοιγε με το αλέτρι «παραβο­λή», δηλαδή μια αυλακιά, με την οποία ό­ριζε την έκταση, που θα έσπερνε και θα όρ­γωνε. Ύστερα έπαιρνε το σποροσάκουλο με το σπόρο και πετούσε τον καρπό ομοιόμορφα και με τέχνη. Αν ήταν δύο ή περισ­σότεροι, πατέρας και γιος ή παππούς ή θεί­ος, αυτή τη δουλειά την έκανε ο μεγαλύτε­ρος, που θεωρούνταν ο πιο έμπειρος. Στη συνέχεια ο ζευγάς όργωνε όλο το χωράφι, οδηγώντας τα καματερά του πέρα – δώθε. Το αλέτρι, με το φτερό που είχε στο πίσω μέρος, είχε την ικανότητα να το ανασκελαρίζει το χώμα, δηλαδή να το γυρίζει ανάπο­δα. Γι’ αυτό και το οργωμένο χωράφι ήτα­νε πιο σκούρο. Έτσι ο σπόρος σκεπαζόταν, για να φυτρώσει ύστερα από λίγες μέρες, χωρίς να τον φάνε τα πουλιά.

Νύχτα επέστρεφε στο σπίτι του ο ζευ­γάς, κατάκοπος, με λίγη ξηρή τροφή το μεσημέρι, αφού πρώτα περνούσε από τη βρύ­ση του χωριού να ποτίσει τα ζωντανά του και να τα παχνίσει μετά στον στάβλο. Την άλλη μέρα θα σηκωνότανε πάλι νύχτα, για να συνεχίσει την ίδια δουλειά.

Σπορά

Όταν τελείωνε η σπορά του χωραφιού, ο γεωργός το περνούσε με τη σβάρνα, για να σπάσουν οι βόλοι και να ισιώσει το χω­ράφι, ώστε να μην λιμνάζουν τα νερά στις γούβες και να γίνεται ο θερισμός πιο εύκο­λος. Η σβάρνα (βολοκόπος) ήταν ένα μακρόστενο ξύλινο εργαλείο και φαρδύ, που το έφτιαχνε ο αγρότης με ξύλα και βέργες λυγαριάς. Για να έχει αποτέλεσμα το σβάρνισμα, ανέβαινε ο ίδιος επάνω στη σβάρνα ή τοποθετούσε μία – δύο βαριές πέτρες. Το σβάρνισμα ήταν πιο εύκολο από το όργω­μα και τελείωνε γρήγορα, γιατί η σβάρνα με το φάρδος της κάλυπτε 4-5 αλετριές. Πά­ντως, πολλά σπαρμένα έμεναν ασβάρνιστα, είτε γιατί το σβάρνισμα το θεωρούσαν πε­ριττό είτε γιατί είχανε προτεραιότητα άλ­λες δουλειές και οι αγρότες δεν είχανε χρό­νο. Στην Αργολίδα συνήθως σβαρνίζονταν τα καμπίτικα χωράφια, τα ορεινά όχι.

Οι αγρότες έσπερναν κυρίως σιτάρι και κριθάρι, που καμιά φορά τα ανακά­τευαν (μιγάδι). Μπορούσαν, επίσης, να σπείρουν μπιζέλια, φακές, ρόβι και λούπι­να. Τα λούπινα (λουμπίνια ή λιμπίνοι) εί­ναι εκλεκτή τροφή για τα ζώα, ιδίως για τα γουρούνια. Αλλά τουλάχιστο μια φορά το χρόνο, την Καθαροδευτέρα, τρώγαμε κι ε­μείς λιμπινόσπορους, αφού τους νεροβροχιάζαμε αποβραδίς. Μόνο τα κουκιά δεν σπέρνονταν, αλλά η γυναίκα του ζευγά τα έριχνε στην αυλακιά ένα – ένα. Εκτός από το ρόβι και τα λούπινα, φρόντιζαν να σπεί­ρουν και βίκο για όλα τα ζωντανά και βρό­μη (ταγή) για το άλογο ή τη φοράδα. Όλα αυτά, βέβαια, ήταν πολλά, αλλά ο κάθε αγρότης έκανε το κουμάντο του, για να εξα­σφαλίσει ψωμί για την οικογένειά του και τροφή για τα ζώα του.

 

Οι ζευγολάτες στην Αργολίδα

 

Στα χωριά, όπου ο πληθυσμός ήταν αγρο­τικός, κάθε νοικοκυριό είχε ένα ή δύο άλο­γα ή μουλάρια. Με τα ζώα αυτά όργωναν τα χωράφια τους κι έσπερναν. Ένα καλό άλογο ή ένα καλό μουλάρι μπορούσε να τραβήξει μόνο του το άροτρο και να οργώ­σει. Καμιά φορά συνεργάζονταν δύο αγροτόσπιτα, που διέθεταν από ένα άλογο ή έ­να μουλάρι, και τα έκαναν ζευγάρι. Στις πό­λεις, όπως στο Άργος και στο Ναύπλιο, υ­πήρχαν πολλοί ιδιοκτήτες γης, που είχαν τα κτήματά τους στον κάμπο ή στις παρυ­φές των βουνών και που συνήθως δεν ήταν αγρότες. Αυτοί κατά κανόνα δεν εξέτρεφαν ζώα και καλούσαν τους φίλους τους ζευγολάτες να τους οργώσουν και να τους σπείρουν. Ο ζευγολάτης όργωνε το χωράφι και το άφηνε λίγες μέρες να το δει ο ήλιος. Στη συνέχεια το έσπερνε και το ξαναόργωνε την ίδια μέρα, για να σκεπαστεί ο σπόρος, να μην τον φάνε τα πουλιά. Τέλος, περνούσε το χωράφι με τη σβάρνα.

 

Αγροτικές εργασίες, αγνώστου, 1750.

 

Ο επαγγελματίας ζευγολάτης έζευε τα άλογά του στο κάρο, όπου είχε ακουμπήσει το αλέτρι του κι όλα τα σύνεργά του, ντορ­βάδες και βρόμη να φάνε κάποια στιγμή τα ζώα, τον σπόρο που του έδινε ο ιδιοκτήτης του χωραφιού αποβραδίς, το δικό του σα­κουλάκι με τη δική του ξηρή τροφή (παξι­μάδι, ελιές, τυρί, κρεμμύδι και κρασί) και ξεκινούσε νύχτα. Αν δεν είχε κάρο, ιδίως στις ορεινές τοποθεσίες, όλα τα φόρτωνε στα ά­λογά του. Εργαζόταν όλη την ημέρα και ε­πέστρεφε στο σπίτι του πάλι νύχτα.

Όπως θυμούνται οι πιο ηλικιωμένοι Αργείοι, στον κάμπο έζευαν δύο άλογα και στα ορεινά και ημιορεινά δύο μουλάρια. Γενικά, το μουλάρι θεωρούνταν πιο σκλη­ρό και πιο ανθεκτικό ζώο. Σπάνια έζευαν δύο αγελάδες, ιδίως στις ορεινές περιοχές. Υπολογίζεται ότι ένα ζευγάρι ζώων έ­κανε 120 περίπου μεροκάματα το χρόνο, από τα οποία τα 70 ήτανε για αρόσεις και αρδεύσεις στα μαγκανοπήγαδα. Αυτές ή­ταν οι πιο σκληρές δουλειές. Οι κυριότε­ρες από τις άλλες δουλειές ήταν η μεταφο­ρά προϊόντων, το αλώνισμα, η μεταφορά των αλεσμάτων από και προς τον μύλο, η μετάβαση στην πόλη για ψώνια, τα φορ­τώματα με ξύλα κ.ά. Υπολογίζεται, επίσης, ότι κάθε ζευγάρι όργωνε κατά μέσον όρο 140 στρέμματα γης το χρόνο (Ν. Αναγνω­στόπουλου – Γ. Γάγαλη, σ. 216).

 

Θερισμός

 

Τα πρώτα από τα σπαρμένα που απολάμ­βανε η αγροτική οικογένεια ήτανε τα χλωροκούκια. Από τον Απρίλιο κιόλας η νοι­κοκυρά μάζευε αγίνωτα λουβιά, πολύ δρο­σερά, και τα μαγείρευε με αγκινάρες. Ό­ταν το Μάιο μεστώνανε τα λουβιά, ξεπάτωναν τις κουκιές με τα χέρια και τις κου­βαλούσαν στο αλώνι ή καλύτερα στο δώ­μα του σπιτιού. Μαδούσαν τα λουβιά και τα έβαζαν χωριστά να ξεραθούν στον ήλιο, ενώ τις κουκιές τις δεμάτιαζαν και τις φύ­λαγαν στον αχεριώνα, για να τις φάνε οι κατσίκες το χειμώνα. Τα λουβιά, όταν εί­χανε ξεραθεί καλά, τα χτυπούσαν με μπα­στούνια και κοπανίδες, ύστερα τα κοσκίνιζαν και ξεχώριζαν τα κουκιά, που τα φύλα­γαν ως εκλεκτή τροφή για το χειμώνα.

Τα υπόλοιπα όσπρια, εκτός από τα κουκιά, παίρνανε το δρόμο για το αλώνι, όπου θα αλωνίζονταν με τα ζώα (φακές, μπιζέλια, φάβα ή λαθούρι). Όλα αυτά ονο­μάζονταν μαγερέματα και τα μάζευαν με τα χέρια, χωρίς δηλαδή δρεπάνι. Στο αλώ­νι, επίσης, κουβαλούσαν και το ρόβι και τον βίκο, που ήτανε τροφή για τα ζώα.

 

Παραδοσιακή μέθοδος μαζέματος της σοδειάς των δημητριακών στην πεδιάδα του Άργους. Στο βάθος η Ακρόπολη της Λάρισας (1901).

 

Το θέρος γινότανε τον Ιούνιο, τον θε­ριστή μήνα, όταν πια είχανε ξεραθεί τα στά­χυα κι είχε ωριμάσει ο καρπός. Το έμπειρο μάτι του αγρότη δεν ξεγελιόταν, αν και ο­ρισμένοι ήθελαν να δοκιμάζουν, βάζοντας σπόρο στο στόμα τους και μασουλώντας τον, για να δουν αν είχε μεστώσει. Αλλά ενώ στη σπορά ο ζευγολάτης δούλευε μόνος, βοηθώντας τον καμιά φο­ρά η γυναίκα του, στο θέρος επιστρατεύο­νταν όλα τα μέλη της οικογένειας. Οι οικο­γένειες τότε ήταν κατά κανόνα πολύτεκνες. Τα σκολαρούδια, όταν σχόλαζαν από το σχολείο, δεν πήγαιναν στο σπίτι αλλά στο χωράφι, να φάνε και να βοηθήσουν. Τα μι­κρότερα κάνανε ό,τι μπορούσαν, δηλαδή παίζανε ή τρέχανε στη βρύση για νερό. Και τα μωρά τα κοίμιζαν στην ανάποδη του σαμαριού…

Χαράματα έπιαναν δουλειά να προκάμουν, προτού πιάσει η δυνατή ζέστη. Ό­λη τη μέρα οι γυναίκες, σκυφτές, με τα μα­ντίλια και τα τσεμπέρια στο κεφάλι και με το δρεπάνι στο δεξί, θέριζαν τον ευλογη­μένο καρπό και συναγωνίζονταν ποια θα βγει πρώτη στην άλλη άκρη. Απλώνονταν σε απόσταση δύο σχεδόν μέτρων μεταξύ τους και τραβούσαν καθεμιά τη δική της αράδα. Με το αριστερό χέρι μάτσωναν ό­σα στάχυα μπορούσαν, τα έκοβαν με το γυριστό δρεπάνι, φούχτωναν άλλα τόσα, τα έκοβαν κι αυτά και τ’ ακουμπούσαν χάμω. Και συνέχιζαν. Στο κατόπι διάλεγαν 3 – 4 στάχυα από τα θερισμένα, τα πιο μεγάλα, και με αυτά έδεναν τα υπόλοιπα κι έφτια­χναν το πρώτο τους χερόβολο.

Ύστερα περνούσε ο δέτης, άνδρας αυ­τός, που αγκάλιαζε κάμποσα χερόβολα και τα έδενε με λεπτές βεργούλες (βίτσες) λυ­γαριάς ή αγριελιάς και έφτιαχνε τα δεμά­τια. Αυτά τα βιτσοδέματα τα ετοίμαζαν μέ­ρες πιο πριν και αποβραδίς τα έβαζαν στο νερό να μαλακώσουν. Αν δεν ήταν εύκολο να βρεθούνε βεργούλες, δένανε τα δεμά­τια με αυτοφυή αγριόσταχα -πολλά μαζί- που τα βρίσκανε στις άκρες και στις παρα­βολές του χωραφιού. Ο δέτης φρόντιζε να βάζει τα χερόβολα σταυρωτά, το ένα να κοιτάζει επάνω, το άλλο κάτω, για να δέ­νονται καλύτερα. Άλλοι, όμως, προτιμού­σαν να τα δένουν χωρίς να τα σταυρώνουν, για να προστατεύονται καλύτερα στις θημωνιές, όπου κάνανε άγριες επιδρομές τα σπουργίτια, όπως φαίνεται παρακάτω.

Ένας ακόμη άνδρας, ο κουβαλητής, φόρτωνε τα δέματα στο γάιδαρο και στη φοράδα, για να τα μεταφέρει δίπλα στο α­λώνι, όπου τα ξεφόρτωνε κι έκανε τη θημωνιά. Τα πρώτα δεμάτια τα τοποθετούσε όρθια και τα υπόλοιπα πλαγιαστά, χτίζο­ντας τα γύρω-γύρω και με τον καρπό προς τα μέσα, που να μη φαίνεται, για να μην τον τρώνε τα σπουργίτια, που μαζεύονταν χιλιάδες στις θημωνιές.

Συνήθως στο θέρος δυο και τρεις οι­κογένειες αλληλοβοηθιούνταν και μαζεύ­ονταν πολλοί στο δύσκολο αγώνα. Θέρι­ζαν κι άνδρες. Συνήθως οι γυναίκες, που ήτανε πιο ευλύγιστες και επιδέξιες, τους ξε­περνούσαν και τους κορόιδευαν. Όταν, ό­μως, δούλευαν πολλοί μαζί, έκαναν κέφι, τραγουδούσαν καμιά φορά ή λέγανε πολ­λά αστεία και μαντινάδες. Έτσι ξεγελούσαν το λιοπύρι και την κούραση. Το μεση­μέρι τρώγανε με κέφι στη σκιά κάποιου κο­ντινού δένδρου. Συνήθως, όταν οι θεριστές ήταν πολλοί, η οικοδέσποινα φρόντιζε από τη νύχτα για το ψητό στο φούρνο κι ο κου­βαλητής έτρεχε να το φέρει. Και περίμε­ναν μετά το φαγητό κάμποση ώρα, να κα­ταλαγιάσει η δυνατή ζέστη, για να συνεχί­σουν μέχρι αργά το βράδυ. Καμιά φορά, για να τελειώσει το χωράφι, θέριζαν και με το φεγγάρι.

 

Αλώνισμα – λίχνισμα

 

Τα αλώνια τα έφτιαχναν στις κορφές και στα μουράκια, δηλαδή στους λοφίσκους και στα μικρά υψώματα, όπου φυσάει βο­ριαδάκι τις απογευματινές ώρες. Τα αλώνια τα έφτιαχναν κυκλικά με ακτίνα 3 -4 μέτρα, τοποθετώντας όρθιες πλάκες μέχρι 40 πόντους, ενώ το δάπεδο το κάλυπταν επίσης με πλάκες, κατά κανό­να με άγρια επιφάνεια, για να μη γλιστρά­νε τα ζώα. Άλλοτε πάλι, στην Κρήτη και αλλού, συνήθως το δάπεδο το έστρωναν με αργιλώδες χώμα. Έκαναν παχιά λάσπη και την άπλωναν σε όλα τα σημεία. Όταν η λά­σπη ξεραινόταν, το δάπεδο γινότανε πολύ σκληρό.

Όταν τελείωνε το θέρος κι είχανε κου­βαληθεί τα γεννήματα έξω από το αλώνι σε χωριστές θημωνιές για κάθε δημητρια­κό (σιτάρι, κριθάρι, βρόμη), άρχιζε το α­λώνισμα. Ήταν η εποχή του αλωνάρη μή­να, του Ιούλη. Οι αλωνάρηδες έλυναν τα δεμάτια της θημωνιάς, πετούσαν μακριά τα βιτσοδέματα και σκορπούσαν τα στάχυα σ’ όλη την κυκλική επιφάνεια του αλωνιού.

Τα ζώα – αγελάδες, γαϊδούρια – ζεμένα ερ­χόντουσαν γύρω-γύρω πεντέξι ώρες, από τις 10 το πρωί μέχρι τις 4 το απόγευμα, στη φούρια της ζέστης -Ιούλης μήνας- για να ποδοπατήσουν τα γεννήματα. Συνήθως έ­ζευαν δύο ζώα και σπανιότερα τρία, αλλά ο αλωνάρης που τα καθοδηγούσε ακολου­θούσε καβάλα στη φοράδα. Ήταν, όμως, προτιμότερο τα πρώτα ζώα να είναι δύο και όχι τρία, γιατί σχεδόν πάντα τραβούσαν και το ντουένι, το οποίο ήτανε δεμένο με αλυ­σίδα στο ζυγό. Το ντουένι ήταν ένα μακρό­στενο ταβλί με πριόνια στην κάτω επιφά­νεια, πολύ αποτελεσματικό στο θρυμμάτι­σμα των σταχυών. Έβαζαν και μια βαριά πέτρα επάνω ή ανέβαινε συνήθως ένα παι­δί, που το ‘χε μεγάλη χαρά. Στην Κρήτη είχαμε ένα ανάλογο γεωργικό εργαλείο, τον βωλόσυρο, που είχε μάκρος ενάμισι μέτρο και πλάτος 60 πόντους.

 

Παραδοσιακός τρόπος αλωνίσματος.

 

Κατά διαστήματα τα καματερά έπρε­πε να αλλάζουν φορά, για να μη ζαλίζο­νται και πέσουν χάμω, δηλαδή το δεξιό­στροφο γύρισμα με την αλλαγή γινότανε αριστερόστροφο και το αντίθετο. Την ευ­θύνη την είχε αυτός που ήταν καβάλα στη φοράδα. Τότε έπρεπε ο πιτσιρικάς, που το διασκέδαζε ανεβασμένος στον βωλόσυρο, να κατέβει και να τον γυρίσει με τα χέρια του, για να μην μπερδευτούν και σωρια­στούν χάμω τα γαϊδούρια ή οι αγελάδες που τον τραβούσαν.

Ένας άλλος αλωνάρης, πάλι, ανακά­τευε με το λιχνιστήρι τα γεννήματα, ώστε να έρχονται τα επάνω κάτω ή έριχνε κι άλ­λα από τη θημωνιά. Το λιχνιστήρι στην Κρήτη το λέμε θρινάκι (από την αρχαία λέ­ξη θρίναξ), ένα ξύλινο εργαλείο, ελαφρύ, με 3 – 4 δόντια, όπως το πιρούνι που τρώμε. Ήταν πολύ δύσκολο να βρει ο αγρότης ένα πουρναρίσιο συνήθως κλαδί1,5 μέτρουπε­ρίπου, που να απολήγει σε τρία ή τέσσερα μικρότερα κλαδάκια, όλα στοιχισμένα στη σειρά, για να το κόψει, να το ξεφλουδίσει, να το ζεστάνει στη φωτιά, για να το κα­μπυλώσει ελαφρά, να το ξεράνει και να το κάνει θρινάκι.

Όταν είχε γίνει το «αλωνικό», δηλαδή όταν τα στάχυα είχανε γίνει άχυρο, ξέζευαν τα ζώα και τα οδηγούσαν για νερό και για βοσκή. Ήταν πολύ κουραστική αυτή η δου­λειά για τους ανθρώπους αλλά πιο πολύ για τα ζώα. Οι αλωνάρηδες είχαν τη δυνατό­τητα να αλλάζουν μεταξύ τους, να ξεκου­ράζονται στον ίσκιο της διπλανής ελιάς ή κουμαριάς, να λαγοκοιμούνται λίγο, να πί­νουν κρύο νερό από τη στάμνα. Και στον ήλιο φορούσαν το καπέλο τους. Τα ζώα, ό­μως, δεν είχανε άλλη επιλογή από εκείνη της άχαρης γυροβολιάς. Εξάλλου, η φορά­δα φορούσε το χαλινάρι της και οι αγελά­δες τις μουρίδες τους (φίμωτρα), για να μην τσιμπολογούν.

Λίχνισμα

Ύστερα άρχιζε η διαδικασία του λιχνίσματος. Όλο το αλωνικό το στοίβαζαν στο βο­ρινό ημικύκλιο του αλωνιού. Ύστερα τέ­ντωναν ένα σκοινί εκεί όπου τελείωνε το στοιβαγμένο αλωνικό, πλακώνοντάς το στις άκρες με δύο πέτρες, για να μην πα­ρασυρθεί από κάποια αδέξια κίνηση. Στη συνέχεια με τα θρινάκια πετούσαν ψηλά το αλωνικό, ο αέρας έπαιρνε το ελαφρύ ά­χυρο και το πήγαινε από την άλλη μεριά του σκοινιού, ενώ ο καρπός σωριαζόταν στα πόδια των λιχνιστάδων. Οι λιχνιστάδες ήταν δύο, που ξεκινούσαν από τις δύο άκρες και προχωρώντας αντάμωναν στη μέση. Η διαδικασία του λιχνίσματος κρα­τούσε αρκετή ώρα, ανάλογα κι από την έ­νταση του αέρα. Αν υπήρχε πλήρης άπνοια, περιμένανε και τη νύχτα. Δε γινότανε να εγκαταλείψουν τη δουλειά στη μέση. Ύστερα κοσκίνιζαν τον καρπό, για να φύγουν τα σκύβαλα, δηλαδή οι κόνδυλοι των σταχυών που δεν τους έπαιρνε ο αέ­ρας και όλα τα χοντράδια ή τυχόν πετρούλες και κόπρανα των ζώων. Για τη δουλειά αυτή χρησιμοποιούσαν το δριμόνι, ένα με­γάλο κόσκινο με διάμετρο ένα μέτρο περί­που ή κόσκινο μικρότερο. Με το κοσκίνισμα ο καρπός έπεφτε χάμω σ’ ένα πανί, ε­νώ τα άχρηστα αντικείμενα τα πετούσαν μακριά.

 

Λίχνισμα στο αλώνι 1930. Φωτογραφία Έλλη Παπαδημητρίου.

 

Τελευταία δουλειά ήταν το σάκιασμα του καρπού και η μεταφορά του στο σπίτι με τη φοράδα ή το άλογο. Φυσικά, θα έπρεπε μετά ο καρπός να μεταφερθεί στο μύλο, να αλεστεί και να γίνει αλεύρι. Γι’ αυτό, μετά τη μεταφορά του από το α­λώνι, ή τον άφηναν προσωρινά στα τσου­βάλια ή τον έριχναν σε πιθάρια και σε με­γάλα ξύλινα κασόνια. Πριν από το άλεσμα στο μύλο, ο καρπός έπρεπε πρώτα να πλυ­θεί και να στεγνώσει.

Την επόμενη μέρα, πρωί-πρωί, έπρε­πε να σακιάσουν τα άχυρα, για να τα μετα­φέρουν στον αχυρώνα, ώστε να ελευθερω­θεί το αλώνι για την επόμενη αλωνισιά. Αν είχαν χρόνο, το αχεροσάκιασμα ξεκινούσε αποβραδίς, μετά το λίχνισμα. Χρησιμο­ποιούσαν μεγάλα τσουβάλια και τετράγω­νες λινάτσες, τις γωνίες των οποίων έδε­ναν σταυρωτά. Τα άχυρα ήταν τροφή των ζώων το χειμώνα. Η δουλειά αυτή, σάκιασμα στο αλώνι και ξεσάκιασμα στον αχυ­ρώνα, αν και φαίνεται εύκολη, ήταν και δύσκολη και μπελαλίδικη, γιατί οι σακιαδόροι αναπνέανε τη σκόνη του άχυρου (τις κουμούρες) και πνιγόντουσαν, όπως οι μπε­τατζήδες κάποτε δεν μπορούσαν ν’ αποφύ­γουν την εισπνοή της τσιμεντόσκονης.

Στην Αργολίδα καλλιεργούσαν σιτάρι «κυρίως προς κάλυψιν των ιδίων αναγκών των καλλιεργητών». Έτσι, αν ο καιρός δεν ευνοούσε την καλλιέργεια ή αν προσβαλ­λόταν από κάποια ασθένεια, η ετήσια πα­ραγωγή δεν κάλυπτε τις ανάγκες της οικο­γένειας.Συνήθως εφάρμοσαν την καλλιέργεια της αμειψισποράς, δηλαδή της εναλλαγής καλλιέργειας στο ίδιο έδαφος. Έτσι, η καλλιέργεια του σιταριού εναλλασσόταν με ε­κείνη του καπνού, της πατάτας ή της τομά­τας. Αλλά αν αυτό εφαρμοζόταν μία χρο­νιά, δεν μπορούσε να επαναληφθεί και την επομένη. Δηλαδή, μετά τη συγκομιδή του καπνού, οργωνόταν το ίδιο χωράφι με τις πρώτες βροχές για σπορά σιταριού, το ο­ποίο θα θεριζόταν τον Ιούνιο. Αυτό σημαί­νει ότι ήταν αδύνατο να φυτευτεί πάλι κα­πνός τον Μάρτιο, μια και το χωράφι ήταν ήδη σπαρμένο. Για το θέρος έπαιρναν εργάτες από τις Λίμνες και τα άλλα ορεινά χωριά της Αργολίδας, οι οποίοι εξασφάλιζαν ψωμί για τις οικογένειές τους, μια και ήταν μικρή ή ανύπαρκτη η δική τους παραγωγή. Συνή­θως έπαιρναν εργάτες οι αγρότες της Δαλαμανάρας, του Λάλουκα, της Πυργέλας, του Χώνικα, του Αβδήμπεη (Ηραίου), του Ανυφίου και του Κουτσοποδίου, «όπου η καλλιεργούμενη έκτασις διά σίτου είναι με­γαλύτερα και αι αποδόσεις καλαί».

Κατέβαιναν, όμως, θεριστάδες και α­πό τα χωριά της Κυνουρίας (Βούρβουρα, Καστρί κ.ά.) «με τα ζώα των περιερχόμενοι τα χωρία κατά μπουλούκια 10-15 εργατών ζητούντες εργασίαν». Αυτοί οι άνθρωποι έ­μεναν στο ύπαιθρο ή σπανιότερα σε σπίτια φίλων ή συγγενών. Θέριζαν από τις 2 το πρωί με το φεγγάρι μέχρι τις 8 το βράδυ ( 18 ώ­ρες!). Ο κάθε θεριστής θέριζε 40 δεμάτια και η αμοιβή του ήτανε 10%. Τα τέσσερα δεμάτια που του αναλογούσαν, σύμφωνα με τα δεδομένα της εποχής, άξιζαν μαζί με το άχυρο 152 δρχ., τη στιγμή που το κανονικό μεροκάματο είχε 70 δρχ. Αυτοί οι ξωμάχοι, ύστερα από τόσο σκληρή δουλειά ολίγων ημερών, αλώνιζαν τα δεμάτια τους σ’ ένα ορισμένο σημείο και μετέφεραν το σιτάρι και το άχυρο στα σπίτια τους με τα ζώα ή με αυτοκίνητο. Έτσι εξασφάλιζαν το ψωμί των οικογενειών τους.

 

Αλωνιστική μηχανή

 

Τέλος, στα καμποχώρια το αλώνισμα γινόταν με αλωνιστικές μηχανές. Αλλά στα ημιορεινά χωριά (Μηδέα, Πουλακίδα, Δεν­δρά) και στα ορεινά, όπου οι δρόμοι ήταν δύσβατοι ή ανύπαρκτοι και η παραγωγή μι­κρή, το αλώνισμα γινότανε στα αλώνια με τα ζώα και με το ντουένι με τον παραδο­σιακό τρόπο. Η αλωνιστική μηχανή δεν ήταν αυτο­κινούμενη. Όταν εργαζόταν, σε μικρή α­πόσταση από αυτήν υπήρχε ένα τρακτέρ, το οποίο της έδινε κίνηση με έναν φαρδύ ιμάντα. Μνημονεύονται έξι αλωνιστικές μηχανές το 1938 στον Αργολικό κάμπο (δύ­ο στο Άργος και από μία στην Αγία Τριά­δα, στο Ναύπλιο, στην Πυργέλα και στον Λάλουκα), χώρια του Αχλαδοκάμπου ή της Ερμιονίδας. Όταν βελτιώθηκε το οδικό δίκτυο, οι αλωνιστικές μηχανές απάλλαξαν τους α­γρότες από το βασανιστικό αλώνισμα του­λάχιστο. Τώρα πια οι μηχανές αυτές έχουν αποσυρθεί, γιατί η τεχνολογία μας προσέ­φερε τις θεριζοαλωνιστικές, οι οποίες απάλ­λαξαν τους αγρότες και από το θέρος. Ό­που δεν έχει πρόσβαση η θεριζοαλωνιστική, οι άνθρωποι έπαψαν πια να σπέρνουν και να βασανίζονται.

 

Οδυσσέας Κουμαδωράκης

 

Πηγή


 

Read Full Post »

Πορτοκάλι – Μια σύντομη ιστορία του


 

 Η πορτοκαλιά είναι αγγειόσπερμο, δικότυλο, αειθαλές φυτό που ανήκει στην τάξη των Σαπινδωδών και στην οικογένεια των Ρυτοειδών (Rutaceae)= Εσπεριδοειδών (Hesperidaceae).

 

Η σχέση του πορτοκαλιού με την Αργολίδα χάνεται στην αχλή του χρόνου. Ο βασιλιάς της Τίρυνθας Ευρυσθέας έδωσε εντολή στον Ηρακλή να του φέρει τα μήλα των Εσπερίδων. Τα δέντρα αυτά φύτρωναν στον κήπο των θεών και ήταν δώρο της Γαίας στην Ήρα, για το γάμο της με τον Δία. Ίσως γι’ αυτό το πορτοκάλι θεωρείται σύμβολο της γονιμότητας και της ευτυχισμένης συζυγικής ζωής. Για να τα προστατέψει, η Ήρα ανέθεσε τη φύλαξή τους στις νύμφες Εσπερίδες και στον ακοίμητο δράκο Λάδωνα, ένα φοβερό φίδι με εκατό κεφάλια. Μετά από πολλές περιπέτειες ο Ηρακλής κατάφερε να πάρει τρεις χρυσούς καρπούς και να τους φέρει στον Ευρυσθέα, ο οποίος δεν θέλησε να τους κρατήσει και τους έδωσε στον Ηρακλή. Αυτός τους δώρισε στην θεά Αθηνά κι αυτή τους επέστρεψε στον κήπο των θεών, αφού η κλοπή τους ήταν ανίερη και βέβηλη πράξη. Από τα μυθολογικά μήλα των εσπερίδων προέρχεται και ο γενικός χαρακτηρισμός κατηγορίας φρούτων που ονομάζονται εσπεριδοειδή. Αν και δεν είναι επιστημονικά τεκμηριωμένο, δεν παύει να είναι μια πολύ ωραία ιστορία.

 

Πορτοκαλιές

 

Ο πρώτος καρπός που εμφανίστηκε στην Ευρώπη ήταν η κιτριά (citrus medica). Το κίτρο του οποίου η καλλιέργεια επεκτάθηκε στην Εγγύς Ανατολή και στην Ευρώπη μετά τις περσικές κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Το κίτρο ήταν γνωστό στους Έλληνες και τους Ρωμαίους. Ο μεν Θεόφραστος περιγράφει με ακρίβεια τον  καρπό   ενώ ο  ιατροφιλόσοφος και βοτανολόγος Διοσκουρίδης τα αναφέρει ως « περσικά μήλα».  

Η πορτοκαλιά (κιτρέα η σινική, citrus sinensis) εισήχθη από την Κίνα ή κατά μία άλλη εκδοχή από την Ινδία και διαδόθηκε από τους Πορτογάλους το 10ο αιώνα. Από το όνομα της χώρα τους πήρε και το όνομα του το νέο φρούτο. Ελληνικά:πορτοκάλι. Βουλγαρικά:πορtokan, πορtokal. Ρουμανικά:portocala. Περσικά:porteghal. Αντίθετα στις Αγγλοσαξωνικές γλώσσες το όνομα του φρούτου αυτού προέρχεται από παραφθορά της σανσκριτικής λέξης maranga (orange) που σημαίνει ευώδες.  

Πορτοκάλι

Την ποικιλία Ουάσιγκτον Νάβελ (Washington Navel) ή ομφαλοφόρο της Ουάσιγκτον έφερε από την Καλιφόρνια στην Ελλάδα το 1925 ο Άγγλος βοτανολόγος Σίδνεϋ Μέρλιν (Sidney Louis Waller Merlin). Καλλιεργήθηκε συστηματικά για πρώτη φορά και σε εμπορική κλίμακα στην Κέρκυρα, από τον ίδιο από τον οποίο και πήρε το όνομα της ( ποικιλία Μέρλιν).  Εκτός από την πορτοκαλιές εισήγαγε και τα μικρά Ιαπωνικά πορτοκαλάκια Κουμ- Κουάτ που ευδοκιμούν και καλλιεργούνται από τότε μόνο στην Κέρκυρα.

Στα τέλη του 19ου αιώνα η άνυδρη πεδιάδα της Αργολίδας ήταν εντελώς γυμνή. Η καλλιέργεια του πορτοκαλιού άρχισε την περίοδο του μεσοπολέμου όταν έγινε δυνατή η άρδευση της πεδιάδας με νερό από τις ανορύξεις πηγαδιών.

Από το βιβλίο « Η Αργολική Πεδιάς» των Ν.Η. Αναγνωστόπουλου και Γ.Α. Γάγαλη που εξέδωσε η Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος το 1938, διαβάζουμε ότι:

 

«Καλλιεργούνται ποικιλίαι υπό την ονομασίαν « ξυνόγλυκα» μικρού ή μεσαίου μεγέθους και με τον φλοιόν καλώς επικαθήμενον επί της σαρκός. Επίσης καλλιεργούνται αρκετά δένδρα της ποικιλίας «ντόλτσα» καθώς και ολίγα δένδρα της ποικιλίας « σανγκουΐνια» ή « του αίματος» με σάρκα κατά τόπους υπέρυθρον. Ελάχιστα δένδρα καλλιεργούνται της ποικιλίας «γιάφας» εμπύρινα ή απύρινα μη αποδίδοντα αρκετούς καρπούς». Ελάχιστα τέλος της ποικιλίας ομφαλοφόρου, όλα νέα».

 

Σήμερα, αντιπροσωπεύει περίπου το 58% των πορτοκαλόδενδρων στη χώρα μας. Στην Αργολίδα εξαπλώθηκε ευρέως τη δεκαετία του 1950 και σήμερα αποτελεί το 70% της συνολικής καλλιέργειας.

Στην Ελλάδα υπάρχουν περίπου 160 ποικιλίες πορτοκαλιάς. Οι πιο σημαντικές όμως είναι: Βαλέντσια, Χίου, Άρτας, Σουλτανί του Φόδελε, Σαγκουίνι ή αιματόσαρκο και η πλέον διαδεδομένη και επιτυχημένη ποικιλία Μέρλιν.

 

Πηγές


  • Αναγνωστόπουλος Ν. – Γάγαλης Γ., «Η Αργολική Πεδιάς», Αθήναι, 1938.
  • Ναυπλιακά Ανάλεκτα, τόμος ΙV (2000), έκδοση Δήμου Ναυπλιέων.
  • Οι πορτοκαλεώνες της Αργολίδας και τα παγκοσμιοποιημένα αγρο-τροφικά δίκτυα – http://www.greekscapes.gr

  

Διαβάστε ακόμη:

 

Read Full Post »

Βαμβακοκαλλιέργεια


 

Γενικά – Βαμβακοκαλλιέργειες στην Αργολίδα – Εκκοκκιστήρια βάμβακος στο Άργος

  

Η αρχική χρήση του βαμβακιού από τον άνθρωπο χάνεται μέσα στο σκοτάδι της προϊστορίας. Οι αρχαιότερες ενδείξεις προέρχονται από την Ινδία. Σε ανασκαφές που έγιναν σε μια περιοχή κοντά στον Ινδό ποταμό βρέθηκαν υπολείμματα από υφάσματα και σχοινιά από βαμβάκι, που υπολογίστηκε ότι ανάγονται στο 3000 π.Χ. Η πρώτη γραπτή μαρτυρία για το βαμβάκι βρίσκεται σε ένα πανάρχαιο θρησκευτικό βιβλίο των Ινδών, που γράφηκε γύρω στο 1500 π.Χ. Μερικές εκατονταετίες αργότερα, γύρω στο 800 π.Χ., σε ένα άλλο ιερό βιβλίο στο οποίο εκτίθεται η διδασκαλία του βραχμανισμού, καθορίζεται και η εργασία εκείνων που ασχολούνταν με το πλύσιμο και την ύφανση των βαμβακερών υφασμάτων.

 

Βαμβακιές

 

Η καλλιέργεια του βαμβακιού ήταν άγνωστη στην αρχαία Ελλάδα. Αρκετοί συγγραφείς, όμως, αναφέρουν ότι το βαμβάκι αναπτυσσόταν στην Ινδία. Ο Ηρόδοτος κατά το 445 π.Χ. αναφέρει στην ιστορία του ότι « στην Ινδία φυτρώνουν άγρια δέντρα που παράγουν μαλλί πιο ωραίο και πιο εκλεκτό από το μαλλί των προβάτων. Από τα δέντρα αυτά οι Ινδοί εξασφαλίζουν τα ρούχα τους». Ο Ηρόδοτος αποκαλεί το βαμβάκι «είρια από ξύλου» και αναφέρει ότι οι Ινδοί ήταν ντυμένοι με «είματα από ξύλων πεποιημένα», δηλαδή με βαμβακερά υφάσματα.

Για πρώτη φορά αναφέρεται η καλλιέργεια του βαμβακιού στην αρχαία Ελλάδα από τον Παυσανία κατά τον 2  μ.Χ. αιώνα. Κατά την εποχή εκείνη το βαμβάκι ήταν γνωστό με το όνομα βύσσος.  Το όνομα βαμβάκι αναφέρεται για πρώτη φορά στη νομοθεσία του Ιουστινιανού, φαίνεται δε να προέρχεται από τη λέξη βόμβυξ με την οποία ονόμαζαν το μετάξι, που είχε προέλευσή του την Ασία. Κατά την εποχή του Ιουστινιανού, γύρω στο 552 μ.Χ., η καλλιέργεια του βαμβακιού ήταν ευρύτατα διαδεδομένη.

Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο η βαμβακοκαλλιέργεια άρχισε να αποκτά ισχύ στην Ελλάδα, λόγω κυρίως της αυξανόμενης ζήτησης που παρουσιάσθηκε σε είδη ένδυσης εξαιτίας του αποκλεισμού της Ευρωπαϊκής αγοράς από τα μεγάλα κέντρα παραγωγής της Αμερικής. Το 1911, το βαμβάκι καλλιεργείται σε 90.500 στρέμματα, τα οποία μετά από μια εικοσαετία περίπου ανήλθαν σε 200.000 στρέμματα. (Αυγουλάς ΧΕ, 1995).

 

Συλλογή βαμβακιού, Μισισιπής, 1908. Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου.

 

Η συστηματική του καλλιέργεια άρχισε μετά το 1931 με την ίδρυση των δύο κρατικών ιδρυμάτων, του Ινστιτούτου και του Οργανισμού Βάμβακος, με άμεσους στόχους την προώθηση της καλλιέργειας, την υποβοήθηση της εμπορίας του και γενικότερα την ανάπτυξη της βιομηχανίας κατεργασίας του βαμβακιού και των προϊόντων του. Η συμβολή τους φάνηκε αμέσως, αφού μέσα σε μια δεκαετία τετραπλασιάστηκε η καλλιεργούμενη με βαμβάκι έκταση.

Βαμβακοκαλλιέργεια

Το Κράτος πρόσεξε ιδιαίτερα το βαμβάκι και έλαβε τα ενδεικνυόμενα μετρά για την ενίσχυση της παραγωγής. Ο Οργανισμός Βάμβακος και οι αρμόδιες Υπηρεσίες του Υπουργείου γεωργίας διέδωσαν κατά τα πρώτα χρόνια της ίδρυσής τους παραγωγικές και υψηλής αξίας ποικιλίες βάμβακα. Οι καλλιεργητές είχαν αρχίσει να εφαρμόζουν επιστημονικές μεθόδους καλλιέργειας και καταπολέμησης εχθρών και ασθενειών του βάμβακα.

Κατά το διάστημα 1973-1982 αγοράστηκαν οι πρώτες δίσειρες βαμβακοσυλλεκτικές μηχανές με κρατική επιδότηση από τον Οργανισμό Βάμβακος, που τις παραχωρούσε για τη συγκομιδή του βαμβακιού σε Ομάδες Κοινής Καλλιέργειας Παραγωγών. Αργότερα οι μηχανές αυτές αγοράστηκαν από τις Ομάδες Κοινής Καλλιέργειας Παραγωγών που είχαν ενταχθεί στο πρόγραμμα. Κατά αυτόν τον τρόπο δόθηκε λύση στο πρόβλημα της έλλειψης εργατικών χεριών, με αποτέλεσμα την περαιτέρω επέκταση της βαμβακοκαλλιέργειας.  Η θεαματική όμως αύξηση της βαμβακοκαλλιέργειας συντελέστηκε με το πέρας του 1981, με την είσοδο δηλαδή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Βασιλική Κώνστα

 

Βαμβακοκαλλιέργειες στην Αργολίδα


 

Βαμβάκι

Το μπαμπάκι καλλιεργούνταν στην Αργο­λίδα από πολύ παλιά. Το 1691 αναφέρεται σε έκθεση του Μαρίνου Μικέλλη προς την κυβέρνηση της Ενετικής Δημοκρατίας. Αλ­λά στα τέλη του 19ου αι. έπαψαν να το καλ­λιεργούν για χάρη της καλλιέργειας καπνού και σταφίδας, που ήταν αποδοτικότερα προϊόντα. Από το 1933 άρχισαν πάλι να καλλιεργούν μπαμπάκι σε βάρος άλλων καλλιεργειών, της τομάτας και του καπνού, ιδιαίτερα σε χωράφια που προσβάλλονταν από σκουλήκι (ριζόβιους σκώληκες) και στα οποία δεν ευδοκιμούσε ο καπνός. Ίσως η αλλαγή της καλλιέργειας να οφειλό­ταν και στην οικονομική κρίση του 1929, έτος κατά το οποίο τα καπνά είχαν πουλη­θεί σε πολύ χαμηλές τιμές ή είχαν μείνει αδιάθετα στις αποθήκες των παραγωγών.

Έσπερναν την ποικιλία «άκαλα» και οι βαμβακοφυτείες ήταν κατά κανόνα πο­τιστικές και σπανιότερα ξερικές. Επίσης, χρησιμοποιούσαν το ίδιο χωράφι, όπου εί­χαν σπείρει κυρίως κριθάρι (καλλιέργεια αμειψισποράς Αμειψισπορά είναι η εναλλαγή καλλιεργειών στο ίδιο χωράφι). Όργωναν το χωράφι τρεις φορές (φθινόπωρο, Γενάρη, Μάρτη) και τον Απρίλη έσπερναν τον βαμβακόσπορο, αφού τον μούσκευαν σε νερό με κοπριά για ένα 24ωρο και τον άφηναν μετά να στραγ­γίσει και να στεγνώσει λίγο. Αμέσως μετά τη σπορά, έκαναν ακόμη μια ελαφριά άροση, για να καλυφθεί ο σπόρος. Όταν φύ­τρωνε, αραίωναν τα νεαρά φυτά, ώστε να αναπτυχθούν και να μεγαλώσουν σωστά οι μπαμπακιές. Άλλοτε, πάλι, άνοιγαν με το αλέτρι αυλακιές κι έριχναν μέσα το σπό­ρο. Στη συνέχεια έπρεπε να κάνουν 2-3 σκαλίσματα.

Άνθος βαμβακιού. Βαρκελώνη - Σπόρος που λαμβάνεται από την Ελλάδα. Αρχείο: Victor M. Vicente Selvas.

Η συλλογή του μπαμπακιού γινόταν από τον Αύγουστο μέχρι και το Νοέμβριο καμιά φορά. Κάθε βδομάδα περνούσαν οι γυναίκες, για να μαζέψουν το γινωμένο μπαμπάκι και μάλιστα με ιδιαίτερη προσο­χή, ώστε να είναι καθαρό. Ο παραγωγός διέθετε ένα δωμάτιο για την προσωρινή του φύλαξη. Ήταν δύσκολη και βασανιστική η εργασία της συλλογής, γιατί η μπαμπακιά τσιμπούσε και έπρεπε οι εργάτριες να προ­σέχουν, για να μην αγκυλώνονται.  Βαμβακοπαραγωγοί υπήρχαν πολλοί στην ευρύτερη περιοχή του Άργους και σε πολλά χωριά: Δαλαμανάρα, Ίναχο, Χώνικα, Κουρτάκι, Λάλουκα, Μύλους, Ανυφί, Νέα Κίο, Πουλακίδα, Αργολικό, Κουτσοπόδι, Φίχτια, Μπούτια (Ήρα) και αλλού. Μάλιστα, οι αγρότες ήταν πολύ ευχαριστη­μένοι, γιατί η καλλιέργεια ήταν εύκολη, το κόστος παραγωγής χαμηλό και η απόδοση ικανοποιητική.

Έσπερναν 3 – 4 οκάδες σπό­ρο ανά στρέμμα και η αντίστοιχη σοδειά ήταν 120-150 οκάδες μπαμπάκι, το οποίο θεωρούνταν πολύ καλής ποιότητας. Από 100 οκάδες ανεκκόκκιστου μπαμπακιού, το καθαρό μπαμπάκι ήταν 36-38 οκάδες. Αλ­λά η ποιότητά του εξαρτιόταν από το μή­κος της ίνας και το αργείτικο θεωρούνταν μακρόινο (μήκος 29-32 χιλιοστά). Προπολεμικά δεν υπήρχε εκκοκκιστήριο βάμβακος στο Άργος και το παραγόμε­νο μπαμπάκι μεταφερόταν στα εκκοκκιστή­ρια του Πειραιά.

  

Εκκοκκιστήρια βάμβακος στο Άργος


 

Μέχρι το 1936 δεν υπήρχαν εκκοκκιστήρια βάμβακος στο Άργος και οι βαμβακοπαραγωγοί έστελναν τα βαμβάκια τους στον Πειραιά, επιβαρυνόμενοι τα μεταφορικά, τα οποία μάλιστα ήταν αυξημένα λό­γω του όγκου του προϊόντος. Την εποχή εκείνη λειτούργησαν δύο εκκοκκιστήρια στο Άργος, τα οποία απορροφούσαν όλη την παραγωγή της Αρ­γολίδας. Το πρώτο λειτούργησε το 1936 στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου και ήταν ιδιοκτησία του τότε Δημάρχου Κωστή Μπόμπου. Μετά τον θάνατό του το ανέλαβε ο ανιψιός του Ηλίας Μπόμπος, ο οποίος το δούλεψε μέχρι που έκλεισε οριστικά στις αρχές της δεκαετίας 1970. Αργότερα μετατράπηκε σε κατοικία, όπου διαμένει τώρα ο γιος του Ηλία Μπόμπου Κωστής Μπόμπος.

 

Εγώ ήμουνα οδηγός στα εκκοκκιστή­ρια βάμβακος του Μπόμπου δυο χρονιές, το ’60 και το ’61. Μετέφερα τα βαμβάκια από τους αγρούς στο εκκοκκιστήριο και ύστερα, επεξεργασμένο πλέον, το μετέφερα στον Καρέλλα στο Λαύριο και στα κλωστή­ρια του Λαναρά στον Κηφισό στην Αθήνα. Τα είχε λίγο πιο πάνω από τα ΚΤΕΛ. Τα μπαμπάκια ήταν και από την Αργολίδα και από άλλες περιοχές, από τη Φιλιππιάδα της Η­πείρου, από τη Σκάλα Λακωνίας. Εδώ στην Αργολίδα τα σκήπτρα κρατούσε η Δήμαινα. Είχε πολύ μπαμπάκι η Δήμαινα. Μαρτυρία: Μπάμπης Αθ. Σπηλιόπουλος.

 

Το άλλο εκκοκκιστήριο λειτούργησε την επόμενη χρονιά (1939), αρχικά σε ενοικιαζόμενο κτίριο ιδιοκτησίας Μπόνη στην οδό Περούκα και τον επόμενο χρόνο μεταστεγάστηκε σε δικό του κτίριο στο Ν. Κόσμο (Κουρτακίου και 25ης Μαρτίου γωνία), το οποίο κτίστηκε εκείνη την εποχή για το λόγο αυτό. Ήταν το συνεταιρικό εργοστάσιο Κωνσταντίνου Τσαγκούρη και Αντώ­νη Κολύβα. (Ο δεύτερος είχε παντρευτεί την αδελφή του πρώτου). Το εργοστάσιο έκλεισε το 1975 λόγω συνταξιοδότησης των εταίρων (μαρτυρία Πέτρου Α. Κολύβα). Αργότερα το κτίριο κατεδαφίστηκε. Πρόσφατα, σε τμήμα του οικοπέδου κτίστηκε διδακτήριο για τη στέγαση του Δημοτικού Σχολείου μαθητών με ειδικές ανάγκες. Αλλά ας επανέλθουμε στη λειτουργία και στην παραγωγή των εκκοκκιστηρίων.

 

Βαμβακοκαλλιέργεια

 

Οι εργοστασιάρχες καθόριζαν την τιμή του προϊόντος και μέσω των αντιπροσώπων τους κλείνονταν οι συμφωνίες και συνέλεγαν τα μπαμπάκια της Αργολίδας, τα οποία ήταν εξαιρετικής ποιότητας. Αλλά από το 1960 και μετά αγόραζαν από άλλα μέρη μακρινά (Σκάλα Λακωνίας, Τρίκαλα Θεσσαλίας, Βό­νιτσα, Παραμυθιά, Λειβαδιά), μια και στην Αργολίδα εγκαταλείφθηκε σταδιακά η καλλιέργεια του μπαμπακιού και οι αγρότες στράφηκαν προς τα εσπεριδοειδή.

Βαμβάκι

Τα εκκοκκιστήρια λειτουργούσαν εποχιακά. Άνοιγαν αρχές Σεπτεμβρίου και την 1η Μαΐου σφραγίζονταν από τον Οργανισμό Βάμβακος. Το καλοκαίρι απαγορευόταν η εκκόκκιση, διότι το μπαμπάκι δεν είχε καθόλου υγρασία. Εξάλλου, η συλλογή ξεκινούσε τον Αύγουστο και τελείωνε το Νοέμβριο. Τα εργοστάσια είχαν πολλή δουλειά από τον Οκτώβριο μέχρι τον Ιανουάριο. «Είχαμε τότε τρεις βάρδιες με 8-10 άτομα κάθε βάρδια. Τους υπόλοιπους μήνες είχαμε δύο ή μία βάρδια. Και τον Απρίλιο συνήθως δε δουλεύαμε», μας είπε ο Πέτρος Κολύβας. Το καθαρό μπαμπάκι συσκευαζόταν σε μπάλες των 400(!) κιλών με λινάτσες και σύρματα και προωθούνταν σε κλωστήρια. Και συνεχίζει: «Είχαμε πελάτες στη Γαλλία, στην Ουγγαρία και στην Ισπανία. Εδώ στην Ελλάδα είχαμε την Πειραϊκή – Πατραϊκή, τα Κλωστήρια του Γαβρι­ήλ και του Ρετσίνα στον Πειραιά και του Μιχαηλίδη στη Θήβα».

Ο βαμβακόσπορος, που ήταν άριστη ζωοτροφή, πουλιόταν στους κτηνοτρόφους. Μάλιστα, όταν έκανε βαρυχειμωνιά και τα ζώα δεν έβγαιναν έξω για βοσκή, οι κτηνοτρόφοι κατέφευγαν στα εργοστάσια και αγόραζαν βαμβακόσπορο. Όσο σπόρο δεν απορροφούσε η κτηνοτροφία τον επεξεργάζονταν τα σπορελαιουργεία, τα οποία παρήγαγαν το βαμβακέλαιο. Κι αυτό που απόμενε ήταν η μπαμπακόπιτα, πάλι τροφή για τα ζώα. Υπήρχαν αρκετά σπορελαιουρ­γεία στην Αττική, μεγάλες επιχειρήσεις, του Μάνου, του Γερόλυμου και άλλες. (Από συνεντεύξεις που μας παραχώρησαν ευγενώς ο Βασίλης Μπόμπος και ο Πέτρος Κολύβας).

 

Οδυσσέας Κουμαδωράκης

Πηγές


  • Οδυσσέας Κουμαδωράκης, «Στα χνάρια του χθες», Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος, 2010.
  • Κώνστα Βασιλική, «Η Βαμβακοκαλλιέργεια στην Ελλάδα», Διπλωματική εργασία, Αθήνα, 2001, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Read Full Post »

Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών Αργολίδας


 

 

1930 – 1940. Η δεκαετία του 1930 υπήρξε μια εξαιρετικά δύσκολη περίοδος για τον αγροτικό κόσμο της Αργολίδας, που την εποχή εκείνη βέβαια αποτελούσε το συντριπτικό μέρος του πληθυσμού. Είχε προηγηθεί μια περίοδος περίπου 20 ετών, που οι αγρότες είδαν τα εισοδήματά τους να βελτιώνονται σε σημαντικό βαθμό, κυρίως λόγω της καλής μοίρας που είχαν την εποχή αυτή τα δυο κύρια εξαγώγιμα προϊόντα της περιοχής, δηλαδή η σταφίδα και ο καπνός. Παρέμενε βέβαια σαν κυρίαρχη καλλιέργεια αυτή των δημητριακών. Η παγκόσμια όμως οικονομική κρίση του 1929 οδήγησε σε κατάρρευση την αγορά του καπνού, η δε σταφίδα είχε σταδιακά εγκαταλειφθεί λόγω της προσβολής της από τη φυλλοξήρα. Το 1929, σε σύνολο 540.000 στρεμμάτων που καλλιεργήθηκαν στον ενωμένο τότε Νομό Αργολιδοκορινθίας, η κατανομή είχε ως εξής:

Σιτηρά: 303.891 στρ.

Όσπρια:19.572 στρ.

Λαχανικά: 24.002 στρ.

Βιομηχανικά φυτά: 24.389 στρ.

Άμπελοι: 58.864 στρ.

Σταφίδα: 63.160 στρ.

Ελιές: 33.570 στρ.

Το νέο προϊόν που οι παραγωγοί επιλέγουν σε μεγάλη κλίμακα είναι η τομάτα, η οποία παραδοσιακά καλλιεργείται και τροφοδοτεί την αγορά της Αθήνας μέσω του σιδηροδρόμου. Ταυτόχρονα όμως παρατηρείται ή ίδρυση πολλών μονάδων παραγωγής τοματοπολτού ήδη από τη δεκαετία του 1920, όπως ΚΥΚΝΟΣ, ΠΕΛΑΡΓΟΣ, ΛΥΚΟΜΗΤΡΟΣ, ΚΡΙΝΟΣ, ΜΗΝΑΙΟΣ, ΑΡΓΟΛΙΚΗ, ΠΑΤΣΟΠΟΥΛΟΣ.

 

Πρόσοψη του εργοστασίου κονσερβοποιίας ΡΕΑ, 1963. Πηγή: Φωτογραφία Δ. Χαρισιάδης, Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη.

 

Η αύξηση της παραγωγής παίρνει μεγάλες διαστάσεις και οδηγεί σε πτώση των τιμών, που το 1936 αγγίζει τα κατώτατα όρια με μεγάλο τμήμα του προϊόντος να παραμένει αδιάθετο στα χωράφια. Αυτή η κατάσταση δημιουργεί μεγάλη ένταση και προβληματισμό και αρχίζουν έντονες συζητήσεις για την εξεύρεση κάποιας λύσης. Ήδη από το 1928 έχει ιδρυθεί η Αγροτική Τράπεζα, η οποία το 1934 ιδρύει υποκατάστημα στο Άργος. Ταυτόχρονα η ίδρυση της ΠΑΣΕΓΕΣ δημιουργεί ένα θετικό πλαίσιο για την προώθηση του συνεταιριστικού κινήματος. Αρχίζουν συζητήσεις από το 1933 για την ίδρυση Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών. Το 1936 οργανώνεται στο Μέρμπακα Παναγροτικό Συνέδριο και είναι χαρακτηριστικά τα θέματα που το απασχόλησαν:

Καπνικό ζήτημα

Αγροτικά χρέη

Χημικά λιπάσματα

Αγροτική πίστις-Αγροτική Τράπεζα

Φόρος ελαίου

Προστασία βάμβακος

Τέλος το 1936, επιβάλλεται η δικτατορία Μεταξά, η οποία σε γενικές γραμμές διάκειται θετικά προς το συνεταιριστικό κίνημα. Η κρίση στη διάθεση τομάτας του 1936 οδηγεί την κυβέρνηση να αναθέσει στην ΑΤΕ τη μελέτη της ίδρυσης μετοχικού εργοστασίου κονσερβών των παραγωγών. Το επόμενο έτος (1937) η κατάσταση παραμένει η ίδια, όσον αφορά την τύχη του προϊόντος. Παρά το ότι η μελέτη του εργοστασίου έχει ολοκληρωθεί, δεν επιδεικνύεται ενδιαφέρον για την ίδρυση φορέα που θα αναλάβει την ίδρυση και λειτουργία του.

Στις 23 Ιανουαρίου 1938 έξι πρωτοπόροι συνεταιριστές σε σύσκεψη στο Ναύπλιο αποφασίζουν την ίδρυση της Ένωσης Συνεταιρισμών Παραγωγών Κηπαίων Προϊόντων Αργολίδας. Για την ιστορία τους αναφέρουμε:

Μέρμπακα: Ανδρέας Μαστοράκος

Άργος: Απόστολος Σπυρόπουλος

Χώνικα: Κωνσταντίνος Γαμβρουλάς

Ναύπλιο: Θανάσης Κούρτης

Κοφίνι: Παναγιώτης Μαστοράκος

Δαλαμανάρα: Κωνσταντίνος Χειβιδόπουλος

Είχαν κληθεί και άλλοι που αρνήθηκαν, ο δε συνεταιρισμός Ανυφίου που είχε κληθεί, τελικά εκείνη την ημέρα απουσίαζε. Είχε αναληφθεί εκστρατεία από τα ιδιωτικά εργοστάσια τοματοπολτού ώστε να αποτραπεί η ίδρυση της Ένωσης. Στο φύλλο της 6ης Φεβρουαρίου 1938 της εφημερίδας του Ναυπλίου «Σύνταγμα», δημοσιεύθηκε μεγάλο άρθρο με τίτλο «Η κόπρος του Αυγείου» που αναφερόταν σε ατασθαλίες στον αμπελουργικό συνεταιρισμό Αττικοβοιωτίας, πάνω στο οποίο προστέθηκε η φράση «αυτό θα πάθουν και οι παραγωγοί της Αργολίδας», το οποίο υπογραμμισμένο με κόκκινο μολύβι διανεμήθηκε στους αγρότες της Αργολίδας.

Όλες όμως αυτές οι προσπάθειες δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα, γιατί η απελπιστική κατάσταση οδήγησε τους παραγωγούς να ενταχθούν στην Ένωση. Τον Ιούλιο του 1938, με κυβερνητική παρέμβαση επείσθησαν τα ιδιωτικά εργοστάσια να εκχωρήσουν τις εγκαταστάσεις τους στη νεοσύστατη Ένωση, λαμβάνοντας από αυτή το κόστος λειτουργίας τους. Η διάθεση της παραγωγής έγινε χωρίς προβλήματα και οι παραγωγοί έλαβαν 2 δρχ. ανά οκά, όταν τα 2 προηγούμενα χρόνια είχαν λάβει 0,5-0,6 δρχ. ανά οκά.

Τον Οκτώβριο του 1938, αποφασίστηκε η απόκτηση οικοπέδου για την εγκατάσταση του εργοστασίου μεταξύ της Δαλαμανάρας και του Ναυπλίου και ταυτόχρονα άρχισε η εγγραφή των ενδιαφερομένων να αποκτήσουν μετοχές. Κατά την παραγωγική περίοδο 1939 και πάλι η Ένωση προχώρησε σε παραγωγή τοματοπολτού σε όλα τα ιδιωτικά εργοστάσια της Αργολίδας. Η επιλογή του οικοπέδου αντιμετώπιζε δυσκολίες λόγω διαφωνιών των προερχομένων από την επαρχία Άργους με αυτούς που προέρχονταν από την επαρχία Ναυπλίου. Η γερμανική κατοχή διακόπτει κάθε προσπάθεια.

1940-1950. Την περίοδο 1940-1945 η Ένωση ασχολείται με προμηθευτικές εργασίες διαφόρων υλικών και εφοδίων για λογαριασμό των παραγωγών, π.χ. θειάφι, χαλκός, πατατόσπορος, τσιμέντα, υφάσματα κλπ. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα βιβλία της Ένωσης ούτε μια φορά δεν αναφέρεται ότι υπάρχει κατοχή. Ταυτόχρονα ιδρύει και λειτουργεί συσσίτια στο Ἀργος και στο Ναύπλιο.

Αμέσως μετά την απελευθέρωση με την εκλογή νέου διοικητικού συμβουλίου αρχίζει η προσπάθεια εκεί που είχε σταματήσει για την κατασκευή εργοστασίου. Τελικά η επιλογή του χώρου ανάμεσα στα τρία προταθέντα αγρόκτημα Κολοκοτρώνη, αγρόκτημα χήρας Ταμπάκη και κτήμα Αγροτικών Φυλακών, ανατίθεται από το Υπουργείο Γεωργίας σε ραβδοσκόπο, λόγω της αυξημένης ανάγκης του εργοστασίου σε νερό. Η εξαγορά του οικοπέδου, εκτάσεως 12 στρεμμάτων, έγινε στις 26/3/1947, αντί 64 εκατ. δρχ. της εποχής, ισοδυνάμων με 650 χρυσές λίρες.

Η κατασκευή του εργοστασίου ΡΕΑ ολοκληρώθηκε την άνοιξη του 1949 και λειτούργησε τον Ιούλιο του 1949 και έδωσε πραγματικά λύση στο πρόβλημα της διάθεσης της βιομηχανικής τομάτας. Για την εποχή του υπήρξε ένα μοντέρνο εργοστάσιο, που στο αρχικό στάδιο διοικήθηκε από πενταμελή επιτροπή, αποτελούμενη από 2 εκπροσώπους της Ένωσης, 2 εκπροσώπους της ΑΤΕ και τον Διευθυντή Γεωργίας.

Το εργοστάσιο ΡΕΑ, το 1960

1950 – 1960. Τη δεκαετία του 1950, έπαιξε καταλυτικό ρόλο για την εξασφάλιση του αγροτικού εισοδήματος. Απορρόφησε σημαντικές ποσότητες τομάτας και το προϊόν διατέθηκε τόσο στην εσωτερική αγορά, όσο και σε εξαγωγές στην Ιταλία, Γερμανία, Αγγλία, Σαουδική Αραβία, Λίβανο. Συμμετείχε συστηματικά στην Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, όπου και βραβεύθηκε για την ποιότητα των προϊόντων της. Φυσικά υπήρχαν και παράπονα. Αυτά αφορούσαν κυρίως την αδυναμία του εργοστασίου να παραλάβει το σύνολο της προσφερόμενης παραγωγής και οδηγούσαν σε συγκρούσεις ανάμεσα στα χωριά, αλλά και στους παραγωγούς του κάθε χωριού. Υπήρχαν επίσης διαμαρτυρίες για ανοχή στην ποιότητα της παραλαμβανόμενης τομάτας. Παραμένει όμως το αντικειμενικό γεγονός της απορρόφησης μεγάλων ποσοτήτων του προϊόντος και της ανακούφισης των παραγωγών.

1960 – 1970. Στην αρχή της δεκαετίας του 1960, αρχίζουν τα προβλήματα. Οι παραγωγοί στρέφονται στην καλλιέργεια πορτοκαλιάς και βερικοκιάς που φέρνει καλύτερο εισόδημα και εγκαταλείπουν την παραγωγή τομάτας. Αυτή η αλλαγή συνετελέσθη με εξαιρετικά γρήγορο ρυθμό. Ενώ ακόμη το 1962 υπάρχει υπερπροσφορά, το 1965 αρχίζει να παρουσιάζεται έλλειψη τομάτας. Για να καλύψει την έλλειψη Α’ ύλης η Ένωση μεταφέρει τομάτα από την Ηλεία ή τον Δομοκό, με αποτέλεσμα το κόστος μεταφοράς να είναι μεγαλύτερο του κόστους της Α’ ύλης και φυσικά την εμφάνιση ζημιών. Το 1968 κλείνει με ζημία 8.000.000 δρχ, ποσό σημαντικό για την εποχή. Σε αυτή τη σημαντική στροφή των παραγωγών, η Ένωση αδυνατεί να ακολουθήσει, παρ’ ότι ήδη από το 1956 έχει παρθεί η απόφαση για κατασκευή Συσκευαστηρίου και Χυμοποιείου εσπεριδοειδών. Από το 1962 αρχίζουν οι αποχωρήσεις μελών, η μείωση της παραγωγής και εμφανίζονται ζημίες.

 

Εργάτριες σε εργοστάσιο εσπεριδοειδών, 1963.

 

1970 – 1980. Το 1971 ένα τραγικό συμβάν ολοκληρώνει την καταστροφή. Η Ένωση πουλάει σε μια Ιταλική εταιρία 600 τόνους τοματοπολτού, η οποία φορτώνεται στο πλοίο ΙΛΟΝΑ στο Ναύπλιο. Η πώληση είναι F.O.B. και έχει ανοιχθεί η σχετική πίστωση στην Τράπεζα. Λίγα μέτρα μετά τον απόπλου το πλοίο ανατρέπεται μέσα στο λιμάνι του Ναυπλίου την 26/7/1971. Και αντί οι υπεύθυνοι της Ένωσης να πάνε στην Τράπεζα να πάρουν τα χρήματα, ασχολούνται με την ανέλκυση του φορτίου, αναλαμβάνοντας έξοδα και αφήνοντας κρίσιμο χρόνο να περάσει, οπότε με τη λήξη της πίστωσης υπάρχει αδυναμία είσπραξης. Στρέφονται δικαστικά κατά της ασφαλιστικής εταιρίας στην οποία ο ιταλός αγοραστής έχει ασφαλιστεί και φυσικά χάνουν. Είναι το τέλος μιας εποχής. Η Ένωση περιέρχεται σε ανυποληψία, η ουσιαστική της βιομηχανική λειτουργία παύει, αλλά το προσωπικό διατηρείται. Η ΑΤΕ δανειοδοτεί για την πληρωμή των μισθών. Το 1980 τα συσσωρευμένα χρέη φθάνουν τα 300.000.000 δρχ, με εκτιμώμενη από την Τράπεζα αξία του εργοστασίου 30.000.000 δρχ.

1980 – 1990. Το 1983 μια νέα Γ.Σ. και ένα νέο Δ.Σ. αποφασίζει την ανασυγκρότηση της Ένωσης. Αυτή η ανασυγκρότηση περιελάμβανε επί μέρους σημεία:

Βελτίωση του επιπέδου του προσωπικού.

Αναβάθμιση του μηχανισμού εσωτερικού ελέγχου.

Δημιουργία ιδιόκτητων παραγωγικών εγκαταστάσεων για τα σημερινά προϊόντα του νομού.

Δημιουργία εμπορικού δικτύου.

Στα χρόνια που μεσολάβησαν έκτοτε, με επιμονή επιδιώχθηκε η υλοποίηση των στόχων που τέθηκαν. Το 1983 η Ένωση νοίκιασε τα κονσερβοποιεία Εξαρχάκη, ΔΑΝΑΙΔΑ, ΕΛΝΑΚΟ, ΠΑΝ, το χυμοποιείο ΒΙΟΦΡΟΥΤ και το συσκευαστήριο Τόμπρα. Το ίδιο επαναλήφθηκε το 1984 και μερικά το 1985. Το 1986 προχώρησε στην εξαγορά του κονσερβοποιείου ΠΕΛΑΡΓΟΣ, αντί 108 εκατ. δρχ. Το εργοστάσιο είναι κτισμένο σε οικόπεδο 18.000 τ.μ. και έχει κτίρια επιφάνειας 10.000 τ.μ.

 

Το εργοστάσιο ΠΕΛΑΡΓΟΣ

 

Το 1987 κατασκευάστηκε το συσκευαστήριο και τα ψυγεία στην παραλία του Ναυπλίου. Το οικόπεδο παραχωρήθηκε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης κατά πλήρη κυριότητα στην Ένωση, έχει έκταση 80.000 τ.μ. και κτίρια 7.000 τ.μ.

1990 – 2000. Το 1990 λόγω άρνησης της ΑΤΕ να χρηματοδοτήσει την λειτουργία, η Ένωση εκχωρεί το σύνολο της παραγωγής του ΠΕΛΑΡΓΟΥ στη γαλλική συνεταιριστική οργάνωση CONSERVE GARD η οποία ήταν παραδοσιακός της πελάτης. Οι Γάλλοι αναλαμβάνουν την κάλυψη του συνόλου των εξόδων, την αμοιβή του προσωπικού του εργοστασίου και αποζημιώνουν την Ένωση για 5 χρόνια παραχώρησης, με το ποσό των 350 εκατομ. δρχ, ποσό εξαιρετικά σημαντικό, ιδιαιτέρως αν συγκριθεί με το τίμημα των 300 εκατομ. δρχ που εξασφάλισε η ΑΤΕ από την πώληση της ΣΕΚΟΒΕ την ίδια εποχή, αλλά και με το ποσό των 108 εκατ. δρχ που είχε διαθέσει η Ένωση για την εξαγορά του.

Τα χρήματα αυτά εκχωρήθηκαν στην ΑΤΕ και αποτέλεσαν τη βάση πάνω στην οποία επιχειρήθηκε η προσπάθεια οικονομικής εξυγίανσης. Ταυτόχρονα η συμπεριφορά της ΑΤΕ είχε σαν αποτέλεσμα μια βαθύτατη μεταβολή στον τρόπο σκέψης των υπευθύνων της Ένωσης. Ότι δηλαδή πρώτη προτεραιότητα πρέπει να αποτελέσει η άμεση απεξάρτηση από την ΑΤΕ. Αυτή η απόφαση αποτέλεσε οδηγό σε όλες τις μετέπειτα ενέργειες. Το 1995 ενοικιάστηκε το χυμοποιείο ΛΕΜΟΡΑ και το 1999 μετά την εξαγορά του ιδιωτικού χυμοποιείου ΑΡΓΟΧΥΜ, κατασκευάστηκε το συγκρότημα «Εσπερίδες» που είναι σήμερα μια από τις μεγαλύτερες μονάδες παραγωγής συμπυκνωμένων χυμών. Η έκταση του οικοπέδου είναι 34.000 τ.μ. και ο στεγασμένος χώρος 7.000 τ.μ. Το εργοστάσιο έχει δυναμικότητα απορρόφησης 30 τόνων φρούτων την ώρα, και ψυκτικές εγκαταστάσεις καταψύξεως 6.000 κ.μ.

 

Το εργοστάσιο «Εσπερίδες»

 

Στον ίδιο χώρο εγκαταστάθηκαν 3 γραμμές συσκευασίας χυμών σε Tetra Pak, σε συσκευασία 1 λιτ. και 0,25 λιτ. συνολικής δυναμικότητας 20.000 μονάδων την ώρα. Εγκαταστάθηκε μια γραμμή παραγωγής αναψυκτικών σε φιάλες ΡΕΤ, δυναμικότητας 6.000 φιαλών την ώρα και αυτή την ώρα εγκαθίσταται μια γραμμή παραγωγής αναψυκτικών σε αλουμινένια κουτιά, δυναμικότητας 300 τεμ. το λεπτό. Στο χώρο του εργοστασίου κατασκευάστηκε βιολογικός καθαρισμός για την επεξεργασία των υγρών αποβλήτων. Το νερό που είναι απαραίτητο για την λειτουργία της μονάδας μεταφέρεται από γεώτρηση δυτικά της Ν. Κίου.

Το εργοστάσιο έχει εξασφαλίσει πιστοποίηση ISO 9001:2000 και εφαρμόζει τα πρότυπα HACCP. Παράγει πάνω από 60 κωδικούς προϊόντων, τόσο με τα εμπορικά σήματα της Ένωσης, όσο και για λογαριασμό μεγάλων αλυσίδων σούπερ μάρκετ. Τα προϊόντα καταναλώνονται κυρίως στην Ελλάδα, αλλά και εξάγονται στην Κύπρο, στην Αρμενία, στη Γερμανία, στην Ολλανδία, στα Σκόπια κλπ.

Από το 1994 σταθεροποιείται η οικονομική κατάσταση και αρχίζει η σταδιακή αποπληρωμή χρεών του παρελθόντος. Η τράπεζα που τη δεκαετία του ’70 χρηματοδοτούσε μια χρεοκοπημένη επιχείρηση χωρίς να ζητάει τίποτα, εμφανίστηκε να απαιτεί το σύνολο των κεφαλαίων, των τόκων και των τόκων υπερημερίας. Το 1994 υπογράφηκε σύμβαση με την ΑΤΕ για την αποπληρωμή του συνόλου των χρεών σε διάστημα 15 ετών. Έχουν κανονικά εξοφληθεί οι 12 δόσεις. Ήδη η Ε.Α.Σ. Αργολίδας δεν χρειάζεται τραπεζική χρηματοδότηση προκειμένου να λειτουργήσει. Την περίοδο 1999-2006 υλοποίησε επενδύσεις € 7 εκατ. χωρίς δανεισμό και χωρίς επιδότηση, λόγω δυστυχώς της εφαρμογής των Ζ.Ο.Ε. Στο διάστημα των τελευταίων 25 ετών, επετεύχθησαν ορισμένοι στόχοι, απόλυτα μετρήσιμοι, που μετέτρεψαν την Ένωση από μια χρεοκοπημένη επιχείρηση σε μια ζωντανή παραγωγική μονάδα, με προοπτική:

 

Μεγέθη

1980 2007
Αριθμός Υπαλλήλων 35 25
Εξ αυτών πτυχιούχοι 2 15
Σύνολο οικοπέδων 12.000 τ.μ 144.000 τ.μ
Σύνολο κτιρίων 4.000 τ.μ. 28.000 τ.μ.
Εγκατεστημένη ισχύς 200 HP 4.500 HP
Ποσότητα μεταποιηθέντων αγρ.προϊόντων 200 τόνοι 40.000 τ.
Σύνολο χρεών ως προς τον Κύκλο Εργασιών 10πλασια 1/10
Σύνολο χρεών ως προς την αξία ακινήτων 10πλάσια 1/10
Επενδύσεις τελευταίας 10ετίας 0 € 7 εκατ.€
Αριθμός πελατών κανένας 300
Ανοιχτές χρηματοδοτήσεις τελ.5ετίας 5 καμία

 

Ταυτόχρονα, ανελήφθησαν πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση προβλημάτων του αγροτικού τομέα όπως:

 

  • Ανόρυξη περίπου 30 γεωτρήσεων κατά μήκος του καναλιού του Αναβάλου για υποβοήθηση του εμπλουτισμού.
  • Δημιούργησε ειδικό φυτώριο 20.000 δενδρυλλίων, τα οποία εμπλουτίστηκαν με CALES NOAKI και διανεμήθηκαν δωρεάν σε όλους τους παραγωγούς της Αργολίδας , για την αντιμετώπιση του εριώδη-αλευρώδη.
  • Βοήθησε στην οργάνωση εκδηλώσεων από Δήμους και Συλλόγους, στην έκδοση ιστορικού βιβλίου από το Δήμο Άργους, σε καλλιτεχνικές εκδηλώσεις της Νομαρχίας Αργολίδας.
  • Συμμετείχε σε ερευνητικό πρόγραμμα σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Μοριακής Βιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης για την παραγωγή υποκειμένων βερυκοκιάς άνοσων στη Σάρκα.
  • Συμμετείχε σε ερευνητικό πρόγραμμα σε συνεργασία με την CONSERVE GARD για τη μελέτη θερμικής επεξεργασίας των βερυκόκων, για την αποφυγή του λιωσίματος των προσβεβλημένων από Σάρκα.
  • Οργάνωσε επισκέψεις παραγωγών και γεωπόνων σε καλλιέργειες στο Ισραήλ, την Ισπανία και την Ολλανδία.
  • Οργάνωσε ημερίδες με μετάκληση σημαντικών προσωπικοτήτων του τομέα μας, όπως του Τεχνικού Δ/ντή του Ινστιτούτου Εσπεριδοειδών της Βαλένθια, του Δ/ντή Ποιοτικού Ελέγχου της εταιρίας EDEKA, καθηγητών της Γεωπονικής Σχολής Αθηνών, του Εμπορικού Ακολούθου της Ελλάδας στο Μόναχο.
  • Φιλοξένησε για λογαριασμό του Ελληνικού Κράτους (Υπ. Εξωτερικών, Υπ. Γεωργίας) δεκάδες ξένες αντιπροσωπείες.
  • Εκπροσώπησε τους παραγωγούς και κάλυψε το κόστος δεκάδων δικαστικών υποθέσεων που αφορούσαν είτε κινητοποιήσεις των αγροτών, είτε θέματα εμπλουτισμού, είτε προσφυγή στο Σ.τ.Ε. για το διάταγμα περί Ζ.Ο.Ε.
  • Συμμετείχε σε πλήθος εκθέσεων όπως σε όλες του Επιμελητηρίου Αργολίδας, στις εκθέσεις ΤΡΟΦΙΜΑ ΠΟΤΑ στην Αθήνα, στη ΔΕΤΡΟΠ στη Θεσσαλονίκη, στη Διεθνή Εκθεση Λευκωσίας, στην Εκθεση Τροφίμων στη Μόσχα, στην Εκθεση Τροφίμων στο Πόζναν (Πολωνία), στην Εκθεση Τροφίμων στο Βελιγράδι, στην Εκθεση ANUGA στην Κολωνία, στην Εκθεση SIAL στο Παρίσι.

 

Πέραν όμως αυτών, η Ε.Α.Σ. Αργολίδας έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αλλαγή της φιλοσοφικής προσέγγισης του Συνεταιριστικού Κινήματος. Ήδη από το 1985, επίμονα διαμορφώθηκε η άποψη ότι πρέπει να έλθουμε σε άμεση ρήξη με την αντίληψη του κρατισμού και της ακινησίας. Υποστηρίξαμε ότι οι συνεταιριστικές επιχειρήσεις είναι απλά επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα, με πολλούς μετόχους και όσο λιγότερη επαφή έχουν με το κράτος, τόσο καλύτερα. Για την άσκηση κοινωνικής πολιτικής το κράτος έχει άλλους φορείς, τον Ο.Γ.Α., το ΠΙΚΠΑ, την Κοινωνική Πρόνοια. Η άποψη ότι οι συνεταιριστικές οργανώσεις οφείλουν να ασκούν κοινωνική πολιτική υποκρύπτει την πρόθεση κάλυψης της ανικανότητας και της κακοδιαχείρισης. Η κοινωνική προσφορά των συνεταιριστικών οργανώσεων ολοκληρώνεται με την ύπαρξή τους. Αισθανόμαστε μεγάλη ικανοποίηση γιατί αυτή η άποψη τώρα πια υιοθετείται από πολλούς. Όσοι επέμειναν στην άλλη άποψη, απλά χρεοκόπησαν.

Είναι φανερό από την παράθεση αυτών των στοιχείων ότι η Ένωση βρίσκεται σε μια αναπτυξιακή τροχιά. Είναι αυτή ακριβώς η εξέλιξη που μας κάνει να πιστεύουμε ότι υλοποιούμε τα οράματα αυτών των 6 που στις 23 Ιανουαρίου 1938 κατάφεραν να ορθώσουν το ανάστημά τους και να αναλάβουν την πρωτοβουλία της ίδρυσης. Στα χρόνια που μεσολάβησαν, παρά τις κατά καιρούς κακές στιγμές, η Ένωση έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της Αργολίδας. Η πορεία των 70 χρόνων μας φορτώνει με βαριές ευθύνες για τι μέλλον. Σήμερα, που το κύριο χαρακτηριστικό της εποχής είναι η δραματική συρρίκνωση του αγροτικού εισοδήματος και η κατακόρυφη μείωση του αγροτικού πληθυσμού, είναι βέβαιο πως θα χρειαστούμε καινούριες ιδέες, αν θέλουμε να μείνουμε παρόντες στο νέο περιβάλλον που διαμορφώνεται. Η Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών Αργολίδας συνεχίζει να επενδύει σε μια εποχή που η Αργολίδα αποβιομηχανοποιείται ραγδαία.

Η παρουσίαση αυτή αποτελεί την ομιλία του διευθυντή της Ε.Α.Σ.Α. κ. Γιάννη Δημάκη, που έγινε στην εκδήλωση για τα 70 χρόνια της Ένωσης που γιορτάστηκαν στην αίθουσα του βουλευτικού στο Ναύπλιο, στις 18 Μαρτίου 2008.

 

Σχετικά θέματα:

 

 

Read Full Post »

Σηροτροφία


 

Γενικά – Καλλιέργεια μεταξοσκωλήκων – Οι σηροτρόφοι στη Νέα Κίο – Το μεταξουργείο της Νέας Κίου – Μεταξουργεία Αργολίδας

  

Η σηροτροφία αποτελεί κλάδο της κτηνοτροφίας και ασχολείται με την εκτροφή μεταξοσκωλήκων για την παραγωγή μεταξιού. H τέχνη της εκτροφής του μεταξοσκώληκα και της παραγωγής μεταξιού είναι γνωστή εδώ και περισσότερο από 4000 χρόνια. Από το 3.000 π.Χ. έως και τον 5ο αιώνα µ.Χ. η μεγάλη αυτοκρατορία της Κίνας ήταν ο μοναδικός παραγωγός καλλιεργημένου και επεξεργασμένου μεταξιού σε όλο τον κόσμο. Πατρίδα του θεωρείται η Κίνα, παρόλο που σημαντικές ποσότητες παράγονται και στην Ιαπωνία, στην Κορέα και την Ινδοκίνα.

Στην Ευρώπη εισήχθηκε για πρώτη φορά στο Βυζάντιο στα χρόνια της βασιλείας του Ιουστινιανού, όταν δύο καλόγεροι, επιστρέφοντας από µια ιεραποστολική περιοδεία στην Κίνα το 554 µ.Χ., έφεραν μαζί τους κουκούλια μέταξας κρυµµένα στα κούφια ραβδιά τους, γιατί απαγορευόταν η εξαγωγή τους.

 

Η Σηροτροφία: ήτοι Η Τέχνη της μεταξοποιΐας / εκ διαφόρων ερανισθείσα υπό Στεφάνου Μαρτζέλλα, Εν Παρισίω, 1846.

 

Η Ελλάδα έχει μακρά ιστορία στον τοµέα της Σηροτροφίας και μεταξοϋφαντουργίας. Οι τομείς αυτοί υπήρξαν ανέκαθεν πηγή πλούτου και πολιτισμού για όλες τις περιοχές της χώρας. Το μετάξι, ως ύφασμα, ήταν γνωστό στους αρχαίους Έλληνες από τον 4ο αι. π.Χ. χάρη στις εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Τον 6ο αι. µ.Χ. το μυστικό της εκτροφής διαρρέει στο Βυζάντιο, κι από κει το μετάξι και η επεξεργασία του διαδίδονται στη Δύση. Τον 16ο – 19ο αιώνα ευνοείται η καλλιέργεια της μουριάς κι έτσι η σηροτροφία αναπτύσσεται από τη Λακωνία ως τη Θράκη τροφοδοτώντας τόσο την τοπική όσο και την Ευρωπαϊκή µεταξουργία (Γαλλία και κυρίως Ιταλία) µε κουκούλια και µεταξόνηµα, µε ιδιαίτερη άνθηση από το 1920 µέχρι τον πόλεµο του 1940. Μεταπολεμικά, παρά τις προσπάθειες της Πολιτεί­ας (Υπουργείο Γεωργίας) με προγράμματα και επιδοτήσεις, δεν κατέστη δυνατή η ανάπτυξη της σηροτροφίας σε ικανοποιητικά επίπεδα εξαιτί­ας των χαμηλών τιμών του μεταξιού, μια και το ανταγωνίζονταν οι τεχνητές και συνθετικές ίνες.

 

Καλλιέργεια μεταξοσκωλήκων

 

Οι μεταξοσκώληκες φιλοξενούνται σε δροσερά και μισοσκότεινα δωμάτια, στα ο­ποία οι σηροτρόφοι τοποθετούν διάφορα πλέγματα, συνήθως καλαμωτές, όπου ζουν οι περιζήτητες κάμπιες. Την άνοιξη, όταν ανοίγουν οι μουριές και πρασινίζουν με το πυκνό τους φύλλωμα, γίνεται η επώαση των αβγών του μεταξοσκώληκα σε θερμοκρα­σία 25° C περίπου. ( Τα φύλλα της μουριάς αποτελούν την τροφή των μεταξοσκωλήκων).

Μετά από 12-15 ημέ­ρες εκκολάπτεται από κάθε αβγό μία πολύ τριχωτή και σκουρόχρωμη προνύμφη μήκους τριών χιλιοστών περίπου. Αυτό το σκουληκάκι είναι αδηφάγο: φαγανό, λαί­μαργο και αχόρταγο. Οι σηροτρόφοι γνω­ρίζουν την αδηφαγία του και το ταΐζουν κα­λά. Σε λιγότερο από ένα μήνα έχει γίνει μια κάμπια οκτώ εκατοστών και έχει βάρος 8.000 φορές μεγαλύτερο του αρχικού της. Την περίοδο της ραγδαίας ανάπτυξης του ο μεταξοσκώληκας αποβάλλει πρόωρα το τρίχωμα του και από γκρίζος γίνεται λευ­κός και ελαφρά γκριζωπός.

 

Εκτροφή Μεταξοσκώληκα

 

Μέχρι την τε­λική του ανάπτυξη υφίσταται τέσσερις δια­δοχικές εκδύσεις – ας τις ονομάσουμε εδώ «εξελικτικά στάδια»-. Πριν από κάθε έκδυση καταλαμβάνεται από χαρακτηριστι­κή βουλιμία και μετά την τελευταία έκδυση εκδηλώνει και τη μεγαλύτερη λαιμαργία. Μία εβδομάδα μετά την τελευταία έκ­δυση ο μεταξοσκώληκας είναι έτοιμος ν’ αρχίσει την παραγωγή μεταξιού και η όρε­ξή του σταματά απότομα. Αναζητά τότε μέ­ρος, για να φτιάξει το κουκούλι του. Ενώ μέχρι τότε παρέμενε στην ίδια θέση και πε­ρίμενε παθητικά την τροφή του, πάντοτε μουρόφυλλα, που τα καταβρόχθιζε με ιδιαί­τερη ευχαρίστηση, τώρα του κόβεται η όρεξη και περνάει στο στάδιο της αναρρί­χησης. Αρχίζει, λοιπόν, να μετακινείται, α­νεβαίνοντας σε οποιοδήποτε αντικείμενο.

Μεταξοσκώληκας

Οι σηροτρόφοι τότε τοποθετούν επάνω στις καλαμωτές κλαδάκια. Ο μεταξοσκώληκας αναρριχάται και επιλέγει το σημείο όπου θα κάνει τη «φωλιά» του. Εκκρίνει τότε μί­α μεταξένια λεπτή κλωστή από έναν πόρο στο κάτω χείλος του και πλέκει αρχικά ένα αραιό πλέγμα από πολύ λεπτά νήματα, που προσκολλώνται σε διάφορα σημεία. Αυτό το πλέγμα είναι η φωλιά του, η οποία έχει σκοπό να στηρίξει το κουκούλι. Στη συνέ­χεια πλέκει το κουκούλι γύρω από το σώ­μα του. Αυτή η διαδικασία διαρκεί 3-4 η­μέρες. Το κάθε κουκούλι αποτελείται από ένα και μοναδικό νήμα μήκους έως και 1500 μέτρα, δηλαδή έχει το μέγεθος ενός μικρού αβγού κότας. Υπάρχουν και κου­κούλια με νήμα 300 ή 500 ή 800 μέτρων, που σημαίνει ότι είναι μικρότερα.

Μέσα στο κουκούλι αυτό θα γίνει η νύμφωση. Δηλαδή η κάμπια θα μεταμορ­φωθεί σε χρυσαλλίδα, μια πεταλουδίτσα, η οποία θα τρυπήσει το κουκούλι, για να βγει έξω. Γι’ αυτό και οι σηροτρόφοι φουρ­νίζουν τα κουκούλια, βάζοντάς τα σε τα­ψιά, για να σκοτώσουν το έντομο, πριν τρυ­πήσει το κουκούλι και το καταστρέψει. Κρατάνε μόνο λίγα κουκούλια για σπόρο. Από τα κουκούλια αυτά θα βγουν ισάριθ­μες πεταλούδες με χοντρό τριχωτό σώμα και μεγάλα υπόλευκα φτερά, που στην πλή­ρη ανάπτυξή τους έχουν άνοιγμα 4-5 πό­ντους. Οι αρσενικές ξεχωρίζουν από τη λε­πτότερη κοιλιά τους. Αμέσως μετά τη σύ­ζευξη η θηλυκή γεννάει εκατοντάδες αβγά (μέχρι 1000). Η ωοτοκία γίνεται αρχές κα­λοκαιριού, οι πεταλουδίτσες μετά από λί­γες μέρες πεθαίνουν και ο σπόρος «κοι­μάται» μέχρι την επόμενη άνοιξη (περίο­δος διάπαυσης). Με την παραγωγή των κουκουλιών το έργο του σηροτρόφου ουσιαστικά έχει τε­λειώσει. Για την περαιτέρω επεξεργασία ει­σερχόμαστε στο δεύτερο στάδιο παραγωγής μετάξης, το βιοτεχνικό ή βιομηχανικό.

 

Κουκούλια

 

Παλιότερα, όταν δεν υπήρχαν εργοστάσια, ο σηροτρόφος βουτούσε τα κουκούλια σε βραστό νερό, για να γίνει το ξετύλιγμά του συνεχούς νήματος. Αυτή η διαδικασία, να ξετυλίγεται η κλωστή από το κουκούλι και να τυλίγεται σε ανέμες, ονομαζόταν αναπηνισμός. Τα κουκούλια τοποθετούνταν σε ειδικές μικρές λεκάνες με ζεστό νερό 50-60 C, για να διαλυθεί η μεταξόκολλα και να ξετυλιχτεί ευκολότερα η ίνα. Στη συνέχεια, σ’ ένα τρίτο στάδιο, γινότανε η κλώ­ση, δηλαδή το «γνέσιμο» του καθαρού νή­ματος, που ήταν έτοιμο για ύφανση, μια διαδικασία δύσκολη και πολύπλοκη, την ο­ποία αναλάμβαναν τα βιομηχανικά εργα­στήρια, τα γνωστά μας μεταξουργεία.

 

Οι σηροτρόφοι στη Νέα Κίο

 

Στον αργολικό κάμπο καλλιεργούσαν μετάξι μόνο στη Νέα Κίο. Οι μικρασιάτες πρόσφυ­γες γνώριζαν την καλλιέργεια από την πα­λιά τους πατρίδα, την Κίο των Αργοναυ­τών. Κάθε οικογένεια χρησιμοποιούσε πε­ρίπου 5 δράμια κουκουλόσπορου. Η από­δοση ήταν 6 οκάδες κουκούλια από κάθε δράμι σπόρου. Δεν υπήρχαν, όμως, ειδικά σηροτροφεία, αλλά χρησιμοποιούσαν ένα δωμάτιο του σπιτιού τους. Οι μουριές στη Νέα Κίο αναπτύσσονταν γρήγορα και είχαν πλούσια φυλλώματα. Η ευδοκίμησή τους οφειλόταν βασικά στο υγρό κλίμα και στη μεγάλη υγρασία του υπεδάφους, μολονότι ο θερμός άνεμος που έπνεε κατά την περίοδο της κατασκευής των κουκουλιών (λίβας) δεν ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκός για την βελτίωση της ποιότητας του μεταξόσπορου, τον οποίο παρασκεύαζαν επί τόπου.  Παρά τους κινδύνους αυτούς η σηροτροφία υπήρξε για μεγάλο διάστημα ενισχυτικό εισόδημα των οικογενειών που συνεχώς προσπαθούσαν για την ποιοτική αναβάθμιση της παραγωγής τους.

 

Το μεταξουργείο της Νέας Κίου

 

Ο δημοσιογράφος και ποιητής Χρήστος Δελής (1887-1960) ο οποίος διετέλεσε επί δύο δεκαετίες πρόεδρος της κοινότητας της Ν. Κίου, ίδρυσε Μεταξουργείο, συνεχίζοντας την παράδοση της Κίου της Μικράς Ασίας. Μουριές φυτεύτηκαν στους δρόμους της κοινότητας και στα σπίτια διαμορφώθηκε ειδικός χώρος για την επεξεργασία των κουκουλιών. Το 1932 μάλιστα, το μετάξι αυτό πήρε το πρώτο βραβείο στην Έκθεση Θεσσαλονίκης. Το μετάξι διοχετευόταν στη βιομηχανία υφασμάτων Ναθαναήλ. Απασχολούσε 50-60 περίπου εργάτριες κατά τη διάρκεια των εργασιών του, οι οποίες διαρκούσαν περίπου οκτώ μήνες. Το Μεταξουργείο καταστράφηκε από τους Γερμανούς στα χρόνια της κατοχής. Ο ιδιοκτή­της δεν μπόρεσε να το επαναλειτουργήσει και οι Κιώτες στράφηκαν στα λαχανικά, εγκατα­λείποντας τη σηροτροφία. Στο δίτομο έργο του Ευρυσθένη Α. Λασκαρίδη « ΚΙΑΝΑ» (τ. Α΄σελ. 288) διαβάζουμε:

 

 

« Η Νέα Κίος έχει και εργοστάσιον κον­σερβοποιίας κηπευτικών προϊόντων. Επίσης και εργοστάσιον μεταξουργίας ιδρύθη από τα πρώτα έτη της ιδρύσεως της Νέας Κίου, διότι από τους πρώτους μήνας της εκεί εγκαταστά­σεως των οι Κιανοί εφύτευσαν και φυτώριον συκαμιών (συκαμιά, μουριά), μετά την ανάπτυξιν των οποίων παρήγον και κουκούλια, όπως και εις την παλαιάν των πατρίδα. Το εργοστάσιον όμως τούτο της μεταξουργίας κατεστράφη κατά την κατοχήν υ­πό των κατακτητών, χωρίς μετά να δυνηθή ο ιδιοκτήτης του να το επανιδρύση. Μετά την καταστροφήν του μεταξουργείου αντικατέστησαν οι κάτοικοι της Νέας Κίου τας συκαμιάς των με κηπευτικά είδη ».

 

Μεταξουργεία Αργολίδας

  

Στην Αργολίδα λειτούργησαν τέσσερα με­ταξουργεία. Το πιο παλιό ήταν του Μιχαήλ Παπανικολάου στο Ναύπλιο, το οποίο ι­δρύθηκε το 1875. (Οδηγός Ν. Ιγγλέση, σ. 334). Δεν έχουμε άλλες πλη­ροφορίες για το μεταξουργείο αυτό. Το άλ­λο μεταξουργείο, στο Ναύπλιο και αυτό (Σιδηράς Μεραρχίας και Κιλκίς), ιδρύθη­κε από τους ετεροθαλείς εκ πατρός αδελ­φούς Γεώργιο Π. Νταβέλη και Ανδρέα Κό­τσυφα το 1905 «με 10 εργάτιδας εργαζομένας με ανέμην». (Οδηγός Ν. Ιγγλέση, σ. 334). Λειτούργησε μέχρι το 1935 περίπου. Όπως μας πληροφόρησε ο εγγονός του ιδρυτή Γιώργος Νταβέλης, ο πατέρας του οποίου Ορέστης δούλεψε πολ­λά χρόνια εκεί, τα κουκούλια τα προμηθεύ­ονταν από το Τολό, από την Καλαμάτα κι από άλλα μέρη εκτός Αργολίδας. Στη συ­νέχεια μετατράπηκε σε νηματουργείο.

Το τρίτο κατά χρονολογική σειρά μεταξουργείο ήταν της Νέας Κίου, το οποίο στε­γάστηκε δεξιά της κεντρικής οδού Άργους – Ν. Κίου, στο ύψος της Αγίας Ειρήνης, και ήταν ιδιοκτησίας Χρήστου Δελή, ενός από τους ιδρυτές του προσφυγικού συνοι­κισμού και πρώτου κοινοτάρχη της Ν. Κί­ου.

Το τέταρτο μεταξουργείο λειτούργη­σε στο Άργος στην οδό Αγ. Κωνσταντίνου και ήταν ιδιοκτησίας Ηλία Σαραντόπουλου, ο οποίος καταγόταν από το Άργος, αλλά αρ­γότερα εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθή­να. Αγόραζε κουκούλια από τον Αχλαδόκαμπο κι από άλλες περιοχές εκτός Αργολίδας. Οι εργάτριες του εργοστασίου ήταν ίσως από τη Νεστάνη Αργολίδας και μέ­νανε με ενοίκιο σε ταπεινά σπιτάκια της περιοχής Αρβανιτιάς Άργους. Η πληροφο­ρία σημειώνεται με κάθε επιφύλαξη, επει­δή στάθηκε αδύνατο να διασταυρωθεί. Ο ίδιος πληροφοριοδότης μάς εξήγησε ότι οι Αργείτισσες δεν καταδέχονταν να δου­λέψουν στο μεταξουργείο, γιατί ήταν βρό­μικη και ταπεινή εργασία. Βέβαια, οι Αργείτισσες εργάζονταν στα χωράφια και στα μποστάνια, όπου καλλιεργούσαν κυρίως τομάτα, και δεν είχανε ίσως χρόνο. Σίγουρα όμως υπήρχαν και Αργειτοπούλες εργάτριες στο μεταξουργείο.

  

« Είχα πάει λίγο καιρό στο μεταξουργεί­ο στην Αγίου Κων/νου. Δε θυμάμαι πώς λέ­γανε το αφεντικό. Ήμουνα κορίτσι 16 χρο­νών τότε, πριν το ’40. Αλλά με πείραζε η άχνη, τα παράτησα κι έφυγα. Ήμουνα από τη Χούνη, αλλά έμενα εδώ στο Άργος σε μια θεία μου. Εγώ έδινα τα κουκούλια απέξω, που τα βράζανε σε καζάνια και τα παίρνανε άλλες και τα εργαζόντανε. Βάζανε την κλω­στή σε ανέμες. Το κουκούλι ήταν πολύ βρό­μικο και μύριζε πολύ, γιατί είχε μέσα το σκουλήκι, που ήτανε ψόφιο. Δεν ξέρω από πού τα φέρνανε τα κουκούλια. Δεν ξέρω πολλά πράγματα, γιατί κάθησα λίγο, καμιά ‘κοσαριά μέρες. Δεν μπορούσα, με πίγκωνε η άχνη. Αρρώσταινα, μα ύστερα ξαναπήγαινα, μέχρι που τα παράτησα. Υπήρχα­νε πολλά μηχανήματα. Μερικές δουλεύανε χρόνια εκεί».  Μαρτυρία της εργάτριας του μεταξουργείου Άργους Κων/νας Μιχαλοπούλου.

 Δε γνωρίζουμε μέχρι πότε λειτούργη­σε το μεταξουργείο Άργους. Πάντως, μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας 1950 καλλιερ­γούσαν μεταξοσκώληκες στον Αχλαδόκαμπο, αν και είναι βέβαιο ότι θα μπορούσαν να πουλάνε τα κουκούλια τους και στο με­ταξουργείο της Τρίπολης, ιδιοκτησίας Πα­ράσχου, το οποίο λίγο αργότερα έγινε υφαντουργείο (μαρτυρία π. Σταύρου Παρά­σχου).

 

Το μεταξουργείο του Ηλία Σαραντόπουλου στο Άργος

 

Ας σημειωθεί εδώ ότι οι περισσότε­ρες συναλλαγές του Αχλαδοκάμπου γίνο­νταν με την Τρίπολη και την ευρύτερη περιοχή, επειδή οι αποστάσεις ήταν μικρότε­ρες και εξυπηρετούνταν και με το τρένο. Πάντως, όταν το κτίριο του μεταξουργεί­ου Άργους το αγόρασε από τον Ηλία Σαραντόπουλο ο Ηλίας Μπόμπος το 1958 ή 1959, επενδύοντας τα χρήματά του στο α­κίνητο, το εργοστάσιο δε λειτουργούσε. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε από την Α­γροτική Τράπεζα με ενοίκιο ως αποθη­κευτικός χώρος (μαρτυρία Βασίλη Μπό­μπου). Παρεμπιπτόντως, αξίζει να σημειώ­σουμε εδώ ότι η οδός Αγίου Κων/νου στο Άργος παρουσίαζε ιδιαίτερη βιομηχανική δραστηριότητα. Το πρώτο εργοστάσιο ή­ταν το υφαντουργείο Παζιώτα, ο σημερι­νός κινηματογράφος Movieland. Ακολου­θούσε το εκκοκκιστήριο βάμβακος του τό­τε Δημάρχου Κωστή Μπόμπου και του α­νιψιού του Ηλία Μπόμπου και ακολουθού­σε το μεταξουργείο του Ηλία Σαραντόπουλου. Η οδός Ιακώβου Μάνου στο σημείο εκείνο δεν υπήρχε, ούτε η πολυκατοικία στη γωνία. Ο χώρος ήταν ενιαίος. Απένα­ντι λειτουργούσε το ελαιοτριβείο του Κώ­στα Κοντογιάννη, το οποίο αρχικά δούλευε με άλογο και αργότερα με ντιζελομηχανή.

 

Πηγές


  • Οδυσσέας Κουμαδωράκης, «Στα χνάρια του χθες», Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος, 2010.
  • Γυμνάσιο Νέας Κίου, «Η εντεύθεν και εκείθεν του Αιγαίου Κίος», Νέα Κίος, 2010.
  • Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων, «Ανάπτυξη τομέα Σηροτροφίας», Σεπτέμβριος, 2007.
  • Αναγνωστόπουλος Ν. – Γάγαλης Γ., «Η Αργολική Πεδιάς», Αθήναι, 1938.
  • Ιγγλέσης Γ, Νικος, «Οδηγός της Ελλάδος», έτος Ε΄, τόμος Β΄(1916-17), Αθήναι χ.χ.

 

 Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »

Καββαθάς Σπ. Μιχαήλ (1895-1972) – Ο πρωτεργάτης της διάδοσης της καλλιέργειας του πορτοκαλιού στην Αργολίδα


 

π. Μιχαήλ Καββαθάς

Στο χωριό Αργολικό (Κούτσι) του Νομού Αργολίδος, από το 1924, αρχίζει μια νέα, αγροτικού ενδιαφέροντος, περίοδος. Μια σταυροφορία για την διάδο­ση – εξάπλωση της πορτοκαλλιέργειας. Ο Μιχαήλ Σπ. Καββαθάς διορίζε­ται εφημέριος στον Ιερό Ναό του χωριού «Κοίμησις της Θεοτόκου». Μέσα στα ιερατικά καθήκοντά του προγραμματίζει και την διάδοση και επι­κράτηση της πορτοκαλλιέργειας. Σύντομα η αγροτική αυτή κοινότητα γίνεται ένας απέραντος κήπος με κύρια φυτεία του την πορτοκαλιά. Οι τοπικές οικολογικές συνθήκες ευνοούν την διάδοση της πορτοκα­λιάς, και αυτή με τη σειρά της, ευνοεί (ευεργετεί), ως ευεργετηθείσα, τον τό­πο. Ανθεί η «φαιδρά πορτοκαλέα», με επακόλουθο να «ανθεί» και η οικονομία του Αργολικού, με συνεπακόλουθο τον εκπολιτισμό της Κοινότητας.

 

Η Πρόσφορη γη της Αργολίδας

 

Η Ελληνική γη είναι μια από τις πλέον ευνοϊκές χώρες, για την καλ­λιέργεια και εκμετάλλευση της δενδροκομίας. Μάλιστα δε, ελάχιστες χώρες της γης παρουσιάζονται με ανάλογες ευνοϊκές συνθήκες κλίματος και εδά­φους, για την καλλιέργεια της ελιάς, του σταφυλιού και της πορτοκαλιάς, πασίγνωστης, άλλωστε της, «ποιητικώ τω τρόπω», διαμήνυσης – πληροφόρησης των στίχων, που ακολουθούν:

«Η χώρα όπου ανθεί φαιδρά η πορτοκαλέα,

και κοκκινίζει η σταφυλή

και θάλλει η ελαία,

δεν είν’ άλλη παρά η Γη Ελληνίς».

Να τονισθεί, ότι όλα τα δενδροκομικά (ελληνικά) προϊόντα είναι ανώτερης ποιότητας: καρποί εύχυμοι, εύγευστοι, υγιεινοί, συνεκτικοί σε θρεπτικά συστατικά, αρωματικοί, εντυπωσιακών χρωμάτων. Η ανάγλυφη όψη των εδαφών, η γειτνίαση με τη θάλασσα, το  εύκρατο κλίμα, με τον άπλετο και διαυγή φωτισμό, και oι παρατετα­μένες θερινές περίοδοι ευνοούν την διάδοση της πορτοκαλλιέργειας. Ένα τέτοιο γεωγραφικό διαμέρισμα είναι και η Αργολική γη.

 

Η Σπουδαιότητα της πορτοκαλλιέργειας

 

Όλα τα Εσπεριδοειδή ευδοκιμούν, ως προσοδοφόρες καλλιέργειες, σε τοποθεσίες, στις οποίες oι παγετοί είναι σπάνιοι ή άγνωστοι. Τα Εσπεριδοειδή είναι καρποφόρα (με εδώδιμους τους καρπούς τους), βιομηχανικού ενδιαφέροντος (τα άνθη για την παραγωγή αιθέριων ελαίων, oι καρποί στην ζαχαροπλαστική, αρωματοποιία, φαρμακευτική), και κυρίως καλλωπιστικά. Η Πορτοκαλιά, αυτό το γνωστότατο μικρού μεγέθους δένδρο, με την σφαιρική κόμη, στολίζεται με την παραγωγή των άφθονων λευκών ανθέων του και το πλήθος των σφαιρικών ευωδέστατων – γλυκόχυμων καρπών του. Καλλιεργείται για τους πολύτιμους καρπούς του, τους γευστικότατους και αρωματικούς, αλλά και υγιεινούς – θρεπτικούς, oι οποίοι περιέχουν στον πλουσιότατο χυμό τους βιταμίνες (C, Ρ), μεταλλικά άλατα (Ca, Ρ), σάκχα­ρα, οξέα. Δυστυχώς, μέχρι και σήμερα, πολλοί από τους νέο-Έλληνες, αγνοούν ή περιφρονούν την σπουδαιότητα του πορτοκαλιού.

  

Μια σύντομη ιστορική αναδρομή

 

Μόλις κατά το Έτος 1950 γραφόταν: «Η Δενδροκομία υστερεί, πολύ, εις τοιούτον βαθμόν, ώστε να θεωρείται ως μηδόλως γνωστή εν Ελλάδι. Δεν διαφεύγει, άλλωστε, ουδενός την αντίληψιν, ότι ουδαμώς υφίσταται άξια λόγου Δενδροκομία[1]… Η προώθησις και η ανάπτυξις της Δενδροκομίας, συνεπώς, ενδείκνυται ως εθνική ανάγκη…»[2]. Αυτή την «εθνική ανάγκη» ένας αγαθός Ιερέας, ο προαναφερθείς Μι­χαήλ Σπ. Καββαθάς υπηρετεί. Αναδεικνύεται διαφωτιστής στο χωριό Αργολικό, με σκοπό την διάδοση, ανάπτυξη και επικράτη­ση (ευδοκίμηση) της πορτοκαλλιέργειας. Για να αντιληφθεί κανείς την συμβολή και το μέγεθος της προσφοράς του Μ. Καββαθά, πρέπει να λάβει γνώση του Καποδιστριακού εγγράφου [3], στο οποίο αναφέρεται η παντελής απουσία της συστηματικής καλλιέργειας καρποφόρων δένδρων: «… Δεν αγνοείται παρά των Υμετέρων Εξοχοτήτων ότι… Η Ελλάς είναι σήμερον τόπος το πλείστον έρημος, άκαρπος…». Μέρος αυτού του τόπου του « ερήμου, ακάρπου», προσπαθεί, ύστερα από ένα αιώνα, ο π. Μ. Καββαθάς, να καταστήσει γόνιμο, καρποφορούντα, στολισμένο με την «αγλαόκαρπο» πορτοκαλιά, με επακόλουθο την οικονομικότερη ευχέρεια των κατοίκων του Αργολικού.

 

Βιογραφικά στοιχεία του Ιερέως Μιχαήλ Καββαθά

 

Το χωριό Αργολικό, του Νομού Αργολίδας, ήταν κι αυτό τόπος ημικαλλιεργήσιμος, μέχρι του διορισμού [4] του εφημερίου της Κοινότητος. Ο Μιχαήλ Σπ. Καββαθάς [5], γιος του Σπύρου και της Παρασκευής, γεν­νήθηκε στο Αργολικό το έτος 1895. Ήταν έγγαμος κληρικός, [6] και με την σύζυγό του Βασιλική (έτος γεννήσεως το 1901) απέκτησε τέσσερα τέκνα. Την Αγγελική (1926), την Ιουλία (1928), τον Σπυρίδωνα (1930), και την Κατίνα (1933). Ήταν κάτοχος σπουδών «Ελληνικού Σχολείου» [7] και Απολυτηρίου «Εκκλησιαστικής Προπαρασκευαστικής Σχολής Αργολίδος» (Ναύπλιο) [8]. Όπως δε μας πληροφορεί, πιστοποιών, ο επίσκοπος Ταλαντίου Ιερόθεος [9]: «… εχειροτονήσαμε τον Μιχαήλ Σπ. Καββαθά τη χάριτι του Παναγίου και Τελεταρχικού Πνεύματος εις Διάκονον μεν εν τω παρεκκλησίω του Μητρο­πολιτικού Ναού Αθηνών του Αγίου Ελευθερίου τη 7η Ιουλίου 1924, πρεσβύτερον δε εν τω Ιερώ Ναώ της Κοιμήσεως της Θεοτόκου Μοναστηρακίου Αθηνών τη 8η Ιουλίου 1924».

Από πιστοποιητικό της Ιεράς Μητροπόλεως Αργολίδος [10] πληροφο­ρούμεθα για τις υπηρεσιακές μεταβολές του πρεσβυτέρου Μιχαήλ Σπ. Καββαθά: «Διωρίσθη δια του υπ’ αριθμ. 809, από 30.7.1924, εγγράφου εις τον εν Αργολικώ Ιερόν Ναόν Κοιμήσεως Θεοτόκου υπηρετήσας εν αυτώ μέχρι της 29.6.1972, ότε απεβίωσεν…».

Ο μακαριστός παπα-Μιχαήλ νεαρός ακόμη, και ακόμη άγαμος, εργά­ζεται στις Αγροτικές Φυλακές Τίρυνθας. Πλησιάζει τον γεωπόνο του Αγροκτήματος από τον οποίο διδάσκεται, με ζήλο και φιλομάθεια τις όποιες δε­ξιοτεχνίες της δενδροκομικής τέχνης. Τοποθετείται στον χώρο των φυτω­ρίων Εσπεριδοειδών (πορτοκαλιάς, μανταρινιάς). Ασκείται στους χειρισμούς εμβολιασμών, αναδειχθείς άριστος «μπολιαστής». Παράλ­ληλα, όμως, ασχολείται και με άλλες τρέχουσες – αναγκαίες αγροτικές φρον­τίδες, αποκτώντας πολλές εμπειρίες, κηπευτικού ενδιαφέροντος.

 

Η Κοινότητα Αργολικού και ο νεοδιορισθείς εφημέριος Μιχαήλ Καββαθάς

 

Ο νεοφερμένος εφημέριος δεν λησμονεί τις αποκτηθείσες αγροτικές «αρετές» του, αφού παράλληλα προς τα καθήκοντά του, ως εφημέριου, συνεχί­ζει να εφαρμόζει ό,τι κατέχει σαν άριστος φυτοτεχνίτης, στη γυμνή, και εν πολλοίς ακαλλιέργητη, γη της Ενορίας του. Συγκεκριμένα, στο σπίτι, που απέκτησε από το γάμο του, εγκαθιστά και θέτει σε λειτουργία ιδιωτικό φυτώριο. Σ’ αυτό εφαρμόζει την αποκτηθείσα εμπειρία του. Μέχρι του διορισμού του, ως εφημέριος, στο χωριό Αργολικό δεν υπάρχει δένδρο πορτοκαλιάς, παρά μόνο ένα μεμονωμένο περιβόλι με πορ­τοκαλιές πού είχε φυτέψει ένας συγχωριανός του ονόματι Μανουσάκης, πού ήτανε μέτοχος στο εργοστάσιο ΚΥΚΝΟΣ.

Προϋπήρχε, λοιπόν, ένας προο­δευτικός πορτοκαλλιεργητής, αφού φρόντισε και φύτεψε πορτοκαλιές, πού σαν προνοητικός πρόβλεψε το μέλλον της πορτοκαλλιέργειας. Όμως, δεν φρόντισε να παρακινήσει και άλλους, προς μίμηση… Ύστερα από τον προοδευτικό Μανουσάκη, έρχεται ο εφημέριος Μιχαήλ Καββαθάς (προοδευτικός – προνοητικός), ο οποίος αναδει­κνύεται ο παρακινητής-προπαγανδιστής της πορτοκαλλιέργειας. Σε οικοπεδική έκταση, μόλις, ενάμιση στρέμματος εγκαθιστά φυτώριο Εσπε­ριδοειδών (λεμονιάς, πορτοκαλιάς, μανταρινιάς), με προοπτική προώθησης – προμήθειας των δενδρυλλίων στους αγρότες των γύρω χω­ριών, ως μέλλοντες αγοραστές.

 

Βραβείο Γεωργικής Υπηρεσίας Αργολίδας

 

Έτσι, αρχίζει η προσπάθεια διάδοσης – εμφάνισης μιας νέας δενδροκο­μικής μορφής καλλιέργειας, η οποία έχει, ταυτόχρονα, και κοινωνικού ενδιαφέροντος πρωτοβουλία, με ευρύτερη διάσταση: «η γυμνή ή αδιοργάνωτα καλλιεργούμενη γη, να καλλιεργείται συστηματικά». Αλλά και κάτι άλλο, σημαντικό: το δένδρο, αναγκάζει τον αφέντη του σε διαρκή συναγερμό – παρουσία στα «πόδια» του, τον υποβάλλει σε συνεχή παρακολούθηση και φροντίδα σε ότι χρειάζεται, (ψεκασμό, σκάλισμα, πότισμα, κ.ά.).

Ο π. Μιχαήλ Καββαθάς αναδεικνύεται εύστοχος, εύστροφος, μεθοδικός. Ευχάριστος, μα και πολύτιμος. Σκέφτεται και αποφασίζει το πλησία­σμα, αρχικά, σε δύο παλιούς συγχωριανούς του, Ελληνο – Αμερικάνους, από την Καλιφόρνια [11]. Τους πλησιάζει, για να του υποδείξουν -ενημερώσουν όσα αυτοί γνωρίζουν, αλλά άγνωστα σ’ αυτόν, σε ό,τι αφορά στα «μυστικά» της πορτοκαλλιέργειας, και γενικότερα των Εσπεριδοειδών. Αυτοί, προθυμοποιούνται και του υποδεικνύουν, ως τους πλέον ειδικούς, φίλους τους ομογενείς, καταγόμενους από την Σπάρτη, παλιννοστήσαντες και εισαγωγείς εμβολίων της ιδιαίτερα παραγωγικής ποικιλίας πορτοκαλιάς, την «ομφαλοφόρον». Τους επισκέπτεται. Αυτοί, πρόθυμα, τον ενημερώνουν, και τον εφοδιάζουν με κλαράκι, περιέχον φυτικά τμήματα, για την λήψη εμβολίων.

Ο παπα – Καββαθάς καταφτάνει στη γενέτειρά του, αλλά και στην ενορία του, για να διαφωτίσει τους χωρικούς. Δυστυχώς, του «έπιασαν» δυο μόνον, από τα μπολιάσματα. Αν και στους συγχωριανούς του ήτανε παντελώς άγνωστη η «εμπορική αξία» αυτής της ποικιλίας, δεν έδειξαν ενδιαφέρον, για την προμή­θεια της νέας ποικιλίας. Ύστερα από αυτή την αδιαφορία, αρχίζει ο παπα-Μιχαήλ μια νέα προσπάθεια. Επινοεί την ενημέρωση των περισσότερο προοδευτικών φίλων και συγγενών του. Τους πλησιάζει και τους ενημερώνει για τις όσες χρήσιμες συμβουλές του μετέδωσαν οι επα­ναπατρισθέντες Σπαρτιάτες. Τους κατατοπίζει, αναλυτι­κά, για τα πλεονεκτήματα των «ομφαλοφόρων» πορτοκαλιών.

Σε δεύ­τερη φάση, ανοίγει διαφωτιστικό διάλογο με τους συμπατριώτες του, αφού είχε προηγηθεί μια πρόχειρη ενημέρωση από τους μυημένους φίλους και συγγενείς του. Αυτός, τώρα, τους κατατοπίζει, εμπεριστα­τωμένα, για τα προτερήματα της ομφαλοφόρου πορτοκαλιάς, όπως το άσπερμο του πορτοκαλιού, η τακτική, δηλαδή ετήσια, ανθοφορία – καρποφορία, και η ανώτερη ποιότητα σε «φαγητό» (καρπός εύχυμος, εύγευστος, αρω­ματικός, ψιλόφλουδος). Εξ άλλου, επισημοποιεί τις προσπάθειές του με επισκέψεις του στη Γε­ωργική Υπηρεσία Αργολίδος, με σκοπό ευρύτερης, και υψηλότερου επιπέ­δου, συνεργασία. Δέχεται, και υιοθετεί σημαντικές υποδείξεις, για τον τρόπο παρακίνησης των αγροτών συμπατριωτών του αλλά και νεότε­ρες μεθόδους πορτοκαλλιέργειας. Παρ’ όλα αυτά, ύστερα από συνεχή προσπάθεια τεσσάρων ετών, οι συμ­πατριώτες του δεν πολυσυγκινούνται. Έτσι, τα έτοιμα ήδη δενδρύλλια του φυτωρίου του παραμένουν αζήτητα. Αδιάθετα, από έλλειψη ενδιαφέροντος προμήθειας, κατέχουν το χώμα του φυτωρίου. Γρήγορα, όμως, μεταφυτεύο­νται για να αποτελέσουν τον πρώτο πορτοκαλεώνα του παπα-Μιχάλη.

Τότε όμως κηρύχθηκε ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος (1940-44), στον οποίο αναμείχτηκε και η χώρα μας. Ακολούθησε η διπλή κατοχή μας από τους Γερμανούς – Ιταλούς κατακτητές. Οι παλιότεροι, παιδιά τότε, θυμόμαστε καλά, τα φοβερά δεινά, μεταξύ δε των άλλων και τους πολυάριθ­μους θανάτους από την πείνα. Στερηθήκαμε και τα στοιχειώδη είδη δια­τροφής. Τότε, οι αγρότες, όπως και οι κάτοικοι του Αργολικού, στρά­φηκαν και επιδόθηκαν στην καλλιέργεια οσπρίων (φασολιών, ρεβιθιών, κουκιών, φακών, ακόμα και λαθουριού), και σιτηρών (κυρίως σταριού), με σκοπό την πώληση των παραγομένων από αυτούς προϊόντων, στις αγορές των αστικών πληθυσμών, και κυρίως στους λιμοκτονούντες κατοίκους της Αθήνας και του Πειραιά.

Μετά την απελευθέρωση, αρχίζει μια αλλαγή προτιμήσεων σε αγροτικά προϊόντα του καταναλωτικού κοινού, στις αγορές των μεγαλουπόλεων. Σε σειρά προτίμησης, έρχεται απ’ τα πρώτα και το πορτοκάλι. Έτσι, καθί­σταται πρόσφορο το «έδαφος», για αλλαγή καλλιεργειών και εκμετάλλευση των εδαφών με προτεραιότητα στην πορτοκαλλιέργεια. Αυτή η προτίμηση – στροφή στην αγορά, επιφέρει και στροφή επιλογής αξιοποίησης των καλλιεργούμενων εδαφών και στο Αργολικό. Έτσι, η επιδιωκόμενη πρωτοβουλία του παπα-Μιχαήλ βρίσκει, τώρα, θε­τική ανταπόκριση. Οι συμπατριώτες του καλλιεργητές στρέφονται προς την πορτοκαλλιέργεια. Μάλιστα δε, ζητάνε για τα περιβόλια τους πορτοκαλιές ομφαλοφόρου ποικιλίας. Στο μεταξύ στις λαχαναγορές Αθήνας και Πειραιά προτιμάται το ομφαλοφόρο πορτοκάλι πού καταφτάνει από την Κέρκυρα [12].

Κερδίζει την προτίμηση του καταναλωτικού κοινού, λόγω των προαναφερθέντων πλεονεκτημάτων του, σε σύγκριση με τις μέχρι τότε διαδεδομένες ποικιλίες. Βέ­βαια, υπερτερούν και άλλες ποικιλίες, όπως π.χ. τα πορτοκάλια περιοχής Μυρτιάς Αγρινίου. Αυτή η προτίμηση του καταναλωτικού κοινού, έχει σαν επακόλουθο την ενθάρρυνση του παπα-Μιχαήλ και άνετα στοχεύει για την εξάπλωση της ομφαλοφόρου ποικιλίας στον τόπο του.

Αρχίζει την διανομή εμβολιασμέ­νων σε ομφαλοφόρο ποικιλία δενδρυλλίων πορτοκαλιάς, όχι μόνο στο Αργολικό, αλλά και στις γειτονικές περιοχές. Με τον καιρό, μακρύτερα, μέχρι και στα σύνορα Αργολιδο – Κορινθίας. Εδώ, αξίζει να σταθεί κανείς, για να αναλογισθεί και να εκτιμήσει, όσο πρέπει, την σπουδαιότητα της μεγάλης συμβολής του παπα-Μιχαήλ, σε ό,τι αφορά στην διάδοση της, οικονομικού ενδιαφέροντος, καλλιέργειας της ομφαλοφόρου πορτοκαλιάς, με τις προσοδοφόρες αποδόσεις στην αγορά, και την υπέροχη εκμετάλλευση των εδαφών. Επί πλέον δε την επακολουθή­σασα δραστηριοποίηση των άνεργων αγροτικών χεριών, που έπιαναν στα χέρια τους, όλο και περισσότερα χρήματα.

Με μεράκι συνεχίζει ο ακούραστος ανακαινιστής παπα-Μιχαήλ το κοινωνικού χαρακτήρα έργο του, με τις όποιες θετικές οικονομικές και βιοτικές επιπτώσεις. Σε επίπεδο κοινοτικό (άμεσο) και εθνικό (έμμεσα). Σαν άριστος δενδροκόμος επαυξάνει, σε εδαφικές εκτάσεις, το φυτώριό του, με σκοπό την εξασφάλιση δενδρυλλίων ομφαλοφόρου πορτοκαλιάς. Μαζεύει καρπούς νεραντζιάς, για να εξασφαλίζει τους σπόρους τους, που του χρησι­μεύουν σαν πολλαπλασιαστικό υλικό. Τους σπέρνει και όταν φυτρώνουν τα δενδρύλλια και αποκτούν ηλικία 2-3 ετών τα μπολιάζει. Σ’ αυτά τα τρία πρώτα χρό­νια της ζωής τους τα περιποιείται, τα ποτίζει, τα σκαλίζει, τα βοτανίζει. Τα μεγαλώνει σαν τα «μάτια» του. Τα προσέχει και τα καμαρώνει. Ενθουσιάζεται. Ικανοποιείται. Προγραμματί­ζει.

 

Δεν άργησε η αναγνώριση

 

Σούστες καταφτάνουν την περίοδο εξαγωγής των μπολια­σμένων δενδρυλλίων, για παραλαβή και μεταφορά τους, από το φυτώριο του παπα-Μιχαήλ στους αγρούς, για εγκατάσταση πορτοκαλεώνων. «Ώρα θερισμού»… των κόπων και των αγώνων του παπα-Μιχαήλ. Δεν άργησε και η στιγμή πρόσκλησης, για στενότερη συνεργασία με την Διεύθυνση Γεωργίας Αργολίδος, σε ό,τι άφορα στην προμήθεια – διάδοση, με τον επιβαλλόμενο βέβαια «ποιοτικό έλεγχο» των προωθούμενων απ’ αυτόν δενδρυλλίων.

 

Μετάλλιο Γεωργικής Αξίας

 

Έτσι, ο π. Μιχαήλ Καββαθάς γίνεται ευρύτερα γνωστός και παραδε­κτός. Αναγνωρίζεται ο ζήλος του και το αδιάπτωτο ενδιαφέρον του, για συ­νεχή προσπάθεια διάδοσης της καλλιέργειας της ομφαλοφόρου ποικιλίας πορτοκαλιάς. Αποκτά φήμη έμπειρου και έμπιστου φυτωριούχου. Μνημονεύεται σαν τοπικός ευεργέτης. Κάποια στιγμή διακόπτει τις φυτωριακές επιχειρήσεις του, αλλά δεν εγκαταλείπει το πολυσχιδές έργο που άρχισε. Συνεχίζει να διανέμει τα εναπομείναντα μπολιασμένα δενδρύλλια του φυτωρίου του. Συνεχίζει να παρα­κολουθεί τις φυτωριακές εργασίες των  διαδόχων του. Σ’ όλους αυτούς τους μαθητές του, φτιάχνει τα «τζάκια» (τα σπο­ρεία), τους μεταδίδει την τεχνική, και επεμβαίνει στην όποια αναγκαία μέριμνα – φροντίδα. Τους μαθαίνει πως να εμβολιάζουν στη νεραντζιά, σαν υπο­κείμενο, μπόλια από ομφαλοφόρες ποικιλίες. Συχνά τους επαναλαμβάνει ότι πρέπει να επαγρυπνούν, για την αδιάκοπη παρακολούθηση της πορείας των φυτωρίων. Γι’ αυτό oι γερον­τότεροι μιλάνε γι’ αυτόν. Η φήμη του και το ευεργετικό πέρασμά του από το Αργολικό διατηρούνται στη μνήμη των κατοίκων και άλλων χωριών, όπως στο Κοφίνι, στον Παναρίτη.

 

Επιλεγόμενα

 

Ο μακαριστός π. Μιχαήλ Καββαθάς αποτελεί μια συνέχεια, με συ­νέπεια, στο χώρο της στρατιάς των αγαθών κληρικών των οποίων η ποιμαντική δραστηριότητα προεκτείνεται και διακλαδίζεται και σε εξωεκκλησιαστικούς τομείς. Κατόρθωσε την διείσδυση σε χώρους «καλλιεργητικών αναδιαρθρώ­σεων». Φρόντισε να μεταδώσει σε αμαθείς – ημιμαθείς αγρότες της γενέτειράς του, πού ήταν ταυτόχρονα και ενορίτες του, όσες αγροτεχνικές δεξιοτε­χνίες απέκτησε, αφού, τελικά τους έπεισε να στραφούν προς την προσοδο­φόρο καλλιέργεια της ομφαλοφόρου ποικιλίας πορτοκαλιάς.

Έτσι, ο π. Μιχαήλ Καββαθάς αναδείχθηκε ευεργέτης της γενέτειράς του. Αποδείχθηκε πολύτιμος συνεργάτης της Γεωργικής Υπηρεσίας Αργολίδος, σε ό,τι αφορά στην προ­ώθηση της δενδροκομίας. Συνετέλεσε στην εξασφάλιση φυτωριακού υλικού, το οποίο σπάνιζε στην περιοχή, την εποχή εκείνη. Κατάφερε να κατευθύ­νει, κατά μεγάλο ποσοστό τους χωρικούς, όχι μόνο του Αργολικού, σε παραγωγικότερη, πλέον προσοδοφόρα καλλιέργεια, με αποτέλεσμα την οικονομική ανακούφισή τους.

Αυτή, η οικονομική ευχέρεια στην κάθε κοινότητα, αποτελεί υπόβαθρο του εν γένει βιοτικού επιπέδου. Επίσης, συνέβαλε, εμμέσως, θετικά στην εξάπλωση της Μελισσοκο­μίας, μια και οι φυτείες πορτοκαλιάς εξασφαλίζουν την συλλογή νέκταρος και γύρεως, πολύτιμα υλικά για την Μέλισσα. Επισημαίνουμε, τελειώνοντας, ότι η χειρονακτική – φυτοκομική ενασχό­ληση του μακαριστού Μιχαήλ Σπ. Καββαθά, ήταν μια σοβαρή κοινωνική λειτουργία για τον Άνθρωπο και την Ζωή, παράλληλα και με το σοβαρό και το κύριο Ιερατικό έργο του, που είχε επίκεντρο την θεία Λειτουργία. Έτσι, ο καλός ιερέας του Αργολικού υπηρέτησε πιστά και αποδοτικά στο Ναό του Θεού αλλά και στο ναό της Φύσεως.

 

Θεόδωρος Ι. Ψαριώτης

Γεωπόνος τ. καθηγητής της Χαροκοπείου

Ανωτάτης Σχολής Οικιακής Οικονομίας

 

Υποσημειώσεις


[1] Εκείνη την χρονική περίοδο άρχιζε η προσπάθεια Δενδροκομικής ανάπτυξης στα παράλια της Κορινθίας, στις ηριορεινές περιοχές Πηλίου, Φλώρινας και λίγο αργότερα στο τρίγωνο των πόλεων της Μακεδονίας: Βέροια, Νάουσα, Έδεσσα.

[2] Λάμπρος Χ. Οικονομίδης, Τα οπωροφόρα δένδρα της Ελλάδος, Εκδ. Υπουργείου Γεωργίας, Αθήναι 1950, σσ. 9.

[3] ΥΠΟΜΝΗΜΑ επίσημον της Α.Ε. του Κυβερνήτου της Ελλάδος, απευθυνθέν προς τους Αντιπροσώπους των τριών συμμαχικών δυνάμεων (εν Πόρω 30 Οκτωβρίου 1828).

[4] Με το υπ’ αριθμ. 809, από 30.7.1924, έγγραφο της Ιεράς Μητροπόλεως Αργο­λίδος διορίζεται, ως εφημέριος ο Μιχαήλ Σπ. Καββαθάς εις τον εν Αργολικώ Ιερόν Ναόν «Κοίμησις Θεοτόκου».

[5] Σύμφωνα με το Ατομικόν Δελτίον Ιερέως (Στατιστική Ιερών Ναών και Ιερού Κλήρου Μητροπόλεως Αργολίδος) και με Αριθμό Μητρώου 9.

[6] Σύμφωνα με το Δελτίον Απογραφής Κληρικών της Ιεράς Μητροπόλεως Αργο­λίδος (6 Νοεμβρίου 1947).

[7] Απολυτήριον Ελληνικού Σχολείου Αγίου Πέτρου Κυνουρίας.

[8] «… Κατά την Σχολικήν Περίοδον από 1ης Οκτωβρίου 1923 έως 31ης Μαρτίου 1924,… ίνα χειροτονηθεί Ιερεύς εν Ι. Ναοίς πόλεων ή χωρίων πληθυσμού ελάσσονος των τριών χιλιάδων κατοίκων».                     

[9] Με το υπ’ αριθμ. 2337 Πιστοποιητικόν (Εν Αθήναις τη 9 Ιουλίου 1924).

[10] Με αριθμ. Πρωτ. 596 και ημερομηνία εκδόσεως 29 Ιουλίου 1972.

[11] Στην Καλιφόρνια έχει κιόλας παρουσιαστεί σημαντική πρόοδος Φυτοτεχνολογίας, για την εκμετάλλευση των Εσπεριδοειδών.

[12] Προϊόν του προτύπου αγροκτήματος του μεγαλοκτηματία ΜΕΡΛΙΝ. Οι λαχανέμποροι λέγοντας Μέρλιν, εννοούντες τον παραγωγό, κατάληξαν να εννοούν και τα ομφαλοφόρου πορτοκαλιάς πορτοκάλια (Μέρλιν).

Πηγή


  • Ναυπλιακά Ανάλεκτα, τόμος ΙV (2000), έκδοση Δήμου Ναυπλιέων.

Read Full Post »

Γεωργικός Συνεταιρισμός (1913)


   

Συμβολή στην ιστορία του αγροτικού και συνδικαλιστικού κινήματος στην Αργολίδα

Ο πρώτος Γεωργικός Συνεταιρισμός (1913)

 

Η ανάπτυξη των γεωργικών συνεταιρισμών κατά τα τελευταία χρόνια στο Νομό Αργολίδας και, ιδιαίτερα, των συνεταιρισμών εσπεριδοειδών ε­πιβάλλει να μελετηθούν οι ρίζες του θεσμού στον γεωγραφικό αυτό χώρο, αλλά και γενικότερα η όλη εξέλιξη και η διαμόρφωση του αγροτικού κινή­ματος. Δεν πρόκειται να φιλολογήσουμε, όπως δεν φιλολογήσαμε ποτέ, για την αξία και τον ρόλο της ιστορίας. Απλώς θυμίζουμε ότι όσοι δεν μπο­ρούν ή δεν θέλουν να επισημάνουν, να ερμηνεύσουν και να καταλάβουν την εξέλιξη των διαφόρων κοινωνικών δεδομένων είναι καταδικασμένοι είτε να δρουν με θολές αντιλήψεις στον εγκέφαλό τους (και με ευνόητο το αποτέ­λεσμα), είτε να ακολουθούν, και μόνον, τα γεγονότα.

Προσεκτική μελέτη κειμένων περιηγητών ή ταξιδιωτών που περνούν α­πό την Αργολίδα, αναλυτική ανάγνωση του τοπικού τύπου καθώς και συλ­λογή και ερμηνεία των στατιστικών στοιχείων που περιέχονται σε επίσημες εκδόσεις (όπως του Μανσόλα) μας δίνουν μιαν εικόνα τόσο για το είδος και την εναλλαγή των καλλιεργειών, όσο και για τις συνθήκες εργασίας. Δυσκολότερο είναι να διαπιστωθεί, ακόμη, η αναλογία πληθυσμού και κλήρου γης, η οποία πάντως, σε μη βιομηχανοποιημένο Νομό όπως της Αργολίδας, α­σφαλώς παρουσίαζε δυσαναλογία και εδώ. Τα κύματα μετανάστευσης που άρχισαν, προς την Αμερική κυρίως, από το τέλος του 19ου αιώνα (στο Άργος έφτασαν να λειτουργούν μεταναστευτικά γραφεία) αποτελούν ένα σίγουρο δείκτη για την ύπαρξη και την έκταση της δυσαναλογίας αυτής.

 

Παραδοσιακή μέθοδος μαζέματος της σοδειάς των δημητριακών στην πεδιάδα του Άργους. Στο βάθος η Ακρόπολη της Λάρισας (1901).

 

Κέντρο της αγροτικής Αργολίδας παρουσιάζεται το Άργος, τονίζοντας ότι, ακόμα κι όταν γίνεται και κέντρο βιο­μηχανικό, δεν παύει να διατηρεί τον αγροτικό χαρακτήρα του, μέχρι την αρχή της δεκαετίας του 1960. Πολλοί κάτοικοί του, ενώ ασκούν διάφορα επαγγέλματα (κυρίως ελευθέρια), διατηρούν αγροτική ιδιοκτησία και εργάζονται και ως αγρότες ή ως διαχειριστές αγροτικών εκμεταλλεύσεων. Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο, το ότι ο πρώτος αγροτικός συνεταιρισμός ιδρύεται στο Άργος, σύμφωνα με τα μέχρι σήμερα στοιχεία που εντοπίσαμε, κατά τη δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα, όταν η συνεταιριστική κίνηση έχει ήδη αρχίσει στην Ελλάδα και διατυπώνεται και δημοσιεύεται το πρώτο βασικό νομοθέτημα για τους αγροτικούς συνεταιρισμούς (ο νόμος 602/31-12-1914).

 

Οι πρωτεργάτες και οι σκοποί

 

Τόσο στην εφημερίδα «Άργος», του Ανάργυρου Τημελή, όσο και στη «Δαναΐδα», του Δ. Δεσμίνη, αντλούμε τις πληροφορίες για την ίδρυση, τη δράση και τις δυσκολίες του πρώτου αυτού συνεταιρισμού, κατά τα έτη 1913-1914. Έτη που αρχίζουν με τη νικηφόρα, και για την Ελλάδα, τροπή των Βαλκανικών πολέμων, η οποία δημιουργεί ένα γενικότερο κλίμα αισιοδοξίας, αλλά καταλήγουν στην αρχή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, που προ­καλεί βαθιάν αναστάτωση και διχασμό στη χώρα, ενώ αποψιλώνει την Αρ­γολίδα από τον βασικό ενεργό πληθυσμό (ο πληθυσμός του Άργους πέφτει σε κάτω από δέκα χιλιάδες, διοικητικά η πόλη μετατρέπεται από Δήμο σε κοινότητα και μόλις το 1925 επανέρχεται στο καθεστώς του Δήμου).

Τον Ιούνιο, λοιπόν, του 1913 αναγγέλλεται στο «Άργος» η ίδρυση του συνεταιρισμού, που φέρει τον τίτλο «Οικονομικός Συνεταιρισμός Αργολί­δος». Ψυχή του είναι ο Ευάγγελος Σ. Σακολέβας, που εκλέγεται και πρόε­δρός του, Γραμματέας του ο Παν. Δεδεβέσης, ταμίας ο Χαρ. Μαυράκης και μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου οι Νικ. Παλαιολόγος, Σπ. Μαρκεσίνης, Γεώργ. Ντάνος, Ιω. Μέτζας, Αδ. Μπαρακάρης, Ιω. Παπασπυρόπουλος, Κων. Ρόκιζας, Ιω. Γ. Μακρυπουκάμισος και Αλέξ. Ζερβός. Όπως βλέπουμε από τα ονόματα αυτά, η συμμετοχή μελών έγινε και από τις δύο επαρχίες, Άργους και Ναυπλίου. Την εποχή αυτή, ως πιο σημαντικά προβλήματα στον τομέα της γεωρ­γίας στο Νομό παρουσιάζονται εκείνα των αγροζημιών και της άρ­δευσης του αργολικού, πεδίου.

Για τις πρώτες, όχι μόνο η αρ­θρογραφία στον τοπικό τύπο είναι συχνή και πυκνή, αλλά και δημόσιες συγκεντρώσεις και συσκέψεις με μεγάλη συμμετοχή πραγματοποιούνται, ήδη από τα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα. Νομίζουμε ότι το φαινόμενο των αγροζημιών αξίζει να μελετηθεί ιδιαίτερα, όντας βέβαιοι ότι η έρευνά του θα μας διαφωτίσει για σειρά άλλων και πολύ σπουδαίων θεμάτων της κοινωνικής ιστορίας του Νομού. Για το δεύτερο πρόβλημα, το αρδευτικό, η σοβαρότατη αρθρογραφία στη «Δαναΐδα» και οι ενέργειες του ίδιου του Δεσμίνη, ο οποίος φτάνει να συντάξει, με ομάδα, «Νομοσχέδιον πε­ρί αρδεύσεως του Αργολικού πεδίου» (για το οποίο ενδια­φέρθηκε ο τότε αγροτικός ηγέτης, στέλεχος της κυβέρνησης Βενιζέλου και Γεν. Γραμματέας του Υπουργείου Εθν. Οικονομίας Αλέξ. Μυλωνάς) υποδεικνύουν ότι έφτανε σε οξύτατη φάση, για μια ακόμα φορά στην ιστορία.

Δεν θα πρέπει να μας εκπλήξει, λοιπόν, το ότι η καταπολέμηση των αγροζημιών και γενικότερα, η αγροτική ασφάλεια εμφα­νίζεται ως «το σπουδαιότερον ζήτημα» και ως βασικός στόχος του νεοσύ­στατου συνεταιρισμού, στην ειδησεογραφία του τύπου.

Στις 20 Απριλίου 1914 οργανώνεται, στην αίθουσα του «Δαναού», και η πρώτη συγκέντρωση του συνεταιρισμού για το θέμα αυτό. Πέρα, όμως, από αυτά, το διαθέσιμο πληροφοριακό υλικό δείχνει ότι ο συνεταιρισμός, από τον Οκτώβριο, ήδη, του 1913, παίρνει τα πρώτα «τε­χνικά» μέτρα για εξυπηρέτηση των μελών του, δημιουργώντας «δελτίον κτημάτων», για πώληση ή αγορά, καθώς και «δελτίον αγορα­στών», «με πάσαν εχεμύθειαν», όπως δηλώνεται σε σχετική ανακοίνωσή του, που δημοσιεύεται στις 29-10-1913.

Αλλ’ από την ίδρυσή του κιόλας, αναγγέλλονται και οι άλλοι στό­χοι του, οι οποίοι δεν διαφέρουν από εκείνους των εντελώς σύγχρονων αγροτικών συνεταιρισμών. Μνημονεύουμε ειδικότερα τη βελτίωση των καλλιεργειών με «νεότερες μεθόδους», την «ευχερή και εύωνον προμήθειαν των εις τους γεωργούς κτηματίας χρησίμων εργαλείων και ειδών», την «συγκεντρωμένην πώλησιν των προϊόντων προς βελτίωσιν των τιμών έπ’ ωφελεία των παραγωγών», αλλά και, βέβαια, «την μελέτην του ζωτικωτάτου και προέχοντος ζητήματος της αρδεύσεως του Αργολικού πεδίου».

Η παρουσία του Σακολέβα φαίνεται ότι υπήρξε καταλυτική, τόσο για την οργάνωση του συνεταιρισμού όσο και για τη διατύπωση των αιτημάτων. Όπως αναφέρει, άλλωστε, το «Άργος» (της 18-6-1913), σε αυτόν οφείλεται η ιδέα και πρωτοβουλία για την ίδρυσή του, και η εφημερίδα τον χαρακτηρίζει ως «συμπολίτης μας από τριετίας παρακολουθών τα των συ­νεταιρισμών εν γένει, και μετ’ επιμελείας διαδίδων αυτήν» (ενν. την πρω­τοβουλία).

Ο ίδιος, άλλωστε, σε άρθρο του στο «Άργος» (της 24-3-1914), αναγ­γέλλοντας ότι ο Ο.Σ.Α. «ήτοι ο Γεωργικός, αρχίζει από τούδε την δράσιν του» (οπότε συμπεραίνουμε ότι οι δυσκολίες είχαν ήδη αρχίσει, από τα γεγονότα που αναφέραμε: εννέα μήνες από την ίδρυσή του και ακόμα δεν έχει «αρχίσει δράσιν»), διατυπώνει με σαφήνεια τους σκοπούς. Η κατοχύρωση της αγροτικής ασφάλειας προτάσσεται, βέβαια, αλλά θα πρέπει να προσέξουμε ότι εντοπίζει το ενδιαφέρον του και, μάλιστα, ρητά στους «μη έχοντας ή προστατεύοντας πολλά ζώα», τονίζοντας την ανά­γκη να κινητοποιηθούν οι ίδιοι, αλλιώς «δεν πρέπει να παραπονούνται εναντίον ουδενός, ούτε να αδικώσιν άλλον, ειμή εαυτούς».

Διατυπώνει, όμως, και τους άλλους σκοπούς, δηλαδή την προμήθεια θειικού χαλκού, την από κοινού αγορά «των γεωργικών ειδών», ενώ «το σπουδαιότερον έργον» είναι «η κοινή πώλησις των προϊόντων» «κυρίως της σταφίδος και των καπνών, εις τους οίκους της καταναλώσεως απ’ ευθείας, άνευ εμπόρων και μεσιτών». Και προσθέτει με αισιοδοξία ότι «πάντα ταύτα, τα οποία τινές νομίζουσι πολύ δύσκολα, έχουσι γίνει αλλού ευκολώτατα, και χωρίς παράδειγμα αποτυχίας. Υπάρχουν χιλιάδες συνεταιρισμοί τοιούτοι, κατορθώσαντες να πλουτίσωσιν άπαντες». Από όσα εκθέσαμε, και από όσα δημοσιεύθηκαν επιπλέον στον τύπο της εποχής, θεωρούμε ότι ο Σακολέβας προχώρησε με σύνεση, με πρακτικό πνεύμα και με ρεαλισμό. Η πολεμική περίοδος όμως που, όπως είπαμε, έγινε, πια, καθοριστική για κάθε ειρηνική και προοδευτική προσπάθεια, σημάδεψε και την εξέλιξη του συνεταιρισμού.

 

Το τέλος… αλλά και η συνέχεια

 

Μαγκανοπήγαδο στην πεδιάδα του Άργους.

Σε άρθρο του «Άργους» της 20 Δεκεμβρίου 1914, όταν έχει, πλέον, κηρυχθεί ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, δημοσιεύεται ότι, δυο μέρες πριν, είχαν έρθει στο Άργος, για να εξετάσουν την κατάσταση του συνεταιρισμού, ο Επιθεωρητής Γεωργίας του Υπουργείου και ο Νομογεωπόνος Αργολιδοκορινθίας. Το κρατικό ενδιαφέρον, που εκδηλώθηκε ευθύς από τα πρώτα βή­ματά του, ιδιαίτερα και προσωπικά από τον τότε Υπουργό Εθνικής Οικο­νομίας Ανδρ. Μιχαλακόπουλο με πολύ ενθουσιώδες τηλεγράφημά του που είχε δημοσιευθεί στη «Δαναΐδα», συνεχίστηκε, όπως φαίνεται, αμείωτο. Στο «Άργος» γίνεται σαφώς λόγος για «αδράνεια» του συνεταιρισμού, «διό­τι ήρχισε την ίδρυσίν του εν μέσω πολέμου και η εμπόλεμος παρούσα κατάστασις και ο φόβος προκειμένης επιστρατεύσεως βεβαίως εμποδίζει σπου­δαίος την εξακολούθησιν την ιδρύσεως», πράγμα που, όπως τονίζει, συνέβη και με άλλους συνεταιρισμούς.

Για τον λόγο αυτό, οι δύο «εξελεγκταί» όχι μόνο δικαιολόγησαν την «προσωρινήν ανακοπήν της ιδρύσεως», αλλά και έδωσαν συγχαρητήρια στους ιδρυτές για την μέχρι τότε δράση τους και τη διαφώτιση των πολι­τών, υποσχόμενοι ότι το Υπουργείο θα συνέχιζε να τους «συνδρομή πολλαχώς». Η εφημερίδα υπογραμμίζει το ότι επίκειται η ψήφιση του νόμου για τους συνεταιρισμούς, ενώ ανέφερε ότι ο Επιθεωρητής «παρέστησε την ωφέλειαν των ενωθέντων παντού εις Συνεταιρισμούς και πωλούντων και διευθυ­νόντων τα προϊόντα των άνευ εμπόρων και μεσιτών».

Με τις περιπέτειες και τις διακοπές του τοπικού τύπου, με τη μόνη εφημερίδα του Νομού που συνέχισε κανονικά την έκδοσή της (το «Σύ­νταγμα», του Ναυπλίου) να μην υπάρχει σε καμιά βιβλιοθήκη και να περιμένει, σε σώματα δεμένα και σε χέρια ιδιωτών, την αγορά ή τη δωρεά της στον «Παλαμήδη», δεν είναι δυνατό να παρακολουθήσουμε την παραπέ­ρα πορεία του συνεταιρισμού. Σύμφωνα, όμως, με μαρτυρίες γέρων, σήμε­ρα, αγροτών, φαίνεται ότι ο «Ο.Σ.Α.» δεν κατάφερε να επιζήσει στην οκτα­ετία πολέμων και εθνικών περιπετειών που άρχιζε.

Το αγροτικό και συνεταιριστικό κίνημα δεν έσβησε, όμως, στο Νομό. Μετά τον πόλεμο και τη Μικρασιατική καταστροφή, η έκδοση της «Αγροτικής Αργολίδος», εφημερίδας των γεωργοκτηματιών της περιφέ­ρειας του Άργους (1926 έως 1932;), που εξελίσσεται σε κανονική τοπική εφημερίδα, μας επιτρέπει να αντλήσουμε πολλές πληροφορίες για την κίνη­ση των αγροτών. Αλλά και από άλλες εφημερίδες της εποχής μαθαίνουμε σημαντικά γεγονότα, όπως τη σύγκληση Παναργολικού Γεωργικού Συνε­δρίου το 1929, ή ανταλλαγές γνωμών γύρω από τη σκοπιμότητα των συνε­ταιρισμών, το 1932. Το 1933, μάλιστα, διαπιστώνεται η ύπαρξη πολλών συνεταιρισμών στην Αργολίδα, ενώ προχωρούν οι προσπάθειες για την σύ­μπηξη της πρώτης Ένωσής τους, (ιδρύεται το 1938).

Δεν είναι τυχαίο, ασφαλώς, ότι πάλι στον τομέα του τύπου, της έκδοσης της «Αγροτικής Αργολίδος» προηγείται εκείνη της «Κτηματικής», «οργάνου των κτη­ματιών του Άργους» με διευθυντή του Ευθ. Σμυρνιωτάκη και με μάλλον λιγόζωο βίο (στην Εθνική Βιβλιοθήκη σώζονται οκτώ φύλλα της, το 8ο κυκλοφορεί λίγους μήνες πριν από το 1ο της «Αγροτ. Αργολίδος»). Πάντως, όμως, η μεγαλύτερη ανάπτυξη του συνεταιριστικού κινήματος εκδηλώνεται μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και θυμίζουμε ότι το πρώτο συνεταιριστικό εργοστάσιο (η «Ρέα») αρχίζει να λειτουργεί το 1949. Η μεγάλη ώθηση, όμως, δίνεται από το 1974 και μετά, με την εμφάνιση του κινήματος για ίδρυση αγροτικών συλλόγων καθώς και του πρώτου συνεταιρισμού εσπεριδοειδών, που ιδρύεται την εποχή εκείνη στην Πυργέλλα. Τούτο, όμως, αποτελεί, πλέον, ένα άλλο κεφάλαιο της ιστορίας, που ακόμα γράφεται.

Βασίλης Κ. Δωροβίνης

Περιοδικό «ελλέβορος», τεύχος 3-4, Άργος, Φθινόπωρο 1986 – Χειμώνας 1987.  

 

Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »

Ο Κόσμος της εργασίας: Όψεις, Χρόνοι, Χώροι


 

«Ήτο Σεπτέμβριος του έτους 1889, ολόκληρον δε το Άργος ευρίσκετο επί ποδός. Πανταχού σταφυλαί, τρυγήτριαι, αγωγιάται, όνοι. Ιδίως οι αγωγιάται κατασκονισμένοι, εν συμφυρμώ και αταξία διαγκωνιζόμενοι, άδοντες, ανά χείρας φέροντες άρτον και τυρόν αντί ράβρου ή πράσου, τρώγοντες και συγχρόνως τους όνους ωθούντες, έσπευδον μεταφέροντες το ιερόν φορτίον εις τα καπηλεία. Τότε και ο αγωγιάτης Σωτήρος Μαρίνος δια τριών (αριθ. 3) όνων, μετεκόμιζε τας σταφυλάς του Αλεξ. Μαρίκου επί συμπεφωνημένω ημερομισθίω δραχ. 1 λ. 50 δι’ έκαστον όνον εκάστην ημέραν»[1].

 

Η διερεύνηση των συνθηκών και των συγκυριών που επέτρεψαν σε έναν κόσμο να μετατρέπει το φυσικό του περιβάλλον και να διαμορφώνει ένα νέο ανθρωπογενές, απαντά σε γενικότερα ερωτήματα οργάνωσης και λειτουργίας των κοινωνιών, εξηγεί μηχανισμούς και σχέσεις, επιφυλάσσει εκπλήξεις ως προς τις διαμορφωμένες αντιλήψεις σχετικές με την κοινωνική διάρθρωση, τη σχέση των φύλων, την παραγωγική διαδικασία. Ο κόσμος της εργασίας, ακριβώς επειδή έχει τη δυνατότητα να μεταλλάσσει το  περιβάλλον του μέσω της εργασίας, δημιουργεί οριοθετήσεις στο χρόνο και το χώρο με τρόπο ώστε να γίνονται κατανοητές στις συνιστώσες του οι παραγωγικές σχέσεις, οι κοινωνικές σχέσεις και οι χωροταξικές κατασκευές.

Δεν είναι τυχαίο πως η κατασκευή κατοικίας ακολουθεί μια συγκεκριμένη τυπολογία άμεσα συνδεδεμένη με την οπτική μιας επαγγελματικής και κοινωνικής κατηγορίας. Οι σχέσεις των φύλων επίσης ανατρέπονται στη διάρκεια συγκεκριμένων συγκυριών αποκαλύπτοντας νέες δυνατότητες λειτουργίας του κόσμου της εργασίας από την άποψη, αυτή τη φορά, του φύλου. Και στο σημείο αυτό δεν είναι τυχαίο ότι, για παράδειγμα, η κατανομή της εργατικής δύναμης δεν γίνεται με τρόπο τυχαίο αλλά ακολουθεί ιδιαίτερους κανόνες άμεσα διαμορφωμένους από την συσσωρευμένη εργασιακή εμπειρία και την συγκεκριμένη οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας. Από την άποψη αυτή, η οργανωμένη βιομηχανική παραγωγή στην Αργολίδα (κονσερβοποιεία, υφαντουργεία), είναι γένους θηλυκού.   

 

Εργαζόμενοι σε εργοστάσιο Μακαρονοποιείας. Άργος, δεκαετία του ’50.

 

Τέλος, θα πρέπει να γίνει περισσότερο κατανοητή σε μας η διαδικασία ανταλλαγών, ένας ιδιαίτερος διάλογος μέσα στο χρόνο, μεταξύ του αγροτικού και του αστικού χώρου, του χωριού και της πόλης. Και οι δυο αποτελούν σημαντικούς οικονομικούς και πολιτισμικούς χώρους για τη διαμόρφωση της κοινωνικής ιστορίας του κόσμου της εργασίας στην Αργολίδα.

Και οι δυο συμμετέχουν ακόμα και σήμερα σε μια σχέση που αλληλοκαθορίζει τη δυναμική της μιας και την εξέλιξη της άλλης. Ο αγροτικός κόσμος, παρά τη «φυσιολογική» του τάση για σταθερότητα, ανοίγεται στον αστικό είτε λόγω των οικονομικών συναλλαγών, είτε λόγω της αναζήτησης νέων τρόπων διασύνδεσής του με το νέο περιβάλλον και το αντίστροφο. Ο αστικός κόσμος αδυνατεί να ανταποκριθεί ανάγκες των μελών του χωρίς την άμεση εμπορική-οικονομική συναλλαγή με τον αγροτικό αλλά και τη διαμόρφωση ενός φαντασιακού δρόμου της επιστροφής στη φύση και τις ρίζες.

 «Η εξευτελιστική τιμή εις ην επλήρωσαν την υπ’ αυτών αγορασθείσαν ντομάταν τα διάφορα εργοστάσια Κονσερβών της περιφερείας Άργους – Ναυπλίας άτινα εξεμεταλεύθησαν κατά τον πλέον αναίσχυντον τρόπον την σημειωθήσαν υπερπαραγωγήν εις βάρος των κόπων, αγώνων και ιδρώτος του βιοπαλαίοντος Αγρότου, έθεσεν επί τάπητος την και άλλοτε μελετηθείσαν ίδρυσιν ενός μετοχικού Εργοστασίου Κονσερβών με μετόχους τους ίδιους παραγωγούς των οποίων την εσοδείαν θα επεξεργάζεται το εν λόγω εργοστάσιον και δίδει εις την κατανάλωσιν με κέρδος υπέρ των παραγωγών όλων των κερδών τα οποία επιτυγχάνουν σήμερον τα εργοστάσια και οι διάφοροι μεσάζοντες»[2].

 

«Όταν φέρναν το νερό» 


 

Οι αγροτικές κοινωνίες τις περιοχής βρέθηκαν μετά τον πόλεμο αντιμέτωπες με εντονότερο από πριν το πρόβλημα της επιβίωσης. Για τις κοινωνίες αυτές και ιδιαίτερα για τις ορεινές περιοχές, το πρόβλημα ήταν ακόμα πιο έντονο. Ο μικρός κλήρος δεν μπορούσε να απαντήσει ικανοποιητικά στις ανάγκες των κατοίκων και των οικογενειών λόγω της ισχνής απόδοσής του.

Η αγροτική οικονομία χαρακτηριζόταν από τη δανειακή υπερχρέωση ενδυναμωμένη από την ανεπίσημη τοκογλυφία και την επίσημη των τραπεζών. Αποτέλεσμα της ασφυκτικής αυτής κατάστασης, ήταν η διαρκής αναζήτηση νέων πόρων. Μια θέση στο δημόσιο ή στην τοπική βιομηχανία-βιοτεχνία αποτελούσαν δυο σημαντικές λύσεις για την οικογένεια. Η εξωτερική και η εσωτερική μετανάστευση αποτέλεσαν δυο άλλους δρόμους απορρόφησης ενός σημαντικού μέρους του πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού. Οι κτηνοτροφικοί πληθυσμοί, αρχίζουν επίσης με έντονους ρυθμούς μετά τον πόλεμο, να αναζητούν τοποθεσίες μονιμότερης εγκατάστασης προς τον Αργολικό κάμπο, ώστε να δίνεται η δυνατότητα χρησιμοποίησης συνδυασμένων οικονομικών πόρων.

Μια από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις στην Αργολίδα είναι αυτή της μετακίνησης του αγροτοκτηνοτροφικού πληθυσμού από την Κοινότητα Βρουστίου προς το Κουτσοπόδι. Η σταδιακή εγκατάσταση σε περισσότερο πεδινές τοποθεσίες θα δημιουργήσει, με ενδιάμεσους οικισμούς, τη σημερινή Κοινότητα των Σταθέικων. Η μετακίνηση αυτή είναι αρκετά ενδιαφέρουσα για διάφορους λόγους. Ένας από αυτούς είναι η τακτική υποχρέωση προσφοράς εργασίας, (θεσμός εθελοντικής εργασίας) από τα μέλη της κοινότητας. Ο θεσμός αυτός δημιουργείται από την ίδια τη δομή της αγροτικής οικονομίας και ιδιαίτερα από την έλλειψη επάρκειας εργατικών χεριών.

Δημιουργείται επίσης από την ανάγκη κοινής αντιμετώπισης του προβλήματος των υποδομών (δρόμοι, ύδρευση, ιδιαίτερες συνθήκες αγροτικής παραγωγής, κτλ). Οι υποδομές αυτές στάθηκαν απαραίτητες για τη μόνιμη εγκατάσταση των μελών της κοινότητας και την ανάπτυξή της. Η εθελοντική εργασία στον αγροτικό χώρο και η μαθητεία στον αστικό εργασιακό χώρο αποτέλεσαν δυο σημαντικούς μηχανισμούς εργασιακής ενσωμάτωσης και δημιουργίας κοινωνικής και επαγγελματικής ταυτότητας. Σημειώνω πως η εθελοντική εργασία αποτελεί θεσμό που εξακολουθούσε να υφίσταται και στη διάρκεια της δεκαετίας του ’70 στον αγροτικό χώρο. Παράδειγμα αποτελεί, μεταξύ άλλων, η υποχρέωση των μελών της κοινότητας να δημιουργούν οργανωμένες ομάδες πυρόσβεσης.

Οι κάτοικοι των Σταθέικων αντιμετωπίζουν ένα σοβαρότατο πρόβλημα νερού σε όλη τη διάρκεια της μετακίνησης και εγκατάστασής τους ήδη από τη δεκαετία του ‘30. Έπρεπε να βρεθεί λύση για την ύδρευση της κοινότητας.  Οι μέχρι τότε τεχνικές αποθήκευσης του βρόχινου νερού δε μπορούσαν να ανταποκριθούν στις αυξανόμενες ανάγκες. Στα 1960 αρχίζει το έργο μεταφοράς του νερού από την πηγή «Κλίμα» στην Κοινότητα Σταθέικων. Πρόεδρος της Κοινότητας ένας άνθρωπος της προόδου : ο Παναγιώτης Μπέλλος ή Πανομπέλλος. Η επιχείρηση θα διαρκέσει αρκετούς μήνες και η εθελοντική εργασία των μελών της κοινότητας θα προσλάβει επικές σχεδόν διαστάσεις λόγω της σημασίας του έργου και της ισότιμης συμμετοχής των γυναικών στην κατασκευή του. Στην περίπτωση του δικτύου ύδρευσης των Σταθέικων, η ισότιμη συμμετοχή των γυναικών δημιουργεί ένα άλλο πλαίσιο ανάγνωσης της γυναικείας εργασίας, όχι ως συμπληρωματικής της ανδρικής ή της οικογενειακής, αλλά ως μηχανισμό κοινωνικού προσδιορισμού της θέσης της μέσα στην αγροτική κοινωνία.

Είναι ίσως ένα από τα καλύτερα παραδείγματα που έχουμε, για τη μορφή και τη λειτουργία της εθελοντικής εργασίας στην Αργολίδα. Για αιώνες αυτός ο τύπος εργασίας, θα αποτελεί ένα σημαντικό μηχανισμό εμπέδωσης της κοινοτικής αλληλεγγύης αλλά και της επίλυσης του προβλήματος έλλειψης εργατικών χεριών.

 

 

Κατασκευή του αστικού χώρου και εργοστασιακή εργασία


  

Αντίθετη φαίνεται να είναι η δομή της γυναικείας εργασίας στον υπό διαμόρφωση βιοτεχνικό και βιομηχανικό ιστό της Αργολίδας ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα. Θα δούμε στη συνέχεια ορισμένα στοιχεία για το θέμα αυτό αφού προηγουμένως σκιαγραφήσουμε τον βιοτεχνικό και βιομηχανικό ιστό της Αργολίδας.

Οι παραγωγικές διαδικασίες είναι άμεσα συνδεδεμένες με τους χώρους στους οποίους αναπτύσσονται. Η αγροτική παραγωγή, για παράδειγμα, καθορίζει και τον τύπο της βιομηχανίας που θα αναπτυχθεί στην ευρύτερη περιοχή, ιδιαίτερα του Ναυπλίου, όπως είναι η κονσερβοποιία.  Ταυτόχρονα, όπως και σε ολόκληρη τη χώρα, η εσωτερική μετανάστευση αλλάζει τη δημογραφική εικόνα της Αργολίδας προς όφελος των διαμορφούμενων αστικών χώρων.

 

Εργάτριες σε συσκευαστήριο, 1966.

 

Η διάσταση αυτή είναι σημαντική για την κατανόηση φαινομένων όπως η εσωτερική μετανάστευση και η διαμόρφωση του εργατικού δυναμικού κατά περιοχή. Θα αναφέρω για παράδειγμα το γεγονός ότι μια σειρά από επιχειρήσεις που εγκαθίστανται στην περιφέρεια των πόλεων βρίσκονται σταδιακά στο κέντρο σχεδόν του αστικού ιστού. Είναι κλασική η περίπτωση της οδού Πειραιώς που συνδέει τον Πειραιά με την Αθήνα. Στα αστικά κέντρα της Αργολίδας παρουσιάζεται[3], τηρουμένων βεβαίως των αναλογιών, το ίδιο φαινόμενο όπως στις περιπτώσεις των βιομηχανιών ψύχους Λέκκα και Καράμπελα ή ακόμα της Βιομηχανίας Αεριούχων ποτών «Παλίρροια», η οποία τελικά δεν θα μπορέσει να λειτουργήσει ξανά στη δεκαετία του ’90 λόγω των αντιδράσεων των περιοίκων[4]. 

Σχετικά με τον τύπο των δραστηριοτήτων, μερικά στοιχεία είναι ενδεικτικά του επιχειρηματικού προσώπου που διαμορφώνει το κάθε αστικό κέντρο. Στον εμποροβιομηχανικό οδηγό του 1950 αναφέρεται ότι ο συνολικός πληθυσμός της Αργολιδοκορινθίας είναι 250.000 κάτοικοι και ότι «εκ των βιομηχανιών σπουδαιοτέρα είναι η της ηλεκτροπαραγωγής εις τα μεγαλείτερα κέντρα, τα εργοστάσια κονσερβών, κηπουρικών και λαχανικών προϊόντων του Ναυπλίου και της Αργολίδος, (…), υφαντουργεία εις το Άργος, ως καί τινα ελαιουργεία και μακαρονοποιεία».

Διαγράφεται έτσι, το επαγγελματικό προφίλ των περιοχών με τις εξειδικεύσεις τους και θα αναφερθούμε εδώ αποκλειστικά στο βιοτεχνικό – βιομηχανικό τομέα. Σε σχέση με το τέλος του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα[5], σημαντικές αλλαγές έχουν γίνει στο επίπεδο της βιοτεχνικής και βιομηχανικής παραγωγής στη μεταπολεμική περίοδο.

  • Στο Ναύπλιο και την ευρύτερη περιοχή του καταγράφονται οκτώ επιχειρήσεις στην κατηγορία «Βιομηχανίαι Κονσερβών» : «ΑΒΕΚ» (Μπολάτι), «Δήμητρα» (Κούτσι), «Κύκνος» (Δαλαμανάρα), «Μηναίος Κ.» (Ναύπλιο), «Μηναίος Κ. Υιοί» (Ασίνη), «Ξυλινάς Ιωάννης» (Κοφίνι), «Πελαργός» (Ναύπλιο), «Φίλης Ανας.-Κ.» (Ασίνη).
  • Τρεις  επιχειρήσεις στην κατηγορία «Ποτοποιεία – Αεριούχα» : Αφοι Καρώνη, Κουικόγλου Τρύφων, Πλατής Δημ.
  • Μία υφαντουργική επιχείρηση (Αφοι Γκούμα) και δυο  Σαπωνοποιίες (Τόμπρας Μενελ., Καλογερόπουλος Δ.).

Το Ναύπλιο θα αρχίσει σταδιακά, μετά από μια σοβαρή τάση αποβιομηχάνισης ιδιαίτερα λόγω της μεταφοράς του «Κύκνου», να διαμορφώνει μια νέα πολιτική και προσανατολίζεται περισσότερο προς τις υπηρεσίες και τον τουρισμό.

Το Άργος διαθέτει ένα περισσότερο βιομηχανικό προφίλ. Οι επαγγελματικές καταγραφές όμως είναι σημαντικές σε σχέση με εκείνες του Ναυπλίου γιατί επιτρέπουν να δημιουργηθεί ένας συσχετισμός μεταξύ νέων και παραδοσιακών επαγγελμάτων τα οποία επιβιώνουν ακόμα και στη δεκαετία του ’70 και παράλληλα μας παρουσιάζουν τη γεωγραφία των συναλλαγών της πόλης με τον αγροτικό χώρο.

Για παράδειγμα, στη δεκαετία του ‘50 καταγράφονται τέσσερα  συνεργεία αυτοκινήτων, έξι  καρροποιεία  και τρία σαγματοποιεία. Παράλληλα, φαίνεται μια βιομηχανική υποδομή περισσότερο διευρυμένη από άλλες περιοχές και πολυδιάστατη σε ότι αφορά το παραγόμενο προϊόν. Περιληπτικά οι επιχειρήσεις είναι οι παρακάτω :

  • Αρκετά μηχανουργεία που δραστηριοποιούνται ιδιαίτερα στον τομέα των κατασκευών (π.χ. μηχανές εσωτερικής καύσης) μεταξύ των οποίων του Λουκά Τζηβελή (Κορίνθου), Ανδρ. Τσεκέ (Δαναού), κ.α.
  • Δυο  εργοστάσια ζυμαρικών (Μπιτσαξής – Τσεκρέκος, Μπουλαμάκης Γ).
  • Δυο  Βυρσοδεψεία (Βόγλης Γ., Χειλαδάκης Κ.)
  • Δυο  Ποτοποιίες (Μαυράκης Β., Οικονόμου Χρ.)
  • Ένα εργοστάσιο αεριούχων ποτών (Αφοι Σκαρπίδη)
  • Δυο Εκκοκκιστήρια βάμβακος (Σαραντόπουλος Ηλ.- Μπόμπος Κ., Τσαγκούρης – Κολύβας)
  • Δυο Βιομηχανίες πάγου (Καράμπελας, Λέκκας)
  • Οκτώ υφαντουργικές βιομηχανίες : «Αργολίς» Γκότσης – Παπαδάκης – Μποβόπουλος, Λαλουκιώτης – Σούπας, Αφοι Μαρίνου, Αθ. Μπόνης, Νάσκος – Ρουσόπουλος – Σκλήρης, Αφοι Παζιώτα, Ρόκας – Τζωρτζόπουλος – Κεληδήνος, Υψηλάντης – Λούκας.

Η υφαντουργία θα αποτελέσει μέχρι και τη δεκαετία του ‘90 την αιχμή του δόρατος της αργειακής βιομηχανίας. Η ύπαρξη μιας σημαντικής εργασιακής εμπειρίας στην υφαντουργία (ασχολίες στα πλαίσια της οικιακής οικονομίας), έδωσε τη δυνατότητα μιας άμεσης πρόσβασης σε εξειδικευμένη εργατική δύναμη που της επέτρεψε να αναπτυχθεί ήδη από το τέλος του 19ου αιώνα.

Δεν μπόρεσε όμως να αναπτύξει παραγωγικές στρατηγικές που θα της επέτρεπαν να διατηρήσει τη θέση της σε ένα νέο καταμερισμό της εργασίας. Υπήρξε θύμα του ανταγωνισμού και της παγκοσμιοποίησης των οικονομικών συναλλαγών με αποτέλεσμα, τα εργοστάσια να κλείνουν το ένα μετά το άλλο ή, τα ελάχιστα που έμειναν και μετατράπηκαν σε βιοτεχνίες, να διατηρούν κάποια δραστηριότητα μόνο με το «φασόν». Παρά το πρόβλημα αυτό, παραμένει μια βιοτεχνική και βιομηχανική περιοχή ενώ παρατηρούνται  νέες εξειδικεύσεις (οινοποιία, μηχανολογικές κατασκευές, κλπ) με σοβαρές προοπτικές εξέλιξης.

 

Μεταλλεία

 

Σε μια άλλη περιοχή της Αργολίδας, την ευρύτερη περιοχή της Ερμιονίδας και του Κρανιδίου,  θα διατηρηθούν για μεγάλο χρονικό διάστημα οι ταρσανάδες και η ναυπηγοεπισκευαστική τους δραστηριότητα καθώς επίσης οι μύλοι και τα ελαιοτριβεία. Φαίνεται επίσης να υπάρχει μια εμβρυώδης βιοτεχνία σαπωνοποιίας χωρίς όμως ιδιαίτερα χαρακτηριστικά εξέλιξης. Υπογραμμίζω πάντως πως οι δραστηριότητες του ναυπηγοεπισκευαστικού τομέα (π.χ. στα Ναυπηγεία Κοιλάδας οι Μπασιμακόπουλος, Λέκκας, κ.α) ήταν σημαντικές για την περιοχή και διατηρούνται μέχρι και σήμερα.

Σημαντική επίσης φαίνεται πως ήταν και μια προσπάθεια στον τομέα της εξόρυξης και των μεταλλείων στην περιοχή της Ερμιονίδας ήδη από το 1905. Το 1926 αποκτά την ιδιοκτησία των μεταλλείων ο Πρ. Μποδοσάκης. Μετά τον πόλεμο του ’40 τα μεταλλεία εκσυγχρονίζονται αλλά τελικά οι στοές τους θα κλείσουν το 1978[6]. Τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται στην περιοχή μια μεγαλύτερη εξειδίκευση και ένας εντονότερος προσανατολισμός προς τον τουρισμό.

 

 

 Παράλληλα στοιχεία – Α. Γυναικεία εργασία


  

«Η πολλάς εκατοντάδας οικογενειών εκτρέφουσα αγαθή υφαντουργία ανυψώθη εις επίζηλον σημείον. Εξ αυτής τρέφεται κόσμος πολύς χορηγούσης εργασίαν εις απόρους και φιλέργους γυναίκας, οιαί είσιν αι επαρχιώτιδες και δη  αι Αργείαι. Υφαντουργεία και βαφεία ατμοκίνητα και άλλα δια των προχείρων μέσων λειτουργούντα  δίδουσι ζωήν εις τον πεινώντα κόσμον και στολίζουσι το Άργος. Πρόοδος, πρόοδος αληθής, πρόοδος πραγματική»[7].

Εργάτριες σε συσκευαστήριο, 1966.

Ακολουθώντας τη ροή της εσωτερικής μετανάστευσης ο γυναικείος πληθυσμός των πόλεων (Ναύπλιο, Άργος), αποτελεί τη μεγάλη δεξαμενή εργατικής δύναμης στις μονάδες παραγωγής της κονσερβοποιίας της ευρύτερης περιοχής του Ναυπλίου και στα υφαντουργικά κυρίως εργοστάσια του Άργους.

Από την άποψη του μεγέθους, η γυναικεία εργατική δύναμη είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτήν των ανδρών στους συγκεκριμένους κλάδους παραγωγής και ακολουθεί στην Αργολίδα την ίδια πορεία διαμόρφωσης που ακολουθεί και στην υπόλοιπη χώρα. Η γυναικεία εργασία αποτελεί ένα σημαντικό οικονομικό μέγεθος για την παραγωγική διαδικασία. Ήταν κατά πολύ φθηνότερη από την ανδρική και λειτουργούσε υποβοηθητικά για τον οικογενειακό προϋπολογισμό ή τη βοήθεια που προσέφερε σε όσους έμεναν στο χωριό. Τη θεωρούσαν πιο πειθαρχημένη και κινητική μιας και η γυναίκα «μετακινούνταν συχνά από το ένα επάγγελμα στο άλλο, γεγονός που οφειλόταν στις στρατηγικές επιβίωσης των εργατικών οικογενειών»[8], καθώς επίσης και λιγότερο επιρρεπής στο «να δημιουργεί προβλήματα στην εργοδοσία (απεργίες, κ.τ.ό)»[9]. Στο Άργος πάντως αναφέρεται ήδη στα 1933 μια μεγάλη απεργιακή κινητοποίηση εργατριών[10].

 

Β. Μαθητεία


 

 Ταυτόχρονα με την εθελοντική εργασία στον αγροτικό χώρο, ο θεσμός της μαθητείας θα αποτελέσει ένα σημαντικότατο μηχανισμό κοινωνικής και εργασιακής ενσωμάτωσης. Πρόκειται για έναν ιστορικό θεσμό στα πλαίσια της εργασίας με την ευρύτερη έννοιά της αλλά και με την εξειδικευμένη (κλάδοι παραγωγής, οικονομικές δραστηριότητες, κτλ). Ήδη στις μεσαιωνικές συντεχνίες η μαθητεία αποτελεί στάδιο της εσωτερικής ιεράρχησης και απαραίτητο βήμα για την ενσωμάτωση του ατόμου στην κοινότητα. Στη σύγχρονη εποχή η λογική της μαθητείας παραμένει η ίδια παρά τις δυσκολίες που, ανάλογα με τις εποχές, αντιμετωπίζει ο θεσμός σχετικά με τη «διαθεσιμότητα» των επαγγελματιών, τις αποδοχές, κτλ.

Ραφείο Παναγιώτη Αθανασάκου, Άργος δεκαετία 1960.

Η προφορική ιστορία των εργασιακών σχέσεων μας παρέχει αρκετές πληροφορίες για τον τρόπο οργάνωσης του θεσμού της μαθητείας. Ένας από τους καλύτερους παντελονάδες της Αργολίδας, όπως θεωρείται από συναδέλφους του κλάδου του, ο κ. Παναγιώτης Αθανασάκος, μου εξηγούσε πως η τετραετής μαθητεία του στο εμποροραφείο του Κων. Θεοδωρόπουλου (θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα της μεταπολεμικής περιόδου), ακολουθούσε συγκεκριμένα στάδια εκμάθησης και η καλύτερη μέθοδος για «να προοδέψει κανείς» ήταν να κοιτάζει από μόνος του κινήσεις και τεχνικές των καλφάδων, ώστε να μαθαίνει την τέχνη. Ο μισθός ήταν ανύπαρκτος, όπως ανύπαρκτο ήταν και το ωράριο εργασίας.

Βεβαίως, ο θεσμός θα επενδυθεί και ιδεολογικά ανάλογα με τις αξίες που επικρατούν σε κάποια περίοδο. Σε κύριο άρθρο με τίτλο : «Εργοδόται και μαθητευόμενοι», η Ασπίς του Άργους (27 Μαΐου 1962), αναδεικνύει με τον καλύτερο ίσως τρόπο την επικρατούσα ιδεολογία για το θεσμό της μαθητείας, «…οι εργαζόμενοι ανήλικοι» σημειώνει ο συντάκτης του άρθρου, «ενώ εκλιπαρούν την πρόσληψιν δια την εκμάθησιν μιας τέχνης, κατόπιν με τας διαφόρους υπέρ αυτών προστασίας, μεταβάλλονται εις αναιδείς και ουχί με διάθεσιν εργασίας, διότι ενώ αυτοί προστατεύονται αφ’ ενός και αφ’ ετέρου δύνανται οποτεδήποτε να εγκαταλείψουν την εργασίαν των, δεν προστατεύεται ο εργοδότης ο οποίος ούτε να τους εκδιώξη δύναται ούτε καν να τους επιπλήξη ή να τους υποδείξη καλλιτέραν απόδοσιν και επίδοσιν». Όμως παρά τις δυσκολίες, ο θεσμός εξακολουθεί να λειτουργεί γεγονός που αποδεικνύει τη σημασία του.

 

 

Γ. Μέσα και έξω


 

Μια σημαντική διάκριση του χώρου που οργανώνει την εργασία και δια μέσου αυτής τις κοινωνικές σχέσεις, αφορά στις δραστηριότητες που γίνονται «μέσα» σε εργασιακούς χώρους και σε εκείνες που επιτελούνται «έξω» από αυτούς. Η διάκριση επιδρά στη διαμόρφωση κωδίκων συμπεριφοράς τόσο σε επαγγελματικό όσο και κοινωνικό επίπεδο. Γι’ αυτό και η μελέτη της εργοστασιακής εργασίας με όρους πολιτισμικούς, ιδιαίτερα για τις περιόδους έντονης μετανάστευσης, μας αποκαλύπτει την ψυχολογική ένταση που προκαλούσε το νέο είδος εργασίας, η βιομηχανική πειθαρχία και ο «μέσα» χώρος, στους νέους εργαζόμενους. «Η εργοστασιακή εργασία ερχόταν συχνά σε αντίθεση με τα πολιτισμικά πρότυπα συμπεριφοράς αυτών των ανθρώπων, οι οποίοι είχαν συνηθίσει από την αγροτική ζωή τους να ελέγχουν το χρόνο της ημέρας τους, να έχουν την ανεξαρτησία τους…»[11].

Κατάστημα Τροφίμων και Τυροκομικών προϊόντων, Αφοί Ν. Πετρόπουλοι, Άργος 1956.

Παρ’ ότι χαρακτηρίζει περισσότερο τις μεσογειακές κοινωνίες και άρα, η διάσταση των κλιματολογικών συνθηκών διαδραματίζει το δικό της ρόλο, στην πάροδο του χρόνου διαμορφώνεται μια συγκεκριμένη επαγγελματική νοοτροπία που θέτει στο επίκεντρό της τη δημόσια θέα ως αναπόσπαστο κομμάτι της επαγγελματικής δραστηριότητας. Ακόμα και στις περιπτώσεις επαγγελματικών δραστηριοτήτων που δεν επιτελούνται σε αίθριο χώρο (παρά την ύπαρξη επαγγελματικής στέγης), ο «μέσα» χώρος γίνεται απόλυτα ορατός : η τζαμαρία ενός κουρείου θέτει ταυτόχρονα το όριο μεταξύ του «μέσα» επαγγελματικού χώρου και της «έξω» πραγματικότητας επιτρέποντας στη δεύτερη την απόλυτα ορατή ανάγνωση του πρώτου. Το πόσο σημαντική ήταν η κοινωνική αυτή διάσταση της εργασίας μέχρι και τη δεκαετία του ‘70, αποδεικνύεται και από την αντίστροφη σημερινή πρακτική της «κάλυψης των ορατών σημείων» ενός επαγγελματικού χώρου. Η πρακτική αυτή είναι περισσότερο αστική και ιδιωτική και χαρακτηρίζει τις κοινωνίες καπιταλιστικής ανάπτυξης ιδιαίτερα κατά την περίοδο της ανόδου των αστικών στρωμάτων. 

Η κοινωνική σύνθεση και οι μεταβολές της ακολουθώντας μακροχρόνιες διαδικασίες διαμόρφωσης, επιδρούν μεταξύ άλλων στις επαγγελματικές πρακτικές αλλά και στις χωροθετήσεις. Σημαδεύουν δηλαδή το χώρο με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά όπως για παράδειγμα η αρχιτεκτονική και η δόμηση του χώρου.

Στους ιστούς των μεγάλων πολεοδομικών συγκροτημάτων η χωροθέτηση, πραγματική και συμβολική, γίνεται ακόμα και με το διαχωρισμό μεταξύ εργατικών, μικροαστικών και μεγαλοαστικών συνοικιών. Στα μικρότερα πολεοδομικά συγκροτήματα, στις επαρχιακές δηλαδή πόλεις, η διαφοροποίηση αυτή είναι λιγότερο έντονη αλλά καθρεπτίζεται επίσης στο είδος και τη μορφή της κατοικίας καθώς επίσης και στους τρόπους με τους οποίους οργανώνονται τα μέρη του πολεοδομικού ιστού.

 

 

Δ. Ιστορία της εργασίας και Τοπική Αυτοδιοίκηση


 

Η έρευνα για τον κόσμο της εργασίας διαθέτει επίσης μια σημαντική διάσταση ως προς την ίδια την ιστορία των επαγγελμάτων. Όπως ήδη σημείωσα, μπορεί η λογική της επαγγελματικής κινητικότητας να ακολουθεί τα μεταναστευτικά ρεύματα και τις τεχνολογικές εξέλιξης, δεν αλλάζει όμως ριζικά το περιεχόμενό της. Αυτό σημαίνει πρακτικά πως ακόμα και σήμερα μπορεί κανείς να παρατηρήσει επαγγέλματα που ήδη υπάρχουν ή που ξαφνικά αναβιώνουν και χαρακτηρίζουν προ-καπιταλιστικές ή προ-βιομηχανικές περιόδους.

Ταυτόχρονα, διαμορφώνεται ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσονται οι κοινωνικές και οι εργασιακές σχέσεις, οι πολιτισμικές αντιστάσεις ή διαφοροποιήσεις, το επίπεδο του τεχνικού πολιτισμού και ο βαθμός αφομοίωσής του, οι τρόποι με τους οποίους νοούνται οι χώροι και σημαδεύονται με εργασιακούς και κοινωνικούς συμβολισμούς. Σε κάθε περίπτωση, ο κόσμος της εργασίας είναι εκείνος που καθορίζει το ανθρωπογενές περιβάλλον και το μεταλλάσσει με τις δραστηριότητές του. Με τον τρόπο αυτό διαμορφώνεται μια συγκεκριμένη ταυτότητα η οποία χαρακτηρίζει ένα πλήθος ενεργειών και δράσεων.

Μιλήσαμε για τη σημασία του θεσμού της μαθητείας, αλλά ένα άλλο σημαντικό στοιχείο που πρέπει να διερευνηθεί είναι η εκπαίδευση σε σχολές που οργανώνουν οι επαγγελματίες ή οι βιομήχανοι. Στα 1962, για παράδειγμα, διαβάζουμε σε μια ανακοίνωση της επιχείρησης «Αφοι Λεπτοκαρύδη Ο.Ε» :

«Προς τους γονείς και κηδεμόνας της περιφερείας μας γνωρίζομεν ότι : Διαπιστωθείσης της τεραστίας επιτυχίας του τμήματός μας Κοπτικής και Ραπτικής και αποδειχθέντος του σημαντικού έργου του επιτευχθέντος υπό της Σχολής μας από πάσης πλευράς, αποφασίσαμεν την πρόσληψιν και νέων μαθητριών, βέβαιοι όντες ότι προσφέρομεν εις τα συμφέροντά σας και το μέλλον των παιδιών σας ό,τι ουδείς άλλος ηδυνήθη μέχρι σήμερον.

Εξασφαλίζομεν εκμάθησιν αρίστην εις διάστημα διετίας αναλαμβάνοντες την πλήρη θεωρητικήν και πρακτικήν κατάρτισιν των μαθητριών. Παρέχομεν στέγην και τροφήν δωρεάν, υπέχοντες την ευθύνην δια την εν γένει καλήν διαβίωσίν των και την αγωγήν των» (1962).

Τα στοιχεία αυτά αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της τοπικής ιστορίας και ένα σημαντικό μέρος της έρευνας για την εθνική ιστορία του κόσμου της εργασίας. Η καταγραφή τους δεν αποτελεί ένα απλό ενθύμιο μέσα στο χρόνο, αλλά μια δύσκολη πορεία αυτογνωσίας απαραίτητης για τη διαφύλαξη των κοινωνικών δεσμών και την εξέλιξη της ίδιας της κοινωνίας. Στις σύγχρονες κοινωνίες έχουν γίνει τεράστια βήματα προς την κατεύθυνση της μελέτης και της διαφύλαξης των ιστορικών εμπειριών των τοπικών κοινωνιών. Ας ελπίσουμε πως και στη χώρα μας οι τοπικές κοινωνίες και οι υπεύθυνοι τοπικοί άρχοντες θα θεωρήσουν επίσης ως πρωταρχικό βήμα για την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξή τους, τη γνώση, το σεβασμό και το διάλογο με το παρελθόν τους.

 

Γεώργιος Κόνδης

Δρ. Κοινωνιολογίας  

 

Υποσημειώσεις


[1] Χρήστου Καραγιάννη, Αργολικόν Ημερολόγιον του έτους 1900, Άργος, 1900.

[2] Ασπίς του Άργους, 11 Οκτωβρίου 1936.

[3] Το πρόβλημα υφίσταται ακόμη και σήμερα δημιουργώντας εντονότατα προβλήματα στον οικιστικό αστικό ιστό, αλλά και με σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Το Επιμελητήριο Αργολίδας έχει ήδη ασχοληθεί με το θέμα και μια πρώτη παρουσίαση έγινε στα πλαίσια της διοργάνωσης της έκθεσης «Αργολίδα 2005». Όμως, στο θέμα της δημιουργίας βιομηχανικών πάρκων η Αργολίδα γνωρίζει απελπιστικά μεγάλη καθυστέρηση.

[4] Σχετική παρουσίαση του θέματος γίνεται σε άλλες σελίδες του χριστουγεννιάτικου ένθετου της «Αργολίδας».

[5] Μια σχετική σύγκριση μπορεί να γίνει στο επίπεδο των επαγγελμάτων σύμφωνα με τις υπάρχουσες καταγραφές. Για παράδειγμα, με τον κατάλογο των επαγγελματιών του Άργους που αναδημοσιεύει το περιοδικό «Ελλέβορος» στο αφιέρωμά του για το Άργος, τ. 11, 1994. Βρίσκουμε κάποια συνέχεια σε ορισμένα επαγγέλματα (Γ. Βόγλης, Βυρσοδέψης, 1905 και 1950), αλλά παράλληλα και πολλές αλλαγές σχετικά με τις επαγγελματικές δραστηριότητες.

[6] Ο Στ. Δαμαλίτης έγραψε ένα σημαντικό κείμενο για την ιστορία των μεταλλείων με πολλές πληροφορίες (Εφ. «Αργολίδα», Νοέμβριος, 2001), καθώς και ένα οδοιπορικό στα μεταλλεία μαζί με το δημοσιογράφο Γ. Αντωνίου (Εφ. «Αργολίδα», 6-7 Ιουλίου 2002). Οι φωτογραφίες που διέσωσαν στη μνήμη μας το χώρο των μεταλλείων ανήκουν στο φωτογράφο της Ερμιονίδας, όπως τον αποκαλούν, Στέφανο Αλεξανδρίδη. Είναι τιμή για ένα τόπο να διαθέτει τέτοιους ανθρώπους, που μόνο με την αγάπη τους διέσωσαν και διασώζουν ακόμα τις ιστορικές μας μνήμες. 

[7] Δαναός, 4 Φεβρουαρίου 1896.

[8] Για μια σύντομη αλλά εξαιρετική ανάλυση της γυναικείας εργασίας κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, στο : Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα. 1900-1922. Οι απαρχές, εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα, σ. 96-101.

[9] Ό.π., σ.97.

[10] Ανάλυση της σχετικής ειδησεογραφίας γίνεται από το Βασίλη Δωροβίνη σε άρθρο του με τίτλο «Συμβολή στην Ιστορία του συνδικαλιστικού κινήματος στην Αργολίδα. Η απεργία του 1933 στο Άργος», εφ. «Θάρρος», 10-17 Ιουλίου 1984.

[11] Ιστορία της Ελλάδας…, ό.π., σ.101.

Read Full Post »

Λαλουκιώτης Ιωάννης (1879-1951)


 

Ιωάννης Λαλουκιώτης (1879-1951)

Ιωάννης Λαλουκιώτης (1879-1951)

Βιομήχανος και ευεργέτης του Άργους. Γεννήθηκε στο Άργος το 1879 από γονείς αγρότες, τον Νικόλαο και την Ελισάβετ. [1] Ο βιογραφούμενος αποδήμησε στις ΗΠΑ για λίγα χρόνια και επιστρέφοντας ίδρυσε εργοστάσιο υφαντουργίας. Στην αρχή έδινε δουλειά σε γυναίκες, οι οποίες ύφαιναν στα σπίτια τους σε αργαλειούς, που τους κατασκεύαζαν οι τεχνίτες συνήθως εδώ στο Άργος. Στη συνέχεια, σε κτήριο της οδού Ζαΐμη 25, εγκατέστησε σιδερένιους ιστούς, οι οποίοι κινούνταν με ντιζελομηχανή. Αυτό έγινε πριν από τον πόλεμο. Πάντως, τη μεγάλη ανάπτυξη της υφαντουργίας δεν τη γνώρισε λόγω του θανάτου του. Το 1960 περίπου οι σιδερένιοι ιστοί θεωρούνται πια ξεπερασμένοι και ασύμφοροι. Οι παραπάνω αργαλειοί αντικαθίστανται από αυτόματους ηλεκτροκίνητους. [2]

Μετά το θάνατό του ανέλαβε εξ ολοκλήρου την επιχείρηση ο γαμπρός του Γεώργιος Ρασσιάς (1909 – 1995), ο οποίος κατέφθασε στο Άργος από την Κεφαλονιά, εργάστηκε ως έμπορος – πλασιέ στο εργοστάσιο Λαλουκιώτη, και εκτιμώντας ο τελευταίος τις ικανότητές του, τον έκανε γαμπρό, δίνοντάς του τη θετή κόρη του Έλλη. Ο ίδιος, παντρεμένος με την Αρτεμισία, δεν είχε αποκτήσει παιδιά και είχε υιοθετήσει την υπηρέτριά του Έλλη Τσεκούρα.

Το 1947 έδωσε υπόσχεση στον τότε Επίσκοπο Αργολίδας Χρυσόστομο Α΄ Ταβλαδωράκη ότι θα έκτιζε ίδρυμα για τη στέγαση των ορφανών της πόλης. Πράγματι, την επόμενη χρονιά το ορφανοτροφείο ήταν έτοιμο· τα εγκαίνια έγιναν τον Μάιο 1948. Στην εφημερίδα «Σύνταγμα», φ. 2098/8-5-1948, διαβάζουμε:

…Υπό την παρακολούθησιν των συγκινητικών βλεμμάτων πάντων των παρευρισκομένων παρέδωκεν (ο Ι. Λαλουκιώτης) τας κλείδας του ιδρύματος εις τον Μητροπολίτην Αργολίδος κ. Χρυσόστομον, ειπών ότι έχει την πεποίθησιν ότι υπό την άγρυπνον παρακολούθησίν του και το πατριωτικόν ενδιαφέρον του, το ίδρυμα τούτο θέλει καταστεί φωλεά χαράς, στοργής και περιθάλψεως εις τα τρυφερά εκείνα της φυλής βλαστάρια, τα οποία τόσον τα κτυπήματα της Μοίρας, όσον και η αστοργία ασυνειδήτων γονέων αφήνουν μακράν πάσης φροντίδος…

Το ορφανοτροφείο λειτούργησε μέχρι το 1953. Έκτοτε το οίκημα χρησιμοποιήθηκε από τη Μητρόπολη για διάφορες χριστιανικές εκδηλώσεις και για θερινές διακοπές των παιδιών (κατασκηνώσεις) μέχρι το 1981. Από τότε και μέχρι σήμερα λειτουργεί ως γηροκομείο, αφού προστέθηκε και νέα πτέρυγα, η οποία κτίστηκε κυρίως από εθελοντικές προσφορές σε χρήματα και οικοδομικά υλικά.

Ο Ιωάννης Λαλουκιώτης πέθανε στις 16 Μαρτίου 1951 σε ηλικία 72 ετών από καρκίνο.[3]

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Από τη Ληξιαρχική Πράξη Θανάτου (Λ.Π.Θ.). Θα έπρεπε οι γονείς του τουλάχιστον να κατάγονται από τον Λάλουκα (πρβλ. Λεβιδιώτης από το Λεβίδι Αρκαδίας, Αλωνιστιώτης από την Αλωνίσταινα, Τριπολιτσιώτης από την Τρίπολη). Πάντως οι Λαλουκιώτηδες κατάγονταν από τα Βίτολα της Σερβίας ή Μοναστήρι (Σκόπια). Βλ. Οδ. Κουμαδωράκη, Στα χνάρια του χθες, εκδ. Εκ Προοιμίου, σ. 203. Η όμορφη πόλη των Βιτόλων ή Μπιτόλων, με τα πολλά και όμορφα παραδοσιακά κτίσματα, απέχει λίγα μόνο χιλιόμετρα από τη Φλώρινα. Και σήμερα πολλοί Βορειοελλαδίτες την επισκέπτονται για ψώνια επειδή είναι φτηνά!

[2] Βλ. Οδ. Κουμαδωράκη, Στα χνάρια του χθες, εκδ. Εκ Προοιμίου σ. 175. Στο βιβλίο αυτό υπάρχει εκτενές αφιέρωμα για την κλωστοϋφαντουργία Άργους και για το εργοστάσιο Λαλουκιώτη – Ρασσιά (σσ. 168-191).

[3] Προφανώς, αυτό εννοεί η «Ασπίς» (22-4-1951), γράφοντας: Ατυχώς όμως η επάρατος νόσος του έκοψε το νήμα της ζωής. Πάντως, στη Λ.Π.Θ. πιστοποιεί ο ιατρός Φ. Πετρόπουλος ότι ο θάνατός του επήλθεν εκ Γριππώδους Βρογχοπνευμονίας.

 

Πηγή


Read Full Post »

« Newer Posts