Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Δημήτρης Δημητρόπουλος’

Το βουνό, οι κλέφτες – Δυο κρίκοι της εθνικής αφήγησης | Δημήτρης Δημητρόπουλος


 

Τα βουνά και οι κλέφτες. Δύο πραγματικότητες και δύο έννοιες, οι οποίες έζησαν σε στενή συνάφεια, πριν, κατά και μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους. Τα όρη αποτέλεσαν τόπο δράσης και καταφύγιο ληστών· παράλληλα, βουνά και κλέφτες, σαν δύο άρρηκτα συνδεδεμένοι κρίκοι, χρησιμοποιήθηκαν στην ιστοριογραφία και τον δημόσιο λόγο ως έννοιες ιδεολογικά χρήσιμες, αξιοποιήσιμες για τη συγκρότηση του εθνικού αφηγήματος, με σημείο τομής την επανάσταση του 1821.

Κατ’ αρχάς λοιπόν το βουνό. Το βουνό ως τόπος προστασίας, ως καταφύγιο των καταπιεσμένων και των υποδούλων, αποτελεί μια σταθερά που εκκινεί από την προεπαναστατική περίοδο, εδραιώνεται όμως και κυριαρχεί στην ιστοριογραφία και τη λογοτεχνία του 19ου και του 20ού αιώνα και γίνεται βασικό συστατικό του εξηγητικού σχήματος για τις τύχες του ελληνικού έθνους. Το σχήμα αυτό, κοινός τόπος από τα συγγράμματα διδασκαλίας ώς τις δημόσιες και ιδιωτικές συζητήσεις, θέλει τους χριστιανικούς /ελληνικούς πληθυσμούς αμέσως μετά την οθωμανική κατάκτηση – ήδη από τον 15ο αιώνα – να εγκαταλείπουν μαζικά τις πεδινές και εύφορες περιοχές και να καταφεύγουν στα ορεινά, προκειμένου να αποφύγουν την καταπίεση και τις φορολογικές ή άλλες απαιτήσεις των Τούρκων κατακτητών. [1] Η υποτιθέμενη φυγή προς το βουνό εμφανίζεται δηλαδή ως πράξη αντίστασης και ανάγκης.

Το ίδιο μοτίβο επαναλαμβάνεται, και ως προς τους κλέφτες των προεπαναστατικών χρόνων αυτοί στην παραδοσιακή ιστοριογραφία, αλλά και γενικότερα στον δημόσιο λόγο, [2] εμφανίζονται ως πρόσωπα, τα οποία μην αντέχοντας τη σκλαβιά βγαίνουν στο βουνό. Εδώ όμως ο μαζικός χαρακτήρας των μετακινήσεων των φοβισμένων πληθυσμιακών ομάδων του κάμπου έχει απαλειφθεί και προβάλλουν εξατομικευμένα χαρακτηριστικά των επώνυμων κλεφτών: περηφάνια, παλικαριά, πολεμική δεινότητα. Το βουνό πια από καταφύγιο των αδικημένων, μεταλλάσσεται σε προπύργιο ελευθερίας, με προμάχους τους κλέφτες. Με μια επιπλέον σημαντική παράμετρο: οι κλέφτες δεν είναι οι αδύναμοι, φοβισμένοι αγρότες, αλλά οι επίφοβοι ένοπλοι, οι προάγγελοι και πλαστουργοί της Επανάστασης. Οι ιδιαίτερες πολεμικές τους ικανότητες μάλιστα, η άριστη γνώση της μορφολογίας των ορεινών όγκων, αλλά και η ανικανότητα της οθωμανικής διοίκησης, υποστηρίζεται ότι ωθούσαν την τελευταία να τους προσλαμβάνει ενίοτε ως αρματολούς, αναθέτοντάς τους αστυνομικά καθήκοντα ελέγχου των ορεινών περασμάτων. [3] Έτσι, μέσα από μια σειρά σημασιολογικές ανατροπές, οι κλέφτες όχι μόνο αποκαθαίρονται από την κλεψιά, αλλά και μεταμορφώνονται ταυτόχρονα σε επαναστάτες και σε αστυνόμους.[4]

Μια μικρή παρέμβαση για ένα σχόλιο: Η ασάφεια αυτή ανάμεσα στον ρόλο του κλέφτη και του αστυνόμου, του προστάτη του νόμου και του παραβάτη, έχει, νομίζω, εμποτίσει τη συλλογική μνήμη, τις αντιλήψεις και τις νοοτροπίες. Το 1973, ο καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Απόστολος Δασκαλάκης, με ανάθεση από το Αρχηγείο Χωροφυλακής, εκδίδει μια δίτομη ιστορία του Σώματος. Στην εισαγωγή, στο κεφάλαιο «Αρματολοί και Κλέφτες – Πρώτη ελληνική χωροφυλακή», αναπαράγονται όλα τα στερεότυπα για τους κλεφταρματολούς με σκοπό να υποστηριχθεί η θέση ότι: «ως καθαυτό πρώτη εθνική δύναμις Χωροφυλακής, ασκήσασα ανυπολόγιστον επίδρασιν εις τα εθνικά πεπρωμένα του νεώτερου ελληνισμού, δύνανται να χαρακτηριστούν τα σώματα Κλεφτών και Αρματολών».[5] Ο συγγραφέας, γεμάτος λυρισμό, επιχειρεί να σχηματίσει μια γενεαλογία της Χωροφυλακής, να κατασκευάσει ένα συνεχές των δυνάμεων ασφαλείας: από τους περίφημους κλέφτες γεννήθηκαν οι δοξασμένοι αρματολοί, άμεσος απόγονος των οποίων είναι η περιώνυμος ελληνική χωροφυλακή.[6] Το γεγονός ότι η ελληνική αστυνομία σεμνύνεται ότι κατάγεται από ληστές, είναι, νομίζω, μια απτή ένδειξη της ρευστότητας των συνόρων, των ορίων ανάμεσα στο θεσμοθετημένα «καλό» και «κακό», η οποία έχει αφήσει το στίγμα της και στα γεγονότα των τελευταίων χρόνων.

 

Έλληνας αρματολός – Carl Haag (1820-1915). Yδατογραφία, 1861. Μουσείο Μπενάκη.

 

Προχωρώ σε δύο διευκρινίσεις:

 

α) Γενικότερα σε σχέση με την πρόσληψη του βουνού. Αυτή αλλάζει εικόνα από εποχή σε εποχή· παραλλάσσει μάλιστα τόσο η πρόσληψη του βουνού όσο και η διήγηση της πρόσληψης αυτής.[7] Η ρομαντική λογοτεχνία και τέχνη ύμνησαν και αναπαράστησαν το βουνό ως σύμβολο ελευθερίας. Τα όρη γίνονται, τόπος επικίνδυνος και απρόσιτος για την ακμάζουσα ληστρική λογοτεχνία του 19ου και του αρχόμενου 20ού αιώνα. [8] Παράλληλα η λαογραφία, η πεζογραφία και η ποίηση του τέλους του 19ου αιώνα και των πρώτων χρόνων του 20ού προβάλλουν ένα άλλο, ειδυλλιακό βουνό. [9]  Τα Ψηλά Βουνά του Ζαχαρία Παπαντωνίου – το γνωστό αναγνωστικό της Τρίτης Δημοτικού, που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1917, ξεσήκωσε τη μήνι των αντιπάλων του δημοτικισμού και της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, [10] αποδείχθηκε όμως ανθεκτικό στον χρόνο, αφού μέχρι σήμερα επανεκδίδεται ως δημοφιλές ανάγνωσμα – σηματοδοτούν, νομίζω, ένα σημείο αναφοράς για την αλλαγή αυτή θέασης του βουνού που έχει συμβεί· συνιστούν έναν ύμνο στην ομορφιά της φύσης, στην αγνή ζωή και στους αγαθούς κατοίκους του.

Ακολούθως, οι ιστορικές συγκυρίες μεταστρέφουν πάλι την εικόνα του βουνού. Οι αντάρτες της Αντίστασης, στα χρόνια της Κατοχής, που μαζικά «βγαίνουν στο βουνό», το μετατρέπουν σε προπύργιο ελευθερίας, τόπο δόξας και αγώνων μια διάσταση που κυριαρχεί στην πληθώρα μαρτυριών αγωνιστών της Αντίστασης, οι οποίες στην πλειονότητά τους εκδόθηκαν στην περίοδο της Μεταπολίτευσης.[11] Ιδιαίτερα για την Αριστερά, η εύκολη αναγωγή των ανταρτών στους προεπαναστατικούς κλέφτες, που θεωρήθηκε ότι αποκαθιστούσε ένα νήμα λαϊκού ηρωισμού, έγινε με βασικό όργανο τον κοινό τόπο δράσης τους, το βουνό.

Αντιπροσωπευτικό δείγμα αυτής της αντίληψης είναι το λογοτέχνημα του Τάσου Βουρνά Αρματολοί και κλέφτες. Ο συγγραφέας το χαρακτηρίζει μάλιστα ως ξεχωριστό είδος που εισάγει «ιστορικές γνώσεις με λογοτεχνική γραφή». Δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην Αυγή και ακολούθως σε χωριστό τόμο στην υπερωρία το 1962, από τις Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις. Γράφει λοιπόν στην πρώτη σελίδα του αφηγήματος που είναι αφιερωμένο στον κλέφτη Ζαχαριά: «Μια ανυπόταχτη βουνίσια ράτσα έχει στήσει εδώ πάνου [στο Μαίναλο] τη μονιά της. Άγρια και απροσκύνητη λυπάται μα και περιφρονεί τους καμπίσιους, που σκάφτουν ολημερίς τη γη των κοτζαμπάσηδων και των αγάδων, […] μάχεται τον τύραννο τον Τούρκο και τον κοτζάμπαση με το ντουφέκι στο χέρι και καρτερεί την κλεφτουριά να δέσει τους ξωμάχους της γης, Μοριά και Ρούμελη, σ’ ένα ανίκητο στρατό, που θα κινήσει απ’ τα βουνά και θα καθαρίσει τον κάμπο από το βραχνά του Τούρκου και την ψώρα του κοτζάμπαση, φέρνοντας στο έθνος τη λευτεριά του και στο φτωχό ζευγίτη και τον τσοπάνη μια στάλα ξεκούραση και ανασεμιά, μαζί με μια μπουκιά γλυκό ψωμί».[12]

 

Το άγαλμα του Καπετάν Ζαχαρία – Βαριτσιώτη (1759-1803 ή 1804). Σπάρτη – Νότια είσοδος -Κεντρικός δρόμος από Γύθειο. Φωτογραφία: Παναγιώτης Κατσαμπής.

 

Ο νέος ισχυρός αυτός συμβολισμός του βουνού συνυπήρξε, νομίζω, έως πολύ πρόσφατα με την άλλη εικόνα του που δημιουργήθηκε και πάλι στη δεκαετία του 1940, από τον Εμφύλιο πόλεμο: εδώ το βουνό ήταν το πεδίο ανάπτυξης των «κομμουνιστοσυμμοριτών», χώρος ανεξέλεγκτος, μια πληγή στο σώμα του έθνους. Η υποχρεωτική μετακίνηση των κατοίκων των  και η πρόσκαιρη εγκατάλειψη πλήθους ορεινών οικισμών εδραίωσαν αυτήν την παραδοχή.

Στα πολύ πρόσφατα πάλι μεταπολεμικά χρόνια, οι βαθιές αλλαγές στην οικονομία και οι επιπτώσεις τους στα δημογραφικά δεδομένα ορίζουν μια νέα διαδρομή που έχει με επιτυχία, νομίζω, σκιαγραφηθεί ως μετάβαση από το «τραγικό» στο «μαγικό» βουνό· ως μετάβαση δηλαδή από τους εγκαταλελειμμένους, ερημωμένους και καθυστερημένους ορεινούς οικισμούς των δεκαετιών του 1950, 1960, 1970, στα σύγχρονα ορεινά χωριά τουριστικά θέρετρα, που αξιοδότησε με νέο τρόπο η επιθυμία των κατοίκων των αστικών κέντρων για επιστροφή στη φύση και η «ανακάλυψη» των χειμερινών σπορ.[13]

β) Σχετικά με τη σχέση κλεφτών και βουνού. Η λογοτεχνία που από τις πρώτες μετεπαναστατικές δεκαετίες αφηγήθηκε τα κατορθώματα των κλεφτών χρησιμοποιεί τα όρη περισσότερο ως ένα ντεκόρ που εξάπτει τη φαντασία· κατά κανόνα όμως χωρίς να μπαίνει στην ουσία των όρων και των συνθηκών διαβίωσης σε αυτά. Στον Κατσαντώνη του Κωνσταντίνου Ράμφου, π.χ., που εκδόθηκε το 1862 και γνώρισε απανωτές επανεκδόσεις, ελάχιστα παρουσιάζεται η ζωή στο βουνό, με εξαίρεση την περιγραφή μιας εντυπωσιακής σπηλιάς στα Τζουμέρκα, που υποτίθεται αποτελούσε το άντρο του ομώνυμου κλέφτη.[14] Το ίδιο ισχύει εν πολλοίς και για το ληστρικό μυθιστόρημα, όπου και αυτό πρόβαλλε την απόφαση των ληστών να αποκοπούν από την κοινωνία ή την αποτυχία της κοινωνίας να τους ενσωματώσει.[15]

 

Κατσαντώνης. Λεπτομέρεια από το άγαλμα στα Άργαφα.

 

Από την άλλη πλευρά, η νεότερη ιστοριογραφική θεώρηση, που εντάσσει τους κλέφτες και τους αρματολούς στο γενικό σχήμα των «πρωτόγονων της εξέγερσης»,[16] εστιάζει κυρίως στην άρνηση των κλεφτών να ενταχθούν στην κατεστημένη κοινωνική τάξη και να υποταχθούν στην εξουσία και δεν δίνει ιδιαίτερο βάρος στη σχέση τους με τον ορεινό χώρο.[17]

 

Η μαρτυρία

 

Ας επανέλθουμε όμως στις μαρτυρίες της προεπαναστατικής εποχής. Η ρομαντική θεώρηση των κλεφτών που ζουν παράνομοι στα όρη ως αγνοί υπέρμαχοι της ελευθερίας απαντά ήδη στην Ελληνική Νομαρχία, το 1806. Εκεί, ο ανώνυμος συγγραφέας της υποστηρίζει ότι οι κλέφτες «φεύγουσι εις τα δάση διά να διαφεντεύσουν την ελευθερίαν τους». [18] Τη θέση αυτή επαναλαμβάνουν πολλοί συγγραφείς απομνημονευμάτων του Αγώνα που είχαν ιδία γνώση της κλέφτικης δράσης· ξεχωρίζουν όσοι ανήκαν στην παράταξη των στρατιωτικών και ιδιαίτερα στον κύκλο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Από τους πιο πρώιμους, ο Φιλικός Ιωάννης Φιλήμων γράφει ότι «οι κλέπται επολέμουν την τυραννίαν εις τα όρη». [19] Το ίδιο και ο Αμβρόσιος Φραντζής, που συνδέει μάλιστα την εμφάνιση των κλεφτών με την οθωμανική κατάκτηση της Πελοποννήσου το 1715· τότε λοιπόν κάποιοι από τους κατοίκους – που τους χαρακτηρίζει αποστάτες – «δεν παρεδέχθησαν να υποκύψωσιν τον αυχένα εις τον οθωμανικό ζυγόν, αλλ’ οπλοφόροι, περιεφέροντο εις τα όρη και τα δάση».[20] Σε αυτό το κλίμα και ο υπασπιστής του Κολοκοτρώνη Φωτάκος, που επισημαίνει ότι κλέφτες ονομάστηκαν από την οθωμανική εξουσία όσοι πριν την Επανάσταση πήραν τα όπλα, αμφισβήτησαν την κυριαρχία της και: «έζων και ευρίσκοντο απάνω εις τα όρη και εις τα δάση, και όσοι των ραγιάδων εκαπνίζοντο από το αίσθημα της ελευθερίας τους ηκολούθουν».[21]

 

Προσωπογραφία του Θ. Κολοκοτρώνη. Δημοσιεύεται στο βιβλίο του Γάλλου φιλέλληνα διπλωμάτη Κλοντ Ντενίς Ραφενέλ (C.D. RAFFENEL), «Ιστορικά Γεγονότα στην Ελλάδα» («L’Histoire Des Evenements De La Grece», τόμος 2ος), που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1824.

 

Ο Μακεδόνας αγωνιστής Νικόλαος Κασομούλης επίσης, που προτάσσει στα ενθυμήματά του μια γενεαλογία του κλεφταρματολισμού, γράφει ότι οι κλέφτες όχι μόνον «τον αυχένα εις τον ζυγόν των τυράννων δεν έκλιναν να πληρώσουν χαράτσι», αλλά ζώντας «εντός των ερημιών, και από τας περηφάνους και υψηλάς κορυφάς των ορεινών τόπων της Στερεάς Ελλάδος, νηστικοί, διψασμένοι, γυμνοί, ξυπόλυτοι κατατρεχόμενοι» κέρδισαν προνόμια ανεξαρτησίας και διαφύλαξαν τη θρησκεία και τα έθιμα του λαού.[22] Τα ίδια επαναλαμβάνουν και ο γραμματικός και βιογράφος του Καραϊσκάκη Δημήτριος Αινιάν,[23] ο Μακρυγιάννης που ονοματίζει τους κλέφτες «μαγιά της λευτεριάς»[24] και άλλοι αγωνιστές, άνθρωποι των όπλων, που μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους αντάλλαξαν «την πάλα με την πέννα», αναλαμβάνοντας με τη γραφίδα πια να υπερασπιστούν τα πολεμικά έργα τους.[25]

Φυσικά, με αυτήν την άποψη δεν στοιχίζονταν όλοι. Κάποιοι θα λέγαμε σχηματικά ότι μεταθέτουν το θέμα των κλεφτών από το εθνικό στο κοινωνικό. Ο Κωνσταντίνος Κούμας, π.χ., λόγιος, μέτοχος των ιδεών του Διαφωτισμού, σχηματίζει το 1832 ένα περίγραμμα της ιστορικής διαδρομής των κλεφτών και των αρματολών. Οι «περιαδόμενοι κλέπται της Ελλάδος» – γράφει με ειρωνεία – κάθε καλοκαίρι κυρίως που φούντωνε η δράση τους, καταρήμαζαν τα χωριά, διέπρατταν βαρύτατα κακουργήματα κατά χριστιανών και Τούρκων, ήταν «βάρβαροι, απάνθρωποι και ωμοί» και είχαν μοναδικό κίνητρο τον προσωπικό πλουτισμό.[26] Κυρίως όμως πολέμιοι των κλεφτών είναι πρόκριτοι, όπως ο Κανέλλος Δεληγιάννης και ο Παναγιώτης Παπατσώνης, που συνέγραψαν απομνημονεύματα για την Επανάσταση του ’21· αυτοί αφιερώνουν αρκετές, με πάθος γραμμένες σελίδες, προκειμένου να αποκαθηλώσουν τον κλέφτικο μύθο.[27]

 

Η βίωση

 

Οι έγκυρες μαρτυρίες της εποχής για το βουνό είναι περιορισμένες, αποσπασματικές και λίγο πολύ τυχαίες. Μια ανάστροφη πορεία από εκείνη της αποχώρησης από την πεδιάδα στο βουνό αφηγούνται, π.χ., ο Φωριέλ και ο Πουκβίλ. Ο τελευταίος μιλά με θαυμασμό για τους εύσωμους και ανυπότακτους κλέφτες των Αγράφων, εντούτοις υποστηρίζει ότι κατέβαιναν από τα ορεινά και λήστευαν τα τουρκικά χωριά του θεσσαλικού κάμπου, επενδύοντας μάλιστα τα τελευταία προεπαναστατικά χρόνια στο εμπόριο· εκεί, έχοντας ανάγκη αγοράς για τα προϊόντα τους, ήρθαν σε συνδιαλλαγή με την οθωμανική διοίκηση.[28]

Μια ωραία μαρτυρία παρέχει επίσης ο Γεώργιος Δημητρίου από το Αργυρόκαστρο, όταν στα 1783 περιγράφει την πατρίδα του. Εκεί λοιπόν επισημαίνει ότι οι περισσότεροι ληστές στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία είναι χριστιανοί. «Δεν έχουν σπίτια παρά λημεριάζουν μέσα στα δάση, μέσα σε σπηλιές ή κουφάλες χονδρών δένδρων, απ’ όπου κάνουν αιφνιδιασμούς στους ταξιδιώτες, χριστιανούς και Τούρκους, τους ληστεύουν, τους σκοτώνουν ή σκοτώνονται από αυτούς. Ο αριθμός τους ανέρχεται σε 50-100, καμιά φορά και σε 200 άνδρες. Κάνουν αυτή τη δουλειά από απελπισία ή από φόβο τιμωρίας που θέλουν να ξεφύγουν ή από αγάπη προς τη ζωή τους που θέλουν να τη σώσουν, ακόμα και κάτω από αυτές τις συνθήκες που βρίσκονται. Μερικοί ζουν κοντά στην Πίνδο (τώρα λέγεται Μέτσοβο), άλλοι στα βουνά της Άρτης (Ακαρνανίας), άλλοι στο Καρπενήσι και στα Άγραφα, δηλαδή στη Ρούμελη. Εκεί επάνω είναι σαν αποκλεισμένοι, και γιατί οι δρόμοι είναι δύσβατοι και τα μέρη απρόσιτα, και γιατί τους Τούρκους τους εμποδίζουν τα ίδια τα φορέματά τους ώστε να μπορέσουν να καταδιώξουν ή εντελώς να εκδιώξουν αυτόν τον συρφετό».[29]

Ο λόγος του Δημητρίου δεν συνάδει με τη συνήθη υμνητική προσέγγιση πολλών από τους μεταγενέστερους συγγραφείς, δίνει, όμως ένα λιτό περίγραμμα της κλέφτικης ζωής: ζουν σαν τα αγρίμια, εκμεταλλευόμενοι το δυσπρόσιτο του τόπου διαμονής τους και ταυτόχρονα υποφέροντας από αυτό. Το ίδιο λέει και ο Μακρυγιάννης, παρ’ όλο που το επικό και λυρικό του ύφος δημιουργεί άλλο κλίμα: «Και είχαν συντρόφους όλοι αυτήνοι τ’ άγρια θεριά και φίδια, οπού συγκατοικούσανε μαζί, και προστάτη μόνον τον Θεόν. Και τροφή είχαν το κρέας των τυράγνων Ρωμαίγων, όσοι ήταν σύμφωνοι με τους Τούρκους, και Τούρκων, και το αίμα τους κρασί».[30] Ανάλογες εικόνες κακουχιών και διαβίωσης με το όπλο παρά πόδα αναπαριστά και ο δημοτικός τραγουδιστής.[31]

Ένα παράδειγμα· το τραγούδι του καπετάν Ρομφέη:[32]

 

Σαράντα χρόνους έκαμα αρματολός και κλέφτης

το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου στρώμα

και το ντουφέκι στο πλευρό όσο να ξημερώση.

 

Ο ανώνυμος της Ελληνικής Νομαρχίας τονίζει και αυτός το λιτοδίαιτο των κλεφτών, συνδέοντάς το με τον υποτιθέμενο, και από πολλές άλλες πηγές αμφισβητούμενο, αλτρουισμό που έδειχναν απέναντι στους κατοίκους: «ζώσι» γράφει «δύο και τρεις ημέρας με νερόν και χόρτα, και ούτως δεν ενοχλούσι τους χωριάτας εις το ουδέν».[33]

Η απουσία λοιπόν οργανωμένης κατοικίας, ο πλάνης και έκθετος στα στοιχεία της φύσης βίος, χαρακτηρίζουν τη διαβίωση των κλεφτών στο βουνό. Οι μαρτυρίες συγκλίνουν, ενδεχομένως όμως και γενικεύουν. Κατά πάσα πιθανότητα δηλαδή μεταγράφουν ως καθημερινότητα των κλεφτών, συνθήκες που αφορούν το τμήμα εκείνο του έτους που οι κλέφτες ήταν εν δράσει. Οι κλέφτες όμως δεν έκλεβαν όλο τον χρόνο.

Ο λαϊκός ποθητής αποδίδει, την εποχικότητα αυτή άτεχνα αλλά ρεαλιστικά:[34]

 

Παιδιά, πήρ’ ο χινόπωρος, παιδιά, πήρ’ ο χειμώνας,

πέσαν τα φύλλ’ απ’ τα κλαριά, ξεσκιώσαν τα λημέρια.

Παιδιά μου, να σκορπίσουμε, να γίνουμε μπουλούκια.

Πιάστε τους φίλους τους πιστούς και τους πιστούς κουμπάρους,

παιδιά μ’, να ξεχειμάσουμε και τούτον το χειμώνα.

 

Η δράση τους λοιπόν ξεκινούσε από την άνοιξη και αναπτυσσόταν κυρίως κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. [35] Το υπόλοιπο έτος έβρισκαν απάγκιο σε ορεινά, απομονωμένα χωριά, αλλά και στα μοναστήρια που αποτελούσαν προνομιακά τους καταφύγια. [36] Οι Κολοκοτρωναίοι στη Μάνη, [37] ο Κατσαντώνης στο Μοναστηράκι των Αγράφων, [38] κλπ. Την ίδια εποχή άλλωστε εξορμούσαν και οι διώκτες τους.

  • «Έτους, αψ’ [1700]», διαβάζουμε σε μία ενθύμηση, «εγίνηκε χειμών φοβερός· και έπεσε χιόνι πολύ και άρχισεν το χιόνι από τους είκοσι Δικεβρίου και εχιόνισε έως όπου εβγήκε ο Μάρτιος… και εψόφησαν πολλά πράματα και τον αυτόν μήνα ετζάκοσαν και τον ταλαίπωρον τον Μεηδάνον και τον εχάλασαν. Εις το χωρίον Γαρδίκι τον έπιασαν και εις την Θεσσαλονίκη τον εχάλασαν».[39] Το Γαρδίκι που είχε καταφύγει ο κλέφτης Μεϊντάνης βρίσκεται στα Τζουμέρκα, σε υψόμετρο 1.050 μ.
  • «και τους είχα βάλει, χοσιάδα [:ενέδρα] διά τους κλέφτες απάνου εις το Βελούχι, εις ένα σέμπτι [:περιοχή] οπού ονομάζεται Λάκουρες»· αναφέρει στον Αλή πασά ο τοπικός επικεφαλής αρματολών «την νύχτα οπού εφύλαγαν έντεσε [:έτυχε] και επέρασαν κλέφτες και έπεσαν απάνω τους, εντουφεκίστηκαν με τους κλέφτες».[40] Η Λιάκουρα βρίσκεται στο Βελούχι, σε υψόμετρο 2.043 μ. και η επιχείρηση έγινε τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου του 1802.

Ανάλογες μαρτυρίες για ορεινές θέσεις όπου δρούσαν και κατέφευγαν οι κλέφτες εντοπίζονται στο αρχείο του απηνούς διώκτη τους, του Αλή πασά. Ενδεικτικά:

  • Απρίλιο τον 1802, όμηροι των κλεφτών φυλάσσονται στο χωριό Περλιάγκου (σημ. Χρυσομηλιά) στις πλαγιές του όρους Κότζιακα, υψόμετρο 910 μ.[41]
  • Μάιο τον 1805, νυκτερινή ενέδρα επιχειρείται εναντίον κλεφτών στη θέση Τζαγίρια Γραμματικού στο Βέρμιο, υψόμετρο 1.160 μ.[42]
  • Μάιο τον 1807, άνθρωποι του Αλή πασά δίνουν μάχη με τον Κατσαντώνη στη Σπινάσα (σημ. Νεράιδα Καλαμπάκας), υψόμετρο 820 μ., ενώ μπουλούκια κλεφτών συναντούν και στις θέσεις Ανδριαδίτικο και Ζυγός των Αγράφων, υψόμετρο περί τα 800 μ.[43]
  • Απρίλιο τον 1809, ο αδελφός του Κατσαντώνη Λεπενιώτης επιτίθεται με 80 παλικάρια στο χωριό Βούτυρο στις πλαγιές του Τυμφρηστού, υψόμετρο 840 μ.[44]
  • Απρίλιο τον 1808, εκφράζουν στον Αλή πασά την απελπισία τους για τις συνεχείς επιδρομές που υφίστανται από τους κλέφτες κάτοικοι του Μαραθιά στις πλαγιές της κορυφής Καμαράκι στην Ευρυτανία, υψόμετρο 800 μ.[45]

Η ζωή και η δράση των κλεφτών ήταν αλληλένδετη με την ποιμενική κτηνοτροφία·[46] βασίζεται, σε ένα πλέγμα οικονομικών σχέσεων και συγγενικών δεσμών που διευρύνεται μέσω του συνοικεσίου, της κουμπαριάς και της αδελφοποιίας.[47] Αποτυπώνεται στα τραγούδια, ακόμη και όταν είναι αμφίβολη η λαϊκή προέλευσή τους. Το ακόλουθο ηπειρώτικο τραγούδι την αναπαριστά με ενάργεια:[48]

 

Εμαραθήκαν τα δεντριά, τα κορφοβούνι’ ασπρίζουν

κ’ οι Βλάχοι παν ’ς τα χειμαδιά, πάνε να ξεχειμάσουν,

κι ο κλέφτης τότε πού να πάη; Τα κορφοβούνι’ αφήνει,

αλλάζει τα φορέματα και τρέχει σκοτισμένος,

και δε γελάει τ’ αχείλι του και σκύβει το κεφάλι.

Μετρώντας τα μερόνυχτα την ώρα καρτεράει,

ν’ ανοίξη ο γαύρος, η οξυά, να ζώση τ’ άρματά του,

να πάρη το ντουφέκι του, να τρέξη ’ς ταις ραχούλες,

ν’ ανέβη ’ς τα ψηλά βουνά, ’ς τα κλέφτικα λημέρια,

να σμίξη με τη συντροφιά, την τέχνη του ν’ αρχίση,

σφάζοντας Τούρκους όπου βρει, γυμνώνοντας διαβάταις,

και πλούσιους σκλάβους πιάνοντας την ξαγορά να παίρνη.

 

Το δίκτυο των ανθρώπων που θα βοηθούσαν τους κλέφτες και θα τους προμήθευαν τροφή και χειμερινό κατάλυμα ήταν βασικό συστατικό της κλέφτικης ζωής. Ο χαλασμός των κλεφτών του Μόριά το 1806 και οι αντίστοιχες συστηματικές διώξεις που εφάρμοσε ο Αλή πασάς στη δική του εκτεταμένη επικράτεια στηρίχτηκαν σε αυτή τη στρατηγική απομόνωσης των κλεφτών από τους υποστηριχτές τους, τις ποιμενικές κυρίως κοινωνίες. Έτσι, ο Κε- χαγιάμπεης του πασά της Πελοποννήσου τον χειμώνα του 1806 «ήρχισε κατά πρώτον από τους γιατάκηδες, οπού τους έκρυπτον και τους ετροφοδοτούσαν και επαλούκωσαν τοιούτους υπέρ τους τριάκοντα και τότε εχύθη ο τρόμος προς άπαντας».[49] Λίγους μήνες αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1807, ο Μουχτάρ πασάς ενημερώνει τον πατέρα του ότι έχει εντοπίσει γιατάκι (:λημέρι) των κλεφτών στον Πλάτανο Κραβάρων, σε υψόμετρο 860 μ., οι κάτοικοι του οποίου τους προμήθευαν «φυσέκια και ψωμί».[50]

Το άξενο, χιονισμένο βουνό δεν μπορούσε να είναι καταφύγιο, ιδιαίτερα όταν τα ορεινά χωριά, τα οποία εκόντα-άκοντα τους παρείχαν τροφή, είχαν πλέον μεταστραφεί, είχαν γίνει εχθρικά. «Χιόνι έτρωγαν, χιόνι έπιναν και τη φωτιά βαστούσαν» διηγείται ένα δημοτικό τραγούδι που μιλά για τον διωγμό του Νικοτσάρα, [51] θέτοντας τα δύο κύρια προβλήματα που είχαν να επιλύσουν οι κλέφτες: τη διατροφή και τη διαμονή.

Ο Θ. Κολοκοτρώνης, που βιωματικά διηγείται τον διωγμό των κλεφτών της Πελοποννήσου, αποτυπώνει το αίσθημα αποκλεισμού: «και τα βουνά ήταν γεμάτα χιόνια και δεν ειμπορούσαμε να πάμε» λέει σε ένα σημείο, «επήγαμεν εις τα Κοντοβούνια διά ψωμί και έπειτα επήγαμεν εις ένα βουνό να λημεριάσωμεν» λίγο μετά. [52] Αλλά και ο γραμματικός του, ο Μιχαήλ Οικονόμου, σημειώνει ότι οι Τούρκοι επέλεξαν τον χειμώνα για να ξεκινήσουν την καταδίωξη των κλεφτών «των χωρίων ερήμων σχεδόν όντων, διότι οι ορεινοί και οι ποιμένες διέτριβον τότε εις τα παραχειμάσια, αι δίοδοι και χιονοσκεπείς ούσαι, κατείχοντο από τα περιπολίας και τους διώκτας των, ως και τα κατοίκους τινας έχοντα χωρία, οι δε φίλοι των απέφευγον αυτούς αποκρυπτόμενοι, εστερούντο δε τροφών και πέδιλων (τσαρουχίων) και πολεμοφοδίων».[53]

Λύση ανάγκης για το κλέφτικο λημέρι αποτελούσαν οι σπηλιές. Ο πρόκριτος λ.χ. του Άγιου Πέτρου Κυνουρίας Αναγνώστης Κοντάκης σημειώνει στα απομνημονεύματά του ότι μετά την κατάληψη της Πελοποννήσου από τους Τούρκους ο Αντωνάκης, γνωστός κλέφτης της εποχής, «είχεν οχυρωμένα πολλά σπήλαια» προς χρήση σε περίπτωση ανάγκης. [54] Ανάγκης κατά κυριολεξία. Το καλοκαίρι, του 1929, ο δεινός μελετητής των βουνών της Ρούμελης Δημήτριος Λουκόπουλος πραγματοποιεί ένα παλαβό του όνειρο και φτάνει, με τη βοήθεια ποιμένων στη διάσημη σπηλιά του Κατσαντώνη στα Άγραφα, απέναντι, από τη Φούρκα, όπου και ο φημισμένος κλέφτης συνελήφθη, όντας βαριά άρρωστος. Εκεί ο Λουκόπουλος βρέθηκε μπροστά σε μια σχισμή στον βράχο – ριζόσπηλο την αποκαλεί – όπου δεν επαρκούσε να σταθεί όρθιος, ίσα-ίσα που χώραγε να ξαπλώσει αυτός και οι δύο συνοδοί του, με το κεφάλι προς τα μέσα και τα πόδια προς τα έξω.[55]

 

Η πρόσληψη

 

Οι κλέφτες λοιπόν βιώνουν τη διπλή αυτή φύση του βουνού: ως καταφύγιου ελευθερίας και ως παγίδας θανάτου. Από την άλλη πλευρά, η πρόσληψη του βουνού από εκείνους που παρατηρούν τη ζωή και τη δράση των κλεφτών παρουσιάζει σημαντικές διαφορές ανάλογα με το πρόσωπο που κάθε φορά μιλάει.

Ο Σπυρίδων Τρικούπης, για παράδειγμα, στο άτεχνο, ρομαντικό, ποίημά του Ο Δήμος, που πρωτοεξέδωσε στο Παρίσι τον Νοέμβριο του 1821, στον νεκρικό αποχαιρετισμό του κλέφτη ήρωά του, του αποδίδει την άποψη:

 

Και πάντα δούλων έλεγε ταις Χώραις άξιους τόπους,

Λαγγάδια, Ράχαις κι Ερημιαίς για ’λεύθερους ανθρώπους.[56]

 

Στον αντίποδα, για τον Ρήγα Βελεστινλή το βουνό είναι πλήρως απαξιωμένο.[57] Χώρος κατάλληλος για θηρία και όχι για ανθρώπους, τόπος εξορίας μάλλον, που πρέπει οι άξιοι αγωνιστές να τον εγκαταλείψουν τάχιστα, μεταφέροντας την πολεμική δράση τους στις πόλεις.

 

Ως πότε παλικάρια, να ζούμε στα στενά, μονάχοι σα λεοντάρια, στες ράχες, στα βουνά;

Σπηλιές να κατοικούμε, να βλέπωμεν κλαδιά, να φεύγωμ’ απ’ τον κόσμον, για την πικρή σκλαβιά;

 

σαλπίζει στους πρώτους κιόλας στίχους του «Θούριού» του.[58]

Στον «Ύμνο Πατριωτικό» η ανυποληψία του βουνού και της πολεμικής δράσης σε αυτό είναι ακόμη πιο έντονη:[59]

 

Αν περπατείς μες στα βουνά,

κι έχεις συντρόφους τα κλαδιά,

κανείς δε σε στιμάρει, πως να ’σαι παλικάρι.

Και παρακάτω:

Ως πότε, άνδρες ξακουστοί,

να είστε πάντα σφαλιστοί;

Σ’ ερήμους και στα δάση,

κανείς δεν σας τρομάσει.

 

Το μήνυμα είναι σαφές. Εκείνοι που έχουν βγει στο βουνό είναι γενναίοι αγωνιστές της ελευθερίας, αλλά ο αγώνας, όσο παραμένει εκεί, δεν συνιστά αληθινό κίνδυνο για τους Οθωμανούς, είναι μάταιος και ανυπόληπτος.

Αν όμως το βουνό ήταν τόπος άγριος και εχθρικός, οι κλέφτες που ζούσαν σε αυτόν δεν θα μπορούσαν να μείνουν ανεπηρέαστοι. Ο λόγιος και γραμματικός του Καραϊσκάκη για παράδειγμα, ο Γεώργιος Γαζής, είναι απόλυτος στις κρίσεις του όταν μιλάει για τις ομάδες κλεφτών που κλείστηκαν στο Μεσολόγγι:

 

«κατέφυγον πολλά θηρία ορεσικώεντα του Ομήρου, ήγουν άνθρωποι λησταί και κλέπται και κακούργοι, οίτινες έζων έως της Επαναστάσεως ως άγρια θηρία εις τα σπήλαια και δάση της Στερεάς Ελλάδος […] ποτέ δεν είχον ιδεί πόλιν, ούτε εις εκκλησίαν επήγαν, ούτε λειτουργίαν ήκουσαν, ούτε εξομολόγησιν και μετάληψιν εγίνωσκον, ούτε ανθρωπισμόν διόλου».

 

Εντούτοις, ο Γαζής τους αναγνωρίζει κάποιες ιδιαίτερες σωματικές ικανότητες, που προσιδιάζουν όμως μάλλον σε άγρια ζώα και είναι αποτέλεσμα του τρόπου ζωής και της διατροφής στο βουνό. Σημειώνει έτσι ότι ένας από τους έγκλειστους στο Μεσολόγγι κλέφτες «τόσον καθαρά έβλεπεν εις το βαθύ σκότος της νυκτός, ώστε έβλεπε τους Τούρκους έξωθεν Μεσολογγίου περιπατούντας […] και έρριπτε με το ντουφέκι και τους εφόνευε»· όταν λοιπόν τον ρώτησαν πώς τα καταφέρνει, είπε ότι «ποτά πνευματώδη (σπίρτα δηλ. ρώμην, ρακί κλπ.) και ψωμί αλατισμένον σπανίως έχει φάγει εις την ζωήν του».[60]

Ο Γαζής, όπως είδαμε στο παραπάνω απόσπασμα, ανάμεσα στα άλλα προσάπτει, στους κλέφτες ότι είχαν μηδαμινή σχέση με τη θρησκεία και τις αρχές τις χριστιανικής πίστης. Ο κλέφτης που, στο δημοτικό τραγούδι, προτρέπει τους συμπολεμιστές του

 

βάλτε φωτιά στην εκκλησιά, κάψτε τους Τούρκους μέσα,

χίλια φλωριά να τη χρωστώ, καινούργια να τη φτιάξω

 

απεικονίζει την αίσθηση και τη γνώση των συγχρόνων του ότι το όποιο θρησκευτικό συναίσθημα των κλεφτών είναι πολύ μπρούτο, ανεπεξέργαστο. [61] Η αιτιολογία απλή: οι ορεσίβιοι έχουν δικούς τους κανόνες. [62] Ο τρόπος που κατανοούσε ο αγροτικός πληθυσμός τους άλλους αυτούς κανόνες αποτυπώνεται γλαφυρά σε χειρόγραφο με θαύματα της Παναγίας της Προυσιώτισσας. Εκεί, οι κλέφτες παρουσιάζονται να δίνουν την ακόλουθη απάντηση σε αιχμάλωτό τους, όταν αυτός ζητά το έλεος τους επικαλούμενος την αγάπη του Χριστού και της Παναγίας:

 

«ημείς Χριστόν και Παναγίαν εδώ εις τα βουνά δεν ηξεύρομεν, μόνον φέρε την εξαγοράν τα οκτακόσια γρόσια, διά να γλυτώσης τη ζωήν σου, διότι ημείς έχομεν όρκον, και χωρίς γρόσια τον σκλάβον δεν απολύομεν».[63]

 

Οι άνθρωποι του βουνού συνεπώς είναι γυμνασμένοι στο σώμα, γενναίοι στην ψυχή και ικανοί στην πολεμική τέχνη, γίνονται όμως αντικείμενο περιφρόνησης από τους ανθρώπους της πόλης, αφού θεωρούνται αμόρφωτοι, αστοιχείωτοι. Η καυστική, ειρωνική κρίση που επιφυλάσσει ο Αδαμάντιος Κοραής για τον πιο διάσημο από τους κλέφτες, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, αποδίδει, νομίζω, μια συλλογική αντίληψη για το θέμα: «Ο ταλαίπωρος Κολοκοτρώνης, λόγιος και ούτος τα πολεμικά, είναι παλληκαράς βουνήσιος· και το λογικόν του δεν φτάνει μακρότερον του σπαθιού του».[64]

Αν οι κλέφτες όμως ως βουνίσιοι έφεραν το στίγμα ότι ήταν αδροί στη συμπεριφορά και ακατέργαστοι στο μυαλό, οι κάτοικοι των ορεινών περιοχών χρεώθηκαν, από μέρος τουλάχιστον των νεότερων μελετητών, έμφυτη ροπή προς τη ληστεία. Η αυξημένη παρουσία ληστών στα ορεινά θεωρήθηκε κάτι σαν τοπικό φυσικό χαρακτηριστικό, αφού, όπως έγραφε ένας μελετητής του κλεφταρματολισμού, εκεί τη ληστεία «την γεννάει ο τόπος». Στις σχηματικές, απλοϊκές προσεγγίσεις του τύπου αυτού, οι ορεινοί πληθυσμοί θεωρήθηκε ότι κατέφυγαν μαζικά στη ληστεία επειδή ήταν φύσει ανυπότακτοι, καταπιέζονταν από τους δυσβάστακτους φόρους που επέβαλλαν οι Τούρκοι και έτρεφαν ισχυρά αισθήματα εκδίκησης. Ας σημειωθεί ότι η τεκμηριωτική πενία και η εξηγητική αδυναμία των σχημάτων αυτών δεν τα εμπόδισε να κυριαρχήσουν στον δημόσιο λόγο και να εδραιωθούν στη σχολική ιστορία.[65]

Ακόμη όμως και στις θεωρήσεις αυτές το βουνό και κατ’ επέκταση και οι άνθρωποί του αντιμετωπίζονταν με κάποιο θαυμασμό, ενώ η κλεφτουριά, με τη θορυβώδη παρουσία της και τα πολεμικά της κατορθώματα, δοξάζει και ζωντανεύει το βουνό· αποτελεί το πιο όμορφο στολίδι του.

Ένα ανώνυμο ποίημα, ενδεχομένως λόγιας προέλευσης, που ακολουθεί τη φόρμα του δημοτικού τραγουδιού, με αφορμή την επίθεση του Ανδρούτσου, πατέρα του Οδυσσέα, στη Λιβαδειά το 1786,[66] συνιστά ένα ωραίο σχόλιο για τις σχέσεις βουνού-κάμπου, και εκφράζει με ανάγλυφο τρόπο πώς κατανοούνταν η σχέση των κλεφτών με τα βουνά.[67] Οι τελευταίοι ιδιαίτερα στίχοι του ποιήματος δημιουργούν μια αυθεντική ποιητική εικόνα εξαιρετικής δύναμης και ομορφιάς:

 

Κλαίνε τα μαύρα τα βουνά, παρηγοριά δεν έχουν,

δεν κλαίνε για το ψήλωμα, δεν κλαίνε για τα χιόνια,

η κλεφτουριά τ’ αρνήθηκε και ροβολάει στους κάμπους.

Η Γκιώνα λέγ’ της Λιάκουρας κι η Λιάκουρα της Γκιώνας.

«Βουνί μ’ πούσαι ψηλότερα και πιο ψηλ’ αγναντεύεις

πού νάνε, τι να γίνηκαν οι κλέφταις Ανδριτζαίοι;

Σαν πού να ψένουν τα σφαχτά, να ρίχνουν στο σημάδι;

Σαν ποια βουνά στολίζουνε με τούρκικα κεφάλια;»

«Τι να σου πω μωρέ βουνί, τι να σου πω βουνάκι,

Τη λεβεντιά τη χαίρονται οι ψωριασμένοι κάμποι.

Στους κάμπους ψένουν τα σφαχτά και ρίχνουν το σημάδι,

τους κάμπους τους στολίζουνε με τούρκικα κεφάλια.»

Κ’ η Λιάκουρα σαν τ’ άκουσε βαριά της κακοφάνη.

Τηράει ζερβά, τηράει δεξά, τηράει κατά τη Σκάλα.

«Βρε κάμπε αρρωστιάρικε, βρε κάμπε μαραζάρη,

με τη δική μου λεβεντειά να στολιστής γυρεύεις;

Για βγάλλε τα στολίδια μου, δόμου τη λεβεντειά μου,

μη λυώσ’ ούλα τα χιόνια μου και θάλασσα σε κάμω».

 

Η περηφάνια λοιπόν των ορεσίβιων για το βουνό, για τον τόπο τους, συνδυάζεται από τη μεριά τους με απέχθεια για τον κάμπο και αποτελεί μια απάντηση στην αφ’ υψηλού αντιμετώπισή τους από τους κατοίκους των πόλεων. [68] Η φράση «εγεννήθηκα εις ένα βουνό εις ένα δένδρο αποκάτω», με την οποία διαλέγει να ξεκινήσει ο Γέρος του Μοριά την περίφημη διήγησή του στον Γεώργιο Τερτσέτη, εγγράφεται βέβαια σε μια μακρά παράδοση που θέλει τους ήρωες να παλεύουν από γεννησιμιού τους με τα στοιχειά της φύσης, [69] αλλά είναι και μια διακηρυκτική δήλωση περηφάνιας για τη βιωματική του σχέση με το βουνό, που εκφράζει τους κατοίκους του ορεινού χώρου.[70] Μια σχέση που τελειώνει μόνο με τον θάνατο. Αυτήν αποδίδει και ο λαϊκός ποιητής που βάζει στο στόμα του ετοιμοθάνατου κλέφτη ως τελευταία του λόγια:

 

Έχετε γεια ψηλά βουνά και δροσερές βρυσούλες

και σεις Τζουμέρκα κι Άγραφα παλικαριών λημέρια.[71]

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Για τις σχετικές απόψεις, βλ. A. Vacalopoulos, «La retraite des populations grecques vers des régions éloignées et montagneuses pendant la domination turque», Balkan Studies, 4 (1963), 265-276 (και σε ελληνική μετάφραση Α. Βακαλόπουλος, Καίρια θέματα της ιστορίας μας, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 117-135). Κριτικό προβληματισμό επί του θέματος, βλ. στο Β. Παναγιωτόπουλος, «Η “αποχώρηση” πληθυσμών από την πεδιάδα στο βουνό στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Ένας εξηγηματικός μύθος σύνθετων δημογραφικών φαινομένων», Πρακτικά Συνεδρίου: Ο αγροτικός κόσμος στον Μεσογειακό χώρο, Αθήνα 1988, σ. 203-205.

[2] Εμβληματική μορφή εδώ είναι ο Γιάννης Βλαχογιάννης, ο οποίος με το συγγραφικό έργο του στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα όχι μόνο επιτρέπει στο ελληνικό κοινό να ανακαλύψει τον Μακρυγιάννη, τον Κασομούλη και άλλους αγωνιστές – αφηγητές της Επανάστασης που το έργο τους είχε παραμείνει άγνωστο, αλλά στρατεύεται στην εξύμνηση της κλεφτουριάς – και ξεχωριστά βέβαια των Ρουμελιωτών. Ο αδρός και παθιασμένος λόγος του κατάφερε να αποκτήσει μεγάλη διάδοση και αποδοχή. Η εκλαïκευση μάλιστα και η μπρούτα γραφή του Βλαχογιάννη συγκινεί ακόμη και τους υπεύθυνους των Πολιτικών και Λογοτεχνικών Εκδόσεων του ΚΚΕ, που εκδίδουν εκτός Ελλάδας, το 1968, με τον τίτλο Μεγάλα χρόνια, ένα τμήμα του έργου του Λόγοι και Αντίλογοι, το οποίο είχε εκδοθεί στην Αθήνα το 1925 και περιλάμβανε ιστορικά αφηγήματα για τους κλέφτες και τους Σουλιώτες.

[3] Οι μαρτυρίες της εποχής, κάποιες μάλιστα από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές, συμφωνούν στην ιδιότυπη αυτή εναλλαγή ρόλων, παρ’ όλο που δεν συμπίπτουν στη συμβολή εκάστου των εμπλεκόμενων. Ο Νικ. Κασομούλης, Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων, επιμέλεια Γ. Βλαχογιάννης, τ. 1, Αθήνα 1939, σ. 1-18, που επιχειρεί μια γενεαλογία των κλεφτών και αρματολών, υποστηρίζει ότι οι δύο όροι είναι πρακτικά ταυτόσημοι. Μια αναπαράσταση του κόσμου αυτού των εναλλασσόμενων ρόλων μέσα από ένα παράδειγμα βλ. στη μελέτη του Σπ. I. Ασδραχά, «Η μικρή ιστορία του Χρήστου Μιλιόνη, 1753», στον τόμο Βίωση και καταγραφή τον οικονομικού. Η μαρτυρία της απομνημόνευσης, εκδοτική φροντίδα Ευτυχία Λιάτα, Άννα Ματθαίου, Πόπη Πολέμη, Αθήνα 2007, σ. 75-104.

[4] Στο επίπεδο της γραφής η διάκριση από τους κοινούς ληστές δηλώνεται με τη χρήση του κεφαλαίου Κ για τους κλέφτες της προεπαναστατικής περιόδου· βλ. Στ. Δαμιανάκος, «Από τον ορεσίβιο κλέφτη στον ρεμπέτη των αστικών κέντρων: κοινωνική αμφισβήτηση και συνέχεια των λαϊκών παρανομιών στην Ελλάδα», στο Ήθος και πολιτισμός των επικίνδυνων τάξεων στην Ελλάδα, Αθήνα 2005, σ. 102.

[5] Βλ. Απ. Δασκαλάκης, Ιστορία της ελληνικής χωροφυλακής χρονικής περιόδου 1936- 1950, τ. 1, Αθήνα 1973, σ. 26-29 (το απόσπασμα στη σ. 26).

[6] Οι θέσεις του Απ. Δασκαλάκη δεν ήταν καινοφανείς. Για παράδειγμα, το 1931, και ακολούθως το 1960, εκδίδεται από έναν συντηρητικών πεποιθήσεων συγγραφέα, τον Νικόλαο Κτενιάδη, μια ιστορία της χωροφυλακής. Το έργο προλογίζει με ενθουσιασμό ο ακαδημαϊκός Διονύσιος Κόκκινος. Το εισαγωγικό του κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στους κλέφτες: «άνδρες αγέρωχοι και γενναίοι που δεν μπορούσαν να ανεχθούν τον τουρκικόν ζυγόν, εγκατέλειψαν τα χωριά των και έστησαν τις αετοφωλιές των εις τις απρόσιτες κορυφές των ελληνικών βουνών… Τους γενναίους εκείνους προμάχους της ελληνικής ελευθερίας ο λαός ωνόμασε “κλέφτες” διότι κατέβαιναν εις τα πεδινά και ελήστευαν τους Τούρκους μπέηδες και αγάδες, εκδικούμενοι διά τας διαρπαγάς των ελληνικών περιουσιών». Βλ. Νικ. Κτενιάδης, Ελληνική Χωροφυλακή. Ιστορικοί σελίδες, τ. 1, Αθήνα Τ960, σ. 13-18.

[7] Μια περιδιάβαση στην πρόσληψη του βουνού από την αρχαιότητα ώς τα πνευματικά και καλλιτεχνικά κινήματα του 20ού αιώνα βλ. στις μελέτες: Walter Kirchner, «Mind, mountain and history», Journal of the History of Ideas, 11, τχ. 4 (1950), 412-447, και Simon Schama, Landscape and Memory, επανέκδοση, Λονδίνο 1996, σ. 385-447. Για τις πολλαπλές χρήσεις του βουνού στην κλασική αρχαιότητα, βλ. R. Buxton, «Imaginary Greek mountains», The Journal of Hellenic Studies, 112 (1992), 1-15.

[8] Για την ανάπτυξη της «ληστρικής» λογοτεχνίας, βλ. Χρ. Δερμετζόπουλος, Το ληστρικό μυθιστόρημα στην Ελλάδα. Μύθοι – παραστάσεις – ιδεολογία, Αθήνα 1997, και Γ. Παπαθεοδώρου, «Ανατομία του εγκλήματος», Εισαγωγή στην επανέκδοση του μυθιστορήματος Βιογραφία τον κακούργου Ν. Πετιμεζά, Τον εν Πάτραις καρατομηθέντος την 14η Αύγουστον 1882, επιμ. Κατερίνα Δέδε – Δημήτρης Δημητρόπουλος, Πάτρα 2014, σ. VIΙ-ΧΧΙ. Έναν κατάλογο των «ληστρικών» μυθιστορημάτων βλ. στο Χρ. Δερμετζόπουλος, ό.π., σ. 265-267 και μια συλλογή διηγημάτων σε επανέκδοση βλ. στον τόμο Ιστορίες ληστών από την ελληνική λογοτεχνία, επιλογή Γ. Σολδάτος, Αθήνα 1994. Μια ένδειξη της διάδοσης των λογοτεχνημάτων αυτών ήταν οι διαδοχικές επανεκδόσεις που πραγματοποιούσαν. Η βιογραφία του Ν. Πετιμεζά, λ.χ., γνώρισε τουλάχιστον τρεις εκδόσεις, στην Αθήνα και στην Πάτρα το 1883 και στην Αθήνα το 1891.

[9] Για τη σχέση λογοτεχνών όπως ο Γ. Δροσίνης, ο Αργ. Εφταλιώτης, ο I. Πολέμης και ο Κ. Κρυστάλλης με τη λαογραφία και την ηθογραφία, βλ. πρόχειρα Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα 92000, σ. 463-492.

[10] Μια αναλυτική υπεράσπιση του βιβλίου από τον χώρο των εκπαιδευτικών, όπου μέσα από την ανασκευή των κατηγοριών καταγράφονται και στοιχεία για τις απόψεις των κατηγόρων του, βλ. στο Κ. Δ. Σωτηρίου, Τα Ψηλά Βουνά. Απάντηση στψ επιτροπή, Αθήνα 1923.

[11] Η λέξη «βουνό» σηματοδότησε την ένοπλη αντιστασιακή δράση στην περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου, γι’ αυτό και χρησιμοποιήθηκε συχνά στις μαρτυρίες που εξέδωσαν αγωνιστές. Βλ. ενδεικτικά: Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Τα Βουνά, Πολιτικές και Λογοτεχνικές εκδόσεις, χ.τ., 1963· Νικηφόρος, Αντάρτης στα βουνά της Ρούμελης, τ. Α’-Γ’, Αθήνα 1965· Γιώργος Κοτζιούλας, Θέατρο στα βουνά, Αθήνα 1980· Λουκάς Κουσούλας, Το βουνό, Αθήνα 1982· Θανάσης Κόκκας, 1108 μέρες στα βουνά της Ρούμελης, Αθήνα 1988· Σπόρος Μελετζής, Με τους αντάρτες στα βουνά, Αθήνα 2002· Παύλος Καρτέρης, Αναμνήσεις από το βουνό, Ιούνης 1947- Μάης 1949, Αθήνα 2003· Γρηγόρης Πλάτανος, Με τους αντάρτες στα βουνά της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας (1946-1949), Αθήνα 2004· Γερμανός Δημάκος, Στο βουνό με το σταυρό κοντά στον Αρη, Λάρισα 2005· Νίκος Κυτόπουλος, Ιστορίες του βουνού, Αθήνα 2007· Βασίλης Αποστολόπουλος, Επί ξυρού ακμής. Ένας «κομμένος» αντάρτης του ΔΣΕ στα βουνά της Ρούμελης, Αθήνα 2009, κ.ά.

[12] Βλ. Τάσος Βουρνάς, Αρματολοί και Κλέφτες. Χρονικό της τιμής και της παλληκαριάς, χ.τ., 1962, σ. 9. Η εύκολη αυτή αναγωγή, καθώς θεωρήθηκε προνομιακό ιδεολογικό όπλο της κομμουνιστικής αριστεράς, γίνεται προσπάθεια να εμφυσηθεί και στα παιδιά από τη σχολική ηλικία. Στο αναγνωστικό, λ.χ., της Τρίτης Δημοτικού που εκδόθηκε το 1967 από τις Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις υπάρχουν αρκετές σελίδες αφιερωμένες στους κλέφτες, με περιεχόμενο όπως το ακόλουθο: «Βγήκαν λοιπόν στα βουνά τα αποφασιστικά αυτά παλικάρια [οι κλέφτες], για να εκδικηθούν τους Τούρκους τυράννους και τους Έλληνες συνεργάτες των Τούρκων, τους κοτζαμπάσηδες» (σ. 133).

[13] Βλ. Λέων. Λουλούδης, «Από το “τραγικό” στο “μαγικό” βουνό. “Υπερτοπικές” συνέργειες επιβίωσης της ορεινής κοινωνίας», Γεωγραφίες, 5 (2003), 36-40. Μια εξαιρετική αφήγηση της ζωής στον ορεινό χώρο στη μετεμφυλιακή Ελλάδα βλ. στο Άγγ. Ελεφάντης, Η ιστορία τον παππού μου, Αθήνα 2000.

[14] Βλ. Κ. Ράμφος, Ο Κατσαντώνης. Αι τελευταία ημέραι τον Αλή πασά, επανέκδοση, Αθήνα 1994, σ. 79. Καταγραφή των εκδόσεων του έργου τον 19ο αιώνα (τουλάχιστον εννέα μέχρι το 1900) βλ. στον ηλεκτρονικό κατάλογο των Φίλιππου Ηλιού και Πόπης Πολέμη «Ελληνική βιβλιογραφία του 19ου αιώνα»: http://www.benaki.gr/bibliology/19.htm

[15] Ας σημειώσουμε κάποια χαρακτηριστικά παραδείγματα. Το διάσημο μυθιστόρημα του Edmond About Le Roi des montagnes, Παρίσι 1857 (ελλ. έκδοση: Ο βασιλεύς των ορέων, μετάφραση Ανδρ. Φραγκιάς, Αθήνα 1982), δίνει μια φανταστική φιγούρα ληστή-βασιλιά (του ήρωά του Χατζησταύρου), κυριαρχείται από στερεότυπα που κυκλοφορούσαν στην Ευρώπη για τους ληστές στην Ελλάδα, δεν έχει όμως περιγραφές των ελληνικών βουνών ή της ζωής των ληστών σε αυτά. Στο έργο του νεαρού Δημ. Παπαρρηγόπουλου Σκέψεις ενός ληστού ή Καταδίκη της κοινωνίας, Αθήνα 1861, που με μορφή επιστολής καταγγέλλεται η κοινωνία και ο σύγχρονος πολιτισμός, τα βουνά δεν υπάρχουν παρά μόνον ως αναφορά ότι ζει εκεί ελεύθερος ο ληστής που πρωταγωνιστεί («Αναπνέων τον καθαρόν αέρα των ορέων και μη κύπτων τον αυχένα εις ουδένα είμαι ίσως ο ευτυχέστερος των ανθρώπων. […] Ήδη δε πτηνόν ελεύθερον έχω κατοικίαν τα όρη και τους βράχους· δεν φοβούμαι ασθενείας, τα δε μίση των ανθρώπων δεν φθάνουσι μέχρις εμού» [σ. 6]). Ένα ακόμη παράδειγμα είναι το πρωτόλειο μυθιστόρημα του Κων. Θεοτόκη Η ζωή στο βουνό, που εκδίδεται το 1895 στα γαλλικά στο Παρίσι (ελλ. μετάφραση Γ. Ξενάριος, Αθήνα 1999). Το βουνό δεν εντάσσεται σχεδόν καθόλου στη λογική του συγγραφέα, αφού άλλωστε και ο ίδιος το αγνοεί. Δεν υπάρχουν περιγραφές του βουνού ή των συνθηκών ζωής σε αυτό, μόνο αναφορά στα όρη ως καταφύγιο των ληστών.

[16] Η ανάδειξη των «κοινωνικών ληστών» και της σχέσης τους με την εξέγερση προτάθηκε από τον Έρικ Χόμπσμπαουμ και άλλους ιστορικούς· βλ. Έ. Χόμπσμπαουμ, Οι ληστές, μετάφραση Φαίδρα Ζαμπαθά-Παγουλάτου, Αθήνα 1975 (και πρόσφατη νέα έκδοση σε μετάφραση Ν. Κούρκουλου, Αθήνα 2010). Για το θέμα, βλ. την ενδιαφέρουσα συζήτηση Dimension de la révolte primitive en Europe Central et Oriental στην περιοδική έκδοση Questions et Débats sur I’Europe Central et Oriental, 4 (1985), 85-134.

[17] Για το σχήμα ένταξης των κλεφτών στους «πρωτόγονους της εξέγερσης», βλ. Σπ. I. Ασδραχάς, «Από τη συγκρότηση του αρματολισμού (ένα ακαρνανικό παράδειγμα)», Ελληνική κοινωνία και οικονομία, ιη’-ιθ’ at., Αθήνα 1982, σ. 231-252, 374-380· του ίδιου, «Οι “πρωτόγονοι της εξέγερσης”», στον τόμο Σχόλια, Αθήνα 1993, σ. 173-186. Βλ. επίσης Ν. Κοταρίδης, Παραδοσιακή επανάσταση και Εικοσιένα, Αθήνα 1993, σ. 9-11,92-97.

[18] Ανωνύμου του Έλληνος, Ελληνική Νομαρχία ήτοι λόγος περί ελευθερίας, επιμέλεια Γ. Βαλέτας, Αθήνα 41982, σ. 210. Βλ. και όσα αναφέρει ο Αλέξης Πολίτης, Το δημοτικό τραγούδι. Κλέφτικα, Αθήνα 1981, σ. ιζ’.

[19] Βλ. I. Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρείας, Ναύπλιο 1834, σ.ι’.

[20] Αμβρ. Φραντζής, Επιτομή της ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος, τ. 1, Αθήνα 1839, σ. 3.

[21] Βλ. Φ. Χρυσανθόπουλος, Απομνημονεύματα περί της ελληνικής επαναστάσεως, εκδ. Στ. Ανδρόπουλος, τ. 1, Αθήνα 1899, σ. 27.

[22] Βλ. Νικ. Κασομούλης, Ενθυμήματα στρατιωτικά, ό.π., τ. 1, σ. 3.

[23] Βλ. Δ. Αινιάν, Απομνημονεύματα, στη σειρά «Απομνημονεύματα Αγωνιστών του ’21», έκδ. Γ. Τσουκαλά, Αθήνα χ.χ., σ. 15-18.

[24] Βλ. Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα, Αθήνα 1964, σ. 397 σημ. (α’ έκδ., Βιβλίο Γ’, κεφ. Ε’).

[25] Για τον συσχετισμό της πάλας και της πέννας, βλ. Αλκής Αγγέλου, Οι λόγιοι και ο Αγώνας, Αθήνα 1971, σ. 13-14, 119, όπου και η προέλευση της φράσης.

[26] Βλ. Κων. Κούμας, Ιστορία των ανθρωπίνων πράξεων, τ. 12, Βιέννη 1832, ανατύπωση Αθήνα 1998, σ. 541-544· πβ. Αλ. Πολίτης, Το δημοτικό τραγούδι. Κλέφτικα, ό.π., σ. 149-151.

[27] Βλ. Καν. Δεληγιάννης, Απομνημονεύματα, τ. 1, επανέκδοση, Αθήνα 2005 (α’ έκδ. Αθήνα 1854), σ. 41-46· Παν. Παπατσώνης, Απομνημονεύματα από των χρόνων της Τουρκοκρατίας μέχρι της βασιλείας του Γεωργίου Α, ανατύπωση Αθήνα 1993, σ. 35-36.

[28] Βλ. F.-C.-H.-L. Pouqueville, Voyage de la Grèce, τ. 4, Παρίσι 1826, σ. 36-37· πβ. Μ. Γκιόλιας, Ιστορία της Ευρυτανίας στους νεότερους χρόνους (1393-1821), Αθήνα 1999, σ. 221-222. Για τις απόψεις του Φωριέλ, βλ. Cl. Fauriel, Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, τ. Α’: Η έκδοση τον 1824-1825, εκδοτική επιμέλεια Αλ. Πολίτης, Ηράκλειο 1999, σ. 37-38.

[29] Βλ. Γ. Λάιος, «Περιγραφή βορείου Αλβανίας και Ηπείρου από τον Γ. Δημητρίου εξ Αργυροκάστρου, 1783», Ηπειρωτική Εστία, 5 (1956), 651· πβ. Αλ. Πολίτης, Το δημοτικό τραγούδι. Κλέφτικα, ό.π., σ. 148.

[30] Βλ. Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα, ό.π., σ. 397 σημ. (α’ έκδ., Βιβλίο Γ’, κεφ. Ε’)· πβ. Αλ. Πολίτης, Το δημοτικό τραγούδι. Κλέφτικα, ό.π., σ. ιη’. Η ρομαντική εικόνα που έχει ο Φωριέλ είναι διαφορετική· βλ. Cl. Fauriel, Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, τ. Α’, ό.π., σ. 41-49.

[31] Για τα κλέφτικα δημοτικά τραγούδια, την προέλευση, τη χρονολόγηση, τη νοηματοδότηση και τη νόθευσή τους, βλ. Αλ. Πολίτης, Το δημοτικό τραγούδι, Ηράκλειο 2010, σ. 92-104, 168-184, 269-276, όπου ανασκευάζονται και παλαιότερες απόψεις του συγγραφέα. Βλ. επίσης Σπ. I. Ασδραχάς, Ιστορικά απεικάσματα, Αθήνα 1995, σ. 201-216.

[32] Βλ. Αλ. Πολίτης, Το δημοτικό τραγούδι. Κλέφτικα, ό.π., σ. 101.

[33] Βλ. Ανωνύμου του Έλληνος, Ελληνική Νομαρχία, ό.π., σ. 210-211.

[34] Βλ. Νικ. Πολίτης, Εκλογαί από τα τραγούδια τον ελληνικού λαού, Αθήνα 1914, σ. 42.

[35] Βλ. Κων. Κούμας Ιστορία των ανθρωπίνων πράξεων, τ. 12, ό.π., σ. 541 (πβ. Αλ. Πολίτης, Το δημοτικό τραγούδι. Κλέφτικα, ό.π., σ. 149)· Καν. Δεληγιάννης, Απομνημονεύματα:, τ. 1, ό.π., σ. 34.

[36] Βλ. λόγου χάρη τα μοναστήρια που διηγείται ότι χρησιμοποιούσε ως κλέφτης ο Θ. Κολοκοτρώνης· Θ. Κ. Κολοκοτρώνης, Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836, επιμέλεια Τ. Γριτσόπουλου, φωτομηχ. ανατύπωση, Αθήνα 1981 (α’ εκδ. Αθήνα 1846), σ. 16-17, 19, 22, 24 κλπ. Ο Cl. Fauriel, Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, τ. Α’, ό.π., σ. 40, σημειώνει εντούτοις ότι υπήρχε άσβεστο μίσος μεταξύ καλόγηρων και κλεφτών, γι’ αυτό και οι πρώτοι, όταν μπορούσαν, τους παρέδιδαν στις οθωμανικές αρχές.

[37] Βλ. Κολοκοτρώνης, Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής, ό.π., σ. 10-12, Καν. Δεληγιάννης, Απομνημονεύματα, τ. 1, ό.π., σ. 34.

[38] Βλ. Δ. Λουκόπουλος, Στα βουνά τον Κατσαντώνη, χ.τ., χχ. [αρχές δεκαετίας 1930], σ. 175.

[39] Βλ. Σπ. Λάμπρος, «Ενθυμήσεων ήτοι χρονικών σημειωμάτων Συλλογή πρώτη», Νέος Ελληνομνήμων, 7 (1910), 205-206: σύμφωνα με την έκδοση του Απ. Βακαλόπουλου, «Ο αρματολός Μεϊντάνης (τέλη Που αι.)», Ελληνικά, 13 (1954), 163.

[40] Βλ. Βασίλης Παναγιωτόπουλος, με τη συνεργασία των Δημ. Δημητρόπουλου και Παν. Μιχαηλάρη, Αρχείο Αλή πασά Συλλογής I. Χώτζη Γενναδείον Βιβλιοθήκης της Αμερικανικής Σχολής Αθηνών, τ. 1, Αθήνα 2007, σ. 311-312, έγγρ. 170, 19/9/1802, και σ. 312-314, έγγρ. 171,3/9/1802.

[41] Αρχείο Αλή πασά, τ. 1, σ. 289-290, έγγρ. 155, 4/4/1802.

[42] Αρχείο Αλή πασά, τ. 1, σ. 429-430, έγγρ. 230, 10/5/1804.

[43] Αρχείο Αλή πασά, τ. 1, σ. 570-571, έγγρ. 309, 11/5/1807.

[44] Αρχείο Αλή πασά, τ. 2, Αθήνα 2007, σ. 35-40, έγγρ. 454 και 455, 9/4/1809.

[45] Αρχείο Αλή πασά, τ. 1, σ. 727-728, έγγρ. 381, 10/4/1808.

[46] Βλ. σχετικά Αλ. Πολίτης, «Ληστεία, κοινωνικά πλεονάσματα, κτηνοτροφία. Υποθέσεις για το πλέγμα που τις συνδέει, 18ος-19ος αι.», Νέα Εστία, τχ. 1857 (Μάρτιος 2013), 97-115. Για τη διαπλοκή ληστείας και κτηνοτροφίας μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, βλ. Γιάννης Κολιόπουλος, Ληστές. Η Κεντρική Ελλάδα στα μέσα τον 19ον αιώνα, ανατύπωση, Αθήνα 1989, σ. 245-255· Μ. Γκιόλιας, Παραδοσιακό δίκαιο και οικονομία τον τσελιγκάτον, Αθήνα 2004, σ. 465-516· Στ. Δαμιανάκος, «Ακαδημαϊκή λαογραφία και αγροτική κοινωνία. Μια χαρακτηριστική περίπτωση: Η μυθοποιία του κλέφτικου», στο Παράδοση ανταρσίας και λαϊκός πολιτισμός, Αθήνα 1987, σ. 55. Ήδη στα χρόνια της Αντιβασιλείας, στις πρώτες εκθέσεις για την αντιμετώπιση του προβλήματος της ληστείας, επισημαίνεται ότι οι νομάδες κτηνοτρόφοι ήταν φυσικοί σύμμαχοι των ληστών και ορκισμένοι εχθροί της Κυβέρνησης και του αγροτικού πληθυσμού· βλ. Γ. Κολιόπουλος, Ληστές, ό.π., σ. 11. Μαρτυρίες των ίδιων των ληστών για τις σχέσεις τους με τους κτηνοτρόφους και την εξασφάλιση τροφοδοσίας από αυτούς περιλαμβάνονται στα πρακτικά ανάκρισης που δημοσιεύει ο Γ. Κολιόπουλος, ό.π., σ. 290-324.

[47] Ένα δείγμα των πρακτικών αυτών δίνει ο Κασομούλης, Ενθνμήματα στρατιωτικά, τ. 1, ό.π., σ. 414-415· βλ. και Μ. Γκιόλιας, Ιστορία της Ενρντανίας, ό.π., σ. 235-240.

[48] Βλ. Π. Αραβαντινός, Συλλογή δημωδών ασμάτων της Ηπειρον, Αθήνα 1880, σ. 109, πβ. Γκιόλιας, Ιστορία της Ευρντανίας, ό.π., σ. 222.

[49] Βλ. Παν. Παπατσώνης, Απομνημονεύματα, ό.π., σ. 35-36.

[50] Βλ. Αρχείο Αλή πασά, τ. 1, σ. 562-564, έγγρ. 304, 25/2/1807.

[51] Βλ. Αλ. Πολίτης, Το δημοτικό τραγούδι. Κλέφτικα, ό.π., σ. 58 και 59.

[52] Βλ. Κολοκοτρώνης, Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής, ό.π., σ. 19-20.

[53] Βλ. Μιχ. Οικονόμου, Ιστορικά της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, Αθήνα 1873, σ. 50.

[54] Βλ. Αναγνώστης Κοντάκης, Απομνημονεύματα, στη σειρά «Απομνημονεύματα Αγωνιστών του ’21», έκδ. Γ. Τσουκαλά, Αθήνα χ.χ., σ. 15.

[55] Βλ. Δ. Λουκόπουλος, Στα βουνά τον Κατσαντώνη, Αθήνα, Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, χ.χ. [αρχές δεκαετίας 1930], σ. 198-199.

[56] Βλ. Σπ. Τρικούπης, Ο Δήμος. Ποίημα κλέφτικον, Παρίσι 1821, σ. 9.

[57] Ανάλογα αρνητική διάθεση απέναντι στην ορεινή φύση διαφαίνεται στην αλληλογραφία και προγενέστερων που έζησαν λόγω του μοναχικού σχήματος αναγκαστικά μακριά από τις πόλεις. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Ευγένιου Γιαννούλη στα τέλη του του 17 αιώνα· βλ. Σπ. Ασδραχάς, Ιστορικά απεικάσματα, ό.π., σ. 121-124.

[58] Βλ. Ρήγα Βελεστινλή Άπαντα σωζόμενα, επιμ. Πασχ. Κιτρομηλίδης, τ. 5, Αθήνα 2000, σ. 73.

[59] Βλ. Ρήγα Βελεστινλή Απαντα σωζόμενα, τ. 5, ό.π., σ. 150-151.

[60] Βλ. Γ. Γαζής, Λεξικόν της Επαναστάσεως και άλλα έργα, επιμ. Λέανδρ. Βρανούσης, Ιωάννινα 1971, σ. 95· πβ. Αλ. Πολίτης, Το δημοτικό τραγούδι. Κλέφτικα, ό.π., σ. ιζ’. Βλ. επίσης όσα γράφει για την εκγύμναση και τις ικανότητες των κλεφτών ο Fauriel, Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, τ. Α’, ό.π., σ. 41-44.

[61] Βλ. Αλ. Πολίτης, Το δημοτικό τραγούδι, ό.π., σ. 270.

[62] Ο Πελοποννήσιος πολιτικός Σ. Σωτηρόπουλος, που είχε απαχθεί από ληστές, στη διήγηση της αιχμαλωσίας του, αναπαράγει μια συζήτηση, την οποία υποστηρίζει ότι είχε με τον αρχηγό των ληστών. Ο τελευταίος φέρεται να του λέει ότι υπάρχουν «νόμοι» των ληστών που οι ίδιοι τους τηρούν απαρέγκλιτα και είναι άλλοι από εκείνους της κοινωνίας. Ο ίδιος σε υποσημείωση αναφέρει ότι οι νόμοι αυτοί και τα έθιμα ανήκαν κυρίως «εις τους επί Τουρκοκρατίας κλέφτας, οίτινες δεν ήσαν λησταί αλλ’ αντάρται κατά της δυναστείας και των καταπιέσεων των Οθωμανών ως τοιούτοι δεν επέτρεπον εις εαυτούς να γυμνώνοσιν ή να κακοποιώσιν»· βλ. Σ. Σωτηρόπουλος, Τριάκοντα εξ ημερών αιχμαλωσία και σνμβίωσις μετά των ληστών, Αθήνα 21867, σ. 51.

[63] Βλ. Γρ. Νταβαρίνος, Ανδρ. Τσιαπέρας, Ιστορία της εν Ευρυτανία Ιεράς Μονής Προυσού και της εν αυτή θαυματουργού εικόνος Παναγίας της Προυσιωτίσσης, Αθήνα 1957, σ. 51-52· πβ. Αλ. Πολίτης, Το δημοτικό τραγούδι. Κλέφτικα, ό.π., σ. ιγ’.

[64] Απόσπασμα από επιστολή του Αδ. Κοραή προς τον Αλ. Κοντόσταυλο τον Δεκέμβριο του 1831, Αδ. Κοραής, Αλληλογραφία, επιμέλεια Κ. Θ. Δημαράς, τ. 6, Αθήνα 1984, σ. 246-247.

[65] Από το πλήθος των σχετικών αναφορών σημειώνουμε μία χαρακτηριστική που συμπυκνώνει τα στερεότυπα της παραδοσιακής ιστοριογραφίας· βλ. I. Κ. Βασδραβέλλης, Οι Μακεδόνες εις τους υπέρ της ανεξαρτησίας αγώνας 1796-1832, Θεσσαλονίκη 21950, σ. 2-3. Βλ. επίσης Π. Σ. Σπανδωνίδης, Οι κλεφταρματολοίκαι τα τραγούδια τους, Αθήνα [1963], σ. 13-14, 38, όπου ανάμεσα στα συνήθη περί κλεφτών και κάποιες σκέψεις, χωρίς τεκμηρίωση, για τη σχέση των τελευταίων με τη φύση.

[66] Για τον Ανδρούτσο, βλ. πρόχειρα Σπ. I. Ασδραχάς, «Σημείωμα για τον Ανδρούτσο», Νέον Αθήναιον, 1 (1955), 222-239· Δημ. Σταμέλος, Το λιοντάρι της κλεφτουριάς. Ανδρούτσος ο πατέρας τον Οδυσσέα, Αθήνα21984.

[67] Το ποίημα δημοσίευσε ως δημοτικό ο Κ. Σάθας στο περιοδικό Χρυσαλλίς, 4, τχ. 81 (15 Μαïιου 1866), 215. Το αναδημοσιεύει ο Δημ. Σταμέλος, Το λιοντάρι της κλεφτουριάς, ό.π., σ. 37-38. Ευχαριστίες οφείλω στον Αλέξη Πολίτη για τις επισημάνσεις του σχετικά με τη λόγια προέλευση του ποιήματος.

[68] Βλ. επίσης ανάλογα παραδείγματα στο Κοταρίδης, Παραδοσιακή επανάσταση και Εικοσιένα, ό.π., σ. 36-37.

[69] Βλ. Ν. Θεοτοκάς, Μακρυγιάννης, στη σειρά «Οι ιδρυτές της Νεότερης Ελλάδας», Αθήνα 2010, σ. 11-14· Δημ. Δημητρόπουλος, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, στην ίδια σειρά, Αθήνα 2009, σ. 8-10· Διον. Τζάκης, Γεώργιος Καραϊσκάκης, στην ίδια σειρά, Αθήνα 2009, σ. 11-16.

[70] Βλ. Κολοκοτρώνης, Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής, ό.π., σ. 5.

[71] Μ. Γκιόλιας, Ιστορία της Ευρυτανίας, ό.π., σ. 221.

 

Δημήτρης Δημητρόπουλος

 Διευθυντής Ερευνών – Τομέας Νεοελληνικών Ερευνών – Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών/ΕΙΕ

Συνέδριο Νεοελληνικών Σπουδών, «Λόγος και χρόνος στη νεοελληνική λογοτεχνία
(18ος – 19ος αι.)». Ρέθυμνο 12-14 Απριλίου 2013. Πρακτικά συνεδρίου προς τιμήν του Αλέξη Πολίτη. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2015.

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη. 

 

Σχετικά θέματα:

Read Full Post »

Ο «Γέρος του Μοριά»: Κτίζοντας μια πατρική φιγούρα του Έθνους – Δημήτρης Δημητρόπουλος


 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Διαβάστε στο «Ελεύθερο Βήμα»  την ανακοίνωση του κου Δημήτρη Δημητρόπουλου, στην επιστημονική συνάντηση: «Η ματιά των άλλων» – Προσλήψεις προσώπων που σφράγισαν τρεις αιώνες (18ος – 20ος), με θέμα:

«Ο Γέρος του Μοριά»: Κτίζοντας μια πατρική φιγούρα του Έθνους»

 

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Τοιχογραφίες του Μεγάρου της Βουλής, αίθουσα των Τροπαίων, ανατολικός τοίχος.

Στο τέλος του 2008 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης γνώρισε αναπάντεχα μεγάλες δόξες, καθώς συμμετείχε – χωρίς να ερωτηθεί – σε διαγωνισμό που διεξήγαγε ο τηλεοπτικός σταθμός ΣΚΑΪ με θέμα την αναζήτηση του «μεγαλύτερου» Έλληνα από καταβολής «ελληνισμού». [1] Εκεί με το ατράνταχτο επιχείρημα ότι «έγινε κλέφτης για χάρη μας», αρίστευσε, εν αγνοία του, λαμβάνοντας 84.007 ψήφους, κατετάγη όμως τρίτος στον ευγενή αγώνα, καθώς τον ξεπέρασαν ο στρατηλάτης Μέγας Αλέξανδρος (121.011 ψήφοι) και ο γιατρός Γεώργιος Παπανικολάου (103.661 ψήφοι). Και μόνο η αναφορά των τριών πρωτευσάντων καθιστά προφανή την αφερεγγυότητα του όλου εγχειρήματος – το οποίο όμως έτυχε θερμής υποστήριξης και νομιμοποίησης από ακαδημαϊκούς ιστορικούς. Πέραν αυτού όμως, ανακύπτουν ουσιαστικά ερωτήματα, όπως: α) ποια είναι η διαδικασία που επιτρέπει από το πλήθος των προσώπων που έπαιξαν έναν ρόλο στα ιστορικά δρώμενα, κάποια από αυτά να αποκτήσουν γενική αποδοχή; και β) ποια είναι τα υλικά που επιτρέπουν να κτιστεί σταδιακά μια εθνικής εμβέλειας προσωπικότητα με υψηλό βαθμό αναγνώρισης και αποδοχής;

Αν κατασκευάζαμε ένα νοητό διάγραμμα της αποδοχής του Κολοκοτρώνη και της δημοτικότητάς του κατά τη διάρκεια της ζωής του, θα βρισκόμασταν μπροστά σε μια ενδιαφέρουσα κλιμάκωση. Από μισητός κλέφτης μέχρι τα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα, αποκτά κατόπιν αναγνώριση στο περιβάλλον της Φιλικής Εταιρείας και των ενόπλων που παρεπιδημούν στα Επτάνησα. Ακολούθως, στους πρώτους μήνες της Επανάστασης εδραιώνεται σταδιακά η φήμη του ως ικανού στρατιωτικού αρχηγού, η οποία απογειώνεται και απλώνεται σε όλη την Ευρώπη με την κατάληψη της Τρι­πολιτσάς και τη συντριβή του Δράμαλη το καλοκαίρι του 1822.

Η αποδοχή του γνωρίζει μετέπειτα κάμψη, όταν πρωταγωνιστεί στις εμφύλιες αντιπαραθέσεις των χρόνων της Επανάστασης. Από την εποχή αυτή και μέχρι την περίοδο της Αντιβασιλείας –με εξαίρεση τα πύρινα χρόνια του αγώνα κατά του Ιμπραήμ – ο Κολοκοτρώνης παύει να αποτελεί προσωπικότητα κοινής αποδοχής. Έχει βέβαια λαϊκό έρεισμα, στενούς φίλους και πιστούς οπαδούς, ταυτόχρονα όμως και φανατικούς, ορκισμένους εχθρούς, καθώς δρα ως ηγετική προσωπικότητα μιας από τις εκάστοτε αντιπαρατιθέμενες παρατάξεις: των στρατιωτικών, των ρωσόφιλων, των καποδιστριακών, των πολέμιων της βαυαρικής αντιβασιλείας. Η χορήγηση αμνηστίας από τον νεαρό Όθωνα, η εγκατάστασή του στην Αθήνα και η προσκόλλησή του στη βασιλική αυλή διευρύνουν το κοινό του, απαλύνουν τα παλαιά πάθη και σηματοδοτούν την πορεία ανόδου του στο εθνικό βάθρο. Η πάνδημη συμμετοχή στην κηδεία του, το Φεβρουάριο του 1843, το επιβεβαιώνει.

Ιδιαίτερο στοιχείο αποτελεί η φήμη του έξω από τον ελληνικό χώρο, η ταύτισή του, ουσιαστικά, με τον ένοπλο αγώνα και η γοητεία που ασκούσε ως ηγετική φυσιογνωμία της Επανάστασης, που έδωσαν πολλές, εξαιρετικά παραστατικές και γλαφυρές, αντιφατικές όμως και αντικρουόμενες περιγραφές. Φιλέλληνες και άλλοι, Ευρωπαίοι κυρίως, που επέλεξαν για ποικίλους λόγους να έρθουν στις εξεγερμένες περιοχές και εξέδωσαν τη μαρτυρία τους, ελκύονται από τον έλληνα πολέμαρχο και αφιερώνουν λίγα ή περισσότερα λόγια στην εμφάνιση, το χαρακτήρα, τα προτερήματα και τα ελαττώματα, τη συμπεριφορά ή τις ικανότητές του.[2]

 

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Λιθογραφία. Φανταστική απεικόνιση χαρακτηριστική της απήχησης του ήρωα στη Ρωσία. Εδώ αποδίδεται έφιππος σε ρωσική λαϊκή εικόνα (1830).

 

Ο Κολοκοτρώνης, έζησε ταυτισμένος με τα όπλα. Στα στερνά της ζωής του όμως, και κυρίως μετά το θάνατό του, υπήρξε ο ευνοημένος της πέννας. Ευτύχησε να έχει στον στενό κύκλο του συγγραφείς – αγωνιστές, τους αποκαλούμενους περιπαιχτικά από τους αντιπάλους του «κολοκοτρωνι­στές», που έδωσαν τον τόνο στη βιωματική αφήγηση του Αγώνα. Ο Ιωάννης Φιλήμων (1834 και 1859), ο Αμβρόσιος Φραντζής (1839), ο Νικόλαος Σπηλιάδης (1851), ο Φωτάκος (1858), ο Μιχαήλ Οικονόμου (1873) κ.ά., λίγα μόλις χρόνια μετά την περάτωση της Επανάστασης, υφαίνουν την εικονογραφία της· [3] και εδώ ο Κολοκοτρώνης πρωταγωνιστεί. Πρωταγωνιστεί όχι μόνο εξαιτίας του ρόλου του στην Επανάσταση, αλλά και χάρη στη ροπή που πήρε η γραπτή αφήγησή της.

Οι ηττημένοι στο πεδίο των πολιτικών συγκρούσεων οπλαρχηγοί, δικαιώνονται από την ελληνόγλωσση ιστοριογραφία του Αγώνα, η οποία, κατά μία ιδιότυπη συγκυρία, γράφεται είτε από αυτούς τους ίδιους είτε από ανθρώπους που ανήκουν στο κοντινό περιβάλλον τους. [4] Πράγματι αν σε όσους αναφέρθηκαν παραπάνω προστεθούν ο Νικ. Κασομούλης, ο Μακρυγιάννης, και όσοι έγραψαν με την πένα του Γεωργίου Τερτσέτη, [5] συγκροτείται ένα ογκώδες σώμα μαρτυριών δικαιωτικών των οπλαρχηγών.

Αντίθετα, οι πολιτικοί, οι διανοούμενοι που επικράτησαν στην εσωτερική αντιπαράθεση και επέβαλλαν τελικά το δικό τους σχεδιασμό στην Επανάσταση – με κάποιες λιγοστές εξαιρέσεις όπως του Σπ. Τρικούπη ή του Νικ. Δραγούμη– [6] δεν μετέχουν στη συγγραφή της ιστορίας της. Ο Ιωάννης Κωλέττης ή ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, για παράδειγμα, πλάθουν την ιστορία αλλά δεν τη συγγράφουν. [7] Μια προσπάθεια απάντησης έρχεται από την πλευρά των προκρίτων. Πρόσωπα όπως ο Κανέλλος Δεληγιάννης ή ο Παναγιώτης Παπατσώνης, πικραμένοι από την εξέλιξη που πήραν τα πράγματα και εξοργισμένοι απ’ όσα γράφονται ή αποσιωπούνται για την «τάξη των προκρίτων», γράφουν με πάθος για να ανασκευάσουν τις «ψευδοϊστορίες», τις «χαλιμάδες», οι οποίες, όπως καταγγέλλουν, σκοπό είχαν «να μηδενίσουν και να εξευτελίσουν τας εκδουλεύσεις και εξόχους θυσίας όλων των προκρίτων, προυχόντων και οικοκυραίων». [8] Βασικός στόχος τους ο Κολοκοτρώνης· δεν στάθηκαν όμως ικανοί ούτε να ανακόψουν το ρεύμα, [9] ούτε να αποκαθηλώσουν τον παλαιό τους κάπο.[10]

Ο Θ. Κολοκοτρώνης παρουσιάζει την ιδιαιτερότητα ότι έθεσε ο ίδιος τον θεμέλιο λίθο της μετέπειτα δικαίωσής του. Η αφήγηση του στον Γε­ώργιο Τερτσέτη, η οποία τυπώθηκε μετά το θάνατό του, το 1846, συντέ­λεσε καθοριστικά στην ανάδειξή του σε συστατική μορφή του ελληνικού έθνους. Ακόμη και ο μεγαλεπήβολος, πομπώδης αλλά και ιδιοφυής τίτλος του βιβλίου: Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836, προϊδέαζε τον αναγνώστη ότι βρισκόταν μπροστά σε κάτι διαφορετικό. Δεν ήταν απομνημόνευμα, δεν ήταν μαρτυρία, δεν ήταν καν μία ιστορία της ελληνικής επανάστασης, αλλά η αφήγηση των πεπραγμένων της εντός και εκτός συνόρων «ελληνικής φυλής» για διάστημα 66 χρόνων, από τα Ορλωφικά έως τα πρώτα χρόνια του Ελληνικού Βασιλείου.

Το βιβλίο, παρά τα προβλήματα που δημιουργούσε η προφορικότητα του λόγου του αφηγητή – συγγραφέα, θεωρήθηκε εθνική υποθήκη, γνώρισε μεγάλη διάδοση και πολλαπλές εκδόσεις· συνεχίζει άλλωστε να επανεκδίδεται με ποικίλους τρόπους μέχρι σήμερα. Ήδη όμως το 1851 ο συγγραφέας είχε νικήσει το κείμενό του. Στην επανέκδοση της αφήγησης προστίθεται χρωματιστό εξώφυλλο και ο τίτλος μεταμορφώνεται στο Ο Γέρων Κολο­κοτρώνης, μεταθέτοντας το κέντρο βάρους στο πρόσωπο του αφηγητή, ο οποίος κοσμείται πλέον και με το χάρισμα της γεροντικής σοφίας. Ο τίτλος αυτός συνάδει με το 34 σελίδων παράρτημα «Ρητά του Γέρου Κο­λοκοτρώνη», που δεν υπήρχε στην πρώτη έκδοση και περιλαμβάνει ιστορικά ανέκδοτα, ρήσεις ή γνωμικά που αποδίδονται στον Κολοκοτρώνη.

Ο εκδότης μάλιστα αισθάνεται την ανάγκη να εξηγήσει και την προσφώνηση «γέρος», που απαντά και σε άλλες μαρτυρίες των χρόνων της Επανάστασης. Δεν την αποδίδει λοιπόν στην προβεβηκυία ηλικία, αλλά ισχυρίζεται ότι: «η ονομασία γέρος του εγεννήθη, επειδή ήτο πολύξερος, έξυπνος, είχε πονηρίαις». Και συμπληρώνει: «Εις τα έθνη όπου η παιδεία δεν είναι εξαπλωμένη και η επιστήμη δεν φωτίζει τους νέους, οι γέροντες έχουν τα πρωτεία της γνώσεως· όποιος είδε προϊμώτερα τον ήλιο, έχει και πράξιν περισσότερη της ζωής».[11]

Επομένως, ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα, η πονηριά και η λαϊκή σοφία, η θυμοσοφία που δεν είναι επακόλουθο παιδείας αλλά εμπειρίας, προστίθενται στα υλικά που θα συγκροτήσουν το μετά θάνατον πορτρέτο της ιδρυτικής αυτής φυσιογνωμίας του νέου ελληνισμού. Ο Γεώργιος Τερ­τσέτης είναι βασικός εισηγητής αυτής της εικόνας, [12] η οποία τα χρόνια που ακολουθούν συνεχίζει να τροφοδοτείται με πλήθος «ανεκδότων» και περιστατικών που αποδίδονται στον Κολοκοτρώνη· μόνο ο Βλαχογιάννης ανθολογεί περί τα 140, από εφημερίδες και διηγήσεις του 19ου αιώνα. [13] Ο λόγος του Κολοκοτρώνη στους μαθητές του Ελληνικού Γυμνασίου στην Πνύκα που προδημοσιεύεται στην εφημερίδα Αιών στις 13 Νοεμβρίου 1838 και ακολούθως αναπαράγεται με διάφορους τρόπους, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ο εκδότης του Αιώνα Ιωάννης Φιλήμων σημειώνει στο προοίμιο του λόγου ότι «εγγυώμεθα το ακριβές, καθόσον δυνάμεθα να ενθυμηθώμεν».

Είναι όμως εμφανής η επέμβαση της γραφίδας του και η απόδοση στον Κολοκοτρώνη μιας διήγησης της εθνικής ιστορίας κατάφορτης από όσα εδραιώθηκαν στα κατοπινά χρόνια ως κλασικά στερεότυπά της.

Δοξαστικές βιογραφίες χωρίς αξιώσεις εμπεριστατωμένης ιστορικής τεκμηρίωσης, [14] ποιήματα, «κολοκοτρωναίικα» τραγούδια, θεατρικά έργα, σχολικά και νεανικά αναγνώσματα, ιχνογραφούν την αναγνώριση του Κολοκοτρώνη που αυξανόταν με την πάροδο του 19ου αιώνα. [15] O Αναστάσιος Γούδας τον βιογραφεί στους Βίους Παράλληλους – καταγράφει μάλιστα και ένα μύθο που εκφώνησε στην Πνύκα στο συγκεντρωμένο πλήθος –, [16] ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος και ο Παύλος Καρολίδης επαινούν τις στρατιωτικές του ικανότητες.[17]

Η γραμμή που σηματοδότησε ο ίδιος με τη Διήγησή του στον Τερτσέ­τη, υιοθετείται ένθερμα: κατασκευάζεται μία γενεαλογία της «αντίστασης» ανυπότακτων Κολοκοτρωναίων που επί αιώνες πολεμούν τον Τούρκο· η κλέφτικη παράδοση αποκαθαίρεται από την πεμπτουσία της ύπαρξής της, την κλοπή· [18] αναδεικνύεται η νικηφόρα στρατιωτική ιδιοφυΐα του Θοδωράκη· η αγνή φιλοπατρία αναγορεύεται σε μοναδική κινητήρια δύναμη των πρά­ξεών του· οι σκληρές συγκρούσεις για την κατανομή των φορολογικών προσόδων, των λειών, των μισθών των στρατιωτών αποσύρονται πίσω από το παραβάν κ.λπ. Όλα κατατείνουν επομένως στη δημιουργία ενός άλλου Κολοκοτρώνη, μιας πατρικής φιγούρας έλληνα πατριώτη, συνετού μα και γενναίου, που μπορεί να λειτουργεί ως η προσωποποίηση του έθνους.

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, σχέδιο Voutier. Δημοσιεύεται στο βιβλίο P.C.H.I. Pouqueville, “Histoire de la regeneration de la Greece’’, Παρίσι 1824.

Ο μεταλλαγμένος αυτός Κολοκοτρώνης αποτυπώνεται γλαφυρά στις απεικονίσεις του. Από τον κακομούτσουνο, αγριωπό Κολοκοτρώνη των πρώτων εκ του φυσικού σκίτσων, σταδιακά εξοικειωνόμαστε με έναν όμορφο λεβεντόγερο, στιβαρό στρατιωτικό που με περίσκεψη ατενίζει μπροστά καμαρωτός, ντυμένος συνήθως κάπως ιδιόρρυθμα: με το εντυπωσιακό γιλέκο μιας ασαφούς στρατιωτικής στολής, με φουστανέλα και μία κόκκινη περικεφαλαία, σήμα κατατεθέν του ήρωα. Η μακρά λευκή κόμη που χύνεται στους ώμους, σε συνδυασμό με την πάλλευκη ατσαλάκωτη φουστανέλα μπορεί να μην απεικονίζει ρεαλιστικά το πρόσωπο και να κατασκευάζει έναν εξιδανικευμένο τύπο μαχητή, κυριάρχησε όμως στην απεικόνισή του, καθώς αντιστοιχούσε στο νέο προφίλ του Γέρου του Μοριά.

 

Προσωπογραφία Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, έργο του Karl Krazeisen, 1828.

 

Προσωπογραφία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ελαιογραφία σε μουσαμά, 1853. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

 

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, επιζωγραφισμένη λιθογραφία, Adam Friedel, 1830.

 

Ο Κολοκοτρώνης, λοιπόν, πορευόταν στην οδό της δόξας. Στον Μεσοπόλεμο όμως δέχεται ένα απρόσμενο πλήγμα, καθώς ξανάρχονται στην επιφάνεια παλαιές αντιθέσεις. Ο Γιάννης Βλαχογιάννης στη μελέτη του Κλέφτες του Μοριά, που εξέδωσε το 1935, σαλπίζει εναντίον των κλεφτών της Πελοποννήσου και ιδίως του πλέον ένδοξου από αυτούς, του Κολοκοτρώνη.

Το 1937 μάλιστα με τον λίβελο Ηθικά Ραπίσματα, που συγγράφει προς απάντηση του Σωκράτη Κουγέα, εκτραχύνει τη σύγκρουση. Ο Βλαχο­γιάννης με το θελκτικό αλλά και μπρούτο ύφος γραφής του, κάνει κάποιες εύστοχες επιμέρους παρατηρήσεις· συνολικά όμως συνιστά οπισθοδρόμηση στην ιστοριογραφική προσέγγιση, καθώς μετατοπίζει τη συζήτηση στην αναβίωση της παλαιάς αντιπαλότητας Ρουμελιωτών-Μοραϊτών, έκφανση της οποίας είναι και η διεκδίκηση της πρωτοκαθεδρίας του απελευθερωτικού αγώνα.

Έγραφε, έμπλεος οργής και ενθουσιασμού, στις πρώτες σελίδες της περί κλεφτών μελέτης του τα ακόλουθα που εικονογραφούν το πνεύμα και τις αντιλήψεις του ιδίου, αλλά και τα λογικά άλματα που απαιτεί η ιστοριογραφία του τύπου αυτού: «Ο Μοριάς, που έβγαλε τόσα παληκάρια και κατά τον Αγώνα και πρωτύτερα, πάντα ζήλευε μα και ζηλεύει – και τιμή του είναι γι’ αυτό – τη Ρουμελιώτικη παληκαριά, είδος Ελληνικού ιπποτισμού, που αιώνες αρματωλικής ζωής κληρονομικής – όχι Κλέφτικης μοναχά – την πλάσανε και την κάνανε τόσο όμορφη και τη στο­λίσανε με τόσες παραδόσεις και νόμους αυστηρούς, άγραφους. Μια παροιμία μοραΐτικη λέει: “Στη Ρούμελη είναι η λεβεντιά και στο Μοριά η γνώση”, και η παροιμία αυτή είναι η φυσική γνώμη του λαού του αληθινού, του Μοραΐτη, που είπε μιαν αλήθεια ιστορική».[19]

Η απάντηση των Πελοποννησίων λογίων – όχι μόνο άμεσα στον Βλα­χογιάννη αλλά συνολικά σε όσους αμφισβήτησαν την πρωτοκαθεδρία των Μοραϊτών και του πιο φημισμένου εκπροσώπου τους στον Αγώνα – υπήρξε πολυπρόσωπη αλλά ομόφωνη. Από τον Τάκη Κανδηλώρο στις αρχές του 20ού αιώνα, μέχρι τον Χρήστο Στασινόπουλο τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, τον Παν. Ζέπο, τον Τάκη Λάππα, τον Τάσο Γριτσόπουλο και τον κύκλο της Εταιρείας Πελοποννησιακών Σπουδών και της περιοδικής έκδοσης Πελοποννησιακά ή της επετηρίδας Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά, πελοποννήσιοι συγγραφείς και τοπικοί φορείς ανέδειξαν την προσωπικότητα του Κολοκοτρώνη, μέσα από μία προσέγγιση δικαιωτική και ηρωο­ποιητική.[20]

Ενδεικτική του πνεύματος αυτού είναι η αναλυτική εισαγωγή του Τάσου Γριτσόπουλου στην επανέκδοση, από την Εταιρεία Πελοπον­νησιακών Σπουδών, της Διήγησης των συμβάντων της ελληνικής φυλής. [21] Μεταφέρουμε ένα απόσπασμα, χαρακτηριστικό μιας ιστοριογραφικής αντίληψης, εμβαπτισμένης στο μύθο και ταυτοχρόνως παραγωγού μυθευμάτων: «Ομολογουμένως ο Κολοκοτρώνης υπήρξε για την αγωνιζομένην Ελλάδα δώρον του Θεού. Αλλ’ ως κύριον και βασικόν γνώρισμά του είχεν, ότι ήτον γνήσιον γέννημα του ελληνικού λαού. Εξ απαλών ονύχων ορφανός και κατατρεγμένος, εποτίσθη με όλες τις πίκρες της υποδούλου ζωής του έθνους του. Δεύτερον γνώρισμά του ήτο, ότι εκουβαλούσε μέσα του αγνήν και ανόθευτον την προτέραν παράδοσιν του εθνικού βίου και αύτη ελάμ­βανεν εκάστοτε λόγω της ευφυίας του μεγάλες διαστάσεις. Τρίτον ο ηγέτης αυτός κατά παραχώρησιν της φύσεως επύκνωνε την πίστιν και το όραμα της εθνικής ελευθερίας, δια την οποίαν ηγωνίσθη κατά την οικογενειακήν του παρακαταθήκην».[22]

 

Πορτρέτο Έλληνα αγωνιστή (ενδεχομένως του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη). Ελαιογραφία αγνώστου, 19ος αιώνας. Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα.

 

Η παραδοσιακή ιστοριογραφία λοιπόν αγκάλιασε τον Κολοκοτρώνη. Η συγγραφή μάλιστα της πολυσέλιδης, θελκτικής, μυθιστορηματικής βιογραφίας του ακαδημαϊκού Σπύρου Μελά, Ο Γέρος του Μωριά, που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1931, [23] αλλά γνώρισε συνεχείς επανεκδόσεις ως ανάγνωσμα για ενήλικες και εφήβους, ξαναέπλασε με τα παλαιά υλικά τη μορφή του αγωνιστή, φέρνοντάς την στο επίκεντρο της αφήγησης του εθνικού κλέους. Ο πρωταγωνιστικός του ρόλος στις ένοπλες εσωτερικές συγκρούσεις της Επανάστασης θεωρήθηκε μεν σφάλμα, αλλά αποδόθηκε στην επικατάρατη, «δολερή» διχόνοια, που ταλανίζει τους Έλληνες και δεν τους αφήνει να μεγαλουργήσουν. Ο θάνατος μάλιστα του γιου του, Πάνου Κολοκοτρώνη, το Νοέμβριο του 1824, κατά τη διάρκεια του αποκαλού­μενου πρώτου εμφύλιου, θεωρήθηκε ως ένα είδος εξιλέωσης, αφού αυτός τουλάχιστον πλήρωσε πολύ σκληρά για τα λάθη του: έχασε τον γιο του.

Αντίθετα, περισσότερο κριτική υπήρξε η αντιμετώπιση άλλων «λαθών» του Γέρου του Μοριά, όπως για παράδειγμα εκείνων που σχετίζονται με την κλέφτικη ζωή του. Κάποια δυσάρεστα γεγονότα που σχετίζονται με αυτήν αφήνονται να ξεγλιστρήσουν στη λήθη. Το 1946, για παράδειγμα, ο Θάνος Βαγενάς, μελετητής της Πελοποννήσου, λάτρης ο ίδιος της κλεφτουριάς, του «ηρωικού αντάρτικου κινήματος των Κλεφτών του Μοριά» όπως την χαρακτηρίζει, εκδίδει στο περιθώριο της ιστοριογραφικής και εκδοτικής κίνησης της εποχής ένα ολιγοσέλιδο φυλλάδιο, θέλοντας, με βαριά καρδιά, να αποκαταστήσει την αλήθεια γύρω από ένα γεγονός που ένιωθε ότι το σκέπαζε πέπλο σιωπής. Ο τίτλος του φυλλαδίου ρητός: Ο Θ. Κολοκοτρώνης χάλασε τα Βέρβενα και αναφερόταν βέβαια στην καταστροφή του ομώνυμου αρ­καδικού χωριού το 1806, μετά την άρνηση των κατοίκων να συνδράμουν την κλέφτικη ομάδα του Κολοκοτρώνη. Το επεισόδιο δεν ήταν άγνωστο άλλωστε, αφού με λιτό και συγκλονιστικό τρόπο το διηγείται ο ίδιος Κολο­κοτρώνης. [24] Το πέπλο όμως που ήθελε ο Βαγενάς να σηκωθεί δεν σάλεψε.

Η πολυκύμαντη ζωή του Κολοκοτρώνη, ακόμη και οι αντιφάσεις του, προσφέρουν υλικό, όπου με την κατάλληλη λάξευση σμιλεύεται το εκάστοτε επιθυμητό μήνυμα. Για παράδειγμα, η δίωξή του από τους Βαυαρούς αντι­βασιλείς, η δίκη και η καταδίκη του σε θάνατο, διευκολύνει την ένταξή του στο αντιδυναστικό κίνημα, ενώ από την άλλη πλευρά η θετική στάση του Κολοκοτρώνη απέναντι στο θεσμό της βασιλείας, μετά την ανάρρηση του Όθωνα στο θρόνο, επιτρέπει την υιοθέτησή του και από τους βασιλόφρονες.

Η δίκη του όμως είναι εκείνη που κυρίως διευρύνει τις υποδοχές ενσωμά­τωσής του στα εθνικά στερεότυπα, διότι στις ιδιότητες του σοφού και γενναίου πατριώτη προστέθηκαν και άλλες, εξίσου δημοφιλείς: του αδικημένου και του κυνηγημένου από τους ξένους. Το επαναλαμβανόμενο στερεότυπο των ξένων ολετήρων, που επιβουλεύονται την πτωχή Ελλάδα και μισούν τα πιο άξια τέκνα της, βρήκε έτσι στην περίπτωση του Κολοκοτρώνη μια από τις πιο αναγνωρίσιμες εκφράσεις της. [25] Η διελκυστίνδα «λαός – εχθροί του λαού» συνταιριάστηκε με τη σταθερά «αδικημένοι Έλληνες – άδικοι και επίβουλοι ξένοι», η οποία βρήκε αρμονικά εφαρμογή στο πρόσωπο Κολοκοτρώνη, καθώς θεωρήθηκε ότι αποτύπωνε και τη δική του διαδρομή.

Ανάλογη τύχη, αμφίδρομης αποδοχής, είχε και η σχέση του με τους κοτζαμπάσηδες. Ο Κολοκοτρώνης είναι βέβαια ηγέτης των οπλαρχηγών και συνεπώς πολέμιος των κοτζαμπάσηδων, των εχθρών του λαού, των προδοτών της Επανάστασης, σύμφωνα με μια προσφιλή «προοδευτική» ανάγνωση του 1821. Στον Κολοκοτρώνη όμως, από την άλλη πλευρά, προσγράφε­ται ότι επεμβαίνει κατευναστικά και αποτρέπει την επαπειλούμενη σφαγή των προκρίτων, τον Ιούλιο του 1821, όταν οι εξεγερμένοι στο στρατόπεδο στα Βέρνενα απαιτούν «σκότωμα στους τυράννους». [26] Και εδώ τα δύο πρόσωπά του, συγκλίνουν σε αυτό του εθνικού ήρωα.

Ο Κολοκοτρώνης υιοθετήθηκε, λοιπόν, και από την Αριστερά. Η αριστερόστροφη – μη ακαδημαϊκής προέλευσης – ιστοριογραφία αποδέχτηκε τα χαρίσματα που του είχε αποδώσει η παραδοσιακή ιστοριογραφία. Κοντά σε αυτά όμως προστέθηκαν και ορισμένες άλλες παράμετροι. Μία από αυτές αφορά την πρόσληψη της ομάδας των «στρατιωτικών» ως της αυθεντικής έκφρασης των λαϊκών δυνάμεων. Ο «λαϊκός στρατός» και συνεπώς και ο ηγέτης του, ο Κολοκοτρώνης, μέσα από προφανείς αναγωγές στα καθέκαστα νεότερων χρόνων, προβλήθηκαν ως το αντίπαλο δέος των τουρ­κολατρών εκμεταλλευτών του λαού κοτζαμπάσηδων και των διεφθαρμένων πολιτικάντηδων Φαναριωτών. Η λαϊκή καταγωγή, η διαβίωση στα όρη και κυρίως η πρότερη κλέφτικη δράση του – που διαβάστηκε με ευκολία αντάρτικη – εγγράφεται άριστα στο επιθυμητό μοντέλο και προσφέρεται για προβολές σε συγκαιρινά γεγονότα.

Ό,τι συμβόλιζε λοιπόν ο Κολοκοτρώνης ταίριαζε απόλυτα στις προτεραιότητες των χρόνων της Αντίστασης. Ενδεικτικό της απήχησης είναι ότι πριν την ΕΠΟΝ, είχε ιδρυθεί «Ενιαία Παναρκαδική Οργάνωση Νέων “Ο Κολοκοτρώνης”». [27] Ιδιαίτερα αγαπητή, καθότι προσφερόμενη σε σύγχρονες αναγνώσεις, υπήρξε και η δράση του κατά του Ιμπραήμ και η σκληρή τιμωρία όσων είχαν «προσκυνήσει» την Υψηλή Πύλη. Το παράγγελμά του «φωτιά και τζεκούρι στους προσκυνημένους» ταίριαζε να ανασυρθεί από το πιθάρι της ιστορίας, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί στα τεκταινόμενα της Κατοχής για να δικαιώσει τη δράση του ΕΛΑΣ απέναντι στους συνεργάτες των κατακτητών. [28] Λίγα χρόνια μετά, το ίδιο έπραττε και ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας για όσους υποδείκνυε ως προδότες στην εμφύλια σύρραξη. [29] Και η altera pars όμως, ο Ευάγγελος Αβέρωφ, στο γνωστό ομώνυμο βιβλίο του, σημειώνει ότι: «Η επικρατέστερη πολεμική κραυγή του Δημοκρατικού Στρατού» ήταν «Φωτιά και τσεκούρι!», την οποία αντιπαραβάλει μάλιστα στο «Ελευθερία ή θάνατος», που κατ’ εκεί­νον διαλαλούσαν οι αντίπαλοί του.[30]

Στα χρόνια αυτά και κυρίως στην μετεμφυλιακή περίοδο των απη­νών διώξεων των ηττημένων, ένα επιπλέον δεδομένο ήρθε να ενισχύσει τη θετική πρόσληψη του Κολοκοτρώνη από τον κόσμο της Αριστεράς. Η αναγόρευσή του ως αρχηγού του «ρωσικού κόμματος», και η δίκη του για μυστικές επαφές με τη Ρωσική Αυτοκρατορία και αντικρατική δράση, ενεργοποίησε κατ’ αναλογία τα αντανακλαστικά απέναντι στην τοτινή Σοβιετική Ένωση με δύο τρόπους: είτε με την έννοια του φίλου των Ρώσων είτε και με την έννοια εκείνου που υφίσταται αδίκως διώξεις, ως φίλος των Ρώσων. Την γραμμή αυτή πρόβαλε και η ηγεσία του ΚΚΕ. Έτσι στην κυριακάτικη εκπομπή του, στις 8 Μαρτίου 1952, η «Φωνή της Αλήθειας» υποστηρίζει ότι η δίκη και η καταδίκη του Νίκου Μπελογιάν­νη «φέρει στη μνήμη του κάθε Έλληνα την πολύκροτη δίκη, στην οποία καταδικάστηκε σε θάνατο ο Γέρος του Μωρηά, η ψυχή και η καρδιά της Επανάστασης του ’21», και ακολούθως αναλύει τα κοινά στοιχεία των δύο δικών.[31]

Συγγραφείς προερχόμενοι από το χώρο της Αριστεράς που θήτευσαν σε μια δημοφιλή μορφή παιδαγωγού, στρατευμένης ιστοριογραφίας ή ιστορικής έμπνευσης λογοτεχνία, όπως ο Τάκης Σταματόπουλος, [32] ο Δημήτρης Φωτιάδης [33] ή ο Βασίλης Ρώτας, [34] με βιβλία τους, που γνώρισαν μεγάλη διάδοση, υπηρέτησαν την εικόνα του «γέρου του Μοριά» ως πρότυπο αγωνιστή.

Ορισμένοι άλλοι υπήρξαν πιο επιφυλακτικοί ή και επικριτικοί. Ο Γιάν­νης Κορδάτος, για παράδειγμα, προσάπτει στον Κολοκοτρώνη ότι «σαν από μηχανής θεός κατορθώνει να σώσει τους ολιγαρχικούς από τη λαϊκή οργή», αλλά και του αναγνωρίζει ότι «εσταμάτησε το ρεύμα συνθηκολογήσεως με τον εχθρό εφαρμόζοντας επανασταστικήν τρομοκρατίαν». [35] Ο Γιώργης Λαμπρινός επαινεί τη στρατηγική του τέχνη αλλά τον εγκαλεί γιατί «συμπεθέρεψε με τους Ντεληγιανναίους και τα φτιάχνει με τους προεστούς»· [36] μαζί του συμφωνεί ο Γιώργος Βαλέτας υποστηρίζοντας ότι «άσχημο αντιλαϊκό ρόλο έπαιξε με τους συμβιβασμούς του ο Κολοκοτρώ­νης».[37]

Κάποιοι άλλοι παίρνουν αποστάσεις από επιμέρους ενέργειές του, παρότι του αναγνωρίζουν αγαθές προθέσεις. Για παράδειγμα, μιλώντας για την είσοδό του στο Εκτελεστικό μετά τη Β΄ Εθνοσυνέλευση, ο Λεωνίδας Στρίγκος υποστηρίζει ότι «αντί να στηριχτεί στις λαϊκές μάζες καταφεύ­γει σε πολιτικούς συμβιβασμούς με σκοπό, όπως σκέφτεται, να διασπάσει τους κοτζαμπάσηδες», [38] ενώ ο Τάσος Βουρνάς θεωρεί ότι «ο Κολοκοτρώ­νης από τη μία συμβιβαστής στην πολιτική του κι από την άλλη πονηρός, νομίζοντας ότι μπορεί από τα μέσα να τους διαβρώσει, δέχεται [να πάρει τη θέση του αντιπροέδρου]».[39]

Ο Πέτρος Ρούσος [40] και ο Γιώργης Ζεύγος – πιο γνήσιοι εκφραστές της κομματικής ορθοδοξίας – του προσάπτουν συμβιβαστική τακτική απέναντι στους κοτζαμπάσηδες, ακόμη και αντιλαϊκό ρόλο· τον θεωρούν εντούτοις «μεγάλο πολέμαρχο», «αρχηγό της αγροτιάς», και του αναγνωρίζουν «ότι εφαρμόζει την ταχτική του κλεφτοπόλεμου και δε διστάζει να βάλει σε ενέργεια την επαναστατική τρομοκρατία». [41] Ακόμη άλλωστε και ο ίδιος ο Ν. Ζαχαριάδης φέρνει τους Κολοκοτρωναίους σαν υπόδειγμα εθνικών αγωνιστών.[42]

Σήμερα το διαδίκτυο είναι ένας ακόμη δείκτης της αποδοχής του Θ. Κολοκοτρώνη. Εκατοντάδες ηλεκτρονικές σελίδες είναι αφιερωμένες σε αυτόν, ανατροφοδοτώντας μια απλοϊκή, δοξαστική πρόσληψή του. Όπως είναι αναμενόμενο πολλές από τις ιστοσελίδες αυτές εδρεύουν στην Πελοπόννησο, ξεχωριστή θέση όμως του επιφυλάσσουν και ιστότοποι ακροδεξιού και εθνικιστικού περιεχομένου. Πέρα όμως από τον εικονικό κόσμο του διαδικτύου, η κοινή αποδοχή στο πρόσωπό του αποτυπώνεται και με πιο παραδοσιακούς τρόπους, όπως στην πληθώρα εκδηλώσεων και άλλων εκφράσεων τιμής, που εξακολουθούν ενάμισι αιώνα μετά το θάνατό του.

Διαφήμιση της Vespa, από το περιοδικό Η κοινή γνώμη και η Σφυγμομέτρησις. Μάρτιος, 1955, Περίοδος Β΄, αριθ. φύλλου 21, σ. 2.

Επίσημοι κρατικοί θεσμοί επέλεξαν να φιλοτεχνηθεί η μορφή του σε χαρτο­νομίσματα, νομίσματα και γραμματόσημα. Το πορτραίτο του κατέχει περίοπτη θέση ανάμεσα στους ήρωες του 1821 σε σχολικές αίθουσες, γιορτές, διαλέξεις, ομιλίες, ποικίλα έντυπα. Κινηματογραφικά ή θεατρικά έργα ή ακόμη και διαφημίσεις χρησιμοποίησαν τη μορφή του για να προβάλλουν επίκαιρα ποικίλου χαρακτήρα μηνύματα[43]. Ο θυμόσοφος γέρος με την περικεφαλαία έγινε αγαπημένη φιγούρα των σκιτσογράφων.

 

Ναύπλιο, ο Κολοκοτρώνης έφιππος. Φωτογραφία: Γιώργος Αντωνίου.

 

Οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης έδωσαν το όνομά του σε δρόμους και πλατείες· μόνο στην Αθήνα και στους όμορους Δήμους, μία πρόχειρη καταμέτρηση έδειξε ότι περίπου πενήντα δρόμοι και πέντε πλατείες φέ­ρουν το όνομά του. Διάφοροι φορείς θεώρησαν ότι έπρεπε ο ανδριάντας ή η προτομή του να κοσμούν δημόσιους χώρους. [44] Οι πλέον διάσημοι είναι οι δίδυμοι ορειχάλκινοι έφιπποι ανδριάντες, έργα του γλύπτη Λάζαρου Σώ­χου, που τοποθετήθηκαν το 1901 και 1904 αντιστοίχως σε κεντρικές πλα­τείες της Αθήνας και του Ναυπλίου. Πλήθος άλλοι ανδριάντες έχουν όμως τοποθετηθεί στην Τρίπολη, στα Δερβενάκια, στη Θεσσαλονίκη και αλλού. Το ίδιο συμβαίνει και με προτομές του που έχουν τοποθετηθεί σε γειτονιές της Αθήνας, συνιστώντας απτό μάρτυρα μιας εν υπνώσει ιστο­ρικής μνήμης .

 

Ο έφιππος Κολοκοτρώνης στην Τρίπολη

 

Ήταν όμως πραγματικά ο Κολοκοτρώνης αυτή η οικεία φιγούρα του «Γέρου του Μοριά»; Ή ακόμη, υπάρχει αποκλειστικά ένας Κολοκοτρώνης, αφού προσωπικότητες της δικής του εμβέλειας μετά την αποδημία τους «εις τας αιωνίους μονάς», ξεκινούν μια νέα ζωή στο μάταιο τούτο κόσμο, μια ζωή μέσα από τα μάτια και τα μυαλά των «άλλων», η οποία υφίσταται τις ρυτίδες που φέρνει ο χρόνος, εμπεριέχει όμως την ελπίδα της αναγέννησης, όταν τα γεγονότα και οι συγκυρίες το επιτρέψουν;

 

Υποσημειώσεις


[1] Ως συνοδευτικό, υποστηρικτικό υλικό για την παρουσίαση καθεμιάς από τις δέκα επικρατέστερες προσωπικότητες, ο τηλεοπτικός σταθμός είχε δημιουργήσει ένα ωριαίο ντοκιμαντέρ και ένα βιβλίο. Για τον Κολοκοτρώνη βλ. Βασιλική Μπιζά­κη, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, πρόλογος Θάνος Βερέμης, εισαγωγή Ιωάννης Κολιό­πουλος, Μεγάλοι Έλληνες, τ. 3, Αθήνα, ΣΚΑΪ Βιβλίο, 2009.

[2] Βλ. Maxime Raybaud, Mémoires sur la Grèce pour servir à l’histoire de la guerre de l’ Ιndépendance, accompagnés de plans topographiques, τ. Α΄, Παρίσι 1824, σ. 380-381· J. D. Elster, Το τάγμα των Φιλελλήνων, μετάφρ. Χρ. Οικονόμου, Αθήνα 2010, σ. 68-70· Γ. Ζώρας, Έκθεσις Ολλανδού προξένου περί των γεγονότων της ελληνικής επαναστάσεως κατά τα έτη 1821 και 1822 (ανακοίνωσις αγνώστου κειμένου), Αθήνα 1976, σ. 25-27 [α΄ έκδοση Παρνασσός 18 (1976), σ. 276-307]· Ζ. Μανζάρ, «Αναμνήσεις από τον Μοριά», μετάφρ. Γ. Τσουκαλάς, Απομνημονεύματα αγωνιστών του ’21, τ. 20, Αθήνα χ.χ., σ. 167-168· Φρ. Τιρς, Η Ελλάδα του Καποδίστρια, μετάφρ. Απ. Σπήλιος, τ. Α΄, Αθήνα, εκδ. Αφοί Τολίδη, χ.χ., σ. 176-179, 193-195· Γ. Φίνλεϋ, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, μετάφρ. Αλ. Παπαδιαμάντης, επιμ. Αγγ. Μαντάς, τ. Α΄, Αθήνα, Βουλή των Ελλήνων, 2008, σ. 417· Κυριακή Μαμώνη, «Χαρακτηρισμοί Πελοποννησίων και αρχηγών του Αγώνα στην Πελοπόννησο από τα κείμενα των Φιλελλήνων (1821-1829)», Πρακτικά του Α΄ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, τ. Γ΄, Αθήνα 1976-1978, σ. 54-55· Απ. Βακαλόπουλος, Επίλεκτες βασικές ιστορικές πηγές της ελληνικής επαναστάσεως, τ. Β΄, Θεσσα­λονίκη 2000, σ. 406-407 (μαρτυρία του C. M. Schrebian).  Κάποιες μαρτυρίες Ελλήνων και ξένων της εποχής για τον Κολοκοτρώνη βλ. επίσης συγκεντρωμένες στο Δ. Δημητρόπουλος, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, στη σειρά: Οι ιδρυτές της Νεότερης Ελλάδας, αρ. 2, επιμ. Βασ. Παναγιωτόπουλος, Αθήνα, Τα Νέα, 2009, σ. 102-105.

[3] Ενδεικτικά: Ιω. Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρίας, Αθήνα 1834· Αμβρόσιος Φραντζής, Επιτομή της ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος, τ. 1-4, Αθήνα 1839· Φ. Χρυσανθόπουλος (Φωτάκος), Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήνα 1858· Ιω. Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. 1-4, Αθήνα 1859-1861· Μιχαήλ Οικονόμου, Ιστορικά της ελληνικής παλιγγενεσίας ή Ο ιερός των Ελλήνων αγών, Αθήνα 1873.

[4] Στο φιλικό προς τον Θ. Κολοκοτρώνη περιβάλλον εντάσσονται αρκετά απομνημονεύματα αγωνιστών που εκδόθηκαν είτε από τους ίδιους, ενώ ακόμη ήσαν εν ζωή, είτε μεταγενέστερα. Ενδεικτικά Στ. Ι. Στεφανόπουλος, Απομνημονεύματα τινά της Επαναστάσεως του 1821, Τρίπολη 1864· Αναγνώστης Κοντάκης, Απομνη­μονεύματα, επιμ. Εμμ. Πρωτοψάλτης, Απομνημονεύματα Αγωνιστών του ’21, τ. 11, Αθήνα, Γ. Τσουκαλάς, 1955· Θεόδωρος Ρηγόπουλος, Απομνημονεύματα από των αρχών της Επαναστάσεως μέχρι του έτους 1881, επιμ. Αθ. Φωτόπουλος, Αθήνα 1979. Στην ίδια γραμμή πλεύσης κινείται και η μαρτυρία του γιου του, Γενναίου [Γενναίος Θ. Κολοκοτρώνης, Απομνημονεύματα, επιμ. Εμμ. Πρωτοψάλτης, Αθήνα 1955 και του ίδιου, Απομνημονεύματα (χειρόγραφον δεύτερον 1821-1862), εισαγωγή Εμμ. Πρωτοψάλτης, Αθήνα, ΓΑΚ, 1961].

[5] Τα κείμενα των Μακρυγιάννη και Κασομούλη παρέμειναν ανέκδοτα μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα όταν τα εξέδωσε ο Γ. Βλαχογιάννης (Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα, εισαγωγή Γ. Βλαχογιάννης, τ. Α΄-Β΄, Αθήνα, 1907· Νικ. Κασομούλης, Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821-1833, επιμ. Γ. Βλαχογιάννης, τ. Α΄-Γ΄, Αθήνα 1939-1942). Ο Γ. Τερτσέτης εξέδωσε την αφήγηση του Θ. Κολοκοτρώνη (Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836, Αθήνα 1846) και πολλά χρόνια μετά το θάνατό του εκδόθηκε και η αφήγηση του Νικηταρά (Ντίνος Κονόμος, Βίος Νικήτα Σταματελόπουλου ή Νικηταρά. Καταγραφή Γεωργίου Τερτσέτη εκ τεσσάρων νέων χειρογράφων, Αθήνα 1953).

[6] Σπ. Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. Α΄-Δ΄, Λονδίνο 1853-1857· Ν. Δραγούμης, Ιστορικαί αναμνήσεις, τ. Α΄-Β΄, Αθήνα 1874. Ειδική περίπτωση αποτελεί ο Π. Π. Γερμανός, καθώς το απομνημόνευμά του συγγράφεται ενόσω διαρκεί ακόμη ο Αγώνας, ο θάνατος όμως του συγγραφέα, το 1826, δεν του επιτρέπει να γνωρίσει την τελική έκβαση της Επανάστασης. Το κείμενο εκδόθηκε πρώτη φορά το 1837 στην Αθήνα από τον Καλλίνικο Καστόρχη, Υπομνήματα περί της Επαναστάσεως της Ελλάδος από του 1820 μέχρι του 1823 και έκτοτε γνώρισε αρκετές επανεκδόσεις· σημειώνεται όμως ότι έχει αμφισβητηθεί η πατρότητα του κειμένου.

[7] Ο Αλ. Μαυροκορδάτος μαρτυρείται ότι συνέγραφε Ιστορία της Επαναστάσεως την οποία όμως δεν εξέδωσε ποτέ, βλ. Χρ. Λούκος, «Εισαγωγή», Το ανέκδοτο Ημερολόγιο του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου Μόναχο – Βερολίνο (1834-1837), Αθήνα, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων – Μουσείο Μπενάκη, 2011, σ. 10.

[8] Καν. Δεληγιάννης, Απομνημονεύματα, τ. Α΄, Απομνημονεύματα Αγωνιστών του ’21, τ. 16, Αθήνα, Γ. Τσουκαλάς, 1955 (α΄ έκδοση Αθήνα 1854), σ. 180-181. Το απομνημόνευμα του Παν. Παπατσώνη εκδόθηκε πολύ μετά το θάνατό του (Παν. Παπατσώνης, Απομνημονεύματα από των χρόνων της Τουρκοκρατίας μέχρι της Βασιλείας του Γεωργίου Α΄, επιμ. Εμμ. Πρωτοψάλτης, Αθήνα, ΓΑΚ, 1960).

[9] Διάσπαρτη είναι η σκληρή κριτική απέναντι στους Κολοκοτρωναίους στους οποίους αφιερώνονται πολλές σελίδες, βλ. ενδεικτικά Δεληγιάννης, Απομνημονεύματα, τ. Α΄, σ. 36-46, 123-124, 179-182, 194-196 κ.α.

[10] Η τάση αυτή της εκ των υστέρων δικαίωσης των ηττημένων παρουσιάζει νομίζω ενδιαφέρουσες αναλογίες με την περί τον Εμφύλιο ιστοριογραφία όπου, τριάντα χρόνια μετά την ήττα, βρέθηκε να κυριαρχεί ο λόγος όσων έχασαν τον πόλεμο. Ας αναλογιστούμε την «αγιοποίηση» του Α. Βελουχιώτη ή του Ν. Μπελογιάννη, για να αναφερθούμε σε δύο μόνο χαρακτηριστικές προσωπικότητες της Αριστεράς.

[11] [Θ. Κ. Κολοκοτρώνης], Ο Γέρων Κολοκοτρώνης, Αθήνα 1851, σ. 273.

[12] Πέραν του ίδιου του τρόπου έκδοσης της αφήγησης του Θ. Κολοκοτρώνη και ιδίως των επανεκδόσεων που ακολούθησαν, βλ. επίσης και άλλα κείμενα του Γ. Τερτσέτη, Εξακολούθησις των προλεγομένων εις τα υπομνήματα του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, Αθήνα 1852 και Ντ. Κονόμος, «Γεωργίου Τερτσέτη. Ανέκδοτη σκια­γραφία του Κολοκοτρώνη», Ελληνική Δημιουργία 6 (1950), σ. 571-573 (επανέκδοση στον τόμο Ντ. Κονόμος, Γεώργιος Τερτσέτης. Ανέκδοτα κείμενα, Αθήνα, Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, 1959, σ. 105-110).

[13] Γ. Βλαχογιάννης, Ιστορική Ανθολογία, επανέκδ.-επιμ. Άλκης Αγγέλου, Αθή­να, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Εστία, 2000, σ. 526 κ.ε.

[14] Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα δημοσιεύονται μία σειρά τέτοιου τύπου κείμενα, βλ. ενδεικτικά: [Ανώνυμος], Ιστορία του Θ. Κολοκοτρώνη και του υιού του Γενναίου Κολοκοτρώνη, Αθήνα 1889· Επαμ. Κωτσονόπουλος, Λόγος πανηγυρικός εκφωνηθείς κατά τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντος του Στρατάρχου της Ελλάδος Θεοδώρου Κολοκοτρώνη τη 23-4-1901, Αθήνα 1901· Γ. Τσοκόπουλος, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Αθήνα 1904· Θεμ. Αποστόλου, Ιστορία του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη ενδόξου στρατηγού των Πελοποννησίων κατά την μεγάλην υπέρ της παλιγγενεσίας του ελληνικού έθνους επανάστασιν του 1821, Κωνσταντινούπολη 1909.

[15] Η παλαιότερη ίσως έκδοση κολοκοτρωναίικου τραγουδιού είναι το τρισέλιδο φυλλάδιο Το άσμα του Κολοκοτρώνη που εκδόθηκε το 1822 στο Παρίσι. Σχετικά τραγούδια συγκέντρωσε ο Κ. Ρωμαίος, «Τα τραγούδια των Κολοκοτρωναίων», Πελοποννησιακά 1 (1956), σ. 409-440 και 2 (1957), σ. 379-413. Για τα θεατρικά βλ. ενδεικτικά: Θ. Δ. Κληρονόμος, Αντ. Ι. Αντωνιάδης, Ο αρχιστράτηγος Κολοκο­τρώνης, ήτοι, Κολοκοτρώνης πολιορκητής της Τριπόλεως: δράμα εις πράξεις τέσσαρας, Αθήνα 1904.

[16] Α. Γούδας, Βίοι Παράλληλοι, τ. Η΄, Αθήνα 1876, σ. 81-120 (ο μύθος στις σ. 104-105).

[17] Τις σχετικές κρίσεις συγκεντρώνει ο Τάσος Γριτσόπουλος, «Τα απομνημο­νεύματα», στο Θ. Κολοκοτρώνης, Διήγησις, σ. 77-79.

[18] Βλ. σχετικά Αλέξης Πολίτης, Το Δημοτικό τραγούδι. Κλέφτικα, Αθήνα, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Ερμής, 1981, σ. ιβ΄- ιη΄.

[19] Γ. Βλαχογιάννης, Κλέφτες του Μοριά, επανέκδοση στη σειρά: Άπαντα των Νεοελλήνων Κλασσικών, αρ. 4, επιμ. Γ. Κουρνούτος, Αθήνα [1966] (α΄ έκδ. Αθήνα 1935), σ. 13.

[20] Βλ. Τ. Κανδηλώρος, Η δίκη του Κολοκοτρώνη και η επανάστασις της Πελοποννήσου, Αθήνα 1906· Χρ. Στασινόπουλος, Ο αληθινός Κολοκοτρώνης, ιστορική κριτική μελέτη, Αθήνα 1958· Τάκης Λάππας, Κολοκοτρώνης. Βιογραφία του στρατάρχη του Μοριά, Αθήνα 1967· Παν. Ζέπος, «Θεόδωρος Κολοκοτρώνης», Πε­λοποννησιακά 8 (1971), σ. 1-14. Τη σχετική βιβλιογραφία μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα, συγκέντρωσε ο Θ. Βαγενάς, «Κολοκοτρωνική βιβλιογραφία», Χρονικά του Μοριά 3 (1954-1956), σ. 25-30.

[21] Τ. Γριτσόπουλος, «Τα απομνημονεύματα», στο Θ. Κολοκοτρώνης Διήγησις, σ. 1-112.

[22] Στο ίδιο, σ. 1-2.

[23] Σπ. Μελάς, Ο Γέρος του Μωριά: Βιογραφία, τ. Α΄-Β΄, Αθήνα, Σαλίβερος, 1931.

[24] Κολοκοτρώνης, Διήγησις, σ. 19. Βλ. σχετικά και Θ. Βαγενάς, Ο Θ. Κολοκο­τρώνης χάλασε τα Βέρβενα, Αθήνα 1946, σ. 1-28.

[25] Εκπομπή του παράνομου ραδιοφωνικού σταθμού του ΚΚΕ, «Φωνή της Αλήθειας», στις 24 Οκτωβρίου 1954, αναφερόμενη στη «ρετσινιά του κατασκόπου που φορτώνουν στους πατριώτες οι προδότες και οι προσκυνημένοι», μετέ­διδε κείμενο που αντλούσε επιχειρήματα από την πρόσφατη ελληνική ιστορία. Εκεί ειπώθηκε και το εξής: «Μήπως τον αθάνατο Γέρο του Μωριά που σάλπισε στεντόρεια “φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους” και διαφέντεψε την επανάσταση στην πιο κρίσιμή της ώρα και το γενναίο στρατηγό Πλαπούτα δεν τους στείλανε οι αγγλόδουλοι και βαυαροπροσκυνημένοι στο δικαστήριο για προδότες, δεν τους καταδικάσανε σε θάνατο και δεν σώθηκαν μόνο χάρη στην παλλαϊκή κατακραυγή και στην υπέροχη στάση τέτοιων τιμημένων δικαστών σαν τον Πολυζωΐδη και τον Τερτσέτη», Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ), Αρχείο Ραδιοφωνικού Σταθμού «Φωνή της Αλήθειας», Ειδικές Εκπο­μπές, 26, φ. 2.

[26] Φιλήμων, Δοκίμιον, τ. Δ΄, σ. 87-93· Σπηλιάδης, Απομνημονεύματα, τ. Α΄, σ. 213· Μένδελσον Βαρθόλδη, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, μετάφρ. Ηλίας Οικονομόπουλος, Αθήνα 1894, σ. 350-351.

[27] Η πληροφορία αναφέρεται σε αχρονολόγητη – μεταπελευθερωτική όμως – 11σέλιδη έκθεση του Συμβουλίου Περιοχής Πελοποννήσου της ΕΠΟΝ προς το Κε­ντρικό Συμβούλιο της οργάνωσης, όπου γίνεται αναφορά στην ιστορία του αντιστα­σιακού κινήματος νέων στην περιοχή. ΑΣΚΙ, Αρχείο ΚΣ της ΕΠΟΝ, έγγρ. Α287, φ. 1.

[28] Βλ. για παράδειγμα κείμενο του Γρ. Φιδά, με τίτλο «Εφιάλτες» που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ξεκίνημα της Καλαμάτας τον Οκτώβριο του 1944, σ. 8-9, μετά δηλαδή από όσα είχαν διαδραματιστεί στις συγκρούσεις του ΕΛΑΣ με τα Τάγματα Ασφαλείας στην πρωτεύουσα της Μεσσηνίας και στον Μελιγαλά. Εκεί επαινείται ο Κολοκοτρώνης για την τακτική που εφάρμοσε κατά των προδοτών: «Όμως ο Κολοκοτρώνης μας έδωσε την πιο ταιριαστή λύση. Στους προδότες φωτιά και τσεκούρι. Η νεολαία και ο λαός τόνιωσε. Πριν ακόμα ξελεφτερωθεί ο τόπος μας το τσεκούρι άρχισε να καθαρίζει όσους ανάμεσά μας είχε λερώσει η προδοσία. Χιλιάδες ύπουλοι και φανεροί, φριχτοί και λαομίσητοι προδότες βρήκαν το θάνατο που τους άξιζε».

[29] Δημοσίευμα στην εφ. Ριζοσπάστης, 24 Νοεμβρίου 1946.

[30] Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας, «Φωτιά και τσεκούρι!», Ελλάς 1946-1949 και τα προηγηθέντα, β΄ έκδ., Αθήνα, Εστία, 1974, σ. 242.

[31] Βλ. ΑΣΚΙ, Αρχείο Ραδιοφωνικού Σταθμού «Φωνή της Αλήθειας», Ειδικές Εκπομπές, 26, φ. 1. Επίσης στις 24 Οκτωβρίου 1954 η «Φωνή της Αλήθειας», μετέδιδε τα εξής: «Όργανα των Σλάβων οι κομμουνιστές, πληρωμένοι με ρουσικά ρούβλια οι δημοτικιστές κι ο Κολοκοτρώνης ακόμα πράχτορας των Ρώσων. […] Κατηγορήθηκε μαζί με τον Πλαπούτα ότι “προδίδοντες την εθνικήν ανεξαρτησίαν υπέγραψαν και παρακίνησαν και άλλους να υπογράψουν παράκλησιν προς την Ρωσίαν επί σκοπώ καταργήσεως της Αντιβασιλείας κλπ.” Το ίδιο παληό παμπάλαιο τροπάρι ξανάρχισαν σήμερα αυτοί που προδίνουν και ξεπουλάν την Ελλάδα ενά­ντια στους πατριώτες αγωνιστές που πιάσανε». Βλ. ΑΣΚΙ, Αρχείο Ραδιοφωνικού Σταθμού «Φωνή της Αλήθειας», Ειδικές Εκπομπές, 26, φ. 2.

[32] Βλ. Τάκης Σταματόπουλος, Οι τουρκοπροσκυνημένοι και ο Κολοκοτρώνης, Αθήνα, εκδ. Κάλβος, χ.χ. και πολλαπλές αναφορές στο τετράτομο έργο του ιδίου Ο εσωτερικός αγώνας, τ. Α΄-Δ΄, β΄ έκδοση, Αθήνα, Κάλβος, 1975.

[33] Το αφήγημα του Δ. Φωτιάδη, Η δίκη του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα, εκδόθηκε το 1962 από τις εκδόσεις Κυψέλη και έκτοτε έχει γνωρίσει μέχρι σήμερα δεκάδες επανεκδόσεις.

[34] Ο Βασίλης Ρώτας υπήρξε συγγραφέας του θεατρικού έργου «Κολοκοτρώνης ή η νίλα του Δράμαλη» που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην Επιθεώρηση Τέχνης, τχ. 8 (1955), σ. 129-144, 9 (1955), σ. 209-224, 10 (1955), σ. 305-320, 11 (1955), σ. 385-400, 12 (1955), σ. 493-503. Συνέγραψε επίσης τα κείμενα του πολύ δημοφι­λούς εικονογραφημένου εντύπου «Κολοκοτρώνης», που εκδόθηκε από στη σειρά των Κλασσικών Εικονογραφημένων των εκδόσεων Πεχλιβανίδη, σε εικονογράφηση Κ. Γραμματικόπουλου στα μέσα της δεκαετίας του 1950.

[35] Γ. Κορδάτος, Η κοινωνική σημασία της ελληνικής επαναστάσεως του 1821, Αθήνα 1977 (α΄ έκδ. Αθήνα 1924), σ. 187 και 177 αντιστοίχως.

[36] Γ. Λαμπρινός, Μορφές του Εικοσιένα, δ΄ έκδ., Αθήνα, Τοξότης, 1956, σ. 79-80.

[37] Γ. Βαλέτας, Το προδομένο Εικοσιένα, β΄ έκδ., Αθήνα, Φιλιππότη, 1979, σ. 47.

[38] Λ. Στρίγκος, Η Επανάσταση του Εικοσιένα, Αθήνα, Θεμέλιο, 1966, σ. 137- 138.

[39] Τ. Βουρνάς, Ιστορία της νεώτερης Ελλάδας. Από την Επανάσταση του 1821 ως το κίνημα του Γουδί (1909), Αθήνα, Αφοί Τολίδη, χ.χ., σ. 127.

[40] Ο Π. Ρούσος, Ζητήματα της ιστορίας μας. Διαμόρφωση του Ελληνικού έθνους, Δοκίμια, χ.τ., Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, 1955, σ. 134-135, γράφει πως ο Κολοκοτρώνης ήταν ο πιο αντιπροσωπευτικός αρχηγός της αγροτιάς ή υποστηρίζει ότι η «άρχουσα τάξη φυλάκισε το μεγάλο πολέμαρχο της Επανάστα­σης (σ. 235).

[41] Βλ. Γ. Ζεύγος, Σύντομη μελέτη της νεοελληνικής ιστορίας, Μπούλκες 1948, σ. 53.

[42] Το παραθέτει ο Ζεύγος, στο ίδιο, σ. 53.

[43] Μία από τις πιο χαρακτηριστικές χρήσεις του Θ. Κολοκοτρώνη για τις ανάγκες μιας σύγχρονης θεατρικής παράστασης απαντά στο έργο του Ιάκ. Καμπα­νέλη «Το Μεγάλο μας Τσίρκο» που ανέβηκε με μεγάλη επιτυχία από το θίασο Κ. Καζάκου και Τζένης Καρέζη τον Ιούνιο του 1973. Οι παραστάσεις διακόπηκαν τον Οκτώβριο του ίδιου έτους από το τότε δικτατορικό καθεστώς. Το ρόλο του Κολο­κοτρώνη ερμήνευε ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος.

[44] Μία μη συστηματική διερεύνηση – κυρίως μέσω διαδικτύου – έδειξε ότι αν­δριάντες ή προτομές του Κολοκοτρώνη υπάρχουν σε δημόσιους χώρους σε Δήμους της Αττικής όπως Αθήνα (Παλαιά Βουλή και Α΄ Νεκροταφείο), Χολαργό, Νέα Φιλα­δέλφεια, Χαϊδάρι, Παπάγου, Μαρούσι, Δάφνη.

 

Δημήτρης Δημητρόπουλος

 Διευθυντής Ερευνών – Τομέας Νεοελληνικών Ερευνών – Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών/ΕΙΕ

 «Η ματιά των άλλων» – Προσλήψεις προσώπων που σφράγισαν τρεις αιώνες (18ος – 20ος). Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών. Αθήνα, 2012.

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Σχετικά θέματα:

 

 

Read Full Post »

Τι διάβαζε ο Κολοκοτρώνης; © Δημήτρης Δημητρόπουλος, Διευθυντής Ερευνών – Τομέας Νεοελληνικών Ερευνών – Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών/ΕΙΕ


 

[…] Αφηγούμενος ο Κολοκοτρώνης το 1836 στον Γεώργιο Τερτσέτη τα του προ της επαναστάσεως βίου του λέγει και τα εξής: «Εις τον καιρό της νεότητος οπού ημπορούσα να μάθω κάτι τί, σχολεία, ακαδημίαι δεν υπήρχαν μόλις ήσαν μερικά σχολεία, εις τα όποια εμάθαιναν να γράφουν και να διαβάζουν. Οι παλαιοί κοτζαμπάσηδες οπού ήσαν οι πρώτιστοι του τόπου, μόλις ήξευραν να γράφουν το όνομά τους· το μεγαλύτερο μέρος των αρχιερέων δεν ήξευρε παρά εκκλησιαστικά κατά πράξιν, κανένας όμως δεν είχε μάθησι, το ψαλτήρι, το κτωήχι, ο μηναϊος, άλλαι προφητείαι, ήσαν τα βιβλία οπού ανέγνωσα» [1].

Προσωπογραφία Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, έργο του Karl Krazeisen, 1828.

Καταρχήν λοιπόν η νεανική παιδεία στην Πελοπόννησο. Κάποιος που ανήκε σε πολύκλαδη οικογένεια, σε «μεγάλο σόι» που τα μέλη του εναλλάξ δούλευαν ως κά­ποι σε προεστούς της Πελοποννήσου ή διαβιούσαν ως ορεσίβιοι κλέφτες, λέει ότι διαβάζει: τον «Οκτώηχο», το «Ψαλτήριο» και τα «Μηναία», εκκλησιαστικά λειτουργικά βιβλία δηλαδή που σημείωναν μεγάλη κυκλοφορία και πολλαπλές εκδόσεις. Τα δύο πρώτα αποτελούσαν ταυτόχρονα και τα βασικά διδακτικά εγχειρίδια που έφερναν σε επαφή τους μαθητές με τα γράμματα [2]. Λέει ότι διάβαζε επίσης και «προφητείες», φυλλάδες δηλαδή σαν τον Αγαθάγγελο που γνώριζε μεγάλη διάδοση [3], γιατί, όπως έγραφε ο Φωτάκος στο δικό του απομνημόνευμα, «τροφή και πα­ρηγοριάν έβλεπαν εις αυτόν οι Έλληνες» [4], ή όπως προσφυώς επισημαίνει ο I. Φιλήμων: «το πλήθος τούτου [του έθνους] εχειραγωγείτο ωφελίμως από τας οπτασίας του Αγαθάγγελου πιστεύον δογματικώς την μέλλουσαν μεταβολήν της τύχης του»[5].

Τότε όμως ο Κολοκοτρώνης ήταν ακόμη νιός και κλέφτης. Όταν πάει κυνηγημένος στα Επτάνησα τα πράγματα αλλάζουν. Εντάσσεται στον αγγλικό στρατό και γνωρίζει έναν άλλο κόσμο, που του ήταν τελείως άγνωστος. Στην Ζάκυνθο επίσης, την 1η Δεκεμβρίου 1818, μυείται στη Φιλική Εταιρεία, γίνεται δηλαδή δραστήριο μέλος μιας μυστικής οργάνωσης πού οραματίζεται, σχεδιάζει και ετοιμάζει μια επανάσταση. Μεταμορφώνεται συνεπώς σε νεωτερικό επαναστάτη – με το πέρασμά του μάλιστα στην Πελοπόννησο θα λέγαμε – με μια γερή δόση αναχρονισμού – γίνεται επαγγελματίας επαναστάτης. Διηγείται λοιπόν για τα τοτινά, νέα, διαβάσματά του: «Δεν είναι παρά αφού επήγα στη Ζάκυνθο οπού εύρηκα την Ιστορία τής Ελλάδος εις την άπλο-ελληνικήν τα βιβλία οπού εδιάβαζα συχνά ήτον η ιστορία της Ελλάδος, η ιστορία του Αριστομένη και Γοργώ και η Ιστορία του Σκεντέρμπεη» [6].

Να σημειώσουμε καταρχήν το χρόνο που χρησιμοποιεί ο Κολοκοτρώνης. Τα βιβλία δεν τα «διάβασε», τα «διάβαζε συχνά». Σημαίνει αυτό άραγε τα διάβαζε τμηματικά; Τα διάβαζε κατ’ επανάληψη: Και τα δύο: Ο χρόνος πάντως που επιλέγει δεν είναι αθώος, γιατί δηλώνει την υφιστάμενη σχέση του αναγνώστη με το ανάγνωσμα.

Τι είναι όμως αυτά τα βιβλία; Η βιβλιογραφία που οραματίστηκε ο Φίλιππος Ηλιού, ο  πρώτος τόμος και ο δεύτερος τον όποιο γιορτάζουμε εδώ σήμερα, μας επιτρέπουν να τα εντοπίσουμε. Η πολύτιμη «Ανέμη» που δημιούργησε ο Αλέξης Πολίτης επιτρέπει και να τα αποκτήσουμε σε ηλεκτρονική μορφή με ένα κλικ τού ποντικιού. Ας δούμε με μια γρήγορη ματιά περί τίνος πρόκειται. Και τα τρία βι­βλία είναι μεταφράσεις:

Το πρώτο, Η ιστορία συνοπτική της Ελλάδος, συντάχθηκε, όπως δηλώνεται στη σελίδα τίτλου, αρχικά στα αγγλικά, και κατόπιν μεταφράστηκε στα γερμανι­κά, από τα όποια το απέδωσε στα ελληνικά ο δάσκαλος στη Βιέννη Βασίλειος Παπαευθυμίου [7]. Τυπώθηκε στη Βιέννη το 1807, μάλιστα με δύο τραβήγματα ώστε να υπάρχουν στην εκάστοτε σελίδα τίτλου αφιερώσεις, στην Αδελφότητα των εντο­πίων Γραικών και σε εκείνην των εντοπίων Ρωμαιοβλάχων [8]. Πρόκειται για ένα σχολικό εγχειρίδιο συνταγμένο με μορφή ερωταπαντήσεων, σχετικών με τη γεω­γραφία, την ιστορία και τη θρησκεία της αρχαίας Ελλάδας, καθώς και ένα τμήμα γενικών ερωτήσεων περί των σύγχρονων τεχνών και επιστημών.

Το δεύτερο, το Αριστομένης και Γοργώς, είναι μυθιστόρημα του πολυγραφότατου και πολυδιαβασμένου γερμανού μυθογράφου Αύγουστου Λαφονταίν [9]. Ή δράση του τοποθετείται στην αρχαία Ελλάδα, στα χρόνια των πολέμων ανάμεσα στους Σπαρτιάτες και τους Μεσσήνιους. Εκδόθηκε σε δύο τόμους στη Μόσχα το 1820 από τον πηλιορίτη Νικόλαο Β. Γκούστη [10], σε μετάφραση από τα γερμανικά του Γεωργίου Λασσάνη [11], του κοζανίτη λόγιου, δάσκαλου και ένθερμου Φιλικού που χρησιμοποίησε το θέατρο και την πρόζα ως μέσο αφύπνισης, συνδέθηκε στε­νά με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, αγωνίστηκε μαζί του στη Μολδοβλαχία και τον ακλούθησε στη φυλάκιση και στις άλλες περιπέτειές του, ενώ μετά τον θάνατό του ήρθε να πολεμήσει στην Ελλάδα [12].

Το τρίτο είναι η Επιτομή της Ιστορίας Γεώργιου του Καστριώτου του επονομασθέντος Σκεντέρμπεη, που εκδόθηκε το 1812 στη Μόσχα [13]. Μεταφραστής και συγγραφέας δεν δηλώνονται, έχει υποστηριχτεί όμως βάσιμα ότι πρόκειται για συνοπτική απόδοση του έργου του γάλλου Ιησουίτη Ρ. Duponcet, Histoire de Scandaberg Roy d’Albanie, που είχε εκδοθεί στο Παρίσι, τω 1709 [14]. Στο τέλος τις έκδο­σης υπάρχει ενσωματωμένος και κατάλογος των διατελεσάντων σουλτάνων μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα, τον οποίο συνέταξε ο Ευγένιος Βούλγαρης [15].

Σύμφωνα με τα δικά του τουλάχιστον λεγόμενα, τα αναγνώσματα του Κολοκοτρώνη είναι κείμενα που λόγιοι της εποχής, δάσκαλοι κυρίως, επέλεξαν να με­ταφράσουν από το ξενόγλωσσο πρωτότυπο στα ελληνικά για εκπαιδευτικούς ή μάλλον ευρύτερα παιδευτικούς σκοπούς. Περιεχόμενό τους ο αρχαιοελληνικός κόσμος, όπως γίνεται κατανοητός από τις πιο στοιχειώδεις γνώσεις της εποχής και τη μυθοπλαστική του αφήγηση· επίσης ένας αλβανός ηγεμόνας που αντιστέκεται με ηρωισμό και επιτυχία στην οθωμανική επέλαση στα μέσα του 15ου αιώνα. Ένα ερώτημα που γεννιέται είναι: πυροδοτούν τα βιβλία αυτά την εθνική αφύπνιση; Ή ακόμη επαρκούν τα αναγνώσματα αυτά για τον εξοπλισμό ενός ανθρώπου στρατευμένου στο όραμα μιας επανάστασης; Φτάνουν για τη σκευή του επανα­στάτη; Τί είδους γνωστικά ερεθίσματα προσφέρουν; Που είναι ο Ρήγας, ο Κοραής, η Ελληνική Νομαρχία, ο Περραιβός έστω, τόσοι και τόσα άλλα; Οι άνθρωποι της πράξης σαν τον Κολοκοτρώνη, οι οπλαρχηγοί της Επανάστασης, σε ποιό βαθμό κοινωνούσαν με το έργο των λογιών, των στρατευμένων στην εθνική υπόθεση λο­γιών;

Τεκμηριωμένη απάντηση φυσικά δεν έχω να δώσω, παλαιότεροι και σύγχρονοι ιστορικοί, καλοί γνώστες της πνευματικής κίνησης στα προεπαναστατικά χρόνια έχουν εντρυφήσει σε θέματα όπως αυτά. Για τις ανάγκες της σημερινής συζήτησης μόνο, μια σκέψη. Δεν νομίζω ότι υπάρχει προδιαγεγραμμένος συντονισμός του βηματισμού των διανοουμένων με τους αποδέκτες των διανοημάτων τους· ακόμη και με τους πιο ιδανικούς αποδέκτες των μηνυμάτων τους. Οι διανοούμενοι μέσα από πνευματικές διαδικασίες – άγνωστης ταχύτητας και απροσδιόριστης αποτελεσματικότητας – διαμορφώνουν μια εν δυνάμει κατάσταση, πότε όμως και υπό ποιές προϋποθέσεις αυτή η κατάσταση είναι ικανή να γεννήσει κάτι νέο, κάτι άλλο, είναι εν πολλοίς άγνωστο. «Καιρός του σπείρειν καιρός του θερίζειν» που λέει και ο ποιητής [16], δεν υπάρχει εντούτοις ευθεία αντιστοιχία στο εκπεμπόμενο σύνθημα και την υλοποίησή του. Δεν αρκεί να φωνάξουν κάποιοι πάρτε τα όπλα, ώστε οι μάζες να σπεύσουν να ακολουθήσουν. Οι πρόσφατες εμπειρίες, στην Ελλάδα και αλλού στον κόσμο, νομίζω, το καταδεικνύουν.

Αναγκαία προϋπόθεση όμως είναι η συγκρότηση ενός μύθου, ενός μεγάλου αφηγήματος ποταμού, ο όποιος θα τροφοδοτείται από ποικίλα ποτάμια, μικρά ποταμάκια και ρυάκια που θα συγκλίνουν στην κοίτη του. Στην περίπτωση της Επανάστασης του 1821, το ποτάμι αυτό που πότισε και γονιμοποίησε τη χέρσα σκέψη νομίζω ότι ήταν η ελληνική αρχαιότητα, ο αρχαίος ελληνικός κόσμος. Η εργογραφία των λογιών, οι μεταφραστικές πρωτοβουλίες με κορυφαία του Α. Κοραή, αλλά και οι ποικίλες όψεις του φαινομένου στους θεσμούς, στην κοινωνική ζωή, στην καθημερινότητα το δείχνουν [17]. Για να ξαναγυρίσουμε όμως στον Κολοκοτρώνη, από τα τρία βιβλία που μνημονεύει, τα δύο πρώτα εντάσσονται καλά σε αυτή τη χορεία. Στο μυθιστόρημα του Λαφονταίν μάλιστα ο κλασικός κόσμος απο­τελεί το πλαίσιο για να αναδεχθεί η αγάπη για την πατρίδα που τρέφει ο νεαρός ήρωας, ως το υπέρτατο αγαθό [18]. Το τρίτο βιβλίο, με έντονο και αυτό το μυθικό στοιχείο – αφού αναπλάθει τη ζωή ενός στρατηλάτη που μάχεται με τους Τούρ­κους – ακούμπα πιο πολύ στις δικές του προσωπικές προτεραιότητες. Σε ένα από τα ανέκδοτα που του αποδίδει ο Τερτσέτης αποκαλύπτει μιά όψη του πράγματος: «Ανέγνωσα, έλεγε, τον βίον του Σκεντέρμπεη, εσυλλογούμουν τα έργα του, δεν εκλεισθεί ποτέ εις την Κρόγια» [19], αναφερόμενος στη στρατηγική επιλογή του Γε­ωργίου Καστριώτη να συγκεντρώσει τις στρατιωτικές του δυνάμεις στην οχυρή Κρούγια και να καταστήσει την πολιορκημένη πόλη στα 1466-1467, κέντρο της άμυνάς του απέναντι στα οθωμανικά στρατεύματα που οδηγούσε ο Μεχμέτ Β’: [20].

Ο Κολοκοτρώνης λοιπόν μορφώνει γνώμη μέσα από μύθους, διαβάζει ευχάριστα και διδακτικά κείμενα που ανήκουν σε ένα πνευματικό περιβάλλον που διαμόρφωσαν λόγιοι της εποχής του. Στον δικό του όμως κώδικα άξιων – όπως πιθανότατα και στων όμοιων του- υπάρχει ένα όριο στην ανάγνωση, γιατί η μελέτη και η γνώση δεν είναι αυτοσκοπός, είναι εργαλείο για τη δράση. Αν το πούμε σχηματικά, θα λέγαμε: δεν διαβάζουμε για να μάθουμε, μαθαίνουμε για να πολεμήσουμε.

Ο Τερτσέτης διηγείται μια μικρή ιστορία από τη Ζάκυνθο, που περιγράφει με εξαιρετικό τρόπο τη σχέση αυτή και το σημείο που τίθεται το όριο: «επήγε, ο τότε Μαγιόρος Κολοκοτρώνης προς χαιρετισμόν του αξιοτίμου διδασκάλου Νικολάου Καλύβα[21], εκάθιζε και ακροάζετο την παράδοσιν. Τι είναι τούτα, λέγει με μιας, πού διδάσκεις τα παιδιά τώρα, – τούτο να τα φώτισης – και εχύθη με γελούμενον πρόσωπο να σχίση ένα Βόλφιον, ϊν φόλιο, μεγάλο βιβλίο[22], να δείξει πως φτιάνουν τα φυσέκια. Ο διδάσκαλος, διά να σώση τον Γερμανόν φιλόσοφον, έπεσε με τα στήθη του εις το in folio. Τα παιδιά εγελούσαν και εκείνα, ως είδαν πιασμένους καθηγητήν και γέρο Κολοκοτρώνην, ο ένας να φυλάξη το βιβλίον του, ο άλλος να το κάμη φυσέκια. Ο ιατρός Καλύβας ήτον θερμός εταιριστής και οι κίνδυνοι του in folio τον χειμώνα του έτους 1820»[23].

Η χρονολογία έχει τη δική της σημασία. Χειμώνας του 1820, όταν πλέον πλησιάζει το πλήρωμα του χρόνου, η προσχεδιασμένη ώρα της εξέγερσης και συνεπώς οι προτεραιότητες έχουν αλλάξει άρδην.

Άν η ανάγνωση, η παιδεία γενικότερα, αποτελούν το υπόβαθρο, υπάρχει λοιπόν και ένα άλλο δρομολόγιο που οδηγεί τον Κολοκοτρώνη στην Επανάσταση: είναι ή βιωμένη εμπειρία, τα γεγονότα και οι αλλαγές που σηματοδοτούν αυτά, στον δικό του μικρό τόπο, όπως και στη γνωστή σε αυτόν οικουμένη. Ξαναπιάνουμε την αφήγησή του εκεί που την αφήσαμε στην αρχή και κλείνουμε: «Η Γαλ­λική Επανάστασις και ο Ναπολέων έκαμε, κατά την γνώμην μου, να άνοιξη τα μάτια του κόσμου. Προτήτερα τα έθνη δεν εγνωρίζοντο, τους βασιλείς τους ενό- μιζαν ως θεούς της γης, και ό,τι και αν έκαμναν το έλεγαν: καλά καμωμένο»[24].

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Θ. Κ. Κολοκοτρώνης. Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836, Επιμέλεια: Τ. Γριτσόπουλος, φωτομηχ. ανατύπωση, Αθήνα 1981 (α’ έκδ. Αθήνα 1846), σ. 48-49.

[2] Φ. Ηλιού, «Το ελληνικό βιβλίο στα χρόνια της ακμής του Νεοελληνικού Διαφωτισμού», Ιστορίες του ελληνικού βιβλίου, Εκδοτική φροντίδα: Άννα Ματθαίου – Στρ. Μπουρνάζος – Πό- πη Πολέμη. Ηράκλειο 2005, σ. 59-62- του ιδίου, «Οκτωήχια και μέτρηση της βιβλιοπαραγωγής», ο.π., σ. 583-585 – Πόπη Πολέμη (επιμέλεια, με τη συνεργασία της Αναστασίας Μυλωνοπούλου και της Ειρήνης Ριζάκη), Φίλιππου Ηλιού Κατάλοιπα. Ελληνική Βιβλιογραφία τον 19ον αιώνα, τ. Β’, 1819-1832,  Αθήνα 2011, σ. κστ’-κζ’.

[3] Αλέξης Πολίτης, «Η προσγραφόμενη στο Ρήγα πρώτη έκδοση του Αγαθάγγελου», π. Ο Ερανιστής, τ. 7,1969, σ. 175-177- Μ. Hatzopoulos, «Ancientprophecies, modern predictions»: My­ths and symbols of Greek nationalism, δακτ. διδ. διατρ., University of London 2005, σ. 36-39.

[4] Φώτιος Χρυσανθόπουλος, Απομνημονεύματα περί τής Ελληνικής Έπαναστάσεως, Έκδοση: Στ. Ανδρόπουλος, τ. 1, Αθήνα 1899, σ. 35.

[5] Φιλήμων, Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρίας, Ναύπλιο 1834, σ. 217.

[6] Θ. Κολοκοτρώνης, Διήγησις, δ.π., σ. 48-49.

[7] Ο Βασίλειος Παπαευθυμίου συστήνεται στην σελίδα τίτλου ως: «εκ του Κωστάντζικου της Μακεδονίας» (σήμερα Αυγερινός του Βοΐου Κοζάνης). Είναι συγγραφέας διδακτικών εγχει­ριδίων (Αλφαβητάριον Απλοελληνικόν, Βιέννη 1807. Φεραυγής Γραμματική, Βιέννη 1811, Στοι­χεία της ελληνικής γλώσσης, τ. 1-3, Βιέννη 1812, Στοιχεία της ελληνικής ήτοι Ανθολογία Ποιητι­κή, Βιέννη 1813) και μεταφραστής (Σύνοψις όλων των ελευθέρων τεχνών και επιστημών. Βιέννη 1819) βλ. αντιστοίχως Φ. Ηλιού, Ελληνική Βιβλιογραφία του 19ου αιώνα, τ. Α’, 1801-1818, Αθή­να 1997, σ. 202-203, 317, 345-346, 375-376 και Πόπη Πολέμη (έπιμ.), Ελληνική Βιβλιογραφία του 19ου αιώνα, τ. Β’, δ.π., σ. 58-59. Μνεία του μεταξύ των λογιών της τουρκοκρατίας βλ. Ανδρέας Παπαδόπουλος – Βρετός, Νεοελληνική Φιλολογία, τ. Β’, Αθήνα 1857, σ. 315.

[8] Ιστορία συνοπτική της Ελλάδος, Διηρημένη εις τέσσαρα μέρη… Συνδεθείσα μεν αγγλιστί υπότινος Ανωνύμου εις χρήσιν των Σχολείων της Λόνδρας, μεταφρασθείσα δε επ’ αυτώ τούτω εις την Γερμανικήν, και εξ αυτής μετενεχθείσα εις την απλοελληνικήν ημών διάλεκτον παρά Βα­σιλείου Π. Ευθυμίου, Βιέννη 1807, βλ. Φ. Ηλιού, Ελληνική Βιβλιογραφία του 19ον αιώνα, τ. Α’, δ.π., σ. 213-215.

[9] Αριστομένης και Γοργώς Πόνημα Αύγουστου Λαφονταίνου. Εκ του Γερμανικού μετα- φρασθέν παρά Γ.[εωργίου] Λ[ασσάνη]. Κ’ έκδοθέν υπό Νικολάου Β. Γκούστη του εκ Μακρηνί- τσης του Πηλείου όρους, τ. 1-2, Μόσχα 1820, βλ. Πόπη Πολέμη (έπιμ.), Ελληνική Βιβλιογραφία του 19ου αιώνα, τ. Β’, δ.π., σ. 70-71.

[10] Ο Νικόλαος Β. Γκούστης (ή Γούστης) το 1820 είχε εκδώσει στη Μόσχα και άλλο ένα κεί­μενο του Γ. Λασσάνη με τον τίτλο Ελλάς, που αποτελούσε πρόλογο στην τραγωδία του Αρμό­διος και Αριστογείτων. Τον επόμενο χρόνο εξέδωσε στη Μόσχα επίσης το κείμενο: Επιτάφιος λόγος εις τον αείμνηστον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Γρήγοριον, που είχε εκφωνήσει ο Κωνσταντίνος Οικονόμος. Ήταν επιστάτης για τη συλλογή της συνδρομής του Λόγιου Έρμη στη Μόσχα, ενώ το Φεβρουάριο του 1821 ανακοινώνει τη σύσταση βιβλιοπωλείου στην Οδησσό που θα λειτουργεί υπό την επιστασία του Γεωργίου Γαλάτη – την αναγγελία βλ. Πόπη Πολέμη, με τη συνεργασία της ’Αννας Ματθαίου και της Ειρήνης Ριζάκη, Διά του γένους τον φωτισμόν. Αγγελίες προεπαναστατικών εντύπων (1734-1821) από τα κατάλοιπα του Φίλιππου Ηλιού, Αθήνα 2008, σ. 440,479.502.

[11] Παρότι ο μεταφραστής αναγράφεται στη σελίδα τίτλου με τα αρχικά του Γ. Λ., έχει ταυ­τιστεί με ασφάλεια με τον Γεώργιο Λασσάνη. Το όνομά του άλλωστε δημοσιεύεται και στην αναγ­γελία έκδοσης του έργου πού δημοσιεύτηκε στον Ερμή το Λόγιο, την 1 Δεκεμβρίου 1819- την αναγγελία βλ. Πόπη Πολέμη, Διά τον γένους τον φωτισμόν, ό.π., σ. 441.

[12] Για τον Γ. Λασσάνη βλ. πρόχειρα Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος, Τρία ανέκδοτα ιστορικά δοκίμια του φιλικού Γεωργίου Λασσάνη, Θεσσαλονίκη, Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών, 1973, σ. 11-34· Βάλτερ Πούχνερ. «Εισαγωγή», στο Γεωργίου Λασσάνη, Τα Θεατρικά, Αθήνα 2002, σ. 11 κ.ε.

[13] Επιτομή της Ιστορίας Γεωργίου του Καστριώτου του επονομασθέντος Σκεντέρμπεη, με- μεταφρασθείσα εκ του γαλλικού μετά προσθήκης του γενεαλογικού καταλόγου των Οθωμανών Σουλτάνων σνερανισθέντος παρά του σοφωτάτου Αρχιεπισκόπου Ευγενίου του Βουλγάρεως, Μόσχα 1812. βλ. Φ. Ηλιού, Ελληνική Βιβλιογραφία του 19ον αιώνα, τ. Λ’, ό.π., σ. 331-332.

[14] Βλ. σχετικά Τίτος Γιοχάλας, Ο Γεώργιος Καστριώτης – Σκεντέρμπεης στα νεοελληνικά γράμματα, Αθήνα 1994, ιδίως σ. 21-39, όπου και αναλυτική αναφορά στην προέλευση του έργου και στους πιθανούς μεταφραστές του.

[15] Επιτομή της Ιστορίας Γεωργίου του Καστριώτου, ό.π., σ. 293-348.

[16] Γιώργος Σεφέρης. Ημερολόγιο Καταστρώματος Β’, Αθήνα 1945, ποίημα «Τελευταίος Σταθμός».

[17] Ενδεικτικά από την πρόσφατη βιβλιογραφία για τη χρήση των αρχαιοελληνικών συμ­βόλων βλ. Λουκία Δρούλια, «Η θεά Αθηνά, θεότητα έμβλημα του νέου ελληνισμού», Επιστημονικό Συμπόσιο: Οι χρήσεις της αρχαιότητας από το νεότερο ελληνισμό, Αθήνα 2002, σ. 221- 240.

[18] Για την υπόθεση του έργου και την επιλογή του από τον Γ. Λασσάνη, βλ. Αριάδνη Cama- riano-Cioran, «Ο επιφανής Φιλικός Γεώργιος Λασσάνης», Επιθεώρηση Τέχνης, τχ. 21,1965, σ. 139.

[19] Θ. Κολοκοτρώνης, Διήγησις, ό.π., «Ρητά του Γέρου Κολοκοτρώνη», σ. 276.

[20] Για τα γεγονότα βλ. ενδεικτικά: Fan S. Noli, Scanderbeg, Μετάφραση από τα αλβανικά: Α1. Laporta, Η. Myrto, Lecce 1993, σ. 142-148· Th. Stavrides, The Sultan of Vezirs. The life and times of the Ottoman Grand Vezir Mahmud Pasha Angelovic (1453-1474), Leiden 2001, σ. 162-164.

[21] Βιογραφικά του Ζακυνθού ιατροφιλόσοφου, δασκάλου και Φιλικού Νικολάου Καλύ­βα, βλ. Ντίνος Κονόμος, Ζακυνθινοί Φιλικοί, Αθήνα 1966. σ. 42-44.

[22] Ο Ιερώνυμος Βόλφιος (Hieronymus Wolf), γερμανός φιλόλογος και ανθρωπιστής που έζησε τον 16ο αιώνα, θεωρείται ο ιδρυτής της βυζαντινής φιλολογίας. Μετέφρασε και εξέδωσε αρχαίους ρήτορες, Ισοκράτη και Δημοσθένη· ορισμένες από τις εκδόσεις αυτές ήταν in folio, μεγάλου μεγέθους (σχήμα 2ο), σε κάποια από τις όποιες αναφέρεται και το περιστατικό που διασώζει ο Γ. Τερτσέτης. Στη βιβλιογραφία του Φ. Ηλιού (ό.π., τ. Α’), αναφέρονται τρεις ελληνικές εκδόσεις με έργα Αττικών ρητόρων (1812.48, σ. 338,1813.38 σ. 368 και 1816.47 σ. 462), στις όποιες περιλαμβάνονται μεταφρασμένα κείμενα του Η. Wolf, ως εισαγωγές σε Λόγους – τα βιβλία αυτά είναι όμως 8ου σχήματος.

[23] Θ. Κολοκοτρώνης, Διήγησις, «Προλεγόμενα» Γεωργίου Τερτσέτη, σ. λγ’. Το επεισόδιο επισημαίνει ο Αλκής Αγγέλου στη μελέτη του Οι λόγιοι και ο Αγώνας, Αθήνα 1971, σ. 15-16, ως χαρακτηριστικό της μεταβαλλόμενης σχέσης που είχε τα χρόνια αυτά «η πέννα» και «το πάλα».

[24] Θ. Κολοκοτρώνης, Διήγησις, ό.π.. σ. 49.

 

Δημήτρης Δημητρόπουλος

Διευθυντής Ερευνών

Τομέας Νεοελληνικών Ερευνών

Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών/ΕΙΕ

«Τα Ιστορικά», τόμος 29ος, τεύχος 56, Ιούνιος, 2012.

* Το κείμενο αποδόθηκε στο μονοτονικό, διατηρήθηκε όμως η ορθογραφία του συγγραφέως.

 

Read Full Post »

Μαρτυρίες για τον πληθυσμό των Νησιών του Αιγαίου, 15ος – Αρχές 19ου αιώνα | Δημήτρης Δημητρόπουλος


 

 

 Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών

Τετράδια εργασίας 27

Μαρτυρίες για τον πληθυσμό των Νησιών του Αιγαίου, 15ος – Αρχές 19ου αιώνα  

Δημήτρης Δημητρόπουλος, Αθήνα 2004

 

Μαρτυρίες για τον πληθυσμό των Νησιών του Αιγαίου

Η μελέτη του πληθυσμού των νησιών του Αιγαίου για τη χρονική περίοδο πριν τη διεξαγωγή κρατικών απογραφών προσκρούει στο πρόβλημα της έλλει­ψης αξιόπιστων πηγών. Τα τεκμήρια που διασώζονται είναι περιορισμένα και διάσπαρτα και οι πληροφορίες που αντλούνται από αυτά αποσπασματικές – συχνά με μεγάλα χάσματα, τα οποία δεν επιτρέπουν τα σχηματιστεί μια εικόνα της εξέλιξης του πληθυσμού- ενώ πολλές φορές είναι αναξιόπιστες, φανταστι­κές ή και σκόπιμα παραπλανητικές. Χαρακτηριστικό των μαρτυριών για τον πληθυσμό που συλλέγονται από τις προστατιστικές πηγές είναι ότι προέρχονται από τεκμήρια ποικίλης προέλευσης που συντάχθηκαν για διαφορετικούς λόγους και συγκεντρώνουν διαφορετικά ποιοτικά γνωρίσματα. Συχνά μάλιστα η μαρτυ­ρία για τον πληθυσμό μίας περιοχής δεν προκύπτει ευθέως από τη διαθέσιμη πηγή, αλλά συνάγεται έμμεσα μετά από επεξεργασία και λογικές αναγωγές επί των υπαρχόντων στοιχείων.

Ακόμη και στις περιπτώσεις που έχουμε καταμετρή­σεις ή άλλα απογραφικού τύπου στοιχεία, αυτά δεν έχουν συλλεγεί με σκοπό την απογραφή του πληθυσμού αλλά για φορολογικούς σκοπούς, και συνεπώς υπόκεινται στη λογική και στις προτεραιότητες που θέτουν οι ανάγκες της καταγραφής των φορολογουμένων και της κατανομής των φόρων.

Το τοπίο λοιπόν στο χώρο αυτό είναι θολό, καθώς οι όποιες μαρτυρίες υπάρχουν δίνουν μία κάποια εικόνα του πληθυσμού των νησιών του Αιγαίου, δεν επιτρέπουν όμως ακριβείς προσεγγίσεις και επεξεργασίες των πληθυσμιακών δεδομένων.

Η μελέτη που ακολουθεί χωρίζεται σε δύο μέρη.

Στο πρώτο εξετάζονται οιποικίλες πηγές από τις οποίες μπορούν να αντληθούν πληροφορίες για τον πλη­θυσμό των νησιών του Αιγαίου και γίνεται μία απόπειρα προσέγγισης των προβλημάτων που ανακύπτουν όταν επιχειρείται να εξαχθούν πορίσματα για τον πληθυσμό και τα φαινόμενα που σχετίζονται με αυτόν από προστατιστικές πηγές.

Παράλληλα, εξετάζονται οι όροι και οι δυνατότητες των προστατιστικού χαρα­κτήρα πηγών να δώσουν απαντήσεις σε ερωτήματα που σχετίζονται με τη μελέτη των πληθυσμών, όπως είναι η σύνθεση και το μέγεθος της οικογένειας, η σχέση και η αντιστοιχία των φορολογικών εννοιών που χρησιμοποιούνται στα φορολογι­κά κατάστιχα με τις δημογραφικές έννοιες, η συνδυαστική από κοινού χρήση δια­φόρων τύπων τεκμηρίων με στόχο την άντληση του συνόλου των στοιχείων και τον πληρέστερο έλεγχο αξιοπιστίας τους, η αλίευση στις πηγές της εποχής πληρ­οφοριών που αφορούν το φύλο, τις ενθοπολιτισμικές, θρησκευτικές, κοινωνικές, επαγγελματικές ή άλλες ομάδες. Ειδική αναφορά, μέσα από την αναλυτική εξέ­ταση της απογραφής ενός νησιού, της Αμοργού, γίνεται στις καταγραφές της καποδιστριακής περιόδου που αποτελούν και τις πρώτες απόπειρες συστηματι­κής καταγραφής του πληθυσμού με την ίδρυση του ελληνικού κράτους.

Αντικείμενο διερεύνησης αποτελεί επίσης ο τρόπος με τον οποίο αποτυ­πώνονται στις ποικίλες πηγές της περιόδου, παράγοντες που επιδρούν στην εξέλιξη του νησιωτικού πληθυσμού, όπως τα πολεμικά γεγονότα, οι ασθένειες και οι επιδημίες, οι φυσικές καταστροφές, η μετανάστευση και οι μετακινήσεις των κατοίκων.

Στο δεύτερο μέρος παρουσιάζονται συστηματικές αποδελτιώσεις των μαρ­τυριών που αφορούν τους πληθυσμούς των νησιών του Αιγαίου που ενσωματώ­θηκαν σε διαφορετικές χρονικές στιγμές στο ελληνικό κράτος, όπως αυτές συλ­λέχθηκαν από ποικίλου χαρακτήρα και προέλευσης πηγές. Το πληροφοριακό υλικό καλύπτει ένα ευρύ χρονικό διάστημα αρχίζει από τον 15ο αιώνα και εκτεί­νεται μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1830, έως την εποχή δηλαδή από τηνοποία αρχίζουν να εμφανίζονται οι πρώτες σχετικώς αξιόπιστες απογραφικού χαρακτήρα πηγές.

Με τον τρόπο αυτό συγκροτείται ένα σώμα τεκμηρίων για τους νησιωτικούς πληθυσμούς ποικίλης προέλευσης και αξιοπιστίας, που συνι­στά κατ’ αρχήν ένα εργαλείο δουλειάς για το μελετητή του νησιωτικού χώρου. Η συναγωγή αυτή μαρτυριών για τον πληθυσμό του Αιγαίου σε καμμία περί­πτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί πλήρης. Η συνέχιση και διεύρυνση της έρευνας ενδεχομένως θα προσθέσει αρκετές ακόμη μαρτυρίες. Νομίζω όμως ότι με το υπάρχον τεκμηρωτικό υλικό σχηματίζεται μια εικόνα τόσο του εύρους όσο και της ποιότητας των πηγών, ενώ παράλληλα δημιουργείται ένα αρχικό σώμα τεκ­μηρίων, ανοικτό σε νέες συνεισφορές, προσθήκες, βελτιώσεις και διορθώσεις, στο πνεύμα ακριβώς της αρχικής σύλληψης των Τετραδίων Εργασίας του ΚΝΕ/ΕΙΕ, που είχαν δέσει ως στόχο την κυκλοφορία και διάχυση των ιστορικών πληροφοριών, όταν αυτές κριθούν ότι φτάνουν σε μία ικανοποιητική πύκνωση γύρω από ένα θέμα, πριν την «οριστική» τους δημοσίευση.

Η συλλογή του τεκμηριωτικού υλικού για την εργασία αυτή άρχισε επ’ αφορ­μή του ερευνητικού προγράμματος «ΑΙΓΑΙΟ. Ιστορική μελέτη των οικισμών και η αρχιτεκτονική της κατοικίας», το οποίο διεξήχθη την τριετία 1995-1998 από το Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και το Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου.

Στα χρόνια που μεσολά­βησαν συνεχίστηκε -με κυμαινόμενη είναι αλήθεια ένταση- η συλλογή μαρτυριών και ο έλεγχος όσων πληροφοριών είχαν ήδη εντοπιστεί σε βιβλιογραφικές πηγές, μελέτες και άλλα βοηθήματα […]

Απόσπασμα από την εισαγωγή του τόμου.

 

Read Full Post »