Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Κεχαγιάμπεης’

Η μάχη στο Άργος (24 Απριλίου 1821) με τον Κεχαγιάμπεη, η εμπλοκή στη Μονή Κατακεκρυμμένης και ο Παπαρσένης Κρέστας – Ιωάννης Αγγ. Ησαΐας


 

Ιστορική συνοπτική αφήγηση της μάχης και των συναφών γεγονότων

 

Στις 24 Απριλίου 1821 ο Κεχαγιάμπεης Μουσταφάς ερχόμενος από την Ήπειρο στάλθηκε στο Άργος και στρατοπέδευσε στο Κουτσοπόδι, για να πο­λιορκήσει το φρούριο του Άργους και να καταλάβει την πόλη. Τότε, οι κάτοικοι της πόλεως την 25η Απριλίου 1821, για να σωθούν, κατέφυγαν πίσω από την Ακρόπολη του Άργους, άλλοι στη θέση των Μύλων του Κεφαλαρίου και ο με­γαλύτερος αριθμός των αδυνάτων Ελλήνων στα δύσβατα μέρη με τους βάλτους της περιοχής και έτσι σώθηκαν [1]. Ο ακαταπόνητος Παπαρσένης ή Παπα-Αρσένιος [2] Κρέστας με Κρανιδιώτες, Ερμιονίτες, Σπετσιώτες και Αργείους θέλησε να αναχαιτίσει τον Κεχαγιάμπεη στο φράγμα του ποταμού Ξηριά ή Ξεριά [3]. Το φράγμα δεν άντεξε την ορμητικότητα των Τουρκαλβανών του Κεχαγιάμπεη και οι Έλληνες τράπηκαν σε φυγή, καταφεύγοντας στα γύρω υψώματα [4].

Χουρσίτ πασάς, λιθογραφία του Bouvier.

Στην μάχη αυτή παρά τον χείμαρρο Ξεριά, σώμα Σπετσιωτών πολεμιστών με αρχηγό τον γιό της Μπουμπουλίνας Γιάννο Γιάννουζα, αντιστάθηκε στις δύο και πλέον χιλιάδες Οθωμανούς με επικεφαλής τον Βελή-μπέη, απεσταλμένο τότε του Χουρσίτ πασά της Τρίπολης, με εντολή την εκκαθάριση της Αργολίδας και των γύρω περιοχών από τους επαναστατημένους Έλληνες. Η μάχη ήταν δύσκολη και επικίνδυνη. Εκεί, έπεσε ως αληθινός ήρωας ο γιός της Μπουμπουλίνας, που όρμησε πεζός πάνω στον έφιππο Βελή-μπέη, τον έριξε κάτω από το άλογό του και τον τραυμάτισε με το σπαθί του θανάσιμα. Εχθρική όμως, σφαίρα εκείνη τη στιγμή, τον κτύπησε και έπεσε νεκρός [5].

Ένα τμήμα Αργείων κατέφυγε στο Μοναστήρι της Μονής Κατακεκρυμμένης [6] πλησίον του Άργους, μαζί με τον Παπαρσένη τον πολέμαρχο της πολιορκίας Ναυπλίου και τον Δημ. Τσώκρη. Ο Παπα-Αρσένιος, αν και ήταν επικηρυγμένος από τον Κεχαγιάμπεη, διέσχισε ξιφήρης με οκτώ παλληκάρια του το στρατόπεδο των εχθρών τη νύκτα, χωρίς να γίνει αντιληπτός και σώθηκε από την άλλη πλευρά του Μοναστηριού. Οι άοπλοι, όμως, επειδή δεν μπορούσαν να αντιδράσουν, υπετάγησαν στον Κεχαγιά, που τους χάρισε αμνηστεία [7]. Κατόπιν, ο Κεχαγιάμπεης πήγε ανενόχλητος στο Ναύπλιο και, αφού ενίσχυσε τη φρουρά με 300 άνδρες και εφόδιασε αυτή με τροφές, έλυσε την πολιορ­κία της πόλεως από τους Έλληνες για δεύτερη φορά και ανέβηκε στην Τρίπολη [8].

 

Επιβεβαίωση των συμβάντων στο Άργος και τη Μονή Κατακε­κρυμμένης από τις ιστορικές πηγές και μαρτυρίες

 

Το Ναύπλιο με τα κάστρα του, ήταν μια σπουδαία και σημαντική πόλη στην Αργολίδα για του Τούρκους και η πολιορκία από τους Έλληνες ήταν αφόρητη χωρίς να αποκλείεται να καταληφθεί κάποια στιγμή από τις Ελληνικές δυνάμεις. Από την άλλη μεριά στην Τρίπολη οι εξελίξεις δεν και τόσο καλές για τους Τούρκους. Μπροστά σ’ αυτή τη διαμορφωμένη κατάσταση έσπευσε να βοηθήσει ο Κεχαγιάμπεης και να διαλύσει τις απρόβλεπτες δυσκολίες του κεντρικής έδρας του Πασά της Πελοποννήσου στην Τρίπολη, εκεί όπου είχαν συγκεντρωθεί και αποκλειστεί οι σπουδαιότεροι παράγοντες των Τούρκων. Έτσι λοιπόν, έφθασε και στρατοπέδευσε στις 24 Απριλίου 1821 στο Κουτσοπόδι Άργους ο Κεχαγιάμπεης, με σκοπό να προχωρήσει προς τα ορεινά της Τριπόλεως. Εκεί πληροφορήθηκε ότι στα πρόθυρα του Άργους είχαν στήσει ενέδρα, οχυρωμένοι πίσω από το προφυλακτήριο τείχος του χειμάρρου Ξηριά ή Ξεριά, Ελληνικές δυνάμεις με ένοπλους Αργείους και Κρανιδιώτες υπό τη διοίκηση του Παπαρσένη Κρέστα και του γιου τής Μπουμπουλίνας, για να εμποδίσουν την πορεία του προς την Τρίπολη. Τα γεγονότα εξελίχθηκαν ταχύτατα και δημιούργησαν μια νέα κατάσταση.

Παπαρσένιος Κρέστας. Οπλαρχηγός του Κρανιδίου.

Ο Αμβρόσιος Φραντζής αναφέρει ότι ο Κεχαγιάμπεης απέστειλε διαταγές στους παρευρισκόμενους κατοίκους του Άργους και τους ζητούσε υποταγή και ευπείθεια αποθέτοντας τα όπλα, υποσχόμενος όχι μόνο αμνηστία αλλά και επωφελή πράγματα γι’ αυτούς. Οι Έλληνες παρότι βρίσκονταν σε δυσχερή θέση, δεν δείλιασαν και κατέλαβαν κάποιες αμυντικές θέσεις για να αντιμετωπίσουν το Οθωμανι­κό στράτευμα. Ο Παπαρσένης με τα 80 παλικάρια του ταμπουρώθηκαν στη Μονή Κατακεκρυμμένης πάνω από το Άργος. Μετά την επίθεση του Κεχαγιάμπεη, τα τέσερα στρατιωτικά τμήματα διεσκορπίστηκαν και υπέστησαν μεγάλα πλήγματα, ενώ ο Παπα-Αρσένιος ο Κρανιδιώτης μαζί με τα 80 άτομα την 29η Απριλίου ξέφυγαν, και κατά τον Α. Φραντζή «την αυτήν νύκτα ξιφήρεις εδραπέτευσαν έμπροσθεν από 4.000 περίπου Οθωμανούς» από το Μοναστήρι [9].

Σε άλλο σημείο προγενεστέρως ο Φραντζής σημειώνει για την προετοιμασία της άμυνας του Παπαρσένη στον Ξηριά: «Στρατολογήσαντες δε…(συναθροίστηκαν) 600 περίπου Κρανιδιώται, Καστρίται (Ερμιόνιοι) και τινες εξ όλων των κωμών του Κάτω Ναχαγέ, επί κεφαλής…έχοντες τον ατρόμητον Παπα-Αρσένιον Κρανιδιώτην…» [10].

Ο Ιωάννης Φιλήμων σημειώνει ότι οι Αργείοι με Κρανιδιώτες υπό τον Πα­παρσένη Κρέστα και Σπετσιώτες στις 25 Απριλίου τοποθετήθηκαν πίσω από το χαμηλό τείχο του χειμάρρου Ξηριά για να αντιμετωπίσουν τις ορδές των Οθω­μανών του Κεχαγιάμπεη. Μόλις πλησίασε ο Κεχαγιάς διαίρεσε τον στρατό σε τρία τμήματα, δύο με τους ιππείς και ένα με πεζούς. «Κατά της ορμής των πε­ζών ανθείξαν οι Έλληνες, διαπρέψαντος του Κρέστα». Οι άλλοι οπισθοχώρησαν και διαλύθηκαν. Ένα μέρος των οπλοφόρων μετά του Κρέστα εκλείσθησαν στη Μονή Κατακεκρυμμένης. «Νυκτός δε γενομένης, ο μεν Κρέστας μετά των περί αυτόν εξήλθε επιτηδείως, φυγών εις την Λερναίαν λίμνην» [11].

Ο Νικόλαος Σπηλιάδης τονίζει ότι μετά την εισβολή του Κεχαγιάμπεη στο Άργος, «Ο Παπαρσένιος φεύγων ωσαύτως ανέβη εις το Μοναστήριον. Οι δε Τούρκοι τους επολιόρκησαν». Μετά την επίθεση των Οθωμανών και τον όλεθρο «ο Παπαρσένιος έφυγε την νύκτα με οκτώ παλικάρια από το Μοναστήριον, και εσώθησαν από το άλλο μέρος, όθεν δεν υπήρχον Τούρκοι» [12].

Ο Σπυρίδων Τρικούπης πρωθυπουργός και ιστοριογράφος της Ελληνικής Επανάστασης, γράφει ότι οι Έλληνες βιάστηκαν να αντιμετωπίσουν τον Κεχα­γιάμπεη στον Ξηριά του Άργους, υπέστησαν μεγάλα πλήγματα από τους ιππείς του, που κύκλωσαν κάποιες στρατιωτικές ομάδες των Ελλήνων. Τότε σκότωσαν αρκετούς Έλληνες και μαζί μ’ αυτούς τον γιο της Μπουμπουλίνας. Κάποιοι από τους Έλληνες είχαν καταφύγει στη Μονή Κατακεκρυμμένης Άργους, όπου αντιστάθηκαν τρεις ημέρες. Ένας από τους έγκλειστους ήταν και «ο Κρανιδιώτης Παπα-Αρσένιος, ανήρ πλήρης ζήλου και τόλμης, όστις, παρευρεθείς εν τη, προλαβούση, μάχη, κατά το τείχος, τόσον διέπρεψεν, ώστε ο Κεχαγιάς επαναλαβών τας προτάσεις του, επέμενε να εξαιρεθεί μόνος αυτός της γενικής αμνηστείας». Ο Παπαρσένης, όταν είδε ότι ήταν αδύνατο να αντέξουν οι έγκλειστοι τη δίψα «…την νύκτα εξήλθε της μονής ξιφήρης, διέσχισε τους πέριξ εχθρούς και διεσώθη αβλαβής εις τους μύλους (Λέρνης)». [13]

Δημήτριος Τσόκρης

Δημήτριος Τσόκρης

Ο Διονύσιος Κόκκινος, Ο Ακαδημαϊκός, ιστορικός και συγγραφέας αναφέρει ότι, μόλις πληροφορήθηκαν οι πολιορκούντες το Ναύπλιο Έλληνες την προσέγγιση του Κεχαγιάμπεη στο Άργος εγκατέλειψαν την πολιορκία και έτρεξαν να βοηθήσουν. Τότε, ο Τσώκρης με 600 Αργείους κατέλαβε τις υπεράνω του Άργους θέσεις της Μονής Κατακεκρυμμένης, ο Αρχιμανδρίτης Αρσένιος με τους Κρανιδιώτες και ο Γιάννος Γιάννουζας με τους Σπετσιώτες κατέλαβαν μία αντιπλημμυρική μάνδρα του χειμάρρου Ξηριά, για να αποκρούσουν τον εχθρό. Ο Τούρκος στρατηγός ανέπτυξε το στράτευμα με το πεζικό στο κέντρο και το ιππικό στα δύο άκρα, και επιτέθηκε. Η μάχη έγινε στήθος με στήθος και μέσα σ’ αυτήν την αναστάτωση σκοτώθηκε ο γιος της Μπουμπουλίνας Γιάννουζας. Πολλά γυναικόπαιδα και η ομάδα του Αρχιμανδρίτη Παπαρσένη κλείστηκαν στη Μονή Κατακεκρυμμένης. Μερικοί Κρανιδιώτες και Ερμιονίτες ένοπλοι κράτησαν την άμυνα της Μονής τρεις ημέρες. Ο Κεχαγιάμπεης πρότεινε δελεαστικούς όρους για την παράδοση της Μονής, αλλά απαίτησε την παράδοση του Παπαρσένη, γιατί τού είχε προκαλέσει μεγάλη φθορά στη μάχη του Ξηριά. Ο γενναίος Αρχιμανδρίτης την ίδια νύκτα, με ολίγους άνδρες μαζί του διέφυγε με το σπαθί στο χέρι δια μέσου των γραμμών των πολιορκούντων και πήγε στους Μύλους. [14]

Ο Μιχαήλ Οικονόμου από τη Δημητσάνα (ειδικός Γραμματέας του Θ. Κολοκοτρώνη) στα «Ιστορικά της Ελληνικής Παλιγγενεσίας σημειώνει ότι ο Κεχαγιάμπεης έφθασε στο Άργος την 27η Απριλίου και στην πόλη εκείνη συνάντησε κάποια αντίσταση στο χείμαρρο Ξηριά ή Πανίτσα, «παρά την κοίτην του οποίου εις την υπώρεια υπήρχε τοίχος (τείχος) προς εμπόδιον της εν πολυομβρίαις πλημμύρας αυ­τού…». Όπισθεν του τείχους στάθηκαν να πολεμήσουν οι αγωνιζόμενοι Έλληνες (Αργείοι, Κρανιδιώτες, Ερμιονίτες και άλλοι), αλλά οι εχθρικές δυνάμεις τούς διέλυσαν, φόνευσαν πολλούς και σκότωσαν τον γιο της Μπουμπουλίνας. Ο Κεχαγιάμπεης, τη μόνη δυσκολία, που αντιμετώπισε ήταν στους οχυρωμένους αγωνιστές στη Μονή Κατακεκρυμμένης, που αντιστάθηκαν για δύο ημέρες, «εν οίς ο εκ Κρανιδίου γενναίος Παπα-Αρσένιος, όστις νυκτός εξελθών εσώθη εις Μύλους.. .». [15]

Ο Φώτιος Χρυσανθακόπουλος ή Φωτάκος, στο έργο του «Βίοι Πελοποννησίων Ανδρών», γράφει για τη μάχη στο Άργος και τη δυναμική αντίσταση τού Παπαρσένη και των άλλων καπεταναίων στον χείμαρρο Ξηριά, τη διάλυση των Ελληνικών δυνάμεων και τον εγκλεισμό του Παπαρσένη στη Μονή Κατακεκρυμμένη. Σε κάποιο σημείο λέγει: «Ο Μουσταφά Κεχαγιάς μαθών, ότι ο ήρως Παπα – Αρσένης ήτο ο καπετάνιος του Κρανιδίου και ο πολιορκητής του Ναυπλίου, εν­δυνάμωσε την πολιορκίαν του μοναστηριού, και προήγγειλε να έβγη, έξω και να παραδοθή. Βλέπων ο Παπάς (Αρσένιος) ότι το μοναστήριον ήτον δυσβάστακτον… εβγαίνει έξω του μοναστηριού κρατών γυμνή την σπάθην εις τας χείρας του, διασχίζει την πολιορκίαν…» και σώθηκε. [16]

Ο Αθανάσιος Γρηγοριάδης, οπλαρχηγός και Γερουσιαστής από την επαρχία Τριφυλίας στο έργο του «Ιστορικαί Αλήθειαι» περιγράφει ακροθιγώς «…την πεισματώδην (τρίωρη) μάχην του Κεχαγιά Μπέη προ 1.500 Αργείους και Ερμιονείς (Κρανιδιώτες) υπό τους οπλαρχηγούς Δημήτριον Τσώκρην και Παπαρσένιον…». [17]

 

Η Παναγία η Κατακεκρυμμένη. Φωτογραφία του Γάλλου Αρχαιολόγου Antoine Bon (;) περίπου στα 1930.

 

Μελετώντας τις ιστορικές αναφορές των απομνημονευματογράφων και ιστοριογράφων της Ελληνικής Επανάστασης για το συγκεκριμένο γεγονός στο Άργος με τον Καχαγιάμπεη στις 25 Απριλίου 1821 αποκαλύπτεται ξεκάθαρα η δυναμική, γενναία και ηγετική προσωπικότητα του Κρανιδιώτη Παπα-Αρσένη Κρέστα, ενός καλού ιερωμένου, με αγάπη Χριστοκεντρική αλλά και πατριωτική, χωρίς ιδιοτέλεια και υστεροβουλία.

Κρέστας Αρσένιος – Παπαρσένης (1770-1822). Προσωπογραφία ευρισκόμενη στην Ιερά Μονή Αγίων Αναργύρων Ερμιόνης. Έγχρωμη κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου του φιλολόγου – πρ. Διευθυντή Λυκείου και συγγραφέα Ιωάννη Αγγ. Ησαΐα, «Ο Εκ Κρανιδίου Αρχιμανδρίτης Αρσένιος Κρέστας (Παπαρσένης), οπλαρχηγός και αγωνιστής της Ελληνικής Παλιγγενεσίας».

Εάν σταχυολογήσουμε τους επίλεκτους χαρακτηρισμούς και τις εκφράσεις, που σκιαγραφούν και αποτυπώνουν την προσωπικότητα του Παπαρσένη στη προαναφερόμενη μάχη, θα συγκεντρώσουμε για τον ίδιο τις παρακάτω λέ­ξεις: «ατρόμητον», «διαπρέψαντος του Κρέστα», (διαπρέπω= διακρίνομαι, έχω μεγάλη επιτυχία), «εσώθησαν από το άλλο μέρος, όθεν δεν υπήρχαν Τούρκοι» (κατόρθωσαν να γλυτώσουν από ενέδρα – σώθηκαν), «ανήρ πλήρης ζήλου και τόλμης», «τόσον διέπρεψεν» (είχε μεγάλη επιτυχία), «εξήλθεν της Μονής ξιφήρης» (αυτός που φέρει ξίφος και είναι έτοιμος για επίθεση), «ο γενναίος Παπαρσένης», «διέφυγε με το σπαθί στο χέρι διά μέσου των γραμμών», «Καπετά­νιος του Κρανιδίου και πολιορκητής του Ναυπλίου».

Όλο αυτό το χαρακτηριστικό ιστορικό υλικό μάς παραπέμπει στον Έλληνα πατριώτη και αγωνιστή, που εμπνέεται από τη γνήσια και ζέουσα φιλοπατρία και την απέραντη αγάπη για την Ελευθερία, καθώς ο Όμηρος λέγει ότι «ουδέν γλύκιον πατρίδος» (τίποτα δεν είναι πιο γλυκό από την πατρίδα).

Ο Παπαρσένης όντας «πεπαιδευμένος και λόγιος» αλλά και «ένας ενάρετος κληρικός», κατά τον Κολοκοτρώνη, πίστευε με θέρμη και απέδειξε εμπράκτως ότι «μπροστά για την πατρίδα υποχωρεί κάθε άλλο καθήκον». Γαλουχημένος με αυτές τις αξίες ο Παπαρσένης αγωνίστηκε στη μάχη του Ξηριά στο Άργος, όντας ρεαλιστής κληρικός, που διέβλεπε πως η Ελληνική Παλιγγενεσία θα έλθει από τα ηρωικά τολμήματα και χωρίς να φοβάται το μαρτύριο και την τελική πτώση στα πεδία των μαχών. Για τούτο στις ώρες του μεγάλου Αγώνα ζώστηκε τα άρματα και έγινε μπροστάρης στην ώρα του μεγάλου ξεσηκωμού. Μάλιστα, στην άνιση μάχη των ταπεινωμένων Ελλήνων με τους Οθωμανούς στον χείμαρρο του Ξηριά και στη Μονή Κατακεκρυμμένης – Πορτοκαλούσας), ο ατρόμητος και γενναίος Ιερομόναχος Παπαρσένης έκανε ένα μεγάλο και τολμηρό άλμα, γιατί η αδούλωτη ελληνική ψυχή του τον έκανε λεοντόκαρδο και σ’ αυτή τη δύσκολη φάση της ένοπλης σύγκρουσης διασώθηκε και διακρίθηκε στα επόμενα βήματά του ως ένας σπουδαίος ήρωας κληρικός.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Φραντζή Αμβροσίου, Επιτομή της ιστορίας της Αναγεννηθείσης Ελλάδος, τ. Β’, σ. 108-109.

[2] Αθανάσιος Γρηγοριάδης, Ιστορικαί Αλήθειας σ. 110.

[3] Φιλήμονος Ιωάννου, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. Γ’,σ. 186-187.

[4] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, A. Ε., τ. ΙΒ., σ. 107.

[5] Κόκκινου Διονυσίου, Η ελληνική Επανάστασις, τ. Β’, έκδοσις πρώτη, τυπογρ. Γ. Η. Καλέργη, Αθήναι 1931-33, σ. 159. Τρικούπη Σπυρίδωνος, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. Α’, σ. 214.

[6] Η Παναγία Κατακεκρυμμένη ή Πορτοκαλούσα ήταν μοναστήρι μέχρι το 1856 στην ανατολική πλευρά της Ακρόπολης Λαρίσης του Άργους. Μία από τις περίπυστες εικόνες βρέθηκε στους υπόγειους διαδρόμους της Μονής σε κρύπτη εντός του βράχου λαξευμένη και έλαβε την ονομασία Κατακεκρυμμένη. Το 1906 καταστράφηκε από πυρκαγιά και επανοικοδομήθηκε με την ονομασία «Πορτοκαλούσα» από το παλαιό έθιμο, κατά το οποίο έριχναν πορτοκάλια στους προσκυνητές κατά την ημέρα του εορτασμού. [ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ, τ. Ε’, ΠΥΡΣΟΣ A. Ε. Σ. σ. 380, 391].

[7] Σπηλιάδου Νικολάου, Απομνημονεύματα συνταχθέντα υπό του Ν. Σπηλιάδου…,τ. Α’, σ. 125-126.

[8] Λαμπρυνίδου Μιχαήλ, Η Ναυπλία, ό.π. σ. 201.

[9] Φραντζή Αμβροσίου, Επιτομή της ιστορίας της Αναγεννηθείσης Ελλάδος, τ. Β’, σ. 109-113.

[10] Φραντζή Αμβροσίου, Επιτομή της ιστορίας της Αναγεννηθείσης Ελλάδος, τ. Β’, σ. 101-102.

[11] Φιλήμονος Ιωάννου, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. Γ’,σ. 186-187.

[12] Σπηλιάδου Νικολάου, Απομνημονεύματα συνταχθέντα υπό του Ν. Σπηλιάδου…, τ. Α’,σ. 125-126.

[13] Τρικούπη Σπυρίδωνος, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. Α’, σ. 214- 215.

[14] Κόκκινου Διονυσίου, Η ελληνική Επανάστασις, τ. Β’, έκδοσις πρώτη, τυπογρ. Γ. Η. Καλέργη, Αθήναι 1931-33, σ. 157-161.

[15] Οικονόμου Μιχαήλ, Ιστορικά της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, σ. 132-134.

[16] Φώτιος Χρυσανθακόπουλος ή Φωτάκος, Βίοι Πελοποννησιακών Ανδρών, σ. 63-66.

[17] Αθανάσιος Γρηγοριάδης, Ιστορικαί Αλήθειαι, σ. 110.

 

Ιωάννης Αγγ. Ησαΐας

«Ο Εκ Κρανιδίου Αρχιμανδρίτης  Αρσένιος Κρέστας (Παπαρσένης), οπλαρχηγός και αγωνιστής της Ελληνικής Παλιγγενεσίας». Έκδοση: Δήμος Ερμιονίδας, 2018.

 

Read Full Post »

Ο Μεντρεσές του Άργους και η πολύτιμη για τον Αγώνα του 1821  μολυβένια σκεπή του

 


                

 

Στο Άργος στο Ανατολικό τμήμα της πόλης εκεί που σήμερα βρίσκεται ο Ιερός Ναός Αγίου Κωνσταντίνου και όλη  η γύρω  από αυτόν περιοχή, στην Τουρκοκρατία ονομαζόταν  Καραμουτζά μαχαλάς, από το όνομα κάποιου Καραμουτζά που έμενε εκεί. Σ΄ αυτή τη γειτονιά ήταν το διοικητήριο των Τούρκων, το Σεράι του Αλή Ναμίκ Μπέη, Χαμάμ (Λουτρά), μουσουλμανικό τζαμί με νεκροταφείο (ο σημερινός Άγιος Κωνσταντίνος) και ο περίφημος Μεντρεσές (medrese) δηλ. το μουσουλμανικό    ιεροσπουδαστήριο.  

 

 

Ιερός Ναός Αγίου Κωνσταντίνου

 

 

Όλα αυτά και άλλα ενδιαφέροντα για την Αργολίδα μας τα περιγράφει στο βιβλίο του «Οδοιπορικό στην Ελλάδα 1668-1671» ο Τούρκος περιηγητής και συγγραφέας Εβλιγιά Τσελεμπί (Evliya Celebi) που επισκέφτηκε το Άργος και που έχει ήδη παρουσιάσει η «Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη» στις ιστοσελίδες της.

Αναλυτική περιγραφή του Μεντρεσέ  προς το παρόν δεν γνωρίζουμε αν υπάρχει. Υπάρχει όμως μια γκραβούρα του Άργους του 1685 από τον V. Coronelli, την ίδια δηλαδή εποχή που επισκέπτεται και περιγράφει το Άργος ο  Εβλιγιά Τσελεμπί, όπου μπροστά αριστερά στο σχέδιο, νοτιοανατολικά του Άργους υπάρχει ένα οικοδόμημα με τρούλο που δεσπόζει και πίσω του υψώνεται επιβλητικός ένας μιναρές. Πιθανολογώ ότι αυτό που έχει τον τρούλο πρέπει να ήταν ο Μεντρεσές και ο μιναρές πρέπει να ήταν του Τζαμιού και νεκροταφείου των μουσουλμάνων  (ο σημερινός Αγ. Κωνσταντίνος).

 

Άποψη του Άργους, V. Coronelli, «Morea, Negreponte, E Adiazenze », Venezia, 1685.

 

Ας δούμε όμως γιατί ο Μεντρεσές του Άργους έπαιξε έναν από τους πλέον σημαντικούς ρόλους στις μάχες που έδωσαν νικηφόρα το καλοκαίρι του 1821 οι Έλληνες και ιδιαίτερα στο Βαλτέτσι και στην άλωση της Ντρομπολιτσάς (Τρίπολη). Αυτό οφειλόταν στο ότι η σκεπή του Μεντρεσέ ήταν με επένδυση από μόλυβδο και ο μόλυβδος για τους επαναστάτες Έλληνες ήταν πολύτιμος αλλά σπάνιος ή μάλλον ανύπαρκτος, και τον είχαν μεγάλη ανάγκη επειδή  τα βόλια για τα ντουφέκια  τους  ήταν μολυβένια. Οι περισσότεροι Έλληνες πριν από τις νίκες τους, κύρια στο Βαλτέτσι  και την άλωση της Τρίπολης δεν είχαν ντουφέκια, και όσοι είχαν δεν είχαν το απαραίτητο μολύβι να φτιάξουν τα βόλια τους.

Ο Αμβρόσιος Φραντζής περιγράφει πως είχαν « … αντί όπλων λόγχας  σιδηράς εις μακρά ξύλα προσηλωμένας και δεμένας με σχοινία και λωρία …» και αντί για ξίφη είχαν «… σκουρομαχαίρας αι οποίαι δεν εκολλούσαν ούτε στο εις το  ξύλον πολύ μάλλον εις ανθρώπινα κρέατα …».[i]  

Μετά το Βαλτέτσι όμως και με τα όπλα που πήραν ως  λάφυρα  από τους Τούρκους με το μπαρούτι που τους εφοδίαζαν κύρια οι μπαρουτόμυλοι της Δημητσάνας, το μολύβι για τα βόλια τους ήταν αυτό που είχαν άμεση ανάγκη και το μολύβι της στέγης του Μεντρεσέ του Άργους έδωσε τη λύση στο πρόβλημα. Ο Αρχιμανδρίτης Ιερόθεος Αθανασόπουλος[ii]  ήταν αυτός που το πρωτοσκέφτηκε και ήταν ο πρωταγωνιστής στο μάζεμα του μολύβδου από το Μεντρεσέ.

Αμβρόσιος Φραντζής (1781 – 1851)

Από όλους τους ιστορικούς της Επανάστασης του 1821 ο πιο περιγραφικός αυτής της ιστορίας  είναι ο Αμβρόσιος Φραντζής που έζησε ο ίδιος από κοντά τα γεγονότα. Μόνο που με τις ημερομηνίες  τα ’χει λίγο μπερδεμένα. Στην «Επιτομή της Ιστορίας της Αναγεννηθείσης Ελλάδος», τόμος ΙΙ, Αθήναι, 1839 σελίδα 15 γράφει ότι ο  Αρχιμανδρίτης Ιερόθεος Αθανασόπουλος μαζί με άλλους τρεις αμέσως μετά την καταστροφή του Άργους από τον Κεχαγιάμπεη και τη διάλυση της πολιορκίας του Ναυπλίου (από 25 Απριλίου έως 1η Μαΐου  1821) πήγε στο Άργος και αφού είδε ότι  στο  Μεντρεσέ ο μόλυβδος ήταν ανέπαφος, «… χωρίς τινός φόβου…» πήρε δυο τεμάχια ως δείγμα και τα πήγε στην Τσακωνιά και τα έδειξε στην ηγεσία της επανάστασης και απεφάσισαν να πάρουν αμέσως το μολύβι από τη στέγη και να το φέρουν στα Βέρβαινα οπού ήταν το στρατηγείο του αγώνα και ο Θ. Κολοκοτρώνης. Εζήτησε και πήρε από κάποιον Αγαθό Σαριγιάννη  120 ζώα και ήρθε στο Άργος με συνοδεία τον Νικηταρά, τον Κ. Μαυρομιχάλη [iii] και τον 16χρονο γιο του Θ. Κολοκοτρώνη το Γενναίο. Αφού πήραν το μολύβι γύρισαν πίσω στα Βέρβαινα με τους ηγέτες της επανάστασης, ανακουφισμένους που είχαν βρει λύση στο μεγάλο πρόβλημα ανεφοδιασμού με τα βόλια των ντουφεκιών τους , αφού χωρίς το μολύβι του Άργους δεν «… ήτον καμία άλλη ελπίς δια προμήθεια μολύβδου, του οποίου η παντελής έλλειψη δεν ήθελε επιφέρει βεβαία , ειμή διάλυσιν…» [iv]   των δυνάμεων των επαναστατημένων Ελλήνων.

Στον ίδιο δεύτερο τόμο της ιστορίας του όμως ο Αμβρόσιος Φραντζής γράφει στη σελίδα 115 ότι «…πριν η έλθει ..» ο Κεχαγιάμπεης στο Άργος η διοίκηση της πόλης είχε κατεβάσει το μόλυβδο από τη στέγη του Μεντρεσέ. Η ποσότητα του μολύβδου ήταν μεγάλη, πάνω από 800 καντάρια βάρος.[v]

Ένα μεγάλο μέρος το πήγαν στο πλοίο της Μπουμπουλίνας που συμμετείχε στη πολιορκία του Ναυπλίου  [vi]   και το άλλο μέρος το έκρυψαν σε σπηλιές και πηγάδια του Άργους. Πριν λοιπόν ή μετά την έλευση του Κεχαγιάμπεη και την καταστροφή του  Άργους το μολύβι του Μεντρεσέ πέρασε στα χέρια των Ελλήνων ?

Πριν πω τη γνώμη μου στο ερώτημα αυτό  ας δούμε συνοπτικά τα γεγονότα λίγο πριν και λίγο μετά την ολική καταστροφή του Άργους όπου τα μόνα κτίσματα που έμειναν όρθια στην πόλη ήταν τα τούρκικα ιερά και ο Μεντρεσές. 

Στις 24 Απριλίου 1821, ένα μήνα μετά την κήρυξη της επανάστασης εκστρατεύει στο Άργος με 3.500 Τουρκαλβανούς, ο Κιοσέ Μεχμέτ Πασά  Μουσταφάμπεης, κοινώς λεγόμενος Κεχαγιάμπεης. Στην πορεία του από την Κόρινθο, μέχρι το Άργος δεν συνάντησε κανένα εμπόδιο. Η άμυνα του Άργους με επικεφαλής τον Δημήτριο Τσώκρη, τον Παπαρσένη Κρέστα και τον Γιάννη Γιάννουζα τον πρωτότοκο γιο της  Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας, από τον πρώτο της άνδρα, καταρρέει πολύ σύντομα. Ο γιος της Μπουμπουλίνας σκοτώνεται ηρωικά μαζί με τους συντρόφους του Υδραίους στην είσοδο της πόλης (εκεί οπού σήμερα είναι η γέφυρα του Ξεριά).

Στις 25 Απριλίου 1821 ο Κεχαγιάμπεης εισβάλει στο Άργος . Επί 6 ημερόνυχτα ανενόχλητος το ρημάζει. Σφάζει 700 Αργείους, βιάζει τις γυναίκες και παίρνει τα γυναικόπαιδα ως σκλάβους, λεηλατεί τα πάντα και πριν φύγει βάζει φωτιά σε καθετί ελληνικό μέσα στο Άργος.

Την 1η Μαΐου 1821 πάει στο Ναύπλιο, διαλύει χωρίς αντίσταση την πολιορκία του, ενισχύει  τα φρούριά του με εφόδια και 300 άνδρες  και στις 6 Μαΐου 1821 μπαίνει θριαμβευτής στην Τρίπολη.  

Στις 17 Μαΐου 1821 ο Αρχιμανδρίτης Ιερόθεος  Αθανασόπουλος, ο Νικηταράς , ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης και ο Γενναίος Θ. Κολοκοτρώνης φορτώνουν σε 122 μουλάρια ένα μέρος του μολύβδου και με ένοπλη συνοδεία το πηγαίνουν και το παραδίδουν  στον Θ. Κολοκοτρώνη και στους άλλους οπλαρχηγούς στο στρατηγείο που είχαν στήσει στα Βέρβαινα.

Πιστεύω ότι, αν το μολύβι το είχαν οι Έλληνες  κρυμμένο στο Άργος  όταν ήρθε ο Κεχαγιάμπεης θα το  μάθαινε, είτε από τους  Τούρκους είτε από κατοίκους που θα  ήθελαν να εξαγοράσουν τη ζωή τους με αυτό. Γιατί οι μουσουλμάνοι Αλβανοί του Κεχαγιάμπεη πρώτο θεό τους είχαν το πλιάτσικο. Εξάλλου για να κατεβάσεις 800 καντάρια μολύβι από τη στέγη, δεν είναι ένα μυστικό για λίγους – συμμετείχαν πολλοί – άρα το ήξεραν όλοι!  Γι΄αυτό πιστεύω ότι η σωστή περιγραφή  είναι  η πρώτη του Αμβρόσιου Φραντζή , ότι μετά την καταστροφή του Άργους και αφού έφυγε από την Αργολίδα ο Κεχαγιάμπεης μετά την 1η Μαΐου 1821 πήραν το μολύβι από το Μεντρεσέ.

Μέσα στα συντρίμμια και τα αποκαΐδια της ρημαγμένης πόλης, με τους εκατοντάδες νεκρούς άταφους, με τους όσους γλίτωσαν  κρυμμένους στα γύρω βουνά  και τα δάση, να γυρίζουν για  να δουν αν σώθηκε τίποτε από το σπίτι τους, η χαροκαμένη πόλη βάζει προτεραιότητα να δώσει το μολύβι του Μεντρεσέ, για τα βόλια του αγώνα.

Ο Κεχαγιάμπεης πέρασε από το Άργος χωρίς να μάθει ότι η στέγη του Μεντρεσέ   είχε μολύβι. Αν το ήξερε θα το έπαιρνε για να μην πέσει στα χέρια των Ελλήνων. Εξάλλου δεν υπήρχε τίποτα περισσότερο σε αξία στο Άργος για πλιάτσικο από αυτό. Δεν το έμαθε όμως και το μολύβι πέρασε στα χέρια των Ελλήνων. Από τα Βέρβαινα έφυγε για να εφοδιάσει τους οχυρωμένους στα πρόχειρα ταμπούρια στο Βαλτέτσι, στους πολιορκητές της Μονεμβασιάς και κύρια στους πολιορκητές της Ντρομπολιτσάς.

Το υπόλοιπο μολύβι εφοδίασε σχεδόν όλες τις μάχες και τις πολιορκίες όχι μόνο στην Πελοπόννησο, αλλά και  όπου αλλού η μαχόμενη επαναστατημένη Ελλάδα το χρειαζόταν  ώστε να μην «… ματαιωθεί η πρόοδος των Ελλήνων, πολύ δε μάλλον των την Τρομπολιτζάν πολιουρκούντων, καθότι μη όντος του μολύβδου αυτού δεν ήθελον δυνηθή να πράξωσι το μηδέν…».[vii]

 

 

 Υποσημειώσεις


  

 [i] Αμβρόσιος Φραντζής, «Επιτομή της Ιστορίας  της αναγεννηθείσης Ελλάδος»,  εν Αθήναις 1839, τόμος ΙΙ, σελ. 16.

 [ii] Ο Αρχιμανδρίτης Ιερόθεος Αθανασόπουλος ήταν μανιάτης στην καταγωγή. Το 1829 διορίστηκε τοποτηρητής της επισκοπής Μαλτσίνης έως το 1834. Το 1852 εκλέχτηκε επίσκοπος Γυθείου. Πέθανε στο  Γύθειο το 1859.

[iii] Αδελφός του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη όπου μαζί με τον ανιψιό του Γεώργιο Μαυρομιχάλη, δολοφόνησαν στο Ναύπλιο την Κυριακή 29/09/1831 τον Ι. Καποδίστρια. 

 [iv] Αμβρόσιος Φραντζής, «Επιτομή της Ιστορίας  της αναγεννηθείσης Ελλάδος»,  εν Αθήναις 1839, τόμος ΙΙ, σελ. 16.

[v] Κάθε καντάρι ήταν ίσο με 44 οκάδες. Δηλαδή ήταν πάνω από 35.200  οκάδες. Μια οκά = 1282 γραμμάρια, δηλαδή πάνω από 45 τόνους μολύβι.

[vi] Κατά τον Αμβρόσιο Φραντζή η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα κατηγορήθηκε ότι το μολύβι που φορτώθηκε στο πλοίο της το πούλησε «…δι ίδιον συμφέρον…»!! Στην κατηγορία αυτή η Ιστορία είναι υπέρ της Καπετάνισσας. Να θυμηθούμε μόνο ότι τα πλοία της Λασκαρίνας και όλη η περιουσία της δόθηκαν στον αγώνα του Έθνους. Ότι πέθανε γεμάτη πίκρα, πάμπτωχη το 1825. Για την ακρίβεια, δολοφονήθηκε στις Σπέτσες στο σπίτι της από τον πλούσιο προεστό Χρ. Κούτση με αφορμή την απαγωγή της κόρης του  από τον δευτερότοκο γιο της Γιώργο  Γιάννουζα  και την άρνησή του να τη δώσει νύφη στο γιο της φτωχής ξεπεσμένης πλέον Καπετάνισσας. Ένα χρόνο  πριν, είχε χάσει τον άνδρα της κόρης της και γιο του Θ. Κολοκοτρώνη Πάνο που τον σκότωσαν, όχι Τούρκοι, αλλά Έλληνες σε εμφύλια σύρραξη.

[vii]  Αμβρόσιος Φραντζής, «Επιτομή της Ιστορίας  της αναγεννηθείσης Ελλάδος»,  εν Αθήναις 1839, τόμος ΙΙ, σελ. 16.

 

  

Πηγές


 

  • Αμβρόσιος Φραντζής, «Επιτομή της Ιστορίας  της αναγεννηθείσης Ελλάδος», Εν Αθήναις, 1839.  (Συλλογή: Γιώργος Γιαννούσης – Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη )
  • Ιωάννου Φιλήμονος, «Δοκίμιον Ιστορικόν περί της ελληνικής επαναστάσεως», Εν Αθήναις, 1859. (Συλλογή: Γιώργος Γιαννούσης – Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη)

 

  Γιώργος Γιαννούσης

Read Full Post »