Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Άργος – Ιστορικά’

Αργολίδα – Εναλλακτικές Διαδρομές (Με αφετηρία το Άργος)

 


 

Πεζοπορία –Ποδηλασία – Αυτοκίνητο

Σε μια πολλή ενδιαφέρουσα έκδοση της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αργολίδας που έχει εκδοθεί με την αρωγή του Υπουργείου Τουριστικής Ανάπτυξης και κείμενα  του Δημοσιογράφου Άκη Ντάνου, εντοπίσαμε κάποιες εξορμήσεις που έχουν ως αφετηρία την πόλη του Άργους και οι οποίες προσφέρουν «Μαγικές διαδρομές στην ενδοχώρα της Αργολίδας, σε καταπράσινα δάση και σε γυμνές κορυφές, σε πλατανοσκέπαστες κοίτες χειμάρρων, σε φαράγγια και σε παραδοσιακά χωριά, σε αρχαιολογικούς χώρους, σε έναν τόπο με έντονες αντιθέσεις και με εξαιρετικά φυσικά τοπία…Πράσινοι αγροί, βοσκοτόπια, ελαιώνες, δάση, σπήλαια, κρυστάλλινες πηγές, ανάμεσα στους διάσπαρτους ορεινούς όγκους με σπάνια φυτά, αποτελούν πόλο έλξης των φυσιολατρών…»

Σ’ αυτούς τους όμορφους τόπους επιχειρεί να μας ξεναγήσει ο συγγραφέας αυτού του μικρού αλλά πολύτιμου οδηγού.

   

Με αφετηρία το Άργος

 


   

1η Διαδρομή Προφήτης Ηλίας

                                     

Το Άργος είναι γνωστό ως η αρχαιότερη διαρκώς κατοικούμενη πόλη της Ευρώπης.

 Κάθε γωνιά του είναι και ένας ξεχωριστός αρχαιολογικός χώρος. Αρχαία Θέατρα,

Ασκληπιεία, μνημεία, και κάστρα όλων των εποχών, το Άργος είναι 

 » η χαρά του αρχαιολόγου».

 

Εκκλησάκι του Αη Λιά

Αφήστε το ΙΧ επί της πλατείας της λαϊκής αγοράς, η οποία τα πρωινά εκτός Τετάρτης και Σαββάτου χρησιμοποιείται και ως χώρος στάθμευσης. Βορεινά της βρίσκεται η νεοκλασική αγορά κατασκευασμένη στις αρχές του προηγούμενου αιώνα σε σχέδιο Τσίλερ. Νότιά της βρίσκεται το κτίριο των στρατώνων ιππικού του Καποδίστρια, ενώ ανατολικά βλέπετε το σπίτι του Καλλέργη, πρωτεργάτη της επανάστασης της Γ’ Σεπτεμβρίου, που διεκδίκησε «Σύνταγμα» από τον Όθωνα. Σήμερα χρησιμοποιείται ως συνέχεια του αρχαιολογικού Μουσείου του Άργους. Εμείς ακολουθούμε δυτική ή καλύτερα βορειοδυτική κατεύθυνση προς τον λόφο της Ασπίδας. Κινηθείτε βλέποντας μπροστά σας το Κάστρο του Άργους και το παλιό μοναστήρι της Παναγίας της Κατακεκρυμμένης.

Πλησιάζοντας στους πρόποδες του βουνού αριστερά ο δρόμος οδηγεί στην Παναγία. Στην άκρη του βράχου στην αρχαιότητα δέσποζε  ο ναός της προστάτιδας του Άργους, Θεάς Ήρας της Ακραίας. Στη δεξιά πλευρά του δρόμου αρχίζει ουσιαστικά η διαδρομή προς το λόφο της Ασπίδας ή προς τον Προφήτη Ηλία, όπως συνηθίζουν να τον αναφέρουν οι ντόπιοι.

Ένα ελικοειδές δρομάκι, ασφάλτινο, κατάλληλο για όλους τους ποδηλάτες ακόμα και τους αρχάριους, αφού οι ανηφοριές του είναι βατές, μας οδηγεί περιμετρικά στη κορυφή του λόφου χαρίζοντας στον επισκέπτη απέραντη θέα προς όλες τις πλευρές του αργολικού κάμπου. Στην απαρχή της διαδρομής στα δεξιά του δρόμου υψωνόταν ο ναός του Απόλλωνος της Δειράδος.

Λόφος της Ασπίδας

Φανταστείτε το μέγεθος των θυσιών που γινόταν προς τιμήν του πάνω στο λαξευμένο στον βράχο παραλληλόγραμμο βωμό του. Κάπου πίσω από κει υπήρχε και το μαντείο του Άργους παλαιότερο των Δελφών και της Δωδώνης, όπως το θέλουν οι αργείτικες  παραδόσεις, όπου η ιέρεια αφού απείχε από οποιαδήποτε σεξουαλική συνεύρεση, έπινε αίμα μαύρης κατσίκας και λαλούσε τα μελλούμενα.

Δίπλα από το όμορφο εκκλησάκι του Αη Λιά βρίσκεται το περίπτερο του Δήμου Άργους  με θέα προς τη θάλασσα και το Ναύπλιο. Αν προτιμάτε το ελεύθερο  πικνίκ, ξύλινα τραπεζάκια κάτω από πυκνά πεύκα σας προσφέρουν τη δυνατότητα ενός γεύματος μέσα στη φύση μακριά από τους θορύβους και τη μόλυνση των πόλεων.

Υπάρχουν όμως και σημεία, για τους γνώστες των extreme sport με ποδήλατο, που θα μπορούσατε να δοκιμάσετε τις δεξιότητές σας. Προσοχή όμως! Όλος ο λόφος είναι αρχαιολογικός χώρος και διάσπαρτος με αρχαιότητες όλων των χρονικών περιόδων, αφού εδώ και στους πρόποδες της Λάρισας πρωτοκατοίκησαν  οι Αργείοι πριν ο Ίναχος και ο Δαναός εκτρέψουν τους χειμάρρους που κατέκλυζαν το σημείο που απλώνεται η σημερινή πόλη.

Αν γυρίσατε, απολαύστε όλο το λόφο, γεμίσατε τα πνευμόνια σας με καθαρό οξυγόνο κι αν αισθάνεστε ακμαίοι και δυνατοί, μια ακόμα διαδρομή ανοίγεται μπροστά σας με κατεύθυνση τη Βρύση της Άκοβας και το γραφικό Κεφαλάρι.

  

2η Διαδρομή – Στους πρόποδες της Λάρισας


 

Το σπήλαιο που βρίσκεται κάτω από την Παναγιά την Κατακεκρυμμένη.

Εύκολα μπαίνει κανείς στον πειρασμό να θελήσει να εξερευνήσει το σπήλαιο που βρίσκεται κάτω από την Παναγιά την Κατακεκρυμμένη. Φεύγοντας από το χώρο της λαϊκής αγοράς κατευθύνεται κανείς Δυτικά προς τις παρυφές της Λάρισας προς το σημείο που βρίσκεται το σπήλαιο. Αφού διασχίσει την Παπαλεξοπούλου ανεβαίνει προς τα πάνω κάθετα στην Φορονέως. Η είσοδος του σπηλαίου φράζεται από σάμπρια και φραγκοσυκιές και μόνο σκαρφαλώνοντας κανείς από την δεξιά πλευρά του σπηλαίου μπορεί να μπει μέσα.

Από πάνω του κρέμεται η εκκλησία της Παναγίας της Κατακεκρυμμένης ή Πορτοκαλούσας, χτισμένη πάνω από το ναό της Ήρας της Ακραίας, προστάτιδας του Άργους. Ίσως μέσα στη σπηλιά να κατοικούσε ο Άργος, ο σκύλος με τα πολλά μάτια που έλεγχε τα νυχτοπερπατήματα του Δία.

Πιθανόν πάνω στα απότομα βράχια της σπηλιάς οι Αρχαίοι Αργείοι  να διοργάνωναν το αγώνισμα ˝Ασπίδος˝ κατά τα Μεγάλα Ηραία. Η τοπική παράδοση θέλει το σπήλαιο να επικοινωνεί με τα υπόγεια κελιά της Παναγίας, αλλά και με τις δεξαμενές του κάστρου της Λάρισας. Όμως ο ασβεστόλιθος έχει κλείσει τις πιθανές διόδους που υπήρχαν, όπως έχει κλείσει και το σημείο από το οποίο έρεε νερό μέσα στο σπήλαιο, ένα προϊστορικό ποτάμι το οποίο  πότιζε τον τότε αργολικό κάμπο. Σήμερα στο βάθος του σπηλαίου υπάρχουν μόνο υπολείμματα λεκάνης μέσω της οποίας έρεε ποταμός.

Σπήλαιο - Αγιογραφίες πιθανόν του 16ου ή του 17ου αιώνα

Η οροφή του σπηλαίου, μαύρη από τη πολυκαιρία και τη μούχλα κρύβει τα δικά της μυστικά. Η είσοδός του είναι διακοσμημένη με αγιογραφίες πιθανόν του 16ου ή του 17ου αιώνα οι οποίες δεν έχουν ταυτοποιηθεί και ερευνηθεί επαρκώς από τους αρχαιολόγους. Αναξιοποίητες παρακολουθούν από κοντά τον επισκέπτη και περιμένουν και πάλι κάποια στιγμή να δουν το φως των κεριών να τις φωτίζει. 

Από το σπήλαιο έχει κανείς μια καταπληκτική θέα τόσο της πόλης όσο και του αργολικού κάμπου. Κατηφορίζοντας τη Φορονέως προς τα δεξιά και παράλληλα του Ανδριάνειου υδραγωγείου κατευθυνόμαστε προς το αρχαίο θέατρο.

Αρχαίο θέατρο

Περνάμε μέσα από τις λαϊκές γειτονιές της πόλης, απ’ τις ίδιες γειτονιές που έκαναν το Μάνο Χατζηδάκι να σιγοτραγουδά το ˝μια Παναγιά, μια Αγάπη˝.., κάθε φορά που τις επισκεπτόταν.

Ας μη ξεχνάμε, ότι ο Φορονέας στην Αργειακή Μυθολογία ήταν παλαιότερος του Προμηθέα και γενάρχης των ανθρώπων, οπότε ˝λογικό˝ είναι τα πάντα να περιστρέφονται γύρω από τον δρόμο που φέρει το όνομά του.

Κριτήριο ή Νυμφαίο

Λίγο πριν φθάσει κανείς στο αρχαίο Θέατρο της πόλης, μια πινακίδα σας προτρέπει να κατευθυνθείτε προς το Κριτήριο ή Νυμφαίο. Τα σκαλοπάτια στο τέλος του δρόμου σας οδηγούν σε ένα άπλωμα υποστηριζόμενο από κυκλώπεια τείχη. Η παράδοση το θέλει να ήταν δικαστήριο για τους στρατηγούς, όπου ανεξάρτητα από την έκβαση μιας μάχης δικάζονταν μετά το πέρας αυτής για το αν ήταν δίκαιος ο πόλεμος ή όχι.

Τα υδραυλικά έργα στο σημείο αυτό υπογραμμίζουν την προσπάθεια των Αρχαίων Αργείων να υδρεύσουν την πόλη τους. Από εδώ περνούσε το Ανδριάνειο υδραγωγείο το οποίο έφερνε νερό από την περιοχή της Στυμφαλίας. Εδώ, τα έργα μας θυμίζουν ότι από την εποχή των Δαναΐδων η πόλη του Άργους ήταν άνυδρη.

Παναγία Κατακεκρυμμένη ή Πορτοκαλούσα

Ένας διαμορφωμένος αρχαιολογικός δρόμος σας οδηγεί από το Νυμφαίο στο αρχαίο θέατρο. Στο μέσον περίπου της διαδρομής μια πινακίδα σας εξηγεί πως ήταν η πόλη την αρχαία εποχή. Από το σημείο εκείνο μπορεί κανείς να κάνει τη σύγκριση της σημερινής πόλης με την παλαιά αφού η θέα είναι απεριόριστη. 

Μορφή του Ιππέα

Λίγο πριν φτάσει κανείς στο αρχαίο θέατρο, συναντά στα δεξιά του έναν βράχο από τους πολλούς που υπάρχουν διάσπαρτοι με σκαλίσματα επάνω τους. Η μορφή του Ιππέα έκανε τους χριστιανούς κατοίκους τα περιοχής να τον ταυτίσουν με τον  Αη Γιώργη (Γιωργάκο), όπως τον αναφέρει η ντοπιολαλιά, και να του αφιερώσουν το παρακείμενο εκκλησάκι.   

 

 

3η Διαδρομή – Άκοβα –Κεφαλάρι


 

Στο σημείο όπου ενώνονται οι ράχες της Λάρισας και της Ασπίδας ξεκινά δεξιά ένας δρόμος που οδηγεί προς την Άκοβα και την Χούνη. Πρόκειται για μια ακόμα ασφάλτινη διαδρομή χωρίς όμως ιδιαίτερη κίνηση από αυτοκίνητα. Με το που θα στρίψει κανείς από το διάσελο προς Άκοβα θα πρέπει να πάρει βαθιές ανάσες αφού μπροστά του θα έχει να αντιμετωπίσει μια μικρή ανηφοριά με μεγάλη όμως κλίση. Αυτό είναι το πιο δύσκολο σημείο όλης της διαδρομής. 

Βρύση της Άκοβας

Μένοντας στο αριστερό μέρος του δρόμου φτάνετε σε μια διασταύρωση όπου ο δρόμος ευθεία οδηγεί στην Χούνη και στο λημέρι των αγωνιστών του 1821 σκαλισμένο στην κυριολεξία πάνω στον απότομο βράχο. Αν όμως μείνετε στο αριστερό μέρος με κατεύθυνση τον προορισμό μας σε 400 μέτρα θα αντικρίσετε τη πολυτραγουδισμένη «βρύση της Άκοβας», με τα πλατάνια και τους πάγκους, όπου τις Απόκριες και το καλοκαίρι πραγματοποιούνται εκδηλώσεις.

Ο βράχος δίπλα στο μεγάλο πλάτανο μοιάζει να παρακολουθεί τον επισκέπτη με τα « δύο μεγάλα του μάτια». Πρόκειται για κοιλότητες που χρησιμοποιούνταν παλιά ως φούρνοι κατά τη διάρκεια των πανηγυριών. Στη σκιά του πλατάνου δεκάδες γενιές Αργείων και διερχόμενων διασκέδασαν, ξεκουράστηκαν και δροσίστηκαν  από το πηγαίο νερό της ˝ βρύσης της Άκοβας˝.

Φούρνοι

Από εκεί ο δρόμος αρχίζει σιγά σιγά να κατηφορίζει και ξαφνικά προβάλλει μπροστά μας ένα τμήμα του αργολικού κάμπου και φυσικά το γαλάζιο του αργολικού Κόλπου. Στο αριστερό μέρος του δρόμου συναντάμε ένα εικονοστάσι που πίσω του κρύβεται ένα πολύ στενό γεφυράκι που οδηγεί στο εκκλησάκι των Ταξιαρχών μέσα σε πυκνή βλάστηση.

Συνεχίζουμε να κατηφορίζουμε μένοντας πάντα επί του δρόμου δεξιά μας πάνω  σε αριστερή στροφή του δρόμου συναντάμε την ένδειξη προς Κόκλα (ένας μικρός οικισμός του Άργους που πιθανότατα πήρε το όνομα του από τα πολλά κόκαλα που βρίσκονταν στους θολωτούς μυκηναϊκούς τάφους μπροστά από το παλιό δημοτικό σχολείο). Μένοντας επί του κυρίου  δρόμου λίγο πιο κάτω συναντάμε τη διασταύρωση προς Κεφαλάρι.

Πρόκειται για έναν από τους πολλούς αρχαίους δρόμους του Άργους πάνω στους οποίους έχουν κατασκευαστεί σήμερα οι καινούριοι. Στα 3 χιλιόμετρα περίπου ο δρόμος σχηματίζει μια διχάλα. Συνεχίζουμε αριστερά και πριν περάσουμε το γεφυράκι του ποταμού Ερασίνου στρίβουμε δεξιά σχεδόν μέσα σε αυλές και βρισκόμαστε μπροστά από τις νεροτριβές, όπου εδώ και αιώνες οι κάτοικοι χρησιμοποιούν τα νερά της πηγής ως πλυντήριο για τα στρωσίδια το σπιτιού τους. Μερικά μέτρα αργότερα φτάνουμε στη πηγή του Ερασίνου, του ποτάμιου Θεού προστάτη του Άργους , όπως τον αποκάλεσε ο βασιλιάς της Σπάρτης Κλεομένης.

Το σπήλαιο και ο ναός της Ζωοδόχου Πηγής στο Κεφαλάρι

Ο Ερασίνος πηγάζει από μια σπηλιά κάτω ακριβώς από το ναό της Ζωοδόχου Πηγής. Ο Ναός άπτεται του σπηλαίου όπου στην αρχαιότητα λατρευόταν ο Πάνας στη συνέχεια ο Διόνυσος. Εδώ γινόταν μια μυστηριακή γιορτή που ονομαζόταν ˝Τύρβη˝, λόγω του θορύβου και της σκόνης του δημιουργούσαν οι συμμετέχοντες στα δρώμενα. Ορισμένοι μάλιστα υποθέτουν ότι η λέξη ˝τούρμπο˝ έχει τις ρίζες της στην ˝Τύρβη˝.

Δεξιά και αριστερά της πηγής θα βρείτε σίγουρα ένα μέρος στα εστιατόρια και τα αναψυκτήρια που θα σας προδιαθέσει να εστιαστείτε, ενώ στο παρακείμενο αλσύλλιο η παιδική χαρά θα κερδίσει τις καρδιές των μικρών.

Από το Κεφαλάρι αν κατευθυνθείτε ανατολικά κινούμενοι παράλληλα στις όχθες του Ερασίνου, μπορείτε εύκολα να βρεθείτε στην περιοχή του βάλτου του Άργους, ενώ αν κατευθυνθείτε προς τη Δύση, στο ένα χιλιόμετρο περίπου θα αντικρίσετε αριστερά σας να υψώνονται ερείπια της μοναδικής σωζόμενης πυραμίδας του Ελληνικού στον ελλαδικό χώρο.    

© Κείμενο – Φωτογραφίες

Άκης Ντάνος

Read Full Post »

Δήμαρχοι του Άργους (1834–1951)


 

Οι Δήμαρχοι του Άργους – Τάσου Τσακόπουλου (1834-1930)

 Άρθρο του Δικηγόρου και Ιστορικού Βασίλη Δωροβίνη

στο περιοδικό «ελλέβορος» του 1988.

Πρόκειται για τρία άρθρα του Τάσου Τσακόπουλου, τα ο­ποία δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα «Αγροτική Αργολίς» στις 15 Ιουνίου και στις 6 και 13 Ιουλίου 1930. Θέμα τους ήταν οι δήμαρχοι του Άργους, από το 1834 που καθιερώθηκε ο θε­σμός μέχρι και το 1930.

Για τους αναγνώστες που θα εν­διαφέρονταν τυχόν για περισσότερες πληροφορίες, σημειώ­νουμε ότι ως προς τις οικογένειες των Δημ. Τσώκρη, Περρούκα και Βλάσση παραπέμπουμε στις σελίδες 249-260 της «Κα­ταστροφής του Δράμαλη» του Βαρδουνιώτη όπου, σε παράρ­τημα, παρατίθενται πολύτιμες πληροφορίες.

Οι πληροφορίες αυτές έχουν αντληθεί και από το αρχείο Περρούκα, που δια­σώθηκε χάρη στο Βαρδουνιώτη και με φροντίδες του κατατέ­θηκε και φυλάγεται στην «Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος».

                                                                                            

ΟΙ ΑΠΟ ΤΑ 1834 ΔΙΑΤΕΛΕΣΑΝΤΕΣ ΚΑΤΑ ΣΕΙΡΑΝ ΔΗΜΑΡΧΟΙ

ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ ΤΟΥ ΑΡΓΟΥΣ

και ο ήδη διατελών τοιούτος Κωνσταντίνος Μπόμπος αδελφός του ανωτέρω.

Εις προηγούμενο φύλλον της «Αγροτικής Αργολίδος» εδημοσιεύσαμεν κατά σειράν όλα τα ονόματα των διατελεσάντων Δημάρχων της πόλεως Άργους. Σήμερον δε, προσφέρομεν μεγαλυτέραν συμβολήν εις την πολιτικήν ιστορίαν της πόλεώς μας και μάλιστα επ’ ευκαιρία των εορτών της Εκατονταετηρίδος, δημοσιεύοντες κατά χρονολογικήν περίοδον τους εκλεγέντας και διατελέσα­ντας δημάρχους μέχρι σήμερον.

Ο πρώτος «περί συστάσεως των Δήμων» νόμος υποβληθείς παρά της Βαυαρικής αντιβασιλείας εις την βάσανον ιδιαιτέρας επιτροπής πρώτον, και είτα του Υπουργικού Συμβουλίου, επεκυρώθη τη 27 Δεκεμβρίου 1833, ως νόμος του Κράτους και εδημοσιεύθη εις το υπ’ αριθ. 3 φύλλον της Εφημερί­δος της Κυβερνήσεως του έτους 1834. Η εφαρμογή του ήρξατο τον Μάϊον του 1835, και αι πρώται δημοτικαί εκλογαί ενηργήθησαν τότε.

Οι δε κατά χρονολογικήν σειράν διατελέσαντες Δήμαρχοι είνε οι εξής:

1835-1838. Πρώτος Δήμαρχος Χρίστος Βλάσσης. Η οικογένεια Βλάσσιδων μετώκησε εν Άργει προ του 1770, εκ της παρά την Σπάρτην ακμασάσης άλλοτε και νυν ερήμου κωμοπόλεως Κοτίτσας. Ανεδείχθησαν όμως εν Άργει πλουσιώτατοι, δυνατοί και διάσημοι προύχοντες.

1838-1841. Κωνσταντίνος Βώκος. Προύχων, μέγας γαιοκτήμων, και σύγγαμβρος του στρατηγού Τσώκρη.

1841-1848. Γεώργιος Τσώκρης, αδελφός του στρατηγού Δημητρίου Τσώ­κρη. Όστις εκ παιδικής ηλικίας εξεπατρίσθη εις Κωνσταντινούπολιν, επανήλθεν εις το Άργος τον Ιούλιον 1817, και τη χρηματική αρωγή του και άλλων συγγενών εστρατολόγησε το πρώτον εξ Αργείων πολεμικόν σώμα.

1848-1852. Κωνσταντίνος Ροδόπουλος, έγκριτος, επιφανής και μεγαλοκτη­ματίας κατήγετο εκ Βυτίνης (της Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας) αδελφός του κατά την επανάστασιν επιφανούς μητροπολίτου Κορίνθου Κυρίλλου, ου τα οστά μετεκόμισεν και αναπαύονται εν τω ιερώ του Ναού του Τιμίου Προδρό­μου, και σύγγαμβρος του στρατηγού Δ. Τσώκρη.

1852-1855. Κωνσταντίνος Βώκος, περί ου ωμιλήσαμεν ανωτέρω.

1855-1858. Ιωάννης Βλάσσης, αδελφός του Χρίστου, περίφημος ιατρός, σπουδάσας εν Παταβίω της Ιταλίας, μέλος της εν Ναυπλίω φιλανθρωπικής Εταιρίας του 1825 και βουλευτής τω 1844, 1859 και 1861.

1858-1861. Πέτρος Διβάνης ιατρός σπουδάσας εις Ιταλίαν, και πενθερός του ιατρού και επανειλημμένως διατελέσαντος Δημάρχου Αργείων Σπήλιου Καλμούχου.

1861-1866. Λάμπρος Λαμπρυνίδης δικηγόρος, πατήρ του φιλομούσου, του μουσοτραφούς του ευφυολόγου, και ικανοτάτου υπαλλήλου του ΣΠΑΠ Γεωργίου Λαμπρινίδου, κατήγετο εκ Κυνουρίας της Αρκαδίας, ηπίου και ευ­θύτατου χαρακτήρος, εις ον οφείλεται το υδραγωγείον δι ου και σήμερον ακόμη υδρεύεται η πόλις, Κεφαλαρίου – Άργους, ο ελαιών της Άκοβας, η γέ­φυρα εις θέσιν Καρακάξα, ήτις και σήμερον είνε γνωστή υπό το όνομα «Γεφύ­ρι του Λαμπρινίδη». Ως λέγεται ήτο αμείλικτος διώκτης της αγροζημίας, έφιπ­πος περιήρχετο τας αγροτικάς περιφερείας προς καταδίωξιν των ποιμένων.

Κατά την μεταπολίτευσιν καταδιωχθείς ως Οθωνιστής παρητήθη του Δημαρχικού αξιώματος, και ανέλαβεν ο πρώτος πάρεδρος Θεοδόσιος Καραμουτζάς. Παρ’ όλας τας προσπαθείας μας, δεν ηδυνήθημεν να εξακριβώσωμεν πόσον χρόνον διετέλεσεν ούτος δήμαρχος, είναι γνωστόν ότι λόγω της ανωμά­λου πολιτικής καταστάσεως παρετάθη η Δημαρχιακή περίοδος μέχρι του 1866. Η οικογένεια Καραμουτζά είναι μία εκ των αρχαιοτέρων του Άργους, μάλι­στα επί Τουρκοκρατίας το Ν.Α τμήμα της πόλεώς μας έφερε το όνομα Καραμουτζά-Μαχαλέ.

Μετά την μεταπολίτευσιν ανεδείχθησαν δήμαρχοι οι εξής:

1866-1870. Μιχαήλ Πασχαλινόπουλος, πατήρ της ευγενεστάτης και φιλευ­σπλάχνου επιτίμου προέδρου των Κυριών, (ήτις ανελλιπώς διατελεί τοιαύτη από του θανάτου της αειμνήστου Ελένης Ανδρέου Καρατζά, θυγατρός του στρατητού Τσώκρη) επί του φιλοπτώχου ταμείου, Κατίνας Ν. Μπόμπου. Ως δήμαρχος λέγεται αφήκεν εποχήν, σοβαρός, επιβλητικός και αυστηρός εις τα της διοικήσεως του Δήμου.

1870-1874. Μιχαήλ Παπαλεξόπουλος, κατήγετο εκ του ορεινού χωρίου της Αρκαδίας Κανδήλα, ιατρός συμπληρώσας τας σπουδάς του εν Παρισίοις, ευ­γενής, σοβαρώτατος, καλοκάγαθος, είχε το φανταστικώτερον κόμμα.

1874-1875. Σπήλιος Καλμούχος ιατρός, διακεκριμένος, σοβαρός, επιβλητι­κός, ευφυής, εύστροφος, είρων δε, απαράμιλλος, ήσκει επιρροήν εις την πολιτικήν όλης της Επαρχίας. Ακάματος, αφιλοκερδής, δεν υπήρξεν Αργείος α­σθενής όστις να μην ησθάνθη ευεργετικώς την ιατρικήν του περίθαλψιν, ανε­δείχθη και πληρεξούσιος. Έργα του Καλμούχου εισίν, η σημερινή αγορά, το γυμνάσιον, (εις το κτίριον προ εικοσαετίας εστεγάζοντο τα Ειρηνοδικεία Β.Ν. πλευράς) η εκ πιπερών δενδροστοιχία της οδού Τριπόλεως, ο εξωραϊσμός της Δημαρχίας, και των τότε Ελληνικών Σχολείων κ.τ.π. Δυστυχώς ο εν Αθήναις διαπρεπής ιατρός μικροβιολόγος υιός του, Πέτρος Καλμούχος, άπαξ αναδει­χθείς Βουλευτής δεν ηδυνήθη να κράτηση το μέγα κόμμα του αειμνήστου πατρός του.

 

Σπήλιος Καλμούχος

 

1879-1883. Μιχαήλ Παπαλεξόπουλος· περί ου ωμιλήσαμεν ανωτέρω.

1883-1891. Σπήλιος Καλμούχος ιατρός κ.λπ.

1891-1893. Χαράλαμπος Μυστακόπουλος μεγαλέμπορος, κατήγετο εκ Λογανίκου της Λακωνίας, εις τον Μυστακόπουλον οφείλεται η δια σιδηρών σω­λήνων διοχέτευσις του ύδατος εντός της πόλεως. Ανήρ σθένους και τόλμης, έσωσε την πόλιν από τα κακοποιά στοιχεία των εμφυλίων σπαραγμών και της αναρχίας του 1862. Πρότυπον και τιμίου δημάρχου, δείξαντος εξαιρετικόν ενδιαφέρον δια τα δημοτικά ζητήματα και κέρβερος του δημοτικού ταμείου. Χαρακτηριστικόν δε του ενδιαφέροντός του δια το δημοτικόν χρήμα είνε και το εξής: Ότι ενώ το δημοτικόν συμβούλιον τω εψήφισε δραχμάς 700 δια την μετάβασίν του εις Αθήνας προς παραλαβήν των σιδηροσωλήνων του υδραγωγείου, αυτός δεν εδέχθη ει μη μόνον δραχμάς 15 δι εισιτήριόν του Γ θέσεως. Απέθανε το δεύ­τερον έτος της δημαρχίας του.

 

Μυστακόπουλος Χαράλαμπος (1830-1894)

 

1893-1899. Σπήλιος Καλμούχος.

1899-1903. Εμμανουήλ Ρούσσος ιατρός εκ των ευδοκιμωτέρων, ευγενής, ειλικρινής φειδωλός του δημοτικού χρήματος, μανιώδης εις την φύτευσιν διαφόρων δένδρων. Οι αδελφοί Ρούσσοι, επιστήμονες εκ των εγκριτοτέρων της πόλεώς μας, αν και δεν ανήκουν εις οικογένειαν πολιτευομένην, εν τούτοις η προσωπικότης των, ο χαρακτήρ των και τα όλως εξαιρετικά προσόντα των, τους επέβαλον εις την δημοσίαν συνείδησιν ώστε να αναδειχθώσιν εις την πολιτικήν και οι τρεις ο Δημήτριος ως Βουλευτής κατά Αύγουστον 1910, ο Μανωλάκης Δήμαρχος 1899-03 και ο Γεώργιος, ο ευφυέστερος και νοημονέστερος ως πρόεδρος του κοινοτικού συμβουλίου Άργους κατ’ επανάληψιν.

1903-1907. Δημήτριος Κούζης ο ήδη γερουσιαστής αναδειχθείς και βου­λευτής κατά το 1910, ιατρός εκ των εγκριτωτέρων, με ατομικήν πολιτικήν ου την τυχούσαν, έντιμος, ειλικρινής, φιλαλήθης χαρακτήρ, κρίσεως δε και σκέ­ψεως, βαθύτατης. Διαδεχθείς το κόμμα του θείου του αειμνήστου Μιχαήλ Παπαλεξοπούλου.

1907-1914. Ανδρέας Καρατζάς δικηγόρος, υιός του εν Πάτραις διαπρεπούς νομομαθούς αειμνήστου Νεοκλέους Καρατζά. Εγκατασταθείς ενταύθα από του γάμου του, μετά της θυγατρός του στρατηγού Δημητρίου Τσώκρη Ελέ­νης, και πολιτευόμενος ανεδείχθη πολλάκις βουλευτής της Επαρχίας Άργους 1894-1895 και 1899-1903, ικανός, λόγιος μεγάλης μορφώσεως, εις ον η πόλις εκτός των άλλων έργων οφείλει και εσαεί θα ευγνωμονεί, το μέγιστον και εκπολιτιστικόν αγαθόν, τον ηλεκτροφωτισμόν αυτής.

Επί Καρατζά η δημαρχική περίοδος παρετάθη από το 1911-1914 ένεκα στρατιωτικού κινήματος κατά 1909, και των ενδόξων και νικηφόρων πολέμων 1912-1913.

1914-1925. Εγένετο η πόλις Άργους κοινότης, ως έχουσα πληθυσμόν έλαττον των 10 χιλ. κατοίκων, ένεκα της πλημμελώς ενεργηθείσης απογραφής των κατοίκων. Μετά εγένετο πάλιν δήμος και κατά Οκτώβριον του 1925 εξελέγη Δήμαρχος Αργείων ο Αγγελής Μπόμπος  (192528) έμπορος τίμιος, δραστή­ριος, χρηστός πολίτης, ήσυχος, συνετός, ολιγόλογος· λόγω του ησύχου και διαλλακτικού χαρακτήρος του, προετάθη ως δήμαρχος υφ’ όλων των κομμά­των. Ο εξωραϊσμός της πόλεως, οι δρόμοι, η αποξήρανσις του βάλτου, η επι­σκευή του υδραγωγείου, και τόσα άλλα έργα έτυχον της αμερίστου προσοχής του. Απέθανεν κατά το δεύτερον έτος της δημαρχίας του.

 

Μπόμπος Β. Αγγελής (1878-1928)

 

1928-1930. Ο Κωνσταντίνος Μπόμπος έμπορος· διαδεχθείς τον αποθανό­ντα αδελφόν του Αγγελήν Μπόμπον. Όστις εξακολουθεί το χαραχθέν υπό του αδελφού του πρόγραμμα. Την δε εξυπηρέτησιν των συμφερόντων των συμπολιτών του ο δημωφελέστατος Δήμαρχος, την θεωρεί υποχρέωσίν του, την θεωρεί καθήκον του επιβεβλημένον.

 

Κωστής Μπόμπος στο σπίτι του, 1937. μπλοκ

 

Είχε δοθεί για δημοσίευση στον «Ε» το άρθρο του Τ. Τσακόπουλου, όταν βρήκα στα χειρόγραφα κατάλοιπά του, σημείωμα με τα ονόματα των δημάρχων μέχρι το 1930, αλλά και των μετέ­πειτα, μέχρι και τον Στάθη Μαρίνο. Το σημείωμα είναι αχρονολόγητο. Δημοσιεύω από αυτό πιστά όλες τις αναγραφές για την περίοδο μετά τον Αγγελή Μπόμπο.

 «Κωνσταντίνος Μπόμπος, αδελφός του Αγγελή.

Ευθύμιος Σμυρνιωτάκης, 1941-1943, δικηγόρος.

Γεώργιος Παπαγιαννόπουλος, δικηγόρος, 1943-1944. Ούτος προσέφερε πολλάς εκδουλεύσεις και υπηρεσίας εις την πόλιν κατά την επάρατον εκείνην εποχήν της κατοχής. Χάρις εις τας ευγενείς ενεργείας και επιμόνους προσπαθείας του εσώθη η αιω­νόβιος γηραιά και αθάνατος παρά τας πληγάς πλάτανος την ο­ποίαν είχον απόφασιν να κόψουν οι σκληροί και απαίσιοι Γερμα­νοί. Υπό το φύλλωμα και την παχυτάτην σκιάν της διέρχονται δροσιζόμενοι, διασκεδάζοντες και ευωχούμενοι οι επισκεπτόμε­νοι τον Ερασίνον ποταμόν, κοινώς Κεφαλάρι.

Ευστάθιος Μαρίνος, ιατρός, όστις εκλέγεται δήμαρχος από της 15ης Απριλίου του 1951 μέχρι σήμερον. Εις τον κ. Μαρίνον οφείλεται η δια σιδηρών σωλήνων ύδρευσις της πόλεως και ού­τω υδρεύεται δι’ αφθόνου ύδατος το πολυδίψιον ‘Αργος (Ιλιάς 4.171)».

 Σημειώνω για την ιστορία ότι το αιωνόβιο πλατάνι του Κεφαλαριού κό­πηκε από τους «ευαίσθητους» ντόπιους, με απόφαση του κοινοτικού Συμβουλίου Κεφαλαριού και με πρόεδρο Κοινότητας τον κ. Μπουντούρη, το 1983. Δεν ξέρω τι θα έγραφε για την πράξη αυτή ο προδρομικά οικολόγος Τσακόπουλος, όπως άλλωστε και για την άθλια ποιότητα του νερού του Άργους, που πλέον ξεδιψάει με μεταλλικό νερό εμφιαλωμέ­νο…

 

Βασίλης Κ. Δωροβίνης

Read Full Post »

Σχέσεις Νικηταρά με το Άργος 


 

Το πιο κάτω κείμενο αποτελεί  ανακοίνωση προς το Β’ Συνέδριο Αργολικών Σπουδών* από χρέος προς τον Νικηταρά, την οικογένεια Νικηταρά και το Άργος.

                                                                                  

Nikitaras, Lithography by Karl Krazeisen.

Η ιστορία, ο θρύλος και η δράση του Νικηταρά στην Αργολίδα είναι πολύ γνωστά πράγματα και δεν θα ήθελα να αναφερθώ σ’ αυτά, παρόλο πού η επανάληψη τους όχι μόνο δεν κουράζει αλλά, αντίθετα, ευχαριστεί και ενθουσιάζει κάθε ακροατήριο. Θέλω να αναφερθώ σε δυο γεγονότα, όπως αναδύονται μέσα από τα επίσημα γραπτά κείμενα, που βρίσκονται στην κατοχή μου.

Το πρώτο: Ένα κομμάτι της Αργολικής γης, κοντά στα όρια της πόλεως του Άργους προς Ναύπλιο και Νέα Κίο, ένα αγρόκτημα στη θέση Σερεμέτι, έκλεισε μέσα του τους μόχθους και τον ιδρώτα του Νικηταρά για επιβίωση δική του και της οικογένειάς του, συγχρόνως όμως αποτέλεσε γι’ αυτόν πηγή  πικρίας, οικονομικής εξαθλιώσεως και αφορμή αποστάγματος αγνωμοσύνης του επίσημου Κράτους προς τον γενναίο στρατηγό, επιβεβαιώνοντας έτσι την τραγική μοίρα των γενναίων ν’ αμείβονται με αγνωμοσύνη!

Το δεύτερο: Ένα σπίτι στο Άργος, «οδός Νικηταρά 5», που δεν υπάρχει πια, αφού δεν άντεξε στη μάχη με το χρόνο, στέγασε τον γόνο του Τουρκοφάγου, τον Ιωάννη Νικήτα Νικηταρά, που έζησε στο Άργος και ετάφη στο Άργος για να αποκτήση η Αργείτικη γη το προνόμιο να κλείση για πάντα στα σπλάχνα της το γιο του Τουρκοφάγου.

Παρουσιάζοντας τα δυο αυτά γεγονότα, θα προτιμήσω να χρησιμοποιήσω αποσπάσματα από τα γραπτά ντοκουμέντα, περιορίζοντας τις δικές μου προσθήκες μόνο στο απαραίτητο.

  

Το κτήμα στο Σερεμέτι (περιοχή σημερινού εργοστάσιου Πελάργου)  


  

Τα γραπτά επίσημα κείμενα που έχω στα χέρια μου και θα χρησιμοποιήσω είναι:

α) Αναφορά του Νικηταρά προς το βασιλέα Όθωνα με ημερομηνία 24 Οκτωβρίου 1841.

β) Εισηγητική Έκθεση «Προς την Βουλήν» του τότε Υπουργού Οικονομικών Λ. Ι. Κρεστενίτη με ημερομηνία 25 Ιουνίου 1849.

γ) Αναφορά Νικηταρά προς την Γερουσία και την Βουλή.

δ) Απόφαση συνταξιοδοτήσεως Αγγελικής χήρας Νικήτα Σταματελοπούλου. 

Γράφει στην αναφορά του προς τον Όθωνα ο Νικηταράς, για το κτήμα στο Σερεμέτι:

Μεγαλειότατε,

Είς διαφόρους περιστάσεις και εποχάς έκαμα γνωστόν είς την Υμετέραν Μεγαλειότητα ότι δι’ αδείας της υπό της αισίας ελεύσεως της Ελληνικής Κυβερνήσεως, μοι παρεχωρήθησαν όλες οι εντός της κατά την Αργολίδα θέσεως  Σερεμέτι εθνικές γαίες, χέρσας δε ούσας, και καταπλακωμένας υπό των υδάτων.

Ηγωνίσθην, εξόδευσα, ό,τι εντίμως απελάμβανα, απεξήρανα τάς γαίας αυτάς και εγεώργησα ικανόν μέρος αυτών, ενήργησα φυτείας, αυταί δε κατεστράφησαν εκ των ώδε ανωμαλιών, επανέλαβα μετά ταύτα τας γεωργικάς εργασίας, δια να δυνηθώ να πραγματοποιήσω τον οποίον η Κυβέρνησις προέθετο σκοπόν, του να εξασφαλίση πόρον ζωής είς την πολυάριθμον οικογένειαν γηραιού στρατιωτικού, όστις τίποτε άλλο δεν απήτησε πώποτε.

Μετά την σύστασιν του ιπποφορβείου, μου αφηρέθησαν αι γαίαι αυταί, μοι αφέθη όμως μέρος αυτών κατά το τοπογραφικόν σχέδιο του αρχηγού του πυροβολικού. Τούτο συνέβη μεταξύ των ετών 1836 και 1837. Έκτοτε ασχολούμαι με την βελτίωσιν της καλλιεργείας των οποίων μοι αφέθησαν γαιών, αλλ’ επέπρωτο ίσως καθ’ ήν στιγμήν χαίρω τα αποτελέσματα της δικαιοσύνης της Υ. Μ. να ιδώ να αφαιρούν από εμέ γη ως είρηται αφεθείσαν είς την κατοχήν μου γαίας του Σερεμετίου, και να μάθω ότι ικανόν μέρος αυτών εξετέθη προ καιρού είς δημοπρασίαν.

Ο Νικηταράς δεν είχε δικούς του πόρους, δεν είχε δικά του χρήματα για να καλλιεργήση τη χέρσα γη που του παραχωρήθηκε για εκμετάλλευση και που μόνο « κατ΄ευφημισμόν»  μπορούσε να χαρακτηρισθή «κτήμα» με την σημερινή έννοια καλλιεργησίμου και ευφόρου αξιολόγου εδάφους.

Δανείστηκε λοιπόν για να κάνη καλλιεργήσιμο το κτήμα. Δανείστηκε για φτιάξη το σπίτι του. Δανείστηκε ακόμα και κατά την εποχή του Αγώνα για να συντηρή τους στρατιώτες του. Και οι τόκοι από τα χρέη τον έπνιξαν. Ιδού είς ένδειξιν δικαιολογημένης διαμαρτυρίας πως περιγράφει ο ίδιος αυτήν την κατάστασή του στην αναφορά του στη Γερουσία και την Βουλή: 

…Ως εκ τούτου κατεδαπάνησα είς αυτό πολλά είς καλλιέργειαν, οικοδομήσας οίκους, ανοίξας χάνδακας, εμφυτεύσας αμπελώνας, δένδρα και λοιπά· προς τούτοις δε και όσα εργάσιμα, ζώα και άλλα χρήματα. Αλλ’ η Αντιβασιλεία αυθαιρέτως και αυτογνωμόνως με αφήρεσεν το πλείστον μέρος αυτού· αλλά και σύρουσά με είς τας καθύγρους φυλακάς· εν αυτή τη φυλακή με κατηνάγκασε η να οικοδομήσω την έν Ναυπλίω οικίαν μου ή να την πουλήσω και ούτω με εξέθεσεν εις πολλά δυστυχήματα· διότι αναγκασθείς να εμπιστευτώ εις ξένους την φροντίδα της οικοδομής και υποπεσών είς σφετερισμούς και τόκους, αντί 30 ή 35 χιλιάδων δραχμών δαπάνης ή οικοδομή ανέβη είς 79.775, την ακρίβειαν των οποίων βλέπετε εις επισυναπτόμενον ενταύθα κατάλογον.

 Αναγκασθείς εκ τούτω να δανεισθώ εσχάτως 20.000 δρχ. από την Τράπεζαν, αδύνατο να πληρώνω το χρεώλυστρον και το μέλλον απειλεί τα χειρότερα· και δια να γνωρίζετε κάλλιον την αλήθεια σας επισυνάπτω δεύτερον ονομαστικόν κατάλογον των όσων κατά τον Αγώνα εδανείσθην δια να οικονομώ  εν μέρει τους υπ’ εμού στρατιώτας και δια τα οποία σήμερον σύρομαι καθ’ εκάστην εις τα δικαστήρια και πληρώνω ως αν έμελλον να υποβάλλωμαι δια τον πατριωτισμόν  μου  (συγχωρήσατέ με να το ειπώ) αιωνίως είς πρόστιμα.

…………………………………………………………………………………………………………………………………

 Ακολούθως δε ό,τι αποφασισθή και εγώ βέβαια υπάγομαι είς την εθνικήν θέλησιν και απόφασιν.

Την οικτρά αυτήν κατάσταση, στην οποία είχε περιέλθει ο γενναίος στρατηγός, περιγράφει και ο τότε Υπουργός Οικονομικών Λ. Ι. Κρεστενίτης, εξαίροντας συγχρόνως και την αφιλοχρηματία του Νικηταρά,

Εν τούτοις, Κύριοι, ο συμπολίτης μας ούτος, κεκμηκώς εκ των κακουχιών του πολέμου και των περιπετειών της τύχης, κατελήφθη υπό πολλών σωματικών ασθενειών και ήδη κείται ελεεινόν θέαμα προ των οφθαλμών της οικογενείας και οικείων του, προ των οφθαλμών του Έθνους ολοκλήρου. Ο ανήρ ούτος, όστις εκ μόνων των προ των ποδών αυτού πεσόντων λαφύρων ηδύνατο να κατασταθή βαθύπλουτος, υπήχθη είς χρέη υπέρογκα εν καιρώ του πολέμου και μετά ταύτα και ήδη ούδ’ η μικρά αυτού περιουσία, αν εκποιηθή, είναι αρκετή να αποσβέση μέρος του χρέους του, ούδ’ η πρόσοδος ταύτης, και αυτός ο μισθός του δύνανται να εξαρκέσωσιν είς μόνον των τόκων την απότισιν και ως εκ τούτου η ζωή του κατέστη βίος αβίωτος, η δε θλίψις, ήτις κατακυριεύει την καρδίαν του, ωθεί αυτόν με βήμα ταχύ προς τον τάφον.

Για να μη δημιουργηθούν πλανημένες εντυπώσεις, ότι η παραχώρηση του κτήματος του Σερεμέτι αποτελούσε δωρεά προς τον Νικηταρά και για να αποδειχθή, αντίθετα, ότι το κράτος χρωστούσε  χρήματα στον γενναίο στρατηγό, παραπεμπόμεθα στα παρακάτω από το ίδιο έγγραφο του Υπουργού Λ. Ι. Κρεστενίτη, στην Εισηγητική του Έκθεση «Προς την Βουλήν»:

Η παραχώρησις αύτη, συγχωρήσατέ μοι, Κύριοι, να παρατηρήσω, ότι δεν φέρει χαρακτήρα δωρεάς, καθ’ όσον το αντίτιμον αυτής θέλει συμψηφισθή εν καιρώ με όσα έχει λαμβάνειν ο υποστράτηγος Νικήτας δια μισθούς και έξοδα του πολέμου· αλλά και ως δωρεά εάν ήθελε προταθή, η θυσία μεγάλη δεν ήθελεν είσθαι· πρώτον, διότι και άλλοι επίσημοι άνδρες του Αγώνος έλαβον ανωτέρας αξίας κτήματα, άλλοι μεν υπό τον όρον του συμψηφισμού, και άλλοι δωρεάν· δεύτερον, διότι απέναντι των ανδραγαθημάτων του πατριωτισμού και της αυταπαρνήσεως του Νικήτα δεν δύναται να θεωρηθή μεγάλη δια το Έθνος η θυσία.

Τελικά, μετά τον θάνατο του Νικηταρά και παρά τις γραπτές εντολές της Κυβερνήσεως για αναστολή διώξεως λόγω χρεών, η οικογένεια του ενδόξου στρατηγού δεν μπόρεσε να αντέξη στο βάρος των χρεών και το κτήμα εκποιήθηκε.

  

Ο γιός του Νικηταρά στο Άργος – Ιωάννης Νικήτα Νικηταράς


  

Ο Ιωάννης Νικήτα Νικηταράς, ο γιος του Τουρκοφάγου είναι αξιοπρόσεκτο ότι δεν ονομάζεται Σταματελόπουλος, αλλά επίσημα Νικηταράς. Ήταν ηλικίας 20 χρονών, όταν πέθανε ο στρατηγός πατέρας του, όπως προκύπτει από το πρωτότυπο έγγραφον, την απόφασι συνταξιοδοτήσεως της  « Αγγελικής χήρας μετά του Ιωάννου 20ετούς ορφανού του ποτέ στρατηγού της φάλαγγος Νικήτα Σταματελοπούλου». Η σύνταξη αυτή χορηγήθηκε από τις 26 Αυγούστου 1854 και ήταν ίση προς 111 δραχμές.

Ο Ιωάννης Νικήτα Νικηταράς παντρεύτηκε μια Αργειτοπούλα, την πανέμορφη Βασιλική, το γένος Τσίπη. Έζησε στο Άργος και κατοικία του ήταν, όπως αναφέρθηκε στην αρχή, η μη υπάρχουσα πλέον παλαιά οικία της οδού Νικηταρά 5, που απετέλεσε άλλωστε και την αιτία της ονομασίας «οδός Νικηταρά».

Ο Ιωάννης δεν απέκτησε παιδιά. Πέθανε σχετικά νέος, 60 ετών, στις 9 Ιανουαρίου 1895 και ετάφη στο Άργος, στο Κοιμητήρι της Κοιμήσεως Θεοτόκου (Παναγίας), σε υπόγειο θολωτό τάφο με μαρμάρινη επιτύμβια πλάκα, που φέρει καλαίσθητο σκάλισμα, και σώζεται και υπάρχει έως σήμερα. Η σύζυγος του Βασιλική πέθανε υπεραιωνόβιος, πολύ αργότερα, κατά το έτος 1942, ετάφη στον ίδιο τάφο και οι παλαιότεροι συμπολίτες μας την θυμούνται.

Ο Ιωάννης Ν. Νικηταράς  ήταν ταγματάρχης. Όπως προκύπτει  από μία αναφορά του, που έχουμε στα χέρια μας, με ημερομηνία «Εν Άργει τη 3 Ιανουαρίου 1873 και αριθ. Πρωτ. 44 του 4ου Τάγματος Ευζώνων ήταν κατά την χρονολογία αυτή Υπολοχαγός του Ευζωνικού αυτού Τάγματος. Την αναφορά του αυτή υπογράφει με το επώνυμο «Νικηταράς» και όχι «Σταματελόπουλος».

Σύμφωνα προς αφηγήσεις της Βασιλικής Ιωάννου Ν. Νικηταρά προς παλαιοτέρους Αργείτες, το ζεύγος αποτελούσε κόσμημα για την πόλη του Άργους και εζωντάνευε την μνήμη του γενναίου Νικηταρά. Στα χέρια της Βασιλικής απέμεινε το αρχείο του στρατηγού, από το οποίον έφθασε στα χέρια μου μικρόν τμήμα, από όπου αντλώ για την παρούσα ανακοίνωση, ενώ το μεγαλύτερο τμήμα παρεδόθη από τον πατέρα μου στον γνωστόν λόγιον Αργείτη δικηγόρο και ιστορικόν ερευνητή Δημ. Βαρδουνιώτη, ο οποίος επρόκειτο να λάβει πληροφορίες για την Ιστορία του Άργους.

Μικρό τμήμα από το σύνολο του αρχείου επεστράφη τμηματικά στον πατέρα μου, αλλά το μεγαλύτερο τμήμα παρέμεινε στα χέρια του Δ. Βαρδουνιώτη, για να συνεχίση την αναζήτηση ιστορικών ειδήσεων. Πιθανολογώ ότι ένα μέρος του αρχείου αυτού «πέρασε» στο αρχείο Τσώκρη – Νικηταρά· ενώ ένα άλλο μέρος του πρέπει να χρησιμοποιήθηκε από συμπολίτη μας, που παλαιότερα ιστοριογραφούσε  σχετικά με τον Νικηταρά σε τοπικήν εφημερίδα του Άργους.

  

Επίλογος


  

Νικήτας Σταματελόπουλος, ο Τουρκολεκιώτης, υπήρξε ασφαλώς μια αγνή και σπουδαία μορφή του Αγώνος. Χωρίς να έχη ιδιαιτέρους δεσμούς με το Άργος, η μοίρα ηθέλησε να συνδεθή στενά με την πόλη μας, όπου για όσους μπορούν να το νιώσουν αντηχεί η ζωηρή φωνή του. Αυτήν την υπερήφανη φωνή προσεπάθησα με την σύντομη ανακοίνωσή μου να μεταφέρω σ’ αυτήν την αίθουσα μέσ’ από τα ίδια του ήρωα κείμενα.

Ζητώ την συγκατάθεση του Συνεδρίου να προτείνω στον «Δαναό» και στον Δήμο Άργους, να στήσουν ένα άξιον του ανδρός πνευματικό μνημείο, αφιερώνοντας ένα χωριστό τόμο στον Νικηταρά, που να περιλαμβάνη μαζί με τα έγγραφα του αρχείου του (τα εις χείρας μου στην διάθεσή τους) και τα Απομνημονεύματά του σε νέα έκδοση.

Τέλος, ας τερματισθή η ανακοίνωσή μου με τα λόγια του Λυκούργου Κρεστενίτη, παρμένα από το από 25.6.1849 έγγραφό του προς την Βουλήν των Ελλήνων:

Το όνομα του Νικήτα και το διά της σπάθης αυτού αποδοθέν είς τον ίδιον (του Τουρκοφάγου) τις δύναται να αρνηθή ότι δεν ήχησε καθ’ όλην την Ευρώπην και την Ασίαν, προφερόμενον εισέτι με σέβας και θαυμασμόν παρά πάντων; Τις δύναται να αμφιβάλη ότι ο βίος του Νικήτα θέλει καλύψει πολλάς της ιστορίας σελίδας και θέλει στολίσει αυτήν με τα ανδραγαθήματα του ήρωος τούτου, τα οποία εις τας επερχομένας γενεάς θέλουν χρησιμεύσει ώς τύπος και παραδειγματισμός του ακραιφνούς πατριωτισμού και του ηρωϊσμού, όστις αναβιβάζει τον πολίτην στρατιώτην είς την εύκλειαν της αληθούς δόξης;

Η εικών του Νικήτα, ζώντος έτι αυτού, ανήρτηται και εν Ελλάδι και εν τη αλλοδαπή μεταξύ εκείνων των μεγάλων ανδρών· μετά θάνατον δε η  προτομή αυτού θέλει κατασταθή σεβαστόν μνημείον είς πάντα τόπον.

Οι ξένοι περιηγηταί ασπάζονται σήμερον με σέβας τον Νικήταν, αλλά μετά θάνατον και ξένοι και ομογενείς, διαβαίνοντας εκ των Δερβενακίων θέλουν χαιρετά με δάκρυα το ηρώον του Νικήτα, ως σήμερον το του Μιλτιάδου τρόπαιον.

Ιωάννης. Π. Χιωτακάκος

Μηχανολόγος – Ηλεκτρολόγος

 

      * Το Β΄ Τοπικό Συνέδριο Αργολικών Σπουδών, πραγματοποιήθηκε στο Άργος από 30 Μαΐου έως την 1η  Ιουνίου του 1986, στην αίθουσα του Συλλόγου Αργείων ο «Δαναός». 

 

Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »

Το Ναύπλιο την ημέρα της δολοφονίας του Καποδίστρια

 


  

Στις 8 Οκτωβρίου 1831,* ο μεγάλος κυβερνήτης της Ελλάδος Ιωάννης Καποδίστριας, ο οποίος αφιέρωσε όλη τη ζωή του στην υπηρεσία της πατρίδος του, έπεφτε νεκρός από ελληνικές, δυστυχώς, σφαίρες. Πολλοί έγραψαν για τον τραγικό θάνατο του. Μεταξύ αυτών είνε και ο Ιταλός Τζεκκίνι.

Γιατρός κι αυτός, είχε σπουδάσει στην Ιταλία μαζί με τον Καποδίστρια,  ο οποίος όταν γίνηκε κυβερνήτης, τον κάλεσε κοντά του ως γιατρό του. Ο Τζεκκίνι συνεδέετο στενώτατα με τον κυβερνήτη. Στο πολύτιμο δε, για την ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως, βιβλίο του «Εικόνες της Νεωτέρας Ελλάδος» αφιερώνει ένα σημαντικό κεφάλαιο στη δολοφονία του φίλου του.

Ο Τζεκκίνι πέρασε το βράδυ της εβδόμης Οκτωβρίου – της παραμονής δηλαδή της δολοφονίας – στην Τύρινθα, όπου τον είχαν καλέσει να δη έναν άρρωστο. Την άλλη μέρα το πρωί ξεκίνησε νωρίς – νωρίς για το Ναύπλιο, που απέχει δυο μίλια από την Τύρινθα. Ασυνήθιστη όμως κίνησις επικρατούσε στους εξοχικούς δρόμους και πολλοί άνθρωποι έτρεχαν σ’ αυτούς τρομαγμένοι και λυπημένοι. Ο Τζεκκίνι ρώτησε ένα απ’ αυτούς γνωστό του τι συνέβαινε κι αυτός του απάντησε ότι σκότωσαν το Καποδίστρια.

 

Η δολοφονία του Καποδίστρια. Έργο λαϊκού ζωγράφου μέσα στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα.

Όσο ο Τζεκκίνι προχωρούσε και σίμωνε στο Ναύπλιο, τόσο τα πλήθη που έφευγαν από την πόλι μεγάλωναν. Πανικός είχε πιάσει όλους τους Ναυπλιώτες κι έτρεχαν να σωθούν στα γειτονικά χωριά. Όταν τέλος έφθασε στην πόλι, βρήκε την πύλη κλεισμένη από στρατό που δεν άφηνε κανένα να περάση.  Αμέσως έτρεξε στο παλάτι του κυβερνήτου, επλησίασε για να κυττάξη , αν τα τραύματά του ήσαν σοβαρά, και είδε ότι ο Καποδίστριας ήταν πια νεκρός.

«Άφησα – γράφει ο Τζεκκίνι – τον σκοτωμένο μεταξύ μερικών στρατηγών του, υπουργών του και γερουσιαστών, οι οποίοι από τη λύπη τους ήσαν άφωνοι σαν τον νεκρό, κι εβγήκα στους δρόμους για να προσφέρω τις υπηρεσίες μου, αν παρουσιαζόταν ανάγκη. Διέτρεξα όλη την πόλι χωρίς να συναντήσω ψυχή ζωντανή, παρά μερικούς στρατιώτες που έστεκαν σε κάθε γωνιά δρόμου ακίνητοι, σαν αγάλματα, με το τουφέκι έτοιμο, να πυροβολήσουν όποιον θα τολμούσε να κάνει το παραμικρό.

Νεκρική σιωπή τρόμου βασίλευε σ’ όλην αυτή την έρημο που ωνομάζετο Ναύπλιο. Όλες οι πόρτες των σπιτιών ήσαν  κλειστές και τα παράθυρα κατάκλειστα. Ούτε ένα μαγαζί δεν ήταν ανοιχτό. Όλοι περίμεναν από στιγμή σε στιγμή κάποιο κίνημα, κάποια καταστροφή, γιατί ο λαός ήταν χωρισμένος σε δύο αντίθετα στρατόπεδα, τα πάθη δυνατά και ο κίνδυνος διαρπαγής των περιουσιών μέγιστος. Το κλείσιμο θυρών και παραθυριών έγινε πρώτα αυθόρμητο από το λαό, έπειτα όμως κι’ η κυβέρνησι έβγαλε προκήρυξι να μείνουν όλα κατάκλειστα. Μονάχα στους στρατώνες επικρατούσε ζωή και κίνησι, και μάλιστα υπερβολική.  Ξαναγύρισα στο Παλάτι του κυβερνήτη, όπου έμαθα από τους φρουρούς πως σκοτώθηκε ο Καποδίστριας».

Και ο Τζεκκίνι διηγείται παρακάτω την ιστορία της δολοφονίας. Μεταξύ των άλλων αναφέρει ότι, πριν φύγει ο Καποδίστριας  από το σπίτι του για να πάη στην εκκλησία του Aγίου Σπυρίδωνος, έξω από την οποία σκοτώθηκε, ένα αγαπημένο σκυλάκι του τριγύριζε ανήσυχο γύρω από τα πόδια του, γαύγιζε και δεν ήθελε να τον αφήσει να φύγη. Επέμενε μάλιστα τόσο το πιστό ζώο, ώστε ο Καποδίστριας αναγκάσθηκε να το διώξη επανειλημμένως μέσα από τα πόδια του.

Όταν σίμωσε στην εκκλησία, ο Καποδίστριας διέκρινε απέξω το Γιώργη και Κωνσταντή, παιδιά του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και σταμάτησε για μια στιγμή, αλλά αμέσως εξακολούθησε το δρόμο του. Μέσα στην εκκλησία δεν ήσαν παρά 4 – 5 γυναίκες.

Όταν ο Καποδίστριας έφθασε σιμά τους, οι δυο Μαυρομιχαλαίοι έβγαλαν το καπέλλο τους. Ο Καποδίστριας έβγαλε κι αυτός το καπέλλο του κι εχαιρέτησε πρώτα το Γιώργη κι έπειτα γύρισε να χαιρετίσει και τον Κωσταντή. Μα την ίδια  στιγμή ο Γιώργης τράβηξε το πιστόλι του και πυροβόλησε. Το πιστόλι όμως δεν πήρε φωτιά. Τράβηξε τότε ένα άλλο πιστόλι, πυροβόλησε και τον πλήγωσε στον δεξί κρόταφο. Η σφαίρα βγαίνοντας έσπασε το αριστερό μέρος το μετώπου. Συγχρόνως, την ίδια στιγμή, ο Κωσταντής του κάρφωσε το μαχαίρι του  στην κοιλιά. Αμέσως ο Καποδίστριας σωριάστηκε αναίσθητος καταγής.

«Τόσο ήσαν ξαφνικά τα χτυπήματα τους, ώστε μπορεί κανείς να πιστεύση ότι ο κυβερνήτης δεν άκουσε ούτε τον ήχο της πιστολιάς, ούτε ένιωσε τον πόνο της μαχαιριάς», λέει ο Τζεκκίνι, υποστηρίζοντας ότι ο θάνατος επήλθε ακαριαίος.

Οι δυο ακόλουθοι του Καποδίστρια τράβηξαν αμέσως τα πιστόλια των κι επυροβόλησαν. Αλλά κανένα από τα δυο δεν πήρε φωτιά. Η τρίτη όμως σφαίρα, που έρριξε κατά των δολοφόνων  ένας κουλοχέρης Κρητικός, (ο οποίος μολονότι είχε μόνο ένα χέρι, ήταν ο καλύτερος μπιλιαρδιστής στην Ελλάδα) χτύπησε τόσο καλά τον Κωσταντή, ώστε του πέρασε η σφαίρα πέρα – πέρα το θώρακα.

Μ’ όλη τη βαρειά λαβωματιά ο Κωσταντής  έτρεξε σε μια πόρτα και παρακάλεσε να του ανοίξουν. Αλλά δεν του άνοιξαν κι έτσι αναγκάσθηκε να τραπή εις φυγήν, ενώ πλήθος λαού τον κυνηγούσε. Όταν ο λαός τον έφθασε, τον βρήκε κατά γης να πλέει στο αίμα του. Την ώρα δε που το πλήθος τον χτυπούσε με τα μαχαίρια του και τον κομμάτιαζε, πριν ξεψυχίσει ο Κωσταντής είπε:

-Κάμετε μου ό,τι θέλετε αλλά ο τύραννος πέθανε!

Το πτώμα το έσυραν στο στρατώνα που ήταν στην πλατεία του Πλατάνου. Ο Τζεκκίνι το πλησίασε, το είδε και με θαυμασμό περιγράφει το λεβέντικο κορμί του:

«Ήταν ένας από τους ωραιότερους άνδρες της Ελλάδος τόσο για το αθλητικό κορμί του, όσο και για το πρόσωπο που έμοιαζε  σαν του Απόλλωνα. Τα σγουρά, ξανθά μακρυά μαλλιά του που έφθαναν ως τον ώμο του, ήσαν γεμάτα αίματα και χώματα».

Ο Τζεκκίνι πήγε κατόπιν στο εστιατόριο του Ρούσου, το καλύτερο του Ναυπλίου, όπου τις άλλες ημέρες συγκεντρωνόταν τόσο πλήθος ώστε δεν εύρισκε κανείς θέσι να καθήση. Την ημέρα όμως εκείνη ο Τζεκκίνι ήταν μονάχος με τον ξενοδόχο κι ενώ ήταν μεσημέρι έτρωγε με φως, γιατί οι πόρτες και τα παράθυρα ήσαν κατάκλειστα. Σε μια στιγμή άκουσε απ’ έξω οχλοβοή και θόρυβο. Τότε ο ξενοδόχος του είπε:

-«Ξέσπασε η επαναάστασι!».

Ο Τζεκκίνι κοίταξε από το παράθυρο κι είδε πλήθη λαού να σέρνουν στους δρόμους το πτώμα του Κωσταντή Μαυρομιχάλη με βρισιές και με κατάρες. Άλλοι τον έσπρωχναν με τις ομπρέλες των (γιατί ψιχάλιζε), άλλοι το κλωτσούσαν με τα πόδια, άλλοι το έφτυναν, άλλοι έκαναν άσεμνες χειρονομίες. Ο Τζεκκίνι μάλιστα είδε  με τα μάτια του κάποιον απ’ το πλήθος που άρπαξε το χέρι του σκοτωμένου και  του το δάγκασε με λύσσα.

Τέλος, έπειτα από πολλή ώρα το πέταξαν στη θάλασσα. Τη νύχτα, από το Ίτς- Καλέ, ο Τζεκκίνι, κάτω από το φως του φεγγαριού, διέκρινε το πτώμα του Κωνσταντή να δέρνεται από τα κύματα, να χτυπά στ’ ακρογιάλι και να ξανατραβά για την ανοιχτή θάλασσα.  

Ο Γιώργης Μαυρομιχάλης, αφού δολοφόνησε τον Καποδίστρια, έτρεξε να καταφύγει στο σπίτι του πρεσβευτού της Γαλλίας Ρουέν, αλλ’ όπως ήταν ζαλισμένος από το έγκλημα, έκαμε λάθος και μπήκε στο γειτονικό σπίτι, όπου κατοικούσε ένας Γάλλος συνταγματάρχης του πυροβολικού. Ανέβηκε τις σκάλες, μπήκε στην κρεβατοκάμαρα και τον βρήκε στο κρεββάτι   με τη γυναίκα του. Δείχνοντας του το πιστόλι, χαρούμενος του είπε: – Τον σκοτώσαμε!…  – νομίζοντας ότι ήταν μπροστά στον πρεσβευτή της Γαλλίας και ότι θα τον ευχαριστούσε η είδησις αυτή, γιατί η Γαλλία πολεμούσε τον Καποδίστρια ως ρωσόφιλο.

Μόλις τ’ αντρόγυνο άκουσε τα λόγια αυτά, πήδηξε τρομαγμένο από το κρεββάτι και κατέφυγε στη Γαλλική πρεσβεία, όπου βρήκε  πάλι το Γιώργη Μαυρομιχάλη, ο οποίος εντωμεταξύ είχε πηδήσει από το παράθυρο και από την αυλή μπήκε στη Γαλλική πρεσβεία, που του έδωσε καταφύγιο.  Μόλις ο λαός έμαθε ότι ο δολοφόνος κρυβόταν στη Γαλλική πρεσβεία, αγριεμένος  έτρεξε εκεί ζητώντας από τον πρεσβευτή να του τον παραδώση.

Αλλά ο πρέσβυς αρνήθηκε με την πιο μεγάλη αναίδεια. Το πλήθος τότε αγρίεψε σε βαθμό επικίνδυνο. Τότε ευτυχώς, επενέβη ο συνταγματάρχης Αλμέϊδα,  πορτογαλικής καταγωγής, ο οποίος προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες στην επαναστατημένη Ελλάδα, και ήταν στρατιωτικός  διοικητής Ναυπλίου.

Παρουσιάσθηκε στο Γάλλο πρεσβευτή Ρουέν και του εξήγησε το δίκαιο θυμό του λαού και τον κίνδυνο που απειλούσε κι αυτή ακόμη τη ζωή του πρεσβευτού από ένα θεριωμένο ασκέρι. Ο πρέσβυς κατάλαβε τότε τι τον περίμενε και δέχτηκε την πρόταση του Αλμέϊδα, δηλαδή να παραδώση σ’ αυτόν το δολοφόνο, ο δε Αλμέϊδα, του εγγυήθηκε ότι ο λαός δε θα τον αγγίξη, αλλά θα τον δικάση το νόμιμο δικαστήριο.  Κι έτσι, κρυφά ο δολοφόνος παραδώθηκε στον Αλμέϊδα, ο οποίος τον έκλεισε μέσα στο Παλαμήδι.

Ο Τζεκκίνι επαινεί τη διπλωματική ικανότητα του Αλμέϊδα, χωρίς την επέμβαση του οποίου ο λαός θα έκαιγε τη Γαλλική πρεσβεία και θα εδημιουργούντο θλιβερά επεισόδια.

Ο Τζεκκίνι μαζύ με άλλους γιατρούς έκαμε την εξέταση του πτώματος του Καποδίστρια και υπέβαλαν την έκθεσί των στην νέα κυβέρνηση, που απετελείτο από το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον Ανδρέα Μεταξά, Ι. Κωλλέτη, Ανδρέα Ζαΐμη και Δημ. Βουδούρη.

Ο νεκρός τοποθετήθηκε στη Μητρόπολι, όπου πήγε ο λαός συγκινημένος και τον προσκύνησε. Η κηδεία ήταν μεγαλοπρεπέστατη. Σε είκοσι θαυμάσια προσκέφαλα που τα κρατούσαν γερουσιασταί,  βρισκόντουσαν τα παράσημα του κυβερνήτου. Έπειτα  ακολούθησαν οι υπουργοί, οι πρέσβεις, οι αρχές, ο στρατός, καθώς και τα αγήματα και οι στρατιώτες των τεσσάρων Μεγάλων Δυνάμεων. Όλο το Ναύπλιο ακολουθούσε τον αγαπημένο του νεκρό με καταφανή θλίψι. Μουσικές των ξένων στόλων έπαιζαν πένθιμα εμβατήρια, ενώ τα κανόνια των καραβιών και του Κάστρου βροντούσαν… Όλα τα παράθυρα ήσαν στολισμένα με πένθιμα χαλιά. Ακόμα κι οι εχθροί του Καποδίστρια δεν έλειψαν από την εκδήλωσι αυτή του πόνου.

Τη νύχτα της 10ης Απριλίου 1832 ο νεκρός μετεφέρθη σ’ ένα ρωσικό πολεμικό, το οποίο μετέφερε το πτώμα του αδικοσκοτωμένου πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας στο ωραίο του νησί, την Κέρκυρα για να ταφεί εκεί.

(Διατηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτοτύπου) 

* Ως ημερομηνία θανάτου του Κυβερνήτη αναφέρεται στο κείμενο η 8η Οκτωβρίου 1831.   Κατ’ άλλους και μάλιστα κατά τον Κων/νο Τσάτσο η 27η Σεπτεμβρίου 1831. Ίσως οι διαφορετικές ημερομηνίες προκύπτουν λόγω παλαιού και νέου ημερολογίου.   

Κώστας Καιροφύλας

Ναυπλιακά Ανάλεκτα, τόμος V, έκδοση του Δήμου Ναυπλιέων, Ναύπλιο, 2004.  

Read Full Post »

Το Άργος κατά τον 19ο αιώνα – Δημητρίου Βαρδουνιώτη


 

Στην εφημερίδα ΙΝΑΧΟΣ και στο 2ο φύλλο της 6ης Ιανουαρίου του 1901, διαβάσαμε το πιο κάτω άρθρο του Δικηγόρου και ιστορικού Δημητρίου Βαρδουνιώτη που αναφέρεται στο Άργος κατά τον 19ο αιώνα και το οποίο δημοσιεύουμε, θεωρώντας ότι το σύντομο αλλά μεστό κείμενό του, σκιαγραφεί πιστά την κατάσταση της πόλης εκείνο τον καιρό.

 

Το κάστρο του Άργους, W. Lindon 1856.

Νομίζομεν, ότι θα ήτο ωραίον, χρήσιμον δε εις διαφώτισιν της καθόλου Ελληνικής Ιστορίας, αν ήδη, λήξαντος του 19ου αιώνος, εκάστη εφημερίς έγραφεν εν γενικαίς έστω γραμμαίς την εκατονταετηρίδα του τόπου, εν ω εκδίδοται. Βεβαίως εν τω στενώ χώρω ενός άρθρου δεν είνε δυνατή ούτε περίληψις καν γεγονότων αιώνος όλου, αλλά μία σκιαγραφία δεν θα ήτο ποτέ περιτ­τή. Ημείς τουλάχιστον ρίπτομεν την ιδέαν και κάμνομεν την αρχήν.

Όπως όλη η Ελλάς, ούτω και το Άργος, από των αρχών του αιώνος μέχρι του 1821 διετέλει εν τω ζόφω της δουλείας. Ο κατά το 1806 περιηγηθείς την Ελλάδα Σατωβριάνδος εύρε την πόλιν χωρίον καθαρώτερον και ζωηρότερον των λοιπών της Πελοποννήσου, αλλά τας γαίας ακαλλιέργητους και ηρημωμένας, τα δε όρη άδενδρα και ζοφερά.

Οι Τούρκοι κατώκουν εις τας ωραιοτέρας συνοικίας της πόλεως, οι δ’ έγκριτοι πλησίον του κατόπιν Καποδιστριακού δημοτικού σχολείου. Ανατολικώς αυτού έκειτο το διοικητήριον, εν τω οποίω κατώκει ο Καϊμακάμης της επαρχίας, και άλλα δημόσια καταστήματα, το τζαμίον και θερμά λουτρά και το περιλάλητον σεράγιον του πλουσιωτάτου Αλήμπεη. Εκ δε των Ελλήνων δύο ήσαν αι επιφανέστατοι οικογένειαι, αι των αδελφών Περρούκα και Βλάσση, ων μέλη μετέσχον και της φιλικής Εταιρίας.

Άμα τη εκρήξει του Ιερού Αγώνος ανεδείχθη οπλαρχηγός και πολιτικός αρ­χηγός της Επαρχίας ο Δημήτριος Τσόκρης, ο τω 1875 τελευτήσας υποστρά­τηγος και υπ’ αυτόν οι Αργείοι μετέσχον πολλών μαχών. Αλλά το Άργος εγένετο θέατρον του πολέμου και πολλών εμφυλίων και αναρίθμητων συμφορών, ως και μεγάλων εθνικών γεγονότων, διότι ήτο σχεδόν ο ομφαλός της Πελοποννήσου και εγγύς του Ναυπλίου, της τότε πρωτευούσης της Ελλάδος.

Ενταύθα τη 30 Νοεμβρίου 1821 συνήλθεν η πρώτη Εθνική συνέλευσις συγκληθείσα υπό του Δημ. Υψηλάντου, τω 1822 υπήρξεν η έδρα της γενικής διοικήσεως, τον Οκτώβριον 1823 συνήλθε το νομοθετικόν σώμα, τον Ιούλιον 1829 η Δ’ Εθνική συνέλευσις και τον Δεκέμβριον 1831 η τελευταία, η λήξασα εν Πρόνοια του Ναυπλίου.

Ο θάνατος του Κυβερνήτου υπήρξε δυστύχημα μέγα δια την Ελλάδα εν γένει, μέγιστον δε δια το Άργος. Διότι την πόλιν ημών ηυνόησεν εξαιρέτως ο αοίδιμος Καποδίστριας και συν άλλοις ήγειρεν εν αυτή ναούς, σχολεία, στρα­τώνα και άλλα οικοδομήματα, ίδρυσε δε ενταύθα και Πρωτοδικείον. Επί των ημερών αυτού εγκατεστάθησαν και κατώκησαν επί πολλά έτη ενταύθα και έκτισαν και οικίας, έτι και νυν σωζομένας διασημότατοι δημόσιοι άνδρες, ως ο Σπυρ. Τρικούπης, ο Δημ. Καλλέργης και ο Γ.Α. Ράλλης.

Μετά τον θάνατον του Κυβερνήτου το Άργος κατέστη το θέατρον της α­ναρχίας, ήτις ελυμήνατο την πατρίδα μέχρι της ελεύσεως του Όθωνος. Ενταύ­θα ήδρευε το Γ’ Τμήμα της κυβερνησάσης την Πελοπόννησον υπό την αρχηγίαν του Θ. Κολοκοτρώνη Στρατιωτικής Επιτροπής και τον Ιανουάριον 1833 συνέβη η φοβερά σφαγή των Αργείων υπό του Γαλλικού στρατού του Μαιζώνος, ήτις υπήρξεν ανεξάλειπτος ιστορική κηλίς δια τε τους σφαγείς και τους εν Ναυπλίω αρχομανείς ραδιούργους.

Ο βασιλεύς Όθων υπήρξε και αυτός ευεργετικός δια το Άργος απ’ αρχής της βασιλείας του. Το εν Σερεμετίω μέχρι του 1862 διατηρηθέν Ιπποφορβείον, τα παρά τον Ερασίνον πυριτουργεία, τα καταστραφέντα τω 1868, η φυτουργία της χώρας εκείνης και τα παρά την Λέρνην ερειπιωθέντα ήδη πα­ραρτήματα του εν Ναυπλίω Οπλοστασίου, ουκ ολίγον συνετέλεσαν εις την πρόοδον της πόλεως ημών, εν η τω 1837 υπήρξεν έκτακτος η ακμή. Αρκεί μόνον να σημειώσωμεν, ότι η πόλις είχε τότε Ελληνικόν σχολείον υπό την διεύθυνσιν του λογιωτάτου αρχιμανδρίτου Σεραφείμ Ιππομάχη, εις ο εφοίτων 600 περίπου μαθηταί. Υπήρχε δε και τυπογραφείον και πλούτος και ευμάρεια.

Από της συστάσεως του βασιλείου το Άργος εγένετο Α τάξεως δήμος και πρωτεύουσα της ομωνύμου επαρχίας, κατά δε τον πληθυσμόν η πρώτη πόλις του νομού. Εκκλησιαστικώς απετέλεσε μετά του Ναυπλίου την αρχιεπισκοπήν Αργολίδος. Και μέχρι μεν του 1862 είχεν Επαρχείον, Ειρηνοδικείον, σχολεία μέχρι Σχολαρχείου, Ταχυδρομείον, Στρατιωτ. σώμα Ιππικού, εδρεύον ενταύθα και υπομοιραρχίαν. Από δε του 1862 απέκτησε και Τηλεγραφείον και δεύτε­ρον Ειρηνοδικείον και από του 1873 Ταμείον, Οίκον Εφορίαν, υποκατάστημα της Εθνικής Τραπέζης, όπερ όμως κατηργήθη κατόπιν, και τελευταίως Ειδικόν Πταισματοδικείον και διτάξιον Γυμνάσιον.

Τω 1883 συνέστη και νέον τυπο­γραφείον και εξεδόθη η πρώτη πολιτική εφημερίς υπό τον τίτλον «Δαναός». Το τυπογραφείον όμως εκείνο μετά δύο έτη διελύθη, ως και το μετ’ αυτό συστηθέν, ήδη δε υπάρχει το τρίτον τοιούτο, συστηθέν από δωδεκαετίας. Ά­ξιον δε σημειώσεως είνε, ότι ουδεμίαν ήδη πολιτικήν εφημερίδα συντηρεί η πόλις, εν ω καταναλίσκονται εν αυτή καθ’ εκάστην 250 περίπου φύλλα των Αθηναϊκών. Πέντε τοιαύται, αλλεπαλλήλως εκδοθείσαι, ο Δαναός, ο Ερασίνος, το Φορωνικόν άστυ, το Άργος και ο Αγαμέμνων, δεν ηδυνήθησαν να μονιμοποιηθώσι.

Κατά δε τα τελευταία έτη συνεστήθησαν και Σύλλογοι τινες, η Φιλαρμονική, ο Εμποροβιομηχανικός, ο Δραματικός, ο Δαναός και ο νεώτατος πάντων Ίναχος, εξ ων όμως διατηρούνται ήδη μόνον οι δύο τελευταίοι, εκδίδοντες περιο­δικώς και ομώνυμους εφημερίδας, και η αναδιοργανουμένη Φιλαρμονική. Τέ­λος, εκτός των ναών της Παναγίας Κοιμήσεως και Βράχου, οίτινες υπήρχον και επί της τελευταίας Ενετοκρατίας, κατά τον 19ον αιώνα εκτίσθησαν και πάντες, οι νυν ναοί της πόλεως, ων περίβλεπτοι είνε ο του Αγίου Ιωάννου και ο νυν μητροπολιτικός του Αγίου Πέτρου, αρχιεπισκόπου Άργους.

Πολιτικούς άνδρες εγέννησε το Άργος, εκτός του στρατηγού Δ. Τσόκρη, τον επί Καποδιστρίου έτι γερουσιαστήν, έξοχον επί παιδεία και πολιτική αρετή και δολοφονηθέντα ενταύθα τω 1851 Δημ. Περρούκαν και τους Βλάσσηδες μετά δε το 1843 τον Ανδρέαν Δανόπουλον, πολλάκις βουλευτήν και κατά το 1852 υπουργόν των Εσωτερικών, τον Α. Λαμπρινίδην, Ν. και Γ. Τσόκρην, Ανδρ. Ζαήμην, Λεων. Ζωγράφον, Αγγ. Γεωργαντά και άλλους. Δήμαρχοι δε Άργους ανεδείχθησαν κατά καιρούς οι εξής. Πρώτος από της συστάσεως των δήμων ο Χρήστος Βλάσσης, όστις ύστερον εγένετο και γερουσιαστής και μετ’ αυτόν οι Γεώργιος Τσόκρης, αδελφός του στρατηγού, Κ. Ροδόπουλος, Κ. Βόκος, Ιω. Βλάσσης, Λ. Λαμπρινίδης και Πέτρος Διβάνης. Από δε του 1866 οι Μιχ. Πασχαλινόπουλος, Μιχ. Παπαλεξόπουλος, Σπ. Μαλμούχος, Χ. Μυστακόπουλος και ο νυν Εμμ. Ρούσσος.

Και εις το εμπόριον και την βιομηχανίαν διέπρεψαν οι Αργείοι. Χιλιάδες τούτων έχουν εγκατασταθή εν Αθήναις, Πειραιεί, Αιγύπτω και αλλαχού και διακρίνονται επί επιφανεία και πλούτω. Επίσης δε και εις τας επιστήμας ανε­δείχθησαν ιατροί, φαρμακοποιοί και πολλοί νομικοί, ων τινες ανήλθον και εις τα ύπατα επιστημονικά και δικαστικά αξιώματα.

Αξιοπερίεργον εν τούτοις είνε ότι μόνο η φιλολογία και θεολογία δεν εύρον ενταύθα  οπαδούς. Ο επικρατών όμως χαρακτήρ των Αργείων είνε, ότι είνε λαός κυρίως κτημα­τικός και γεωπόνος. Διεκρίθη επί φιλοπονία εκαλλιέργησε και εφυτούργησε το ανατολικόν και νότιον Αργολικόν πεδίον, μεταξύ των φυτειών του οποίου εξέχουσιν η σταφίς, η άμπελος και η ελαία και το οποίον είνε εύφορον εις παραγωγήν παντός είδους καρπών, συντηρεί δε και κτηνοτροφίαν.

Ως προς τα πολιτικά του φρονήματα ο λαός του Άργους υπήρξεν ανέκαθεν φιλοβασιλι­κός και φιλήσυχος. Εκτός του ευεργέτου Καποδιστρίου ον δικαίως ελάτρευεν, ηγάπα και τον Όθωνα και κατά την εκθρόνισιν αυτού ουδέν σχεδόν έλαβε μέρος ενεργόν.

Μόνον πολίται τινές τη 11 Οκτωβρίου 1862 εθανάτωσαν αγριώτατα τον ενταύθα υπομοίραρχον Γεώργ. Μπαρμπέταν, τον σπάνιον εκεί­νον στρατιώτην δια την πίστιν εις τον όρκον και τον ηρωισμόν εις το καθήκον του. Ωσαύτως δε αγαπά και τον Γεώργιον, αείποτε συντηρητικός και φιλόνο­μος. Παρετηρήθη έτι, ότι εν τη ενασκήσει των πολιτικών δικαιωμάτων του ο τόπος αυτός από του 1862 δεν είνε εγωιστής, ούτε υπερήφανος. Εισήγαγεν εν τη επαρχία συν άλλοις και την γενικήν πολιτογράφησιν και εξελέξατο αντι­προσώπους του, άλλοθεν καταγομένους, ου ένεκα παρωνομάσθη ελευθέρα Κέρκυρα.

Η πόλις οικοδομικώς ολίγον προώδευσεν. Απέκτησε μεν καλάς τινός οικο­δόμος, αλλά δύναται να εύρη τις ακόμη και εργαστήρια, από Τουρκοκρατίας κτισθέντα, ως και κατοίκους με τα παλαιά τραχύτατα ήθη.

Είνε όμως τόπος υγιεινός εν γένει με τον εξόχως ωραίον ορίζοντα αυτού. Έχει δύο κεντρικάς πλατείας και τινας οδούς καλάς. Έχει δε και ουκ ολίγα βιομηχανικά καταστή­ματα, αμαξοπηγεία, σιδηρουργεία και εργοστάσια υφαντουργίας, οινοπνευματοποιίας και ατμομύλου. Υδρεύεται τέλος εκ φρεάτων και εκ του ύδατος του Ερασίνου, διοχετευομένου προ ετών δι’ υδραγωγείου κτιστού και εν μέρει σιδηρών σωλήνων.

Το Άργος δεν προώδευσε μολαταύτα αρκούντως εν συνόλω κατά τον λή­ξαντα ήδη αιώνα. Και δια τούτο εξαιρέσει ολίγων πλουσίων και τοκιστών, ο εκ 10.000 περίπου κατοίκων σημερινός πληθυσμός αυτού δυσπραγεί κατά το μάλλον και ήττον, μειονεκτεί δ’ εν πολλοίς των κατοίκων πολλών άλλων Ελλη­νίδων πόλεων.

Από το περιοδικό « ελλέβορος» του 1988, ανιχνεύσαμε την πιο κάτω συμπλήρωση που καταθέτει ο Δικηγόρος και ιστορικός Βασίλης Δωροβίνης, σε σχετικό άρθρο του.

Συμπλήρωση Βαρδουνιώτη (από το 3ο φύλλο του «Ινάχου»): στο σημείο « ένθα ο λόγος ότι το Αργολικόν πεδίον συντηρεί και κτηνοτροφίαν, παρελήφθη η περικοπή εις την ανάπτυξιν της οποίας οφείλεται και η κατά τον Μάιον του 1899 ενεργηθείσα εν Άργει πρώτη Ελληνική κτηνοτρο­φική έκθεσις, επιμελεία της Ελλην. Βιοτεχνικής Εταιρείας και υπό την προστασίαν του Βασιλέως».

Πρόκειται για την Α’ Πανελλήνια Γεωργοκτηνοτροφική Έκθεση, που οργα­νώθηκε στους Στρατώνες Καποδίστρια και στις γύρω πλατείες και είχε πανελ­λήνια απήχηση. Ο Βασιλιάς Γεώργιος Α’ έμεινε, τότε, στο Άργος επί δύο μέρες.

   

Πηγές


  • Εφημερίδα «Ίναχος», αριθ. 2, Άργος 6 Ιανουαρίου 1901.
  • Περιοδικό «Ελλέβορος» , τεύχος 5, Άργος, 1988.

 

Read Full Post »

Προβλήματα τάξης και ασφάλειας στο Ναύπλιο κατά την εισβολή του Ιμπραήμ στην Αργολίδα*

 


  

E. Peytier, ο Ιμπραήμ στο λιμάνι του Ναυαρίνου, 1828.

Η ταχύτατη προέλαση  των αιγυπτιακών στρατευμάτων προς το κέντρο του Μοριά και η άνετη είσοδός τους στην Τριπολιτσά τις πρωινές ώρες της 11ης Ιουνίου έσπειρε τον πανικό σε κυβέρνηση και λαό. Οι Έλληνες τυφλωμένοι από τα πολιτικά τους πάθη επέτρεψαν την άνετη αποβίβαση το Ιμπραήμ στη Μεσσηνία, ο οποίος, μετά τη διερεύνηση του προγεφυρώματός του, άρχισε να κινείται προς το κέντρο του Μοριά. Η αντιμετώπιση του κινδύνου εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης δεν ήταν εκείνη που επέβαλλαν οι περιστάσεις και η εκστρατεία του Κουντουριώτη θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί κωμωδία, αν δεν είχε τόσο τραγικές συνέπειες.

Η λέξη «στραβαραπάδες» ήταν δηλωτική της ελληνικής επιπολαιότητας. Η απελπισμένη θυσία του εκ των πρωτεργατών του εθνικού διχασμού Γρηγορίου Δικαίου στο Μανιάκι  και η αδυναμία του Κολοκοτρώνη να αναστείλει την αιγυπτιακή προέλαση στην Τραμπάλα έσπειραν τον πανικό σε όλους. Έτσι ανενόχλητος, μετά από δύο μέρες, ο Αιγύπτιος ηγέτης μπήκε στην Τριπολιτσά τα ξημερώματα της 11ης Ιουνίου 1825, βρίσκοντάς την σχεδόν ανέπαφη και καλά εφοδιασμένη. Χωρίς να χάσει καιρό, τις πρωινές ώρες της 13ης Ιουνίου βρέθηκε μπροστά στους Μύλους. Η ευνοϊκή για τα ελληνικά όπλα κατάληξή της ομώνυμης μάχης την ίδια ημέρα διασκέδασε βέβαια το μύθο του αήττητου του στρατεύματος του Ιμπραήμ, όμως η εμφάνιση του αιγυπτιακού πεζικού στην Τύρινθα το πρωινό της 15ης  του ιδίου μήνα και του αντίστοιχου ιππικού στην Άρεια, καθώς και η ολιγόωρη διακοπή της ύδρευσης της πόλης, έδωσαν το ακριβές μέτρο του κινδύνου.

Τέλος η χωρίς προβλήματα επιστροφή την επομένη των εισβολέων στην Αρκαδία, μετά τη δήωση και την πυρπόληση του Άργους και των Μύλων του, μπορεί να προσέφερε στην ελληνική κυβέρνηση μικρό διάλειμμα ανακούφισης, την έθετε όμως μπροστά σε προβλήματα που έπρεπε να λύσει σε ελάχιστο χρόνο.

Η κατάσταση στην πόλη πριν τη προσέγγιση του Ιμπραήμ στην Αργολίδα χαρακτηριζόταν από μία χωρίς όρια αδιαφορία για τα πάντα [1]. Οι διορισμένοι αρχηγοί, γράφει ο Μακρυγιάννης, «… όσο ήταν ο Μπραΐμης στο Νιόκαστρο έκαναν τις στρατολογίες τους εις τα σπίτια των κατοίκων και πολεμούσαν με τις κότες και τα κρασιά. Τώρα που βγήκε ο Μπραΐμης έξω, τραβιούνται κατ’ τ’ Ανάπλι. Εκεί είναι τα καζίνα και τα μπιλιάρδα»[2].

Ανάλογα γράφει και ο Samuel How για χασομέρηδες καπεταναίους με χρυσοκέντητες φορεσιές και 2 – 3 νεαρούς τσιμπουκτσήδες ο καθένας. Ενώ η πατρίδα δοκίμαζε το μέγιστο κίνδυνο, οι διασκεδάσεις έδιναν και έπαιρναν.

Αναφορές περιπόλων της Αστυνομίας περιγράφουν ολονύκτιες διασκεδάσεις «με θυμελικά όργανα» στα καφενεία και τα σπίτια της πόλης. Η παρουσία όμως του Ιμπραήμ στην Αργολίδα κατέδειξε και της συνέπειες της εγκατάλειψης της πρωτεύουσας, οπού καμία αμυντική προετοιμασία δεν είχε γίνει από την απελευθέρωσή της και μετά.

Γενικά τα προβλήματα της πόλης θα μπορούσαν να εντοπισθούν: (α) Στην έλλειψη των αναγκαίων μέσων αμύνης. Οι οχυρώσεις είχαν ανάγκη άμεσης επισκευής, τα πυροβόλα είχαν ανάγκη υποστατών, υπήρχε σοβαρή έλλειψη πυρίτιδας, ενώ είχαν χαθεί τα κλειδιά των αποθηκών των φρουρίων. (β) Στη συγκέντρωση μεγάλου αριθμού προσφύγων αλλά και ατάκτων, κυρίως Ρουμελιωτών που ζητούσαν τους μισθούς τους, και (γ) Στην έλλειψη τροφίμων, εφοδίων και νερού. Οι δύο δεξαμενές ήταν άδειες, ενώ τα λιγοστά πηγάδια ακάθαρτα.

Στον τομέα της τάξης και ασφάλειας της πόλης τα προβλήματα ήσαν πολλά και θα μπορούσαν να συνοψισθούν στα ακόλουθα:

Από πλευράς «ασφάλειας» η αντιμετώπιση των εξωτερικών και εσωτερικών κινδύνων και συγκεκριμένα ο εντοπισμός και εξάρθρωση κατασκοπευτικών ενεργειών του εχθρού, η αντιμετώπιση ενδεχομένης προδοσίας (τη στιγμή μάλιστα που οι φήμες οργίαζαν θέλοντας περισσότερο τον Κωλέτη και λιγότερο τον Μαυροκορδάτο έτοιμους να παραδώσουν την πόλη στο Ιμπραήμ), η συγκέντρωση και ο έλεγχος πληροφοριών για τις κινήσεις του εχθρού και τέλος η αντιμετώπιση υπονομευτικών ενεργειών κατά της εσωτερικής καταστατικής τάξης.

Από πλευράς «τάξης» τα προβλήματα εντοπίζονταν στην παρουσία στιφών ατάκτων στην πόλη και την ευρύτερη περιοχή της και στη συγκέντρωση εντός και εκτός της πόλης, δηλαδή στο προάστιο του  Αιγιαλού και παρά την πόρτα της Στεριάς, πλήθους προσφύγων. Η συμπεριφορά των ατάκτων ήταν κάτι περισσότερο από προκλητική, ενώ η συγκέντρωση των προσφύγων δημιουργούσε προβλήματα στέγασης, διατροφής και υγιεινής. Η αποσυμφόρηση της πόλης από τα πλήθη αυτά υπήρξε το κύριο πρόβλημα αλλά και φροντίδα της κυβέρνησης και των αστυνομικών αρχών, πλην όμως η έλλειψη πολιτικής βούλησης και οι κάθε λογής παρεμβάσεις δεν επέτρεψαν να αντιμετωπισθεί αποφασιστικά. Τα καφενεία αλλά και τα άλλα εργαστήρια (καταστήματα) που διέθεταν οινοπνευματώδη ποτά ήσαν μία ακόμη πηγή αταξίας.

 

Πρός τό έξοχον Υπουργείον της Αστυνομίας

Είς τήν επιστάτησίν μου τήν απερασμένην νύκτα, ως αρχηγός της πατούλιας, ηκολούθησαν τα κάτωθεν:

α. Ένα πικέτο τακτικοί επεριφέρονταν όλην την νύκτα.

β. Ό καφενές του Χ(ατζή) Χρήστου, άριθ. 135, όχι μόνον την νύκτα είχεν ανοικτόν και έχων διαφόρους στρατιώτας μέσα ετραγουδούσαν πίνοντες αδιακόπως ρακιά και κρασιά. Προστάζω τον καφετζήν να σφαλίσει και να διώξη αυτούς, διά να μην ακολουθήσουν τίποτες, αυτός μάλιστα εσυχώρεσε όπου να παίζουν και παιχνίδια. Ξαναπερνώντας μετ’ ολίγον και ακούων τα παιχνίδια απόρησα διά τήν τόλμην των. Λέγω λοιπόν του καφφετζή «αυτό σέ είπα να κάμης ή το έκαμες διά γινάτι μου;». Άρχισαν οι στρατιώτες να μας περιπαίζουν και να μας υβρίζουν.

Ίδού τι επροξένησε η απείθεια του αυτού καφφετζή και αν ήθελον δώσω ακρόασιν εις τά λόγια των στρατιωτών ήθελε γίνει μεγάλον κακόν.

Παρακαλώ λοιπόν να παιδευθή προς σωφρονισμόν του και προς παράδειγμα των άλλων και με το σέβας υποφαίνομαι.

 Ναύπλιον τη 25 Μαΐου 1825

Ο Υπαστυνόμος

Σ. Μεταξάς Λευκάδιος

 (ΓΑΚ, Υπουργείο Αστυνομίας, φάκελος 24)

 

Οι συμπλοκές, οι τραυματισμοί, οι κλοπές και οι διαρρήξεις ήσαν στην ημερήσια διάταξη, χωρίς να λείπουν και τα εγκλήματα κατά των ηθών. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ο έλεγχος της αγοράς ήταν χωρίς άλλο αναγκαίος, αν και σοβαρά κρούσματα αισχροκέρδειας δε φαίνεται να σημειώθηκαν. Τέλος ένα σημαντικό πρόβλημα τάξης, αλλά και υγιεινής, προήρχετο από τη συγκέντρωση Οθωμανών και Αράβων αιχμαλώτων, ενώ προς το φθινόπωρο του 1825 άρχισαν να εμφανίζονται περιπτώσεις πυρκαγιών.

Τα σοβαρά αυτά προβλήματα εκαλείτο να αντιμετωπίσει μια ακέφαλη κυβέρνηση, αφού ο Πρόεδρός της, παρά της αγωνιώδεις εκκλήσεις, παρέμενε στην Ύδρα. Την έλλειψη ορθολογικής και τελεσφόρου οργανωτικής διάρθρωσης επέτειναν οι φιλοδοξίες, οι αντιζηλίες, τα αβυσσαλέα κομματικά πάθη και οι έριδες των μελών της, κυρίως των Ι. Κωλέτη και Α. Μαυροκορδάτου, ενώ την ίδια στιγμή ο Γάλλος στρατηγός Roche, διανέμων ωρολόγια και πιστόλια, προπαγάνδιζε τη γαλλική προστασία και την υποψηφιότητα του Δούκα του Nemours για τον ελληνικό θρόνο [3]. Την τελευταία στιγμή μικρή καταστατική παρέκκλιση του Βουλευτικού επέτρεψε την ανάπτυξη κάποιων πρωτοβουλιών, αν και στην περίπτωση αυτή, αντί οι ευθύνες να ανατεθούν σε συγκεκριμένα άξια πρόσωπα, ανετέθησαν για λόγους κομματικών ισορροπιών στο πλέον απρόσφορο σχήμα, σε επιτροπές.

Η πλέον επιτυχής επιλογή υπήρξε η ανάθεση της ασφάλειας της πόλης και του φρουρίου στον ένα από τους Υπουργούς Πολέμου, τον Αντρέα Μεταξά, ο οποίος τις μέρες εκείνες περιεβλήθη σχεδόν με δικτατορικές εξουσίες.

Ναύπλιο, η περιοχή της Χουρμαδιάς και το Μπούρτζι, E. Peytier

Στο χώρο που μας ενδιαφέρει, της τάξης και ασφάλειας της πόλης, Υπουργός Αστυνομίας ήταν ο Δημήτριος Δεσύλλας, ο οποίος παρέλαβε  το Υπουργείο στις αρχές Μαρτίου 1825 από το Γρηγόριο Δίκαιο, και Γενικός Αστυνόμος ο Κυριάκος Μώραλης  με δύο Υπαστυνόμους, οι οποίοι εκτός τα άλλα καθήκοντα είχαν επιφορτισθεί με τη διευθέτηση των καλυμμάτων και την εποπτεία της φυλακής. Η Εκτελεστική δύναμη της Γενικής Αστυνομίας, δέκα περίπου στρατιώτες υπό ένα Δέκαρχο, ήσαν ανεπαρκής για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των προβλημάτων.

Τα προβλήματα αυτά της Αστυνομίας καθιστούσε οξύτερα η επί μήνες αδυναμία καταβολής των μισθών του προσωπικού της. Στο χώρο αρμοδιότητας όμως της Αστυνομίας επενέβαιναν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ο Φρούραρχος, ο Πολιτάρχης με τους στρατιώτες του (ένα είδος Χωροφυλακής), ο Λιμενάρχης – Υγειονόμος και οι Πυλωροί. Οι παρεμβάσεις και η σύγχυση αρμοδιοτήτων ήταν φαινόμενα καθημερινά και αιτίες προστριβών. Συγκεκριμένες και τεκμηριωμένες προτάσεις του Γενικού Αστυνόμου υπό ημερομηνία 27 Μαΐου 1825 προς το Υπουργείο της Αστυνομίας δεν υιοθετήθηκαν με αποτέλεσμα η σύγχυση να επιτείνεται.

Κατά την ανάληψη της γενικής ευθύνης της ασφάλειας της πόλης και του φρουρίου από τον Ανδρέα Μεταξά τοποθετήθηκε ως «συμπράκτωρ» του Γενικού Αστυνόμου ο Νικόλαος Γερακάρης, ενώ ως Αστυνομικός Επιστάτης στο προάστιο του Αιγιαλού ο επί φρουραρχίας Πάνου Κολοκοτρώνη Αστυνόμος Ναυπλίου Γεώργιος Κοτζάκης. Το σχήμα βέβαια αυτό δεν λειτούργησε αρμονικά, όπως φαίνεται από μεταγενέστερες επισημάνσεις του Υπουργού της Αστυνομίας. Ευτυχώς όμως προς το τρίτο 10ήμερο του Ιουνίου τα πράγματα επανήλθαν στην προηγούμενη οργανωτική τους διάρθρωση. Επίσης προβλήματα δυσλειτουργίας δημιούργησε η διοικητική υπαγωγή των πυλωρών απευθείας στο Υπουργείο Αστυνομίας, καθώς και η έλλειψη συνεργασίας τους με τη στρατιωτική φρουρά των πυλών της Ξηράς και της Θάλασσας. Τέλος έλλειψη συνεργασίας υπήρχε και μεταξύ των ιδίων των αστυνομικών υπαλλήλων και κυρίως μεταξύ του Γενικού Αστυνόμου και του Υπαστυνόμου – καταλυματία.

  

 Περίοδος Γ’   Άριθ. 1305

Προσωρινή Διοίκησις της Ελλάδος

Το Υπουργείον της Αστυνομίας

Της της Σεβαστόν Εκτελεστικόν Σώμα

Κάποιος αξιωματικός των πεζικών τακτικών, επειδή ο φύλαξ των πυλών δεν άφινε, ώς διετάχθη, γυναίκας τινάς να εισέλθωσι, αυτός ο αξιωματικός εναντίον των Σεβ. Διαταγών της Διοικήσεως και των  καθηκόντων του έμβασεν αυτάς με βίαν. Τοιούτον παράδειγμα μάλιστα  είς τοιαύτας περιστάσεις πρέπει εξάπαντος να λάβη αναπόφευκτον της ποινήν  προς επιδιόρθωσιν δία να συσταλούν του λοιπού οί τοιούτοι κακοήθεις και περί τούτου το Υπουργείον είναι γνώμης  ο μέν αυθαδιάσας αξιωματικός τακτικός να εμποδισθή διά τινας ημέρας είς την οικίαν του, αί της γυναίκες αμέσως να αποβληθώσι του φρουρίου, επειδή αν παραβλέψωμεν τα πρώτα ως μικρά, τα δεύτερα, τα τρίτα θέλουν καταντήσει μέγιστα και ή, την οποίαν η Σεβαστή Διοίκησις επιθυμεί να εισάξη, ευταξία θέλει καταντήση είς μεγίστην αταξίαν  με την παραμικράν παράβλεψιν.

Καθυποβάλλεται δε υπό την απόφασιν της Εκτελεστικού Σώματος διά να διαταχθώσι τα δέοντα.

Της 12 Ιουνίου 1825 έν Ναυπλίω

Ο Υπουργός της Αστυνομίας

Δημήτριος Δεσύλλας

                     Ο Γενικός Γραμματεύς

                        Στ. Α. Βαλιάνος(;) 

(ΓΑΚ, Εκτελεστικό, φάκελος 96)

 

Ειδικότερα τα προβλήματα ασφάλειας (κατασκοπεία, ενδεχόμενο προδοσίας, υπονόμευση καταστατικής τάξης) αντιμετωπίσθηκαν κατά κύριο λόγο με τον έλεγχο των εισερχομένων  και εξερχομένων, ο οποίος συνίστατο αφενός στη διενέργεια προφορικής (και σε περίπτωση υπονοιών έγγραφης) εξέτασης και αφετέρου στον έλεγχο των επιστολών. Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που ο έλεγχος των επιστολών οδήγησε σε συλλήψεις ή και σε επεισόδια. Ανάμεσα σε εκείνους που υπέστησαν τη διαδικασία αυτή υπήρξε και ο Υπουργός του Δικαίου Ι. Θεοτόκης[4], ο οποίος συνελήφθη και εφυλακίσθη στο επιθαλάσσιο φρούριο με την κατηγορία  της υπονόμευσης  του έθνους (συμμετοχή στη γαλλική φατρία).

Την ίδια περίοδο κατηγορίες εναντίον εμπόρων της πόλης (Γ. Ορφανίδη, κ.α) ως κατασκόπων του Μεχμέτ Άλη οδήγησαν σε νέες συλλήψεις και έρευνες στο Ναύπλιο και τη Σύρο, αν και οι τελευταίες δεν κατέληξαν σε συγκεκριμένο αποτέλεσμα [5]. Επίσης τόσο η Γενική Αστυνομία όσο και οι πυλωροί προέβαιναν στη συγκέντρωση και τον έλεγχο πληροφοριών – στρατιωτικών αλλά και οικονομικών – αναγκαίων για την επιβίωση του έθνους. Ο έλεγχος αυτός ήταν απόλυτα αναγκαίος αφού το επιτελείο του Ιμπραήμ κατεγίνετο συστηματικά στη διασπορά κατασκευασμένων ειδήσεων. Τέλος έπρεπε να εξετάζονται καθημερινές κατηγορίες για κινήσεις Τούρκων κατασκόπων αλλά και δραστηριότητες τουρκολατρών.

Στον τομέα της τάξης το σημαντικότερο πρόβλημα υπήρξε η συγκέντρωση των ατάκτων και των προσφύγων στη πόλη, στο προάστιο του Αιγιαλού και έξω από την πύλη της Ξηράς.

Ήδη από τις αρχές του Μαΐου το Εκτελεστικό μετά από πρόταση του Υπουργείου της Αστυνομίας ενέκρινε την απομάκρυνση των «ανωφελώς παραμενόντων» στρατιωτικών στην πόλη και των εξαναγκασμό τους σε εκστρατεία, χωρίς όμως απ’ ότι φαίνεται αποτέλεσμα. Ο συνωστισμός κορυφώθηκε τις ημέρες παραμονής του Ιμπραήμ στην Αργολίδα και ήταν τέτοιος, ώστε απεδόθησαν σ’ αυτόν έως και εκπυρσοκροτήσεις όπλων.

Οι προσπάθειες εκκένωσης, οι οποίες αρχικά εστιάσθηκαν μόνο στις ενδεείς οικογένειες, δεν επέτυχαν. Και όχι μόνον αυτό αλλά συνεχίσθηκε η παράνομη είσοδος αμάχων και λιποτακτών ατάκτων. Τελικά οι προσπάθειες αποσυμφόρησης κατευθύνθηκαν σε οικογένειες, οι οποίες δεν είχαν τροφές τουλάχιστον για έξι μήνες, στις οποίες η κυβέρνηση διέθετε πλοία για την αναχώρησή τους και ανά ένα κιλό κριθάρι, αλλά και αυτές οι προσπάθειες δεν ευοδώθηκαν. Στα μέσα μάλιστα του Ιουλίου το Ναύπλιο κινδύνευε να «βουλίσει από το πλήθος των εισερχομένων» και ο Γενικός Αστυνόμος εντοπίζει  στην πόλη «όλους τους μπερμπάντηδες και σουρτούκηδες του Άργους και της Τριπολιτσάς».

Τέλος σε αναφορές του Υπαστυνόμου – καταλυματία στις 5 και 22 Αυγούστου περιγράφεται με τα μελανότερα χρώματα η κατάσταση και αποδίδονται ευθέως ευθύνες για τον πρωτοφανή συνωστισμό στις παρεμβάσεις πολιτικών και διοικητικών παραγόντων. 

 

Προς το έξοχον Υπουργείον της Αστυνομίας

Αναγκάζομαι να αναφερθώ καί να ιδοποιήσω το έξοχον τούτο Υπουργείον την πολυάριθμον ψυχάς είς όλα τα εθνικά οσπήτια ώστε όπου κατ’ ουδένα τρόπον δεν ημπορώ να οικονομήσω τινά αλλ’ ούτε καμμία διαταγή ημπορώ να ενεργήσω.

Αγκαλά και να ευρίσκωνται είς το παραμικρόν οσπήτιον τουλάχιστον 20 και 30 ψυχαί, μ’ όλον τούτο ήθελα προσπαθώ με πολύν μου κόπον να κάμνω κάθε οικονομίαν, δηλαδή όθεν δεν είναι σημαντικά υποκείμενα, και υποκείμενον όπου δεν… ζούν κανέν υπούργημα να ημπορώ να τους ευγάζω και τότε βέβαια ήθελε οικονομήσω τόσον σημαντικά και άξια υποκείμενα ήθελε βιάζονται αύται αί φαμίλιαι ν’ αναχωρούν από ένδον του φρουρίου.

Αλλά τι να κάνω, πώς να ενεργήσω τάς διαταγάς, πώς να οικονομήσω τους υπαλλήλους Υπουργού της Διοικήσεως; Διατάττομαι να αδειάσω πότε ολόκληρον, όπου κάθονται μέσα 150 και 200 ψυχαίς έν ταυτώ και δύω τρείς παραστάτες, πρώτον που θα μετοικήσουν οι παραστάται και δεύτερον τι θα γίνουν αύται αί ταλαίπωροι και δυστυχισμέναι φαμίλιαι; μέλλει να μείνουν είς τον δρόμον και να αποθάνουν χωρίς άλλο; Διατάττομαι κάθε στιγμήν να εύρω κονάκι διά βουλευτάς, διά Υπουργούς, διά γραμματικούς, διά καπιταναίους, διά στρατιώτες, διά τον πολιτάρχην, τους αξιωματικούς τακτικού, διά γραμματοκομιστάς, διά τους παππάδες, διά τους αιχμαλώτους, διά τον Δερβίσι Εφέντη, διά φαμιλίας υπερασπιζομένας από βουλευτάς και εκτελεστάς, αλλά πού είναι αυτά τα σπίτια; Μέσα είς το φρούριον δεν τα βλέπω.

Η αρίθμησις των οσπιτίων είναι 338 πόρτες, όπου μ’ όλον ημπορεί να είναι 200 οσπίτια. Πόσα λοιπόν βαστά η Διοίκησης με τους υπαλλήλους υπουργούς της, πόσα επουλήθησαν, πόσα ενοικιάσθησαν με το να έχουν υποκάτω εργαστήρια και πόσα είναι ακατοίκητα, άς συμπεράνη το έξοχον Υπουργείον, τι απέγινε κανένα χάλασμα, κανένα χαμάμι, όπου όλα αυτά δεν είναι ούτε 50  παρατηρήσατε όπου ευρίσκονται εδώ μέσα υπέρ τάς 20 χιλιάδες ψυχάς που κάθονται και που πλαγιάζουν, κάθε ψυχή ανθρώπινη θέλει απορήσει, εγώ ο ίδιος όπου καθημερινώς περιφέρομαι είς όλα τα οσπίτια, θαυμάζω πώς υποφέρνουν 30 και 40 ψυχαί μέσα είς ένα ονδά, τα κατώγια γιομάτα, οι σάλες γιομάτες ώστε όπου και επάνω είς κεραμίδια μερικών οσπητίων κοιμούνται.

Το έξοχον Υπουργείον άς σκεφθή καλώς την ταπεινήν μου και παρακαλώ του λοιπού να μην με διατάττει να βάζω ταίς ταλαίπωρες ψυχαίς, διότι η ψυχή μου και το συνειδόν μου δεν το βαστά. Μά πάλιν, αγαπάτε, άς μου δοθούν 10 στρατιώται και άς μου δοθή η πληρεξουσιότης και υπόσχομαι είς 10 ημέρας να αδειάσω όλα τα εθνικά οσπήτια, όμως να μην ήθελε υπερασπισθή καμία από αυτάς τάς φαμιλίας από βουλευτάς, εκτελεστάς και Υπουργούς, ως είναι γνωστά της εξοχότητος έν ταυτώ υποφαίνομαι με όλον το βαθύτατον σέβας.

 Ναύπλιον τη 5 Αυγούστου 1825

Ο Υπαστυνόμος και Γ. Καταλυματίας

Σπυρίδων Μεταξάς Λευκάδιος

(ΓΑΚ, Υπουργείο Αστυνομίας, φάκελος 31)

 

Αναμφίβολα καταβάλλονται σύντονες προσπάθειες για τον έλεγχο των εισερχομένων και εξερχομένων από τις δύο πύλες της πόλης, όμως αυτές προσκρούουν στην αδυναμία συνεργασίας των πυλωρών του Υπουργείου της Αστυνομίας με την στρατιωτική φρουρά και στις παρεμβάσεις των στρατιωτικών και πολιτικών. Οι σχετικές αναφορές του πυλωρού Δ. Χοϊδά είναι αρκούντως αποκαλυπτικές. Παράλληλα διατάχθηκε ο Υπαστυνόμος των Μύλων να απαγορεύει το διάπλου προς Ναύπλιο χωρίς κυβερνητική άδεια.

Κύρια πηγή αταξιών αποτελούν οι συγκεντρωμένοι  άτακτοι και κυρίως οι Ρουμελιώτες και οι Κρανιδιώτες, στην έπαρση τον οποίων συμβάλλει η προστασία των Κωλέτη και Κουντουριώτη αντίστοιχα. Οι καθημερινές προκλήσεις των κατά των τακτικών αλλά και των άλλων πολιτών καταλήγουν σε συμπλοκές, τραυματισμούς, κ.ά. Εστία αυτών των ταραχών είναι το προάστιο του Αιγιαλού, όπου συγκεντρώνονται  ναυτικοί  και μεταπράτες  από όλη την Ελλάδα. Δε λείπουν βέβαια και οι αρπαγές, οι διαρρήξεις, οι κλοπές, κ.ά. εγκληματικές πράξεις, ενώ η έλλειψη συνεχούς αστυνομικής παρουσίας επιδεινώνει τα πράγματα.

Άλλη πηγή για την τάξη στην πόλη αλλά και στον Αιγιαλό είναι τα καφενεία και τα διάφορα εργαστήρια. Στις 19 Ιουνίου, η Γενική Αστυνομία αναφέρει ότι «…εμπόδισε όλα τα είδη των πνευματικών ποτών από το να πουλούνται εκτός του οίνου. Ωσαύτως και κάθε είδος παιγνιδίων και όσα άλλα γλυκαντικά, καθώς και όλα τα βουτυροζυμωτά, ως βλαπτικά είς την υγείαν».

Δύο μέρες αργότερα θα διατάξει την απομάκρυνση όλων των ποτών από τον Αιγιαλό «… διά να μη μεθύουν οι στρατιώται και κάμνουσι καταχρήσεις…». Η χαρτοπαιξία τέλος είναι ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα, αφού και αυτά τα μπακάλικα μετατράπησαν σε «εργαστήρια των χαρτιών». Σε αναφορά της προς το προϊστάμενό της Υπουργείο η Γενική Αστυνομία ζητά να απαγορευθούν τα χαρτιά «και όσα άλλα παιχνίδια ταραχοποιά διά να μη ευρίσκουν και οι στρατιώται εις ταύτα το καταφύγιον της αμελείας και αδιαφορίας από του χρέους των».

 

Γαλατάς. Ελαιογραφία σε μουσαμά, Νικηφόρος Λύτρας, 1895.

 

Αν και υπήρξε σχετική απαγόρευση, το πάθος της χαρτοπαιξίας ήταν τέτοιο, ώστε προξενούσε δυσχέρειες και στην εκγύμναση των τακτικών. Από τα καφενεία της πόλης δεν έλειπαν βέβαια και τα μπιλιάρδα, που προσέφεραν ιδιαίτερες συγκινήσεις στους λάτρεις τους. Η συγκέντρωση πλήθους ατάκτων και προσφύγων και η εξ αυτών συσσώρευση ακαθαρσιών σε συνδυασμό με τη στενότητα του χώρου, την έλλειψη αποχετεύσεων και κοινοχρήστων εγκαταστάσεων υγιεινής εγκυμονούν κινδύνους επιδημιών.

Στις 21 Ιουνίου η Γενική Αστυνομία αναφέρει ότι ήδη άρχισαν γαστροχολερικές ασθένειες, ενώ στις 14 Ιουλίου επανέρχεται τονίζοντας ότι άρχισαν με δριμύτητα οι θάνατοι και επισημαίνοντας ότι η πόλη θα γίνει τάφος ιατρών και ιατρευομένων. Την ήδη επιβαρυμένη κατάσταση υγιεινής επέτεινε και η έλλειψη ύδατος, αφού όλο το νερό του υδραγωγείου της Άρειας διοχετευόταν στις δύο στέρνες. Μόλις στις αρχές του Ιουλίου θα αφεθεί κάποια ποσότητα για τις βρύσες. Έτσι υπό την απειλή της δίψας συχνά τα συγκεντρωμένα πλήθη σπάζουν τους σωλήνες των υδραγωγείων της Άρειας και της Γλυκιάς, απειλώντας μάλιστα και τη διατεταγμένη για τη φρούρησή τους δύναμη. Τέλος την οζώδη αυτή κατάσταση ολοκληρώνουν οι συγκεντρωμένη στην αυλή του Αγίου Γεωργίου Άραβες αιχμάλωτοι, οι ψείρες των οποίων, σύμφωνα με αναφορά των Επιτρόπων, κινδυνεύουν να ανέβουν στους τοίχους του ναού!

Οι Άραβες μα και οι άλλοι Οθωμανοί αιχμάλωτοι συνιστούν ένα άλλο σημαντικό πρόβλημα, γιατί περιφέρονται ελεύθεροι και ο κίνδυνος απόδρασης και μετάβασής τους στο εχθρικό στρατόπεδο είναι άμεσος. Εκτός όμως αυτού αποτελούν στόχο αντεκδικήσεων σε περιπτώσεις εθνικών ατυχιών, κίνδυνο μετάδοσης ασθενειών, μιας και πολλοί είναι άρρωστοι αλλά και αντικείμενα καταχρήσεων, αφού οι διεταταγμένοι για την καθαριότητα της πόλης αιχμάλωτοι διατίθενται τελικά σε προσωπικές υπηρεσίες των ισχυρών. Παρά τις συνεχείς παραστάσεις δεν ευοδώθηκαν οι προσπάθειες της Αστυνομίας για εξεύρεση χώρου περιορισμού τους. Εξασφαλίσθηκε όμως η στοιχειώδης σίτιση και ένδυσή τους.

Σε μια τέτοια περίπτωση συνωστισμού δεν ήταν δυνατόν να λείψουν και τα εγκλήματα κατά των ηθών, τα οποία εξαιτίας της φύσης τους, όπως εξάλλου και σήμερα, σπάνια αναφέρονταν και καταγράφονταν. Παρά ταύτα όμως εντοπίζουμε καταγγελίες βιασμού νέας από την Κρήτη, απόπειρα αρσενοκοίτη για την ικανοποίηση του πάθους του, καθώς και καταγγελίες για ανήθικες επιθέσεις ατάκτων Ρουμελιωτών κατά προσφύγων από την Τριπολιτσά.

Τα κάποια κρούσματα κερδοσκοπίας, κυρίως στο ψωμί, είτε με την απαίτηση τιμών υψηλότερων από τη διατίμηση είτε με την ελλιπή ζύγιση, που αναφέρονται είναι μεμονωμένα και πάντως ελάχιστα σε σχέση με τις περιστάσεις των ημερών εκείνων. Μόλις στα μέσα του Αυγούστου θα διορισθεί αγορανόμος, πλην όμως δε θα λείψουν τα εύλογα, όπως φαίνεται παράπονα, των εμπόρων για καταχρήσεις της αστυνομίας. Τέλος στα προβλήματα τάξης θα πρέπει να προστεθούν και ορισμένες περιπτώσεις πυρκαγιών, για την αντιμετώπιση των οποίων θα γίνει τελικά προμήθεια των αναγκαίων εργαλείων (κουβάδων, πελέκεων κ.λ.π.)

Συνεκτιμώντας την κρισιμότητα των περιστάσεων, την οργανωτική ανεπάρκεια των εκτελεστικών αρχών και τις ιδιάζουσες συνθήκες της πόλης τις μέρες εκείνες, μπορούμε να πούμε χωρίς καμία επιφύλαξη πως τα προβλήματα τάξης και ασφάλειας που αντιμετώπισε το Ναύπλιο, όπως αυτά προκύπτουν από την έρευνα του αρχειακού υλικού, υπήρξαν αναμφίβολα σοβαρά αλλά όχι ανυπέρβλητα και αυτό θα πρέπει να αποδοθεί στο γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των συγκεντρωμένων είχε βαθιά συναίσθηση του επικρεμάμενου κινδύνου.  

 Κώστας Δανούσης

 Ναυπλιακά Ανάλεκτα, τόμος ΙΙΙ, έκδοση του Δήμου Ναυπλιέων, Ναύπλιο, 1998.

 * Το άρθρο αποτελεί ανακοίνωση στο Ε’ Διεθνές Συνέδριο Πελοποννησιακών Σπουδών  (Άργος, Σεπτέμβριος 1995).

  

Υποσημειώσεις


 [1] Ελευθερίου Γ. Πρεβελάκη, Η εκστρατεία του Ιμπραήμ πασά εις την Αργολίδα, Αθήναι 1950 (όπου και πλήρης βιβλιογραφία).

 [2] Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα. Εισαγωγή-σχόλια Σπύρου Ι. Ασδραχά. Εκδόσεις Α. Καραβία, σ. 207.

 [3] Ν. Βλάχου, Η γένεσις του αγγλικού, του γαλλικού και του ρωσικού κόμματος εν Ελλάδι, Αθήναι 1939, σ. 6.

[4] Απόστολου Ε. Βακαλόπουλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τόμος Ζ’, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 91 επ.

[5] Απόστολου Ε. Βακαλόπουλου, ό.π., σ. 132.

Read Full Post »

Ανασκάπτοντας την Ιστορία του Άργους


 

Στην ζεστή και άνετη αίθουσα της ιστορικής οικίας του στρατηγού Γκόρντον, που διασώθηκε και ανακαινίστηκε από την Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, παρουσιάστηκαν δύο σημαντικά βιβλία από τον εκδοτικό οίκο « Εκ Προοιμίου» του κ. Τάκη Ουλή με την συνεργασία της Δημοτικής Κοινωφελούς Επιχείρησης Πολιτισμού Άργους και την υποστήριξη της Πολιτιστικής Αργολικής Πρότασης, το Σάββατο, 20 Φεβρουαρίου 2010.

Πρόκειται για τα βιβλία «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΡΓΟΥΣ ΑΠΟ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΑΤΩΝ ΧΡΟΝΩΝ ΜΕΧΡΙΣ ΗΜΩΝ» του Ιωάννου Κοφινιώτου και το μικρότερο αλλά επίσης σημαντικό «Ο ΙΩΑΝΝΗΣ Κ. ΚΟΦΙΝΙΩΤΗΣ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΡΓΟΥΣ» του Βασίλη Δωροβίνη, στου οποίου το δεύτερο μέρος, ο συγγραφέας παραθέτει μια σύντομη  μελέτη για τους λόγιους του Άργους που, από το τέλος του 19ου αιώνα μέχρι και  μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ασχολήθηκαν με την ιστορία του Άργους, άλλοι ως ιστορικοί και άλλοι ως ιστοριοδίφες, εν πολλοίς ξεχασμένους σήμερα, ορισμένους με ακτινοβολία όσο έζησαν, πέρα από το Άργος, που όμως συνέβαλαν ώστε να κρατηθεί ζωντανή η ιστορική μνήμη της πόλης.  

Ομιλητές ήσαν οι: κ. Χαράλαμπος Κριτζάς, Αρχαιολόγος- τέως Διευθυντής του Επιγραφικού Μουσείου Αθηνών, ο Δρ. Κοινωνιολογίας κ. Γεώργιος Κόνδης και ο ίδιος ο συγγραφέας κ. Βασίλης Δωροβίνης, Δικηγόρος- πολιτικός Επιστήμων και Ιστορικός, ενώ ο κ. Νικόλας Ταρατόρης, Καλλιτεχνικός Διευθυντής και Σκηνοθέτης της Πολιτιστικής Αργολικής Πρότασης, διάβασε αποσπάσματα από το βιβλίο του Ι. Κοφινιώτη.

« Οι εμπειρίες και οι γνώσεις του κ. Κριτζά, πολύτιμες και ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσες, διάνθισαν την προσπάθεια της ιστορικής καταγραφής και την μετέφεραν στο επίπεδο της επιτόπιας ερευνητικής ανασκαφής και διάσωσης».

 

Χαράλαμπος Κριτζάς


 

 Παρουσίαση του Βιβλίου Ιω. Κοφινιώτη

Ιστορία του Άργους από των αρχαιοτάτων χρόνων Μέχρις ημών

 (Αθήνα 1892 – Άργος 2008)

Άργος, Σάββατο 20 -2 -10, οικία Gordon

 

Κυρίες και Κύριοι,

Η επανέκδοση ενός ιστορικού βιβλίου 116 ολόκληρα χρόνια μετά την αρχική του έκδοση δεν είναι ένα συνηθισμένο γεγονός. Γι’ αυτό, όσοι ασχολούνται με την ιστορία και αρχαιολογία του Άργους, αλλά και γενικότερα οι φιλίστορες αναγνώστες πρέπει να οφείλουν χάριτες στον εκδότη κ. Παναγιώτη Ουλή που ανέλαβε τη σχετική πρωτοβουλία, καθώς και σε όσους τον παρότρυναν και τον ενεθάρρυναν να πραγματώσει το πολυδάπανο αυτό έργο. Η Ιστορία του Κοφινιώτη ήταν το πρώτο βιβλίο που διάβασα όταν το 1970, νεαρός Επιμελητής Αρχαιοτήτων, διορίστηκα στη Δ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων.

Έχοντας σήμερα στα χέρια τη συλλεκτική επανέκδοση το εξαντλημένο εδώ και πολλά χρόνια βιβλίου, μπορεί κανείς να επανεκτιμήσει το μέγεθος της προσφοράς του Ιω. Κοφινιώτη.

Συνέγραψε το βιβλίο του με προσωπική έρευνα, σε μια εποχή που δεν είχαν γίνει ακόμη ανασκαφές και δεν υπήρχε καμία ειδική μονογραφία, ελληνική ή ξένη, για το Άργος. Το συνέγραψε παράλληλα με τα κύρια διδακτικά του καθήκοντα και χωρίς απ’ ότι φαίνεται καμίαν άλλη οικονομική ενίσχυση.

Ο Κοφινιώτης έζησε σε μια εποχή, κατά την οποία το Ελληνικό Κράτος έχοντας πια εδραιώσει την κυριαρχία του, αναζητούσε μέσω των λογίων τις ρίζες της εθνικής του ταυτότητας, με αναδρομές στο ένδοξο παρελθόν. Βοηθούσε σ’ αυτό το γενικότερο κλίμα του ρομαντισμού και του νεοκλασικισμού, που εξακολουθούσε να διατρέχει την Ευρώπη και την Αμερική, ενώ στην Ελλάδα άρχιζαν οι μεγάλες ανασκαφές και ιδρύονταν η μία μετά την άλλη  οι ξένες Αρχαιολογικές Σχολές.

Σε πανελλήνιο επίπεδο, η μνημειώδης «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» του Κ. Παπαρρηγόπουλου αποτέλεσε τη βίβλο της εθνικής αυτογνωσίας. Σε τοπικό επίπεδο, δημιουργήθηκε έκτοτε μια ευγενής άμιλλα μεταξύ των λογίων να αναδείξουν  και να προβάλουν τα κλέη της ιδιαίτερης πατρίδας τους.

Στην Αθήνα τον ρόλο αυτό είχε αναλάβει ο φλογερός αρχαιοδίφης Κυριάκος Πιττάκης, στη Μακεδονία ο Μαργαρίτης Δημιτσάς, στην Εύβοια ο Παπαβασιλείου, στην Κρήτη οι Χατζηδάκης  και Ξανθουδίδης, για να αναφέρω ελάχιστους από τους πολλούς πνευματικούς εργάτες της ελλαδικής περιφέρειας.

Σ’ αυτή τη χορεία εντάσσεται ο Ιω. Κοφινιώτης για το Άργος με έτερο Διόσκουρο τον Μιχαήλ Λαμπρυνίδη για τη Ναυπλία. Το έργο και τον δύο ήλθε την κατάλληλη στιγμή. Είχαν έλθει στο φως τα λαμπρά ευρήματα του Σλήμαν στις Μυκήνες και την Τίρυνθα, που είχαν στρέψει τα έκθαμβα μάτια του πολιτισμένου κόσμου στην Αργολίδα, λίκνο των μύθων που γαλούχησαν τον δυτικό πολιτισμό.

Ας μην ξεχνάμε ότι ο ίδιος ο Κοφινιώτης ήταν από τους πρώτους που διενήργησε ανασκαφές στο θέατρο του Άργους και στο ιερό της Ορθίας Αρτέμιδος στη Λυκώνη, τις οποίες και περιγράφει. Ο ίδιος μας δίνει και την παλαιότερη περιγραφή των αρχαίων που φυλάσσονταν στο υπόγειο του Δημαρχείου, τα οποία αποτέλεσαν τον πυρήνα του μελλοντικού Μουσείου.

Ακόμη πιο πολύτιμες είναι οι αναφορές του για τα αρχαία που βρίσκονταν τότε εντοιχισμένα σε εκκλησίες και ιδιωτικά σπίτια. Θα ήταν μεγάλη συνδρομή στην επιστήμη αν κάποιος νέος Αργείος αρχαιολόγος  αναλάμβανε να ταυτίσει αυτά τα σπίτια  (αν βέβαια σώζονται ακόμη, όπως το σπίτι του Τσώκρη) και να τα τοποθετήσει σε ένα τοπογραφικό σχέδιο, αναζητώντας παράλληλα τα αρχαία μέλη.

Θυμάμαι, ότι όταν το 1972, με τις ευλογίες και την επιμονή του τότε Δεσπότη, γκρεμίζονταν ο παλιός Άγιος Δημήτριος, μάζεψα μαζί με τον Νυκτοφύλακα Νίκο Καραβά μέσα από τα μπάζα σε 7 κομμάτια τη σπουδαία αρχαϊκή αναθηματικά επιγραφή στους Διοσκούρους του αθλητή Αισχύλου Θίοπος, καθώς και 2 – 3 άλλες εντοιχισμένες επιγραφές.

Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στο βιβλίο:

Διαβάζοντας κανείς τις 510 σελίδες της Ιστορίας του Άργους, θαυμάζει κατ’ αρχήν τον μόχθο και την επιστημονική ευσυνειδησία του συγγραφέα, ο οποίος κατά κανόνα παραθέτει τις πηγές του, δίνοντας βιβλιογραφία και αυτούσιο το κείμενο του αρχαίου χωρίου, γεγονός που διευκολύνει τον μελετητή. 

Όμως το βιβλίο του δεν αποτελεί μια ιστορία με τη στενή και αυστηρή έννοια του όρου (κάτι που θα έκανε το 1945 με δωρική λιτότητα ο Μάρκελλος Μιτσός).

Ο κύριος κορμός του βιβλίου είναι πράγματι τα ιστορικά γεγονότα, κυρίως μάχες και επαναστάσεις, από την αυγή των ιστορικών χρόνων μέχρι τη ρωμαϊκή κατάκτηση το 146 π.Χ.

Παράλληλα όμως ο συγγραφέας θεώρησε σκόπιμο να παραθέσει ένα τεράστιο πλούτο στοιχείων και πληροφοριών, που καθιστούν το βιβλίο του μια μικρή εγκυκλοπαίδεια για το Άργος και την Αργολίδα γενικότερα.

Πολλές από τις πληροφορίες για τον τοπικό μικρόκοσμο είναι πραγματικά πολύτιμες και μόνο ένας τοπικός λόγιος θα μπορούσε να τις δώσει. Προτάσσει έναν εκτενέστατο πρόλογο, που αποτελεί στην ουσία συμπύκνωση του περιεχομένου των δύο τόμων που σκόπευε να εκδώσει. Περιγράφεται αδρά η ιστορική διαδρομή του Άργους, από τα πανάρχαια χρόνια μέχρι και τον 19ο αιώνα.

Διαβάζοντας τον πρόλογο, μαντεύει κανείς τι πρωτογενές υλικό θα περιείχε ο δεύτερος τόμος, που δυστυχώς δεν πρόλαβε να εκδώσει ο συγγραφέας. Πριν αρχίσει την κυρίως ιστορία, ο Κοφινιώτης θεώρησε σκόπιμο  να προσδιορίσει το φυσικό σκηνικό των γεγονότων, με περιγραφή της γεωγραφίας και της υδρογεωλογίας της Αργολίδας.

Οι πληροφορίες του για τον ρου τον ποταμών, πριν γίνουν διευθετήσεις της κοίτης τους, και για τις πηγές του Κεφαλαρίου και της Λέρνης, πριν η αμάθεια και η κερδοσκοπία εξαφανίσουν με επιχώσεις τα ίχνη που έθρεψαν τη μυθολογία του δυτικού κόσμου, είναι μοναδικές.

Εξαιρετικά χρήσιμες είναι και οι αναφορές του στα τοπωνύμια και τα μικροτοπωνύμια της περιοχής, πολλά από τα οποία έχουν έκτοτε αλλάξει. Δίνει ακόμα πολύτιμες πληροφορίες για τις ασχολίες των κατοίκων, τις φυτείες και τις καλλιέργειες της εποχής του, τότε που στον κάμπο υπήρχαν, εκτός από τα σιτηρά, σταφιδάμπελα και σουλτανίνα, ορυζοκαλλιέργειες και βαμβάκι.

Κάνει αναφορές στην πανίδα και την άγρια χλωρίδα της περιοχής, δίνοντας στοιχεία ακόμα και για τις θεραπευτικές ιδιότητες ορισμένων φυτών. Σημείωσα με νοσταλγία την αναφορά του στα σάρωθρα (δηλαδή τις σκούπες), που παρήγε σε μεγάλες ποσότητες τότε η Αργολίδα και θυμήθηκα το τελευταίο σαρωθροποιείο που πρόλαβα  στην αρχή του δρόμου προς Ναύπλιο. 

Μια άλλη κατηγορία πληροφοριών σχετίζεται με τα λαϊκά έθιμα και θρησκευτικά δρώμενα, με τον καθημερινό βίο των κατοίκων, με τις αρρώστιες και τις επιδημίες, κυρίως την ελονοσία που μάστιζε τον κάμπο.

Ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου καταλαμβάνουν οι σχετικοί με το Άργος και την Αργολίδα μύθοι, τους οποίους ο Κοφινιώτης εντάσσει στο ανθρωπογεωγραφικό τους πλαίσιο. Τους θεωρεί σχεδόν πραγματικά γεγονότα. Γι’ αυτό και εκλαμβάνει ως πραγματικές αποικίες του Άργους δεκάδες πόλεις, που επιδιώκοντας να αποκτήσουν ηρωικές ρίζες είχαν συνδέσει  την ίδρυση  τους με μυθικούς ήρωες της Αργολίδας.

Στην ενιαία θεώρηση του ιστορικού παρελθόντος με το παρόν, θεωρεί απόλυτα φυσικό να αναφέρει ως διαδοχικούς οικιστές του τόπου τους Πελασγούς, τους Ίωνες, τους Δρύοπες, τους Αιολείς, τους Αχαιούς, τους Δωριείς και τελευταίους τους Αλβανούς! Δεν έχει καμία δυσκολία να συνδέσει την Τελέσιλλα με την Μπουμπουλίνα και τον Αννίβα με τον Μπραΐμη!

Τα κυρίως ιστορικά κεφάλαια καταλαμβάνουν, όπως είναι φυσικό, το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου. Πρόκειται για μια επική κυριολεκτικά εξιστόρηση. Τα γεγονότα της ιστορίας εξελίσσονται ως τραγωδία με εναλλασσόμενους πρωταγωνιστές. Ο συγγραφέας συμπάσχει και συγχαίρει για όσα συνέβησαν. Είναι έκδηλη η λατρεία του  για την ιδιαίτερη πατρίδα και ο θαυμασμός του για το μεγαλείο της, ώστε ένας ουδέτερος μελετητής θα μπορούσε να του καταμαρτυρήσει κάποιο τοπικισμό.

 Δύο είναι οι κύριοι άξονες στους οποίους στηρίζεται η διήγησή του:

 Ο ύμνος για τα δημοκρατικά ιδεώδη του Άργους και το μίσος για τη Σπάρτη και την επιθετικότητα της. Η διαρκής αντιπαλότητα μεταξύ των δυο αυτών πόλεων ήταν άλλωστε ο καμβάς πάνω στον οποίο εξυφάνθηκαν σχεδόν όλα τα ιστορικά γεγονότα.

 Νικητής από τη μακραίωνη διαμάχη θα βγει τελικά το Άργος, που χάρις στη μετριοπαθή δημοκρατία του κατάφερε να είναι η επί μακρότερο χρονικό διάστημα δημοκρατούμενη πόλη του αρχαίου κόσμου, καταφύγιο των κατατρεγμένων και στήριγμα των δημοκρατών άλλων πόλεων. 

Η αίγλη αλλά και η οικονομική ευρωστία του Άργους, που οφείλονταν κυρίως στα έσοδα από την πλούσια πεδιάδα, βρήκε την έκφρασή της  με την κατασκευή λαμπρών οικοδομημάτων και την αφιέρωση σπουδαίων αναθημάτων σε πανελλήνια ιερά.

Δόξα επίσης της πόλης του Δαναού υπήρξαν οι μεγάλοι καλλιτέχνες, κυρίως γλύπτες, που δημιούργησαν περιώνυμη σχολή και κατατάσσονται μεταξύ των σπουδαιότερων δημιουργών παγκοσμίως. Ανάλογη φήμη είχαν και οι Αργείοι μουσικοί και συγγραφείς, κυρίως ιστορικοί και μυθογράφοι.

Στον τομέα του αθλητισμού, το Άργος είχε επίσης να επιδείξει διαχρονικά πλειάδα αθλητών – νικητών σε διάφορα αγωνίσματα, ενώ η μακριά ιππική του παράδοση του είχε εξασφαλίσει πολυάριθμες νίκες στα ιππικά αγωνίσματα. Αλλά και οι ίδιοι οι αγώνες που διοργάνωνε, τα Νέμεα και τα Ηραία είχαν πανελλήνια φήμη και προσέλκυαν αθλητές  από τα πέρατα του ελληνικού κόσμου.

Όλοι θυμόμαστε τη συγκίνηση που νοιώσαμε όταν στον λεγόμενο «τάφο του Φιλίππου» , στη Βεργίνα βρέθηκε χάλκινη ενεπίγραφη βάση λέβητα, βραβείο από τους αγώνες της Ήρας. Η βασιλική οικογένεια της Μακεδονίας, που σεμνυνόταν ότι ήλκε την καταγωγή από τους Ηρακλείδες του ‘Αργους, την είχε φυλάξει ως πολύτιμο κειμήλιο, πριν την καταθέσει ως κτέρισμα στον τάφο του σπουδαίου βασιλιά.

Είχα κι εγώ παρουσιάσει μιαν ενεπίγραφη αργείτικη υδρία, επίσης βραβείο από τα Ηραία, που είχε βρεθεί σε τάφο αθλητή σε μακρινή Σινώπη του Πόντου.  Για όλα αυτά καθώς και για τις γιορτές και λατρείες ο Κοφινιώτης αφιερώνει ειδικά κεφάλαια, που πλαισιώνουν και διανθίζουν την καθ’ αυτό πολιτική ιστορία, δίνοντας ολοκληρωμένη εικόνα για την ένδοξη πόλη.

Είναι άριστος χρήστης της πέννας και κατορθώνει να προσδώσει γλαφυρότητα στην ιστορική διήγηση. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι η γλώσσα των λογίων του καιρού του, δηλαδή η καθαρεύουσα με αρκετούς αρχαϊσμούς. Θα χρειαστεί να ανοίξει που και που το λεξικό ο σημερινός αναγνώστης για να καταλάβει ότι «οι φιλοπευθείς και φιλόκαινοι  παρθένοι» σημαίνει τις περίεργες και αρεσκόμενες σε νεωτερισμούς κοπέλες, «ο κατακεκηλημένος εκ της ωραιότητος» σημαίνει ο μαγεμένος από την ομορφιά, «ο αμφιλαφής πλάτανος» είναι το μεγάλο και φουντωτό πλατάνι, κ.λ.π.  Πιστεύω πάντως ότι θα έχανε σε γοητεία το κείμενο, αν άλλαζε η γλώσσα, που αποπνέει το άρωμα του καιρού της.

Ο εκδότης βιβλίου σημειώνει, ότι θέλοντας να δώσει μια συλλεκτική πιστή επανέκδοση, το τύπωσε «όπως ακριβώς κατετέθη στην ελληνική γραμματολογία από τον συγγραφέα». Για τον λόγο αυτό δεν θέλησε να προσθέσει ευρετήριο και γλωσσάριο, που θα διευκόλυναν τον σημερινό αναγνώστη.

Ακολούθησε επίσης την αρχική σελίδωση των εικόνων, που διατάσσονται σκόρπιες μεταξύ των σελίδων, ανάλογα με τον διαθέσιμο χώρο, και μερικές φορές είναι δύσκολο να εντοπισθούν. Ορισμένες μάλιστα έχουν εκτυπωθεί κατοπτρικά. Τα χρόνια που πέρασαν από την πρώτη έκδοση του δίνουν στο βιβλίο του Κοφινιώτη τον χαρακτήρα ιστορικής πηγής.

Αυτό δίνει το δικαίωμα στους σημερινούς χρήστες να το πλησιάζουν με κριτική διάθεση ώστε να αποφύγουν τα αναπόφευκτα λάθη, που είναι φυσικό να υπάρχουν σε τόσο παλιά συγγράμματα.  Πρόκειται για ακούσια λάθη του συγγραφέα που υιοθέτησε συμπεράσματα  της τότε έρευνας και διεθνούς βιβλιογραφίας.

Έτσι για παράδειγμα, τα κείμενα των επιγραφών που παραθέτει, επειδή δεν είχε ακόμη εκδοθεί ο τόμος IV των IG, στηρίχθηκαν σε απόγραφα περιηγητών και λογίων, που έχουν παραναγνώσεις και παραφθορές των αρχαίων λέξεων. Πρέπει επομένως να παραβάλλονται οπωσδήποτε με τις μεταγενέστερες δόκιμες εκδόσεις.

Ανακριβείς με τα σημερινά κριτήρια είναι και ορισμένες ταυτίσεις της θέσης αρχαίων μνημείων, πόλεων και οικισμών, επειδή δεν είχαν γίνει όπως είπαμε ακόμη ανασκαφές. Έτσι για παράδειγμα ταυτίζει την ακρόπολη της Μιδέας με το Παλιόκαστρο κοντά στο Κατσίγκρι – Άγιο Αδριανό, ενώ τοποθετεί στη Λάρισα του Άργους τα ιερά του Απόλλωνα Δειραδιώτη και  της Αθήνας Οξυδερκούς. (Λίγα χρόνια αργότερα θα τα εύρισκε στην Ασπίδα ο Vollgraff, που μας ατενίζει από την κορνίζα του).

Υπάρχουν άλλα λάθη στο σχολιασμό αρχαίων χωρίων, που οφείλονται σε αβλεψία ή σε σύγχυση. Μερικά είναι χαριτωμένα, όπως για παράδειγμα η περιγραφή του αγάλματος  της ποιήτριας Τελέσιλλας, που παριστανόταν με τα χειρόγραφα  ριγμένα δίπλα στα πόδια της «και παρατηρούσα ασπίδα, ήν εκράτει εις τάς χείρας  θέλουσα να επιθέσει αυτήν επί της κεφαλής».

Φυσικά ο Παυσανίας αναφέρει ότι κρατούσε κράνος, που ετοιμαζόταν να φορέσει για να πρωτοστατήσει στη σωτηρία της πατρίδας, αποθέτοντας προσωρινά την ποιητική της ιδιότητα. Παραλείπω άλλα λάθη, σημειώνοντας απλώς ότι πρέπει πάντα να παραβάλλεται το κείμενο του Κοφινιώτη με το αρχαίο πρωτότυπο.

Θα ήταν όμως άδικο και μικρόψυχο να κλείσω αυτή την παρουσίαση ενός έργου που δονείται από φιλοπατρία και θαυμασμό για τα επιτεύγματα των ανά τους αιώνες Αργείων, με την επισήμανση λαθών και παρανοήσεων από ένα συγγραφέα, στον οποίο οφείλομε μονάχα σεβασμό και ευγνωμοσύνη.

Προτιμώ λοιπόν να αφήσω τον ίδιο να κάνει τον επίλογο της παρουσίασης. 

Είνε μεν αληθές, ότι επίσημοι τινες πόλεις εξηφανίσθησαν εντελώς καταστραφείσαι, εις άλλας όμως ενεχάραξεν  η δαιμονία φύσις κατά την πρώτην αυτών γέννησιν την σφραγίδα της αιωνιότητος. Το Άργος διελθόν δι’ απείρων δοκιμασιών, πολλάς καταστροφάς υποστάν από των αρχαιωτάτων χρόνων μέχρι του Όθωνος,  ανέζησε και ανεγεννήθη ως ο φοίνιξ εκ της τέφρας αυτού, ήδη δε διασώζον  και το αρχαίον όνομα και την τερπνότητα και γλυκύτητα του κλίμακος εξέχει εν τω μέσω της ευφόρου Αργολικής πεδιάδος, κατοικείται δ’ υπό λαού φιλονόμου και εργατικού, και διασώζει τας πατρικάς παραδόσεις και οργά οσημέραι είς τήν πρόοδον και πολιτισμόν.

Ταύτης λοιπόν της μεγαλουργού πόλεως  την ιστορίαν επιχειρήσας να συγγράψω από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρις ημών παραδίδωμι σήμερον είς δημοσιότητα. Και ανεγνώρισα μέν ευθύς εξ αρχής το βαρύ και δύσκολον του έργου, αλλά κατακεκηλημένος έκ της ωραιότητος της ύλης και πεπεισμένος, ότι η λεπτομερής και ακριβής γνώσις της ιδιαιτέρας εκάστου πατρίδος ανυψοί  και φρονηματίζει  τον λαόν, δεν απεδυσπέτησα αλλά μετά θάρρους απεδύθην εις τον αγώνα.

 

Ο δεύτερος Ομιλητής κ. Γεώργιος Κόνδης, με γλαφυρό και μεστό λόγο, αναφέρθηκε στον Ι. Κοφινιώτη αλλά κυρίως στην ερευνητική δουλειά του κ. Βασίλη Δωροβίνη.

 

Γεώργιος Κόνδης


 

Κυρίες και Κύριοι,

Κατά περίεργο τρόπο σήμερα ζώντας μια οδυνηρή κρίση που δεν είναι και τόσο οικονομική όσο φαίνεται, ξανακούμε όλο και περισσότερο για τις μεγάλες αρετές της φυλής μας απέναντι στους φλεγματικούς ευρωπαίους, οι ηλεκτρονικές μας διευθύνσεις γεμίζουν με κείμενα και συνθήματα για το λίκνο του πολιτισμού που ενώ έφτιαχνε Παρθενώνες οι άλλοι έτρωγαν βελανίδια, ο τύπος γέμισε γραμμές για τη μουμιοποιημένη δύση που αδυνατεί να καταλάβει την ανυπότακτη μικρή Ελλαδίτσα.

Να πρόκειται άραγε για μια πραγματική τάση αυτογνωσίας ή για μια ακόμα μηχανιστική επιστροφή στους προγόνους, από εκείνες τις γνωστές που μας επιτρέπουν την αυταπάτη της συμμετοχής σε κάτι μεγάλο για το οποίο όμως δεν έχουμε κάνει το παραμικρό;

«Η κυριαρχία του παρελθόντος δεν σημαίνει μια εικόνα κοινωνικής ακινησίας. Είναι συμβατή με τις κυκλικές αντιλήψεις για την ιστορική αλλαγή, και σίγουρα με την παρακμή και την καταστροφή (δηλαδή την αδυναμία αναπαραγωγής του παρελθόντος). Αυτό με το οποίο είναι ασύμβατη, είναι η ιδέα μιας συνεχούς προόδου. Οφείλουμε να επιστρέψουμε στους προγόνους όταν πλέον έχουμε πάψει να ακολουθούμε, ή να πιστεύουμε πως ακολουθούμε, αυτόματα τα βήματά τους. Αυτό σημαίνει μια θεμελιακή μεταμόρφωση του ίδιου του παρελθόντος».

Τα λόγια αυτά ανήκουν σε έναν μεγάλο διανοούμενο ιστορικό της εποχής μας τον Εric Hobsbawm για να συνοδέψει τη μέχρι τώρα κατάσταση λήθης, αμνησίας, για εκείνες και εκείνους που το έργο τους θα μπορούσε να φωτίσει τις διαδρομές μας και να σταθούν πραγματικοί οδηγοί. Συνοδεύει όμως παράλληλα όσες και όσους τολμούν να ανασκάψουν, να αναδείξουν και κυρίως να σκεφτούν πάνω στα ευρήματα της ανασκαφικής τους δραστηριότητας. Η παρουσίαση του υλικού που βγήκε στο φως της μέρας δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι θέμα κοσμικής συγκέντρωσης. Η ανασκαφή έχει και ποικίλες προεκτάσεις.

Έτσι, το υλικό που παρουσιάζει ο Β. Δωροβίνης σήμερα μας επιτρέπει να γνωρίσουμε έναν σημαντικό για την πόλη διανοούμενο του τέλους του 19ου – και της αρχής του 20ου  αιώνα, δηλαδή μιας περιόδου κατά την οποία συντελείται στην περιοχή ένα σοβαρό έργο κοινωνικής και πολιτισμικής αναστήλωσης και ανανέωσης.

Ιδρύεται ο Σύλλογος Αργείων «Δαναός» το 1894, δημιουργείται η πρώτη Δημόσια βιβλιοθήκη σε ολόκληρη την Αργολίδα από τον ίδιο Σύλλογο, οι εκδόσεις βιβλίων αλλά ιδιαίτερα των εφημερίδων πιστοποιούν την σταδιακή οργάνωση ενός αναγνωστικού κοινού τα χαρακτηριστικά του οποίου παγιώνονται σταδιακά μέχρι το Μεσοπόλεμο και μια ομάδα φωτισμένων ανθρώπων, Δ. Βαρδουνιώτης, Ι. Κοφινιώτης, Δ. Δεσμίνης, Κ. Ολύμπιος και άλλοι των οποίων τα βιογραφικά θα βρείτε στο τέλος του βιβλίου αυτού, δημιουργούν ένα πλαίσιο αναφοράς πρωτόγνωρο για τοπικές κοινωνίες που στο μεταξύ έχουν γνωρίσει στην ιστορική τους τροχιά πολεμικές καταστροφές και θεομηνίες. Το τονίζω για να δώσω ακόμα μεγαλύτερη έμφαση στη σκέψη και στο έργο των ανθρώπων αυτών.

Ο Ιωάννης Κοφινιώτης  παρουσιάζεται με μια διπλή ιδιότητα εκτός από την επαγγελματική. Παρουσιάζεται ως ιστορικός που αναζητά στην έρευνά του τα διαπιστευτήρια της επιστημονικής ανάλυσης και ως πολίτης που δρα και καταθέτει δημόσια τις εμπειρίες και τις απόψεις του για θέματα της εποχής του. Και οι δυο ιδιότητες εξίσου σημαντικές και αποκαλυπτικές για το χρόνο που πρέπει να αφιερώσει κανείς στην έρευνα ενός θέματος, για το θάρρος και το σθένος να διαμορφώνει και να υποστηρίζει δημόσια τις απόψεις του, για την ικανότητα και τη σοβαρότητα με την οποία συντηρεί την ιδέα της προσφοράς στο κοινωνικό σύνολο. Για όλα αυτά μαζί, που δεν κολλάνε στη σύγχρονη πραγματικότητα του τόπου μας, ο Ιω. Κοφινιώτης, ο λόγιος πολίτης, πετάχτηκε στη λήθη, σε κάποιο υπόγειο με ξεχασμένα υλικά της τοπικής ιστορίας, ακριβώς όπως και τα αρχεία της πόλης για την οποία εργάστηκε.

Επιστρέφω όμως στην διπλή του ιδιότητα για να σημειώσω αρχικά το παράδοξο του τότε και του σήμερα: ένας ξενοτοπίτης οργανώνει μια δυναμική σχέση αγάπης με το Άργος. Μάλλον αυτό συμβάλει, αν δεν οφείλεται, στον πλούτο αυτής της πόλης. Και είναι ενδεικτικές της δυναμικής αυτής σχέσης οι αποτυπώσεις του Ιω. Κοφινιώτη σε ορισμένα του κείμενα.

Γράφοντας, για παράδειγμα, στον Δ. Βαρδουνιώτη στις 16 Δεκεμβρίου 1887, αναφέρει μεταξύ άλλων για την πόλη του Άργους :

 «Αφ’ ότου συνεδέθην μετά τις ωραίας πατρίδος σου δι’εμψύχου δεσμού…

  …η πόλις αύτη είναι το λίκνον του πολιτισμού… η κολυμβήθρα εν τη οποία ο πολιτισμός εβάπτισε την ανθρωπότητα, μόνη αύτη διετήρησε το αρχαίον όνομα και την θέσιν, φιλόξενον γην, η ιστορία του ελληνικού έθνους άρχεται από της ιστορίας του Άργους», κ.λ.π.

Ταυτόχρονα, ο Ιω. Κοφινιώτης, συνεχίζοντας την παράδοση των Ταξιδιωτικών καταγραφών μας χαρίζει μερικές από τις πιο γοητευτικές αλλά και εμπεριστατωμένες καταγραφές του αργολικού πεδίου. Στην «Υδατογραφία του Άργους» που δημοσιεύεται στο περιοδικό «Πλάτων» το 1889, ο Ι. Κοφινιώτης ανανεώνει την περιγραφική παράδοση που εγκαινιάζει το 1791 η «Νεωτερική Γεωγραφία» των Δανιήλ Φιλιππίδη και Γρηγορίου Κωνσταντά και συνεχίζεται μέχρι το έργο του Αντωνίου Μηλιαράκη το 1886 «Γεωγραφία Πολιτική Αργολίδος και Κορινθίας», συμβάλλοντας έτσι στην ανάπτυξη του επιστημονικού τομέα που σήμερα ονομάζουμε ανθρωπογεωγραφία.

Στην «Υδατογραφία» ο Ι. Κοφινιώτης συνδυάζει στοιχεία γεωγραφίας, ιστορίας και εθνογραφίας καθώς καταγράφει, μεταξύ άλλων συνήθειες, θρύλους και παραδόσεις. Είναι για παράδειγμα, σημαντικές οι πληροφορίες που μας δίνει για τον Ερασίνο σε σημείο κοντά στην πόλη του Άργους όπου είχαν εγκατασταθεί από το 1833 πολλά «δημόσια καταστήματα κινουμένων δι’ υδραυλικών τροχών υπό του ύδατος του Ερασίνου: Νιτροκαθαρτήριον, Ανθρακείον, Αναμιγνυτήριον, Ζυμωτήριον, Κοκκοτείον, Στιλβωτήριον, Ξηραντήριον,…. Μέχρι 4 Ιουνίου 1868 ότε κατεστράφησαν εξ εκρήξεως πυρίτιδος».

Στο ίδιο κείμενο αναφέρεται μια άλλη τοποθεσία θρύλος για την σύγχρονη Αργολίδα και θα ήταν ίσως καλό να διαβάσουμε ξανά τη σχετική περιγραφή :

«Παρά το Γενέσιον υπάρχει πηγή Δείνη ή Ανάβολος (αναβάλλω) ονομαζομένη, ήτις εν γαλήνη αναβλύζει γλυκύ ύδωρ εκ της θαλάσσης αν και η θάλασσα έχει 8-10 μέτρα βάθος».

Το ίδιο σημαντικές είναι οι περιγραφές του στο «Όροι, βουνά, λόφοι περί το Άργος» που δημοσιεύεται σε άλλη έκδοση του ίδιου περιοδικού.

Ο Ιω. Κοφινιώτης φαίνεται πως δεν είναι όμως μόνο άνθρωπος της μεγάλης Ιστορίας, αλλά και μέτοχος στη δημιουργία της ιστορίας των καθημερινών γεγονότων, των ιδεών και των συγκρούσεων. Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Παιδείας για δυο χρόνια (1895-1897) δεν θα μπορούσε να μην τον ενδιαφέρουν οι αναμετρήσεις σ’ ένα κατεξοχήν πεδίο άσκησης πολιτικών και ιδεολογικών θέσεων ακόμα και σήμερα. Δεν είναι τυχαίο πως οι θέσεις του Κοφινιώτη για διάφορα θέματα θα μπορούσαν, τηρουμένων των αναλογιών, να θεωρούνται πολύ πολύ επίκαιρες.

Το 1914 είναι το 2010; Θα μπορούσε να είναι ένα ρητορικό ερώτημα αν η λογική, η ιδεολογία και οι πρακτικές πολιτικής παρέμβασης δεν ήταν απολύτως οι ίδιες. Η συγγραφή της σχολικής ιστορίας αποτελεί ένα πεδίο πάνω στο οποίο εφαρμόζονται πολιτικές και ιδεολογικές κυρίαρχες απόψεις, ενώ η ίδια η συγγραφή της μετατρέπεται αενάως σε κατασκευή ή ανακατασκευή της ακολουθώντας συγκεκριμένες πολιτικές συνταγές.

Από την άποψη αυτή είναι αποκαλυπτικό το άρθρο της εφημερίδας «Άργος» της 25/7/1914 με τίτλο «Τα νέα διδακτικά βιβλία και ο Ιω. Κοφινιώτης», όπου δίνεται το στίγμα για το πώς πρέπει να αντιλαμβάνονται οι συγγραφείς την συγγραφή της σχολικής, τουλάχιστον, ιστορίας και το πώς το κράτος πρέπει να προστατεύει την αντίληψη αυτή :

«Ήδη απομένει εις την Δικαιοσύνην η τιμωρία των μεγαλοσχήμων ενόχων και η ανύψωσις των αληθών παιδαγωγών συγγραφέων καθ’ όσον, ως μας πληροφορεί η «Σημαία» εις εν εκ των τελευταίων φύλλων, ο κ. Κοφινιώτης κατήγγειλε την επιτροπήν δηλώσας ότι θα παραστή και ως ιδιώτης κατήγορος».

Δεν γνωρίζουμε αν υπήρξε συνέχεια ή τελικά έγινε η οποιαδήποτε δίκη. Είναι πάντως ενδεικτικό του κλίματος που συναντά κανείς την εποχή εκείνη. Απολύτως ενδεικτική όμως είναι και η στάση ορισμένων εκ των διανοουμένων της εποχής σχετικά με τα θέματα αυτά. Ο Ιω. Κοφινιώτης υπογραμμίζει την κλασική πια πολιτική διαστροφή να προγραμματίζεται κάτι και στη συνέχεια να αναιρείται με συγκεκριμένα μέτρα.

Ας παρακολουθήσουμε το σκεπτικό του για το θέμα της κακομοιριασμένης από τότε «δωρεάν παιδείας» :

«Μα την αλήθειαν ημείς δεν δυνάμεθα να εννοήσωμεν δημοτικήν εκπαίδευσιν παρεχομένην δωρεάν κατά το ψηφισθέν άρθρον του Συντάγματος και φορολογίαν επί του βιβλίου και εκπαιδευτικά τέλη και χαρτόσημον επί των ενδεικτικών και των απολυτηρίων». Οποιαδήποτε σύγκριση με το παρόν θα ήταν απολύτως κατανοητή.

Αλλά και στο θέμα των σχολικών βιβλίων η θέση του Ιω. Κοφινιώτη δεν είναι απλά προοδευτική, είναι ανατρεπτική τόσο για τα ιδεολογικά δεδομένα όσο και για τις παιδαγωγικές πρακτικές. Να θυμίσω μόνο πως η πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα είναι μια περίοδος βρασμού γύρω από την εκπαίδευση και το σχολείο : το γλωσσικό εισβάλει ορμητικά, με συγκρούσεις, νεκρούς αλλά και σημαντικές παρουσιάσεις (Το γλωσσικό ζήτημα του Φωτιάδη, το Κοινωνικό ζήτημα του Σκληρού και πολλά άλλα).

Στις 19 Μαΐου 1911 ο Κοφινιώτης διατυπώνει την άποψή του για το λεγόμενο σήμερα πολλαπλό βιβλίο ή σύγγραμμα που η σημερινή υποτίθεται διανόηση απορρίπτει σχεδόν στο σύνολό της.

«Κατά ταύτα έχομεν την γνώμην, ότι πρέπει να καταργηθή παν είδος μονοπωλίου πνευματικού, πας τρόπος διαγωνισμού, να αφεθώσι δε οι συγγραφείς ελεύθεροι εις συγγραφήν διδακτικών βιβλίων κατά το επίσημον πρόγραμμα του Υπουργείου, οι δε Σύλλογοι της μέσης εκπαιδεύσεως αυτοί μόνοι να εκλέγωσι τα όργανα της διδασκαλίας των, διότι αυτοί ούτοι υπέχουσι την ευθύνην της εκλογής του καταλληλοτέρου βιβλίου (…)

Καταργήσατε τα πνευματικά μονοπώλια, τα οποία ουδέν έθνος έχει, καταργήσατε τους εγκληματικούς διαγωνισμούς και άφετε ελεύθερον το στάδιον της πνευματικής αναπτύξεως και της βελτιώσεως του διδακτικού βιβλίου».

Ελευθερία συγγραφής αντί μονοπωλίου πνευματικής διαστροφής, έρευνα και επιλογή αντί κατευθυνόμενων διαγωνισμών, καλλιέργεια πνεύματος εκπαιδευτικής έρευνας και παιδευτικής διάθεσης αντί μπούσουλα αποστεωμένων γνώσεων, διδακτικό βιβλίο αντί καθορισμού συμπυκνωμένης ύλης. Αυτές οι αρχές διατυπώνονται το 1911. Τα σχόλια μπορεί να είναι δικά σας.

Κυρίες και Κύριοι,

Νομίζω πως δεν ενδιαφέρει και τόσο αν ο Ιω. Κοφινιώτης είναι ένας ιστορικός ή ένας ιστοριοδίφης, όσο η παρουσία, η δράση και το έργο του που επιτρέπουν να προστεθεί ένα κομμάτι στην τοπική και την εθνική ιστορία. Ενδιαφέρει πως στάθηκαν πέρα από τα στενά επαγγελματικά και επιστημονικά τους ενδιαφέροντα, πολίτες αυτού του τόπου. Με άλλα λόγια, άνθρωποι που προσέφεραν έργο, ιδέες, εντέλει βηματισμούς προς τα μπρος. Ενδιαφέρει επίσης πως χάρη στους ανθρώπους αυτούς διαθέτουμε σήμερα σώματα γνώσεων που μας επιτρέπουν να δούμε ξανά τη συνολική μας πορεία και να αναρωτηθούμε για τις δικές μας δυνατότητες και ικανότητες αυτογνωσίας.

Όσο για μας εδώ σήμερα, εκείνο που νομίζω πως πετύχαμε με την σημερινή ανασκαφή του κ. Κριτζά, είναι μια μικρή βοήθεια στο σημαντικό διασωστικό έργο του κ. Δωροβίνη και του κ. Ουλή που ανέλαβε την έκδοση, με την κρυφή ελπίδα πως η κοινωνία και κυρίως οι κεφαλές της θα αποφασίσουν να επωφεληθούν από το έργο αυτό.

Μετά την παρέμβαση του κ. Ταρατόρη, την παρουσίαση έκλεισε ο κ. Βασίλης Δωροβίνης, ο οποίος με ενεργό λόγο έδωσε έμφαση, μεταξύ άλλων, στο σημαντικό ρόλο των αναπαλαιώσεων για την διατήρηση όχι απλά του ιστορικού παρελθόντος αλλά του παρελθόντος ως κύριου συστατικού μιας ελκυστικής φυσιογνωμίας και μιας δυναμικής προσωπικότητας της πόλης. Τόνισε την αναγκαιότητα ανάληψης πρωτοβουλιών για την διάσωση της πολιτιστικής κληρονομιάς και κυρίως των ιστορικών κτιρίων αφού «Τα περισσότερα σπίτια των αγωνιστών του ’21 που  βρίσκονται στο Άργος, είναι σε άσχημη κατάσταση»  είπε, διατυπώνοντας το αίτημα και πολλών συμπολιτών.

Read Full Post »

Προσωπογραφίες

Γόρδων ή Γκόρντον Θωμάς, σερ  –  Gordon Thomas, sir  (1788-1841)

 

Από τους πρώτους φιλέλληνες ο Γκόρντον συμμετείχε ενεργά και ποικιλότροπα στον ελληνικό αγώνα. Επιστρέφοντας το 1831 στη Σκωτία άρχισε ως αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων τη συγγραφή εκτεταμένης, δίτομης εντέλει, ιστορίας: την «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» από την οποία μεταφρασμένη το 1840 στη Λειψία άντλησε πληροφορίες ο Πέτερ Φον Ες, όταν στο Μόναχο δούλευε τον κύκλο έργων γύρω από την Επανάσταση.

Στο Άργος έκτισε την περίφημη οικία Γόρδωνος το 1829 και γι’ αυτό μερικά χρόνια αργότερα η γειτονιά ονομαζόταν συνοικία Γόρδωνος, πρώην Αρβανιτιά επί τουρκοκρατίας.

 

 

Τόμας Γκόρντον, έργο του Καρλ Κρατσάιζεν , Πόρος, 13 Απριλίου 1827.

 

Ο Φιλέλληνας, ιστορικός και επικεφαλής του μικτού τάγματος στην πολιορκία της Τρίπολης, Τόμας Γκόρντον. Επιζωγραφισμένη λιθογραφία.

 

Τόμας Γκόρντον, Αργειακόν Ημερολόγιον 1930.

 

Άρθρο για τον Τόμας Γκόρντον στο Αργειακό Ημερολόγιο του 1930.

 

Άρθρο για τον Τόμας Γκόρντον στο Αργειακό Ημερολόγιο του 1930.

 

Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »

Αργείτικη αποκριά


 

Ένα χρονογράφημα του Κώστα Δανούση στην Εφημερίδα Αναγέννηση (τ.326/1995. Άργος).

 

Απόκριες στο Άργος (1936)-Αρχείο: Βασίλη Τουφεξιάδη

Διέφερε η αργείτικη αποκριά απ’ εκείνη άλλων πελοποννησιακών και ευρύτερα ελληνικών πόλεων; Φαίνεται πως η απάντηση θα πρέπει να είναι αρνητική, αφού η εντοπιζόμενες ιδιαιτερότητες δεν αρκούν για να τη διαφοροποιήσουν ουσιαστικά. Υπάρχει όμως μια μαρτυρία του Π. Τημελή, που η αξιοπιστία της δεν έχει διασταυρωθεί, σύμφωνα με την οποία “οι χοροί του Άργους κατά πολύ διαφέρουσι ως προς τον ρυθμόν και τον τρόπον καθ’ ον διεξάγονται. Οι ενταύθα χοροί δεν ομοιάζουσι προς τους των Μεγάρων, της Ελευσίνος, των χωρίων της Αττικής και εν γένει προς όλους τους χορούς”.

Ενώ στην εκκλησιαστική παράδοση «Απόκρεω» καλείται η προτελευταία πριν τη Καθαρή  Δευτέρα Κυριακή, εντούτοις επεκράτησε να ονομάζονται «Αποκριές» και οι τρεις εβδομάδες πριν απ’ αυτήν, δηλαδή πριν τη νηστεία του Πάσχα. Οι απόκριες αρχίζουν την Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου, κατά την οποία «άρχεται το Τριώδιον». Και αυτό επειδή από τη μέρα αυτή – και μέχρι το Μ. Σάββατο – αρχίζει στην εκκλησία η χρήση του Τριωδίου, του λειτουργικού βιβλίου που ονομάσθηκε έτσι γιατί για κάθε γιορτή περιέχει αρχικά τρεις ωδές.

Στο Άργος, όπως και σ’ όλη την ελληνική επαρχία, ο λαός γιόρταζε την περίοδο αυτή με ευθυμία, τραγούδια, χορούς, μεταμφιέσεις και οικογενειακές και φιλικές συνεστιάσεις. Η πρώτη εβδομάδα ονομαζόταν και «α(μ)πολυτή», γιατί καταλύονταν και η Τετάρτη και η Παρασκευή. Τις πρώτες μέρες της εβδομάδας αυτής σφάζονταν συνήθως οι οικόσιτοι χοίροι, η σφαγή και προετοιμασία των οποίων αποτελούσε μια μικρή τελετή πολλές φορές με συγκεκριμένο τυπικό.

Η επόμενη εβδομάδα, που αρχίζει  με την Κυριακή  του Ασώτου,  ονομαζόταν «Κρεατινή» και ήταν η  κατ’ εξοχήν εβδομάδα, της  Αποκριάς. Κορύφωση της η Τσικνοπέμπτη.  

Τέλος η τρίτη εβδομάδα, την Κυριακή των Απόκρεω, ονομαζόταν “Τυρινή”, καθόσον κατ’ αυτήν δεν  έτρωγαν(;) κρέας αλλά αυγά, γιαούρτι, τυρί και φτιαχτά μακαρόνια (λευκή νηστεία). Τα τελευταία, διανθισμένα με τις «γκόκες» (τυλιγμένα μικρά τεμάχια ζύμης), πασπαλισμένα με τριμμένη μυζήθρα και ζεματισμένα με βούτυρο ή λάδι, ήσαν το αντιπροσωπευτικό πιάτο της εβδομάδας αυτής. Με το τελευταίο δείπνο των αποκριών  (της Τυρινής) συνδέονταν διάφορες προλήψεις και δεισιδαιμονίες (φτερνίσματα, λευκή λαμπρή, ωομαντεία κ.α.).

Στο Άργος το  βράδυ τα κορίτσια έπαιρναν κρυφά από το βραδινό τραπέζι ένα μακαρόνι και το έβαζαν  κάτω από το μαξιλάρι τους λέγοντας » όποιος είναι της μοίρας μου  και του ριζικού μου να έλθει να το φάμε μαζί», προσμένοντας φυσικά την εμφάνιση του νυμφίου στο όνειρο τους. Το τραπέζι έμενε ασήκωτο με τα φαγητά που περίσσευαν, για να ‘ρθουν να φάνε οι ψυχές των πεθαμένων του σπιτιού.

Η περίοδος των αποκριών, όπως και η αρχαιοελληνική προκάτοχος της, ήταν στενά δεμένη με τη  λατρεία των νεκρών. Έτσι τα Ψυχοσάββατα κάθε οικογένεια πήγαινε στην εκκλησία ένα πιάτο με κόλλυβα στολισμένο – συνήθως σε σχήμα σταυρού- με σπόρους ροδιού, σταφίδες (ξανθές και μαύρες) και ζάχαρι που συνοδευόταν από το ψυχοκέρι ( δέσμη νημάτων εμποτισμένων σε λιωμένο κερί).

Την Καθαρή Δευτέρα ήταν  το αποκορύφωμα των εορταστικών εκδηλώσεων της αποκριάς. Οι λαγάνες, τα  σαρακοστιανά και η περίφημη φάβα του «Νταούτσου» (γνωστότατου μπακάλη στην οδό Τσώκρη)  είχαν την τιμητική τους. Η ευθυμία, οι χοροί και οι μεταμφιέσεις έκαναν το Άργος πόλο έλξης για τους κατοίκους των γύρω χωριών και του Ναυπλίου, σε τέτοιο σημείο ώστε σχεδόν να διπλασιάζεται ο πληθυσμός του.

Η μέρα αυτή με τις συνήθεις παραβιάσεις της νηστείας (ο λαός ευφυώς σύνδεσε  το «Καθαρή» με το καθάρισμα των υπολοίπων εδεσμάτων της προηγούμενης εβδομάδας), τα άσεμνα άσματα, τα υπονοούμενα φαλλικών παραστάσεων ( πράσα, μεγάλα γουλιά, αγγινάρες, κ.α.) αλλά και της «χαρούμενες» απειλές ομάδων μασκαράδων, με ψαλίδια στα χέρια, ότι θα προβούν στην κουρά («ξεγούλιασμα») απόκρυφων σημείων των γυναικών, κάθε άλλο παρά – κατά την άποψη της Εκκλησίας – καθαρή ήταν.

Οι χοροί και οι μεταμφιέσεις ήσαν τα πλέον αντιπροσωπευτικά στοιχεία της αποκριάς. Χοροί βέβαια στο παλιό Άργος, τουλάχιστον ως τα τέλη του ΙΘ’ αιώνα δε γίνονταν μόνον τις αποκριές αλλά και τα Χριστούγεννα, του Αγίου Βασιλείου, τις μεγάλες γιορτές και το Πάσχα, κατά το οποίο γίνονταν οι «σοβαρότεροι πανηγυρική χοροί«.

Το νταούλι έδινε το σύνθημα για το ξεφάντωμα. «Με την πρώτη ημέρα του Τριωδίου» , γράφει ο Ίδμων ( Γ. Λογοθέτης), «το πάτριο νταούλι σκονισμένο και άφωνο στον καπνισμένο τοίχο τινάζεται από την νάρκη του και αρχίζει την περιοδεία του. Από τα στενοσοκάκια του Κραβασαρά  και τα χαμόσπιτα των Γεφυριών ξεκινάει για την αποστολή του και ακούραστο δεν σταματάει πειά καμιά νύχτα, μέχρις ότου τα χαράματα της Καθαράς Τρίτης παραδώσουν στην ηδονική αγκαλιά του ύπνου του Βάκχους της αποκρηάς…., από τα τρεσάκια του Ξεριά και της ανηφοριές της Αρβανιτιάς!  Κι όπου περάσει κάνει το θάμμα του. Σε κάθε πλατεία, σε κάθε σταυροδρόμι, σε κάθε γούβα ανοίγει κι ένας χορός».

 

Πρόσκληση για το χορό του Μουσικού Ομίλου Άργους το 1946. Αρχείο, Νίκου Πετρόπουλου.

 

 

Νταούλι λοιπόν και καλάμι (φλογέρα) σε μόνιμη περιοδεία ανά της γειτονιές της πόλης. Αργότερα θα προστεθούν και άλλα όργανα, κλαρίνα, λατέρνες, καθώς και τμήματα της μαντολινάτας της «Νέας Ζωής« τα τελευταία χρόνια του Μεσοπολέμου. Οι παλαιότεροι θυμούνται τον περίφημο κλαρινιτζή Φέκα που άκμασε από τα τέλη του περασμένου αιώνα ως το Μεσοπόλεμο.

Οι χοροί αναρίθμητοι. «Εξέρχεται της οικίας σου και  εν αυτή σου τη συνοικία «, γράφει ο Π. Τημελής, εις δύο και τρεις χοροί εστημένοι. Τον μόνιμον πυρήνα εκάστου  χορού αποτελούσιν αι νεανίδες της συνοικίας, αίτινες ποικίλουσι κατά την ηλικίαν, το κάλλος, το ένδυμα και την κοινωνικήν τάξιν… Προβαίνεις περαιτέρω και έχεις  ενώπιον σου  τα αυτά. Περιέρχεσαι τέλος όλον το Άργος και συναντάς περί τους εκατόν τοιούτους χορούς».

Στις αρχές του αιώνα μας, το 1902, φαίνεται πως οι χοροί μειώθηκαν αισθητά. Η εφημερίδα «Μυκήναι»  γράφει πως  «χοροί  όμως δεν γίνονται όπως εγένοντο. Κάθε πέρυσι και καλήτερα. Κινδυνεύει να σβήσει το ωραίον αυτό και μεγαλοπρεπές έθιμον των πανηγυρικών ελληνικών χορών… Συγκριτικώς όμως οι μεγαλύτεροι και ωραιότεροι χοροί έγειναν εφέτος ένας εις του Καρμίρη, ο άλλος εις του Ανατολίτη και ο τρίτος και ο  τρίτος εις την πλατεία του Πηττά. Μερικοί όμως μικρότεροι χοροί είχον ωραιοτέρας χορευτρίας».

Η παράδοση εκτός απ’ εκείνους της πλατείας του Αγίου Πέτρου, διέσωσε χορούς:

  •  Στην απλά του Ξεριά, εκεί που σήμερα έχει κτισθεί ο ναός του Αγίου Νικολάου (αλώνι του Σμυρνιωτάκη, κ.α.).
  • Στην «Κουνουπίτσα» , έξω από του Αθανασάκου (στην οδό Ινάχου).
  • Στα Ταμπάκικα (συμβολή οδών Φείδωνος και Θεάτρου), έξω από την ταβέρνα του Κορομίχη.
  • Στου Μαρίνου (την ταβέρνα που κάηκε σχετικά πρόσφατα), παρά το πηγάδι του Δημοβάση  (παρά τη συμβολή οδών Ηρακλέους και Διομήδους).
  • Στα αλώνια του Πούλου, στο δρόμο για τις Πορτίτσες ( προς τον αυχένα Δειράδας), και
  • Στα Γεφύρια, έξω από την περίφημη ταβέρνα του Παρασκευά. Ο χορός στα γεφύρια ήταν από τους ξεχωριστούς χορούς της πόλης.

Οπωσδήποτε χοροί γίνονταν και σε άλλα σημεία της πόλης. Την τελευταία Κυριακή της αποκριάς οι περισσότεροι χοροί των συνοικιών συγκεντρώνονταν στην πλατεία του Αγίου Πέτρου, όπου το κέφι έφτανε στο απόγειό του.

Στο χορό έδινε το παρόν και ο Δήμαρχος της πόλης Κωστής Μπόμπος (1928 – 1941, 1945 – 1950) άδοντας το προσφιλές του Τουμπουρλού μωρή το σαλβάρι σου / Και το άσπρο το ποδάρι σου / είδα ΄γώ της Άκοβας τη βρύση.

Ο Παναγιώτης Δ. Σεφερλής, που στις αρχές του αιώνα κατέγραψε πολλά δημοτικά τραγούδια της πόλης αλλά και της ευρύτερης περιοχής της, αναφερόμενος  σ’ αυτά γράφει:»

«και τα μεν δια γραμμάτων ΒΧ επισημειούμενα έγραψα καθ’ υπαγόρευσιν της γραίας Βασιλικής Χρυσικοπούλου, μαίας, πάντα δε τα υπόλοιπα ήκουσα εις τους δημοσίους χορούς, οι οποίοι γίνονται εις όλας τας συνοικίας του Άργους κατά τας Κυριακάς των Αποκρέω. Τους χορούς αυτούς,συρτούς πάντοτε, απαρτίζουν επί το πλείστον κόραι άδουσαι συγχρόνως, λαμβάνουσι όμως μέρος είς αυτούς και ύπανδροι γυναίκες οι δε άνδρες και οι νέοι περιερχόμενοι τας συνοικίας βλέπουν τους χορούς και συμμετέχουν αυτών “σέρνουν τον χορόν» τιθέμενοι επικεφαλής των χορευτριών κατ’ έθιμον δε επικρατούν, ουδείς θεωρεί ότι προσβάλλεται το φιλότιμόν του εάν μόλις αρχίση να σύρη τον χορόν και προτού κάμη έναν ολόκληρον γύρον μετά των χορευτριών άλλος χορευτής έλθη και τεθή επικεφαλής του χορού…” Άλλη όμως είναι η καταγραφή του Γ. Λογοθέτη (Ίδμωνος), ο οποίος αναφέρει ρητά “Αλίμονο σ’ εκείνον που θα τον κόψη ( τον επικεφαλής του χορού) πριν το φέρη τουλάχιστον δύο βόλτες».

Αποκριάτικος χορός στην αίθουσα Θηβαίου, δεκαετία 1960.

Ο ευσεβιστής ( Μακρακιστής) της εποχής εκείνης Π. Τημελής μας πληροφορεί, ότι, εκτός από τα γνωστά αποκριάτικα τραγούδια, χορευτές και χορεύτριες απήγγελαν εναλλάξ δίστιχα. “Λαμβάνομεν δε εκ της μνήμης”, γράφει, “και δίστιχα τινά εκ των αναριθμήτων, ίνα δ’ αυτών ( ως όνυχος) κατανοήσωμεν οποίον πνεύμα διήκει εν τοις χοροίς τούτοις και τα οποία τα εκ τούτου ολέθρια αποτελέσματα:

 Περνάς και δε μας χαιρετάς, βαριέσσα να μιλήσης,

Δυο λόγια απ’ τ’ αχειλάκι σου, να μας παρηγορήσης.

***

Αναστεναγμοί μ’ ως πότε

την καρδούλα μου θα τρώτε.

***

 Ο έρωτας δεν είν’ ανθί να μαραθή, να πέση

παρά ‘ναι βάτος και κλαδί  κι αλοίμον’ όπου μπλέξη.

 ***

Έρωτα πανάθεμά ‘σαι

τυραννείς και δε λυπάσαι”.

 

Ένα από τα πλέον προσφιλή αποκριάτικα τραγούδια του Άργους είναι  “Στης Άκοβας τη βρύση”:

 

Τουμπουρλού μωρή

 Το σαλβάρι σου

κι από μακριά είδα το ποδάρι σου,

άσπρο ποδάρι που ‘δα ‘γώ

 στης Άκοβας τη βρύση

λιγοθυμιά με βάρεσε

ώσπου να ξερυπήσει

ωχ αλίμονο και πάλι

 πάρε μου – το το κεφάλι,

ωχ αλίμονο και τόσο

πάρέμε με να γλυτώσω

 

Παράλληλα με τους συνεχώς αυξανόμενους ρυθμούς αστικής συγκρότησης της πόλης επέρχονται και αλλαγές στους χορούς· και στον τρόπο διασκέδασης γενικότερα. Έτσι ταυτόχρονα με τις κραυγές των ευσεβιστών για τα ολέθρια”  αποτελέσματα των χορών παρατηρείται στο χώρο  της αστικής τάξης μια προοδευτικά ενισχυόμενη τάση προτίμησης ευρωπαϊκών σε βάρος των εθνικών χορών.

“Νομίζουν αι υπερφονούσαι δεσπινίδες και μερικοί γονείς” γράφει η εφημερίδα“ Μυκήναι” το 1902, ότι οι ηθικότατοι και αγνότατοι αυτοί χοροί είναι χυδαίοι!! Μάθετε λοιπόν, ω αγαθαί, ότι αυτός είναι ο εθνικός μας χορός, ότι  αν είναι άτεχνος είναι διότι δεν τον φέρομεν εις την πρόοδον αλλ’ απεναντίας τον παραιτούμεν, ότι αντιθέτως οι μέν ελληνικοί χοροί είναι οι λαμπρότεροι και υπέρ της ηθικής και της αγνότητος οι δε ευρωπαϊκοί είναι επίτηδες ανήθικοι και τεχνική μέθοδος προς διαφθοράν”.

Η αστική τάξη της πόλης από τα χρόνια του Μεσοπολέμου άρχισε να διοργανώνει χορούς  σε σπίτια αλλά και στο καφενείο του Θηβαίου. Ακολούθησαν το εστιατόριο Σαγκανά και το καφενείο “Ηραίον”. Σ’ αυτό καθοριστική θα είναι η συμβολή τηςΝέας Ζωής”, του “ΜΟΑ” και άλλων μουσικών σωματείων. Με το πέρασμα του χρόνου  ο αστικός τρόπος διασκέδασης  θα επικρατήσει και οι χοροί  των συνοικιών θα σβήσουν τα αμέσως μεταπολεμικά χρόνια.

Αποκριές 1964. Σε πρώτο πλάνο ο Κώστας Πετρόπουλος χορεύει με τη σύζυγό του Δήμητρα, στην αίθουσα Θηβαίου. Αρχείο, Νίκου Πετρόπουλου.

Οι μεταμφιέσεις, οι μασκαράδες, ήσαν αναπόσπαστο στοιχείο της αργείτικης αποκριάς. Οι άνδρες ντύνονταν γυναίκες και το αντίστροφο. Ποικίλα εφευρήματα επιστρατεύονταν για την επιτυχημένη μεταμφίεση χωρίς αυτό να αποκλείει και τα πλέον πρωτόγονα: τη μουτζούρα από τα τσουκάλια, το φούμο, το λουλάκι αλλά και τη φάβα. Συνεχεία παλαιοτέρων εθίμων, που απαιτούσαν οι μεταμφιέσεις  να έχουν και εθνικές αναφορές, ήσαν και οι φουστανελοφόροι. Χασάπηδες κυρίως, που ανάμεσά τους ξεχώριζαν οι Μαρλαγκούτσοι, ντυμένοι με φουστανέλες γύριζαν από χορό σε χορό, πεζοί ή καβαλάρηδες σε άλογα.

Δεν ήταν λίγες οι φορές που έφιπποι έμπαιναν στου Θηβαίου ή στου Σαγκανά, σκορπίζοντας νότες άκρας ευθυμίας. Σούστες, αραμπάδες και κάρα επιστρατεύονταν στο αποκριάτικο ξεφάντωμα. Τα τελευταία μάλιστα, για  να ταιριάζουν με το τρελό πνεύμα των ημερών, τα γύριζαν ανάποδα, βγάζοντας τον πείρο της ανατροπής. Οι φωτιές ή τα αναμμένα δεμάτια κλαδιά που έσερναν τα κάρα, τα φαλλικά σύμβολα, οι άσεμνες χειρονομίες και τα τολμηρά άσματα συμπλήρωναν τον οργιαστικό χαρακτήρα των ημερών. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα περισσότερα αποκριάτικα τραγούδια είχαν σεξουαλικά υπονοούμενα. Ακόμη και το προσφιλέστατο «Λεμονάκι μυρουδάτο», μιλώντας· για την καταγωγή του παλικαριού τραγουδάει:

 

Του σειστή του λυγιστή ‘μαι

του ταβερνογυριστή ‘μαι

που γυρίζει τις ταβέρνες

και φιλεί τις παντρεμέναις

που στραγγίζει τις κανάταις

και φιλεί τις μαυρομάταις

που γυρίζει τα σοκκάκια

 και φιλεί τα κοριτσάκια

 και τους πιάνει τα βυζάκια.

 

Στις αρχές του αιώνα έκανε την εμφάνισή του στην πόλη και ο χαρτοπόλεμος. “Το ωραίον το παίγνιον του  χαρτοπολέμου”, γράφει η εφημερίδα «Μυκήναι», «εγενικεύθη και ενταύθα τόσον πολύ, ώστε δεν έμεινε νέος ή νέα, μικρός ή μεγάλος, όστις να μην έρρανε και να μη ερράνθη δια του ανθοειδούς τούτου ράσματος. Ωραίαν μάλιστα ευκαρίαν και αφορμήν ευρίσκουσι δια τούτου οι γυναικοθήρες…«

Αποκριάτικος χορός στην αίθουσα Θηβαίου, Πλατεία Αγίου Πέτρου.

Αυτή ήταν αργείτικη αποκριά. Περίοδος ξεφάντωσης αλλά και στενής συναναστροφής των ανθρώπων. Οπωσδήποτε η καταγραφή μας είναι πρόχειρη. Αξίζει όμως τον κόπο τα έθιμα της αποκριάς στον τόπο μας να απολέσουν αντικείμενο εμβριθέστερης μελέτης κα ελπίζουμε αυτό να μην αργήσει.

  

Βιβλιογραφία:


  • Π. Τημελή, «Αι αποκρέω και οι χοροί του Άργους », εφημερίδα Αγαμέμνων, αρ. φ. 21/1889, σ. 2.
  • «Αποκριάτικα», εφημερίδα Μυκήναι, αρ. φ. 46/1902, σ. 2.
  • Παναγ. Δ. Σεφερλή, «Τραγούδια της Αιγίνης, του Άργους άλλων τόπων», λαογραφία, Δ’ (1913), σσ. 12 – 13.
  • Σεραφείμ Κώστα, «Λαογραφικά Αργολίδος», Αθήνα 1981, σσ. 266 – 274.
  • Γεωργίου Χρ. Θωμόπουλου (Έρασμου), «Αφιέρωμα …», Άργος 1994, σσ. 137 – 140.

 

 

Διαβάστε επίσης:

Read Full Post »

Μπιτζής Εμμανουήλ (1921-1998) 


 

Μπιτζής Εμμανουήλ (1921-1998)

Ο Μπιτζής Εμμανουήλ του Κωνσταντίνου και της Αθηνάς, γενικός χειρουργός που για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα συνέδεσε τ’ όνομά του με την ύπαρξη του Νοσοκομείου Άργους, γεννήθηκε στο Κουτσοπόδι Αργολίδας το 1921. Το 1938 μπήκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Διέκοψε τις σπουδές το 1940, με την κήρυξη του Ελληνο–Ιταλικού Πολέμου. Υπηρέτησε (23-11– 42 έως 15 -07-46) στην β’ Χειρουργική κλινική Νοσοκομείου “Αγία Όλγα” σαν “άμισθος υποβοηθός” και στη συνέχεια (16–07–46 έως 27–04-49) σαν “ημερομίσθιος βοηθός” στην  Α’  Χειρουργική  κλινική του ίδιου νοσοκομείου. 

Εν τω μεταξύ ολοκλήρωσε τις πανεπιστημιακές σπουδές ( Πτυχίο Ιατρικής 30 Μαΐου 1946) και το Μάρτιο του 1949 κλήθηκε να υπηρετήσει τη θητεία του. Υπηρέτησε 4 χρόνια σε στρατιωτικά νοσοκομεία: 428 Στρατιωτικό Νοσοκομείο Φλώρινας ( ως οπλίτης ιατρός από 07 – 06 -49 έως 24 – 11-49), 404 Στρατιωτικό Νοσοκομείο Λάρισας (ως έφεδρος ανθυπίατρος από 18–06-50 έως 24–12-51),  401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών ( ως έφεδρος ανθυπίατρος από 27–12– 51 έως 23-09- 52 στη χειρουργική κλινική).  Έλαβε τον τίτλο της ιατρικής ειδικότητας του χειρουργού στις 07-08-52. 

Όταν επιτέλους απολύθηκε από το στρατό (23 – 11 – 52), εργάστηκε στην Ορθοπαιδική Κλινική του Ν. Παίδων “Αγία Σοφία”, στο Ριζάρειο Νοσοκομείο, Αθηνών “Ο Άγιος Γεράσιμος ” (Δαφνί), 29 -11- 52 έως 11 –07 – 53 “ ως ημερομίσθιος ιατρός του Ν.329/ 1945” βοηθός “Χειρουργικού Ιατρείου”, όπου μυήθηκε στις χειρουργικές επεμβάσεις επί  του εγκεφάλου

Παντρεύτηκε τη Παναγιώτα Μπαμπέ από το Μαντούδι της Εύβοιας και απέκτησε δυο κόρες , τη Θένια (Αθήνα) που σπούδασε Οδοντιατρική και εργάζεται με επιτυχία στην Αθήνα και τη Μαρία που σπούδασε οικονομίκα και διοίκηση επιχειρήσεων και κάνει καριέρα  σαν ανώτερο διοικητικό στέλεχος μεγάλης επιχείρησης. 

Στιγμές ανάπαυλας στο μπαλκόνι της κλινικής

Το 1953 εγκαταστάθηκε στο Άργος. Σαν ιδιώτης ίδρυσε τη χειρουργική κλινική “Γαληνός” σε οίκημα ιδιοκτησίας Αργυράκη και εργάσθηκε σ’ αυτή μέχρι το 1960, όταν εγκαταστάθηκε στο ιδιόκτητο κτίριο της μικτής χειρουργικής – Μαιευτικής Γυναικολογικής Κλινικής Άγιοι Ανάργυροι”, μαζί με το Μαιευτήρα Σαράντο Δαυρόπουλο. Στο χειρουργικό τμήμα της κλινικής αρχικά συνεργάστηκε με το χειρουργό Ανδρέα Ντρούλια μέχρι που ο Δημήτριος Λίτσας εγκαταστάθηκε σαν μόνιμος συνεργάτης, εγκαταλείποντας τη δική του χειρουργική κλινική. 

Στην Κλινική “Άγιοι Ανάργυροι” εργάστηκαν σαν συνεργάτες πολλοί χειρουργοί διαφόρων ειδικοτήτων. Αναφέρω μερικούς, όπως ο οφθαλμίατρος Δημήτριος Καρκούλης, ο Ωτορινολαρυγγολόγος Νίκος Μουσούρος, ο Ουρολόγος Αλέξανδρος Ντούτσιας, ο Αγγειοχειρουργός Πέτρος Αποστολόπουλος , οι Γενικοί Χειρουργοί Δημήτριος Μελιγκώνης και Ανδρέας Πραξιτέλους, οι Μαιευτήρες Πάνος Ηλιακόπουλος, Γιώργος Ηλιόπουλος και ο Αθανάσιος Λυκάκης, ο οποίος υπήρξε και ο τελευταίος Διευθυντής του  Μ– Γ Τμήματος. 

Στις 18 Μαΐου  1957 ανέλαβε τη Χειρουργική κλινική του Νοσοκομείου  Άργους , όταν αυτό στεγαζόταν ακόμη στο Κωνσταντοπούλειο Μέγαρο. 

Η κλινική «Άγιοι Ανάργυροι»

Από το 1957  μέχρι και το 1963 είναι ο μόνος ιατρός της χειρουργικής κλινικής. Το νοσοκομείο διαθέτει ένα μόνο  “εσωτερικό βοηθό” ιατρό για όλα  τα τμήματα. Χειρουργεί και αντιμετωπίζει μόνος 1733 ασθενείς, 300 περίπου χειρουργικές επεμβάσεις το χρόνο. Όλες αυτές χωρίς παρουσία ειδικού Αναισθησιολόγου. Ταυτόχρονα βλέπει 2000 περίπου ασθενείς κάθε χρόνο στα εξωτερικά ιατρεία, σε 24ωρη βάση λειτουργίας. 

Την 5η Μαΐου 1965 του απενεμήθη από το Νοσοκομείο Άργους “ εύφημος μνεία λόγω εξαιρετικών προς το ίδρυμα προσφερθεισών υπηρεσιών”. 

Το 1985 ξεκίνησε η εφαρμογή του ΕΣΥ. Στις 31 – 01- 1986 αποχώρησε από την  υπηρεσία στο δημόσιο, “απολύθηκε λόγω κατάργησης της θέσης” σύμφωνα με την τότε νομική ορολογία. Συνέχισε να εργάζεται σαν ιδιώτης χειρούργος για μικρό χρονικό διάστημα. 

Ταλαιπωρήθηκε περισσότερα από 10 χρόνια από βασανιστική νευραλγία του τριδύμου. Τέλος τον  Οκτώβριο του 1998 έχασε τη ζωή του από μετεγχειρητική επιπλοκή, όταν υποβλήθηκε σε ενδοκρανιακή έγχυση για καταστολή της δραστηριότητας του Γασερείου Γαγγλίου. 

Αναφέρονται οι επιστημονικές ανακοινώσεις γιατί από αυτές αναδεικνύονται τα ιατρικά προβλήματα που απασχολούσαν τους συναδέλφους στα χρόνια 1951 – 1958: αιμοφιλία, αδενοπάθεια, τέτανος, γρίπη. 

  

  1. Αυρηλιώνης Διον. και Μπιτζής Εμ. Περίπτωσις Αιμοφιλίας χειρουργηθείσα δις επιτυχώς. Νοσοκομειακά Χρονικά. 11 (3) , 1951.
  2. Ντρούλιας Α. και Μπιτζής Εμ. Πρωτοπαθής μεσεντέριος αδενοπάθεια υποδυόμενη ενδοκοιλιακόν όγκον. Α’ Χειρουργική κλινική Νοσοκομείου “Αγία Όλγα”, 1958.
  3. Ντρούλιας Α. και Μπιτζής Εμ. Αι νεώτεραι αντιλήψεις περί τετάνου σήμερον. Α’ Χειρουργική κλινική Νοσοκομείου “Αγία Όλγα”, 1958.
  4. Μπιτζής Εμ. Η επιπλοΐτις ως ιδία νοσηρά οντότης. Ιατροχειρουργική Εταιρία  Αθηνών, συνεδρίασις 28 – 03 – 56.
  5. Μπιτζής Εμ. Τα υποτροπιάζοντα κατά την επιδημίαν της γρίπης γαστροδωδεκαδακτυλικά έλκη και αι σημειωθείσαι επιπλωκαί τούτων. Ιατροχειρουργική Εταιρία Αθηνών, συνεδρίασις 05 – 02- 58.

Παραθέτω την προσωπική μου άποψη και εμπειρία από τη συνεργασία μαζί του. Η δήλωση αυτή κρίνεται απαραίτητη, γιατί κάποιοι συνάδελφοι τον γνώρισαν  κάτω από διαφορετικές συνθήκες και έχουν διαφορετική γνώμη από αυτή που εδώ εκφράζεται. 

Συναντήθηκα πρώτη φορά μαζί του τον Αύγουστο του 1979, όταν τον επισκέφτηκα στην κλινική, να ζητήσω τη συνεργασία του. Μου εξήγησε τις συνθήκες εργασίας, με λεπτομέρειες που αποδείχτηκαν απολύτως ακριβείς. Η σαφήνεια και η ειλικρίνεια χαρακτήριζαν πάντα τη συμπεριφορά του. Ειλικρίνεια  αφοπλιστική και για πολλούς ενοχλητική. 

 Η αρχή της συνεργασίας μας ήταν δύσκολη. Δεν είχε εμπειρία γενικής αναισθησίας με μυοχάλαση. Έτσι τις πρώτες φορές που την είδε θορυβήθηκε. Ειδικά την πρώτη φορά πίστεψε πως ο ασθενής  έπαθε κάτι ανεπανόρθωτο. Όταν του εξήγησα μου δήλωσε: “Εγώ θέλω τον άρρωστο να σείεται, να αντιδράει, να τον καταλαβαίνω”. Γρήγορα προσαρμόστηκε στα νέα δεδομένα  της Αναισθησιολογίας, αν και πολλές φορές, όταν αντιμετωπίζαμε προβλήματα δήλωνε: “Προτιμάω να φωνάζει ο άρρωστος, παρά εγώ”. 

 Η προσωπική μας σχέση ήταν πολύ καλή. Είχα  την υποστήριξη του κάθε φορά που τη χρειάστηκα. Ακόμη και οι πολιτικοί καυγάδες  μας ήταν σχεδόν προσποιητοί. Το προσωπικό του νοσοκομείου που τον γνώριζε από παλιά, δήλωνε με έμφαση, πως ο ψυχισμός και η συμπεριφορά του άλλαξε από τότε που απέκτησε συνεργάτη αναισθησιολόγο. Φαίνεται πως το άγχος, η ευθύνη και ο εκνευρισμός που του δημιουργούσε η χειρουργική επέμβαση χωρίς ειδική αναισθησία, αλλοίωνε συνολικά τη διάθεση  και το χαρακτήρα του. Η ηρεμία στο χειρουργείο ανέδειξε μια προσωπικότητα ευχάριστη με σκωπτική διάθεση και καυστικό και ιδιότυπο χιούμορ. 

Κύριος, με όλες τις έννοιες του όρου, απόλυτα έντιμος συνεργάτης, πρόθυμος αρωγός των νέων γιατρών σε κάθε επίκληση. Οι ελάχιστοι γιατροί που εφημερεύαμε  στο Νοσοκομείο μέχρι το 1985, σ’ αυτόν βρίσκαμε αμέριστη βοήθεια, οποιαδήποτε ώρα της μέρας και της νύχτας, για περιστατικά κάθε ειδικότητας. Πάντα πρόθυμος και αποτελεσματικός, δεν δυσανασχέτησε ποτέ στα βίαια νυχτερινά ξυπνήματα. Βοηθός όλων των άλλων χειρουργικών ειδικοτήτων, του Ουρολόγου, του Ορθοπαιδικού και του Μαιευτήρα. Στη διάρκεια της θητείας του δεν έγινε καμία καισαρική τομή χωρίς  τη βοήθεια του. 

Τελειώνοντας θέλω να τονίσω πως υπήρξε δάσκαλος της χειρουργικής τεχνικής και της επιστήμης για τους νεώτερους συναδέλφους, χωρίς την ιδιαίτερη έμφαση που συνηθίζεται στις μέρες μας. Τους μετέφερε την πολύχρονη πείρα του και τους δίδαξε την επιλογή της ελάχιστης επέμβασης που θα έδινε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Σε μια φουρνιά νέων χειρουργών που με ενθουσιασμό επιθυμούσαν το μέγιστο αποτέλεσμα, έδειξε με τον τρόπο του τη συντηρητικότερη επιλογή. Κι αν αυτή η προσφορά του δεν αναγνωρίστηκε αμέσως, μπορώ από τη σκοπιά του αναισθησιολόγου να βεβαιώσω, πως μετά από χρόνια, οι ίδιοι τότε νέοι  χειρούργοι εφαρμόζουν τις αρχές που από  το Μανώλη Μπιτζή διδάχτηκαν. 

Τσελφές Παναγιώτης  

Αναισθησιολόγος Γενικού Νοσοκομείου Άργους  

Περιοδικό, «Μελάμπους / Αργειακά Ιατρικά Χρονικά», έκδοση Γενικού Νοσοκομείου Άργους, τεύχος 5, Μάρτιος 2005.

Read Full Post »

« Newer Posts - Older Posts »