Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Μουσεία’

Σοφία ντε Μαρμπουά Λεμπράν  – Sophie de Marbois-Lebrun (1785-1854)

 

 

Sophie de Marbois-Lebrun

Sophie de Marbois-Lebrun

Η MarieAnneSophie Marbois (Δούκισσα της Πλακεντίας), γεννήθηκε στις 2 Απριλίου του 1785, στη Φιλαδέλφεια της Αμερικής και πέθανε στις 14 Μαΐου του 1854 στην Αθήνα, μετά από μια ασυνήθιστη και γεμάτη γεγονότα ζωή. Ήταν κόρη του Γάλλου γενικού συμβούλου Francois Barbe de Marbois και της Αμερικανίδας Elisabeth More. Η Sophie Marbois παντρεύτηκε το 1802 με το Γάλλο αξιωματικό AnneCharles Lebrun (1775-1859) στο Παρίσι. Χώρισαν 30 χρόνια αργότερα, το 1831. Δύο χρόνια μετά το γάμο απόκτησαν μια κόρη, την CarolineEliza (1804-1837). Το 1804 έγινε ο πεθερός της Σοφίας Λεμπρέν υπουργός οικονομικών στην κυβέρνηση του Ναπολέοντα και το 1806 το δόθηκε το δουκάτο της Piacenza, στη βόρεια Ιταλία. Η Σοφία και ο Κάρολος Λεμπρέν απόκτησαν τον τίτλο de Plaisance το 1809. Η Σοφία και η Ελίζα ταξίδεψαν μερικούς μήνες στην Ιταλία το 1825 και το 1827 επισκέφτηκαν τη Ρώμη, όπου συνάντησαν τον Ιωάννη Καποδίστρια (1777-1831) που ήταν αντιπρόσωπος της επαναστατικής κυβέρνησης της Ελλάδας. Η συνάντηση αυτή είχε αποφασιστική σημασία για τη Sophie de Plaisance, που από τότε έδωσε πολλές φορές χρήματα για να βοηθήσει την επανάσταση για την απελευθέρωση της Ελλάδας.

 

Αλληλογραφούσε με τον Καποδίστρια και αποφάσισε να επισκεφτεί την Ελλάδα συνεπαρμένη και από τον φιλελληνισμό που επικρατούσε εκείνη την εποχή στο Παρίσι. Συμμετείχε ενεργά στο συντονισμένο κίνημα των Γάλλων φιλελλήνων και ενίσχυσε οικονομικά την τότε νεοσύστατη δημοτική εκπαίδευση και ανέλαβε την επιμόρφωση 12 θυγατέρων αγωνιστών. Το Δεκέμβριο του 1829 ταξίδεψε μαζί με την κόρη της, δία μέσου της Κέρκυρας και της Πάτρας, στην πόλη όπου έδρευσε τότε η κυβέρνηση, το Ναύπλιο. Εκεί έφτασαν στις 3 Ιανουαρίου του 1830 και έμειναν σχεδόν ένα χρόνο. Το 1831 έμεινε ένα χρονικό διάστημα στην Αίγινα και επένδυσε χρήματα στην αγορά γης, μέσα και γύρω από την Αθήνα. Στις 16 Μαΐου του 1831, πήγαν οι δυο γυναίκες στη Ζάκυνθο και τον Οκτώβριο η Σοφία γύρισε στη Ρώμη, όπου έμαθε για τη δολοφονία του Καποδίστρια στις 9 Οκτωβρίου του 1831. Η Σοφία επιθυμούσε να επιστρέψει στην Ελλάδα και μετά από μία σύντομη περίοδο στη Φλωρεντία ξαναγύρισε, στην Αθήνα. Δεν επισκέφτηκε ποτέ πια τη Γαλλία, αλλά αλληλογραφούσε όλη τη ζωή της με τον πρώην άντρα της.

 

Η Σοφία και η Ελίζα έμειναν το 1833 στο ξενοδοχείο της Ευρώπης, στην οδό Αιόλου, αλλά το 1834-35 έχτισε δικό της σπίτι στα νοτιοδυτικά προάστεια της Αθήνας στην οδό Πειραιώς, κοντά στην τότε πλατεία των στρατιωτικών ασκήσεων.

Το σπίτι ήταν χτισμένο από ξύλο με δυο πατώματα και υπόγειο. Αμέσως μετά το 1835-37, έκανε ένα μεγάλο ταξίδι στο Λίβανο και τη Συρία μαζί με την κόρη της, που πέθανε στη Βηρυττό, από στηθικό νόσημα πιθανώς οφειλόμενο στην εξάπλωση της πανώλης.. Η Δούκισσα δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει το χαμό της αγαπημένης της κόρης και βαλσάμωσε το κορμί της Ελίζας, με το οποίο επέστρεψε στην Αθήνα. Τοποθέτησε το άψυχο σώμα της στο υπόγειο της προσωρινής κατοικίας της στην οδό Πειραιώς, το οποίο είχε μετατρέψει σε παρεκκλήσιο, έχοντας υπ’ όψη να το θάψει σε μεγαλοπρεπή Ναό που σκόπευε να χτίσει στην Πεντέλη.

Robert Lefevre, 1818, προσωπογραφία της Δούκισσας της Πλακεντίας.

Ο Γάλλος φιλόσοφος Raoul Malherbe που επισκέφτηκε τον Ιούνιο του 1843 τη Σοφία, περιέγραψε το σπίτι σαν ένα άσχημο ξύλινο κτίριο που βρισκόταν στα περίχωρα της Αθήνας με θέα στο γυμνό αττικό τοπίο και κοντά σ’ ένα καινουργιοκτισμένο θέατρο. Το θέατρο Sansoni ιδρύθηκε το 1840. Το ξύλινο σπίτι της Σοφίας ήταν δίπλα από το σπίτι του Γερμανού γλύπτη Christian Heinrich Siegel (1808-1883) που ονομαζόταν «Die Burg» και ήταν σπίτι ατελιέ του. Στο πρώτο πάτωμα έμενε ο εφημέριος της αυλής της βασίλισσας Αμαλίας από το Holstein της Δανίας, ο Asmus Heinrich Luth (1806-1859) από το Σεπτέμβριο του 1842 μέχρι το Μάρτιο του 1843, σ’ ένα μεγάλο διαμέρισμα πέντε δωματίων με μπαλκόνι, κουζίνα, αυλή και κήπο.

 

Η γειτονική αυτή σχέση με τη Σοφία περιγράφηκε από τη γυναίκα του εφημέριου, την Christiane Luth, το γένος Fischer (1817-1900) στα ημερολόγιά της από την Αθήνα τα οποία έχουν εκδοθεί σε βιβλία. Η οικογένεια έμεινε στην Αθήνα στα 1839-52. Η αδελφή της Christian, η Hanne Fisher (1819-1910) έζησε με την οικογένεια Λυτ όλα τα χρόνια  που έμεινε στην Αθήνα και έγραψε τις αναμνήσεις της από τη ζωή της στην Αθήνα, όταν ήταν 70 χρονών και έμενε στο Kolding Δανίας.

 

Γράφει μεταξύ των άλλων: «δίπλα μας έμενε η Γαλλίδα Δούκισσα Πλακεντίας, μια ιδιόμορφη γυναίκα, χωρισμένη από τον άντρα της και πολύ πλούσια….».

Το σπίτι της Σοφίας κάηκε το Δεκέμβριο του 1847. Η ίδια δεν ήταν στο σπίτι, αλλά το φέρετρο της κόρης της που ήταν ακόμα στο υπόγειο. Πιθανόν η ίδια να είχε μόλις μετακομίσει στα «Ιλίσσια». Η φωτιά έχει περιγραφεί σε πολλά λογοτεχνικά έργα, επίσης και από τον Κριστιάνε Λυτ, σ’ ένα από τα ημερολόγιά της που δεν έχουν εκδοθεί, από την περίοδο που έμεναν στην Αθήνα. Σημειώνει: «Παρασκευή 19/31 Δεκεμβρίου: Το βράδυ, στη δυνατή καταιγίδα, κάηκε το σπίτι της Δούκισσας της Πλακεντίας και μαζί μ’ αυτό το βαλσαμωμένο σώμα της κόρης της. Όπως συνήθως, δεν υπήρχε κανείς να βοηθήσει, εκτός από αυτούς που ήθελαν να κλέψουν και βεβαίως, δεν υπήρχε νερό. Η Δούκισσα παρακαλούσε όλους να σώσουν το σώμα της κόρης της, αλλά κανένας δεν τολμούσε να πάει στο υπόγειο».

Η Δούκισσα της Πλακεντίας θεωρείτο εκκεντρική προσωπικότητα, με πολλούς μύθους να περιβάλλουν το πρόσωπό της και να τη συσχετίζουν με τους ληστές που κατοικούσαν στην αττική ύπαιθρο και ταλάνιζαν την Αθήνα. Στην αρχή απαρνιέται την Ορθοδοξία και ασπάζεται την Ιουδαϊκή θρησκεία. Οι κοινωνικές συναναστροφές και οι πολιτικές ιδέες της την οδήγησαν να εισάγει στην Ελλάδα μια νέα θεοκρατική κοινωνική οργάνωση μεταβάλλοντας το μέγαρό της των Ιλισίων σε κέντρο διάφορων ελλήνων και ξένων λογίων, διανέμοντας κτήματα και τίτλους ευγενείας σε εξέχουσες μεν ελληνικές οικογένειες, στερούμενη όμως από τη πρότερη αγαθοποιό κοινωφελή δράση της. Αυτό είχε ως συνέπεια να αποξενωθεί ακόμα περισσότερο. Τον Ιούνιο του 1846 η Σοφία φέρεται να αιχμαλωτίστηκε από τον Λήσταρχο Μπίμπιση αλλά ελευθερώθηκε ύστερα από επέμβαση των Χαλανδριωτών. Αυτής ακολούθησαν άλλες ιστορίες, αναδιαρθρώνοντας κάθε φορά ιστορικά γεγονότα. Γεγονός πάντως είναι πως με δικά της έξοδα ανακατασκεύασε το 1854 τη Συναγωγή στη Χαλκίδα, ενώ συνέχισε με δικά της έξοδα τη δεύτερη έκδοση των «Χρονικών» του Μεσολογγίου.

Στα τελευταία χρόνια της ζωής της δεν δεχόταν καμία επίσκεψη εκτός από τη Δεσποινίδα των Τιμών της Βασίλισσας Αμαλίας, τη Φωτεινή Μαυρομιχάλη, την οποία και η ίδια είχε αναθρέψει, και την κόρη του ήρωα του Μεσολογγίου Χρήστου Καψάλη. Απεβίωσε το 1854 σε ηλικία 64 χρονών. Ετάφη μαζί με την κόρη της στον Πύργο της στη Πεντέλη, αφήνοντας πίσω της μια σημαντική ιστορία στη συμβολή του φιλελληνισμού, καθώς και σημαντικά κειμήλια που κληροδότησε στο Ελληνικό Δημόσιο, πολλά από τα οποία διαχειρίστηκε ο Γεώργιος Σκουζές*. Λέγεται ότι ο τάφος της διασώθηκε μέχρι και το 1946 όταν κάποιοι ασυνείδητοι τον κατέστρεψαν.

 

Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο

 

Η ιστορία του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου αρχίζει το 1884 με την ίδρυση της ΧΑΕ. Κύριο μέλημα των ιδρυτών της ΧΑΕ ήταν η δημιουργία Μουσείου Χριστιανικής Αρχαιολογίας. Πρωταγωνιστικός υπήρξε ο ρόλος ενός από τους ιδρυτές της, του Γεωργίου Λαμπάκη. Το Μουσείο επίσημα ιδρύεται το 1914 και έως το 1923 όπου άνοιξε για το κοινό διοικείται από Εφορευτική Επιτροπή με Διευθυντή τον Αδαμάντιο Αδαμαντίου. Οι συλλογές της ΧΑΕ, που εμπλουτίστηκαν τόσο από αγορές και δωρεές έργων, όσο και από την κατάθεση κειμηλίων, τα οποία προέρχονταν από μονές της Ελλάδας και από διαλυμένες ελληνικές κοινότητες του εξωτερικού, στεγάστηκαν σε αίθουσα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.

 

Villa Ilissia

Villa Ilissia

Το 1930 το Μουσείο εγκαταστάθηκε οριστικά στη Villa Ilissia, ένα συγκρότημα κτηρίων κοντά στις όχθες του Ιλισού, το οποίο κτίσθηκε από τον αρχιτέκτονα Σταμάτιο Κλεάνθη** το 1848, για τη Γαλλίδα Sophie de Marbois-Lebrun, Δούκισσα της Πλακεντίας. Το μέγαρο των Ιλισίων είναι στην πραγματικότητα ένα συγκρότημα κτιρίων. Το κεντρικό κτίριο, επενδεδυμένο εξωτερικά με μάρμαρο, αποτελείται από δύο ορόφους και υπόγειο. Πρόκειται για ένα κτίσμα που διακρίνεται για την απλότητα και την αυστηρή συμμετρία του και που υψώνεται επιβλητικό στο βάθος της αυλής, το περίγραμμα της οποίας συμπληρώνεται από δύο χαμηλές πλευρικές πτέρυγες, που προορίζονταν για βοηθητικές χρήσεις, και από το κτίριο με τον πυλώνα της εισόδου. Στο κτιριακό συγκρότημα συνδυάζονται στοιχεία του κλασικισμού όπως η επικράτηση της οριζόντιας γραμμής και οι χαμηλοί κλειστοί πύργοι, δτοιχεία του ρομαντισμού, όπως οι αψιδωτές στοές στις δύο όψεις του κεντρικόυ κτιρίου και η προβολή της στέγης. Η οικοδόμηση της Villa Ilissia κατοικήθηκε από τη Δούκισσα μέχρι το θάνατό της , το 1854. Αργότερα το συγκρότημα περιήλθε στο Ελληνικό Δημόσιο, στέγασε για τρία χρόνια τη Σχολή Ευελπίδων και, στη συνέχεια άλλες στρατιωτικές αρχές, έως ότου συνδεθεί στη συνείδηση χιλιάδων επισκεπτών, με τη νέα μουσειακή του χρήση ως το χώρο του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου της Αθήνας.


Η εξωτερική μορφή του κτιρίου παρέμεινε περίπου όπως είχε σχεδιαστεί από τον Κλεάνθη, ενώ το εσωτερικό του προσαρμόστηκε στις ανάγκες της νέας του χρήσης, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Αριστοτέλη Ζάχου και σύμφωνα με τις μουσειολογικές αντιλήψεις του τότε διευθυντή του Μουσείου, Γεώργιου Σωτηρίου, ο οποίος οργάνωσε την έκθεση, που συνεχώς εμπλουτιζόταν με νέα αποκτήματα, με επιστημονικά κριτήρια και της προσέδωσε διδακτικό χαρακτήρα και σηματοδότησε την πορεία του Μουσείου. Οι μεγαλύτερες επεμβάσεις έγιναν στο ισόγειο του κτιρίου όπου τρεις αίθουσες διαμορφώθηκαν σε χαρακτηριστικούς τύπους ναών της παλαιοχριστιανικής, βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου, ενώ τα αντικείμενα και ιδίως τα γλυπτά, τοποθετήθηκαν με τέτοιο τρόπο ώστε να παραπέμπουν στα κτίρια στα οποία ανήκαν. Στον άνω όροφο εκτέθηκαν, χρονολογικά και κατά ρυθμούς εικόνες και μικροτεχνήματα με κριτήριο την ταξινόμηση κατά συλλογές. Στην αριστερή πτέρυγα του συγκροτήματος παρουσιάστηκαν όλοι σχεδόν οι εικονογραφικοί τύποι της βυζαντινής ζωγραφικής, ενώ η δεξιά περιελάμβανε χειρόγραφα και αντίγραφα γλυπτών, μωσαικών και τοιχογραφιών.Η διαμόρφωση της αυλής έγινε σε σχέδια του αρχιτέκτονα Κίμωνα Λάσκαρη. Η μουσειολογική προταση αυτή του Γ. Σωτηρίου, ο οποίος παρέμεινε διευθυντής ως το 1960 παρέμενε (εκτός από μία αίθουσα στην αριστερή πτέρυγα του Μουσείου με χρηματοδότηση του σχεδίου Μάρσαλ το 1952) σε μεγάλο βαθμό αμεταβλητη εως το 2003.


Από το 1960 έως και σήμερα διακεκριμένοι επιστήμονες όπως ο Μανόλης Χατζηδάκης (1960-67, 1974-75), Αναστάσιος Ορλάνδος (1967-73) διετέλεσαν διευθυντές του Μουσείου συμβάλοντας στην όλο και περαιτέρω οργάνωση,εξέλιξη και καθιέρωσή του ως ένα από τα σημαντικότερα μουσεία στον ελληνικό χώρο. Σημαντικές μεταρρυθμίσεις αποτέλεσαν η κτιριακή αύξηση στο συγκρότημα του ΒΧΜ,το 1979 με την παραχώρηση του διώροφου κτιρίου όπου εγκαταστάθηκε ένα χρόνο μετά η σπουδαιότατη Συλλογή Δ. Λοβέρδου και επιμέρους τροποποιήσεις στο κτίριο διοικήσεως.

Νικόλαος Κωνστάντιος, αρχαιολόγος – μουσειολόγος

 

Υποσημειώσεις  

* Ο Γεώργιος Σκουζές (17811884) ήταν έμπορος και τραπεζίτης. Γεννήθηκε στην Αθήνα και καταγόταν απο παλιά Αθηναϊκή οικογένεια. Ασχολήθηκε με τις επιχειρήσεις και τον τραπεζικό κλάδο. Αρχικά εγκαταστάθηκε στην Τεργέστη όπου απέκτησε μεγάλη περιουσία και στη συνέχεια επέστρεψε στην Ελλάδα όπου ίδρυσε πολλές τράπεζες μεταξύ των οποίων την Εθνική, την Ιονική, την Βιομηχανική κ.α. Επίσης ενίσχυσε οικονομικά τις κρητικές επαναστάσεις ενώ ήταν και μέλος της Κρητικής Εταιρείας. Απεβίωσε στην Αθήνα και παιδιά του ήταν οι Αλέξανδρος και Παύλος Σκουζές.

** Ο Σταμάτης Κλεάνθης ήταν ένας από τους επιφανέστερους Έλληνες αρχιτέκτονες του 19ου αιώνα, δημιουργός αρκετών χαρακτηριστικών κτιρίων της Αθήνας. Γεννήθηκε το 1802 στο Βελβενδό Κοζάνης. Έντάχθηκε στον Ιερό Λόχο από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, αλλά αιχμαλωτίστηκε απο τους Τούρκους στη μάχη του Δραγατσανίου. Δραπέτευσε και κατόπιν πήγε στο Βερολίνο όπου σπούδασε αρχιτεκτονική. Υπήρξε λάτρης των αναγεννησιακών μορφών, τις οποίες απέδιδε με καλαισθησία και λιτότητα. Το 1828 μαζί με τον συνάδελφό του Έντουαρντ Σάουμπερτ ήρθαν στην Ελλάδα όπου ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας τους ανέθεσε την ευθύνη για τον σχεδιασμό δημοσίων κτιρίων. Το 1833 εκπόνησαν το πολεοδομικό σχέδιο της Αθήνας, το οποίο όμως δεν τέθηκε τελικά σε εφαρμογή γιατί κρίθηκε ως πολυδάπανο. Τα ονομαστότερα κτίρια του Κλεάνθη ήταν:

  • Ο Γοτθικός ναός για την Αγγλικανική παροικία στην καρδιά της πρωτεύουσας, στην οδό Φιλελλήνων.
  • Το μέγαρο της Αγγλικής πρεσβείας στη πλατεία Κλαυθμώνος, που πλέον έχει κατεδαφιστεί.
  • Το μέγαρο της Κοντέσσας Θεοτόκη στην οδό Σωκράτους.
  • Το παρά τον Ιλισσό μέγαρο της Δούκισσας της Πλακεντίας (Villa Ilissia) (1848) που έχει μετατραπεί σε Βυζαντινό Μουσείο.
  • Ο πύργος της Δουκίσσης Πλακεντίας στη Πεντέλη.
  • Το «Καστέλλον της Ροδοδάφνης».
  • Η διαμορφωμένη από τον ίδιο οικία του στην Πλάκα, όπου στεγάστηκε τα πρώτα 4 χρόνια της λειτουργίας του (18371841) το Πανεπιστήμιο Αθηνών.

 

Πηγές

  • Περιοδικό Αρχαιολογία και τέχνες « Τα κτίρια της Δούκισσας της Πλακεντίας στην Αθήνα», Ida Haugsted,  Τεύχος 29, Δεκέμβριος 1988.
  • Υπουργείο Πολιτισμού.

Read Full Post »

Μπουμπουλίνα Λασκαρίνα (1771-1825)


 

Η καπετάνισσα του Εικοσιένα Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, έργο του Adam Friedel. Λιθογραφία. Σχέδιο εκ του φυσικού, Λονδίνο, 1824.

Η θρυλική καπετάνισσα της Επανάστασης, κόρη του πλοιάρχου Σταυριανού Πινότση και της Σκεύως από την Ύδρα. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όταν η μητέρα της είχε μεταβεί, για να συναντήσει τον φυλακισμένο σύζυγό της. Το 1788 παντρεύτηκε τον Δημ. Γιάννουζα από τις Σπέτσες και απέκτησε μαζί του τρία παιδιά. Χάθηκε όμως, πολεμώντας κατά των Αλγερίνων πειρατών (1797) και η Μπουμπουλίνα ξαναπαντρεύτηκε το 1801 τον επίσης σπετσιώτη αλλά και πολύ πλούσιο καραβοκύρη Δημ. Μπούμπουλη, με τον οποίο απέκτησε άλλα τρία παιδιά. Μα και η δική του τύχη δεν ήταν καλύτερη, γιατί κι αυτός σκοτώθηκε πολεμώντας κατά των Αλγερίνων πειρατών το 1811.  

Με το όνομα του δεύτερου άνδρα της έμεινε στην ιστορία. Επειδή ο άνδρας της Μπούμπουλης ήταν ρωσόφιλος, κινδύνευσε μετά τον θάνατό του να χάσει η Μπουμπουλίνα την περιουσία της. Κατέφυγε τότε στο Ρώσο πρέσβη Στρογγάνοφ στην Πόλη, συνάντησε τη σουλτάνα Βαλιδέ και κατόρθωσε να γλιτώσει την περιουσία της από τη δήμευση.

Ήταν δραστήρια και πολύ δυναμική γυναίκα. Μπόρεσε και μεγάλωσε την περιουσία του άνδρα της κι έχτισε άλλα τρία πλοία, ανάμεσα στα οποία ξεχώριζε ο «Αγαμέμνων» για το μέγεθός του και την ομορφιά του. Είχε 18 κανόνια και ήταν φτιαγμένο για ν’ αντέχει κάθε είδους κακουχία. Ίσως να ήταν, επίσης, η μοναδική γυναίκα που γνώριζε το μυστικό της Φιλικής Εταιρείας και όταν ξέσπασε η επανάσταση, ήταν πανέτοιμη.

Διέθεσε τα καράβια της και τον πλούτο της για τον αγώνα. Έλαβε μέρος στην πολιορκία τ’ Αναπλιού. Όταν κάποια στιγμή οι καπεταναίοι της στεριάς έκαμαν πίσω και έλυσαν την πολιορκία, η Μπουμπουλίνα ξεμπάρκαρε στους Μύλους, καβάλησε άσπρο άλογο, έφτασε στο Άργος και έδωσε θάρρος στους μαχητές. Ντυμένη ανδρικά και ζωσμένη τ’ άρματα, έμοιαζε με ηρωίδα των παραμυθιών. Ήταν ψηλή, επιβλητική, με υψηλό φρόνημα, με θερμό πατριωτισμό. Τους έδωσε πολεμοφόδια, τους ψύχωσε και η πολιορκία ξανάρχισε. Αργότερα τη συναντάμε στην πολιορκία της Μονεμβασιάς και μετά στην Τρίπολη με τους στεριανούς. Εκεί ήταν, όταν έπεσε η Τρίπολη, πλάι στον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα. Ύστερα επέστρεψε πάλι στην πολιορκία τ’ Αναπλιού.

Όταν οι Έλληνες πήραν τ’ Ανάπλι (30-11-1822), έμεινε εκεί, ζώντας με τη μικρή περιουσία που της είχε μείνει. Πάντρεψε την κόρη της Ελένη με τον Πάνο, το γιο του Θ. Κολοκοτρώνη, που ήταν τότε φρούραρχος Ναυπλίου. Άρχισε μετά ο εμφύλιος. Ο Πάνος παρέδωσε την πόλη στο νέο εκτελεστικό με εντολή του πατέρα του, για να αμβλυνθούν τα πνεύματα κι οι αντιθέσεις. Η Μπουμπουλίνα τέθηκε υπό διωγμόν. Οι Κουντουριωταίοι την ανάγκασαν να εγκαταλείψει τ’ Ανάπλι και να εγκατασταθεί στις Σπέτσες. Από πείσμα ξαναγύρισε. Και τότε ο Γ. Κουντουριώτης έστειλε τον αστυνόμο στο σπίτι του Νικηταρά, όπου έμενε, και την έδιωξε πάλι.

Έκτοτε έμενε στις Σπέτσες πικραμένη. Τόσο είχε μοχθήσει και είχε αγωνιστεί για την απελευθέρωση του Ναυπλίου κι όμως της απαγόρευαν να μένει εκεί. Από τις Σπέτσες παρακολουθούσε τα θλιβερά γεγονότα του εμφυλίου. Ο γαμπρός της Πάνος σκοτώθηκε (13 Νοεμβρίου 1824) έξω από την Τρίπολη. Ο συμπέθερός της Θ. Κολοκοτρώνης φυλακίστηκε στην Ύδρα. Ο γιος της Γιάννης Γιάννουζας* είχε σκοτωθεί στη μάχη του Ξεριά Άργους, πολεμώντας εναντίον του Κεχαγιάμπεη.

Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα.

Ο Φεβρουάριος του 1825 βρίσκει τη Μπουμπουλίνα να ζει στο σπίτι της στις Σπέτσες, άνευ σχεδόν περιουσίας, πικραμένη με τις έριδες των πολιτικών και την έκβαση του αγώνα. Στις 12 Φεβρουαρίου αποβιβάζεται σχεδόν ανενόχλητος στην Πελοπόννησο ο Ιμπραήμ με 4.400 άντρες, δύναμη που οι Έλληνες ευκολότατα μπορούσαν να κατατροπώσουν εάν δεν σπαράσσονταν τότε μεταξύ τους από τον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο. Η δύναμη αυτή του Ιμπραήμ, ήταν το προγεφύρωμα της κύριας εισβολής που ακολούθησε και είχε σαν αποτέλεσμα την ανακατάληψη από τους Τούρκους του μεγαλύτερου και πάλι μέρους της Πελοποννήσου και τη σφαγή και τυραννία του πληθυσμού της για σχεδόν ακόμη τρία χρόνια. Μετά την αποβίβαση του Ιμπραήμ, οι πολιτικοί τρομοκρατημένοι βγάζουν τον Κολοκοτρώνη από την φυλακή και του αναθέτουν την αρχιστρατηγία.

Η φιλοπατρία της Μπουμπουλίνας υπερισχύει όλων των άλλων συναισθημάτων της, της πικρίας της δηλαδή, και ενώ κάνει πάλι προετοιμασίες για να λάβει μέρος στον καινούργιο αγώνα εναντίον του Ιμπραήμ, έρχεται το αναπάντεχο τέλος της. Η ηλιοκαμένη κόρη της θάλασσας πέφτει νεκρή από Σπετσιώτικο βόλι, στις 22 Μαΐου 1825 στο σπίτι του πρώτου άντρα της, του  Γιάννουζα. Αιτία; Μια λογομαχία της με άτομα από την οικογένεια Κούτση, λόγω της απαγωγής της κόρης του Χριστόδουλου Κούτση, Ευγενίας, από τον γιο της Μπουμπουλίνας Γεώργιο Γιάννουζα. Τα σκληρά και αμείλικτα λόγια της Καπετάνισσας είναι αρκετά για να οπλίσουν τελικά το χέρι, του αγνώστου λόγω σκότους, δολοφόνου.

Ήταν λοιπόν τραγικό και άδοξο το τέλος αυτής της γυναίκας που μέσα της ξεχείλιζε, πιο ισχυρή από όλα τα άλλα, η αγάπη για την πατρίδα. Το όνομά της του οποίου η φήμη απλώθηκε σε όλο τον κόσμο και συνδέθηκε τόσο με την  πολιορκία του Ναυπλίου, αντηχεί ακόμα επάνω από τον κρότο των τηλεβόλων. Επί γενεές απόγονοι της Μπουμπουλίνας υπηρέτησαν πιστά την πατρίδα μέσα από τις τάξεις του Πολεμικού ναυτικού. Έντεκα κατευθείαν απόγονοί της υπήρξαν ανώτεροι αξιωματικοί. Δύο από αυτούς αποστρατεύθηκαν με το βαθμό του υποναυάρχου και άλλοι δύο με το βαθμό του ναυάρχου. Τρεις από αυτούς ασχολήθηκαν αργότερα με την πολιτική και υπηρέτησαν ως βουλευτές και υπουργοί. Οι Ρώσοι μετά τον θάνατό της, της απένειμαν τον τίτλο της «Ναυάρχου», έναν τίτλο με παγκόσμια μοναδικότητα για γυναικεία μορφή. Επίσης ως ένδειξη τιμής, σε πολλούς δρόμους σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας έχει δοθεί το όνομά της.

Το 1959 γυρίστηκε ταινία βασισμένη στη ζωή της ηρωίδας. Ο τίτλος της ήταν Μπουμπουλίνα και την ομώνυμη ηρωίδα υποδύθηκε η Ειρήνη Παππά.

 

Το Αρχοντικό της Μπουμπουλίνας


Το Αρχοντικό της Μπουμπουλίνας κτίστηκε περί τα τέλη του 17ου αιώνα από Μαυριτανό αρχιτέκτονα. Το περίγραμμα του κτιρίου αν το κοιτάξουμε από ψηλά είναι σχήματος Π. Το σχήμα αυτό για την αρχιτεκτονική των Σπετσών εκείνης της εποχής, υποδείκνυε την σπουδαιότητα του ιδιοκτήτη. Οι περισσότεροι προύχοντες του νησιού είχαν σπίτια σχήματος Π.

Η σκαλιστή πιστόλα της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας. Μουσείο Μπουμπουλίνας, Σπέτσες.

Το Αρχοντικό έχει ισόγειο και δύο ορόφους. Εξωτερική πέτρινη σκάλα συνδέει τη μπροστινή εσωτερική αυλή με τον πρώτο όροφο. Μετατράπηκε το 1991 από τον ιδιοκτήτη και απόγονο της ηρωίδας, Φίλιππο Δεμερτζή – Μπούμπουλη, σε μουσείο, το οποίο υποδέχεται πλήθος επισκεπτών. Σε αυτό μπορεί κανείς να δει συλλογή όπλων, επιστολές και άλλα αρχεία, παλιά βιβλία, πορτραίτα της Μπουμπουλίνας, προσωπικά της αντικείμενα, έπιπλα, διακρίσεις που τις είχαν απονείμει κυρίως ξένες κυβερνήσεις και πολλά άλλα.

 

Ο ιστορικός και αυτόπτης μάρτυρας Ανάργυρος Χατζή- Αναργύρου γράφει:


 

«…μάλιστα δε το σπάνιο γεγονός εις τα χρονικά των εθνών, μία γυνή να επιστρατεύση, γυνή πλουσία, αποφασίσασα και πλοία και χρήματα και υιούς ολοκαύτωμα εις τον βωμόν της πατρίδος να προσφέρη. Αυτή δε η γυνή είναι η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, την οποίαν τα έθνη ανευφήμησαν και εχαιρέτισαν ως ηρωίδα. Ήτο δε πράγματι λεοντόθυμος. Το 1821, Δεκεμβρίου 4, εις την πολιορκίαν του Ναυπλίου, το ενθυμούμεθα, επιβαίνουσα σε ίδιον πλοίο της, μόνη διέταξε την έφοδο εις τας λέμβους κατά του φρουρίου.  

Αύται δε επιτίθενται, αλλ’ αι σφαίραι και οι μύδροι από των επιθαλασσίων προμαχώνων τας κανονοστοιχίας χαλαζηδόν επιπίπτοντες, υποχρεούν τους ανδρείους της να υποχωρήσωσι προς ολίγον. Εξανίσταται τότε η Αμαζών, επισκοπούσα από των εδωλίων της νήος, και τους βοά …Είσθε λοιπόν γυναίκες και όχι άντρες; Εμπρός! Οι αξιωματικοί την υπακούουν, μάχονται, θνήσκουν, επανελθόντες εις την τάξιν, αλλ’ εις μάτην, το φρούριο διά θαλάσσης ήτο απόρθητον. Διό μετέβη εις την ξηράν και εκεί εστρατήγει μέχρι της παραδόσεως του Ναυπλίου, τη 30 Νοεμβρίου 1822, συμμετέχουσα των έργων της πολιορκίας, οδηγούσα τα παλικάρια της, χορηγούσα τους θησαυρούς της.»

 

*Η προέλαση των Τούρκων στο Άργος και ο θάνατος του Γιάννη Γιάννουζα


 

Σε όλο αυτό το διάστημα, ο οθωμανός διοικητής της Πελοποννήσου Μεχμέτ Χουρσίτ πασάς βρισκόταν στην Ήπειρο, στην εκστρατεία κατά του Αλή πασά των Ιωαννίνων. Όταν όμως πληροφορήθηκε τις κινήσεις των Ελλήνων, έστειλε, στις αρχές Απριλίου, τον κεχαγιά του, Μουσταφά μπέη με 3.500 άνδρες για να καταπνίξουν την εξέγερση στην Πελοπόννησο.

Μπουμπουλίνα Λασκαρίνα, «η Βοβολίνα αποκλείει την Ναυπλίαν».

Μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα οι εμπειροπόλεμοι αυτοί Αλβανοί προήλασαν ταχύτατα στο εσωτερικό της Πελοποννήσου, έκαψαν τη Βοστίτσα και διέλυσαν την πολιορκία του Ακροκορίνθου. Αμέσως μετά επιτέθηκαν στο Άργος και αιφνιδίασαν τον απροετοίμαστο πληθυσμό. Επακολούθησαν σφαγές και αιχμαλωσίες μαχητών και αμάχων.

Στις 24 Απριλίου, στην προσπάθεια του να αναχαιτίσει τον στρατό του Μουσταφά, ένα ολιγομελές σώμα Αργείων και Σπετσιωτών αποδεκατίστηκε σε μία μάχη στο πέρασμα του χειμάρρου Ξηριά, στα περίχωρα της πόλης. Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν και ο γιος της Μπουμπουλίνας, ο Γιάννης Γιάννουζας.

Το συγκεκριμένο περιστατικό μνημονεύει ως «αληθή φρικτό πόλεμο» ο Εμμανουήλ Κωνσταντίνου, αυτόπτης μάρτυς και πρωτόπειρος αγωνιστής της ένοπλης ομάδας που είχε σταλεί από τον Κολοκοτρώνη για να υποστηρίξει όσους μάχονταν στην περιοχή. Μετά την ήττα των Ελλήνων, οι πολεμιστές του Κεχαγιάμπεη μπήκαν στο Άργος, θανάτωσαν αμάχους, λεηλάτησαν περιουσίες. Όσοι κατόρθωσαν να διαφύγουν στους Μύλους βρήκαν προστασία στη μικρή ελληνική δύναμη που στρατοπέδευε εκεί, υπό τον Θ. Κολοκοτρώνη, τον Π. Μαυρομιχάλη, την Μπουμπουλίνα και άλλους οπλαρχηγούς, ενώ αναφέρεται ότι αρκετές οικογένειες μεταφέρθηκαν με διάφορα πλοιάρια στις Σπέτσες.

Η αποτυχία αυτή προκάλεσε την προσωρινή διάλυση της πολιορκίας του Ναυπλίου, ενώ τα τουρκικά στρατεύματα κατευθύνθηκαν σχεδόν ανενόχλητα προς την Τριπολιτσά, όπου έφθασαν στις 6 Μαΐου 1821. Μνημονεύοντας τον θάνατο του Γιάννουζα, ο ολλανδός  Tairbout de Marigny γράφει  ότι η Μπουμπουλίνα έτρεξε επιτόπου για να περισώσει  τα λείψανα του γιου της, γιατί οι Τούρκοι είχαν κόψει το κεφάλι του.

 «Προσπαθεί , ανάμεσα στα πτώματα, να τον αναγνωρίσει και με το ίδιο της το χέρι θυσιάζει τρεις Τούρκους στο βωμό του. Η ίδια η Μπουμπουλίνα ενημέρωσε τη Διοίκηση των Σπετσών για το θλιβερό γεγονός με αυτά τα λόγια: «Ο γιος μου είναι νεκρός αλλά το Άργος έμεινε στα χέρια μας’’ (…)  Ύστερα από την υποχώρηση των Τούρκων έκοψε μερικά κομμάτια από την ενδυμασία των σκοτωμένων  Τούρκων και τα φύλαξε  ως κειμήλια».

Μαυροφορεμένη, με μαύρο μαντήλι στο κεφάλι τη γνώρισε τότε και ο Kosterus, ένας γερμανός αξιωματικός στρατιωτικός που ταξίδεψε το 1821 από τη Μασσαλία για τον Μοριά· «μ’ όλο που πολλά από όσα γράφονται γι’ αυτή είναι υπερβολικά, πρόκειται για πραγματική πατριώτισσα», γράφει στο χρονικό του.

Μετά τον θάνατο του γιου της, η Μπουμπουλίνα επανήλθε με περισσότερο πείσμα στην πολιορκία του Ναυπλίου με τον «Αγαμέμνονα» που τώρα κυβερνούσε ο Αντώνιος Παργιανός. Παρέμεινε εκεί τουλάχιστον ως τον Αύγουστο του 1822. ( Ευδοκία Ολυμπίου, «Γυναίκες του Αγώνα», σελ. 51-52)

 

Πηγές


  • Οδυσσέας Κουμαδωράκης, « Άργος το πολυδίψιον » Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος, 2007.
  • Μουσείο Μπουμπουλίνας, Σπέτσες.
  • Ευδοκία Ολυμπίου, «Γυναίκες του Αγώνα», Ιστορική Βιβλιοθήκη, «Οι Ιδρυτές της Νεότερης Ελλάδας», Εκδόσεις «Τα Νέα», Αθήνα, 2010.

 

Διαβάστε ακόμα:


 

Read Full Post »

Καλλέργη Οικία

 

  

Κτίστηκε το 1830 από τον πλούσιο και ισχυρό τότε άνδρα Δημ. Καλλέργη για κατοικία. Πρόκειται για διώροφο κτίσμα, αρκετά μεγάλο, με πολλά δωμάτια, επιβλητικό και μεγαλοπρεπές. Βρισκόταν στη δυτική άκρη ενός τεράστιου κήπου, ο οποίος απλωνόταν ανατολικά και νότια και ήταν γεμάτος με οπωροφόρα δένδρα, κυπαρίσσια και λουλούδια. Είχε δεξαμενή νερού, οικήματα για το υπηρετικό προσωπικό και τους φύλακες, στάβλους και στην ανατολική άκρη ένα εκκλησάκι του Αγ. Δημητρίου.

 

Η οικία Καλλέργη εντυπωσίαζε με το μέγεθος και τον εσωτερικό της πλούτο. Ήταν διακοσμημένη, ιδιαίτερα η μεγάλη αίθουσα του πρώτου ορόφου, όπου τώρα φιλοξενούνται ρωμαϊκές αρχαιότητες. Στην αίθουσα αυτή υπήρχε μεγάλος πολυέλαιος και στις τέσσερεις πλευρές της ισάριθμες χρονολογίες· στη βόρεια η 25 Μαρτίου 1821, στην ανατολική η 3 Σεπτεμβρίου 1843, στη νότια η 18 Μαρτίου 1844, ημέρα ορκωμοσίας του βασιλιά Όθωνα στο Σύνταγμα, και στη δυτική η 4 Ιανουαρίου 1833, ημέρα της σφαγής των Αργείων από τους Γάλλους. Όλα αυτά καλύφθηκαν με ασβέστη.

 

Οικία στρατηγού Δημήτρη Καλλέργη 1932.

Οικία στρατηγού Δημήτρη Καλλέργη 1932. Σήμερα, Αρχαιολογικό Μουσείο Άργους. Στο κτίριο αυτό στεγάζονταν από το 1938 οι Ελληνορώσοι Πρόσφυγες. Δεξιά, ο Δήμαρχος Άργους Κωστής Β. Μπόμπος.

 

Ο Δημ. Καλλέργης θέλησε να παραχωρήσει το σπίτι του στην κυβέρνηση, με αντάλλαγμα κάποια εθνικά κτήματα ίσης αξίας, που θα διέθετε για τους Κρητικούς πρόσφυγες. Γι’ αυτό και το μέγαρο ονομάστηκε «Παλάτιον της Κυβερνήσεως» και «Παλάτιον του Καποδίστρια».

 

Όμως, ο κυβερνήτης δολοφονήθηκε, τα εθνικά κτήματα δεν είχαν δοθεί ακόμα στον Καλλέργη και γι’ αυτό ο τελευταίος, ύστερα από συνεννόηση με τον Αυγουστίνο, πήρε πίσω το σπίτι του. Και είναι βέβαιο ότι το 1833 έμενε σ’ αυτό η γυναίκα του, η πανέμορφη Σοφία, η οποία δεν επέτρεψε στο Γάλλο αξιωματικό Στοφέλ να εγκατασταθεί σ’ αυτό.

 

Μετά το θάνατο του Δημ. Καλλέργη, η γυναίκα του εγκαταστάθηκε μόνιμα στο σπίτι με τα παιδιά της και μετά το θάνατό της (1893) έζησε ο γιος της Εμμανουήλ Καλλέργης, που ήταν άριστος αξιωματικός και ρομαντικός κιθαρωδός. Αυτός ήταν και ο τελευταίος από τους Καλλέργηδες που το κατοίκησαν. Μετά το θάνατό του (1909) το κτίσμα παραδίδεται στη φθορά του χρόνου. Αργότερα κατοικήθηκε προσωρινά από μικρασιάτες πρόσφυγες – μετά το 1922 – και από Ελληνορρώσους το 1939-40 για κάμποσα χρόνια.

 

Οικία στρατηγού Δημήτρη Καλλέργη (Δεκαετία 1940;)

 

Στο μεταξύ, οι κληρονόμοι των παραπάνω Καλλέργηδων Ιωάννα Καλλέργη και ο γιος της Λέων είχαν αποφασίσει να το δωρίσουν στο Δήμο, για τη στέγαση μουσείου και θεάτρου. Η δωρεά έγινε τον Απρίλιο 1932, αλλά το οίκημα δεν αξιοποιήθηκε αμέσως. Όταν φτάνουν οι Ελληνορρώσοι, ήταν σε κακά χάλια. Η σκεπή σχεδόν είχε καταρρεύσει. Ακολούθησε ο πόλεμος, η κατοχή, ο εμφύλιος. Το 1955 ο Δήμος δέχεται να παραχωρήσει το Καλλέργειο στο κράτος για την ίδρυση μουσείου. Για θέατρο δε γίνεται πια λόγος. Την ίδρυση του μουσείου αναλαμβάνει η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών. Ψυχή της όλης προσπάθειας ήταν ο καθηγητής Πωλ Κουρμπέν.

Επίσης, με έξοδα του Γαλλικού κράτους και με σχέδια του ρωσικής καταγωγής αρχιτέκτονα Φομίν κτίζεται η νέα πτέρυγα στον κήπο, ανατολικά του Καλλέργειου. Το μουσείου εγκαινιάστηκε τον Ιούλιο 1957 και η νέα πτέρυγα τον Ιούνιο 1961.

 

 

Για τους Ελληνορρώσους που διέμεναν στην οικία Καλλέργη, σημερινό μουσείο

 

Αι εν αυτή ένοικοι πρόσφυγες εκ Ρωσσίας γυναίκες είναι συμπαθείς, καθαραί, με σχετικήν καλήν συμπεριφοράν, τα δωμάτια ασβεστωμένα, τα πράγματά των με τάξιν, και το κάθε τι εις την θέσιν του, τα ντιβάνια των περιποιημένα με καθαρά συνδόνια, όλα καθαρά.

Τα δυστυχή αυτά πλάσματα είναι αξιολύπητα, τι τους έγραφε να διαβιούν μέσα εις ένα βρωμερόν, δυσώδες, ρυπαρόν και ακάθαρτον οικοδόμημα;…

Το πάτωμα ξεχαρβαλωμένον, μέρος της σκεπής έχει πέσει… Η βρώμα, η δυσωδία, η ρυπαρότης και ακαθαρσία εις απίστευτον βαθμόν… Τόσον κατηραμένον είναι το σπίτι αυτό, ώστε να καταντήσει εις τοιούτον σημείον;

 

 Αν. Τσακόπουλος, Η οικία Καλλέργη

εφ. «Ασπίς» φ. 497/27-8-1950

 

 

Πηγές

 

  • Οδυσσέα Κουμαδωράκη, « Άργος το πολυδίψιον » Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος 2007.

 

Read Full Post »

Πολεμικό Μουσείο Ναυπλίου

 


 

  Το Πολεμικό Μουσείο – Παράρτημα Ναυπλίου εγκαινιάστηκε στα τέλη Νοεμβρίου 1988 και στεγάζεται στο χώρο που επέλεξε ο Ι. Καποδίστριας για φιλοξενήσει την πρώτη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων (1828). Αποτελεί Παράρτημα – το πρώτο που ιδρύθηκε στην Ελλάδα – του Πολεμικού Μουσείου της Αθήνας.

 

Μικρή στολή Ευέλπιδος, 1829. Πίσω το κτίριο της πρώτης σχολής Ευελπίδων.

Η αποστολή του Παραρτήματος Ναυπλίου του Πολεμικού Μουσείου είναι η συλλογή, συντήρηση και παρουσίαση των αντικειμένων και των γραπτών μαρτυριών που φωτίζουν τις πτυχές της νεώτερης ιστορίας του Ελληνικού Έθνους, από τα τελευταία προεπαναστατικά χρόνια μέχρι την απελευθέρωση από τη Γερμανική Κατοχή του 1944 και επίσης, όπως είναι αυτονόητο, λόγω του περιφερειακού χαρακτήρα του, η διάσωση της ιστορικής μνήμης και προώθηση της  τοπικής ιστορίας και του τοπικού πολιτισμού. Προκειμένου να ανταποκριθεί στην ευρύτατη αποστολή του, το Παράρτημα Ναυπλίου του Πολεμικού Μουσείο έχει συγκεντρώσει και στεγάσει ένα σημαντικό μέγεθος μουσειακού υλικού (κανόνια, όλμους, οβούζια, όπλα, εξαρτήματα όπλων, άγκυρες, πολεμικά λάφυρα, ιστορικές φωτογραφίες, ομοιώματα πλοίων και αεροσκαφών, στολές, πίνακες, λαϊκές εικόνες, χαρακτικά, χάρτες, χειρόγραφα, αντικείμενα μικροκαλλιτεχνίας, σημαίες και εμβλήματα καθώς και προσωπικά ενθυμήματα  επώνυμων και ανωνύμων αγωνιστών)  το μεγαλύτερο μέρος από τα οποία προέρχεται από τις αντίστοιχες συλλογές του Πολεμικού Μουσείου.

Μερικά από τα εκθέματα που βρίσκονται στις προσθήκες του παραχωρήθηκαν με προθυμία και ευγένεια από το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα. (στρατιωτικές στολές και τοπικές ενδυμασίες), ορισμένα από δημόσιους φορείς της Αργολίδας (Δήμους και Τράπεζες), ενώ εμπλουτίστηκε και με σημαντικές δωρεές και χρησιδάνεια ιδιωτών.

Πολεμικό Μουσείο Ναυπλίου

Τα ενθυμήματα και τα κειμήλια της μόνιμης έκθεσης του Μουσείου είναι εκτεθειμένα σε δυο ορόφους διαρρυθμισμένους, ο πρώτος σε τέσσερις και ο δεύτερος σε δυο αίθουσες, με ικανό αριθμό προθηκών που πλαισιώνουν σειρές από φωτογραφικές μονάδες. Είναι τακτοποιημένα σε ιστορικούς κύκλους, με χρονολογική διαδοχή, διατεταγμένα από δεξιά προς τα αριστερά και συνοδεύονται στο σύνολό τους από επεξηγηματικά κείμενα που αποκαλύπτουν την προέλευση και αναδεικνύουν τη σημασία τους.

Η σχεδίαση και το στήσιμο των προθηκών και των εκθεσιακών μονάδων όπου εκτυλίσσεται η έκθεση, οι οποίες κατασκευάστηκαν με προορισμό να λειτουργήσουν μόνο ως το απολύτως αναγκαίο υπόβαθρο των εκθεμάτων, έχει γίνει με τρόπο προσεγμένο και μεθοδικό χωρίς πρόσθετα μορφολογικά στοιχεία. Η παρουσίαση των μουσειακών αντικειμένων στις αίθουσες είναι γραμμική και λιτή, σχεδόν αυστηρή, αρνούμενη τη χρησιμοποίηση ειδικών διακοσμήσεων και εξεζητημένων πλαισιώσεων, η διευθέτηση των κειμηλίων στις εκθεσιακές μονάδες γίνεται με άνεση χώρου δίχως να «σπρώχνει» το ένα το άλλο.

Τα λειτουργικά στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν για τη στήριξή τους είναι διακριτικά περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία, τα χρώματα τόσο στις βιτρίνες όσο και στους τοίχους , ουδέτερα και απαλά ξεκουράζουν την όραση και τονίζουν τα εκθέματα που περιβάλλουν, η ηχομόνωση των εκθεσιακών χώρων είναι αποτελεσματική ενώ ο φωτισμός τους χωρίς είναι έντονος και ενοχλητικός, καταφέρνει και αποκαλύπτει συνολικά τον κειμηλιακό πλούτο ακόμη και τις λεπτομέρειές του.

Οι παραπάνω αρχιτεκτονικές και μουσειογραφικές επιλογές, σε ένα χώρο όχι απλώς μουσειακό αλλά με έντονο και αναπόσπαστο ιστορικό χαρακτήρα, αναζήτησαν και βρήκαν εκείνα τα στοιχεία που θα δημιουργούσαν μια εκθεσιακή εικόνα η οποία θα έδινε στα μεν εκθέματα τη δυνατότητα να προβάλουν μόνα τους, ανόθευτα, τα ιστορικά τους συμφραζόμενα και την ξεχωριστή αισθητική και καλλιτεχνική αξία τους, στους δε επισκέπτες την ευκαιρία να τα συναντήσουν και να ερμηνεύσουν, ο καθένας με το δικό του τρόπο, τις μαρτυρίες και τα μηνύματά τους, σε ένα χώρο απερίσπαστο και ανεπηρέαστο από εξωτερικές, φυσικές ή τεχνικές, επιδράσεις.

Σε ένα περιβάλλον που είναι προφανές ότι αποβλέπει  όχι στην τέρψη του επισκέπτη αλλά στην επικοινωνία, τροφοδώντας με ερεθίσματα τη μνήμη και την κρίση του και αναμοχλεύοντας πολύ συχνά μνήμες από την προσωπική του ιστορία.

  

Έκθεση


 

Στον πρώτο όροφο του Μουσείου εκτίθενται κειμήλια και ενθυμήματα από την ιστορική πορεία της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων, της περιόδου της Επανάστασης του 1821, του Μακεδονικού Αγώνα (1904 – 1908), των Βαλκανικών Πολέμων (1912 – 13) και από τη συμμετοχή της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ στο δεύτερο όροφο είναι τοποθετημένα  εκθέματα από τη Μικρασιατική Εκστρατεία, τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, 1940 – 41, τη Γερμανική Εισβολή, την Κατοχή και την Απελευθέρωση. Στον όροφο αυτό βρίσκεται, ξεχωριστά από τον υπόλοιπο μουσειακό χώρο, ειδική αίθουσα η οποία, κατάλληλα διαρρυθμισμένη κάθε φορά, προορίζεται  να φιλοξενεί τις περιοδικές εκθέσεις που (συν)διοργανώνει το Παράρτημα Ναυπλίου.

Σήμερα, το Παράρτημα Ναυπλίου του Πολεμικού Μουσείου, είτε ως φύλακας και εκθέτης των κειμηλίων που διαθέτει στη συλλογή του και των ιστορικών ενθυμήσεων που τα συνοδεύουν, είτε μέσα από περιοδικές εκθέσεις που, με επιμονή και συνέπεια, (συν)διοργανώνει, είτε, τέλος, με τη (συν) διοργάνωση εκδηλώσεων που άπτονται του αντικειμένου του (διαλέξεις, συζητήσεις, έχει αντρωθεί και καταξιωθεί στη συνείδηση της τοπικής κοινωνίας της Αργολίδας ως ζωτικός θεσμός υψηλής πνευματικής, αισθητικής και εκπαιδευτικής αποστολής, γι’ αυτό και το έχει αγκαλιάσει με ιδιαίτερη ευαισθησία και ενδιαφέρον.

Το κτίριο της πρώτης Σχολής Ευελπίδων, το οποίο έχει κηρυχθεί Ιστορικό Διατηρητέο  Μνημείο  αποτελεί σήμερα καύχημα μόνο των στρατιωτικών υπηρεσιών που στεγάζονται σε αυτό, αλλά και ολόκληρης της πόλης του Ναυπλίου.

Πληροφορίες: Αμαλίας 22, ΤΚ 211 00, Tηλ./Fax: (+30) 27520-25591

Σωτήριος Δέμης,

Λοχαγός Αεροπορίας Στρατού

 

Πηγή


 

  •  Περιοδικό, «Ματιές στην Αργολίδα», τεύχος 7, Δεκέμβριος 2001.

Read Full Post »

Αρχαιολογικό Μουσείο Ασκληπιείου Επιδαύρου


 

Αρχαιολογικό Μουσείο Επιδαύρου

Αρχαιολογικό Μουσείο Επιδαύρου

Το αρχαιολογικό Μουσείο Επιδαύρου ιδρύθηκε από την Αρχαιολογική Εταιρεία το έτος 1897 και κτίστηκε το 1898 – 1900 από την ίδια. Άρχισε να λειτουργεί από το 1909.Το κτήριο του Μουσείου αποτελεί ένα από τα αρχαιότερα αρχαιολογικά Μουσεία της Ελλάδος, βρίσκεται εντός του Αρχαιολογικού Χώρου του ιερού του Ασκληπιού στην Επίδαυρο, που αποτελούσε τη μητρόπολη όλων των ασκληπιείων του αρχαίου κόσμου. Κτίστηκε για να στεγάζει τα πολλά και σημαντικά ευρήματα της πολυετούς ανασκαφής του Ιερού του Ασκληπιού (1881-1928), η οποία διεξήχθη από τον αρχαιολόγο Παναγή Καββαδία και την Αρχαιολογική Εταιρεία.

Πρόκειται για επίμηκες κτήριο, κτισμένο μεταξύ του αρχαίου Θεάτρου και του υπόλοιπου ιερού του Ασκληπιού, στη νότια πλευρά μικρού χειμάρρου, προσαρμοσμένο με επιτυχία από αισθητικής πλευράς στο φυσικό, κλασσικό τοπίο του ιερού. Η εμπρόσθια και δυτική πλευρά καταλήγουν σε διώροφες απολήξεις σε σχήμα διπλού Τ. Το Μουσείο αποτελείται από τον προθάλαμο και δύο μακρόστενες αίθουσες. Το 1958 κατασκευάσθηκαν οι αίθουσες φύλαξης γλυπτών και κεραμεικών και η αποθήκη στο ΒΔ άκρο του αρχαιολογικού χώρου. Το 1971 οικοδομήθηκε η αίθουσα της Επιγραφικής Συλλογής στα ΒΔ του Μουσείου, της οποίας την έκθεση του υλικού επιμελήθηκε ο αρχαιολόγος Μάρκελλος Μιτσός.

Προθάλαμος. Νότιο τμήμα. Φωτο: Δ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων.

Προθάλαμος. Νότιο τμήμα. Φωτο: Δ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων.

Η υπάρχουσα έκθεση του Μουσείου είναι παλιά, έγινε από τον Παναγή Καββαδία και αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της μουσειακής αντίληψης των αρχών του 20ου αι. αιώνα, με την πυκνή παρατακτική διάταξη των εκθεμάτων, η οποία ήταν υποχρεωτική και λόγω του μεγάλου αριθμού.

Τα εκθέματα του Μουσείου χρονολογούνται από την αρχαϊκή ως τη ρωμαϊκή εποχή. Το είδος των εκθεμάτων ποικίλει και περιλαμβάνει, επιγραφές, ιατρικά εργαλεία, σίμες αρχαίων κτηρίων, ακροκέραμα, ανάγλυφα, αγάλματα μεγάλου μεγέθους αλλά και πολλά αναθήματα μικρού μεγέθους, καθώς και μεγάλα τμήματα σημαντικών αρχαίων κτηρίων από το ιερό του Ασκληπιού: α) Προπύλαια, β) Ναός Ασκληπιού, γ) Ναός Άρτεμης, δ) Θόλος Επιδαύρου, ε) καθώς και το σημαντικό γνωστό ημιτελές Κορινθιακό κιονόκρανο που βρέθηκε κοντά στη Θόλο. Επίσης στο Μουσείο εκτίθενται και εκμαγεία σημαντικών αγαλμάτων όπως της Υγείας 4ου π.Χ. αι. της Αφροδίτης (ρωμαϊκό αντίγραφο), του Ασκληπιού (ρωμαϊκής εποχής), των αετωμάτων του ναού του Ασκληπιού, των ακρωτηρίων του ναού της Άρτεμης καθώς και αναγλύφων, τα οποία βρίσκονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στην Αθήνα.

Πληροφορίες: Δ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων. Ιερό Ασκληπιού Επιδαύρου, 21052 – Λυγουριό, (Νομός Αργολίδας). Τηλέφωνο: 27520 27502

 

Χρήστος Πιτερός, αρχαιολόγος Δ’ ΕΠΚΑ

 

Πηγή  


  • Υπουργείο Πολιτισμού

Read Full Post »

Αρχαιολογικό Μουσείο Άργους


 

Στο Αρχαιολογικό Μουσείου του Άργους στεγάζονται κινητά ευρήματα από την περιοχή της πόλης του Άργους, το δυτικό τμήμα της πεδινής Αργολίδας και την ορεινή Αργολίδα. Χρονολογούνται από τις προϊστορικές περιόδους έως και τη ρωμαϊκή εποχή. Το κτιριακό συγκρότημα του μουσείου αποτελείται από δύο τμήματα, ένα διατηρητέο μνημείο, το ¨Καλλέργειο¨ και μία νέα πτέρυγα. Η μόνιμη έκθεση συμπεριλαμβάνει τρεις αίθουσες. Η μεγαλύτερη αίθουσα βρίσκεται στο ισόγειο του νέου τμήματος του μουσείου. Σ’ αυτήν, η έκθεση ακολουθεί χρονολογική σειρά, με ευρήματα από τη μεσοελλαδική περίοδο έως την κλασική εποχή.

Από τα σημαντικότερα εκθέματα είναι μία μεγάλη ταφική πυξίδα, μία χάλκινη πανοπλία, σιδερένιοι οβελοί με τους κρατευτές τους σε σχήμα πλοίου γεωμετρικής εποχής (8ου αιώνα π.Χ.), ένα τμήμα κρατήρος του 7ου αιώνα π.Χ. που εικονίζει την τύφλωση του Πολυφήμου, μία λύρα κατασκευασμένη με καβούκι χελώνας και ένα αττικό ερυθρόμορφο αγγείο του ζωγράφου Ερμόνακτα.

 

Θραύσμα κρατήρα με παράσταση τύφλωσης του Πολύφημου.

 

Στο ισόγειο του ¨Καλλέργειου¨ εκτίθενται ευρήματα από τον προϊστορικό οικισμό της Λέρνας που χρονολογούνται από την Αρχαιότερη Νεολιθική περίοδο έως την μυκηναϊκή εποχή. Από τα σημαντικότερα εκθέματα είναι το πήλινο γυναικείο ειδώλιο νεολιθικής εποχής, η πήλινη κυκλική εστία και τα αποτυπώματα σφραγιδόλιθων από τον πρωτοελλαδικό οικισμό της Λέρνας. Στον όροφο του ¨Καλλέργειου¨ εκτίθενται γλυπτά από την περιοχή, ως επί το πλείστον αντίγραφα κλασικών έργων. Ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτα είναι ένα ανάγλυφο των Ευμενίδων ελληνιστικής εποχής καθώς και ένα αντίγραφο του λεγόμενου Ηρακλή ¨Farnese¨ του Λύσιππου.

Στην αυλή του μουσείου έχει γίνει αναπαράσταση τμήματος του κήπου ρωμαϊκής έπαυλης που βρέθηκε στην οδό Γούναρη στο Άργος. Στις στοές του στεγάζονται ψηφιδωτά δάπεδα που βρέθηκαν σ’ αυτήν ή στην περιοχή. Διακρίνονται σκηνές κυνηγιού με γεράκι και προσωποποιημένες εποχές και μήνες του έτους.

  

Ιστορικό


 

Το παλαιότερο τμήμα του Αρχαιολογικού Μουσείου Άργους αποτελείται από το ¨Καλλέργειο¨. Πρόκειται για ένα κηρυγμένο νεοκλασικό καποδιστριακό κτήριο που οικοδομήθηκε το 1830 ως κατοικία της οικογένειας του Στρατηγού Δημήτρη Καλλέργη. Για ένα διάστημα χρησιμοποιήθηκε ως ¨Παλάτιον της Κυβερνήσεως¨ από τον Καποδίστρια. 

Τον Απρίλιο του 1932 οι κληρονόμοι του Δημήτρη Καλλέργη δώρισαν στο Δήμο Άργους το οίκημα και τον άμεσο περίβολό του για να στεγάσει μουσείο. Ο Δήμος του Άργους το παραχώρησε με το παρακείμενο οικόπεδο στο κράτος το 1955 γι’ αυτόν το σκοπό. Την ανέγερση του μουσείου ανέλαβε η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή με έξοδα του γαλλικού κράτους και την επίβλεψη της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Κατεδαφίστηκε τότε τμήμα της νοτιοανατολικής πλευράς του ¨Καλλέργειου¨ και κτίστηκε η νέα πτέρυγα του μουσείου από τον Φόμιν, αρχιτέκτονα ρωσικής καταγωγής. Το ¨Καλλέργειο¨- Μουσείο εγκαινιάστηκε το 1957 και η νέα πτέρυγα το 1961.

Το 2001 πραγματοποιήθηκαν εργασίες επισκευής του εκθεσιακού χώρου της Λέρνας στο ισόγειο του Καλλέργειου (επίστρωση δαπέδου, σοβάτισμα τοίχων, ανανέωση χρωματισμών). Το 2003 τοποθετήθηκαν στην αίθουσα Α του μουσείου μία μακέτα του Αρχαιολογικού Χώρου του Άργους (θεάτρου και αγοράς) καθώς και φωτογραφικό υλικό, δωρεά της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής.

 

Όλγα Ψυχογυιού, αρχαιολόγος

  

Πληροφορίες


 
Δ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων

Βασ. Όλγας 2, Τ.Κ. 21200, Άργος (Νομός Αργολίδας)

Τηλέφωνο: +30 27510 68819

Πηγή


Read Full Post »

« Newer Posts