Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Ξένοι Περιηγητές’

Ο Αμερικανός Henry Α. V. Post στην Αργολίδα (1827)


 

 Ξένοι ταξιδιώτες στην Αργολίδα. Ο Αμερικανός Henry Α. V. Post 

  

Ο αμερικανικός φιλελληνισμός σίγουρα δεν είχε την έκταση του ευρωπαϊκού. Οι Αμερικανοί, όμως, φιλέλληνες – όπως και οι Γερμανοί – υπήρξαν οι πλέον ανιδιοτελείς και έβλεπαν στον ξεσηκωμό των Ελλήνων τη συνέχεια των δικών τους αγώνων για ελευθερία και ανεξαρτησία. Στα πλαίσια αυτά τοποθετείται και  η δράση της Φιλελληνικής Επιτροπής της Νέας Υόρκης, που στις 12 Σεπτεμβρίου 1827 θα στείλει φορτίο με προμήθειες (τρόφιμα και ρούχα) στην αγωνιζόμενη Ελλάδα.

Το φορτίο συνοδευόταν από τον πράκτορα της Επιτροπής Henry A. V. Post, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τη διανομή του. Ο Post με σταθμούς στο Γιβραλτάρ και στα Κύθηρα έφθασε στην Ελλάδα και με βάση τον Πόρο, το αρχηγείο των Αμερικανών στον ελλαδικό χώρο, γύρισε την Πελοπόννησο, την Αθήνα, τα νησιά των Κυκλάδων και του Αργοσαρωνικού, τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη. Γυρνώντας στη Νέα Υόρκη τύπωσε στα 1830 τις αναμνήσεις του στο βιβλίο του «A visit to Greece and Constantinople in the years 1827 – 8».

Στις 367 σελίδες του παρελαύνουν οι εμπειρίες από το πέρασμά του στην  Ελλάδα και την Τουρκία. Παράλληλα αναφέρεται σε παλιότερα (π.χ. καταστροφή του Δράμαλη) και σύγχρονα επαναστατικά γεγονότα, καταγράφει τη γνωριμία του με επώνυμους  αγωνιστές και πολιτικούς ( Κολοκοτρώνης, Πετρομπέης, Μιαούλης, Μαυροκορδάτος, κ.λ.π.), την άφιξη και τις πρώτες ενέργειες του Καποδίστρια και τέλος τις εκτιμήσεις του για το χαρακτήρα των Νεοελλήνων. Στο τέλος σε παράρτημα καταγράφει ένα έντεχνο ελληνικό ηρωικό τραγούδι και παραθέτει έγγραφα του Καποδίστρια και πίνακα των σύγχρονων του Ελλήνων συγγραφέων με τα δημοσιευμένα έργα τους.

Μετά τα Κύθηρα ο Post θα φθάσει στο λιμάνι τ’ Αναπλιού (Napoli di Romania, καθώς γράφει ακολουθώντας τους πορτολάνους της εποχής του). Τ’ Ανάπλι θα είναι η πρώτη επαφή με την επαναστατημένη Ελλάδα. Στις σελίδες 9 – 16 αναφέρεται στη γνωριμία του με τις αρχές της πόλης, στον τρόπο διασκέδασης των Ελλήνων της εποχής του και στην επίσκεψη  του στις Μυκήνες. Αργότερα, επιστρέφοντας απ’ τη Μάνη, θα επισκεφθεί το Άργος (σ. σ. 149 – 159) και απ’ εκεί μέσω Ναυπλίου, Μονής Αγίου Δημητρίου Καρακαλά και Επιδαύρου (σ. σ. 159-171) θα καταλήξει στην Αίγινα.

Ο Post φαίνεται αρκετά κατατοπισμένος γεωγραφικά και ιστορικά για τους τόπους, στους οποίους ταξιδεύει. Οπωσδήποτε κατέχει τον Παυσανία, το Στράβωνα αλλά και τους προ αυτούς περιηγητές (Τουρνεφόρ, κ.α.). Το κείμενό του διακρίνεται  από κάποια δηκτικότητα για τις προλήψεις, θρησκευτικές και άλλες, που κυριαρχούν στον ελλαδικό χώρο, αλλά και από τέτοια κριτική διάθεση (βλέπε κριτική του για τους ξένους επισκέπτες των Μυκηνών), που μας επιβάλλει να δεχθούμε την αντικειμενικότητά του. Ας δούμε πώς περιγράφει την άφιξή του στ’ Ανάπλι, την πρώτη του γνωριμία με τους ανθρώπους και τον τόπο και την εκδρομή του στις Μυκήνες, ελπίζοντας να επανέλθουμε με την περιγραφή του Άργους:

 

Ανάπλι


  

Ναύπλιο. Η πλατεία Πλατάνου (Συντάγματος) το παλιό τζαμί και στο βάθος το Παλαμήδι.

«Το απόγευμα της επόμενης ημέρας ρίξαμε άγκυρα έξω από τ’ Ανάπλι, στα νερά που κάποτε έπλεαν τα περήφανα πλοία του Αγαμέμνονα, έχοντας στο βάθος το Άργος.

Ενωρίς το επόμενο πρωί ο διοικητής και μερικοί αξιωματικοί της πόλης, μας επισκέφθηκαν  μ’ ένα μεγάλο και χοντροειδέστατο καΐκι, συνοδευόμενοι από μια πομπώδη ακολουθία λαμπρά οπλισμένων στρατιωτών. Ήσαν πλούσια στολισμένοι[1] στις όμορφες και ανδροπρεπείς αλβανικές στολές τους και οπλισμένοι με χρυσοστόλιστα και ασημοκόλλητα σπαθιά και πιστόλες, κομψές και ακριβής εργασίας αντικείμενα, λάφυρα που είχαν κερδηθεί στις μάχες από τους Τούρκους αντιπάλους τους.

(Σημείωση Συγγραφέα: Η αλβανική στολή[2] φοριόταν παντού από τους Έλληνες και γενικά απ’ όλες τις τάξεις του πληθυσμού, εκτός από τους νησιώτες, οι οποίοι προτιμούσαν την Υδραίική στολή. Αυτή αποτελείται από κοντή κεντητή  ζακέτα, χωρίς γιακά με μανίκια, που έφταναν λίγο κάτω απ’ τον αγκώνα, αφήνοντας ακάλυπτα τα ξεκούμπωτα μανικέτια του πουκάμισου, ένα σφιχτοκουμπωμένο γιλέκο της αυτής εργασίας και υλικού, μια φουστανέλα (phoustanella) ή ένα είδος μισοφοριού από άσπρο λινό ή μουσελίνα, σφιχτά δεμένη στη μέση με τις απειράριθμες πτυχές της να φθάσουν λίγο πιο κάτω από το γόνατο, κεντημένες υφασμάτινες περικνημίδες, παράξενα μυτερά υποδήματα, και ζώνη γύρω απ’ τη μέση.

Το μέτωπο, οι κρόταφοι, το πρόσωπο – εκτός το μουστάκι – είναι καλά ξυρισμένα, τα μαλλιά πέφτουν άγρια πίσω και το μόνο κάλυμμα της κεφαλής είναι ένα φέσι από κόκκινο ύφασμα με μεταξωτή φούντα στο κέντρο. Η φουστανέλα (phoustanella) εξαιτίας των μεγάλων διαστάσεών της αποτελεί το κύριο μέρος της στολής. Το συνηθισμένο μήκος της είναι δώδεκα ως δεκαοχτώ γιάρδες. Όσοι φέρουν όπλα, φορούν πάνω από τη ζώνη της μέσης μία άλλη φαρδιά δερμάτινη, όπου τοποθετούν τις πιστόλες τους και το γιαταγάνι (ataghan).

Η Υδραίικη στολή[3]αποτελείται από ζακέτα και γιλέκο, όπως τα ανωτέρω, αλλά με λιγότερο επιδεικτική διακόσμηση, πανταλόνια εν είδη τεραστίου σάκου, που σφίγγουν στη μέση και αφήνουν δύο τρύπες στις γωνίες για να περνούν τα πόδια, και φθάνουν ως τα γόνατα, απλά υποδήματα, κάλτσες και ζώνη στην οποία συνήθως βάζουν ένα μαχαίρι σε ασημένια θήκη).  

Σκοπός της επίσκεψής τους ήταν να ζητήσουν περίθαλψη για λιμοκτονούντα πλήθη, που βρίσκονταν μέσα απ’ τα τείχη της πόλης[4]. Τους συνοδεύσαμε στην ακτή και αφού είδαμε με τα μάτια μας την άκρα δυστυχία που επικρατούσε στην πόλη και διαπιστώσαμε την ανάγκη για άμεση βοήθεια, παραδώσαμε στους αξιωματικούς πεντακόσια βαρέλια αλεύρι και ποσότητα ρουχισμού για την περίθαλψη του υποφέροντος πληθυσμού.

Δειπνίσαμε τ’ απόγευμα παρέα με το διοικητή και μερικά άλλα διακεκριμένα πρόσωπα, πολιτικούς και στρατιωτικούς. Το δείπνο ήταν μια μυθιστορηματική και παράξενη σκηνή.

Μας σερβίρανε σε Ιταλικό στυλ – αν μπορούμε να το πούμε έτσι – μέσα σ’ ένα μεγάλο πανάρχαιο Τουρκικό δωμάτιο με καμία άλλη επίπλωση εκτός απ’ το τραπέζι, ένα κακότεχνο καναπέ και λίγες καρέκλες. Καμιά εικοσαριά αγριωποί ντόπιοι, οπλισμένοι ως τα δόντια, περικύκλωσαν το τραπέζι, καπνίζοντας χωρίς κανένα τακτ και φλυαρώντας με τους αρχηγούς τους, σ’ ένα πραγματικά δημοκρατικό στυλ.

Οι Έλληνες δίνουν τη γεύση Αμερικής, και αντιστρόφως, σε μια ατέλειωτη ποικιλία εγκαρδιοτήτων, που σύντομα άρχισαν να δείχνουν τα αποτελέσματά τους με μια υπερβολικά θορυβώδη ευθυμία. Εγκαρδιότητες που συνοδεύονταν με επίδειξη των πιστολιών και γιαταγανιών (ataghans), που βρίσκονταν στις ζώνες των ημιαγρίων οικοδεσποτών μας.

Ένας μανιώδης κοντός συνδαιτυμόνας, που ενεργούσε σαν τελετάρχης, σηκώθηκε από το κάθισμά του και μετά μερικούς γύρους της μπουκάλας, σήκωσε το ποτήρι του αγέρωχα και με αγαλλίαση, φωνάζοντας « Στην υγεία όλων των ηγεμόνων εκτός απ’ το Σουλτάνο». Μια ντουζίνα ποτήρια τσούγκρισαν στη μέση του τραπεζιού και όλη η συντροφιά εξέπεμπε μια έντονη γεύση πατριωτισμού.  Αμέσως μετά το δείπνο ήρθαν οι μουσικοί, που κάθισαν οκλαδόν στο πάτωμα και μας διασκέδασαν με κάποιους εθνικούς σκοπούς της Ελλάδας.

Είχαμε την τύχη ακούσουμε τα τραγούδια αρκετών από τους ομοτραπέζους μας, τα οποία, όμως, αν και απέσπασαν το θαυμασμό των παρευρισκομένων, στα ασυνήθιστα αυτιά μας έφθασαν στο σημείο να ηχούν αστεία. Ένας ιδιάζων έρρινος τόνος και αργή φωνή συνιστούν το πλέον αντιπροσωπευτικό χαρακτηριστικό ενός ελληνικού τραγουδιού, που θεωρούνταν από τους ντόπιους ως εξαιρετικής ομορφιάς. Κανείς απ’ αυτούς δεν έχει στην πράξη ιδέα από τραγούδι, εκτός απ’ αυτό τον τρόπο.

Το πιο ξεχωριστό, όμως, κομμάτι της διασκέδασής μας ήταν ένας αλβανικός χορός στον οποίο ένας Άραβας αιχμάλωτος πολέμου, μας εξέπληξε με τη χάρη και την ευλυγισία του. Ο χορός συνίστατο σε γρήγορες και βίαιες κινήσεις όλου του σώματος, που εναλλάσσονταν με κινήσεις σεμνές και αργές, όχι πολύ διαφορετικές από ινδιάνικο πολεμικό χορό.

Μας χόρεψαν επίσης και το ελληνικό χορό (Romeiko), που καμαρώνουν για την αρχαιότητά του[5], μια ανιαρότητα των Ελλήνων, όπως λέει κι ο Λόρδος Byron. Και πράγματι είναι μια εξαιρετικά ανούσια επινόηση συγκρινόμενη με την ζωηράδα και ευθυμία του Αλβανικού (albanitico). Την επόμενη ημέρα κάναμε μια εκδρομή στην Τύρινθα και τις Μυκήνες, συνοδευόμενοι από αρκετούς αξιωματούχους της πόλης. Μας πρόσφεραν αραβικά άλογα και για να μας δείξουν τη ζωηρή συμπεριφορά των ζωών πριν επιχειρήσουμε να τα ιππεύσουμε, έβγαλαν ένα έξω και πρόσταζαν τον Άραβα χορευτή να ιππεύσει.

Αυτός πήρε στο χέρι του ένα  jereed, ένα αμβλύ ακόντιο, έπιασε την κυματιστή χαίτη, πήδησε στη σέλλα με ελαφρότητα φτερού, κτύπησε τις μυτερές γωνίες των αναβολέων στα πλευρά του ανυπόμονου ατιού, και όρμησε με μια τέτοια ταχύτητα που φοβάσαι να βλέπεις. Έκπληξη και ευφορία ήσαν τα συναισθήματά μας από την επίδειξη των δυνατοτήτων του αλόγου αλλά και του αναβάτη του. Σύντομα όμως καταλήξαμε να αρνηθούμε την προσφορά των αραβικών αλόγων και αντ’ αυτών προτιμήσαμε κάποια πυρρόχρωμα ντόπια τετράποδα, που τα θεωρούσαν ίσως μουλάρια αλλά είχαν όμως ύποπτα σημάδια που τα έφερναν κοντύτερα στα γαϊδούρια.

  

Τύρινθα


 

Nauplia, Seen From Tiryns.

Ο δρόμος διασχίζει την όμορφη κλασική πεδιάδα του Άργους που κάποτε διαφέντευε ο «Βασιλιάς των ανθρώπων»· τώρα, όμως, παρουσιάζει μια όψη μελαγχολική των εγκαταλειμμένων χωραφιών και ερημωμένων χωριών, θλιβερά και πένθιμα ίχνη που οι διαδοχικοί επιδρομείς άφησαν πίσω τους. Λίγες λεμονιές, ελιές και συκιές και εδώ και εκεί κάποια κομμάτια γης με βαμβάκι ή καπνό, ήσαν τα μοναδικά σημάδια καλλιέργειας, σ’ όλη αυτή την εκτεταμένη και εύφορη περιοχή. Συναντήσαμε από καιρού εις καιρόν κάποιους εξαθλιωμένους χωρικούς να φυλάνε τα μικρά τεμάχια γης που είχαν σπείρει, αβέβαιοι για το ποιος θα θερίσει, και πολλά κοπάδια κάποιων πλουσίων καπεταναίων ή προυχόντων (Kapitanos or proestos), που πάχαιναν από την άφθονη νομή που φύτρωνε απ’ το έδαφος.

Τα ερείπια της Τύρινθας βρίσκονται σε πολύ κοντινή απόσταση απ’ το Ναύπλιο.  Δεν είναι τίποτα άλλο από κάποια τμήματα Κυκλώπειων τειχών κα θεμελιώσεων, που το μόνον τους ενδιαφέρον είναι ότι αποτελούν ίχνη ενός μακρινού παρελθόντος και ενθύμηση της πόλης που έδωσε όνομά της στον Τύρινθα ήρωα, και της οποίας τα τείχη, σύμφωνα με τον Παυσανία[6] πρέπει να θεωρηθούν σαν ένα θαύμα όχι κατώτερο απ’ εκείνο των πυραμίδων της Αιγύπτου.

 

Μυκήνες


  

Μυκήνες. Λιθογραφία του Α. Joly, σχέδιο Haygarth William. (Γεννάδειος Βιβλιοθήκη)

Μια διαδρομή τρεισήμισι ωρών μας έφερε μπροστά στη θαυμαστή πόλη του Περσέα, την πρωτεύουσα του πανίσχυρου Αγαμέμνονα. Η ονομαστή θέση έκειτο σε ερείπια πολύ πριν τη χριστιανική εποχή και θεωρείτο απ’ τους ίδιους τους αρχαίους σαν ένα σεβάσμιο απομεινάρι της αρχαιότητας.

Όμως και τα ερείπιά της έχουν σχεδόν εξαφανισθεί και η ξακουστή καθέδρα των Ατρειδών πέρασε στα χέρια λιγοστών βοσκών, που έχουν χτίσει τις καλύβες τους κοντά της χωρίς να ξέρουν τίποτα για το χώμα πάνω στο οποίο βαδίζουν, το οποίο τους προσφέρει τροφή για τα κοπάδια τους. Τα λίγα απομεινάρια των Μυκηνών είναι Κυκλώπειες κατασκευές, που έχοντας σταθεί εκεί για τρεις χιλιάδες χρόνια, φαίνεται πως θα καταφέρουν να αντισταθούν στις προσπάθειες του πανδαμάτορα χρόνου να τα καταστρέψει και θα συνεχίσουν την παρουσία τους στην αιωνιότητα.

Η είσοδος στην ακρόπολη διατηρείται ακόμη καλά με μέρος των τειχών σε κάθε πλευρά της  και πάνω απ’ αυτήν ένα ζευγάρι γλυπτών λιονταριών, όπως γενικά αποκαλούνται, αν και στην πράξη θα μπορούσε κάλλιστα κανείς να τα εκλάβει για τίγρης ή πάνθηρες[7]. Προφανώς  πρόκειται για έργα αρκετά μακρινής εποχής και ίσως πρόκειται για το αρχαιότερο δείγμα ελληνικής γλυπτικής[8], που έχει φθάσει ως τις μέρες μας.

Το πιο αξιοσημείωτο όμως και πιο ενδιαφέρον απ’ τ’ αρχαία αυτά λείψανα είναι το κωνικό κτίσμα, το οποίο είναι γνωστό υπό τα αμφισβητούμενα ονόματα του θησαυρού του Ατρέα και του τάφου του Αγαμέμνονα. Θα ήταν περιττό να επαναλάβω τις συζητήσεις των αρχαιολόγων για το θέμα αυτό[9]. Είναι αρκετό να πω πως η πλέον επικρατούσα και λογική γνώμη είναι ότι το προκείμενο οικοδόμημα ανεγέρθηκε όχι για τους θησαυρούς του Ατρέα αλλά για την τέφρα του ενδόξου εγγονού του.

Έχει κωνικό σχήμα με διάμετρο πενήντα ποδιών και το αυτό περίπου ύψος και όντας καλυμμένο με σημαντικού πάχους στρώμα χώματος, σχηματίζει εξωτερικά ένα τεράστιο και ακανόνιστο εδαφικό έξαρμα. Έχει κατασκευαστεί από τεράστιες τετράγωνες πέτρες, που θα δυσκόλευαν ακόμη και τον Πολύφημο με τους δυνατούς συνεργάτες του να τις μετακινήσουν. Η πλάκα, που σχηματίζει το ανώφλι της εισόδου, έχει τριάντα πόδια μήκος, δεκαπέντε πλάτος και πέντε πάχος. Αυτό το περήφανο μαυσωλείο του Έλληνα ήρωα χρησιμοποιείται σήμερα για τους πιο βέβηλους και εξευτελιστικούς σκοπούς.

Η αφύλακτη είσοδός του κείται ανοικτή στα βήματα του κάθε παρείσακτου. Ο τσοπάνης το χρησιμοποιεί για μάνδρα του κοπαδιού του κι ο γεωργός για σταύλο για τα ζώα του. Ανάβουν φωτιές κι αρχίζουν τα παραπονιάρικα τραγούδια τους, αδιάφοροι για τα φαντάσματα του ένδοξου παρελθόντος, που τριγυρνούν γύρω τους. Ο περαστικός ταξιδιώτης βρίσκει κι αυτός καταφύγιο κάτω απ’ τον θόλο του απ’ τις χειμωνιάτικες καταιγίδες ή τον καυτερό ήλιο. Ακόμη κι οι ευλαβείς προσκυνητές, όπως εμείς, νιώθουν την όρεξή τους να ανοίγει απ’ την κούραση του ασυνήθιστου ταξιδιού και παρακαλούν τον πρώτο χωρικό που βλέπουν να μοιράσει μαζί τους το καρβέλι του και το αρνίσιο τυρί, για να κάτσουν κάτω από κάποια στέγη των ερειπίων ή σε κάποια σωρό ζωοτροφών και να πέσουν με τα μούτρα στο φαγητό, αδιαφορώντας για τα πνεύματα της περιοχής, όπως ακριβώς κάνει το βόδι ή ο γάιδαρος, όταν αναζητούν ανάμεσα στα τείχη το νυχτερινό τους καταφύγιο.

 

Ναύπλιο


  

Η αρχαία Ναυπλία, περίπου 1840.

Το Ναύπλιο, η πιο σημαντική πόλη του Μοριά και ένα από τα πρώην πιο πολυσύχναστα λιμάνια της Ελλάδας, αντιπροσωπεύει την αρχαία Ναυπλία, το μεγάλο λιμάνι του Άργους.

Κατά τους πολέμους μεταξύ Τούρκων και Βενετών, η ισχυρή θέση και σημασία του το έκαναν αντικείμενο άγριας διαμάχης των αντιπάλων δυνάμεων. Στα 1540 παραδόθηκε στο Σουλτάνο Σουλεϊμάν Β’ απ’ το Συμβούλιο των δέκα. Ανακτήθηκε στα 1686 απ’ τους Βενετούς και στα 1714 ανακαταλήφθηκε οριστικά από τους Τούρκους, οι οποίοι κόρεσαν την εκδικητική τους μανία με μια γενική και φοβερή σφαγή των κατοίκων (Daru. Hist. de Venice).

Η πόλη, κατά το μεγαλύτερο μέρος της, είναι κτισμένη σε τούρκικο στυλ με τον ίδιο σεβασμό στην υγεία και καθαριότητα, με τον οποίο οι Μουσουλμάνοι τηρούν στο σχεδιασμό των δρόμων τους. Μερικά απ’ τα σπίτια, που κατελήφθησαν απ’ τους πιο πλούσιους Τούρκους είναι μεγάλα και καλοχτισμένα. Όμως ο μεγαλύτερος αριθμός των κτιρίων βρίσκεται σε ελεεινή κατάσταση, με κίνδυνο να αποτελέσουν εστίες πανούκλας, όπως ακριβώς οι χειρότερες γειτονιές της Κωνσταντινούπολης. Σε πολλά απ’ τα σημαντικότερα κτίρια, το ισόγειο χρησιμοποιείται σα σταύλος και η άνοδος στα επάνω διαμερίσματα περνάει από σωρούς κοπριάς και μια βρώμικη σκάλα, που συνδέει το διαμέρισμα των τετραπόδων με εκείνο της οικογένειας.

Η πόλη περιβάλλεται από ένα ερειπωμένο τείχος και υποστηρίζεται από δύο δυνατά κάστρα, που στέκονται αγέρωχα πίσω της και δίνουν έναν επιβλητικό αέρα στην περιοχή, ειδικά όταν τα κοιτάζει κανείς από κοντά. Οι οχυρώσεις αυτές, όπως οι περισσότερες στο Μοριά, είναι έργα των Βενετών.

Ο λόφος που ονομάζεται Παλαμήδι, που είναι ψηλότερο και δυνατότερο απ’ τα δύο αντίζηλα κάστρα, και που πολλές φορές χαρακτηρίζεται σαν το Γιβραλτάρ του Αρχιπελάγους, ήταν υπό την κατοχή του Γρίβα[10], ενός ισχυρού Ρουμελιώτη καπετάνιου, που είχε στασιάσει ενάντια στη κυβέρνηση. Μέχρι την έκρηξη της επανάστασης ήταν ένας άγριος, αμόρφωτος κλέφτης (Klepht) και περιγράφεται απ’ όσους τον έχουν δει σαν ένας νέος άνδρας, με υπέροχη όψη, μεγαλόπρεπη ενδυμασία, ήσυχους και γλυκούς τρόπους, εντελώς αντίθετος με τον άνομο και αιμοχαρή χαρακτήρα του.

(Σημείωση Συγγραφέα: Ο κύριος Hartley, ένας Άγγλος μισιονάριος στην Ελλάδα, με πληροφόρησε ότι σε μια συνάντηση με τον Γρίβα, ο τελευταίος του ομολόγησε χωρίς καμία ντροπή, ότι δεν ήξερε να διαβάζει).

Είχε κατ’ επανάληψη κληθεί από την Κυβέρνηση να παράδοση το φρούριο αλλά πεισματικά αρνήθηκε. Γνώριζε ότι μπορούσε να παρακούει ατιμώρητα, μιας και η Κυβέρνηση δεν ήταν σε θέση να στείλει εναντίον του οποιαδήποτε δύναμη. Για τον εφοδιασμό της φρουράς του είχε επινοήσει μια πολύ απλή μέθοδο, τη ληστεία της πόλης και των περιχώρων απλώνοντας χέρι σ’ ό,τι έφθανε χωρίς ο νόμιμος κάτοχος να μπορεί να αμυνθεί.

Με αυτού του είδους της αρπαγές ο Γρίβας κατόρθωνε να εξασφαλίζει αφθονία εφοδίων γι’ αυτόν και τους υποτακτικούς του[11]. Έτσι οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες του ήσαν οι πιο καλοταϊσμένοι, οι πιο καλοντυμένοι και οι πιο αυθάδεις στην Ελλάδα. Λίγους μήνες πριν αυτός και ο διοικητής του απέναντι κάστρου[12] είχαν στρέψει τα κανόνια εναντίον αλλήλων σ’ ένα παροξυσμό ζηλοφθονίας και ο Γρίβας αρκετές φορές κανονιοβόλησε την πόλη για να επιτύχει συμμόρφωση προς τις υπερβολικές απαιτήσεις του.

Εξαιτίας αυτών των ανωμαλιών το Ναύπλιο είχε χάσει σχεδόν τον μισό πληθυσμό του και οι κάτοικοι είναι απρόθυμοι να μείνουν σ’ ένα μέρος, όπου οποιαδήποτε στιγμή κινδυνεύουν να γίνουν αντικείμενο βάρβαρων επιθέσεων ενός τυράννου, ο οποίος αντί να τους παρέχει προστασία, χρησιμοποιεί τη δύναμή του για την καταπίεσή τους.

Πολλά σημεία της πόλης έχουν ήδη  υποστεί πολλές  υλικές ζημιές από τις μπάλες και τις βόμβες, που ρίχτηκαν πάνω σ’ αυτά απ’ το Παλαμήδι, και το πιο θλιβερό είναι ότι οι ζημιές επεκτάθηκαν και στους ίδιους τους κατοίκους, ένας σημαντικός αριθμός απ’ τους οποίους θυσιάστηκε κατά τη διάρκεια της ατυχούς αυτής διαμάχης.

Απ’ το Ναύπλιο περάσαμε στον Πόρο, το αρχηγείο των Αμερικανών στην Ελλάδα…»

 

Κώστας Δανούσης

Περιοδικό Ελλέβορος, σελ. 1-10, τεύχος 8, Άργος 1991.

 

 

Υποσημειώσεις


 

1  Για το στολισμό των κλεφταρματωλών βλέπετε Κων/νου Ζησίου, Ο Νικοτσάρας, εν Αθήναις 1889, σσ. 9 -10. Ο Καραϊσκάκης τους μυκτήριζε αποκαλώντας τους «ζαρκαδοπαφίλια» (βλέπετε εφημ. «Αιών» της 19-2-1847), ενώ ο Μάρκος Μπότσαρης τους είπε στην Κόρινθο «Δεν είναι ντροπή μας να κουδουνίζουμε σαν γυναίκες μεσ’ στα ασημικά;» (βλέπετε Τερτσέτη   Άπαντα, επιμ. Γ. Βαλέτα, σσ. 403 – 4).

2 Πρόκειται για κάποια σύγχιση, προερχόμενη από τις ομοιότητες στην ενδυμασία, τον οπλισμό και τις συνήθειες των δυο λαών, Ελλήνων και Αλβανών.

3 Οι βράκες των νησιωτών διέφεραν από τόπο σε τόπο, κυρίως ανάμεσα στους αλβανόφωνους και μη νησιώτες. Το «κοντοβράκι» με το «γιλέκο» ήταν η πιο συνηθισμένη ενδυμασία των παραλίων. Οι Έλληνες περιέπαιζαν τους φέροντες μεγάλες βράκες και τους αποκαλούσαν «χαλντούπηδες» και «ντουντούμηδες», επειδή έμοιαζαν με τους ανατολίτες Τούρκους.

4 Ο φόβος του Ιμπραήμ είχε δημιουργήσει προβλήματα υπερπληθυσμού και επισιτισμού στ΄Ανάπλι. Βλέπετε Οικονόμου, Ιστορικά, σ.σ. 651-2, και Νικολάου Κασομούλη, Στρατιωτικά Ενθυμήματα, τ. 2ος , σ. 614.

5 Άσχετα από τις ειρωνείες των ξένων, θα πρέπει να επισημανθεί η αίσθηση των τότε Ελλήνων για την αρχαιότητα – και προφανώς την καταγωγή – του χορού τους. Ήταν βέβαια λίγο δύσκολο στους αναθρεμμένους με τα νάματα της Αναγέννησης ξένους να παραδεχθούν τους χειμαζόμενους από την τυραννία και απαιδευσιά Έλληνες σαν απογόνους ενός λαμπρού κλασσικού παρελθόντος.

6 Αντίθετα από τον Post κατά τον Παυσανία (Κορινθιακά, ΙΙ, 25, 8 – 9) ο ήρωας Τύρινθος, γιος Άργου (γιου του Δία), έδωσε όνομά του στην πόλη.

7 Έως και πρόσφατα «…ειδικοί περί την προϊστορίαν ερευνηταί υπέθεσαν ότι τα ζώα που απεικονίζονται εις την πλάκα του υπέρθυρου της πύλης δεν είναι λέοντες αλλά γρύπες ή σφίγγες…» (Βλέπετε Γεωργίου Μυλωνά, Πολύχρυσοι Μυκήναι, Αθήναι 1983, σ. 79).

8 Πράγματι το ανάγλυφο των λεόντων μπορεί να θεωρηθεί ένα από τα αρχαιότερα ελληνικά γλυπτά και ίσως το αρχαιότερο αρχιτεκτονικό γλυπτό του δυτικού κόσμου (Βλέπετε Γ. Μυλωνά, ο.π.,σ. 79).

9 Οι χωρικοί των χρόνων του Post τον ονόμαζαν τάφο του Αγαμέμνονα. Αντίθετα οι ίδιοι χωρικοί του 2ου αιώνα, φορείς μιας πιο ζωντανής παράδοσης, έδειξαν στον Παυσανία το ίδιο μνημείο ως το θησαυρό του Ατρέα και των παιδιών του.

10 Πρόκειται για τον περιώνυμο Θεοδωράκη Γρίβα, (1797 – 1862), τον πλέον ανοικονόμητο και τυραννικό ίσως καπετάνιο του αγώνα. 

11 Ο Post ακριβολογεί για τη συμπεριφορά του Γρίβα. Περισσότερα γι’ αυτήν βλέπετε Χρήστου Στασινόπουλου, Λεξικόν της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, στο λήμμα «Θεοδωράκης Γρίβας».

12 Φρούραρχος του Ίτς Καλέ ήταν ο αντίπαλος του Γρίβα, ο Σουλιώτης Νάσης Φωτομάρας. Μέρος του φρουρίου αυτού παραχώρησε στους Στραταίους αντί σημαντικού ποσού χρημάτων. Η διαμάχη του με το Γρίβα κορυφώθηκε στις 3/15 Δεκεμβρίου 1826, οπότε άρχισαν να βομβαρδίζουν ο ένας τον άλλο με αποτέλεσμα πολλούς νεκρούς, τραυματίες και υλικές ζημιές. Ο τρόμος ανάγκασε τους κατοίκους να σκορπισθούν στους Μύλους, στα ελώδη μέρη του Άργους και του Ναυπλίου, στο Λεωνίδιο, στο Άστρος κ.ά.

 

 

Read Full Post »

Η πλατεία Πλατάνου (Συντάγματος) το παλιό τζαμί και στο βάθος το Παλαμήδι.

Αγνώστου, μολύβι σε χαρτί, πρώτο μισό 19ου αιώνα.

 

Ναύπλιο. Η πλατεία Πλατάνου (Συντάγματος) το παλιό τζαμί και στο βάθος το Παλαμήδι.

Read Full Post »

 

Σκηνή καθημερινότητας της πόλης αποθανατίζει η υδατογραφία του Πεϋτιέ με τη χουρμαδιά τ΄ Αναπλιού, με τα «χασαπιά και τα σφαχτάρια» και τους κατοίκους στα «Πέντε Αδέλφια», απέναντι από το Μπούρτζι,  να υποδέχονται ξένα πλοία.

 

Ναύπλιο, η περιοχή της Χουρμαδιάς και το Μπούρτζι, E. Peytier

Read Full Post »

 

Η πλατεία Πλατάνου ( Συντάγματος) με το Σεράι του Μορά Πασά και το Βουλευτικό,

σχέδιο σε μολύβι, L. Lange, 1834.  

 

Το Σεράι, σχέδιο σε μολύβι, Μονακό, L. Lange.

Read Full Post »

Ναύπλιο – Φραγκίσκου Πουκεβίλ


  

Ο  Φιλέλληνας Φραγκίσκος Πουκεβίλ (1770-1838) γνώρισε για πρώτη φορά την Ελλάδα ως αιχμάλωτος των Τούρκων, όταν επιστρέφοντας από την Αίγυπτο όπου είχε ακολουθήσει τον Ναπολέοντα, συνελήφθη από Αλγερινούς πειρατές οι οποίοι τον παρέδωσαν στους Τούρκους στην Πύλο.

Στην συνέχεια μεταφέρθηκε στην Τρίπολη και το Ναύπλιο, όπου παρέμεινε έγκλειστος περίπου οκτώ μήνες. Μολονότι ο Πουκεβίλ πρόσφερε τις υπηρεσίες του ως γιατρός στους Τούρκους, αυτοί τον έστειλαν σιδηροδέσμιο την Κωνσταντινούπολη όπου κρατήθηκε δυο ολόκληρα χρόνια. Αποφυλακίστηκε το 1801.

Ο Ναπολέοντας εκτιμώντας τις γνώσεις του για την περιοχή, τον διόρισε ως εκπρόσωπό του στην αυλή του Αλή πασά των Ιωαννίνων όπου και παρέμεινε δέκα ολόκληρα χρόνια. (1805- 1815). Δυο χρόνια μετά (1817) τοποθετείται πρόξενος της Γαλλίας στην Πάτρα. Περιηγείται την Ελλάδα και βεβαίως την Πελοπόννησο.

Στο κείμενο που ακολουθεί  ο Πουκεβίλ περιγράφει την επίσκεψή του στο Ναύπλιο.

 

 

Το Ναύπλιο


 

Henriette Lorimier, Φραγκίσκος Πουκεβίλ, Musée national du Château et des Trianons (Versailles).

Ο Στράβων επονομάζει το Ναύπλιο επίνειο ή λιμάνι του Άργους. Άλλοτε, επεδείκνυαν εδώ ως έμβλημα ένα γάιδαρο, χαρακτηριστικό της αγραμματοσύνης των Ναυπλιωτών, σήμερα όμως αυτό το έμβλημα έχει υποκατασταθεί από τον ιππόγρυπα της Βενετίας ή λιοντάρι του Αγίου Μάρκου, πάνω στην πύλη εισόδου της πόλης.

Οι Τούρκοι άφησαν άθικτο το έμβλημα, διατηρώντας το ως ένα τρόπαιο από τη νίκη τους κατά των απίστων. Από το 2ο μ.Χ. αιώνα και μετέπειτα, η πόλη αυτή είχε σχεδόν ερημωθεί, είναι όμως πολύ πιθανόν, αργότερα, να εποικίστηκε και πάλι, καθώς βλέπουμε να μνημονεύεται ένας επίσκοπός της στα πρακτικά της Συνόδου, τα αναφερόμενα στην επανενθρόνιση του Φωτίου στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης.

Το Χρονικό του Μωρέως εμφανίζει το Ναύπλιο ως ένα από τα σπουδαιότερα κάστρα της Αργολίδας. Ο Ranusio, ο οποίος ανάγει στο έτος 1205 την κατάκτηση της πόλης από τους Βενετούς, σημειώνει ότι λίγο αργότερα κυριεύτηκε και πάλι από κάποιο πρίγκιπα ονόματι Giovanitza.

Μολαταύτα, είναι πιθανόν ο τελευταίος να μη διατήρησε στην κατοχή του το Ναύπλιο για μεγάλο διάστημα, αφού, σύμφωνα με τον Verdizotti, μέσα στον ίδιο αιώνα, η πόλη του Ναυπλίου ανήκε ταυτόχρονα και στη Μαρία dErigono, χήρα του Πέτρου, του γιου του Φρειδερίκου Corner Piscopia, ο οποίος τη δώρησε στη Γαληνοτάτη Δημοκρατία.

Όταν οι Βενετοί ασκούσαν την κυριαρχία τους  πάνω σ’ αυτή την πόλη, έτυχε ν’ απωθήσουν επανειλημμένα τις επιθέσεις των Τούρκων, έως το 1460, οπότε δοξάστηκαν αναγκάζοντας τον Μαχμούτ, στρατηγό του Μωάμεθ Β’, να λύσει την πολιορκία της πόλης τους. Εξίσου άτυχος στάθηκε το 1537 και ο Σουλεϊμάν, δυο χρόνια όμως αργότερα, το Ναύπλιο κατακτήθηκε από τον Κασσίμ, τον σερασκέρη του, και σύμφωνα με τους όρους της συνθήκης, οι Τούρκοι τη διατήρησαν στην κατοχή τους επί εκατόν πενήντα τέσσαρα χρόνια.

Η άλωση του Ναυπλίου από τον Κασσίμ, ή μάλλον από τον Χαϊρεντίν, συνδέεται με μια τόσο παράξενη ιστορία, ώστε κρίνουμε σκόπιμο να μεταφέρουμε εδώ τα κυριότερα σημεία της. Βασίζομαι τόσο στην αυθεντικότητα της αφήγησης του Brantome, όσο και στους θρύλους της Τουρκικής παράδοσης, που λένε ότι αυτός ο περιώνυμος τυχοδιώκτης ήταν γαλλικής καταγωγής. Έτσι, λοιπόν, τόσο ο Κιουπρουγλού, όσο κι ο Γιώργης Τσέρνι, ο τελευταίος από τους χριστιανούς της Σερβίας, αντλούσαν την καταγωγή τους από τη γηραιά Γαλλία, ηρωική κοιτίδα όλων των ανδρείων.

Σύμφωνα με την παράδοση, λοιπόν, ο Χαϊρεντίν καταγόταν από τον οίκο των d’ Authon της περιοχής Saintonge. Η μητέρα του, η Μαργαρίτα de Marcueil, είχε προσκομίσει ως προίκα στον πατέρα του τις εκτάσεις και τα φέουδα Bernadieres και  Combes. Ο d’ Authon ενώθηκε με τα στρατεύματα του κ. de Ravastein, τον οποίο ο Λουδοβίκος ΙΒ’ έστειλε στην Ανατολή, ώστε να ενισχύσει τους Βενετούς που πολεμούσαν εναντίον των Τούρκων. Κατά την εκστρατεία εκείνη ο d’ Authon συνδέθηκε στενά με τον Montsoreau, το  δευτερότοκο γιο του οίκου των Berneuil της Ανδεγαυΐας.

Οι δυο αυτοί ιππότες ήταν παρόντες στην πολιορκία της Μυτιλήνης, όπου, κατόπιν διαφωνίας Γάλλων και Βενετών, οι δυο πλευρές διέλυσαν τη συμμαχία τους χωρίς να προκύψει κάποιο ευνοϊκό αποτέλεσμα απ’ αυτό το γεγονός. Δεν συνέβη όμως το ίδιο και με τον d’ Authon και τον Montsoreau, οι οποίοι αφού λεηλάτησαν όλα όσα συνάντησαν στο πέρασμά τους, εμφανίστηκαν πάλι στη Γαλλία φορτωμένοι λάφυρα και πλούτη. Ο ιππότης d’ Authon διαβεβαίωνε ότι έφερε μαζί του ένα πέπλο της Παναγίας, το οποίο ανακάλυψε, ως εκ θαύματος, κάπου κοντά στα Ιεροσόλυμα. Όλοι είχαν την περιέργεια να δουν αυτό το πολύτιμο κειμήλιο, κι ο d’ Authon έκρινε ότι ήταν καθήκον του να  το δωρίσει στην ενορία του Champeou, στην οποία άνηκε και η δική του ιδιοκτησία Bernadieres. Επιθυμία του  ήταν να ζήσει τις τελευταίες μέρες της ζωής του εκεί. Όποιος όμως γεύτηκε μια φορά την περιπέτεια της θάλασσας, δύσκολα απαρνιέται τη ρηξικέλευθη ζωή που αυτή συνεπάγεται.

Ο d’ Authon  και ο Montsoreau  δεν μιλούσαν παρά για τη Μυτιλήνη. Δεν άργησαν να ξαναγυρίσουν εκεί για να γίνουν κουρσάροι, κι ασπάστηκαν το μωαμεθανισμό διαδίδοντας ότι ήταν αδέλφια, παιδιά ενός Εβραίου εξωμότη καταγόμενου από τη Λέσβο. Τότε, λοιπόν, απαρνούμενοι τόσο τη βάφτισή τους, όσο και τις οικογένειές τους, ο μεν ονομάστηκε Χαϊρεντίν, από το όνομα του Κάιν, του υποτιθέμενου πατέρα του, ενώ ο άλλος πήρε το όνομα Αρούτζ, στο οποίο πρόσθεσε και το προσωνύμιο Μπαρμπαρόσα. Συμμάχησαν κι οι δυο τους μ’ έναν πρώην βαστάζο που ήταν και ατρόμητος κουρσάρος, κι ήταν γνωστός σε όλους με το παρανόμι Χαμάλης.

Γνωρίζουμε ποια ήταν η συμπεριφορά του Μπαρμπαρόσα το 1517 μπροστά στις πύλες του Αλγερίου, όπου και στέφτηκε βασιλιάς, και πως ο Χαϊρεντίν, συνεχίζοντας την πειρατική τέχνη του, συμμάχησε και πάλι με τον Μπαρμπαρόσα, για να σπείρει τον τρόμο σ’ όλη την χριστιανοσύνη, μετά τη νίκη του κατά του Καρόλου του Ε’. Στη μάχη της Τύνιδας, όπου συνέπραξαν και οι δυο συνωμότες, ήταν παρόν και ο Πιζάρο.

Ο τελευταίος διαπίστωσε πόσο αποτελεσματική μπορεί ν’ αποβεί η πειθαρχία προκειμένου ν’ αναχαιτιστούν τα στίφη των Βαρβάρων, κι έτσι ξεκίνησε από εδώ για να πάει να κατακτήσει  το Νέο Κόσμο.

  

Η κατάληψη του Ναυπλίου από τον Μπαρμπαρόσα


 

Το Σεράι, σχέδιο σε μολύβι, Μονακό, L. Lange.

Την ίδια ώρα ο Μπαρμπαρόσα έβαζε πλώρη για την Κωνσταντινούπολη, κι έχοντας έναν ολόκληρο στόλο κι έναν ατρόμητο στρατό ξηράς κάτω από τις διαταγές του, θεάθηκε να πορεύεται προς την Ρώμη, κι αφού πρώτα έσπειρε τον τρόμο στην Ιταλία, κατέλαβε στη συνέχεια τη Σύρο, την Πάτμο, την Πάρο, την Αίγινα, τη Νάξο το Ναύπλιο, τρέποντας σε φυγή τον αήττητο στόλο του Ντόρια. 

Ας μου συγχωρεθεί το γεγονός ότι, μιμούμενος τον Παυσανία, παρενέβαλα στις ταξιδιωτικές μου περιγραφές ένα αναξιόπιστο σε μερικά σημεία του αφήγημα. Προς τα τέλη της βασιλείας του Ερρίκου Δ’, η Γαλλία τοποθέτησε στο Ναύπλιο έναν πρόξενο καθώς και μια ιεραποστολή αποτελούμενη από Καπουτσίνους της οδού Σαιντ Ονορέ, οι οποίοι παρέλαβαν αργότερα τα ιερά δισκοπότηρά τους από την παρισινή αδελφότητα των Μοναχών του Αγίου Μυστηρίου. Αυτή ήταν η κατάσταση που συνάντησε ο La Guilletière όταν διέτρεξε ένα τμήμα του Μοριά. Είχε παρατηρήσει πόσο καλοπροαίρετοι ήταν οι Έλληνες, και πόσο κακεντρεχείς οι Τούρκοι του Ναυπλίου.

Σ’ αυτόν οφείλουμε τις πληροφορίες σχετικά με την αποστολική φιλανθρωπία και την αυταπάρνηση του Πατρός Βαρνάβα, όταν ο τελευταίος οδηγήθηκε ενώπιον του οθωμανικού Σανχεδρίν και καταδικάστηκε από τον κατή σε θάνατο, επειδή δεν άφησε ένα ορφανό Γαλλόπαιδο ν’ αλλαξοπιστήσει και το έστειλε κρυφά στην Τουλόν.

Νιώθει υπερήφανος ν’ ανήκει κανείς στην τάξη εκείνων των προξένων της Ανατολής που διαφύλαξαν τα φιλάνθρωπα αισθήματά τους, όπως είναι η περίπτωση Chastagner, προξένου του χριστεπώνυμου βασιλιά μας, ο οποίος έθεσε τη ζωή του σε κίνδυνο θέλοντας να κάνει τον Ισμαηλίτη δικαστή ν’ αναιρέσει την απόφασή του, και να σώσει έτσι τη ζωή ενός ταπεινού και θεοσεβούμενου  Καπουτσίνου, που περίμενε καρτερικά να δεχτεί το προοριζόμενο γι’ αυτόν στεφάνι του μαρτυρίου.

Δεν φείδονταν πλέον κανενός μέσου οι Τούρκοι, όταν ο αρχιστράτηγος Μοροζίνι, έχοντας καταλάβει ήδη το 1686 το Ναυαρίνο και τη Μεθώνη, αποβιβάστηκε στις 27 Ιουλίου με δώδεκα χιλιάδες άνδρες του πεζικού και του ιππικού στο Πορτ Τουλόν (Τολό), που δεν απέχει παραπάνω από τέσσερα μίλια από το Ναύπλιο. Αιφνιδιάζοντας τον εχθρό, ο στρατηγός Καίνιγκσμαρκ τον εξεπόρθησε ευθύς από το Παλαμίδι που είχε κιόλας αρχίσει να οχυρώνει.

Ο νικητής ήταν έτοιμος να κανονιοβολήσει την πόλη από την κορυφή αυτού του βράχου, όταν πληροφορήθηκε ότι τρεις χιλιάδες Τούρκοι, προερχόμενοι από το Νεγρεπόντε, πλησίαζαν για να ενωθούν με τον στρατοπεδευμένο στο Άργος σερασκέρη.

Στις 6 Αυγούστου, ο Καίνιγκσμαρκ ξεκινά επικεφαλής των εφεδρικών ταγμάτων του Μιλάνου, της Σαξωνίας, του Μπρούνσβικ, καθώς κι ενός σώματος δραγώνων, υπό την ηγεσία των δουκών, Μπρούνσβικ και Τυρέν, τους οποίους ο αρχιστράτηγος ενίσχυσε και με δυο χιλιάδες πεζοναύτες. Οι άπιστοι, αφού ηττήθηκαν μέσα στο Άργος, αποκρούστηκαν στις 29 του ίδιου μήνα όταν επιτέθηκαν κατά των χριστιανικών σωμάτων. Οι Σάξονες δείχνουν στους πολιορκημένους τα κεφάλια των γενίτσαρων που επρόκειτο να έρθουν σε επικουρία τους, οι άπιστοι παραδίδονται υπό τον όρο να μεταφερθούν στην Τένεδο, κι έτσι ένας χριστιανικός πληθυσμός εξήντα χιλιάδων ψυχών επανέκτησε την ελευθερία του.

Είπαμε προηγουμένως με ποιο τρόπο το Ναύπλιο περιήλθε και πάλι, το 1715, στην εξουσία των Τούρκων, οι οποίοι εγκαθίδρυσαν εκεί ένα καθεστώς δεσποτισμού και στρατιωτικής αναρχίας. Όταν εγώ πρωτοείδα την πόλη, το 1799, ο κ. Καρατζάς, δραγομάνος του βεζίρη του Μοριά και παλαιότερα αρχιδιερμηνέας της διπλωματικής αποστολής στο Βερολίνο, δεν έπαυε να καταφέρεται κατά της ασυδοσίας της τουρκικής πολιτοφυλακής σ’ αυτό το λιμάνι, λες κι ήταν το Αλγέρι σε μικρογραφία.

Μου διηγήθηκε με ποιο τρόπο, εδώ και λίγο καιρό, ένας Τούρκος καθισμένος ανακούρκουδα πάνω στο μόλο σκότωσε κάτω από τα μάτια του σχεδόν, έναν Υδραίο.

Οι λεπτομέρειες αυτής της δολοφονίας ήταν ανατριχιαστικές: ο χριστιανός ζύγιζε σιτάρι, όταν ο Γενίτσαρος τον πρόσταξε να πάει να του ανάψει τον ναργιλέ του. «Μόλις γεμίσω το σακί μου, αφέντη μου, είμαι στις προσταγές σου». Στα λόγια αυτά, ακούστηκε μια πιστολιά που έριξε νεκρό, πάνω στο κατάστρωμα της βάρκας το χριστιανό. «Τώρα γέμισε το σακί σου», λέει ο Τούρκος με ένα περιφρονητικό χαμόγελο. Οι σύντροφοι του φονιά κραυγάζουν άφεριμ, μπράβο, και με θριαμβευτική πομπή τον συνοδεύουν ως τον καταυλισμό τους, όπου τον ανακηρύσσουν εκδικητή των προνομίων του Ορτά.

Επιτρέψτε μου να μνημονεύσω εδώ τα ονόματα των συντρόφων μου της αιχμαλωσίας, τον Fornier de Montcazal, τον Calmet de Beauvoisins και τον πλοίαρχο Joie de la Ciotat, που μαζί τους αποβιβάστηκα στο Ναύπλιο. Την προσοχή μου τράβηξε αμέσως η φυσιογνωμία ενός τύπου σοφολογιότατου, με μακρύ μέχρι κάτω ένδυμα, με καπέλο στο κεφάλι του σαν κι αυτό του Δον Μπαζίλιο, και που μας τον σύστησαν ως υποπρόξενο της Αγγλίας. Αποφύγαμε να μπούμε στο χώρο του τελωνείου όπου βρισκόταν κι εκείνος, προτιμώντας να μείνουμε κάτω από τον καυτό ήλιο, παρά να πλησιάσουμε έναν άνθρωπο αποσπασμένο στην υπηρεσία του λόρδου Έλγιν και  πληρωμένον απ’ αυτόν.

Ένας Τούρκος μας έκανε μια χειρονομία για να μας δείξει ότι επρόκειτο να μας αποκεφαλίσουν, αλλά μια πέτρα που ο κ. Fornier του εκσφενδόνισε, πετυχαίνοντας το στόχο της, εξασφάλισε το θρίαμβό μας. «Μόνο ένας Γάλλος θα τα κατάφερνε τόσο καλά», φώναξαν μερικοί παλαίμαχοι Γενίτσαροι. «Σύντροφοι, ας τους δείξουμε σεβασμό, είναι οι γιολδάσηδές μας».

Ήταν για μας μια καλή αρχή, και η φήμη μας ως παλικάρια του Βοναπάρτη, δικαιωμένη χάρη στην εκσφενδόνιση μιας πέτρας, αποκατέστησε αμέσως την υπόληψή μας, κι έτσι βρεθήκαμε κάτω από την προστασία της φανταρίας. Η στιγμή όπου μας παρουσίασαν στον Κασάν Μπέη, τον κυβερνήτη του Ναυπλίου, στον· οποίο δεν θελήσαμε να κάνουμε αντικάμαρα, η συνάντησή μας με τον κ. Roussel, το Γάλλο πρόξενο που βρισκόταν σε κατ’ οίκον περιορισμό, η υποδοχή που ο ευγενέστατος γιατρός Sicinni μας επεφύλαξε, παραμένουν στην μνήμη μου ακόμη νωπά: ανάμεσά τους νιώθαμε σαν να ήμασταν στη Γαλλία.

Είχα την άδεια να κυκλοφορώ έξω, να χαίρομαι την ελευθερία μου και να παρατηρώ τα πάντα. Θα επαναλάβω, λοιπόν, τα όσα δημοσίευσα το 1805 σχετικά μ’ αυτό το φρούριο, στο οποίο τώρα όλα θα έχουν αλλάξει ή τουλάχιστον θα πρέπει ν’ αλλάξουν, αν εφαρμόστηκαν τα σχέδια του συνταγματάρχη Fabvier, του γενναιόψυχου υπερασπιστή των Ελλήνων.

  

Το Παλαμήδι, η ονομασία Νάπολι ντι Ρομάνια και το Μπούρτζι


 

Το Ναύπλιο και το Παλαμήδειον ή Παλαμήδι διατηρούν ακόμη τις ονομασίες που ήδη έφεραν στα πολύ παλιά χρόνια, αν κι οι Τούρκοι κι οι Φράγκοι χρησιμοποιούν περισσότερο τις ονομασίες  Ανάπλι  ή   Νάπολι ντι Ρομάνια.

Ακροναυπλία, η Πύλη των Τόρων

Οι διάσπαρτες επιγραφές πάνω σε μάρμαρα ή επιφάνειες του τείχους αποδεικνύουν ότι την πόλη κατείχαν πρώτα οι Έλληνες και κατόπιν οι Ρωμαίοι. Η σύγχρονη πόλη κείται στις υπώρειες του όρους Παλαμήδι, ενώ μερικά από τα σπίτια της ορθώνονται κλιμακωτά στη ρίζα αυτού του βουνού. Με την πρώτη κιόλας ματιά σε ξαφνιάζει η τόσο στρατηγική θέση αυτού του οχυρού, ιδιαίτερα όταν υψώνεις το βλέμμα σου προς την ακρόπολη, όπου τα σύννεφα καλύπτουν πολύ συχνά τις επάλξεις της. Έτσι, λοιπόν, οι κανονιές διαπερνούν τα σύννεφα και κατευθύνονται τόσο προς τον όρμο, όσο και προς το αγκυροβόλι και τα γειτονικά παράλια.

Καθώς προσορμίζει στο Ναύπλιο το καράβι, πριν προσεγγίσουμε στον ταρσανά, αφήνουμε στο αριστερό χέρι μας το φρούριο του Αγίου Θεοδώρου ή Μπούρτζι, κτισμένο πάνω σ’ έναν απομονωμένο σκόπελο. Επικρατεί η άποψη ότι μια διπλή οροσειρά που ξεκινούσε απ’ αυτό το βράχο, έκλεινε άλλοτε το εσωτερικό του λιμανιού.

Το πράγμα μου φαίνεται ωστόσο αμφίβολο, αν κι ο ίδιος ο Coronelli έχει σημειωμένη αυτή τη λεπτομέρεια στην απεικόνιση που μας έχει αφήσει. Το προαναφερόμενο καστράκι είναι κτισμένο πάνω σ’ ένα βράχο,  αγγίζοντας σχεδόν την επιφάνεια του νερού: απαρτίζεται από έναν καχεκτικό πύργο, με λιγοστά σπίτια προσκολλημένα στα τείχη του, και διαθέτει  ελάχιστες μόνο πολεμότρυπες. Το κάστρο συνεπώς αυτό δεν παρουσιάζει ιδιαίτερους κινδύνους για όσα καράβια θα τολμούσαν να το πλησιάσουν μετωπικά, αφού μόνο μια σειρά τηλεβόλων πλοίου θα ήταν αρκετή για να ισοπεδώσει τον πυργίσκο, εκείνο το τόσο αξιογέλαστο καύχημα των Τούρκων, και να το βουλιάξει στο βυθό της θάλασσας. Αφού περιπλεύσουμε το φρούριο του Αγίου Θεοδώρου, περνάμε κάτω από την κανονιοστοιχία των δώδεκα τριανταεξάρικων κανονιών που υπερασπίζονται την πούντα της ξηράς.

Σε μικρή απόσταση από εκεί, ρίχνουμε άγκυρα σ’ ένα λασπώδη βυθό, αποβιβαζόμαστε σε μια πλακόστρωτη αποβάθρα και βρισκόμαστε κιόλας μέσα στην πόλη. Οι δρόμοι μπροστά μας είναι πλατιοί, ωραίοι και με πολλή απλοχωριά για μια τούρκικη πόλη, αλλά θλιβεροί κι έρημοι.

Μετά από πεντακόσια ή εξακόσια βήματα, καθώς ανηφορίζουμε την κεντρική οδό, έκπληκτοι αντικρίζουμε ένα δεύτερο τείχος με μια πύλη και με πολεμίστρες, και στρέφοντας το βλέμμα μας προς το Παλαμήδι, βλέπουμε ότι έχει στα πλευρά του κανονιοστοιχίες, διατεταγμένες κλιμακωτά και κατά τέτοιο τρόπο ώστε να κατευθύνουν τους πυροβολισμούς τους τόσο προς τον όρμο, όσο και προς έναν αγκώνα της ακτής.

Εδώ, έχει ανοιχτεί μια στενή οδός μέσω της οποίας γίνεται η από ξηράς προσπέλαση στην κάτω πόλη. Κτισμένο στην ανατολική πλευρά του Αργολικού κόλπου, πάνω σε μια πολύ στενή γλώσσα, το Ναύπλιο εισχωρεί μέσα στη θάλασσα με κατεύθυνση από τα νοτιοανατολικά προς τα βορειοδυτικά. Ο ισθμός αυτής της μικρής χερσονήσου καταλαμβάνεται από έναν πανύψηλο και πολύ απόκρημνο βράχο, ο οποίος αφήνει μετά βίας ελεύθερη μια στενή δίοδο απ’ όπου γίνεται η προσπέλαση στην πόλη.

Πάνω σ’ αυτό το βράχο ορθώνεται το κάστρο του Παλαμηδίου. Ένα απομονωμένο ξεροβούνι προστατεύει την πλευρά της γλώσσας που είναι προσανατολισμένη προς τα δυτικά του κόλπου, ενώ πάνω στην κορυφή του υψώνεται το κάστρο, το λεγόμενο Ιτς–Καλέ, από το οποίο διακλαδίζονται τα τείχη διαμορφώνοντας τον περίβολο του Ναυπλίου. Ένα απ’ αυτά τα αντερείσματα κατευθύνεται προς τη θάλασσα πάνω σ’ έναν άξονα βορειοδυτικά – νοτιοανατολικά και κατόπιν σχηματίζει πάνω σ’ έναν άξονα δυτικοανατολικό δυο προμαχώνες, χωρισμένους μεταξύ τους με ένα μεταπύργιο, το οποίο είναι εφοδιασμένο με κανόνια. Σ’ όλο το μήκος του μεταπυργίου αναπτύσσεται μια τάφρος με νερό, σκαμμένη εγκαρσίως προς το πλάτος του προαναφερθέντος ισθμού. Η χερσαία πύλη έχει ανοιχτεί στη μέση ακριβώς αυτού  του μεταπυργίου.

Από το βορειοανατολικότερο προμαχώνα του Παλαμηδίου, οι πρόποδες του οποίου βρέχονται από τη θάλασσα, τα τείχη της πόλης ανεβαίνουν από τα νοτιοανατολικά προς τα βορειοδυτικά και προχωρούν προφυλάσσοντας μια κανονιοστοιχία από δώδεκα κανόνια, μοναδική προστασία του μυχού του λιμανιού.

Μετά από την κανονιοστοιχία αυτή, ο περίβολος του οχυρού περιορίζεται σ’ ένα απλό τείχος, χωρίς κλίση του εδάφους, καθόσον εντοπίζεται σ’ ένα πλάτωμα. Αυτός ο περίβολος προχωρεί προς το εσωτερικό της γλώσσας, αφήνοντας ελεύθερη μια μεγάλη επιφάνεια πάνω στην οποία είναι κτισμένο το εξωτερικό προάστιο, που βρίσκεται μ’ αυτό τον τρόπο εγκλωβισμένο ανάμεσα στην πόλη και τη θάλασσα, και δεν έχει άλλη διέξοδο παρά δυο πύλες που ανοίχτηκαν στο προαναφερόμενο τείχος. Το τείχος, οροθετώντας προς την πλευρά του όρμου το εξωτερικό προάστιο, διαθέτει άλλη μια κανονιοστοιχία με δεκαπέντε κανόνια. Από το σημείο αυτό, το τείχος, διαγράφοντας μερικούς ελιγμούς, προεκτείνεται προς την πλευρά  του κόλπου πάνω στο προαναφερθέν απομονωμένο ξεροβούνι και περικλείει ολόγυρα την πόλη καταλήγοντας στην ακρόπολη του Ιτς – Καλέ

Το τείχος της Αρβανιτιάς

Οι Βενετοί οχύρωσαν την κορωνίδα του Παλαμηδιού γύρω στο έτος 1687. Οι  Τούρκοι, κρίνοντας το Παλαμήδι ως τη λεωφόρο διαφυγής του Ναυπλίου, δεν επιτρέπουν σε κανένα χριστιανό την είσοδο σ’ αυτό. Το χρησιμοποιούν για ν’ αποθηκεύουν εκεί τόσο το μπαρούτι τους, όποτε βέβαια διαθέτουν, κάτι που δεν συμβαίνει πάντοτε, όσο και τα όπλα τους, όταν οι πασάδες δεν τα πωλούν στους Υδραίους καραβοκύρηδες.

Κατά τα άλλα πρόκειται για ένα απόρθητο σχεδόν καταφύγιο, με την προϋπόθεση ότι θα ήταν εφοδιασμένο με τις απαραίτητες προμήθειες. Έχοντας κατακόρυφους βράχους κι από τις τρεις πλευρές του, η πρόσβασή του γίνεται απευθείας μέσα από την πόλη ακολουθώντας ένα στεγασμένο και κατά τέτοιο τρόπο προφυλαγμένο μονοπάτι, ώστε η αποτελούμενη από κλιμακωτά επίπεδα θολωτή σκεπή του να επιτρέπει να μπαίνει φως, έτσι ώστε να φωτίζονται αρκετά οι σκάλες καθώς κι η ομαλή πλαγιά, την οποία η θολωτή εκείνη σκεπάζει και προστατεύει από κάθε είδους βλήματα.

Η ακρόπολη, όπου για ν’ ανέβει κανείς χρειάζεται παραπάνω από ένα τέταρτο της ώρας, έχει τη μορφή πενταγώνου με πέντε συμμετρικούς προμαχώνες, εφοδιασμένους με πυροβόλα στην κάθε πλευρά τους. Για τη στρατιωτική φρουρά υπάρχει ένα τζαμί, υπάρχουν καταυλισμοί καθώς και δεξαμενές για να διατηρούν το νερό.

Τις πληροφορίες αυτές μου τις παρείχε ο κ. Roussel,ο οποίος ζούσε πάνω από δέκα χρόνια στο Ναύπλιο, καθόσον όπως εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς, οι συνθήκες κάτω από τις οποίες εγώ βρισκόμουν, δεν μου άφηναν πολλά περιθώρια για περιπλανήσεις, που θα απέβαιναν ενδεχομένως ενδιαφέρουσες, αν κρίνω απ’ όσα ανέκδοτα, πιστεύω, σπαράγματα αρχαίων επιγραφών δημοσιεύω εδώ.

Το προσανατολισμένο προς τον Αργολικό κόλπο τμήμα της πόλης, διαθέτει μια φυσική οχύρωση από βράχους, πάνω στους οποίους ύψωσαν ένα γεροκτισμένο πέτρινο τείχος με επάλξεις και κανονιοστοιχίες, κατάλληλες να υπερασπίζουν τη γύρω περιοχή. 

Πάνω στα βενετικά οικοδομήματα, εκτός από το πανταχού παρόν λιοντάρι του Αγίου Μάρκου, επισημαίνουμε και ορισμένα αποφθέγματα που μας πληροφορούν για τα έργα των Προβλεπτών, τα μισοσβησμένα ονόματα των οποίων μετά βίας διακρίνονται. Κατά τον ίδιο τρόπο θα διακρίνονται, πριν καν περάσει ένας αιώνας, τα ομοίως και δικαίως ακρωτηριασμένα από τους Έλληνες ονόματα των Τούρκων. Διάβασα ονόματα όπως του Βαρβαρήγου, του Γριμάνη, αλλά και την ταπεινή παράκληση ενός άτυχου στρατιώτη, που μέσα από  το αγνοημένο, όπως και το όνομά του, μνήμα του, μας παρακαλεί να ικετεύσουμε την Παναγία ν’ αναπαύσει την ψυχή του.

Το κάστρο του Αγίου Θεοδώρου, τα δυο οχυρά στην εισόδου του λιμανιού, καθώς και το Παλαμήδι, διοικούνται από ικανό αριθμό δισδάρηδων ή τοποτηρητών, που πληρώνονται για να συντηρούν μια μόνιμη φρουρά τριάντα συνολικά ανδρών.

Σύμφωνα με τους υπολογισμούς αυτούς, η στρατιωτική δύναμη του φρουρίου θα έπρεπε να ανέρχεται σε εκατόν είκοσι άνδρες, επειδή όμως η τόσο ευγενείς  πυργοδεσπότες σκέφτονται πάνω απ’ όλα το δικό τους συμφέρουν, δεν διατηρούν συνήθως παρά μόνο δέκα στρατιώτες, πράγμα που περιορίζει τον αριθμό του τακτικού σώματος για τις ανάγκες τις υπηρεσίας σε σαράντα άνδρες, μια υπηρεσία που εκείνοι εκπληρώνουν όποτε δεν έχουν να θερίσουν το σιτάρι τους, να μαζέψουν τις ελιές τους, ή όταν δεν επινοούν να κλέψουν κανένα αρνί για να ικανοποιήσουν τη λαιμαργία τους.

Τ’ αφεντικά τους, που χρήζουν και τα ίδια κάποιας επιείκειας, τους συχωρούν κάτι τέτοια μικροαμαρτήματα, εκτός βέβαια κι αν αυτά σχετίζονται με τον πασά, στον οποίο αποδίδουν ένα μέρος των πλασματικών μισθών. Το ίδιο συμβαίνει και με τους τρεις υποτιθέμενους Ορτάδες των Γενίτσαρων που έχουν κι αυτοί τον αγά τους.

Θα έλεγες ότι το ευλογημένο αυτό Ναύπλιο είναι μια γη της Επαγγελίας, γιατί η κλοπή, οι δεισιδαιμονίες, ο εγκλεισμός των γυναικών, τα έκλυτα ήθη, η υπέρμετρη αυστηρότητα σ’ ότι αφορά τις σαρκικές αδυναμίες και η δημόσια αποδοχή της κάθε παρά φύσει ακολασίας, η βαρβαρότητα και η ανανδρία, έχουν γίνει εδώ θεσμός κι έχουν ανακηρυχτεί σε κυβερνητικές αρχές, προς δόξαν του Αλλάχ και του προφήτη του.

  

Συνάντηση με τον Μουφτή


 

Κατά κανόνα, η πόλη έχει έναν σαντζάκ – μπέη με δυο ουρές, έναν κατή που αγοράζει κάθε χρόνο χονδρικά από την Κωνσταντινούπολη το δικαίωμα να μεταπωλεί λιανικά στους Ναυπλιώτες τη δικαιοσύνη, καθώς κι ένα μουφτή ή μουσουλμάνο θεολόγο. Εκείνος που, την εποχή μου, έδινε χρησμούς ή  φετφά, τυφλώθηκε από την άκρατη οινοποσία. Θέλησε να με συμβουλευτεί με την ιδιότητά μου του φιλόσοφου γιατρού.

Όταν ο γιατρός Siccini με οδήγησε στο σπίτι του, μου είπε να περάσω μέσα στο χαρέμι του όπου μας ανέμενε η Εκλαμπρότης του. Γνώριζε, όπως και όλοι σχεδόν οι Τούρκοι, τις πιο εύχρηστες γαλλικές εκφράσεις και τις μεταχειρίσθηκε αφού με καλωσόρισε πρώτα στα ελληνικά.

Η σύζυγός του έδειχνε να έχει αρκετή οικειότητα με το φίλο μου Siccini, και μας δέχτηκε στο σπιτικό της καπνίζοντας ναργιλέ και πίνοντας μαζί μας καφέ. Πρόσεξα πως φορούσε ένα πελώριο δαχτυλίδι περασμένο στον αντίχειρά της, πως είχε βαμμένα κίτρινα τα νύχια της και την παλάμη των χεριών της, όπως άλλωστε κι οι υπόλοιπες γυναίκες του περίγυρού της.

Ο τυφλός μουφτής που είχε επιπλέον και πυρετό, που μίλησε πολύ για το Βολτέρο, για τον Βοναπάρτη, και με συγκίνησε προσφέροντάς μου ένα δώρο: τη στιγμή ακριβώς που σηκώναμε πανιά και βάζαμε πλώρη για την Κωνσταντινούπολη, μου έστειλε δυο αρνιά και δυο μεγάλα σταμνιά με κρασί. Ήταν η μοναδική φορά στη ζωή μου που έτυχε να συναντήσω ένα γενναιόδωρο Τούρκο, αλλά ταυτόχρονα και νοήμονα μουφτή, και να περιεργαστώ το εσωτερικό ενός χαρεμιού, μαζί με όλο τον εξοπλισμό του σε γυναίκες, ευνοούμενες και ευνούχους.

 

Ο πληθυσμός του Ναυπλίου


 

Το 1799, το κατοικούμενο από Τούρκους, Έλληνες, Αρμένιους και Εβραίους Ναύπλιο, εξακολουθούσε να αριθμεί εφτά χιλιάδες άτομα, ό,τι είχε δηλαδή απομείνει από έναν πληθυσμό εξήντα χιλιάδων ψυχών, που ήταν ο πληθυσμός του το 1715. Η δικαιοδοσία του σαντζακιού του, του περιλαμβάνοντος επίσης και την Τροιζηνία και την Ερμιονίδα είναι αρκετά περιορισμένη, λόγω των εδαφικών παραβιάσεων τόσο του βεζίρη της Τριπολιτσάς όσο και του Καπετάν Πασά αν κι ο τελευταίος δε στέλνει πλέον παρά σπανίως μόνο μερικές φρεγάτες, οι οποίες, μην μπορώντας να εισχωρήσουν στο λιμάνι είναι αναγκασμένες να πηγαίνουν ν’ αράζουν στην ακτή της Λέρνης, στους κοινώς λεγόμενους Μύλους.

  

Το Πορτ Τουλόν (Τολό)


  

Τα σκιερά λεμονοδάση και οι πορτοκαλεώνες της περιοχής του Πορτ Τουλόν, ενός μικρού λιμανιού τέσσερα ελληνικά μίλια από το Ναύπλιο, είναι ο συνηθισμένος περίπατος των χριστιανών. Μισή λεύγα έξω από την πόλη, πάνω σ’ αυτή την οδό, συναντάμε το χωριό Κατσίγκρι, και κοντά του επισημαίνουμε την εκκλησία του Αγίου Αδριανού.

Η εκκλησία αυτή έχει προφανώς υποκαταστήσει το ναό της Ήρας, την οποία και απεικόνιζαν μ’ ένα διάδημα περιτριγυρισμένο από τις Ώρες και τις Χάριτες, και  κρατώντας στο ένα χέρι της το συμβολικό ρόδι των μυστηρίων, καθώς κι ένα σκήπτρο μ’ ένα κούκο καθισμένο πάνω του.

Ήταν ξακουστό στην Ερμιονίδα το πουλί αυτό, χάρη σε μια από τις μεταμορφώσεις του Δία, γι’ αυτό και μια οροσειρά που καταλήγει στο ακρωτήριο Σκύλλαιον έφερε το όνομα του. Νομίζω ότι κάπως έτσι θα πρέπει να διαρθρώνεται αυτή η αρχαία τοποθεσία, ως προς την οποία  διαφωνούν ο Παυσανίας με τον Στράβωνα.

Αν θεωρήσουμε  ότι ο Αδριανός, από τον οποίο και πήρε το όνομα της η εκκλησία, διοχέτευσε  όλη τη γενναιοδωρία του προς χάριν της Ήρας, εύλογα συμπεραίνουμε ότι το όνομα αυτό, αφού προηγουμένως υιοθετήθηκε από τους πρώτους χριστιανούς, χρησιμοποιήθηκε στη συνέχεια ως προσδιοριστικό αυτού του οικοδομήματος, όταν οι τελευταίοι το μετέτρεψαν σε εκκλησία.

Πολύ παλαιότερα, οι Αργείοι είχαν ήδη κατεδαφίσει τις περισσότερες από τις ακροπόλεις σ’ αυτά τα μέρη, καθώς και την Πρόσυμνα, την οποία όλοι ομόφωνα εντοπίζουν στο Πορτ Τουλόν, αποκαλούμενο από τους χωρικούς Αυλών. Στη θέση αυτής της ακρόπολης βρίσκεται σήμερα το χωριό Τζαφέραγα (Ασίνη) όπου και διακρίνουμε έναν πύργο, σε μικρή απόσταση από έναν αρχαιότατο περίβολο.

Το λιμάνι, κοντά στο οποίο συναντάμε κήπους με οπωροφόρα δέντρα, εμφανίζει βάθος δώδεκα ως δεκαπέντε οργιών σ’ όλα σχεδόν τα σημεία του, ενώ η είσοδός του προφυλάσσεται από ένα νησάκι, το λεγόμενο Μακρονήσι,  όπου βρίσκει κανείς γλυκό νερό.

Αν από το σημείο αυτό επιστρέψουμε στο Ναύπλιο μέσα από τα βουνά, θα φτάσουμε στον Καραθώνα, την πιθανολογούμενη αρχαία Ειώνη, ένα αγκυροβόλι που οι ναυτικοί το προτιμούν από το Τολό λόγω της γειτνίασής του με το Ναύπλιο, αν κι αναγκάζονται να ρίχνουν άγκυρα στ’ ανοιχτά.

Παραθέσαμε αυτό το διπλό οδοιπορικό, επειδή κρίναμε ότι ήταν απαραίτητο να περιλάβουμε στην περιγραφή μας τα βουνά εκείνα που προστατεύουν σαν περιτείχισμα το Ναύπλιο, και κατόπιν να προβούμε στη σκιαγράφηση της Τροιζηνίας και της Επιδαυρίας, μέσω της οποίας θα επανέλθουμε στην Ερμιονίδα. 

 

Πηγές 


  • Pouqueville, Francois Charles Hugues, «Voyage dans la Grece», Paris : Chez Firmin Didot, Pere et Fils,1822.
  • Φραγκίσκου  Πουκεβίλ, «Ταξίδι στην Ελλάδα / Πελοπόννησος», Εκδόσεις Τολίδη, Αθήνα, 1997. 

 

Διαβάστε ακόμη: 

 

Read Full Post »

Επίδαυρος – Φραγκίσκου Πουκεβίλ


  

Ο  Φιλέλληνας Φραγκίσκος Πουκεβίλ (1770-1838) γνώρισε για πρώτη φορά την Ελλάδα ως αιχμάλωτος των Τούρκων, όταν επιστρέφοντας από την Αίγυπτο όπου είχε ακολουθήσει τον Ναπολέοντα, συνελήφθη από Αλγερινούς πειρατές οι οποίοι τον παρέδωσαν στους Τούρκους στην Πύλο.

Στην συνέχεια μεταφέρθηκε στην Τρίπολη και το Ναύπλιο, όπου παρέμεινε έγκλειστος περίπου οκτώ μήνες. Μολονότι ο Πουκεβίλ πρόσφερε τις υπηρεσίες του ως γιατρός στους Τούρκους, αυτοί τον έστειλαν σιδηροδέσμιο την Κωνσταντινούπολη όπου κρατήθηκε δυο ολόκληρα χρόνια. Αποφυλακίστηκε το 1801.

Ο Ναπολέοντας εκτιμώντας τις γνώσεις του για την περιοχή, τον διόρισε ως εκπρόσωπό του στην αυλή του Αλή πασά των Ιωαννίνων όπου και παρέμεινε δέκα ολόκληρα χρόνια. (1805- 1815). Δυο χρόνια μετά (1817) τοποθετείται πρόξενος της Γαλλίας στην Πάτρα. Περιηγείται την Ελλάδα και βεβαίως την Πελοπόννησο.

 Στο κείμενο που ακολουθεί  ο Πουκεβίλ περιγράφει την επίσκεψή του στην Επίδαυρο.

 

Ο Πουκεβίλ σε προσωπογραφία φιλοτεχνημένη από τον Ντεπρέ (Dupre Louis) 1827.

[…] Καθώς απομακρυνόμαστε από το Ναύπλιο, μπαίνουμε σε μια ομοιόμορφη σ’ όλη την έκταση της πεδιάδα, καλλιεργημένη κατά διαστήματα, μέχρι το ξωκλήσι του Αγίου Δημητρίου, που το αφήνουμε αριστερά μας πάνω σ’ ένα ύψωμα, ενώ προς τα πίσω και δεξιά μας ξετυλίγεται ένας πορτοκαλεώνας. Στα πε­ρίχωρα του Κατσιγκριού σημειώνουμε τα χωριά Άρεια και Μερζέ, καθώς και το βράχο του Τζαφέραγα.

Ένας γειτονικός ελληνοπρεπής πύργος είναι προφανώς ένα από τα κάστρα της Ανατολικής αυτοκρατορίας, που προορισμός τους ήταν η φύ­λαξη των διαβάσεων. Στην προκειμένη περίπτωση, το κάστρο έκλεινε τη διάβαση μεταξύ Αργολίδας και Επιδαυρίας, ακριβώς στο σημείο όπου το όρος Αραχναίον χωρίζεται από τα προεκτεινόμενα προς τα νοτιοανατολικά Κοκκύγεια όρη. Σ’ αυτή την περιφέρεια ανήκουν και τα χωριά Κινόπαρτι και Μπαρμπέρι, ενώ κάπου εδώ κοντά εντοπίζεται και η Μιδέα. Αφού διαβούμε κάμποσα ποταμάκια, το ρεύμα των οποίων αναγρά­φεται μόνο στους πολύ λεπτομερείς χάρτες, φτάνουμε στο Λυγουριό, μια κωμόπολη απέχουσα πέντε ώρες και σαράντα οχτώ λεπτά από το Ναύπλιο.

Η Λυς ή Λήσσα, στο χώρο της οποίας ορθώνεται σήμερα το Λυγουριό, εντοπιζόταν, απ’ ό,τι μας λέει ο Παυσανίας, πά­νω στην οροθετική γραμμή που χώριζε το κράτος του Άργους από το κράτος της Επιδαύρου. Εδώ υπήρχε κι ένας ναός αφιερωμένος στην Αθηνά καθώς και ξύλινο ομοίωμα της θεάς, το οποίο δεν διέφερε καθόλου από εκείνο που έβλεπε τότε κανείς πάνω στην ακρόπολη της Λαρίσσης. Τόσο η θεότητα όσο κι ο ναός της έχουν σήμερα εκλείψει.

Διερχόμενος απ’ αυτό το χωριό το 1817, ο κ. Αμβρόσιος Φιρμίνος Διδότος καταγοητεύτηκε από την τοποθεσία του πάνω στο Αραχναίον όρος. Αυτό το τμήμα του βουνού, το άλλοτε ονομαζόμενο Σαπυσέλατον, ονο­μασία που πήρε όταν βασίλευε ο Ίναχος, ήταν γνωστό χάρη στους βωμούς του Δία και της Ήρας, όπου οι χωρικοί πρό­σφεραν θυσίες ικετεύοντας τους θεούς να τους στείλουν βροχές.

«Πολλοί Μοραΐτες», λέει ο περιηγητής μας, «έρχονταν να μας επισκεφτούν στη χωριάτικη καλύβα όπου είχαμε καταλύ­σει. Η απλή και κομψή φορεσιά τους έμοιαζε μ’ εκείνη των αρχαίων κατοίκων αυτής της περιοχής: ο χιτώνας, τα πέδιλα, αλλά όχι και το εσώβρακο, που το φορούν οι Έλληνες για λόγους κοσμιότητας, επειδή το αμπέχονο δεν καλύπτει παρά μόνο τους μηρούς τους». Παρατήρησε, ότι σε μια γωνιά του δωματίου κοιμόταν ένα μωρό μέσα σε μια σκαφοειδή κούνια από κορμό κυπαρισσιού, κρεμασμένη από ένα καρφί στον τοίχο. «Οι γυναίκες», συνεχίζει ο περιηγητής, «φασκιώνουν τα μωρά τους μέσα σ’ ένα κομμάτι από τραχύ ύφασμα, και τα δένουν γύρω γύρω σφιχτά μ’ ένα κορδόνι».

Στις περιπλανήσεις του μέσα στο χωρισμένο σε δυο συνοικίες χωριό, επισήμανε ένα μικρό υπαίθριο σχολείο, καθόσον κάτω από τον ωραίο ελληνι­κό ουρανό, όλοι οι χώροι άθλησης και συναθροίσεων, πλην των εκκλησιών, βρίσκονται πάντοτε κάτω από τη σκιά ενός δένδρου ή σ’ έναν αερικό χώρο. Ο μεγαλύτερος σε ηλικία μαθητής διάβαζε μεγαλοφώνως μια φράση, την οποία επαναλάμ­βαναν οι συμμαθητές του σαν ψαλμωδία σε διαφορετικούς τό­νους, κι αυτό έδινε τη δυνατότητα στο δάσκαλο, όταν έρχο­νταν αδιάβαστοι, να τους διορθώνει έναν έναν ξεχωριστά». Απ’ αυτή την πλευρά, η θέα των βουνών είναι μεγαλοπρεπής και μαγευτική, το έδαφος είναι εγκατεσπαρμένο με ερείπια, και ο κ. Διδότος αποτύπωσε μια επιγραφή από μια στρογγυλή πέτρα, πάνω στην οποία το μάτι του έπεσε τυχαία. Είναι ενδεχό­μενο να ανήκε στη Θόλο, που τη μνημονεύει και ο Παυσανίας.

Συνεχίζοντας την κατάβαση προς το ιερό άλσος του Ασκληπιού, το και σήμερα ακόμη αποκαλούμενο Ιερό, διασχίζουμε τους συνοικισμούς Περί και Κορόνι. Αυτός ο τελευταίος ανακαλεί στη μνήμη μας το όνομα της μητέρας του θεού που λατρευόταν εδώ κατά την αρχαιότητα. Ο Παυσανίας πληροφορεί τον ταξιδιώτη ότι υπήρχε κάπου εδώ κι ένας ναός. Κρίνοντας από τον αριθμό των οχυρών τα οποία υψώνονται σ’ όλες τις διαβάσεις, αρχίζοντας από το φρούριο του Ναυπλίου, αποκομίζουμε την εντύπωση ότι η περιοχή αυτή είχε ανάγκη εντατικής επαγρύπνησης, ώστε να προστατεύεται η προς την Αργολίδα πλευρά της. Αμέσως μόλις βγούμε από το Κορόνι μπαίνουμε σ’ ένα φαράγγι, φρουρούμενο από δυο πύργους, και σε μικρή απόσταση από εκεί πατάμε πάνω στα θεμέλια ενός τείχους, το οποίο τη χώριζε από μια άλλη πεδιάδα, τριγωνικού σχήματος και με πλήθος συσσωρευμένων ερειπίων. Δεν συναντάμε, επί δέκα και πλέον λεπτά, τίποτε άλλο παρά χαλάσματα, ενώ λίγη ώρα μετά βλέπουμε έναν ερειπωμένο περίστυλο ναό, απ’ όπου φτάνουμε σ’ έναν περίβολο, γνωστό με την ονομασία Ιερό.

Ο ναός του Ασκληπιού καταλάμβανε μια έκταση εξισούμενη με την επιφάνεια μιας ολόκληρης πόλης: ας σταθεί λίγο ο οδοιπόρος στο χώρο του απέραντου και θαυμαστού αυτού θε­ραπευτηρίου, όπου πρόστρεχαν από κάθε σημείο της χώρας οι άρρωστοι για ν’ ανακτήσουν την υγεία τους και να καθυστερή­σουν λίγο την για όλους αναπόφευκτη μοιραία στιγμή.

Άραγε πόσοι και πόσοι θησαυροί της αρχαιότητας δεν παραμένουν α­κόμη κρυμμένοι κάτω απ’ αυτή τη γη, ανάμεσα στα λουτρά, τους ναούς, τα αμφιθέατρα, τα θέατρα κι ανάμεσα σε πληθώρα τάφων που σίγουρα θ’ ανευρίσκονταν αν κατάφερνε η Ελλάδα ν’ απελευθερωθεί από τον ατιμωτικό τουρκικό ζυγό;

Τον οπτικό ορίζοντα του ιερού άλσους κλείνουν οι αρμο­νικές οροσειρές του Αραχναίου, του Τιτθίου και του Κυνορτίου με τις απογυμνωμένες κορυφές τους και με τις πλαγιές τους, τις κατάφυτες από σχίνους, μυρτιές, κέδρους και από δελφικές δάφνες που μ’ αυτές πλέκονταν τα στεφάνια των ιε­ρέων της Επιδαύρου.

Εδώ, στο Ιερό, οι Ασκληπιάδες διδά­σκονταν τη θεία τέχνη του Ιπποκράτη, του μεγάλου άνδρα ό­λων των αιώνων, που η ορθότητα των Αφορισμών του επι­σφραγίστηκε από το χρόνο. Έπρεπε να εκφραστεί με κανόνες, κι αυτοί οι κανόνες έγιναν χρησμοί: καθότι η τέχνη διαρκεί αι­ώνια, ενώ η ζωή είναι εφήμερη, και τα λόγια, όπως κι η φήμη του άρχοντα της ιατρικής θα παραμείνουν αθάνατα.

Θα λέγαμε ότι, σε γενικές γραμμές, όλοι οι ναοί του Ασκληπιού στην Ελλάδα, την Ασία και την Ιταλία, κτίστηκαν πάνω σ’ ένα πανομοιότυπο σχέδιο, το οποίο μιμήθηκε κατά καλή τύχη κι ο διάσημος αρχιτέκτων μας, ο Gondoin, όταν έ­κτισε την Ιατρική Σχολή των Παρισίων.

Τοποθετούσαν το άγαλμα του θεού πάνω στο άνοιγμα ενός πηγαδιού, οι αναθυ­μιάσεις του οποίου επενεργούσαν πάνω σ’ αυτό, όπως επενερ­γούσε και το λάδι που έκαιγε στη βάση του αγάλματος της Αθηνάς στην Αθήνα, και διατηρούσε τη στιλπνότητα του ελε­φαντοστού, του περιεχομένου μέσα στη σύνθεση του αγάλμα­τος. Το άγαλμα του Ασκληπιού ήταν έργο του Θρασυμήδη, γιου του Αρίγνωτου από την Πάρο.

Μερικά σπίτια ήταν κτισμένα γύρω απ’ αυτό το ναό για τη φιλοξενία όσων έρχονταν ν’ αποθέσουν στον Ασκληπιό τις προσφορές τους, ενώ υπήρχε κι ένα κυκλικό οικοδόμημα από λευκό μάρμαρο, εμπλουτισμένο με ζωγραφικές του Παυσία.

Μέσα στο ναό, ή ίσως εννοούσε ο συγγραφέας μέσα στο ιερό άλσος, το αποκαλούμενο Ιερόν, είχαν ανεγείρει ένα θέατρο το οποίο, όπως και η Θόλος, ήταν έργο του Πολυκλείτου. Η ύπαρξη ενός περιστυλίου για τους περιπάτους ή τους διαλογισμούς, καθώς κι ενός θεάτρου, κα­ταδεικνύουν ότι οι λειτουργοί του θεού της Επιδαύρου γνώρι­ζαν καλά ότι η θεραπεία της ψυχής είναι πολύ συχνά περισσότερο επιτακτική απ’ ό,τι η θεραπεία του σώματος. Ίσως και ν’ ασχολήθηκαν λίγο με τις περιπτώσεις κατάθλιψης και υποχον­δρίας, αλλά το βέβαιο είναι ότι δεν επέτρεψαν ποτέ την αναπαράσταση του αριστοφανικού Πλούτου, ενός έργου στο οποίο διακωμωδούνται τόσο οι ιερείς του Ασκληπιού, όσο κι εκείνα τα κολλύρια τους, που μετέβαλλαν σε αόμματους όσους έβλεπαν καλά, ενός έργου στο οποίο διακωμωδούνται οι εμπειρι­κές συνταγές τους, αλλά κι ο ίδιος ο θεός, που η καυστική σά­τιρα του Αριστοφάνη τον είχε γελοιοποιήσει στα μάτια των Αθηναίων. Αν και τα πάντα εκφυλίζονται κι εξευτελίζονται υπό το κράτος της δεισιδαιμονίας, είναι πολύ πιθανόν στην Επίδαυρο να μην υπήρχαν μόνο συκοφάντες, αν αληθεύει η πληροφορία ότι από εδώ άντλησε ο Ιπποκράτης όλο το υλικό του για τα έργα που μας άφησε.

Ancient Greek Theatre at Epidaurus - Antiquities in the Peloponnesus

Η διάμετρος του θεάτρου, του κτισμένου μέσα στην κοιλό­τητα ενός λόφου ο οποίος δεν ξεπερνά και πολύ το ύψος των τελευταίων κερκίδων είναι είκοσι έξι μέτρα. Υπάρχουν πενή­ντα εννέα βαθμίδες, και σώζονται κι αυτές, όπως και το κοί­λον, σε αρίστη κατάσταση. «Την ώρα που ο νεαρός Ροδίτης συνταξιδιώτης μου», συνεχίζει ο κ. Διδότος, «στεκόταν στο σημείο όπου άλλοτε ήταν η σκηνή, απαγγέλλοντας στίχους του Σοφοκλή, εγώ καθόμουν σε διαφορετικά κάθε φορά σημεία του θεάτρου, θέλοντας ν’ αποτιμήσω την απόδοση της φωνής του. Αν κι αυτή ήταν μάλλον υπόκωφη, γιατί πιθανόν τα δενδράκια και τα χαμόκλαδα που φύτρωναν ανάμεσα στις κερκίδες να άμβλυναν τον ήχο, δεν μου διέφευγαν μολαταύτα παρά ελάχιστες λέξεις, κι αυτό, μόνο όσες φορές στεκόμουν στο υψηλότε­ρο σημείο του θεάτρου, και μόνο όταν βρισκόμουν από την πλευρά που φυσούσε ο άνεμος.

Θα έπρεπε, από μια τέτοια απόσταση, να φαίνονταν μικροσκοπικοί οι θεατές, και καθώς δεν ήταν εύκολο να διακρίνει κανείς τα χαρακτηριστικά τους, ούτε να συλλάβει τις εκφράσεις του προσώπου τους που δεν φωτιζόταν, όπως γίνεται στα δικά μας θέατρα, καθίσταται αυτονόητο ότι η για τα δικά μας μέτρα η γελοία χρήση του προσωπείου και του κοθόρνου είχε αποδειχτεί απαραίτητη γι’ αυτούς, έτσι ώστε να δημιουργείται μια εντονότερη εντύπωση πάνω στην υπαίθρια σκηνή».

Από το κέντρο του θεάτρου της Επιδαύρου ατενίζουμε το Αραχναίον όρος, στην κορυφή του οποίου είδε η Κλυταιμνή­στρα τη λάμψη των φρυκτωριών, σημάδι που της ανήγγειλε την καταστροφή της Τροίας. Ο Θεοδόσιος ήταν αυτός που έδωσε τη χαριστική βολή στην Επίδαυρο. Τα ερείπια της μαρτυρούν τη βαρβαρότητά του καθώς κι εκείνη των ανόητων θεολό­γων, τις βουλές των οποίων εκτελούσε.

Όσο κι αν ο περιηγη­τής θρηνεί για την κατάρρευση των μνημείων του ιερού άλ­σους του Ασκληπιού, ας μη νομίσει ότι χάθηκαν τα πάντα. Αν εκείνος επιχειρούσε, και προπάντων αν οι Έλληνες επανακτού­σαν τη θέση τους ανάμεσα στα έθνη, κι αν ανέσκαπταν αυτούς τους θαμνόφυτους λόφους, θα ανακάλυπταν εκεί μέσα μνημεία, έργα ανθρώπων που αντάξιοί τους ουδέποτε θα φανούν οι σύγχρονοι. Άλλοτε, κάτω απ’ αυτά τα υψώματα με τις μυρτιές υπήρχαν οι ναοί της Αρτέμιδος, της Αφροδίτης και της Θέμι­δος.

Όποιος πιει από το νερό της πηγής εκείνης που κοντά της θα σταθεί για να ξεδιψάσει, ας θυμηθεί ότι πλησιάζει στο στάδιο, όπου οι άρρωστοι μπορούσαν με το τρέξιμο ν’ απαλ­λαγούν από τις εμφράξεις ή ν’ ανακτήσουν την όρεξή τους, όπως ακριβώς γίνεται και με τα ιαματικά νερά, τα οποία οι γιατροί συστήνουν σε πολλές περιπτώσεις στους αρρώστους τους, μην έχοντας να προτείνουν καμιά καλύτερη λύση.

Τα λουτρά του θεού της Επιδαύρου, που τα τίμησαν ως και στο πρόσωπο της συζύγου του, της Ηπιόνης, της οποίας έστησαν και το άγαλμα, εύκολα θα αναγνωρίζονταν, όπως άλλωστε και τα ερείπια του ναού των Επιδωτών θεών, της θεάς Σαλώς, του Αιγυπτίου Απόλλωνα, καθώς και η στοά του Κοτύου, αποκαταστημένη από τον Αντωνίνο, ο οποίος διαδέχτηκε το 138 μ.Χ. το θετό πατέρα του, Αδριανό.

Βγαίνοντας από τον ιερό περίβολο, δεξιά μας, κάτω από ένα δένδρο, βλέπουμε μια όμορφη πηγή και σχεδόν αμέσως μετά περνάμε ένα ρυάκι που έρχεται από δεξιά και ρέει, όπως και άλλα δυο μικρά ποταμάκια, προς την κατεύθυνση του Αργολικού κόλπου. Συναντάμε ορισμένα κτίσματα, ενώ η κοι­λάδα στενεύει διαμορφώνοντας μια κλεισούρα που παλαιότερα φράχτηκε από ένα οχυρωματικό τείχος, τα θεμέλια του οποίου είναι ορατά και σήμερα ακόμη, και μετά από τρία λεπτά περ­νάμε πάνω από τα χαλάσματα ενός δεύτερου τείχους. Στο ση­μείο αυτό, διαβαίνουμε ένα ποταμάκι με δενδροστοιχίες από ροδοδάφνες και ροδιές δεξιά κι αριστερά του, και εισχωρούμε σ’ ένα πλαισιωμένο από βράχους φαράγγι, ανάμεσα στους οποίους παρεμβάλλονται ευωδιαστά πεύκα. Το φαράγγι τερματίζεται στη διασταύρωση ενός μονοπατιού, κι εμείς το ακλουθούμε για να φτάσουμε ως το Λυγουριό.

Φαίνεται ότι η περιοχή γύρω από το άλσος του Ασκληπι­ού είχε οχυρωθεί με ιδιαίτερη επιμέλεια, κι αυτό μας κάνει να πιστεύουμε ότι είχαν εναποτεθεί αξιόλογοι θησαυροί στη φύ­λαξη των θεών, κι ότι ίσως χωρίς την οχύρωση αυτή οι άρρωστοι να μην προστατεύονταν από τις επελάσεις των λεηλατητών ή των πειρατών, ανθρώπων που αψηφούσαν τον Δία και τον κεραυνό του. Όταν βρεθούμε στο σημείο όπου αρχίζει ένας καλοκαλλιεργημένος κάμπος, κατάφυτος από λιόδενδρα, ανδράχνες κι από ένα σωρό άλλα δενδρύλλια με τους ανάμει­κτους αρμονικούς χρωματισμούς των φυλλωμάτων τους, δεν απέχουμε πλέον από το Ιερό παρά μισή μόνο λεύγα.

Η πεδιά­δα ξετυλίγεται συνεχώς, κι εμείς ατενίζουμε τη χερσόνησο των Μεθάνων, την Αίγινα και μια πληθώρα από νησάκια που προ­βάλλουν σαν βωμοί εγκατεσπαρμένοι μέσα στο Σαρωνικό κόλ­πο. Αφού αφήσουμε αριστερά μας ένα χωριουδάκι κτισμένο πάνω στο Αραχναίο όρος, περνάμε μπροστά από έναν τύμβο, πιθανόν τον τάφο της Υρνηθούς, συζύγου του Δηϊφόντη, βασι­λιά της Επιδαύρου. Χωρίς η άποψη αυτή να είναι απόλυτα ε­ξακριβωμένη, ενέχει ωστόσο αρκετή αληθοφάνεια, αφού ο Παυ­σανίας αναφέρει ότι είχε στηθεί ένα ηρωικό μνημείο προς τι­μήν του βασιλιά της Επιδαύρου μέσα σ’ έναν ελαιώνα, ειδικά αφιερωμένον σ’ αυτόν. Από εδώ ως την Επίδαυρο είναι μισή λεύγα δρόμος, ενώ η συνολική πορεία από το Ιερό υπολογίζε­ται σε δυο ώρες.

Η Επίδαυρος, αποκαλούμενη αρχικά Επίκαρος, πήρε το ιστορικό όνομα της από έναν ήρωα καταγόμενο από τον Δία.

Ο Στράβων αναφέρει ότι η Επίδαυρος συγκαταλεγόταν ανάμεσα στις ξακουστές πόλεις, «ιδιαίτερα χάρη στην ακτινοβολία του Ασκληπιού, που είχε τη φήμη ότι γιάτρευε πάσα νόσο». Η πόλη ήταν κτισμένη, όχι όπως γράφει ο Στράβων στο μυχό του Σαρωνικού κόλπου, αλλά, όπως εύστοχα παρατήρησε ο κ. Gosselin, στη μέση περίπου της δυτικής ακτής αυτού του ίδιου κόλπου. Θα πρέπει να ήταν μια αξιόλογη πολιτεία, αν υποτε­θεί ότι καταλάμβανε μια έκταση δεκαπέντε σταδίων πάνω στην παραλία, πράγμα διόλου απίθανο, αν κρίνουμε από τη σπουδαιότητα που της αποδίδει ο Θουκυδίδης και πολλοί άλλοι αρχαίοι συγγραφείς. Ο Παυσανίας παραθέτει ανάμεσα στα πιο λαμπρά οικοδομήματά της, τους ναούς του Ασκληπιού, της Αφροδίτης και της Ήρας.

Τα μνημεία της κατέρρευσαν, οι λόχμες που σκεπάζουν τα ερείπια αυτής της πόλης κρύβουν ως και τα χαλάσματά της, αλλά το ελάχιστα αλλοιωμένο όνομά της θυμίζει στον οδοιπόρο ότι πατάει στα εδάφη εκείνα που κοσμούνταν και δοξάζονταν κάποτε από τα ερείπια αυτά. Από μερικούς δωρικούς κίονες συμπεραίνουμε ότι αυτοί ανήκαν στο ναό της Ήρας, του οποίου τα θεμέλια και σίγουρα τα γλυ­πτά θα ξαναβρίσκαμε αν είχαμε τη δυνατότητα να κάνουμε ανασκαφές. Τα τελευταία χρόνια ανακαλύφτηκαν αρχιτεκτονικά λείψανα, προερχόμενα από το ναό του θεού της Επιδαύρου, και θα ήταν ενδιαφέρον να τα ανέσυρε κανείς στην επιφάνεια και να τα μελετούσε, αφού χρησίμευσαν ως πρότυπα στους να­ούς της θεσσαλικής Τρίκκης, της Κω, της μεσσηνιακής Τρίκκης, και σ’ όλους τους ναούς τους αφιερωμένους κατά την αρχαιότητα στον Ασκληπιό, το γιο του Απόλλωνα.

Τόσο τα τείχη της, όσο και τα κατάλοιπά της, και η γρα­φικότητα του λιμανιού της, αλλά και η οχυρή θέση της σ’ ένα περιβαλλόμενο από βουνά κοίλωμα, μέσα στο οποίο εντοπίζε­ται η Επίδαυρος, υποδηλώνουν ότι θα πρέπει η πόλη αυτή να ήταν, ως το Μεσαίωνα, ισχυρή και αρκετά ανθηρή. Η ανάμειξη ελληνικών και ρωμαϊκών ερειπίων μαρτυρεί ότι διήλθαν από εδώ δυο λαοί, κι είναι εύκολος ο διαχωρισμός αυτών των ερει­πίων, όπως εύκολη είναι και η αποτίμηση της αξίας τους, χά­ρη στην ύπαρξη μερικών ελληνικών τάφων, κοσμημένων με ακρωτηριασμένες πλέον μορφές. Η στάση των μορφών αυτών, αλλά και η τεχνοτροπία των καλλιτεχνών μαρτυρούν ότι πρόκειται για μνημεία του χρυσού αιώνα, ενώ αντιθέτως τα έργα των Ρωμαίων είναι χονδροειδή και άτεχνα.

Ο Χαλκοκονδύλης αναφέρει ότι ο Μωάμεθ Β’ είχε εκδηλώσει την επιθυμία ν’ α­ντικρίσει την Επίδαυρο και να την καταλάβει, αν κι αυτή η πόλη ήταν μια από τις πλέον κατεστραμμένες ανάμεσα στις υ­φιστάμενες τότε.

Ο Thévet την περιγράφει με τα ακόλουθα περίπου λόγια: «Διερχόμενοι από εδώ, επισκεφτήκαμε κι αυ­τό τον τόπο, όπου κατοικούν Έλληνες χριστιανοί, φτωχοί μεν αλλά αρκετά καλοσυνάτοι άνθρωποι, συγκρινόμενοι με τους υ­πόλοιπους. Μου έδειξαν το ομοίωμα ενός παιδιού που το θη­λάζει μια γίδα, κι έχει κοντά του για φύλακα ένα σκυλί. Ακτί­νες περιέβαλαν το πρόσωπο του παιδιού, όπως οι ακτίνες του ήλιου: μου είπαν ότι επρόκειτο για μια αναπαράσταση του Ασκληπιού, ο ναός του οποίου βρισκόταν στο γνωστό μέρος». Ένα άθλιο χωριό και μερικές καλύβες είναι όλο κι όλο ό,τι α­πέμεινε από την Επίδαυρο, όπου η ατμόσφαιρα είναι τόσο νο­σηρή, ώστε αρκεί να κοιμηθείς εκεί μια μόνο νύχτα για να προσβληθείς από ελώδη πυρετό. Αντίθετα, το Ιερό, που οι Έλληνες το γράφουν Γερό, δηλαδή υγιεινό, φημίζεται ως η πιο υγιεινή περιοχή της Επιδαυρίας. Είθε ο ξένος που θα προσεγγίσει στο πάντα απάγκιο για τους θαλασσοπόρους λιμάνι της, να έρθει κάποτε να προσκυνήσει το λίκνο του χρυσοπόγωνα Ασκληπιού, αλλά και το λίκνο ενός λαού που επανέκτησε τη θέση του μέσα στον πολιτισμένο κόσμο!

 

Πηγές 


  • Pouqueville, Francois Charles Hugues, «Voyage dans la Grece», Paris : Chez Firmin Didot, Pere et Fils, 1822.
  • Φραγκίσκου  Πουκεβίλ, «Ταξίδι στην Ελλάδα / Πελοπόννησος», Εκδόσεις Τολίδη, Αθήνα, 1997. 

 

Διαβάστε ακόμη: 

 

Read Full Post »

Καρυά – William George Clark 


  

Γουίλιαμ Τζωρτζ Κλαρκ ( Μάρτιος,  1821- Νοέμβριος, 1878), Άγγλος κλασσικός και σαιξπηρικός μελετητής , γεννήθηκε στο Barford Hall, Darlington.

Τον Απρίλη του 1856, φοιτητής του Cambridge μαζί με μια ομάδα συμφοιτητών του περιηγήθηκαν τον Μοριά. Το ταξίδι αυτό αποτέλεσε το θέμα της πανεπιστημιακής του εργασίας με τον τίτλο Peloponnesus. Ξεκίνησαν από την Αθήνα με προορισμό τα Μέγαρα. Πέρασαν τον Ισθμό της Κορίνθου, την Νεμέα, τις γύρω περιοχές και κατέληξαν στο Άργος.

Επόμενος προορισμός τους η Αρκαδία και ενδιάμεσος σταθμός η Καρυά. Στο σημείο αυτό ο William Clark αφιερώνει σε αυτή ολόκληρο κεφάλαιο (σελ. 114-124), δίνοντας του ως τίτλο το όνομά της.

 

[…] Στο Άργος ο Αμερικανός φίλος και ο σοβαρός Ελευθέριος μας άφησε για να επιστρέψει στην Αθήνα. Οι υπόλοιποι της ομάδας ξεκινήσαμε για την αντίθετη κατεύθυνση στις 20 του Απρίλη, γύρω στις δυο το απόγευμα. Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα χωρίς σύννεφα. Και ενώ ήμασταν ακόμα στην αρχή της χρονιάς η ζέστη στην πόλη ήταν εξαιρετική. Γύρω στο μεσημέρι το θερμόμετρο έδειξε 82  στην σκιερή πλευρά του δρόμου, όμως καθώς στρίψαμε στην βορειοανατολική πλευρά του λόφου και συνεχίσαμε το δρόμο μας προς την κοιλάδα του Χαράδρου, συναντήσαμε φρέσκους ανέμους από την Αρκαδία, που κάτω από την προσταγή τους εξαφάνισαν κάθε πονοκέφαλο και εξάντληση.

Τα μόνα απομεινάρια της αρχαιότητας τα οποία είδαμε ήταν αρχικά μια Ρωμαϊκή ή Βυζαντινή κατασκευή η οποία εμφανιζόταν ανά διαστήματα σε κατεστραμμένα τμήματα κατά μήκος της πλευράς του λόφου προς τα αριστερά , και από την πλευρά του σκόπευε έκδηλα να μεταφέρει ένα βουνίσιο ρυάκι στο Άργος. Παρακάτω στα αριστερά ένας τετράγωνος πύργος, πιθανότατα Ελληνιστικός, κατασκευασμένος προφανώς σαν φυλάκιο για να ελέγχει και να υπερασπίζεται το μονοπάτι. Ο φρέσκος αέρας μας συντρόφευε καθώς συνεχίζαμε. Αντί για γυμνό έδαφος μπαλωμένο με κισσό και θυμάρι βρήκαμε πιο πυκνό πράσινο χορτάρι και οι μπασμένοι θάμνοι έδωσαν χώρο σε δασύλλια και συστάδες καθώς το μονοπάτι απλωνόταν στη βάση ενός χειμάρρου κατά μήκος μιας απότομης πλευράς, μιας ρεματιάς.

Συρθήκαμε και σκαρφαλώσαμε στην αγκαλιά των λόφων. Σε περίπου τεσσεράμισι ώρες φτάσαμε στην Καρυά, ένα μικρό χωριό φωλιασμένο σε μια καλοποτισμένη και καλοφυλαγμένη κοιλότητα στην κύρια οροσειρά του Αρτεμισίου.

 

Καρυά Αργολίδας (Λήψη φωτογραφίας 18 Απριλίου 2021).

 

Σπίτια με άσπρους τοίχους και κόκκινες οροφές είναι σκορπισμένα στην πλαγιά. Το καθένα με τη δική του πλοκή από χωράφια και έναν κήπο παραδίπλα. Ένα στεφάνι μπλε καπνού σε κάθε μία από τις χωρίς καμινάδα οροφές έβρισκε το δρόμο μέσα από τα κεραμίδια όσο καλύτερα μπορούσε. Σκεφτήκαμε ότι δεν είχαμε ξαναδεί κάτι τόσο όμορφο. Υπάρχουν τολμώ να πω χίλια χωριά στις ψηλές αλπικές κοιλάδες τα οποία είναι ακριβώς το ίδιο όμορφα όσο και η Καρυά, όμως είναι μόνο αφού το μάτι έχει κουραστεί από μια σειρά από άγονα γκρι βουνά και καμένες καφέ κοιλάδες για να αισθανθεί την πραγματική ευχαρίστηση του να ξεκουραστεί πάνω στη χλόη. Ήταν μια ευχάριστη πρόγευση της Αρκαδίας. Το αν η Καρυά είναι πραγματικά μέσα στα σύνορα της αρχαίας Αρκαδίας είναι αμφίβολο. Τα σύνορα δεν διέσχιζαν όπως κανείς θα περίμενε κατά μήκος της κορυφής του λόφου, αλλά την ανατολική του πλευρά κατά μήκος της ψηλότερης πορείας του Ινάχου.

Ήταν ηλιοβασίλεμα καθώς μπαίναμε στο χωριό. Πάνω σ’ ένα  λοφίσκο είχαν συγκεντρωθεί περίπου τριάντα ή σαράντα άντρες σχεδόν όλοι οι ενήλικες άντρες του χωριού για όχι κανέναν πιο σοβαρό σκοπό παρά για συζήτηση και κάπνισμα. Όλοι τους μας χαιρέτησαν με μια ελαφριά υπόκλιση τοποθετώντας παράλληλα το δεξί χέρι στην καρδιά και ανασηκώνοντας το αριστερό χέρι στο μέτωπο. Ένας τρόπος που πιθανών τον έχουν μάθει από τους Τούρκους, και τώρα πια άχρηστος στις μεγάλες πόλεις.

Ζητήσαμε τον Δήμαρχο κι ένας ζωηρός νεαρός με αλβανικό μεσοφόρι και φέσι ξεπρόβαλλε. Σε αυτόν παρουσιάσαμε ένα στρογγυλό γράμμα με το οποίο ο υπουργός των εσωτερικών μας είχε κάνει τη χάρη αναφερόμενος σε όλους τους κοινωνικούς λειτουργούς , ζητώντας τους να μας παράσχουν κάθε βοήθεια. Ακόμα δεν είχε προλάβει να το διαβάσει, η δείχνοντας μας ότι τάχα το διάβασε, αφού δεν είμαι σίγουρος ότι το κρατούσε από τη σωστή του πλευρά, και αμέσως με ανοιχτές αγκάλες σαν να πετούσε, άρπαξε τους νεοφερμένους. Στην κυριολεξία άρπαξε τον καθένα από εμάς από το χέρι και έτρεξε το λόφο κάτω μαζί μας στο σπίτι του, όπου μας έβαλε αμέσως στο καλύτερο δωμάτιο από τα δυο που διέθετε το σπίτι και μας προσέφερε μαρμελάδα και ένα ποτήρι αγνό κρύο νερό, ως ένδειξη καλωσορίσματος. Εδώ όπως και παντού βρήκαμε την πιο αυθεντική καλοσύνη και φιλοξενία.

Αφήνοντας  την Καρυά γύρω στις επτά το επόμενο  πρωί  ο ένας μετά τον άλλο οι χωρικοί περνούσαν στον δρόμο για την καθημερινή τους εργασία σε κάποιο μακρινό χωράφι. Ο καθένας τους μας χαιρετούσε με ένα ευγενικό καλημέρα. Περιμέναμε την ομάδα μας σε μια γωνιά του δρόμου που έμοιαζε με ειρηνικό χωριό με τις καπνισμένες του οροφές.

Κοντά βρισκόταν ένας νερόμυλος κατασκευασμένος ως εξής: ένα δυνατό αντιστήριγμα του τοίχου είναι κατασκευασμένο αντίθετα στην πλευρά του λόφου, και στην κορυφή του μια σειρά από ξύλινες γούρνες μεταφέρουν τη ροή του νερού στη σωστή γωνία στον τροχό. Ο μουσκεμένος τοίχος ήταν φουντωτός από τη φτέρη και κάθε είδους οργιώδους χορταριού.

Είχαμε συχνά την ευκαιρία να θαυμάσουμε την υπομονετική επινοητικότητα με την οποία μεταφερόταν το αραιό ρυάκι του νερού για μίλια σε ένα κανάλι κατασκευασμένο κατά μήκος της πλευράς του λόφου για να γυρίσει μια από αυτές τις ρόδες του μύλου, και μετά να το μοιράσει στα παρακάτω χωράφια. Είχαμε συχνά την τύχη να ξεκουραστούμε στη γειτονιά ενός τέτοιου μύλου, μια και ήμασταν σίγουροι ότι θα βρίσκαμε τα δυο βασικά αναγκαία νερό και σκιά.

Αυτό που θυμάμαι ιδιαίτερα απ’ τη Καρυά είναι το ευχάριστο μισάωρο που περάσαμε ακούγοντας το τρίξιμο του τροχού και τον παφλασμό του νερού. Φυσούσε ένα φρέσκο αλπικό αεράκι και μια έντονη λιακάδα λαμπύριζε πάνω σε δροσερό χορτάρι- γη και ουρανός «πλενόντουσαν» σαν να ήταν πρωί. Ήταν μια σκηνή η οποία θα είχε εμπνεύσει τον Θεόκριτο* με ένα ειδυλλιακό όμως γεμάτο από ειλικρινές και αυθεντικό ανθρώπινο συναίσθημα το οποίο είναι το αλάτι της λογοτεχνίας […].

 

Υποσημείωση


 

*Θεόκριτος: Ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της Ελληνιστικής εποχής, πρωτοπόρος της βουκολικής ποίησης που άνθισε περίπου τον 3ο π.Χ αιώνα. Αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικούς ποιητές του αρχαίου κόσμου. Από το σύνολο του έργου του, διασώθηκαν τριάντα ποιήματα, που αργότερα συγκεντρώθηκαν κάτω από το γενικό τίτλο Ειδύλλια.

Μετάφραση – Επιμέλεια: Ελένη Φλέσσα 

 

Πηγή


 

  • Clark, William George, 1821-1878, « Peloponnesus: notes of study and travel», London, John W. Parker and son,1858.

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Read Full Post »

Τίρυνθα – Φραγκίσκου Πουκεβίλ


 

 Ο  Φιλέλληνας Φραγκίσκος Πουκεβίλ (1770-1838) γνώρισε για πρώτη φορά την Ελλάδα ως αιχμάλωτος των Τούρκων, όταν επιστρέφοντας από την Αίγυπτο όπου είχε ακολουθήσει τον Ναπολέοντα, συνελήφθη από Αλγερινούς πειρατές οι οποίοι τον παρέδωσαν στους Τούρκους στην Πύλο.

Στην συνέχεια μεταφέρθηκε στην Τρίπολη και το Ναύπλιο, όπου παρέμεινε έγκλειστος περίπου οκτώ μήνες. Μολονότι ο Πουκεβίλ πρόσφερε τις υπηρεσίες του ως γιατρός στους Τούρκους, αυτοί τον έστειλαν σιδηροδέσμιο την Κωνσταντινούπολη όπου κρατήθηκε δυο ολόκληρα χρόνια. Αποφυλακίστηκε το 1801.

Ο Ναπολέοντας εκτιμώντας τις γνώσεις του για την περιοχή, τον διόρισε ως εκπρόσωπό του στην αυλή του Αλή πασά των Ιωαννίνων όπου και παρέμεινε δέκα ολόκληρα χρόνια. (1805- 1815). Δυο χρόνια μετά (1817) τοποθετείται πρόξενος της Γαλλίας στην Πάτρα. Περιηγείται την Ελλάδα και βεβαίως την Πελοπόννησο.

 Στο κείμενο που ακολουθεί  ο Πουκεβίλ περιγράφει την επίσκεψή του στην Τίρυνθα και τη διαδρομή από τις Μυκήνες προς την Τίρυνθα και το Ναύπλιο. Το πεντάτομο έργο του « Ταξίδι στην Ελλάδα» εκδόθηκε το 1820 στο Παρίσι και έγινε δεκτό από τους Ευρωπαίους με ιδιαίτερο ενθουσιασμό.

 

 

 

Τίρυνθα


Η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις επαρχίες Ναυπλίου και Άργους ξεκινά από την οροσειρά του Τρητού και καταλήγει στον Αργολικό κόλπο, δυόμισι μίλια δυτικά της Τίρυνθας. Επικρατεί η άποψη ότι όσο υγιεινό είναι το κλίμα στην πάνω κοιλάδα, που τέμνεται σ’ όλο το μήκος της από τη διαχωριστική αυτή γραμμή, άλλο τόσο ανθυγιεινό είναι στα παράλια. Το τελευταίο γεγονός οφείλεται στην ύπαρξη ορυζώνων στο στόμιο του Ίναχου, σε μικρή απόσταση από το Ναύπλιο, μια πόλη όπου δεν ενδημούν μόνο οι λοιμώδεις πυρετοί αλλά και η αναρχία.

Η απόσταση από το Άργος ως την Τίρυνθα είναι τέσσερα μίλια. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι πάνω σ’ αυτή την οδό, που συνεχίζει ως την Επίδαυρο, συναντούσες ένα πυραμιδοειδές οικοδόμημα μέσα στο οποίο φυλάσσονταν ασπίδες, παρόμοιες μ’ εκείνες των Αργείων ως προς την κατασκευή τους. Ξεκινώντας απ’ αυτό το σημείο, διέσχιζες το πεδίο της μάχης του Προίτου και του Ακρισίου. «Πιο πέρα» συνεχίζει ο Παυσανίας, «θα δείτε στο δεξί σας χέρι τα ερείπια της Τίρυνθος, καθόσον οι Αργείοι κατέστρεψαν αυτή την πόλη με σκοπό να μεταφέρουν τους κατοίκους της στο Άργος που είχε ανάγκη εποικισμού. Απομένουν μόνο τα τείχη της Τίρυνθος, κτισμένα, απ’ ότι λένε, από τους Κύκλωπες*».

Ο Προίτος τους μετεκάλεσε εδώ από τη Λυκία, κι αυτοί οι τόσο επιδέξιοι τεχνίτες, τους οποίους δεν θα πρέπει να συγχέουμε με τους Κύκλωπες της μυθολογίας, ήταν εκείνοι που μετέτρεψαν σε οπλοστάσιο την Τίρυνθα, ακρόπολη της οποίας ήταν πιθανότατα η Λύκιμνα.

Τα τείχη της Τίρυνθας

 

Σήμερα απομένουν μόνο τα ερείπια αυτού του φρουρίου. Στην Τίρυνθα, λοιπόν, όπως και στις Μυκήνες, υπήρχε πάντοτε η κάτω πόλη και η πάνω πόλη, κι ενδέχεται η καθεμιά να οικοδομήθηκε σε διαφορετικές χρονικές περιόδους.

Η ακρόπολη είναι κτισμένη με τη μέθοδο της ξηρολιθοδομής, οι δε λίθοι της είναι τόσων μεγάλων διαστάσεων ώστε χρειάζονταν, μας λέει ο Παυσανίας, δυο ημίονοι για να σύρουν τη μικρότερη απ’ αυτές. Παλαιότερα, η σύνδεση γινόταν με λίθους μικροτέρων διαστάσεων, οι οποίοι εφάρμοζαν με τέτοια ακρίβεια πάνω στα πολύγωνα, ώστε δεν παρεμβαλλόταν ούτε το ελάχιστο κενό.

Τρεις χιλιάδες χρόνια κύλησαν πάνω απ’ αυτό το εκπληκτικό αρχιτεκτόνημα και θα περάσουν ακόμη αρκετοί αιώνες ώσπου να ισοπεδωθεί. Αν κι ο Fourmont καυχιόταν ότι γκρέμισε την Τίρυνθα, εκείνη συνεχίζει να κρατιέται γερά στη θέση της. Τα ερείπιά της, τα αποκαλούμενα Παλαιά Ναυπλία, εντοπίζονται πάνω σ’ ένα κατά τόπους απόκρημνο ύψωμα, το οποίο ορθώνεται στις παρυφές της πεδιάδας του Άργους.

Κατά τον κ. Dodwell, τα τείχη του περιβόλου ζώνουν μια επιφάνεια μήκους διακοσίων σαράντα τεσσάρων αγγλικών ποδών και πλάτους πενήντα τεσσάρων, το δε πάχος τους κυμαίνεται από είκοσι έως είκοσι πέντε πόδια. Στο καλύτερα σωζόμενο τμήμα του το ύψος τους ανέρχεται σε σαράντα τρία πόδια. Οι ογκωδέστεροι από τους χρησιμοποιούμενους για την κατασκευή λίθους έχουν μήκος εννέα πόδια και τέσσερα δάχτυλα και πάχος τέσσερα πόδια. Οι διαστάσεις των υπολοίπων είναι συνήθως εφτά επί τρία, κι είναι πολύ πιθανόν τα τείχη, όταν ήταν ακέραια, να άγγιζαν το ύψος τον εβδομήντα ποδών.

Η στοά, η οποία δεν είναι πιθανότατα τίποτε περισσότερο από ένα λαγούμι που το ωραιοποιεί ο Παυσανίας χαρακτηρίζοντάς το ως θάλαμο των θυγατέρων του Προίτου, είναι ένα υπόγειο με οξυκόρυφο σχήμα, μήκους ογδόντα τεσσάρων ποδών και πλάτους πέντε, χρησιμοποιούμενο σαν μαντρί για τα κοπάδια των γιδοβοσκών. Ο στενός αυτός διάδρομος έχει καταληφθεί από τις νυχτερίδες κι από τα κατσίκια, κι απ’ ό,τι φαίνεται δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια αποθήκη μέσα στην οποία διατηρούσαν τις απαραίτητες για τους φρουρούς του οχυρού προμήθειες σε τρόφιμα και σε όπλα.

Κατά την εποχή της ακμής του το οχυρό εθεωρείτο μεν απόρθητο, αλλά παρ’ όλα αυτά οι Αργείοι κατάφεραν να το πολιορκήσουν, όπως άλλωστε και εκείνο των Μυκηνών.

  

Η απόσταση από την Τίρυνθα στο Ναύπλιο


  

Ο Παυσανίας εκτιμά ότι η απόσταση από την Τίρυνθα ως το Ναύπλιο είναι δώδεκα στάδια, κάτι που συμπίπτει πάνω κάτω και με τις εκτιμήσεις των περιηγητών, οι οποίοι την υπολογίζουν σε τριάντα ή σαράντα λεπτά με τα πόδια. Εδώ κοντά εντόπιζαν οι αρχαίοι και την πηγή Κάναθο, όπου η Ήρα κατέβαινε κάθε χρόνο για να λουστεί και να επανακτήσει την παρθενία της, αντικείμενο της μεταμέλειας της Σαπφώς. Οι μυθογράφοι ύμνησαν αυτή την πηγή χαρίζοντάς της  το όνομα Αμυμώνη. 

Μας διηγούνται ότι η πηγή αποκαλύφθηκε σε μια από τις θυγατέρες του Δαναού, ως ανταμοιβή για την εύνοιά της προς τον Ποσειδώνα. Αυτό το τμήμα της Αργολίδας, όπως και τα περίχωρα της Τίρυνθας, σκεπάζονται από βαμβακοκαλλιέργειες και κυρίως από πολύ περιποιημένους αμπελώνες.

Σχετικά μ’ αυτό το θέμα, ο Παυσανίας διηγείται ότι οι Ναυπλιώτες εφάρμοσαν πρώτοι το κλάδεμα της αμπέλου. Συνέβαλαν την ιδέα βλέποντας ένα γάιδαρο να βόσκει τα κλήματα.

Δεν είναι ούτε το πρώτο, αλλά ούτε και το λιγότερο ωφέλιμο μάθημα που οι άνθρωποι διδάχτηκαν από τα ζώα. Αργότερα, η αμπελοτομία  ή κλάδεμα της αμπέλου, εξελίχτηκε σε μια παλλαϊκή τελετή στην Ελλάδα, την πάντοτε διψασμένη για παντός είδους πανηγυρισμούς.

 

Η βαναυσότητα των Τούρκων


 

Γιατί άραγε να μη διαθέτει η Ελλάδα, και σήμερα νομοθέτες σαν τα γαϊδουράκια εκείνα; Θα ήταν χίλιες φορές καλύτεροι από τους μωαμεθανούς! Τις μέρες που εγώ βρισκόμουν στο Άργος, διηγόντουσαν ότι  προσφάτως, επειδή ο Αρναούτογλου είχε προσβάλει τον Αλή Φαρμάκη του Λάλα, ο τελευταίος μην έχοντας άλλο τρόπο να εκδικηθεί ευθέως, πρόσταξε να συλλάβουν ένδεκα χριστιανούς, υποτελείς εκείνου του Αγά και να τους ανασκολοπίσουν, θέλοντας μ’ αυτό τον τρόπο να θίξει στο πρόσωπό τους το κύρος του εχθρού του. Η ανάμνηση αυτής της φρικαλεότητας, που και τώρα ακόμη με κάνει ν’ αναριγώ, μνημονευόταν από τους Τούρκους του Ναυπλίου σαν δείγμα παλικαριάς και αξιοπρεπούς πράξεως.

  

Η διαδρομή από τις Μυκήνες προς την Τίρυνθα και το Ναύπλιο


 

Υπολογίζεται ότι η διαδρομή από τις Μυκήνες ως την Τίρυνθα αντιστοιχεί  σε τρεισήμισι ώρες πεζοπορίας. Είναι προφανές ότι ο Παυσανίας δεν είχε εξερευνήσει αυτό το τμήμα της Αργολίδας αρκετά διεξοδικά, καθόσον  κατά την αρχαιότητα υπήρχαν εδώ πάμπολλα αξιοθέατα, αν κρίνουμε από τα ερείπια όλης της γύρω περιοχής.

Αν, δέκα οχτώ λεπτά μετά το Χαρβάτι κατευθυνθούμε  προς την Τίρυνθα, θα επισημάνουμε στην πορεία μας ορισμένα λείψανα αρχαιοτήτων και λίγο πιο πέρα, ένα ναό διαμορφωμένο σε εκκλησία, του οποίου τόσο οι δωρικού ρυθμού κίονες όσο και τα επιχρωματισμένα τούβλα, υποδηλώνουν ότι πρόκειται αναμφίβολα για έργο του χρυσού αιώνα της Ελλάδας, πιθανώς αποκαταστημένο από τους Ρωμαίους. Λίγα βήματα μετά  απ’ αυτό το μνημείο, μια άλλη εκκλησία εμφανίζει μερικά αξιοπρόσεκτα δείγματα  αρχιτεκτονικής.

Εκεί κοντά διακρίνουμε και δυο πηγάδια καθώς και δυο τεχνητές αναβαθμίδες, ανάλογες μ’ εκείνες των ηρωικών τάφων της Βοιωτίας, στους οποίους αναφέρθηκα προηγουμένως: αγνοώ την ιστορική προέλευση αυτών των τύμβων, η ανασκαφή των οποίων θα απέβαινε ιδιαιτέρως πλούσια σε ευρήματα, αφού η περιοχή αυτή δεν ανασκάφηκε ποτέ.

Σε απόσταση εφτά λεπτών από τους τύμβους φτάνουμε στα Φονικά, χωριό κτισμένο πάνω σ’ ένα ύψωμα  όπου διακρίνουμε ένα περιζωμένο από δωρικούς κίονες πηγάδι, καθώς και τα εκτεταμένα θεμέλια του περιβόλου μιας από ετών ξεχασμένης πόλης. Συνεχίζοντας την πορεία μας προς τον κόλπο συναντάμε την Ανυφή ή Ανάζισα, ένα χωριουδάκι περιτριγυρισμένο από μερικά ελαιόδεντρα κι από καλοκαλλιεργημένους αγρούς.

Δέκα λεπτά αριστερότερα, φτάνουμε στο Πλατανίτι, ένα χωριό του οποίου την εκκλησία αξίζει να επισκεφτεί κανείς χάρη στους δωρικούς κίονές της. Από εδώ ως την Μέρμπακα είναι ένα τέταρτο της ώρας δρόμος. Σε μια ακτίνα πέντε ή δέκα λεπτών γύρω απ’ αυτό το χωριό συναντάμε υπολείμματα κιόνων και οικοδομημάτων, αλλά και μποστάνια που παράγουν όλα σχεδόν τα απαραίτητα λαχανικά για τον ανεφοδιασμό του  Άργους και του Ναυπλίου.

Οι συνοικισμοί Κούτσι (κούκοι) και Κοφίνι πλαισιώνουν το οροπέδιο το οποίο, όπως παρατηρεί και ο κ. Dodwell, θα προσελκύσει μελλοντικά την προσοχή των περιηγητών. Από το Κοφίνι ως την Τίρυνθα η διαδρομή είναι μισή ώρα με τα πόδια. Σημειώσαμε ήδη πόση είναι η απόσταση από τα ερείπια αυτής της πόλης ως το Ναύπλιο, ένα δρόμο όπου αντί για τη Μιδέα και τη Σέπια, συναντά κανείς ένα παλαιό πύργο κι ένα ετοιμόρροπο καραβανσεράγι.

  

Υποσημείωση


 

 * Οι ευρυμαθείς Γάλλοι μεταφραστές του Στράβωνος σημειώνουν ότι, δεδομένου ότι γίνεται λόγος για τους Κύκλωπες που συνόδευαν τον Περσέα, εγγονό του Αρκισίου, κατά την επιστροφή από τη Φοινίκη (Απολλώνιος, Αργοναυτικά, βιβλ. IV, στ. 1901), είναι πολύ πιθανόν να πρόκειται για Φοίνικες εργάτες, οι οποίοι διακρίνονταν ως έμπειροι κτίστες και σιδεράδες (Creuzer. Historic. Graecor. Ant. Frag. σελ. 73), κι είχαν φτάσει στην Ελλάδα, και συγκεκριμένα στην Πελοπόννησο σε διάφορες χρονικές περιόδους.

Άλλοι πάλι συγγραφείς (Sturtz. Pherecyd. Fragm. σελ. 82) πιστεύουν ότι, καθώς οι Κύκλωπες, σύμφωνα με το σχολιαστή του Ευρυπίδη (Ορέστεια, στ. 963), ήταν θρακικός λαός που, έχοντας διωχτεί από την πατρίδα του, πήγε κι εγκαταστάθηκε σε διάφορα μέρη, ενδέχεται ορισμένοι απ’ αυτούς να παρέμειναν οριστικά στη Σέριφο, απ’ όπου και ακολούθησαν τον Περσέα κατά την επιστροφή του από τη Φοινίκη.

  

Πηγές 


  • Pouqueville, Francois Charles Hugues, «Voyage dans la Grece», Paris : Chez Firmin Didot, Pere et Fils,1820.
  • Φραγκίσκου  Πουκεβίλ, «Ταξίδι στην Ελλάδα / Πελοπόννησος», Εκδόσεις Τολίδη, Αθήνα, 1997. 

 

Διαβάστε ακόμη: 

Read Full Post »

Η Φραγκοκκλησιά (Καθολική Εκκλησία Μεταμόρφωσης του Σωτήρος), καταγραφικό σχέδιο του Γερμανού Αρχιτέκτονα  Ludwig Lange, περίπου το 1834.

 

L. Lange, Η Φραγκοκκλησιά.

Read Full Post »

Άποψη του Ναυπλίου, χαλκογραφία, από έκδοση του V. Coronelli (β’ μισό 17ου αιώνα).

 

Άποψη του Ναυπλίου, χαλκογραφία, από έκδοση του V. Coronelli (β’ μισό 17ου αιώνα)

Read Full Post »

« Newer Posts - Older Posts »