1449-1463: Πελοπόννησος – Άργος. Το τέλος ενός Ελληνικού ονείρου
Η σχετικώς βραχεία χρονική αυτή περίοδος περικλείει συγχρόνως την κατάλυση του Βυζαντινού κράτους, την οριστική διάλυση της ελπίδας για συγκρότηση ενός νέου Ελληνικού κράτους με κέντρο την Πελοπόννησο και την εκθεμελίωση του Άργους, μιας πόλεως η οποία, καθ’ όλη τη διάρκεια του ελληνικού Μεσαίωνα, παρά τα εκτενή δεινά, κατόρθωσε να επιβιώσει και να διατηρήσει την πνευματική και οικονομική ακτινοβολία της.[1]
Ως ιστορικοί έχουμε την ευτυχή συγκυρία να διαθέτουμε, για τη μελέτη αυτής της περιόδου, εκτός από το πλούσιο ενετικό αρχείο, την αλληλογραφία σημαινόντων προσώπων, τις ευκαιριακές ομιλίες και τα βραχέα τοπικά χρονικά, το έργο τεσσάρων βυζαντινών ιστορικών. Οι ιστορικοί αυτοί, συχνά μέτοχοι ή ακόμη και πρωταγωνιστές των γεγονότων, έκαστος με τον ιδιάζοντα τρόπον του και κάτω από την προσωπική οπτική του γωνία, προσφέρουν στο σύγχρονο μελετητή την πολύτιμη μαρτυρία τους.
Ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης (±1423±1490) είναι ο μόνος αθηναϊκής καταγωγής βυζαντινός ιστορικός. Το έργο του, Αποδείξεις ιστοριών, διαιρείται σε δέκα βιβλία και πραγματεύεται τα γεγονότα των ετών 1298 – 1463. Είναι ο πρώτος ελληνόγλωσσος ιστορικός που στρέφει το ενδιαφέρον του όχι τόσο στην πορεία του Βυζαντινού κράτους, αλλά στην ανάπτυξη και εδραίωση της ισχύος των Οθωμανών Τούρκων.
Ο [Μιχαήλ] Δούκας (±1400±1470), του οποίου το έργο Βυζαντινοτουρκική ιστορία μας έχει διασωθεί σε ένα μόνο χειρόγραφο, αρχίζει την εξιστόρηση των γεγονότων από κτίσεως κόσμου και τελειώνει απότομα, στο τέλος μιας φάσεως, το έτος 1462. Οι σύγχρονοι μελετητές αναγνωρίζουν ομοφώνως στον Δούκα φιλαλήθεια και σχετική ακρίβεια.
Ο Γεώργιος Σφραντζής (1401 – 1478), του οποίου το έργον του Χρονικόν μας έχει διασωθεί σε δύο μορφές, πρωταγωνιστής των γεγονότων στην Πελοπόννησο κατά της δεσποτείας Θωμά και Δημητρίου των Παλαιολόγων, διηγείται την περίοδο 1261 – 1476. Ιδιαίτερη σημασία έχει για μας, από τα τέσσερα βιβλία στα οποία διαιρείται το έργο, το τέταρτο που αναφέρεται στα συμβάντα στο Μορέα μετά το 1453.
Ο Μιχαήλ Κριτόβουλος ο Ίμβριος (±1406+;) αφιερώνει το έργο του Ιστορία, το οποίο διαιρείται σε πέντε βιβλία, στον Μωάμεθ II, κατά τη γνώμη του συνεχιστή των βυζαντινών αυτοκρατόρων. Η διήγησή του περιλαμβάνει τα γεγονότα των ετών 1451 – 1467 και η οπτική του γωνία στρέφεται κυρίως στη δράση του Πορθητή.
Στις 6 Ιανουαρίου του 1449, ο Κωνσταντίνος (Δραγάτσης) Παλαιολόγος, μέχρι τότε συνδεσπότης αρχικά με τον αδελφό του Θεόδωρο II, και ακολούθως με τον έτερο αδελφό του Θωμά, στέφεται στο Μιστρά αυτοκράτορας του Βυζαντίου και στις 12 Μαρτίου του ιδίου έτους φθάνει στη Βασιλεύουσα και αναλαμβάνει τα αυτοκρατορικά του καθήκοντα.[2]
Σε ποια κατάσταση άφηνε το Δεσποτάτο του Μορέως ο Κωνσταντίνος, μετά από ακριβώς 21 έτη συγκυριαρχίας; Ασφαλώς, η εγκατάσταση του Κωνσταντίνου στην Πελοπόννησο (1428) αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της ιστορίας της κατά τον 15ο αιώνα.Αφού, μετά την κατάκτηση της πόλεως των Πατρών (1430) και τη διάλυση του πριγκιπάτου της Αχαΐας (1432) είχε κατορθώσει να ενώσει την Πελοπόννησο, εκτός από τις ενετικές κτήσεις της Κορώνης, της Μεθώνης, του Άργους και του Ναυπλίου, σκέφθηκε να εφαρμόσει μια πολιτική, η οποία θα έτεινε στη δημιουργία ενός νέου ελληνικού κράτους.
Κατέλαβε, για ένα χρονικό διάστημα την Αττική και ένα μεγάλο τμήμα της ηπειρωτικής Ελλάδας μέχρι την Πίνδο. Όμως, αυτή η αρχή μιας πολιτικής και στρατιωτικής αναγεννήσεως προκάλεσε την αντίδραση των Τούρκων. Η επιδρομή του Μουράτ II στην Πελοπόννησο κατά τον χειμώνα του 1446 και η λεηλασία ολόκληρης της χερσονήσου, εκτός των ενετικών κτήσεων, υπήρξε καταστροφική και ανέκοψε ολοσχερώς την πορεία προς ανάκαμψη. Η χώρα δηώθηκε απ’ άκρου εις άκρον και κατά τον ιστορικό Δούκα, μόνο οι αιχμάλωτοι έφθαναν τις 60.000. Μετά από αυτή τη λαίλαπα οι δύο δεσπότες Θωμάς και Κωνσταντίνος αναγκάστηκαν να δεχθούν την επικυριαρχία του σουλτάνου και να του πληρώνουν ετήσιο φόρο υποτέλειας.
Η πρώτη μέριμνα του νέου αυτοκράτορα ήταν να διευθετήσει το πρόβλημα της διαδοχής του στο Δεσποτάτο. Ως διάδοχό του όρισε τον αδελφό του Δημήτριο, μέχρι τότε διοικητή των βυζαντινών θέσεων στη Μαύρη θάλασσα, και φρόντισε να ορίσει με ακρίβεια τα όρια της επικράτειας των δύο αδελφών.
Οι κτήσεις του Θωμά περιελάμβαναν ολόκληρη τη βορειοδυτική πλευρά της Πελοποννήσου, ήτοι Αχαΐα, Ηλεία και Μεσσηνία, με πρωτεύουσα την Πάτρα. Οι κτήσεις του Δημητρίου περιέκλειαν το νοτιοανατολικό τμήμα της χερσονήσου, ήτοι Κορινθία, Αρκαδία και Λακωνία με κέντρο το Μιστρά. Η Αργολίδα ανήκε στους Ενετούς. Οι δύο δεσπότες, αφού ορκίσθηκαν στον αυτοκράτορα πίστη, ανέλαβαν τα καθήκοντά τους στην Πελοπόννησο, ο Θωμάς τον Αύγουστο του 1449 και ο Δημήτριος το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους.
Στην έδρα τους ο Θωμάς και ο Δημήτριος, παρά τις συμβουλές του Κωνσταντίνου, ήλθαν αμέσως σε προστριβές με τους Ενετούς. Τα στρατεύματα του Θωμά συνεχώς παρενοχλούσαν τις ενετικές φρουρές της Μεθώνης και της Κορώνης ενώ, κυρίως, οι δυνάμεις του Δημητρίου παρεκώλυαν την οικονομική δραστηριότητα στην περιοχή της Αργολίδας.
Οι κάτοικοι του Άργους και του Ναυπλίου, οι οποίοι δεν είχαν υποστεί τα δεινά της επιδρομής του Μουράτ II και συνεπώς, δια της εμπορικής τους δραστηριότητας κυριαρχούσαν οικονομικά σε ολόκληρη την Πελοπόννησο, διεμαρτύρονται συνεχώς προς την ενετική σύγκλητο για το γεγονός ότι τα στρατεύματα του Δημητρίου εμπόδιζαν τις μετακινήσεις τους και προκαλούσαν φθορές στους αγρούς τους.
Επίσης, οι Έλληνες διοικητές, δια να επιτρέψουν στα κοπάδια να διαχειμάσουν στις πεδινές περιοχές της Αργολίδας που ανήκαν στους Ενετούς, απαιτούσαν την καταβολή φόρου. Ατέρμονες προσπάθειες της ενετικής συγκλήτου να έλθει σε συνεννόηση με το Δημήτριο απέβησαν άκαρπες. Η εχθρική πολιτική των δύο δεσποτών απέναντι στη Βενετία επιτάχυνε την πλήρη οικονομική εξάρθρωση του δεσποτάτου, όπως ακριβώς την επιτάχυναν και οι συνεχείς έριδες των δύο δεσποτών μεταξύ τους.
Ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου, από τους πρώτους μήνες της βασιλείας του, προσπάθησε να υλοποιήσει έναν τρόπο συνυπάρξεως με τους Τούρκους. Τον Μάρτιο του 1449, ο Κωνσταντίνος και οι αδελφοί του δεσπότες του Μορέως Θωμάς και Δημήτριος υπέγραψαν συνθήκη φιλίας με το σουλτάνο Μουράτ II. Όμως, δυστυχώς για τους Έλληνες, ο τούρκος σουλτάνος απέθανε στις 8 Φεβρουαρίου 1451. Ο διάδοχος του Μωάμεθ II, αρχικά, έδειξε φιλική διάθεση απέναντι στους Βυζαντινούς και ανανέωσε τη συνθήκη φιλίας με τους δεσπότες του Μορέως. Όμως, η ανάπαυλα δεν διήρκεσε πολύ.
Το 1452 ο νέος και δραστήριος σουλτάνος άρχισε τις προπαρασκευές του πολέμου εναντίον του Βυζαντίου. Για να εμποδίσει τους δεσπότες να σπεύσουν προς βοήθεια της πολιορκούμενης Κωνσταντινουπόλεως, έστειλε τον Οκτώβριο του 1452 το στρατηγό Τουραχάν, επικεφαλής ισχυρής στρατιωτικής δυνάμεως, εναντίον του Μορέως. Ο Τουραχάν, χωρίς δυσκολία, συνέτριψε την αντίσταση των Ελλήνων στα στοιχειωδώς οχυρωμένα Εξαμίλια και προήλασε, όχι χωρίς αντίσταση, προς το εσωτερικό της Πελοποννήσου. Ολόκληρη η βορειοδυτική χώρα, από την Κόρινθο μέχρι το Μεσσηνιακό κόλπο, κυρίως τα εδάφη του Θωμά, λεηλατήθηκαν. Και η νέα αυτή εισβολή των Τούρκων δεν ενόχλησε τις πόλεις Άργος και Ναύπλιο.
Στις 29 Μαΐου 1453 η Κωνσταντινούπολις καταλαμβάνεται από τους Τούρκους και ο Κωνσταντίνος πίπτει νεκρός, ηρωικώς μαχόμενος, στα τείχη της Βασιλεύουσας. Όμως οι δύο δεσπότες του Μορέως δεν μιμήθηκαν το παράδειγμα του αδελφού τους. Η πρώτη και κύρια φροντίδα τους ήταν να αναζητήσουν τη σωτηρία στη φυγή. Προς στιγμήν ο Θωμάς και ο Δημήτριος, μαζί με τους Δυνατούς του Μορέως, σκέφθηκαν να καταφύγουν στην Ιταλία. Όμως, επειδή ο Μωάμεθ τους επέτρεψε να διατηρήσουν τη σκιώδη εξουσία τους στην Πελοπόννησο, αποφάσισαν να μείνουν.
Κατά τη διάρκεια της δεσποτείας του Μανουήλ Καντακουζηνού (1348-1380) και του Θόδωρου I Παλαιολόγου (1383-1407) εκτεταμένες εγκαταστάσεις αλβανικών πληθυσμών σημειώθηκαν στην Πελοπόννησο. Είναι αληθές ότι οι επήλυδες έδωσαν αξιόλογη ώθηση στην ανάπτυξη της γεωργίας και οι σκληροτράχηλοι αυτοί άνδρες απετέλεσαν τον κύριο πυρήνα του στρατού του δεσποτάτου.
Όμως «το γένος τούτο νομάδες άπαντες και ουδαμή σφίσι χρονίαν την διατριβήν ποιούμενοι», οι Αλβανοί δεν κατόρθωσαν να αφομοιωθούν με το γηγενές ελληνικό στοιχείο, αποτελούντες ένα δεύτερο, παράλληλο προς τον ελληνικό και αντίπαλο εθνικό πυρήνα. Αμέσως μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, νομίσαντες ότι έφθασε η κατάλληλη ευκαιρία, η αναμενόμενη επί πολύ, για κατάληψη της εξουσίας στην Πελοπόννησο, εξεγείρονται μαζικώς.
Σχεδόν απόλυτοι κύριοι της καταστάσεως, κατέχοντες καίριες θέσεις στο στράτευμα, αρχικά οδηγούμενοι υπό μιας σκοτεινής φυσιογνωμίας «Πέτρου του χωλού, ανδρός τον τρόπον ουκ αγαθού, δεξιού δε άλλως», λεηλατούν ολόκληρη την Πελοπόννησο και μάχονται μετά μανίας για την κατάληψη της εξουσίας. Προσπαθούν να προσεταιρισθούν τους Ενετούς, σεβόμενοι απόλυτα τις θέσεις τους και μάλιστα εμποδίζουν τα στρατεύματα του Δημητρίου να εισχωρήσουν στην Αργολίδα. Συμμαχούν με Έλληνες Δυνατούς και δεν διστάζουν να ονομάσουν ορισμένους από αυτούς, όπως τον Μανουήλ Καντακουζηνό, διοικητή της Μάνης, και τον Ιωάννη Ασάνη.
Τέλος, ζητούν την επέμβαση του ίδιου του Μωάμεθ, τον οποίο παροτρύνουν να αφαιρέσει την εξουσία από τους δύο Παλαιολόγους και να την προσφέρει σ’ αυτούς. Την επέμβαση όμως των Τούρκων ζητούν και οι δύο δεσπότες Θωμάς και Δημήτριος, για να τους βοηθήσει να καταστείλουν την εξέγερση.
Ο Μωάμεθ έκλινε με την πλευρά των Παλαιολόγων. Δύο τουρκικές εκστρατείες, η μια τον Δεκέμβριο του 1453 υπό τον στρατηγό Ομάρ και η άλλη τον Οκτώβριο του 1454 υπό τον στρατηγό Τουραχάν χρειάστηκαν, για να καταστείλουν την αλβανική ανταρσία. Ο Τουραχάν αιχμαλώτισε δέκα χιλιάδες Αλβανούς και τους οδήγησε εκτός Πελοποννήσου. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ενετός διοικητής του Άργους, μετά την καταστολή της εξέγερσης, επέτρεψε σε πολλούς Αλβανούς να εγκατασταθούν ως αγρότες στην Αργολίδα.
Οι δύο δεσπότες, ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες που τους προσέφεραν οι Τούρκοι, υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στο σουλτάνο ετήσιο φόρο δώδεκα χιλιάδων χρυσών νομισμάτων: «Ην δε αυτοίς ο επέτειος φόρος μύριοι και δισχίλιοι χρυσίου κρατήρες».
Μετά την καταστολή της εξέγερσης των Αλβανών ο Τουραχάν, εγκαταλείποντας την Πελοπόννησο, συνέστησε στους δύο δεσπότες να κυβερνήσουν με σύνεση, υπό την κυριαρχία του σουλτάνου και να αποφύγουν τις μεταξύ τους προστριβές και τους τόνισε ότι «ως ομονοούσι μεν πρώτα υμίν έσται άφθονα ταγαθά, διενεχθείσι δε και δίχα γενομένοις ταναντία ταύτα».
Δυστυχώς, η άκρως ανώμαλη κατάσταση των ετών 1453 – 1454 είχε οδηγήσει το δεσποτάτο σε πλήρη κοινωνική, πολιτική και οικονομική εξαθλίωση. Οι ίδιοι οι δεσπότες «προς αλλήλους στασιάζοντές τε ήσαν…και πολέμους είχον εμφυλίους και μάχας και χείρον είχε τα της Πελοποννήσου». Τις συνεχείς διαμάχες μεταξύ των δύο δεσποτών τις εκμεταλλεύονταν ισχυροί Δυνατοί των επαρχιών και με τοπικές εξεγέρσεις εξάρθρωναν την κεντρική εξουσία.
Η οικονομική ένδεια καθιστούσε αδύνατη τη συγκέντρωση του απαιτούμενου ποσού για την πληρωμή του συμφωνηθέντος ετήσιου φόρου προς τον Μωάμεθ. Ο τούρκος σουλτάνος επί τρία συναπτά έτη έστελνε πρέσβεις στον Μορέα, για να εισπράξουν τα χρήματα, αλλά μάταια: «Τον δασμόν απαιτούντος του βασιλέως ουκ απεδίδουν ραδίως πλαττόμενοί τε κενάς αιτίας αεί». Το γεγονός αυτό υπήρξε η κύρια αιτία της μεγάλης εκστρατείας του Μωάμεθ εναντίον της Πελοποννήσου του έτους 1458.
Την άνοιξη του έτους 1458 ο Μωάμεθ, επικεφαλής πολυάριθμου στρατού, αναχωρεί από την Αδριανούπολη και φθάνει ανενόχλητος μέχρι τη Βοιωτία. Εκεί τον συναντούν απεσταλμένοι του δεσπότη Θωμά, οι οποίοι έφεραν μέρος των οφειλομένων χρημάτων και ζήτησαν ανανέωση των προηγουμένων συνθηκών. «Ο βασιλεύς τον μεν δασμόν έλαβε παρά των πρέσβεων, τας δε σπονδάς όταν εντός, έφη, γενώμεθα της Πελοποννήσου ποιήσομεν, διαχλευάζων και διαπαίζων αυτούς».
Στις 15 Μαΐου εισήλθον στην Πελοπόννησο. Η αντίσταση της Κορίνθου αναγκάζει τον Μωάμεθ να διαιρέσει το στρατό. Ένα τμήμα, υπό τον στρατηγό Μαχμούτ, άρχισε να πολιορκεί την πόλη, ενώ το πολυανθρωπότερο στράτευμα, υπό την ηγεσία του ίδιου του Μωάμεθ, αφού λεηλάτησε όλη την ύπαιθρο της Κορίνθου, στράφηκε προς τα ενδότερα της Πελοποννήσου «καταστρεφόμενος και ληϊζόμενος πάντα τα εν ποσί».
Είναι χαρακτηριστικό ότι καθόλου δεν ενόχλησε την περιοχή της Αργολίδας και τις πόλεις Άργος και Ναύπλιο, γιατί δεν επιθυμούσε να ψυχράνει τις σχέσεις του με τους Ενετούς. Η Τεγέα, μετά από ολιγοήμερη πολιορκία παραδόθηκε στον Μωάμεθ, ο οποίος δια μέσου των δύσβατων στενωπών της Αρκαδίας φθάνει στην Πάτρα. Η πόλη ήταν έρημη, γιατί οι κάτοικοί της είχαν καταφύγει στην ενετοκρατούμενη Ναύπακτο.
Ο τούρκος σουλτάνος, ακολουθώντας την ακτή του Κορινθιακού, καταλαμβάνει τη Βοστίτζα (Αίγιον) και «πάντα τα προστυχόντα χειμάρρου δίκην παρασύρων τε και ύφ’ εαυτώ ποιούμενος, τα δε και εξανδραποδιζόμενά τε και κατασκάπτων τελείως» επιστρέφει στην Κόρινθο, ενώνεται με το υπόλοιπο στράτευμα και συνεχίζει την πολιορκία. Η πόλη, μετά από ηρωική αντίσταση τεσσάρων μηνών, παραδίδεται στα μέσα Σεπτεμβρίου.
Η αντίσταση της Κορίνθου, η οποία κυρίως οφείλεται στο διοικητή της Ματθαίο Ασίνη, πιστό σύμμαχο του δεσπότη Δημητρίου, ήταν το μόνο εμπόδιο που συνάντησε ο Μωάμεθ κατά τον στρατιωτικό του περίπατο στην Πελοπόννησο. Οι δεσπότες, περίφοβοι είχαν κλειστεί ο μεν Θωμάς στη Μαντινεία, ο δε Δημήτριος στη Μονεμβάσια. Η κατάληψη της Κορίνθου τερματίζει και την εκστρατεία των Τούρκων. Οι δεσπότες αναγκάζονται να δεχθούν όλους τους σκληρότατους όρους του Μωάμεθ.
Με συνθήκη που υπεγράφη στην ίδια την Κόρινθο, το ένα τρίτο της Πελοποννήσου που περιλάμβανε τις πόλεις Κόρινθο, Βοστίτζα, Καλάβρυτα και Πάτρα περιερχόταν στην κυριαρχία των Τούρκων. Οι δύο δεσπότες διατήρησαν το υπόλοιπο των κτήσεών τους και υποχρεώθηκαν να πληρώνουν ετήσιο φόρο υποτέλειας τριών χιλιάδων χρυσών νομισμάτων.
Ο Μωάμεθ τοποθετεί στις πόλεις που κατέλαβε τούρκους διοικητές της απόλυτης εμπιστοσύνης του και ορίζει ως γενικό διοικητή όλης της περιοχής τον στρατηγό Ομάρ. Όλοι οι αιχμάλωτοι, αρκετές χιλιάδες, οδηγούνται στην Κωνσταντινούπολη μέσα στο γενικό σχέδιο του Μωάμεθ να ενισχύσει τον πληθυσμό της πρωτεύουσάς του. Έτσι τελειώνει η επιχείρηση του 1458, που είχε ως αποτέλεσμα την πληθυσμιακή απογύμνωση της Πελοποννήσου και την ουσιαστική εξάλειψη της αρχής των δεσποτών.
Η ειρήνη που συνομολογήθηκε δεν επρόκειτο να διαρκέσει πολύ. Ήδη από τον Ιανουάριο του 1459 ο δεσπότης Θωμάς σκεφτόταν να αποτινάξει τον τουρκικό ζυγό. Προς το σκοπό αυτό βρισκόταν σε συνεχή επαφή με τον καρδινάλιο Βησσαρίωνα, ο οποίος είχε μεγάλη ισχύ στο περιβάλλον του νεοεκλεγέντος πάπα Πίου II (1458 – 1464). Οι προσπάθειες του Βησσαρίωνα κατέληξαν στη συγκρότηση ενός μικρού στρατιωτικού σώματος τριακοσίων ανδρών, το οποίον εστάλη στην Πελοπόννησο, ενώθηκε με το στράτευμα του Θωμά και μαζί άρχισαν να πολιορκούν την Πάτρα. Όμως, οι πολιορκητές τράπηκαν σε φυγή, μόλις εμφανίσθηκαν τα τουρκικά στρατεύματα. Μια άλλη μεγάλη πόλη, τα Καλάβρυτα, κατελήφθη από τους στρατιώτες του Θωμά. Μετά την επιτυχία αυτή ο Θωμάς στρέφεται εναντίον των κτήσεων του Δημητρίου, τον οποίο υποπτευόταν ότι βρισκόταν σε συνεννόηση με το σουλτάνο. Οι Δυνατοί συντάσσονται με το μέρος του ενός ή του άλλου δεσπότη και ολόκληρη η Πελοπόννησος βρίσκεται επί ποδός πολέμου.
Ο Μωάμεθ, βλέποντας την ανάμειξη της Δύσεως και φοβούμενος μήπως η Πελοπόννησος διεκδικηθεί από κάποιο δυτικό άρχοντα, αποφάσισε να λύσει τελεσίδικα το πρόβλημα της χερσονήσου. Στις αρχές του 1460 ο σουλτάνος εισβάλει στην Πελοπόννησο, καταλαμβάνει το Μιστρά (30 – 5 – 1460) και υποχρεώνει το δεσπότη Δημήτριο και την οικογένειά του να τον ακολουθήσουν. Ακολούθως στρέφεται προς τις περιοχές του Θωμά και καταλαμβάνει τη μια οχυρή πόλη μετά την άλλη.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο σουλτάνος, ευρισκόμενος στη Μεσσηνία, επισκέφτηκε τις βενετικές κτήσεις της Μεθώνης και της Κορώνης, έγινε δεκτός με τιμές από τους Ενετούς διοικητές και ανανεώθηκαν οι συνθήκες φιλίας ανάμεσα στην Ενετία και τους Τούρκους.
Ο δεσπότης Θωμάς με πλοίο καταφεύγει στην Κέρκυρα (28 – 7 – 1460). Ο Σουλτάνος αναχωρεί από την Πελοπόννησο τον Οκτώβριο του 1460, οδηγώντας μαζί του «φαμελίας δισχιλίας δήπου και παίδας ισαρίθμους, τους μεν παίδας εις νεόλεκτον στρατόν κατεγράψατο, τας δε οικίας εν τω της πόλεως μέρει κατέθετο».
Κατά τα μέσα του έτους 1461 ολόκληρη η Πελοπόννησος, εκτός των ενετικών κτήσεων και της Μονεμβασίας, είχε καταληφθεί από τους Τούρκους. Ο Κριτόβουλος σημειώνει ότι «ο βασιλεύς εχειρώσατο έργον μέγα δράσας και θαυμαστόν εν ούτω βραχυτάτω καιρώ ούπω γάρ εξήκει το θέρος όλον και πάσα είχετο, πόλεις τε οχυραί και φρούρια ερυμνά και πολίχνια εγγύς που διακόσια, χώρα των ονομαστών άνωθεν και ενδόξων».
Έτσι κατελύθη το δεσποτάτο του Μορέως, το οποίο ιδρύθηκε από τον Μιχαήλ VII τον Παλαιολόγο το 1262. Η σπουδαιότητα του υπερβαίνει τα τοπικά όρια. Ιδιαιτέρως για τη διατήρηση του Ελληνισμού στην Πελοπόννησο, αυτό το κρατίδιο του XIII αιώνα, που κατέστη κατά τους XIV και XV αιώνες μια υπολογίσιμη δύναμη, έπαιξε έναν σημαντικότατο ρόλο.
Ο Μωάμεθ, μετά την κατάκτηση της Πελοποννήσου, δεν έπαυσε να υποβλέπει τις ενετικές κτήσεις της Πελοποννήσου. Η ευκαιρία για την έναρξη της νέας επεκτατικής κινήσεως των Τούρκων παρουσιάσθηκε με τη μορφή ενός ασήμαντου γεγονότος. Ένας Αλβανός δούλος του στρατηγού Ομέρ αποδρά και ζητεί άσυλο στην ενετοκρατούμενη Μεθώνη. Ο Ομέρ ζητεί την άμεση παράδοσή του, αλλά οι Ενετοί αρνούνται. Τότε, το Νοέμβριο του 1462, ο υπαρχηγός του Ομέρ, Ισάς, επιτίθεται κεραυνοβόλα εναντίον του Άργους και το καταλαμβάνει αμαχητί.
Ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης κάπως αόριστα αναφέρει ότι οι Τούρκοι κατέλαβαν την πόλη ένεκα της προδοσίας ενός Έλληνα ιερέα: «ως δε το τε εν Πελοποννήσω Άργος, ιερέως των εν τη πόλει παραδόντος προδοσία, έλαβεν ο του βασιλέως ύπαρχος, Αλβάνεω παις, τούνομα Ιησούς».Είναι η πρώτη φορά, μετά την καταστροφή του 1397, που το Άργος αναμιγνύεται στις πολεμικές συγκρούσεις του ταραγμένου XV αιώνα.
Το χωρίο του Χαλκοκονδύλη μας επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι στην πόλη είχε αναπτυχθεί αντιδυτικό ρεύμα, μετά τη σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439), και εχθρότητα στο σύνολο σχεδόν των Ορθοδόξων, στη λεγόμενη «Ένωση των Εκκλησιών». Μετά την κατάληψη του Άργους, η φιλοπόλεμη φατρία στη Βενετία πείθει τη Σύγκλητο να κηρύξει τον πόλεμο στην Τουρκία.
Ενετικός στόλος υπό την ηγεσία του Bertoldo, κόμη Este, αποβιβάζεται στο Ναύπλιο, ενώ με προκήρυξη ο ναύαρχος καλεί τους κατοίκους της Πελοποννήσου να εξεγερθούν:«Τους τε Πελοποννησίους παρώτρυνον αφιστάναι από βασιλέως». Η απήχηση ήταν μέτρια. Παρατηρήθηκαν μεμονωμένες εξεγέρσεις στη Λακωνία, στην Αρκαδία και στη Μάνη. Η πρώτη επιτυχία των Ενετών είναι η ανακατάληψη του Άργους: «Και το Άργος παραλαβόντες Ουενέτοι φρουράν τε εγκατέλιπον και άρχοντα εν αυτώ».
Ακολούθως οι Ενετοί πολιορκούν τον Ακροκόρινθο, όμως κατά την πολιορκία φονεύεται ο Bertoldo. Συγχρόνως, ισχυρό τουρκικό στράτευμα, υπό την ηγεσία του στρατηγού Μαχμούτ, έφθασε στον Ισθμό. Οι Ενετοί, χωρίς ηγέτη, αποδεκατισμένοι από τη δυσεντερία και θορυβημένοι από την υπεροχή των Τούρκων, εγκαταλείπουν τον Ισθμό αμαχητί και υποχωρούν στο Ναύπλιο.Ο Μαχμούτ προχωρεί προς το Άργος (1463).
Το χωρίον του Κριτόβουλου, το οποίο αναφέρεται στην κατάληψη της πόλεως από τους Τούρκους – η τελευταία μνεία του Άργους σε ελληνόφωνο μεσαιωνικό κείμενο- δύναται να χαρακτηριστεί ως επιγραμματικός επιτάφιος ενός λαμπρού παρελθόντος:
«Μετά δε τούτο αφικνείται ες Άργος (Μαχμούτ), πόλιν των Ενετών και στρατοπαιδεύεται προ του άστεος και προσφέρει λόγους τοις εν αυτώ περί εκδόσεως εαυτών τε και του άστεος. Οι δε Αργείοι ορώντες το πλήθος της στρατιάς περιστοιχίσαν την πόλιν κύκλω το τε σφών τείχος ασθενές και επίμαχον όλον, επικουρίαν τε μηδεμίαν πόθεν ή έχοντες ή όλως έξειν ελπίζοντες και δείσαντες, μη εκ προσβολής βία ληφθώσι τοις όπλοις και απόλωνται, παραδιδόασιν αμαχί εαυτούς τε και την πόλιν Μαχουμούτει τα πιστά λαβόντες. Ο δε πάντας μεν αυτούς αποικίζει ες το Βυζάντιον συν γυναιξί και τέκνοις και τοις υπάρχουσι πάσι σώς και κακών απαθείς, την δε πόλιν κατέσκαψε… Βασιλεύς δε τους μεν Αργείους πάντας κατοικίζει εν τη μονή τη Περιβλέπτω καλουμένη δούς αυτοίς και οικίας και αμπέλους και αγρούς».
Η πτώση του Άργους σήμαινε ουσιαστικά την εξάρθρωση της ενετικής απόπειρας εξεγέρσεως των Ελλήνων. Σε ελάχιστο χρόνο οι εξεγερθέντες Έλληνες κατέθεσαν τα όπλα και ο Μαχμούτ «διαθέμενος τα εν Πελοποννήσω πάντα καλώς τε και ως ην αυτώ κατά νουν και φρουρούς τοις φρουρίοις πάσιν εγκαταστήσας άνδρας τους από της βασιλικής αυλής τους μαχιμοτάτους… επάνεισιν εις την Κωνσταντίνου χειμώνος μεσούντος ήδη».
Φυσικά, οι Βενετοί το 1464 κατείχαν ακόμα το Ναύπλιο, τη Μεθώνη, την Κορώνη και, μετά τη φυγή του Θωμά, τη Μονεμβάσια, όμως, ουσιαστικά, ολόκληρος η Πελοπόννησος βρισκόταν στα χέρια των Τούρκων, οι ελληνικοί πληθυσμοί, αποθαρρυμένοι, είχαν υποταχθεί και το όνειρο του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου για τη δημιουργία του νέου Ελληνικού κράτους είχε σβήσει.
Βασίλης Σκουλάτος
Ιστορικός
«Αργειακή Γη», Επιστημονική και λογοτεχνική έκδοση του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Άργους, Τεύχος 3, Δεκέμβριος 2005.
[1] Για τη μελέτη του Δεσποτάτου του Μορέως, θεμελιώδες παραμένει το έργο του Δ. ΖΑΚΥΘΗΝΟΥ, Le Despotat grec de Moree. Ομοίως, αλλά σε ευρύτερο πλαίσιο, ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το θέμα μας παρουσιάζουν τα έργα: DONALD NICOL, The Last Centuries of Byzantium. 1261-1453, Cambridge University Press, 1993, IVAN DJURIC, Le Crépuscule de Byzance, Paris1996. ST. RUNCIMAN, The Last Byzantine Rennaissances,Cambridge 1970 (Ελληνική μετάφραση, Αθήνα 1980). To συλλογικό έργο υπό τη διεύθυνση του ALAIN DUCELLIER, Byzance et le monde Orthodoxe,Paris1986. G. OSTROGORSKY, Geschichte des Byzantinischen Stuates, München 1963 (Ελληνική μετάφρασηI. ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ, Αθήνα 2001).
[2] ΣΦΡΑΝΤΖΗΣ, σ. 205-206: «Και συγχύσεως πολλής ούσης και του τίνα εις βασιλέα εκ των αδελφών…. επεστάλθη παρ’ αυτών ο Αλέξιος ο Φιλανθρωπινός μετά Μανουήλ του Παλαιολόγου… ίνα ως βασιλέα στέψωσι τον δεσπότην κυρ Κωνσταντίνον… ο και έπραξαν εν τη Σπάρτη τη έκτη Ιανουαρίου και ιβ’ του Μαρτίου μηνός του αυτού έτους εφθάσαμεν εις την πόλιν». Για τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο: G. SCHLUMBERGER, Le siege, la prise et le sac de Constantinople par les Tures, Paris 1914 (Ελληνική μετάφραση ΣΠ. ΛΑΜΠΡΟΥ, Αθήναι 1914 – Ανατύπωση με προλογικά Α.Γ.Κ. ΣΑΒΒΙΔΗ, Αθήνα 1996. DONALD Μ. NICOL, The Imortal Emperor, the Life and Legend of Constantine Palaiologos. Last Emperor of the Romans, Cambridge University Press, 1933 -To όνομα Δραγάτσης δόθηκε στον Κωνσταντίνο με αιτία τη μητέρα του Ελένη, η οποία ανήκε στη σερβική ηγεμονική οικογένεια των Δραγάτς.