Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Greek Revolution of 1821’

Πουκεβίλ  Φραγκίσκος  – Pouqueville, François Charles Hugues Laurent  (1770-1838)


 

Ο Πουκεβίλ σε προσωπογραφία φιλοτεχνημένη από τον Ντεπρέ (Dupre Louis) 1827.

O Φιλέλληνας Φραγκίσκος Πουκεβίλ ήταν Γάλλος γιατρός, διπλωμάτης και ιστορικός. Έλαβε μέρος στην επιστημονική αποστολή που ακολούθησε τον Ναπολέοντα στην εκστρατεία του στην Αίγυπτο. Το 1798, επιστρέφοντας στην Γαλλία, πιάστηκε αιχμάλωτος μαζί με άλλους συνταξιδιώτες του, από Αλγερινούς πειρατές στα παράλια της Ιταλίας (Καλαβρία) οι οποίοι αντί να τους οδηγήσουν σε κάποια σκλαβοπάζαρα, τους αποβίβασαν στην Πύλο (Ναυαρίνο) κι από εκεί αλυσοδεμένους τους έστειλαν στην Τρίπολη ως αιχμαλώτους πολέμου.    

Μετά από διαταγή του Μουσταφά Πασά φυλακίστηκαν. Ύστερα από επτά μήνες, ο Πουκεβίλ μεταφέρθηκε στο Ναύπλιο. Χάρη στις υπηρεσίες που πρόσφερε ως γιατρός στους Τούρκους, κατόρθωσε να αποκτήσει κάποια σχετική ελευθερία κινήσεων ώστε να κάνει τις πρώτες του παρατηρήσεις αλλά και ένα προσχέδιο της μελέτης του περί του κοινωνικού γίγνεσθαι της Πελοποννήσου.

Παρά τις γνωριμίες του με Τούρκους αξιωματούχους, μετά από λίγο κι ενώ είχε συμπληρώσει δέκα μήνες στην Πελοπόννησο, οδηγήθηκε δέσμιος στην Κωνσταντινούπολη, όπου κρατήθηκε στις φυλακές Επταπυργίου για δυο χρόνια. Αποφυλακίστηκε το 1801.  Στο διάστημα αυτό ο Πουκεβίλ είχε την ευκαιρία να μάθει την νεοελληνική γλώσσα και να συγγράψει το πεντάτομο έργο του « Ταξίδι στο Μοριά, στην Κωνσταντινούπολη, στην Αλβανία και σε πολλά άλλα μέρη της οθωμανικής αυτοκρατορίας». (Voyage en Moree, a Constantinople, en Albanie et dans plusiers autres parties de l’ empire ottoman). Το έργο εκδόθηκε το 1805 στο Παρίσι.

Με το έργο του αυτό, έδωσε νέα δύναμη στο πνεύμα του Φιλελληνισμού που εκείνο τον καιρό είχε αναπτυχθεί σε όλη την Ευρώπη. Το γεγονός ότι στο κείμενό του δεν περιορίστηκε μόνο σε περιγραφές των χωρών αλλά αναφέρθηκε και σε πολιτικά ζητήματα της Ανατολής, στάθηκε η αφορμή να διοριστεί από τον Ναπολέοντα επίσημος διπλωματικός εκπρόσωπος της Γαλλίας στην αυλή του Αλή πασά των Ιωαννίνων.

Στα Ιωάννινα ο Πουκεβίλ έμεινε δέκα χρόνια (1805- 1815) και συνδέθηκε φιλικά με τον πασά της Ηπείρου. Γνώρισε καλά τα προβλήματα των Ελλήνων, την καταπίεση και τα δεινά τους από τους Τούρκους αλλά και τα πρώτα επαναστατικά σκιρτήματά τους. Μάλιστα, με επίσημη εξουσιοδότηση, ανέλαβε την μελέτη των ηθών και εθίμων των Ελλήνων και Τούρκων της βορειοδυτικής Ελλάδας και την συλλογή αρχαιολογικού υλικού.

Δυο χρόνια μετά την αναχώρησή του από τα Ιωάννινα, ο Πουκεβίλ διορίζεται πρόξενος της Γαλλίας στην Πάτρα. Το νέο πεντάτομο έργο του «Ταξίδι στην Ελλάδα» (Voyage dans la Grece) εκδίδεται στο Παρίσι το 1820 και γίνεται δεκτό με ενθουσιασμό. Το συναρπαστικό περιεχόμενο με αρχαιολογικό υλικό, με ιστορικά γεγονότα της εποχής εκείνης, με Δημοτικά τραγούδια και περιγραφές των εθίμων, με στοιχεία για τον πληθυσμό και την οικονομική ζωή του τόπου αλλά και έκθεση για την πανίδα της χώρας, τονώνουν τα αισθήματα συμπάθειας των αναγνωστών προς την δοκιμαζόμενη Ελλάδα.

Σ’ αυτό το συγκεκριμένο βιβλίο αναφέρεται σε πολλές περιοχές της Ελλάδας μεταξύ των οποίων και στην Αργολίδα, με αρκετές σημαντικές λεπτομέρειες.

Ο Πουκεβίλ δεν ακολουθεί στα έργα του την πεπατημένη πολλών άλλων περιηγητών που ασχολούνται  με την αρχαιολογία και την ιστορία της Ελλάδας αλλά εστιάζει κυρίως το ενδιαφέρον του και στην σύγχρονη πραγματικότητα. Επιδιώκει να γνωρίσει τους απογόνους των αρχαίων Ελλήνων – έστω κι αυτή την περίοδο της παρακμής και του μαρασμού- ώστε να προσφέρει στους Δυτικοευρωπαίους της εποχής μια γλαφυρή και σε πολλά σημεία γραφική περιγραφή του Έθνους των Ελλήνων, χωρίς να αμελεί να υπογραμμίσει τις προσπάθειες που καταβάλει για την επιβίωση του αλλά και το ρόλο που θα μπορούσε να παίξει ο ελλαδικός χώρος στην οικονομική ζωή της Ευρώπης.

« Αντιπαραθέτοντας το συγγραφικό έργο του Πουκεβίλ στις επικρατούσες τότε απόψεις ως προς το παρελθόν, το παρόν και το πολιτικό μέλλον του ελληνικού έθνους, βλέπουμε ότι ο Πουκεβίλ δεν αναλύει απλώς, όπως άλλοι σύγχρονοί του, όσα μόνο στοιχεία συνδέουν την κλασσική αρχαιότητα με την νεότερη Ελλάδα, αλλά επιχειρεί ν’ αποδείξει ότι η ίδια η νεότερη ελληνική πραγματικότητα περιέχει τα χαρακτηριστικά εκείνα που μας οδηγούν κατευθείαν στο κλασσικό παρελθόν της ». ( Εκδόσεις Αφών Τολίδη).

Ο Φιλέλληνας Πουκεβίλ άφησε ένα σπουδαίο και σημαντικό έργο. Μεταλαμπάδευσε τα δικά του συναισθήματα για τους αγαπημένους του Έλληνες αγωνιστές στους αναγνώστες του και επηρέασε καθοριστικά το ευρωπαϊκό Φιλελληνικό κίνημα.  

  

Πηγές 


  • Πουκεβίλ, «Ταξίδι στην Ελλάδα / Πελοπόννησος », Εκδόσεις Αφοί Τολίδη, Αθήνα, 1997.
  • Επτά Ημέρες, Καθημερινή, «Ο Φιλελληνισμός στην Ευρωπαϊκή λογοτεχνία», Κυριακή 17 Μαρτίου 2002.  
  • Μανόλης Βλάχος, «Louis Dupre / Ταξίδι στην Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη», Εκδόσεις Ολκός, Αθήνα, 1994.

  

Διαβάστε ακόμη:

 

 

Read Full Post »

Προσωπογραφίες

Γόρδων ή Γκόρντον Θωμάς, σερ  –  Gordon Thomas, sir  (1788-1841)

 

Από τους πρώτους φιλέλληνες ο Γκόρντον συμμετείχε ενεργά και ποικιλότροπα στον ελληνικό αγώνα. Επιστρέφοντας το 1831 στη Σκωτία άρχισε ως αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων τη συγγραφή εκτεταμένης, δίτομης εντέλει, ιστορίας: την «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» από την οποία μεταφρασμένη το 1840 στη Λειψία άντλησε πληροφορίες ο Πέτερ Φον Ες, όταν στο Μόναχο δούλευε τον κύκλο έργων γύρω από την Επανάσταση.

Στο Άργος έκτισε την περίφημη οικία Γόρδωνος το 1829 και γι’ αυτό μερικά χρόνια αργότερα η γειτονιά ονομαζόταν συνοικία Γόρδωνος, πρώην Αρβανιτιά επί τουρκοκρατίας.

 

 

Τόμας Γκόρντον, έργο του Καρλ Κρατσάιζεν , Πόρος, 13 Απριλίου 1827.

 

Ο Φιλέλληνας, ιστορικός και επικεφαλής του μικτού τάγματος στην πολιορκία της Τρίπολης, Τόμας Γκόρντον. Επιζωγραφισμένη λιθογραφία.

 

Τόμας Γκόρντον, Αργειακόν Ημερολόγιον 1930.

 

Άρθρο για τον Τόμας Γκόρντον στο Αργειακό Ημερολόγιο του 1930.

 

Άρθρο για τον Τόμας Γκόρντον στο Αργειακό Ημερολόγιο του 1930.

 

Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »

Αγώνες για την απελευθέρωση

 Άργος, Δερβενάκια, Αθήνα, Αλαμάνα  

 

Η εκστρατεία του Δράμαλη στην πεδιάδα του Άργους, Αλέξανδρος Ησαΐας

 

Στα στενά των Δερβενακίων, πίνακας του Θεόδωρου Βρυζάκη

 

Πίνακας του Αλέξανδρου Ησαΐα εμπνευσμένος από τη μάχη της Αλαμάνας

 

Μάχη των Αθηνών, επιχρωματισμένη λιθογραφία αγνώστου Ιταλού ζωγράφου ( κατά παραγγελία και υποδείξεις του Α. Ησαΐα).

Read Full Post »

Προσωπογραφίες Αγωνιστών

Κολοκοτρώνης Θεόδωρος – Kolokotronis Theodoros  (1770-1843) 

 

«Όταν αποφασίσαμε να κάμομε την Επανάσταση,

δεν εσυλλογισθήκαμε, ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχομε άρματα,

ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις,

 ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε: «που πάτε εδώ να πολεμήσετε με

σιταροκάραβα βατσέλα»,

 αλλά , ως μία βροχή, έπεσε σε όλους μας η επιθυμία

της ελευθερίας μας,  και όλοι, και οι κληρικοί, και οι προεστοί,

και οι καπεταναίοι, και οι πεπαιδευμένοι, και οι έμποροι,

μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό

και εκάμαμε την Επανάσταση».

 

Κολοκοτρώνης Θεόδωρος, ξυλογραφία.

 

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, λιθογραφία, Adam Friedel, Λονδίνο, 1824.

 

«O Ιμπραΐμης μου επαράγγειλε μια φορά διατί δεν στέκω να πολεμήσωμεν (κατά μέτωπον). Εγώ του αποκρίθηκα, ας πάρη πεντακόσιους, χίλιους, και παίρνω και εγώ άλλους τόσους, και τότε πολεμούμε, ή αν θέλη ας έλθη και να μονομαχήσωμεν οι δύο. Αυτός δεν με αποκρίθηκε εις κανένα. Και αν ήθελε το δεχθή το έκαμνα με όλην την καρδιάν, διότι έλεγα αν χανόμουν, ας πήγαινα, αν τον χαλούσα, εγλύτωνα το έθνος μου».

 

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, σχέδιο Voutier. Δημοσιεύεται στο βιβλίο P.C.H.I. Pouqueville, “Histoire de la regeneration de la Greece’’, Παρίσι 1824.

 

 

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Λιθογραφία. Φανταστική απεικόνιση χαρακτηριστική της απήχησης του ήρωα στη Ρωσία. Εδώ αποδίδεται έφιππος σε ρωσική λαϊκή εικόνα (1830).

 

Ο Κολοκοτρώνης έχων αγαθήν καρδίαν, πατριωτισμόν μέγαν, φρόνησιν μεγάλην, και δεν ηθέλησε ποτέ να εμβάψη τας χείρας του εις ανθρώπινον αίμα, αν και το εξωτερικό του ήτον άγριον και ο χαρακτήρ του ορμητικός, και όστις τον έβλεπε, τον εξελάμβανεν ως άνθρωπον άγριον και αιμοβόρον, και εντεύθεν ηπατήθησαν πολλοί.

Ήτο μεν αγράμματος, αλλ’ ευφυής, και ως επί το πλείστον ωμίλει δια παροιμιών και μύθων καταλλήλως εφαρμοζομένων εις την προκειμένην ομιλίαν. Ήτο σύννους πάντοτε, και τα στρατιωτικά σχέδιά του συνετά, ώστε ουδέποτε απέτυχον. Εγνώριζε να προφυλάττη τους στρατούς του από τους κινδύνους.

 

[ Θεόδωρος Ρηγόπουλος, γραμματικός του Πάνου Κολοκοτρώνη, «Απομνημονεύματα από των αρχών της Επαναστάσεως μέχρι του έτους 1881», Αθήνα, 1979].

 

 

 

 

Προσωπογραφία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ελαιογραφία σε μουσαμά, 1853. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

 

Ο μακαρίτης Γέρο-Κολοκοτρώνης ήτο ευαπάτητος, και τον εγελούσε το μικρόν παιδίον, ήτο δε ευπροσήγορος και πολλάκις καταδέχετο να παίζει με παιδία. Εσυνήθιζε να παίζη την κοντζίναν και την μπέλλα-δόνα με δύο ή πέντε λεπτά, αλλά και παίζων ευκόλως ηπατάτο.

Ενδιεφέρετο δε να κερδίζη πάντοτε, και τα κερδιζόμενα λεπτά διετήρει ως κειμήλια. Φιλόδωρος δεν ήτο, αλλ’ ό,τι του έπαιρνέ τις δεν το εζήτει. Ήτο δε ευσταθούς χαρακτήρος και τιμίου, και ουδέποτε ανεκάλει ό,τι υπέσχετο, διό και οι Αλβανοί Τούρκοι τον έλεγον μπεσιλή, δηλαδή ετήρει τον λόγον και τον όρκον.

 [ Θεόδωρος Ρηγόπουλος, γραμματικός του Πάνου Κολοκοτρώνη, «Απομνημονεύματα από των αρχών της Επαναστάσεως μέχρι του έτους 1881», Αθήνα, 1979].

 

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, έργου του Καρλ Πάβλοβιτς Μπριουλώφ (1799–1852), ενός από τους σπουδαιότερους Ρώσους ζωγράφους του 19ου αιώνα. Σε ένα ταξίδι του, περίπου το 1835,στα Ιόνια νησιά, στην ανεξάρτητη τότε Ελλάδα και στην Μικρά Ασία, ο Μπριουλώφ ζωγράφισε αρκετά έργα, τόσο με ελληνικά τοπία όσο και προσωπογραφίες. Μεταξύ αυτών είναι και το πορτραίτο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ακριβώς μετά την αποφυλάκισή του από το Παλαμήδι. [Πινακοθήκη Τρετιακώφ Μόσχα].
Τα περισσότερα σχέδιά του δημοσιεύθηκαν στο βιβλίο του Νταβίντωφ «Ταξιδιωτικές σημειώσεις, που συντάχθηκαν κατά την παραμονή στα Ιόνια νησιά, στην Ελλάδα, στην Μικρά Ασία και στην Τουρκία το 1835» (Αγ. Πετρούπολη, 1839), ενώ άλλα βρίσκονται στο Πινακοθήκη Τρετιακώφ στην Μόσχα.
Οι πληροφορίες από τον ιστότοπο του κυρίου Σωτήρη Δημόπουλου, Διδάκτορα Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου & Πτυχιούχο του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων του Κιέβου.

 

Πορτρέτο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη (1843) σχεδιασμένο εκ του φυσικού από τον Γάλλο ζωγράφο Πιερ Μπονιρότ (Pierre Bonirote, 1811-1891). Υδατογραφία και μολύβι σε χαρτί, 27,5 x 20 cm.

 

Ο Κολοκοτρώνης στη νεκρική του κλίνη. Pierre Bonirote (Πιέρ Μπονιρότ), 1843.

Ο Κολοκοτρώνης στη νεκρική του κλίνη. Pierre Bonirote (Πιέρ Μπονιρότ), 1843. Ο Γάλλος Pierre Bonirote (1811-1891), ο οποίος δίδαξε ζωγραφική για τρία περίπου χρόνια στην Αθήνα μισθοδοτούμενος από τη δούκισσα της Πλακεντίας Sophie de Marbois-Lebrun, ήταν ένας από τους τρεις ζωγράφους που, σύμφωνα με την εφημερίδα «Αιών», απαθανάτισαν τον Κολοκοτρώνη στη νεκρική του κλίνη. Σύμφωνα με περιγραφή αθηναϊκής εφημερίδας: «Ὁ δὲ νεκρὸς ἦταν κεκοσμημένος μὲ τὴν στολὴν τοῦ Ἀρχιστρατήγου, ἔφερε τὸ ξίφος, τὸ ὁποῖον εἶχε εἰς τὴν ἀρχὴν τῆς Ἐπαναστάσεως τὴν περικεφαλαίαν εἰς τὸ πλευρὸν καὶ ἐπωμίδας τῆς εἰς τὴν Ἑπτάνησον ὑπηρεσίας του. Παρακείμενον δὲ τὸν θώρακα, καὶ εἰς τοὺς πόδας τζαρούχια, τὸ παλαιὸν αὐτοῦ ὑπόδημα».

 

Μια ακόμα προσωπογραφία του Θ. Κολοκοτρώνη, του Γκιαούρ πασά, όπως τον αποκαλούσαν οι Τούρκοι, προσωνύμιο που υποδηλώνει τον σεβασμό που προκαλούσε στις τάξεις του εχθρού, όπως γράφει και το Κολοκοτρωνεΐκο λεξικό.
Δημοσιεύεται στο βιβλίο του Γάλλου φιλέλληνα διπλωμάτη Κλοντ Ντενίς Ραφενέλ (C.D. RAFFENEL), «Ιστορικά Γεγονότα στην Ελλάδα» («L’Histoire Des Evenements De La Grece», τόμος 2ος), που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1824.

 

 

Πορτρέτο Έλληνα αγωνιστή (ενδεχομένως του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη). Ελαιογραφία αγνώστου, 19ος αιώνας. Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα.

 

Ο Κολοκοτρώνης ορκίζει τον γιό του. Έργο του Διονυσίου Τσόκου. Συλλογή Ιδρύματος Ε. Κουτλίδη – Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου.

 

«Ο Κολοκοτρώνης προσευχόμενος». Υδατογραφία του Αποστόλου Γεραλή (1886-1983). Πολεμικό Μουσείο.

 

Προσωπογραφία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, έργο του Θεόδωρου Βρυζάκη (1814 ή 1819- 1878), λάδι σε μουσαμά, 29 x 22 εκ. Εθνική Πινακοθήκη. Εκτίθεται στη Σπάρτη, Κουμαντάρειος Πινακοθήκη.

 

Διαβάστε επίσης:

 

Read Full Post »

Προσωπογραφίες Αγωνιστών

Κολοκοτρώνης Γενναίος – Kolokotronis Gennaios (1803 ή 1805 – 20/5/1868)

  

Οὗτος ἐπανελθὼν ἀπὸ τὴν Ζάκυνθον εἰς τὴν Πελοπόννησον μετὰ τοῦ ἀδελφοῦ του Πάνου κατὰ τὸν Ἀπρίλιον τοῦ 1821 ἐβγῆκεν κατὰ πρῶτον εἰς τὸν Πύργον τῆς Ἠλείας. Ἦτο δὲ νέος πολὺ, ὄχι μεγαλείτερος  τῶν 17 ἐτῶν.

Ἔτυχε τότε νὰ γίνεται πόλεμος μὲ τοὺς Λαλαίους Τούρκους πρὸς τοὺς κατοίκους τοῦ Πύργου, ἀρχηγοῦντος τοῦ Χαραλάμπους Βιλαέτου, καὶ ὁ  Γενναῖος ἔλαβε μέρος εἰς τὸν πόλεμον αὐτόν, καὶ ἐπολέμησεν ὡσὰν παιδὶ ὅπου ἦτον. Ἐκεῖθεν ἀνεχώρησε καὶ μετὰ τοῦ ἀδελφοῦ του Πάνου ἀνέβη εἰς τὸ Βαλτέτσι, καὶ ἦλθεν εἰς τὴν πολιορκίαν τῆς Τριπολιτσᾶς. Κατ᾿ ἀρχὰς ἐπήγαινε πότε εἰς τὸ Χρυσοβίτσι καὶ τὴν Πιάναν, καὶ πότε παρηκολούθει τὸν ἐξάδελφόν του Νικήταν Σταματελόπουλον, καὶ ὅπου ἀλλοῦ ἤθελεν ἐπήγαινεν.

Ἦτον ἀκούραστος, καὶ ἔτρεχεν ἐπάνω κάτω, ἐσυντρόφευεν ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἔφεραν τὸ μολύβι ἀπὸ τὸ Ἄργος, καὶ ἀναλόγως τῆς ἡλικίας του ἔδειχνε ζῆλον καὶ προθυμίαν μεγάλην. Ἀνακατεύετο δὲ καὶ εἰς τοὺς ἀκροβολισμοὺς τοὺς γενομένους κατὰ τὴν πολιορκίαν τῆς Τριπολιτσᾶς. Μετὰ δὲ ταῦτα ὑπῆγεν εἰς τὸν Κορινθιακὸν κόλπον μετὰ τοῦ πρίγκηπος Ὑψηλάντου…

[ Φωτίου Χρυσανθόπουλου ή Φωτάκου, Πρώτου Υπασπιστού του Θ. Κολοκοτρώνη, « Βίοι Πελοποννησίων Ανδρών », Εν Αθήναις, εκ του τυπογραφείου Π. Δ. Σακελλαρίου, 1888.]

 

 

Κολοκοτρώνης Ιωάννης ή Γενναίος, ξυλογραφία.

 

Κολοκοτρώνης Ιωάννης ή Γενναίος, λιθογραφία. Φανταστική απεικόνιση, Pouqueville, Napoli, 1841.

Η Φωτεινή Τζαβέλα – Κολοκοτρώνη ήταν πρώτη κυρία της χώρας. Γεννήθηκε στο Σούλι και ήταν κόρη του Φώτου Τζαβέλα. Το 1828 παντρεύτηκε τον Ιωάννη Κολοκοτρώνη, γιο του Θεόδωρου. Ύστερα από πρόσκληση του Όθωνα έγινε κυρία επί των τιμών της βασίλισσας Αμαλίας, θέση στην οποία παρέμεινε για αρκετό καιρό φορώντας πάντα την παραδοσιακή σουλιώτικη φορεσιά. Το 1862, έτος που ανέλαβε την πρωθυπουργία ο άντρας της, έγινε η πρώτη κυρία της χώρας.

Μαζί με τον Ιωάννη Κολοκοτρώνη απέκτησε δύο γιούς, τον Θεόδωρο, γνωστό και ως Φαλέζ, και τον Κωνσταντίνο καθώς και πέντε κόρες, την Γεωργίτσα Πετιμεζά, την Αικατερίνη Ροδίου, την Ελένη Ζώτου, την Ζωΐτσα Μανώτου και την Ευφροσύνη που έμεινε ανύπαντρη.

 

Φωτεινή Τζαβέλα, σύζυγος Γενναίου Κολοκοτρώνη, ξυλογραφία, 1891.

 

Κολοκοτρώνης Ιωάννης ή Γενναίος, ελαιογραφία.

 

Διαβάστε επίσης:

Read Full Post »

Προσωπογραφίες Αγωνιστών

Μπουμπουλίνα Λασκαρίνα – Boumpoulina Laskarina  (1771-1825) 

 

[…] Είναι ακόμη βέβαιο ότι η φήμη της ταξίδεψε γρήγορα στην Ευρώπη, αφού κυκλοφορούσαν απεικονίσεις της από το 1821· όσοι τη συνάντησαν, γνώριζαν το όνομα και τη δραστηριότητά της. Στα ευρωπαϊκά της πορτραίτα η Μπουμπουλίνα απεικονίζεται νεαρή και όμορφη, λεπτή ή μεγαλόσωμη με πλούσιο στήθος, ντυμένη άλλοτε ευρωπαϊκά, άλλοτε ανατολίτικα ή και μικτά. Ακόμη και ένα γυναικείο ένδυμα θα πάρει στο Παρίσι το όνομά της, «a la Robeline», πιθανότατα από συμφυρμό των λέξεων robe και Bobeline (Boubouline). 

«Αμαζόνα», «νέα Σαλαμινομάχο», «νέα Αρτεμισία» ή και «Σπαρτιάτισσα» την αποκαλούν επίσης πολλά από τα κείμενα της εποχής, αποδίδοντάς της χαρακτηριστικά μυθικών προσώπων, κυρίως όμως ανδροπρεπή εμφάνιση και συμπεριφορά […].

 Ευδοκία Ολυμπίου, «Γυναίκες του Αγώνα», Ιστορική Βιβλιοθήκη, «Οι Ιδρυτές της Νεότερης Ελλάδας», σελ. 41-42, Εκδόσεις «Τα Νέα», Αθήνα, 2010.

 

Μπουμπουλίνα Λασκαρίνα. Ακουαρέλα του Σπ. Προσαλέντη.

Μπουμπουλίνα Λασκαρίνα – Pouqueville, Istoria della Grecia dal 1740 al 1824, Napoli, 1838.

Μπουμπουλίνα Λασκαρίνα – Ρωσική χαλκογραφία. Μουσείο Μπουμπουλίνας, Σπέτσες.

[…] O πρώσος ανθυπολοχαγός Λούντβιχ φον Μπόλλμαν (Ludwig von Bollman), την αποκαλεί σύγχρονη ηρωίδα, ηλικίας 40-45 ετών. Στο βιβλίο του γράφει ότι «η εξωτερική της εμφάνιση δεν ανταποκρίνεται στην ευγένεια των αισθημάτων της», ενώ συμπληρώνει ότι παρουσιάζεται πάντοτε με ακριβό σπαθί και βαρύτιμες πιστόλες. «Την είδα στο Άργος  πάνω σ’ ένα υπέροχο αράπικο άτι. Την ακολουθούσαν ένα πλήθος αρματωμένοι στρατιώτες που έτρεχαν πλάι της σαν λαγοί, βγάζοντας χαρούμενες κραυγές». 

 Ευδοκία Ολυμπίου, «Γυναίκες του Αγώνα», Ιστορική Βιβλιοθήκη, «Οι Ιδρυτές της Νεότερης Ελλάδας», σελ. 61, Εκδόσεις «Τα Νέα», Αθήνα, 2010.

 

Μπουμπουλίνα Λασκαρίνα. Μουσείο Μπουμπουλίνας, Σπέτσες.

Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα.

Μπουμπουλίνα Λασκαρίνα, «η Βοβολίνα αποκλείει την Ναυπλίαν». Έργο του Peter Von Hess σε κάρβουνο.

Μπουμπουλίνα Λασκαρίνα, «η Βοβολίνα αποκλείει την Ναυπλίαν».

Η σκαλιστή πιστόλα της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας. Μουσείο Μπουμπουλίνας, Σπέτσες.

Η καπετάνισσα του Εικοσιένα Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, έργο του Adam Friedel. Λιθογραφία. Σχέδιο εκ του φυσικού, Λονδίνο, 1824.

Η καπετάνισσα του Εικοσιένα Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα. Επιζωγραφισμένη λιθογραφία, έργο του Adam Friedel. Λονδίνο – Παρίσι, 1827.

Η καπετάνισσα του Εικοσιένα Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα. Επιζωγραφισμένη λιθογραφία, έργο του Adam Friedel. Λονδίνο – Παρίσι, 1830.

Η καπετάνισσα του Εικοσιένα Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα. Επιζωγραφισμένη λιθογραφία, έργο του Adam Friedel. Λονδίνο – Παρίσι, 1827.

Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα σε ένα από τα λαϊκά φυλλάδια που κυκλοφορούσαν στη Ρωσία στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης.

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Read Full Post »

Έκρηξη της Επανάστασης του 1821 στο Άργος


 

Ο Ελληνισμός παρέμεινε υπό την τουρκική δουλεία τετρακόσια χρόνια, κατά τα οποία οι Έλληνες υπέστησαν πολλά δεινοπαθήματα και νόμιζε κανείς ότι η Ελλάδα έσβησε για πάντα. Οι ενέργειες όμως της Φιλικής Εταιρείας, το Κίνημα του Υψηλάντη και τα άλλα επαναστατικά κινήματα προπαρασκεύασαν την μεγάλη Επανάσταση του 1821. Η Φιλική Εταιρεία, ιδρυθείσα το 1814, προόδευσε πολύ περισσότερο στην Πελοπόννησο όπου δεν πίεζε η σιδηρά χείρα του δεσποτισμού.

Στις  αρχές του 1820 συνήλθαν στην Τρίπολη πολλοί πρόκριτοι της Πελοποννήσου μυημένοι στα μυστικά της Εταιρείας για κοινές υποθέσεις. Επίτροπος της αρχής ή γενικός Έφορος διορίσθηκε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, πρίγκιπας, στρατηγός και υπασπιστής του αυτοκράτορα, ο οποίος είχε και την γενική αρχηγία της Εταιρείας. Τον Νοέμβριο του 1820 εστάλη στην Πελοπόννησο ο Χουρσίτ – Πασάς για να εκτιμήσει την πολιτική κατάσταση του τόπου αλλά αυτός δεν έδωσε μεγάλη προσοχή. Μετά από λίγο του ανατέθηκε η αρχιστρατηγία της εκστρατείας κατά του Αλή και εστάλη στην Πελοπόννησο ο Κισσέ Μεχμέτ – Πασάς, ο οποίος συνακολούθησε τον Χουρσίτ.

 

Άποψη του Άργους (View of Αrgos), 1829 – Guillaume Abel Blouet (Γκιγιώμ Μπλουέ).

 

Το Άργος επαναστάτησε μεταξύ των πρώτων πόλεων της Ελ­λάδας. Στο Άργος η επανάσταση ήταν δυσχερής, γιατί το Άργος εί­ναι πεδινό και τα πλησίον φρούρια του Ναυπλίου κατείχαν οι Τούρκοι. Οι προεστοί όμως του Άργους προέτρεπαν τον λαό σε επανάσταση.

Όταν το απόγευμα της 23ης Μαρτίου 1821, ημέρα Τετάρτη, έπεσε τυχαία στην επάνω αγορά του Άργους (επί της σημε­ρινής οδού Κορίνθου) μια πιστολιά από κάποιον Τούρκο, Χάϊντα ήταν το όνομά του, λέγεται ότι ήταν μεθυσμένος, οι Τούρκοι που βρίσκονταν στο Άργος, κυριεύτηκαν από πανικό και την επόμενη, 24ην Μαρτίου, μετέφεραν τις οικογένειες τους στο Ναύπλιο. Αυτοί  δε διημέρευσαν ένοπλοι στο Άργος και διανυκτέρευσαν στο Ναύπλιο. Για την ασφάλειά τους οι ευρισκόμενοι στο Άργος Τούρκοι αφού αντελήφθησαν ότι οι Αργείοι πρόκειται να επαναστατήσουν, προέβησαν εις το εξής σχέδιο: Ήλθαν στο Άργος από το Ναύπλιο, την 27ην Μαρτίου, 150 ιππείς ένοπλοι Τούρκοι και αφού άνοιξαν δύο μα­γαζιά Αργείων και τα λεηλάτησαν, είπαν να μεταφέρουν οι πρό­κριτοι Αργείοι τις οικογένειες τους στο Ναύπλιο. Οι πρόκριτοι ευχαρίστως δέχτηκαν να πράξουν τούτο την επόμενη ημέρα. Την νύκτα όμως, μετέφεραν τις οικογένειες τους στα γύρω χωριά και μοίρασαν όπλα σε όλη την επαρχία.

Σταματέλος Αντωνόπουλος με τη χαρακτηριστική ενδυμασία των προυχόντων. Φοράει τζουμπέ και στο κεφάλι σφαιροειδές κάλυμμα.

Το πρωί της 2ας Απριλίου 1821, μετέβη σώμα Αργείων ένοπλων με αρχηγό τον Σταματέλο Αντωνόπουλο και κατέλαβε το χωριό Δαλαμανάρα. Όταν  έφτασαν από το Ναύπλιο οι Τούρκοι είδαν εστραμμένα προς αυτούς τα τουφέ­κια και τους είπαν: «Πίσω αγάδες, Χριστιανοί και Τούρκοι δεν συζούν πλέον». Οι Τούρκοι αναγκάσθηκαν να γυρίσουν πίσω στο Ναύπλιο. Επανήλθαν τότε και οι Αργείοι πρόκριτοι στην πόλη και ύψωσαν λευκή σημαία επανάστασης.

Κατά το τέλος Μαρτίου 1821 ο Δημητσανίτης Νικ. Σπηλιωτόπουλος ήρθε στο Άργος, όπου μαζί με τον Παπαφλέσσα και τους προκρίτους συγκρότησαν επαναστατική τοπική διοίκηση με το όνομα Καγκελαρία και άρχισαν την πολιορκία του Ναυπλίου. Τό­σο ενθουσιώδης ήταν ο Νικ. Σπηλιωτόπουλος, ώστε κάθε ημέρα γύμναζε τους Αργείους  στα όπλα, χωρίς να διαθέτει καμιά γνώση τακτικής, όπως γράφει ο ιστορικός Σπηλιάδης.

Στο αρχείο του στρατηγού της Επανάστασης του 1821 Δημ. Τσώκρη βρέθηκε, σημείωμα το οποίο έχει ακριβώς ως εξής:

 

«Κατά το έτος 1821 Μαρτίου 23 ημέραν Τετράδη ώραν 3 μ.μ. έρριψεν ο Χάϊντας (ούτος ήτο Τούρκος) μίαν πιστόλαν εις την αγοράν και αμέσως εσκόρπισαν οι άνθρωποι. Έπειτα εβγήκαν έξω οι Οθωμανοί και τους εγύρισαν οπίσω λέγοντάς τους ότι δεν είναι τίποτε. Εις τας 24 του ιδίου άρχισαν οι Οθωμανοί να μεταφέρουν τα πράγματά των και τας φαμελίας των εις το Ναύπλιον, χωρίς να μείνη κανένας. Παρομοίως οι Έλληνες ανεχώρησαν εις τα περίχωρα. Μετά δύο ημέρας, εν μέρος ιππέων Οθωμανών εβγήκαν από το Ναύπλιον και ήλθον εις το Άργος και άνοιξαν δύο μαγαζιά του Χαραλάμπους Περρούκα και του Σταματέλου Αντωνοπούλου, και τα εγύμνωσαν. Έπειτα ανεχώρησαν δια Ναύπλιον.

 Μετά τρεις ημέρας ύστερον εβγήκαν από το Ναύπλιον έως 300 ιππείς και ήλθον εις Δαλαμανάραν και έστειλαν εις Άργος τον Χουσείναγα Γεσιρλή και εστάθη έξω εις τον Άγιον Βασίλειον και επροκάλεσε πέντε – έξ Αργείους δια να ομιλήση περί τα τρέχοντα. Αυτοί του είπαν ότι είναι έως τρεις χιλιάδες κλέπται και έχουν δεμένους όλους τους οικοκυραίους. Έπειτα τον ετουφέκισαν (σημ: επυροβόλησαν). Αυτός δε ανεχώρησε δια Δαλαμανάραν λέγων εις τους συντρόφους του ότι εις το Άργος είνε έως τρεις χιλιάδες κλέπται. Αυτοί δε επέστρεψαν δια Ναύπλιον, και έκτοτε πλέον δεν εβγήκαν και ούτω τους επολιορκήσαμεν».

Το σημείωμα αυτό είναι ιδιαιτέρως αξιόπιστο. Ο Φωτάκος γράφει στα απομνημονεύματά του ότι:

«Οι άρχοντες Άρχους, Ναυπλίου και Κάτω Ναχαγιέ, ήσαν αδύνατοι και μάλιστα οι Μπερουκαίοι, οίτινες κατά τας αρχάς της επαναστάσεως δειλά εσυλλοχίζοντο, νομίζοντες ότι η επανάστασις δεν θα ηυδοκίμει εξ εναντίας ο θεόδ. Βλάσσης ήτο πλούσιος και είχεν υιούς πολλούς, φύσει δε μαλακός είχε πολύν ενθουσιασμόν, αλλ’ ήτο άτολμος. Πρώτος όστις εσύστησε την καγκελλαρίαν του Άργους ήτο ο Σταματέλος Αντωνόπου­λος, ο οποίος μετά του Νικ. Σπηλιωτοπούλου και του Αθανασίου Καϋμένου ή Ασημακοπούλου εκίνησαν την επανάστασιν και ενωθέντες μετά των Αργείων και Ολυμποχωριτών εσχημάτισαν σώ­ματα στρατιωτών δια την πολιορκίαν του Ναυπλίου».

Δημήτριος Τσώκρης

Κατά μια άλλη πηγή, (Σταματίου Αντωνοπούλου, Σταματέλος Αντωνόπουλος, σελ. 38) την επανάσταση στο Άργος διοργάνωσε ο επιφανής Αργείος Σταματέλος Αντωνόπουλος. Την νύκτα της 23 – 24 Μαρτίου συνάθροισε 30 χωρικούς, τους οποίους είχε προμηθεύσει κρυφά με όπλα, και απέστειλε με την συνοδεία τους την οικογένειά του στο Σοφικό Κορινθίας, προκειμένου να την εξασφαλίσει στον εκεί ευρισκόμενο οχυρό πύργο του. Αυτός δε με άλλους οπλοφόρους περιήλθε διάφορα χω­ριά της Αργολίδας, για να εξεγείρει τους κατοίκους κατά των Τούρ­κων, και μάλιστα με κεντρικό σκοπό την πολιορκία του Ναυπλίου. Ο Μητροπολίτης Άργους και Ναυπλίου Γρηγόριος κατόρθωσε να μυήσει στη Φιλική Εταιρεία από όλους τους Έλληνες του Ναυ­πλίου, μόνον τον Ιωάννη Ιατρού, και τους αδελφούς Παπαλεξοπούλου, γιατί το Ναύπλιο ήταν τουρκικό κέντρο όπως είδαμε και πιο πάνω (στο Ναύπλιο υπήρχαν τότε 860 τουρκικές οικογένειες και 25 μόνον ελληνικές πτωχές ψαράδων, που κατοικούσαν στον ψαρομαχαλά). Στο Άργος μύησε τους Ιωάννη Περρούκα, Σταμ. Αντωνόπουλο και τους αδελφούς Βλάσση.

Επίσης ο Μητροπολίτης Γρηγόριος είχε μυήσει τον Ιερέα Γεώργιο Βελίνη στο Πλατανίτι, Θεοδόση Μπούσκο στο Τζαφέρ Αγά, τον Γεώργιο Κακάνη στο Χώνικα, τον αρχιδιάκονο του Αθανάσιο Σολιώτη και τον ιε­ρέα του Αχλαδοκάμπου παπα-Κωνσταντή. Μέλη της Φιλικής Εται­ρείας, ήσαν και άλλοι Αργείοι, όπως ο  Μι­χαήλ Κάββας, ο ιερεύς Νικόλαος Οικονόμου, ο Ευθύμιος Κάβρας, ο Παναγιώτης Πασχαλινόπουλος κ.ά.

Παπαρσένιος Κρέστας. Οπλαρχηγός του Κρανιδίου.

Σύμφωνα με τον Φραντζή (Επιτομή της Ιστορίας κλπ., τόμ. Β’, σελ. 101 κ.έ.) την 2αν Απριλίου στρατολογήθηκαν 600 περίπου Κρανιδιώτες, Καστρίτες και μερικοί από όλα τα χωριά του Κάτω Ναχαγιέ με επί κεφαλής τον Γκίκα Μπόταση από τις Σπέτσες, τον ατρόμητο παπα-Αρσένιο Κρανιδιώτη και τον Νικόλαο Σταματελόπουλο (αδελφό του Νικηταρά) και τοποθετήθηκαν στη θέση Κατσίγκρι και Άρια, συγκροτώντας δύναμη κρούσης για την  πολιορκία του Ναυπλίου.

Την ίδια ημέρα η τοπική διοίκηση του Άργους στρατολόγησε για την πολιορκία του Ναυπλίου 900 στρατιώτες από τους κα­τοίκους της πόλης και των χωριών της επαρχίας Άργους, εκ των οποίων πολλοί που δεν είχαν όπλα έφτιαξαν την στιγμή εκείνη λόγχες σιδερένιες στους  σιδηρουργούς, τις οποίες στερέωσαν σε μακριά ξύλα και ακολουθούσαν τους άλλους οπλοφόρους. Οι 900 Αρ­γείοι συνήλθαν στο Κατσίγκρι, συναντήθηκαν με τους Κρανιδιώτες και σχημάτισαν ένα σώμα, συνέχιζαν δε την πολιορκία, προσέχοντας κυρίως για πιθανή έξοδο των Οθωμανών από το Ναύπλιο.  Η διοίκηση του Άργους έστειλε ανθρώπους και έφερε από τις Σπέτσες πυρίτιδα, την οποίαν έφεραν μέσω Λεωνιδίου εντός τριών κιβωτίων.

Οι Τούρκοι του Ναυπλίου αποκλεισθέντες απεφά­σισαν να αποβιβασθούν με πλοιάρια στους Μύλους (4 Απριλίου) για να συλλέξουν τρόφιμα, αιγοπρόβατα, βόδια, αγελάδας κλπ. Η τοπική διοίκηση του Άργους υποψιάστηκε την απόβαση και έ­στειλε 203 οπλοφόρους να προκαταλάβουν τους Μύλους. Μόλις έφθασαν κοντά στους Μύλους οι Τούρκοι, έγινε μάχη μετά των 200 Αργείων, έφθασε δε και η Μπουμπουλίνα μετά του πλοίου της και άλλα τρία πλοία. Οι Τούρκοι αναγκάσθηκαν να επιστρέψουν στο Ναύπλιο χωρίς να μπορέσουν να συλλέξουν τρόφιμα, αλλά ούτε και το έδαφος των Μύλων να πατήσουν (7 Απριλίου). Επίσης οι Τούρ­κοι αποκρούσθηκαν και στο Κατσίγκρι.

Στις 10 Απριλίου συνέβη ατυχές για τους πολιορκητές του Ναυπλίου επεισόδιο. Κατά την προηγούμενη ημέρα μερι­κοί Τούρκοι με βάρκες μετέβησαν στους Αφεντικούς λεγόμενους Μύλους της Λέρνης για να παραλάβουν από τους υδρό­μυλους το αλεύρι της φρουράς Ναυπλίου, αλλά βλέποντας από μακριά Έλληνες στην ακτή δεν τόλμησαν καν να αποβιβαστούν και επέστρεψαν άπρακτοι στο φρούριο. Αυτό εξόργισε τους κορυφαίους των Τούρκων και την επόμενη, 10ην Απρι­λίου, ημέρα του Πάσχα, έκαναν επιθετική έξοδο με μεγάλη δύναμη στρατιωτών εναντίον των Ελλήνων που γιόρταζαν την μεγάλη γιορτή της χριστιανοσύνης και είχαν μεθύσει. Η τουρκική αυτή επιχείρηση πέτυχε. Οι Έλληνες διασκορπίσθηκαν και σκοτώθηκαν απ’ αυτούς 23, μεταξύ των οποίων και ο ηγούμενος της μονής Αυγού. Οι Τούρκοι συνέλαβαν αιχμάλωτο και τον Γ. Λεμπέση, από το Κρανίδι, τον οποίο σούβλισαν. Με αυτό τον τρόπον λύθηκε η πολιορκία του Ναυπλίου.

Αμέσως όμως τότε αποβιβάσθηκε στους Μύλους και ήρθε στο Άργος την Τετάρτη της Διακαινησίμου η Μπουμπουλίνα με τον γιο της Ιωάννη ή Γιάννο Γιάννουζα και τον Γκίκα Μπόταση. Έφεραν χρήματα, πολεμοφόδια και πολεμικό θάρρος. Η Μπουμπουλίνα ήταν έφιππη και οπλοφορούσε. Οι Αργείοι την υποδέχτηκαν σαν βασίλισσα. Αμέσως έγινε σύσκεψη των προκρίτων και οπλαρχηγών. Στην σύσκεψη αυτή η Μπουμπουλίνα και ο Μπότασης πρότειναν την επανάλη­ψη της πολιορκίας του Ναυπλίου με πιο συστηματικό τρόπο. Η γνώμη τους έγινε δεκτή και αποφασίστηκε να ανατεθεί η αρχηγία στον Στάϊκο Σταϊκόπουλο. Η στρατοπέδευση έγινε κοντά στο χωριό Κατσίγκρι. Εκεί υπήρχε παλαιός πύργος, ο οποίος μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως οχύρωμα εναντίον κάθε επιδρομής των Τούρκων του Ναυπλίου (Δ. Κοκκίνου, Η Ελληνική Επανάστασις, τόμ. Β’, σελ. 150 κ.έ.). Μετά το Πάσχα ήρθε στο Άργος, προερχόμενος από την Κων­σταντινούπολη, ο Τσώκρης και τότε συστήθηκε στρατόπεδο στον Αχλαδόκαμπο.

Στη συνέχεια ο Στάϊκος διαθέτοντας δύο μικρά κανό­νια κάμπου και 200 Έλληνες συνενώθηκε με 80 Αχλαδοκαμπίτες και κατέλαβε τον Αχλαδόκαμπο, για να αποκλείσει την μεταξύ της Τριπολιτσάς και του Ναυπλίου συγκοινωνία και να ματαιώσει την ενδεχόμενη αποστολή τουρκικής βοήθειας.

Ο Φωτάκος γράφει στα απομνημονεύματά του σχετικά με τις προετοιμασίες της Επανάστασης και τα εξής:

« Ο Νικ. Περρούκας από το Άργος έγραψε γράμμα και έλεγε να υπάγουν οι στρατιώται των δύο χωρίων Δουμενιά και Χαλκιάνικα εκεί, επειδή τα δύο χωρία αυτά ήσαν του Άργους, το δε Άργος τότε είχε χωρία ιδικά του εις άλλας επαρχίας, διότι όπου εκατοικούσεν ο Αγάς, όστις ώριζε το χωρίον, εις εκείνην την επαρχίαν και αυτό ανήκεν. Ο δε Περρούκας ως προεστώς του Άργους ήθε­λε να συγκεντρώση εκεί όλους τους στρατιώτας της επαρχίας.

Προ­τού δε οι στρατιώται των άνω χωρίων αναχωρήσουν, ήλθε γράμμα από τον Ανδρέαν Νοταράν προς τον Ναθαναήλ ηγούμενον του Μο­ναστηρίου Αγίου Γεωργίου, λέγων προς αυτόν να εμποδίση τους Χριστιανούς να μη κάνουν κανένα κίνημα κατά των Τούρκων, διότι ούτοι θα έβγουν, θα σκοτώσουν και θα αιχμαλωτίσουν τον κόσμον. Αλλ’ αυτοί δεν άκουσαν τον Νοταράν, αλλ’ εσυνάχθησαν όλοι και επήγαν εις τον Άγιον Γεώργιον της Κορίνθου όπου ηύραν τον Περρούκαν, όστις τους επήρε και τους ωδήγησε εις το Άργος».

Ομοίως ο Φωτάκος αναφέρει και τα εξής:

« Οι Τούρκοι του Ναυπλίου εβγήκαν τότε από το φρούριον και οι στρατιώται μαθόντες την έξοδόν των επήγαν και τους επολέμησαν και ύστερον κατά την επιστροφήν των εις το Άργος οι εναντίοι του Περρούκα και του Βλάσση ψευδώς διέδωκαν ότι οι Τούρκοι έρχονται από την Τριπολιτσάν και δια τον αιφνίδιον φόβον ο κόσμος ανεμοσκορπίσθη και τότε αμέσως κατά την γενομένην εκείνην ταραχήν διεδόθη εις τον όχλον ότι ο Περρούκας τους επρόδωσε, λέγοντες ότι αυτός έστειλε γράμμα εις τους Τούρκους κρυμμένον μέσα εις το ψωμί, και ότι τά­χα το γράμμα αυτό επιάστη και τοιουτοτρόπως ο κόσμος αγανά­κτησε και έκαμεν όρκον να τους καύση μέσα εις το σπίτι των.

Ταύτα μαθόντες οι Περρουκαίοι και ο Θ. Βλάσσης, οι οποίοι τότε ήσαν ενωμένοι, έφυγαν και επήγαν εις τον Άγιον Γεώργιον της Κορίνθου, όπου ο Περρούκας είχε και την οικογένειάν του. Έπειτα δε ήλθεν ο Παπαγιώργης και ο Αναγνώστης Γκελμπερής από του Κοσμά, διότι τότε τα λεγόμενα Ολυμποχώρια ανήκον και αυτά εις την επαρχίαν Άργους. Αφού δε οι στρατιώται ήλθαν από το στρατόπεδον του Ναυ­πλίου επήγαν και εζήτησαν από το κονσολάτον δύο συντρόφους του Πιερρούκα, τον Ιωάσαφ Οικονομόπουλον και τον Ανδρέαν Χάϊνταν Νικολόπουλον, Καλαβρυτινούς, τους οποίους εκράτουν διό­τι δεν εγράφησαν εις το κονσολάτον.

Τούτους απέλυσαν οι εναντίοι του Περρούκα, τον Ιωάσαφ Οικονομόπουλον και τον Ανδρέαν εις την πατρίδα των. Επειδή δε συνέβη η σύγχυσις αύτη, έκτοτε πλέον οι Χαλκιανίται και οι Δουμενίται εχωρίσθησαν από το Άργος και επήγαν εις την επαρχίαν των, τα Καλάβρυτα».

Μηνάς τινας μετά την σύστασιν της καγκελλαρίας (τοπικής επιτροπής διοικήσεως τα του πολέμου) του Άργους εγένετο ταραχώδης διαδήλωσις κατά μελών αυτής. Κατά την διαδήλωσιν ταύτην εζητείτο η αλλαγή των εφόρων (μελών) δια του Γεωργίου Αντωνοπούλου, υιού του Σταματέλου Αντωνοπούλου και του Θεοφανοπούλου.

Κατ’ αυτήν δε εκτυπήθη δια μαχαιρών και ξύλων ο εκ των μελών Ανδρίκος Τζώρτζης. Οι διαδηλωταί διεσκορπίσθησαν. Την 4ην Σεπτεμβρίου 1821 εζητήθη η αντικατάστασις των εφόρων (δια τα άτακτα και αχρεία φερσίματά των)».

Από αυτά όλα φαίνεται ότι τα μέλη της καγκελλαρίας δεν ανταποκρίθηκαν στις προσδοκίες του κοινού. (Σταματίου Αντωνοπούλου, Σταματέλος Αντωνόπουλος, σελ. 40 – 42).

 

Πηγές


  • Δημ. Κ. Βαρδουνιώτης, « Η Επανάστασις εν Άργει», σελ.227-228. Αργολικόν Ημερολόγιον, εκδιδόμενον υπό του εν Αθήναις Συλλόγου των Αργείων του έτους 1910. Εν Αθήναις 1910.
  •  Σπυρίδωνος Τρικούπη, «Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης», Τόμος πρώτος σελ. 87-88, Εκδόσεις, Νέα Σύνορα, Αθήνα 1993.

Read Full Post »

 Λύκος Γεώργιος  ή Χελιώτης – Οπλαρχηγός

 

Η καταγωγή του  Γεωργίου Λύκου ή Χελιώτη ήταν από το Χέλι (Αραχναίο) της Αργολίδας. Έδρασε προεπαναστατικά αλλά κυρίως κατά την Επανάσταση. Ο Κλεφταρματολός Α. Γρηγοριάδης από την Μεσσηνία στα κείμενά του αναφέρει ότι:  Όταν το Φεβρουάριο του 1805 οι Κλέφτες και Αρματολοί της Πελοποννήσου νικήθηκαν κατά κράτος από τον Μώρα – Βαλή της Τριπολιτσάς, Βελή πασά ( γιό του Αλή πασά των Ιωαννίνων) μεταξύ των αγωνιστών ήταν και ο Λύκος. Αυτός, και άλλοι διασωθέντες ( Θ. Κολοκοτρώνης, Νικηταράς, Κεφάλας, Πετμεζάς, Δαγρές κ.ά)  κατάφυγαν αρχικά στη Λακωνία και κατόπιν μέσω  Γυθείου, έφτασαν στις 18 Μαρτίου του 1805 στα Κύθηρα.

Εκεί, κατετάγησαν ως μισθοφόροι στον Ρωσικό στρατό. Αργότερα πήγαν στα Επτάνησα όπου και παρέμειναν μέχρι την ημέρα που κηρύχτηκε η Επανάσταση. Τότε,  όλοι γύρισαν στις πατρίδες τους. Ο Γεώργιος Λύκος αναδείχθηκε ένας από τους πιο γενναίους οπλαρχηγούς του Αγώνα, κυρίως υπό τις διαταγές του Γενικού Αρχηγού Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, με το χαρακτηριστικό όνομα Καπετάν Γιωργάκης Χελιώτης.

 

Στο εγερτήριο σάλπισμα, ο Καπετάν Γιωργάκης Χελιώτης, συγκρότησε στρατιωτικό τμήμα από 90 Χελιώτες και έλαβε μέρος στην πρώτη πολεμική ενέργεια των Ελλήνων στην Αργολίδα. Την πολιορκία του Ναυπλίου στις 4 Απριλίου 1821. Μετά την πολιορκία, αφού ενώθηκε με τους Κορίνθιους αγωνιστές, δημιούργησε χιλιαρχία με την οποία έδωσε πολλές μάχες στην Κορινθία, Αργολίδα, Μεγαρίδα, Δερβενοχώρια  και την Στερεά Ελλάδα.

Τον Απρίλιο του  ̉21 με την κάθοδο του Κεγιάμπεη στην Κόρινθο και την πολιορκία της Ακροκορίνθου, τον βρίσκουμε υπερασπιστή του κάστρου και λίγο αργότερα πυρπολητή του παλατιού του Κιαμήλ Μπέη. Στα τέλη Μαΐου, συνδράμει τους συναγωνιστές του έξω από το Ναύπλιο που με επικεφαλής τον Νικήτα Σταματελόπουλο, δέχονται ισχυρές πιέσεις από τους Τούρκους του Ναυπλίου.  Τρέπει σε φυγή τους Τούρκους και ελευθερώνει όσους Χριστιανούς είχαν αιχμαλωτισθεί..

Στα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη διαβάζουμε: Στείλαμεν μ̉ άλλους εκατό τον γενναίον Γιωργάκη Χελιώτη, άξιον πολεμιστή και τίμιον Πατριώτη…

Σε όλο το διάστημα του Αγώνα τον συναντάμε να πολεμά ηρωικά τους κατακτητές.

 

Στην πολιορκία και κατάληψη της Τριπολιτσάς στις 23/09/1821.

Στο Κριεκούκι  στα τέλη Ιουλίου 1821.   

Στις 01/04/1822 στην Αγία Μαρίνα και την  Στυλίδα.    

Στη μάχη που δόθηκε στο κάστρο του Άργους, στις 22 και 23 Ιουλίου του 1822.     

Στο Αγιονόρι. ( Μάχη των Δερβενακίων).

 

Ο Παναγιώτης Μπιμπής γράφει:

 

Έτσι ο Δράμαλης 27 προς 28 Ιουλίου 1822 με 14.000 στρατό πέρασε ανενόχλητος την κλεισούρα του Μπερμπατιού με κατεύθυνση προς το Αγιονόρι. Κατά τα ξημερώματα της 28ης Ιουλίου μεταξύ των υψωμάτων « Ρουμάνια Θανάση» και «Μεγάλο Τραχώνι» όπου βρισκόταν το Στρατιωτικό σώμα των Κορινθίων με αρχηγό τον Καπετάν Γεωργάκη Χελιώτη, κτύπησε πρώτος την εμπροσθοφυλακή του Δράμαλη. Ο Χελιώτης αφού αποσύρθηκε με το σώμα του, φρόντισε να ειδοποιήσει τον Νικηταρά ότι οι Τούρκοι πλησιάζουν.

 

Στο βασιλικό Κορινθίας στις 12 Αυγούστου 1822, στην Περαχώρα τον Σεπτέμβριο, και στην Κουρτέσα στις 28 Νοεμβρίου 1822.

 

Στις 5 Ιανουαρίου του1823 μαζί με τον Παναγιώτη Γεραρή αποδεκατίζουν τους Τούρκους στην  Ακράτα και τα Μαύρα λιθάρια, κοντά στο Δερβένι. Στην δεύτερη πολιορκία της Ακροκορίνθου. Στις 19 Οκτωβρίου 1823 μαζί με τον Θ. Κολοκοτρώνη και τον Στάϊκο Σταϊκόπουλο, καταφέρνουν να υπογραφεί η παράδοση του κάστρου από τους Τούρκους. Ο Κολοκοτρώνης ορίζει τον Γιωργάκη Χελιώτη, φρούραρχο της Ακροκορίνθου. Με τον Νοταρά στην πολιορκία της Πάτρας στις 25 Οκτωβρίου 1824 και στην μάχη του Χαιδαρίου, ως αρχηγός του σώματος του Ιωάννη Νοταρά.( 6/8/1826). Στους τρεις πύργους στις 20 Φεβρουαρίου του 1827, δίνει χείρα βοηθείας στον αποκλεισμένο από τον Κιουταχή, Δημήτριο Καλλέργη. Στις 22 Μαρτίου 1827 ο Καραϊσκάκης διατάσσει επίθεση κατά των θέσεων των Τούρκων στο Φάληρο. Σε βοήθεια του ήρωα, έρχονται οι Οπλαρχηγοί  Γιωργάκης Χελιώτης, Μέλλος και Σισίνης.

Μετά τον θάνατο του Καραϊσκάκη οι Πελοποννήσιοι αγωνιστές με αρχηγούς τον Γενναίο Κολοκοτρώνη και τον Γιωργάκη Χελιώτη, ξεκινούν για την Πατρίδα τους. Οι Τούρκοι τους ακολουθούν και στην Ελευσίνα, επιτίθενται κατά των Ελλήνων. Οι Έλληνες πολεμούν όρθιοι. Τρέπουν σε φυγή τους Τούρκους. Παίρνουν τον δρόμο για την Πελοπόννησο, αφήνοντας τον Χελιώτη με αρκετούς άνδρες ως οπισθοφυλακή.

 

Στις αρχές Ιουλίου 1827 στο χωριό Πασάκους, κοντά στο Μέγα Σπήλαιο, λίγοι αγωνιστές υπό τον Βασίλειο Πετμεζά, δέχονται επίθεση από 6000 Τούρκους. Μπροστά στις υπέρτερες δυνάμεις του εχθρού τα σώματα του Πετμεζά που είχαν στο μεταξύ ενισχυθεί από 500 Αργείους στρατιώτες αναγκάζονται να υποχωρήσουν. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 17 Ιουλίου, στον Άγιο Ιωάννη στο χωριό Τσετσεβά της Βοστίτσας ( Αίγιο) οι Έλληνες με Αρχηγούς τον Φεϊζόπουλο και τον Καπετάν Γιωργάκη Χελιώτη, μετά από πεισματώδη μάχη, νικούν και κατορθώνουν να διώξουν τους Τούρκους. Οι απώλειες των Τούρκων υπήρξαν σοβαρότατες.

 

Το 1832, μετά την δολοφονία του Καποδίστρια πραγματοποιήθηκε εμφύλια σύρραξη μεταξύ των Ελλήνων. Φρούραρχος στην Ακροκόρινθο ήταν ο Γιωργάκης Χελιώτης με 600 Κορίνθιους. Ανήκε στους Καποδιστριακούς. Μετά από ισχυρή πίεση από τους Αντικαποδιστριακούς, αναγκάστηκε να υπογράψει συνθήκη και να παραδώσει το φρούριο στους Γάλλους. Πήγε στην Τρίπολη και ενώθηκε με τον Κολοκοτρώνη και τους άλλους Καποδιστριακούς.

Μετά την Επανάσταση και την αναγνώριση της Ελεύθερης Ελλάδας από τις μεγάλες δυνάμεις Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία, το Σεπτέμβριο του 1829, οι αγωνιστές γυρίζουν στα σπίτια τους.

Η Πολιτεία συγκροτεί επιτροπή αρμόδια για την απονομή σύνταξης ή χορήγηση κάποιου βοηθήματος ή ακόμη και ηθικής αμοιβής στους αγωνιστές. Αυτή η επιτροπή αναγνωρίζει την πολύτιμη προσφορά  του Γιωργάκη Χελιώτη προς την Πατρίδα. Όμως, μολονότι του είχε απονεμηθεί ο βαθμός του Αντιστράτηγου κατά την εκστρατεία στην Αττική, η επιτροπή τον κατέταξε στην Βασιλική Φάλαγγα με τον βαθμό του Ταγματάρχη και με μισθό 10.000 γρόσια τον μήνα.

Αργότερα, η γυναίκα του Μπήλιω, διαμαρτυρήθηκε έντονα προς την επιτροπή για την αδικία. Ο Καπετάν Γιωργάκης Χελιώτης είχε καταταγεί τρίτος στον πίνακα των Κορινθίων  Οπλαρχηγών, μετά τον Γιαννάκη Νοταρά  και Παναγιωτάκη Νοταρά.

 

Στον Φωτάκο διαβάζουμε:

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΥΚΟΣ.

Ο καπετάνιος ούτος ήταν από το χωρίον Χέλι. Υπηρέτησεν δε την πατρίδα στρατιωτικώς εντός και εκτός της Πελοποννήσου, παρακολουθών πάντοτε τον στρατηγόν Νικήταν Σταματελόπουλον. Πολύ δε συνετέλεσεν εις την πολιορκίαν της Κορίνθου, και ιδίως επί της εποχής του Δράμαλη κατά την περίφημον μάχην του Αγιονόρι, όταν ο Δράμαλης επέστρεψεν από την Αργολίδα εις την Κόρινθον.         

 

Πηγές

  • Παναγιώτη Ι. Μπιμπή, « Το Χέλι και η συμβολή του στους Αγώνες του Έθνους», Άργος 2002. 
  • Ηλίας Χρ. Ξενοφώντας, «Ο τέως Δήμος Κλεωνών Κορινθίας 19ος – 20ος αιώνας», Αθήνα, 2003.
  • Φωτίου Χρυσανθόπουλου ή Φωτάκου, Πρώτου Υπασπιστού του Θ. Κολοκοτρώνη. « Βίοι Πελοποννησίων Ανδρών », Εν Αθήναις, εκ του τυπογραφείου Π. Δ. Σακελλαρίου 1888.
  • Αλίκη Φακούρα, « Από την Οθωμανική στην Ελληνική Πόλη. Οι λειτουργίες της πόλης του Ναυπλίου 1715-1833. Κοινωνία, οικονομία και διοίκηση», Διπλωματική εργασία, Αθήνα, 2006.

 

ΑΙΤΗΣΙΣ Μπίλιως Λύκου

ΑΙΤΗΣΙΣ Μπίλιως Λύκου

Read Full Post »

« Newer Posts