Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Archive for Ιουλίου 2011

Αργείοι αθλητές και Ολυμπιονίκες στην Αρχαιότητα


 

Αγώνας πάλης

Οι Αργείοι είχαν διακριθεί και στον αθλητισμό, εκτός βέβαια από την πλούσια πνευματική, πολιτιστική και πολεμική δραστηριότητά τους. Είχαν λοιπόν, συνδέσει τη ζωή τους με την άθληση και είχαν αποκτήσει μεγάλη δύναμη και ισχύ. Αυτό αποδεικνύεται τόσο από τα στάδια και τα γυμνάσια (γυμναστήρια) που υπήρχαν, όσο και από την έντονη παρουσία τους σε όλους τους ιερούς αγώνες (Ολύμπια, Νέμεα, Ίσθμια, Πύθια).

Στους αγώνες συμμετείχαν με διάφορους τρόπους, είτε ως αθλητές, είτε ως αγωνοδίκες, είτε ως αγωνοθέτες. Δυστυχώς, δεν μας είναι γνωστός ο αριθμός των Αργείων αθλητών που μετείχαν στους αγώνες αυτούς, όμως αν κρίνουμε από τις επιτυχίες, τις διακρίσεις τους και από τη διαχρονικότητα της παρουσίας τους, μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι πάντα στο Άργος υπήρχαν γενναίοι και ικανοί αθλητές, ανεξάρτητα από τα όσα έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη και οι περιγραφές του Παυσανία. Αναμφισβήτητα, ο δρόμος, η πάλη, η πυγμή και οι αρματοδρομίες ήταν τα αγωνίσματα με τα οποία ασχολούνταν κυρίως οι Αργείοι.      

Έφτασαν μέχρι εμάς τα παρακάτω ονόματα νικητών, το είδος της νίκης και ο τόπος, όπου διαγωνίσθηκαν. Έχουμε :    

Ο Αγεύς ή Αργεύς: ξακουσμένος Αργείος δρομέας, νίκησε στο δόλιχο και την ίδια ημέρα διέτρεξε την απόσταση από την Ολυμπία στο Άργος για να αναγγείλει τη νίκη του.

Ο Αγησίστρατος Περίλα: νίκησε στο πένταθλο, στα Λύκαια, το 320 π.Χ.

Ο Αγίας: Αργείος, νίκησε στην Ολυμπία, στην 113η  Ολυμπιάδα. Αυτό το μαθαίνουμε από επιγραφή, που βρέθηκε στο Άργος, στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου.

Ο Αισχύλλος ήταν ονομαστός αεθλοφόρος, ( inscr. gr. Antiquissimae 17,37). Αυτός αφού νίκησε στην Ολυμπία, αφιέρωσε, στην ίδια του την πατρίδα, το Άργος, δύο έκτυπα των Διοσκούρων.

 [Τώδε τύπω δίων ανά]κων ανέθηκ’ ε[λάο]ντε

Αισχύλλο[ς] Θίοπος, τοις δαμοσίοις εν αέθλοις

τετράκι τε [σ]πάδιον νίκηκα[ί]  τρίς τον οπλίτα[ν]

Ο Ανθεστίων: νίκησε στο στάδιο, το 52 π.Χ., στην 182η Ολυμπιάδα.

Ο Άνθιππος: Αργείος, νίκησε στο στάδιο και οπλίτην, Μεγάλα Αμφιαράϊα, στον Ωρωπό, μετά το 338 π.Χ. (Εφημ. αρχ. 1884 σελ. 126,127).

Χάλκινη Υδρία, 470- 460 π.Χ., έπαθλο στους αγώνες των Ηραίων του Άργους. Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης.

Ο Αριστεύς: Αργείος, νικητής στο δόλιχο, στην Ολυμπία, δεν είναι γνωστό σε ποια Ολυμπιάδα νίκησε, προσδιορίζεται μεταξύ των ετών 436 π.Χ. έως 408 π.Χ. Ο πατέρας του, ο Χείμων (ή Κίμων), ήταν νικητής στην πάλη. Οι εικόνες τους βρίσκονταν απέναντι η μία στην άλλη στην Ολυμπία. Την εικόνα του Αριστέως την είχε φτιάξει ο Παντίας ο Χίος και αυτή του Χείμωνος την είχε φτιάξει ο Αργείος Ναυκύδης. Υπήρχε και άλλη εικόνα του Χείμωνος, η οποία είχε φτάσει από το Άργος, στο ιερό της Ειρήνης, στη Ρώμη. Λέγεται ότι ο Χείμων είχε παλέψει με τον Ταυροσθένη τον Αιγηνήτην (Παυσ. 6,9,1).

Ο Αριστίων: Αργείος, νίκησε στους ιππικούς αγώνες, στους Δελφούς. Προς τιμήν του, η σύζυγος του αφιέρωσε το άγαλμά του, με την ακόλουθη επιγραφή, που βρέθηκε στο Άργος, στην οικία του Λεωνίδα Ζωγράφου. (Le Bas 112α).

 Λυ]σιμάχα Πολ[… θυγάτηρ,

Α]ργεία Αριστίω[να…..

Αργείον τον άνδ[ρα νικάσαντα

πολεμιστηρίωι Ηρα[ία…..

τρίς, Σωτήρια τρίς.

Διόδωρος Ερματτίου Αθηναίο[ς εποίησεν

Ο Δάνδης: νίκησε στο στάδιο, στην Ολυμπία, δύο φορές, στα Πύθια τρεις φορές, στα Ίσμια δύο φορές, δεκαπέντε φορές στα Νέμεα. (Διόδ. Σικ. 11,53 ήχθη και παρ’ Ηλείοις Ολυμπιάς εβδομηκοστή και εβδόμη, καθ’ ήν ενίκα στάδιον Αργείος, Δάνδης Διον. Αλικ. Αρχ. Ρωμ. 9.37 επί της εβδομηκοστής και εβδόμης ολυμπιάδος, ήν ενίκα στάδιον Δάνδης Αργείος). Και το εξής επίγραμμα του Σιμωνίδου καταδεικνύει την επιτηδειότητα του ανδρός. (Ελλ. Ανθολ. Τόμ 3 σελ. 165, αριθ. 14).

Αργείος Δάνδης σταδιοδρόμος ενθάδε κείται,

νίκαις ιππόβοτον πατρίδ’ επικλεΐσας,

Ολυμπία δίς, έν δε Πυθώνι τρία,

δύο δ’ έν Ισθμοί, πεντεκαίδεκα Νεμέα.

τάς δ’ άλλας νίκας ουκ ευμαρές εστ’ αριθμήσαι.

Άλλος ονομαστός δρομεύς ήταν ο Δρυμός, όπως φαίνεται από την εξής επιγραφή, που βρέθηκε στην Επίδαυρο. (Εφ. αρχ. 1885 σελ. 194).

Δρυμός παίς Θεοδώρου ολυμπικόν ενθάδ’ αγώνα

ήγγειλ’ αυθήμαρ δρομέων θεού εις κλυτόν άλσος,

ανδρείας παράδειγμα, πατρίς δε μοι ίππον Άργος.

Ανήγγειλε την ίδια ημέρα τη νίκη του στο ιερό του Ασκληπιείου της Επιδαύρου, όπου μέσα στο ιερό είχε στηθεί, προς τιμήν του, η ανάγλυφη μορφή του. 

Παράσταση δόλιχου δρόμου. Αττικός μελανόμορφος αμφορέας, 500 π.Χ., Αρχαιολογικό Μουσείο Ρόδου.

Ο Επαίνετος: νίκησε στο στάδιο παίδων, στην Ολυμπία, το 80π.Χ., στην 175η Ολυμπιάδα. Σ’ αυτήν την Ολυμπιάδα έγιναν αγώνες μόνο παίδων, διότι ο Σύλλας είχε στείλει όλους του άνδρες στη Ρώμη («Άνδρες γάρ ουκ ηγωνίσαντο, Σύλλας πάντας εις Ρώμην μεταπεμψαμένου» (Ευσ. Παμφ.). 

Ο (Ε)πιτιμάδας: Αργείος αθλητής, νίκησε στο παγκράτιον, το 468 π.Χ., στην 77η Ολυμπιάδα.

Ο Ευρυβάτης: αυτός σε απροσδιόριστη Νεμειάδα νίκησε στο πένταθλο· (Παυσ. 1.29,5), κατά τον Ηρόδοτο (6,92,9,75), ήταν στρατηγός των χιλίων Αργείων, οι οποίοι ήρθαν από το Άργος για να βοηθήσουν τους Αιγινήτες εναντίον των Αθηναίων. Στον πόλεμο, αφού μονομάχησε με τρεις άντρες, τους σκότωσε, πέθανε όμως από τον τέταρτο, τον Σωφάνο.      

Θεαίος ή Θειαίος: σπουδαίος και επιφανής Αργείος αθλητής. Γιος του Ουλία και  συγγενής από τη μητέρα του με τον Θράσυκλο και τον Αντία. Νικητής στην πάλη σε πολλούς αγώνες. Υπήρξε ολυμπιονίκης στην Πυθιάδα, τρεις φορές στα Νέμεια, τρεις φορές στα Ίσθμια, δύο φορές στα Εκατόμβια, που τελούνταν στο Άργος και δύο φορές στα Παναθήναια.

Ο Θράσυκλος και ο Αντίας: αυτοί ήταν συγγενείς με τον Θειαίο, από την μεριά της μητέρας του. Είχαν νικήσει και στα Νέμεα και στα Ίσθμια τέσσερις φορές και είχαν τιμηθεί με χρυσές φιάλες και επιτηδευμένες χλαμύδες και εξωμίδες (Πίνδ. Νέμ. 10,41 και Σχόλια).

νικαφορίαις γάρ όσαις Προίτοιο τοδ’ ιπποτρόφον

άστυ θάλησεν Κορίνθου τ’ εν μυχοίς, και Κλεωναίων προς ανδρών τετράκις.

Σικυωνόθε δ’ αργυρωθέντες σύν οινηραίς φιάλαις επέβαν·

Εκ δε Πελλάνας επιεσσάμενοι νώτον μαλακαίσι κρόκαις·

Ο Ιολαΐδας: Αργείος νίκησε στο στάδιο, στην Ολυμπία (Sext. Jul.Afric. αναγραφ. σελ. 72) στην 139η Ολυμπιάδα.

Ο Κεράς ο Αργείος: νικητής στην πάλη, το 300 π.Χ., στην 120η Ολυμπιάδα.

«Κεράς Αργείος πάλην, ος χηλάς απέσπα βοός».

Οι αδερφοί Κλέοβις και Βίτων, γιοι της ιέρειας της Ήρας, οι οποίοι, εκτός από την ευσεβή τους πράξη, ήταν και αεθλοφόροι (Ηρόδ. 1,31).

Ο Κρεύγας: πρόκειται για άνδρα ονομαστό στη σωματική δύναμη.

Ο Λαδάς: νίκησε στο δόλιχο, το 460 π.Χ., στην 80η Ολυμπιάδα. Ο διασημότερος ίσως δρομέας της αρχαιότητας. Έτρεχε τόσο ελαφρά, ώστε δεν άφηνε ούτε ίχνη εκεί όπου είχε περάσει. Ο ανδριάντας του υπήρχε, σύμφωνα με τον Παυσανία, μέσα στο ναό του Λύκειου Απόλλωνα. 

Από επιγραφή, που βρέθηκε στην Αθήνα, καταφαίνεται ότι, ο Μένανδρος, από το Άργος, νίκησε στο παγκράτιο, στη δημόσια πανήγυρης στην Αθήνα, πιθανώς στη γιορτή των Παναθηναίων.

Ο Νίκανδρος : γιος του Τίμωνος, Αργείος, νίκησε στη πυγμαχία.  

Ο Περιλάος: Αργείος παλαιστής, νίκησε στα Νέμεα, κατά το δεύτερο τέταρτο του 6ου αιώνα π.Χ. Είναι περισσότερο γνωστός από τον αγώνα μεταξύ Αργείων και Σπαρτιατών, στη Θυρεάτιδα, το 550 π.Χ. περίπου.

Ο Πολυκράτης: νίκησε στα Παναθήναια, όμως γύρω στο 220 μ.Χ. έφυγε για την Αλεξάνδρεια και ανήλθε στο ανώτερο αξίωμα του σωματοφύλακα, στην αυλή των Πτολεμαίων. Βρέθηκε στην Αλεξάνδρεια επιτάφια πλάκα από μάρμαρο με την εξής επιγραφή (C. 1. Α. τόμ. 2β σελ. 383,385,966. revue arch. 1886 σελ. 266, Πολύβ. 5,65.15.29).

 Πολυκρατής, Πολυκρατού, του Πολυκρατού, Αργείος ο σωματοφύλαξ. Είχε δε και τρεις θυγατέρας, αίτινες ενίκησεν κατά τους αγώνας αξιωθείσαι του βραβείου. (C.1 A. τόμ. 2β σελ. 388, 967).

(άρματι πωλικώ)

(Ζ)ευξώ Πολυκράτου(ς Αργεία)

κέλητι (τε)λ(είω)

Νουμήνιος Απολλοδ(ώ)ρο(υ—)

συνωρίδι τελ(εία).

Ευκράτεια Πολυκράτους (Αργεία)

άρματι τελ(είω)

(Ερμιό)νη (Πολύ)κράτους (Αργεία)

Από τις επιγραφές στο ιερό του Αμφιαράου, στο Μαυροδήλεσι, μαθαίνουμε, ότι νίκησε Πολυκρατής Αγεμάχου Αργείος παίδας δίαυλον.

Ο Σώπατρος: νίκησε στο στάδιο, στην 187η Ολυμπιάδα.

O Φιλόνικος: Αργείος, νίκησε στην πάλα, στην κατηγορία των αγένειων, στα Μεγάλα Αμφιαράϊα, στον Ωρωπό, μετά το 338 π.Χ.

Άγνωστο παραμένει σε μας το όνομα του Αργείου ολυμπιονίκη, στον οποίο αναφέρεται το εξής επίγραμμα (Αριστ. ρητ. 1,7p. 1365α Bekkeri).

πρόσθε μέν αμφ’ ώμοισιν έχων τραχείαν άσιλλαν

ιχθύς εξ Άργους εις Τεγέαν έφερον.

Αρίστων και Πολύξενος: Σπουδαίοι Αργείοι γυμναστές. Ο Αρίστων υπήρξε διδάσκαλος της γυμναστικής κοντά στον οποίο εκπαιδεύτηκε ο Πλάτων. Ο Πολύξενος ήταν ο ονομαστός γυμναστής του Αγέα που κέρδισε το δόλιχο δρόμο στην Ολυμπία.

  

Πηγές


  • Μάρκελλος Μιτσού, «Αργολική Προσωπογραφία», Εν Αθήναις, 1952.
  • Γιάννης Θ. Αποστολόπουλος, «Αργείων Άθλα, (Η αθλητική ιστορία του Άργους από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας)», Έκδοση Δήμου Άργους, Άργος, 1998.     
  • Ιωάννου Κ. Κοφινιώτου, «Ιστορία του Άργους από των Αρχαιοτάτων χρόνων μέχρις ημών » Εν Αθήναις, Τυπογραφείον ο «Παλαμήδης» 1892. Επανέκδοση, Εκδ. Εκ Προοιμίου, Άργος, 2008. 

Σχετικά θέματα:

Read Full Post »

Άμλετ (Hamlet), William Shakespeare – Αρχαίο Θέατρο Άργους


 

«Άμλετ» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, 5η Εποχή.

Το έργο «Άμλετ» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, ένα από σημαντικότερα θεατρικά κείμενα του παγκόσμιου δραματολογίου, παρουσιάζει η 5η Εποχή, στο Αρχαίο Θέατρο Άργους, στα πλαίσια του Φεστιβάλ Άργους – Μυκηνών 2011, την Τετάρτη 17 Αυγούστου στις 9 το βράδυ.

Η παράσταση επιχειρεί μια σύγχρονη σκηνική ανάγνωση του κλασικού αριστουργήματος μεταφέροντας το έργο ως πολιτικό θρίλερ κάθε εποχής. Η σκηνοθεσία είναι του Θέμη Μουμουλίδη, ενώ τον ρόλο του Άμλετ ερμηνεύει ο Αιμίλιος Χειλάκης.

Το ηθικό δίλημμα του Άμλετ, να πάρει εκδίκηση για τον δολοφονημένο του πατέρα δίχως ταυτόχρονα να παραβεί τις ηθικές αρχές του, να αποδώσει δικαιοσύνη σύμφωνα με τη λογική και τον νόμο και όχι σύμφωνα με τα πάθη της συγκυρίας, είναι περισσότερο επίκαιρο από ποτέ. Το ερώτημα του Άμλετ, να ζει κανείς ή να μην ζει σε ένα κόσμο που κυβερνά η διαφθορά, σήμερα που διάφοροι αυτόκλητοι κήνσορες αναλαμβάνουν «στο όνομα του λαού» να πάρουν τη δικαιοσύνη στα χέρια τους, αποκτά συγκεκριμένη αξία για τον σύγχρονο θεατή.

Ο πλήρης τίτλος του έργου είναι «The Tragicall Historie of Hamlet, Prince of Denmarke» (Η Τραγική Ιστορία του Άμλετ, Πρίγκιπα της Δανιμαρκίας).

Η Υπόθεση

Άμλετ

Κεντρικός χαρακτήρας της ιστορίας είναι ο νεαρός Πρίγκιπας Άμλετ, που έχει το ίδιο όνομα με τον πατέρα του, Βασιλιά της Δανίας, ο οποίος πέθανε απροσδόκητα. Ο θείος του νεαρού Άμλετ, Κλαύδιος, ανεβαίνει στο θρόνο και παντρεύεται τη χήρα του αδερφού του, Γερτρούδη. Ο Άμλετ είναι δυσαρεστημένος από την άνοδο του θείου του στο θρόνο, τον οποίο θεωρεί πολύ κατώτερο και ανάξιο σύγκρισης με τον πατέρα του, και τον εσπευσμένο γάμο της μητέρας του, Γερτρούδης, με τον αδερφό του νεκρού συζύγου της.

Ένα βράδυ, στους νυχτοφύλακες του Κάστρου Έλσινορ εμφανίζεται ένα φάντασμα που μοιάζει στο νεκρό Βασιλιά Άμλετ, εξαφανίζεται όμως πριν ακούσουν το μήνυμα που ήθελε να τους μεταφέρει. Ειδοποιείται ο Πρίγκιπας Άμλετ και το φάντασμα επανεμφανίζεται και του αποκαλύπτει ότι ο πατέρας του δολοφονήθηκε από τον Κλαύδιο και τον διατάζει να πάρει εκδίκηση. Ο Άμλετ σχεδιάζει να αποκαλύψει την ενοχή του Κλαύδιου παριστάνοντας τον τρελό.

Από την τρέλα του Άμλετ έλκεται η προσοχή του Κλαύδιου και της Γερτρούδης, που βάζουν τους Ρόζεγκραντζ και Γκιλντεστέρν, παλιούς συμφοιτητές του Άμλετ, να τον παρατηρήσουν για να βρουν την αιτία της τρέλας του. Ο Πολώνιος, βασιλικός σύμβουλος, υποπτεύεται ότι αιτία της τρέλας του Άμλετ είναι η αγάπη του για την Οφηλία, την κόρη του. Ωστόσο, σε μια συνάντησή τους, όπου παρακολουθούνται, ο Άμλετ δε δείχνει να αγαπά την Οφηλία, καθώς της λέει να κλειστεί σε μοναστήρι.

Ο Άμλετ σχεδιάζει να ανεβάσει μια παράσταση που θα παρουσιάζει το φόνο του πατέρα του, σκοπεύοντας να ξεσκεπάσει τον Κλαύδιο. Κατά τη διάρκεια του έργου, ο Κλαύδιος αποχωρεί. Την κίνηση παρατηρεί ο Οράτιος, έμπιστος φίλος του Άμλετ, κι ο Άμλετ αποφασίζει να εκδικηθεί για το θάνατο του πατέρα του. Ετοιμάζεται να σκοτώσει τον Κλαύδιο, αλλά τον βρίσκει να προσεύχεται και σκέφτεται ότι αν τον σκοτώσει εκείνη τη στιγμή, ο Κλαύδιος θα πάει στον Παράδεισο, κάτι που δεν του αξίζει. Ωστόσο, όταν ο Άμλετ φεύγει, ο Κλαύδιος αποκαλύπτει ότι δεν προσευχόταν με πολλή ευλάβεια για κάτι.

 

Γκραβούρα του Daniel Maclise (1842), παριστάνει την στιγμή που αποκαλύπτεται η ενοχή του Κλαύδιου.

 

Ο Άμλετ πηγαίνει να αντιμετωπίσει τη μητέρα του. Ακούγοντας ένα θόρυβο πίσω από μια κουρτίνα, τείνει το σπαθί του και κατά λάθος σκοτώνει τον Πολώνιο, που κρυφάκουγε. Φοβούμενος για την ασφάλειά του, ο Κλαύδιος στέλνει στην Αγγλία τον Άμλετ και μαζί τους Ρόζεγκραντζ και Γκιλντεστέρν, με εντολή να τον σκοτώσουν. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού ο Άμλετ ανακαλύπτει την δολοπλοκία και οδηγεί στο θάνατο τους δύο επίδοξους δολοφόνους του. Το πλοίο τους πέφτει στα χέρια πειρατών αλλά ο Άμλετ πληρώνοντας λύτρα, τελικά αφήνεται ελεύθερος.

Γεμάτη θλίψη, η Οφηλία τρελαίνεται και πνίγεται σε ένα ποτάμι. Από τη Γαλλία επιστρέφει γεμάτος οργή ο Λαέρτης, γιος του Πολώνιου κι αδερφός της Οφηλίας. Ο Κλαύδιος πείθει το Λαέρτη ότι ο Άμλετ είναι υπεύθυνος για το θάνατο του Πολώνιου και, με την επιστροφή του Άμλετ στη Δανία, στοιχηματίζει ότι ο Άμλετ μπορεί να νικήσει στη μάχη το Λαέρτη. Η μάχη όμως είναι στημένη: το σπαθί του Λαέρτη έχει δηλητήριο, όπως και το κρασί στο ποτήρι του Άμλετ.

Κατά τη διάρκεια της μάχης, η Γερτρούδη πίνει από το δηλητηριασμένο κρασί και πεθαίνει. Ο Λαέρτης καταφέρνει να τραυματίσει τον Άμλετ, αλλά λαβώνεται από τον ίδιο. Προτού ξεψυχήσει, αποκαλύπτει το σχέδιο δολοφονίας του Κλαύδιου εναντίον του Άμλετ. Ο Άμλετ, λίγο πριν αφήσει την τελευταία του πνοή από το δηλητήριο, καταφέρνει να σκοτώσει τον Κλαύδιο. Στη σκηνή καταφθάνει ο Φόρτινμπρας, ένας Νορβηγός φιλόδοξος πρίγκιπας που έρχεται εναντίον της Δανίας με το στρατό του. Ο Οράτιος αφηγείται όσα έχουν συμβεί κι ο Φόρτινμπρας διατάζει να αποδοθούν τιμές στο νεκρό Άμλετ.

Συντελεστές της παράστασης
Μετάφραση: Γιώργος χειμωνάς
Σκηνοθεσία / Σκηνικό: Θέμης Μουμουλίδης
Δραματουργική Επεξεργασία: Θέμης Μουμουλίδης- Παναγιώτα Πανταζή
Κοστούμια: Τότα Πρίτσα
Μουσική: Μάριος Στροφαλής
Σπαθογραφίες: Θάνος δερμάτης
Φωτισμοί: Νίκος Σωτηρόπουλος
Συνεργάτης σκηνογράφος : Παναγιώτα Κοκκορού
Βοηθός σκηνοθέτη: Μαρούσκα Παναγιωτοπούλου

Παίζουν οι ηθοποιοί:

Αιμίλιος Χειλάκης, Μάνος Βακούσης, Μαρίνα Ψάλτη, Ευγενία Δημητροπούλου, Λεωνίδας Κακούρης, Κρις Ραντάνοωφ, Τόνυ Δημητρίου. Δημήτρης Αλεξανδρής, Ηλίας Ζερβός, Αλμπέρτο Φάις, Παναγιώτης Εξαρχέας.

Read Full Post »

Αργυρόπουλος Ιωάννης (1394 – 1486)


 

Έλληνες διαπρέψαντες στη Δύση (15ος αιώνας)

Έλληνας λόγιος και κληρικός. Σπούδασε φιλοσοφία και θεολογία στην Πάντοβα. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης έφυγε στη Φλωρεντία, ασπάστηκε τον καθολικισμό και δίδαξε στην πλατωνική ακαδημία στην έδρα της ελληνικής ποίησης και φιλοσοφίας.

 

Ιωάννης Αργυρόπουλος, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα.

Ο Ιωάννης Αργυρόπουλος γεννήθηκε στην Κωνστα­ντινούπολη (1394). Από μικρός τάχθηκε στους κόλπους και στις τάξεις της εκκλησίας. Όταν ήταν ακόμη διάκονος, πήρε μέρος στη Σύνοδο της Φλωρεντίας (1438-1439) και για πρώτη φορά ήρθε σε άμεση επαφή με τους μεγαλύτερους λογί­ους της Δυτικής Ευρώπης του 15ου αιώνα. Λίγα χρόνια αργότερα μετέβη στην Πάντοβα της Ιταλίας (1443), όπου έμεινε αρκετά χρόνια κι έμαθε λατινι­κά. Εκείνα τα χρόνια πρέπει να είχε αναληφθεί ό­τι πλησίαζε το τέλος της Κωνσταντινούπολης, αλλά και το ότι ο Ελληνισμός μπορούσε να επιζήσει και να συντηρηθεί στην Ιταλία, στις αυλές των πλουσίων και των ουμανιστών ηγεμόνων των διάφορων κρατιδίων. Παρά ταύτα, επανήλθε στην Κωνσταντινούπολη που υπεραγαπούσε και δεν έφυγε από αυ­τήν παρά μονάχα μετά την Άλωση της από τους Τούρκους (1453). Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών της παραμονής του στη Βασιλεύουσα διακρί­θηκε ως καθηγητής της ελληνικής φιλολογίας και ως ηγέτης της θρησκευτικοπολιτικής κίνησης για την ένωση των Εκκλησιών.

Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης απλώς επιβε­βαίωσε τις απόψεις του Αργυρόπουλου για την πτωτική πορεία του Ελληνισμού. Έτσι, μετά την Άλωση, μετέβη κι αυτός μαζί με πολλούς άλλους ως πρόσφυγας στη Φλωρεντία, όπου και προσχώρησε στον καθολικισμό. Εκεί βρέθηκε σε ένα φιλικό πε­ριβάλλον, διαμορφωμένο ήδη από τα προηγούμενα ταξίδια του και μπήκε στην προστασία των Μεδί­κων, που την εποχή εκείνη είχαν την εξουσία.

Ηγεμόνας της πόλης ήταν ο Κοσμάς Μέδικος (1434-1464), ο οποίος είχε ονομαστεί και «Περικλής της Φλωρεντίας» λόγω της αγάπης που έδειχνε στις τέχνες και τα γράμματα, ιδιαίτερα δε στην ελληνική φιλοσοφία και διανόηση των κλασικών χρόνων. Μάλιστα, είχε ιδρύσει στη Φλωρεντία την Πλατωνι­κή Ακαδημία, για να διαδώσει τις ιδέες του πολύ γνωστού και διάσημου στην Ιταλία Γεωργίου Γεμι­στού ή Πλήθωνος.

Όταν ο Αργυρόπουλος έφτασε στη Φλωρεντία, εκτιμήθηκε πολύ από τον Κοσμά Μέδικο, ο οποίος τον προσέλαβε ιδιαίτερο δάσκαλο της αρχαίας ελληνικής για το γιο του, Λαυρέντιο. Όταν ο Λαυρέντιος ανέλαβε τη διοίκηση της Φλω­ρεντίας, ανέθεσε στον Αργυρόπουλο τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας και φιλοσοφίας στην Ακα­δημία με την υποστήριξη και του μαθητή του και Ιταλού ουμανιστή Δονάτου Ατσαγιόλι (Donato Acciauoli)- και δίδαξε σε αυτή τη θέση αρκετά χρόνια. Ο Αργυρόπουλος γρήγορα έγινε γνωστός στους λόγιους κύκλους της Ιταλίας κι έτσι ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για τον Λαυρέντιο Μέδικο να δώσει νέα αίγλη στην Ακαδημία, αλλά και στην πόλη του γενικά.

Πράγματι, ο Λαυρέντιος δεν έπεσε έξω σης προβλέψεις του και η επιτυχημένη δι­δασκαλία του Αργυρόπουλου εξέτεινε τη φήμη του σε όλη την Ιταλία. Έτσι, πολλοί μαθητές συνέρρεαν από κάθε γωνιά της Ιταλίας, αλλά και έξω από αυτήν, προκειμένου να ενταχθούν στους κύκλους των μαθημάτων του Ιωάννη Αργυρόπουλου. Μεταξύ των μαθητών του εξέχουσα θέση έχουν οι Δονάτος Ατσαγιόλι και Άγγελος Πολιτσιάνο (Angelo Poli­ziano). Άλλος σημαντικός μαθητής του Αργυρό­πουλου (και συγγενής του γνωστού Ιωάννη Χρυσολωρά) ήταν και ο Ιωάννης Μαρία Φίλελφος, γιος του γνωστού Ιταλού ουμανιστή Φραγκίσκου Φίλελφο (Francesco Filelfo).

Ο Αργυρόπουλος ήταν θαυμαστής κυρίως του Αριστοτέλη, αλλά δεν απέρριπτε και τον Πλάτω­να. Εξάλλου σε όλη τη διδακτική διαδρομή του στην Ιταλία δίδαξε τόσο για τον Πλάτωνα όσο και για τον Αριστοτέλη με την ίδια επιτυχία.

Το μάθημά του στο πανεπιστήμιο ήταν μάλλον πρωτοπορια­κό, καθώς οι μαθητές του κρατούσαν σημειώσεις και αργότερα πήγαιναν στο σπίτι του και μέσα από μια συζήτηση υπέβαλλαν σε αυτόν τις απορίες και τις ερωτήσεις που είχαν. Ο Αργυρόπουλος, πέρα α­πό τις καταπληκτικές γνώσεις φιλοσοφίας που εί­χε, πιο μεγάλη εντύπωση έκανε στους μαθητές του για το γεγονός ότι γνώριζε πολύ καλά τη λατινική γλώσσα, την οποία έμαθε στην Ιταλία όπου και πέ­ρασε πολλά χρόνια της ζωής του, τόσο πριν όσο και μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Και αυτό του έδινε τη δυνατότητα να κρίνει και να σχολιάζει τους Ρωμαίους φιλοσόφους. Ιδιαίτερα δε τον ίδιο τον Κικέρωνα, προς τον οποίο ήταν ιδιαίτερα εχθρικός και του οποίου τη φήμη ως φιλοσόφου τη θεωρούσε μάλλον υπερβολική.

Μάλιστα έλεγε ότι ο Κικέρωνας δεν γνώριζε καλά την ελληνική γλώσσα και δεν μπορούσε να κατανοήσει τα δι­δάγματα των Ελλήνων φιλοσόφων γιατί ήταν ημιμαθής! Αυτή η γνώμη του Αργυρόπουλου κι άλλες παρόμοιες για τους Ρωμαίους φιλοσόφους της Αρχαιότητας επηρέασαν πολύ και τους μαθητές του, οι οποίοι πλέον έβλεπαν μέσα από ένα διαφορετικό πρίσμα τη φιλοσοφία των αρχαίων κλασικών, Ελλήνων και Ρωμαίων.

Ο Ιωάννης Αργυρόπουλος δίδαξε από την έδρα της πλατωνικής φιλοσοφίας μέχρι και το 1471, ο­πότε και εγκατέλειψε τη Φλωρεντία λόγω της πανώλους που έπεσε εκεί και χτύπησε και την οικογένειά του. Εκείνη τη χρονιά έχασε δυο παιδιά του, ενώ δυο άλλα έζησαν. Μετά τη φυγή του από τη Φλωρεντία, ο Αργυρόπουλος πήγε στην αυλή του Ούγγρου βασιλιά Ματθία Κορβίνου για να διδά­ξει ελληνικά, αλλά δεν παρέμεινε για πολύ καιρό.

Ιωάννης Αργυρόπουλος, λιθογραφία, Εθνικόν Ημερολόγιον, 1866.

Ακούραστος καθώς ήταν, από την Ουγγαρία επέ­στρεψε στην Ιταλία και πήγε στη Ρώμη, όπου βρή­κε τον Έλληνα φίλο του, το γνωστό Βησσαρίωνα, αλλά και το νεαρό, και μετέπειτα πάπα, Σίξτο Δ’. Στη Ρώμη ασχολήθηκε με τις μεταφράσεις και δεν είχε πολύ χρόνο για διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας και φιλοσοφίας. Παρά ταύτα, δίδαξε αρ­κετά την αριστοτελική φιλοσοφία με μεγάλη επι­τυχία. Γρήγορα, όμως, τον κυρίεψε η νοσταλγία για την αγαπημένη του πόλη, τη Φλωρεντία, και το οικείο περιβάλλον που είχε εγκαταλείψει λίγα χρόνια πριν. Έτσι, γρήγορα εγκατέλειψε τη Ρώμη και το 1477 βρισκόταν πάλι στη Φλωρεντία, όπου δίδασκε τα ελληνικά. Λίγα χρόνια αργότερα, κου­ρασμένος πια και γέρος, αποσύρθηκε για τελευ­ταία φορά στη Ρώμη. Εκεί, δυστυχώς γι’ αυτόν, έ­πεσε σε έσχατη ένδεια, και μάλιστα έφτασε στο ση­μείο να πουλάει τα βιβλία του για να ζήσει. Ο θά­νατος δεν άργησε να τον βρει γύρω στο 1486.

Ο Ιωάννης Αργυρόπουλος είχε αποκτήσει μεγά­λη φήμη στην Ιταλία, πιο πολύ ως δάσκαλος των ελληνικών και της φιλοσοφίας παρά ως συγγρα­φέας, αντιγραφέας ή μεταφραστής. Παρά ταύτα, το  συγγραφικό του έργο δεν είναι αμελητέο. Επίσης, και οι μεταφράσεις έργων του Αριστοτέλη, όπως τα Πολιτικά και τα Ηθικά από τα ελληνικά στα λατινικά, και διάφορων άλλων έργων κλασικών και θεολογικές μελέτες είναι πολύ σημαντικά έργα.

Αναλυτικότερα, τα σπουδαιότερα συγγράμματά του είναι τα εξής:

1) Εκκλησιαστικά ποιήματα,

2) Πε­ρί συλλογισμού,

3) Περί Αριστοτελικής Φιλοσο­φίας,

4) Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος προς τον Δούκα Νικόλαο Νοταρά,

5) Λόγος πε­ριττής Συνόδου της Φλωρεντίας,

6) Λύσεις φιλοσοφικών ζητημάτων προς τους εκ Κύπρου προ­τείναντας,

7) Σχόλια εις τα Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλους.

Κοντά σε αυτά, οι σπουδαιότε­ρες μεταφράσεις στα λατινικά από τα ελληνικά εί­ναι: 1) Αριστοτέλους: Περί φυσικής ακροάσεως, Ηθικά Νικομάχεια, Περί ουρανού, Περί γενέσε­ως και φθοράς, Μετεωρολογικά, Περί ψυχής, Περί αισθήσεως, Περί μνήμης, 2) Βασιλείου του Μεγάλου Ομιλία εις εξαήμερον.

Η συμβολή του Ιωάννη Αργυρόπουλου στη διάδοση της ελληνικής γλώσσας στην Ευρώπη είναι μεγίστη. Ειδικά στη Φλω­ρεντία, όπου διέμεινε αρκετά χρόνια, τον θεωρούσαν και ήταν από τους πλέον ση­μαντικούς Έλληνες εκπρόσωπους του 15ου αιώνα στη διδασκαλία των ελληνικών και της φιλοσοφίας μαζί με τον Μιχαήλ Μάρουλλο Ταρχανιώτη, με­τά τον Μανουήλ Χρυσολωρά, που δίδαξε στο εκεί πανεπιστήμιο στα τέλη του 14ου αιώνα (1396-1399).

Η εκτίμηση που απολάμβανε στη Φλωρεντία ο Αργυρόπουλος ήταν μεγάλη όχι μόνο από τους λο­γίους της πόλης, αλλά και από τους μαθητές του. Ένας από αυτούς, ο περίφημος λόγιος Δονάτος Ατσαγιόλι έλεγε ότι όταν ο Αργυρόπουλος δίδασκε, τότε φαινόταν να αναγεννώνται οι χρόνοι των αρ­χαίων φιλοσόφων. Ο Αργυρόπουλος στη Φλωρε­ντία ήταν αυτός ο οποίος πραγματικά έδωσε ώθηση στις ελληνικές σπουδές και στη μελέτη της ελληνικής φιλοσοφίας, κάτω από ένα νέο και καινοτό­μο πνεύμα και προοπτική.

Γρήγορα η φήμη του ως δασκάλου της ελληνικής αλλά και της λατινικής γλώσσας διαδόθηκε και πέρα από την Ιταλία και για μερικά χρόνια επισκέφθηκε την αυλή του Ούγ­γρου βασιλιά, για να διδάξει και εκεί. Πέρα από τη διδασκαλία του, που έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στους συγχρόνους του, με τις μεταφράσεις του στα λατινικά των Ελλήνων κλασικών και ιδιαίτερα του Αριστοτέλη, έδωσε τη δυνατότητα στους λογίους Ιταλούς ουμανιστές της εποχής του να γνωρίσουν το ελληνικό πνεύμα και την αρχαία ελληνική δια­νόηση στην πιο τέλεια μορφή τους. Δικαίως θα μπορούσε να πει κάποιος πως αν θεωρήσουμε ότι ο Χρυσολωράς ήταν αυτός από τους Έλληνες ο οποίος συνέβαλε στο ξεκίνημα της αναγέννησης των ελληνικών σπουδών στη Φλωρεντία και την Ιτα­λία, τότε ο Αργυρόπουλος ήταν από τους πιο άξιους συνεχιστές του.

 

Θάνος Κονδύλης,

Διδάκτωρ Μεσαιωνικής Ιστορίας – Συγγραφέας

 

Βιβλιογραφία


 

  • Κ. Σάθας, Νεοελληνική φιλολογία, Αθήνα 1868, σ. 45- 48.
  • Ζαβίρας Γεώργιος, Νέα Ελλάς, Αθήνα 1872, σ. 63-64.
  • Παύλος Καρολίδης, Ιστορία της Νέας Ελλάδας, Αθήνα 1925, σ. 252.
  • Ε. Legrand, Bibliographie Hellénique, XVe et XVle siècle, Παρίσι 1962, pp. 81/97/132.
  • J. Burckhardt, Ο πολιτισμός της Αναγέννησης στην Ιταλία, Νεφέλη, Αθήνα 1997.
  • P. Burke, The Renaissance, Macmillan,Λονδίνο 1987.

 

 Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »

Χαλκοκονδύλης Δημήτριος (1423 – 1511)


 

 Έλληνες διαπρέψαντες στη Δύση (15ος αιώνας)

Έλληνας λόγιος και συγγραφέας των χρόνων της Αναγέννησης γεννημένος στην Αθήνα, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας. Ήταν συγγενής του Βυζαντινού ιστορικού Λαονίκου Χαλκοκονδύλη. Η οικογένειά του έφυγε από την Αθήνα το 1435 και εγκαταστάθηκε στον Μιστρά. Το 1449, ο Χαλκοκονδύλης έφτασε στη Ρώμη, αφού προηγουμένως είχε σπουδάσει κοντά στον Πλήθωνα. Στη Ρώμη μαθήτευσε κοντά στον Θεόδωρο Γαζή, με τον οποίο συνδέθηκε φιλικά. Δίδαξε στην Περούτζια τα έτη 1452-1455 και μετά στη Ρώμη μέχρι το 1463, συμμετέχοντας στη διαμάχη πλατωνιστών και αριστοτελιστών, καθώς ο ίδιος ήταν επηρεασμένος από την πλατωνική σκέψη, αλλά υπεράσπισε επίσης και την αριστοτελική φιλοσοφία.

 

Στην ιστορία της αναβίωσης των ελληνικών γραμμάτων και του ελληνικού πνεύματος στην Ιταλία σημα­ντικό ρόλο διαδραμάτισαν οι Βυζαντινοί λόγιοι που έφυγαν από την Κωνσταντινούπολη και γενι­κότερα από την Ανατολική Αυτοκρατορία πριν και μετά την Άλωση της Πόλης. Από τα τέλη του 14ου μέχρι τα μέσα του 16ου αιώνα έφταναν διαρκώς α­πό την Ανατολή και κατέκλυζαν τις χώρες της Ευ­ρώπης λόγιοι από βυζαντινές ή πρώην βυζαντινές περιοχές.

Η εικόνα που θέλει τον Έλληνα σοφό να φεύγει μπροστά από τον Τούρκο κατακτητή σφίγ­γοντας στα χέρια του πολύτιμα χειρόγραφα και να τα διασώζει μεταφέροντας με αυτό τον τρόπο την αρχαία ελληνική γραμματεία στη Δύση, δεν αντα­ποκρίνεται στην πραγματικότητα. Τα ελληνικά χειρόγραφα αναζητούνταν και αγοράζονταν από τους Δυτικούς πολλά χρόνια πριν από την Άλωση και Βυζαντινοί διανοούμενοι βρέθηκαν στη Δύση, όπου δίδαξαν την ελληνική γλώσσα και διέδωσαν την ελληνική σκέψη δεκαετίες πριν από το 1453.

Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, μεγάλο κύμα λογίων προσφύγων, όπως ήταν φυσικό, κατέφυγε στην Ιταλία για να διδάξει την ελληνική γλώσσα και την ελληνική σκέψη, εφ’ όσον μάλι­στα το κλίμα είχε ήδη διαμορφωθεί νωρίτερα από τις συνεχείς επαφές της δυτικής διανόησης με τα επιτεύγματα της ελληνικής κουλτούρας και αφού είχε προηγηθεί η διάδοση των ελληνικών στην Ιταλική χερσόνησο από τους «πρόδρομους» διδα­σκάλους.

  

Δημήτριος Χαλκοκονδύλης

 

Πορτραίτο του Δημητρίου Χαλκοκονδύλη (Giovio, Paolo, 1483-1552)

Ανάμεσα σε εκείνους, οι οποίοι ακολούθησαν το δρόμο προς τη Δύση και συνέβαλαν στο ουμανι­στικό κίνημα που είχε αρχίσει να αναπτύσσεται, ήταν και ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης (1423-1511), από τους τελευταίους μεγάλους δασκάλους των ελληνικών την εποχή της ιταλικής Αναγέν­νησης και από τους πρώτους λογίους που εκτίμη­σαν την αξία της τυπογραφίας και διείδαν το ρόλο που θα διαδραμάτιζε στην εξάπλωση του ανθρωπιστικού κινήματος.

Ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης, γόνος αρχοντι­κής οικογένειας, γεννήθηκε στην Αθήνα, πιθανόν τον Αύγουστο του 1423. Συγγενής (εξάδελφος) του Βυζαντινού ιστορικού της Άλωσης Λαονίκου Χαλ­κοκονδύλη, ακολούθησε την οικογένειά του στη φυγή της από την πόλη της Παλλάδας, το 1435, ε­ξαιτίας προστριβών με τους Φλωρεντινούς δούκες της Αθήνας, Ατσαγιόλι.

Οι Χαλκοκονδύληδες κατέφυγαν στο Δεσποτάτο του Μορέως, αλλά δεν γνω­ρίζουμε λεπτομέρειες για τη ζωή του Δημητρίου στον Μυστρά. Η πρώτη πληροφορία που υπάρχει προέρχεται από έναν μαθητή του, ο οποίος αναφέ­ρει ότι το 1449 έφτασε στη Ρώμη, αφού είχε σπου­δάσει φιλοσοφία, πιθανότατα κοντά στον Γεώργιο Γεμιστό (Πλήθων). Στην ιταλική πρωτεύουσα συμπλήρωσε τις σπουδές του κοντά στον Θεόδωρο Γαζή, από τον οποίο ίσως διδάχθηκε και λατινικά. Η φιλία που έ­νωσε τους δυο άνδρες επισφραγίστηκε με τη δια­θήκη του Γαζή, ο οποίος κληροδότησε αργότερα στον Δημήτριο την προσωπική βιβλιοθήκη του.

Μεταξύ των ετών 1452 και 1455 ο Χαλκοκονδύ­λης βρισκόταν στην Περούτζια, όπου πιθανότατα παρέδιδε μαθήματα ελληνικής και το 1455 επα­νήλθε στη Ρώμη. Εκεί παρέμεινε ως το 1463 και με την παρουσία του συνέβαλε στην άμβλυνση της διαμάχης που είχε ξεσπάσει μεταξύ των Ελλήνων λογίων γύρω από την προτεραιότητα της αριστοτε­λικής ή της πλατωνικής σκέψης. Ο ίδιος, αν και ο­παδός του Πλάτωνα, υπεραμύνθηκε των θέσεων του Αριστοτέλη με ένα κείμενο, το οποίο όμως δεν δια­σώθηκε. Ας σημειωθεί ότι οπαδός των ιδεών του Αριστοτέλη ήταν ο Θεόδωρος Γαζής, εναντίον του οποίου στρεφόταν ένα μανιφέστο που είχε συντάξει άλλος Έλληνας, ο Μιχαήλ Αποστόλης. Η στάση του Χαλκοκονδύλη να υπερασπιστεί τη φιλοσοφία του Σταγιρίτη φανερώνει τα αισθήματα φιλίας που έτρεφε για τον αριστοτελικό δάσκαλο και προστάτη του, αφού, παρά την προσωπική κλίση του προς τον Πλάτωνα, πήρε μαχητικά το μέρος ενός αρι­στοτελικού.

Από το 1463 ως το 1472 ο Χαλκοκονδύλης έζησε στην Πάντοβα, όπου ανέλαβε την έδρα των ελληνι­κών στο εκεί πανεπιστήμιο. Διασώζονται εναρκτή­ριοι λόγοι της διδασκαλίας του, που αντικατοπτρί­ζουν τα πιστεύω του και αποτελούν πολύτιμο υλικό για το πρόγραμμα διδασκαλίας των μαθημάτων της ελληνικής γλώσσας.

Από τους λόγους αυτούς πα­ρατίθενται χαρακτηριστικά αποσπάσματα (σε μετά­φραση από τα λατινικά του Κ. Γιαννακόπουλου στο έργο Βυζάντιο και Δύση. Η αλληλεπίδραση των αμφιθαλών πολιτισμών στον Μεσαίωνα και στην ιταλική Αναγέννηση, 330-1600, Αθήνα 1985, 372-388):

 

«Όταν, λοιπόν, […] εκλέχθηκα δημόσια να διδάξω ελληνικά γράμματα, νόμισα σωστό να πω κάτι, που δεν είναι εκτός θέματος, πόση χρησιμότη­τα, ύφος και τελειότητα φέρνουν [τα ελληνικά γράμματα] και πως η μελέτη της ελληνικής φιλο­λογίας έχει εξηγήσει και εξηγεί τα λατινικά γράμ­ματα. […] Πιστεύω ότι κανείς από σας δεν αγνοεί ό­τι οι Λατίνοι παρέλαβαν κάθε είδος ελευθερίων τε­χνών από τους Έλληνες. Και άλλο τόσο είναι γνω­στό ότι δημιουργοί όλων αυτών των τεχνών ήταν οι Έλληνες και το ίδιο το όνομα των τεχνών έχει τις ρίζες του στα ελληνικά. […] Εφ’ όσον η λατινική γραμματική συνδέεται με την ελληνική και φαίνε­ται να εξαρτάται από αυτή, πως είναι δυνατόν να έ­χει κανείς μια πλήρη γνώση της, αν δεν γνωρίζει τα ελληνικά γράμματα; […] Κανείς από εκείνους (τους παλαιούς Λατίνους συγγραφείς) δεν αγνοούσε τα ελληνικά γράμματα. Πραγματικά πολλοί από αυ­τούς τιμούσαν την ελληνική λογοτεχνία τόσο βαθιά ώστε αναρωτιέται κανείς αν γνώριζαν καλύτερα την ελληνική ή τη λατινική φιλολογία».

 

Σε άλλον εναρκτήριο λόγο του, στις 10 Νοεμβρί­ου του 1464, ο Χαλκοκονδύλης ήταν τολμηρότερος στην υπεράσπιση της διδασκαλίας της ελληνικής: «Επειδή σχεδόν όλοι εκείνοι [οι Ρωμαίοι] κατανο­ούσαν τη γλώσσα τους όσο και την ελληνική, προ­τιμούσαν να εκφράζουν τις διαθέσεις του πνεύμα­τός τους και την έννοια και υφή των πραγμάτων πιο συχνά στα ελληνικά παρά στα λατινικά». Και τε­λείωνε την ομιλία του προτρέποντας τους ακροατές και μελλοντικούς μαθητές του να στραφούν με επι­μέλεια στην εκμάθηση των ελληνικών, όπως έκα­ναν και οι πρόγονοί τους Ρωμαίοι, οι οποίοι έστελ­ναν τα παιδιά τους στην Αθήνα για να μορφωθούν καλύτερα: «Νέοι εσείς, […] ασκηθείτε και προσθέ­στε τις σπουδές αυτές στις άλλες και είθε σ’ αυτό να μιμηθείτε τους προγόνους σας. […] θα με βρεί­τε πάντα στη διδασκαλία των γραμμάτων αυτών πρόθυμο να σας βοηθήσω. […] Να θεωρείτε σίγου­ρο ότι θα σας εκπαιδεύσω στη σπουδή των γραμ­μάτων αυτών και σε σύντομο χρόνο θα σας παράσχω ίσως όχι ευκαταφρόνητη παιδεία αυτών».

Ανάγλυφο με τη μορφή του Αριστοτέλη, 15ος αιώνας. Επισκοπικό Μέγαρο του Τρέντο.

Δεν είναι γνωστό τι ακριβώς δίδαξε ο Χαλ­κοκονδύλης στην Πάντοβα. Είναι πιθανόν ότι εισήγαγε τους ακροατές του στις φιλο­σοφικές θεωρίες του Πλάτωνα και του Αρι­στοτέλη και ότι μεγάλο μέρος της διδασκα­λίας του αφιέρωσε στην παράδοση της ελληνικής γραμματικής. Εκείνο που γνωρίζουμε είναι ότι από τους επιφανέστερους μαθητές του ήταν ο νεαρός Ια­νός Λάσκαρις, τον οποίο διέκρινε ο καθηγητής από τους άλλους συμμαθητές του.

Το 1472 ο Χαλκοκονδύλης εγκατέλειψε τα πανε­πιστημιακά μαθήματα του στην Πάντοβα και εγκαταστάθηκε στη Φλωρεντία, χωρίς να γίνουν γνωστοί οι λόγοι που τον ώθησαν σε αυτή τη μετακίνηση. Πάντως, η πόλη των Μεδίκων κρατούσε αναμφισβήτητα τα σκήπτρα ως το σπουδαιότερο κέντρο ανθρωπι­στικών σπουδών και επομένως πολλοί Έλληνες λό­γιοι έτρεφαν τη φιλοδοξία να διδάξουν στην πόλη και στο Studium, όπου είχαν διακριθεί ο Χρυσολωράς, ο Τραπεζούντιος και ο Αργυρόπουλος.

Η Φλωρεντία, επιπλέον, ήταν ο χώρος στον οποίο για πρώτη φορά καλλιεργούνταν παράλληλα οι δυο με­γάλες φιλοσοφικές κοσμοθεωρίες, ο αριστοτελισμός και ο πλατωνισμός. Το 1475 ο Χαλκοκονδύλης προ­τάθηκε επίσημα για την περίφημη καθέδρα των ελ­ληνικών στη Φλωρεντία, όπου για δεκάξι χρόνια (ως το 1490) θα περνούσε την πιο ήρεμη περίοδο της ζωής του, διδάσκοντας και αποκτώντας φήμη στην πνευματική κοινότητα της πόλης. Υποθέσεις μόνο μπορούμε να κάνουμε για τα είδη που υπηρέτησε με τη διδασκαλία του ο Χαλκοκονδύλης στο περίφημο Studium: ποίηση (Όμηρο και άλλους επικούς ποι­ητές), ρητορική (κυρίως Ισοκράτη) και φιλοσοφία (Πλάτωνα και Αριστοτέλη, ως οπαδός πλέον της θε­ωρίας του Αργυρόπουλου για τη σύντονη καλλιέρ­γεια των δυο φιλοσοφιών).

Ανάμεσα στο πλήθος των μαθητών του ξεχωρίζουν οι Ιταλοί: Τζοβάνι Πίκο ντελα Μιράντολα (Giovanni Pico della Mirandola), Τζοβάνι Μέντιτσι (Giovanni Medici) – ο μελλοντικός πάπας Λέων Ι’- και ο Πέτρος των Μεδίκων, γιος του Λαυρεντίου, καθώς και πολλοί ξένοι που ήλθαν να τον ακούσουν, όπως ο Γιόχαν Ρόιχλιν (Johann Reuchlin), ο περιφημότερος από τους Γερμανούς ανθρωπιστές.

Στη Φλωρεντία, ο Έλληνας λόγιος, εκτός από τη διδασκαλία, αφοσιώθηκε και στην έκδοση ολό­κληρου του σωζόμενου ποιητικού έργου του Ομή­ρου. Το Ομήρου τα σωζόμενα αποτελεί την απαρ­χή της ενασχόλησης του Χαλκοκονδύλη με την έκ­δοση βιβλίων, εργασία πολύ κοπιαστική, αν αναλογιστεί κανείς τις δυσκολίες να συγκεντρωθεί το χειρόγραφο υλικό και να τύχει της ανάλογης μελέ­της. Ο ίδιος ο εκδότης σημείωνε ότι για να αποκα­ταστήσει το κείμενο χρησιμοποίησε πολλές πηγές και ότι συμβουλεύθηκε τα υπομνήματα του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Ευσταθίου.

Το 1491 ο Δημήτριος εγκαινίασε την τρίτη φάση της σταδιοδρομίας του. Βρέθηκε στο Μιλάνο, χωρίς και πάλι να είναι γνωστοί οι λόγοι για τους οποίους εγκατέλειψε τη θέση του στη Φλωρεντία. Ανέλαβε διδακτικά καθήκοντα στην αυλή του δούκα Λουδο­βίκου Σφόρτσα και έγινε δεκτός με ενθουσιασμό α­ποκτώντας νέους μαθητές σε ένα κέντρο στο οποίο δεν είχαν καλλιεργηθεί συστηματικά τα ελληνικά γράμματα, παρ’ όλο που στην πόλη είχαν διδάξει για λίγο χρονικό διάστημα οι Μανουήλ Χρυσολωράς και Κωνσταντίνος Λάσκαρις.

Η ανακάλυψη της τυπογραφίας έδωσε μεγάλη ώθηση στην διάδοση των ελληνικών γραμμάτων στη Δύση.

Στην πρωτεύουσα της Λομβαρδίας παρέμεινε μέ­χρι το 1500 και συνέχισε το εκδοτικό έργο του, με την παρουσίαση τριών βιβλίων: Ισοκράτης, Λόγοι, Χαλκοκονδύλης, Ερωτήματα, Λεξικό Σουίδας. Όταν τα γαλλικά στρατεύματα του Λουδοβίκου ΙΒ’ κατέλαβαν το Μιλάνο (1499), ο Δημήτριος εγκατέλειψε την πόλη και προσπάθησε ανεπιτυχώς να α­ναλάβει την έδρα των ελληνικών στη Βενετία. Στη συνέχεια κατέφυγε στη Φεράρα, απ’ όπου ανακλήθηκε το 1501 από τη γαλλική κυβέρνηση για να ασκήσει πάλι διδακτικά καθήκοντα στην πόλη. Στη λομβαρδική πρωτεύουσα συνέχισε να διδά­σκει μέχρι το θάνατό του σε βαθιά γεράματα, στην ηλικία των ογδόντα οκτώ ετών, το 1511.

Ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης παντρεύτηκε σε μεγάλη ηλικία, όταν βρισκόταν στη Φλωρεντία, και από το γάμο του είχε αποκτήσει δέκα παιδιά, πολλά από τα οποία πέθαναν στη διάρκεια της πα­ραμονής του στο Μιλάνο, γεγονός που σκίασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Η σταδιοδρομία του Χαλκοκονδύλη ως δασκάλου σε τρεις από τις σημαντικότερες πόλεις της ιταλικής Αναγέννησης, την Πάντοβα, τη Φλωρεντία και το Μιλάνο, συνέπεσε με το χρόνο που οι πόλεις αυτές βρίσκονταν στο κέντρο της ουμανιστικής παιδείας.

Δίδαξε συνολικά περίπου τριάντα πέντε χρόνια και απέκτησε εκατοντάδες μαθητές, μεταξύ των οποίων ήταν και άνθρωποι που συνέχισαν το έργο του, όπως ο Άγγελος Πολιτιανός (Angelo Poli-ziano), ο ο­ποίος έθρεψε μια μεγάλη ομάδα ελληνιστών, ο Μαρσίλιο Φιτσίνο (Marsillio Ficino), στενός συνεργάτης του στην πολύχρονη προετοιμασία της μετάφρασης του πλατωνικού έργου, και ο Άλδος Μανούτιος, ο οποίος παρακολούθησε μαθήματά του στο Μιλάνο. Η προσπάθειά του για τη διάδοση του ελ­ληνικού πνεύματος κορυφώθηκε με την αδιάκοπη ενασχόλησή του με τη μετάφραση και έκδοση ελ­ληνικών κειμένων.

Έργα του

Ο Χαλκοκονδύλης υπήρξε ο πρώτος Έλληνας εκδότης στη Φλωρεντία και στο Μιλάνο. Κυκλοφόρησε τέσσερα βιβλία: Ομήρου τα σωζόμενα (1488), Ισοκράτης, Λόγοι (1493), Χαλκοκονδύλης, Ερωτήματα (περ. 1494), Λεξικό Σουίδας (1499). Είχε συναίσθηση του γεγονότος ότι για τη διάδοση των ελληνικών σπουδών δεν αρκούσαν μόνον καλοί καθηγητές και επιμελείς μαθητές, αλ­λά χρειάζονταν πλήρεις εκδόσεις των ελληνικών κειμένων και σωστό μεταφραστικό έργο, έτσι ώστε να υπάρξει η κατάλληλη υποδομή. Σ’ αυτό το σκο­πό αφοσιώθηκε ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης και με την παράλληλη προσφορά του στη διδασκαλία αναδείχθηκε σε σημαντικό παράγοντα της διάδοσης της ελληνικής σκέψης και παιδείας στην Ιταλία.

  

Ειρήνη Χρήστου

Διδάκτωρ Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών

  

Βιβλιογραφία


  • Κ. Γιαννακόπουλος, Βυζάντιο και Δύση. Η αλληλεπίδραση των αμφιθαλών πολιτισμών στον Μεσαίωνα και στην ιταλική Αναγέννηση (330-1600), Αθήνα 1985.
  • Κ. Στ. Στάικος, Χάρτα της Ελληνικής Τυπογραφίας. Η εκδοτική δραστηριότητα των Ελλήνων και η συμβολή τους στην πνευματική Αναγέννηση της Δύσης, Αθήνα 1989.
  • Ν. G. Wilson, Από το Βυζάντιο στην Αναγέννηση, Αθήνα 1994.

 

Πηγή


  • Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, «Έλληνες διαπρέψαντες στη Δύση (15ος αιώνας)», τεύχος 221, 29 Ιανουαρίου 2004.

  

Σχετικά θέματα:

Read Full Post »

Ειρήνη του Αριστοφάνη – Αρχαίο Θέατρο Άργους


 

Πόλεμος και Ειρήνη

Η Θεατρική Διαδρομή παρουσιάζει στα πλαίσια του  Φεστιβάλ Άργους – Μυκηνών 2011, την κωμωδία του Αριστοφάνη, «Ειρήνη», στο Αρχαίο Θέατρο Άργους την Κυριακή 31 Ιουλίου στις 9 το βράδυ, σε μετάφραση Κ. Χ. Μύρη, σκηνοθεσία Πέτρου Φιλιππίδη, με τον ίδιο στο ρόλο του Τρυγαίου.

Η «Ειρήνη» παρουσιάστηκε το 421 π.Χ. στους δραματικούς αγώνες της εορτής των Μεγάλων Διονυσίων και κέρδισε το δεύτερο βραβείο. Ο Αριστοφάνης έγραψε την κωμωδία αυτή κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών, που κατέληξαν στην ειρήνη του Νικία, με την οποία οι λαοί των δύο αντιπάλων ήλπιζαν ότι θα λήξει ο Πελοποννησιακός πόλεμος και θεωρείται ένα από τα πιο αντιπολεμικά έργα όλων των εποχών.

Ο Τρυγαίος είναι ένας αμπελουργός, που απελπισμένος από την κατάντια των αμπελιών του, αποφασίζει να πάει και να ελευθερώσει την Ειρήνη. Ξεκινάει για τον Όλυμπο, πετώντας πάνω σ’ ένα τεράστιο σκαθάρι για να ζητήσει τη βοήθεια των δώδεκα θεών. Εκεί προσπαθεί να πείσει τον θεό Ερμή, τάζοντάς του δώρα, να τον βοηθήσει να ελευθερώσουν μαζί την Ειρήνη γιατί η γη και οι άνθρωποι καταστρέφονται από τον πόλεμο.

 

Ειρήνη του Αριστοφάνη από την Θεατρική Διαδρομή.

 

Ο Πόλεμος παρουσιάζεται φοβερός και τρομερός! Έχει μαζέψει μέσα σ’ ένα τεράστιο γουδί όλες τις πόλεις-κράτη της Ελλάδας και τις κοπανάει με το γουδοχέρι για να τις λιώσει. Ο Τρυγαίος πρέπει να προλάβει το κακό προτού να είναι πολύ αργά…

Τελικά ο Τρυγαίος καταφέρνει να ελευθερώσει την Ειρήνη. Όλοι την καλωσορίζουν με ενθουσιασμό όμως αυτή σωπαίνει και δεν μιλά σε κανέναν, γιατί όπως εξομολογείται στον Ερμή, είναι πολύ πικραμένη με τους ανθρώπους, δεν της δίνουν καθόλου αξία και την παραμελούν. Έχουν το μυαλό τους στον πόλεμο, κάποιοι μάλιστα πλουτίζουν απ’ αυτόν και δεν ενδιαφέρονται για τα αγαθά της παρά μόνο για τα κέρδη τους.
Ο Τρυγαίος την παρακαλεί να συγχωρέσει τους άμυαλους ανθρώπους και να τους δώσει άλλη μια ευκαιρία να συμμορφωθούν. Η Ειρήνη δέχεται κι όλοι μαζί κατεβαίνουν στη γη.

 

Ο Θανάσης Βέγγος παίζοντας τον Τρυγαίο στην "Ειρήνη" του Αριστοφάνη, το 1995, στην Επίδαυρο.

 

Η «Ειρήνη» του Αριστοφάνη, με τη μετάφραση του Κ. Χ. Μύρη και τη δραματουργική επεξεργασία του Πέτρου Φιλιππίδη, Γιώργου Γαλίτη και Γιώργου Λέφα, γίνεται επίκαιρη όσο ποτέ στην Ελλάδα του σήμερα και ο θεατής θα διαπιστώσει, ίσως με θλίψη στο Αργολικό Θέατρο, ότι παρόλο που πέρασαν τόσοι αιώνες τα κίνητρα και οι λανθασμένες επιλογές των ανθρώπων είναι κοινά και διαχρονικά και ίσως η Ειρήνη… είχε δίκιο για τη στάση που κράτησε μέσω του Αριστοφάνη!

Ερμηνεύουν: Πέτρος Φιλιππίδης, Τάκης Παπαματθαίου, Γιώργος Γαλίτης, Γιάννης Δεγαΐτης, Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος, Πάνος Σταθακόπουλος, Χρήστος Σιμαρδάνης, Χάρης Μαυρουδής, Άγγελος Μπούρας, Δημήτρης Δεγαΐτης, Τάσος Ιορδανίδης, Σπύρος Παππάς, Χρήστος Συριώτης, Ελευθέριος Ελευθερίου, Ηλίας Γιαννάκης, Δημήτρης Βογιατζής, Θοδωρής Μπουζικάκος, Αντώνης Αντωνάκος, Δημήτρης Σαμόλης, Πέτρος Γεωργοπάλης, Σταύρος Σβίγγας, Μανώλης Χουρδάκης, Ορέστης Τζιόβας.

 

Read Full Post »

Πύρρος – Βασιλιάς της Ηπείρου (319-272 π.Χ.)


  

Πύρρος της Ηπείρου

Βασιλιάς της Ηπείρου, γιος του Αιακίδου και της Φθίας. Ανήλθε στο θρόνο της Ηπείρου αρχικά σε ηλικία 12 ετών, με τη βοήθεια του Δημητρίου, ο οποίος όμως τον έστειλε ως όμηρο στην Αίγυπτο το 298 π.Χ. Το επόμενο έτος ο Πτολεμαίος τον έστειλε πάλι στην Ήπειρο ως συμβασιλέα του εξαδέλφου του Νεοπτολέμου, τον οποίο και φόνευσε το 296 π.Χ. στη διάρκεια ενός δείπνου. Βοήθησε το Βασιλιά της Μακεδονίας Αλέξανδρο εναντίον του αδελφού του Αντιπάτρου και έλαβε ως αντάλλαγμα μακεδονικές επαρχίες και την Ακαρνανία.

Παντρεύτηκε τη Λάνασσα, κόρη του τυράννου των Συρακουσών Αγαθοκλέους. Ήρθε σε διαμάχη με τον Δημήτριο τον Πολιορκητή και από το 288 μέχρι το 284 π.Χ. ήταν Βασιλιάς και της Μακεδονίας. Τότε ηττήθηκε από τον Λυσίμαχο και περιορίστηκε στην Ήπειρο.

Φιλοδόξησε να μιμηθεί τον Μέγα Αλέξανδρο και να επεκτείνει το κράτος του προς Δυσμάς. Επικεφαλής στρατού 30 χιλιάδων μπήκε στην Ιταλία περί το 280 π.Χ. Έπειτα από πολεμικές περιπέτειες πέντε ετών και μεγάλες νίκες εναντίον των Ρωμαίων, αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ήπειρο περί το 275 π.Χ., μετά την ήττα στο Βενεβέντο. Ανέλαβε και πάλι εκστρατεία εναντίον του Αντιγόνου στη Μακεδονία και την Πελοπόννησο. Πολιορκώντας τη Σπάρτη πληροφορήθηκε την έλευση του Αντιγόνου, έσπευσε στο Άργος, έπεσε σε ενέδρα των Σπαρτιατών και τέλος σκοτώθηκε σε οδομαχίες στο Άργος – όπως λένε από πτώση κεραμιδιού.

Ο Πύρρος είχε μεγάλες στρατιωτικές ικανότητες – θεωρείται από τους πιο σημαντικούς στρατηγούς στην παγκόσμια ιστορία – ήταν εξαιρετικά μορφωμένος και σφράγισε τις τελευταίες μεγάλες στιγμές του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Η βασιλεία του Πύρρου, εξαιρετικά πολυκύμαντη λό­γω της εκρηκτικής του προσωπικότητας, υπήρξε η σημαντικότερη περίοδος στην ιστορία της αρχαίας Ηπείρου. Το κράτος του, η συμμαχία των Ηπειρωτών υπό την κυριαρχία των Μολοσσών βασιλέων, τότε όχι μόνον απέκτησε τη μεγαλύτερή του έκταση, αλλά έγινε μια από τις πρωτεύουσες δυνάμεις του κόσμου που αναδύθηκε από τις κατακτήσεις του Αλέξανδρου, του ελληνιστικού.

 

Η ζωή και η δράση του

 

Ο Πύρρος γεννήθηκε το 319, τέσσερα χρόνια μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου που ήταν εξάδελφός του, αφού ο πατέρας του Πύρρου, Αιακίδης, και η μητέρα του Αλεξάνδρου  Ολυμπιάδα ήταν πρώτα εξαδέλφια. Ο Αιακίδης, βασιλέας των Μολοσσών, και η γυναίκα του, Φθία, από επιφανή οικογένεια της Θεσσαλίας, είχαν επίσης δυο κόρες, τη Δηιδάμεια και την Τρωάδα.

Η περιπέτεια ήταν συνυφασμένη με τη ζωή του Πύρρου: μόλις δυο χρόνων φυγαδεύεται από την Ήπειρο λόγω της καθαίρεσης του πατέρα του από τους υπηκόους του (στο βασίλειο των Μολοσ­σών, με τους ιδιότυπους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς, οι βασιλείς δεν ήταν ανεξέλεγκτοι)· δώδεκα χρόνων ανακτά το θρόνο· καθαιρείται ύστερα από πέντε χρόνια κατά την απουσία του· καταφεύγει, τέλος, στον άνδρα της αδελφής της Δηιδάμειας, Δημήτριο Πολιορκητή, γιο του Αντιγόνου Μονοφθάλμου, του σημαντικότερου τότε διαδόχου.

Στην αποφασιστική για τους διαδόχους μάχη της Ιψού (301) ο νεαρός Πύρρος πολέμησε γενναιότατα στο πλευρό του γαμπρού του. Παρά την αρνητική για τους Αντιγονίδες έκβαση της μάχης, ο Πύρρος δεν εγκατέλειψε τον ανήσυχο Δημήτριο. Τον ακολούθησε στην Ελλάδα και διαφύλαξε τις πόλεις που του εμπιστεύθηκε. Πιστεύεται ότι ο Πύρρος τότε ήλθε σε επαφή με τη διοίκηση πόλεων-κρατών με θεσμούς διαφορετικούς από εκείνους του βασιλείου των Μολοσσών, του οποίου η δομή στηριζόταν στα φύλα ή έθνη. Μετά το θάνατο της Δηιδάμειας ο Δημήτριος τον στέλνει όμηρο στον Πτολεμαίο της Αιγύπτου (299).

A portrait of Pyrrhus of Epirus, king of Epirus, Macedon, and the Greek tribe the Molossians.

Στην αυλή της Αλεξάνδρειας ο Πύρ­ρος κέρδισε την εκτίμηση του Πτολεμαίου για την ανδρεία του, τα πνευματικά και ηθικά χαρίσματά του, πήρε την Αντιγόνη, κόρη της βασίλισσας Βερενίκης, ως σύζυγο και, τέλος, είχε την πολύπλευρη υποστήριξη του Πτολεμαίου, χάρη στην οποία επανέρχεται στην Ήπειρο, αρχικά ως συμβασιλέας (297) και σύντομα μόνος. Το 297 θεωρείται η πραγματική αρχή της βασιλείας του. Εφαρμόζοντας την πολυγαμία για πολιτικούς λόγους, όπως οι περισσότεροι βασιλείς, αρχίζοντας από τον ίδιο τον Φίλιππο και τον Αλέξανδρο, παντρεύεται, μετά το θάνατο της Αντιγόνης που του έδωσε ένα γιο, τον Πτολεμαίο, πρώτα τη Λάνασσα, κόρη του βασιλέα των Συρακουσών Αγαθοκλή, που του δίνει προίκα την πόλη της Κέρκυρας και ένα γιο, τον Αλέξανδρο, και έπειτα δυο κόρες γειτόνων βαρβάρων βασιλέων. Από τη μια θα γεννηθεί ο Έλενος.

Επωφελούμενος της έριδας για τη διαδοχή στο θρόνο της Μακεδονίας επεμβαίνει και χωρίς πόλεμο κατορθώνει ταχύτατα να αυξήσει σημαντικά την έκταση του κράτους του προς όλες σχεδόν τις κατευθύνσεις (295). Τότε αποκτήθηκε και η φημισμένη κορινθιακή αποικία Αμβρακία, την οποία ο Πύρρος κόσμησε με πολλά ακόμη καλλιτεχνήματα και την έκανε τη λαμπρή πρωτεύουσα των Μολοσσών μέχρι την πτώση της βασιλείας του. Μαζί, λοιπόν, με την Κέρκυρα αυτήν ακριβώς την εποχή το βασίλειο του Πύρρου περιλαμβάνει τις δυο μεγαλύτερες ναυτικές δυνάμεις του Ιονίου. Την ίδια εποχή (294) ο Δημήτριος Πολιορκητής γίνεται κύριος της Μακεδονίας. Η γειτνίαση των δυο φιλόδοξων και αρειμά­νιων ηγεμόνων δεν άργησε να πάρει τη φυσική της τροπή, δεδομένου μάλιστα ότι ο θάνατος της Δηιδά­μειας, αρκετά χρόνια πριν, είχε ακυρώσει τις μεταξύ τους συγγενικές σχέσεις.

Η σύγκρουση μεταξύ του Πύρρου και του Δημητρίου είχε ποικίλες εκβάσεις· θα αναφερθούν οι σημαντικότερες. Η Λάνασσα, η Συρακούσια γυναίκα του Πύρρου, τον εγκαταλείπει και παντρεύεται τον Δημήτριο, στον οποίο δίνει και την προίκα της, την Κέρκυρα, όπου εγκαθίσταται αμέσως μακεδονική φρουρά. Έτσι, ο Πύρρος έχει τώρα τον αντίπαλο εκτός από τα ανατολικά και στα δυτικά του. Λίγο μετά, στον εναντίον του Δημητρίου συνασπισμό, μαζί με τον Πτολεμαίο και τον Λυσίμαχο της Θράκης μετέχει και ο Πύρρος.

Ο Πύρρος εκδιώκει τον Δημήτριο από το μεγαλύτερο σχεδόν μέρος των κτήσεών του και στέφεται βασιλέας της Μακεδονίας (288). Σε λίγο αποσπά και τη Θεσσαλία. Είναι τώρα ο Πύρρος κυρίαρχος του μεγαλύτερου μέρους του ελλαδικού χώρου. Όχι, όμως, για πολύ. θα «φροντίσει» γι’ αυτό ο σύμμαχός του Λυ­σίμαχος, χρησιμοποιώντας το στρατό και την προπαγάνδα. Έτσι ο Πύρρος αναγκάζεται να αποσυρθεί με το στρατό του στην Ήπειρο χάνοντας τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία (285). Το εφήμερο των κατακτήσεων ή των σχέσεων του Πύρρου με τους άλλους ηγεμόνες ξεπερνούσε ίσως και αυτή την πραγματικότητα της εποχής του. Σε λίγα χρόνια (281), με ισχυρό στρατό και ελέφαντες, ο Πύρρος ξεκινά για τη μεγάλη περιπέτεια στη Δύση.

Μετά την επιστροφή του από την εξάχρονη εκστρατεία στην Ιταλία και τη Σικελία (φθινόπωρο 275) ο Πύρρος έφερε μαζί του στράτευμα, που για να το διατηρήσει και να το θρέψει καταφεύγει στη συνήθη πρακτική, τον πόλεμο. Στρέφεται έτσι κατά του βασιλέα της Μακεδονίας Αντιγόνου Γο­νατά (γιου του Δημητρίου Πολιορκητή), ο οποίος και θα είναι ο αντίπαλος του βασιλέα των Μολοσ­σών μέχρι το τέλος της ζωής του. Παρά τις μέτριες στρατιωτικές δυνάμεις και μέσα σε λίγες εβδομάδες κατορθώνει να κατακτήσει το μεγαλύτερο μέρος της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας όχι μόνο με νίκες, αλλά και χάρη στην εκτίμηση που ανέκαθεν είχαν προς αυτόν το γενναίο πολεμιστή και εξάδελφο του Αλέξανδρου αρκετοί εξέχοντες Μακεδόνες.

Αυτή όμως η κατάκτηση αμαυρώθηκε από τη σύληση των λαμπρών βασιλικών τάφων στις Αιγές από τους Γαλάτες μισθοφόρους του Πύρρου, ο οποίος ίσως από επιπολαιότητα, ίσως από ολιγωρία δεν μπόρεσε τότε να τους συγκρατήσει, «όθεν ήκουσε κακώς υπό των Μακεδόνων». Και αυτή, ωστόσο, η κατάκτηση ήταν εφήμερη.

Παράσταση από την Κάτω Ιταλία με πολεμικούς ελέφαντες – ανάμνηση από την εκστρατεία του Πύρρου. Μουσείο Βίλας Τζούλια, Ρώμη.

Λίγα χρόνια μετά (άνοιξη 272) αρχίζει τη θυελλώδη εκστρατεία του στην Πελοπόννησο, όπου έμελλε να χάσει πρώτα το μεγαλύτερο γιο του Πτολεμαίο και έπειτα την ίδια του τη ζωή στο Άργος. Αποδεχόμενος πρόσκληση ενός ευγενούς Σπαρτιάτη εκστρατεύει στη Λακεδαίμονα. Στην αρχή προσπαθεί να αποκρύψει τους πραγματικούς σκοπούς του λέγοντας ότι έρχεται να απελευθερώσει τις πόλεις από τον Αντίγονο και τους Μακεδόνες και ότι σκέπτεται μάλιστα να στείλει στη Σπάρτη τα μικρότερα παιδιά του για να εκπαιδευθούν σύμφωνα με τα λακωνικά έθιμα. Στην επίθεση κατά της ατείχιστης πόλης αποδείχθηκε ακόμη μια φορά ο ηρωισμός των ανδρών και των γυναικών της (ακόμη και παρθένες πήραν μέρος στην απόκρουση του εχθρού και των ελεφάντων του), αλλά και οι πολεμικές ικανότητες του ίδιου του Πύρρου και του νεαρού Πτολεμαίου.

Τότε εμφανίστηκε στον Πύρρο μια νέα πρόσκληση για βοήθεια από την αντιμακεδονική μερίδα του Άργους. Ως συνήθως ο Πύρρος ανταποκρίνεται. Καθ’ οδόν προς το Άργος πέφτει σε ενέδρα του βασιλέα της Σπάρτης, κατά την οποία σκοτώνεται ο Πτολεμαίος πολεμώντας γενναία. Ο Πύρρος, ωθούμενος από τον πόνο του, ξεπέρασε τον εαυτό του: αφού πολέμησε αρχικά έφιππος, συνέχισε να αγωνίζεται πεζός προσφέροντας τη σφαγή, γράφει ο Πλούταρχος, ως προσφορά και επιτάφιο αγώνα στο νεκρό γιο του.

Ούτε, όμως, και το Άργος, κοντά στο οποίο είχε ήδη στρατοπεδεύσει ο Αντίγονος Γονατάς, μπόρεσε να καταλάβει ο Πύρρος. Ένα μέρος του στρατού με τον ίδιο επικεφαλής μπόρεσε να καταλάβει την αγορά της πόλης εισβάλλοντας νύχτα από μια πύλη του τείχους που του άνοιξαν οι Αργείοι αντιφρονούντες. Η σύγχυση επήλθε όταν ύστερα από δυσκολίες οι ελέφαντες πέρασαν τη χαμηλή πύλη και βρέθηκαν στους στενούς δρόμους του Άργους, όπου βέβαια εγκλωβίστηκαν. Μέσα στο πανδαιμόνιο, το οποίο επέτεινε η αντεπίθεση των αντιπάλων, η εντολή του Πύρρου για υποχώρηση εκτελέστηκε αντίθετα.

Σύμφωνα με την περιγραφή του Πλουτάρχου, μια Αργεία, φοβούμενη για τη ζωή του παιδιού της που αντιμετώπιζε τον Πύρρο, εκσφενδονίζει εναντίον του ένα κεραμίδι χωρίς, όμως, να του επιφέρει το θάνατο. Αυτόν το θεόρατο πολεμιστή πεσμένο στο έδαφος αναγνώρισε και αποκεφάλισε τελικά ένας στρατιώτης του Αντιγόνου με δέος και τρεμάμενα χέρια. Δακρυσμένος ο Αντίγονος κόσμησε το πτώμα του αντιπάλου του, το έκαψε και παρέδωσε τη στάχτη στο νεότερο γιο του Πύρρου, Έλενο, που ακολουθούσε τον πατέρα του, για να τη φέρει στην Ήπειρο.

 

Ο Πύρρος ως άτομο

 

Οι σύγχρονοι του Πύρρου τον παρομοίαζαν στην ανδρεία και την πολεμική τέχνη με τον Αλέξανδρο και τον Αχιλλέα. Ο Αννίβας θεωρούσε «των στρατηγών πρώτον μεν εμπειρία και δεινότητι Πύρρον, Σκιπίωνα δε δεύτερον, εαυτόν δε τρίτον». Λέγεται ότι ενώ οι άλλοι βασιλείς του καιρού του έμοιαζαν στον Αλέξανδρο στα πορφυρά ρούχα, στους σωματοφύλακες («δορυφόρους»), στη στάση του κεφαλιού και στη σκληρή γλώσσα, μόνον ο Πύρρος τον θύμιζε στα όπλα, στα κατορθώματα, καθώς επίσης στην «όψιν», στην ταχύτητα και στις κινήσεις. Μιλώντας για τις πολεμικές αρετές του Πύρρου εννοούμε την ανδρεία του στις μάχες αλλά και στις στρατηγικές και τακτικές του ικανότητες, τις οποίες ο ίδιος ο βασιλέας περιγράφει στα «Υπομνήματα» που εκπόνησε. Οι νίκες του συχνά συνεπάγονταν πολλές απώλειες, σύμφωνα με την παροιμιώδη έκφραση «πύρρειος νίκη».

Όπως ο Αλέξανδρος, έτσι και ο Πύρρος είναι ποτισμένος με τον Όμηρο και τα κατορθώματα του Αχιλλέα, στον οποίο είχαν φροντίσει να αναγάγουν την καταγωγή τους οι Μολοσσοί βασιλείς. Όπως ο Αχιλλέας και άλλοι ομηρικοί ήρωες, επιζητεί μονομαχία με τον αντίπαλο αρχηγό για την τελική λύση της διαφοράς, μονομαχία την έκβαση της οποίας γράφει η απαράμιλλη πολεμική του τέχνη. Παρ’ όλο τον πόνο του πριν από την εισβολή στο Άργος προκαλεί σε μονομαχία τον Αντίγονο Γονατά, ο οποίος του απαντά αρνούμενος ότι αυτός εξαρτά τη στρατηγία του από τις περιστάσεις μάλλον παρά από τα όπλα, ενώ στον Πύρρο, αν δεν ευκαιρεί να ζει, έχουν α­νοιχθεί πολλοί δρόμοι προς το θάνατο. Αναγνωρισμένη, λοιπόν, και θαυμαστή από το πανελλήνιο η πολεμική ιδιοφυΐα του Πύρρου, δεν ήταν δυνατό να αφήσει ασυγκίνητους τους συμπατριώτες του.

Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Πλούταρχο, επιστρέφοντας στην Ήπειρο έπειτα από κάποια λαμπρή νίκη οι Ηπειρώτες τον ονόμασαν «Αετόν» και αυτός τους απαντούσε ότι οι φτερούγες του είναι τα όπλα τους. Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο της προσωπικότητας του Πύρρου, σύμφωνα με τις φιλολογικές πηγές, είναι πως ό,τι κέρδιζε με τα κατορθώματά του το έχανε από τη ροπή του σε νέες ελπίδες και στο πάθος να αποκτήσει αυτό που δεν είχε. Τούτο είχε αποτέλεσμα να μη σταθεροποιεί και οργανώνει όσα κατά καιρούς κατακτούσε. Η έννοια της ελπίδας, γράφει ένας σύγχρονος μελετητής του Πύρρου, επανέρχεται σαν λαϊτμοτίβ στη ζωή του. Επίσης φαίνεται ότι ο αρειμάνιος αυτός βασιλέας αντιμετώπιζε με χιούμορ κάποιους που τον κακολογούσαν. Οι ιδέες του για το διάδοχό του φαίνονται σκληρές, αλλά όχι πρωτότυπες: δήλωσε ότι θα αφήσει τη βασιλεία σε όποιον από τους γιους του έχει το κοφτερότερο μαχαίρι. Εξάλλου, η μη προσήλωσή του στις δεισιδαιμονίες και στις ερμηνείες των οιωνών, αν κριθεί από τα αποτελέσματα, είχε επακόλουθο θανάτους προσφιλών του και ήττες.

 

Ο Πύρρος ως βασιλέας

 

Για να αποτιμηθεί η θέση του στην Ιστορία της Ηπείρου και της Ελλάδας θα πρέπει βέβαια να τονιστεί ότι με τις κατακτήσεις του ο Πύρρος είναι ο δημιουργός της μεγάλης Ηπείρου, που περιελάμβανε τη δυτική Ελλάδα και έφθανε πολύ βορειότερα της Επιδάμνου (Δυρραχίου). Έως τότε η Ήπειρος διαδραμάτιζε γενικά παραπληρωματικό (ή συμπληρωματικό, δεν έχει σημασία) ρόλο στην ελληνική Ιστορία. Οι αρχαίοι συγγραφείς, που έχουν διασωθεί και αποτελούν τις κύριες πηγές μας, την ανέφεραν εφόσον εμπλεκόταν στις δραστηριότητες της Αθήνας, της Μακεδονίας ή όποιας άλλης μεγάλης δύναμης. Το ίδιο βέβαια συμβαίνει και με τις υπόλοιπες ελληνικές πόλεις και περιοχές είτε στην Ελλάδα είτε στη Μ. Ασία είτε αλλού: η Ιστορία τους μας είναι γνωστή εφόσον αυτή συνδέεται με οποιοδήποτε τρόπο με την Ιστορία των πρωταγωνιστριών δυνάμεων.

Σήμερα δεν περιοριζόμαστε πλέον στις αποσπασματικές και όχι πάντα ασφαλείς μαρτυρίες των ιστορικών, αφού η κάθε πόλη ή περιοχή έχει να επιδείξει τη δική της ιστορική συγγραφή χάρη στον πλούτο και το πλήθος των δημόσιων και ιδιωτικών επιγραφών της που προσφέρουν αυτούσια άρα βέβαιη ιστορική πληροφόρηση.

Έτσι και όλη η Ήπειρος χάρη στις χιλιάδες των επιγραφών της μας έχει ήδη αποκαλύψει ή πρόκειται να μας αποκαλύψει πολλές πτυχές του δημόσιου και ιδιωτικού της βίου. Ο Πύρρος με τη δράση του στην Ελλάδα και τη Δύση ήταν ο πρώτος βασιλέας που οδήγησε την πατρίδα του να πρωταγωνιστήσει στην ελληνική Ιστορία, όταν η Μακεδονία ήταν αδύναμη και υπέφερε από εσωτερικά προβλήματα, ενώ για την Αθήνα ή τη Σπάρτη δεν μπορούσε τότε να γίνει λόγος. Υπήρχαν δηλαδή τότε οι κατάλληλες συνθήκες: και η ρωμαλέα προσωπικότητα και το ιστορικό κενό. Ήταν ο Πύρρος και ικανός πολιτικός; Το θέμα έχει επανειλημμένα απασχολήσει την έρευνα χωρίς να υπάρχει ομοφωνία. Αρκετοί πάντως δέχονται ότι παρ’ όλη την πολυπραγμοσύνη του οι ενέργειές του τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Δύση δεν φαίνεται να στερούνται σχεδιασμών και οραμάτων. Ο θρύλος που τύλιξε ήδη από την αρχαιότητα πολλές πλευρές της προσωπικότητας του Πύρρου (του αποδόθηκαν ακόμα και θεραπευτικές και μαγικές ιδιότητες) συνετέλεσε να έχουμε αρκετά φιλολογικά κείμενα, ενώ δεν συμβαίνει το ίδιο με τα αναμφισβήτητα τεκμήρια, δηλαδή τις επιγραφές και άλλα ευρήματα. Έτσι, το κεφάλαιο «Πύρρος» παραμένει, όπως και τόσα άλλα, ανοιχτό.

 

 Βάσα Κοντορίνη

 Καθηγήτρια Επιγραφικής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

 

Πηγή


  • Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, « Πύρρος: στα χνάρια του Μεγαλέξανδρου », τεύχος 37, 29 Ιουνίου 2009.

Read Full Post »

«Οθέλλος» του William Shakespeare στο Αρχαίο Θέατρο Άργους


 

Κιμούλης, Μαρκουλάκης, Καρύδη

Ο «Οθέλλος» ένα από τα πιο σημαντικά έργα του μεγάλου δραματουργού της παγκόσμιας λογοτεχνίας, Ουίλιαμ Σαίξπηρ, θα παρουσιαστεί την Τετάρτη 3 Αυγούστου 2011 στο Αρχαίο Θέατρο Άργους, στα πλαίσια του Φεστιβάλ Άργους – Μυκηνών 2011.

Πρόκειται για μια μεγάλη παραγωγή με πρωταγωνιστές τον Γιώργο Κιμούλη, Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη και την Σμαράγδα Καρύδη.  Η μετάφραση και η σκηνοθεσία είναι των Γιώργου Κιμούλη – Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη τα σκηνικά της Αθανασίας Σμαραγδή, τα κοστούμια της Μαρίας Καραπούλιου και οι φωτισμοί της Ελίζας Αλεξανδροπούλου.

Οθέλλος - Μicromosaic

Ο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ θεωρείται μια από τις κορυφαίες μορφές της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί στις περισσότερες γλώσσες του κόσμου, ενώ τα θεατρικά του παίζονται έως σήμερα, διατηρώντας αμείωτο το ενδιαφέρον. Ο Σαίξπηρ κατάφερε να χειριστεί με απόλυτη δεξιοτεχνία τόσο την κωμωδία όσο και το δράμα και την τραγωδία. Τα έργα του διαπνέονται από μία βαθειά κατανόηση της ανθρώπινης φύσης και παραμένουν επίκαιρα. Ο Οθέλλος γράφτηκε περίπου το 1603, την ίδια εποχή με τα άλλα έργα του Σαίξπηρ,  Άμλετ, Μάκβεθ και Βασιλιάς Ληρ και δημοσιεύτηκε το 1622.

Υπόθεση:

Δυσδαιμόνα - Frederic Leighton c. 1888

Η τραγωδία του Οθέλλου (1603), του «μαύρου της Βενετίας», έχει μείνει γνωστή ως η τραγωδία της ζήλιας. Ο Οθέλλος, Μαυριτανός αξιωματικός της Βενετίας, έχει παντρευτεί κρυφά με τη νεαρή Δυσδαιμόνα. Όταν όμως αδικεί τον φιλόδοξο στρατιώτη Ιάγο και δεν τον προάγει στη στρατιωτική ιεραρχία, ο τελευταίος θέτει σε εφαρμογή ένα σχέδιο εκδίκησης, με σκοπό να ξυπνήσει στον Οθέλλο την καταστροφική ζήλια. Έτσι, ο Οθέλλος δεν θα αργήσει να παραπλανηθεί και να πέσει στην παγίδα και πιστεύοντας ότι η Δυσδαιμόνα τον απατά την δολοφονεί και αυτοκτονεί.

 

 

Μετάφραση-Διασκευή: Γιώργος Κιμούλης – Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης
Σκηνοθεσία: Γιώργος Κιμούλης – Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης
Σκηνικά: Αθανασία Σμαραγδή
Κοστούμια: Μαρία Καραπούλιου
Μουσική: Δημήτρης Μαραμής
Φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης
Κινησιολογική επιμέλεια: Έλενα Γεροδήμου
Βοηθός Σκηνοθέτη: Δώρα Στυλιανέση

Στην παράσταση επίσης συμμετέχουν: Πετροπουλέας Ηλίας, Ψυχογιός Γιώργος, Κοτσαρίνης Γιάννης, Παναγιωτίδης Στάθης, Σάκκουλης Μιχάλης, Μιχάκος Νίκος, Μητροπούλου Δομνίκη, Παπαδοπούλου Μαρία, Μυλωνάς Γιάννης, Ανανία Τραϊάνα.

 

Read Full Post »

Μήδεια του Ευριπίδη – Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου


 

Μήδεια του Ευριπίδη

Το Φεστιβάλ Επιδαύρου παρουσιάζει τη «Μήδεια» του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Αντώνη Αντύπα με την Αμαλία Μουτούση να ερμηνεύει τη διάσημη ηρωίδα και τον Χρήστο Λούλη στο ρόλο του Ιάσονα. Η παράσταση θα παρουσιαστεί στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, την Παρασκευή 22 και το Σάββατο 23 Ιουλίου 2011.

Λίγο πριν εκραγεί ο Πελοποννησιακός πόλεμος (431 π.Χ.) ο Ευριπίδης παρουσιάζει τη Μήδεια, τραγωδία που επηρέασε όσο κανένα άλλο έργο την παγκόσμια δημιουργία. Έργο βαθύτατα Ερωτικό, μέσα από το δράμα της προδομένης Μήδειας και την αντιπαράθεσή της με τον Ιάσονα, φωτίζει τη θέση της γυναίκας, τη διαμάχη των δύο φύλων, τη σύγκρουση των δύο πολιτισμών αλλά και την κρίσιμη ηθική καμπή στην οποία είχε φτάσει ο αρχαίος κόσμος λίγο πριν την επερχόμενη κατάρρευση.

Η Ευριπίδεια μυθοπλασία αντλώντας από το βαθύ και σκοτεινό υπέδαφος του μύθου, δημιούργησε χαρακτήρες αξεπέραστους, αποθεώνοντας τον έρωτα στο πρόσωπο της Μήδειας, της δαιμόνιας και σοφής Ανατολίτισσας πριγκίπισσας, εγγονής του Ήλιου, που εξανθρωπίστηκε από το πάθος της για τον Ιάσονα, τον ακολούθησε στην Ελλάδα και προδομένη γίνεται φόνισσα των παιδιών της παρασύροντας και τον Ιάσονα σε ένα αμετάκλητο πένθος. Αυτό που τώρα τους ενώνει για πάντα.

Υπόθεση του έργου:

Η δράση της Μήδειας εκτυλίσσεται στην Κόρινθο. Η Μήδεια, κόρη του βασιλιά της Κολχίδας Αιήτη, βοήθησε τον αρχηγό της αργοναυτικής εκστρατείας Ιάσονα, να πάρει το χρυσόμαλλο δέρας, τον παντρεύτηκε και τον ακολούθησε τελικά στην Κόρινθο. Εκεί έζησαν μαζί λίγο καιρό, όταν ο βασιλιάς Κρέοντας έδωσε στον Ιάσονα την κόρη του ως σύζυγο.

 

Μήδεια του Ευριπίδη

 

Εξόρισε τη Μήδεια αλλά αυτή κατάφερε να αποσπάσει προθεσμία μια ημέρας για να πραγματοποιήσει την εκδίκησή της. Συναντάει τον περαστικό από την Κόρινθο βασιλιά της Αθήνας Αιγέα, που επιστρέφει από το μαντείο των Δελφών. Αυτός της ορκίζεται ότι θα της προσφέρει καταφύγιο στην πόλη του. Τώρα μπορεί να βάλει σε εφαρμογή το σχέδιό της: ποτίζει με δηλητήριο φορέματα και κοσμήματα και με τα παιδιά της τα στέλνει δώρο στην αντίζηλό της.

Μόλις εκείνη τα φόρεσε, κυκλώθηκε από μαγική φωτιά και πέθανε φριχτά. Την ίδια τύχη είχε και ο πατέρας της Κρέοντας που την αγκάλιασε. Μετά από λίγο η Μήδεια σκοτώνει τα παιδιά της Φέρητα και Μέρμερο, και εγκαταλείπει την πόλη με το φτερωτό άρμα του Ήλιου.

Μετάφραση

Γιώργος Χειμωνάς

Σκηνοθεσία

Αντώνης Αντύπας

Σκηνικά – Κοστούμια

Γιώργος Πάτσας

Μουσική

Ελένη Καραΐνδρου

Ερμηνεύουν

Μήδεια

Αμαλία Μουτούση

Ιάσονας

Χρήστος Λούλης

Κρέων

Άρης Λεμπεσόπουλος

Άγγελος

Δημήτρης Ήμελλος

Αιγέας

Γιάννης Νταλιάνης

Παιδαγωγός

Θέμις Πάνου

Τροφός

Μαρία Καλλιμάνη

Παιδιά

Γιώργος & Κωνσταντίνος Κοσμίδης

Χορός γυναικών 15μελής

Κορυφαία: Μαρία Καλλιμάνη

 

Read Full Post »

«Ο γνωστός μας άγνωστος κύριος Γκάτσος» στο Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου


  

Το Φεστιβάλ Αθηνών τιμά, με την μουσικοθεατρική παράσταση «Ο γνωστός μας άγνωστος κύριος Γκάτσος» που θα παρουσιαστεί στο Μικρό Θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου στις 22 & 23 Ιουλίου, το Νίκο Γκάτσο με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννησή του.

 

Νίκος Γκάτσος

Τη μουσικοθεατρική παράσταση «Ο γνωστός μας άγνωστος κύριος Γκάτσος» φιλοξενεί στις 22 και 23 Ιουλίου το Μικρό Θέατρο της Επιδαύρου με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Νίκου Γκάτσου και τα 19 από τον θάνατό του. Τη σκηνοθεσία της παράστασης υπογράφει η Μάνια Παπαδημητρίου, επιχειρώντας να διεισδύσει στο μυαλό αυτού του αυστηρού και με ιδιαίτερο χιούμορ πνευματικού ανθρώπου που ποτέ δεν έδωσε συνεντεύξεις, ενώ ο ιδιωτικός του λόγος γινόταν δημόσιος μόνο στις παρέες του με τον Χατζιδάκι, τον Ελύτη και άλλα «ιερά τέρατα» της εποχής του.

Ο Νίκος Γκάτσος πέρασε στην ιστορία της ελληνικής υπερρεαλιστικής ποίησης με τη μια και μοναδική του συλλογή: την «Αμοργό», που εξέδωσε το 1943. Μετά δεν ξαναδημοσίευσε ποίηση. Ασχολήθηκε με τη θεατρική μετάφραση και τη στιχουργική.

«Γράφει για την πατρίδα μέσα στην κατοχή, την ώρα που χάνεται, σαν να την βλέπει ήδη από μακριά» σχολιάζει η Μάνια Παπαδημητρίου για την «Αμοργό». «Μιλά για τη μνήμη του τόπου σαν να είναι ήδη παρελθόν» συνεχίζει. «Και είναι περίεργο ότι μετά την Αμοργό δεν ξαναγράφει ποίηση αλλά μόνο στίχο, ο οποίος ανάγεται σε ποίηση, αλλά δεν είναι γιατί χρειάζεται τη μουσική. Ο Ελύτης είχε πει για τον Γκάτσο: «καλύτερα τέχνη ταπεινή που λειτουργεί, παρά υψηλή που σκονίζεται στα ράφια».

Οι στίχοι του Γκάτσου ευτύχησαν με τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, ο οποίος αναγνώριζε στον ποιητή «τον σημαντικότερο άνθρωπο που είχε γνωρίσει μετά την μητέρα του». Σε ένα από τα πολλά κείμενά του για τον Γκάτσο, ο Χατζιδάκις αναφέρει:

«Παρ’ όλο που στιχουργεί για να κάνει ένα τραγούδι, παραμένει πάντα ποιητής. Έγραψε μοναδικά τραγούδια. Όλα τα ακριβά στοιχεία της ποίησής του τα κάνε στίχους που κινητοποίησαν τη ναρκοθετημένη νεοελληνική ευαισθησία, έτσι καθώς κοιμόταν αναίσθητη μέσα στην απέραντη αισθηματολογία των στιχουργών και των επιθεωρησιογράφων».

Κι αντίστροφα, απ’ όλους τους συνθέτες που τον μελοποίησαν (Θεοδωράκης, Ξαρχάκος, Μούτσης, Κηλαηδόνης, Χάλαρης) ο Χατζιδάκις ήταν πιο κοντά στην ψυχολογία του Γκάτσου, λέει η Μάνια Παπαδημητρίου.

Ο Νίκος Γκάτσος με τον Μάνο Χατζιδάκι.

«Το ερωτικό, εφηβικό στοιχείο της μουσικής του Χατζιδάκι έλειπε από τον Γκάτσο και νομίζω τον συγκινούσε» εξηγεί η ίδια. «Με την έννοια ότι ο Γκάτσος έγραφε υπαρξιακά τραγούδια. Πιο πολύ μιλά για τον θάνατο κι ένα μυστήριο γύρω από αυτόν. Πάντα υπάρχει στον στίχο του ένα φεγγάρι που σε κυνηγά, δύο αδέλφια που χωρίζουν. Κι αυτό εξηγείται κατά κάποιο τρόπο και στο βιβλίο της συντρόφου του, Αγαθής Δημητρούκα».

Στην παράσταση μαζί με την Μάνια Παπαδημητρίου, πέντε ηθοποιοί και μουσικοί εναλλάσσουν το τραγούδι με την αφήγηση. Η σκηνοθέτης ακολουθεί τη λογική «θεάτρου του ραδιοφώνου». Άλλωστε κι ο ίδιος ο ποιητής, μετά τον πόλεμο, διετέλεσε για λόγους βιοπορισμού, ραδιοφωνικός σκηνοθέτης στο ΕΙΡ. Η αφήγηση βασίζεται σε κείμενα για τον Γκάτσο, των Χατζιδάκι, Ελύτη, Σεφέρη, αποσπάσματα από το βιβλίο «Πουλάμε τη ζωή χρεώνουμε τον θάνατο», της συντρόφου του Αγαθής Δημητρούκα. Η σκηνική δράση «επενδύεται» με βίντεοαρτ και εικαστικές αναφορές που παραπέμπουν στον Γκάτσο και την εποχή του.

Να σημειωθεί ότι όλοι οι συντελεστές της παράστασης προσφέρουν την αμοιβή τους υπέρ της αποκατάστασης του σπιτιού του Νίκου Γκάτσου, στην Ασέα Αρκαδίας.

Σκηνοθεσία: Μάνια Παπαδημητρίου
Σκηνογραφία: Aρτεμις Θεοδωρίδη
Video art: Ευαγγελία Χρηστάκου
Επιμέλεια κειμένων: Μάνια Παπαδημητρίου, Αγαθή Δημητρούκα
Μουσική επιμέλεια: Τάσος Αντωνίου, Σπύρος Παπαθεοδώρου

Ερμηνεύουν (αλφαβητικά):
Τάσος Αντωνίου, Εβελίνα Αραπίδου, Θεοδώρα Ευγενάκη, Αγαπητός Μανδαλιός, Μάνια Παπαδημητρίου, Σπύρος Παπαθεοδώρου.

 

Read Full Post »

Ηραία


 

Οι Πανελλήνιοι Αγώνες στην Αρχαιότητα – Ηραία τα εν Άργει

 

Ήρα. Ρωμαϊκό αντίγραφο 450 – 400 π.Χ. Museo Archeologico Nazionale, Naples.

Οι Πανελλήνιοι αλλά και οι κατά τόπους καθιερωμένοι αθλητικοί αγώνες των αρχαίων Ελλήνων, δημιούργημα του ελεύθερου ελληνικού πνεύματος αλλά και του ηρωικού τρόπου αντίληψης της ζωής,  ήσαν στενά συνδεδεμένοι με την έντονα φυσιοκρατική αρχαία θρησκεία τις αναγεννητικές δυνάμεις της φύσης, τα κατορθώματα των θεών κατά των Γιγάντων αλλά και τη λατρεία των ηρώων, τα κατορθώματα των οποίων ύμνησαν και τα έκαναν τραγούδι ο Όμηρος και οι ένθεοι ποιητές.

Στο Άργος, την εύφορη Ιναχία χώρα, τη «φιλτάτη» πόλη της Ήρας, οι αθλητικοί αγώνες ήταν συνδεδεμένοι με τη λατρεία της μεγάλης «Πότνιας» θεάς της φύσης, της Ήρας, η λατρεία της οποίας μαζί με του Δία, αναφέρεται στις μυκηναϊκές πινακίδες Γραμμικής Β’ γραφής της Πύλου και της Θήβας. Η λατρεία της προελληνικής αυτής θεότητας με τα πολλά έκθετα έχει βαθιές ρίζες στην Αργεία χώρα και αποτελεί την προσωποποίη­ση των αειφόρων, αναγεννητικών φυ­σικών δυνάμεων της Πλουτοδότρας φύσης, η οποία κάθε χρόνο με τις ζωογόνες της δυνάμεις σκορπίζει τη θεϊκή ευλογία πάνω στη Μητέρα Γη, με την οργιώδη βλάστηση, την ανθοφο­ρία της Άνοιξης και την καρποφορία με τον πλούσιο αμητό.

Την Άνοιξη, όταν η φύση έβρισκε «τη γλυκιά και την καλή της ώρα» τελούνταν θρησκευτικές τελετουργίες προς τιμήν της μεγάλης Πότνιας (παντοδύναμης) Θεάς, κατά τις οποίες ελάμβανε χώρα η Επιφάνεια της θεότητας, όπως θριαμβευτικά εικονίζεται στο μεγαλύτερο χρυσό, μυκηναϊκό δαχτυλίδι της Τίρυνθας, η Summa Theologica, τα άγια των αγίων της μυκηναϊκής θρησκείας, όπου εικονίζεται η Θεά της φύσης, καθισμένη σε θρόνο και με το δε­ξιό ανυψωμένο χέρι κρατάει το ποτήριο της «Θείας Κοινωνίας», ενώ προ­σέρχονται σε πομπή τα ιερά της πα­ντοδύναμα ζώα, σύμβολα των φυσικών δυνάμεων, ανθρωποειδείς λεοντοδαίμονες που βαστάζουν τις τελε­τουργικές πρόχους προσφορών (χάλ­κινα αγγεία-κανάτες) έτοιμοι να προ­σφέρουν τη «θεία Ευχαριστία» στη μεγάλη πότνια θεά της φύσης.

 

Το μεγάλο χρυσό δακτυλίδι της Τίρυνθας (16ος – 15ος αι. π.Χ.). Η θεά της φύσης, καθιστή σε θρόνο, κρατάει το ποτήριο της «θείας κοινωνίας». Οι λεοντοδαίμονες σε πομπή κρατούν πρόχους, τελετουργικά αγγεία προσφορών.

 

Σύμφωνα με την παράδοση ο Ίναχος και οι συνδικαστές του Κηφισσός και Αστερίωνας αποφάσισαν η χώρα να ανήκει στην Ήρα και όχι στον Ποσειδώνα, και η «Ζευξιδία και Ζυγιά» Ήρα δίδαξε τους κατοίκους του Άργους πως να ζεύξουν τα ιερά της ζώα, τις λευκές αγελάδες, και να μάθουν να καλλιεργούν τη γη, για να ανθοφορεί και να καρπίζει το σιτάρι, και για τον λόγο αυτό λατρευό­ταν την άνοιξη στο Άργος κυρίως ως Ήρα Άνθεια, με τελετουργικούς χορούς γυναικών που κρατούσαν κλαδιά στα χέρια.

  

Στο Ηραίο του Άργους

 

Ως σύζυγος του Δία στην κορυφή της πυραμίδας του Δωδεκαθέου η Ήρα εκ­προσωπούσε και προστάτευε τη θεϊκή και ανθρώπινη τάξη, προστάτρια του γάμου και της οικογένειας, κρατούσε σταθερά «τας κλείδας του γάμου» και ήταν αυστηρή, αμείλικτη τιμωρός στους επίορκους, όπως συνέβη με την ιέρειά της την Ιώ, που συνευρέθηκε με τον Δία, την οποία καταδίωξε μέχρι τέλους και τη μεταμόρφωσε σε δαμάλα. Αλλά η Ήρα είχε λάβει μέρος στη Γιγαντομαχία και ήταν και πολεμική θεά. Στο ιερό της ήταν αφιερωμένο το ακαταμάχητο όπλο, η ιερή ασπίδα του Δαναού, μετά τον θάνατο του οποίου ο Λυγκεύς την έδωσε στο γιο του και βασιλιά του Άργους  Άβαντα, ο οποίος με το ιερό αυτό όπλο, το παλλάδιο της Ήρας, ήταν αήττητος, ενώ σύμφωνα με τον μύθο οι γιοι του Άβαντα Προίτος και Ακρίσιος πολέμησαν μεταξύ τους για πρώτη φορά με ξύλινες ασπίδες.

 

Χάλκινη Υδρία, 470- 460 π.Χ., έπαθλο στους αγώνες των Ηραίων του Άργους. Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης.

 

Η ασπίδα, το ιερό σύμβολο, παλλά­διο της Ήρας, δινόταν ως έπαθλο, ανά­μεσα σε άλλα βραβεία, στους νικητές των αγώνων, που ελάμβαναν χώρα στο Ηραίο του Άργους, το μεγαλύτερο θρησκευτικό κέντρο της Αργολίδας των ιστορικών χρόνων, που αναπτύ­χθηκε όταν οι Αργείοι κυριάρχησαν δυναμικά επί των άλλων πόλεων και κωμών της Αργολίδας και γύρω από το ιερό, στο οποίο μεταφέρθηκε και το πανάρχαιο ξύλινο άγαλμα (ξόανο) της Ήρας από την Τίρυνθα, δημιούργησαν μια θρησκευτική και πολιτική αμφι­κτιονία καθοριστικής σημασίας για την πολιτική ενοποίηση της Αργείας χώρας.

Το ιερό εγκαθιδρύθηκε στο μέ­σον και στα βόρεια του αργολικού πε­δίου, στην ευρύτερη περιοχή των Μυ­κηνών, στην πανάρχαια Πρόσυμνα, πάνω σε ήρεμο λόφο, σε παλαιό χώρο λατρείας και κάτω από το βουνό της Εύβοιας (=βουνό με τις όμορφες αγελάδες, τα ιερά ζώα της Ήρας) από όπου ο προσκυνητής και επισκέπτης βιώνει τη θεϊκή γαλήνη του απαράμιλλου κάλλους φυσικού τοπίου που περιστοιχίζεται κυκλικά από τις θεϊκές κορυφογραμμές των βουνών και απλώ­νεται ήρεμα γύρω από το μητρικό της Αργολίδας κόλπο.

Στον μοναδικό αυτόν ιερό χώρο με τα πρωτοφανή αρχιτεκτονήματα της αρχαϊκής και της κλασικής εποχής, που απέχει σαράντα πέντε στάδια, οκτώ χιλιόμετρα, βορειοανατολικά από το Άργος, ελάμβαναν χώρα θρησκευτικές τελετουργίες της μεγάλης θεάς του Άργους, της Ήρας και αγώνες με πανελλήνια ακτινοβολία, οι οποίοι στη διαχρονική τους εξέλιξη ονομάζονταν Ηραία, Εκατόμβοια και η εξ Άργους ασπίς.

Οι αγώνες αυτοί συνδέ­ονταν επίσης με την ηρωική λατρεία των ένδοξων ηρώων του Άργους που έλαβαν πρωταρχικά μέρος στον Τρωι­κό πόλεμο και τα κατορθώματά τους εξυμνούν τα ομηρικά έπη, αλλά και των αριστοκρατικών γενών, όπως σαφώς προκύπτει από τον μεγάλο, ταφικό, πιθοειδή αμφορέα της ύστερης γεωμετρικής εποχής που απεικονίζει πα­ράσταση πάλης, προφανώς σε επιτάφιους αγώνες.

 

Η ιερή πομπή

 

Στην εορτή της Ήρας, η ιερή πομπή ξεκινούσε από το Άργος. Προπορεύο­νταν οι νέοι που βρίσκονταν στην ακ­μή της ήβης με την ιερή χάλκινη ή χρυσή ασπίδα, το ιερό σύμβολο, παλλάδιο της θεάς, που την είχαν κατεβά­σει (καθαιρέσει) από τον ιερό οχυρό τόπο της Λάρισας του Άργους, που έφερε και το όνομα Ασπίδα. Την ασπί­δα κρατούσε ο πιο άξιος από τους νέους και ήταν μεγάλη τιμητική διάκρι­ση μεταξύ των νέων η θρησκευτική αυτή επιλογή.

Σύμπλεγμα Κλέοβι και Βίτωνα - Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών. Δύο μνημειακά αρχαϊκά αγάλματα, από τα πιο γνωστά δείγματα του τύπου του κούρου. Στέκονται παρατακτικά επάνω σε χωριστές πλίνθους, αλλά σε ενιαίο βάθρο, στο οποίο έχει χαραχθεί επιγραφή, που δεν σώζεται ολόκληρη. Οι δύο νέοι απεικονίζονται γυμνοί, προτείνουν το αριστερό πόδι, ενώ τα χέρια τους είναι σφιγμένα σε γροθιές και ελαφρά λυγισμένα. Από τους περισσότερους μελετητές ταυτίζονται με τον Κλέοβι και το Βίτωνα, δύο νέους από το Άργος, γιους της ιέρειας της Ήρας.

Από τη διαδικασία αυτή προέρχεται η αρχαία αργείτικη παροι­μία: «Άξιος ει της ασπίδος» (=είσαι άξιος να σηκώσεις την ασπίδα, δηλ. εί­σαι ο πρώτος!). Στη συνέχεια ακολου­θούσε η ιέρεια της Ήρας πάνω στο άρ­μα που το έσυραν δυο λευκές αγελάδες, τα ιερά ζώα της Ήρας, τα εκατό βόδια για την πάνδημη θυσία, οι αρχές της πόλης και το πλήθος των προ­σκυνητών που συμμετείχε σε κοινό συμπόσιο, (τη δημόσια θοίνη) μετά τη θυσία.

Η ιερή αυτή πομπή είχε συνδεθεί στη μνήμη της ανθρωπότητας με τον άτυπο θεϊκό άθλο – προσφορά στην Ήρα των δυο παλληκαριών – αθλητών της ιέρειας Κυδίππης, οι οποίοι επειδή οι αγελάδες κατά την εορτή της Ήρας καθυστερούσαν, υποδύθηκαν τα ιερά ζώα της Θεάς, ζεύτηκαν το άρμα και οι δυο «αεθλοφόροι» έσυραν το άρμα με την ιέρεια μητέρα τους σαράντα πέ­ντε στάδια, οκτώ χιλιόμετρα, ως το Ηραίο. Μετά τον ιερό αυτό άθλο, όταν κοιμήθηκαν, δεν ξύπνησαν, πέρασαν στην απέναντι όχθη της αθανασίας δίνοντας ένα μάθημα για την ανθρώπινη ευτυχία σ’ όλη την ανθρωπότη­τα, σύμφωνα με τον ηρωικό τρόπο αντίληψης των Ελλήνων, όπως τον διέσωσε ο Ηρόδοτος (1,31) μέσα από τον ανεκτίμητο διάλογο περί ευτυχίας του Σόλωνα με τον βασιλιά Κροίσο. Οι Αργείοι τίμησαν τα δυο ηρωικά παλληκάρια με αγάλματα στους Δελφούς και ανάγλυφη παράσταση, απεικόνι­ση του άθλου με το άρμα στην Αγορά του Άργους.

Τα Ηραία τελούνταν ήδη από τη γεωμετρική – αρχαϊκή εποχή, ήταν αρχι­κά τριετηρική εορτή και στη συνέχεια πεντετηρική (κάθε πενταετία) και εορτάζονταν στο τέλος Ιουνίου – αρχές Ιουλίου. Την παλιότερη γραπτή μαρ­τυρία για τους αγώνες αποτελεί το επιτύμβιο επίγραμμα του τέλους 6ου – αρχές 5ου π.Χ αι. του «αεθλοφόρου» (h)Υσεμάτα, οποίος έπεσε στη μάχη (εν πολέμω ήβαν ολέσαντα)  και έλαβε την ύψιστη τιμή να ταφεί δίπλα στον ιππόδρομο (πέλας ιπποδρόμιο).

 

Οι αγώνες

 

Στα Ηραία ετελούντο αγώνες δρόμου, σταδίου, οπλίτη, δόλιχου, το πένταθλο (δρόμος, άλμα, ακόντιο, δίσκος και πάλη), μουσικοί και δραματικοί αγώνες, αρματοδρομίες και ιππικοί αγώνες. Οι αθλητές ελάμβαναν ως βραβείο στε­φάνι μυρτιάς και χάλκινα έπαθλα (βραβεία) ασπίδες, τρίποδες, λέβητες και υδρίες. Από τα χάλκινα βραβεία τα Ηραία ονομάζονταν ποιητικά και «χάλκεος αγών». Τα παλιότερα χάλκινα έπαθλα, που έχουν σωθεί ως κτερίσματα τάφων των αθλητών ή των απογόνων τους, χρονολογούνται στα 470 – 430 π.Χ. και φέρουν την επιγραφή: «Παρ(h)Ηρας (εμί των) αέθλων», όπως οι χάλκινες υδρίες στα Μουσεία της Νέας Υόρκης, της Άγκυρας και της Κοπεγχάγης, ο λέβης από τάφο της Αθηνάς στο Βρε­τανικό Μουσείο και ο μοναδικά ακέραιος, χάλκινος τρίποδας που βρέθηκε από τον Μανόλη Ανδρόνικο στο τάφο του Φιλίππου του Β’ στη Βεργίνα (δηλ. τις αρχαίες Αιγές, την πρωτεύουσα της Μακεδονίας, το όνομα της οποίας κατά ανεξήγητο(!) τρόπο έχει (θαφτεί) εξαφανιστεί από τον σύγχρονο χάρτη της πατρίδας μας) και χρονολογείται στο β’ μισό του 5ου π.Χ. αι.

Ο ενεπίγραφος αυτός τρίποδας – έπαθλο (τρα­νταχτή απόδειξη της αυτονόητης ελληνικότητας των Μακεδόνων) αποτε­λεί προγονικό βραβείο της βασιλικής οικογένειας των Μακεδόνων που κα­ταγόταν από το Άργος, το βασιλικό γέvος των Τημενιδών, και έλαβε προφανώς μέρος στους αγώνες των Ηραίων του Άργους όπως και στους  Ολυμπιακούς Αγώνες, προφανώς στα χρόνια του βασιλιά Περδίκκα του Β’ (454- 413 πΧ). Το έπαθλο – κειμήλιο αυτό εκα­τό χρόνια περίπου αργότερα τοποθε­τήθηκε (ως τιμητικό κτέρισμα στον ασύλητο βασιλικό τάφο των Αιγών(Βεργίνας) που αποδίδεται στον Φίλιπ­πο το Β’. Δυστυχώς οι αρχαιολογικές συγκυρίες δεν μας έχουν χαρίσει ακό­μη το κατ’ εξοχήν έπαθλο των Ηραίων του Άργους, μια χάλκινη ασπίδα, ενώ εικονίζεται σε παραστάσεις μνημείων.

Ο αργείτικης καταγωγής βασιλιάς της Σαλαμίνας της Κύπρου Νικοκρέων (322-310 π.Χ.) τιμήθηκε με χάλκινο ανδριάντα στο Άργος για τον κυπριακό χαλκό που έστειλε για τα χάλκινα βραβεία των Ηραίων του Άργους. Τα Ηραία του Άργους στον 4ο – 3ο αιώνα ονομάζονται Εκατόμβοια από τη θυσία των εκατό βοδιών για την πάνδη­μη συμμετοχή των προσκυνητών στις εορτές της Ήρας. Παρά το ότι τα Ηραία του Άργους δεν ήταν καθιερω­μένα επίσημα ως πανελλήνιοι αγώνες είχαν λόγω της μυθικής, ηρωικής και επικής παράδοσης πανελλήνια ακτινοβολία. Ο Δημήτριος ο Πολιορκητής στα 303 π.Χ. κήρυξε τους αγώνες στα Ηραία, ενώ οι Ατταλίδες της Περγά­μου νίκησαν πολλές φορές σε αρματοδρομίες.

Από τα μέσα περίπου του 3ου αι. π.Χ. τα Ηραία εορτάζοντο στο Άργος μαζί με τα Νέμεα (την τέλεση των οποίων οι Αργείοι είχαν μεταφέ­ρει στο Άργος) και ονομάζοντο: «Ηραία τα εν Άργει». Στα Ηραία τα εν Άργει και τα Νέμεα συμμετείχε στα 209 π.Χ. ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος ο Ε’ με δυο αγωνίσματα. Οι αγώνες των Ηραίων και Νεμέων στο Άργος ετελούντο τους μήνες Ιούνιο – Ιούλιο στο στάδιο που αναφέρει ο Παυσανίας, τη θέση του οποίου ταυτίσαμε ΒΔ του Προφήτη Ηλία (λόφου της Δειράδος). (Σήμερα δυστυχώς κατά μήκος της βόρειας πλευράς του σταδίου που έτρε­χαν οι αθλητές διέρχονται πάνω σε ασφαλτόδρομο τα τροχοφόρα! «Αιδώς Αργείοι!»).

Έvας ακόμη δρόμος (=στίβος αρχαίου σταδίου) του 1ου αι. π.Χ. έχει βρεθεί στην αγορά του Άργους, όπου εγυμνάζοντο οι νέοι του Άργους και οι αθλητές. Από τον 1ο αι. μ.Χ. και εξής τα Ηραία του Άργους αναφέρονται ως: «Η εξ Άργους ασπίς» από τη χάλκινη ασπί­δα – έπαθλο των νικητών που είχε ιδι­αίτερα θρησκευτικό ιερό νόημα για το Άργος, στην ακρόπολη του οποίου (στη Λάρισα) υπήρχε ιερός οχυρός χώρος με το όνομα Ασπίδα. Από την έρευνα λανθασμένα έχει συσχετισθεί στο παρελθόν αλλά και στο παρόν το καθιερωμένο αγώνισμα του εφίππου ακοντισμού της ασπίδας των Παναθη­ναίων με τους αγώνες στα Ηραία του Άργους, την εξ Άργους ασπίδα.

 

Ονόματα πρωταθλητών

 

Στεφάνια ελιάς και αργιοσέλινου σε τμήμα βάσης που έφερε άγαλμα αθλητή, δρομέα, ο οποίος νίκησε στην Ολυμπία, στα Ηραία και σε άλλους αγώνες, 3ος αι. π.Χ. Το όνομα του δεν διασώθηκε. Μουσείο Άργους.

Πολλοί σπουδαίοι αθλητές στους πα­νελλήνιους αγώνες, από την ηπειρωτι­κή Ελλάδα και τη Μικρά Ασία, συμμε­τείχαν και στα Ηραία του Άργους, όπως ο Ολυμπιονίκης πυγμάχος Διαγόρας o Ρόδιος τον οποίο γνώρισε «ο εν Άργει χαλκός». O Πίνδαρος με τους επινίκους ύμνους έκανε αθάνατες τις νίκες των αθλητών, ενώ οι μεγάλοι γλύπτες και χαλκοπλάστες με πρώτο τον αργείο Πολύκλειτο με τον Δορυ­φόρο, αποθέωσαν το κάλλος του αθλητικού σώματος. Εδώ θεωρούμε απα­ραίτητο να αναφέρουμε τους Αργείους αθλητές που νίκησαν στα Ηραία και διασώθηκαν τα ονόματά τους:

Ο παλαιστής Θεαίος Αργείος, που νίκησε και στα Νέμεα και o Πίνδαρος του έγραψε επίνικο (Νεμεόνικος Χ).

Ο παλαιστής Πρατέας Αισχύλου (4os αι. π.Χ.) που νίκησε σε πολλούς αγώνες και στα Ηραία, του οποίου εί­χε στηθεί χάλκινο άγαλμα στο Άργος.

O παλαιστής Αισχύλου Πρατέα, γιος του προηγούμενου.

Ένας άλλος δρομέας αργείος, ολυμπιονίκης και πολυνίκης σε πλήθος αγώνων, νίκησε στα Ηραία δυο φορές στον δίαυλο και δυο στον οπλίτη δρό­μο αλλά το όνομά του μας είναι άγνωστο (τέλος 3ου αι. π.Χ). Δυστυχώς ένα πλήθος ξακουστών αθλητών το αφάνι­σε o χρόνος αλλά o αγώνας τους είναι παράδειγμα προς μίμηση και παρακα­ταθήκη για τους μεταγενέστερους.

Εδώ κρίνουμε απαραίτητο να αναφέρουμε επίσης και τρεις ξακουσμένους Αργείους δρομείς:

Ο σταδιοδρόμος Λάδας ξακουστός για τη μεγάλη του ταχύτητα στον οποίο οι Αργείοι είχαν στήσει τον χάλκινο ανδριάντα στον ναό του Λυκείου Απόλλωνα.

Το δολιχοδρόμο Αγέα, ο οποίος στην 113η Ολυμπιάδα, το 328 π.Χ. αφού νίκησε στην Ολυμπία στον δόλιχο (αγώνα δρόμου αντοχής) αυθημερόν διέτρεξε τη μεγάλη απόσταση από Ολυμπία στο Άργος (140 χιλιόμετρα περίπου) και ανήγγειλε ο ίδιος τη νίκη του.

Ο δολιχοδρόμος Δρύμος τον 4ο π.Χ. αιώνα διέτρεξε αυθημερόν την απόσταση από την Ολυμπία ως το ιερό του Ασκληπιού της Επιδαύρου όπου ανήγγειλε την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων.

 

Ακόμη παρούσα

 

Επιτύμβια στήλη του Κορίνθιου Λεύκιου Κορνήλιου, όπου νίκησε στους αγώνες των Ηραίων τον 2ο αι. μ.Χ. δύο φορές. Μουσείο Ισθμίας.

Οι Αργείοι πιστοί στους πανάρχαιους θρησκευτικούς και πολιτικούς θεσμούς της πατρίδας τους συνέχισαν τους αγώνες ως τον ύστερο 4ο μ.Χ. αιώνα και σύμφωνα με επιστολή που αποδίδεται στον Ιουλιανό, την ανεξι­θρησκία του οποίου πολέμησαν με πάθος οι εκπρόσωποι της νέας θρησκείας, οι Αργείοι απηλλάγησαν από συ­νεισφορά για την τέλεση των Ισθμίων διότι «οι Αργείοι την των Νεμέων συγκροτούσιν πανήγυριν».

Με την κατάρ­γηση των Ολυμπιακών και λοιπών αγώνων από τον Θεοδόσιο τον Α’ το 393 μ.Χ., οι πανηγύρεις στις θρησκευτικές εορτές στη βυζαντινή και μεταβυζαντινή εποχή συνεχίζονταν με τον αρχαίο λατρευτικό τρόπο με χορούς και τραγούδια αλλά και αγωνίσματα, όπως στην εορτή του Αϊ Γιώργη και στα κλέφτικα λημέρια, παρά τις απαγορεύσεις και τους εξορκισμούς των εκπροσώπων της νέας θρησκείας, κατά των πιστών και κατά της «ειδωλολατρίας», με αποτέλεσμα το εθνικό μας όνομα Έλλην στη βυζαντινή εποχή να χάσει το νόημά του και να σημαίνει ειδωλολάτρης, δεν έφεραν αποτέλεσμα.

Έπειτα από χίλια χρόνια περίπου ο φιλόσοφος του Μυστρά, ο σοφός Πλήθων ο Γεμιστός αποκατέστησε το όνομά μας,  την ταυτότητά μας διακηρύσσοντας ότι: «Έλληνες εσμέν το γένος».

Ο τρόπος λατρείας στη θεότητα δεν επι­βάλλεται άνωθεν με δογματικές επιταγές, αλλά από την ιδιοσυγκρασία και τη θρησκευτική ευαισθησία του κάθε λα­ού που διαμορφώνεται αβίαστα μέσα στο φυσικό περιβάλλον που κινείται και αναπνέει. Και σήμερα στην Αγία Παρασκευή της Μυτιλήνης και στην εορτή – της Παναγίας τον δεκαπενταύ­γουστο στην Ίμβρο και αλλού, οι Έλληνες θυσιάζουν τον ταύρο για την κοινή συμμετοχή των πιστών στην εορτή, όπως γινόταν από τα αρχαία χρόνια στην εορτή της Ήρας και ακολουθούν τραγούδια και χοροί. Κανένας εκπρόσωπος της  εκκλησίας φυσικά δεν τολ­μάει σήμερα να καταδικάσει τον πα­νάρχαιο αυτό τρόπο λατρείας και έθιμο ως ειδωλολατρία.

Σήμερα στον κάμπο της Αργολίδας το ιερό της Ήρας το δια­δέχθηκαν οι πολυάριθμοι ναοί της Παναγίας και τα πανηγύρια συνεχίζονται ως αδιάσπαστη συνέχεια των αρχαίων εορτών και πανηγύρεων, με το ίδιο μά­λιστα όνομα με χορούς και τραγούδια. Είναι άκρως συγκινητικό ότι και σή­μερα ακόμη η μεγάλη θεά του Άργους, η Ήρα, που κρατούσε τα κλειδιά του γάμου, κατά τις τελετές του γάμου εί­ναι παρούσα. Λίγο πριν την τελετή η μητέρα του γαμπρού, σύμφωνα με το έθιμο βάζει στην τσέπη του γαμπρού ένα κλειδί (!) ενώ από το στενό περιβάλλον του ζευγαριού την ώρα της τελετής κλειδώνουν με κλειδί μια κλει­δαριά, για να μην διαλυθεί ο γάμος.

Τελικά όσες πόρτες και να έκλεισε ο χριστιανισμός στην αρχαία θρησκεία αυτή μπήκε από το παράθυρο (!) με αποθέωση τη μαγευτική τελετή του Επιταφίου της Μεγάλης Παρασκευής, διότι η αρχαία θρησκεία εκπροσωπούσε τις φυσικές δυνάμεις που είναι πάντοτε παρούσες. Ο αρχαίος τρόπος λατρείας της θεότητας, με χορούς, τραγούδια, και αγώνες κατά περίπτωση, αποτελεί τρανή απόδειξη του ελληνικού τρόπου αντίληψης για τη ζωή, με βασικές αξίες, την ελευθερία (θρησκευτική και πολιτική), τη δημοκρατία, τη δικαιοσύνη, τους αγώνες με την ευγενή άμιλλα των αθλητών μακριά από τη σύγχρονη διαστρεβλωμένη αντίληψη των Ολυμπιακών Αγώνων του πρωταθλητισμού και των αναβολικών.

 Χρήστος  Πιτερός

Αρχαιολόγος

 

 

Βιβλιογραφία


  •  Ρ. Amandry «Sur les Concours Argìens» B.C.H. Suppenphtum, VI, 1980.
  •  X. Πιτερός, «Το Αρχαίο Στάδιο του Άργους». Πρακτ. Β’ Τοπ. Συν. Αργο­λικών Σπουδών 1981.

 

 

Πηγή


  • Καθημερινή, Επτά Ημέρες, «Οι Πανελλήνιοι Αγώνες στην Αρχαιότητα», Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2001.

 

Σχετικά θέματα:

 

Read Full Post »

Older Posts »