Στο Μετεπαναστατικό Ναύπλιο του Καποδίστρια[i]
Γεγονός είναι ότι τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται όλο και μεγαλύτερο ενδιαφέρον – στο διεθνή και τον ελληνικό επιστημονικό χώρο – για την ιστορία της καθημερινής ζωής των απλών ανθρώπων. Έτσι, αυτοβιογραφίες, απομνημονεύματα, προσωπικά ημερολόγια, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, αναμνήσεις, κ.α., έχουν πλέον ιδιαίτερη βαρύτητα, αφού φαίνεται να αναδεικνύουν τους αφανείς της ιστορίας, τους οποίους η παραδοσιακή ιστοριογραφία παραμερίζει.
Γίνεται, έτσι, όλο και περισσότερο αντιληπτό ότι για να μπορέσει να εισχωρήσει κανείς στην ατμόσφαιρα μιας εποχής και να διευρύνει τις ιστορικές του γνώσεις, θα πρέπει να μελετήσει τα βιώματα και τις συνθήκες ζωής των καθημερινών ανθρώπων, τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους και τους γύρω τους, τα προσωπικά τους ενδιαφέροντα, τις προτιμήσεις τους, τα πρότυπά τους, τις προσδοκίες τους, τις απογοητεύσεις τους και τις απόψεις τους γύρω από ποικίλα ζητήματα, ηθικά, φιλοσοφικά, κοινωνικά.
Μέσα από το πρίσμα αυτό των μικροϊστορικών προσεγγίσεων, το ιστορικό υλικό αναφέρεται στο μεμονωμένο και όχι στο μαζικό, στο «υποκειμενικό» και όχι στο «αντικειμενικό», στο ατομικό και όχι στο συλλογικό. Δεν πρόκειται ωστόσο για μια αναφορά αποκομμένη από τον κορμό του ιστορικού συγκείμενου, αλλά για μια αναγωγή στο μέρος που ούτως ή άλλως παραμένει πάντοτε εντός του ιστορικο-πολιτισμικού συνόλου. Έτσι υποκειμενικό και αντικειμενικό συγκλίνουν και διενεργείται μια αδιάκοπη ροή μεταξύ ψυχολογίας και ιστορίας.
Το Ναύπλιο και η Κυβέρνηση
Η άλωση του Παλαμηδίου (29-30 Νοεμβρίου 1822) αποτέλεσε μια σημαντική στιγμή για τους επαναστατημένους Έλληνες, ή οποία τους γέμισε χαρά και αισιοδοξία για την έκβαση του Αγώνα. Η εξέλιξη αυτή σηματοδοτούσε ότι η ώρα της απελευθέρωσης και η δημιουργία ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους δεν θα αργούσε να έρθει. Αυτό άλλωστε προκύπτει και από τις δηλώσεις πολιτικών της εποχής (Αθαν. Κανάρης, Θ. Νέγρης), ξένων διπλωματών και περιηγητών [ii]. Το Ναύπλιο όντας πια ελεύθερο επιλέχθηκε ως έδρα της Κυβέρνησης (18.1.1823). Η επιλογή αυτή δεν ήταν τυχαία άλλα υπαγορεύτηκε από μια σειρά λόγους που σχετίζονταν με τη γεωπολιτική θέση της πόλης, τη φυσική της οχύρωση και την πρωτοκαθεδρία της έναντι των υπολοίπων πόλεων της Πελοποννήσου. Δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει εξάλλου πως κατά την β’ βενετοκρατία το Ναύπλιο με την ονομασία Napoli di Romania ήταν η πρωτεύουσα του Regno de Morea, ενώ επί οθωμανικής κυριαρχίας ως Anadolu υπήρξε το πολιτικό, διοικητικό και οικονομικό κέντρο του Σαντζακίου του Μοριά.
Με βάση τις προαναφερθείσες παραμέτρους η πόλη ορίστηκε (Ιανουάριος 1823) ως έδρα της Προσωρινής Διοίκησης της Ελλάδος. Λίγο αργότερα η Γ’ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας (1827) οριστικοποίησε την ανωτέρω απόφαση και με σχετικό ψήφισμά της αναγόρευσε το Ναύπλιο σε Καθέδρα της Κυβερνήσεως και της Βουλής.
Η προσωρινή μεταφορά της Κυβέρνησης για λόγους ασφαλείας στην Αίγινα – Αύγουστος 1827 έως και την 3η Μαρτίου 1829 – δε σήμαινε και μεταφορά της καθέδρας [iii]. Την απόφαση της Εθνοσυνέλευσης για το Ναύπλιο σεβάστηκε ο Καποδίστριας, ο οποίος έφτασε στο λιμάνι της πόλης – με το αγγλικό δίκροτο Warspite – στις 6/18 Ιανουαρίου 1828. Η άφιξή του έδωσε τη δυνατότητα για εκδηλώσεις ενθουσιασμού στο συγκεντρωμένο πλήθος που τον επευφημούσε ως σωτήρα, καθώς είχε στηρίξει σ’ αυτόν όλες του τις ελπίδες.
Η εικόνα όμως που σύντομα ο Καποδίστριας σχημάτισε ήταν απογοητευτική. Η χώρα ήταν ερειπωμένη και ο λαός καθημαγμένος, ενώ η οικονομία, η διοικητική μηχανή, η δικαιοσύνη, ο στρατός, η εκπαίδευση, θεσμοί δηλαδή που θεμελιώνουν ένα ελεύθερο και ευνομούμενο κράτος ήταν ανύπαρκτοι ή διαλυμένοι. Παντού υπήρχαν ερείπια, μισογκρεμισμένα κτήρια, πρόσφυγες, εξαθλιωμένοι κάτοικοι, ορφανά, αρνητικές δηλαδή συνέπειες της Επανάστασης.
Στο Ναύπλιο συνέρεαν καθημερινά πρόσφυγες, καθώς ήταν η μόνη ασφαλής πόλη του ελεύθερου ελλαδικού χώρου και τα άτομα που κατέφευγαν εκεί ευελπιστούσαν ότι θα λάμβαναν την πρόνοια της Κυβέρνησης. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, όπως θα φανεί στη συνέχεια, η πόλη προσέλκυε πληθυσμούς (Έλληνες και ξένους) λόγω των οικονομικών και επαγγελματικών δυνατοτήτων που παρείχε [iv]. Επιπρόσθετα όμως η κατάσταση αυτή – όπως ήταν φυσικό – επέτρεψε στο να μεταβληθεί ο χώρος σε τόπο μηχανορραφιών, ανταγωνισμών και αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων. Ο Κυβερνήτης προσπάθησε να επιβάλλει τάξη στους πρόσφυγες, στους απείθαρχους στρατιώτες και σε κάθε λογής κακοποιά στοιχεία που εκμεταλλεύονταν τη γενικότερη αποδιοργάνωση που παρατηρείτο[v].
Οικοδομικός οργασμός
Στις άμεσες προτεραιότητες του Καποδίστρια ήταν να δημιουργήσει ισχυρή κυβέρνηση στον τόπο, να αναδιοργανώσει την επαρχιακή διοίκηση, να ανασυντάξει το στρατό και το στόλο, να θέσει τις βάσεις για την οικονομική ανόρθωση της χώρας. Εκτός όμως από αυτά σε προτεραιότητα έθεσε και την ανοικοδόμηση της πόλης, θέλοντας να την καταστήσει πρότυπο ανάπτυξης και για τις υπόλοιπες περιοχές του Κράτους. Πολύτιμο βοηθό του σ’ αυτή του την προσπάθεια είχε ένα συμπατριώτη του, τον Κερκυραίο πολεοδόμο και αξιωματικό του γαλλικού στρατού Σταμάτη Βούλγαρη. Σ’ αυτόν ανέθεσε τον έλεγχο των οχυρωμάτων των φρουρίων, τον επανασχεδιασμό, τη βελτίωση και την ανάπτυξη της υπάρχουσας πόλης αλλά και την επιλογή της κατάλληλης τοποθεσίας για τη δημιουργία οικισμού προσφύγων, την Πρόνοια [vi].
Η έκταση που καταλάμβανε η πόλη δε διέφερε από τα όρια του σημερινού ιστορικού κέντρου, λόγω ακριβώς της τοπογραφίας της περιοχής και των δύο μεγάλων φρουριακών συγκροτημάτων που την περιέβαλαν, της Ακροναυπλίας και του Παλαμηδίου [vii]. Το Ναύπλιο την καποδιστριακή περίοδο εκτεινόταν από την Ακροναυπλία έως τη θάλασσα σε τρεις βασικές ζώνες. Στην πρώτη ζώνη, πλάτους110 μέτρων από τα τείχη της Ακροναυπλίας κατά μήκος των ισοϋψών του οικισμού, δεν έγιναν ιδιαίτερες οικιστικές παρεμβάσεις. Πρόκειται για την περιοχή του Ψαρομαχαλά, όπου κατοικούσαν κυρίως ψαράδες. Σημαντικές επεμβάσεις έγιναν στη δεύτερη ζώνη, η οποία αναπτύχθηκε παράλληλα με την πρώτη και καταλάμβανε την περιοχή έως τα επιθαλάσσια τείχη.
Στο χώρο αυτό, που είχε καθαρά αστικό χαρακτήρα, υπήρχαν οι σημαντικότεροι ναοί και τα δημόσια κτήρια της πόλης, όπως οι εκκλησίες της Παναγίας, του Αγίου Γεωργίου, η Μητρόπολη, ο ναός του Αγίου Σπυρίδωνος, οι Γενικές Γραμματείες – τα υπουργεία της εποχής – η πλατεία Πλατάνου (το παλαιό Ενετικό Forum) με το μικρό τζαμί που μετατράπηκε σε αλληλοδιδακτικό σχολείο, ο Τεκές του Αγά πασά – που εγκαταστάθηκε το Βουλευτικό – το Arsenale, πού χρησιμοποιήθηκε ως στρατώνας. Κοινωνικό και πολιτικό κέντρο της ζώνης αυτής, όπως και της πόλης γενικότερα, αποτελούσε ή πλατεία Πλατάνου, η οποία θα μετονομαστεί αρχικά σε πλατεία Στρατώνα και στη συνέχεια σε Συντάγματος. Κάτω από τον σκιερό πλάτανο, σήμα κατατεθέν του Ναυπλίου, υπήρχαν υπαίθριοι αναφορογράφοι, που υποκαθιστούσαν τους ανύπαρκτους δικηγόρους και συμβολαιογράφους.
Η διαμόρφωση της πλατείας ανατέθηκε στο Στ. Βούλγαρη, ο οποίος ανοίγοντας τη μικρή κλειστή ενετική πλατεία του Αγίου Γεωργίου δημιούργησε τη νέα μεγάλη νεοκλασική πλατεία των Τριών Ναυάρχων στα ανατολικά της πόλης – κοντά στα τείχη- όπου εγκαταστάθηκε το Κυβερνείο, κατοικία του Καποδίστρια και μετέπειτα του Όθωνα. Η τρίτη ζώνη – συνολικού πλάτους 100 μ.- εκτεινόταν έξω από τα επιθαλάσσια τείχη και αποτελούσε συνέχεια της δεύτερης. Σε οριζόντιο πια έδαφος οι πολεοδόμοι εφάρμοσαν τους κανόνες της πολεοδομίας του 19ου αιώνα σχεδιάζοντας με απόλυτα κανονική χάραξη δρόμων ορθογώνια οικοδομικά τετράγωνα. Σύμφωνα με τη νέα ρυμοτομία τα οικόπεδα ήταν μικρού πλάτους και διαμπερή, ώστε να εξασφαλίζεται ο άνετος αερισμός και ηλιασμός των χώρων.
Έξω από τα τείχη του Ναυπλίου και κοντά στους πρόποδες του Παλαμηδίου δημιουργήθηκε το προσφυγικό προάστιο Πρόνοια – ο πρώτος προσφυγικός οικισμός της νεότερης Ελλάδας – στον οποίο εφαρμόστηκε ο ίδιος οικοδομικός σχεδιασμός με αυτόν που ίσχυε στην υπόλοιπη πόλη [viii]. Η δημιουργία του εν λόγω οικισμού εντάσσεται στα μέτρα υγείας και κοινωνικής πρόνοιας που έλαβε ο Κυβερνήτης για την αποσυμφόρηση των αστικών κέντρων της επικράτειας.
Στην ανοικοδόμηση της πόλης ο Βούλγαρης είχε ως συνεργάτη το Βαυαρό συνταγματάρχη Karl Heideck, τον μετέπειτα αντιβασιλέα (1833-1835). Η μακρόχρονη παραμονή του τελευταίου στην Ελλάδα – ήδη από την Επανάσταση- και η επαφή του με το στενό φίλο του Κυβερνήτη, Ελβετό τραπεζίτη Eynard, συντέλεσαν στο να διοριστεί γενικός στρατιωτικός διοικητής Ναυπλίου. Στις αρμοδιότητές του επίσης ήταν να επισκευάσει τις οχυρώσεις και τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις της πόλης [ix]. Μαζί με τους προαναφερθέντες το έργο της ανοικοδόμησης ανέλαβε και πλήθος Ελλήνων και ξένων αρχιτεκτόνων και στρατιωτικών μηχανικών, όπως οι Θ. Βαλλιάνος, Δημ. Σταυρίδης, Ανδρέας Καλλάνδρος, Δημ. Καλλέργης, Εμμ. Μανιτάκης, Πίζας, Α. Garnot, Πασκουάλε Ιππολίτι, Σταμάτης Κλεάνθης, Eduard Schaubert [x].
Από τις σχετικές εντολές που απέστειλε ο Καποδίστριας στο Βούλγαρη αποδεικνύεται πως ο πρώτος ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την ανοικοδόμηση της πόλης. Μια από αυτές αναφερόταν στην ανακαίνιση όσων οικοδομών είχαν διατηρηθεί σε καλή κατάσταση και στη σταδιακή κατεδάφιση όλων των κατεστραμμένων και ετοιμόρροπων κτηρίων – ιδιωτικών και δημόσιων- στη θέση των οποίων έπρεπε να ανεγερθούν νέα. Εντολή επίσης δόθηκε για την αφαίρεση των σαχνισιών προκειμένου να διευκολυνθεί η κυκλοφορία του αέρα στο εσωτερικό των σπιτιών, σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες υγιεινής [xi].
Εκτός όμως από τους καθαρά πρακτικούς λόγους την αλλαγή της εικόνας της πόλης επέβαλλαν και ηθικοί. Το προεπαναστατικό Ναύπλιο ακολουθούσε την οικιστική δομή των πόλεων της οθωμανικής περιόδου, όπου κοινό γνώρισμά τους ήταν η λειτουργική ενότητα του άστεως, στον πυρήνα του οποίου οργανώνονταν όλες οι διοικητικές, εμπορικές, και θρησκευτικές δραστηριότητες [xii].
Όχι μόνο η διάταξη των δημόσιων κτισμάτων, αλλά και η ρυμοτομία και η αρχιτεκτονική των κτηρίων του θύμιζε Ανατολή. Οι δρόμοι ήταν στενοί, κακοτράχαλοι και γεμάτοι ακαθαρσίες, ενώ τα ευρύχωρα διώροφα ή τριώροφα σπίτια – κτισμένα με ξυλοδεσιές (τσατμάδες)- λόγω των προεξοχών τους (σαχνίσια) έφερναν σε άμεση γειτνίαση το ένα κτίσμα με το άλλο[xiii].
Ο Καποδίστριας προσπάθησε λοιπόν μέσω οικιστικών παρεμβάσεων ν’ αλλάξει την προϋπάρχουσα κατάσταση, ώστε η πρωτεύουσα του νέου κράτους να μη θυμίζει το προγενέστερο οθωμανικό παρελθόν της. Για το λόγο αυτό τα κτήρια που κατασκευάστηκαν τότε στο Ναύπλιο χαρακτηρίζονται από την καθαρότητα των όγκων και τη γνώριμη ελληνική κλίμακα. Τα περισσότερα από αυτά αποτέλεσαν χαρακτηριστικά δείγματα ενός πρώιμου ελληνικού νεοκλασικισμού. Ενός αρχιτεκτονικού ρυθμού που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα των κλασικών χρόνων, επαναχρησιμοποιήθηκε και επικράτησε στην Ευρώπη το 18ο και 19ο αιώνα, για να μεταφυτευθεί και να επικρατήσει και πάλι στην Ελλάδα από τους αρχιτέκτονες της καποδιστριακής και οθωνικής περιόδου.
Το Ναύπλιο και η Αίγινα είναι οι πρώτες πόλεις όπου εφαρμόστηκε ο ρυθμός αυτός, ο οποίος στη συνέχεια κυριάρχησε στην αρχιτεκτονική της Πάτρας, της Ερμούπολης, του Άργους, της Αθήνας και της Σπάρτης. Τα όποια προβλήματα προέκυψαν από την έλλειψη ντόπιων οικοδόμων, σιδηρουργών και εξειδικευμένων τεχνιτών, πού θα κατασκεύαζαν τις μορφολογικές λεπτομέρειες του ρυθμού (γείσα, κιονόκρανα, παραστάδες, κιγκλιδώματα) ξεπεράστηκαν με τον ερχομό μεταναστών τεχνιτών, κυρίως Επτανησίων[xiv].
Η πόλη όμως δεν παρείχε ανάλογες δυνατότητες στον εξοπλισμό των οικιών και στη διακόσμηση των εσωτερικών χώρων, αφού ή λαϊκή παράδοση δεν είχε να επιδείξει έπιπλα ανάλογα με τα ευρωπαϊκά[xv]. Επειδή μάλιστα ο ένας και μοναδικός κατασκευαστής επίπλων πολυτελείας δεν μπορούσε να καλύψει τις διαρκώς αυξανόμενες ανάγκες των κατοίκων, πολλαπλασιάστηκαν σημαντικά οι εισαγωγές. Στο πλαίσιο λοιπόν του εξευρωπαϊσμού του Ναυπλίου εισάγονταν έπιπλα από τη Μασσαλία, τη Γένοβα, τη Μάλτα, ανατολίτικα χαλιά από την Ανατολή και είδη οικιακού εξοπλισμού από την Αγγλία και τη Γαλλία[xvi].
Οικονομικές και εκπαιδευτικές πτυχές
Με την πάροδο του χρόνου η αναρχία και η ανασφάλεια που επικρατούσαν έως το 1828 στη χώρα σταδιακά μειώθηκαν παραχωρώντας τη θέση τους στην ευνομία και την ασφάλεια. Σ’ αυτό συνέβαλε τόσο η παρουσία του Καποδίστρια στα δημόσια πράγματα του κράτους όσο και η πολιτική που ακολούθησε. Η νέα κατάσταση οδήγησε εκατοντάδες Έλληνες από όλες τις περιοχές της χώρας στο να εγκατασταθούν στην πόλη επιζητώντας οικονομικές ευκαιρίες και καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Η διαφορετική προέλευση των νέων κατοίκων της πόλης αποτυπώνεται και στον κατάλογο των ατόμων που εργάστηκαν στο Κυβερνείο. Σε αυτόν καταγράφονται εργάτες από την Τήνο, την Αθήνα, την Κέρκυρα, τη Ρούμελη, τη Μυτιλήνη, τη Θεσσαλονίκη, τα Κύθηρα, τη Σίφνο, τα Καλάβρυτα, τον Τύρναβο, κλπ [xvii].
Ο μακροχρόνιος πόλεμος, όπως ήταν φυσικό, είχε πλήξει άμεσα τους αστικούς σχηματισμούς των επαναστατημένων περιοχών. Έτσι στις αρχές του 1828 τόσο στο Ναύπλιο όσο και στην Αίγινα είχαν απομείνει λίγοι έμποροι. Η κατάσταση αυτή άλλαξε επί Καποδίστρια, αφού η πόλη του Ναυπλίου μετατράπηκε σε σημαντικό εμπορικό και ναυτικό κόμβο, προσελκύοντας πια όχι μόνο εργατικό δυναμικό αλλά και πλήθος εμπόρων, Ελλήνων και ξένων.
Έλληνες του εξωτερικού (Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, Ρωσία, Κεντρική Ευρώπη) αλλά και έμποροι από την Αγγλία, τη Γαλλία, την Ιταλία, την Αμερική άρχισαν να εγκαταθίστανται στο Ναύπλιο προσδίδοντάς του σταδιακά ευρωπαϊκή εικόνα. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσονται οι γαλλικοί και ελληνικοί εμπορικοί οίκοι που δραστηριοποιήθηκαν στο εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο. Στον τομέα του λιανικού εμπορίου οι αποθήκες, τα εργαστήρια, τα οψοπωλεία, οι ταβέρνες, οι φούρνοι, τα εμπορικά της προκυμαίας και της πόλης εξυπηρετούσαν τις ανάγκες ντόπιων και αλλοδαπών.
Η εγκατάσταση πληθυσμών στην πόλη σχετίζεται και με το γεγονός ότι το Ναύπλιο εκτός από την εμπορική δράση ήταν συγχρόνως στρατιωτικό, διοικητικό, οικονομικό και πνευματικό κέντρο του Κράτους. Στην πόλη λειτουργούσαν νομικά καταστήματα (Δικαστήριο, Ειρηνοδικείο, Εμποροδικείο) φυλακές και νοσοκομεία. Συγκεκριμένα στον προμαχώνα των Πέντε Αδελφών υπήρχε πολιτικό νοσοκομείο με την επωνυμία Α’ Εθνικό Νοσοκομείο Ναυπλίου, ενώ από τον Αύγουστο του 1828 ο Heideck ίδρυσε και ένα δεύτερο – εντός του κάστρου της Ακροναυπλίας – για τους στρατιωτικούς. Στα προαναφερθέντα νοσοκομεία προσέφεραν τις ιατρικές τους υπηρεσίες Έλληνες και ξένοι γιατροί. Παράλληλα στην πόλη υπήρχε και το φαρμακείο, Ο Σωτήρ, του Βονιφάτιου Βοναφίν, φαρμακοποιού με σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας. Αξίζει δε να σημειωθεί πως στον εν λόγω χώρο ταριχεύτηκε η σορός του Καποδίστρια, πριν μεταφερθεί στην Κέρκυρα όπου και ενταφιάστηκε [xviii].
Μπορεί το κέντρο Παιδείας του Κράτους να ήταν η Αίγινα, το Ναύπλιο όμως ως πρωτεύουσα είχε τα δικά του εκπαιδευτικά ιδρύματα. Στην πόλη προϋπήρχε αλληλοδιδακτικό σχολείο, που ίδρυσε η Φιλανθρωπική Εταιρεία (1826) κατά το πρότυπο των αγγλικών αλληλοδιδακτικών της «British and Foreing School Society». Επί Καποδίστρια ιδρύθηκαν δύο νέα αλληλοδιδακτικά σχολεία, ένα στην κάτω πόλη και ένα εντός του κάστρου για τα ορφανά και τους στρατιώτες. Στα εκπαιδευτήρια του Ναυπλίου εντάσσονται τα τέσσερα Ελληνικά Σχολεία – ένα δημόσιο και τρία ιδιωτικά – και τα δύο ιδιωτικά παρθεναγωγεία με διευθύντριες την Ελένη Δανέζη και τη Γαλλίδα Charlotte de Volmerange αντίστοιχα. Παράλληλα λειτουργούσαν και δύο άλλα εκπαιδευτικά ιδρύματα, το Κεντρικό Πολεμικό Σχολείο των Ευελπίδων [xix] – οργανωμένο κατά τα γαλλικά πρότυπα από το Γάλλο αξιωματικό Pauje – και το Πρότυπον Αγροκήπιον της Τύρινθας [xx].
Οι απόφοιτοι του Πολεμικού Σχολείου, που χρησίμευε και ως η πρώτη Ανώτατη Τεχνική Σχολή, στελέχωσαν το Σώμα του Μηχανικού και της Οχυροποιίας και εργάστηκαν ως πολιτικοί αρχιτέκτονες και μηχανικοί στην ανασυγκρότηση της χώρας. Το Αγροκήπιον – έκτασης 2.206 στρεμμάτων εθνικής γης – αποτέλεσε την πρώτη προσπάθεια γεωργικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Την εικόνα της εκπαίδευσης στην πόλη συμπλήρωνε το Φιλολογικό Σπουδαστήριο του Λευκαδίτη ιατροδιδασκάλου Α. Παπαδόπουλου-Βρετού (1831). Το σπουδαστήριο ακολουθώντας το πρότυπο των αναγνωστικών λεσχών της Ευρώπης, παρείχε στα μέλη του σε καθημερινή βάση τις υπηρεσίες του. Εκεί μπορούσε κανείς να δανειστεί ελληνικά, γαλλικά, ιταλικά, αγγλικά βιβλία, να διαβάσει φιλολογικές και πολιτικές εφημερίδες, ή να γράψει.
Το Φιλολογικό Σπουδαστήριο κάλυπτε την έλλειψη βιβλιοπωλείων, αφού στην πόλη υπήρχε μόνο ένα που διέθετε ελληνικά βιβλία, ενώ ένας Γερμανός βιβλιοπώλης προμήθευε την αγορά με κάποια ξενόγλωσσα. Ελληνικά βιβλία και λεξικά πωλούνταν και σε καταστήματα γενικού εμπορίου ή, αν ήθελε κάποιος μπορούσε να γίνει συνδρομητής και να του τα αποστέλλουν. Στο Ναύπλιο λειτουργούσε τέλος και τυπογραφείο στο οποίο εκδιδόταν ο τοπικός Τύπος και κάποια έντυπα. Πάντως καθ’ όλη την περίοδο που εξετάζουμε ο κυριότερος τρόπος για να διαβάσει κανείς ήταν ο αμοιβαίος δανεισμός [xxi].
Καθημερινότητα και ψυχαγωγία
Ο ευρωπαϊκός αέρας που έπνεε στην πόλη διαφαίνεται και στην ενδυμασία των κατοίκων. Όλων των ειδών τα υφάσματα υπήρχαν στα εμπορικά του Ναυπλίου: φλωρεντινοί ταφτάδες, χρωματιστά μεταξωτά, μουσελίνες για τις κυρίες και τσόχες αγγλικές και γαλλικές, φανέλες και αγγλικά κασμίρια για τους κύριους, ενώ ράφτες και μοδίστρες αναλάμβαναν να ικανοποιήσουν τα ευρωπαϊκά γούστα των πελατών τους. Οι όποιες δυσκολίες συναντούσε κανείς στην ενδυμασία εστιάζονται στην εξεύρεση ειδών υπόδησης και πιλοποιίας, αφού ο περιορισμένος αριθμός αγγλικών και γαλλικών καπέλων που υπήρχε στα καταστήματα προσφερόταν σε αρκετά υψηλές τιμές. Ίσως το υπερβολικό τους κόστος αιτιολογείται από το ότι αν και οι περισσότεροι Έλληνες ντύνονταν ευρωπαϊκά εξακολουθούσαν να φορούν το φέσι ακόμα και με επίσημο ένδυμα [xxii].
Την καθημερινή ζωή στο Ναύπλιο συμπλήρωνε η ψυχαγωγία και η διασκέδαση. Πολυσύχναστα μέρη της πόλης ήταν τα καφενεία και τα ζαχαροπλαστεία, τα οποία αποτελούσαν το κέντρο της κοσμικής και δημόσιας ζωής. Στην πλατεία του Πλατάνου υπήρχαν δύο – τρία καφενεία που φημίζονταν για την πολυτέλειά τους και τις παροχές προς τους πελάτες τους. Εκεί οι άνδρες έπιναν τον καφέ τους και έπαιζαν μπιλιάρδο ή τάβλι, ενώ οι κυρίες απολάμβαναν σοκολάτα, σουμάδα, λεμονάδα, παγωτό. Πλήθος επίσης αργόσχολων πολιτικολόγων καπνίζοντας στριμμένο τσιγάρο ή ναργιλέ συζητούσαν θέματα της ελληνικής και της διεθνούς επικαιρότητας. Σ’ ένα από αυτά μάλιστα ο λαός σχολιάζοντας την πολιτική κατάσταση της χώρας δε δίστασε οργισμένος μετά την υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Ανεξαρτησίας (3.2.1830), με το οποίο καθορίστηκαν τα σύνορα της χώρας, να το μετονομάσει σε Καφενείο των τριών αγχόνων [xxiii].
Με τη δύση του ηλίου έκλειναν οι πύλες της ξηράς σηματοδοτώντας την παύση των οικονομικών δραστηριοτήτων, η ζωή όμως συνεχιζόταν με άλλους ρυθμούς. Την ίδια ώρα άρχιζαν οι επισκέψεις και οι προσκλήσεις σε δείπνο. Στη δίαιτα των κατοίκων περιλαμβάνονταν τρόφιμα κάθε είδους όπως όσπρια, φρέσκα λαχανικά, φρούτα, κατσικίσιο γάλα, τυρί, λάδι, ρετσίνα, κρέας, ψάρια, πέρδικες, λαγούς, πουλερικά και πλάι σ’ αυτά τσάι και καφέ από την Ανατολή, γαλλικά κρασιά και εισαγόμενα αλλαντικά.
Η αγορά γενικά της πόλης μπορούσε να ικανοποιήσει κάθε διατροφική επιθυμία και κάθε βαλάντιο [xxiv]. Στα χάνια της Πρόνοιας, έξω από τα τείχη, τα μεσαία και κατώτερα κοινωνικά στρώματα γλεντούσαν με ένα διαφορετικό τρόπο απ’ ότι η άρχουσα τάξη. Το δείπνο τους μπορεί να ήταν λιγότερο πλούσιο, δεν τους έλειπε όμως το κέφι. Εκτός από τις σημαντικές οικογενειακές στιγμές της ζωής όπως η γέννηση, ο γάμος, η βάπτιση, η κάθε μέρα αποτελούσε ευκαιρία για διασκέδαση.
Η ανώτερη τάξη της πόλης διασκέδαζε κυρίως με συγκεντρώσεις σε σπίτια και χοροεσπερίδες. Άξιες λόγου αποτελούν οι βεγγέρες στα σπίτια Ελλήνων της Μολδαβίας και τα soirees της κ. Rouen. Στην οικία του Κωνσταντίνου Καρατζά, γιου του πρώην ηγεμόνα της Μολδαβίας Ιωάννη, υπήρχε και το μοναδικό κλειδοκύμβαλον της πόλης. Η οικοδέσποινα συνήθιζε να διασκεδάζει τους ακροατές της, οι οποίοι άλλοτε απολάμβαναν σιωπηλοί τις μουσικές της ικανότητες και άλλοτε τη συνόδευαν τραγουδώντας και χορεύοντας. Η έλλειψη πιάνου δεν εμπόδιζε τους νέους της αριστοκρατίας να διοργανώσουν χορευτικές βραδιές με τραγούδι και με συνοδεία βιολιού ή μαντολίνου.
Στις βεγγέρες συχνά πραγματοποιούνταν λογοτεχνικές βραδιές, στις οποίες οι αδελφοί Παναγιώτης και Αλέξανδρος Σούτσοι, ο Αλέξανδρος Ραγκαβής, ο Νικόλαος Δραγούμης, ο Δημήτριος Καλλέργης, οι γιατροί Ιωάννης Βηλαράς και Διονύσιος Ταγιαπέρας και αρκετοί άλλοι απήγγελαν ή διάβαζαν τα καινούρια τους έργα ή μεταφράσεις από γνωστά έργα ξένων δημιουργών [xxv].
Στον αντίποδα αυτής της συμπεριφοράς βρισκόταν ο Κυβερνήτης, ο οποίος λόγω του αυστηρού και κλειστού του χαρακτήρα απέφευγε τις υπερβολές. Προσπαθώντας να βάλει τα θεμέλια του νεοελληνικού κράτους παραμέρισε εντελώς την προσωπική του ζωή. Χωρίς να κάνει χρήση του τίτλου του ντυνόταν όπως όλοι οι άλλοι, ενώ σπάνια φορούσε την επίσημη ενδυμασία του.
Δεν δεχόταν εύκολα επισκέψεις στο σπίτι του και η διασκέδασή του περιοριζόταν στο να βγαίνει καθημερινά βόλτα με το αμάξι του έξω από την πόλη ή να επισκέπτεται τα βράδια την οικία του Καρατζά για να κουβεντιάσει με τη μεγαλωμένη στο Παρίσι συμπατριώτισσά του κυρία Καρατζά, το γένος Κοντού. Αργότερα όμως, ίσως από το φόβο παρεξηγήσεων, σταμάτησε τις επισκέψεις του αυτές[xxvi].
Οι έντονοι ρυθμοί ανάπτυξης και προόδου στην πόλη συνεχίστηκαν, αν και διακόπηκαν προσωρινά λόγω της αναστάτωσης και της αναρχίας που προκάλεσε η δολοφονία του Κυβερνήτη. Νέα ακμή γνώρισε το Ναύπλιο με την άφιξη του Όθωνα και της Αντιβασιλείας, αφού υπό τη νέα διοίκηση ξαναζωντάνεψε η ευρωπαϊκή πορεία της πόλης.
Νίκος Φ. Τόμπρος
Διδάκτωρ Ιστορίας, Επίκουρος Καθηγητής
Παν/μίου Πελοποννήσου Τμήμα Ιστορίας
[i] Η εργασία βασίστηκε σε ομιλία που πραγματοποίησε ο συγγραφέας στο πλαίσιο της 182ης επετείου της άλωσης του Παλαμηδίου (Ναύπλιο, 28.11.2004), με θέμα: «Εικόνες από το Ναύπλιο της καποδιστριακής περιόδου (1828-1831)».
[ii] Κ. Κοτσώνη, «Συμβάντα μετά την κατάληψιν του Ναυπλίου (1822)», Πρακτικά του Α΄ Συνεδρίου Αργολικών Σπουδών (Ναύπλιο 4-6 Δεκεμβρίου 1976), Αθήνα 1979, σ. 161-178. Φ. Χρυσανθοπούλου ή Φωτάκου, Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, επιμέλεια – εισαγωγή – ευρετήριο Τ. Γριτσόπουλος, τόμ. Α’, Αθήνα 1974, σ. 17-47. Μ. Καρδαμίτση-Αδάμη, «Η καθημερινή ζωή στο Ναύπλιο, στα χρόνια του Καποδίστρια», Αθήνα-Μόναχο. Τέχνη και Πολιτισμός στη νέα Ελλάδα, Εθνική Πινακοθήκη. Μουσείου Αλέξανδρου Σούτσου, Αθήνα 2000, σ. 73. Μ. Λαμπρινίδη, Η Ναυπλία, Αθήνα 1950, σ. 239.
[iii] Μ. Καρδαμίτση-Αδάμη, ό.π., σσ. 73, 81.
[iv] Σύμφωνα με τον Απ. Βακαλόπουλο στο Ναύπλιο (1828) είχαν συγκεντρωθεί 20.000 με 25.000 πρόσφυγες. Απ. Βακαλοπούλου, Ιστορία του νέου ελληνισμού, τόμ. ΣΤ’, Θεσσαλονίκη 1982, σσ. 886, 889.
[v] Σπ. Μπρέκη, Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος (19ος αιώνας), Αθήνα2 1999, σσ. 92-96. Α λ. Δεσποτοπούλου, Ο Κυβερνήτης Καποδίστριας και η απελευθέρωσις της Ελλάδος, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα2 1996, σσ. 1, 71.
[vi] Απ. Βακαλοπούλου, Τα ελληνικά στρατεύματα του 1821. Οργάνωση, ηγεσία, τακτική, ήθη, ψυχολογία, Θεσσαλονίκη 1948, σσ. 251-252. Χρ. Στασινοπούλου, Λεξικό της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, τόμ. Β’, Αθήνα 1979, σσ. 108-109.
[vii] Απ. Βακαλοπούλου, Ιστορία…, ό.π., τόμ. ΣΤ’, σ. 870, τομ. Η’, σσ. 240-242.
[viii] Απ. Βακαλοπούλου, Ιστορία…, ό.π., τόμ. Η’, σ. 241, τόμ. ΣΤ’, σ. 887. Μ. Καρδαμίτση-Αδάμη, «Πρόνοια, ο πρώτος προσφυγικός οικισμός της ελεύθερης Ελλάδας», Αρχαιολογία, τχ. 51, Ιούνιος 1994, σσ. 35-46. Κ. Κόμη, «Προσφυγικές μετακινήσεις. Πολεμικές καταστροφές και νέες εγκαταστάσεις», Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τόμ. 3, Αθήνα 2003, σσ. 243-244. Κ. Κόμη, ό.π., σσ. 239-240.
[ix] Karl Von Heideck, «Τα των Βαυαρών Φιλελλήνων εν Ελλάδι κατά τα έτη 1826-1829», Αρμονία, τχ. 12, Αθήνα 1900, σ. 384.
[x] Κ. Κόμη, ό.π., σ. 237.
[xi] Το σαχνίσι αποτελούσε ένα καθαρά βυζαντινό αρχιτεκτονικό στοιχείο που ενσωματώθηκε στην οθωμανική αρχιτεκτονική σε τέτοιο βαθμό, ώστε να θεωρείται πια οθωμανικό. Μ. Καρδαμίτση -Αδάμη, ό.π., σ. 75.
[xii] Ελ. Κανετάκη, Οθωμανικά λουτρά στον Ελλαδικό χώρο, Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας, Αθήνα 2004, σελ. 45.
[xiii] Απ. Βακαλοπούλου, Ιστορία…, ό.π., τομ. ΣΤ’, σ. 886.
[xiv] Ο νεοκλασικός ρυθμός αφομοιώθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ευρώπη όπου ο ρυθμός εφαρμόστηκε μόνο σε δημόσια κτήρια, ανάκτορα ή μέγαρα, στην Ελλάδα κυριάρχησε μέχρι τη λαϊκή αρχιτεκτονική. Μ. Καρδαμίτση-Αδάμη, ό.π., σ. 75. Απ. Βακαλοπούλου, Ιστορία…, ό.π., τόμ. Η’,σ. 241. Κ. Κόμη, ό.π., σσ. 239-240.
[xv] Απ. Βακαλοπούλου, Ιστορία…, ό.π., τόμ. ΣΤ’, σ. 886.
[xvi] Μ. Καρδαμίτση -Αδάμη, ό.π., σσ. 75-76.
[xvii] Γ. Δ. Δημακοπούλου, «Η επί του Αγώνος υπέρ της Δημοσίας Υγείας κυβερνητική πολιτική», Επιστημονική Επετηρίς της Παντείου Ανωτάτης Σχολής Πολιτικών Επιστημών (1971-1972), τόμος αφιερωμένος στον Π. Πέρδικα, Αθήνα 1972, σ. 265.
[xviii] Γ. Δ. Δημακοπούλου, «Η επί του Αγώνος …», ό.π., σ. 269. Γενικό Επιτελείο Στρατού, Ιστορία του Ελληνικού Στρατού 1821-1997, Έκδοση Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Αθήνα 1997, σ. 22. Ε. Γ. Πρωτοψάλτη, «Το πρώτον νοσοκομείον της Επαναστάσεως και η εν Ναυπλίω «Φιλανθρωπική Εταιρεία»», Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά, τόμ. Ε’, Αθήνα 1959, σ. 91.
[xix] Χρ. Φωτοπούλου, «Το αποκαλούμενο «κτίριον της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων» στο Ναύπλιο και η Ιστορία του (1828-2005)», Πρακτικά Ζ’ Διεθνές Συνέδριο της Εταιρείας Πελοποννησιακών Σπουδών (12 Σεπτεμβρίου 2005), υπό έκδοση.
[xx] Στ. Παπαδοπούλου, Η Ελληνική Πολιτεία (1828-1832), Αθήνα 1981, σσ. 57-62.
[xxi] Μ. Καρδαμίτση-Αδάμη, ό.π., σ. 77.
[xxii] Μ. Καρδαμίτση -Αδάμη, ό.π., σσ. 77-78.
[xxiii] Ν. Δραγούμη, Ιστορικαί αναμνήσεις, πρόλογος Κ. Άμαντος, τόμ. 1, Αθήνα 19364, σ. 101. Απ. Βακαλοπούλου, Ιστορία…, ό.π., τόμ. ΣΤ’, σσ. 872, 876, 886-887. Μ. Καρδαμίτση-Αδάμη, ό.π., σ. 78.
[xxiv] Μ. Καρδαμίτση-Αδάμη, ό.π., σ. 79.
[xxv] Μ. Καρδαμίτση -Αδάμη, ό.π., σσ. 79-80.
[xxvi] Μ. Καρδαμίτση-Αδάμη, ό.π., σ. 80.
Πηγή
- Μνημοσύνη, Ετήσιον περιοδικόν της Εταιρείας Ιστορικών Σπουδών επί του Νεώτερου Ελληνισμού, τόμος 16ος, 2003-2005, Εν Αθήναις, χ.χ.
Διαβάστε ακόμη:
- Οι Κυβερνητικές πολιτικές υπέρ της δημόσιας υγείας των κατοίκων του Ναυπλίου (1821-1832)
- Η κατάσταση της δικαιοσύνης στην Ελλάδα κατά την άφιξη του Ιωάννη Καποδίστρια
- Το μουσικό ενδιαφέρον του Καποδίστρια
- Ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας και οι αγώνες του για την προστασία του περιβάλλοντος
- Σχολείο Θηλέων της Σαρλότ Βολμεράνζ (Charlotte Volmerange) στο Ναύπλιο
- Ναύπλιο: Η πορεία της δολοφονίας του Κυβερνήτη (1831)
- Το Ναύπλιο την ημέρα της δολοφονίας του Καποδίστρια
- Δημόσια αλληλοδιδακτική σχολή θηλέων Πρόνοιας Ναυπλίου
Σχολιάστε