Η δίκη του Θεόκλητου Φαρμακίδη (1829 – 1830), Βγένα Α. Βαρθολομαίου, «Μνήμων», τόμος 4ος (1974), Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού
Βασικές ήταν οι ιδεολογικές διαφορές ανάμεσα στον Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια και τον ιερομόναχο Θεόκλητο Φαρμακίδη. Ο πρώτος είδε την ενίσχυση της κεντρικής εξουσίας σαν απαραίτητη προϋπόθεση για την οργάνωση κράτους ελληνικού μέσα από τα ερείπια που προκάλεσαν η Επανάσταση και οι εμφύλιοι πόλεμοι. Ο δεύτερος, θρεμμένος με τις ιδέες του γαλλικού διαφωτισμού, δεν άργησε να θεώρηση τυραννική και επικίνδυνη για την υλική και πνευματική πρόοδο του λαού κάθε απόπειρα κατάργησης των συνταγματικών θεσμών, που είχαν καθιερώσει οι Εθνοσυνελεύσεις. Φοβόταν εξ άλλου ότι ο Κυβερνήτης ήταν φορέας πολιτικών αντιλήψεων ρωσικών, τις οποίες ο Φαρμακίδης γνώριζε από προσωπική εμπειρία και διαφωνούσε ριζικά μαζί τους.
Στην ιδεολογική διαφορά προστέθηκε και η προσωπική: ο Φαρμακίδης απογοητεύτηκε από την άρνηση του Κυβερνήτη να τον χρησιμοποίηση στην εκκλησιαστική οργάνωση του νέου κράτους ή να τον βοηθήσει στις εκδοτικές του προσπάθειες. Από τις αρχές του 1829 ο Φαρμακίδης φαίνεται πως συμμεριζόταν την άποψη και άλλων δυσαρεστημένων με τον Ιωάννη Καποδίστρια Ελλήνων, ότι η παραμονή του τελευταίου στην εξουσία ήταν αντίθετη προς τα συμφέροντα του έθνους και τα δικά τους. Με ενθουσιασμό λοιπόν πληροφορήθηκε ότι οι τρεις Συμμαχικές Δυνάμεις είχαν αποφασίσει, με το πρωτόκολλο της 10/22 Μαρτίου 1829, την οργάνωση της Ελλάδος σε μοναρχία.
Είχε την ελπίδα ότι η εκλογή ηγεμόνα θα απομάκρυνε τον Κυβερνήτη από την εξουσία και θα επέτρεπε ανακατάταξη των πολιτικών δυνάμεων. Παρόλα αυτά φοβόταν μήπως ο Ιω. Καποδίστριας χρησιμοποίηση τους αφοσιωμένους οπαδούς του και το λαό για να εμποδίσει την εφαρμογή των αποφάσεων των Δυνάμεων. Αυτές οι σκέψεις κυριαρχούσαν στο μυαλό του Φαρμακίδη, όταν με ημερομηνία 7 Μαΐου 1829, έγραψε στον Μπενιζέλο Ρούφο επιστολή, στην οποία, αφού αναφερόταν στους όρους του νέου πρωτοκόλλου, σημείωνε και τα ακόλουθα:
«Αν και το πρωτόκολλον δεν εκφράζηται ωρισμένως περί τον προσώπου του ηγεμόνος, είναι βέβαιον όμως και εκτός πάσης αμφιβολίας ότι ο νυν Κυβερνήτης δεν μένει ηγεμών δια πολλούς και ισχυρούς λόγους. Τις θέλει είναι ο μέλλων, άδηλον εις ημάς μέχρι τούδε. Λέγεται ότι ο Κυβερνήτης παρασκευάζεται εις αντίστασιν, αλλά δια τούτον δεν θέλει ωφελήσει τον εαυτόν του και είναι κίνδυνος μη βλάψη ημάς, αν ανοήτως εμπλεχθώμεν εις την οποίαν αυτός μελετά να κάμη αντίστασιν, και πρέπει να λάβη έκαστος Έλλην φρόνιμα μέτρα και να πράξη κατά το κοινόν συμφέρον. Ενώ ο λόγος είναι περί Ελλάδος οι Έλληνες δεν ερωτώνται. Τούτο έχει και καλόν και κακόν, ως έκαστος ημπορεί να κρίνη. Τρεις δυνάμεις μεγάλως βουλεύονται και ενεργούσιν υπέρ Ελλάδος. Η Ελλάς χάνεται εν μέσω αυτών και πρέπει να προσμένη την απόφασιν της τύχης της από εκείνας. Αν αύται αποφασίσωσι καλά, ευδαιμονεί[ς] ή Ελλάς, αν κακά, κακοδαιμονεί[ς]. Άλλα και το εν και το άλλο θέλει προέλθει έξωθεν. Εις την εξουσίαν αυτής δεν μένει».
Η επιστολή κλείστηκε και παραδόθηκε στον Κ. Κεφάλα για να τη δώσει στο Ρούφο περνώντας από την Πάτρα. Ήταν πιο σίγουρο ότι έτσι, χέρι με χέρι, θα έφτανε στον προορισμό της, παρά με το κρατικό ταχυδρομείο. Και τούτο γιατί ήταν γνωστό πια πως ο Κυβερνήτης, λίγο μετά την άφιξή του, έδωσε εντολή ή έστω ανέχθηκε «να αποσφραγίζουν τα γράμματα που ο κόσμος τα εμπιστευόταν στο ταχυδρομείο…». Ο Κεφαλάς, περνώντας από την Κόρινθο, συναντήθηκε με τον Διονύσιο Ορφανό, Διοικητή Κορινθίας, και αποφάσισε να δώσει σ’ αυτόν την επιστολή του Φαρμακίδη, γιατί, όπως είδε, ετοιμαζόταν να στείλει κι’ αυτός διάφορα έγγραφα στον Μπενιζέλο Ρούφο. «Ο Ορφανός», γράφει ο Κεφάλας, «έμπροσθέν μου περικλείσας αυτά (τα έγγραφά του μαζί με την επιστολή του Φαρμακίδη) και σφραγίσας το γράμμα του τα έστειλεν εις Πάτρας με ένα πεζοδρόμον».
Ποτέ όμως η επιστολή αυτή δεν έφτασε στα χέρια του Ρούφου. Αν και ήταν σφραγισμένη και κλεισμένη, ανοίχτηκε και διαβάστηκε. Μόλις είδαν τα κρατικά όργανα ότι περιέχονταν σ’ αυτή λεπτομέρειες για το πρωτόκολλο και κρίσεις για το πρόσωπο του Κυβερνήτη και τα σχέδιά του, τον ενημέρωσαν αμέσως. Ο τελευταίος, από το Ναύπλιο με έγγραφό του της 25 Μαΐου 1829, έδωσε εντολή στο Υπουργικό Συμβούλιο να καλέσει τον Φαρμακίδη, που βρισκόταν στην Αίγινα, και να τον ρωτήσει εάν η επιστολή ήταν δική του. Για το σκοπό αυτό έστειλε στο Συμβούλιο και αντίγραφο της επιστολής. Ζήτησε επίσης να καταγραφή η απάντηση του Φαρμακίδη στα πρακτικά του Συμβουλίου και να του κοινοποιηθεί αμέσως.
Με ταχύτητα κινήθηκε το Υπουργικό Συμβούλιο. Στις 27 Μαΐου κάλεσε ενώπιόν του τον Φαρμακίδη, ο οποίος, αφού διάβασε το αντίγραφο της επιστολής του, απάντησε ότι δεν γνώριζε αν αυτός την έγραψε, γιατί δεν είχε την υπογραφή του ή σημείωση για τον παραλήπτη της. Ζήτησε το πρωτότυπο και τότε θα ήταν πρόθυμος να απάντηση στις ερωτήσεις του Συμβουλίου. Δεν απόκρυψε όμως ότι και τον Κεφαλά γνώριζε και ότι κάποτε του είχε δώσει συστατικές επιστολές για την Πάτρα. Το Υπουργικό Συμβούλιο, μέσω της Γραμματείας της Επικρατείας, έσπευσε να ενημέρωση τον Κυβερνήτη για τα παραπάνω.
Για την ανάγνωση της ανακοίνωσης της κυρίας Βγένας Α. Βαρθολομαίου πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Η δίκη του Θεόκλητου Φαρμακίδη (1829 – 1830)
Σχολιάστε