Μονοχάρτζης ή Μοροχάρτζης Γιώργης του Νικόλα και της Κατερίνας (1770-;)
Γιώργης Μονοχάρτζης ή Μοροχάρτζης [1], ναυτικός-πειρατής με προεπαναστατική δράση από το Κρανίδι Αργολίδας. Μαζί με τα αδέλφια του Αναστάσιο και Γκίκα ανέπτυξε αντιπειρατική δράση κατά των κουρσάρων της Μπαρμπαριάς. Μάλλον αγωνίσθηκε στο πλευρό των Γάλλων όταν πολιορκήθηκαν από τους Άγγλους στη Μάλτα. Αγωνιζόμενος, διακρίθηκε για την ανδρεία του.
Στις 26 Σεπτεμβρίου 1811 ναυμάχησε με αλγερινούς πειρατές στη θαλάσσια περιοχή των Στροφάδων και κατέλαβε μία εχθρική σκαμπαβία. Κατά το 1815 κατάστρεψε αλγερινά κουρσάρικα. Για την πράξη του αυτή παρασημοφορήθηκε κατά το 1816 από την αμερικανική κυβέρνηση με το χρυσούν παράσημο υψίστης μαχητικότητας. Την ίδια χρονιά έσωσε και μία βρετανική κορβέτα.
Όταν ξέσπασε η Επανάσταση ήταν 51 ετών. Έλαβε μέρος στην προσβολή ναυλοχούσας τουρκικής ναυτικής μοίρας στη Μήλο στις 10 Απριλίου 1821, όπου κατέλαβε με τα αδέλφια του την κορβέττα «Μisir». Κατά τη διάρκεια της εισβολής του Δράμαλη στην Πελοπόννησο μετέφερε με το πλοίο του 600 πρόσφυγες από τις περιοχές Κορινθίας και Αργολίδας στα νησιά Ύδρα, Σπέτσες καθώς και στον Κάτω Ναχαγιέ. Συμμετείχε στις ναυμαχίες Κρήτης, Σάμου, κάβο-Μαλιά, Γέροντος, Π. Πατρών, Άθω καθώς και σε διάφορες ναυτικές επιχειρήσεις.
Κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας του κάβο-Μαλιά στις 14 Ιουνίου 1825, απώλεσε το αριστερό του χέρι από οβίδα, ενώ βυθίσθηκε και η σκαμπαβία [2] του. Το επόμενο έτος έλαβε μέρος στον ναυτικό αποκλεισμό του Κορινθιακού κόλπου. Στις 5 Ιουνίου 1826 χαρακτηρίσθηκε πειρατής λόγω της κακομεταχείρισης επιβατών ευρωπαϊκού πλοίου και του αφαιρέθηκε το Δίπλωμα πλοηγίας. Αμνηστεύθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 1826. Υπηρέτησε ως κολαούζος (πλοηγός) στη βρετανική ναυαρχίδα H.M.S. «Asia», κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας του Ναβαρίνου. Για την πλοηγική του προσφορά κατά την εν λόγω ναυμαχία τιμήθηκε στις 20 Οκτωβρίου 1827 από τη ρωσική κυβέρνηση με το χρυσούν παράσημο της Αγίας Άννης. Του απονεμήθηκε επίσης ο Μεγαλόσταυρος της αυτοκρατορικής αξίας.

Krazeisen Karl (Κρατσάιζεν Καρλ, 1794 – 1878). Τύποι καϊκιών: «Σκαμπαβία», «Μιστικός», 1827. Υδατογραφία σε χαρτί, 26 x 31,5 εκ. αρ. έργου: Π.1325/Β/4. Εθνική Πινακοθήκη.
Για τις σημαντικές υπηρεσίες του τιμήθηκε επίσης στις 29 Οκτωβρίου 1827 και στις 4 Νοεμβρίου 1827 από τις κυβερνήσεις Αγγλίας και Ρωσίας αντίστοιχα, με χρυσούν Αριστείον. Στις 6 Νοεμβρίου 1827 έλαβε τον βαθμό του πλοιάρχου από την Προσωρινή Ναυτική Γραμματεία της Ελλάδας.
Μαχόμενος, επέδειξε αυταπάρνηση, υπέρτατο ηρωισμό, απαράμιλλη ανδρεία, έξοχο θάρρος, γενναιότητα, εντιμότητα, αυτοθυσία και ναυτική δεξιοτεχνία. Τον χαρακτήριζαν ως απείθαρχο.
Οι διάφορες επιτροπές εκδουλεύσεων τον ενέταξαν στους αξιωματικούς. Για την προσφορά του τιμήθηκε από την Προσωρινή Ναυτική Γραμματεία της Ελλάδας με αργυρούν Αριστείον Αγώνος. Κατά το έτος 1831 πραγματοποίησε τέσσερα ταξίδια στην Κρήτη και διέσωσε πλήθος αγωνιστών και προσφύγων από την μαρτυρική νήσο. Ο μακαριστός μητροπολίτης Κορίνθου Π. Καρανικόλας, τον αναφέρει στο έργο του «Το Κρανίδι…»[3] σελ. 72-74.
Υποσημειώσεις
[1] Σύμφωνα με τον κληρονόμο – εγγονό των Μονοχαρτζαίων, Άγγελο Μπούζο, η οικογένεια Μονοχάρτζη ή Μοροχάρτζη αρχικά ονομαζόταν Κατρακή ή Κατράλη, καταγόταν από την Κωνσταντίνη της Αλγερίας και εγκαταστάθηκε στον Κάτω Ναχαγιέ το 1650, αν και αναφέρεται ήδη από το 1621 η ύπαρξη κάποιου κληρικού στην περιοχή ονόματι Νικήτα Θ. Μονοχάρτζη. Κατά τα τέλη του ΙΖ’ αιώνα και την έναρξη του ΓΗ’ αναφέρεται ότι κατοικούσαν στο Κρανίδι οι οικογένειες Ηρακλή X. Μονοχάρτζη και Νικολάου Λ. Μονοχάρτζη.
[2] Τις μεγάλες μονάδες του στόλου συνόδευαν συνήθως ως υπηρετικά και καταδρομικά, όπως τα μίστικα, οι σακολέβες, τα σαχτούρια, τα μάρτηγα, οι βάρκες και άλλα βοηθητικά. Η πιο μεγάλη βάρκα ήταν η σκαμπαβία, σαν μεγάλη άκατος, που ρυμουλκούσε το πλοίο στην άπνοια, έριχνε την άγκυρα από τα καπόνια, μετέφερε το πλήρωμα ή τα υλικά και προπάντων διέσωζε το πλήρωμα του πυρπολικού, μετά την επίθεση. Στην τελευταία αυτή περίπτωση λεγόταν και τράτα του μπουρλότου ή βάρκα του μπουρλότου. Επίσης έφεραν ένα μικρό κανόνι στο πρόστεγο και τότε την έλεγαν βάρκα κανονιέρα ή μονοκάνονη. Ως βάρκα του μπουρλότου κάθε πυρπολικό συνοδευόταν απαραιτήτως από μία σκαμπαβία. Bάρκες κανονιέρες χρησιμοποιήθηκαν κατά πολύ στην πολιορκία του Μεσολογγίου και ειδικότερα στην επίθεση του Αιτωλικού.
[3] Παντελεήμονος Κ. Καρανικόλα, Το Κρανίδι, Κομμάτια από τη Χαμένη Ιστορία του, Κόρινθος, 1980.
Γεώργιος Μ. Βουτσίνος
«Μητρώον Κρανιδιωτών Αγωνιστών της Ελληνικής Παλιγγενεσίας», έκδοση Δημοτικής Βιβλιοθήκης Δήμου Κρανιδίου, Αθήνα, 2010.
Διαβάστε ακόμη:
- Το ξεκίνημα της Επανάστασης του ’21 στην Ερμιονίδα
- Ο Βρετανικός τύπος για τη ναυμαχία του Ναβαρίνου
- Περιπέτειες Κρανιδιωτών ναυτικών στη θάλασσα των Κυθήρων (Τέλη 18ου αι.)
Σχολιάστε