Εμμανουήλ Α. Λούζης – Κορβέτα «Νήσος των Σπετσών» (πρώην «Αγαμέμνων» της Μπουμπουλίνας). Η δραστηριότητά της ως μονάδας του Στόλου και το άδοξο τέλος της (1829 -1831)
Η συμπλήρωση διακοσίων ετών από τον ηρωικό Αγώνα της Απελευθερώσεως κατά το 1821 απετέλεσε εφαλτήριο για πρόσθετη γόνιμη έρευνα σε πολλές από τις, ακόμη ασαφείς, πτυχές των σχετικών γεγονότων, από μελετητές και ιστορικούς ερευνητές. Μεταξύ αυτών ο κ. Εμμανουήλ Α. Λούζης, υπεύθυνος του Μουσείου Σπετσών, λίγο μόνον χρονικό διάστημα μετά την παρουσίαση του έργου του για την προσωπικότητα του Σπετσιώτη Ναυάρχου Γ. Ανδρούτσου, μας ξαφνιάζει και πάλι ευχάριστα με ένα ακόμη έργο, εξίσου υψηλού επιπέδου και κυρίως εξαιρετικά χρήσιμου στην έρευνα. Ασκούμενος στα δύσβατα πεδία της γνώσης, ο κ. Λούζης για ακόμη μια φορά, ως συνηθίζει, καταπιάνεται με ένα όχι ευρέως γνωστό θέμα, αναδιφώντας απευθείας στις σύγχρονες των γεγονότων πηγές και συγκομίζοντας αποκρυσταλλωμένη γνώση για ένα επιπρόσθετο ζήτημα του Ναυτικού Αγώνα. Του πλοίου «Αγαμέμνων» (κατόπιν «Νήσος Σπέτσαι») δηλ. της ναυαρχίδος του μικρού στόλου της ηρωικής και αδικοχαμένης καπετάνισσας των Σπετσών, Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας.
Μέχρι σήμερα δεν έχει υπάρξει έργο που να ασχολείται τόσο διεξοδικά και αποκλειστικά με αυτό το πλοίο, το οποίο αποτέλεσε καμάρι της Καπετάνισσας, φόβητρο των πολεμίων και απαύγασμα της ναυπηγικής των Σπετσών.
Το πλοίο «Αγαμέμνων», κατασκευασμένο στα σπετσιώτικα καρνάγια με μήκος πλέον των 32μ. (36 πήχεων) και δύναμης 18 κανονιών, αποτελούσε ένα πραγματικό θαύμα της ναυπηγικής, έναν αληθινό βράχο επί της θαλάσσης. Συγκείμενος σε οκτώ πλοιοκτητικά μερίδια, με την πλειοψηφία αυτών στα χέρια της Μπουμπουλίνας και της οικογένειάς της, για μισή δεκαετία διέσχιζε τα πελάγη, παλεύοντας για την επιβολή της ελληνικής κυριαρχίας στην θάλασσα των Οθωμανών.
Με την έλευση του πρώτου Κυβερνήτη του άρτι συσταθέντος Ελληνικού Κράτους, Ιωάννη Καποδίστρια, το πλοίο επιλέχθηκε από την πολιτεία, με μόλις άλλα τέσσερα καταφανώς τα αξιολογότερα εκ των υπαρχόντων, για την συγκρότηση του πρώτου επίσημου κρατικού ελληνικού στόλου κατά την 20 Νοεμβρίου 1829. Μετασκευάσθηκε και μετονομάσθηκε σε «Νήσος Σπέτσαι» και διοικείτο από τον μπαρουτοκαπνισμένο Ψαριανό, Κωνσταντίνο Κανάρη.
Το «Νήσος Σπέτσαι» διέσωσε τα σεπτά λείψανα του θανατωθέντος Κρητικού Αγώνος και συνέχισε να εργάζεται υπό τις οδηγίες της Πολιτείας για την αναγέννηση της χώρας. Μιας Πολιτείας και του Κυβερνήτη της, όμως, που, πέραν των εξωγενών κολοσσιαίων παραγόντων, είχε να αντιμετωπίσει στο εσωτερικό της ακόμη πιο ισχυρούς αντιπάλους, τις αμετακίνητες ιδιοτέλειες και τον διακαή πόθο για νομή της εξουσίας των παλαιών κοτζαμπάσηδων και προεστών. Επιχειρώντας να συγκροτήσει ενιαία κρατική δομή με αυξημένο συγκεντρωτισμό, ενίοτε και λόγω των συνθηκών, αναπόφευκτα ο Κυβερνήτης συγκρούσθηκε με τά πολλά εδραία κέντρα που επιθυμούσαν να συνεχίσουν να διαχειρίζονται κατά το δοκούν τα, κρατικά πλέον, οικονομικά κεφάλαια και απαιτούσαν εμμονικά αποκαταστάσεις για την συνδρομή τους στον πάνδημο εθνικό Απελευθερωτικό Αγώνα εναντίον της οθωμανικής δουλείας. Οι αποσχιστικές αυτές φατρίες υποδαυλίζονταν, εάν όχι υποκινούνταν, από τις τότε μεγάλες δυνάμεις της εποχής, προς εξυπηρέτηση φυσικά των δικών τους συμφερόντων.
Σ’ αυτό το ζοφερό σκηνικό, το πλοίο «Νήσος Σπέτσαι» διαδραματίζει βασικό ρόλο υπό τον πιστό στην κανονική Ελληνική Πολιτεία, Κωνσταντίνο Κανάρη. Συνέλαβε τον πρώην Μπέη της Μάνης, που οργάνωνε το αντάρτικο εναντίον του Κυβερνήτη, και κατέπλευσε στο ναύσταθμο του Πόρου, προπαρασκευαζόμενο για τον αποκλεισμό της Ύδρας, του δεύτερου αποσχιστικού κέντρου. Ωστόσο, οι στασιαστές περί τα τέλη Ιουλίου 1831 απομάκρυναν τον διοικητή Κωνσταντίνο Κανάρη από το «Νήσος Σπέτσαι», το κατέλαβαν και το επάνδρωσαν οι ίδιοι, τοποθετώντας το μάλιστα σε στρατηγικό σημείο του περάσματος του Πόρου.
Τα γεγονότα είχαν εκτραπεί κάθε λογικής. Στις στιγμές που ήταν μεστές έντασης εύκολα προκλήθηκε σύγκρουση, την οποία μάλιστα επιθυμούσαν οι Υδραίοι, όπως ο συγγραφέας μας μεταφέρει από σύγχρονη των γεγονότων πηγή (σημ. 46). Ακολούθησε ευρύς κανονιοβολισμός με θύματα, κατά την διάρκεια του οποίου ο τοποθετηθείς εκ των «Συνταγματικών» νέος πλοίαρχος του «Νήσος Σπέτσαι», υδραίος Λ. Πινότσης «έβαλε πυρ εις την πυριταποθήκην και κατεύκασε το Κορβέτον», σύμφωνα με την επίσημη αναφορά του ίδιου του Μιαούλη προς τους συνστασιαστές του, προεστούς της Ύδρας.
Το ένδοξο σκαρί, που διήλθε επιτυχώς διά μέσου των κανονιοβολισμών των τούρκικων πλοίων κατά την διάρκεια ναυμαχιών σε όλη την πορεία του εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα, ανατινάχθηκε από χέρι ελληνικό στις τραγικές στιγμές του αδελφικού σπαραγμού που διήγαγε το μόλις αναγεννηθέν Ελληνικό Κράτος.
Όλα τα παραπάνω, πλημμελώς γνωστά και όχι σε τέτοιο βάθος, ο κ. Λούζηςτα ήντλησε, αναδιφώντας στο πρωτογενές υλικό της περιόδου: αναφορές των ίδιων των πρωταγωνιστών, επιστολές τους, δημόσια έγγραφα της τότε Πολιτείας και του συσταθέντος κρατικού στόλου και ιστορικές καταγραφές. Ο συγγραφέας συγκρότησε τα παραπάνω σ’ ένα σύνθετο, πλην κατανοητό και ομαλής ροής, κείμενο, που σφύζει από τον παλμό εκείνης της ταραγμένης περιόδου, αποτελώντας ένα εξαιρετικά χρήσιμο και αξιόπιστο έργο, πολύτιμο εργαλείο για την ιστορική έρευνα.
Ειρήνη Κων.Τεκίδου
Αρχαιολόγος
Περιοδικό «Σπετσιώτικη Ηχώ», τεύχος 157, Ιούλιος – Αύγουστος – Σεπτέμβριος, 2021.
Εμμανουήλ Α. Λούζης
Κορβέτα «Νήσος των Σπετσών» (πρώην «Αγαμέμνων» της Μπουμπουλίνας). Η δραστηριότητά της ως μονάδας του Στόλου και το άδοξο τέλος της (1829 -1831).
Σχήμα: 16Χ23
Σελίδες: 52
Σπέτσες: 2020
Σχολιάστε