Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Κανάρης Κωνσταντίνος’

Εμμανουήλ Α. Λούζης – Κορβέτα «Νήσος των Σπετσών» (πρώην «Αγαμέμνων» της Μπουμπουλίνας). Η δραστηριότητά της ως μονάδας του Στόλου και το άδοξο τέλος της (1829 -1831)


 

Κορβέτα «Νήσος των Σπετσών»…

Η συμπλήρωση διακοσίων ετών από τον ηρωικό Αγώνα της Απελευθερώσεως κατά το 1821 απετέλεσε εφαλτήριο για πρόσθετη γόνιμη έρευνα σε πολλές από τις, ακόμη ασαφείς, πτυχές των σχετικών γεγονότων, από μελετητές και ιστορικούς ερευνητές. Μεταξύ αυ­τών ο κ. Εμμανουήλ Α. Λούζης, υπεύθυνος του Μου­σείου Σπετσών, λίγο μόνον χρονικό διάστημα μετά την παρουσίαση του έργου του για την προσωπικότητα του Σπετσιώτη Ναυάρχου Γ. Ανδρούτσου, μας ξαφνιά­ζει και πάλι ευχάριστα με ένα ακόμη έργο, εξίσου υψη­λού επιπέδου και κυρίως εξαιρετικά χρήσιμου στην έρευνα. Ασκούμενος στα δύσβατα πεδία της γνώσης, ο κ. Λούζης για ακόμη μια φορά, ως συνηθίζει, κατα­πιάνεται με ένα όχι ευρέως γνωστό θέμα, αναδιφώντας απευθείας στις σύγχρονες των γεγονότων πηγές και συγκομίζοντας αποκρυσταλλωμένη γνώση για ένα επιπρόσθετο ζήτημα του Ναυτικού Αγώνα. Του πλοίου «Αγαμέμνων» (κατόπιν «Νήσος Σπέτσαι») δηλ. της ναυαρχίδος του μικρού στόλου της ηρωικής και αδικοχα­μένης καπετάνισσας των Σπετσών, Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας.

Μέχρι σήμερα δεν έχει υπάρξει έργο που να ασχολείται τόσο διεξοδικά και αποκλειστικά με αυτό το πλοίο, το οποίο αποτέλεσε καμάρι της Καπετάνισ­σας, φόβητρο των πολεμίων και απαύγασμα της ναυπηγικής των Σπετσών.

Το πλοίο «Αγαμέμνων», κατασκευασμένο στα σπετσιώ­τικα καρνάγια με μήκος πλέον των 32μ. (36 πήχεων) και δύναμης 18 κανονιών, αποτελούσε ένα πραγματι­κό θαύμα της ναυπηγικής, έναν αληθινό βράχο επί της θαλάσσης. Συγκείμενος σε οκτώ πλοιοκτητικά μερίδια, με την πλειοψηφία αυτών στα χέρια της Μπουμπουλί­νας και της οικογένειάς της, για μισή δεκαετία διέσχιζε τα πελάγη, παλεύοντας για την επιβολή της ελληνικής κυριαρχίας στην θάλασσα των Οθωμανών. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Η Ναυπλιακή Επανάστασις και το απόρρητον των επιστολών


 

 

Εις το εξάμηνον χρονικόν διάστημα από της καταστολής της Ναυπλιακής Επαναστάσεως, κατ’ Απρίλιον του 1862, μέχρι της εξώσεως του Όθωνος, κατ’ Οκτώβριον του αυτού έτους, σοβαρόν θέμα απησχόλησε την Γερουσίαν, την κοινήν γνώμην και τον τύπον της εποχής, ή πρωτο­φανής δηλαδή και αντισυνταγματική ενέργεια του υπουργού των Εσωτε­ρικών και πρωθυπουργού Γενναίου Κολοκοτρώνη να επιχείρηση, δια του υπουργού της Δικαιοσύνης, ωμήν επέμβασιν της πολιτικής εξουσίας εις την δικαστικήν, ως εκ του τρόπου που εξεδηλώθη, συνιστώσαν δε και ανεπίτρεπτον απόπειραν αλλοιώσεως και κατάφωρου καταστρατηγήσεως του συνταγματικώς κατωχυρωμένου δικαιώματος των πολιτών περί του απαραβίαστου του απορρήτου των επιστολών.

Κολοκοτρώνης Ιωάννης ή Γενναίος, ελαιογραφία.

Το θέμα έχει τας ρίζας του εις τα γεγονότα, τα οποία έλαβον χώραν εις το Ταχυδρομικόν Γραφείον του Ναυπλίου την νύκτα που εξερράγη η Επανάστασις. Ως γνωστόν, την εσπευσμένην κήρυξιν της αντιοθωνικής αυ­τής Επαναστάσεως, την νύκτα της 1ης Φεβρουαρίου 1862, επροκάλεσεν η κατάσχεσις και αποσφράγισις εις το Ταχυδρομικόν Γραφείον επιστολής των επαναστατών προς τους εν Αθήναις συνωμότας, ενέργεια της εισαγγε­λικής και της αστυνομικής αρχής ερχόμενη εις πλήρη αντίθεσιν με ρητήν και θεμελιώδη διάταξιν του Συντάγματος του 1844 θεσπίζουσαν δια του άρθρου 14 ότι «το απόρρητον των επιστολών είναι απαραβίαστον».

Η αντισυνταγματική αυτή ενέργεια των τοπικών αρχών, νομάρχου, εισαγγε­λέως και αστυνόμου, δικαιωθείσα αμέσως εις την πράξιν με την ανακάλυψιν του συνωμοτικού δικτύου και την εσπευσμένην κήρυξιν της επαναστάσεως, απετέλεσε προηγούμενον και καθιερώθη έκτοτε ως κοινή πρακτική, και μετά την καταστολήν της επαναστάσεως, δια την ανακάλυψιν και εξάρθρωσιν συνωμοτικών κινήσεων εις την πόλιν του Ναυπλίου, πράγμα που επροκάλεσεν, όπως θα διαπιστώσωμεν, την αντίδρασιν του διευθυντού του Ταχυδρομικού Γραφείου Ναυπλίας.

Αξίζει εδώ να υπενθυμίσωμεν, ότι η κατασταλείσα Φεβρουαριανή Ναυπλιακή Επανάστασις είναι η μόνη εις την ιστορίαν των εν Ελλάδι από της απελευθερώσεως Επαναστάσεων που είχε πραγματικόν παλλαϊκόν χαρακτήρα και συμμετοχήν, αφού μόνον εις τον κεντρικόν της πυρήνα μετείχον[1], εκτός των στρατιωτικών, δημόσιοι υπάλληλοι, εφέται, πρωτοδίκαι, δικηγόροι, δημοτικοί σύμβουλοι, εκπαιδευτικοί και εν μέσω αυτών η ψυχή της επαναστάσεως αρχόντισσα του Ναυπλίου Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου, χήρα του γερουσιαστού Παπαλεξοπούλου και κόρη του πολιτευτού Πατρών Καλαμογδάρτη.

Ο παλλαϊκός αυτός παλμός της Ναυπλιακής Επαναστάσεως δεν ήτο φυσικά δυνατόν να κατασιγάση με την καταστολήν της και την είσοδον των κυβερνητικών στρατευμάτων εις το Ναύπλιον, ούτε με την φίμωσιν του τύπου και το κλείσιμον των τοπικών εφημερίδων[2] ως συμμετασχουσών εις την επανάστασιν. Αντιθέτως, ήρχισαν οσημέραι αυξανόμενοι αι φιλελεύθεροι εκδηλώσεις [3] του Ναυπλιακού λαού με ακμαίον και αδιάπτωτον πάντοτε το δημοκρατικόν του φρόνημα και την πίστιν του εις τας αρχάς και ιδέας της Φεβρουαριανής Επαναστάσεως.

Ταυτοχρόνως όμως εκλιμακούντο, από την άλλην πλευράν, αι μετά εκδικητικής μανίας διώξεις και οι κατατρεγμοί αδιακρίτως των πολιτών υπό των τοπικών στρατιωτικών και αστυνομικών άρχων με ομαδικάς φυλακίσεις, προπηλακισμούς και συχνούς περιορισμούς της κυκλοφορίας εις τας οδούς, εις τα πλαίσια επιχειρήσεων «τιμωρίας της πόλεως», η οποία και απεκλήθη τότε «ατρόμητος Μασσαλία της ελευθέρας Ελλάδος»[4].

Μεταξύ των αυθαιρε­σιών των τοπικών αρχών ήτο και η κατάσχεσις εις το ταχυδρομείον και παραβίασις του απορρήτου των επιστολών. Το φαινόμενον δεν ήτο βεβαίως ασύνηθες κατά την οθωνικήν περίοδον, αλλά την φοράν αυτήν φαίνεται ότι ο Γενναίος ηθέλησε να του προσδώση… νομικήν κάλυψιν και επίσημον υπόστασιν.

Απαρχή του δημιουργηθέντος θορύβου υπήρξεν η καταγγελία του γερουσιαστού Ρ. Παλαμήδη εις την Γερουσίαν[5], ότι ο υπουργός της Δικαιοσύνης εξέδωκεν εγκύκλιον, δια της οποίας επιτρέπει εις τους Εισαγγελείς να κατάσχουν και αποσφραγίζουν εις τα ταχυδρομεία επιστολάς, γεγονός που επροκάλεσε γενικήν αναστάτωσιν, αφού δι’ αυτού επεχειρείτο απροκάλυπτος καταπάτησις του άρθρου 14 του Συντάγματος.

Απουσιάζοντος του υπουργού της Δικαιοσύνης Ευστ. Ηλιοπούλου εκτός Αθηνών, ο παριστάμενος εις την συνεδρίασιν της Γερουσίας υπουργός των Εσωτερικών και πρωθυπουργός Γενναίος Κολοκοτρώνης, καθώς και άλλοι παρόντες υπουργοί, συνεμερίσθησαν την κοινήν αγανάκτησιν και με έντονους εκφράσεις απεδοκίμασαν την τυχόν τοιαύτην ενέργειαν, ισχυριζό­μενοι συνάμα, ότι αγνοούν εντελώς την ύπαρξιν τοιαύτης εγκυκλίου. (Αναφέρομεν διεξοδικώς τα διατρέξαντα κατά την συνεδρίασιν αυτήν της Γερουσίας, δια να καταδειχθή εναργέστερον εν συνεχεία το μέγεθος της υποκρισίας και της παρελκυστικής τακτικής του Γενναίου).

Υπεσχέθη δε η κυβέρνησις να δώση τας δέουσας πληροφορίας εις την Γερουσίαν. Κατά την επομένην συνεδρίασιν[6] ο Παλαμήδης προσεκάλεσε τους υπουργούς να εκπληρώσουν την υπόσχεσίν των, οι οποίοι όμως επέμειναν αρνούμενοι ότι εξεδόθη τοιαύτη εγκύκλιος και επρότειναν αναβολήν της συζητήσεως μέχρι της επανόδου του αρμοδίου υπουργού της Δικαιοσύνης. Τότε ο Παλαμήδης, αντί άλλης απαντήσεως, ανέγνωσε και κατέθεσεν εις τα πρακτικά την υπουργικήν εγκύκλιον, μακροσκελή και εκτεταμένην και έχουσαν, κατά τα κυριώτερα και επίμαχα αυτής μέρη, ως έξης:

  Άρ. Πρωτ. 5295

 ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΝ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ


Προς τους παρ’ Εφέταις κ. κ. Εισαγγελείς
Κοινοποιούμεν υμίν παρακατιόν
το υπό σημερινήν ημερομηνίαν έγγραφον ημών προς το επί
των Εσωτερικών Υπουργείον.
                                                                            

Εν Αθήναις τη 30 Ιουλίου 1852

Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ

ΕΥΣΤ. ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ

Αριθ. 5229

ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

ΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΝ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

Εν Αθήναις τη 30 Ιουλίου 1862

Επί του ζητήματος, εάν επιτρέπηται, και ιδίως εν τοις Ταχυδρομικοίς Γραφείοις, ή κατάσχεσις και αποσφράγισις ιδιωτικών επιστολών και κατά τίνας τύπους τα μέτρα αυτά πρέπει να ενεργώνται, εκθέτομεν Υμίν τα έξης, επιστρέφοντες εσωκλείστως τας υπ’ άρ. 9623 και 9327 Υμετέρας επισημειώσεις.

….Καθώς η ανακριτική αρχή δύναται να εισέλθη εις την οικίαν τινός και να ενεργήση αυτόθι κατ’ οίκον έρευναν καταλαμβάνουσα και αποσφραγίζουσα όσας εύρη υπόπτους επιστολάς ή άλλα έγγραφα, μόλις από του Ταχυδρομείου εξελθόντα, ούτω δύναται και εις το Ταχυδρομείον αυτό να μεταβή προς ανεύρεσιν και κατάσχεση τοιούτων επιστολών και εγγράφων, διότι και τότε το αυτό δικαίωμα ενασκείται (Mittermaier, Strafverfahren I 340).

 Άρα εις την λύσιν του ζητήματος, αν συγχωρήται να κατασχεθώσιν επιστολαί εν τω Ταχυδρομείω), πρέπει να οδηγώσιν αι περί της κατ’ οίκον ερεύνης διατάξεις της Ποινικής Δικονομίας, και ιδίως να ενεργήται η έ­ρευνα τότε μόνον, όταν υπάρχη πιθανότης, ότι δι’ αυτής δύναται να κατορθωθή ή ευκολυνθή η ανακάλυψις ωρισμένου εγκλήματος ή πλημμελήματος.

Η πιθανότης δε αύτη υπάρχει πάντοτε ως προς τας επιστολάς του προφυλακισμένου, ένεκα της προφυλακίσεώς του, δι’ ης κόπτεται πάσα συγκοινωνία αυτού μετά των έξω και δια τούτο δύναται να κατασχεθώσι και εν τω Ταχυ­δρομείω) (Faustin Helie τόμ. 5 σελ. 516, Mittermaier Strafverfahren I 139).

Αλλά και επιστο­λαί ανθρώπων μη προφυλακισμένων ή μη διατελούντων υπό ανάκρισιν δύναται να κατασχεθώ­σιν εν τω Ταχυδρομείω, εάν υπάρχωσιν αι προϋποθέσεις της κατ’οίκον ερεύνης. Πλην ενταύθα οφείλει η ανακριτική αρχή να ενεργή μετά πολλής της περισκέψεως και δι’ ακριβούς σταθμίσεως των περιστάσεων, διότι δια της κατασχέσεως εφάπτεται των τιμαλφεστέρων του πολίτου δικαίων, υπ’ αυτού του θεμελιώδους Νόμου (αρθρ. 14) προστατευομένων.

Δια τούτο, ένεκα της σπουδαιότητος του μέτρου, οφείλει κατά κανόνα να λαμβάνη προς τούτο πρότερον την άδειαν του Δικαστικού Συμβουλίου. Μόνον δε περιστάσεις όλως έκτακτοι, μη επιδεχόμεναι αναβολήν, δύνανται να δικαιώσωσι την άνευ αποφάσεως του Δικαστικού Συμβουλίου ενέργειαν της κατασχέσεως υπό της ανακριτικής αρχής πλην και τότε δεν πρέπει να αποσφραγίζεται η επιστολή, πριν η το Δικαστικόν Συμβούλιον επιτρέψη την αποσφράγισιν.

Ηδύνατό τις να παρατηρήση, ότι περί επιστολών προσώπων ποσώς μη διατελούντων υπό κατηγορίαν προς πρόσωπα ωσαύτως μη κατηγορούμενα δεν πρέπει να επιτρέπηται το μέσον της εν τω Ταχυδρομείω κατασχέσεως και αποσφραγίσεως, ουδέ δυνάμει βουλεύματος του Δικαστικού Συμβουλίου, διότι τούτο μόνον επί πιθανοτήτων θέλει εκδίδει το βούλευμα και ούτω μικρά έσεται η προστασία του πολίτου κατά ενδεχομένης καταχρήσεως, της καταστρεφούσης το τιμαλφέστερον των δικαιωμάτων αυτού, και ότι επομένως εν τοιαύτη περιπτώσει η ανακριτική αρχή να καταφεύγη εις την κατ’ οίκον έρευναν παρά τω μη κατηγορούμενα) λήπτη της επιστολής, προσπαθούσα δια της τοιαύτης ερεύνης να ευρίσκη την ύποπτον επιστολήν μετά την υπό του πολίτου λήψιν αυτής, αφού ούτος δεν κατηγορείται.

Αλλ’ η τοιαύτη γνώμη δεν είναι βάσιμος, διότι δι’ ον λόγον επιτρέπεται η δια της κατ’ οίκον ερεύνης κατάσχεσις και αποσφράγισις των επιστολών μη κατηγορουμένων προς μη κατηγορούμενα πρόσωπα, οσάκις μετά λόγου δύναται να υποτεθή (και περί τούτου δέον να κρίνη το Δικαστικόν Συμβούλιον) ότι η κατασχεθησομένη επιστολή θέλει συντελέσει ης την ανακάλυψιν ωρισμένου αδικήματος, δύναται η ανακριτική Αρχή να επιχειρή και εν τω Ταχυδρομείω την των τοιούτων επιστολών κατάσχεσιν και αποσφράγισιν. Του δε Δικαστικού Συμβουλίου η σύμπραξις είναι μεγίστη εγγύησις, και ασυγχώρητος προσβολή κατά της δικαστικής εξουσίας η δυσπιστία…

Αυτά και άλλα εξ ίσου καταπληκτικά αναφέρει εις το έγγραφόν του ο επί της Δικαιοσύνης υπουργός συγχέων, προφανώς εσκεμμένος, τας διατάξεις περί προστασίας του οικογενειακού ασύλου, το οποίον κατά το Σύνταγμα ηδύνατο κατ’ εξαίρεσιν να παραβιάζεται, όταν και όπως ο νόμος ορίζει, με τας διατάξεις περί του απορρήτου των επιστολών που ήτο κατά το Σύνταγμα απαραβίαστον (και βεβαίως όχι μόνον εντός των Ταχυδρομείων), με αναφοράς μάλιστα εις την διεθνή νομικήν βιβλιογραφίαν και παραπομπάς εις τα συγγράμματα ευρωπαίων νομοδιδασκάλων και κυρίως του διαπρεπούς Γερμανού ποινικολόγου Mittermaier και άλλων Γάλλων και Βέλγων νομομαθών, αναφοράς κατά πάντα ανεπιτυχείς, αυθαιρέτους και ασφαλμένας, ως μετ’ ολίγον διεπιστώθη και θέλει κατωτέρω καταδειχθή.

Φυσικά ανάγνωσις της υπουργικής εγκυκλίου επροκάλεσε την γενικήν αγανάκτησιν εις την Γερουσίαν, ο δε γερουσιαστής Γρηγοριάδης εγερθείς εζήτησε «να απαγορευθή η είσοδος του υπουργού της Δικαιοσύνης εις την Γερουσίαν, διότι τοιούτος υπουργός δεν είναι Έλλην».

Όπως όμως προκύπτει εκ του περιεχομένου του εγγράφου, ιθύνων νους εις την όλην μεθόδευσιν της εκδόσεως της εγκυκλίου υπήρξεν ο υποκρινόμενος πλήρη άγνοιαν του πράγματος και διαρρηγνύων τα ιμάτια του ενώπιον της Γερουσίας υπουργός των Εσωτερικών και πρωθυπουργός Γενναίος Κολοκο­τρώνης, κατά του οποίου δικαίως κατεφέρθησαν η κοινή γνώμη και αι εφημερίδες της εποχής. Ούτω γράφει εις το κύριον άρθρον της η εφημερίς των Αθηνών «Το Μέλλον της Ανατολής»:[7]

 

…Παρουσιάζεται εις την Γερουσίαν προς έκπληξιν όλου του κόσμου μια εγκύκλιος του υπουργού της Δικαιοσύνης καταστρέφουσα, προς αθέτησιν των θεμελιωδεστέρων του Συντάγματος διατάξεων, του απορρήτου των επιστολών, τους στοιχειωδέστερους και αναγκαιότερους της κοινωνικής υπάρξεως όρους, ζητείται εν μέσω της γενικής ανυπομονησίας και αγανακτήσεως λόγος από το υπουργείον δια την κυνικήν αυτήν της εξουσίας αναίδειαν, και ο υπουργός των Εσωτερικών, όστις προυκάλεσε την αποστολήν του τοιούτου καταχθονίου έγγραφου αιτήσας την γνωμοδότηση του επί της Δικαιοσύνης συναδέλφου του, ωφελούμενος από την απουσίαν τούτου, υποκρίνεται εντελή άγνοιαν περί της εγκυκλίου, χαρακτηρίζει κακοήθη τον υπουργόν της Δικαιοσύνης επί τη υποθέσει, καθ’ ην είχεν υπογράψει τοιούτον έγγραφον, και υπόσχεται να αναμίξη τον ουρανόν και την γήν, όπως ικανοποίηση τους εμπαιχθέντας θεσμούς και την προσβληθείσαν κοινήν γνώμην…

 

Και επανέρχεται ο ορθογράφος εις το επόμενο φύλλον [8]: …Η προς τους Εισαγγελείς εγκύκλιος προεκλήθη παρά του υπουργού των Εσωτερικών, όστις αγανακτών, διότι οι προκάτοχοί του υπουργοί, οι εισαγαγόντες μετά του κ. Μουντζουρίδου την ωραίαν αυτήν βιομηχανίαν εις την Ελλάδα, εκρύπτοντο και ερυθρίων δια ταύτην, ηθέλησε να προστατεύση αυτήν δια των Νόμων, και προς τούτο απηυθύνθη προς τον Νομοδιδάσκαλον υπουργόν της Δικαιοσύνης, όστις φοβερός Προκρούστης των Νόμων, τεντώσας τα άρθρα του Ποιν. Νόμου και κοντεύσας το άρθρον 14 του Συντάγματος, τη συμβουλή και δύο Νομοδιδασκάλων, ως Οθωμανών υπηκόων αποφανθέντων, συνέταξε την εγκύκλιον, ήτις τίποτε ολιγώτερον δεν κάμνει η ρητώς να κατάργηση το άρθρον 14 του Συντάγματος, δυνάμει δε ολόκληρον το Σύνταγμα.

Όχι δε μόνον ο Γενναίος ήτο γνώστης των πραγμάτων και εμπνευστής της όλης μεθοδεύσεως περί την έκδοσιν της εγκυκλίου, αλλά διατηρούσε αναρμοδίως, ανεπίτρεπτος και παρανόμως τακτικήν και μυστικήν αλληλογραφίαν με τον Εισαγγελέα Εφετών Ναυπλίου, εις τας ενεργείας του οποίου αντιδρούσε, ως θα διαπιστώσωμεν, ο διευθυντής του Ταχυδρομικού Γρα­φείου Ναυπλίας. Μια των επιστολών αυτών του Γενναίου με ημερομηνίαν 9-7-1862 απεκαλύφθη και εδημοσιεύθη[9] μετά πάροδον ολοκλήρου διετίας, την 21-10-1864, έχουσα δε ως έξης:

 

Κύριε…

Εν Αθήναις τη 9-7-1862

Έλαβον το γράμμα σου και είδον ότι είσαι ταραγμένος και χίλια σχέδια υπαγορεύεις. Και εγώ εις τα χαρτιά χίλια και άλλα τόσα σχεδιάζω, αλλ’ εις την εφαρμογήν σε έχω χάριν να επιτυγχάνης. Προ δύο ήμερων δεν μου τα έγραφες αυτά. Ας είναι! έχεις δίκαιον, ο λόγος της ανησυχίας των πνευμάτων ήτο η φήμη ότι θα έλθη ο Γαριβάλδης[10], ήδη τα πνεύματα ησύχασαν και μετά δύο ημέρας θα είναι οπωσούν εντελώς ήσυχα, αποδειχθείσης της φήμης όπως ήτο φαντασμαγορικής. Τουλάχιστον ούτω φαίνεται έως σήμερον. Σεις αι αρχαί ως έχουσαι ευθύνην, λάβετε αυτού δια το Ναύπλιον μέτρα πάντοτε προσέχουσαι.

Μένω, Γ. Θ. Κολοκοτρώνης.

 

Ας επανέλθωμεν όμως εις την Γερουσίαν, όπου ματά τινας ημέρας εδέησε να προσέλθη[11] ο υπουργός της Δικαιοσύνης Ευστ. Ηλιόπουλος δια να δώση τας αιτουμένας πληροφορίας και εξηγήσεις. Αναφερόμενος εις το ιστορικόν της υποθέσεως είπεν, ότι το θέμα ανέκυψεν από αναφοράν με ημερομηνίαν 17-5-1862 του διευθυντού του Ταχυδρομείου Ναυπλίας προς το προϊστάμενόν του υπουργείον των Εσωτερικών ζητούντος οδηγίας συνε­πεία κατασχέσεως υπό της εισαγγελικής αρχής επιστολών εις το Ταχυδρομείον, ότι μετά ταύτα, κατά τας αρχάς Ιουλίου, επανήλθεν ο αυτός διευθυντής με νέαν αναφοράν ζητών οδηγίας από τον υπουργόν των Εσωτερικών, ότι ο τελευταίος συνεπεία των επανειλημμένων αυτών αιτή­σεων εζήτησε την γνωμοδότησιν του επί της Δικαιοσύνης υπουργού, ότι η κατάσχεσις και παραβίασις του απορρήτου των επιστολών εις τα Ταχυδρο­μεία είχε καταντήσει από ετών σύνηθες φαινόμενον, το οποίον η εγκύκλιος προσπαθεί να… περιορίση θέτουσα όρους και προϋποθέσεις, ότι δια το περιεχόμενον της εγκυκλίου εζήτησε προηγουμένως και εξησφάλισε την σύμφωνον γνώμην των Νομοδιδασκάλων Καλιγά, Παπαρρηγοπούλου και Οικονομίδου και ότι τέλος η εγκύκλιος δεν είναι υποχρεωτική δια τους εισαγγελείς απηχούσα απλώς και κοινοποιούσα την γνώμην του υπουργού προς τον υπουργόν των Εσωτερικών.

Ο Κωνσταντίνος Κανάρης σε μεγάλη ηλικία.

Φυσικά αι εξηγήσεις αύται εξώργισαν περισσότερον τους γερουσιαστάς, εκ των οποίων ο Χρηστίδης κατήγγειλε, ότι η εγκύκλιος παραμορφώνει την θέσιν, την γνώμην και το πνεύμα του Mittermaier και των λοιπών ευρωπαίων νομομαθών, ενώ τας θέσεις του υπουργού κατέκριναν δριμύτατα και οι Παλαμήδης, Πολυζωίδης, Γρηγοριάδης και ο γηραιός ναύαρχος Κανάρης. Ο τελευταίος μάλιστα κατέθεσε εις τα πρακτικά την εξής δήλωσιν, δείγμα του εξαίρετου ήθους και του ακεραίου χαρακτήρος του γηραιού αγωνιστού:

 

Προς την Γερουσίαν

Αναγνωρίζω εις τα πολυμελή σώματα την ισχύν των αποφάσεων της πλειονοψηφίας, αλλά δεν αναγνωρίζω εις κανένα το δικαίωμα της καταργήσεως σαφούς, ρητής και απολύτου διατάξεως του Ελληνικού Συντάγματος, όποια είναι και η εξασφαλίζουσα το απόρρητον των επιστολών άνευ ουδεμιάς εξαιρέσεως.

Αναγνωρίζω προσέτι εις μόνην την νομοθετικήν αρχήν το επικρατέστερον κύρος επί της ερμηνείας των διατάξεων του Συντάγματος και ουδέποτε εις την δικαστικήν, ήτις χρεωστεί να υποτάσσηται εις τας αποφάσεις της πρώτης, πολύ δε ολιγώτερον δύναμαι να δώσω σημασίαν τινά εις γνώμας Δικηγόρων, τους οποίους η εκτελεστική εξουσία προσκαλεί δια να την εφοδιάσουν με σοφιστικός γνωμοδοτήσεις προς ακύρωσιν Συνταγματικών Νόμων.

Οι Δικηγόροι, ως τοιούτοι, χαίρουν το δικαίωμα να γνωμοδοτούν επί των μεταξύ ιδιωτών ανακρινομένων δικαστικών υποθέσεων, το δε Συνταγματικόν Δίκαιον εξαρτάται από άλλους ερμηνευτικούς κανόνας παρά τους μεταχειριζομένους υπό διεστραμμένης λογικής ή πεπορωμένης συνειδήσεως εις μερικός υποθέσεις του Ιδιωτικού δικαίου.

Προ του Ελληνικού Συντάγματος ο Ποινικός Νόμος εξησφάλιζε το απόρρητον των επιστολών απέναντι ιδιωτικών παραβιάσεων ήλθεν επομένως το Σύνταγμα, το οποίον ηθέλησε να παρέξη την ιδίαν ασφάλειαν απέναντι της εκτελεστικής εξουσίας, ουδέν επομένως σόφισμα χωρεί προς ανατροπήν ή ελάττωσιν της Συνταγματικής ταύτης εγγυήσεως, την οποίαν θεωρώ ως την πρωτίστην όλων των Συνταγματικών εγγυήσεων του ελληνικού έθνους, θεωρούμενην υπό ηθικήν έποψιν.

… Εάν λοιπόν μέλλω να μειονοψηφίσω εις το ζωτικόν τούτο ζήτημα, οφείλω ως μέλος της Γερουσίας και ως Πολίτης ακόμη υπηρετήσας την Πατρίδα μέχρι των εσχάτων ημερών μου, οφείλω να διαμαρτυρηθώ με όλην την δύναμιν της συνειδήσεως και του πατριωτισμού μου κατά πάσης ανατροπής ή ελαττώσεως της Συνταγματικής αρχής του απορρήτου των επιστολών, υπό οιανδήποτε πρόφασιν ή αυθεντίαν ενεργουμένην και παρακαλώ να καταχωρηθή το παρόν μου έγγραφον ολόκληρον εντός των πρακτικών της συνεδριάσεως.

Υποσημειούμαι με την προς το Σύνταγμα οφειλομένην υπόληψιν

Εν Αθήναις τι 25η Αυγούστου 1862

ΚΩΝ. ΚΑΝΑΡΗΣ

 

Η ανάγνωσις της δηλώσεως αυτής του γηραιού μπουρλοτιέρη, γε­νομένης επί τη προοπτική ότι η κυβερνητική πλειοψηφία εις την Γερουσίαν θα εκάλυπτε τελικώς την επαίσχυντον κυβερνητικήν αυθαιρεσίαν, επροκάλεσε πανδαιμόνιον επευφημιών. Κάτωχρος ο Εύστ. Ηλιόπουλος δευτερολογών και υπεραμυνόμενος της εγκυκλίου του κατέληξεν εις την μελοδραματικήν έπωδόν:…Καταδικάσετέ με, κύριοι, δεν φοβούμαι θ’αποθάνω γενναίως και ενδόξως πλησίον του Mittermaier και των Βέλγων Νομομαθών.

Ως προς το τελευταίον, ο κόλαφος δια τον υπουργόν της Δικαιοσύνης ήλθε μετά τινας ημέρας με την δημοσίευσιν, την 22-9-1862, μακροσκελούς επιστολής του ιδίου διαπρεπούς Γερμανού ποινικολόγου αποκρούοντος τας θέσεις του υπουργού. Την επιστολήν, η οποία είχε συνταχθή καθ’ υπαγόρευσιν του ασθενούντος Mittermaier[12] από τον εγγονόν του Ο. Krafft, εδημοσίευσε χωρίς το όνομα του παραλήπτου, δι’ ευνόητους λόγους καθ’ όσον επρόκειτο περί δικαστικού λειτουργού, η εφημερίς «Το Μέλλον της Ανατολής»[13], έχει δε κατά τα κύρια και επίμαχα μέρη της ως έξης:

 

Carl Joseph Anton Mittermaier (1787-1867)

Εντιμότατε Κύριε

Την υμετέραν επιστολήν της 13ης τρέχοντος μηνός έλαβεν ο πάππος μου καθηγητής Mittermaier κλινήρης προ τεσσάρων ήδη εβδομάδων από οξείαν ασθένειαν, όστις διατελών πάσχων εισέτι, δεν δύναται να ασχοληθή εις επιστημονικήν εργασίαν. Ουχ ήττον όμως η σπουδαιότης του ζητήματος, το οποίον τω ανεκοινώσατε δια της επιστολής σας, επιβάλλει αυτώ, έστω και δια βραχέων, να σας εκφράση τας περί τούτου πεποιθήσεις του. Αύται είναι αι εξής:

Ότι ο υπουργός υμών έχει όλως δι’ όλου άδικον. Το απόρρητον των επιστολών είναι εκ των ιερωτάτων εκείνων δικαιωμάτων, ων η εγγύησις οφείλεται εις πάντα πολίτην. Ούτε υπουργός, ούτε άλλη τις διοικητική αρχή έχει δικαίωμα να κάμη εξαιρέσεις εις τα περιφρουρημένα ταύτα δικαιώματα… Είναι αληθές, ότι εν Γαλλία κατά το 1855 οι υπουρ­γοί, οι νομάρχαι και η αστυνομία αυθαιρέτως περιώριζον αυτά αλλά τούτο συνέβαινεν εν Γαλλία εις περιστάσεις, καθ’ ας ουδείς νόμος ήτο σεβαστός και η αυθαιρεσία των διοικητι­κών αρχών επηρέαζε τα δικαστήρια…

Ο υμέτερος υπουργός προφανώς εξεβίασε τεμά­χια τίνα εκ του συνειρμού της περί ποινικής δικονομίας πραγματείας μου. Τα εκεί εκτεθέντα αναφέρονται μόνον εις την πράξιν των Γερμανικών δικαστηρίων [14] και οσά­κις πρόκειται περί πράγματι κατηγορουμένου και ευρισκομένου ήδη είς τάς φύλακας ή τουλάχι­στον τοσούτον ενοχοποιημένου, ώστε η φυλάκισίς του να επιτρέπηται. Προσέτι ο κύριος υπουρ­γός εφήρμοσε μετά προφανούς αυθαιρεσίας τας περί κατ’ οίκον ερεύνης διατάξεις επί της κατασχέσεως των επιστολών…

Εν γένει η παστρική αύτη θεωρία περί της κατασχέσεως των επιστολών εν τη ποινική δικονομία είναι απλούν λείψανον του παλαιού εκείνου ιεροεξεταστικού ανακριτικού συστήματος, καθ’ όν πάν μέσον ετίθετο εις ενέργειαν δια να αγρευθή ο ένοχος και συλλεχθώσι πάσαι αι δυναταί αποδείξεις. Καίτοι αι εξηγήσεις αύται είναι ανδρός ασθενούς, ούχ ήττον όμως είναι ζωηραί πεποιθήσεις ανδρός, όστις αισθάνεται εισέτι ζωήν εν τω βίω και αναφέρονται εις πεντηκονταετή πείραν. (υπογρ.) Mittermaier

Ανακοινώνων υμιν τας λέξεις ταύτας του πάππου μου μένω ευσεβάστως (υπογρ.) Ο. Krafft.

Και αυτά μεν ως προς την ξένην ποινικήν νομολογίαν που επεκαλείτο ανεπιτυχώς η υπουργική εγκύκλιος δια να στηρίξη τα σαθρά επιχειρήματά της. Εκείνο όμως που την καθιστούσε περισσότερον ύπουλον και επαίσχυντον ήτο ο λόγος που κατέφυγεν εις αυτήν. Πράγματι η διάταξις του άρθρου 14 του Συντάγματος του 1844 ήτο τόσον σαφής, κατηγορηματική και δεσμευτική, ώστε δεν άφηνε περιθώρια δια κυβερνητικούς ελιγμούς, υπουργικάς αλλοιώσεις και «αυθεντικάς» παρεμηνείας. Κατ’ αντίθεσιν όρος άλλας ξένας συνταγματικός διατάξεις που, όπως είδομεν, επέτρεπον κατ’ εξαίρεσιν και υπό όρους παραβίασιν του απορρήτου των επιστολών εις ωρισμένας περιπτώσεις, η ελληνική σχετική διάταξις του άρθρου 14 του Συντάγματος του 1844 κατωχύρωνε το απαραβίαστον αυτών δι’ όλους ανεξαιρέτως τους πολίτας, κατηγορουμένους ή μη, ένοχους ή αθώους, υποδίκους ή καταδίκους, ελευθέρους ή εν φυλακαίς. Όπως μάλιστα προκύπτει από τα πρακτικά της Αης των Ελλήνων Συνελεύσεως το άρθρον αυτό έψηφίσθη[15] ως κατετέθη, εν πλήρει ομοφωνία, εν τάχει και άνευ συζητήσεως, διότι το περιεχόμενόν του εθεωρήθη φυσικόν και αυτονόητον.

Η Εθνοσυνέλευσις λοιπόν της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 την διάταξιν του άρθρου 14 του Συντάγματος δεν την αντέγραψεν εξ άλλων συνταγμάτων και ξένων προτύπων, αλλ’ αυτούσιαν την ανέσυρε μέσα από την ψυχήν, τα σπλάγχνα και τα συναισθήματα, τα ήθη και τας παραδόσεις του ελληνικού λαού[16].

Ούτε πάλιν η διάταξις αυτή περιωρίζετο εις την προστασίαν του απορρήτου των επιστολών ειδικώς και μόνον εντός των Ταχυδρομικών Γραφείων, ώστε να επιτρέπη την κατάσχεσιν και αποσφράγισίν των εκτός αυτών κατά τας διατάξεις της κατ’ οίκον ερεύνης, αφού αι διατάξεις αυταί δεν δύνανται φυσικά να καταργούν άλλας ρητάς συνταγματικός επιταγάς. Απλώς και μόνον προκλητικώτατα ο υπουργός επεξέτεινε αυθαιρέτως τας διατάξεις της κατ’ οίκον ερεύνης δια να περιλάβη εν αυτή ανεπιτρέπτως κατασχέσεις και αποσφραγίσεις επιστολών και δημιουργήση ούτω παρανομολογίαν, επί της οποίας ερειδόμενος να εφαρμόση εν συνεχεία τας αρχάς της… αναλογίας («άρα και εις τα Ταχυδρομεία δυνατή η κατάσχεσις και αποσφράγισις, διότι και εκεί το αυτό δικαίωμα ενασκείται!») με τελικόν προφανή στόχον να υπερκέραση εύλογους δισταγμούς γνησίων δικαστικών λειτουργών, όπως οι εγχειρίσαντες την εγκύκλιον εις τον γερουσιαστήν Παλαμήδην, ή αντιδράσεις ευσυνείδητων ταχυδρομικών υπαλλήλων, όπως ο διευθυντής του Ταχυδρομικού Γραφείου Ναυπλίας.

Ο Όθωνας με πολιτική περιβολή κατά την εποχή της εκθρόνισής του. (Μουσείο Μπενάκη)

Τελικώς, μετά την γενικήν κατακραυγήν, η Γερουσία δια της κυβερνη­τικής πλειοψηφίας απεδέχθη την υποκριτικήν εξήγησιν του υπουργού της Δικαιοσύνης, ότι η εγκύκλιος δεν ήτο υποχρεωτική δια τους εισαγγελείς, απηχούσα απλώς και κοινοποιούσα την γνώμην του προς τον πρωθυπουργόν, εξήγησιν εντελώς ανεπαρκή, αφού ήδη πρώτος ο εισαγγελεύς Εφετών Ναυπλίου, από όπου εξεκίνησε το όλον θέμα, είχε σπεύσει πάραυτα να κοινοποίηση την εγκύκλιον εις τους εισαγγελείς Πρωτοδικών της περιφερείας του[17] προς συμμόρφωσιν και εφαρμογήν κατά τας υπουργικάς υποδείξεις δια την κατάφωρον παραβίασιν της συνταγματικής επιταγής.

Οι αγώνες όμως του Ναυπλιακού λαού, η ευσυνειδησία των λειτουργών της ταχυδρομικής Υπηρεσίας, η γενναία αντίδρασις των γηραιών αγωνι­στών της Γερουσίας, η φιλελεύθερα και αγωνιστική στάσις των εφημερίδων της εποχής, ενί δε λόγω η δημοκρατική αντίδρασις της κοινής γνώμης των Ελλήνων, δεν απέβησαν επί ματαίω.

Μετά τινας ημέρας, την 11-10-1862, επήλθεν η έξωσις του Όθωνος και η Βα των Ελλήνων Συνέλευσις εις το αντίστοιχον άρθρον του νέου Συντάγματος, περί προστασίας του απορρήτου των επιστολών[18], επισφραγίζουσα τους αγώνας αυτούς και ερμηνεύουσα επακριβώς το πνεύμα τής διατάξεως προσέθεσε την λέξιν «απολύτως»: Το απόρρητον των επιστολών είναι απολύτως απαραβίαστον, διάταξις στερεό­τυπος επαναλαμβανόμενη εις όλα τα μετέπειτα Συντάγματα της Ελληνικής Πολιτείας, με εξαίρεσιν το δικτατορικόν σύνταγμα του 1968, κατά το οποίον το απόρρητον των επιστολών δύναται κατ’ έξαίρεσιν να παραβιάζεται δια λόγους δημοσίας τάξεως και ασφαλείας κατόπιν εγκρίσεως του Δικαστικού Συμβουλίου, διάταξις απηχούσα, κατά φωτογραφικήν ομοιότητα, το πνεύμα και τας ιδέας του τελευταίου επί της Δικαιοσύνης υπουργού του Όθωνος.

 

Νικόλαος Δ. Πιέρρος

Πολιτικός Μηχανικός

Μέλος Δ.Σ. της  Εταιρείας Πελοποννησιακών Σπουδών

Πελοποννησιακά, Πρακτικά του Β’ Τοπικού Συνεδρίου Αργολικών Σπουδών ( Άργος 30 Μαΐου – 1 Ιουνίου 1986), Αθήναι, 1989. 

 

Υποσημειώσεις


[1] Βλ. Ν ι κ. Δ. Π ι έ ρ ρ ο υ, Υλικαί παροχαί επί Μεσοβασιλείας εις τους πρωτεργάτας και τα θύματα της Ναυπλιακής Επαναστάσεως, Πρακτικά Α’ Συνεδρίου Αργολικών Σπουδών, σσ. 131-134.

[2] Πρώται έκλεισαν «Ο Έλλην Συνταγματικός» και «Η Εφημερίς των Δικα­στηρίων», «ανακοπείσης της εκδόσεως και των εκδοτών απομακρυνθέντων» (εφ. «Ναυπλία» φ. της 29-10-1864).

[3] Σχετικαί ειδήσεις εις αθηναϊκόν τύπον της εποχής.

[4] Βλ. ανταποκρίσεις και επιστολάς εκ Ναυπλίου εις εφ. «Το Μέλλον της Ανατολής» άρ. φ. 16, 18, 19 από 19-9-1862 έως 29-9-1862.

[5] Συνεδρίασις της 17-8-1862.

[6] Συνεδρίασις της 19-8-1862.

[7] Άρ. φ. 8 της 22-8-1862. Ως προς την παρατιθεμένην αρθρογραφίαν πρέπει να τονισθή, ότι είναι μαχητική, άλλα σαφώς αμερόληπτος, αφού ευρισκόμεθα ακόμη εις την οθωνικήν περίοδον, την χρυσήν εποχήν του ελληνικού τύπου, την λεγομένην περίοδον του «πολιτικού τύπου», κατά την οποίαν αι εφημερίδες κύριον σκοπόν και αντικείμενον είχον την κατάκτησιν των πολιτικών ελευθεριών του λαού. Μετά την έξωσιν του Όθωνος μετετράπησαν εις κομματικός, όπως ο «Εθνοφύλαξ» του Ζαΐμη, το «Εθνικόν Πνεύμα» του Κουμουνδούρου, η «Ώρα» του Τρικούπη κ.λ.π.

[8] Άρ. φ. 9 της 25-8-1862.

[9] Εφ. «Ο Συνταγματικός Έλλην», Ναύπλιον, έτ. Β’, φ. 63, 21-10-1864.

[10] Από ετών ο διεθνής αυτός επαναστάτης επρογραμμάτιζεν απελευθερωτικόν αγώνα εις τας τουρκοκρατούμενος περιοχάς Σερβίας και Ελλάδος. Αι φήμαι όμως, ότι επίκειται η άφιξίς του εις Ναύπλιον δι’ επαναστατικήν δράσιν, επροκλήθησαν ίσως εκ του γεγονότος, ότι αρκετοί εκ των αξιωματικών της αποτυχούσης Ναυπλιακής Επανα­στάσεως των εξαιρεθέντων της αμνηστίας του Όθωνος και αναχωρησάντων κατά την συμφωνίαν δια δυο ατμοπλοίων εις εξωτερικόν κατέληξαν μετά μακράν περιπλάνησιν εις Ιταλίαν συνδεθέντες μετά του Γαριβάλδη και κατετάγησαν μάλιστα εις το πυροβολικόν σώμα λαμβάνοντες ήδη μέρος εις τας εν Ιταλία πολεμικάς επιχειρήσεις (Ν ι κ. Δ. Π ι έ ρ ρ ο υ,   ενθ’ ανωτ. σσ. 130, πρβλ. κ. Εφ. «Αιών» άρ. φ. 2057 της 13-8-1862).

[11] Συνεδρίασις της 24-8-1862.

[12] Ήτο ήδη 75 ετών με πλουσίαν επιστημονικήν και πολιτικήν δράσιν: διαπρεπής ποινικολόγος και Νομοδιδάσκαλος, Καθηγητής εις τα πανεπιστήμια της Βόννης και τής Χαϊδελβέργης, βουλευτής, Πρόεδρος της Συνελεύσεως της Βάδης, αρχηγός του συντηρη­τικού δημοκρατικού κόμματος, μέλος του ομοσπονδιακού κοινοβουλίου της Φραγκ­φούρτης. Από του 1848 αποσυρθείς τής πολιτικής αφωσιωθή αποκλειστικώς εις την επιστήμην.

[13] Έτος Α’, άρ. φ. 17 της 22-9-1862.

[14] Προφανώς ο Mittermaier κάμνει εδώ σαφή αντιδιαστολήν της κατά το ελληνικόν Σύνταγμα πλήρους προστασίας του απορρήτου των επιστολών προς την Γερμ. νομοθεσίαν, καθ’ ην επετρέπετο η παραβίασίς του δια τους φυλακισμένους η υπό σοβαράν κατηγορίαν διατελούντος, διάταξιν την οποίαν φαίνεται να αποστρέφεται ως ίδιον του εν Γερμανία δεσποτισμού και των Ιεροεξεταστικών λειψάνων του μεσαίωνος.

[15] Συνεδρίασις της 24-1-1844.

[16] Ιδού πώς κατέγραψε και κατέταξε τας παραδόσεις αυτάς η παγκόσμιος Ιστορία:

Κατά τον Πλούταρχον, οι Αθηναίοι συλλαβόντες γραμματοφόρους του Φιλίππου κομίζοντας επιστολήν αυτού «τη Ολυμπιάδι» επιγραφομένην, «ουκ έλυσαν, ουδ’ απεκά­λυψαν απόρρητον ανδρός αποδήμου προς γυναίκα φιλοφροσύνην» (Πλουτ. Πολ. Παραγγ. 3). Αυτά τον 4ον π.Χ. αιώνα. Είκοσι ένα αιώνας αργότερον, το 1657 μ.Χ., το προοίμιον του Διατάγματος, δια του οποίου το κοινοβούλιον της Αγγλίας συνέστησε γενικόν ταχυδρομείον, εχει ως έξης: «Η εγκαθίδρυσις γενικού ταχυδρομείου, ωφέλιμος εις το εμπόριον και εις την μεταφοράν εγγράφων, έσεται συνάμα και ο κάλλιστος τρόπος προς ανακάλυψιν και πρόληψιν των κακοηθών και επικινδύνων κατά της Δημοκρατίας σχεδίων».(Blacstone. Τομ. 1.1, σσ. 587, σημ. 1).

[17] Εφ. «Το Μέλλον της Ανατολής», Έτος Α’, άρ. φ. 12 της 5-9-1862

[18] Αρθ. 20 του Συντάγματος 1864

Read Full Post »

Κανάρης Κωνσταντίνος (περ. 1790 – 1877)


 

Ο Κωνσταντίνος Κανάρης σε νεαρή ηλικία, λιθογραφία, 1828.

Θρυλικός Ψαριανός πυρπολητής και πρωθυπουργός. Από μικρός εργαζόταν σε πλοία της οικογένειάς του και διακρινόταν για τη γενναιότητα και τη φιλοπατρία του. Παντρεύτηκε το 1817 την Ψαριανή Δέσποινα Μανιάτη, με την οποία απέκτησαν εφτά παιδιά. Πήρε από την πρώτη στιγμή μέρος στην Επανάσταση και ειδικεύτηκε στα πυρπολικά. Στις 7 Ιουνίου του 1822 πυρπόλησε τη ναυαρχίδα του καπουδάν πασά Καρά Αλή, που ήταν αγκυροβολημένη στη Χίο, με αποτέλεσμα να χαθούν μαζί της 2.000 ναύτες και ο ίδιος ο Καρά Αλής. Το γεγονός αυτό έδωσε κουράγιο στο αγωνιζόμενο έθνος και ταυτόχρονα έκανε μεγάλη εντύπωση στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, της οποίας ο θαυμασμός για το κατόρθωμα του Κανάρη εξελίχθηκε σε ενεργό φιλελληνισμό.

Στις 28 Οκτωβρίου 1822 ο θρυλικός Κανάρης ανατίναξε τουρκικό δίκροτο, στο στενό μεταξύ Τενέδου και Τρωάδος, μαζί με 800 ναύτες. Τα κατορθώματα του Κανάρη σκόρπισαν πανικό στους Οθωμανούς και επηρέασαν αποφασιστικά την πορεία του Αγώνα. Το 1824 ο Κανάρης βύθισε τουρκική φρεγάτα με 600 ναύτες κοντά στη Σάμο, ενώ σχεδίασε και την πυρπόληση του αιγυπτιακού στόλου μέσα στην Αλεξάνδρεια. Ο Κανάρης ενέπνευσε μεγάλους Ευρωπαίους καλλιτέχνες και συγγραφείς, όπως ο Ουγκό, ο Μπερανζέ, ο Φον Χες. Ο σώφρων και σεμνός αγωνιστής ανήλθε στα ανώτατα αξιώματα της πολιτείας, διετέλεσε ναύαρχος, γερουσιαστής, υπουργός και πρωθυπουργός (1848, 1864-65, 1877) και έγινε σύμβολο φιλοπατρίας και γενναιότητας.

 

Γενικά

 

Μέσα στη δίνη των Ορλοφικών, των γεγονότων που συντάραξαν τον Ελληνισμό δημιουργώντας στους υπόδουλους Έλληνες πρόσκαιρες ελπίδες απελευ­θέρωσης από τον οθωμανικό ζυγό με τη βοήθεια των ομόθρησκων Ρώσων, καταφεύγει στα άγονα και δυσπρόσιτα Ψαρά, γύρω στα 1770, η οικογένεια Κανάρη προερχόμενη από τα μέρη της Ηπείρου. Εκεί, είκοσι χρόνια μετά, στα 1790,[1] θα γεννηθεί ο Κωνσταντίνος Μ. Κανάρης, μία από τις μείζο­νες προσωπικότητες του ναυτικού Αγώνα του 1821, γιος του Μιχάλη (Μικέ) Κανάρη και της Μαρίας Μπουρέκα.[2] Το μικρό νησί του βορειοανατολικού Αιγαίου, στο οποίο έζησε τα πρώτα νεανικά του χρόνια και συνέχισε τη δράση του, αρχικά ως ναυτέμπορος και αργότερα ως περιώνυμος πυρπολητής ο Κωνσταντής Κανάρης, αποτελούσε γνώριμο τόπο για χους πειρατές περίπου μέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα.

Το 18ο αιώνα και ιδιαίτερα από τα μέσα του και εξής, οι Ψαριανοί, οδηγημένοι από τις σκληρές, περιο­ρισμένων δυνατοτήτων συνθήκες διαβίωσης στο ά­φορο νησί τους, αvαφάvnκαv στο αιγαιοπελαγίτικο ναυτικό προσκήνιο με υποτυπώδη – αρχικά – περιο­ρισμένη ναυτιλιακή δράση, που τους εξασφάλιζε απλώς τα προς το ζην. Η πολύχρονη ωστόσο θαλασσινή τους εμπειρία τους έδωσε αργότερα τη δυ­νατότητα κατασκευής μεγάλων σκαριών με τα οποία πρωταγωνίστησαν στα ναυτικά δρώμενα του πρώτου ρωσοτουρκικού πολέμου (1768-1774), ενώ διέπρε­ψαν και ως καταδρομείς ιδιαίτερα κατά την περίο­δο των Ορλοφικών, δυσκολεύοντας συστηματικά σε κάθε περίπτωση τον επισιτισμό των Τούρκων.

Αυτή η έντονη σε όλους τους τομείς ναυτική δρά­ση των Ψαριανών στάθηκε και η βασική αιτία δη­μιουργίας του έμπειρου, ετοιμοπόλεμου στόλου τους που πρωταγωνίστησε μαζί με τους στόλους των άλλων νησιών στον Αγώνα, ενώ η αξιόλογη οικο­νομική δραστηριότητά τους ως ναυτιλλομένων ε­μπόρων και ο γρήγορος πλουτισμός τους δημιούρ­γησε ιδανικές συνθήκες ανάπτυξης κοινοτικών θε­σμών αυτοδιοίκησης που κατέληξαν στην ίδρυση του Κοινού των Ψαρών.

Σχέσεις καταγωγής της οικογένειας Κανάρη με την περιοχή της Κορσικής και συγγένεια με το γέ­νος Βοναπάρτη θεωρούνται σχεδόν βέβαιες, ενώ το επώνυμό της πιθανότατα προέρχεται από ελληνικές παραφράσεις του επωνύμου «Καναρίσι», του ομώ­νυμου ιταλικού γένους. Αργότερα το επώνυμο πε­ριέπεσε σε Κανάργιος, συναντάται δε και ως Κα­νάριος και τέλος κατέληξε με τη μορφή Κανάρης. [3]

 

Τα πρώτα χρόνια

 

Κωνσταντίνος Κανάρης

Γύρω στα 1800 και από την τρυφερή ηλικία πε­ρίπου των δέκα χρόνων ο Κανάρης υπηρετούσε σαν τζόβενο (μούτσος) στο εμπορικό σκαρί του θείου του Δημήτρη Μπουρέκα, το οποίο κληρονόμησε μετά το θάνατό του, αναλαμβάνοντας την πλοιαρχία του και συνεχίζοντας μακρινά εμπορικά ταξίδια. Κατά τη διάρκειά τους, ο λιγόλογος, σοβαρός και μοναχικός νεαρός από τα Ψαρά, που προτιμούσε να διαβάζει τη «φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου, πούχε μισολειώσει από το πολύ ξεφύλισμα και το σάλιο…»[4] καθόλου δεν προοιωνιζόταν τον κα­τοπινό μεγάλο ναυμάχο, το φημισμένο μπουρλοτιέ­ρη της περιόδου του Αγώνα και τη στιβαρή πολιτι­κή φυσιογνωμία της συνέχειας.

Στα 1817 παντρεύτηκε από σφοδρό έρωτα τη Δέ­σποινα Μανιάτη (κόρη του Ψαριανού πλοιοκτήτη και κατοπινού ένθερμου αγωνιστή της Επανάστα­σης Ανδρέα Μανιάτη), με την οποία απέκτησε ε­πτά παιδιά, κατά σειρά τους: Νικόλαο, Θεμιστο­κλή, Θρασύβουλο, Μιλτιάδη, Λυκούργο, Μαρία και Αριστείδη. Λάτρης της αρχαιότητας και των προγόνων ο Κανάρης, έδωσε ονόματα κατά το πλεί­στον αρχαιοελληνικά στα παιδιά του σύμφωνα με το έθος της εποχής, ένα φαινόμενο έντονα διελληνικό, τα βαθύτερα μηνύματα του οποίου διατύπωσε πολύ εύστοχα ο Κοραής σε σχετικό σχόλιό του: «Ο Ελληνισμός αισθάνεται ώριμος για τα μεγάλα έργα, ικανός να ακολουθήσει τον δρόμο τον ο­ποίο χάραξαν οι πρόγονοί του. Ο Αγώνας είναι «επί θύραις»!..».  

Τα ταξίδια του Κωνσταντίνου Κανάρη και τα προσποριζόμενα από αυτά κέρδη συνεχίστηκαν με αμείωτο ρυθμό σε όλους τους μεγάλους εμπορικούς σταθμούς της εποχής, από Μάλτα και Μασσαλία μέχρι τα μέρη του Βοσπόρου και της Μαύρης θά­λασσας, ως και αυτή την Οδησσό της Ρωσίας, όπου κυβερνήτης ιδιόκτητου μικρού εμπορικού σκαριού έφθασε για πρώτη φορά στα 1820.[5]

 

Ο Κανάρης και η Επανάσταση

 

Σχέση μεταξύ Κανάρη και Φιλικής Εταιρεί­ας δεν αποδείχθηκε ποτέ και το πιθανότε­ρο είναι ο κατοπινός μεγάλος αγωνιστής να μην εντάχθηκε ποτέ στους κόλπους της, παρά το γεγονός ότι η δράση της Φιλικής είχε ήδη δημιουργήσει στην καρδιά πολλών Ψαριανών άσβεστες εστίες επαναστατικού πόθου, αφού και ο αρχηγός της, Δημήτριος Υψηλάντης, είχε διορίσει από το 1818 εφόρους της στο νησί τους Νι­κολή Αποστόλη και Δημήτρη Μαμούνη και όπου, εξάλλου, στη διάρκεια του 1821 ο Φιλικός Δημήτρης Θέμελης είχε κατηχήσει ήδη πολλούς Ψαριανούς.[6] Η ημέρα του Πάσχα, 20 Απριλίου 1821, βρήκε την ψαριανή επαναστατική σημαία να ανεμίζει κατάκορφα στο νησί και το στόλο των Ψαρών, υπό την αρχηγία του Νικολή Αποστόλη, ενωμένο με τον υδραϊκό και το σπετσιώτικο, σε μια κοινή προσπά­θεια δημιουργίας της πρώτης μάχιμης θαλασσινής δύναμης του Αγώνα. Το ξέσπασμα της Επανάστασης και η δημιουργία του πρώτου αυτού ψαριανού στόλου προσείλκυσαν το νου και την καρδιά του Κανάρη, που, φλογισμέ­νος από τον πόθο της ελευθερίας, δεν δίστασε να ενταχθεί σ’ αυτόν ως απλός, αρχικά, ναύτης.

Το τολμηρό και ριψοκίνδυνο του χαρακτήρα του σύντομα τον οδήγησαν σε έντονη επαναστατική δράση, αν και η πρώτη του μαχητική παρουσία εί­χε σημειωθεί αρκετά νωρίτερα, ήδη από το 1807, στην περιοχή της Λευκάδας, όπου την περίοδο ε­κείνη κατέφευγαν Έλληνες της Στερεάς κυνηγη­μένοι από τον Αλή πασά των Ιωαννίνων και όπου «ότε ο Αλή πασάς επεχείρησε να την καταλάβη, Κωνσταντής ο Ψαριανός ήτο ο κυβερνήτης του πλοίου το οποίον από Πάργας εις Λευκάδαν με­τέφερε στρατεύματα Σουλιωτών και άλλων Ηπει­ρωτών προς καταπολέμησιν του πολιορκούντος την νήσον Αλή».[7]

 

Κωνσταντίνος Κανάρης, λιθογραφία, A. Friedel, London, 1825.

 

Στις 27 Απριλίου 1821, έπειτα από πολλές δια­πραγματεύσεις που αφορούσαν κυρίως το δυσεπί­λυτο οικονομικό πρόβλημα εξοπλισμού και συντή­ρησης του νεοσύστατου ελληνικού στόλου, οι τρεις ενωμένες ναυτικές μοίρες συγκεντρώθηκαν τελικά στα Ψαρά, όπου, κατά τον Νικόδημο, «ώπλιζε τότε έκαστος πλοίαρχος το πλοίον του εις πολεμικόν και επρόβλεπεν έκαστος Ψαριανός τα αναγκαία προς οπλισμόν του».[8] Εκτός των άλλων, μεταξύ των πέντε πυρπολικών που συνόδευαν το στόλο συμμετείχε και εκείνο του Κωνσταντίνου Κανάρη.

Στη μεγάλη καταστροφή της Χίου το Μάρτιο του 1822, κατά την οποία 30.000 Χιώτες σκοτώθηκαν ή σύρθηκαν στην αιχμαλωσία από το στόλο του Κα­ρά Αλή Πεπέ, «…ένας από εκείνους που ήρκουνταν με πιο μεγάλη προθυμία για να παίρνουν τους ανθρώπους ήταν, λέει, κι εκείνος που ήκαψεν ύστερα των τούρκων φεργάδα μέσα στο λι­μάνι της Χώρας, ο Κανάρης μαθές…»[9] σταλμένος με απόφαση της Βουλής των Ψαρών μαζί με τον Κωνσταντίνο Νικόδημο, ως μέλη πληρώματος του μίστικου του Αναγνώστη Παπά, με σκοπό τη διά­σωση των επιζώντων Χιωτών και Σαμίων του Λυ­κούργου Λογοθέτη.

 

Ο Μπουρλοτιέρης

 

Αφορμή ωστόσο της πρώτης θριαμβευτικής του εμφάνισης στον Αγώνα στάθηκε η επιλογή του α­πό το Κοινό των Ψαρών ως ενός από τους πυρπο­λητές που θα αναλάμβαναν το ρόλο του «εκδικητή» της καταστροφής της Χίου. Στο πλαίσιο αυτό ο Ψαριανός, τριαντάχρονος τό­τε, Κανάρης και ο Υδραίος Ανδρέας Πιπίνος τη νύχτα της 6ης προς 7η Ιουνίου, κι ενώ τα τουρκικά πληρώματα εόρταζαν αμέριμνα το ραμαζάνι, επι­τέθηκαν με τα πυρπολικά τους εναντίον της ναυαρ­χίδας και της υποναυαρχίδας του τουρκικού στόλου αντίστοιχα.

Ο Κανάρης με έξοχο ελιγμό κόλλησε εύστοχα το πυρπολικό του στο εχθρικό τρίκροτο, το οποίο σε διάστημα λίγων ωρών έγινε παρανάλωμα του πυρός παρασύροντας στο θάνατο 2.300 ανθρώ­πους, μεταξύ των οποίων και τον ίδιο τον Καρά Αλή.

«Εις τας 3 ώρας να ξημερώσει», έγραφε στο ημερολόγιο του «Αγαμέμνονα» ο Τσαμαδός, «εί­μεθα κοντά εις την Χίον και ευθύς βλέπομεν φωτιαίς όπου έκαιον τα μπουρλότα και κανονιαίς έ­πεφταν πολλαίς, έπειτα μετά τρία τέταρτα της ώ­ρας είδομεν μίαν μεγάλην λάμψιν έως τον ουρανόν και έπειτα ακούσαμεν ένα μέγαν βρόντον εν είδος κανονίου εξερχόμενον από την πυριτιδαποθήκην και εβεβαιωθήκαμεν ότι να ήτο ντελίνι καϋμένο. Μετά μίαν ώραν της ημέρας αράξαμεν εις τα Ψαρά…».[10]

Το πυρπολικό του Πιπίνου, παρ’ ότι έδρασε σύντονα και εύστοχα εναντίον της τουρκικής υποναυαρχίδας, δεν είχε το ίδιο α­ποτέλεσμα αφού το εχθρικό πλήρωμα κατάφερε έ­γκαιρα να κατασβέσει τη φωτιά.

 

Ο Κανάρης πυρπολεί τούρκικο πλοίο, λιθογραφία, 1901.

 

Το εξαιρετικό κατόρθωμα του Κανάρη, το οποίο ο ίδιος «διηγείτο έπειτα εις κύκλους αφελών η­ρώων χωρίς να δεικνύη καμμίαν υπερηφάνειαν δι’ αυτό…», υμνήθηκε σε όλη την Ευρώπη όπου ποιητές, ζωγράφοι και γλύπτες, ο Ουγκό (Hugo), ο Βύρωνας (Byron), ο Β. Μίλερ (W. Müller), ο Νταβίντ ντ’ Ανζέρ (David d’Angers), ο Δουμάς, ο Αϊβαζόφσκι (Aivasofski) και πολλοί άλλοι καλ­λιτέχνες, εμπνεύσθηκαν δημιουργικά από τον η­ρωισμό του ανθρώπου ο οποίος, εκτός της επιδε­ξιότητάς του στους ναυτικούς ελιγμούς και της ευφυΐας του ως προς τις μεθόδους εξαπάτησης του αντιπάλου, είχε επιδείξει και μία καταπληκτική ε­ξοικείωση με τη δύσκολη όσο και επικίνδυνη τε­χνική της πυρπόλησης του εχθρικού στόχου. Στα Ψαρά πανηγυρική υπήρξε η υποδοχή του, ό­που «εις τον αιγιαλόν ο λαός, ο κλήρος και οι ιε­ρείς ενδεδυμένοι τας ιεράς στολάς, τους συνώδευσαν εν παρατάξει εις τον ναόν του Αγίου Νικο­λάου ένθα έψαλαν δοξολογίαν…».

 

Ο πυρπολητής Κωνσταντίνος Κανάρης, επιχρωματισμένη λιθογραφία, A. Friedel.

 

Η δράση του ως μπουρλοτιέρη συνεχίστηκε τη νύχτα της 28ης προς 29η Οκτωβρίου 1822, όταν ο Κανάρης πυρπόλησε επιτυ­χώς το δίκροτο του νεοδιορισθέντος Τούρκου ναυάρχου Κακλαμάν Μεχμέτ πασά, στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Τενέδου και Τρωάδος. Ο Ψαριανός Γεώργιος Βρατσάνος, που συνόδευε την αποστολή, με δεύτερο πυρπολικό δεν κατόρθωσε να κατακαύσει εχθρικό πλοίο, αφού το μπουρλότο του έγινε αντιληπτό από τους Τούρ­κους και αναγκάστηκε να απομακρυνθεί άμεσα. Μέσω της Σκύρου οι Κανάρης και Βρατσάνος επιστρέφουν στα Ψαρά όπου τους επιφυλάχθηκε νέα πανηγυρική υποδοχή, ενώ ο πλοίαρχος της αγγλι­κής κορβέτας «Περσεύς» που παρέπλεε στο νησί «ιδών τον Κανάρην, έβγαλε την σπάθην του από την μέσην του οπού εφορούσε και την εχάρισε εις τον ρηθέντα εις σημείον της αυτού επιδεξιότητος…».

 

Κωνσταντίνος Κανάρης. Ο Κανάρης πυρπολεί περί τη Χίον την ναυαρχίδα του Καρά Αλή. Peter Von Hess.

 

Στα 1824 οι Ψαριανοί πληροφορούνται ότι η τουρκική αρμάδα πρόκειται να επιτεθεί στο νησί τους, που ως προχωρημένη ναυτική βάση στο Αι­γαίο ήταν για τους Οθωμανούς λίαν ελκυστική πε­ρίπτωση κτήσης. Η απόφασή τους να αφαιρέσουν τα πηδάλια από τα πλοία τους και να αμυνθούν στην ξηρά, καθώς και η αδυναμία της κυβέρνησης Κουντουριώτη -που τότε, στις κρισιμότερες για τον Αγώνα στιγμές, ήταν απασχολημένη με τον εμφύ­λιο πόλεμο- να ενισχύσει την άμυνα του νησιού, ε­πιφέρουν πραγματικό όλεθρο.

Η φοβερή καταστροφή των Ψαρών από τους Τούρκους του Χοσρέφ πασά, τον Ιούνιο του ίδιου έ­τους, γεννά στην ψυχή του Κανάρη, που τότε α­πουσίαζε στη Σύρο, συναισθήματα άσβεστου μίσους και αιώνιας εκδίκησης. Οι προσπάθειές του εναντίον του εχθρικού στό­λου, έντονα τροφοδοτούμενες από τα συναισθήματα αυτά, συνεχίζονται, με άνεση πλέον του επαγγελματία-πολεμιστή, με την απόπειρα πυρπόλησης εχθρικής φρεγάτας στις 4 Αυγούστου 1824, κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας της Σάμου, γεγονός που, παρά την ανεπιτυχή έκβασή του, στάθηκε καθοριστικό για τις κατοπινές πολεμικές εξελίξεις και πέτυχε να ματαιώσει την έφοδο του τουρκικού στόλου εναντίον της Σάμου.

 

Από τη βιογραφία του Κανάρη στα γαλλικά. Παρίσι, 1825.

 

Την ίδια χρονιά ο Κανάρης πυρπολεί με επιτυχία τουρκική κορβέτα στη Μυτιλήνη. Στα 1825, στις 10 Αυγούστου, ο Κωνσταντίνος Κα­νάρης φθάνει στο απόγειο τόλμης και πατριωτι­σμού, όταν, ζώντας στην Ύδρα και ενταγμένος στην υδραίικη ναυτική μοίρα, επιχείρησε να πυρπολή­σει τον αιγυπτιακό στόλο μέσα στο ίδιο το λιμάνι της Αλεξάνδρειας.

Η φιλόδοξη όσο και παράτολμη αποστολή του Ψαριανού πυρπολητή, την οποία κα­τόρθωσε να επιβάλει και να υλοποιήσει με τη βοή­θεια του Άγγλου ναυάρχου Τζ. Χάμιλτον (G. Hamilton), θα αποτελούσε τον αντιπερισπασμό στον πολεμικό καταιγισμό του Ιμπραήμ στην Πε­λοπόννησο. Κι ενώ τα πλοία της αποστολής υπό τις εντολές των Κ. Κανάρη, Αντωνίου Κριεζή και Εμμανουήλ Τομπάζη φθάνουν σε απόσταση ανα­πνοής από το αιγυπτιακό λιμάνι, ενώ ο Κανάρης με το πυρπολικό του βρίσκεται ήδη ανάμεσα στο ε­χθρικό περιβάλλον, η κακοτυχία του αντίθετου ανέμου και κάποια λανθασμένη κίνηση των ελλη­νικών πληρωμάτων ματαιώνουν την απελπισμένη απόπειρα και αναγκάζουν τον τολμηρό μπουρλοτιέρη σε άκαρπη απομάκρυνση.

 

Κανάρης και Καποδίστριας

 

Στα 1826 τοποθετήθηκε επιστάτης, εν είδει κυβερνήτου, του ημιδικρότου «Ελλάς», αμέσως μετά τον κατάπλου του πλοίου στην Ελλάδα, ενώ την ί­δια χρονιά εξελέγη αντιπρόσωπος των Ψαρών στην Εθνοσυνέλευση του Άργους και αργότερα και της Τροιζήνας. Στα 1828 διορίζεται φρούραρχος στη Μονεμβασία και στα 1831 με την κατάρτιση του Ναυτικού Μη­τρώου των αξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού του απονέμεται ο βαθμός του πλοιάρχου Α τάξεως.

Τη συστηματικά αποτελεσματική του δράση συ­νέχισε ο Κωνσταντίνος Κανάρης και τα επόμενα χρόνια σε διάφορους, εκτός των ναυτικών αγώνων, τομείς. Ο Κυβερνήτης I. Καποδίστριας, της ανορθωτι­κής πολιτικής του οποίου υπήρξε ένθερμος θιασώ­της ο Κανάρης, του ανέθεσε την αρχηγία στολίσκου πυρπολικών, υπό τις εντολές του Α. Μιαούλη, με σκοπό την εξάλειψη της πειρατείας από το Αιγαίο.

 

Ο Κωνσταντίνος Κανάρης σε λιθογραφία του Karl Krazeisen, 1828.

 

Στον τομέα αυτό συνετέλεσε τα μέγιστα ο Κανάρης με τη συντονισμένη του δράση ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του 1839. Στα 1831 καθοριστική στάθηκε η ενεργός φιλο­κυβερνητική συμμετοχή του στα θλιβερά γεγονότα της ανταρσίας που ξέσπασε στον Πόρο εναντίον του Καποδίστρια με επίκεντρο την Ύδρα. Παρά τις σύ­ντονες προσπάθειές του, ως αρχηγός των επιχειρή­σεων του εθνικού στόλου, δεν κατόρθωσε να μαται­ώσει την καταστροφή του την αποφράδα ημέρα της 31ης Ιουνίου 1831, στην οποία ατυχώς πρωτοστάτη­σε ο Α. Μιαούλης.[11]

Τον ίδιο χρόνο, αμέσως μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη, ο Κανάρης παραιτείται από το Ναυτι­κό και καταφεύγει για να ιδιωτεύσει στην Ερμού­πολη της Σύρου, τόπο εγκατάστασης πολλών Ψαριανών μετά την καταστροφή του νησιού τους στα 1824.

 

Ο Κανάρης Πολιτικός

 

Στο προσκήνιο του δημόσιου βίου δεν θα εμφα­νιστεί παρά αρκετά χρόνια αργότερα, στα 1843, με τη συμμετοχή του στο κίνημα του Ρωσικού κόμμα­τος. Ήταν η περίοδος κατά την οποία τα συγκρουό­μενα συμφέροντα, οι κομματικές αντιπαραθέσεις, οι αλληλοσυγκρουόμενες φιλοτιμίες των Ελλή­νων αγωνιστών είχαν δημιουργήσει πραγματικό αδιέξοδο στη διοίκηση του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Την ίδια χρονιά, μετά την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου και την παραχώρηση Συντάγματος α­πό τον Όθωνα, έγινε υπουργός των Ναυτικών στη νέα κυβέρνηση υπό τον Ανδρέα Μεταξά και αρ­γότερα -όταν ο τελευταίος παραιτήθηκε- και προσωρινός πρόεδρός της μέχρι τις 30 Μαρτίου 1844. Έκτοτε και μέχρι το τέλος της ζωής του αναμιγνύε­ται ενεργά στα πολιτικά πράγματα της χώρας.

Επί κυβερνήσεως I. Κωλέττη ανέλαβε το υπουρ­γείο των Ναυτικών, ενώ στα 1848 γίνεται πρωθυ­πουργός και υπουργός των Ναυτικών μέχρι το Δε­κέμβριο του 1849. Στα 1854, στη διάρκεια της αγγλογαλλικής κατο­χής της Αθήνας και του Πειραιά, τον συναντάμε και πάλι υπουργό των Ναυτικών στην κυβέρνηση Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου. Αργότερα στα 1858 θα αποσύρει την υποστήριξή του από το Ρωσικό κόμμα, στο οποίο ήταν ενταγμένος ήδη από την ε­ποχή Καποδίστρια, ενώ στα 1861 η πολιτεία θα του απονείμει το βαθμό του αντιναυάρχου και την αντί­στοιχη σύνταξη «εκ δρχ. 12.000», πράγματα τα ο­ποία θα αρνηθεί για λόγους αρχών.

Στα 1862 ο Όθωνας του αναθέτει την εντολή σχη­ματισμού κυβέρνησης την οποία ο Κανάρης δεν θα σχηματίσει ποτέ, με κύρια αιτία την άρνηση του Όθωνα να αποδεχθεί τον κατάλογο των υπουργών που ο ίδιος του πρότεινε. Λίγο αργότερα, εξαιτίας της αντιπαράθεσης αυτής, θα ενταχθεί στην αντιοθωνική τριανδρία (Δημητρίου Βούλγαρη-Κωνσταντίνου Κανάρη-Μπενιζέλου Ρούφου) και θα εξελιχθεί σε σφοδρό πολέμιο της πολιτικής του Όθωνα, την οποία ήδη θεωρούσε ιδιαίτερα αυταρχική και επιβλαβή για τα ελληνικά πράγματα. Οι εν γένει κινήσεις του μάλιστα συνέβαλαν ουσιαστικά στην έξωση του τε­λευταίου στα 1862, αμέσως μετά την οποία ο Κανά­ρης ανέλαβε προσωρινά την Αντιβασιλεία.

 

Λαϊκή απεικόνιση της τριανδρίας (Ρούφος – Βούλγαρης- Κανάρης) που ανέλαβε την εξουσία μετά την έξοδο του Όθωνα.

 

Την ίδια χρονιά, ως Έλληνας εκπρόσωπος, με­τέβη στην Κοπεγχάγη όπου και πρόσφερε το στέμ­μα του ελληνικού θρόνου στο δευτερότοκο γιο του Δανού βασιλέα Χριστιανού Α’, τον Γεώργιο Α’. Κατά τη διάρκεια των εργασιών της Εθνοσυνέ­λευσης που ψήφισε το Σύνταγμα του 1864, ανέλαβε την ηγεσία της προοδευτικής παράταξης των Ορει­νών, μαζί με τον Δημήτριο Γρίβα.

Τον ίδιο χρόνο, στις 5 Μαρτίου, γίνεται πρωθυπουργός, αναγκάζεται όμως να πα­ραιτηθεί σε διάστημα λίγων εβδομάδων. Οι αλλεπάλληλοι θάνατοι ήδη πέντε εκ των παιδιών του έχουν συγκλονίσει το μεγαλόκαρδο μπουρλοτιέρη, ο ίδιος ωστόσο εξακο­λουθεί να δίνει το παρών όπου και όποτε η ανάγκη της πατρίδας το επιβάλλει.

Ο Κωνσταντίνος Κανάρης σε μεγάλη ηλικία.

Στο πλαίσιο αυτό θα αναλάβει ακόμη δύο φορές την πρωθυπουργία σε καταστάσεις κρίσιμες για τα ελληνικά πράγματα, αρχικά από Ιούλιο-Μάρτιο 1865, απ’ όπου όμως θα παραιτηθεί δυσαρεστημέ­νος με την εκλογή του Επαμεινώνδα Δεληγιώργη ως προέδρου της Εθνοσυνέλευσης και θα ιδιωτεύ­σει για πολύ καιρό στο σπίτι του στην περιοχή της Κυψέλης. Είναι το ίδιο σπίτι στο οποίο ο ποιητής Αριστο­τέλης Βαλαωρίτης είχε, στα 1876, την τύχη, σε μία επίσκεψή του, να ακούσει για ώρες πολλές τον ίδιο τον Κανάρη να του διηγείται «μετά παιδικής σχε­δόν αφέλειας…» τα φοβερά του κατορθώματα.[12]

Δώδεκα χρόνια αργότερα, ευθύς μετά το ξέσπα­σμα του Ρωσοτουρκικού πολέμου, στη διάρκεια της Βαλκανικής κρίσης την οποία είχε προκαλέσει ο πόλεμος αυτός, αναλαμβάνει στις 26 Μαΐου 1877, έπειτα από πανελλήνια απαίτηση -δείγμα σεβα­σμού και εκτίμησης στο πρόσωπό του- την πρωθυπουργία της Οικουμενικής Κυβέρνησης που σχηματίστηκε.

Την κυβέρνηση αυτή, η οποία έδρασε καίρια και ποικιλότροπα, στήριξαν ως υπουργοί οι Αλέξαν­δρος Κουμουνδούρος, Θρασύβουλος Ζαΐμης, Επαμεινώνδας Δεληγιώργης, Χαρίλαος Τρικού­πης, Θεόδωρος Δηλιγιάννης κ.ά. Η πρωθυπουρ­γία του ωστόσο ήταν βραχύτατης διάρκειας, αφού στις 2 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, χτυπημένος από ημιπληγία, πεθαίνει από ανακοπή καρδιάς στο σπίτι του στην Κυψέλη. «…Ο ένδοξος ναύαρχος και Πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Κανάρης προσβληβείς υπό ημιπληγίας την χθεσινήν πρωίαν απεβίωσε την 11 ώρ. και 45 μ.μ…»[13] ανήγγειλαν οι εφημερίδες της εποχής και στο πρόσωπο της Οι­κουμενικής Κυβέρνησης η Ελλάδα ολόκληρη κήδευσε, δημοσία δαπάνη στο Α’ Νεκροταφείο, τον μπουρλοτιέρη, τον ήρωα, τον πρωθυπουργό της.

 

 Κωνσταντίνα Αδαμοπούλου

Αρχειονόμος, ιστορικός, προϊσταμένη Ιστορικού

Αρχείου – Μουσείου Ύδρας

Υποσημειώσεις


[1] Δημήτρης Φωτιάδης, Κανάρης, Αθήνα 1981, σ. 17-21.

[2] Κατ’ άλλους στα 1792 ή 1793, βλ. σχετ. Δημήτρης Α. Μαυριδερός, «Γενεαλογικά στοιχεία δύο Ναυάρχων, Θρύλος και Ιστορική Αλήθεια Κωνσταντίνος Μ. Κανάρης (1790-1877), Γουλιέλμος – Φραγκίσκος Κ. Κανάρης (1887-1945)», ανάτυπο από το Δελτίο Εραλδικής και Γενεαλογικής Εταιρίας της Ελλάδος, αρ. 10, Αθήναι 1996, σ. 4.

[3] Μαυριδερός, ό.π., σ. 20-21.

[4] Γεώργιος Τερτσέτης, Άπαντα, Αθήνα 1953, τ. β’, σ. 275.

[5] Μαυριδερός, ό.π., σ. 4.

[6] Κωνσταντίνος Νικόδημος, Υπόμνημα της νήσου Ψαρών, Αθήναι 1862, τ. ά, σ. 99-100.

[7] Διονύσιος Π. Καλογερόπουλος, Ο Κανάρης, Εν Αθήναις 1947, σ. 12. Επίσης βλ. σχετ. Δημήτριος Γ. Σπανός, Η συμβολή εις την επιτυχίαν της Επαναστάσεως του 1821, Αθήναι 1958, σ. 191.

[8] Νικόδημος, ό.π.

[9] Στ. Βίος, Η σφαγή της Χίου εις το στόμα του χιακού λαού, Χίος 1921, σ. 75.

[10] Αναστάσιος Τσαμαδός, Ιστορικά ημερολόγια των ελληνικών ναυμαχιών του 1821, Αθήναι 1886, σ. 74.

[11] Καλογερόπουλος, ό.π., σ. 16.

[12] Ο.π., σ. 17.

[13] Κωνσταντίνος Άμαντος, «Λόγος πανηγυρικός κατά τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του Κ. Κανάρη εν Χίω τη 19η Ιουνίου 1927», Εκατονταετηρίς Κωνσταντίνου Κανάρη, Εν Αθήναις, σ. 32.

 

Πηγή


  • Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, « Οι ναυμάχοι του 1821», τεύχος 178, 27 Μαρτίου 2003.

 

Σχετικά θέματα:

Read Full Post »