Η ομάδα που έσωσε τη ζωή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη – Αριστείδης Χατζής
Ο Καποδίστριας διέταξε να συλλάβωσιν αυτόν, ως λέγεται,
αυτού εκείνου οι οπαδοί, ον ο Πολυζωίδης έμελλε να σώση
εκ του θανάτου, του Κολοκοτρώνη!
Γεώργιος Π. Κρέμος (1889)
Η μάστιγα του ελληνικού έθνους […] ο εκ συστήματος εχθρός
της ελευθερίας, και παντός πατριωτικού κινήματος πολέμιος·
εκ συστήματος εχθρός των καλών, και της τυραννίας υπέρμαχος,
διότι επιθυμεί να τυραννή και ο ίδιος·
εκ συστήματος της αληθείας διώκτης, και
φίλος του ψεύδους.
Ο Αναστάσιος Πολυζωίδης για τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη
(Απόλλων, 16 & 30 Σεπτεμβρίου 1831)
Και μα την αλήθειαν, αν είχε συμβεί να προεδρεύει στο δικαστήριον
εκείνο άνθρωπος ναι μεν νομικός, αλλά δουλικών φρονημάτων,
ή κυματιζόμενος εις τας αρχάς του δικαίου, ή άμοιρος ανδρείας
και γενναιότητος, βεβαιωθείτε το άσπλαχνο σίδερο της γκιλοτίνας
θα άχνιζεν από το αίμα των δύο στρατηγών, αθώων.
Γεώργιος Τερτσέτης (1874)
Η δίκη των Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και Δημήτρη Πλαπούτα έχει αδικηθεί ιδιαίτερα από την ιστορική έρευνα διότι έχει εγκαταλειφθεί στο κοινό πεδίο της εθνικής μυθολογίας και της λαϊκίστικης ιστοριογραφίας. Χωρίς να υποτιμά κανείς τη φιλότιμη προσπάθεια των συγγραφέων Τάκη Κανδηλώρου (1906) και Δημήτρη Φωτιάδη (1987) και του σκηνοθέτη Πάνου Γλυκοφρύδη, δεν μπορεί να αρνηθεί ότι έχουν συμβάλει κι αυτοί στη διαστρέβλωση της εικόνας που έχουμε γι’ αυτήν τη δίκη, την πρώτη μεγάλη πολιτική δίκη της νεότερης Ελλάδας.

Ο Αρχιστράτηγος του 1821 Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Σχέδιο του Βέλγου διπλωμάτη Benjamin Mary (1792-1846), 1842. Δημοσιεύεται στο: «Η ιστορία έχει πρόσωπο: Μορφές του 1821 στην Ελλάδα του Όθωνα από τον βέλγο διπλωμάτη Benjamin Mary».
Ας πάρουμε, για παράδειγμα, την κατασκευασμένη απολογία του Αναστάσιου Πολυζωίδη στην, ενδιαφέρουσα κατά τα άλλα, ταινία Η Δίκη των Δικαστών του Πάνου Γλυκοφρύδη (παραγωγή Finos Films, 1974). Η επιλογή αυτή του Πάνου Γλυκοφρύδη θα πρέπει να κριθεί με αυστηρότητα διότι όχι μόνο έχει χαθεί η πραγματική απολογία Πολυζωίδη και διαστρεβλώνονται όσα είπε στην απολογία του ο Γεώργιος Τερτσέτης αλλά κυρίως διότι η κινηματογραφική απολογία έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τις πολύ γνωστές πολιτικές απόψεις του Αναστάσιου Πολυζωίδη. Έτσι, αυτός ο σημαντικός Έλληνας φιλελεύθερος διανοούμενος μετατρέπεται σε καρικατούρα – ακόμα και το όνομά του στην ταινία είναι λανθασμένο.[1]
Όλα αυτά είναι αναμενόμενα για τη σημαντικότερη πολιτική δίκη στην ελεύθερη Ελλάδα[2] και μάλιστα με κατηγορούμενο τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, την κορυφαία στρατιωτική φυσιογνωμία του Αγώνα. Αλλά ενώ τα πολιτικά πάθη της εποχής, και η πολυπλοκότητα της πολιτικής σύγκρουσης που πλαισίωσε τη δίκη, δικαιολογούσαν τότε την ύπαρξη σχηματικών ή και ακραία μεροληπτικών περιγραφών και θεωρήσεων της δίκης, δύο αιώνες μετά αυτό είναι, τουλάχιστον παιδαριώδες. Ιδιαίτερα όταν μια πολιτική δίκη περιγράφεται με μανιχαϊστικούς όρους ή στο πλαίσιο του ψευδοϊστορικού είδους της πολιτικής αγιογραφίας.
Στην παρούσα μελέτη έχω δύο στόχους. Ο πρώτος είναι να εκθέσω κάποιες σκέψεις για τη δίκη συνολικά. Ο δεύτερος είναι να υποστηρίξω ότι η ευτυχής κατάληξη οφείλεται στις ενέργειες μιας συγκεκριμένης ομάδας φιλελεύθερων διανοούμενων που από την αρχή της δίωξης μέχρι το τέλος προσπάθησαν να προστατεύσουν τις βασικές αρχές του κράτους δικαίου. Ένα από τα μέλη αυτής της ομάδας ήταν ο Αναστάσιος Πολυζωίδης, η ηρωική του στάση είναι γνωστή. Αλλά αυτό που συνήθως μας διαφεύγει είναι ότι ο Πολυζωίδης, όπως ολόκληρη η ομάδα, διαπνεόταν από ένα σύνολο ιδεών και αρχών με τις οποίες είχε ήδη συνδεθεί.
Η ομάδα των φιλελεύθερων διανοούμενων θα βρεθεί μπροστά σε ένα δίλημμα. Να υποκύψει στις πιέσεις της Αντιβασιλείας για να διατηρήσει την πολιτική της ισχύ ή να έρθει σε σύγκρουση με την αυθαιρεσία διακινδυνεύοντας πολύ περισσότερα από τα πολιτικά αξιώματα; Το ενδιαφέρον είναι πως τη στάση όλων και ιδιαίτερα αυτή του Αναστάσιου Πολυζωίδη την είχε προαναγγείλει ο ίδιος σε ένα θεωρητικό κείμενο, ένα προγραμματικό πολιτικό κείμενο, που είχε εκφωνήσει ως εναρκτήρια ομιλία την ημέρα ανάληψης των καθηκόντων του στο Δικαστήριο του Ναυπλίου, έναν χρόνο πριν την έναρξη της δίκης. Το εμβληματικό αυτό κείμενο για την πολιτική και συνταγματική μας ιστορία, αναδημοσιεύεται στο σύνολό του στο Παράρτημα. Στο δεύτερο μέρος αυτής της μελέτης θα περιγράψουμε τις πολιτικές συνθήκες που το πλαισιώνουν.
1. Η Δίκη των Κολοκοτρώνη/Πλαπούτα: μερικές σκέψεις
Έχουμε αρκετά τεκμήρια στη διάθεσή μας πλέον για να σχηματίσουμε μια αρκετά ευκρινή εικόνα του τι περίπου συνέβη. Συνοψίζω σε 7 σημεία.
Α. Η νέα ισχυρή πολιτική εξουσία και το ρωσικό κόμμα. Είχαμε, για πρώτη φορά στην Ελλάδα μετά το 1821, μια ιδιαίτερα συγκεντρωτική πολιτική εξουσία που ήταν αυταρχική και στρατιωτικά ισχυρή.[3] Η Βαυαρική Αντιβασιλεία, όπως ήταν επόμενο, διέψευσε προσδοκίες, ανέτρεψε ισορροπίες και έβλαψε συμφέροντα. Ένα μεγάλο μέρος των αγωνιστών αισθάνθηκαν περιθωριοποιημένοι και αδικημένοι, κυρίως αυτοί που συνδέονταν με το ρωσόφιλο ή καποδιστριακό κόμμα. Αντιμετωπίστηκαν από την αρχή με καχυποψία, ακόμα και με περιφρόνηση. Η συμπεριφορά των Βαυαρών προς τον ίδιο τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη[4] κατά την άφιξη του Όθωνα ήταν αναμενόμενη μεν, μετά τα γεγονότα του Άργους τον Ιανουάριο του 1833, αλλά ταυτόχρονα και προσβλητική. Ήταν επόμενο να υπάρξει αμοιβαιότητα στην καχυποψία που μετατράπηκε σε κάποιες περιπτώσεις σε καθαρή αντιπαλότητα. Ήταν επόμενο να γίνονται πολιτικές ζυμώσεις στον πολιτικό χώρο των ρωσόφιλων, να ασκείται σκληρή κριτική, να καταστρώνονται σχέδια δράσης, έστω στοιχειώδη, να μετατρέπεται σταδιακά η κριτική σε συντονισμένη αντιπολιτευτική δράση.
Όλα αυτά, βέβαια, γίνονταν με τον παραδοσιακό τρόπο που οι ηγέτες και τα στελέχη της παράταξης των ρωσόφιλων γνώριζαν. Δεν επρόκειτο για μια αντιπολίτευση αρχών αλλά για μια προσπάθεια άσκησης πίεσης για να υποχρεωθεί η εξουσία να διαπραγματευτεί μαζί τους και να εξαγοράσει την αφοσίωσή τους. Έτσι, οι συνωμοτικές ενέργειες δεν ήταν γνήσια συνωμοτικές. Διότι δεν είχαν ως στόχο να ανατρέψουν το καθεστώς αλλά να το πιέσουν να τους συμπεριλάβει στους μηχανισμούς εξουσίας. Γι’ αυτό και δεν έγινε ιδιαίτερη προσπάθεια να γίνουν οι κινήσεις με μυστικότητα, ούτε υπήρξε κάποιος ιδιαίτερος οργανωτικός στόχος ως προϋπόθεση για την επιτυχία αυτών των κινήσεων.
Β. Η αντιπολιτευτική ατζέντα του ρωσικού κόμματος και η επιστολή στον Νέσελροντ. Η σύγκρουση του ρωσικού κόμματος με την αντιβασιλεία δεν ήταν όμως μόνο το αποτέλεσμα πολιτικού καιροσκοπισμού και πολιτικών ισορροπιών. Υπήρχαν τρία σημαντικά ζητήματα ουσίας που απασχολούσαν τους ρωσόφιλους. Το σημαντικότερο ήταν η οργάνωση του κράτους με τέτοιο τρόπο που στερούσε, πλέον, μόνιμα από τα μέλη του ευκαιρίες πλουτισμού, ακόμα και τη δυνατότητα επιβίωσης. Καθώς το κόμμα εκπροσωπούσε κυρίως λαϊκά στρώματα και παραδοσιακούς φορείς εξουσίας στην Πελοπόννησο, η διακυβέρνηση από ευρωπαίους γραφειοκράτες και μέλη του αγγλικού κόμματος θα κατέληγε οπωσδήποτε σε μετακύλιση του κόστους των μεταρρυθμίσεων σε εκείνες τις λαϊκές τάξεις που βασίζονταν οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά στα παραδοσιακά δίκτυα.[5]
Το δεύτερο σε σημασία ζήτημα (αν και εμφανιζόταν ως πρώτο στον δημόσιο διάλογο) ήταν ο κίνδυνος για την Ορθοδοξία που υποτίθεται ότι αποτελούσε η πολιτική της νέας κυβέρνησης στα εκκλησιαστικά ζητήματα.
Το τρίτο ζήτημα στην πολιτική ατζέντα των ρωσόφιλων ήταν, βέβαια, η στροφή προς την Αγγλία που εγγυόταν η ηγεσία του Άρμανσμπεργκ και η φαινομενική κυριαρχία των αγγλόφιλων, «συνταγματικών» και «αντικαποδιστριακών» στο υπουργικό συμβούλιο και στον διοικητικό μηχανισμό.[6] Η στροφή προς την Αγγλία θα απομάκρυνε την Ελλάδα από την πολιτική και πολιτισμική επιρροή της Ρωσίας, θα αποδυνάμωνε περισσότερο όσους είχαν επενδύσει σ’ αυτήν την επιρροή και θα έθετε σε ακόμα μεγαλύτερο κίνδυνο την Ορθοδοξία.
Οι φόβοι τους δεν ήταν αδικαιολόγητοι αλλά αποτελούσαν και μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Η Ρωσία πίεζε συστηματικά, ήδη από το 1832, τους Βαυαρούς υπέρ του Ρωσικού κόμματος και ζητούσε να βαφτιστεί ο Όθων ορθόδοξος. Οι Βαυαροί ενοχλημένοι από την πίεση αυτή, αντιμετώπισαν από την αρχή τους ρωσόφιλους ως αντιπολίτευση. Τη φοβία των Βαυαρών απέναντί τους ενίσχυσε η αποτυχημένη προσπάθεια του Κολοκοτρώνη να ελέγξει το Άργος και το Ναύπλιο – μια προσπάθεια που παρουσιάστηκε με τα μελανότερα χρώματα στον ευρωπαϊκό Τύπο καθώς ο Κολοκοτρώνης εμφανιζόταν να έχει επιτεθεί ουσιαστικά κατά του γαλλικού εκστρατευτικού σώματος που είχε απελευθερώσει τον Μοριά από τον Ιμπραήμ.[7]
Ο Κολοκοτρώνης έκανε ακόμα ένα μεγάλο πολιτικό λάθος. Λίγες ημέρες μετά την άφιξη του Όθωνα στο Ναύπλιο, επισκέφτηκε τη ναυαρχίδα της ρωσικής ναυτικής μοίρας της Μεσογείου και από εκεί έστειλε επιστολή προς τον Νέσελροντ, τον Ρώσο Υπουργό Εξωτερικών ζητώντας, ουσιαστικά, την παρέμβασή του. Ο Νέσελροντ απάντησε διπλωματικά, αποφεύγοντας να εκτεθεί. Αν και οι δύο επιστολές διακινήθηκαν από τους Ρώσους με μεγάλη προσοχή και διακριτικότητα, ο Κολοκοτρώνης, όταν έλαβε την απάντηση, αποφάσισε να τη χρησιμοποιήσει. Αν και στην απάντησή του ο Ρώσος Υπουργός δεν έλεγε τίποτε το ενθαρρυντικό, ο Κολοκοτρώνης θεωρούσε ότι η απευθείας αλληλογραφία με τον Νέσελροντ θα του προσέδιδε κύρος ανάμεσα στον λαό και θα πίεζε κάπως την Αντιβασιλεία. Είχε, όμως, το εντελώς αντίθετο αποτέλεσμα: ο Κολοκοτρώνης και οι ρωσόφιλοι κατηγορήθηκαν για εσχάτη προδοσία – μια εξέλιξη που πιθανόν ο Κολοκοτρώνης δεν μπορούσε να προβλέψει γιατί δεν έκανε τίποτε παραπάνω απ’ όσα είχε συνηθίσει να κάνει (και όχι μόνο αυτός) κατά την τελευταία δεκαετία στο πλαίσιο του πολιτικού ανταγωνισμού.
Γ. Η σκληρή εσωτερική σύγκρουση στους κόλπους της Αντιβασιλείας και η επιστολή Φραντς. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των μελών της Αντιβασιλείας, η προσπάθεια του Κόμη Άρμανσμπεργκ να επιβληθεί και των άλλων μελών να περιορίσουν την ισχύ του, οι διαφορετικές αντιλήψεις για τις προτεραιότητες, τις διεθνείς συμμαχίες και τη συνεργασία με το ελληνικό πολιτικό σύστημα, οδηγούσαν σε αναπόφευκτες συγκρούσεις, που μάλλον δεν θα είχαν εκδηλωθεί τόσο νωρίς, αν δεν έκανε ο συνεργάτης του Άρμανσμπεργκ, Joannes Franz[8] μια πολιτικά ερασιτεχνική κίνηση: έγραψε μια επιστολή κατά των άλλων μελών της Αντιβασιλείας και την απεύθυνε στον Λουδοβίκο, τον πατέρα του Όθωνα και βασιλιά της Βαυαρίας. Στις παρασκηνιακές πολιτικές συγκρούσεις μια αποτυχημένη βολή κατά του αντιπάλου τον ενδυναμώνει, ιδιαίτερα όταν τα πυρά είναι άσφαιρα. Ο Γκέοργκ Λούντβιχ φον Μάουρερ χρησιμοποίησε την γκάφα του Φραντς για να εξοντώσει μια και καλή την αντιπολίτευση που θεωρούσε επικίνδυνη.

Μάουρερ Γεώργιος – Λουδοβίκος, άγνωστος καλλιτέχνης, 1860. Αρχείο: Bayerische Akademie der Wissenschaften.
Μετά τη σύλληψη του Κολοκοτρώνη η σύγκρουση οξύνθηκε καθώς σ’ αυτήν ενεπλάκησαν οι πρεσβευτές της Μεγάλης Βρετανίας και της Ρωσίας που στήριξαν τον Άρμανσμπεργκ γιατί εξυπηρετούσε τους σκοπούς τους καθώς και ο ίδιος ο Υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας (λόρδος Πάλμερστον) που στήριξε τον πρεσβευτή του Έντουαρντ Ντόκινς. Αλλά ούτε οι Γάλλοι ενίσχυσαν διπλωματικά τη θέση των υπόλοιπων μελών της Αντιβασιλείας και του Κωλέττη, συνέχιζαν κι αυτοί να στηρίζουν σιωπηλά τον Άρμανσμπεργκ. Έτσι τα υπόλοιπα μέλη της Αντιβασιλείας (Μάουρερ, Χάιντεκ και Άμπελ) βρέθηκαν αντιμέτωπα με το ρωσικό κόμμα, αργότερα και με το αγγλικό, μην έχοντας όμως πραγματική πολιτική στήριξη από τις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις (μάλλον το αντίθετο), ούτε καν από τον Βασιλιά της Βαυαρίας, Λουδοβίκο. Το αποτέλεσμα ήταν μια πύρρειος νίκη που κατέληξε σε συντριβή καθώς ο Μάουρερ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Ελλάδα (μαζί με τον Άμπελ) πριν ολοκληρώσει το κατά τα άλλα χρησιμότατο νομοθετικό και διοικητικό έργο του.[9]
Δ. Ο Διονύσιος Ρώμας ως καταλύτης. Πώς όμως συνδέθηκαν οι ζυμώσεις των ρωσόφιλων, στις οποίες ο Κολοκοτρώνης συμμετείχε με επιφυλάξεις, με την επιστολή του Φραντς; Ο καταλύτης ήταν ένας προσωπικός φίλος του Κολοκοτρώνη, ο τέκτονας Διονύσιος Ρώμας εκ Ζακύνθου.[10] Ο Ρώμας επισκέφτηκε πρώτα το Ναύπλιο, ήρθε σε επαφή με τον κύκλο του (επίσης τέκτονα) Άρμανσμπεργκ και κατευθύνθηκε έπειτα στην Τρίπολη για να συναντήσει τον Κολοκοτρώνη και ενεπλάκη στις συζητήσεις και εν μέρει στις συνωμοσίες.
Ο Ρώμας αποτέλεσε για ένα μικρό διάστημα τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στους ρωσόφιλους, που βρίσκονταν σε αναστάτωση, και τον κύκλο του Άρμανσμπεργκ. Ίσως ο Ρώμας μετέφερε στον Κολοκοτρώνη μια πρόταση συντονισμού της αντιπολιτευτικής τακτικής των ρωσόφιλων με τον δικό του στόχο να εξοβελίσει τα άλλα μέλη της Αντιβασιλείας. Ο Άρμανσμπεργκ θεώρησε ότι οι στοχευμένες κινήσεις των ρωσόφιλων κατά των υπολοίπων μελών της Αντιβασιλείας πιθανόν θα βοηθούσε και τα δικά του σχέδια. Όμως η συνεργασία δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, ίσως γιατί οι ρωσόφιλοι αντιμετώπιζαν με καχυποψία και τον Άρμανσμπεργκ. Επιπλέον, ο Ρώμας στο Ναύπλιο είχε γνωρίσει και συνεργαστεί με έναν άγνωστο σήμερα φιλελεύθερο διανοούμενο, νομικό και τέκτονα, τον Παναγιώτη Νικολαΐδη,[11] [12] ο ρόλος του οποίου στην υπόθεση παραμένει ακόμα σκοτεινός. Ο Νικολαΐδης ενθάρρυνε τον Φραντς να στείλει τις επιστολές και ήταν σε συνεννόηση με τον Ρώμα, όσο ο επτανήσιος βρισκόταν στον Μοριά.
Ο Νικολαΐδης ήταν αυτός που κατάγγειλε τελικά στην Αντιβασιλεία τις «συνωμοτικές ενέργειες» ή μάλλον τις φήμες για τις συνωμοτικές ενέργειες και τις συνέδεσε με την επιστολή Φραντς. Η σύνδεση αυτή είχε δύο αποτελέσματα: (α) Τρομοκράτησε τα μέλη της Αντιβασιλείας που πίστεψαν ότι υπήρχε μια μεγάλη συνωμοσία που στρεφόταν προσωπικά εναντίον τους, ενώ ταυτόχρονα (β) συνέδεσε εκ των πραγμάτων τις δύο τόσο διαφορετικές πολιτικές ενέργειες που είχαν σαφώς διαφορετικούς στόχους και διακυβεύματα.13 Η σύνδεση αυτή εξέθεσε την Αντιβασιλεία καθώς αναγκάστηκε να μεταχειριστεί με πολύ διαφορετικό τρόπο τον Φραντς (τον οποίο απλώς έστειλε πίσω στη Βαυαρία) και τους ρωσόφιλους που τους οδήγησε σε δίκη με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Η αντίφαση θα φέρει σε δύσκολη θέση τον Επίτροπο Μάσον στη δίκη και υπεύθυνος γι’ αυτό θα είναι και πάλι ο Παναγιώτης Νικολαΐδης ο οποίος θα εμφανιστεί στη δίκη ως μάρτυρας υπερασπίσεως και θα επιμείνει ότι δεν υπάρχει καμία εμπλοκή του Δ. Ρώμα σε ανατρεπτικές ενέργειες.
Όμως, η παράνοια μιας αυταρχικής εξουσίας που θεωρεί ότι απειλείται, είχε κυριαρχήσει πλήρως, και οδήγησε σε μια κατακόρυφη αύξηση των αυταρχικών πρακτικών, με επιβολή στρατιωτικού νόμου σε τοπικό επίπεδο, αθρόες συλλήψεις, κλείσιμο εφημερίδων (κυρίως [13] [14] της Αθηνάς και του ρωσόφιλου Χρόνου του Ιωάννη Φιλήμονα), εξοστρακισμό πολιτικών προσωπικοτήτων (Τρικούπης, Μεταξάς) σε μακρινές πρεσβείες.
Ε. Η συνεπής στάση του αγγλικού κόμματος. Το αγγλικό κόμμα φαίνεται να κυριαρχεί πλήρως στις πρώτες κυβερνήσεις (Τρικούπη και Μαυροκορδάτου). Αυτή όμως η εικόνα δεν είναι ακριβής. Οι Βαυαροί εμπιστεύτηκαν περισσότερο τους αγγλόφιλους γιατί αυτοί δεν διέθεταν ισχυρά τοπικά δίκτυα ανάμεσα στους αγωνιστές όπως οι ρωσόφιλοι στην Πελοπόννησο και οι γαλλόφιλοι στη Ρούμελη, δεν ήταν δηλαδή επικίνδυνοι, ούτε έτοιμοι να φέρουν αντιρρήσεις στη διάλυση ενόπλων σωμάτων ή στον χειρισμό άλλων ζητημάτων που έθιγαν παραδοσιακά προνόμια ή έβλαπταν την ισχύ της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, έργο του Γεωργίου Συρίγου, λάδι σε μουσαμά, Συλλογή έργων τέχνης της Βουλής των Ελλήνων.
Οι συμμετέχοντες στο Υπουργικό Συμβούλιο, ήταν όλοι διανοούμενοι που έπαιξαν έναν πολιτικό ρόλο στην Επανάσταση αλλά δεν είχαν ούτε οικονομική, ούτε τοπική δύναμη. Για τους Βαυαρούς ήταν οι ιδανικοί σύμμαχοι καθώς έτσι ικανοποιούσαν τη Μεγάλη Βρετανία. Όμως, στην πραγματικότητα, η Αντιβασιλεία, αυτήν την πρώτη περίοδο, στράφηκε προς τη Γαλλία, θεωρώντας ότι έτσι μπορεί να ισορροπήσει στη σύγκρουση Βρετανών και Ρώσων στην περιοχή. Επομένως οι αγγλόφιλοι ποτέ δεν κυριάρχησαν πολιτικά και με την πρώτη ευκαιρία αντιμετωπίστηκαν ως αναλώσιμοι και εκδιώχθηκαν. Οι αφορμές για τη σταδιακή και τελικά ολοκληρωτική εκδίωξή τους από την Κυβέρνηση (από τον Οκτώβριο του 1833 έως τον Μάιο του 1834) ήταν πρώτα ο δισταγμός τους να αντιμετωπίσουν ως επικίνδυνες τις κινήσεις των ρωσόφιλων και έπειτα η συντονισμένη αντίδρασή τους στην καταδίκη Κολοκοτρώνη-Πλαπούτα.
Το αγγλικό κόμμα δεν εκτιμούσε ως πραγματικά επικίνδυνα όσα έκαναν οι ρωσόφιλοι και ο Κολοκοτρώνης.[15] Γι’ αυτό ο Γεώργιος Ψύλλας, ο Γεώργιος Πραΐδης αλλά και ο πρωθυπουργός Σπυρίδων Τρικούπης, δεν αντέδρασαν δυναμικά, δεν κινητοποιήθηκαν, δεν φαίνεται καν να θορυβήθηκαν.[16] [17] Αντίθετα, αντέδρασαν στις αυταρχικές και αντιθεσμικές κινήσεις των Βαυαρών. Είναι αυτή η αντίδραση που προκάλεσε το μένος του Μάουρερ που απείλησε ακόμα και να τιμωρήσει τους υπεύθυνους υπουργούς (Ψύλλας και Πραΐδης) για παράβαση καθήκοντος ακόμα και για εσχάτη προδοσία, καθώς φάνηκαν να ανέχονται τη συνωμοσία. Όταν τα φιλελεύθερα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου αντιλήφθηκαν ότι τα μέλη της Αντιβασιλείας θα προχωρούσαν σε δίωξη, αρνήθηκαν να συνεργαστούν: «απεφασίσθη να αντισταθώμεν εις το μέτρον τούτο εν σώματι δίδοντες την παραίτησίν μας, αν δεν εισακουσθώμεν».16 Έτσι τα τρία μέλη του αγγλικού κόμματος εκδιώχθηκαν από την κυβέρνηση στην οποία παρέμεινε ως πρωθυπουργός, για να κρατηθούν τα προσχήματα, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος που ήταν, όμως, αποδυναμωμένος καθώς ο Ιωάννης Κωλέττης επέκτεινε την εξουσία του και έλεγχε πλέον (μέσω του Κωνσταντίνου Σχινά) το Υπουργείο Δικαιοσύνης.
Όμως οι φιλελεύθεροι είχαν ακόμα κάποια δύναμη στα χέρια τους. Ο Αναστάσιος Πολυζωΐδης ήταν ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου του Ναυπλίου που θα έκρινε τους κατηγορουμένους, ενώ ο Χριστόδουλος Κλονάρης προσελήφθη από τον Δημήτριο Πλαπούτα ως συνήγορος υπεράσπισης. Η επιλογή ενός κορυφαίου, μεν, νομικού και ιδιαίτερα μαχητικού συνηγόρου μοιάζει εύλογη. Αλλά ο Χριστόδουλος Κλονάρης είχε και άλλες ιδιότητες. Όπως ο Πολυζωίδης, έτσι και ο Κλονάρης, ήταν στενότατα συνδεδεμένος με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, μαχητικός φιλελεύθερος, αντικαποδιστριακός και γνωστός για την ακεραιότητά του. Η επιλογή αυτή θα προκάλεσε εύλογες υποψίες στους Βαυαρούς που έγιναν εντονότερες όταν ο Κλονάρης, στο πλαίσιο της υπερασπιστικής τακτικής του, μετατράπηκε ουσιαστικά σε συνήγορο του Κολοκοτρώνη.[18]
Υπάρχει άλλο ένα στοιχείο που ενισχύει την εικόνα της συνεπούς στάσης των μελών του αγγλικού κόμματος και μάλιστα από την αρχή της κρίσης. Οι δύο νομάρχες Αρκαδίας στη διάρκεια του 1833, πρώτα ο Κωνσταντίνος Ζωγράφος και έπειτα ο Αναγνώστης Μοναρχίδης, ήταν μέλη του αγγλικού κόμματος. Ο Ζωγράφος είχε από την αρχή διαβεβαιώσει ότι οι φήμες είναι συκοφαντικές.[19] Ο Αναγνώστης Μοναρχίδης εμφανίστηκε στη δίκη ως μάρτυρας υπεράσπισης για να καταθέσει κι αυτός πως από την έρευνά του δεν προέκυψε τίποτα («δεν ημπόρεσα να ξεσκεπάσω τίποτε· εβγήκε ψεύμα»).
Στ. Η ομάδα που έσωσε τη ζωή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Τίποτε από όλα αυτά δεν ήταν τυχαίο. Οι φιλελεύθεροι αγγλόφιλοι είχαν αποφασίσει να σώσουν τους δύο κατηγορούμενους αλλά όχι γιατί αυτό επέβαλε η βρετανική πολιτική. Οι πρέσβεις της Μεγάλης Βρετανίας και της Ρωσίας, άλλωστε, πίεζαν με κάθε τρόπο και η δική τους επιρροή ήταν κατά πολύ ισχυρότερη των αδύναμων φιλελεύθερων διανοούμενων που ήταν αναλώσιμοι για τους Βαυαρούς. Οι φιλελεύθεροι ενήργησαν με τον συγκεκριμένο τρόπο γιατί αυτό ήταν σύμφωνο με τις αρχές τους, αρχές που τις είχαν διακηρύξει, όπως θα δούμε, σε ανύποπτο χρόνο και τώρα θα έπρεπε ή να τις τιμήσουν ή να τις εξευτελίσουν.
Η θεωρία πως όλοι αυτοί ενέργησαν υπέρ του Κολοκοτρώνη για να εξυπηρετήσουν αποκλειστικά τα συμφέροντα του αγγλικού κόμματος, είναι λανθασμένη. Καταρχάς, μετά τη δίκη, το αγγλικό κόμμα έχασε κάθε έρεισμα στην κυβέρνηση. Αντίθετα το γαλλικό κόμμα και ο Ιωάννης Κωλέττης (που σχημάτισε κυβέρνηση στις 31 Μαΐου 1834) κυριάρχησε πολιτικά μέχρι και την ενηλικίωση του Όθωνα, δηλαδή για το κρίσιμο ένα έτος που απέμενε στην Αντιβασιλεία. Ο ίδιος ο Μαυροκορδάτος βρέθηκε σε τιμητική πολιτική εξορία στη Βιέννη και στο Βερολίνο, ενώ στην αρχή της κρίσης ο Σπυρίδων Τρικούπης διορίστηκε πρέσβης στο Λονδίνο. Ο Γεώργιος Ψύλλας και ο Γεώργιος Πραΐδης υποβιβάστηκαν σε νομάρχες. Η εφημερίδα Α- θηνά και ο Εμμανουήλ Αντωνιάδης αντιμετώπιζαν συνεχώς περιορισμούς και τελικώς μια εννιάμηνη απαγόρευση της έκδοσης. Ο Αναστάσιος Πολυζωίδης παραπέμφθηκε σε δίκη για άρνηση υπηρεσίας και για παραβίαση υπηρεσιακής εχεμυθείας «με σκοπόν ιδιοτελή και προς βλάβην του κράτους» όπως και ο συνάδελφός του Γεώργιος Τερτσέτης (βλ. Αναγνωστόπουλος 2022).
Σε αντίθεση με τους άλλους φιλελεύθερους αγγλόφιλους, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, άργησε να αντιδράσει στις αυθαιρεσίες των Βαυαρών. Ούτε αυτό είναι ακριβές. Καταρχάς, ένα συνηθισμένο λάθος είναι να εμφανίζεται ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ως ο ηγέτης του αγγλικού κόμματος. Όμως γνωρίζουμε καλά τις συστηματικές προσπάθειές του να αποποιηθεί τον τίτλο, και να αποστασιοποιηθεί από τη βρετανική πολιτική, με την οποία αποφεύγει να ταυτιστεί, επίσης συστηματικά, από το 1823 μέχρι και το τέλος της πολιτικής του καριέρας.[20] Σε κάθε περίπτωση ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος που, σε αντίθεση με τους συνεργάτες του, είχε στην αρχή πειστεί (όπως και ο Αναστάσιος Πολυζωίδης) για τη βασιμότητα των καταγγελιών, θα δώσει μάχες στο υπουργικό συμβούλιο για να μην καταδικαστούν οι κατηγορούμενοι σε θάνατο.
Καταρχάς θα αντιδράσει στην ιδέα να δικαστούν από στρατοδικείο αλλά επιμένει να δικαστούν από τον «φυσικό δικαστή»[21] – που στην περίπτωση αυτή είναι ένας από τους στενότερους συνεργάτες του, ο Αναστάσιος Πολυζωίδης. Έπειτα προσπαθεί να προωθήσει διάταγμα στις 9 Μαΐου 1834, καθώς η δίκη οδεύει προς το τέλος της, σύμφωνα με το οποίο κάθε θανατική καταδίκη θα κοινοποιείται στην Αντιβασιλεία η οποία θα έχει τη δυνατότητα να δώσει χάρη.[22] Στη διάρκεια της δίκης θα συγκρουστεί συχνά με τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Κωνσταντίνο Σχινά αλλά και τον Ιωάννη Κωλέττη που επιμένουν να παρεμβαίνουν άμεσα, πιέζοντας τους δικαστές ή έμμεσα με την αρθρογραφία στον Σωτήρα. Ο Ιωάννης Κωλέττης, σε μία από αυτές τις συγκρούσεις, του θυμίζει ότι έχει ξανασώσει στο παρελθόν τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.[23]
Η στάση του Μαυροκορδάτου απέναντι στους κατηγορουμένους άλλαζε ταυτόχρονα με τη στάση του Πολυζωίδη και προς την ίδια κατεύθυνση. Καθώς η διαδικασία πλησίαζε στο τέλος της ο Μαυροκορδάτος πείσθηκε από τους παράγοντες της δίκης (οπωσδήποτε από τον Κλονάρη, πιθανόν και από τους Πολυζωίδη και Τερτσέτη) ότι το κατηγορητήριο είχε καταρρεύσει. Έτσι έδωσε την τελική μάχη το βράδυ της καταδίκης. Είναι αυτός που αντιστάθηκε μέσα στο Υπουργικό Συμβούλιο σε κάθε παρέμβαση στη δίκη, αυτός που προσπάθησε να πείσει τους πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων να παρέμβουν δυναμικά για να αποτρέψουν την εκτέλεση και, τέλος, αυτός που κατέφυγε στον Άρμανσμπεργκ για να τους σώσει και τελικά παραιτήθηκε, χρησιμοποιώντας το έσχατο μέσο πίεσης που διέθετε. Η Αντιβασιλεία δεν δέχθηκε την παραίτηση, τον έπαυσε και τελικά τον διόρισε πρέσβη στο Μόναχο και το Βερολίνο για να τον εξουδετερώσει πολιτικά. Η πολύχρονη τιμητική εξορία του διήρκεσε μέχρι το 1841.
Ζ. Η ήττα της Αντιβασιλείας. Ο τρόπος που εξελίχθηκε η δίκη αποτέλεσε μεγάλη ήττα του Μάουρερ και θρίαμβο του Άρμανσμπεργκ. Ο κατήγορος (ο Σκοτσέζος φιλέλληνας Έντουαρντ Μάσον) είχε στη διάθεσή του ελάχιστους και αναξιόπιστους μάρτυρες για να στοιχειοθετήσει ακόμα και τα γεγονότα που όλοι γνώριζαν ότι είχαν συμβεί. Ο κατήγορος βρήκε απέναντί του δύο ειδών αντιστάσεις: οι αξιόπιστοι μάρτυρες δεν τολμούσαν να εμφανιστούν στο δικαστήριο ή να καταθέσουν εναντίον των κατηγορουμένων καθώς η πίεση από τους ισχυρούς ρωσόφιλους σε τοπικό επίπεδοι ήταν ασφυκτική. Από την άλλη έβλεπε απέναντί του στη δίκη τον Πρόεδρο Αναστάσιο Πολυζωίδη και τους δύο πολύ καλά προετοιμασμένους συνηγόρους που, βέβαια, διέλυαν εύκολα ένα σαθρό κατηγορητήριο που είχε επιπλέον και αδύναμο αποδεικτικό υλικό να προσφέρει. Ο Μάσον είχε την πολιτική στήριξη του Υπουργού Δικαιοσύνης (Κωνσταντίνος Σχινάς) αλλά απέναντί του τον ίδιο τον Πρωθυπουργό (Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος)· έναν Πρωθυπουργό που ο Μάσον και ο Μάουρερ θεωρούσαν ως τον ιθύνοντα νου της συνωμοσίας εις βάρος τους,[24] σε συνεργασία με τον Άρμανσμπεργκ.
Η άρνηση των δύο δικαστών να υπογράψουν την απόφαση και η σθεναρή τους αντίσταση, επιβεβαίωσε τις υποψίες τους για μια συντονισμένη προσπάθεια των αγγλόφιλων φιλελεύθερων να πλήξουν την πλειοψηφία της αντιβασιλείας, εξασφαλίζοντας την απαλλαγή του Κολοκοτρώνη. Μια υποψία που σίγουρα ενισχύθηκε από την αναφορά του Κωνσταντίνου Ζωγράφου και την κατάθεση του Αναγνώστη Μοναρχίδη. Ακόμα και ο Παναγιώτης Νικολαίδης, ο άνθρωπος που κατήγγειλε τη συνωμοσία, κατέθεσε ως μάρτυρας υπεράσπισης αναφερόμενος αποκλειστικά σε φήμες και χωρίς να καταθέσει τίποτε το θετικό που να στηρίξει το κατηγορητήριο.[25]
2. Θέλει μας αποδείξει τώρα ότι οι λόγοι του είναι σύμφωνοι με τας πράξεις του
Όπως τόνισα παραπάνω, τα αγγλόφιλα μέλη της κυβέρνησης, οι φιλελεύθεροι διανοούμενοι, συμπεριφέρθηκαν με συνέπεια στη διάρκεια της δίκης. Η συνέπεια αυτή δεν οφείλεται τόσο σε πρόσκαιρες πολιτικές σκοπιμότητες (που πάντοτε παίζουν ρόλο) αλλά στον σεβασμό κάποιων αρχών που οι φιλελεύθεροι θεωρούσαν αδιαπραγμάτευτες.
Τις αρχές αυτές αποτυπώνει ευκρινώς σε ένα πολιτικό κείμενο δημοσιευμένο ένα έτος πριν από τη δίκη ο ίδιος ο Αναστάσιος Πολυζωίδης – που είναι άλλωστε ο πολιτικός θεωρητικός της ομάδας. Το κείμενο αυτό δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό αν και θα έπρεπε. Διότι είναι ο προγραμματικός λόγος του Αναστάσιου Πολυζωίδη τον Απρίλιο του 1833. Ο Αναστάσιος Πολυζωίδης, ούτε λίγο ούτε πολύ, παρουσιάζει τις αρχές τις οποίες θα υπερασπιστεί έναν χρόνο αργότερα – και το κάνει σε ανύποπτο χρόνο.
Το κείμενο δεν είναι, βέβαια, άγνωστο αλλά είναι δυστυχώς ξεχασμένο. Σπάνια το συναντά κανείς ακόμα και σε κείμενα που εκθειάζουν τη δράση του Πολυζωίδη στη διάρκεια της δίκης. Αποφάσισα να το συμπεριλάβω ολόκληρο γιατί μας βοηθά να κατανοήσουμε τη στάση του Αναστάσιου Πολυζωίδη και γενικά τη στάση των φιλελεύθερων μελών του αγγλόφιλου κόμματος που ήταν εκείνοι οι οποίοι επηρεάζονταν από τις αρχές τους σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από τους υπόλοιπους πολιτικούς της περιόδου. Η στάση τους στη δίκη το αποδεικνύει έμπρακτα αλλά είναι χρήσιμο να γνωρίζουμε και τις αρχές αυτές, έτσι όπως ένας από τους πρωταγωνιστές τις διατύπωσε. Ο δεύτερος λόγος είναι η αυτόνομη αξία του κειμένου. Αποτελεί ένα φιλελεύθερο μανιφέστο για τη δικαστική ανεξαρτησία και το κράτος δικαίου. Θα πρέπει οι Έλληνες νομικοί να συνδέσουν αυτές τις ιδέες με το πρόσωπο που βλέπουν στην προσωπογραφία που συναντούν στην είσοδο στον Άρειο Πάγο και στο άγαλμα έξω από το δικαστήριο του Ναυπλίου.
Για να γίνει κατανοητή και η ιστορική σημασία του κειμένου, θα πρέπει να το εντάξουμε στο πολιτικό κλίμα της εποχής, παρακολουθώντας από πιο κοντά τις κινήσεις των φιλελευθέρων στη διάρκεια αυτού του ταραχώδους χρόνου (αρχές Απριλίου 1833 – τέλη Μαΐου 1834).
Α. Η νέα κυβέρνηση ως «Φιλελεύθερος Οίκος». Στο φύλλο της 8ης Απριλίου 1833 της εφημερίδας Αθηνά δημοσιεύθηκαν οι λεπτομέρειες του ανασχηματισμού της κυβέρνησης Σπυρίδωνα Τρικούπη, δύο ημέρες νωρίτερα. Η κυβέρνηση αυτή διοικούσε την Ελλάδα κατά την άφιξη του Όθωνα και της Αντιβασιλείας. Οι Αντιβασιλείς διατήρησαν την κυβέρνηση για δύο ακόμα μήνες, μέχρι να αποκτήσουν καλύτερη εικόνα της κατάστασης στην Ελλάδα. Μετά τον ανασχηματισμό της 6ης Απριλίου 1833, ο Σπυρίδων Τρικούπης παρέμεινε Πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου και Υπουργός Εξωτερικών αλλά ανέλαβε και το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκείας γιατί αρνήθηκε να το αναλάβει ο Σπυρίδων Βαλέττας, ενώ ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος παρέμεινε στη θέση του Υπουργού Οικονομικών και ανέλαβε προσωρινά το Υπουργείο Στρατιωτικών[26] (μέχρι την αντικατάστασή του, τον Ιούνιο, από τον Βαυαρό στρατιωτικό Κρίστιαν Σμαλτς). Οι αγγλόφιλοι κέρδισαν άλλο ένα σημαντικό υπουργείο καθώς ο Γεώργιος Ψύλλας ανέλαβε Υπουργός Εσωτερικών αντικαθιστώντας τον γαλλόφιλο Δημήτριο Χρηστίδη.[27] Μια σημαντική αλλαγή ήταν αυτή στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Τον Χριστόδουλο Κλονάρη αντικατέστησε ο Γεώργιος Πραΐδης, που μέχρι τότε υπηρετούσε ως πρόεδρος του Δικαστηρίου του Ναυπλίου. Με την εξαίρεση του Ιωάννη Κωλέττη, που εισήλθε στην Κυβέρνηση ως Υπουργός Ναυτικών, οι αγγλόφιλοι κυριαρχούσαν πλήρως. Αλλά έχει σημασία να τονίσουμε ότι οι υπουργοί της κυβέρνησης αυτής δεν ήταν απλώς αγγλόφιλοι, ήταν όλοι διανοούμενοι και φιλελεύθεροι.[28]
Η εφημερίδα που εκπροσωπούσε τις ιδέες αυτής της ομάδας, η Αθηνά, είχε αντιφατικά αισθήματα απέναντι στον ανασχηματισμό. Η ίδια είχε προβλέψει[29] ότι ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος θα αναλάμβανε ως ο παντοδύναμος Πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου και ταυτόχρονα Υπουργός Εξωτερικών και Εσωτερικών. Αλλά κυρίως είχε προβλέψει, ή μάλλον ελπίσει, ότι τον ανασχηματισμό θα συνόδευε μια συντακτική πράξη, δηλαδή ένα «προσωρινό καταστατικό ψήφισμα» το οποίο «θέλει καταστήσει μίαν Βουλήν από Αντιπροσώπους του Έθνους εκλελεγμένους με ελευθέραν των λαών θέλησιν, και η οποία Βουλή ως προς την νομοθεσίαν θέλει έχει σχεδόν τα αυτά με την Βουλήν της Γαλλίας και Αγγλίας καθήκοντα». Η εφημερίδα επιχείρησε να πιέσει προς αυτήν την κατεύθυνση προσθέτοντας, «γνωρίζοντες την ειλικρίνειαν και τα υψηλά της Αρχής μας φρονήματα δεν αμφιβάλλομεν ότι και τούτο θέλει αληθεύσει· και κατά τοσούτον περισσότερον· καθ’ όσον γνωρίζει ότι αυτή είναι η ευχαρίστησις και η κοινή του έθνους επιθυμία».
Η εφημερίδα ασκούσε εμμέσως κριτική στον Βαλέττα για την ευκαιρία που χάθηκε να συμμετέχει άλλος ένας φιλελεύθερος στην κυβέρνηση, τονίζοντας κάτι που το εμφανίζει ως δεδομένο αλλά αποτελεί, όπως θα αποδειχθεί, ιδίως στη Δίκη Κολοκοτρώνη/Πλαπούτα, άλλος ένας ευσεβής πόθος του συντάκτη της: «η σημερινή Αρχή μας μάλιστα θέλει ανθρώπους οίτινες να ήναι εις τας θέσεις των ενεργητικοί και όχι παθητικοί· θέλει κινούντα και όχι κινούμενα· θέλει ανθρώπους να συλλογίζωνται και εις τας πράξεις αυτής της Αρχής μας να την κάμνουν τας παρατηρήσεις των ελευθέρως […] αρκεί μόνον να γνωρίζουν να ενώνουν το δίκαιον με το συμφέρον του έθνους.»
Η εφημερίδα απέφυγε να εκφράσει την απογοήτευση για τη διάψευση των συνταγματικών προσδοκιών της και επέλεξε να εκφράσει την έντονη ικανοποίησή της, να πανηγυρίσει σχεδόν, γιατί το «σημερινόν υπουργείον μας έχει όλην την ομοφροσύνην, ή το μεγαλήτερον αυτής μέρος·[30] τώρα παρ’ άλλοτε επέτυχε το πράγμα ως οι περισσότεροι Γραμματείας [Υπουργοί] μας να είναι των αυτών φρονημάτων, των αυτών διαθέσεων, έξεων, κλ. ώστε και καταλλήλως ημπορεί να ειπή τις ότι σχηματίζουν σχεδόν ένα Οίκον».
Βέβαια το ότι όλοι, σχεδόν, οι Υπουργοί είναι φιλελεύθεροι, δεν αρκεί και η εφημερίδα το γνωρίζει από το παρελθόν:
Το υπουργείον [κυβέρνηση] λοιπόν του Κυρίου Τρικούπη, το οποίον ορθώς ημπορούμεν να ονομάσωμεν ούτως, δεν αμφιβάλλομεν ότι θέλει μας δείξει τώρα, ως ομόφρον την πραγμα- τοποίησιν των φιλελευθέρων φρονημάτων εκείνων, τα οποία και ο Κύριος Τρικούπης και οι συνάδελφοί του ούτοι εκήρυξαν κατά διαφόρους καιρούς και περιστάσεις δημοσίως, και δια τα οποία μάλιστα φρονήματά των εκέρδισαν πολλάκις την κοινήν υπόληψιν ήτις διαφυλάττουσα αυτούς ακόμη τους ανέβασε και σήμερον εις τον ανώτερον των υπουργημάτων βαθμόν, και θέλει τους διατηρεί εις τας θέσεις ταύτας, μέχρις ότου δεν ήθελον μεταβληθή και φανή διαφορετικώτεροι απ’ ό,τι εξετέθεσαν εις το Κοινόν, οπόταν ήσαν έξω από τα πράγματα.
Β. Γνωστός για τα φιλελεύθερα φρονήματά του. Το άρθρο αυτό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί προφητικό αλλά δεν ήταν. Ο συντάκτης του, κατά πάσα πιθανότητα ο ίδιος ο Εμμανουήλ Αντωνιάδης, έχοντας μεγάλη πείρα από πολιτικές διώξεις, από την εμπλοκή του στη σύγκρουση Εκτελεστικού-Βουλευτικού το 1823 έως τις διώξεις της εφημερίδας του στη διάρκεια της Καποδιστριακής περιόδου[31] απλώς προέβλεπε τι θα συμβεί και, ταυτόχρονα, προειδοποιούσε και έθετε τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου προ των ευθυνών και των αρχών τους. Αλλά είναι εντυπωσιακή η συνέχεια και το τέλος αυτού του πρωτοσέλιδου κύριου άρθρου.
Ο Κύριος Αναστάσιος Πολυζωίδης εδιωρίσθη Πρόεδρος του κατά το Ναύπλιον Δικαστηρίου, αντί του Κυρίου Γεωργίου Πραΐδου· διορισθέντος εις την επί της Δικαιοσύνης Γραμματείαν. Ο Κύριος Αναστάσιος Πολυζωίδης γνωστός δια την παιδείαν και φιλελεύθερα φρονήματά του θέλει μας αποδείξει τώρα βέβαια με την διαγωγήν του, ότι οι λόγοι του είναι σύμφωνοι με τας πράξεις του, ότι αι αρχαί του είναι σταθεραί και αμετάθετοι, ως προς την ωφέλειαν των συμπολιτών του, και ότι το δύκτι δεν μετεχειρίσθη ούτος ως οι άλλοι, με τον μόνον σκοπόν του να πιάσουν το ψάρι και έπειτα να το παραιτήσουν.
Ο συντάκτης της Αθηνάς και πάλι είχε προβλέψει με επιτυχία το μέλλον. Αλλά ήταν ο Αναστάσιος Πολυζωίδης, τριαντάρης πια, ψυχολογικά έτοιμος για μια τέτοια ευθύνη; Στη σημαντικότερη μελέτη για την πορεία του Πολυζωίδη μέχρι και τον Ιούλιο του 1830, η Κατερίνα Γαρδίκα σημειώνει καταλήγοντας:
Νομίζω ότι από εδώ και πέρα αρχίζει η δυναμική δράση του Πολυζωίδη – όταν εντάσσεται με γνώσεις και ιδανικά σε μια πολιτεία με νόμους και παρανομίες. Τη στάση του ως τώρα πρέπει να την κατανοήσωμε πλησιάζοντας περισσότερο προς τη θέση του. Όταν ξεσπά ή επανάσταση είναι δεκαεννέα ετών: τον δικαιολογούμε για την αποχή του από τα κοινά. Διανοούμενος, ίσως από τη φύση του όχι πολεμιστής, μακριά από την ιδιαίτερη πατρίδα του, ανάμεσα σε ανθρώπους που αγωνίζονται για τη δική τους ελευθερία και για ό,τι έχουν συνδέσει με τη δική τους γη: ίσως έτσι πρέπει να καταλάβωμε την αποχή του από τα πεδία των μαχών. Ενθουσιώδης είναι μόνο σε ένα ζήτημα: να προσφέρη αξιοποιώντας τις δυνάμεις του. Την προσφορά του την καθορίζει στον πολιτικό-διοικητικό τομέα. Την αναβάλλει όμως έως ότου τελειοποιηθή με σπουδές στο εξωτερικό. Τελικά η προσφορά του στην επανάσταση είναι δευτερεύουσα, σχεδόν μηδαμινή, ο ίδιος δε, απογοητευμένος, μένει με την εντύπωση της ματαιότητος της παρουσίας του.
Ακόμα και ο Αντωνιάδης όμως δεν μπορούσε να προβλέψει[32] τη χιονοστιβάδα των γεγονότων που θα πλήξει την Αντιβασιλεία και την Κυβέρνηση και θα καταλήξει στον Πολυζωίδη που θα πρέπει να τη διαχειριστεί με τρόπο που δεν θα παραβιάσει τις αρχές του.
Γ. Με ζήλον και εν συνειδήσει. Η αλήθεια είναι πως ο Αναστάσιος Πολυζωίδης για πρώτη φορά αναλάμβανε μια τόσο σημαντική θέση.[33] Η πολιτική του δραστηριότητα, όμως, στην Επανάσταση ήταν εντονότατη και η συμβολή του κρίσιμη από το 1821-2 στην Επίδαυρο και το 1823 στο Λονδίνο μέχρι το 1827 στην Τροιζήνα (Παιονίδης & Βόγλη 2011). Είχε πρωταγωνιστήσει στην αντιπολίτευση στον Ιωάννη Καποδίστρια με τον Απόλλωνα (Λούκος 1971, 1988), είχε γίνει, μάλιστα, διάσημος στην Ευρώπη για τον αγώνα που έδωσε.[34]
Όταν ξεκίνησε η δίκη, ο Πολυζωίδης δεν ήταν κάποιος άγνωστος δικαστής, ήταν ήδη ένα σύμβολο. Χαρακτηριστικά, ο συντηρητικός London Courier, όταν στο φύλλο της 21 Ιουνίου 1833 ανακοίνωσε τη σύνθεση της νέας ελληνικής κυβέρνησης (της 6ης Απριλίου 1833), προσέθεσε: Ο Πολυζωίδης, ο πρώην εκδότης της εφημερίδας της Ύδρας [Απόλλων] διορίστηκε Πρόεδρος στο Δικαστήριο του Ναυπλίου.
Η φήμη του είχε διαδοθεί ακόμα και στις Η.Π.Α. Ο Πρόεδρος του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ και μέλος του Δ.Σ. του Smithsonian, Cornelius Conway Felton, θα τον χαρακτηρίσει το 1854 «one of the most enlightened men in Greece,» αναφερόμενος, κι αυτός, στη δράση του στην Ύδρα το 1831 και ιδιαίτερα στην έκδοση του Απόλλωνα (Felton 1866: 462).
Οι βρετανικές εφημερίδες αναδημοσίευαν εκτεταμένα αποσπάσματα από τα πρακτικά της Δίκης. Για παράδειγμα ο Morning Herald στις 18 Ιουνίου 1834 παρουσιάζει με λεπτομέρειες τις μαρτυρικές καταθέσεις της 10ης, 13ης και 14ης Μαΐου (καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας), αφιερώνοντας δύο μεγάλες στήλες. Οι ευρωπαϊκές εφημερίδες παρουσιάζουν τις δραματικές στιγμές της τελευταίας μέρας της δίκης: «M. Schinas ordered Monsieur Polyzoides, the President of the Tribunal, to be collared and forcibly put on the Justice seat to promulgate the sentence which he refused to sign»; «he was dragged from his seat by an officer of justice.»
Αλλά είναι γεγονός πως δεν είχε έρθει ακόμα η στιγμή του. Ο διορισμός του έγινε δύο ημέρες πριν από αυτόν της κυβέρνησης, στις 4 Απριλίου, ανακοινώθηκε, όμως, στις 6 Απριλίου. Έχει ενδιαφέρον να τον παραθέσουμε ολόκληρο:[35]
Όθων
Ελέω Θεού Βασιλεύς της Ελλάδος
Αποφασίσαμεν να διορίσωμεν τον Κύριον Αναστάσιον Πολυζωίδην εις τόπον του προβιβασθέντος εις βαθμόν Γραμματέως της Επικρατείας επί της Δικαιοσύνης κύριου Γ. Πραΐδη Πρόεδρον του κατά το Ναύπλιον Δικαστηρίου με μηνιαίον μισθόν δραχμών 250 και ελπίζομεν ότι ο νέος Πρόεδρος θέλει διευθύνει την δοθείσαν εις αυτόν υπεράσπισιν με ζήλον και εν συνειδήσει, και φανή τοιουτοτρόπως άξιος της εις αυτόν εμπιστοσύνης μας.
Θέλει κοινοποιηθή εις τον Κύριον Α. Πολυζωίδην Αντίγραφον της παρούσης μας Αποφάσεως, και θέλει παραγγελθή να αναδεχθή άνευ αναβολής τα χρέη του, αφού προηγουμένως κάμη τον απαιτούμενον όρκον της υπηρεσίας Ενώπιον του επί της Δικαιοσύνης Γραμματέως της Επικρατείας.
Ναύπλιον την 4 (16) Απριλίου 1833
Εν ονόματι του Βασιλέως
Η Αντιβασιλεία
Ο Κόμης Άρμανσπεργ Πρόεδρος, Μάουρερ, Έιδεκ
Δ. Το φιλελεύθερο μανιφέστο. Ο Αναστάσιος Πολυζωίδης, την ημέρα που ανέλαβε τα καθήκοντά του στο Δικαστήριο του Ναυπλίου, εκφώνησε έναν περίφημο λόγο. Ανταποκρινόμενος στο κάλεσμα της Αθηνάς να παραμείνει πιστός στις αρχές του, απάντησε με τον πιο τολμηρό και πολιτικά ριψοκίνδυνο τρόπο: διατύπωσε με παρρησία τις προγραμματικές αρχές του σε ένα κείμενο αρχών που στην ουσία του ήταν ένα καθαρόαιμο και τολμηρό πολιτικό κείμενο, ένα φιλελεύθερο μανιφέστο. Ο εκδότης της Αθηνάς αντιλήφθηκε αμέσως τη σημασία του κειμένου και έσπευσε να το δημοσιεύσει, παρά τη μεγάλη έκτασή του, ολόκληρο.[36]
Οι αναγνώστριες και οι αναγνώστες θα έχουν την ευκαιρία να διαβάσουν στο σύνολό του αυτό το φιλελεύθερο πολιτικό μανιφέστο, με θέμα τη δικαστική ανεξαρτησία και τις αρχές του κράτους δικαίου, στο παράρτημα. Αλλά εδώ απλώς θα επαναλάβω την σαφέστατη προειδοποίησή του απευθείας προς τον Βασιλέα, να μην τολμήσει να παρέμβει στη Δικαιοσύνη:
ούδέ συγχωρεΐται ποσώς εις τον Ηγεμόνα, ή εις τινα των υπουργών, ή εις άλλην όποιανδήποτε τών δημοσίων άρχών νά φέρη τό έλάχιστον έμπόδιον, τήν έλαχίστην παρενόχλησιν εις τήν εντός τών όρίων τής νομοθεσίας κινουμένην ένέργειάν της [Δικαιοσύνης]. Τήν άνεξαρτησίαν ταύτην τής Δικαστικής έξουσίας, δυναμένην νά θεωρηθή ώς μίαν τών κυριωτέρων άπαιτήσεων καί πρώτην βάσιν τής άγαθής δικαιοδοσίας, ύπαγορεύουσι τό συμφέρον τής κοινωνίας καί ή ιερότης τοΰ δικαίου. Επειδή άλλως καί τοΰ συνετωτάτου καί άκεραιοτάτου δικαστοΰ, οντος άνθρώπου, ειμπόρουν εν νεύμα, μία προτροπή ή άπειλή πολλάκις νά μεταβάλωσι ή νά ταράξωσι τήν κρίσιν του, καί νά τόν άναδείξουν παραβάτην τών ιερών χρεών του, έμπαίκτην τών άνθρωπίνων δικαίων, οργανον τής αύθαιρεσίας.
Και όχι μόνο αυτό αλλά τονίζει τη σημασία της αρχής του φυσικού δικαστή:
Τρίτη άλλη άγαθής δικαιοδοσίας άπαίτησις ή παραγγελία είναι τό νά άποφασίζωσι περί πάσης δικασίμου ύποθέσεως νομίμως μόνον ώργανισμένα, ούδέποτε δέ έκτάκτως συστημένα ήτοι έξαιρετικά Δικαστήρια χάριν μερικών τινών περιστάσεων καί άτόμων. Προσέτι δέ νά γνωρίζη ήδη προηγουμένως έκαστος Πολίτης τούς Δικαστάς, εις τών όποίων τήν άπόφασιν ύποβάλλεται, καί οι όποιοι πρέπει πάντοτε νά είναι οι φυσικοί Δικασταί.
Ενώ ο Πολυζωίδης αναλαμβάνει τη θέση του Δικαστή, ζητά να εισαχθούν τα ορκωτά δικαστήρια, όχι απλώς τα μικτά ορκωτά, αλλά να υιοθετηθεί πλήρως το αγγλοσαξονικό σύστημα των 12 ενόρκων, «τό Παλλάδιον της έλευθερίας των», κάνοντας αναφορά στον Blackstone. Το απαιτεί αυτό διότι αυτός ο τρόπος εκδίκασης «είναι όμως πολύ άξιολογώτερος ώς πρός τάς έγκληματικάς δίκας, εις τάς οποίας έν καιρω ταραχών καί κινδύνων, πλέον εχει νά φοβηται τις τών μισθωτών Δικαστών τήν βίαν καί μεροληψίαν».
Αναφέρεται εμμέσως στο Σύνταγμα της Τροιζήνας,[37] ως να ισχύει αυτό ακόμα, για να προειδοποιήσει άλλη μια φορά:
ήτον άναγκαΐον πρός διατήρησιν τής θαυμαστής ισορροπίας τοΰ Πολίτικου Συντάγματός μας νά λάβη ό Ήγεμών τήν Νομοτελεστικήν έξουσίαν άλλ’ ή έξουσία αϋτη είμπορεΐ νά άποβή πολλά έπικίνδυνος είς αύτό τό ί’διον Σύνταγμα, έάν ένεργεΐτο άπολύτως διά Δικαστών ώνομασμένων παρά του Βασιλέως, οίτινες έδύναντο τότε νά καταδικάζωσιν είς θάνατον, νά φυλακόνωσιν ή νά έξορίζωσι πάντα άνθρωπον ϋποπτον είς τήν Κυβέρνησιν.
Ε. Έχουμεν τιμιότητα να τους αθωώσωμεν. Το πολιτικό κείμενο του Πολυζωίδη καταλήγει με έναν ύμνο στην αρχή της δημοσιότητας της Δίκης ως εγγύηση αλλά και ως νομιμοποιητικό στοιχείο της Δικαιοσύνης. Αλλά για να έχει νόημα αυτή η δημοσιότητα, απαιτεί την απόλυτη ελευθερία του Τύπου:
Ή Δημοσιότης, όταν παρά τά Δικαστικά Βήματα, εχη προσέτι βοηθό καί τών έφημερίδων τήν πολύηχον σάλπιγκα, γίνεται καί διορθώτρια τών σφαλμάτων, τά όποια είς παν άλλο σύστημα ήθελαν διαδοθή άτιμωρητί. […] ή Δημοσιότης τέλοσπάντων καί τής Δικαστικής έξουσίας τήν τιμήν διασώζει, καί ετι μαλλον είς τής δικαιοσύνης τό συμφέρον άποβλέπει.
Όσοι έλαβαν σοβαρά υπόψη τους το κείμενο του Πολυζωίδη, δεν εξεπλάγησαν με όσα συνέβησαν στη Δίκη. Ο ίδιος ο Πολυζωίδης ήταν έτοιμος για όλα. Οι παράγοντες της δίκης άρχισαν να το αντιλαμβάνονται αρκετά νωρίς. Σύμφωνα με πληροφορίες του Φραντζή (1841: 168-169):[38]
αφ’ ου ήρχισεν η δίκη, απεστάλησαν επίσημοι τινές προς τον Α. Πολυζωΐδην, υποσχόμενοι αυτώ μεγάλας αμοιβές και λαμπράς θέσεις, διά να φανή μόνον σύμφωνος εις την καταδικαστικής εκείνην απόφασιν, αλλ’ ο Α. Πολυζωίδης κατ’ ουδένα τρόπον παρεδέχθη τούτο, εάν όμως ήθελε συμβή να γίνη η πρότασις αυτή προ της ενάρξεως της δίκης, ήθελε βέβαια δώσει εξ αυτής την παραίτησίν του.
Πιθανόν και σ’ αυτές τις προσπάθειες παρέμβασης να οφείλεται η σταδιακή αλλαγή της στάσης του Πολυζωίδη στη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας.[39] Όταν ο Μάσον κάλεσε τους δικαστές στην οικία του για να διασκεφθούν ανεπίσημα και με μυστικότητα και να εκτιμήσουν, υποτίθεται, τη βαρύτητα των αποδείξεων, ο Αναστάσιος Πολυζωίδης, προφανώς αγανακτισμένος, είπε τα εξής (Τερτσέτης 1835: 26):
Θάπτω εις τους κρυψώνας της σιωπής την αντάμωσίν μας εδώ, το διατί και το πώς· κανένας δεν θα ειπεί γνώμην πριν η ώρα του νόμου το καλέσει· αν είναι ανάγκη να προειπούμεν τι, προλέγω ότι, αν οι στρατιωτικοί Έλληνες είναι αθώοι, έχουμεν τιμιότητα να τους αθωώσωμεν, αν ένοχοι, αρκετήν αγάπην Πατρίδος να τους καταδικάσωμεν εις δεσμά, εις θάνατον. Επίτροπε, φανέρωσε εις τους ανωτέρους σου, ότι η ημέρα κατά την οποίαν οι πολεμικοί άνδρες της Πελοποννήσου ή της Ρούμελης καταβούν από το Ιτσκαλέ, νομίμως, ή από το Παλαμήδι, δια να τους λάβει ο δήμιος ή να τους χαρεί πάλιν η αγκάλη των παιδιών και γυναικών των, αυτή η ημέρα θα είναι η ημέρα της ισχύος και της δόξης του Θρόνου. Αλλά μη γένοιτο ποτέ να βάλει, είτε Δικαστής Έλληνας, είτε Αντιβασιλέας, είτε Υπουργός Βασιλικός, να βάλει την ζώστρα και την ρομφαία του Βρέννου[40] εις τον δίσκον της ζυγαριάς. Αλοίμονον! αν δε έχομε εις την ψυχήν μας το αίσθημα του καθήκοντος!
Ο Αναστάσιος Πολυζωίδης συμπεριφέρθηκε με υποδειγματικό τρόπο στο σύνολο της ακροαματικής διαδικασίας, και στον τρόπο που αντιμετώπισε τα δικονομικά ζητήματα που προέκυψαν (Αναγνωστόπουλος 2022) αλλά και υπερασπιζόμενος σθεναρά τις βασικές αρχές του κράτους δικαίου (Βλαχόπουλος 2022). Η στιγμή του Πολυζωίδη, αυτή που περίμενε να έρθει από το 1821, έφτασε μαζί με το τέλος της δίκης. Όταν ήρθε η ώρα, ο Πολυζωίδης αντιστάθηκε, ακόμα και με φυσικό τρόπο, στην προσπάθεια της αυταρχικής εξουσίας να εξευτελίσει τη δικαστική ανεξαρτησία και τις αρχές του κράτους δικαίου. Ο Γεώργιος Τερτσέτης συμμετείχε στη συμβολική χορογραφία αυτής της σκηνής. Με τη δική του περιγραφή[41] θα κλείσουμε αυτό το κείμενο:
Εμβήκαμε εις το δωμάτιον των διασκέψεων. Άρχισε [ο Υπουργός Δικαιοσύνης Κ. Σχινάς], πότε με καλοσύνην, πότε με φοβέρα, να μας πείθει να υπογράψωμεν την απόφασιν των τριων συναδέλφων μας. Δεν ημπορούμε, του απαντούσαμε, και μένομεν εις την πράξιν μας της αναβολής. Τέλος μας είπε: «καν να παρευρεθήτε εις την έδρα σας κατά την ανάγνωσιν της αποφάσεως». Ηρνήθημεν και τούτο. Έγινε ολίγη σιωπή. Δια μιας χωροφύλακες αρπάζουν τον Πολυζωίδην, να τον φέρουν δια της βίας εις το κάθισμα της προεδρίας. Ο Πολυζωίδης αντιστέκεται. Ήτον αρκετό το διάστημα από το δωμάτιον των διασκέψεων εις τα δικαστικά καθίσματα· αντιστέκεται, τον σέρνουν. Επιάνετο από τα τραπέζια, από τες θύρες, μαχόμενος. Τέλος τον κάθισαν εις την έδραν του. Με εμέ, άλλαξαν σχέδια πολεμικής. Τέσσαρες χωροφύλακες μ’ επήραν σηκωτόν εις τον αέρα. Ήμουν νέος και είχα ελαστικότητα εις τα ποδάρια, κι επήγαιναν ανεμομύλους κι εφιλοδωρούσαν τους ανυψωτάς μου. Να ειπώ την αλήθειαν, εκείνοι αδιαφορούσαν. Μόνον την δουλειά τους, πώς να με στήσουν εις το στασίδι του δικαστού. Και το κατόρθωσαν και τέσσερες λόγχες χωροφυλάκων σπινθοβολούσαν όρθιες επί της κεφαλής μας.[42] Καθήμενοι συμβουλεύθημεν μεταξύ μας τι να κάμομε. Ο Πολυζωίδης είπε: αρκετά όσα εκάμαμε, φθάνει.
Υποσημειώσεις
[1] Αθανάσιος αντί Αναστάσιος Πολυζωίδης. Ένα λάθος που κάνει πρώτος ο Γεώργιος Βαλέτας στην έκδοση των απάντων του Τερτσέτη το 1953 και το αναπαράγει ο Φωτιάδης στην πρώτη έκδοση του 1962. Ο Γλυκοφρύδης βασίζει το σενάριό του στο βιβλίο του Φωτιάδη.
[2] Προηγήθηκαν, βέβαια, άλλες πέντε σημαντικές πολιτικές δίκες: του Γεώργιου Καραϊσκάκη (1824), του Θεόκλητου Φαρμακίδη (1829-1830), του Εμμανουήλ Αντωνιάδη (1831), του Κανέλλου Δεληγιάννη (1831) και του Γεώργιου Μαυρομιχάλη (1831). Βλ. Χατζής (2022) για λεπτομέρειες και Σειρηνίδου (2022) για τη δίκη ως δημόσιο γεγονός αλλά και ως θέαμα στην Ελλάδα της εποχής.
[3] Νομίζω δεν μπορεί να συγκριθεί η περίοδος της Αντιβασιλείας ακόμα και με την πιο αυταρχική, τελευταία φάση, της διακυβέρνησης Ι. Καποδίστρια.
[4] «Ήλθαν λοιπόν φουσκομένα τα μυαλά εναντίον μου. […] τους εκατάλαβα ότι ήταν [καχ]ύποπτοι». (Κολοκοτρώνης 1846: 255)
[5] Βλ. ενδεικτικά το άρθρο της φιλελεύθερης Αθηνάς (1/4/1833): «Ο διοργανισμός του τακτικού και ατάκτου στρατού βλέπομεν, ότι δεν ευχαρίστησε πολλούς· αλλά τα μέσα του έθνους μας δεν εσυγχωρούσαν βέβαια να γένη το πράγμα διαφορετικώτερα· κατά το πάπλωμά μας πρέπει να ξαπλόνομεν και τα ποδάρια μας, αν θέλω- μεν να μην κρυόνομεν.»
[6] Όταν πρώην αγωνιστές ζητούν από τον Γενναίο Κολοκοτρώνη να τους βοηθήσει οικονομικά, αυτός τους απαντά: «Εγώ δεν έχω τώρα· δόσατέ μοι και σεις· όταν είχα σας έδιδα· σύρτε εις τον Μαυροκορδάτον εις το Ανάπλι· εκείνος είναι Βασιλέας.» (από την κατάθεση του Χρήστου Στασινόπουλου). Βλ. Πρακτικά (1943: 104)
[7] Βλ. κυρίως το πολυσυζητημένο άρθρο στους Times του Λονδίνου με τίτλο «State of Greece» (21/3/1833). Το άρθρο έχει γραφτεί στα Καλάβρυτα στις 4/2 (ν.η.): «Λέγεται πως η επίθεση στα γαλλικά στρατεύματα αποτέλεσε μέρος του σχεδίου του Κολοκοτρώνη, που κάλεσε όλες τις στρατιωτικές του δυνάμεις, καθώς και τα μέλη του κόμματός του, να συγκεντρωθούν στο Άργος με σκοπό να επιβάλλουν τους όρους τους στη νέα Κυβέρνηση».
[8] Φραντς ή Φρασικλής, όπως είχε ελληνοποιήσει ο ίδιος το όνομά του.
[9] Για τα γεγονότα από τη σκοπιά του Μάουρερ, βλ. το βιβλίο του Ο Ελληνικός λαός που δημοσίευσε το 1835 (Μάουρερ 1976 [1835]). Βλ. επίσης Τερτσέτης (1953 [1874]: 316).
[10] Για τον Διονύσιο Ρώμα βλ. Βλαχόπουλος (2020)· επίσης Κατωπόδης (2021).
[11] Ο Παναγιώτης Νικολαΐδης είχε παίξει σημαντικό διαμεσολαβητικό ρόλο μεταξύ Ι. Καποδίστρια και Κουντου ριωτών. Ως πρόεδρος του Έκκλητου Δικαστηρίου Πελοποννήσου, ακύρωσε τον Απρίλιο του 1831 την καταδικαστική απόφαση του πρωτόκλητου δικαστηρίου της Αργολίδας που είχε καταδικάσει σε φυλάκιση και πρόστιμο τον Εμμανουήλ Αντωνιάδη (τον γνωστό φιλελεύθερο δημοσιογράφο που αργότερα θα ιδρύσει την εφημερίδα-σημαία των αγγλόφιλων, την Αθηνά) για δημοσιεύματα της εφημερίδας Ηώς που εξέδιδε τότε. Ο Αναστάσιος Πολυζωίδης χαρακτήρισε στον Απόλλωνα της 6ης Μαΐου 1831 την απόφαση ως «μοναδικόν παράδειγμα δικαστικής ανεξαρτησίας εις Ελλάδα». Πράγματι, πρόκειται για μια ιστορική απόφαση που ανατράπηκε επί της ουσίας στη συνέχεια (Κόκκωνας 2010: 21-22). Για το κείμενο της απόφασης της 11/4/1831, βλ. Ηώς, τ.
[14] (18 Απριλίου 1831). Αλλά ο Παναγιώτης Νικολαΐδης είχε προαναγγείλει, κατά κάποιον τρόπο, το σκεπτικό της απόφασης σε επιστολή που έστειλε προς τον Γεώργιο Ψύλλα και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα Αθηνών (τ. 86-87) στις 7 Σεπτεμβρίου του 1825: «ως φιλελεύθερος και φιλόπατρις ήθελον και εγώ επιχειρήσειν ν’ αποκριθώ […] ότι ο τύπος είναι και πρέπει να είναι κατά πάντα απεριόριστος πανταχού, όπου οι πολίται ζώσιν ελεύθεροι και αυτόνομοι». Ο Π. Νικολαΐδης καταγόταν από τη Σμύρνη, είχε σπουδάσει νομικά στο Παρίσι, έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρείας, μάλλον στην Οδησσό όπου είχε εγκατασταθεί και ευημερούσε ως έμπορος, κατήλθε στην Ελλάδα μαζί με τον Δημήτριο Υψηλάντη, συνόδευσε τον Μανώλη Τομπάζη στην Κρήτη το 1823, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1824 και τελικά στο Ναύπλιο. Ο Νικολαΐδης είναι, ίσως, ο μοναδικός διανοούμενος που δημοσίευσε άρθρα σε όλες τις εφημερίδες της Επανάστασης (Ελληνικά Χρονικά, Φίλος του Νόμου, Εφημερίς Αθηνών, Γενική Εφημερίς της Ελλάδος). Είναι ο συγγραφέας ενός εκτεταμένου άρθρου υπέρ της αίτησης προστασίας προς την Μεγάλη Βρετανία (Εφημερίς Αθηνών τ. 88-89, 90-91, 15/9-18/9/1825) ενώ σε επόμενα τεύχη της ίδιας εφημερίδας (τ. 93-96, 29/9-6/10/1825) δημοσίευσε μεταφρασμένα αποσπάσματα ενός ιδιαίτερα ριζοσπαστικού κειμένου, του «Des droits et des devoirs du citoyen» (1758) του Αββά Gabriel Bonnot de Mably (βλ. Baker 1981 και Wright 2015 για τη σημασία του κειμένου). Μετά την ίδρυση της Αθηνάς ο Νικολαΐδης (που εργαζόταν πλέον ως δικηγόρος στο Ναύπλιο) δημοσίευε τα κείμενά του στην εφημερίδα του Αντωνιάδη αν και βρισκόταν πάντα στο μεταίχμιο μεταξύ του ρωσικού και αγγλικού κόμματος. Σύμφωνα με την εγκωμιαστική νεκρολογία του Φιλήμονα (Αιών, 4/10/1839), είχε αρνηθεί θέσεις που του πρόσφεραν οι Βαυαροί γιατί τα εισοδήματα από τη δικηγορία ήταν περισσότερα και απαραίτητα για τη συντήρηση της μεγάλης του οικογένειας. Πιθανή υπερκόπωση ή άλλη ασθένεια τον υποχρέωσε να καταφύγει στην Κύθνο για να αναρρώσει όπου και πέθανε σε ηλικία 43 ετών. Την κατάθεση του Νικολαΐδη (όπως δημοσιεύθηκε στον Σωτήρα (τ. 40, 3/6/1834), έκρινε ως ιδιαίτερα σημαντική η βρετανική πρεσβεία και την επισύναψε στη σχετική ενημέρωση για τη δίκη που απέστειλε στο Foreign Office. Ο αυστριακός γενικός πρόξενος στην Αθήνα Gropius, τον χαρακτηρίζει «δόλιο και κίβδηλο άνθρωπο» στις αναφορές του (16/9/1833). Τα γεγονότα στην Τήνο με την εξέγερση κατά της φορολογίας, ενίσχυσαν την συνωμοσιολογία.
[15] Για την πρώτη αντίδραση της Αθηνάς, βλ. το φύλλο της 9/9/1833, όπου τονίζεται πως προϋπόθεση για να υπάρχει κοινωνική ηρεμία είναι «η φρόνιμος και δικαία κυβέρνησις».
[16] Μοναδική εξαίρεση φαίνεται να ήταν ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος που φαίνεται να ήταν αποδέκτης καταγγελιών από «νομιμόφρονες» στην Πελοπόννησο. Αλλά οι επιστολές αυτές περιείχαν απλώς φήμες. Περισσότερο θορυβήθηκε από την κατάθεση του Θοδωράκη Γρίβα, στην οποία γινόταν υπαινιγμός για ρωσικό σχέδιο δολοφονίας Μαυροκορδάτου και Κωλέττη (που δημοσιύεσε ο Σωτήρ στις 27/5/1834) («ο Ανδρέας Πάκμορ [αργότερα έπαρχος και διοικητής των Σπετσών] και ο υιός του κ. Βλασοπούλου [πατέρας και γιος υπηρετούσαν ως προξένοι της Ρωσίας] μ’ είπαν εις την ομιλίαν, ότι συμφέρει εις αυτήν την εποχή να θανατωθούν ο Μαυροκορδάτος και ο Κωλέττης. Τους λόγους αυτούς τους είπα αμέσως εις τον Κωλέττην»). Βλ. επίσης την κατάθεση Ανδρέα Λόντου στα Πρακτικά (1843: 87) («ε’).
[17] Περιγράφει ο Γεώργιος Ψύλλας (1974 [1867-69]: 219).
[18] Βλ. τον τρόπο που παρουσιάζει την υπεράσπιση του Κολοκοτρώνη από τον Κλονάρη ένας παραδοσιακός ιερωμένος, ο Αμβρόσιος Φραντζής (1841: 167) («δια το ζωηρόν παραστατικόν του υπερασπιστού της Δικαιοσύνης Χ. Κλονάρη»).
[19] Βλ. την αναφορά του Κωνσταντίνου Ζωγράφου προς τον υπουργό Εσωτερικών, Γεώργιο Ψύλλα (Ψύλλας 1974 [1867-69]: 217-218): «ποτέ ο Κολοκοτρώνης δεν θέλει έμβη εις τοιαύτα πραξικοπήματα τώρα, ότε έχει πολλά να χάση.» Ο Ψύλλας παρουσίασε τον Ζωγράφο σε όλα τα μέλη της Αντιβασιλείας για να τους καθησυχάσει.
[20] Μια προσπάθεια που είναι εμφανής στην προσωπική του αλληλογραφία, στις πράξεις και στις παραλείψεις του και που μόνο ο Τζον Πετρόπουλος (1968) φαίνεται να έχει διακρίνει. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Μαυροκορδάτος δεν ήταν πιο κοντά στη βρετανική πολιτική, δεν εξυπηρέτησε σκοπούς της βρετανικής πολιτικής (για παράδειγμα το 1831) αλλά το έκανε μόνο όταν οι σκοποί της βρετανικής πολιτικής θεωρούσε πως εξυπηρετούσαν τα ελληνικά συμφέροντα όπως ο ίδιος εκτιμούσε.
[21] «Αλλά ο Α. Μαυροκορδάτος με πολλήν καρτερίαν αντέτεινε εις το σχέδιον της συστάσεως του στρατιωτικού αυτού Δικαστηρίου, προτείνας ότι, επειδή το στρατιωτικόν της Ελλάδος κατηργήθη μετά την άφιξιν του βασιλέως, οι δε εν τη φυλακή όντες νομίζονται και είναι απλοί πολίται, δια τούτο αναγκαίως έπεται να δικασθώσιν από πολιτικόν, και όχι από στρατιωτικόν Δικαστήριον, καθότι άλλως ο έξω κόσμος θέλει καταδικάσει αιωνίως την αδικίαν αυτήν η πρότασις αυτή του υπουργού Α. Μαυροκορδάτου παρεδέχθη ως ειλικρινής και αθώα· όθεν και μετά το άγιον Πάσχα εγίνετο η έναρξις της δίκης εις το Πολιτικό δικαστήριον, προεδρευόμενον από τον Α. Πολυζωίδην.» (Φραντζής 1841: 165). Βλ. επίσης παρόμοια επιχειρήματα σε κύριο άρθρο της Αθηνάς (14/9/1833).
[22] Το Διάταγμα υπεγράφη κανονικά από τα μέλη της Κυβέρνησης αλλά δεν δημοσιεύθηκε ποτέ στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος. Μετά την καταδίκη ο Μαυροκορδάτος προσπάθησε να το χρησιμοποιήσει για να ζητήσει από τους Αντιβασιλείς να απονείμουν χάρη στον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα. Το διάταγμα ήταν μεν αδημοσίευτο, αλλά, όπως επιχειρηματολόγησε, ήταν ένα είδος «συμφωνίας κυρίων» που δέσμευε ηθικά τους Υπουργούς. Όμως ο Σχινάς και ο Κωλέττης δεν δέχθηκαν ότι είχαν αναλάβει παρόμοια υποχρέωση.
[23] Προφανώς ο Κωλέττης εννοούσε τη συμφιλιωτική στάση του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου στο τέλος του Εμφυλίου Πολέμου της Επανάστασης και πιθανώς τον ρόλο του στην αμνήστευση του Κολοκοτρώνη.
[24] Είναι χαρακτηριστικό ότι έγινε αστυνομική έρευνα στο σπίτι του Γεώργιου Τερτσέτη στην Πρόνοια, μετά την έκδοση της απόφασης, με σκοπό να διαπιστωθεί εάν το σχέδιο αθωωτικής απόφασης που έφερε μαζί του στην τελευταία συνεδρίαση του δικαστηρίου ήταν γραμμένο με τον γραφικό χαρακτήρα του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου (Αθηνά 30/5/1834). Βλ. το δημοσίευμα του Σωτήρος (31/5/1834) («ο κ. Γ. Τερτσέτης εξάγει από τον κόλπον του σχέδιον αθωωτικής αποφάσεως, ητοιμασμένον ως φαίνεται, προ ημερών, και επιδιωρθωμένον απ’ άλλον»).
[25] Ο Νικολαΐδης με την κατάθεσή του, από την αρχή φέρνει σε πολύ δύσκολη θέση τον Μάσον καθώς αναφέρεται στην υπόθεση Φραντς με μυστικοπάθεια («δι’ αυτήν [την πολιτικήν υπόθεσιν] δεν ημπορώ να σε είπω τίποτε, παρά αφ’ ου με δωθή συγκατάθεσις παρά της Κυβερνήσεως») και περιπλέκοντας τα πράγματα, ίσως συνειδητά. Βλ. Πρακτικά (1843: 149-152).
[26] Αντικαθιστώντας στο Υπουργείο Στρατιωτικών τον Κωνσταντίνο Ζωγράφο που, όπως είδαμε, ανέλαβε την ευαίσθητη θέση του Νομάρχη Αρκαδίας (στις 23 Απριλίου 1833).
[27] Ο Χρηστίδης διορίστηκε νομάρχης Μεσσηνίας και στη συνέχεια θα βομβαρδίσει την κυβέρνηση με αναφορές για ανατρεπτικές ενέργειες των ρωσόφιλων. Οι δικές του αναφορές χρησιμοποιήθηκαν από μέλη της Αντιβασιλείας, τον Ιωάννη Κωλέττη και πιθανόν να έκαναν κι αυτές τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο να ανησυχήσει.
[28] Ο Σπυρίδων Βαλέττας ανήκε στην ίδια ομάδα. Για τους διαχωρισμούς στο αγγλικό κόμμα και τις διαφορές μεταξύ διανοούμενων και παραδοσιακών Πελοποννησίων αγγλόφιλων, όπως ο Ανδρέας Ζαΐμης και ο Ανδρέας Λόντος, βλ. Petropulos (1968: passim αλλά και 135-137). Για την προϊστορία της ομάδας, βλ. Διαμαντούρος (2006 [1972]), Λούκος (1988), Hering (2004 [1992]), Θεοδωρίδης (2012) και Χατζής (2021).
[29] Ή μάλλον ευχηθεί καθώς ο εκδότης της Εμμανουήλ Αντωνιάδης ήταν στενά συνδεδεμένος με τον Μαυροκορδάτο από τα χρόνια της Επανάστασης.
[30] Αναφέρεται στη μοναδική εξαίρεση, τον Ιωάννη Κωλέττη που ανήκε μεν στους «Συνταγματικούς» αλλά ήταν γαλλόφιλος και από το 1824 ο πολιτικός ανταγωνιστής του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου.
[31] Βλ. ενδεικτικά για την περίοδο Καποδίστρια, Λούκος (1971 και 1988) καθώς και Βαρθολομαίου (1974).
[32] Η Αθηνά έκλεισε με απόφαση της Αντιβασιλείας για σχεδόν εννιά μήνες, δηλαδή σε όλη τη διάρκεια της δίκης. Δεν είναι τυχαίο ότι έκλεισε μετά τη σύλληψη Κολοκοτρώνη/Πλαπούτα και άνοιξε μετά την ανακοίνωση της καταδικαστικής απόφασης. Όταν κυκλοφόρησε και πάλι, στις 30 Μαΐου, δημοσίευσε ένα εκτεταμένο θεωρητικό άρθρο με τίτλο «Πολιτικοί στοχασμοί περί δικαστικής αρχής και δικαστηρίων.»
[33] Ένα άλλο στοιχείο στο οποίο δεν έχει δοθεί απαραίτητη προσοχή: Στις 22 Μαρτίου 1833, δηλαδή 13 ημέρες πριν τον διορισμό του στο Δικαστήριο του Ναυπλίου, ο Αναστάσιος Πολυζωίδης είχε διοριστεί μέλος μιας επιτροπής για τη διαμόρφωση της κυβερνητικής πολιτικής για τη δημόσια εκπαίδευση. Ενώ είναι, σχετικώς, γνωστό το έργο του εκεί, καθώς και οι απόψεις που διατύπωσε, δεν έχει δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στο γεγονός ότι Πρόεδρος της Επιτροπής ορίστηκε ο Κωνσταντίνος Σχινάς (ως Γ.Γ. του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων) που θα αντικαταστήσει επτά μήνες αργότερα τον Γεώργιο Πραΐδη στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Ο Σχινάς είναι αυτός που με την εμφάνισή του στο Δικαστήριο στις 26 Μαΐου 1834, δηλαδή το βράδυ της ανακοίνωσης της απόφασης, θα επιχειρήσει να πιέσει τον Πολυζωίδη να την υπογράψει. Αλλά μέλος της Επιτροπής ήταν επίσης και ο «Δοκτ. Φραντζ». Ο Πολυζωίδης, λοιπόν, όχι μόνο γνώριζε τον Φραντζ προσωπικά αλλά πιθανόν να είχε την ευκαιρία να συζητήσει μαζί του και για θέματα της πολιτικής επικαιρότητας, πολύ πριν την έναρξη της Δίκης.
[34] Βλ. χαρακτηριστικά δημοσιεύματα σε πολλές βρετανικές εφημερίδες στις 28 Μαΐου 1831 (βασισμένα σε ανταπόκριση από τη Σύρο, με ημερομηνία 4 Απριλίου 1831 που δημοσιεύθηκε πρώτα στον Courrier de Smyrne). Στα δημοσιεύματα αυτά παρουσιάζεται η περιπέτεια της έκδοσης του Απόλλωνα πρώτα στο Ναύπλιο και έπειτα στην Ύδρα. Βλ. επίσης το δημοσίευμα της Journal de Commerce της 1ης Νοεμβρίου 1831 που δημοσιεύει ανταπόκριση από την Κέρκυρα (με ημερομηνία 14/10/1831) και αναπαράγεται σε μεγάλο αριθμό ευρωπαϊκών εφημερίδων. Στο δημοσίευμα παρατίθεται απόσπασμα από το διαβόητο κύριο άρθρο του Αναστάσιου Πολυζωίδη στον Απόλλωνα (30/9/1831), μετά τη δολοφονία του Ι. Καποδίστρια, στο οποίο αποκαλεί τυραννοκτόνους τους δολοφόνους του Κυβερνήτη.
[35] Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως η Αθηνά φρόντισε να δημοσιεύσει στις 8/4/1833 ολόκληρο το κείμενο του διορισμού (κάτι που δεν έκανε ούτε για τον διορισμό της κυβέρνησης), εντείνοντας τις προσδοκίες και την πίεση προς τον Πολυζωίδη.
[36] Βλ. Αθηνά, τεύχη 108 (3/5/1833) και 109 (6/5/1833).
[37] Στο οποίο η συμβολή του ήταν καθοριστική καθώς οδήγησε στην υιοθέτηση πολλών διατάξεων δανεισμένων από το Σύνταγμα των Η.Π.Α. (Παιονίδης 2021)
[38] Που δεν βασίζονται σε φήμες καθώς τις επιβεβαιώνει εμμέσως και ο ίδιος ο Τερτσέτης στα δύο κείμενά του (1835, 1953 [1874]).
[39] Από ψυχρή και ουδέτερη στην αρχή (βλ. τον τρόπο με τον οποίο απευθύνεται στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη) σε καθαρά εχθρική προς τον Μάσον. «Και δεν τον είδα εγώ μια φορά εις εκείνον τον θάλαμο να πιασθεί φρικτά με τον Επίτροπον και με τον αφρό της οργής να του λέγει: «Καταισχύνη! Καταισχύνη εις εσέ, ω Επίτροπε! τι έρχεσαι κάθε στιγμήν εις το συμβούλιον και πότε κρυφομιλείς με τον Σούτσον και πότε με τον Τερτσέτην; Είμαι πρόεδρος και γαλλιστί: ‘je suis jaloux de la dignite et de l’independence du Tribunal’». (Ο Γεώργιος Τερτσέτης στην Απολογία του, σε Τερτσέτη 1835: 25-26). Σε ένα «δελτίο τύπου» που ετοίμασε το Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών και το απέστειλε στις ελληνικές διπλωματικές αποστολές, στις ευρωπαϊκές αυλές και σε διπλωμάτες ευρωπαϊκών κρατών στις αρχές Ιουνίου 1834 (και το οποίο παρέμενε άγνωστο μέχρι σήμερα – θα το δημοσιεύσω σύντομα στο σύνολό του) και το υπογράφει ο νέος Υπουργός Εξωτερικών, Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός, που αντικατέστησε τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, ο Αναστάσιος Πολυζωίδης κατηγορείται πως δεν έκρυψε τη μεροληψία του υπέρ των κατηγορουμένων από την αρχή της δίκης. Δέχτηκε παρανομίες, επέδειξε παράξενη συμπεριφορά, παραμέλησε το καθήκον του, ήταν αδικαιολόγητα εχθρικός προς τον κατήγορο (τον εμπόδιζε ακόμα και να μιλήσει), αδιαφορούσε για τους άλλους δικαστές, φέρθηκε φιλικά προς τους μάρτυρες υπεράσπιση, τους επέτρεψε να λένε ό,τι θέλουν, προσπαθούσε να εκμαιεύσει απαντήσεις.
[40] Όταν ο Γαλάτης Βρέννος απαίτησε από τους Ρωμαίους ως λύτρα 1.000 λίτρα χρυσού το 390 π.Χ. στην ουσία τούς υποχρέωσε να καταβάλουν περισσότερο χρυσό καθώς τα βάρη (τα σταθμά) ήταν πειραγμένα. Όταν οι Ρωμαίοι διαμαρτυρήθηκαν, ο Βρέννος έριξε πάνω στα βάρη το ξίφος και τη ζώνη του λέγοντας το γνωστό vae victis (ουαί τοις ηττημένοις). Βλ. Titus Livius, Ab Urbe condita libri 5.48.
[41] Βλ.Τερτσέτης (1953 [1874]: 311-312)
[42] «Καθεζόμενοι έκλεισεν [ο Πολυζωίδης] τόσον αυτός, όσον και ο ομόφρων του Τερτσέτης τους οφθαλμούς των.» (Αθηνά 30/5/1834).
Βιβλιογραφία
- Αναγνωστόπουλος, Ηλίας Γ. 2022. «Οι οπλαρχηγοί στο Ναύπλιο (1834)». Στον παρόντα τόμο.
- Βαρθολομαίου, Βγένα Α. 1974. «Η Δίκη του Θεόκλητου Φαρμακίδη (1829-1830).» Μνήμων 4: 172214.
- Βλαχόπουλος, Χαράλαμπος Ν. 2020. Ο Διονύσιος Ρώμας και η Επιτροπή Ζακύνθου στον δρόμο για την εθνική συγκρότηση (Στοχεύσεις, υπερβάσεις, επιτεύξεις). Αθήνα: ΕΚΠΑ / Σαριπόλειο Ίδρυμα.
- Βλαχόπουλος, Σπύρος. 2022. «Η δίκη του Κολοκοτρώνη από την άποψη του κράτους δικαίου». Στον παρόντα τόμο.
- Γαρδίκα, Κατερίνα. 1971. «Ο Αναστάστιος Πολυζωίδης και η Ελληνική Επανάσταση.» Μνήμων 1: 2352.
- Διαμαντούρος, Νικηφόρος. 2006 [1972]. Οι απαρχές της συγκρότησης σύγχρονου κράτους στην Ελλάδα, 1821-1828. Κώστας Κουρεμένος, μτφ. Αθήνα: ΜΙΕΤ.
- Θεοδωρίδης, Γεώργιος. 2012. Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος: Ένας Φιλελεύθερος στα χρόνια του Εικοσιένα. Αθήνα: ΕΙΕ/ΙΙΕ.
- Κανδηλώρος, Τάκης Χ. 1906. Η Δίκη του Κολοκοτρώνη και η Επανάστασις της Πελοποννήσου. Αθήνα: χ.ε.
- Κατωπόδης, Άρης Ξ. 2021. Όψεις της Ιστορίας του Ελληνικού Τεκτονισμού. Από την καθίδρυσή του στην ανατολική Μεσόγειο ως και την Ελληνική Επανάσταση (Μέσα 18ου – αρχές 19ου αιώνα). Αθήνα: Αγγελάκης.
- Κόκκωνας, Γιάννης. 2010. «Η Ηώς (1830-1831) και ο Εθνικός (1832).» Τεκμήριον 9: 11-43.
- Κολοκοτρώνης, Θεόδωρος. 1846. Διήγησις Συμβάντων της Ελληνικής Φυλής από τα 1770 έως τα 1836. [Γεώργιος Τερτσέτης, επ.]. Αθήνα: Φιλαδελφεύς.
- Κρέμος, Γεώργιος Π. 1890. «Πρόλογος» σε Αναστάσιος Πολυζωίδης, Γενική Ιστορία από των Αρχαιοτάτων Χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς. Γ.Π. Κρέμος, επ. Αθήνα: Βλαστός. Τόμος 1ος, σελ. α’-π’.
- Λούκος, Χρήστος. 1971. «Η δίωξη της εφημερίδας «Ο Απόλλων».» Ερανιστής 9: 200-218.
- Λούκος, Χρήστος. 1988. Η αντιπολίτευση κατά του Κυβερνήτη Ιω. Καποδίστρια, 1828-1831. Αθήνα: Θεμέλιο.
- Μάουρερ, Γκέοργκ Λούντβιχ φον. 1976 [1835]. Ο Ελληνικός λαός. Δημόσιο, ιδιωτικό και εκκλησιαστικό δίκαιο από την έναρξη του αγώνα για την ανεξαρτησία ως την 31 Ιουλίου 1834. Όλγα Ρομπάκη, μτφ., Τάσος Βουρνάς, επ. Αθήνα: Τολίδης. 2 τόμοι.
- Μενδελσον Βαρθόλδη, Κάρολος. 1876 [1874]. Ιστορία της Ελλάδος από της εν έτει 1453 Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Μέρος Δεύτερον: Από του Κυβερνήτου μέχρι της ενηλικιότητος του Βασιλέως Όθωνος. Άγγελος Βλάχος, μτφ. Αθήνα/Κωνσταντινούπολη: Κορομηλάς.
- Παιονίδης, Φιλήμων. 2021. «Το Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος του 1827 και το Σύνταγμα των Η.Π.Α.: Συγγένειες και επιρροές». Αδημοσίευτο κείμενο.
- Παιονίδης, Φιλήμων & Ελπίδα Βόγλη. 2011. «Ένας διαφορετικός Έλληνας, ο Πολυζωίδης.» Σε Αναστάσιος Πολυζωίδης, Κείμενα για τη δημοκρατία, 1824-1825. Φ. Παιονίδης & Ε. Βόγλη, επ. Αθήνα: Οκτώ. Σελ. 11-52.
- Πρακτικά [Κολοκοτρώνης, Κωνσταντίνος (Κολίνος), επ.]. 1843. Η Δίκη του Αοιδίμου Θ. Κωλοκοτρώνη και Δ. Πλαπούτα. Σκηνή Πολιτική του 1833 Έτους. Πρόθεσις κατά του Ελληνικού Εθνισμού. Αθήνα: Αντωνιάδης.
- Πρασσά, Αννίτα. 2011. «Η δίκη του Κολοκοτρώνη.» Σε Η Δίκη του Κολοκοτρώνη. Αθήνα: Ελευθεροτυπία / Ιστορικά.
- Σειρηνίδου, Βάσω. 2022. «Η δίκη ως δημόσιο γεγονός: Σκέψεις για τις απαρχές της δικαστικής δημοσιότητας στον ελληνικό χώρο με αφορμή τη δίκη του Κολοκοτρώνη». Στον παρόντα τόμο.
- Τερτσέτης, Γεώργιος. 1835. Απολογία εις την κατ’ αυτού και του Α. Πολυζωίδου δημόσιον κατηγορίαν ως ενόχων αμφοτέρων αρνήσεως υπηρεσίας και παραβιάσεως της εχεμύθειας με σκοπόν ιδιο- τελή και προς βλάβην του κράτους, κατά την δίκη του Θ. Κολοκοτρώνη και Δ. Πλαπούτα. Αθήνα: Α. & Ν. Αγγελίδης.
- Τερτσέτης, Γεώργιος. 1953 [1874] «Αθανάσιος <sic> Πολυζωίδης. Λόγος της 25ης Μαρτίου 1874» σε Τερτσέτης, Άπαντα. Γ. Βαλέτας, επ. Αθήνα: Πηγή. 3ος τόμος, σελ. 303-316.
- Τσακανίκα, Ελισάβετ. «Η δίκη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη: Πώς ερμηνεύθηκε τότε, πώς ανανοημα- τοδοτήθηκε έκτοτε». Στον παρόντα τόμο.
- Φραντζής, Αμβρόσιος. 1841. Επιτομή της Ιστορίας της Αναγεννηθείσης Ελλάδος αρχομένη από του έτους 1715, και λήγουσα το 1837. Τρίτος Τόμος. Αθήνα: Ράλλης.
- Φωτιάδης, Δημήτρης. 1987. Η δίκη του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος, 11η εκδ.
- Ψύλλας, Γεώργιος. 1974 [1867-1869]. Απομνημονεύματα του βίου μου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.
- Baker, Keith Michael. 1981. “A Script for a French Revolution: The Political Consciousness of the abbe Mably”. Eighteenth-Century Studies 14: 235-263.
- Felton, C.C. 1866. Greece, Ancient and Modern (Lectures delivered before the Lowell Institute). Bos- ton/New York: Houghton, Mifflin & Co.
- Hering, Gunnar. 2004 [1992]. Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα, 1821-1936. Θεοδωρος Παρασκευόπουλος, μτφ. Αθήνα: MIET, 2η εκδ.
- Petropulos, John. 1968. Politics and Statescraft in the Kingdom of Greece, 1833-1843. Princeton: Princeton University Press.
- Wright, Johnson Kent. 2015. «A ‘revolution menagee’: Mably’s Des droits et des devoirs du citoyen.» In Revolutionary Moments: Reading Revolutionary Texts. Rachel Hammersley, ed. London: Bloomsbury. Pp. 37-44.
*Αριστείδης Χατζής
Η δίκη των Θ. Κολοκοτρώνη και Δ. Πλαπούτα (1834) – Ιστορικές, συνταγματικές και ποινικές όψεις, Νομική Βιβλιοθήκη: Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2022.
*Ο Αριστείδης Χατζής είναι Καθηγητής Θεωρίας Δικαίου & Θεσμών στο Τμήμα Ιστορίας & Φιλοσοφίας της Επιστήμης του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και Διευθυντής Ερευνών στο Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦίΜ). Ευχαριστώ πολύ για την πολύτιμη βοήθειά τους την Αγγελική Διαμαντοπούλου και την Ελισάβετ Τσακανίκα.
* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.
Παράρτημα: Το κείμενο του Αναστάσιου Πολυζωίδη, σε μορφή Portable Document Format (PDF), στον σύνδεσμο: Λόγος εισαγωγικός εις την έναρξιν των εργασιών του εν Ναυπλίῳ Δικαστηρίου εκφωνηθείς υπό του Προέδρου Α. Πολυζωΐδου
Σχετικά θέματα:
- Το Καποδιστριακό Κόμμα 1832 – 1833 | Από την ήττα στον παραγκωνισμό και την καταδίωξη
- Τα ξενικά κόμματα από την ίδρυση του ελληνικού κράτους έως τον Κριμαϊκό πόλεμο. Από την ακμή στην εξαφάνιση
- Γκέοργκ – Λούντβιχ φον Μάουρερ – Ένας Βαυαρός Αντιβασιλέας στην Αργολίδα
- To ιδεολογικό υπόβαθρο της ελληνογαλλικής σύγκρουσης στο Άργος, το 1833
Σχολιάστε