Η ανταλλαγή αιχμαλώτων στον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας – Η περίπτωση των χαρεμιών του Μόρα Βαλισί (Mora Valisi) Άχμετ Χουρσίτ πασά (Ahmed Hurşid Paşa) – Μαρία Ανεμοδουρά[1]
Τα πολεμικά ήθη κατά τη διάρκεια της Επανάστασης αποτελούν μια από τις λιγότερο φωτισμένες πτυχές του αγώνα της ανεξαρτησίας. Η ιστορική έρευνα επικεντρώθηκε, εν πολλοίς, στην προσέγγιση του θέματος αυτού μέσα από στερεοτυπικά δεδομένα, άμεσα συνδεδεμένα με το σύστημα αξιών του κλεφταρματολισμού, εστιάζοντας στις πολεμικές αξίες της «ανδρειοσύνης» της «παλικαριάς», της «μπέσας», ως κυρίαρχες του κόσμο των όπλων. Η Επανάσταση εγκολπώνεται τα παλαιά ήθη του κόσμου των όπλων, ωστόσο διαμορφώνει και νέα, προσπαθώντας μέσα από παλινδρομήσεις και αρχετυπικές συμπεριφορές νικητών-νικημένων να προβάλει σε επίπεδο κεντρικής ηγεσίας το νεοτερικό πρόταγμα της, όσον αφορά το δίκαιο του πολέμου. Ο αγώνας της ανεξαρτησίας εμπεριέχει πολεμικά γεγονότα μεγάλης συγκρουσιακής έντασης, με θύματα εμπολέμους και αιματηρές σφαγές και δηώσεις περιοχών, με χιλιάδες αμάχους νεκρούς και αιχμαλώτους. Στη δίνη αυτής της μεγάλης ανατροπής, οι αιχμάλωτοι των μαχών, των δηώσεων και των επιδρομών, άμαχος πληθυσμός και συλληφθέντες στρατιώτες του εχθρού, βιώνουν κατά κανόνα ακραία βία, πόνο, κακουχίες και όσοι εξ αυτών δεν σφαγιαστούν εξ αρχής, την διαρκή αγωνία της επόμενης στιγμής, ενώ για πολύ λίγους το τέλος αυτής της τραγικής περιπέτειας οδηγεί στη διάσωση και την απελευθέρωση.
Η απελευθέρωση αιχμαλώτων καταγράφεται ως πρακτική από την ύστερη αρχαιότητα, έχει πολύ περιορισμένο χαρακτήρα, λόγω των αναγκών σε δούλους των αρχαίων κοινωνιών, τις οποίες ικανοποιούσαν εν πολλοίς οι εξανδραποδισμένοι πληθυσμοί κατά την διάρκεια των αλώσεων πόλεων και ευρύτερων περιοχών.[2] Στις περισσότερες περιπτώσεις αφορούν στην εξαγορά των αιχμαλώτων με την καταβολή λύτρων. Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο σπανίζουν οι αναφορές σε επανάκτηση των αιχμαλώτων πολέμου, λόγω του έντονα δουλοκτητικού χαρακτήρα της ρωμαϊκής κοινωνίας. Το γεγονός ότι ο αιχμάλωτος αποκτούσε το status του δούλου εμπόδιζε την πολιτειακή του αποκατάσταση ως ελεύθερου ανθρώπου με την απελευθέρωσή του, εμπόδιο το οποίο έγινε προσπάθεια να αντιμετωπιστεί με τον θεσμό του postliminium,[3] που επέτρεπε στον αιχμάλωτο να ανακτήσει πολιτειακό status, που είχε πριν την αιχμαλωσία.[4] Κατά τη βυζαντινή περίοδο, υπό το πρίσμα της χριστιανικής φιλανθρωπίας, που διέπει εν γένει τις θρησκείες της Βίβλου, η εξαγορά των αιχμαλώτων αναδεικνύεται σε κρατική υπόθεση και η ανταλλαγή των αιχμαλώτων καθίσταται συνήθης πρακτική, κυρίως των νομοθετικών παρεμβάσεων των Αυτοκρατόρων, Θεοδοσίου, Ονωρίου και κυρίως του Ιουστινιανού.[5] Πέρα από τις αυτοκρατορικές παρεμβάσεις και τις επίσημες διπλωματικές πρωτοβουλίες, καταγράφονται σημαντικές πρωτοβουλίες ιδιωτών και επισκόπων για την απελευθέρωση αιχμαλώτων, όπως αυτή του επισκόπου Σεργιουπόλεως, Κάνδιδος, το 540 μ.Χ., για την εξαγορά δώδεκα χιλιάδων κατοίκων της πόλης Σούρα, που είχαν αιχμαλωτισθεί από τον Σασανίδη βασιλιά Χοσρόη, την οποία αναφέρει ο ιστορικός Προκόπιος.[6]
Κατά την περίοδο των βυζαντινο-αραβικών συγκρούσεων καταγράφονται ανταλλαγές αιχμαλώτων σε βυζαντινές και αραβικές πηγές, όπως τα χρονικά του al-Maqrīzī, (του 15ου αιώνα) όπου αναφέρονται δεκατρείς ανταλλαγές αιχμαλώτων πολέμου μεταξύ των ετών 805 έως 946 μ.Χ.[7] Η ισλαμική παράδοση εστιάζει το ενδιαφέρον της στους μη-μουσουλμάνους αιχμαλώτους, καθώς το Κοράνι προβλέπει την απελευθέρωση και την εξαγορά των αιχμαλώτων πολέμου του εχθρού που είχαν αιχμαλωτισθεί από μουσουλμάνους. Πάντως η πρακτική της εξαγοράς – ανταλλαγής δεν μαρτυρείται πριν τον έβδομο αιώνα στις ισλαμικές πηγές.
Στην Ιβηρική χερσόνησο, πεδίο πολεμικής αντιπαράθεσης μεταξύ Αράβων και Χριστιανών, η ανταλλαγή και η εξαγορά των αιχμαλώτων αποτελεί παγιοποιημένη πρακτική, που καταγράφεται στα νομοθετήματα του ύστερου μεσαίωνα, όπως τα καταλανικά και πορτογαλικά Fueros (Δικαιοδοσίες) του 12ου αιώνα και ο Κώδικας του Αλφόνσο της Καστίλης του 13ου αιώνα.[8] Στην οθωμανική περίοδο, οι συχνοί πόλεμοι και η πειρατεία, όχι μόνο τροφοδοτούσαν με αιχμαλώτους και σκλάβους τα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής και της βορείου Αφρικής, αλλά είχαν διαμορφώσει και μια οικονομία της αιχμαλωσίας που περιελάμβανε και συναλλαγές για την απελευθέρωση των αιχμαλώτων στις πειρατικές εστίες της Μεσογείου και στην οθωμανο-αψβουργική μεθόριο, η οποία αποτελούσε τρόπο βιοπορισμού για τις τοπικές κοινωνίες.

Εμπόριο σκλάβων στην Κωνσταντινούπολη, έργου του Sir William Allan (1782-1850). National Galleries of Scotland.
Η κατάκτηση της Τριπολιτσάς, γεγονός μείζονος σημασίας, που εδραιώνει την Επανάσταση στον Μοριά ήδη από το πρώτο έτος της, αποτελεί ταυτόχρονα ένα από τα πιο αιματηρά γεγονότα της, λόγω της σφαγής χιλιάδων αμάχων, μουσουλμάνων και Εβραίων, που ακολούθησε, δεδομένου ότι με το ξέσπασμα της Επανάστασης είχε ζητήσει καταφύγιο εντός της πόλης μεγάλος αριθμός μη χριστιανών κατοίκων από ολόκληρη την Πελοπόννησο. Πέρα από την ανηλεή σφαγή, οι επαναστατικές δυνάμεις συλλαμβάνουν και μεγάλο αριθμό αιχμαλώτων, τους οποίους ο Φιλήμονας υπολογίζει σε 8.000 χιλιάδες. Για τους επίσημους αιχμαλώτους – γυναίκες των χαρεμιών,[9] αξιωματούχους και μέλη της ακολουθίας του Βαλή του Μοριά, Άχμετ Χουρσίτ πασά[10] (Mora Valisi, Ahmed Hurşid Paşa) – ίσχυσε εξ αρχής διαφορετική μεταχείριση σε σχέση με το πλήθος των ανώνυμων αιχμαλώτων που ζούσε και εργαζόταν σε άθλιες συνθήκες και συχνά πέθαινε από τις κακουχίες και τις επιδημίες που είχαν ξεσπάσει στην πόλη. Οι πρώτοι φαίνεται ότι εξ αρχής προσέβλεπαν στους Ευρωπαίους Φιλέλληνες, που συνεργάζονταν με την Επαναστατική Διοίκηση και διακατέχονταν από τις νεωτερικές, περί δικαίου αντιλήψεις, όσον αφορά την αντιμετώπιση των αιχμαλώτων, αλλά και στον Δημήτριο Υψηλάντη, λόγω του κύρους που θεωρούσαν ότι απολάμβανε ως εκπρόσωπος της Αρχής, από τις συγκεχυμένες πληροφορίες που έφταναν στο περιβάλλον τους.[11]
Η απελευθέρωση των αιχμαλώτων της Τριπολιτσάς, στους οποίους περιλαμβάνονται και μουσουλμάνοι αλβανικής καταγωγής, καθίσταται εξ αρχής διακύβευμα στις συνομιλίες της επαναστατικής ηγεσίας με τους επικεφαλής της συνεργασίας χριστιανών και μουσουλμάνων αρματολών και οπλαρχηγών, η οποία αποδόθηκε από την παραδοσιακή ιστοριογραφία ως «ελληνοαλβανική συμμαχία», όρος, που αποτελεί μεθύστερη απόδοση με όρους νεωτερικής ταυτότητας ενός γεγονότος, που απηχεί αξίες και λειτουργικές πρακτικές του αρματολικού κόσμου, στον οποίο η συγκρότηση ταυτότητας καθορίζεται κατά τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο με βάση τα παραδοσιακά θρησκευτικά-εθνοτοπικά κριτήρια.[12]

Προσωπογραφία του Χουρσίτ Πασά. Λιθογραφία, Εκδ. Adam Friedel, Λιθ. Bouvier, Τυπ. P. Simonau, Λονδίνο, Φεβρουάριος 1826.
Ο Ελμάζ μπέης (Elmaz bey), εκ των ιθυνόντων της συμμαχίας και υψηλά ιστάμενος στο αληπασαδικό σύστημα εξουσίας, επισκέπτεται τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη στις 17 Σεπτεμβρίου 1821 στο στρατόπεδο της Τριπολιτσάς και ζητεί την απελευθέρωση μεταξύ, άλλων αιχμαλώτων αλβανών ενόπλων, του Κεχαγιά μπέη, του Διβάν εφέντη (Divan effendi: αξιωματούχου του Συμβουλίου Διοίκησης του Μόριά),[13] του καδή της πόλης και των γυναικών του χαρεμιού του Χουρσίτ πασά.[14] Τελικά προκρίνεται η πρόταση της απελευθέρωσης των αιχμαλώτων με την καταβολή λύτρων και με την ανταλλαγή τους με αιχμαλωτισθέντες Έλληνες.
Οι πρόκριτοι αποστέλλουν επιστολή προς τον Κιοσέ Μεχμέτ πασά (Kiose Mehmed pasa) στη Θήβα, προτείνοντας την ανταλλαγή «των χαρεμίων με όσους Έλληνας αιχμαλώτους ή ενέχυρα έχει αυτός και ο Χουρσήτ και με εν μιλούνιον γροσίων». Στην επιστολή, με ημερομηνία 15 Νοεμβρίου 1821, που υπογράφεται, μεταξύ άλλων, από τους Δημήτριο Υψηλάντη, Παλαιών Πατρών Γερμανό και Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, διατυπώνονται τα αιτήματα των Ελλήνων προς τον παραλήπτη και τον Χουρσίτ πασά, τα οποία αποτελούν προϋπόθεση για την απελευθέρωση των χαρεμιών του τελευταίου:
– Να μας παραδώσετε,… όσους χριστιανούς έχετε ενέχυρα κι’ αιχμαλώτους, όλους χωρίς εξαίρεσιν.
– Να μας δώσετε διά τας ζημίας όπου εδώσαμεν ένα μιλιούνι και πεντακόσιας χιλιάδας γρόσια.
– Να μας αδειάσετε το κάστρον των Αθηνών.[15]
Η ελληνική πρόταση για απελευθέρωση των αιχμαλώτων βρίσκει άμεση ανταπόκριση από τους Οθωμανούς αξιωματούχους και ιδιαίτερα από τον Χουρσίτ πασά, ο οποίος αναζητεί άμεσα επικοινωνία με τους επαναστάτες.
Η πρώτη αυτή επικοινωνία διαμεσολαβείται από τον επίσκοπο Ιωαννίνων, Γαβριήλ, ο οποίος, κατά παράκληση του Χουρσίτ, αποστέλλει τον Οκτώβριο του 1821, ένθερμες επιστολές προς τον Δημήτριο Υψηλάντη, που συμμετείχε την περίοδο εκείνη στην πολιορκία του Ακροκορίνθου.[16] Μαζί με τις επιστολές ο ίδιος ο Χουρσίτ απευθύνει προσωπική επιστολή προς τις τέσσερις συζύγους του, ένα ενδιαφέρον μικροϊστορικό τεκμήριο, την οποία παραθέτει ολόκληρη ο Φιλήμων σε ελληνική μετάφραση:
«Αγαπημένη μου Εσμά Χανούμ, Χατιτζέ Χανούμ και Αϊσέ Χανούμ, μετά τους χαιρετισμούς μας σας φανερώνομε ό,τι ηκούσαμεν πως οι Ρωμαίοι του Μωρέως σας εσκλάβωσαν εις την Τριπολισάν. Έτσι ητον γραμμένον από τον θεόν, και κατ’ ούδένα τρόπον να μην μελαγχολάτε… Διά τούτο να επακουμβάτε εις τον μεγαλοδύναμον Θεόν. Με τον ορισμόν του Θεού, σας ευγάζω στα μέρη της Ανατολής ή στους Κορφούς, ή εις την Ρούμελην».[17]
Οι διαμεσολαβητές του Χουρσίτ πασά, έχοντας πρόθεση να διαπεραιωθούν μέσω Ζακύνθου στην Πελοπόννησο, ζητούν την συνδρομή του Άγγλου Αρμοστή των Ιονίων Νήσων, Thomas Maintland, ο οποίος αρνείται με την αιτιολογία ότι ούτε γνωρίζει, ούτε συνδιαλλάσσεται με τους επαναστάτες. Η παρέμβαση του Ζακύνθιου γιατρού Παναγιώτη – Μαρίνου Στεφάνου στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία εμφανίζεται ως λύση στο αδιέξοδο. Ο Παναγιώτης Στεφάνου, γόνος εύπορης οικογένειας πελοποννησιακής καταγωγής, που είχε εγκατασταθεί στη Ζάκυνθο μετά τα Ορλωφικά, με σπουδές ιατρικής στην Πάδοβα και το Παρίσι, διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον Άγγλο Αρμοστή, ενώ ήταν μυημένος στη Φιλική Εταιρεία και είχε εκλεγεί το 1818 μέλος της Α’ Ιονίου Βουλής.[18]
Ο Στεφάνου φτάνει στο Άργος στις 10 Νοεμβρίου 1821, συνοδευόμενος από τον Αθηναίο πρόκριτο Μπενιζέλο Ρούφο «καί μετά ἀπό πολλάς συνδιαλέξεις κοινῶς καί κατά μέρος, ὑπεσχέθη ὁ Στέφανος ἐπί τῇ παρρησία τοῦ Ὑψηλάντη καί ἐμοῦ τούς τε αἰχμαλώτους καί ἐνέχυρα Ἕλληνας καί ἑκατό χιλιάδας τάλληρα διά τήν ανταλλαγή μόνο τῶν χαρεμίων…», αναφέρει στα απομνημονεύματά του ο Παλαιών Πατρών Γερμανός.[19]
Είναι αξιοπρόσεκτο το καταγγελτικό ύφος της αφήγησης του Μητροπολίτη Γερμανού για την πρωτοβουλία Στεφάνου, καθώς παρεισφρέει σε διαμεσολαβητικές πρακτικές, προνομιακό πεδίο των εκκλησιαστικών κύκλων της εποχής: «Περιφερομένης δε τῆς υποθέσεως τοιουτοτρόπως ἐκεῖ ὁ Παναγιώτης Στέφανος…ἥρπασεν τήν ὑπόθεσιν ἀπό τάς χείρας τῶν απεσταλμένων δυνάμει ενός γράμματος τοῦ Διοικητοῦ Ζακύνθου».[20]
Στις 23 Δεκεμβρίου 1821, και μετά από ένα μαραθώνιο συνεδριάσεων και επικοινωνίας μεταξύ των Πελοποννησίων προκρίτων και εκπροσώπων της Κεντρικής Διοίκησης, αποστέλλεται επίσημη απάντηση προς τον Χουρσίτ πασά στην οποία αναφέρεται:
«Ἐπειδή χρεωστοῦμεν νά ἔχομεν φιλάνθρωπα φρονήματα τά ὁποία διαπερνοῦν τον πολιτισμόν τῶν ἐθνῶν…τό Ἑλληνικόν Έθνος, υπόσχεται μεθ’ όρκων νά ἐγχειρίσει εἰς τόν διοριζόμενον ἄνθρωπον ….τά Χαρέμια τοῦ Χουρσίτ πασά, δηλαδή τήν Ἐσμά, τήν Να(ντ)δινι(τ)ζιέ, τή Φατμά καί τήν Ἀϊσέ μέ ὅλας τους τάς σκλάβας, ὁμοίως καί τά χαρέμια τοῦ Μεϊ(χ)μέτ πασᾶ καί τοῦ Σεληχτάρ ἀγᾶ,[21] μέ τους σκλάβους των, ὁμοῦ μετά των Χαράμ κεχαγιάδων των, γυναίκες αὐτῶν, καί λοιπάς σκλάβας των,…λαμβάνοντας τήν ποσότητα τῶν 80 χιλιάδων ταλίρων».[22]
Η Πελοποννησιακή Γερουσία, με επιστολή της στις 2 Φεβρουάριου 1822 προς τον Παναγιώτη-Μαρίνο Στεφάνου, τον εξουσιοδοτεί να διαπραγματευτεί με τον Χουρσίτ πασά την ανταλλαγή των χαρεμιών του τελευταίου και του Μεχμέτ πασά με Έλληνες αιχμαλώτους στην Ήπειρο καθώς και την καταβολή του απαιτούμενου από την ελληνική πλευρά ποσού. Αρχικά, με απάντησή του προς την Πελοποννησιακή Γερουσία στις 12 Δεκεμβρίου 1821 ο Χουρσίτ πασάς αποδέχεται την καταβολή των λύτρων για τα χαρέμια:
«Καθ’ ὅσον ἀποβλέπει τό ζήτημα τῶν 80.000 αὐτοκρατορικῶν ταλλάρων, αὐτή ἡ ποσότης πέμπτεται ἡμίν χωρίς ἀναβολῆς…». Αντίθετα αρνείται την ανταλλαγή αιχμαλώτων, υποστηρίζοντας ότι δεν κρατά αιχμαλώτους ραγιάδες: «σᾶς βεβαιοῦμεν ἐν καθαρᾶ συνειδήσει ὅτι οὔτε ἡμεῖς οὔτε οἱ ἡμέτεροι φουτζερᾶδες, «ὡς τοῖς πᾶσι … ἔχομε ἀνά χείρας αἰχμαλώτους ἐνέχυρον».[23]
Ωστόσο αργότερα, σε επιστολή του προς τον Στεφάνου στις 7 Μαρτίου 1822, κοινοποιεί την πρόθεσή του να στείλει άμεσα όσους Έλληνες [αιχμαλώτους] έχει συγκεντρώσει στην Κέρκυρα, ώστε να τους μεταφέρει ο παραλήπτης στην Κόρινθο, όπου θα γίνει η ανταλλαγή, γιατί η καθυστέρηση, όπως αναφέρει, μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τα χαρέμια:
«...ἔστειλα ἐδῶ τον Νικόλαον…τόν (Γ)Κεπέτζογλου Βεκίλην καί ταῖς φαμίλιαις τῶν καπεταναρέων Πλέσια καί Γιώργη ὅπου εὐρίσκονται …εὐθύς τότε κατά τήν ἐπίμονον ζήτησίν σας και τούς ἤφερα ἐδῶ, …, μόνη ἡ φαμίλια τοῦ Μάρκου Πότζαρη, ἥτις ὥς ἀπελευθερώθη εὐρίσκεται εἰς Δράμα, δέν ἧλθε ἐδῶθε, πλήν μένω ἐν ὁλίγῳ, περιμένοντος αὐτήν».[24]
Στις 5 Μαΐου 1822, λίγες ημέρες δηλαδή μετά την ανταλλαγή των αιχμαλώτων οι Μεχμέτ Σαλίχ και Εμίρ Μουσταφά με επιστολή τους προς τον Thomas Maitland (Θωμάς Μαίτλαντ), εκφράζουν την ευγνωμοσύνη τους προς αυτόν και την ευαρέσκειά τους για τον άριστο τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε ο γιατρός Στεφάνου την υπόθεση της απελευθέρωσής τους «από τας χείρας των αποστατών και κακών ανθρώπων του Μορέως», ο οποίος όπως αναφέρουν εκτέλεσε το υπούργημά του με εμπειρίαν και με μεγάλην εμπιστοσύνην.[25] Ο ίδιος ο Χουρσίτ πασάς με επιστολή του τον Ιούνιο του 1822 επαινεί τον Στεφάνου για τον ρόλο του στη διάσωση των αιχμαλώτων: «Είδον φίλε αγαπητέ την φιλάνθρωπον προθυμίαν σας και όλους τους κόπους σας υπέρ τούτων απάντων, υποφέρατε μέχρι του νυν… ».[26]
Τον Απρίλιο του 1822 δύο αγγλικά μπρίκια καταπλέουν στο λιμάνι, της Κορίνθου για να παραλάβουν τους αιχμαλώτους, μεταφέροντας τον γιατρό Στεφάνου, τους απεσταλμένους του Χουρσίτ, και τους Έλληνες αιχμαλώτους, μεταξύ των οποίων την οικογένεια του Μάρκου Μπότσαρη και του Νικόλαου Νάκου από τη Λιβαδειά και άλλους Σουλιώτες αιχμαλώτους.[27]

Γεώργιος Μαυρομιχάλης. Στις 11 Αυγούστου 1826 ο Κάρλ Κρατσάϊζεν συναντάει και σκιτσάρει στο Ναύπλιο τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη. Είναι το πρώτο πορτρέτο αγωνιστή που σχεδιάζει. Όλα τα σκίτσα έγιναν εκ του φυσικού σε απλό χαρτί μικρών διαστάσεων (16,3×12,5) και φέρουν την ιδιόχειρη υπογραφή του κάθε εικονιζόμενου.
Στην υπόθεση στης ανταλλαγής δημιούργησαν περιπλοκή οι απαιτήσεις του Μπεηζαδέ[28] Γεώργιου Μαυρομιχάλη γιου του Πετρόμπεη, στον οποίο είχε παραδοθεί προς φρούρηση ένα μέρος των επίσημων αιχμαλώτων της Τριπολιτσάς, μεταξύ των οποίων και τα χαρέμια τω πασάδων, Χουρσίτ και Μεχμέτ, και του Σιλιχτάρ αγά. Ο Μπεηζαδές απαιτούσε την καταβολή του ποσού των 150 χιλιάδων γροσίων, ως έξοδα που είχε καταβάλει για την συντήρηση των αιχμαλώτων, υποβάλλοντας σχετικό κατάλογο εξόδων τον Απρίλιο του 1822 στο Εκτελεστικό.[29]
Προκειμένου να αποφευχθεί το ναυάγιο στην προωθούμενη ανταλλαγή των αιχμαλώτων, ο Στεφάνου παρέδωσε στον Μπεϊζαδέ χρηματική ομολογία 150 χιλ. γροσίων, προκαταβάλλοντας από αυτήν 30.000 γρόσια σε μετρητά. Τα χρήματα αυτά ωστόσο δεν αποδόθηκαν ποτέ από τον Χουρσήτ, ακόμα και μετά την παραλαβή των χαρεμιών,[30] παρά τις σχετικές διαβεβαιώσεις του Χουρσίτ πασά προς τον Π. Στεφάνου.[31] Όπως αναφέρει ο Στεφάνου σε έκθεσή του προς το αγγλικό προξενείο της Πρέβεζας, ο Χουρσίτ πασάς, κατόπιν της παραλαβής των χαρεμιών του, αποχώρησε από την Πρέβεζα χωρίς να διευθετήσει το ζήτημα της καταβολής του ποσού των 150.000 γροσίων, μέρος του οποίου είχε προκαταβάλει ο Στεφάνου στον Γεώργιο Μαυρομιχάλη. Αναχωρώντας από την Κόρινθο, όπου θα λάμβανε χώρα η ανταλλαγή των αιχμαλώτων, ο Π. Στεφάνου, παρακαλεί τον γενικό πρόξενο της Μ. Βρετανίας να φροντίσει για την απάντηση του Χουρσίτ πασά στις επιστολές του.[32]
Ωστόσο, ο Στεφάνου ήδη είχε στην κατοχή του τα κοσμήματα των τριών, από τις τέσσερις, γυναικών του Χουρσίτ πασά, τα οποία οι τελευταίες του είχαν παραδώσει όταν τις συνάντησε στην Τριπολιτσά για την ασφάλεια τους. Στον κατάλογο των πολύτιμων αντικειμένων που παραδόθηκαν στις 14 και 15 Δεκεμβρίου 1821 στον Ζακύνθιο γιατρό, ο οποίος διασώζεται στο αρχείο της οικογένειας Στεφάνου, περιγράφονται αναλυτικά για κάθε μία από τις τρεις συζύγους του Χουρσίτ πασά, Φατμέ, Αϊσέ και Χατζηδιέ Χανούμ (η Εσμά δεν αναφέρεται), τα πολύτιμα αντικείμενα, στα οποία περιλαμβάνονται χρυσά και αδαμαντοστόλιστα σκουλαρίκια, δακτυλίδια και λουλούδια για τον στολισμό της κεφαλής, χρυσές ταμπακιέρες, χρυσά ρολόγια, μαργαριταρένια κολιέ και άλλα κοσμήματα διακοσμημένα με πολύτιμες πέτρες. Τα κοσμήματα αυτά τελικά παρακρατήθηκαν από τον Στεφάνου έναντι των γροσίων που κατέβαλε ο ίδιος για την τροφοδοσία των χαρεμιών[33] και των 30.000 γροσίων που απέδωσε στον Γεώργιο Μαυρομιχάλη. Τελικά, μετά τις παρεμβάσεις της επίσημης ηγεσίας κάμπτονται οι αντιρρήσεις του Μαυρομιχάλη και η ανταλλαγή πραγματοποιείται το πρωινό της 16 Απριλίου 1822.[34]
Δέκα ημέρες μετά την αναχώρηση των χαρεμιών έφτασε στο λιμάνι της Κορίνθου μια αγγλική φρεγάτα για να παραλάβει τον κεχαγιάμπεη (kehya bey) του Χουρσίτ πασά καθώς και άλλους μπέηδες του βιλαετιού του Μοριά και να αποπληρώσει τα υπόλοιπα λύτρα, τα οποία αποτελούσαν μέρος του χρηματικού ποσού που είχε συμφωνηθεί για την απελευθέρωση των χαρεμιών.[35] Στις 5 Μάιου 1822, οι Μεχμέτ Σαλίχ και Εμίρ Μουσταφά, εκ των αιχμαλώτων, με επιστολή τους προς τον Thomas Maitland, εκφράζουν την ευγνωμοσύνη τους προς αυτόν και την ευαρέσκειά τους για τον άριστο τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε ο γιατρός Στεφάνου την υπόθεση της απελευθέρωσής τους «από τας χείρας των αποστατών και κακών ανθρώπων του Μορέως», ο οποίος, όπως αναφέρουν «εκτέλεσε το υπούργημά του με εμπειρίαν και με μεγάλην εμπιστοσύνην… ».[36]
Στην υπόθεση, τη διευθέτηση της οποίας έχει αναλάβει κατ’ ουσία ο αγγλικός παράγοντας, εμπλέκεται και ο Άγγλος πρόξενος στην Πρέβεζα William Meyer, ο οποίος με επιστολή του στις 14 Ιουνίου 1822 προς τον Στεφάνου, του προτείνει να του καταβάλλει τα ποσά που δαπάνησε για τη μεταφορά των αιχμαλώτων και προσθέτει: «ο Σερασκέρης[37] Χουρσίτ πασάς… ζητεί ακόμη από εμέ να περιλάβω από την ευγένειάν σας διάφορα διαμαντικά και άλλα πολύτιμα πράγματα, τα όποια σας εγχειρίαστησαν εις τον Μωρέαν δια περισσοτέραν ασφάλειαν από τα χαρέμια της Υψηλότητός του».[38]
Οι γυναίκες του χαρεμιού σιωπηρές πρωταγωνίστριες της υπόθεσης, των οποίων η γνώμη, οι επιθυμίες, οι ανησυχίες διαμεσολαβούνται μέσα από την επίσημη ή λιγότερη επίσημη ανδρική αλληλογραφία, σπάνε τη σιωπή τους και ανασύρονται στην ιστορική σκηνή σε κάποιες περιπτώσεις, όπως στην περίπτωση της Φατμέ Χανούμ, μιας εκ των συζύγων του Άχμετ Χουρσίτ πασά, η οποία με επιστολή της προς τον Παναγιώτη-Μαρίνο Στεφάνου, στις 14 Ιουνίου 1833, τον ειδοποιεί ότι εξουσιοδοτεί τον σύζυγό της, Ιζέτ αγά (Izet ağa), να παραλάβει τα πολύτιμα αντικείμενα που είχε ενεχυριάσει η ίδια στον γιατρό Στεφάνου, όταν την είχε συναντήσει στην Τριπολιτσά.[39]
Η οικονομική διευθέτηση της υπόθεσης θα ακολουθήσει χρόνια αργότερα μετά τον θάνατο του Χουρσίτ πασά, την δικαστική διαδικασία, με διαδίκους τις συζύγους του τελευταίου, αλλά και το οθωμανικό δημόσιο ως νόμιμο διάδοχο του θανόντος πασά από την μία πλευρά, και τον γιατρό Στεφάνου από την άλλη, μετά από αίτηση της Χατιτζέ Χανούμ, στις 15 Ιουλίου 1845 προς την Υψηλή Πύλη, στην οποία απαριθμεί τα κοσμήματα που επιθυμεί να της επιστρέφει ο γιατρός Στεφάνου και αιτείται την παραπομπή του ζητήματος στο Εμποροδικείο.[40] Από την πλευρά του, ο Στεφάνου αμφισβητεί την αρμοδιότητα του Εμποροδικείου Κωνσταντινούπολης, μετά από σχετική η γνωμοδότηση δικηγόρων της Κέρκυρας, στην οποία οι τελευταίοι επιχειρηματολογούν υπέρ της αρμοδιότητας των Ιονίων δικαστηρίων να διευθετήσουν την δικαστική διαμάχη μεταξύ της οθωμανικής διοίκησης και του Παναγιώτη Στεφάνου.[41]
Το Εμποροδικείο της Κωνσταντινούπολης με απόφασή του της 21ης Απριλίου 1846 έκρινε ότι τα διαφιλονικούμενα κοσμήματα των γυναικών του Χουρσίτ πρέπει να επιστραφούν από τον Στεφάνου στην Κωνσταντινούπολη, όπου κατόπιν εξέτασής τους από τις ιδιοκτήτριες, θα φυλαχτούν στην γραμματεία της βρετανικής πρεσβείας. Αποφασίζεται επίσης ο διορισμός πέντε μεσολαβητών επιφορτισμένων με την εξέταση των αξιώσεων του Στεφάνου και την επίλυση της διαφοράς.[42] Ο ίδιος ο Στεφάνου, όπως προκύπτει από αναφορά του προς τη Γερουσία της Επτανήσου το 1848 αρνείται την δικαιοδοσία του Εμποροδικείου Κωνσταντινούπολης, το οποίο θεωρεί αναρμόδιο για την κρίση της υπόθεσης και επιχειρηματολογεί υπέρ της διευθέτησής από τα Ιόνια Δικαστήρια.[43] Τα τεκμήρια στο σημείο αυτό σιωπούν και δεν έχουμε πληροφορίες για την κατάληξη της υπόθεσης.
Τη δικαστική οδό ακολουθεί και η διαφορά μεταξύ του γιατρού Στεφάνου και της οικογένειας Μαυρομιχάλη, σχετικά με την αξίωση καταβολής του υπολειπόμενου ποσού από τις 150 χιλιάδες γρόσια της χρεωστικής ομολογίας του Στεφάνου προς τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη για τα έξοδα διατροφής των χαρεμιών. Το Πρωτοδικείο Ζακύνθου, στις 28 Ιουνίου 1825 αποφάσισε την ακύρωση της χρεωστικής ομολογίας και την καταβολή στον Μαυρομιχάλη χρηματικού ποσού αναλόγου της αξίας από τα κοσμήματα των χαρεμιών που είχε ο γιατρός στην κατοχή του. Από το ποσό αυτό θα έπρεπε να αφαιρεθούν τα 30.000 γρόσια που έλαβε ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης ως προκαταβολή.[44]
Η περίπτωση των χαρεμιών και των άλλων αιχμαλώτων της Τριπολιτσάς λειτούργησε ως πρότυπο για την διευθέτηση και άλλων ανάλογων περιπτώσεων, κυρίως όταν αφορούσε σε γνωστούς και μεγαλόσχημους αιχμαλώτους. Λαμβάνοντας χώρα κατά την αρχική φάση του αγώνα της ανεξαρτησίας, συνιστά μια πρακτική που διαμορφώνει νέα πολεμικά ήθη, καθώς εκτελείται συντεταγμένα με την παρέμβαση ξένων δυνάμεων και με την εποπτεία της Επίσημης Επαναστατικής Διοίκησης, που εγγυάται την προστασία των αιχμαλώτων. Η επιβολή της βούλησης της τελευταίας επί των τοπικών ομάδων εξουσίας, όπως του Μπεϊζαδέ Γεωργίου Μαυρομιχάλη αναδεικνύει τον συντεταγμένο χαρακτήρα της επαναστατικής ηγεσίας που συνδιαλέγεται ως επίσημος εταίρος με την Οθωμανική και την Αγγλική Διοίκηση. Η είσπραξη των λύτρων από τον Χουρσίτ πασά διεύρυνε και ισχυροποίησε το κύρος της Κεντρικής Επαναστατικής Διοίκησης, ενώ αποτέλεσε σημαντική ανέλπιστη ενίσχυση του κεντρικού ταμείου. Μέρος των λύτρων χρησιμοποιήθηκε αμέσως για την εκκίνηση των πλοίων του στόλου, όπως προκύπτει από σχετικό έγγραφο του Προέδρου του Εκτελεστικού, Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου της 17ης Απριλίου 1822 προς τους προκρίτους της Ύδρας.[45]
Η Επαναστατική Διοίκηση είχε προχωρήσει από τον Φεβρουάριο του 1822 σε διακήρυξη κατάργησης της δουλείας στην επαναστατική επικράτεια, κίνηση μεγάλης συμβολικής σημασίας που συνέδεε την Ελληνική Επανάσταση με τις ιδέες του Διαφωτισμού και του Φιλελευθερισμού. Στην διακήρυξη, ρητά αναφερόταν ότι ως την έκδοση ειδικού νόμου, απαγορευόταν να πωλούνται και να αγοράζονται μέσα στην ελληνική επικράτεια άνθρωποι και των δύο φύλων, οποιοσδήποτε έθνους.[46] Η κατάργηση της δουλείας θεσμοθετείται επίσημα με το πρώτο ελληνικό σύνταγμα της Επιδαύρου….[47] Την ίδια εποχή ωστόσο, και ενώ η Επαναστατική Διοίκηση βρισκόταν διαπραγματεύσεις για την απελευθέρωση του ισχυρού Οθωμανού ayan της Κορίνθου Κιαμίλ μπέη (Kiamil bey), για την αιχμαλωσία του οποίου διασώζεται δημοτικό τραγούδι στη συλλογή Ζαμπέλιου,[48] και άλλων Οθωμανών αιχμαλώτων του Ακροκορίνθου, η εκστρατεία του Μαχμούτ πασά Δράμαλη (Mahmud paşa Dramali) οδήγησε σε ανακατάληψη του φρουρίου από τους Οθωμανούς, ωστόσο ο Κιαμίλ μπέης είχε ήδη δολοφονηθεί από τον Κορίνθιο πρόκριτο Μπενάκη, ενώ οι άνδρες αιχμάλωτοι εκτελέστηκαν κατά διαταγή του φρουράρχου Αχιλλέα Θεοδωρίδη, λίγο πριν την ανακατάληψη του από τον στρατό του Δράμαλη.[49]
Ανάλογες προσπάθειες απελευθέρωσης αιχμαλώτων με τη μεσολάβηση της επαναστατικής ηγεσίας καταγράφονται στην περίπτωση των αιχμαλώτων πασάδων του Ναυπλίου Αλή πασά (Ali paşa) και Σελήμ πασά (Selim paşa), και των ακολουθιών τους, με συνεννοήσεις μεταξύ του Εκτελεστικού και των ίδιων και με τη διαμεσολάβηση των Γάλλων, καθώς ο ναύαρχος της γαλλικής πολεμικής μοίρας πρότεινε την καταβολή 300.000 γροσίων για εξαγορά των αιχμαλώτων.[50] Επίσημες ανταλλαγές αιχμαλώτων λαμβάνουν χώρα την περίοδο της επιδρομής του Ιμπραήμ στην επαναστατημένη επικράτεια, κυρίως στην Πελοπόννησο, όπως αυτή της απελευθέρωσης των γιων του Σεϊχ Νατζίπ εφέντη (Seyh Nacip effendi), Μπακή (Baki) και Μαχμούτ (Mahmud), με πρωτοβουλία του αδελφού τους Σαμή (Sami), γραμματέα του Ιμπραήμ πασά (Ibrahim paşa) της Αιγύπτου, στις 25 Απριλίου 1825 με ανταλλαγή του Καπετάνιου Βασιλάρη και εννέα ακόμα στρατιωτών. Επίσης η ανταλλαγή μεγάλου αριθμού αιχμαλώτων από τις μάχες της Σφακτηρίας και της Σχινόλακκας (1825), που κρατούσε ο Ιμπραήμ με τους δύο προαναφερθέντες πασάδες του Ναυπλίου, Αλή πασά και Σελήμ πασά τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους,[51] καθώς και η ανταλλαγή 113 Αιγυπτίων με κατοίκους της Γαστούνης το 1828 με πρωτοβουλία του Αυστριακού διπλωμάτη Φον Όστεν (γερμ. Anton Graf Prokesch von Osten).[52]

Anton von Prokesch- Osten (Άντον Πρόκες φον Όστεν, 1795 – 1876), αυστριακός συνταγματάρχης, διπλωμάτης και συγγραφέας. Λιθογραφία του Josef Kriehuber, 1855.
Οι Αιγύπτιοι αιχμάλωτοι από τον στρατό του Ιμπραήμ που συλλαμβάνονταν κυρίως σε ενέδρες ανακρίνονταν για να αποκαλύψουν τις δυνάμεις, τις απώλειες ή τις θέσεις του εχθρού. Όσοι από τους Αιγύπτιους αιχμαλωτίζονταν από ελληνικά πλοία οδηγούνταν σε στρατόπεδα στα νησιά Ύδρα και Σπέτσες. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση των 200 αιχμαλώτων που κρατούνταν σε μοναστήρι στην Ύδρα, οι οποίοι θανατώθηκαν ως αντίποινο του θανάτου των αδελφών Κριεζή και 30 μελών του πληρώματος πλοίου του στις 12 Ιουλίου 1825, από πυρκαγιά στην πυριτιδαποθήκη αυτού, την οποία προκάλεσε αιχμάλωτος που ξυλοκοπήθηκε άγρια από τον Αθανάσιο Κριεζή. Τη μοίρα των αιχμαλώτων ακολούθησαν και πολλοί από τους αιχμαλώτους που υπηρετούσαν ως σκλάβοι στα σπίτια των Υδραίων καραβοκύρηδων.[53] Οι αιχμάλωτοι στην απόγνωσή τους ζητούσαν την αλλαγή θρησκείας, προχωρώντας σε μαζικές βαπτίσεις, γεγονός που προκάλεσε σημαντική διένεξη μεταξύ Εκτελεστικού, που τάσσονταν κατά της ευκαιριακής εξωμοσίας και του Βουλευτικού που είχε θετική άποψη. Τελικά ως μέση λύση, προκρίθηκε η αποδοχή μόνο της βαπτίσεως παιδιών έως 12 από τους αιχμαλώτους.[54]
Από την πλευρά των αντιπάλων, η αντιμετώπιση των συλληφθέντων σε μάχες από τον στρατό του Ιμπραήμ ήταν τις πιο πολλές φορές αδυσώπητη, όπως των 60 αιχμαλώτων στη Μάχη στο Μανιάκι, οι περισσότεροι από τους οποίους ακρωτηριάστηκαν βάναυσα. Ο Γεώργιος Αρκαδινός από τους αιχμαλώτους της μάχης σε επιστολή του προς τον Κυβερνήτη της Ελλάδας, στις 5 Μαρτίου 1828 γράφει: «Ηκρωτηρίασαν δε και εμέ κατά τους πόδας και τρόπω άσπλαχνο, ως ο μάγειρος όταν κόπτη το κρέας αλύπως όταν θέλη να κάμη λεπτόν ψητόν. Και έκτοτε άχρι του εμπρησμού του εχθρικού στόλου περιφερόμην εις Νεόκαστρον ένθα κακείτε ελεεινώς».[55]
Μεγάλος αριθμός των συλληφθέντων αμάχων και στρατιωτών από τις δυνάμεις του Ιμπραήμ, μεταφέρθηκαν ως σκλάβοι στην Αίγυπτο, με τους συγγενείς τους να αγνοούν τη τύχη τους, και πολλοί από αυτούς παρέμειναν ως το τέλος της ζωής τους, παρά τις προσπάθειες του ελληνικού προξενείου της Αιγύπτου και της Ελληνικής Παροικίας. Ανάλογες προσπάθειες για την απελευθέρωση εξανδραποδισμένων αιχμαλώτων της σφαγής της Χίου κα των Ψαρών έγιναν με πρωτοβουλία Χιωτών της Διασποράς, με τον Αδαμάντιο Κοραή να πρωτοστατεί.[56]

Το σκλαβοπάζαρο. Πίνακας του πρώτου μισού του 19ου αιώνα του Φιλέλληνα Γερμανού ζωγράφου Paul Emil Jacobs (1802-1866). Ο πίνακας παρουσιάζει σκηνή από σκλαβοπάζαρο Ελλήνων κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας.
Η διαχείριση της ανταλλαγής αιχμαλώτων γυναικών και της συνοδείας τους από ένα επίσημο φορέα εκπροσώπησης του επαναστατημένου ελληνικού έθνους, εν προκειμένω την επαναστατική διοίκηση, εισάγει μια σημαντική καινοτομία που ανατρέπει τις παραδοσιακές προενεωτερικές αντιλήψεις περί κατοχής των αιχμαλώτων ως ιδιωτική περιουσία των εκάστοτε πολεμάρχων, αντιλήψεις που συνδέονται άμεσα με τη δουλεία και την εμπορευματοποίηση του ανθρώπινου είδους (δουλεμπόριο).
Παρά τον μεμονωμένο χαρακτήρα των περιπτώσεων απελευθέρωσης και ανταλλαγής αιχμαλώτων στη διάρκεια της Επανάστασης, οι περισσότερες από τις οποίες αφορούν σε επιφανείς αιχμαλώτους, οι πρακτικές αυτές συγκροτούν μια τυπολογία συντεταγμένης επίσημης διαχείρισης των συνεπειών του πολέμου σύμφωνα με τις νεοτερικές αρχές του δικαίου, κατ’ αντιστοιχία με την πρόσφατη ευρωπαϊκή εμπειρία της εποχής, ως αποκύημα των αρχών του Διαφωτισμού.[57] Δεν αποτρέπουν ωστόσο τον θάνατο ή την προδιαγεγραμμένη αθλιότητα της ζωής χιλιάδων ανθρώπων που θα ακολουθήσουν τον δρόμο της αιχμαλωσίας κατά τα αρχετυπικά ήθη του πολέμου, στη διάρκεια του αγώνα της ανεξαρτησίας.
Υποσημειώσεις
[1] Η Μαρία Ανεμοδουρά είναι διδάκτορας Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας του του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Ε.Κ.Π.Α.
[2] Στον αρχαίο ελληνικό κόσμο η αιχμαλωσία λειτουργούσε ως μέθοδος εξεύρεσης εργατικών χεριών με τον εξανδραποδισμό των αιχμαλώτων και τη χρησιμοποίησή τους σε βαριές εργασίες, όπως στην περίπτωση της Αθήνας, όπου οι αιχμάλωτοι εργάζονταν σε εξοντωτικές συνθήκες, στα λατομεία του Λαυρίου, ή της Σπάρτης όπου οι είλωτες (αιχμάλωτοι) αποτελούσαν τους δημόσιους εργάτες ή δούλους, αφού οι υφιστάμενοι νόμοι περί ξενηλασίας δεν επέτρεπαν την ιδιωτική κτήση δούλων. Δικαίωμα απελευθέρωσης ειλώτων είχε μόνο η Απέλλα σε εξαιρετικές περιπτώσεις ανδραγαθίας. Δεν αποκλείονταν όμως και οι ομαδικές θανατώσεις αιχμαλώτων, όπως στην περίπτωσης της ναυμαχίας στους Αιγός ποταμούς, τελευταίες πολεμικής σύγκρουσης των αντιπάλων στο πλαίσιο του Πελοποννησιακού Πολέμου, όπου, με εντολή του σπαρτιάτη ναυάρχου Λύσανδρου, θανατώθηκαν περισσότεροι από 3.000 αιχμάλωτοι, πληρώματα των αθηναϊκών τριήρεων, σε αντίποινα ανάλογων εγκληματικών πράξεων των Αθηναίων εις βάρος των αιχμαλώτων (ακρωτηριασμός δεξιού χεριού και πνιγμός πληρωμάτων στη θάλασσα). Βλ. Ξενοφώντος, Ελληνικά, Βιβλίο 2, Κεφ. 1 §30-32 https://sites.google.com/site/epistita/home/archaia-a-lykeiou/xenophontas-ellenika-biblio2/kephalaio-1-30-32
[3] Για την ετυμολογία του όρου, βλ. Cursi Maria Floriana, La struttura del postliminium; nella repubblica e nel principato, Jovene, Νάπολη 1996, σ. 10-25.
[4] Ο θεσμός του postliminium επέτρεπε στον αιχμάλωτο, σε περίπτωση που κατάφερνε να επιστρέφει στην πατρίδα του, να ανακτήσει την πολιτειακή κατάσταση που είχε πριν την αιχμαλωσία.
[5] Για την αντιμετώπιση των αιχμαλώτων στο Βυζάντιο, βλ. Μαρίλια Λυκάκη, Οι αιχμάλωτοι πολέμου στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία (6ος-11ος αι.): Εκκλησία, Κράτος, διπλωματία και κοινωνική διάσταση, Αδημοσίευτη Διδακτορική Διατριβή, εγκριθείσα από το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας και την Ecole Pratique des Hautes Etudes IVe Section Mention «Histoire, textes et documents» Ecole doctorale 472 de I’Ecole Pratique des Hautes Etudes UMR 8167 Orient et Mediterranee, Αθήνα 2016.
[6] Προκόπιος Καισαρεύς, Υπέρ των πολέμων, βιβλίο II/ 5, στιχ. 29-31, http://khazarzar.skeptik.net/pgm/PG 20bellis.pdf,
[7] James William Brodman, «Captives or Prisoners: Society and Obligation in Medieval Iberia», Anuario de Historia de la Iglesia, 20 (2011), o. 201-21.
[8] Στο ίδιο, σ. 206-207.
[9] Χαρέμι: Από την αραβική λέξη haram/ οθωμαν. harem/ cjf = απαγορευμένος και κατ’ επέκταση δηλώνει τον χώρο παραμονής των γυναικών, όπου είναι απαγορευμένη η είσοδος για τους άνδρες.
10 Ο Άχμετ Χουρσίτ πασάς αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση Οθωμανού αξιωματούχου, προερχόμενου από το σουλτανικό περιβάλλον και συγκεκριμένα από το σώμα των εξισλαμισμένων, πρώην χριστιανοπαίδων, των Δούλων της Πύλης (Kapi Kulari), οι οποίοι από τον 17ο αιώνα δεν προέρχονταν πλέον από τα Βαλκάνια μέσω της διαδικασίας του devsirme, αλλά κυρίως από τις περιοχές του Καυκάσου, όπου λειτουργούσε ένα εκτεταμένο δίκτυο εμπορίου σκλάβων, που τροφοδοτούσε και το σουλτανικό χαρέμι με παλλακίδες. Ο Χουρσίτ πασάς καταγόταν από χριστιανική οικογένεια της περιοχής του Καυκάσου, στη σημερινή Γεωργία και σε πολύ νεαρή ηλικία πουλήθηκε ως σκλάβος στον Χασάν Τζεζαερλή πασά (Hasan Cezaerli pasa). Εξισλαμίστηκε και από νωρίς εντάχθηκε στο σώμα των γενιτσάρων. Λόγω των ικανοτήτων του και της υποστήριξης του πάτρωνα του, Cezaerli pasa, κατέλαβε γρήγορα σημαντικά αξιώματα, έως και αυτό του μεγάλου βεζύρη. Ανέλαβε δράση στην Αίγυπτο και την Παλαιστίνη εναντίον των Μαμελούκων, ενώ τον Οκτώβριο του 1806 διορίστηκε βαλής της Ρούμελης (Rumili valisi) και το 1808 βαλής του εγιαλετίου του Χαλεπίου. Το 1812 διορίστηκε μέγας βεζύρης, ενώ τον επόμενο χρόνο ηγήθηκε ως serasker (αρχιστράτηγος) της εκστρατείας εναντίον των Σέρβων. Μετά την καταστροφή που υπέστη ο σέρβικός στρατός υπό τον Milos Obrenovich από τους Οθωμανούς στην πόλη Νις (Nis), προκειμένου να εκφοβίσει τους άλλους Σέρβους επαναστάτες, ο Άχμετ Χουρσίτ πασάς έδωσε την εντολή να χτιστεί στον λόφο Cegar «Ο πύργος των κρανίων» με τα κεφάλια των Σέρβων που σκοτώθηκαν στη μάχη, ένα μακάβριο μνημείο που σώζεται ως σήμερα. Τον Οκτώβριο του 1820 διορίστηκε βαλής του Μόριά (Mora valisi), ενώ στις 6 Ιανουαρίου 1821 κατ’ εντολή της Πύλης, αναχώρησε για τα Ιωάννινα, προκειμένου να καταστείλει την εξέγερση του Αλή πασά. Μετά την καταστολή της εξέγερσης και την εκτέλεση του τελευταίου, ο Χουρσίτ πασάς ανέλαβε εξ ολοκλήρου την καταστολή της Ελληνικής Επανάστασης στη Στερεά και την Πελοπόννησο. Ωστόσο, επειδή θεωρήθηκε σφετεριστής των θησαυρών του βεζύρη των Ιωαννίνων, υπέπεσε σε δυσμένεια και η αρχηγία της εκστρατείας εναντίον των επαναστατών ανατέθηκε από την Υψηλή Πύλη στον Μαχμούντ πασά Δράμαλη (Mahmud Dramali pasa), τον ισχυρό ayan της Δράμας. Στις 30 Ιανουαρίου, ενώ είχε πληροφορηθεί στη Λάρισα, όπου βρισκόταν, την επικείμενη εκτέλεσή του με σουλτανική εντολή, αυτοκτόνησε με δηλητήριο και ετάφη με τιμές κοντά στη γέφυρα του Πηνειού. Λίγες ημέρες αργότερα έφτασε στη Λάρισα ο δήμιος που είχε σταλεί για την εκτέλεση της καταδίκης και μετά από ανασκαφή στον νωπό τάφο, απέκοψε από τη σωρό του Χουρσίτ την κεφαλή και τη μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη.
[11] Όπως αναφέρει ο I. Φιλήμων, οι γυναίκες επεδίωξαν να συναντηθούν με τον Υψηλάντη για να ζητήσουν βελτίωση των συνθηκών κράτησης τους, ο ίδιος όπως αρνήθηκε να τις συναντήσει, αλλά φρόντισε με δικά του έξοδα να τις εφοδιάσει με κλινοσκεπάσματα. Ιωάννης Φιλήμων, Δοκίμιον Ιστορικόν περί Ελληνικής Επαναστάσεως, εκδ. Π. Σούτσα & Α. Κτενά τ. 4, Αθήνα 1859-1861, σ. 281.
[12] Στο κείμενο της Συμμαχίας με ημερομηνία 1 Σεπτεμβρίου 1821 αναφερόταν μεταξύ άλλων: «Ημείς οί ύπογεγραμένοι δίδομεν τό γράμμα των άγάδων [..] καί μπολουκμπασάδων, όπου έγίναμεν ένα σώμα καί έχομεν νά τζαλιστίσωμεν (τσαλιστίζω/ çalismak/ کمسلاچ = προσπαθώ/ προσπαθήσουμε) μέ όλες τις δυνάμεις μας, χωρίς χιλέ (hile/ هلا = δόλος) καί χωρίς κουσούρι ‘διά νά έβγάλωμεν εις σελιαμέτι (selâmet/ تملا = σωτηρία) τόν βεζύρ Άλή πασιά έφέντη μας καί τόν έαυτόν μας καί όποιος άνθρωπος ή μεγάλος ή μικρός ή Τούρκος ή Ρωμαίος ήθελε αγγίξει ή πολεμήσει κανόναν άπό ήμάς, νά ήμεθα όλοι εις βοήθειάν του, ήμείς όπου έβουλώσαμεν καί ύπογράψαμεν, καί άνίσως κανένας άπό ήμάς ήθελε γυρίσει καί φανή ένάντιος νά εϊμεθα όλοι έπάνω του, νά τόν χαλνοϋμεν καί νά τόν κυνηγοΰμεν, καί έβγάινοντας ό βεζύρ Άλή πασιάς εις σελιαμέτι, άνίσως θελήση νά ‘γγίξη κανόναν άπό ήμάς ή Τούρκον ή Ρωμαίον νά μή τό δεχθώμεν καί νά εϊμεθα όλοι, Τούρκοι καί Ρωμαίοι βοηθοί έκείνου, όπου ήθελε ‘γγιχθή άπό μέρος του Άλή πασιά. Και άκόμη εις τό έξής όποιος ήθελε γενή σύντροφός μας ή Τούρκος ή Ρωμαίος, τόν έχομεν καί αύτόν μέσα εις τήν ίδιαν συντροφιάν». Βλ. Μ. Ανεμοδουρά, Πολιτικές και κοινωνικές και οικονομικές δομές στην επικράτεια του Αλή πασά Τεπεντελενλή, αδημοσιέυτη διδακτορική διατριβή εγκριθείσα από το Ε.Κ.Π.Α./Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας, Αθήνα 2020, σ. 527-528. Για την «Ελληνοαλβανική συμμαχία» βλ. Μανώλης Φανουράκης, «Η “ Ελληνοαλβανική συμμαχία” του 1821», Δοκιμές 8 (1999), σ. 127-128.
[13] Μόρα ντιβανί: Mora divanî/ هرومیناوید = Το συμβούλιο των προκρίτων το οποίο πλαισίωνε τον βαλή του Μοριά και ασκούσε συμβουλευτικό ρόλο επί φορολογικών και διοικητικών θεμάτων της Πελοποννήσου.
14 Ι. Φιλήμων, Δοκίμιον Ιστορικόν, ό.π., σ. 216-217.
[15] Αιτήματα προς τον Μεχμέτ πασά, Υποφάκελος 2.1 «Φάκελλος Α’», Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης (ΕΛΙΑ- ΜΙΕΤ). Ψηφιακό Αρχείο 1821. Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 02/04/2021. https://1821.digitalarchive.gr/archive/show/node/2217
16 Ι. Φιλήμων, Δοκίμιον Ιστορικόν, ό.π., σ. 231.
[17] Στο ίδιο, σ. 471-472.
[18] Για την οικογένεια Στεφάνου και τα μέλη της, βλ. Ντίνος Κονόμος, Οικογένεια Στεφάνου. Ιστορία και ανέκδοτα έγγραφα, Ανάτυπο από τον 8° τόμο των Επτανησιακών Φύλλων, Αθήνα, 1973. Επίσης, Χριστίνα Βάρδα (επιμ.), Αρχείο Οικογένειας Στεφάνου, Ευρετήριο, Ε.Λ.Ι.Α, Αθήνα 1996.
[19] Δημήτριος Γρ. Καμπούρογλους, Απομνημονεύματα, επιγραφόμενα Γερμανού, Παλαιών Πατρών Μητροπολίτου, Αθήνα 1900, σ. 92.
[20] Στο ίδιο.
[21] Σιλιχτάρης: silâhdar (ουσιαστικό περσ.)/ رادحالس / τακτικός φρουρός, σωματοφύλακας, φύλακας όπλων.
[22] «Ἐπειδή χρεωστοῦμεν νά ἔχομεν φιλάνθρωπα φρονήματα, τά ὁποία διαπερνοῦν τόν πολιτισμόν τῶν έθνῶν, γνωρίζομεν τά δικαιώματα τῆς ἀνθρωπότητος καί τά πρός τήν ἀσθενή γυναικείαν φύσιν, ὡφείλωμεν νά ἀποφασίσωμεν τήν ἐλευθέρωσιν τῶν αἰχμαλώτων οἰκογενειῶν τοῦ Ὑψηλωτάτου Χουρσίτ πασά ὁμοῦ μετά τῶν Χαράμ κεχαγιάδων των, γυναίκες αὐτῶν, καί λοιπάς σκλάβας των. Αλλά επειδή κατά τά δίκαια τῶν ἐθνῶν, ἕκαστον ἐθνος ἔχει δικαίωμα, εἰς τοιαύτας περιστάσεις, νά λαμβάνῃ ανταμοιβή, διά τά τοῦ πολέμου ἔξοδα, συγκατανεύομεν εἰς την ἀπόδοσιν τῶν ρηθεισῶν οικογενειῶν, λαμβάνοντας τήν ποσότητα των 80 χιλιάδων ταλίρων». Βλ. αιτήματα προς τον Χουρσίτ Πασά, υποφάκελος 2.1 «Φάκελλος α’», ελληνικό Λογοτεχνικό και ιστορικό αρχείο του μορφωτικού ιδρύματος της εθνικής Τραπέζης (ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ). Ψηφιακό Αρχείο 1821. ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 04/11/2021. https://1821.digitalarchive.gr/archive/show/node/2252.
[23] Επιστολή του Αχμέτ Χουρσίτ πασά προς τους έλληνες αρχηγούς, Υποφάκελος 2.1 «Φάκελλος Α’», Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης (ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ). Ψηφιακό Αρχείο 1821. Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης:07/11/2021. https://1821 .digitalarchive.gr/archive/show/node/2257
[24] Επιστολή του Αχμέτ Χουρσίτ Πασά προς τον Παναγιώτη-Μαρίνο Στεφάνου, Υποφάκελος 2.1 «Φάκελλος Α’», Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης (ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ). Ψηφιακό Αρχείο 1821. Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 07/11/2021. https://1821.digitalarchive.gr/archive/show/node/2281
[25] «Ὁ διωρισμένος Στεφάνου ἐκτέλεσε τό ὑπούργημά του μέ ἐμπειρίαν καί μέ μεγάλην ἐμπιστοσύνην, ὄντως πεπεισμένος εἰς τοῦτο εἴμεθα πολλά εὐχάριστος καί ὑπόχρεος, τόσον εἰς αὐτόν τόν Στεφάνου, ὡσάν ὡς εἰς τήν εξοχότητά σου, διότι καί κατά δήλωσίν του ὡς κατά τήν καλοσύνην του ἐμήναμεν ἐντροπιασμένοι. Πλέον παρακαλοῦμεν νά μή μᾶς ἀλησμονίσης, ὥστε ἄν ἐδῶ κι’ ἐξῆς δεν λησμονοῦμεν τοῦ νά εἴμεθα ὠχέται σου. Ἡ δε ὁδηγία τοῦ ἰατροῦ Στεφάνου, ἥτις ἐδέχθη μέ τόσην γνώσιν, προκοπήν, ἐμπιστοσύνην καἰ τιμήν, θέλει δώσει αὐτά διά νά ἀναγνωρισθῆ τό ὄνομά του εἰς τά δύο βασίλεια, τήν Ὑψηλήν Πόρτα και Ἀγγλικήν Διοίκησιν». Επιστολή των Μεχμέτ Σαλίχ και Εμίρ μουσταφά προς τον Thomas Maitland, υποφάκελος 2.1 «Φάκελος Α’ «Ελληνικό Λογοτεχνικό και ιστορικό αρχείο του μορφωτικού ιδρύματος της εθνικής Τραπέζης (ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ). Ψηφιακό Αρχείο 1821. Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 09/06/2021. https://1821.digitalarchive.gr/archive/show/node/2417
[26] Βλ. Επιστολή του Αχμέτ Χουρσίτ πασά προς τον Παναγιώτη – Μαρίνο Στεφάνου, Υποφάκελος 2.1 «Φάκελλος Α’», Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης (ΕΛΙΑ- ΜΙΕΤ). Ψηφιακό Αρχείο 1821. Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 07/11/2021. https://1821 .digitalarchive.gr/archive/show/node/2438
[27] Α. Βακαλόπουλος, Τούρκοι και Έλληνες αιχμάλωτοι, ό.π., ο. 68-69.
[28] Μπεηζαδές/ Beyzāde: ο γιος του μπέη, από την περσική λέξη zāde = γιος.
[29] Τα γεγονότα αυτά επιβεβαιώνονται και από τους Μεχμέτ Σαλίχ, Εμίρ Μουσταφά, Ελαγιαντζά Γιουσούφ οι οποίοι συνόδευαν τις γυναίκες του χαρεμιού, σε γραπτή δήλωση-μαρτυρία που συνέταξαν εντός του πλοίου που μετέφερε μετά την απελευθέρωση τους από την αιχμαλωσία και παρέδωσαν στον Αρχίατρο Στεφάνου: «…ὁ Γεωργάκης Μπεϊζαδές τού προσέφερον λόγων ὅτι ἐγώ παραφυλλάτω ἐπτά μήνας τό χαρέμι. Ὅθεν πέραν τῆς ζωοτροφίας καί ἄλλων κατά διαταγήν τοῦ πατρός μου καί ἐδικήν μου διάθεσιν ἐξοδεύθησαν 150 χιλιάδες γρόσια, τά ὁποία μή λαμβάνοντά τα, δέν θά ἀφήσει εἰς ἐλευθερίαν. Τοιούτως, τούτων λέγοντας θέλει εἶναι τό παρ’ εμού περί τῶν όποίων μου χρημάτων θέλω κατασφύξιν ἐμπόδισιν τά χαρέμια… Ὁ Ἀρχίατρος ἐξεδίωξεν τόν Μπεϊζαδέν περί αὐτῆς τῆς Ὑποθέσεως, ὁ δέ μπεϊζαδές ἀπεκρίθη ἐγώ λόγια δέν ηξεύρω, εξ’ άπαντος τούτα τά άσπρα τά θέλω. Ἐάν οὕτως δέν θέλω λάβῃ γρόσιν τελικώς, δέν θα ἀφήσω νά ὑπάγουν εἰς κανένα μέρος… Ὅτι ὁ Αρχίατρος κατετρόμαξεν καί σφόδρα φοβήθησαν τά λεχθέντα χαρέμια ὡς κατά τό μοιρόμενον τῶν γυναικών λέγοντα πάλιν τόν Ἀρχίατρον καί πολλά τούτον παρακαλόντα διά νά να καταβάλλη κάθε φροντίδαν καί ἐπιμέλειαν εἰς τό νά διορθώσουν καί τελειώσουν αὐτήν τήν ὑπόθεσιν…Οὕτω καί ὁ αὐτός Ἀρχίατρος ἔδωσεν τοῦ Μπεϊζαδέν μίαν παρόμοιαν ὁμολογίαν, γιά λογαριασμόν τῆς οποίας ἔδωσεν τῷ παρόντι μεπϊζαδέν τριάκοντα χιλιάδας γρόσια. Ὅθεν, πρός ἀσφάλειαν καί ἐπιδίωξιν τῆς ἀληθείας καί προς εἰδοποίησιν πρός τοῦτοις τῶ προσήκοντι ἔγινεν τό παρόν». Δήλωση των Μεχμέτ Σαλίχ, Εμίρ Μουσταφά και Ελχατζή Γιουσούφ, Υποφάκελος 2.1 «Φάκελλος Α’, «Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης (ΕΛΙΑ- ΜΙΕΤ). Ψηφιακό Αρχείο 1821. Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 09/06/2021. https://1821 .digitalarchive.gr/archive/show/node/2396
[30] Βλ. καταγραφή των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τον Π. Στεφάνου κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του σχετικά με την απελευθέρωση των αιχμαλώτων χαρεμιών των Χουρσίτ και Μεχμέτ πασά, Υποφάκελος 2.1 «Φάκελλος Α’», Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης (ΕΛΙΑ- ΜΙΕΤ). Ψηφιακό Αρχείο 1821. Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 14/06/2021. https://1821 .digitalarchive.gr/archive/show/node/2606
[31] Βλ. Σχετ. επιστολή του Χουρσίτ πασά από τα Ιωάννινα όπου βρίσκεται, προς τον Στεφάνου στην Πρέβεζα, όπου έχει μεταβεί μεταφέροντας τα χαρέμια και τη συνοδεία τους, στην οποία τον ενημερώνει ότι θα επιφορτίσει τον Γενικό Πρόξενο W. Meyer με την αποζημίωση του για τα έξοδα μεταφοράς των αιχμαλώτων κεχαγιάδων και με την παραλαβή των κοσμημάτων των χαρεμιών, προκειμένου να επιστραφούν στον ίδιο. Επιστολή του Αχμέτ Χουρσίτ πασά προς τον Παναγιώτη-Μαρίνο Στεφάνου, Υποφάκελος 2.1 «Φάκελλος Α’», Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης (ΕΛΙΑ- ΜΙΕΤ). Ψηφιακό Αρχείο 1821. Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 07/11/2021. https://1821 .digitalarchive.gr/archive/ show/node/2438.
[32] Έκθεση του Παναγιώτη-Μαρίνου Στεφάνου προς το αγγλικό προξενείο της Πρέβεζας, Υποφάκελος 2.1 «Φάκελλος Α’», Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης (ΕΛΙΑ- ΜΙΕΤ). Ψηφιακό Αρχείο 1821. Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 04/11/2021. https://1821.digitalarchive.gr/archive/show/node/2305
[33] Βλ. σχετικά ένορκη βεβαίωση του Παναγιώτη-Μαρίνου Στεφάνου, με την οποία δηλώνει ότι είναι πιστωτής του ποσού των 6.400 ταλίρων που δαπάνησε για την εκπλήρωση των καθηκόντων του στο πλαίσιο της ανταλλαγής των ελλήνων και τούρκων αιχμαλώτων Υποφάκελος 2.1 «Φάκελλος Α’, «Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης (ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ). Ψηφιακό Αρχείο 1821. https://1821 .digitalarchive.gr/archive/show/node/2607
[34] Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, Τούρκοι και Έλληνες Αιχμάλωτοι κατά την Ελληνική Επανάσταση, Α. Σταμούλης, Θεσσαλονίκη 2016, σ. 65-66.
[35] Στο ίδιο.
[36] Επιστολή των Μεχμέτ Σαλίχ και Εμίρ Μουσταφά προς τον Thomas Maitland, Υποφάκελος 2.1 «Φάκελλος Α’, «Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης (ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ). Ψηφιακό Αρχείο 1821. Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 09/06/2021. https://1821 .digitalarchive.gr/archive/show/node/260.
[37] Σερασκέρης: serasker/ رکسعرس / επικεφαλής του στρατού, αρχιστράτηγος.
[38] Επιστολή του William Meyer προς τον Παναγιώτη-Μαρίνο Στεφάνου, Υποφάκελος 2.1 «Φάκελος Α’, «Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης (ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ). Ψηφιακό Αρχείο 1821. https://1821 .digitalarchive.gr/archive/show/node/2446
[39] Επιστολή της Φατμέ Χανούμ προς τον Παναγιώτη-Μαρίνο Στεφάνου, Υποφάκελος 2.2 «Φάκελος Β’, «Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης (ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ). Ψηφιακό Αρχείο 1821. https://1821. digitalarchive.gr/archive/show/node/2620
[40] Αίτηση της Χατιτζέ Χανούμ προς την Υψηλή Πύλη, Υποφάκελος 2.2 «Φάκελος Β’, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης (ΕΛΙΑ- ΜΙΕΤ). Ψηφιακό Αρχείο 1821. https://1821 .digitalarchive.gr/archive/ show/node/2644
[41] Memorandum – Γνωμοδότηση δικηγόρων Κέρκυρας, Υποφάκελος 2.2 «Φάκελλος Β’, « Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης (ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ). Ψηφιακό Αρχείο 1821. Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 29/05/2021. https://1821 .digitalarchive.gr/archive/show/node/2705
[42] Απόφαση του Εμποροδικείου Κωνσταντινούπολης, Υποφάκελος 2.2 Φάκελος Β’, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης (ΕΛΙΑ- ΜΙΕΤ). Ψηφιακό Αρχείο 1821. https://1821 .digitalarchive.gr/ archive/show/node/2639
[43] Αναφορά του Παναγιώτη-Μαρίνου Στεφάνου προς τη Γερουσία των Ιονίων Νήσων, Υποφάκελος 2.2 «Φάκελος Β’», Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης (ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ). Ψηφιακό Αρχείο 1821. https://1821 .digitalarchive.gr/archive/show/node/2703
[44] Απόφαση του Πρωτοδικείου Ζακύνθου, Υποφάκελος 2.1 «Φάκελος Α’», Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης (ΕΛΙΑ- ΜΙΕΤ). Ψηφιακό Αρχείο 1821. https://1821 .digitalarchive.gr/archive/show/ node/2496.
[45] Ανδρέας Λιγνός, Αρχείον της Κοινότητος της Ύδρας (1778-1832), τ. 8, Πειραιάς Ιστορικόν Αρχείον Ύδρας, ο. 110-111.
[46] «Ὁ Ἀρχιγραμματεύς τῆς Ἐπικρατείας, Μινίστρος τῶν Ἐξωτερικών ὑποθέσεων καί Πρόεδρος τοῦ Συμβουλίου τῶν Μινίστρων (τοῦ Ὑπουργικού Συμβουλίου) πρός τον Μινίστρον τοῦ Πολέμου. Γνωστοποιείται, κατ’ ἐπιταγήν τῆς Διοικήσεως, πρός τό Μινιστέριον τοῦ Πολέμου, ὅτι, ἐπειδή ἡ Διοίκησις ἀρχήν θεμελιώδη ἔχει την κατάργησιν τῆς δουλείας:
α) Εἶναι ἀπηγορευμένον ἄχρις ἐκδόσεως εἰδικοῦ Νόμου, νά πωλώνται καί νά ἀγοράζωνται, καθ’ ὄλην τήν Ἑλληνικήν Ἑπικράτειαν, ἄνθρωποι ἑκατέρων τῶν γενῶν παντός ἔθνους.
β) Ἀν τυχόν εὐρίσκωνται ἤ ἀκολούθως εὐρεθώσιν ἀργυρώνητοι, ἀπό αὐτήν τήν ὥραν εἶναι ἐλεύθεροι καί ἀπό τούς ἰδίους δεσπότας ἀκαταζήτητοι.
Τό Μινιστέριον τοῦ Πολέμου νά ἐνεργήσῃ ταύτην τήν ἐπιταγήν, ἐφ’ ὅσον ἀνήκει τῷ αὐτοῦ Μινιστερίῳ.
Ἐν Κορίνθῳ τῇ ΙΕ (15) Φεβρουαρίου 1822». Βλ. Αρχεία Ελληνικής Παλλιγενεσίας, αριθμ. έγγράφου 151, 15-2-1821.
[47] Συγκεκριμένα στην παρ. Θ’ του Νόμου της Επιδαύρου, που ψηφίσθηκε από την Β΄ εθνοσυνέλευση, η οποία συγκλήθηκε στο Άστρος κυνουρίας τον Απρίλιο του 1823 (αναφέρεται και ως Σύνταγμα του Άστρους) υπάρχει η ακόλουθη αναφορά: «Εἰς τήν Ἑλληνικήν Ἐπικράτειαν οὔτε πωλείται, οὔτε ἀγοράζεται άνθρωπος, ἀργυρώνητος δε παντός γένους και πάσης θρησκείας ἅμα πατήσας τό Ἑλληνικόν ἔδαφος εἶναι ἐλεύθερος καί ἀπό τόν δεσπότην αὐτοῦ ἀκαταζήτητος…». https://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/f3c70a23-7696-49db-9148-f24dce6a27c8/syn07.pdf
[48] Πῆραν τά κάστρα πῆραν τα, πῆραν καί τά δερβένια / Πῆραν καί τήν Τριπολιτσά την ξακουσμένην χώρα·/ Κλαίουν στους δρόμους Τούρκισσες, κλαίουν και Ἑμιροπούλες, / Κλαίει καί μιά χανούμισσα τόν δόλιον τόν Κιαμίλη./- Άχ, ποῦ’σαι καί δέ φαίνεσαι καμαρωμένε ἀφέντη; / Ἤσουν κολώνα στό Μωριά καί Φλάμπουρον στήν Κόρθο./Ἤσουν καί στην Τριπολιτσά θεμελιωμένος πύργος./ Στήν Κόρθο πλιά δέ φαίνεσαι, οὐδέ μέσ’ στά σαράγια,/ἕνας παπάς σου τά ’καψε τά ἔρμα τά παλάτια./Κλαίνε τ’ ἀχούρια γι’ ἄλογα καί τά τσαμιά (τζαμιά) γι’ ἀγᾶδες,/ κλαίει καί ἡ Κιαμίλαινα τόν δόλιο της τόν ἄντρα,/ σκλάβος ραγιάδων ἔπεσε και ζῆ ραγιᾶς ἐκείνων…..». Βλ. Σπυρίδων Ζαμπέλιος, Άσματα δημοτικά της Ελλάδος, εκδοθέντα μετά μελέτης ιστορικής περί Μεσαιωνικού Ελληνισμού, Κέρκυρα 1852, σ. 634.
[49] Δ. Καμπούρογλους, Απομνημονεύματα Γερμανού, ό.π., ο. 131.
[50] Τελικώς η συμφωνία δεν επετεύχθη και οι δύο πασάδες του Ναυπλίου αντηλλάγησαν το 1828 με έλληνες ομήρους που κρατούσε ο Ιμπραήμ πασάς. Βλ. επόμενη υποσημείωση Α. Βακαλόπουλος, Τούρκοι και Έλληνες αιχμάλωτοι, ό.π., ο. 84-85 και 91.
[51] Σπυρίδων Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Έκδοση εκατονταετηρίδας, Αθήνα 1925, τ. 2, σ. 225.
[52] Άντον Πρόκες φον Όστεν, Ιστορία της έπαναστάσεως των Ελλήνων κατά του Οθωμανικού Κράτους έν έτει 1821 και της ιδρύσεως του Ελληνικού Βασιλείου, διπλωματικώς εξεταζομένη, μτφρ. Γ. Έμ. Αντωνιάδης, εκδ. Αθηνά, τ. 2, Αθήνα 1869, σ. 342.
[53] Α. Βακαλόπουλος, Τούρκοι και Έλληνες αιχμάλωτοι, ό.π., σ. 56-57.
[54] Στο ίδιο, όπου αναφορά σε έγγραφα του Αρχείου Ελληνικής Παλιγγενεσίας 1, σ. 118-119 και σ. 293-294.
[55] Βλ. Γ.Α.Κ., Αρχείο Γενικής Γραμματείας περιόδου Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, Φάκελος 25, έγγρ. με αριθμ. 72.
[56] Οι αιχμαλωτισθέντες από την καταστροφή της Χίου υπολογίζονται στις 52.000, οι περισσότεροι από τους οποίους, κυρίως γυναίκες και παιδιά, οδηγήθηκαν σε σκλαβοπάζαρα μεγάλων πόλεων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Αλεξάνδρεια). Για τη μεταχείριση των αιχμαλώτων της καταστροφής της Χίου, βλ. Ειρήνη Καραβόλου, Συμβίωση των Ελλήνων και Οθωμανών στη Χίο πριν από το 1822. Η τύχη των αιχμαλώτων και η εικόνα των Οθωμανών Τούρκων ως «άλλων» στις αφηγήσεις της καταστροφής και άλλες πηγές του 19ου αιώνα, Διδακτορική Διατριβή εγκριθείσα από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων/ Φιλοσοφική Σχολή/ Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Ιωάννινα 2019, σ. 251 κ.ε. – Ιωάννης Δημάκης, «Τα δραματικά γεγονότα της Χίου του 1822 διά μέσου των στηλών του γαλλικού τύπου της εποχής», Χιακή Επιθεώρησις 2 (1964), σ. 167-182 – Μικές Παϊδούσης, «Μαρτυρίες από τη σφαγή της Χίου», Χιακή Επθεώρησις 11 (1973), σ. 31-41.
[57] Παρά τις ανθρωπιστικές αντιλήψεις για την μεταχείριση των αιχμαλώτων των πολεμικών συγκρούσεων που εμφανίστηκαν στον ευρωπαϊκό χώρο, οι οποίες εν πολλοίς εδράζονται στις βασικές αρχές του Διαφωτισμού περί αναφαίρετων δικαιωμάτων του ανθρώπου, αντιλήψεις που διατυπώθηκαν στις επαναστατικές διακηρύξεις της Αμερικανικής και της Γαλλικής Επανάστασης, χρειάστηκε ένας αιώνας και μια σειρά αιματηρών πολεμικών συγκρούσεων για να θεσμοθετηθεί επίσημα η προστασία των αιχμαλώτων. Τα σημαντικότερα προστατευτικά διεθνή καταστατικά κείμενα υπήρξαν: α) Η Δήλωση των Βρυξελλών (1894) β) Οι Κανονισμοί της Χάγης (1899) γ) Οι Κανονισμοί της Χάγης (1904) γ) Η Σύμβαση της Γενεύης, περί νόμων και εθίμων πολέμου (1929, μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο) δ) Η Σύμβαση της Γενεύης (1949, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ε) Το Πρωτόκολλο της Γενεύης (1977). Τα άρθρα της Σύμβασης της Γενεύης του 1949 (Τέταρτη Σύμβαση) ορίζουν εκτενώς τα βασικά δικαιώματα των αιχμαλώτων (πολιτών και στρατιωτών) κατά τη διάρκεια του πολέμου, θεμελιώδεις προστασίες για τους τραυματίες και θεμελιώδεις προστασίες για τους πολίτες μέσα ή γύρω από πολεμική ζώνη. Για το διεθνές καθεστώς προστασίας αιχμαλώτων πολέμου βλ. Διονύσης Σ. Γάγγας, Το καθεστώς των αιχμαλώτων πολέμου στο διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο, I. Σιδέρης, Αθήνα 2008.
*Μαρία Ανεμοδουρά
«Ελευθερία και Θάνατος στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 – Μικροϊστορικές προσεγγίσεις από τον αγώνα στον Ηπειρωτικό και στον ευρύτερο Βαλκανικό χώρο», Διεθνές Συνέδριο, Ιωάννινα 2021.
*Η Μαρία Ανεμοδουρά είναι διδάκτορας Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Ε.Κ.Π.Α.
* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.
Σχετικά θέματα:
- H πολιορκία της Τριπολιτσάς
- Χουρσίτ Πασάς
- Πελοποννήσιοι αιχμάλωτοι του Αγώνα της ανεξαρτησίας: οι προσπάθειες για την απελευθέρωσή τους (μαρτυρίες από τα Αρχεία του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών. Γεώργιος Β. Νικολάου, ΣΤ’ Συμπόσιο Ιστορίας και Τέχνης, Μονεμβασιά, 23-25 Ιουλίου 1993.
Σχολιάστε