Μαίρη Κ. Παριανού: Μια Κρανιδιώτισσα στην Αντίσταση
Στην Αντίσταση κατά της ξένης κατοχής, που έλαβε τεράστιες διαστάσεις, πήρε μέρος η πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Ιδιαίτερα δυναμική και πρωτοφανής για την ελληνική πραγματικότητα ήταν η δράση που ανέπτυξαν οι γυναίκες όλων των ηλικιών σε κάθε είδους αντιστασιακή κινητοποίηση. Γυναίκες που κουβάλησαν το όπλο, που έγιναν σύνδεσμοι με αντιστασιακές οργανώσεις. Γυναίκες που φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν, βασανίστηκαν και κατέληξαν σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας. Γυναίκες που δεν γνωρίζουμε, δεν δίνουν συνεντεύξεις, δεν είναι δημοφιλείς. Γυναίκες που επέλεξαν τη σιωπή, χωρίς να εκμεταλλευτούν το παρελθόν τους.
Μια τέτοια γυναίκα είναι και η Κρανιδιώτισσα Μαίρη Παριανού. Η Παριανού γεννήθηκε το 1924 στο Κρανίδι της Ερμιονίδας. Το πρώτο από τα τέσσερα παιδιά του Κοσμά και της Τασίας, εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της, σε μικρή ηλικία, στην Αθήνα, αρχικά στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου και Ηπείρου και αργότερα στην οδό Αριστοτέλους και Μακεδονίας. Με την κήρυξη του πολέμου η επικοινωνία με την Αμερική δεν μπορούσε να συνεχιστεί πλέον, και ο πατέρας της που εργαζόταν εκεί δεν μπορούσε να στέλνει χρήματα. Έτσι η μητέρα της αναγκάστηκε να νοικιάζει τα τρία δωμάτια του διώροφου σπιτιού τους για να ζήσουν.
Ένα απριλιάτικο πρωινό του 1941 εμφανίζεται ένας κύριος ως ενοικιαστής, ο οποίος ισχυριζόταν ότι ήταν μαυραγορίτης και ονομαζόταν Κώστας Χαλάς. Συμπεριφερόταν περίεργα δεν έβγαινε από το σπίτι την ημέρα, αλλά αργά το βράδυ παίρνοντας προφυλάξεις, γεγονός που είχε βάλλει σε υποψίες την κυρά Τασία. Ώσπου κάποια μέρα ο μυστηριώδης ένοικος ζητά να αρραβωνιαστεί τη Μαίρη, αλλά εκείνη έχει διαφορετική άποψη:
«Κόντευα 17 ετών», θα γράψει αργότερα στο βιβλίο της η Μαίρη Παριανού, «Μάνα, εγώ έχω όνειρα. Να λήξει ο πόλεμος να πάω κοντά στον πατέρα μου, σε ανώτερες σχολές. Κι εσύ μου λες να πάρω το μαυραγορίτη; Είχα όνειρα πολλά. Πήγαινα στο Γυμνάσιο, στο μπαλέτο στη σχολή Ζουρούδη και στο Ωδείο, στη Φειδίου, όπου έκανα φωνητική. Ήθελα να γίνω ηθοποιός για μεγάλο θέατρο…».
Ο άνθρωπος που ζητούσε να παντρευτεί την δεκαεφτάχρονη Μαρία δεν ήταν άλλος από τον αρχηγό της αντιστασιακής Οργάνωσης «Προμηθέας II», Χαράλαμπο (Μπάμπη) Κουτσογιαννόπουλο,* απότακτο αξιωματικό του Πολεμικού Ναυτικού. Τελικά τον αρραβωνιάζεται και τον Ιούνιο του 1941 μπαίνει στην Οργάνωση. Συνεργαζόταν στον συντονισμό των εκπομπών του ασυρμάτου, εκτελούσε χρέη συνδέσμου, δραστηριότητα ιδιαίτερα επικίνδυνη, που απαιτούσε συνεχή εγρήγορση και ψυχραιμία. Αν και τα επιτεύγματα της ομάδας στον τομέα των δολιοφθορών ήταν λίγα σε αριθμό, ήταν τεράστια η προσφορά της στον τομέα των ναυτικών πληροφοριών. Πληροφορίες που έδινε στους συμμάχους σχετικά με την κίνηση των νηοπομπών του Άξονα στο Αιγαίο.
Ο Χαρ. Κουτσογιαννόπουλος ήταν εκείνος που έπεισε τον Ζέρβα να βγει στα βουνά, όταν εκείνος παρά την οικονομική βοήθεια που του είχαν προσφέρει οι Βρετανοί προκειμένου να οργανώσει ένοπλα τμήματα, καθυστερούσε ζητώντας περισσότερα χρήματα. Τελικά με την απειλή ότι θα τον κατέδιδε στη Γκεστάπο, επειδή, όπως ο ίδιος του είχε εκμυστηρευτεί, διαπραγματευόταν με τους Ιταλούς, ο Ζέρβας πείστηκε και κατευθύνθηκε προς τα βουνά της Ηπείρου, στις 23 Ιουλίου του 1942.
Στις 2 Φεβρουάριου του 1943, οι Γερμανοί εντόπισαν τον ασύρματο και συνέλαβαν τους Κουτσογιαννόπουλο, Ντεγιάννη και Παπαγιάννη. Την επόμενη ημέρα συλλαμβάνεται και η Παριανού η οποία μεταφέρεται στη Γκεστάπο, στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου και Χαλκοκονδύλη. Ανακρίνεται και στη συνέχεια μεταφέρεται στο Εμπειρίκειο Αναμορφωτήριο που είχαν μετατρέψει σε γυναικείες φυλακές, επειδή οι φυλακές Αβέρωφ ήταν πλήρεις. Στις 7 Μαΐου ο Κουτσογιαννόπουλος κατάφερε να βγει από τη φυλακή, αφού δωροδόκησε έναν φύλακα. Κρυβόταν στην Αθήνα και αργότερα διέφυγε μέσω Εύβοιας στην Τουρκία, όπου έφτασε στις 27 Ιουνίου. Συνέταξε λεπτομερή έκθεση προς τους Άγγλους για τη δράση και τη σύλληψή του, όπου αναφέρεται και στους συνεργάτες του ονομαστικά, συμπεριλαμβανομένης και της Μαίρης Παριανού.
Στις 4 Ιουνίου του 1943, καταδικάζονται, από έκτακτο στρατοδικείο οι Ντεγιάννης και Παπαγιάννης δύο φορές σε θάνατο και η Παριανού σε θάνατο, ποινή που δεν θα εκτελεστεί λόγω του νεαρού της ηλικίας της. Οι δύο πρώτοι εκτελέστηκαν στις 19 Ιουνίου του 1943 στη Καισαριανή μαζί με άλλους έξι πατριώτες και η Παριανού μεταφέρθηκε στις φυλακές Στάιν της πόλης Κρεμς, εξήντα χιλιόμετρα από τη Βιέννη της Αυστρίας. Στις φυλακές αυτές υποβλήθηκε σε στείρωση.
«Μια μέρα, με κατέβασαν στο ιατρείο στο υπόγειο, κρυφά. Με έγδυσαν και με έβαλαν σε ένα κρεβάτι ψηλό, σαν αυτά που έχουν στα χειρουργεία. Μου έκαναν μια ένεση στον κόλπο και συγχρόνως μου έβαλαν ένα μηχάνημα από επάνω στην κοιλιά. Όπως έμαθα μετά, ήταν ακτινοβολίες. Πόνεσα πολύ, ήμουν ζαλισμένη. Σηκώθηκα και ρώτησα την κοπέλα, που τη χρησιμοποιούσα για νοσοκόμα, τι μου έκαναν. Και εκείνη μου απάντησε: «Μαίρη, γέτς κάινε κιντ», δηλαδή τώρα δεν θα κάνεις παιδί. Καταλαβαίνετε τη στιγμή εκείνη. Είκοσι μέρες ήμουν στο κελί σε αθλία κατάσταση…».
Τον Σεπτέμβριο του 1944, ήρθε διαταγή από την Αθήνα για την εκτέλεσή της. Μαζί της θα εκτελούνταν και η γνωστή τότε ηθοποιός Μανταλένα Χατζοπούλου, μέλος της Οργάνωσης, με τον σύζυγό της Λεωνίδα Καβαφάκη. Οι δυο τους εκτελέστηκαν στις 8 Σεπτεμβρίου 1944 στο Χαϊδάρι, ενώ στην Παριανού δόθηκε χάρη. Αργότερα μεταφέρθηκε σε Αγροτικές φυλακές, όπου αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Επέστρεψε στις φυλακές Στάιν και παρέμεινε εκεί μέχρι την Άνοιξη του 1945, οπότε και απελευθερώθηκε. Δεν πρόλαβε όμως να χαρεί για πολύ την ελευθερία της. Συλλαμβάνεται ξανά και στέλνεται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης με 4.000 αιχμαλώτους άνδρες. Στις 2 Απριλίου η Κρεμς βομβαρδίζεται και πέντε ημέρες αργότερα καταλαμβάνεται από τον Κόκκινο Στρατό.
Η Παριανού ελευθερώνεται και με εμπορικό τρένο φτάνει στη Βουδαπέστη. Μετά από μερικές ημέρες παραμονής εκεί, ταξιδεύει για Βελιγράδι και αργότερα για Σκόπια. Επόμενος σταθμός το Μοναστήρι. Το πρωί με φορτηγό έφτασε στη Φλώρινα. Μετά από δεκαήμερη καραντίνα αναχωρεί για Κοζάνη και μετά από μερικές ημέρες με λεωφορείο έφτασε στην Αθήνα την 1η Αυγούστου του 1945:
«Παρακάλεσα τον φίλο μου Σπύρο Στεφανάκη, που και αυτός ήταν από την Αθήνα, να πάμε μαζί στο σπίτι μου, να μη με δει άξαφνα η μητέρα μου και πάθει τίποτα. Το σπίτι ήταν διώροφο. Όταν μπήκαμε στην είσοδο του σπιτιού, εγώ έκατσα κάτω. Ο Σπύρος ανέβηκε τις σκάλες, χτύπησε την πόρτα. “Έχω ένα γράμμα από την Μαίρη”. “Έλα μέσα παιδί μου, δώσε μου το γράμμα!”. «Το έχει ο φίλος μου κάτω”. Είχα γυρίσει την πλάτη και δεν με γνώρισε αμέσως, διότι φορούσα κοστούμι στρατοπέδου. Είχα σηκώσει και τα μαλλιά μου και φορούσα ένα στρατιωτικό καπελάκι. Όταν γύρισα και με είδε, κόντεψε να πέσει από τη σκάλα. Έτρεξα και την κράτησα. Με αγκάλιασε, δεν με χόρταινε από τα φιλιά και τα κλάματά της…».
Για τις υπηρεσίες που πρόσφερε στον Συμμαχικό Αγώνα η Παριανού, της απονεμήθηκε το «πιστοποιητικό Πατριώτου», από τον Ανώτατο Αρχηγό των Συμμαχικών Δυνάμεων Μεσογείου Στρατάρχη Σερ Αλεξάντερ. Ένα πιστοποιητικό που απενεμήθη από τον Στρατάρχη σε ελάχιστους Έλληνες αντιστασιακούς…
* [Σημ. Βιβλιοθήκης: Η αντιστασιακή οργάνωση ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ ΙΙ είχε αρχηγό της τον Χαράλαμπο Κουτσογιαννόπουλο, υποπλοίαρχο του Π.Ν. Ο Κουτσογιαννόπουλος εθεωρείτο χαρισματικό άτομο. Διέθετε ηγετικές ικανότητες, ήταν τολμηρός, αποφασιστικός και οξυδερκής. Η οργάνωση ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ ΙΙ, διεδέχθη την ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ Ι επειδή ο αρχηγός της τελευταίας, αξιωματικός του Στρατού Ξηράς Ευριπίδης Μπακιρτζής προσχώρησε στο ΕΑΜ – ΕΛΑΣ.
Ο Κουτσογιαννόπουλος σύντομα θεωρήθηκε από το Βρετανικό Στρατηγείο Μέσης Ανατολής τόσο απαραίτητος για την αντίσταση στην Ελλάδα, ώστε όταν συνελήφθη με άλλους συναδέλφους του (αξιωματικούς του Π.Ν) αποστέλλων μηνύματα σ’ αυτό και καταδικάστηκε σε θάνατο, ο συμμαχικός παράγων να κάνει το παν, από το Κάιρο, ώστε ο Κουτσογιαννόπουλος να μην εκτελεστεί. Διέθεσε γι’ αυτό μεγάλο ποσό σε χρυσές λίρες, προκειμένου, μέσω διαφόρων καναλιών, να δωροδοκήσει τη γερμανική διοίκηση στην Αθήνα.
Πέτυχε έτσι να σώσει τον Κουτσογιαννόπουλο, ο οποίος αργότερα (Απρίλιος 1943) δραπέτευσε στη Μέση Ανατολή.
Ο ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ ΙΙ διαλύθηκε τη 2η Φεβρουαρίου 1943, όταν οι Γερμανοί έκαναν έφοδο στην οδό Σημαντήρα 2 και συνέλαβαν επί τόπου τον χειριστή του ασυρμάτου του, αρχικελευστή του Π.Ν Αντώνιο Παπαγιάννη και τους τότε ανθυποπλοιάρχους Χ. Κουτσογιαννόπουλο (αρχηγό της οργάνωσης) και Ηλ. Ντεγιάννη (υπαρχηγό). Πληροφορίες από την έρευνα των Τίτου Αθανασιάδη και Ιωάννη Μαραγκουδάκη, που δημοσιεύονται στο ένθετο του περιοδικού του «Ιστιοπλοϊκού Κόσμου», τεύχος 146, Ιανουάριος – Φεβρουάριος 2020, με τίτλο: «Έλληνες ναυτικοί στην Εθνική Αντίσταση 1941 – 1945 | Οι μυστικές οργανώσεις, οι αγώνες και οι θυσίες για την ελευθερία της πατρίδας»].
Πηγή: Μαίρη Κ. Παριανού. «Μαρτυρίες από την Αντίσταση και τη φυλακή (1941-1945)- Κ. 171», εκδόσεις «Φιλιππότη», Αθήνα, 2007.
Γιάννης Εμ. Λακούτσης
«Στην Ερμιόνη Άλλοτε και Τώρα», περιοδική έκδοση για την ιστορία, την τέχνη, τον πολιτισμό και την κοινωνική ζωή της Ερμιόνης, τεύχος 25, Νοέμβριος, 2019.
Σχετικά θέματα:
- Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Ναυτικό (ΕΛΑΝ) | Ανεξάρτητη Μοίρα Αργολικού –Ερμιονίδας
- O Ε.Λ.Α.Ν. (Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Ναυτικό) και η δράση του στην Ερμιονίδα
- Οι αντάρτες της θάλασσας – Δράση του ΕΛΑΝ Αργοσαρωνικού
Σχολιάστε