Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Archive for the ‘Αργολίδα Μνημεία’ Category

Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου – Ανασκαφές του 1881-83


 

«Επιδαυρίους δε έστι θέατρον εν τω ιερώ μάλιστα εμοί δοκεί θέας άξιον.

Τα μεν γαρ Ρωμαίων πολύ δη τι υπερείχε των πανταχού τω κόσμω μεγέθει

δε Αρκάδων το εν τη Μεγάλη πόλει· αρμονίας δε ή κάλλους

ένεκα αρχιτεκτόνων ποίος ες άμιλλαν Πολυκλείτω γένοιτ’ αν αξιόχρεως;

Πολύκλειτος γαρ και θέατρον τούτο και οίκημα το περιφερές

ο ποιήσας ην». (Παυσανίας)

 

Παναγής Καββαδίας (1850-1928), αρχαιολόγος και καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Μέχρι το 1881 το θέατρο της Επιδαύρου θαμμένο στην χαράδρα του Κυνάρτειου όρους, έμενε σιωπηλό κρατώντας μυστική την αρχαία του δόξα. Ένας Κεφαλλονίτης όμως, ο Παναγής Καββαδίας, μετά τις σπουδές του, έταξε σκοπό της ζωής του την αποκάλυψη των αρχαιοτήτων  της Επιδαύρου και την δημιουργία Μουσείου. Βαθύς γνώστης όλων των σχετικών πληροφοριών και των αρχαίων συγγραφέων, στις 15 Μαρτίου του 1881 έφτασε στον ιερό χώρο του Ασκληπιού.

Ο Καββαδίας γρήγορα εντόπισε την θέση του θεάτρου. Το σχήμα της περιοχής μαρτυρούσε το μυστικό. Το κοίλο του θεάτρου πρόβαλλε νοερά ανάγλυφο στα μάτια του αρχαιολόγου. Όλος ο χώρος ήταν πυκνά δασωμένος και δύσβατος. Ήταν αδύνατο να προχωρήσει κανείς για να φτάσει στην κορυφή του. Αμέσως άρχισε η κοπή των δέντρων και σε μια εβδομάδα ο τόπος είχε καθαριστεί.

Χώματα και βράχοι είχαν συσωρευτεί στην πλαγιά. Τίποτα δεν μαρτυρούσε την ύπαρξη θεάτρου ή μέρους του. Ο χρόνος είχε παίξει το δικό του παιχνίδι. Ο Καββαδίας επέμενε. Άρχισε να σκάβει προσεκτικά. Μετά από πολλή προσπάθεια και συστηματική εργασία φάνηκε το κοίλο. Ανασκάφηκε η ορχήστρα και το υποσκήνιο. Σε βάθος 1,50 μέτρου. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Μπούρτζι – Ο Θαλασσόπυργος του Ναυπλίου


 

Ένα μικρό κάστρο στην αγκαλιά του Ναυπλίου. Σήμα και σύμβολο του.  Στα χρόνια της Ενετοκρατίας (1389-1540) και μάλιστα το 1473 ο μηχανικός Antonio Gambello έλαβε εντολή από τον Προβλεπτή της πόλης Pasqualigo, να οχυρώσει το νησί. Στον πύργο που έκτισαν τοποθέτησαν πυροβόλα. Η  πόλη αρματώθηκε καλά. Τα πυροβόλα του νησιού και τα κανόνια της περιοχής «πέντε αδέλφια» διασφάλιζαν την πόλη από επιδρομές ή επιθέσεις από την μεριά της θάλασσας. Το νησί πήρε το όνομα Μπούρτζι. Πρόκειται μάλλον για Τουρκοαραβική λέξη που σημαίνει φρούριο, κάστρο.

 

Ναύπλιο, Μπούρτζι.

 

Οχυρωματικά έργα έγιναν και κατά την περίοδο της δεύτερης Ενετικής κυριαρχίας. Ορθώθηκε πύργος με περίβολο και προμαχώνες. Ο Μοροζίνης, αφού  κατάσφαξε τους Τούρκους υπερασπιστές του, το κατέλαβε και πάλι το 1686. Το νησάκι το αποκαλούσαν και Castello dello soglio και το λιμάνι Porto Cadena, λιμάνι της αλυσίδας. Μια βαριά αλυσίδα απλωνόταν την νύχτα από το Μπούρτζι μέχρι την στεριά και έκλεινε με ασφάλεια την θαλασσινή είσοδο στο Ναύπλιο. Αργότερα, στα χρόνια της ελληνικής εξέγερσης συνηθιζόταν να το λένε Καστέλλι ή θαλασσόπυργο. Μετά από δύο πολιορκίες, την πρώτη υπό την καθοδήγηση και το σχέδιο του Γάλλου Φιλέλληνα Βουτιέ, παραδόθηκε τελικά στους Έλληνες στις 18 Ιουνίου 1822.

 

Το Μπούρτζι από το λιμάνι. Έργο του Βαυαρού Κρατσάιζεν Καρλ (Karl Krazeisen). Λιθογραφία Franz Hanfstaengl, Μόναχο, 1828.

 

Το Μπούρτζι, διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο κατά την πολιορκία του Ναυπλίου, γιατί οι Έλληνες χτυπούσαν με τα πυροβόλα του τα κάστρα του Παλαμηδιού και της Ακροναυπλίας, της γνωστής τότε ως Ιτς Καλέ. Εκεί, κατέφυγε και η Ελληνική Κυβέρνηση δύο φορές το 1826, λόγω των γεγονότων εκείνης της χρονιάς.

 

Μπούρτζι, ελαιογραφία του Karl von Heideck (Εϊδεκ Κάρολος Γουλιέλμος). Μόναχο περίπου, 1837.

 

Ως Φρούριο λειτούργησε μέχρι το 1865. Μετά, έγινε η κατοικία των δημίων της γκιλοτίνας, γιατί ο λαός του Ναυπλίου δεν επιθυμούσε την συνύπαρξη μαζί τους, αλλά και διότι οι δήμιοι κατά κανόνα ήταν κατάδικοι. Το κάστρο προστάτευαν 4 στρατιώτες και ένας επικεφαλής Υπαξιωματικός. Η καρμανιόλα στηνόταν κάθε φορά που υπήρχε τέτοια ανάγκη στο περίφημο Αλωνάκι, νότια των φυλακών του Παλαμηδιού και κοντά στον Άγιο Ανδρέα. Όταν ήρθε η καρμανιόλα από την Μασσαλία, όπου κατασκευάστηκε, την συνόδευε ένας δήμιος. Έφυγε όμως πολύ γρήγορα για την πατρίδα του γιατί οι πολίτες του Ναυπλίου τον αντιμετώπιζαν με μίσος και ιδιαιτέρως προσβλητική συμπεριφορά. Άρχιζαν οι άγριες μέρες των καρατομήσεων. Το Παλαμήδι, το Ιτς-καλέ και το Μπούρτζι, θα γίνουν σημείο αναφοράς δυστυχίας και πόνου για εκείνους που ο Νόμος έπεφτε βαρύς. 

 

Το λιμάνι του Ναυπλίου, στο βάθος το Μπούρτζι, 1928.

 

Το 1950 το Μπούρτζι πρωτολειτούργησε ως Ξενοδοχείο. Φιλοξένησε σπουδαίες και διάσημες προσωπικότητες.  Κατόπιν, μεταβλήθηκε σε ωραιότατο εστιατόριο και αργότερα σε καφετερία. Σήμερα, ο χώρος είναι επισκέψιμος με βαρκάκια που ξεκινούν από την παραλία του Ναυπλίου, ενώ το καλοκαίρι οργανώνονται καλλιτεχνικές ή άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις.

 

Σχετικά θέματα:

Read Full Post »

Κάστρο Καρυάς


 

Ψηλότερα του ορεινού χωριού Καρυά, η  οδός που ανοίχθηκε προς Νεστάνη σε ύψος 980 μ. διέρχεται μεταξύ του Ιερού ναού της Θεοτόκου και μιας βραχώδους εξάρσεως, στην κορυφή της όποιας υπάρχει ασβεστόκτιστο οίκημα, που και σήμερα ονομάζετε  «Καστράκι».

Το «Καστράκι» αυτό αποτελείται από ένα σύνολο κτισμάτων διαφόρων μάλιστα εποχών. Έτσι, στην επίπεδη κορυφή του βραχώδους υψώματος μια σειρά από ευμεγέθεις λίθους αλλά χωρίς κονίαμα εμφαίνουν και διαγράφουν αρχαίο κτίσμα διαστάσεων 6 Χ 4,70μ. Σε παρακείμενη ευμεγέθη οριζόντια επιφάνεια ενός βράχου υπάρχει σφαιρική κοιλότητα, που έχει διάμετρο 1,20μ. και βάθος 0,30μ. στο κέντρο. Από το σημείο αυτό είναι ορατά, όλη η άνω λεκάνη του Ξεριά, το φρούριο του Άργους και ο αυχένας Αρτεμισίου Ξεροβουνίου (από  του οποίου διέρχεται η οδός προς Νεστάνη). Συμπεραίνεται λοιπόν ότι εδώ ήταν εγκατεστημένη κατά την αρχαιότητα φρυκτωρία* των Αργείων.

 

Το Κάστρο της Καρυάς – (Λήψη φωτογραφίας 18 Απριλίου 2021).

 

Δίπλα στο παραπάνω αρχαίο κτίσμα υπάρχει άλλο, νεότερο, εκτάσεως 6 Χ 4,30. Στο κτίσμα αυτό έγινε χρήση ασβεστοκονιάματος και είχε δίκλινη στέγη. Του κτιρίου αυτοί σώζονται ακόμα οι δύο τοίχοι, ενώ οι άλλοι δύο έχουν καταρρεύσει από την ώθηση της στέγης. Στο εσωτερικό του κτιρίου ο βόρειος τοίχος στο κάτω μέρος έχει παράθυρο 0,55 Χ 0,80 του μ. και συνεχόμενο ντουλάπι 1,60 Χ 0,50.

 

Το Κάστρο της Καρυάς – (Λήψη φωτογραφίας 18 Απριλίου 2021).

 

Παρόμοιο κτίσμα διαστάσεων 6,50 Χ 4,30μ. υπάρχει στη θέση Βίγ­λα του Γουλά Νεστάνης (Τσιπιανών). Από τον τρόπο κατασκευής αυτών συμπεραίνεται ότι και τα δύο κτίρια είναι της βυζαντινής εποχής, αυτό της Αργολίδας φαίνεται να είναι νεότερο, και μάλιστα μετά το 1388.

 

Τοπογραφικό σκαρίφημα του Κάστρου Καρυάς

 

Στους δυτικούς πρόποδες του ίδιου πάντα βραχώδους υψώματος ξηρολιθοδομή πάχους 0,80μ. αποτελεί τα θεμέλια κυκλικού πύργου εξωτερικής διαμέτρου 2,50μ. Η άνοδος στο ύψος της φρυκτωρίας γίνεται από οδό που ακολουθεί την δυτική κλιτύ της βραχώδους προεξοχής, το κατάστρωμα δε του δρόμου υποβαστάζει αναλημματικός από ξηρολιθοδομή τοίχος. Τέλος δυτικά του πύργου ένα μικρό οροπέδιο λίγων στρεμμάτων προσφέρεται για στάθμευση ίλης ιππικού. Συμπεραίνεται λοιπόν ότι οι ξηρολιθοδομές και ο πύργος είναι φραγκικά κατασκευάσματα και ότι η φρυκτωρία ήταν σε χρήση της γαλλικής αυθεντίας.

Στον ιστότοπο της Eφορείας Αρχαιοτήτων Αργολίδας, «Περιήγηση στα μνημεία της Αργολίδας» διαβάζουμε: Φρυκτώριο, θέση Κάστρο Παναγία Καρυάς Άργους. Σε μικρό ασβεστολιθικό έξαρμα έναντι της εκκλησίας της Παναγίας Καρυάς στη θέση Κάστρο είναι ορατή αρχαία τειχοδομία με ορθογώνια κάτοψη, στην οποία εδράζεται οχυρό βυζαντινών χρόνων. Εντάσσεται στο αμυντικό δίκτυο (φρυκτώρια), ελέγχου των μεθορίων περιοχών της ΒΔ Αργολίδας τον 5ο και κυρίως τον 4ο αι. π.Χ.

 

Υποσημείωση


 

* Οι Φρυκτωρία ήταν ένα σύστημα συνεννόησης με σημάδια που μεταβιβάζονταν από περιοχή σε περιοχή με τη χρήση πυρσών, στη διάρκεια της νύκτας (φρυκτός = πυρσός και ώρα = φροντίδα). Ο Αισχύλος στο έργο του Αγαμέμνων περιγράφει την είδηση της πτώσης της Τροίας, η οποία μεταδόθηκε ως τις Μυκήνες με τις φρυκτωρίες.

 

Πηγή


  • Ιωάννου Ε. Πέππα, «Μεσαιωνικές σελίδες της Αργολίδος, Αρκαδίας, Κορινθίας, Αττικής», Αθήνα 1990.

 

Σχετικά θέματα:

 

Read Full Post »

Αυτό το περιεχόμενο είναι προστατευμένο με Συνθηματικό. Για να το δείτε, παρακαλώ εισάγετε το Συνθηματικό παρακάτω.

Read Full Post »

Θέατρο Ασκληπιείου Επιδαύρου

 

 

Το Θέατρο του Ασκληπιείου της Επιδαύρου οικοδομήθηκε στη δυτική πλευρά του Κυνορτίου όρους, στα τέλη της Κλασικής εποχής, γύρω στο 340-330 π.Χ., στο πλαίσιο της γενικής ανοικοδόμησης του ιερού και χρησιμοποιιήθηκε τουλάχιστον έως τον 3ο αι. μ.Χ. Το μοναδικό αυτό μνημείο, το τελειότερο και διασημότερο αρχαίο ελληνικό Θέατρο, το οποίο συνδυάζει την κομψότητα με την τέλεια ακουστική, είναι κατά τον Παυσανία, έργο του Πολύκλειτου (του Νεώτερου), του δημιουργού της Θόλου στο ίδιο ιερό.


Το μνημείο κτίστηκε για να τελούνται σ΄ αυτό οι μουσικοί, ωδικοί και δραματικοί αγώνες των Ασκληπιείων. Επίσης δίνονταν σ’ αυτό παραστάσεις δραμάτων, που συμπεριλαμβάνονταν στην λατρεία του Ασκληπιού. Στα μέσα του 2ου αι. π.Χ., το κοίλο του επεκτάθηκε και η χωρητικότητα του από περίπου 8.000 αυξήθηκε σε 13.000-14.000 θεατές. Την ίδια εποχή διαμορφώθηκε το σκηνικό οικοδόμημα έτσι ώστε οι ηθοποιοί να παίζουν αποκλειστικά στο λογείο, δηλ. στην εξέδρα πάνω από το προσκήνιο, και όχι πλέον μπροστά σ’ αυτό. Κατά την Ρωμαιοκρατεία διατήρησε τα χαρακτηριστικά του ελληνικού Θεάτρου, ακόμη και μετά την επισκευή του από τις καταστροφές που υπέστη κατά την εισβολή των Ερούλων το 267 π.Χ., κυρίως στο σκηνικό οικοδόμημα.

 

Φωτογραφία από τα �ργα αναστήλωσης της δυτικής πύλης του Αρχαίου Θεάτρου της Επιδαύρου. Αρχείο της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας.

Φωτογραφία από τα έργα αναστήλωσης της δυτικής πύλης του Αρχαίου Θεάτρου της Επιδαύρου. Αρχείο της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας.

 

Το κοίλο του Θεάτρου έχει κατασκευαστεί στην πλαγιά του λόφου με ασβεστολιθικό υλικό ενώ τα αναλήμματά του αποτελούνται από πωρόλιθο. Ένα πλακόστρωτο διάζωμα, πλάτους 1,90 μ., χωρίζει το τμήμα του κοίλου που κτίστηκε πρώτο, από ένα νεότερο τμήμα, το επιθέατρο. Δεκατρείς ακτινωτές κλίμακες οδηγούν στις 34 σειρές εδωλίων δώδεκα ίσων κερκίδων του αρχικού τμήματος, ενώ το επιθέατρο αποτελείται από 22 κερκίδες και 23 κλίμακες που οδηγούν σε 21 σειρές εδωλίων. Η πρώτη και η τελευταία σειρά του αρχικού τμήματος καθώς και η πρώτη σειρά του νέου έχουν καθίσματα με ερεισίνωτα. Το κοίλο περιβαλλόταν από ένα διάδρομο και έναν πώρινο προστατευτικό τοίχο. Στις παρόδους κτίστηκαν μνημειακές δίθυρες πύλες, από τις οποίες κεκλιμένα επίπεδα (αναβάθρες) οδηγούσαν στο προσκήνιο. Ένας πλακόστρωτος διάδρομος χωρίζει το κοίλο από την κυκλική ορχήστρα που έχει διάμετρο 20 μ., στο κέντρο της οποίας σώζεται η βάση για τον βωμό του Διονύσου (θυμέλη). Το κτισμένο με πωρόλιθους σκηνικό οικοδόμημα ήρθε στο φως ερειπωμένο. Αποτελείται από το προσκήνιο και μία διώροφη σκηνή, πλαισιωμένη με παρασκήνια. Αρχικά είχε δύο κιονοστοιχίες με πεσσούς, η μία στην πρόσοψη του προσκήνιου, διακοσμημένη με ιωνικούς ημικίονες και η άλλη στην πίσω πλευρά της ισόγειας αίθουσας της σκηνής. Στα μέσα του 2ου αι. π.Χ. η πλευρά αυτή κλείστηκε, ενώ αντιθέτως στην πρόσοψη του ορόφου της σκηνής διανοίχτηκαν πέντε προσβάσεις προς το λογείο. Μεταφέρθηκαν τότε από το προσκήνιο στον όροφο οι κινητοί πίνακες ζωγραφικής, που τοποθετούνταν ανάμεσα σε πεσσούς για την διαμόρφωση του σκηνικού ανάλογα με το δράμα που παιζόταν. Το σκηνικό οικοδόμημα διακοσμούσαν και γλυπτά, από τα οποία ελάχιστα διασώθηκαν.  

Η αρμονία αυτού του Θεάτρου οφείλεται στον μοναδικό του σχεδιασμό βασισμένο σ’ ένα κανονικό πεντάγωνο, στο οποίο εγγράφεται η ορχήστρα, καθώς και στη χρήση τριών κέντρων για την χάραξη των καμπύλων σειρών των εδωλίων του κοίλου. Περίφημη είναι και η ακουστική του Θεάτρου αυτού.


Το μνημείο έφεραν στο φως οι ανασκαφές του Π. Καββαδία τα έτη 1881-83. Αρχικά το 1907 αλλά και κατά την περίοδο 1954-1963 έγιναν εργασίες αναστήλωσης στα θυρώματα των παρόδων, στους αναλημματικούς τοίχους και στις ακραίες κερκίδες του αρχικού τμήματος του κοίλου.

Από το 1988 την συντήρηση του Θεάτρου ανέλαβε η Επιτροπή Συντήρησης Μνημείων Επιδαύρου αναστηλώνοντας αρχικά την ακραία δυτική κερκίδα του επιθεάτρου, το θύρωμα της δυτικής παρόδου και τους δύο αγωγούς απορροής ομβρίων της ορχήστρας. Η φροντίδα του μνημείου είναι συνεχής και αποσκοπεί στην αποκατάσταση των φθορών που υφίσταται το μνημείο από φυσικά αίτια αλλά και από την χρήση του.


Από το 1954 πραγματοποιούνται στο φυσικό τους χώρο κάθε καλοκαίρι παραστάσεις αρχαίου δράματος.

 

Συντάκτης: Επιτροπή Συντήρησης Μνημείων Επιδαύρου

 

 

Πηγή

 

Υπουργείο Πολιτισμού

Read Full Post »

Μυκήνες

 

Ιστορία

 

Οι «Πολύχρυσες Μυκήνες», το βασίλειο του μυθικού Αγαμέμνονα, που πρώτος ύμνησε ο Όμηρος στα έπη του, είναι το σημαντικότερο και πλουσιότερο ανακτορικό κέντρο της Ύστερης Εποχής του Χαλκού στην Ελλάδα. Το όνομά τους έχει δοθεί σε έναν από τους λαμπρότερους πολιτισμούς της ελληνικής προϊστορίας, το μυκηναϊκό, και οι μύθοι που συνδέονται με την ιστορία τους διαπέρασαν τους αιώνες με τα ομηρικά έπη και τις μεγάλες τραγωδίες της κλασικής εποχής, ενώ ενέπνευσαν και συνεχίζουν να εμπνέουν παγκοσμίως την πνευματική δημιουργία και την τέχνη. Η μυθική παράδοση φέρει ως ιδρυτή των Μυκηνών τον Περσέα, γιο του Δία και της Δανάης, της κόρης του Ακρισίου, του βασιλιά του Άργους, απόγονου του Δαναού. Ο Παυσανίας (2.16.3) αναφέρει ότι ο Περσέας ονόμασε τη νέα πόλη Μυκήνες είτε επειδή εκεί έπεσε ο μύκης του ξίφους του είτε επειδή εκεί αποκαλύφθηκε μία πηγή με άφθονο νερό, η Περσεία πηγή, κάτω από τη ρίζα ενός «μύκητος», δηλαδή ενός μανιταριού. Σύμφωνα με το μύθο, οι απόγονοι του Περσέα βασίλεψαν στις Μυκήνες για τρεις γενιές, με τελευταίο τον Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε χωρίς να αφήσει απογόνους, και έτσι οι κάτοικοι των Μυκηνών επέλεξαν ως βασιλιά τους τον Ατρέα, γιο του Πέλοπα και πατέρα του Αγαμέμνονα και του Μενέλαου.
 
 
Πύλη Λεόντων. Γκραβούρα από το βιβλίο του Ιωάννου Κ. Κοφινιώτου, «Ιστορία του Άργους από των Αρχαιοτάτων χρόνων μ�χρις ημών » Εν Αθήναις, Τυπογραφείον ο «Παλαμήδης» 1892. Επαν�κδοση, Εκδ. Εκ Προοιμίου 2008.

Πύλη Λεόντων. Γκραβούρα από το βιβλίο του Ιωάννου Κ. Κοφινιώτου, «Ιστορία του Άργους από των Αρχαιοτάτων χρόνων μέχρις ημών » Εν Αθήναις, Τυπογραφείον ο «Παλαμήδης» 1892. Επανέκδοση, Εκδ. Εκ Προοιμίου 2008.

Οι Μυκήνες ιδρύθηκαν ανάμεσα σε δύο ψηλούς κωνικούς λόφους, τον Προφήτη Ηλία (805 μ.) και τη Σάρα (660 μ.), πάνω σε χαμηλό ύψωμα που δέσποζε στην αργολική πεδιάδα και είχε τον έλεγχο των οδικών και θαλάσσιων επικοινωνιών. Η παλαιότερη ανθρώπινη δραστηριότητα στο χώρο τεκμηριώνεται από ελάχιστα κατάλοιπα λόγω των μεταγενέστερων οικοδομικών φάσεων και χρονολογείται στην 7η χιλιετία π.Χ., κατά τη νεολιθική εποχή. Η κατοίκηση ήταν συνεχής έως και τους ιστορικούς χρόνους, τα περισσότερα όμως μνημεία, που είναι ορατά σήμερα, ανήκουν στην εποχή ακμής του χώρου, την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, μεταξύ του 1350 και του 1200 π.Χ. Στις αρχές της 2ης χιλιετίας υπήρχε ένας μικρός οικισμός πάνω στο λόφο καθώς και ένα νεκροταφείο στη νοτιοδυτική του πλευρά, με απλές ταφές σε λάκκους. Γύρω στο 1700 π.Χ. εμφανίσθηκαν ηγεμονικές και αριστοκρατικές οικογένειες, όπως διαπιστώνεται από τη χρήση μνημειωδών τάφων, πλούσια κτερισμένων και περικλεισμένων σε λίθινο περίβολο, που ονομάσθηκε Ταφικός Κύκλος Β. Η εξέλιξη αυτή συνεχίσθηκε στην αρχή της μυκηναϊκής περιόδου, γύρω στο 1600 π.Χ., οπότε οικοδομήθηκε ένα μεγάλο κεντρικό κτήριο στην κορυφή του λόφου, ένας δεύτερος λίθινος περίβολος, ο Ταφικός Κύκλος Α, καθώς και οι πρώτοι θολωτοί τάφοι. Όπως αποδεικνύουν τα ευρήματα, οι ηγεμόνες των Μυκηνών ήταν ισχυροί και συμμετείχαν σε ένα πολύπλοκο δίκτυο εμπορικών συναλλαγών με τις χώρες της Μεσογείου.

Η ανοικοδόμηση των ανακτόρων, που είναι ορατά σήμερα, άρχισε γύρω στο 1350 π.Χ., στην Υστεροελλαδική ΙΙΙΑ2 περίοδο. Τότε ξεκίνησε και η οχύρωση της ακρόπολης, στην οποία διακρίνονται τρεις φάσεις. Ο πρώτος περίβολος κτίσθηκε με το κυκλώπειο σύστημα επάνω στο βράχο. Εκατό χρόνια αργότερα, στην ΥΕ ΙΙΙΒ1 περίοδο, η οχύρωση μετακινήθηκε προς τα δυτικά και νότια και κτίσθηκε η Πύλη των Λεόντων, η μνημειακή είσοδος με τον προμαχώνα της. Στον τειχισμένο χώρο εντάχθηκαν το θρησκευτικό κέντρο και ο Ταφικός Κύκλος Α, που διαμορφώθηκε σε χώρο προγονολατρείας, με την ανύψωση του αρχικού επιπέδου του. Τότε είναι πιθανό ότι οικοδομήθηκε και ο θολωτός τάφος γνωστός ως «θησαυρός του Ατρέα», με τα τεράστια υπέρθυρα και την ψηλή κυψελοειδή θόλο. Γύρω στο 1200 π.Χ., στην ΥΕ ΙΙΙΒ-Γ περίοδο, μετά από εκτεταμένη καταστροφή, πιθανόν από σεισμό, κατασκευάσθηκε η επέκταση των τειχών προς τα βορειοανατολικά του λόφου ώστε να ενταχθεί στον τειχισμένο χώρο η υπόγεια κρήνη. Αλλεπάλληλες καταστροφές συνοδευόμενες από πυρκαγιές οδήγησαν στην οριστική εγκατάλειψη του χώρου γύρω στο 1100 π.Χ.

Μετά την κατάρρευση του ανακτορικού συστήματος και τη διάλυση της «Μυκηναϊκής Κοινής», ο λόφος παρέμεινε πενιχρά κατοικημένος ως την κλασική περίοδο. Στο διάστημα αυτό δημιουργήθηκαν στην περιοχή τοπικές ηρωικές λατρείες, που οφείλονταν στη φήμη των Μυκηνών, που τα ομηρικά έπη μετέφεραν σε όλο τον ελληνικό κόσμο, ενώ στην κορυφή του λόφου ιδρύθηκε ένας αρχαϊκός ναός αφιερωμένος στην Ήρα ή στην Αθηνά. Το 468 π.Χ., μετά τους μηδικούς πολέμους στους οποίους συμμετείχε η πόλη, το Άργος την κατέκτησε και κατεδάφισε τμήματα της οχύρωσής της. Αργότερα, κατά την ελληνιστική περίοδο, οι Αργίτες ίδρυσαν στο λόφο μία «κώμη», επισκευάζοντας τα προϊστορικά τείχη και τον αρχαϊκό ναό και κτίζοντας ένα μικρό θέατρο πάνω από το δρόμο του θολωτού τάφου της Κλυταιμνήστρας. Τους επόμενους αιώνες η κωμόπολη παρέμεινε σχεδόν εγκαταλελειμμένη και ήταν ήδη ερειπωμένη όταν την επισκέφθηκε ο Παυσανίας το 2ο αι. μ.Χ.

Τα κυκλώπεια τείχη της μυκηναϊκής ακρόπολης, όμως, παρέμεναν ορατά στο πέρασμα των αιώνων και αποτέλεσαν πόλο έλξης πολλών περιηγητών και αρχαιοφίλων, που δεν δίστασαν να λεηλατήσουν το χώρο κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, επωφλούμενοι από την αδιαφορία και τη φιλαργυρία των Τούρκων. Το 1837, μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, οι Μυκήνες τέθηκαν υπό την αιγίδα της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, η οποία μέχρι σήμερα πραγματοποιεί έρευνες στο χώρο. Το 1841 ο αντιπρόσωπός της, Κ. Πιττάκης, καθάρισε την Πύλη των Λεόντων και το 1876 ο Ερρίκος Σλήμαν, ύστερα από μικρές δοκιμαστικές τομές το 1874, ξεκίνησε τη μεγάλη του ανασκαφή, που αποκάλυψε τους πέντε τάφους του Ταφικού Κύκλου Α, υπό την επίβλεψη του Π. Σταματάκη, ο οποίος συνέχισε τις εργασίες το διάστημα 1876-1877, αποκαλύπτοντας και τον έκτο τάφο. Στη συνέχεια, ανασκαφές στα ανάκτορα και στα νεκροταφεία πραγματοποίησαν οι Χ. Τσούντας (1884-1902), Δ. Ευαγγελίδης (1909), G. Rosenwaldt (1911), Α. Κεραμόπουλος (1917), και A.J.B. Wace (1920-1923, 1939, 1950-1957). Παράλληλα, οι Ι. Παπαδημητρίου και Γ. Μυλωνάς της Αρχαιολογικής Εταιρείας ανέσκαψαν τον Ταφικό Κύκλο Β και οικίες, κατά τα έτη 1952-1955, ενώ ο Γ. Μυλωνάς μαζί με το Ν. Βερδελή της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, ανέσκαψαν τμήματα του οικισμού. Οι ανασκαφές της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής, υπό την επίβλεψη του λόρδου W. Taylour αποκάλυψαν το θρησκευτικό κέντρο, ενώ έρευνες συνεχίσθηκαν και από την Αρχαιολογική Εταιρεία με το Γ. Μυλωνά και το Σπ. Ιακωβίδη το 1959 και 1969-1974. Αναστηλωτικές εργασίες πραγματοποιήθηκαν το 1950-1955 από τον Α. Ορλάνδο και τον Ε. Στίκα στο θολωτό τάφο της Κλυταιμνήστρας, στο ανάκτορο, στο χώρο γύρω από την Πύλη των Λεόντων και στον Ταφικό Κύκλο Β. Από το 1998 βρίσκεται σε εξέλιξη το έργο «Συντήρηση-Στερέωση-Ανάδειξη των Μνημείων της Ακροπόλεως Μυκηνών και του Ευρύτερου Περιβάλλοντος Χώρου», το οποίο ανέλαβε αρχικά η Ομάδα Εργασίας Συντήρησης Μνημείων Επιδαύρου και στη συνέχεια η Επιτροπή Μυκηνών, που δημιουργήθηκε το 1999 από το Υπουργείο Πολιτισμού.
 

Περιγραφή

 

Ο αρχαιολογικός χώρος των Μυκηνών περιλαμβάνει την τειχισμένη ακρόπολη στην κορυφή του υψώματος, καθώς και διάσπαρτα ταφικά και οικιστικά συγκροτήματα έξω από αυτήν, κυρίως στα δυτικά και νοτιοδυτικά. Τα περισσότερα από τα μνημεία, που είναι σήμερα ορατά, χρονολογούνται στην περίοδο της μεγάλης ακμής του ανακτορικού κέντρου, από το 1350 έως το 1200 π.Χ.  Η ακρόπολη έχει κάτοψη σχεδόν τριγωνική και είναι οχυρωμένη με τα λεγόμενα κυκλώπεια τείχη. Η κύρια είσοδός της, στη βορειοδυτική γωνία των τειχών, είναι η περίφημη Πύλη των Λεόντων, σύμβολο εξουσίας και δύναμης των Μυκηναίων ηγεμόνων. Το ανάγλυφο που έδωσε στην πύλη το όνομά της, παριστάνει δύο συμμετρικά αντιμέτωπα λιοντάρια και είναι λαξευμένο σε μία πλάκα τοποθετημένη στο «ανακουφιστικό τρίγωνο», χαρακτηριστικό στοιχείο της μνημειακής μυκηναϊκής αρχιτεκτονικής.

Δεξιά από την Πύλη των Λεόντων υπάρχουν τα κατάλοιπα κτηρίου, που ονομάσθηκε Σιταποθήκη, επειδή στα υπόγειά του βρέθηκε απανθρακωμένο σιτάρι. Προχωρώντας κατά μήκος του δυτικού σκέλους του τείχους ο επισκέπτης συναντά πρώτα τον Ταφικό Κύκλο Α, που περικλείει τους έξι μεγάλους λακκοειδείς τάφους, στους οποίους βρέθηκαν πολλά χρυσά αντικείμενα και άλλα πολύτιμα έργα τέχνης. Ακολουθεί μία σειρά κτηρίων, που πιθανότατα ήταν κατοικίες αξιωματούχων: η Οικία του Κρατήρα των Πολεμιστών, το Κτήριο της Αναβάθρας, η Νότια Οικία και η Οικία της Ακρόπολης. Το θρησκευτικό κέντρο, που αναπτύσσεται κατά μήκος του νότιου σκέλους του τείχους, περιλαμβάνει κτηριακά συγκροτήματα λατρευτικού χαρακτήρα, όπως το Ιερό των Ειδώλων, το Κτήριο των Τοιχογραφιών, την Οικία Τσούντα και την Οικία του Αρχιερέως. Ένα κλιμακοστάσιο και μία μεγάλη πομπική οδός συνέδεαν τα ιερά αυτά με το ανάκτορο.

Το ανάκτορο, σύμβολο της δύναμης των Μυκηναίων βασιλέων, δεσπόζει στο ψηλότερο σημείο της ακρόπολης. Είναι κτισμένο σε τεχνητά άνδηρα και η κύρια πρόσβαση σε αυτό γινόταν με μία μεγάλη ανάβαθρα, που ξεκινούσε από την Πύλη των Λεόντων. Τα επίσημα διαμερίσματα του ανακτόρου περιλαμβάνουν τη μεγάλη αυλή, τον ξενώνα και τον πυρήνα του συγκροτήματος, το μυκηναϊκό μέγαρο, το οποίο αποτελείται από τρία μέρη: την αίθουσα, τον πρόδομο και το δόμο, όπου βρισκόταν ο θρόνος του ηγεμόνα και μία κεντρική εστία ανάμεσα σε τέσσερις κίονες. Στο ανακτορικό συγκρότημα περιλαμβάνονται και άλλα κτήρια, που σχετίζονται με το μονοπωλιακό σύστημα διοίκησης των Μυκηναίων, κυρίως χώροι αποθήκευσης και παραγωγής, τα βασιλικά εργαστήρια, χώροι λατρείας και κατοικίες, που πρέπει να ανήκαν σε αξιωματούχους.
 
Στο βορειοανατολικό άκρο του τειχισμένου χώρου βρίσκεται η είσοδος της υπόγειας κρήνης, που κτίσθηκε κατά την τρίτη οικοδομική φάση της οχύρωσης για να εξασφαλισθεί η πρόσβαση προς το νερό από την ακρόπολη σε περίπτωση πολιορκίας. Μία σύριγγα στεγασμένη κατά τον εκφορικό τρόπο οδηγεί σε δεξαμενή 18 μ. βαθύτερα, η οποία βρίσκεται έξω από τα τείχη και κάτω από την επιφάνεια του εδάφους. Σε μικρή απόσταση προς τα δυτικά της εισόδου προς τη δεξαμενή, βρίσκεται η δεύτερη πύλη του τείχους, η λεγόμενη Βόρεια Πύλη, που είναι ίδιας κατασκευής με την Πύλη των Λεόντων, αλλά μικρότερη.
 
Έξω από τα τείχη της ακρόπολης, δυτικά της Πύλης των Λεόντων, βρίσκεται ο Ταφικός Κύκλος Β, που περικλείει 14 λακκοειδείς τάφους. Στην ίδια περιοχή σώζονται τέσσερις θολωτοί τάφοι, από τους εννέα τάφους αυτού του τύπου που έχουν αποκαλυφθεί μέχρι σήμερα στις Μυκήνες, στους οποίους αντιπροσωπεύονται τα στάδια της εξέλιξης του τύπου. Πρόκειται για τον Τάφο των Λεόντων, τον Τάφο του Αιγίσθου, τον Τάφο της Κλυταιμνήστρας και, λίγο νοτιότερα, τον περίφημο «Θησαυρό του Ατρέα», το τελειότερο παράδειγμα αυτού του τύπου, με τα τεράστια υπέρθυρα, το επιβλητικό ύψος της κυψελοειδούς θόλου και την πλούσια διακοσμημένη πρόσοψή του.

Περίπου 50 μ. νότια του Ταφικού Κύκλου Β και δίπλα στο σύγχρονο δρόμο σώζονται τα λείψανα συγκροτήματος τεσσάρων κτηρίων, που ονομάσθηκαν Οικία των Ασπίδων, Οικία του Λαδεμπόρου, Οικία των Σφιγγών και Δυτική Οικία. Όπως υποδηλώνουν οι ενεπίγραφες πήλινες πινακίδες που βρέθηκαν στην Οικία του Λαδεμπόρου και αναφέρονται στο προσωπικό, σε λάδι και σε μυρωδικά, πρόκειται για εργαστήριο παραγωγής αρωμάτων και αρωματικού λαδιού, προϊόντων εξαγωγής των Μυκηναίων. Στην περιοχή γύρω από την ακρόπολη διατηρούνται ακόμη ίχνη του πολύ ανεπτυγμένου οδικού δικτύου, που συνέδεε τις Μυκήνες με άλλα μεγάλα κέντρα της περιοχής. Από αυτό το δίκτυο σώζεται ένας δρόμος με γέφυρα, κοντά στο νεκροταφείο του σημερινού χωριού, ενώ σε ένα δεύτερο δρόμο, που ακολουθούσε την πορεία του βόρειου τείχους, διακρίνονται ακόμη οι αυλακώσεις από τους τροχούς των αρμάτων επάνω στο βράχο.

 

Όλγα Ψυχογυιού

Αρχαιολόγος

 

 

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

 

  • Mylonas G.E., Mycenae Rich in Gold, Αθήνα 1983
  • Βασιλάκου Ν., Ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός, Βιβλιοθήκη της εν Αρχαιολογικής Εταιρείας 152, Αθήνα 1995
  • Σπαθάρη Ε., Ιστορικός και αρχαιολογικός οδηγός των Μυκηνών, Αθήνα 2001
  • French E., MYCENAE, Agamemnon’ s Capital. The Site in its Setting, Tempus 2002

 

Πηγές

 

Υπουργείο Πολιτισμού 

Read Full Post »

Κάστρο της Λάρισας


 

Το κάστρο έχει υψόμετρο 289 μ. Οικοδομήθηκε κατά τους προϊστορικούς χρόνους και είναι νεότερο από τις οχυρώσεις της Ασπίδος. Η βάση του σε ορισμένα σημεία έχει ογκόλιθους, που μας θυμίζουν τα κυκλώπεια τείχη. Τον 5ο και 6ο αι. οι Αργείοι επισκευάζουν και συμπληρώνουν το τείχος, ακολουθώντας τα παλαιότερα ίχνη. Σημαντικά τμήματα της εποχής εκείνης σώζονται στο βόρειο και δυτικό τμήμα.

Τον 10ο αι. μ.Χ. κτίστηκε το μεσαιωνικό κάστρο. Τον 13ο αι. το ανανέωσαν οι Φράγκοι, τον 15ο αι. το συμπλήρωσαν οι Ενετοί και αργότερα οι Τούρκοι έκαναν τις δικές τους προσθήκες. Όλοι όσοι το διαφέντεψαν, Έλληνες και μη, φρόντισαν ν’ αφήσουν τα ίχνη της οχυρωματικής τους τέχνης στο επιβλητικό μνημείο, που δεσπόζει στην πεδιάδα του Άργους.

Το κάστρο έχει δύο περιβόλους· τον εξωτερικό, μήκους200 μ., και τον εσωτερικό, μήκους 70 περίπου μέτρων. Στον εσωτερικό χώρο υπήρχε ναός του Λαρισαίου Διός και της Αθηνάς Πολιάδος (Παυσ. ΙΙ, 24,3). Επίσης, υπήρχε σταυρεπίστεγη εκκλησία του 12ου αι. Σώθηκε η κτητορική της επιγραφή με το όνομα του επισκόπου Νικήτα, η οποία φυλάσσεται στις αποθήκες του μουσείου Άργους. Για την κατασκευή της εκκλησίας χρησιμοποιήθηκε οικοδομικό υλικό της αρχαίας εποχής. Αλλά και σε πολλά ακόμη σημεία της τοιχοποιίας του κάστρου ο επισκέπτης μπορεί να διακρίνει ενσωματωμένα αρχιτεκτονικά μέλη.

 

Οι Πύργοι του φρουρίου Λάρισσα του Άργους – Πανοραμική άποψη της αργολικής πεδιάδας, χαλκογραφία. William Gell, 1810.

 

Το κάστρο συνδέθηκε ιστορικά με την επανάσταση του 1821. Όταν έφτασε στο Άργος η μεγάλη στρατιά του Δράμαλη, ο Κολοκοτρώνης έκρινε ότι έπρεπε οι Έλληνες να το καταλάβουν, για να απασχολήσουν τον εχθρό, που θα το πολιορκούσε, και να κερδίσουν πολύτιμο χρόνο. Ο Κολοκοτρώνης έστειλε αρχικά εκατό διαλεχτούς άνδρες, στους οποίους προστέθηκαν αργότερα κι άλλοι κι έγιναν επτακόσιοι. Αρχηγός τους ήταν ο Δημ. Υψηλάντης, ο οποίος έδωσε δείγμα της στρατηγικής του ικανότητας.

Οι Έλληνες κράτησαν το κάστρο μέχρι τις 24 Ιουλίου και κατόρθωσαν να διαφύγουν ύστερα από αντιπερισπασμό, που προκάλεσαν στον εχθρό οι Έλληνες του στρατοπέδου των Μύλων. Οι Έλληνες είχαν κατορθώσει να καθυστερήσουν τον εχθρό 15 περίπου μέρες, που ήταν πολύτιμος χρόνος για την οργάνωσή τους και την αποτελεσματική αντιμετώπιση του εχθρού στα Δερβενάκια μετά από δύο μέρες.

 

Το Κάστρο της Λάρισας από ψηλά. Αεροφωτογραφία: Σαράντος Καχριμάνης.

 

Το κάστρο σήμερα, αν και είναι παραμελημένο, χρησιμοποιείται κατά διαστήματα για πολιτιστικές εκδηλώσεις. Κηρύχθηκε διατηρητέο μνημείο το 1992 (ΦΕΚ 28 Α/1922).

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Read Full Post »

Παλαμήδι – Κάστρο Παλαμηδίου


 

Παλαμήδι(ον) ή Παλαμήδειον: Ονομαστός ιστορικός λόφος στα ανατολικά του Ναυπλίου με ισχυρότατο φρουριακό συγκρότημα. Έχει ύψος 216 μ. και η ανάβαση γίνεται είτε από αμαξιτή οδό, που ξεκινάει από την Πρόνοια και φθάνει μέχρι την πύλη του, είτε από σκάλα με 999; πέτρινα σκαλοπάτια, που κατασκευάστηκε από τους Βαυαρούς του Όθωνος. Ο λόφος πήρε την ονομασία του από τον ήρωα του Τρωικού Πολέμου, το μυθικό Παλαμήδη, γιο του Ναυπλίου, ιδρυτή της Ναυπλίας, και της Κλυμένης (ή της Φιλύρας ή της Ησιόνης).
 

Κάστρο Παλαμηδίου

 
Το σημερινό φρούριο για πρώτη φορά οχυρώνεται από τους Ενετούς στη διάρκεια της Β΄ Ενετοκρατίας (1686-1715) με ένα τέλειο σύστημα συγχρονισμένης οχύρωσης. Το Παλαμήδι είναι ένα τυπικό φρούριο μπαρόκ, σε σχέδια των μηχανικών Giaxich και Lasalle. Ειδικότερα, πρώτος οχύρωσε συστηματικά (το 1687) το Παλαμήδι ο Φραγκίσκος Μοροζίνης (ο οποίος πέθανε στις 6 Ιανουαρίου 1694 στο Ναύπλιο και τάφηκε στη Βενετία), το έργο συνέχισε το 1690 ο Ιάκωβος Κορνέρ και τέλος το 1712 ο Ενετός προβλεπτής Αυγουστίνος Σαγρέδος ολοκλήρωσε το συγκρότημα και λάξευσε τη θολωτή κλίμακα επικοινωνίας με την πόλη. Στο λόφο υπήρχαν παλαιότερα (από το 13ο αιώνα) ελαφρές οχυρώσεις, και ακόμα μεγαλύτερες έγιναν μετά τη χρησιμοποίηση της πυρίτιδας το 1500.

 

karl krazeisen - Το Παλαμήδι με τμήμα του Ναυπλίου.

 

Το φρουριακό συγκρότημα αποτελείται από 8 προμαχώνες, που καθένας τους περιβάλλεται από τείχος και, σε περίπτωση ανάγκης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνος του για άμυνα ή επίθεση. Τα ονόματά τους, αρχικά τούρκικα και μετά ελληνικά, είναι:

  •  Τζιδάρ Τάπια ή Προμαχώνας του Αγίου Ανδρέου ή Φρουραρχείον (επειδή εκεί ήταν το φρουραρχείο). Ο Ναός Αγίου Ανδρέα βρίσκεται μέσα στον ομώνυμο προμαχώνα. Στεγάζεται με ημικυλινδρικό θόλο και εισχωρεί κατά το ανατολικό μισό μέρος μέσα σε μία από τις καμάρες που στηρίζουν τον περίπατο των τειχών. Το ελεύθερο μέρος του είναι δίκλιτο.
  • Τάβελ Τάπια ή Φωκίων (κατ’ άλλους Φωκιανός).
  • Καρά Τάπια ή Θεμιστοκλής.
  • Μπαζιριάν Τάπια ή Μιλτιάδης (είναι ο ψηλότερος προμαχώνας, ύψους 22 μ., και έχει αποθήκες). Χρησιμοποιήθηκε ως φυλακή του ήρωα της Επανάστασης Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
  • Σεϊτάν Τάπια ή Επαμεινώνδας (κοντά του έχει εντειχιστεί λίθινη πλάκα με τα σύμβολα της τουρκικής κατακτήσεως).
  • Τομπράκ Τάπια ή Λεωνίδας.
  • Γιουρούς Τάπια ή Αχιλλεύς (είναι ο χαμηλότερος από όλους, ύψους 6μ. και ονομάστηκε Γιουρούς Τάπια γιατί από εκεί μπήκαν μετά από έφοδο, στα τούρκικα «γιουρούς», στο φρούριο οι Τούρκοι και το κατέλαβαν από τους Ενετούς το 1715· από τον ίδιο προμαχώνα μπήκαν το 1822 και οι Έλληνες και κατέλαβαν το Παλαμήδι).
  • Δενίζ Καπού ή Ρομπέρ (προς τιμήν του Γάλλου φιλέλληνα Φραγκίσκου Ρομπέρ που πέθανε το 1826 από τα τραύματά του κατά την πολιορκία της Ακροπόλεως των Αθηνών).

 

Προμαχώνας Μιλτιάδη, οι φυλακές βαρυποινιτών στο Παλαμήδι.

 

Η ιστορία του λόφου του Παλαμηδίου μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους Σταυροφόρους (1204) είναι αρκετά περιπετειώδης. Έως το 1205 ανήκε στον τοπικό άρχοντα Λέοντα Σγουρό. Ακολούθησε η Φραγκοκρατία (1205-1389), και η Α’  Ενετοκρατία (1389-1540). Το 1540 καταλήφθηκε από τους Τούρκους (Α’ Τουρκοκρατία, έως το 1686), κατόπιν πάλι από τους Βενετούς (Β’ Ενετοκρατία 1686-1715) για να ακολουθήσει η Β’ Τουρκοκρατία από το 1715 μέχρι το 1822. Τη νύκτα της 29/30 Νοεμβρίου 1822 ο Στάϊκος Σταϊκόπουλος και ο Δημήτριος Μοσχονησιώτης με 350 (ή κατ’ άλλους 280) επίλεκτα παλληκάρια απελευθέρωσαν το Παλαμήδι και την επομένη το πρωί, 30 Νοεμβρίου, εψάλη δοξολογία στον εκεί μικρό ναό του Αγίου Ανδρέου από το Γεώργιο (Βελλίνη), ιερέα του ναού του Αγίου Γεωργίου.

Το εκκλησάκι του Αγίου Ανδρέου κτίστηκε το 1712 από τον Αυγουστίνο Σαγρέδο και κάθε χρόνο στις 30 Νοεμβρίου, εορτή του τιμώμενου αγίου και επέτειο της απελευθερώσεως του Παλαμηδίου, τελείται εκεί δοξολογία και ακολουθεί η καθιερωμένη ομιλία. Το Παλαμήδι χρησιμοποιήθηκε αργότερα (μέχρι το 1916) ως φυλακές, και συγκεκριμένα ο προμαχώνας Μιλτιάδης για τους ισοβίτες ή θανατοποινίτες κατάδικους και οι λεγόμενες φυλακές του «Αγιαντρέα» ή «Κατάστημα» γι’ αυτούς που είχαν ελαφρότερες ποινές. Ένα μικρό πλάτωμα, το γνωστό ως «Αλωνάκι» χρησίμευε ως τόπος εκτελέσεων, ενώ οι δήμιοι, πρώην θανατοποινίτες, κατοικούσαν στο επιθαλάσσιο φρούριο, το Μπούρτζι. Στους πρόποδες του Παλαμηδίου, πάνω από την οδό Εικοστής Πέμπτης Μαρτίου, σώζεται ένας αιωνόβιος πλάτανος, που σκιάζει μία βενετσιάνικη κρήνη, την ονομαστή «Βρύση του Πλατάνου», από όπου τα ξημερώματα της πρωτοχρονιάς, οι κοπέλλες του Αναπλιού, ακολουθώντας την παράδοση, έπαιρναν το «αμίλητο νερό».

  

Πηγή


  • Νέλλη Χρονοπούλου – Μάρω Βουγιούκα – Βασίλης Μεγαρίδης, «Οδωνυμικά του Ναυπλίου», έκδοση Δήμου Ναυπλιέων, 1994.

 

Σχετικά θέματα:

Read Full Post »

Αρχαία Αγορά Άργους


 

Η Αρχαία Αγορά του Άργους άρχισε να οργανώνεται ήδη από τον 6ο π.Χ. αι. στα νότια της πόλης, σε ένα κεντρικό μέρος όπου κατέληγαν οι οδοί από το Ηραίο, την Κόρινθο και την Τεγέα. Το οικοδομικό πρόγραμμα είχε ολοκληρωθεί στα τέλη του 4ου π.Χ. αι.. Κατά την κλασική και ελληνιστική εποχή την Αγορά όριζαν στοές και κτίρια που δύσκολα διακρίνονται σήμερα κάτω από τις μεταγενέστερες αρχιτεκτονικές φάσεις.

Από τα σημαντικότερα αποκαλυφθέντα μνημεία είναι:

Mια μεγάλη υπόστυλη αίθουσα (32,75 επί 32,75μ) με στέγη που στήριζαν 16 ιωνικοί κίονες, ενώ στην πρόσοψή της υπήρχαν15 κίονες δωρικού ρυθμού. Κτίστηκε γύρω στο 460 π.Χ. όταν το Άργος υιοθέτησε το δημοκρατικό πολίτευμα και ίσως λειτουργούσε ως Βουλευτήριο. Ένα άλλο μεγάλο κτίριο, ίσως παλαίστρα, με στοές με δωρικούς κίονες, που όριζε την νότια πλευρά της Αγοράς.

Άλλα αποκαλυφθέντα κατάλοιπα ανήκουν στην αφετηρία ενός δρόμου σταδίου, σε μια θόλο-νυμφαίο και σε ένα ημικυκλικό θεατρικό κτίριο όπου περιλαμβάνεται η βάση ενός προγενέστερου βωμού, ίσως του ιερού του Λυκείου Απόλλωνα. Κατά την ρωμαϊκή εποχή πολλά από τα υπάρχοντα μνημεία μετατρέπονται σε μορφή και χρήση, προπαντός μαγαζιά και δεξαμενές, όταν τον 2ο και τον 3ο μ.Χ. αι. πραγματοποιείται μία γενική ανοικοδόμηση του χώρου. Αργότερα, τον 4ο μ.Χ. αιώνα, κατασκευάζεται ένα τελευταίο μνημείο του παγανισμού, μια εστία γύρω από την οποία τοποθετήθηκαν στήλες που προέρχονται από ένα μικρό περίβολο ηρώου αρχαϊκής εποχής αφιερωμένο στους «Επτά επί Θήβας».

Η επιδρομή των Γότθων, το 395-396 μ.Χ. επιτάχυνε την καταστροφή και τον αφανισμό των μνημείων της Αγοράς. Το κέντρο της πόλης είχε πια μετακινηθεί.

Πρώτος πραγματοποίησε ανασκαφές στον χώρο της Αγοράς, αποκαλύπτοντας την υπόστηλη αίθουσα το 1904, ο C.W. Volgraff, μέλος της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής. Οι ανασκαφικές έρευνες επαναρχίζουν το 1952 από την Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή και διεξάγονται ως σήμερα με ελάχιστες διακοπές για μελέτη του υλικού, υπό την εποπτεία μελών της Σχολής και προπαντός των P. Amandry, P. Aupert, J.-Fr. Bommelaer και J. Des Courtils (η υπόστυλη αίθουσα), P. Courbin, F. Croissant, , R. Ginouvιs, P. Marchetti (Θόλος-Νυμφαίο), A. Pariente (η εστία με τον αρχαϊκό περίβολο και το ημικυκλικό θεατρικό κτίριο), M. Pierart και G. Roux.

 

Πηγή


  • Υπουργείο Πολιτισμού

Read Full Post »

Αρχαίο θέατρο Άργους


 

Το θέατρο του Άργους, χωρητικότητας περίπου 20.000 θεατών, συγκαταλέγεται στα μεγαλύτερα αρχαία θέατρα στην Ελλάδα. Βρίσκεται στους πρόποδες της νοτιοανατολικής πλευράς του λόφου του κάστρου, σε σημείο που συνδεόταν με την αγορά, δέσποζε πάνω από την αρχαία πόλη και ήταν ορατό από τον Αργολικό κόλπο.

Στο χώρο προϋπήρχαν διάσπαρτα μικρά ιερά, όπως αυτά των Διοσκούρων και του Διός Ευβουλέως, τα οποία δεν καταπατήθηκαν κατά την κατασκευή του μνημείου. Το θέατρο οικοδομήθηκε κατά την ελληνιστική εποχή, στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. και αντικατέστησε το παλαιότερο της πόλης, που βρισκόταν περίπου 100 μ. νοτιότερα και είχε κτιστεί τον 5ο αι. π.Χ. Κατασκευάσθηκε πιθανόν για να φιλοξενήσει τους αγώνες μουσικής και δράματος των πανελλήνιων αγώνων των Νεμέων, που τότε μεταφέρθηκαν οριστικά στην πόλη του Άργους από το ιερό του Δία στην Νεμέα, ενώ περίπου την ίδια εποχή μεταφέρθηκαν στο Άργος και τα Ηραία. Ο αρχαιότερος αγώνας των Νεμέων, που τεκμηριωμένα γνωρίζουμε ότι έλαβε μέρος στο θέατρο του Άργους, ήταν αυτός των κιθαρωδών το 205 π.Χ. Στο μνημείο πραγματοποιούνταν επίσης πολιτικές συνεδριάσεις, όπως η Σύνοδος της Αχαϊκής Συμπολιτείας, που γινόταν τακτικά κατά τον 2ο αι. π.Χ.

 

Αρχαίο Θέατρο Άργους

 

Το τεράστιο κοίλο του θεάτρου είναι στο μεγαλύτερο μέρος του λαξευμένο στο βράχο και χωριζόταν με δύο διαζώματα σε τρία οριζόντια τμήματα και με κλίμακες σε τέσσερις κερκίδες, που αντιστοιχούσαν στις φυλές του Άργους. Στο κεντρικό τμήμα του είναι λαξευμένες στο βράχο 83 σειρές εδωλίων, ενώ περίπου στο μέσο του συμπληρώνεται και στις δύο πλευρές με πρόσθετες σειρές εδωλίων στερεωμένων σε τεχνητά αναχώματα, τα οποία συγκρατούν αναλημματικοί τοίχοι, κτισμένοι με τον άνισο ισοδομικό τρόπο.

Η ορχήστρα ήταν επίσης στο μεγαλύτερο μέρος της λαξευμένη στο βράχο. Αρχικά ήταν κυκλική, με διάμετρο 26 μ. και στο κέντρο της δημιουργήθηκαν δύο ανάγλυφες κατασκευές, ένας κύκλος και δύο εφαπτόμενες γραμμές για την καθοδήγηση των μετακινήσεων των χορών: κυκλικών στους διθυράμβους και ευθύγραμμων στις τραγωδίες και κωμωδίες. Η «χαρώνεια κλίμακα», ένας υπόγειος διάδρομος, ένωνε την ορχήστρα με τα αποδυτήρια και εξυπηρετούσε την εμφάνιση των νεκρών και των χθόνιων θεοτήτων κατά τις παραστάσεις. Το σκηνικό οικοδόμημα στην αρχική του μορφή ήταν κτισμένο με καλά επεξεργασμένους ασβεστόλιθους. Περιλάμβανε το προσκήνιο (24,40 x 2,50 μ.), διακοσμημένο στην εσωτερική του πλευρά με ιωνική κιονοστοιχία, τη σκηνή πάνω από τα αποδυτήρια στο ισόγειο, και μία στοά στην πρόσοψη με δωρική κιονοστοιχία  (24×5,60μ.).

 

Ελληνιστικό θέατρο Άργους – Φωτογραφία: Σαράντος Καχριμάνης

 

Στα ρωμαϊκά χρόνια, κυρίως το 2ο αι. μ.Χ., την εποχή του αυτοκράτορα Αδριανού, το μνημείο επαναδιαμορφώθηκε. Εδώ φιλοξενούνταν πλέον διάφοροι εορτασμοί (Σεβάστεια, Τίτεια, Τραιάνεια, Αντινόεια) καθώς και θεάματα, όπως κυνήγι θηρίων ή μονομαχίες, που είχαν ως αποτέλεσμα την αλλαγή τόσο της ορχήστρας όσο και της σκηνής. Στο πρώτο μισό του 2ου αι. μ.Χ. το σκηνικό οικοδόμημα, κτισμένο με πλίνθους, επεκτάθηκε προς τα δυτικά, καλύπτοντας μέρος της ορχήστρας. Το προσκήνιο μετατράπηκε σε διώροφο λογείο, επενδυμένο με μάρμαρο και κοσμημένο με κορινθιακές κιονοστοιχίες, ψηφιδωτά και αγάλματα σε κόγχες. Για την προστασία των θεατών από τον ήλιο τοποθετήθηκε ένα ύφασμα πάνω από τμήμα του κοίλου και για την ασφάλειά τους κατά τα θεάματα, ένα δίκτυ μπροστά στην προεδρία, και τα δύο στηριγμένα σε εσοχές λαξευμένες στο βράχο. Τον 3ο αι. μ.Χ. προστέθηκε μία εξέδρα με τρία μαρμάρινα καθίσματα για τους επισημότερους θεατές, όπως τον αντιπρόσωπο του αυτοκράτορα ή τους οργανωτές των θεαμάτων, και τον 4ο αι. μ.Χ. κατασκευάσθηκε στην ορχήστρα μία τεχνητή λίμνη για αθλοπαιδιές στο νερό και παραστάσεις ναυμαχιών. Το θέατρο εγκαταλείφθηκε οριστικά στο τέλος του 4ου αι. μ.Χ.

Το μνημείο παρέμεινε ορατό στους επόμενους αιώνες και σχεδόν όλοι οι περιηγητές το αναφέρουν στις αφηγήσεις τους, ενώ πολλοί το σχεδίασαν. Χρησιμοποιήθηκε και πάλι, όταν στις 15 Ιουλίου 1829 πραγματοποιήθηκε σε αυτό η 4η Εθνοσυνέλευση του νέου ελληνικού κράτους, που οργάνωσε ο Ι. Καποδίστριας.

Η ανασκαφική έρευνα του θεάτρου πραγματοποιήθηκε από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών κατά τα έτη 1890, 1930, 1954-56, 1981-82 και 1986-8, ενώ το 2004 ολοκληρώθηκε το έργο για τη στερέωση, αναστήλωση και αποκατάστασή του. Σήμερα ο χώρος του θεάτρου χρησιμοποιείται περιστασιακά για διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις.

 

Όλγα Ψυχογυιού, αρχαιολόγος. 

Πληροφορίες

Δ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων

Οδός Τριπόλεως, Άργος (Νομός Αργολίδας)

Τηλέφωνο: +30 27510 68819
Φαξ: +30 27510 24690

Ημέρες Ελευθέρας Εισόδου

6 Μαρτίου – Μνήμη Μελίνας Μερκούρη

5 Ιουνίου – Παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος

18 Απριλίου – Διεθνής Ημέρα Μνημείων

Tο τελευταίο Σαββατοκύριακο Σεπτεμβρίου κάθε έτους (Ευρωπαϊκές Ημέρες Πολιτιστικής Κληρονομιάς)

Οι Κυριακές κατά το διάστημα από 1 Νοεμβρίου έως 31 Μαρτίου

Οι επίσημες αργίες του Κράτους

Η πρώτη Κυριακή κάθε μήνα, πλην των μηνών Ιουλίου, Αυγούστου και Σεπτεμβρίου (όταν η πρώτη Κυριακή είναι αργία, ως ημέρα εισόδου καθορίζεται η δεύτερη Κυριακή.)

27 Σεπτεμβρίου, Παγκόσμια μέρα τουρισμού

Πρόσβαση στο Μνημείο

Το μνημείο βρίσκεται στον Αρχαιολογικό Χώρο Θεάτρου, στη συμβολή των οδών Θεάτρου και Τριπόλεως.

 

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

  • Moretti J.-Ch., ”L’ implantation du theatre d’Argos dans un lieu plein de sanctuaires”, Άργος και Αργολίδα. Τοπογραφία και Πολεοδομία, Πρακτ. Διεθ. Συνεδρίου Αθήνα-Άργους 28/4-1/5/1990, Ελληνογαλλικές έρευνες ΙΙΙ, Αθήνα 1990, 233-259.
  • Seve M., Les Voyageurs Francais a Argos, Sites et Monuments XI, Αθήνα 1993.
  • Moretti J.-Ch., Theatres d/Argos, Sites et Monuments 1993.

 

Πηγή


 

 

Read Full Post »

« Newer Posts