Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Archive for the ‘Λαογραφικά Αργολίδας’ Category

Το κρασί στους οθωμανικούς χρόνους – Ευαγγελία Μπαλτά | Διευθύντρια Ερευνών, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών, ΕΙΕ


 

Το κρασί στους οθωμανικούς χρόνους αποτελεί ένα προκλητικό αντικείμενο έρευνας και άκρως ενδιαφέ­ρον, καθώς ελάχιστα έχει μελετηθεί. Θα σας παρουσιάσω τον πολιτισμό του κρασιού στην οθωμανική αυτοκρατορία, την πρόσληψή του από δυο κόσμους: τον κόσμο των κατακτητών, τον μουσουλμανικό, και τον κόσμο των κατακτημένων, από τους οποίους θα μας απασχολήσει μόνον ο χριστιανικός.

Εκ προοιμίου υπογραμμίζω ότι δεν υπάρχει στο Κοράνι, όπως συνήθως ακούμε να επαναλαμβάνεται, κάποια ρητή απαγόρευση του κρασιού. Υπάρχουν χωρία όπου ο Προφήτης Μωάμεθ υπόσχεται στους πιστούς του μαζί με άλλες απολαύσεις και ποταμούς εκλεκτού κρασιού, σε άλλα εδάφια όμως τους προτρέπει να μην προσέρχονται στην προσευχή σε κατά­σταση μέθης και αλλού πάλι οι πιστοί παρακινούνται να αποφεύγουν το κρασί ως έργο του Σατανά. Γενικώς διίστανται οι γνώμες κατά πόσον το Κοράνι απαγο­ρεύει ή όχι το κρασί και τα λοιπά οινοπνευματώδη ποτά, θεωρείται ότι η απαγόρευση της οινοποσίας συνδέεται κατά κύριο λόγο με την κατοπινή ισλαμική θεολογική παράδοση και τις διάφορες ιερατικές σχολές ερμηνείας του Κορανίου. Τα hadis (παραδόσεις που σχετίζονται με λόγους του Προφήτη) υπαγόρευαν την αποχή από το κρασί, καθώς Hamr (=κρασί) είναι Haram (=απαγορευμένο). Αναφέρω ένα τέτοιο hadis όπως διαμορφώθηκε στα τουρκικά: «Sarhoşluk veren her şey hamr ve sarhoşluk veren her şey haram»: Το κρασί είναι από τα πράγματα που φέρνουν μέθη και καθετί που φέρει μέθη απαγορεύεται από τη θρη­σκεία.

Αυτές τις υποδείξει ακολούθησε ο μουσουλμανικός κόσμος της οθωμανικής αυτοκρατορίας, όχι βέβαια όλος. Μόνο οι σουνίτες, διότι σιίτες, σουφί, αλεβίδες και λοιπές ισλαμικές σέκτες, από τους Κιζιλμπάσηδες της Ροδόπης ως τους μπεκτασήδες της Ανατολίας  και τους εκλεπτυσμένους Πέρσες σουφί, όχι μόνο δεν απέκλεισαν ποτέ την οινοποσία αλλά ύμνησαν το κρασί στην ποίηση τους και το συμπεριέλαβαν στο τυπικό των ιεροτελεστιών τους.

Οι σουνίτες υπήκοοι της οθωμανικής αυτοκρατορίας. δηλαδή π πλειονότης, ήσαν αναγκασμένοι να ζήσουν σε έναν χώρο όπου υπήρχε η οικονομία και ο πολιτισμός του αμπελιού. Ζούσαν σε μια αυτοκρατορία που ξεκίνησε από την Ανατολή, τη γενέτειρα του αμπελιού, και εξα­πλώθηκε προς Δυσμάς, στον χώρο της Μεσογείου όπου, από την αρχαιότητα, κυριαρχούσε το σχήμα σιτάρι, αμπέλι, ελιά. Καλλιεργούσαν λοιπόν κι αυτοί αναγκαστικά αμπέλια για να ζήσουν, κατανάλωναν σταφύλια, πεκμέζ (πρόκειται για βρασμένο μούστο, το γνωστό πετιμέζι) σταφίδες, και ορισμένοι, και κρα­σί παρά τις προσταγές του Ισλάμ.

 

Εορτασμός νίκης στο στρατόπεδο του Τιμούρ. Ο ίδιος κάθεται σε πρόχειρα φτιαγμένο θρόνο και παρίστανται ευγενείς, σωματοφύλακες, χορεύτριες και μουσικοί. Μικρογραφία από το χφ. Zafernâme του Serefeddin Ali Yezdî 1436. Siraz, Iran, Turk ve Islam Eserlerì Müzesi, Istanbul.

 

Την οινοποσία μου­σουλμάνων μαρτυρούν περιηγητές αλλά και οθωμανικές πηγές, όπως για παράδειγμα κώδικες καδήδων, όταν σ’ αυτούς τους τελευταίους, κατέφευγαν οι μουσουλμάνες με το συχνότατο αίτημα διαζυγίου για την κατ’ εξακολούθηση οινοποσία και μέθη του συζύγου τους. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Αμπέλι και κρασί στον παραδοσιακό πολιτισμό της Πελοποννήσου. Μια εθνογραφική προσέγγιση – Ευδοκία Ολυμπίτου


 

Η τριλογία «αμπέλι, ελιά, σιτάρι» και «κρασί, λάδι, ψωμί», οι τυπικές, δη­λαδή, καλλιέργειες της μεσογειακής χλωρίδας και τα αντίστοιχα βασικά στοι­χεία της ελληνικής διατροφής, αποτελούν τις περισσότερο διαδεδομένες αγρο­τικές δραστηριότητες που συγκροτούν ένα πλούσιο συμβολικό πολιτιστικό σύ­στημα. Οι τοπικές εμπειρικές γνώσεις και παραδόσεις διαχέονται, ταξιδεύουν, διαδίδονται σε διαφορετικούς τόπους, όχι μόνον σε αυτούς που παράγουν τα προϊόντα αυτά, αλλά και σε όλους εκείνους που τα καταναλώνουν. Επιπλέον, κοινές ανάγκες και παρόμοιες συνθήκες διαμορφώνουν έναν μάλλον κοινό εθι­μικό κώδικα στην κατανάλωσή τους, στις σχετικές θρησκευτικές πρακτικές και τη λαϊκή λατρεία των αγροτικών, κυρίως, αλλά και των αστικών περιοχών.

Επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον μας στο κρασί, επιχειρούμε να προσεγγί­σουμε τον πλούσιο χώρο της λαϊκής εμπειρικής γνώσης και κοσμοθεωρίας που αναζητά ορθολογικές αλλά και μεταφυσικές, μαγικοθρησκευτικές λύσεις προκειμένου να ανταπεξέλθει στις ανάγκες του καθημερινού του βίου, αλλά και να ερμηνεύσει ό,τι διαταράσσει την ασφαλή μονοτονία της ζωής του. Ο χαρα­κτήρας του κειμένου είναι μάλλον περιγραφικός και ελλειπτικός, αφού αποτε­λεί μία, κατ’ ανάγκην, σύντομη περιήγηση σε αυτό το πολύπλευρο τοπίο των εθιμικών κοινοτήτων και ιδιαιτεροτήτων, στο οποίο το κρασί διατηρεί πρω­τεύοντα ή και κυρίαρχο ρόλο.

Στα πλαίσια ενός κόσμου που διαβίωνε και δρούσε με συλλογικές μορφές και τρόπους, το κρασί συμπλήρωνε και ενίσχυε κάθε μορφής δεσμούς, συνο­δεύοντας τόσο τη χαρά όσο και τη λύπη – από την κοινή εργασία στο χωράφι έως το γάμο ή το πένθος, την κοινοτική γιορτή, την αρχή και το τέλος κάθε κύ­κλου της αγροτικής ζωής. Σχεδόν ταυτόσημο με κάθε ευχή και πρόποση, κυρίως για καλή υγεία, ήταν απαραίτητο στη χριστιανική τελετουργία, άξιο ως προσφορά και δώρο σε κάθε περίσταση. Συνοδεύει όλα τα γλέντια, επισφραγί­ζει συμφωνίες και συμφιλιώσεις[1], είναι απαραίτητο κέρασμα στην έναρξη και την ολοκλήρωση των αγροτικών εργασιών, στο λιοτρίβι όταν βγει το καινού­ριο λάδι[2] ή ακόμη σε όσους συμμετέχουν σε τελετές θεμελίωσης κτισμάτων[3].

Το κρασί συμπλήρωνε την καθημερινή λιτή διατροφή αλλά και τα γιορταστι­κά γεύματα πλούσιων και φτωχών, αστών και αγροτών. Ακροβατώντας ανάμεσα στη λελογισμένη χρήση και την υπερβολική κατανάλωση, μπορούσε να είναι θρη­σκευτικά και κοινωνικά αποδεκτό ή κατακριτέο, καθοσιωμένο ή αμαρτωλό.

Προικοσύμφωνα, διαθήκες, δωρεές, αφιερώσεις, πράξεις αγοραπωλησίας και διάφορα χρονικά που μνημονεύουν καλές και κακές χρονιές, ασθένειες των αμπελιών και τις οικονομικές τους επιπτώσεις, αλλά και ιστορικά ανέκδο­τα μας επιτρέπουν να παρακολουθήσουμε την αξία των αμπελώνων για τις κοινωνίες του παρελθόντος[4]. Εκτός από τα δικαιοπρακτικά έγγραφα, ποικίλες γραπτές και προφορικές μαρτυρίες διασώζουν μεγάλο πλούτο πληροφοριών που αναφέρονται στον υλικό και πολιτισμικό βίο των παραδοσιακών κοινωνι­κών σχηματισμών, καταδεικνύοντας τους τρόπους με τους οποίους ένα βασι­κό διατροφικό αγαθό του ελληνικού χώρου τροφοδοτεί παραδόσεις και θρύ­λους, συνοδεύει τελετουργίες και επενδύεται με πολλαπλούς συμβολισμούς.

 

Πελοπόννησος, σχέδιο του Olfert Dapper, μια παραστατική απεικόνιση στην οποία η Πελοπόννησος μοιάζει με αμπελόφυλλο. Olfert Dapper, «Naukerige Beschryving van Morea», Amsterdam 1688, Συλλογή Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων (δάνειο από ΜΙΕΤ, Η Πελοπόννησος. Χαρτογραφία και Ιστορία, 16ος-18ος αιώνας, ΜΙΕΤ 2006).

 

Η αμπελοκαλλιέργεια στην Πελοπόννησο

 

Η γεωγραφία του αμπελιού στην περιοχή της Πελοποννήσου είναι ιδιαίτε­ρα εκτεταμένη, αν και ορίζεται από το γεωφυσικό περιβάλλον και το κλίμα. Ονόματα χωριών και μικροτοπωνύμια όπως Αμπέλι, Αμπελά, Αμπελάκι, Αμπελάκια, Αμπελιώνα, Αμπελώνας, Αμπελόκαμπος, Αμπελόκηποι, Αμπελος, Αμπελόφυτο, ή Παλιάμπελο, που απαντώνται στην Πελοπόννησο, είναι και αυτά εν­δεικτικά της εξάπλωσής του.[5] Παρόλο που το αμπέλι αποδίδει σε σχετικά σύ­ντομο χρονικό διάστημα: «αμπέλι του χεριού σου και ελιά από τον παππού σου», συνήθιζαν να λένε στην Πελοπόννησο, για ορισμένες περιοχές «τα πολλά τ’ αμπέλια και τα λίγα πρόβατα είναι φτώχεια…».[6] Ωστόσο, για τους ορεινούς πλη­θυσμούς, οι προφορικές μαρτυρίες σημειώνουν ότι η εποχή του τρύγου έδινε τη δυνατότητα να αναζητήσουν εποχική εργασία σε αμπελουργικές περιοχές.[7] (περισσότερα…)

Read Full Post »

Χειροτεχνική εργασία στα υφαντουργικά εργοστάσια του Άργους – Όψεις της εργατικής εμπειρίας και της γυναικείας ταυτότητας. Λεβειδιώτη Μαρία-Ελισάβετ, Ιστορικός-Λαογράφος


 

Πρόλογος

 

Η παρούσα ερευνητική απόπειρα έγινε στα πλαίσια μιας εξαμηνιαίας μεταπτυχιακής μου εργασίας και αφορά τον προβληματισμό για την εργασιακή εμπειρία των γυναικών στα εργοστάσια της περιοχής του Άργους, και συγκεκριμένα των υφαντουργείων, από τα τέλη του 19ου ως τα τέλη του 20ου αιώνα. Τα ερωτήματα που γεννήθηκαν σχετίζονται με την ενασχόληση των επιστημών με το φύλο, εννοώντας τη γυναίκα, την θεώρηση της ταυτότητάς της ως ενεργό κοινωνικό υποκείμενο. Στη συνέχεια μέσα από την ερευνητική διαδικασία προέκυψαν ερωτήματα σχετικά με την καταγωγή των εργατριών, την καθημερινότητα της εργασίας τους, τις σχέσεις τους με τα αφεντικά τους και τους άλλους εργαζόμενους, αλλά και τις συλλογικές αναπαραστάσεις των άλλων γι’ αυτές.

Εργοστάσιο Υφαντουργίας Αφοί Δ. Μαρίνου. Φωτογραφία: Πλάτων Ριβέλλης. Δημοσιεύεται στο πρόγραμμα του «Φεστιβάλ Άργους», 23-30 Ιουνίου 1995.

Για τις απαντήσεις των παραπάνω ερωτημάτων η έλλειψη πηγών που αφορούν το συγκεκριμένο θέμα με δυσκόλεψαν ιδιαιτέρως. Παρά την πραγματοποίηση της σχετικής αναζήτησης με σκοπό τη βιβλιογραφική τεκμηρίωση από τις τοπικές πηγές στην πορεία διαπίστωσα ότι είναι αρκετά φτωχές οι αναφορές. Έτσι με τη μέθοδο της επιτόπιας και εθνογραφικής έρευνας επεδίωξα να συλλέξω περισσότερα στοιχεία σχετικά με την πρόσληψη της εργασιακής εμπειρίας και αντιμετώπισης του κοινωνικού υποκειμένου.

Πρόκειται για μία συλλογή αφηγήσεων, η ανάλυση των οποίων έχει σκοπό την ανάδειξη της πολυπλοκότητας των τρόπων με τους οποίους τα υποκείμενα, και συγκεκριμένα οι γυναίκες, δίνουν σάρκα και οστά στην επιθυμία τους να επιτύχουν, ν’ αναγνωριστούν και να αποδεσμευτούν από τις κοινωνικές συμβάσεις, ή να υποδείξουν αυτές στις οποίες υποτάσσονται.[1]

Η συμμετοχή των γυναικών σε εργασιακά περιβάλλοντα είναι συνδεδεμένη με τον κύκλο ζωής τους, καθώς στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες, οι γυναίκες που εργάζονται διατηρούν την απασχόληση τους ως ότου να κάνουν οικογένεια ή να εκπληρώσουν έναν οικογενειακό σκοπό.

Η φυσιογνωμία της εργάτριας εντάσσεται μέσα σ’ ένα σύστημα αξιών, δημιούργημα των κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων, υπακούει σε ρόλους και υποτάσσεται στα στερεότυπα μιας κοινωνίας με ηθικολογικά πρότυπα. Οι συλλογικές αναπαραστάσεις δημιουργούν τη συνθετότητα του ειδώλου της εργάτριας από διαφορετικές οπτικές γωνίες, όπως επαγγελματική ιδιότητα, οικογενειακή κατάσταση, εξωτερική εμφάνιση και τον βαθμό εκπολιτισμού.[2] (περισσότερα…)

Read Full Post »

Ο αποκριάτικος χαρτοπόλεμος και τα πρώτα κομφετί


 

Ο χαρτοπόλεμος στις ήμερες μας περιορίζεται στην εποχή των αποκριάτικων γιορτών. Τα πολύχρωμα χαρτάκια, τα κομφετί, περισσότερο από έναν αιώνα, κα­τέχουν το δικό τους μερίδιο στον εορτασμό των ημερών της χαράς και της ευωχί­ας. Από το Μεσαίωνα καταγράφεται η παράδοση να ρίχνουν οι καρναβαλιστές στις παρελάσεις νομίσματα, φρούτα, καραμέλες, λουλούδια κ.α. Το έθιμο έφθασε στη χώρα μας στα χρόνια του Όθωνα. Όταν οι Αθηναίοι αστειευόμενοι πετούσαν διάφορα δημητριακά. Συνήθως στοχεύοντας κορίτσια, έριχναν στα ανοιχτά παράθυρα των σπιτιών ξερά φασόλια, ρύζι, κριθάρι και καλαμπόκι.


«Πάλλης & Κοτζιάς».

Ήταν το 1875 όταν επιχειρηματίας στο Μιλάνο άρχισε την πώληση κομφετί στην παρέλαση του Καρναβαλιού. Θα περάσει ένα τέταρτο του αιώνα μέχρι να εισαχθεί η νέα συνήθεια και στην Ελλάδα. Την εισήγαγε το «Χαρτοπωλείον – Λιθογραφείον – Τυπογραφείον» του Αθανασίου Πάλλη. Πρόκειται για τη γνω­στή έως τις ημέρες μας ομώνυμη επιχείρηση, η οποία την εποχή εκείνη είχε ως συμμέτοχο τον Γεώργιο Κοτζιά, με έτος ίδρυσης το 1870. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Πλινθοποιοί


 

Οι πλινθοποιοί ή πλιθράδες έφτιαχναν τις πλίθρες με χώμα και άχυρο, χρησιμοποιώ­ντας ξύλινα καλούπια. Θα μπορούσε να φα­νταστεί κανείς ένα πλινθοποιείο, δηλαδή ένα οργανωμένο εργαστήριο παρασκευής πλίνθων, όπως λειτούργησαν αργότερα ερ­γοστάσια παρασκευής τσιμεντόλιθων. Δεν γνωρίζουμε αν στην Αργολίδα λειτούργη­σε κάποιο πλινθοποιείο. Οι πληροφορίες μας είναι διαφορετικές, ότι έφτιαχναν πλί­θρες στα χωράφια, χρησιμοποιώντας χώ­μα από τα ίδια χωράφια, με εντελώς πρω­τόγονο τρόπο.

 

Πλινθόκτιστη κατοικία στο Άργος, Τριπόλεως 15, λίγο μετά το Αρχαίο Θέατρο. Λήψη φωτογραφίας 15-2-2023.

 

Πλινθόκτιστη κατοικία με μερική κατάρρευση στο Άργος, Τριπόλεως 15. Λήψη φωτογραφίας 15-2-2023.

 

Αποβραδίς άνοιγαν στέρνα, για να πο­τιστεί καλά το χωράφι. Συνήθως το νερό ή­ταν λίγο. Γι’ αυτό αντλούσαν συνεχώς από το διπλανό μαγκανοπήγαδο με το μουλάρι ή με μηχανή. Το νερό έπεφτε στη στέρνα και από εκεί το καθοδηγούσαν, ώστε να βρα­χεί καλά το χώμα και να γίνει λάσπη. Την άλλη μέρα, πρωί-πρωί, έριχναν μπόλικο ά­χυρο, το ζύμωναν με τα πόδια τους καλά, ξυπόλυτοι, τραβούσαν τη λάσπη με φτυά­ρια και τσάπες και την έκαναν σωρούς-σω- ρούς. Στη συνέχεια δύο εργάτες μεταφέρα­νε το μείγμα με την τζουβέρα. Η τζουβέρα σχηματιζότανε από δύο μακριά ξύλα, που ενώνονταν με ταβλιά και πάνω σ’ αυτά έριχναν τη λάσπη με το φτυάρι. Για τη μετα­φορά, ο ένας προπορευόταν κι ο άλλος ακολουθούσε, κρατώντας και οι δύο την τζου­βέρα με τη λάσπη από τις άκρες των ξύλων. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Εικόνες Αργείτικης Αποκριάς


 

Σε λίγες μέρες φτάνουμε στην Καθαροδευτέρα και τελειώνοντας η περίοδος της Αποκριάς παραδίδει τη σκυτάλη των καθημερινών πρακτικών, της εκκλησιαστικής παράδοσης και της προετοιμασίας των μεγάλων εορτών στη Μεγάλη Σαρακοστή. Η ευφορία των προηγούμενων ημερών μπόρεσε ίσως να μετριάσει την ένταση των καθημερινών προβλημάτων, να ξαναφέρει «τούμπα» κατεστημένες σχέσεις εξουσίας μεταξύ των φύλων, των κοινωνικών ομάδων, των πολιτικών και μέσα από τα αποκριάτικα χωρατά, να αναδείξει ένα άλλο πρόσωπο που αλλάζει, έστω και μια φορά το χρόνο, την καθημερινή μας ταυτότητα. Αμολυτή, Κρεατινή και Τυρινή συνδέθηκαν και πάλι με συνευρέσεις όπως της Τσικνοπέμπτης, τραγούδια και κάποια μασκαρέματα.

Όμως τα πράγματα αλλάζουν και μαζί τους αλλάζει ο τρόπος με τον οποίο βιώνουμε την κάθε στιγμή, χωρίς αυτό να σημαίνει πως τίποτα δε θυμίζει προηγούμενες πρακτικές και συνήθειες. Είναι περίεργη ίσως η διαχρονική αποτύπωση του αισθήματος μελαγχολίας για προηγούμενες εποχές, που θεωρούνται πάντα περισσότερο αυθεντικές από τις τρέχουσες. Δεκάδες είναι τα άρθρα και οι αναμνήσεις που επαναλαμβάνονται, σε διαφορετικές εποχές, για τις αποκριάτικες συνήθειες που δεν υπάρχουν πια.

 

Μασκαράδες σε αποκριάτικη έξοδο στο Άργος. Στολές απλές, στυλ «ότι μας βρίσκεται», στο πνεύμα των ημερών και της χαρούμενης συνεύρεσης.

 

Στο «Παληές Αργείτικες Αποκρηές» του 1938 (6 Μαρτίου – Ασπίς του Άργους), ο συγγραφέας αναπολεί τις περασμένες εποχές και διαπιστώνει μαζί με τους γεροντότερους: «Αχ! Γεράσαμε και πήραμε μαζύ μας τα μυστικά του γλεντιού…». Είναι πράγματι έτσι; Τελικά, η μελαγχολική διάθεση μπορεί να αποτελέσει μια καλή πηγή πληροφοριών για τα μυστικά του αποκριάτικου γλεντιού με:

«τις θεόρατες γκαμήλες με τανοιχτά στόματα και τα οχτώ ξυπόλητα πόδια γύρω απ’ το χειράμι της γρηάς…την ηρωϊκή παρέλαση στους δρόμους εκατοντάδων παληοχαλασμένων κάρρων, που με την τσότρα στο πλευρό, το χοντρό πράσσο και το ραπάνι στο χέρι, λουλακωμένοι, ντυμένοι με το νυχτικό της χήρας της γειτόνισσας, και τη μπελαρίνα στο κεφάλι, έκαναν τους Ρωμαίους Καίσαρας, αυτοί οι Καίσαρες της ευθυμίας.  Τα καλάμια του βάλτου, σε συναυλίες αργείτικων τραγουδιών, οι ροκάνες που τρόμαζαν…η γαιδουροκαβαλαρία και το κυνηγητό της».
(περισσότερα…)

Read Full Post »

Ραβδοσκόποι


 

Μια πανάρχαια μέθοδος αναζήτησης υπόγειων νερών είναι η ραβδοσκοπία. Η μέθοδος αυτή χρησιμοποιήθηκε από τους λεγόμενους ραβδοσκόπους και είναι η εύρεση κοιτασμάτων νερού με τη βοήθεια μιας μικρής ράβδου.

Ο Ηρόδοτος, ο οποίος έζησε τον 5ο αιώνα, είναι ο πρώτος που αναφέρει τη ραβδοσκοπία στη Σκυθία. Τον 16ο αι. ο Λούθηρος την χαρακτηρίζει «διαβολική», ενώ ο σύγχρονός του Γερμανός Georgius Agricola, συγγραφέας του έργου «De re metallica», προσπαθεί να εξηγήσει την τεχνική της ραβδοσκοπίας, αλλά δέχεται τα πυρά της εκκλησίας.

Η Ελισάβετ Α´ της Αγγλίας, κατανοώντας τη σημασία που είχε για την αγγλική οικονομία η αξιοποίηση του φυσικού της πλούτου, καλεί ειδικούς ραβδοσκόπους από τη Γερμανία για να ερευνήσουν τα βρετανικά εδάφη. Το 1693, ο Γάλλος αββάς του Vallemon, Pierre le Lorrain, κυκλοφορεί ένα βιβλίο με τον «σκανδαλιστικό» τίτλο «Physique Occulte»  (Απόκρυφη Φυσική), το οποίο απαγορεύτηκε μεν από την εκκλησία, έγινε δε best seller της εποχής του. (Από το Archaeology Newsroom, «Αρχαιολογία και Τέχνες»).

 

Πριν από τη διάνοιξη κάποιου πηγαδιού, τον πρώτο λόγο είχε ο ραβδοσκόπος, τον οποίο συμβουλευόταν ο ενδιαφερόμενος για τον εντοπισμό του νερού. Ο ραβδοσκόπος κρατούσε μία διχαλωτή βέργα ή ένα σύρμα και προχωρώντας στο χωράφι μπορούσε να εντοπίσει νερό σε αρκετό βάθος, όταν η βέργα ή το σύρμα άρχιζε να πάλλεται.

Μας είπε ο κτηνοτρόφος Γιάννης Νούλης από τον Ίναχο Άργους:

 

«Τι να σου πω; Δεν ξέρω πώς γίνεται αυτό. Πολλοί δεν το παραδέχονται. Αλλά να πώς γίνεται. Βαστώ ένα σύρμα σαν αυτό που δένουνε τις μπάλες. Το χέρι μου κολλημένο στα λαγόνια, για να μην πει κανείς πως κοροϊδεύω. Και πορπατώ. Κι εκεί που πορπατώ, αρχίζει το σύρμα και κουνιέται. Κι εγώ πορπατώ. Και το σύρμα χοροπηδάει. Κι εγώ πορπατώ. Κι ύστερα το σύρμα δεν κουνιέται. Και γυρίζω πίσω. Πάλι τα ίδια, να χοροπηδάει το σύρμα. Κάνω κι άλλες βόλτες δώθε-κείθε, και λέω, να! εδώ έχει νερό, εδώ να βαρέσετε».

Πριν από χρόνια που δεν υπήρχαν γεωτρήσεις, τα πηγάδια και οι στέρνες είχανε βάθος συνήθως 10-15 μέτρα. Με τη διάνοιξη πολλών γεωτρήσεων και την ανόρυξη τεράστιων ποσοτήτων νερού σ’ όλη την αργολική πεδιάδα αλλά και λόγω των περιορισμένων βροχοπτώσεων και της ανομβρίας, ο υδροφόρος ορίζοντας εντοπίζεται σε αρκετά μεγάλο βάθος (100-200 μέτρα). Γι’ αυτό και οι ραβδοσκόποι θεωρούνται σήμερα εξόχως περιζήτητοι, μια και η διάνοιξη μιας γεώτρησης είναι δαπανηρότατη.

 

Ραβδοσκόποι επί το έργον.

 

Η ραβδοσκοπία ή ραβδομαντεία, που έχουν ορισμένοι για τον εντοπισμό υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα ή για την ανίχνευση μετάλλων (π.χ. χρυσού), διακρίνει κάποιους με ανεπτυγμένες ραδιαισθαντικές ικανότητες. Η ραδιαισθησία είναι μία θεωρία, σύμφωνα με την οποία το αναζητούμενο αγαθό – είτε νερό είναι αυτό είτε πολύτιμο μέταλλο – εκπέμπει ακτινοβολία στο όργανο του ραβδοσκόπου, στην ξύλινη βέργα ή το σύρμα. Αυτή η θεωρία, όμως, μιας υποτιθέμενης ευαισθησίας του ραβδοσκόπου σε ορισμένες γνωστές ή άγνωστες ακτινοβολίες, έχει εγκαταλειφθεί. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Καπνοκαλλιέργειες στη Αργολίδα


 

Τα αγροτόσπιτα της Αργολίδας διέθεταν συνήθως ένα χωράφι στο μίσω μέρος, που το λέγανε γιούρτι. Το γιούρτι κατά κανόνα ήτανε κολλητό με το σπίτι. Ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα και τη νοικοκυροσύνη του αγρότη, ήταν περιφραγμένο είτε με κλαδιά και θάμνους είτε με συρματόπλεγμα ή και με πλιθόμαντρα.

Στο γιούρτι έφτιαχναν τα περίφημα τζάκια, τα φυτώρια καπνού, που ήτανε μακρόστενες πρασιές πλάτους ενός μέτρου περίπου, γεμάτες με χωνεμένη κοπριά. Στα τζάκια το Νοέμβριο έσπερναν τον καπνόσπορο, αφού τον είχανε μουσκέψει πρώτα, για να «μαλλιάσει», να πετάξει δηλαδή μάτι, ώστε να φυτρώσει πιο γρήγορα.

Για να προστατεύονται τα νεαρά φυτά από το χαλάζι και τη νύχτα από τον πάγο, έφτιαχναν τις λεγόμενες ψάθες. Η ψάθα γινότανε από ένα μακρόστενο τελάρο από ξύλα ή καλάμια, επάνω απλώνονταν θάμνοι και αφάνες, κι από πάνω άλλο ένα όμοιο τελάρο. Τα δυο τελάρα δένονταν με σπάγκο, για να μη φεύγουν οι αφάνες. Στη συνέχεια κάρφωναν διχαλωτά παλούκια κι από τις δυο μεριές του τζακιού, τέσσερα για κάθε ψάθα, πάνω στα οποία στηριζόταν, ώστε να μην ακουμπάει στο έδαφος και να μην καταστρέφονται τα νεαρά φυτά. Την ημέρα ανασήκωναν την ψάθα από τη μια πλευρά, στηρίζοντάς την σ’ ένα ξύλο, για να λιάζονται και ν’ αερίζονται τα καπνά. Ταυτόχρονα το πότιζαν μ’ ένα ποτιστήρι, αν δεν έβρεχε. Το βράδυ έριχναν πάλι τις ψάθες για τον παγετό. Αργότερα έφτιαχναν χαμηλά τούνελ με νάιλον, χρησιμοποιώντας λυγαρόβεργες και αργότερα καμπυλόσχημα σίδερα.

Η μεταφύτευση του καπνού στο οργωμένο καπνοχώραφο γινότανε το Μάρτιο με καζίκι ή σκεπαρνάκι. Υπήρχαν συνήθως δύο ποικιλίες, ο πλατύφυλλος ή αράπικος καπνός, και ο στενόφυλλος ή γλώσσα. Αλλά με τον καιρό οι δύο αυτές βασικές ποικιλίες διασταυρώθηκαν και έδωσαν διάφορες ενδιάμεσες ποικιλίες. Επίσης, άλλοτε ο καπνός ήτανε ξερικός και άλλοτε ποτιστικός. Ο δεύτερος είχε ύψος μέχρι και δύο μέτρα και η απόδοσή του ήταν πολύ μεγαλύτερη. Μέχρι να μεγαλώσουν τα φυτά γίνονταν τουλάχιστον δύο σκαλίσματα. Η εργασία αυτή ήταν ιδιαίτερα κουραστική.

 

Φύτεμα καπνού. Οι δυο γυναίκες στη φωτογραφία (Αναστ. Αργύρη και η νύφη της Αναστ. Καραμάνου) σε ώρα διαλείμματος. Δημοσιεύεται στο: «Στα χνάρια του χθες», Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος, 2010.

 

Η συγκομιδή ξεκινούσε από το τέλος Ιουνίου περίπου μέχρι και τον Σεπτέμβριο. Περνούσαν τα φυτά του χωραφιού μέχρι πέντε φορές, μαδώντας τα φύλλα λίγα-λίγα από κάτω προς την κορυφή. Η συγκομιδή ξεκινούσε γύρω στις τρεις το πρωί μέσα στα σκοτάδια και τελείωνε γύρω στις επτά. Ας σημειωθεί εδώ ότι όλα τα μέλη της οικογένειας συμμετείχαν σ’ αυτές τις δύσκολες και βασανιστικές δουλειές, και στο μάζεμα και στο βελόνιασμα, που ξεκινούσε αμέσως μετά.

 

Τα «κρεβάτια» των καπνών. (Αρχ. Γ. Καραμάνου). Δημοσιεύεται στο: «Στα χνάρια του χθες», Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος, 2010.

 

Το βελόνιασμα γινόταν είτε κάτω από ένα κιόσκι είτε κάτω από καμιά καρυδιά ή άλλο δένδρο με πλούσια σκιά. Όλα τα καπνόφυλλα ήταν ριγμένα σε μια λινάτσα κι άρχιζαν το βελόνιασμα, καθισμένοι σε σκαμπό και κουτσουράκια. Ένα-ένα φύλλο το περνούσαν με χοντρή βελόνα και γέμιζαν έναν σπάγκο ενόσμισι μέτρου. Αυτός ο σπάγκος ονομαζόταν καζίλι. Στη συνέχεια στερέωναν τις δύο άκρες του καζιλιού στις άκρες ενός καλαμιού ή ενός κορμού ξερού καπνού. Δενόταν επίσης το καζίλι κατά μήκος του καλαμιού σε 3-4 σημεία, για να μην κάνει κοιλιά και ακουμπάνε τα φύλλα χάμω. Αυτή ήταν η λεγόμενη βέργα. Όταν τελείωνε η μία βέργα, ο εργάτης ξεκινούσε την επόμενη.

 

Το βελόνιασμα του καπνού ήταν πολύ κουραστική δουλειά, πιο πολύ για τα παιδιά. (Αρχ. Γ. Καραμάνου). Δημοσιεύεται στο: «Στα χνάρια του χθες», Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος, 2010.

 

Το επόμενο στάδιο ήταν να λιαστούν οι βέργες και να ξεραθούν. Κάρφωναν, λοιπόν, παλούκια στο έδαφος σε δυο σειρές και σε απόσταση ενάμισι μέτρου, τέντωναν σύρμα από τη μιαν άκρη μέχρι την άλλη και κατόπιν ακουμπούσαν τις βέργες δίπλα-δίπλα επάνω στα σύρματα. Αυτά ήταν τα κρεβάτια.

 

Φυτεία καπνού στο Μάνεση Αργολίδας

 

Κάποια στιγμή, όταν τα φύλλα είχανε σχεδόν ξεραθεί, οι βέργες απλώνονταν στο έδαφος και με την υγρασία της νύχτας τα φύλλα αποκτούσαν ένα χρυσοκίτρινο χρώμα. Σ’ αυτό βοηθούσε και το κατάβρεγμα με ποτιστήρι. Πάντως, η υπερβολική υγρασία δημιουργούσε πρόβλημα και καμιά φορά έπρεπε τα βράδια να καλύπτονται τα κρεβάτια με πανιά και λινάτσες. Τα κρεβάτια απαιτούσαν συνεχή επιτήρηση και φροντίδα, ώστε τα καπνόφυλλα να «ψηθούν» σωστά και με τη σχετική υγρασία ν’ αποκτήσουν χρυσοκίτρινο χρώμα. Μόνιμη απειλή για τα κρεβάτια ήταν η καλοκαιρινή μπόρα κι έπρεπε όλη η οικογένεια να έχει τη δυνατότητα να μεταφέρει τις βέργες στο καλύβι ή σε κιόσκι ή να καλύψει τα κρεβάτια όσο καλύτερα μπορούσε, για να μη βραχούνε τα καπνά και θεωρηθούν κακής ποιότητας.

Στη συνέχεια έπρεπε να γίνει το «σάκιασμα» του καπνού, δηλαδή να συσκευαστεί σε δέματα, τα ονομαστά τέγκια, με τη βοήθεια ενός κασονιού, που το λέγανε καλούπι. Ο τεγκιαδόρος, λοιπόν, ετοίμαζε τα δέματα καπνού, χρησιμοποιώντας ένα ξύλινο μακρόστενο κασόνι, το οποίο στο επάνω μέρος είχε έναν κοχλία για τη συμπίεση του καπνού. Επίσης, σε μία από τις τέσσερις γωνίες είχε κουμπώματα και μπορούσες να το ανοίξεις.

 

Τα τέγκια καπνού μαζεύονταν σε αποθήκες στο Ναύπλιο (οδ. Σιδηράς Μεραρχίας). Στη φωτό εργάτριες μεταφέρουν ένα τέγκι, προφανώς για να φωτογραφηθούν. (Αρχ. Γ. Αντωνίου). Δημοσιεύεται στο: «Στα χνάρια του χθες», Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος, 2010.

 

Ο τεγκιαδόρος τοποθετούσε τα καπνά μέσα στο καλούπι με μεγάλη προσοχή κι επιδεξιότητα και ήξερε πώς έπρεπε να μπει η μία στρώση και πώς η άλλη, κι έβαζε όλη του την τέχνη, ώστε το τέγκι, που ζύγιζε περίπου 50 οκάδες, να μην είναι παράγωνο αλλά όμορφο και σφιχτό και καλά μοστραρισμένο και να μπορεί να το ελέγξει ο πάντα σχολαστικός και πονηρός έμπορος.

Το καλούπι, λοιπόν, είχε έναν κοχλία, που με την περιστροφή του πίεζε δυνατά ένα σανίδι και τα καπνά συμπιέζονταν πάρα πολύ. Χαρά των παιδιών ήτανε ν’ ανεβαίνουν επάνω στο σανίδι και να βοηθάνε με το βάρος τους. Αυτό γινότανε πολλές φορές, μέχρι να γεμίσει το καλούπι ή μέχρι ν’ αποκτήσει το δέμα το επιθυμητό βάρος. Ύστερα το ανοίγανε από τα κουμπώματα, τυλίγανε το τέγκι από τις τρεις πλευρές με λινάτσα, τις δύο πλαϊνές πλευρές τις ράβανε με σπάγκο, ενώ η μία στενή πλευρά έμενε εντελώς ακάλυπτη και μπορούσες ν’ αγγίξεις τον καπνό, να τον ελέγξειςκαι να τον καμαρώσεις. Γιατί είχε πραγματικά ένα όμορφο χρυσαφί χρώμα, ένα εμπόρευμα άριστης ποιότητας, που φανέρωνε τη φροντίδα και τη νοικοκυροσύνη του παραγωγού και την αξιοσύνη κι επιδεξιότητα του τεγκιαδόρου. Η ακάλυπτη πλευρά ήταν η μόστρα του τεγκιού. Συνήθως ο κάθε παραγωγός ήταν και τεγκιαδόρος, αλλά όχι πάντοτε. Πάντως, το «σάκιασμα» του καπνού γινόταν μ’ αυτό τον τρόπο, με το καλούπι και τον κοχλία, και το κάθε δέμα, βάρους 50 οκάδων περίπου, όπως το περιγράψαμε, ονομαζόταν τέγκι. Αυτή ήταν η συσκευασία για το εμπόριο.

Τα καπνά μεταφέρονταν στο Ναύπλιο και συγκεντρώνονταν σε μεγάλες καπναποθήκες, που είχαν οι έμποροι στην οδό Σιδηράς Μεραρχίας. Κάποια στιγμή φορτώνονταν σε μικρά πλοία και μεταφέρονταν στον Πειραιά, όπου φορτώνονταν σε άλλα μεγάλα εμπορικά για τη μεταφορά τους στο εξωτερικό.

 

Οδυσσέας Κουμαδωράκης, «Στα χνάρια του χθες», Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος, 2010.

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Read Full Post »

Ελαιοκαλλιέργειες


 

Η μακραίωνη ιστορία της ελιάς και ο εθνικός της χαρακτήρας δείχνουν την αγάπη και λατρεία μας προς το ευλογημένο δένδρο, που θεωρείται από την αρχαία εποχή σύμβολο σοφίας, ειρήνης, δόξας και θριάμβου. Πολλά δημοτικά μας τραγούδια αναφέρονται στην ελιά και πολλοί ποιητές και συγγραφείς την ύμνησαν και την τίμησαν.

 

Γύρω στου χωριού τ’ αλώνια

 

Γύρω στου χωριού τ’ αλώνια

πέρδικες λαλούν κι αηδόνια

και οι όμορφες ξυπνάνε

για ελιές στον κάμπο πάνε

άλλη στο άλογο καβάλα,

άλλη λιανοτραγουδάει

για νερό στη βρύση πάει

και μια αρραβωνιασμένη

όλο κλαίει η καημένη

που δεν είναι παντρεμένη.

 

Δημοτικό

(από την Ελένη Γάτσιου-Γερούλη)

 

Ο Ηρακλής κουρασμένος ξαποσταίνει στον ίσκιο της Ελιάς. Η πιστή προστάτις του θεά Αθήνα γεμίζει κρασί το κύπελό του. Εσωτερικό ερυθρόμορφης κύλικας, 470 π.Χ, (Μόναχο).

Κάποτε δεν υπήρχαν φυτώρια ελαιοδένδρων, ούτε συνήθιζαν οι αγρότες να φυτεύουν κουκούτσια και να περιμένουν να φυτρώσουν και ύστερα να εμβολιάζουν τα νεαρά φυτά και να περιμένουν πάλι, για να τα μεταφυτέψουν στο χωράφι τους. Προτιμούσαν να εντοπίζουν στα βουνά και στα λαγκάδια αγριελιές, οι οποίες φύτρωναν από τα κουκούτσια που υπήρχαν στις κουτσουλιές των πουλιών.

Όταν ο αγρότης, κατά τις κυνηγετικές του εξορμήσεις, συναντούσε κάποια αγριελιά, διάλεγε τον καιρό, να ’ναι Γενάρης ή Φλεβάρης, έπαιρνε κασμά και σκαλίδα, έβγαζε την ελιά με ρίζες και μπόλικο χώμα, την έχωνε σ’ ένα τσουβάλι και κατευθείαν στο χωράφι. Άνοιγε μεγάλο λάκκο και βαθύ, ώστε να μη διψάει η ελιά το καλοκαίρι, και τη φύτευε. Το ριζικό της σύστημα τη βοηθούσε να αντέξει και να μην ξεραθεί. Την άλλη χρονιά έπρεπε να μπολιαστεί. Αυτοί ήταν οι περίφημοι αγρούλιδοι ή αγρουλίδια (δηλ. άγρια ελιά). Σήμερα υπάρχουν οργανωμένα φυτώρια με πολλές ποικιλίες ελαιοδένδρων και κανείς αγρότης δε θα φύτευε αγρουλίδους.

Υπάρχουν πολλές ποικιλίες ελαιοδένδρων, οι ονομασίες των οποίων διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή. Είναι οι χονδρολιές, οι ψιλολιές, οι λιανολιές, οι τσουνάτες, οι κορωνέικες, οι δαφνολιές, οι νανολιές ή νανάκια, και άλλες ποικιλίες.  Η (βρώσιμη) δαφνολιά είναι πολύ μεγάλη, στο μέγεθος του βελανιδιού σχεδόν, και ονομάζεται έτσι στην Κρήτη, γιατί το φύλλο του δένδρου είναι πλατύ, σχεδόν σαν της δάφνης. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Χριστουγεννιάτικο Δέντρο – Χριστιανικό έθιμο ή ειδωλολατρικό κατάλοιπο; – Σχοινοχωρίτης Κωνσταντίνος – Ιστορικός, Αρχειονόμος – Βιλιοθηκονόμος, Υποψήφιος Διδάκτωρ.


 

Γενικά στοιχεία

 

Τη περίοδο των Χριστουγέννων εορτάζεται η Γέννηση του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και κατ’ επέκταση συνολικά όλες οι εορτές από την ημέρα της Γεννήσεως μέχρι των Θεοφανείων, γι’ αυτό και λέγονται «δωδεκαήμερο». Των Χριστουγέννων προηγείται νηστεία τεσσαράκοντα (40) ημερών, που αρχίζει από την εορτή του Αγίου Φιλίππου (14 Νοεμβρίου). Στην Ορθόδοξη υμνολογία περιλαμβάνονται λαμπροί ύμνοι για την μεγάλη εορτή από τους σπουδαιότερους υμνογράφους της Εκκλησίας, όπως του Ρωμανού του Μελωδού, του Ιωάννη του Δαμασκηνού κ.α.

Η 25η Δεκεμβρίου, ως ημέρα εορτής της Γεννήσεως του Κυρίου, θεσπίστηκε το 336 – 352 μ.Χ. επί Πάπα Ρώμης Ιουλίου. Αυτό έγινε κατόπιν έρευνας στα Αρχεία της Ρώμης για την απογραφή που είχε γίνει στα χρόνια του Αυγούστου και επιπλέον μετά από υπολογισμούς – συνδυασμούς διαφόρων χωρίων του Ευαγγελίου, όπου διαπιστώθηκε, όπως πιστεύεται, τελικώς η ακριβής ημερομηνία της Γεννήσεως του Χριστού.

Ο εορτασμός των Χριστουγέννων συνοδεύεται και από ήθη και έθιμα. Όμως με το πέρασμα του χρόνου πλαισιώθηκε και από ορισμένα, τα οποία όμως δεν έχουν καμία απολύτως ουσία και σχέση με την εορτή των Χριστουγέννων. Έχουν όμως λαογραφική αξία. Ένα από αυτά είναι και το γνωστό Χριστουγεννιάτικο δένδρο.

 

Χριστουγεννιάτικο δέντρο, έργο του Σπύρου Βικάτου (1878-1960), Λάδι σε μουσαμά, 77 εκ. x 105 εκ. Εθνική Πινακοθήκη.

(περισσότερα…)

Read Full Post »

« Newer Posts - Older Posts »