Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Archive for the ‘Λαογραφικά Αργολίδας’ Category

Βασιλόπιτα: Ένα Ελληνικό Έθιμο


 

 «Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, αποδεχόμενη τις εκατοντάδες προτάσεις των επισκεπτών της και επιθυμώντας να συμβάλλει στην επίκαιρη ενημέρωσή τους, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Διαβάστε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα», ένα επίκαιρο άρθρο του Φιλόλογου – Συγγραφέα, Αλέξη Τότσικα με θέμα:

«Βασιλόπιτα: Ένα Ελληνικό Έθιμο»

 

Η βασιλόπιτα είναι ένα πρωτοχρονιάτικο έθιμο, που τηρείται σε όλα τα ορθόδοξα χριστιανικά σπίτια και κυρίως στα ελληνικά. Κανένα από τα ετήσια έθιμα δεν τηρείται τόσο απαράβατα από τους Νεοέλληνες, όπου κι αν βρίσκονται στα πέρατα του κόσμου, και δεν έχει τόσο βαθιές ρίζες στο χρόνο, όσο η βασιλόπιτα της πρωτοχρονιάς. Γιατί ανέκαθεν με το κρυμμένο «φλουρί» της συμβολίζει την εύνοια της τύχης, που θα φανερώσει τον τυχερό του χρόνου.

Πού όμως πρέπει να αναζητήσουμε τη ρίζα του ωραίου εθίμου της πρωτοχρονιάτικης βασιλόπιτας; Ο ελληνικός λαός είναι φορέας και δημιουργός ενός θαυμαστού πολιτισμού, ο οποίος έχει τις ρίζες του στο αρχαίο ελληνικό παρελθόν, αλλά και στο χριστιανικό Βυζάντιο. Γι’ αυτό και όλα τα έθιμά μας έχουν την αρχαιοελληνική, αλλά και τη χριστιανική ερμηνεία τους.

Βασιλόπιτα

Βασιλόπιτα

Οι Λαογράφοι αναζητούν τη ρίζα του εθίμου στην αρχαιοελληνική παράδοση. Από τα πανάρχαια χρόνια σε όλα τα πλάτη και μήκη της γης, από τότε που έμαθαν να κατασκευάζουν αλεύρι οι άνθρωποι, αφιέρωναν στα πνεύματα της βλάστησης μικρά ψωμάκια ως εξιλαστήρια ή ευχαριστήρια προσφορά. Οι Αρχαίοι Έλληνες προσέφεραν στους θεούς σε κάθε μεγάλη καμπή του χρόνου ή της ζωής τους «εορταστικούς άρτους». Κάθε Αθηναίος στρατιώτης, πριν ξεκινήσει για τον πόλεμο, αφιέρωνε στον Άρη, το θεό του πολέμου, τρία ψωμάκια. Ένα για να πάει καλά, ένα για να νικήσει και το τρίτο για να γυρίσει γερός και αρτιμελής. Οι κυνηγοί, για να έχουν πλούσιο κυνήγι αφιέρωναν παρόμοια ψωμάκια στη θεά Άρτεμη, την προστάτιδα του κυνηγιού.  Οι θεριστάδες της γης αφιέρωναν αρτίδια στη θεά Δήμητρα, που τα ονόμαζαν «θαλύσια αρτίδια» στη γιορτή της συγκομιδής και απλώς «άρτους» ή «πλακούντες» στη γιορτή των Θεσμοφορίων.

Οι Ρωμαίοι υιοθέτησαν τις συνήθειες των Αρχαίων Ελλήνων. Στα Σατουρνάλια, γιορτή των Ρωμαίων αφιερωμένη στο θεό Σατούρνους, ο οποίος αντιστοιχεί στον ελληνικό θεό Κρόνο και τον θεωρούσαν θεό της γονιμότητας, καθιέρωσαν  τυπικές θυσίες και διάφορα έθιμα, όπως την ανταλλαγή μικρών δώρων, υπαίθριες αγορές και τυχερά παιχνίδια ακόμα και για τους δούλους. Στη γιορτή αυτή αντιστρέφονταν οι ρόλοι ανάμεσα σε δούλους και ιδιοκτήτες και οι δούλοι δεν τιμωρούνταν, αν χλεύαζαν τους κυρίους τους. Αυτό οδηγούσε σε ξέφρενο γλέντι, άφθονη οινοποσία και ακολασίες. Γι’ αυτό και ο Χριστιανισμός θεώρησε τη λέξη «σατουρνάλια» ταυτόσημη με τα «όργια». Ανάμεσα στα έθιμα της γιορτής ήταν  και η συνήθεια να ζυμώνουν πλακούντες, που στη συνέχεια τους έτρωγαν, για να πάρουν δύναμη. Οι πλακούντες ήταν οι μακρινοί πρόγονοι των πιτών και των κέικ. Η ζύμη τους ήταν παρόμοια με τη ζύμη των ψωμιών, αλλά ήταν εμπλουτισμένη με γάλα, λίπος, μυρωδικά, μπαχαρικά κ.α.

Οι Ρωμαίοι είναι οι πρώτοι που καθιέρωσαν στους πλακούντες εκείνους το μεταλλικό νόμισμα για υγεία και καλοχρονιά. Πρόσθεταν μάλιστα και μικρό κομμάτι πάπυρο, που αν τύχαινε σε δούλο του σπιτιού, του χάριζαν την ελευθερία. Οι Φράγκοι τα επόμενα χρόνια παρέλαβαν από τους ρωμαίους το έθιμο και πρόσθεσαν την ανακήρυξη ως «Βασιλιά της βραδιάς» εκείνου, που θα έβρισκε το τυχερό κομμάτι με το νόμισμα. Σύμφωνα με άλλο έθιμο έβαζαν στην πίτα φασόλι αντί νομίσματος και αυτόν που το έβρισκε τον αποκαλούσαν «φασουλοβασιλιά».

Η ορθόδοξη χριστιανική παράδοση συνέδεσε αυτό το έθιμο με την ανάμνηση ενός γεγονότος, που συνέβη στην πόλη Καισαρεία της Καππαδοκίας στη Μικρά Ασία, όπου επίσκοπος ήταν ο Μέγας Βασίλειος. Ο Μέγας Βασίλειος ήταν δεσπότης της Καισάρειας και ζούσε βοηθώντας κάθε φτωχό και ανήμπορο. Υπάρχουν μάλιστα δύο παραδόσεις για το έθιμο αυτό.

Η πρώτη λέει ότι ο ίδιος ο Άγιος Βασίλειος σκέφτηκε το τέχνασμα αυτό, θέλοντας να προσφέρει χαρά χωρίς να ακούει ούτε ένα ευχαριστώ. Ήθελε να βλέπει τα πρόσωπα των ανθρώπων να φωτίζονται από χαρά. Τι έκανε λοιπόν; Έπαιρνε λίρες, τις έβαζε μέσα στις πίτες και τις μοίραζε στους φτωχούς. Έπειτα καθώς έτρωγαν τις πίτες, έβρισκαν το δώρο του Αγίου Βασιλείου και περνούσαν όμορφα τις γιορτές. Έτσι διατηρήθηκε η παράδοση να βάζουμε και εμείς φλουρί για να τιμήσουμε τον Άγιο Βασίλειο και προς τιμήν του ονομάσαμε την πίτα, βασιλόπιτα.

Η δεύτερη παράδοση έχει να κάνει με μία ιστορία που συνέβη στα χρόνια του Μεγάλου Βασιλείου, τον 4ο αιώνα μ.Χ. στην πόλη Καισάρεια. Κάποια χρονιά έπεσε μεγάλη σιτοδεία στη χώρα,  η γη δεν κάρπισε και ο κόσμος πεινούσε. Ο σκληρός όμως Έπαρχος Ελβίνιος ζητούσε οπωσδήποτε το φόρο της «δεκάτης» και απειλούσε με επιδρομή και λεηλασία την Καισάρεια. Τότε ο Μέγας Βασίλειος ζήτησε από τους πλούσιους της πόλης και κάθε νοικοκύρη να προσφέρει ένα χρυσαφικό, για να τα παραδώσουν ως «λύτρα» στον Έπαρχο και να σώσουν την πόλη και τη ζωή τους. Έτσι μαζεύτηκε ένας ολόκληρος θησαυρός. Ο Άγιος  πήγε και συνάντησε το σκληρό Έπαρχο, του εξιστόρησε το δράμα των ανθρώπων και του είπε ότι ως νομοταγείς πολίτες ήταν πρόθυμοι να εξοφλήσουν τους φόρους στερούμενοι χρυσά κειμήλια και αγαπημένα τους κοσμήματα. Με τη γλύκα του λόγου του μαλάκωσε την ψυχή του Έπαρχου και καταλάγιασε τόσο το θυμό του, ώστε αποφάσισε να χαρίσει τους φόρους και παρακάλεσε τον Ποιμενάρχη να επιστρέψει τον θησαυρό στο ποίμνιό του.

Σύμφωνα με άλλη εκδοχή ο Μέγας Βασίλειος προσευχήθηκε και μετά παρουσίασε στο στρατηγό τα χρυσαφικά που είχε μαζέψει μέσα σε ένα σεντούκι. Τη στιγμή όμως, που ο στρατηγός άνοιξε το σεντούκι και ακούμπησε τα χέρια του πάνω στα χρυσαφικά, έγινε το θαύμα! Όλοι οι συγκεντρωμένοι είδαν μια λάμψη και αμέσως μετά έναν καβαλάρη να ορμάει με το στρατό του επάνω στον σκληρό στρατηγό και τους στρατιώτες του  και σε ελάχιστο χρόνο ο κακός στρατηγός και οι δικοί του αφανίστηκαν. Κατά την παράδοση ο λαμπρός καβαλάρης ήταν ο Άγιος Μερκούριος με πλήθος Αγγέλων, που απομάκρυνε το στρατό του Έπαρχου και απάλλαξε την πόλη από την καταστροφή.

Έτσι σώθηκε η πόλη της Καισαρείας, αλλά ο Μέγας Βασίλειος βρέθηκε σε δύσκολη θέση!  Έπρεπε να επιστρέψει τα χρυσαφικά στους κατοίκους της πόλης και να πάρει ο καθένας το δικό του. Αυτό ήταν πολύ δύσκολο, αφού δεν ήξερε τι ανήκε στον καθένα. Προσευχήθηκε λοιπόν ο Μέγας Βασίλειος και ο Θεός τον φώτισε με μια ωραία ιδέα. Επειδή ο κόσμος πεινούσε, έδωσε εντολή και ετοιμάστηκαν τόσοι εορτάσιμοι άρτοι, όσες και οι οικογένειες, που είχαν προσφέρει τιμαλφή. Σε κάθε  άρτο τοποθετήθηκε και από ένα χρυσό αντικείμενο και άφησε στη χάρη του Θεού να καθορίσει τί θα τύχαινε στον καθένα. Στην αρχή όλοι παραξενεύτηκαν, μα η έκπληξή τους ήταν ακόμη μεγαλύτερη, όταν κάθε οικογένεια έκοβε το ψωμάκι αυτό και έβρισκε μέσα το χρυσαφικό της! Από τότε η βασιλόπιτα με το «φλουρί», για τον τυχερό του χρόνου, καθιερώθηκε σαν έθιμο, που εορτάζεται την πρώτη μέρα του χρόνου στη γιορτή του Αγίου Βασιλείου.

Τους ωραιότερους πλακούντες ζυμωμένους με μαγιά, αβγά, ελαφρό λίπος και ζάχαρη, λένε οι Λαογράφοι, τους παρασκεύαζαν οι Βυζαντινοί. Τους ονόμαζαν «πίτες», έβαζαν μέσα φλουρί κωνσταντινάτο και τους στόλιζαν με ζυμαρένιο σταυρό στο κέντρο και με το μονόγραμμα της Παναγίας και του Χριστού δεξιά και αριστερά. Αυτές τις πίτες τις συνέδεσαν με το θρύλο του Αγίου Βασιλείου και τις καθιέρωσαν ως αναπόσπαστο άρτυμα και έθιμο της πρωτοχρονιάς. Έτσι η βασιλόπιτα ξεκίνησε σαν αρχαιοελληνική λατρευτική ιερή συνήθεια, πέρασε μέσω των Ρωμαίων στο Βυζάντιο, όπου ενδύθηκε το χριστιανικό μανδύα, δέθηκε με τη γιορτή ενός από τους πιο προσφιλείς Αγίους της ελληνικής ορθοδοξίας, του Αγίου Βασιλείου, που τιμάται η μνήμη του την πρώτη Ιανουαρίου, και έφτασε στις μέρες μας ως το χαρακτηριστικότερο έθιμο της ελληνικής πρωτοχρονιάς.

Φλουρί Κωνσταντινάτο

Φλουρί Κωνσταντινάτο

Το έθιμο της βασιλόπιτας λοιπόν, μεταφέρεται από γενιά σε γενιά, για να μας θυμίζει την αγάπη και την καλοσύνη του Αγίου Βασιλείου. Στις μέρες μας βάζουμε μέσα στην πίτα ένα κέρμα, το φλουρί, πιστεύοντας ότι σε όποιον πέσει, αυτός θα είναι ο τυχερός και ευνομούμενος του νέου έτους! Οι συνταγές ποικίλλουν από περιοχή σε περιοχή, όπως βέβαια και το γούρι καλής τύχης, που μπαίνει στα τοπικά πρωτοχρονιάτικα ψωμιά, τις πίτες και τα κέικ. Σήμερα, το φλουρί- είτε πραγματικό νόμισμα είτε ψεύτικο- είναι αυτό που παίρνουν οι περισσότεροι από εμάς, όταν πετύχουν το τυχερό κομμάτι. Αλλά στο παρελθόν το γούρι μπορεί να ήταν ένα άσπρο κουμπί ή ένα κομμάτι κόκκινη κλωστή, ιδίως αν η οικογένεια ήταν φτωχή. Σε ορισμένες περιοχές έβαζαν βελανίδια και κομμάτια καλαμποκιού ή ακόμα και μικρά κλαδάκια από κάποια δέντρα.

Αξίζει να αναφερθεί, ότι στο παρελθόν, κυρίως στη Δυτική Μακεδονία και στη Θράκη, όταν έρχονταν ο καιρός να μοιράσει ο πατέρας της μεγάλης πατριαρχικής οικογένειας το βιός του στους γιους, άφηνε στη χάρη του Αι-Βασίλη να κρίνει το τι έπρεπε να πάρει ο καθένας. Έτσι στη μεγάλη βασιλόπιτα τα «σημάδια» δεν έμπαιναν για ευχή, αλλά για «τάξιμο». Και τα κομμάτια της πίτας τη χρονιά εκείνη τα ονόμαζαν «φιλιά». Σε όποιου γιου το «φιλί» έπεφτε το νόμισμα, θα έπαιρνε το σπίτι. Σε όποιου το φασόλι, το ποτιστικό χωράφι. Το στάρι ,το ξερικό χωράφι. Η κληματόβεργα, το αμπέλι. Το άχυρο τα ζωντανά κ.λ.π.

Αλλά και η κοπή της βασιλόπιτας στο παρελθόν γίνονταν με αληθινή ιεροπρέπεια. Πρώτα ο νοικοκύρης την έστεφε τρεις φορές στο όνομα της Αγίας Τριάδος. Έπειτα έκανε με κλειδί, με μαχαίρι ή με πιρούνι τρεις φορές το σημείο του σταυρού, για να κόβεται η κακογλωσσιά, να κλειδώνονται τα κακά στόματα ή να αποτρέπεται το κακό μάτι, και την ώρα ακριβώς που άλλαζε ο χρόνος, άρχιζε να ονοματίζει τα κομμάτια, με καθιερωμένη πάντα σειρά. Πρώτο ήταν του Αι-Βασίλη. Έπειτα του Χριστού και της Παναγίας, του σπιτιού και στη σειρά όλων των μελών της οικογένειας, κατά ηλικία, αρχίζοντας από τους μεγαλύτερους και καταλήγοντας στα παιδιά. Κομμάτι έκοβε και για τους φτωχούς. Και όταν τελείωνε το εορταστικό δείπνο η οικογένεια, ο νοικοκύρης κατέβαινε στο στάβλο, να ταΐσει την πίτα τους στα ζωντανά, ενώ την επαύριον θρυμμάτιζε και σκορπούσε ένα κομμάτι στα κτήματα και στα αμπέλια.

Η Βασιλόπιτα κατά το ελληνικό έθιμο κόβεται και σήμερα σε οικογενειακή συγκέντρωση αμέσως με τον ερχομό του νέου έτους κυρίως μετά από το φαγοπότι της βραδιάς και ακολουθεί χαρτοπαιξία «για το καλό του καινούργιου χρόνου». Έτσι στις 12.00 ακριβώς τα μεσάνυχτα με την αλλαγή του έτους σβήνουν τα φώτα και μετά από ένα λεπτό ξανανάβουν και εύχονται όλοι «χρόνια πολλά» και «ευτυχισμένο το νέο έτος». Τότε η νοικοκυρά του σπιτιού φέρνει τη Βασιλόπιτα στο τραπέζι και ο νοικοκύρης, αφού τη σταυρώσει με το μαχαίρι τρεις φορές, αρχίζει να την κόβει σε τριγωνικά κομμάτια, που τα  προσφέρει σε κάθε παριστάμενο μέλος της οικογένειας, φίλους και συγγενείς με πρώτο το κομμάτι του Χριστού, της Παναγίας και του Άι Βασίλη και κατόπιν του σπιτιού, του σπιτονοικοκύρη, της σπιτονοικοκυράς και των υπόλοιπων παρισταμένων κατά τάξη συγγένειας και ηλικία με τελευταίο το κομμάτι του φτωχού, χωρίς βέβαια να λησμονούνται και τα πρόσωπα της οικογένειας, που για διάφορους λόγους δεν παρίστανται. Ανάλογα με την περίπτωση μπορεί να κοπεί κομμάτι «για την εταιρεία», «για το μαγαζί» κ.λ.π..

Το κόψιμο της Βασιλόπιτας γίνεται και τις άλλες μέρες του «Δωδεκαήμερου» των εορτών. Ο Νεοέλληνας ως μέλος μιας οικογένειας, ενός Συλλόγου ή μιας κοινωνίας οργανωμένων ατόμων, δεν εννοεί αλλαγή του χρόνου, χωρίς την κοπή της βασιλόπιτας. Υπουργεία, γραφεία και σύλλογοι μπορεί να κόβουν βασιλόπιτες μέχρι και το Φεβρουάριο.

Σήμερα βέβαια σε πολλές περιπτώσεις την έχουμε προσαρμόσει στα γαστρονομικά αστικά δεδομένα της καταναλωτικής κοινωνίας και την έχουμε μετατρέψει σε ένα ευωδιαστό  αρτογλύκισμα πολυτελείας – τσουρέκι κατά προτίμηση – για το οποίο τη λύση δίνει το ζαχαροπλαστείο. Υπάρχουν όμως ακόμα άξιες Ελληνίδες νοικοκυρές, που με θρησκευτική ευλάβεια επιμένουν να την παρασκευάζουν με τον παραδοσιακό τρόπο. Έτσι όπως τον έμαθαν από τη μάνα τους, με συνταγή που και εκείνη είχε διδαχθεί από τη δική της μάνα, συνεχίζοντας παράδοση αιώνων. Οι εξαιρετικές ιδιότητες, που αποδίδονταν κάποτε στη βασιλόπιτα, συνετέλεσαν, ώστε η ετοιμασία της να γίνεται με συμβολική τελετουργία και να συνοδεύεται συχνά από πράξεις αναλογικής μαγείας. Γιατί στη συλλογική συνείδηση του λαού μας η βασιλόπιτα ήταν κάποτε πρωτοχρονιάτικο σύμβολο με εξαιρετικές ιδιότητες, καθοριστικές για την τύχη των ανθρώπων, των ζωντανών και των άλλων περιουσιακών στοιχείων της ελληνικής οικογένειας. Γι’ αυτό και ο τρόπος παρασκευής της ακόμα  εξασφάλιζε την καλοχρονιά. Και τέτοιες δοξασίες δύσκολα ξεριζώνονται από την ψυχή του λαού.

  

Αλέξης Τότσικας

Φιλόλογος – Συγγραφέας

Σχετικά θέματα:

Read Full Post »

Από τις ρωμαϊκές calendae στα ελληνικά κάλαντα


 

 «Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, αποδεχόμενη τις εκατοντάδες προτάσεις των επισκεπτών της και επιθυμώντας να συμβάλλει στην επίκαιρη ενημέρωσή τους, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Διαβάστε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα», ένα επίκαιρο άρθρο του Φιλόλογου – Συγγραφέα, Αλέξη Τότσικα με θέμα:

«Από τις ρωμαϊκές calendae στα ελληνικά κάλαντα»

 

Κάθε χρόνο, όταν φτάνουν τα Χριστούγεννα, χωριά και πόλεις στολίζονται με τα γιορτινά τους και τα παιδιά, άλλα μοναχικά, άλλα σε παρέες, κρατώντας κουδουνιστά τρίγωνα ή μπαγλαμαδάκια, κιθάρες, ακορντεόν, λύρες ή φυσαρμόνικες, ξεχύνονται στους δρόμους, για ν’αναγγείλουν πόρτα-πόρτα το χαρμόσυνο μήνυμα της γέννησης του Χριστού τραγουδώντας τα κάλαντα. Τα Κάλαντα αποτελούν δημοτικά ευχητικά και εγκωμιαστικά τραγούδια, που ψάλλονται εθιμικά την παραμονή μεγάλων θρησκευτικών εορτών, όπως τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά (Αγ. Βασιλείου), των Θεοφανίων, ακόμη και των Βαΐων (του Λαζάρου), με εξαίρεση εκείνα της Μεγάλης Παρασκευής, που έχουν θρηνητικό χαρακτήρα και ομάδες παιδιών γυρνούν από σπίτι σε σπίτι και τραγουδούν το μοιρολόι «Σήμερα μαύρος ουρανός», γνωστό και ως «Μοιρολόι της Παναγίας».

Στα παλιά χρόνια τα παιδιά τραγουδούσαν τα κάλαντα το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων κρατώντας φαναράκια αναμμένα, άλλα φλογέρα ή φυσαρμόνικα και τραγουδούσαν σαν σε χορωδία. Κύρια παραδοσιακά μουσικά όργανα που συνοδεύουν τα κάλαντα είναι το τρίγωνο, το λαούτο, το νταούλι, η τσαμπούνα, η φλογέρα κ.ά.

 

Κάλαντα, πίνακας που ζωγράφισε το 1872 ο Νικηφόρος Λύτρας αποτυπώνοντας μια ομάδα παιδιών διαφόρων εθνικοτήτων να λένε τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα.

Κάλαντα, πίνακας που ζωγράφισε το 1872 ο Νικηφόρος Λύτρας αποτυπώνοντας μια ομάδα παιδιών διαφόρων εθνικοτήτων να λένε τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα.

 

Η ρίζα του εθίμου

 

Τα κάλαντα είναι αρχαϊκὸ ελληνικὸ και ρωμαϊκό έθιμο, ενώ η λέξη κάλαντα έχει λατινική προέλευση. Η ρίζα τους φαίνεται ότι ξεκινάει απὸ τοὺς «αγερμούς» της αρχαίας Ελλάδας. Οι αγερμοὶ (απὸ τὸ ρήμα ἀγείρω = αθροίζω, μαζεύω) αρχικά ήταν έρανοι για την οικονομικὴ στήριξη ενός πολιτικού ή ζητιανιὰ των φτωχών στα αρχοντικὰ των πλουσίων ή στους ναοὺς που πανηγύριζαν ή θρησκευτική ζητιανιά σιτηρών και άλλων αγροτικών προϊόντων για τους ναούς και τα μοναστήρια των θηλυκών κυρίως θεοτήτων, όπως της Ρέας, Ειλειθυίας, Κυβέλης, Αρτέμιδος, Ήρας και άλλων.

Κάποια στιγμή πέρασαν από τους θρησκευτικούς στους παιδικούς αγερμούς, σε πράγματα δηλαδή που μάζευαν κάποια παιδιά, τα οποία ανακοίνωναν τις ημερολογιακές αλλαγές. Όπως είναι λογικό, στην αρχαιότητα δεν υπήρχαν ακριβή ημερολόγια. Το αρχαιότερο ημερολόγιο το έγραψε κατά τον Δ΄ π.Χ. αιώνα ο μαθηματικός και αστρονόμος Εύδοξος ο Κνίδιος, σύγχρονος του Αριστοτέλη, γι΄ αυτὸ και λεγόταν «Ευδόξου Τέχνη». Απὸ την προϊστορικὴ εποχή ο άνθρωπος είχε παρατηρήσει τα τέσσερα κρίσιμα σημεία του έτους, που το χωρίζουν σε τέσσερα τέταρτα (εποχές), δηλαδή τις δύο ισημερίες, εαρινή στις 20 Μαρτίου και φθινοπωρινή στις 22 Σεπτεμβρίου, και τα δύο ηλιοστάσια, το χειμερινή στις 21 Δεκεμβρίου με τη μεγαλύτερη νύχτα της χρονιάς, και το θερινὸ στις 21 Ιουνίου με τη μεγαλύτερη ημέρα της χρονιάς. Τις αλλαγές αυτές τις διαπίστωναν παρατηρώντας το βορειότερο και το νοτιώτερο σημείο της ανατολής και της δύσης του Ηλίου στις οροσειρές του ορίζοντα.

Τις ακριβείς ημερολογιακές αλλαγές του έτους ή και του μηνός τις ανακοίνωναν εκείνοι που ασχολούνταν με τα ημερολόγια και ο απλός λαός τις μάθαινε από μικρά παιδιά, μικροὺς ἀγγελιοφόρους, που μετέφεραν το μήνυμα της χρονικής αλλαγής με αγγελτήρια και ευχετήρια τραγουδάκια και έπαιρναν φιλοδωρήματα. Στην αρχή, που δεν υπήρχε νόμισμα, τα φιλοδωρήματα ήταν ξηροὶ ή λιασμένοι καρποί, αμύγδαλα, καρύδια, ξυλοκέρατα, σύκα ή τρόφιμα, αυγά, τυρί, κρέας, ψωμιά, κουλούρες, κρασὶ στο ποτήρι, σιτάρι, κριθάρι, μέλι, αλάτι και διάφορα άλλα καλούδια απὸ το κελλάρι του κάθε σπιτιού. Αργότερα ήταν και νομίσματα μικρής αξίας, όπως οι οβολοὶ.

Τα παιδιά της προϊστορικής εποχής έλεγαν το μήνυμα και τις ευχές κάθε πρωτομηνιά (νεομηνία), όπως μνημονεύει ο συντάκτης του ψευδηροδότειου Βίου του Ομήρου, που γράφει ότι δήθεν ο φτωχὸς και τυφλός Όμηρος παραχειμάζων ἐν τῇ Σάμῳ, ταῖς νουμηνίαις προσπορευόμενος πρὸς τὰς οἰκίας τὰς εὐδαιμονεστάτας, ἐλάμβανέ τι ἀείδων τὰ ἔπεα τάδε, ἃ καλεῖται εἰρεσιώνη˙ ὡδήγουν δὲ αὐτὸν καὶ συμπαρῆσαν αἰεὶ τῶν παίδων τινὲς τῶν ἐγχωρίων, δηλαδή ο Όμηρος «περνώντας το χειμώνα στη Σάμο κάθε πρώτη του μηνός περνούσε από αρχοντικό σε αρχοντικό, και έπαιρνε κάτι, αφού τραγουδούσε τα λόγια αυτά, τα οποία ονομάζουν ειρεσιώνη. Και τον οδηγούσαν κάθε φορά παιδιά από την περιοχή αυτή, που τραγουδούσαν κι αυτά μαζί του». Ο χαρακτηρισμός των τραγουδιών αυτών ως «ειρεσιώνη» δείχνει την εξέλιξη των αγερμών στο πέρασμα των χρόνων και την ταύτισή τους με την ειρεσιώνη των αρχαίων Ελλήνων.

 

Στα χρόνια της «ειρεσιώνης»

 

Ειρεσιώνη

Ειρεσιώνη

Πίσω από τα κάλαντα, λοιπόν, κρύβεται και το αρχαίο Ελληνικό έθιμο με το όνομα Ειρεσιώνη. Η Ειρεσιώνη (από το είρος = έριον, μαλλί) ήταν ένα κλαδί αγριελιάς (κότινος) στολισμένο με γιρλάντες από λευκό και κόκκινο μαλλί, πάνω στις οποίες κρεμούσαν τους καρπούς (σύκα, καρύδια, αμύγδαλα, κάστανα, δημητριακά, κ.λ.π.), που τους προσέφεραν στα διάφορα σπίτια. Συμβόλιζε την ευφορία και τη γονιμότητα της γης και εορτάζονταν δυο φορές το χρόνο, μια την άνοιξη, στα Θαργήλια (27 Απριλίου – 26 Μαΐου),  με σκοπό την παράκληση των ανθρώπων προς τους θεούς να ευνοήσουν την καρποφορία, και μια το φθινόπωρο, στα Πυανέψια, την 7η ημέρα του μηνός Πυανεψιόνος (Ιανουαρίου), για να ευχαριστήσουν τους θεούς για την συγκομιδή των καρπών. 

Στην αρχαία Ελλάδα, πολλούς αιώνες πριν τη γέννηση του Χριστού, «παίδες αμφιθαλείς» (παιδιά που και οι δυο γονείς τους βρίσκονταν στη ζωή) ξεχύνονταν στους δρόμους δύο φορές το χρόνο με «ειρεσιώνες» στα χέρια, τραγουδούσαν από σπίτι σε σπίτι ευχόμενα πλούτο, χαρά και ειρήνη και έπαιρναν ως φιλοδώρημα καρπούς κάθε λογής από το νοικοκύρη ή την κυρά του σπιτιού. Το έθιμο της ειρεσιώνης ήταν έκφραση ευχαριστίας για τη γονιμότητα του έτους που έφευγε και παράκληση να συνεχιστεί η γονιμότητα και η ευφορία και το επόμενο έτος και ήταν αφιερωμένη στην Αθηνά, τον Απόλλωνα και τις Ώρες (Ευνομία, Δίκη, Ειρήνη). Όταν έφθαναν στο σπίτι τους κρεμούσαν την Ειρεσιώνη πάνω από την εξώπορτά τους, όπως κρεμάμε σήμερα τα πρωτομαγιάτικα στεφάνια. Εκεί θα έμενε μέχρι το επόμενο έτος, όποτε θα καίγονταν σε τελεστική φωτιά, όπως καίμε στις μέρες μας τα πρωτομαγιάτικα στεφάνια στις φωτιές του Αη-Γιάννη. Άλλα παιδιά κρεμούσαν την Ειρεσιώνη πάνω από τη θύρα του Ιερού του Απόλλωνα.

Ας δούμε τους επόμενους στίχους, που φέρεται ότι τραγούδησε στη Σάμο, κατά το έθιμο της ειρεσιώνης, ο Όμηρος και μας διασώζει ο Πλούταρχος («Βίοι Παράλληλοι, Θησεύς 22»):

 

Δώμα προσετραπόμεσθ’ ανδρός μέγα δυναμένοιο,

ος μέγα μεν δύναται, μέγα δε βρέμει, όλβιος αιεί.

Αυταί ανακλίνεσθαι θύραι πλούτος γαρ έσεισι πολλός,

συν πλούτω δε και ευφροσύνη τεθαλυία, ειρήνη τ’αγαθή…

Όσα δ’ άγγεα, μεστά μεν είει κυρβαίη δ’ αεί

κατά καρδόπου έρποι μάζα…

 Δηλαδή:

Ήρθαμε στο αρχοντικὸ μεγάλου νοικοκύρη,

γενναίου με τρανή φωνή και πάντα ευτυχισμένου.

Ανοίξτε πόρτες μόνες σας, ο πλούτος να ‘μπει μέσα,

και με τον πλούτο συντροφιά χαρά και ευτυχία

και η ειρήνη η γλυκιά στο σπίτι να ριζώσει.

Όσα δοχεία έχετε, όλα γεμάτα να ‘ναι

στη σκάφη το ζυμάρι σας πάντοτε να φουσκώνει.

 

Το τραγούδι της Ειρεσιώνης της εποχής του Ομήρου το συναντάμε σήμερα με μικρές παραλλαγές στα κάλαντα της Θράκης:

 Στο σπίτι ετούτο πού ‘ρθαμε του πλουσιονοικοκύρη

ν’ ανοίξουνε οι πόρτες του να μπει ο πλούτος μέσα

να μπει ο πλούτος κι η χαρά κι η ποθητή ειρήνη

και να γεμίσουν τα σταμνιά μέλι, κρασί και λάδι

κι η σκάφη του ζυμώματος με φουσκωτό ζυμάρι.

Επομένως τα κάλαντα με τις αρχαίες ελληνικές ονομασίες τους, αγερμοί,  ειρεσιώνες κ.α. ήταν κοινωνικά και ημερολογιακά άσματα χωρίς κανένα θρησκευτικό χαρακτήρα. Θρησκευτικά στοιχεία, ειδωλολατρικά στην αρχή και χριστιανικά στη συνέχεια, μπήκαν σ᾽ αυτά μόνο σε όψιμα χρόνια.

 

Από τις calendae στα κάλαντα

 

Μέχρι να φτάσουμε από τις αρχαίες ειρεσιώνες στα σημερινά κάλαντα μεσολάβησε μια ιδιαίτερα σημαντική περίοδος για τη σημερινή διαμόρφωση των καλάντων, η οποία τους χάρισε και το όνομα που έχουν σήμερα.

Στα αρχαία ρωμαϊκά χρόνια κάθε μήνας διαρκούσε όσο μία περίοδος περιφοράς της σελήνης γύρω από τη γη (σεληνιακοί μήνες). Στην αρχή κάθε σεληνιακού μήνα οι ρωμαίοι συνήθιζαν να γιορτάζουν τις λεγόμενες «calendae» καλένδες (υπάρχει και γραφή με k, kalendae), που μεταφράζεται «νουμηνίες» (νέος + μήνας). Η λέξη calendae προέρχεται από τη λατινική φράση calo luna novella, δηλαδή «ανακηρύσσω τη νέα σελήνη», με την οποία ο αρχιερέας του Καπιτωλίου ανάγγελλε τη νεομηνία. Το ρήμα calo είναι συγγενικό με το δικό μας ρήμα «καλώ». Από το calo προέκυψαν οι calendae και από εκεί και τα σημερινά calendar, calendrier και το δικό μας καλεντάρι ( το calendarium των Ρωμαίων ήταν κατάλογος  χρεών μαζί με τόκους και φόρους, που πληρώνονταν την πρώτη κάθε μήνα).

Η πιο εντυπωσιακή από όλες τις γιορτές των ρωμαϊκών νουμηνιών ήταν οι Καλένδες του μήνα Ιανού, δηλαδή του Ιανουαρίου, κατά τις οποίες, πέρα από το γλέντι και την ανταλλαγή των δώρων, οι άρχοντες αναλάμβαναν τα καθήκοντά τους σε μια πανηγυρική τελετή. Από τις ρωμαϊκές καλένδες πήραν το όνομά τους τα κάλαντα, που αρχικά ήταν η πρώτη μέρα του μήνα, γρήγορα όμως ταυτίστηκαν με την 1η Ιανουαρίου και επομένως με την πρωτοχρονιά (Κάλαντα = πρωτοχρονιά). Σήμερα βέβαια κάλαντα λέγονται τα ευχετήρια τραγούδια, που τραγουδούν τα παιδιά στα σπίτια και στα μαγαζιά όλη την περίοδο των Χριστουγέννων. Ετυμολογικά τουλάχιστον από ‘κει κρατούν τα «κάλαντα».

Από τις καλένδες προέρχεται, εκτός από τα κάλαντα, και η παροιμιακή φράση «παραπέμπω στις (ελληνικές) καλένδες», που τη χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε μιαν ανύπαρκτη ημερομηνία και σημαίνει κάτι που διαρκώς αναβάλλεται και δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί ποτέ. Γιατί δεν υπήρχαν ελληνικές καλένδες, ενώ ρωμαϊκές υπήρχαν. Για το ρωμαίο της εποχής του Αυγούστου η υπόσχεση «θα σε πληρώσω στις καλένδες» ήταν εντελώς κυριολεκτική, ισοδύναμη με τη δική μας «θα σε πληρώσω την πρώτη του μηνός». Η έκφραση όμως «θα σε πληρώσω στις ελληνικές καλένδες» (ad calendas graecas) έδειχνε μιαν ανύπαρκτη ημερομηνία και ήταν ισοδύναμη με τις δικές μας φράσεις «θα σε πληρώσω στις 30 του Φλεβάρη» ή «το μήνα που δεν έχει Σάββατο».

Τα κάλαντα

Τα κάλαντα

Τα κάλαντα πήραν τη σημερινή τους μορφή στα πρωτοχριστιανικά χρόνια. Τότε οι χριστιανοί ήθελαν να εξοβελίσουν από τη ζωή τους κάθε τι που θύμιζε το ρωμαϊκό κόσμο, απ’ τον οποίον καταδιώχθηκαν άγρια. Χρησιμοποιούσαν μάλιστα με διαφορετική νόημα λέξεις που σχετίζονταν με τελετουργίες ειδωλολατρικών ρωμαϊκών εορτών και επέλεγαν να γιορτάζουν τις δικές τους γιορτές σε ημερομηνίες αντιστοίχων ειδωλολατρικών. Επειδή όμως οι προχριστιανικές τελετουργίες είχαν διεισδύσει στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων της εποχής των πρώτων ρωμαϊκών χρόνων, η χριστιανική εκκλησία έπρεπε να βρει μια συμβιβαστική λύση. Έτσι, λοιπόν, διατήρησε τα περισσότερα λαοφιλή αρχαία έθιμα, αλλά  με άλλη μορφή και διαφορετικό περιεχόμενο. Η λαϊκή παράδοση  από τις αρχαίες καλένδες ήθελε την Πρωτοχρονιά μια μέρα σημαδιακή για την εξέλιξη της χρονιάς και έδωσε στον «Αϊ Βασίλη», που ο θάνατος του συνέπεσε με την Πρώτη του Γενάρη του 379 μ.Χ., όλες εκείνες τις ιδιότητες που ανταποκρίνονταν στους πόθους και τις ανάγκες της.

Οι αρχαίοι Έλληνες γιόρταζαν στις 30 Δεκεμβρίου την αναγέννηση του Διονύσου, ο οποίος γεννήθηκε από την παρθένο Σεμέλη και σκοτώθηκε από τους τιτάνες. Αυτή η αρχαία Ελληνική γιορτή είχε ταυτιστεί με τη γιορτή του Ήλιου, τον οποίο οι αρχαίοι λαοί είχαν θεοποιήσει. Συγκεκριμένα στους Έλληνες ο Ήλιος είχε ταυτιστεί με τον Φωτοφόρο Απόλλωνα, ο οποίος απεικονιζόταν πάνω στο ιπτάμενο άρμα του να μοιράζει το φως του Ήλιου. Οι αρχαίοι λαοί αναπαριστούσαν την κίνηση του ήλιου με τη ζωή ενός ανθρώπου, που γεννιόταν κατά τη χειμερινή τροπή του ήλιου, μεγάλωνε βαθμιαία καθώς αυξάνονταν και οι ώρες που ο ήλιος φωταγωγούσε τη Γη, και πέθαινε ή ανασταίνονταν το Μάρτιο, την ημέρα της Εαρινής Ισημερίας, συμβολίζοντας με αυτόν τον τρόπο την αναγέννηση του φυτικού βασιλείου μέσα από τη μήτρα της Γης. Το χειμερινό Ηλιοστάσιο 22-25 Δεκεμβρίου σημαίνει την αρχή του χειμώνα και ο Ήλιος αρχίζει βαθμιαία να αυξάνει την ημέρα μέχρι να εξισωθεί με τη νύχτα κατά την Ισημερία το Μάρτιο. Τότε «αλλάζει ο χρόνος», ο Ήλιος νικά το σκοτάδι και έρχεται η άνοιξη, η εποχή της αναγέννησης της φύσης.

Το «Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν Ηλίου» αναφέρει μεταξύ άλλων στο λήμμα «κάλανδα»: 

 

[…] «Το έθιμον ίσως να είναι συνέχεια της περιφοράς της αρχαίας ειρεσιώνης υπό παίδων ή και ένωσις συνηθειών περισσοτέρας της μίας αρχαίων εορτών, διότι οι αποτελούντες τα άδοντα συγκροτήματα περιέρχονται τας οικίας συχνά, κρατούντες ράβδους κεκοσμημένας, όπως περίπου οι αρχαίοι θύρσοι των διονυσιακών εορτών και φανούς πολυχρώμους ή εσωτερικώς φωτιζόμενα ομοιώματα πλοίων, με άνοιγμα απομιμούμενον αστέρα, από όπου μόνον χύνεται το φως κ.λ.π..[…] Φαίνεται πάντως ότι η συνήθεια υφίστατο και προ της βυζαντινής εποχής και ίσως είχε συνδυασθεί η χαρά για την γέννησιν του Σωτήρος, η οποία προ του 4ου αιώνος επανηγυρίζετο την 1ην του έτους, με τας ελπίδας και τας ευχάς του νέου έτους, τας οποίας συνήθιζον οι Ρωμαίοι, και με τον τρόπον του εορτασμού, που ήτο αρχαίος ελληνικός.»[…]

 

Στη βυζαντινή περίοδο

 

Βυζαντινά Κάλαντα

Βυζαντινά Κάλαντα

Η συνήθεια διατηρήθηκε και στο Βυζάντιο και δεν υποχώρησε, παρά τις απαγορεύσεις και τις αντιρρήσεις των πατέρων της εκκλησίας, οι οποίοι κατά τους Βυζαντινούς χρόνους απαγόρευαν ή απέτρεπαν αυτό το έθιμο ως καταγόμενο από τις εορτές των ρωμαϊκών Καλενδών, που είχε καταδικάσει η ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδος το 680 μ.Χ. Και πολλοί Πατριάρχες το απαγόρευαν στους πιστούς, ενώ ο βυζαντινός χρονικογράφος Ιωάννης Τζέτζης, που έζησε τον 12ο αιώνα, αποκαλούσε τους καλαντιστές κάθε πρωτομηνιάς «μηναγύρτες»:

 Οπόσοι περιτρέχουσι χώρας και προσαιτούσι

και όσοι κατ΄ αρχίμηνον του Ιανουαρίου

και του Χριστού γεννήσει και Φώτων τη ημέρα

οπόσοι περιτρέχουσι τας θύρας προσαιτούντες

μετά ωδών ή επωδών ή λόγων εγκωμίων,

………………………………

ούτοι αν πάντες λέγοιντο κυρίως Μηναγύρται.

 

Τους παρουσιάζει μάλιστα ως γάλλους (= κίναιδους) ιερείς, οι οποίοι έβαζαν πάνω σ᾽ ένα γαϊδούρι το είδωλο της θεάς  Ρέας και περιερχόμενοι στις κώμες τραγουδούσαν τα αρχίμηνα χτυπώντας και τύμπανα (=ντέφια) και ζητιανεύοντας (προσαιτούντες) όσπρια και σιτηρά υπέρ του μοναστηριού τους. Και οι οπαδοί της λατρείας ασπάζονταν το είδωλο και τους έδιναν ένα πιάτο απ᾽ αυτά που ζητούσαν, όπως ακριβώς έκαναν και οι καλόγεροι, που ζητιάνευαν για τα μοναστήρια τους με λείψανα και εικονίσματα αγίων πάνω σ᾽ ένα γαϊδούρι  και μάζευαν παρόμοια προϊόντα ή χρήματα μέχρι τη δεκαετία του 1960.

Οι αντιδράσεις όμως της εκκλησίας στη Βυζαντινή περίοδο δεν μπόρεσαν να αποτελέσουν φραγμό σε συνήθειες αιώνων και κυρίως στα κάλαντα, που καθιερώθηκαν από το 13ο αιώνα και απέκτησαν σημασία και διαδόθηκαν σαν αναπόσπαστο στοιχείο των γιορταστικών εκδηλώσεων για τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά και τα Φώτα. Ωστόσο τα Κάλαντα ή Κάλενδοι, όπως ονομάζονταν στο Βυζάντιο, δηλαδή στην Κωνσταντινούπολη, δεν ήταν απλά τραγούδια. Ήταν λαμπρή γιορτή. Μικροί και μεγάλοι χωρισμένοι σε ομάδες γυρνούσαν στα σπίτια και τραγουδούσαν διάφορα εγκωμιαστικά ή και σατιρικά τραγούδια παίρνοντας το ανάλογο φιλοδώρημα από κάθε νοικοκύρη.  Κρατούσαν ραβδιά ή φανάρια ή ομοιώματα πλοίων στολισμένα και συνόδευαν το τραγούδι με κρούση τριγώνου ή τύμπανου.

 

Τα κάλαντα στη νεοελληνική παράδοση

 

Κάλαντα, Αθήνα 1960.

Κάλαντα, Αθήνα 1960.

Από την Κωνσταντινούπολη και το Βυζάντιο το έθιμο των καλάντων εντάχθηκε στη νεοελληνική παράδοση, πέρασε στην υπόλοιπη Ελλάδα, απλώθηκε και απέκτησε τις διάφορες τοπικές παραλλαγές κρατώντας μέχρι σήμερα. Ομάδες παιδιών ή και ώριμων ανδρών περιφέρονται στα σπίτια, στους δρόμους, στα καταστήματα και τραγουδούν με ειδικό όργανο τραγούδια, που αφορούν στα Χριστούγεννα, τη γιορτή της Πρωτοχρονιάς, τη γιορτή του Μ. Βασιλείου και είναι διαφορετικά για κάθε γιορτή. Από την περίοδο της Βασιλευομένης Δημοκρατίας μάλιστα καθιερώθηκε το έθιμο της απαγγελίας των καλάντων από τους άνδρες της ανακτορικής φρουράς ενώπιον των Βασιλέων, όπως συνέβαινε και σε άλλους Ευρωπαϊκούς Βασιλικούς Οίκους, όπου είχαν καθιερωθεί παρόμοιες εθιμικές ευχητικές εκδηλώσεις. Έτσι μέχρι σήμερα συνεχίζεται το έθιμο να λέγονται τα κάλαντα όχι μόνο στα σπίτια, αλλά και σε πρόσωπα πολιτικά από ομάδες, συλλόγους, χορωδίες κλπ.

Τα κάλαντα, που ακούμε σήμερα στα διάφορα διαμερίσματα της χώρας μας, είναι πολλά και ποικίλα, πανέμορφα και γεμάτα παραλλαγές, αυτοσχεδιασμούς και αποχρώσεις και ποικίλουν ανάλογα με την περιοχή, τα τοπικά ιδιώματα και τα χαρακτηριστικά στοιχεία των ανθρώπων στους οποίους απευθύνονται. Είναι τραγούδια με στίχους, που από τη μια υπενθυμίζουν – αναγγέλλουν-τονίζουν την έλευση κάποιας χαρμόσυνης γιορτής (τη Γέννηση Του Χριστού) και από την άλλη εκφράζουν ευχές σε φίλο ή γείτονα ή άρχοντα και γενικά σε κάθε νοικοκύρη, που επισκέπτονται ή συναντούν οι καλαντάρηδες, και στα μέλη της οικογένειάς του,  την «κυρά» (= σύζυγο), το γιο ή τη θυγατέρα.

Παρόλο όμως που διαφοροποιούνται από περιοχή σε περιοχή, έχουν μια «τυπική» δομή: το πρώτο μέρος τους αναφέρεται στην εορτή, το δεύτερο εγκωμιάζει το σπίτι στο οποίο ψάλλονται και καθένα από τα μέλη της οικογένειας, και το τρίτο παραινεί τους οικοδεσπότες σε φιλοδώρημα προς τους καλαντιστές. Ξεκινούν δηλαδή με χαιρετισμό και στη συνέχεια αναγγέλλουν τη μεγάλη χριστιανική εορτή που φθάνει και καταλήγουν σε ευχές. Το τραγούδι κλείνει με ευχαριστίες για το φιλοδώρημα ή με αποδοκιμασία και σκωπτικά σχόλια για τον οικοδεσπότη, που θα αρνηθεί να «φιλέψει» τους τραγουδιστές.

Πολλά από τα κάλαντα έχουν λόγιο ύφος και βασίζονται σε εκκλησιαστικούς ύμνους, όπως τους διαμόρφωσαν σε κάλαντα κατά τη Βυζαντινή περίοδο σημαντικοί λόγιοι, που ανέλαβαν να δημιουργήσουν κάλαντα με καθαρά χριστολογικό περιεχόμενο, όπως τα κάλαντα της πρωτοχρονιάς Εις αυτό το Νέο Έτος, Βασιλείου εορτή, ήρθα να σας χαιρετίσω με την πρέπουσα αυτή…, που τραγουδάνε στην Κάλυμνο, ή τα βυζαντινά κάλαντα των Φώτων από της Ερήμου ο Πρόδρομος, ήλθε του βαπτίσαι τον Κύριον, Βασιλέα πάντων εβάπτισεν, εις τον Ιορδάνην ο Πρόδρομος….

Την παράδοση συνέχισε ο απλός λαός, που δημιούργησε στιχουργικά αριστουργήματα με το ανεπιτήδευτο, αλλά γοητευτικό και πρωτότυπο ύφος του, όπως τα κάλαντα των Χριστουγέννων της Θράκης Χριστός γεννιέται σα νιο φεγγάρι, σα νιο φεγγάρι σαν παλληκάρι. Χριστός γεννιέται χαρά στον κόσμο, χαρά στον κόσμο στην οικουμένη… ή τα κάλαντα Πρωτοχρονιάς των Φούρνων Ικαρίας Άγιος Βασίλης έρχεται ‘πο πίσ’ απ’ το Καμάρι, βαστάει μυτζήθρες και τυριά, βαστάει κι ένα κυνάρι…

 Πέρα μάλιστα από τα καθαρά «λόγια» κάλαντα (π.χ. «Καλήν ημέραν άρχοντες…») ή τα «λαϊκότερα» («Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, πρώτη χαρά στον κόσμο..»), υπάρχουν τα «λαϊκά» κάλαντα, που είναι αυτοσχέδια ευχετήρια τραγούδια προς τους νοικοκύρηδες και το σπιτικό, ανάλογα με τις ιδιότητες και τις ανάγκες τους (π.χ. «Σ’αυτό το σπίτι πού’ρθαμε, πέτρα να μη ραΐσει και ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει…»).

Πολλές φορές όμως παρατηρούμε ότι η αναφορά στον άγιο ή στην εορτή ανακατεύεται με ευχές των καλαντιστών στα μέλη της οικογένειας και μάλιστα στα ανύπαντρα παλικάρια και κορίτσια για έναν καλό έρωτα ή γάμο. Μερικές φορές μάλιστα είναι και άμεση ερωτική πρόταση, γιατί τα κάλαντα ήταν κάποτε και ευκαιρία καντάδας καμουφλαρισμένης ανάμεσα στους στίχους των εγκωμίων του αγίου της ημέρας. Παρόμοια περίπτωση αποτελούν τα σημερινά κάλαντα της πρωτοχρονιάς που, αν κάποιος τα ακούσει προσεκτικά, δε βγάζει σαφές νόημα από τα λεγόμενά τους, γιατί συνδέονται με μια ρομαντική ιστορία, που μας πάει πίσω στη βυζαντινή αυτοκρατορία.

Στη βυζαντινή εποχή οι φτωχοί και χαμηλών στρωμάτων άνθρωποι δεν είχαν το δικαίωμα να μιλούν στους αριστοκράτες παρά μόνο σε γιορτές, όπου μπορούσαν να τους απευθύνουν ευχές. Ένα φτωχό παλικάρι, λοιπόν, εκείνη την εποχή είχε ερωτευθεί σφοδρά μια κόρη αυτοκρατορικής οικογένειας, ψηλή, όμορφη και γλυκιά, που κυκλοφορούσε φορώντας ένα από τα συνηθισμένα ψηλά καπέλα της εποχής. Επειδή δεν είχε άλλο τρόπο να της εκφράσει τον έρωτά του, σκέφτηκε να πάει την Πρωτοχρονιά να τις πει τις ευχές του για το νέο έτος, αλλά να τροποποιήσει το ποιηματάκι με τέτοιο τρόπο, ώστε να μη γίνει αντιληπτός από τους άλλους.

Σε κάθε στίχο από τα κάλαντα της πρωτοχρονιάς παρενέβαλλε και ένα στιχάκι δικό του, το οποίο θα απευθυνόταν στην κοπέλα, όπως διαπιστώνουμε, αν εξετάσουμε προσεκτικά το περιεχόμενό τους [σε αγκύλες οι ενδιάμεσοι στίχοι, που απευθύνονται στην καλή του].

 Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά

[ψιλή μου δεντρολιβανιά]

Κι αρχή καλός μας χρόνος

[εκκλησιά με τ’ άγιο θόλος]

Άγιος Βασίλης έρχεται

[και δε μας καταδέχεται]

από την Καισαρεία

[συ σ’ αρχόντισσα κυρία]

Βαστάει πένα και χαρτί

[Ζαχαροκάντυο ζυμωτή]

Χαρτί χαρτί και καλαμάρι

[δες και με το παλικάρι]

 

Όπως διαπιστώνουμε, την αποκαλεί ψηλή σαν δεντρολιβανιά, την παρομοιάζει με Εκκλησιά με το Άγιο Θόλος (θόλος εκκλησίας), επειδή φορούσε ψηλό καπέλο με τούλι στην κορυφή, της λέει ότι δεν τον καταδέχεται, γιατί είναι αρχόντισσα κυρία, την αποκαλεί ζαχαροκάντυο ζυμωτή, δηλαδή γλυκιά σαν κάποιο παραδοσιακό γλύκισμα, και την παρακαλεί να του ρίξει μια ματιά (δες και με το παλικάρι!). Αυτό το βυζαντινό τραγουδάκι έμεινε ως τις μέρες μας ως παράδοση που διατηρήθηκε από στόμα σε στόμα, αλλά η ιστορία ξεχάστηκε στα βάθη των αιώνων. Έτσι λοιπόν μια ιστορία αγάπης έγινε τραγούδι και για αιώνες τα παιδιά το τραγουδάνε κάθε Πρωτοχρονιά παίρνοντας τον μποναμά τους.

 

Ρηγόπουλος Ρήγας, Κάλαντα στο Άργος.

Ρηγόπουλος Ρήγας, Κάλαντα στο Άργος.

 

Η τάση αυτή της ανάμειξης των λόγιων βυζαντινών στίχων με θρησκευτικό περιεχόμενο και των αυτοσχέδιων λαϊκών στιχουργημάτων απλών ανθρώπων επιβεβαιώνει τη σύνδεση των καλάντων με τους ιστορικούς προγόνους τους, τους αγερμούς, την ειρεσιώνη και τις καλένδες. Έχουμε δηλαδή μια σύνθεση των παλιών στιχουργημάτων με κοινωνικό περιεχόμενο και των εκκλησιαστικών ύμνων, που έχουν θρησκευτικό περιεχόμενο. Εξηγεί επίσης και τη γλώσσα, στην οποία είναι γραμμένα τα κάλαντα, αφού η έκφρασή τους ακολούθησε την εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας από την καθαρεύουσα, που δηλώνει την άμεση καταγωγή τους από τους Βυζαντινούς χρόνους, στην απλή δημοτική γλώσσα των δημοτικών τραγουδιών. Πρόκειται επομένως για τραγούδια φτιαγμένα από λόγιους ή ποιητές, αλλά και από τον ίδιο το λαό μας, τραγούδια φτιαγμένα από απλούς ανθρώπους, που πολλές φορές οι στίχοι τους συναγωνίζονται και τους πιο φροντισμένους στίχους ποιημάτων και φανερώνουν την ποιητική ψυχή του λαού μας.

Ο λόγος που το έθιμο αυτό επιβιώνει μέχρι σήμερα είναι γιατί πρώτα – πρώτα θεωρείται μια πράξη τελετουργική, η οποία σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη έχει ως αποτέλεσμα την ευημερία. Για τα παιδιά όμως που τα τραγουδούν κύριος σκοπός των τραγουδιών αυτών είναι το φιλοδώρημα είτε σε χρήματα είτε σε προϊόντα. Η ανταμοιβή για τις ευχές, το «φίλεμα», στο παρελθόν ήταν σε είδος: γλυκά, ξηροί καρποί, αυγά, στάρι, λάδι, κουλούρες ειδικά φτιαγμένες για την περίσταση. Αργότερα καθιερώθηκε να δίνονται χρήματα. Για να συγκινήσουν το νοικοκύρη και να δώσει μεγάλα φιλοδωρήματα, οι καλαντάρηδες λένε και πάρα πολλά παινέματα, χαρακτηρισμούς (αφέντη, πρωταφέντη, άρχοντα) τόσο για τον ίδιο όσο και για τα άλλα μέλη της οικογένειάς του και με στίχους εκπληκτικής ομορφιάς και γεμάτους από ωραίες εικόνες. Πολλές φορές, όταν δεν υπήρχε φιλοδώρημα ή ήταν ευτελές, τα παιδιά συνέχιζαν να λένε με πολύ δυνατή φωνή έξω από το σπίτι δίστιχα σκωπτικά, ειρωνικά και περιπαιχτικά,  που έχουν τη ρίζα τους στο έθιμο της αρχαίας “ειρεσιώνης,” όπως:

 Αφέντη μου στην κάπα σου χίλιες χιλιάδες ψείρες.

Άλλες γεννούν άλλες κλωσσούν κι’ άλλες αυγά μαζώνουν…

Εσέ Κυρά η ομορφιά, γρήγορα να σ’ αφήσει…

Την κόρη σου την όμορφη βάλτηνε στο ζεμπίλι

και κράτησέ την αψηλά να μη τη φαν’ οι ψύλλοι…

 

Κύριος σκοπός των καλαντιστών ωστόσο ήταν και είναι πάντοτε η παρέα, η συνεύρεση με την παρέα. Γι’ αυτό οι καλαντιστές δεν εισπράττουν ξεχωριστά τα φιλοδωρήματά τους, αλλά έχουν ταμείο κοινό και στο τέλος ακολουθεί η μοιρασιά. Αυτή η μοιρασιά, τα κοινά γλέντια, η κοινή διασκέδαση της παρέας είναι η μεγαλύτερη χαρά των καλαντιστών. Εξίσου σημαντική είναι και η επικοινωνία, όχι μονάχα με την παρέα, αλλά και με τα άλλα μέλη της κοινότητας, με τα οποία είναι γνώριμοι και δεμένοι οι καλαντιστές. Γι’ αυτό και παλαιότερα έλεγαν στο κάθε σπιτικό και άλλα λόγια, άλλα για τον παπά, άλλα για τον μορφωμένο, άλλα για το σπίτι που έχει ανύπαντρο κορίτσι ή ξενιτεμένο ή μικρό παιδί, κάτι  που προϋποθέτει το δέσιμο των μελών της κοινότητας μεταξύ τους. Τα κάλαντα χάνουν το νόημά τους, όταν χάνεται αυτή η προσωπική σχέση του καλαντιστή με το νοικοκύρη.

Έθιμο σχετικό με τα κάλαντα σε πολλές περιοχές της Ελλάδας είναι και οι μεταμφιέσεις. Σκοπός τους είναι ο εξευμενισμός κάποιων υπερφυσικών δυνάμεων, που πίστευαν κυρίως οι παλιοί ότι καθόριζαν τις μοίρες των ανθρώπων. Οι μεταμφιεσμένοι, που συνήθως παίρνουν τη μορφή άγριων ζώων ή αγροίκων πολεμιστών ή άλλων προσώπων, όπως γαμπρός, νύφη, αράπης, γιατρός, καπετάνιος, «αλής», «καλικάντζαρος» κ.α. περιφέρονται ανά ομάδες συνοδεύοντας τους νεαρούς καλαντιστές και τραγουδώντας μαζί τους. Οι πιο γνωστές ομάδες μεταμφιεσμένων με δέρματα ζώων είναι τα «ρογκάτσια» ή «ρογκατσάρια» (ρογκάτσια=προβιές) της Μακεδονίας και Θεσσαλίας, οι «Μπαμπαλιάρηδες» της Θράκης (μπάμπαλο=κουρέλι), οι «Μωμόγεροι» του Πόντου κ.α. Οι άνθρωποι από την αρχαιότητα, για να εξευμενίσουν αυτές τις ψυχές, ετοίμαζαν ως προσφορά «μελιτόεσσες», μικρές μελόπιτες, που πιθανότατα είναι οι πρόγονοι των «μελομακάρονων».

Χαρακτηριστικό στοιχείο μεταμφίεσης είναι και το ραβδί που χρησιμοποιούν σε πολλές περιοχές της Ελλάδας οι καλαντιστές, απόρροια κι αυτό της «ειρεσιώνης» ή και των ράβδων των ποιμένων της Βίβλου. Πέραν όμως απ’ το συμβολισμό τους τα ραβδιά αυτά χρησίμευαν στα παιδιά και ως αμυντικό όπλο για τα σκυλιά, που θα έβρισκαν στο δρόμο τους…

 

Βιβλιογραφία


 

  • Βαρβούνη Γ. Μ., «Μελετήματα Ελληνικής Λαογραφίας» , εκδ. Σπανίδης, 2007.
  • Βρετάκου Φίλιππου, «Οι δώδεκα μήνες του έτους και αι κυριώτεραι εορταί των», Αθήνα, 1980.
  • Θεοδοσίου Σ. – Δανέζη Μ., «Ο κύκλος του χρόνου, αστρονομία και μυστηριακές Λατρείες», εκδ. Δίαυλος.
  • Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ.
  • Liddell/Scott, Μέγα Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας,
  • Λουκάτου Δ., «Χριστουγεννιάτικα και των εορτών»
  • Μέγα Α. Γ., «Ελληνικές Γιορτές και Έθιμα της Λαϊκής Λατρείας», Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2004.
  • Μερακλή Μ., «Ελληνική Λαογραφία», εκδ. Οδυσσέας, 2004.
  • Παπαθανάση – Μουσιοπούλου Καλ., «Λαογραφικά Θράκης Α΄», 1979.
  • Περιοδικό «Τερπνή», Τα Κάλαντα στην Αρχαία Ελλάδα,  μελέτη , φ. 42 – 44 (2001 – 02).
  • Πολίτη Ν., «Παραδόσεις Α&Β», Αθήνα 1994.

 

Αλέξης Τότσικας

Φιλόλογος – Συγγραφέας

Σχετικά θέματα:

 

Read Full Post »

Ο αριθμός 7


 

  «Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, αποδεχόμενη τις εκατοντάδες προτάσεις των επισκεπτών της και επιθυμώντας να συμβάλλει στην επίκαιρη ενημέρωση τους, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το « Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Δημοσιεύουμε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα», κείμενο του Φιλόλογου- Συγγραφέα, Αλέξη Τότσικα, με θέμα:

«Ο αριθμός 7»

 

Η επιστήμη των αριθμών αποτελεί το θεμέλιο κάθε γνώσης σε όλους τους πολιτισμούς. Από την αρχαιότητα δεν υπάρχει λαός  με φιλοσοφία ή παράδοση, που να μην δίνει μεγάλη σημασία στους αριθμούς. Χαλδαίοι, Βαβυλώνιοι, Κινέζοι, Αιγύπτιοι, Εβραίοι, Έλληνες, Ρωμαίοι, Ίνκας και άλλοι λαοί χρησιμοποίησαν τους αριθμούς για να εκφράσουν τις κοσμογονικές τους αντιλήψεις. Μερικοί αριθμοί ωστόσο, όπως το 3, το 4, το 7 και το 9, προσέλκυσαν την ιδιαίτερη προσοχή των ανθρώπων. Τα φαινόμενα που παρατηρήθηκαν στη φύση, οι συμπτώσεις, οι συνδυασμοί, τα διάφορα περιστατικά, που συνδέθηκαν με τους αριθμούς αυτούς, έδωσαν αφορμή να αναπτυχθεί ένα είδος μυστηριακής λατρείας γύρω τους.

Ο αριθμός 7

Ο αριθμός 7

Οι δοξασίες γύρω από τον αριθμό 7 κυριάρχησαν στους περισσότερους λαούς της αρχαιότητας και ο απόηχός τους φτάνει ως τις μέρες μας ερεθίζοντας το νου και του σημερινού ανθρώπου. Ο αριθμός 7 θεωρείται ιερός και συμβολικός και κλείνει μέσα του μια δύναμη μυστηριακή. Αν προσπαθήσουμε να αναφέρουμε όλα τα πράγματα που περιλαμβάνονται σ’ αυτό το μυστηριώδη αριθμό, θα χρειαστούμε ολόκληρο βιβλίο. Ας δούμε όμως μερικές εφαρμογές του αριθμού 7:

Κατά τους Πυθαγόρειους ο αριθμός 7 είναι «αμήτωρ», αφού δεν είναι γινόμενο παραγόντων. Είναι ακόμη το σύμβολο της τελειότητας, γιατί είναι άθροισμα του 3 και του 4, που εκφράζουν τα δύο τέλεια γεωμετρικά σχήματα, το ισόπλευρο τρίγωνο και το τετράγωνο. Οι Αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν το 7 ως μυστηριώδη αριθμό και για τις γεωμετρικές του ιδιότητες, επειδή 7 σημεία δεν μπορούν να δημιουργήσουν συμμετρία σε ένα κύκλο!

Οι Πυθαγόρειοι θεωρούσαν ακόμα τον αριθμό 7 ως εικόνα και πρότυπο της τάξης και της αρμονίας στη φύση. Ήταν ο αριθμός που περιλάμβανε δύο φορές τον ιερό αριθμό τρία (σύμβολο της θείας τριάδας σε όλους τους λαούς, χριστιανικούς και παγανιστικούς), στην οποία προστίθεται το ένα ή η θεία μονάδα (3Χ2+1=7).

Για τους Ανατολικούς λαούς οι 7 πλανητικές σφαίρες αντιπροσωπεύονται από τους 7 κρίκους, που φορούν οι γυναίκες στα 7 μέρη του σώματος, που διακοσμούνται (κεφάλι, λαιμό, χέρια, πόδια, αυτιά, μύτη και μέση). Η κινέζικη φιλοσοφία 7 σημεία θεωρεί ως θεμελιώδη (αέρας, νερό, μέταλλο, αιθέρας, φωτιά, ξύλο και γη).

Οι αρχαίοι ανατολικοί λαοί πίστευαν ότι 7 ήταν οι μεγάλες θεότητες και 7 τα μεγάλα αστέρια. Οι Χαλδαίοι, Ασσύριοι, Βαβυλώνιοι, Φοίνικες, Ινδοί και Πέρσες μέτρησαν τους 7 πλανήτες, τα 7 άστρα της μεγάλης Άρκτου και τα 7 της μικρής Άρκτου. Οι Μουσουλμάνοι δικαιούνται να έχουν 7 γυναίκες σύμφωνα με το Κοράνι. Κάθε φάση της Σελήνης διαρκεί 7 ημέρες.

Για τους Εβραίους 7 μέρες κρατούσαν οι γιορτές της σκηνοπηγίας , 7 χρόνια διαρκούσε το Σαββατικό έτος και 7 τέτοια έτη αποτελούσαν το Ιωβηλαίο. Επτά ιερείς με 7 σάλπιγγες γύριζαν γύρω από την Ιεριχώ για 7 μέρες και την 7η ημέρα έκαναν 7 φορές το γύρω των τειχών της. Επτάφωτη ήταν η ιερή λυχνία, την έβδομη μέρα από την γέννηση γινόταν η περιτομή των αγοριών, επτά φορές συγχωρούνταν τα αμαρτήματα, στο επταπλάσιο ο κλέφτης αποζημίωνε τον παθόντα.

Η αρχαία Ελλάδα είχε 7 σοφούς (Θαλής, Βίας, Κλεόβουλος, Περίανδρος, Πιττακός, Σόλων και Χίλων) και η εκπαίδευση των αγοριών στην αρχαία Σπάρτη άρχιζε στα επτά τους χρόνια. Οι ελεύθερες τέχνες στην αρχαιότητα ήταν 7  (γραμματική, ρητορική, διαλεκτική, αριθμητική, γεωμετρία, μουσική, αστρονομία) και  7  τα θαύματα του αρχαίου κόσμου (Κολοσσός Ρόδου, πυραμίδα Χέοπος, Μαυσωλείο  Αλικαρνασσού, Φάρος Αλεξάνδρειας, κρεμαστοί κήποι Βαβυλώνας, Άγαλμα του Δία στην Ολυμπία και Ναός της Αρτέμιδας στην Έφεσο). 7 στρατηγοί εκστρατεύσανε κατά της Θήβας στους «Επτά επί Θήβαις» του Αισχύλου (Άδραστος –Πολυνείκης – Τυδέας – Αμφίαραος – Καπανέας – Ιππομέδοντας – Παρθενοπαίος) και 7 ήρωες (Ετεοκλής – Πολυφόντας – Μελάνιππος – Μεγαρέας – Ύπερος – Λασθένης – Άκτορας) υπερασπίστηκαν τις 7 πύλες της Θήβας.

7 πόλεις διεκδικούσαν την καταγωγή του Ομήρου (Χίος, Σμύρνη, Κύμη, Κολοφών, Πύλος, Άργος, Αθήνα) και με 7διπλο βοδινό δέρμα ήταν φτιαγμένη η ασπίδα του Αίαντα στην Ιλιάδα. Οι Αρχαίοι Έλληνες χώριζαν τους ωκεανούς του κόσμου σε 7 θάλασσες (Αιγαίο,  Μεσόγειο, Αδριατική, Μαύρη, Ερυθρά,  Κασπία, Περσικό Κόλπο).

Στον 7ο μήνα της κύησης πρέπει να γεννηθεί το έμβρυο για να επιζήσει, στον 7ο μήνα ζωής βγάζει δόντια και στο 7ο έτος τα ανανεώνει. Σε επτάδες χώριζαν την ηλικία του ανθρώπου (ως 7 βρεφική, ως 14 παιδική, 21 εφηβική, 28 νεανική, 35 ωριμότητα, 42 ακμή κ.λ.π.), 7 είναι τα ανοίγματα της κεφαλής (2 μάτια, 2 αυτιά, 2 ρουθούνια, 1 στόμα), 7 τα σπλάχνα (στομάχι, καρδιά, σπλήνα, συκώτι, πνευμόνι και 2 νεφροί), 7 και οι αποκρίσεις του ανθρώπινου οργανισμού (δάκρυ, μύξα, σάλιο, σπέρμα, ούρα, κόπρανα και ιδρώτας).

Ο Όμηρος θέλει 7 τις αγέλες των βοδιών του Απόλλωνα, 7 χορδές έχει η λύρα του, επτάπηχο ανδριάντα του δώρισαν οι Αιγύπτιοι. Ο Οδυσσέας έμεινε 7 χρόνια στο νησί της Καλυψώς και στο μύθο του Θησέα 7 παλικάρια και 7 κόρες έστελναν για τροφή στο Μινώταυρο.

Ξεχωριστή θέση έχει ο αριθμός 7 και στην Παλαιά διαθήκη: Οι μέρες της Δημιουργίας ήταν 7, την 7η ημέρα έπλασε ο θεός τον άνθρωπο και η 7η ημέρα της Δημιουργίας είναι ημέρα ανάπαυσης και αργίας και συμβολίζει την ολοκλήρωση και την τελειότητα!. Το Πάσχα διαρκούσε 7 ημέρες. Ο Νώε έβαλε στην κιβωτό 7 ζεύγη ζώων και πτηνών, Ο Κατακλυσμός άρχισε 7 μέρες μετά την είσοδο του Νώε στην κιβωτό, την 7η μέρα μετά τον Κατακλυσμό έστειλε ο Νώε το περιστέρι έξω και 7 ημέρες και 7 νύκτες ταξίδεψε το περιστέρι μέχρι να επιστρέψει στην Κιβωτό.  Ο Φαραώ ονειρεύτηκε 7 παχιές και 7 αδύνατες αγελάδες, καθώς και 7 καρποφόρα και 7 άκαρπα στάχια. Η λυχνία του Μωυσή ήταν επτάφωτη.  Ο βασιλιάς Δαβίδ 7 φορές την ημέρα υμνούσε το Θεό και 7 πλεξίδες είχαν τα μαλλιά του Σαμψών, που του έδιναν τη δύναμή. Ο αριθμός 7 χρησιμοποιείται στην Παλαιά Διαθήκη 70 φορές!

Η Ρώμη χτίστηκε πάνω σε επτά λόφους, όπως και η Κωνσταντινούπολη, που είχε και επτά ονόματα (Βυζάντιο, Νέα Ρώμη, Αντωνία, Θησαυρός του Ισλάμ, Διαχωριστής του Κόσμου, Ινσταμπούλ, και Κωνσταντινούπολη.), πολιορκήθηκε από τους Μωαμεθανούς 7 φορές και αλώθηκε μετά από 7 εβδομάδες από τον έβδομο Σουλτάνο των Οσμανιδών.

Στην ορθόδοξη εκκλησία 7 είναι τα ιερά μυστήρια (Γάμος, Βάπτιση, Χρίσμα, Ευχέλαιο, Μετάληψη, Εξομολόγηση, Ιεροσύνη),  7 είναι τα θαύματα του Χριστού κατά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη,  7 οι κύριες αρετές (ταπεινότητα, ευσπλαχνία, αγνότητα, φιλαλληλία, επιείκεια, καλοσύνη, εργατικότητα),  7  τα θανάσιμα αμαρτήματα ((φιλαργυρία, πορνεία, γαστριμαργία, φθόνος, οργή, ακηδία) και 7 οι ευχές που περιέχει το «Πάτερ ημών», 3 για το Θεό (αγιασθήτω το όνομά σου, ελθέτω η βασιλεία σου, γεννηθήτω το θέλημά σου) και 4 για τις ανάγκες του ανθρώπου (τον άρτον ημών δος, άφες τα οφειλήματα, μη εισενέγκεις εις πειρασμόν, ρύσαι από του πονηρού).

Τα χρώματα του φάσματος και του ουράνιου τόξου είναι7 (κόκκινο, πορτοκαλί, κίτρινο, πράσινο, γαλάζιο, βαθυγάλαζο, βιολετί). Υπάρχουν μάλιστα βάσιμες υποψίες ότι ο Νεύτων, που μίλησε πρώτη φορά για τα χρώματα, διέκρινε έξι χρώματα και πρόσθεσε το χρώμα indigo – βαθυγάλαζο, λουλακί – για να συμπληρωθεί ο «μαγικός» αριθμός επτά.

Οι  νότες του πενταγράμμου 7, οι φθόγγοι της μουσικής 7 (do, re, mi, fa, sol, la, si ), 7  και της βυζαντινής μουσικής (πα, βου, γα, δι, και, ζω, νι), 7 οι καλές τέχνες (ζωγραφική, γλυπτική, αρχιτεκτονική, ποίηση, χορός, μουσική και κινηματογράφος),  7 τα μέταλλα των αλχημιστών ( χρυσός,  άργυρος,  υδράργυρος,  χαλκός, σίδηρος, κασσίτερος, μόλυβδος),  7 τα άστρα στον αστερισμό Πλειάδες, (Αλκυόνη, Μερόπη, Ηλέκτρα, Ταϋγέτη, Κελαινώ, Μαία, Αστερόπη),  7 οι ουρανοί του κόσμου και  7 τα κακά της μοίρας μας!.

Στη δημώδη γλώσσα υπάρχουν πολλές λέξεις με πρώτο συνθετικό το εφτά: εφτάδιπλος, εφτάζυμο, εφταήμερο, εφτάπηχος, εφτάψυχος, εφταμηνίτικος, εφτάστερος, εφτασφράγιστος, εφτάφωτος, επτάλοφος, επταπύργιο, Επτάνησα, Επταχώρι, επταδάκτυλος, επτάχορδος, εφτασύλλαβος και «7 τραγούδια θα σου πω / για να διαλέξεις το σκοπό / που θα μου πεις και θα σου πω / το σ’ αγαπώ» έλεγε το γνωστό τραγούδι του Χατζηδάκι, Τα Επτάνησα του Ιονίου πελάγους είναι 7 ( Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Ζάκυνθος, Ιθάκη, Λευκάδα, Κύθηρα και Παξοί),  7 οι νάνοι στη Χιονάτη, 7 χρόνια κράτησε η δικτατορία του 67,  7 τα φωνήεντα της αλφαβήτου, 7up το γνωστό αναψυκτικό και τη θύρα 7 έχουν οι φανατικοί φίλοι του Ολυμπιακού!

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ο αριθμός αυτός κρύβει κάτι το ξεχωριστό και μυστηριώδες, αφού από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα σημαδεύει με το δικό του ξεχωριστό τρόπο την ζωή μας.

 Αλέξης Τότσικας

Φιλόλογος – Συγγραφέας

Read Full Post »

Ο εορτασμός του Πάσχα στην Άρεια Ναυπλίου


 

 

Το Πάσχα η μεγαλύτερη γιορτή της Χριστιανοσύνης, γιορταζόταν στην Άρεια με ιδιαίτερη λαμπρότητα. Οι προετοιμασίες για τη Λαμπρή άρχιζαν πολύ ενωρίς. Η πρώτη μέριμνα ήταν το πασχαλινό αρνί. Το λαμπριάτικο μανάρι, όπως τόλεγαν, έπρεπε να ήταν αρνί, όχι κατσίκι και, φυσικά, δεν το αγόραζαν από το χασάπη τις παραμονές της γιορτής, αλλά το μανάρευε κάθε οικογένεια. Από τρόφιμα δεν αγόραζαν τίποτε. Ζυμαρικά, όσπρια, φρούτα, λαχανικά, ζαρζαβα-τικά, γάλα, τυρί κ.λ.π., ήταν όλα από τη δική τους παραγωγή. Το ίδιο και τα κρεατικά. Κάθε οικογένεια είχε απ’ όλα τα οικόσιτα. Κότες πολλές και αυγά πολλά για τις ανάγκες της οικογέ-νειας, αλλά και για να πωλούν σε Ναυπλιείς που προτιμούσαν τα φρέσκα για τα μικρά παιδιά τους.

Αφθονούσαν λοιπόν τα κοτόπουλα και οι γαλοπούλες ελεύθερης βοσκής. Θρεμμένα όλα με αγνές τροφές για την οικογένεια και για το εμπόριο. Η κατσίκα και η προβατίνα, ήταν απαραί-τητα οικόσιτα. Από την προβατίνα που γεννούσε δύο και τρία αρνιά πρώιμα, πριν από τα Χριστούγεννα, το καλύτερο, το ξεχώριζαν και το προόριζαν για το Πάσχα. Το «Λαμπριάτη», τον περιποιούνταν ιδιαίτερα για να μεγαλώσει, όσο το δυνατόν πιο πολύ, ως το Πάσχα.

Δεύτερη μεγάλη φροντίδα ήταν η καθαριότητα του σπιτιού. Τη βουβή βδομάδα, (πριν από τη Μεγάλη Εβδομάδα), όλες οι γυναίκες βρίσκονταν σε συναγερμό. Έβγαζαν τα πράγματα έξω και άσπριζαν με ασβέστη όλο το εσωτερικό του σπιτιού. Μόνο τη μεγάλη σάλα την έβαφαν κατά το πλείστον με χρώμα φυστικί. Για το άσπρισμα των εσωτερικών χώρων χρησιμο-ποιούσαν βούρτσα. Για τις αυλές και τις μάνδρες χρησιμοποιούσαν και ψεκαστήρα. Μετά τακτοποιούσαν τα πράγματα του σπιτιού και όλα άστραφταν από καθαριότητα και νοικοκυροσύνη. Μοσχοβολούσε ο τόπος από το φρέσκο ασβέστωμα που έδινε συγχρόνως μια ευχάριστη και εντυπωσιακή εικόνα.

Η καθαριότητα των ρούχων και των κλινοσκεπασμάτων ήταν μια άλλη προετοιμασία. Τα ασπρόρουχα ήθελαν ειδικό τρόπο. Άναβαν φωτιά με ξύλα για να βράσει το νερό στο μεγάλο καζάνι. Τα ζεμάτιζαν και τα έβαζαν στο μπουγαδοκόφινο, (μεγάλο καλάθι), αφού προηγου-μένως είχαν ντύσει τα τοιχώματα του μ’ ένα άσπρο σεντόνι. Όταν γέμιζε το καλάθι με ρούχα, τοποθετούσαν πάνω απ’ αυτό ένα άλλο πανέρι ντυμένο, και μέσα σ’ αυτό έβαζαν αρκετή στάχτη. Σ’ αυτή έριχναν πολλές φορές καυτό νερό, με τις κολοκυθόκουπες που φιλτραριζόταν και βρέχονταν τα ρούχα. Μετά τα έπλεναν στη σκάφη με σπιτίσιο σαπούνι. Τα ξέβγαζαν με άφθονο κρύο νερό μέσα στο οποίο διέλυαν λουλάκι (γαλάζια χρωστική σκόνη που παραγόταν από την Ινδικοφόρο ή Βαφική) και τα ρούχα γίνονταν ολόλευκα. Αυτό έδινε μεγάλη ικανοποίηση στις νοικοκυρές.

Νέοι από την Άρεια διασκεδάζουν με τη χρήση γραμμοφώνου, στο αλώνι της Αγίας Μονής, 1944.

Νέοι από την Άρεια διασκεδάζουν με τη χρήση γραμμοφώνου, στο αλώνι της Αγίας Μονής, 1944.

Μια από τις τρεις πρώτες μέρες της Μεγάλης εβδομάδας έκαναν το ζύμωμα και τα κουλούρια. Τα «καλά», τα κουλούρια της αμμωνίας, όπως και σήμερα και τα προζυμένια ή «κοιμιστά». Απ’ τα τελευταία έφτιαχναν πολλά. Τα τοποθετούσαν ένα – ένα με σειρά επάνω στα κρεβάτια. Τα σκέπαζαν και περίμεναν πότε θα γίνουν για να τα φουρνίσουν. Αργούσαν να γίνουν επειδή ήταν ζυμωμένα με αλεύρι, προζύμι, νερό, γάλα, κανέλλα, ζάχαρη και βούτυρο. Τα έλεγαν «κοιμιστά», επειδή έμεναν πολλές ώρες σκεπασμένα στο κρεβάτι, σαν να «κοιμόντουσαν». Όλα αυτά τα έψηναν στο φούρνο που είχε κάθε σπίτι. Τα ξύλα τα προμηθεύονταν από το βουνό, όπου φύονται άφθονα πουρνάρια. Τα έκοβαν με το ειδικό εργαλείο, το κλαροξίνι. Έφτιαχναν έξι δεμάτια, τα φόρτωναν στη γαϊδουρίτσα και τα κατέβαζαν στο σπίτι. Άλλοι έδεναν τα δεμάτια όλα μαζί με την μεγάλη τριχιά και η «ζαλιά» μ’ ένα σπρώξιμο έπαιρνε τον κατήφορο.

Τις μέρες αυτές μοσχοβολούσε όλη η ατμόσφαιρα του χωριού από τα ψησίματα. Τη Μεγάλη Πέμπτη έβαφαν τα κόκκινα αυγά, ενώ τη Μεγάλη Παρασκευή οι νέες κοπέλες στόλιζαν, από το πρωί, τον Επιτάφιο με άνθη νεραντζιάς και άλλα λουλούδια. Συγχρόνως έψελναν τους λυπητερούς ύμνους στον Εσταυρωμένο Χριστό. «Σήμερα μαύρος ουρανός σήμερα μαύρη μέρα…» κ.λ.π. Το βράδυ παρακολουθούσαν όλοι την ακολουθία και την περιφορά του επιταφίου, ψέλνοντας τα εγκώμια.

Τα μικρά παιδιά, παρ’ ότι ζήλευαν, δεν τολμούσαν να ζητήσουν κουλούρια. Πάνω απ’ όλα σεβασμός στην παράδοση. Κάποτε, κάποτε, όμως, έκαναν στα κρυφά και τις «παρανομίες» τους. Έτσι η αγωνία πότε θάρθει η Λαμπρή κορυφωνόταν και όλοι μικροί και μεγάλοι ένιωθαν, ουσιαστικά, τις Άγιες αυτές ημέρες. Το Μεγάλο Σάββατο έπρεπε κάθε σπίτι να σφάξει το Πασχαλινό αρνί που μανάρευε πάνω από τέσσερις μήνες και θα ήταν το λιγότερο είκοσι οκάδες. Την στιγμή που τόσφαζαν έριχναν και βαρελότα ή καμιά ντουφέκια.

Το δέρμα του αρνιού την επόμενη μέρα το πρωί όλοι το πήγαιναν και το χάριζαν στην εκκλησία. Η συγκέντρωση γινόταν στο προαύλιο του ναού από το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο. Τα ζύγιζαν και τα πωλούσαν την ίδια μέρα σε δερματέμπορους. Το ωραίο αυτό έθιμο ήταν ένα σημαντικό έσοδο για τις ανάγκες της εκκλησίας. Η νηστεία όλο το πενηντάημερο, όπως τόλεγαν, από την Καθαρά Δευτέρα μέχρι τη νύχτα της Αναστάσεως ήταν υποχρεωτική για μικρούς και μεγάλους. Κρέας, ψάρια, αυγά και τυροκομικά δεν είχαν θέση στο τραπέζι. Έτσι η Λαμπρή για τα μικρά παιδιά ήταν ημέρα εναγώνιας προσμονής για τα καινούργια ρούχα, τα άσπρα παπούτσια, αλλά και για την παύση της νηστείας.

Τη νύχτα της Αναστάσεως παρακολουθούσαν όλοι τη Θεία Λειτουργία. Δεν έφευγε κανένας. Συνήθως μετά τον ασπασμό της εικόνας της Αναστάσεως αποχωρούσε η μητέρα που πήγαινε στο σπίτι για να αποτελειώσει την πατροπαράδοτη σούπα ή μαγειρίτσα. Τα μικρά παιδιά, που συνήθιζαν να κοινωνούν τη Μεγάλη Πέμπτη, είχαν στην τσέπη τους ένα κόκκινο αυγό και ένα κουλούρι και μόλις ο παπάς έλεγε το «Χριστός Ανέστη», έβγαιναν έξω, τσούγκριζαν, έτρωγαν και έδιναν τέλος στην ανυπομονησία τους, λόγω της πολυήμερης νηστείας. Μετά το τέλος της Αναστάσιμης Λειτουργίας, γύρω στις δύο τα μεσάνυχτα, όλοι χαρούμενοι γύριζαν στο σπίτι κρατώντας τη λαμπάδα με το Άγιο Φως.

Ο πατέρας με την αναμμένη λαμπάδα έκανε το σημείο του σταυρού στο πάνω μέρος της εξώπορτας και ύστερα την έδινε στη γυναίκα του λέγοντας της: «Χριστός Ανέστη». Εκείνη απαντούσε: «Αληθώς Ανέστη». Και με το φως της λαμπάδας άναβε το καντήλι. Πολλές είχαν την ωραία συνήθεια να διατηρούν το φως αυτά ακοίμητο (χωρίς να σβήσει) μέχρι και την παραμονή της Αναλήψεως, που παύει να λέγεται το Χριστός Ανέστη. Ύστερα όλη η οικογένεια καθόταν στο τραπέζι. Ο πατέρας έπαιρνε στα χέρια του τη μεγάλη Πασχαλινή Κουλούρα με το κόκκινο αυγό στη μέση. Τη σταύρωνε με το μαχαίρι και την έκοβε σε τέσσερα μεγάλα κομμάτια, ενώ η οικοδέσποινα την τεμάχιζε σε μικρότερα. Τσούγκριζαν μεταξύ τους τα κόκκινα αυγά, λέγοντας πάλι το «Χριστός Ανέστη» και άρχιζαν να τρώνε με όρεξη την πεντανόστιμη μαγειρίτσα, μετά από τόση μεγάλη νηστεία.

Την Κυριακή, πρώτη μέρα της Αναστάσεως και μετά το μεσημεριανό φαγητό γύρω στις 4μ.μ. ο παπάς χτυπούσε χαρμόσυνα την καμπάνα και καλούσε τους πιστούς να παρακολουθήσουν τον «Εσπερινό της Αγάπης». Όλοι καλοντυμένοι με τις καλύτερες φορεσιές και με τη λαμπάδα έτρεχαν στην εκκλησιά. Τις ωραιότερες φορεσιές τις είχαν τα κορίτσια και τα αγόρια εκείνα, που είχαν σειρά για να παντρευτούν. Οι μητέρες έδιναν πολύ μεγάλη σημασία στο ντύσιμο των κοριτσιών που έπρεπε να παντρευτούν. Τους έραβαν ωραία φορέματα και τα στόλιζαν με κοσμήματα της εποχής, δηλαδή, σκουλαρίκια, δακτυλίδια, και άλλα για να διακρίνονται.

Η μεγάλη ημέρα της Χριστιανοσύνης είχε την θρησκευτική, αλλά και την κοινωνική της πλευρά. Από την ημέρα αυτή της ωραίας εμφάνισης των νέων ξεκινούσαν τα περισσότερα προξενιά. Δεν έλειπαν, βέβαια, και τα αισθήματα. Επικρατούσε όμως ο ρομαντισμός, η σοβαρότητα, ο αμοιβαίος σεβασμός και η γνήσια αγάπη που απέβλεπε στο μυστήριο του γάμου. Όταν τέλειωνε η χαρμόσυνη ακολουθία, έτσι όπως ήσαν λαμπροφορεμένοι και χαρούμενοι από το φως της Αναστάσεως, έδιναν μεταξύ τους τον ασπασμό της αγάπης. Οποιαδήποτε έχθρα μικρή ή μεγάλη την ημέρα αυτή λησμονιόταν. Δεν υπήρχαν εχθροί, παρά μόνο φίλοι, αδελφοί και συγγενείς. Το «συγχωρήσωμεν πάντα τη Αναστάσει», που ψαλλόταν με έμφαση και τόνο πανηγυρικό, γαλήνευε τις καρδιές όλων και τις έκαμε απαλές, συγχωρητικές.

Έτσι, καθώς έβγαιναν αδελφωμένοι μέσα από τη λαμπροφόρα Εκκλησιά, έστηναν χορό στην πλατεία του χωριού, «τα πέντε αλώνια» μέχρι που νύχτωνε. Χορό μεγάλο, από δύο και τρεις κύκλους, ώστε να χωρούν όλοι και να αισθάνονται όλοι πραγματικά αδελφωμένοι και συγχωρεμένοι. Οι καλοφωνάρηδες και οι καλοφωνάρισσες άρχιζαν πρώτοι το τραγούδι και ύστερα όλοι μ’ ένα στόμα και με μια φωνή επαναλάμβαναν τα λόγια τους. Τα τραγούδια ήταν τα δημοτικά και το περιεχόμενο τους ανάλογο με τη μεγάλη Θρησκευτική γιορτή και τη γιορτή της ανοίξεως. Φυσικά, από τον πλούσιο κατάλογο των δημοτικών τραγουδιών, δεν έλειπαν και τα ντόπια, αυτά που έφτιαχναν οι πιο επιτήδειοι και τα τραγουδούσαν πολλές φορές και με μεγαλύτερη ευθυμία.

 

Βλάσης Π. Βαμβακάς

«Άρεια – Το μπαλκόνι τ’ Άναπλιού», Ναύπλιο, 2006.

Σχετικά θέματα:

Read Full Post »

Οικολογικά έθιμα


 

  «Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, αποδεχόμενη τις εκατοντάδες προτάσεις των επισκεπτών της και επιθυμώντας να συμβάλλει στην επίκαιρη ενημέρωση τους, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το « Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Δημοσιεύουμε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα», ένα επίκαιρο άρθρο από το βιβλίο – που μόλις κυκλοφόρησε από την Αργολική Βιβλιοθήκη – του Φιλόλογου, Αλέξη Τότσικα, με θέμα:

«Οικολογικά έθιμα»

 

Αναρωτηθήκαμε ποτέ γιατί το έθιμο επιβάλλει να τρώμε χοιρινό ή γαλοπούλα τα Χριστούγεννα και αρνί, ολόκληρο μάλιστα, το Πάσχα; Ας δούμε πώς σχετίζονται τα έθιμα αυ-τά της θρησκείας μας με τα οικολογικά δεδομένα της χώρας μας.

Στη χώρα μας μέχρι το υψόμετρο των πεντακοσίων περίπου μέτρων, όπου φτάνει και η καλλιέργεια της ελιάς, επικρατεί το μεσογειακό κλίμα. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι συχνά το μεσογειακό κλίμα αναφέρεται και ως «το κλίμα της ελιάς». Σ’ αυτό το κλίμα η περίοδος της αφθονίας για τη φύση αρχίζει με τα πρωτοβρόχια του Οκτωβρίου, οπότε,  αρχίζουν να φυ-τρώνουν τα ποώδη φυτά και η φύση ξαναζωντανεύει μετά την ξηρασία του καλοκαιριού. Στις περιοχές του μεσογειακού κλίματος από τον Νοέμβριο μέχρι και τον Απρίλιο υπάρχει αφθονία «βοσκήσιμης ύλης». Από τον Μάιο μέχρι και τον Οκτώβριο συμβαίνει το αντίστροφο, αφού οι βροχές είναι ελάχιστες και α­ποξηραίνονται οι βοσκότοποι των χαμηλών υψομέτρων.

Ψήσιμο αρνιών το Πάσχα του 1935 στην Αμφίκλεια Φθιώτιδας. Η φωτογραφία είναι από το αρχείο του Γεωργίου Ποδάρα και δημοσιεύεται στον ιστότοπο:  http://dadi-amfikleia.blogspot.gr.

Ψήσιμο αρνιών το Πάσχα του 1935 στην Αμφίκλεια Φθιώτιδας. Η φωτογραφία είναι από το αρχείο του Γεωργίου Ποδάρα και δημοσιεύεται στον ιστότοπο: http://dadi-amfikleia.blogspot.gr.

Η παραδοσιακή γεωργία και κτηνοτροφία ακολουθού­ν πιστά αυτούς τους κύκλους. Μέσα από αιώνες εμπειρίας κατάφεραν να ενταχθούν πλήρως σε ό,τι το περιβάλλον προσέφερε με στόχο τη διατήρηση των φυσικών πόρων, χωρίς υποβάθμιση και εξάντλησή τους. Ο χριστιανισμός παράλληλα ήρθε να υποστηρίξει την παράδοση και προσάρμοσε τα δυο εξάμηνα με τις γιορτές των «δυο καβαλάρηδων», του Αγίου Γεωργίου στις 23 Απριλίου και του Αγίου Δημητρίου στις 26 Οκτωβρίου. Τα χριστιανικά έθιμα και οι νηστείες έχουν άμεση σχέση με τα δεδομένα της φύσης και τις ανάγκες των ανθρώπων.

Οι παλαιότεροι γνωρίζουν ότι τα χοιρινά μεγαλώνουν το καλοκαίρι και τρέφονταν με αποφάγια, που δεν μπορούσαν να διατηρηθούν εκτός ψυγείου πριν τη διάδοση του ηλεκτρικού ρεύματος, και με υπολείμματα φρούτων – τομάτες, φλούδες καρπουζιών κ.α. – που αφθονούσαν στους ελληνικούς κάμπους τη θερινή περίοδο. Οι γαλοπούλες πάλι έβοσκαν ελεύθερες στις καλαμιές από τον Ιούνιο, το θεριστή, και όλο το καλοκαίρι. Μετά το Νοέμβριο, που πιάνει για τα καλά ο χειμώνας, τα χοιρινά πρέπει να μείνουν στο κουμάσι και οι γαλοπούλες στο κοτέτσι τους και να τρέφονται με ζωοτροφές, που δεν υπήρχαν παλαιότερα. Οι λίγοι σπόροι, σιτάρι και καλαμπόκι, διαλογής ή καθαροί, που είχε διαθέσιμους κάθε σπίτι μόλις έφταναν για ένα – δυο μήνες, από το τέλος Οκτωβρίου δηλαδή ως τα Χριστούγεννα.

Να λοιπόν γιατί, όσα χοιρινά ή γαλοπούλες δεν είναι απαραίτητα για την αναπαραγωγή και δεν μπορούσαν να τα θρέψουν, έπρεπε να τα σφάξουν και να τα καταναλώσουν την περίοδο των Χριστουγέννων και της πρωτοχρονιάς. Τις γαλοπούλες, που ήταν μικρού σχετικά βάρους τις κατανάλωναν ολόκληρες. Τα χοιρινά, που έβγαζαν δεκάδες κιλών κρέας, τα κρατούσαν για όλο το χειμώνα κάνοντας πολλά κομμάτια παστά με πολύ αλάτι και πηχτή με μπόλικο σκόρδο και ξύδι, για να διατηρηθούν εκτός ψυγείου. Η θρησκεία υποβοηθά την επιβίωση των ανθρώπων κάνοντας την ανάγκη έθιμο καθαγιασμένο από το χριστιανισμό.

Τα γιδοπρόβατα, αντίθετα, γεννούν συνήθως από τον Οκτώβρη ως τον Ιανουάριο και αυτός είναι ο λόγος, που το μήνα αυτό τον αναφέρουμε και ως «Γεννάρη». Από τον Οκτώβρη ως το Μάη οι ελληνικοί κάμποι είναι καταπράσινοι και τα γιδοπρόβατα βρίσκουν άφθονη τροφή στη φύση. Παράλληλα το Φεβρουάριο τα νεογέννητα αρνιά και κατσίκια έχουν γίνει 2-3 μηνών και προσφέρονται για κατανάλωση του κρέατός τους.  Οι κτηνοτρόφοι, επειδή αυτήν την εποχή σε πολλές περιοχές υπάρχουν χιόνια, δεν μπορούν να βγάλουν τα κοπάδια για βοσκή και χρειάζονται κτηνοτροφές. Έτσι, αναγκάζονται να σφάξουν ζώα, για να μειώσουν τον αριθμό τους.

Με την αναγκαστική μείωση του αριθμού των γιδοπροβάτων υπάρχει προσφορά κρέατος, το οποίο πρέπει να καταναλωθεί και η παράδοση μας συντονίζεται μ’ αυτό. Του Αγίου Βλασίου (11 Φεβρουαρίου), που θεωρείται προστάτης του κοπαδιού κατά του  λύκου, του τσακαλιού και των άλλων σαρκοφά­γων ζώων, ετοίμαζαν σε πολλά χωριά φαγητά από κρέας προβάτων και κατσικιών, που τα έσφαζαν στο προαύλιο της εκκλησίας. Την ίδια περίπου εποχή αρχίζει και το Τριώδιο, το οποίο συν­δέεται με φαγοπότι και διαρκεί τρεις εβδομάδες.

Την πρώτη εβδομάδα κάθε σπίτι σύμφωνα με την παράδοση έπρεπε να «ματώσει», έπρεπε δηλαδή να σφάξει και να φάει κρέας οπωσδήποτε. Σε κάποια χωριά γυρνούσε και ο τελάλης, που φώναξε «όποιος δεν έχει θρεφτάρι ν’ αγοράσει», ενώ σε άλλες περιοχές η σύσταση ήταν πιο ριζοσπαστική, αφού ο τελάλης πρόσθετε «αν δεν έχεις ν’ αγοράσεις, κλέψε!».

Η δεύτερη εβδομάδα του Τριωδίου είναι η «Κρεατινή», η μόνη εβδομάδα του χρόνου, που δεν απαγορεύεται από τη θρησκεία μας η κατανά­λωση κρέατος την Τετάρτη και την Παρασκευή. Σ’ αυτή την εβδομάδα ανήκει και η «τσικνοπέμπτη», που πήρε τ’ όνομά της από την τσίκνα, που πρέπει να υπάρξει σε κάθε σπίτι με το ψήσιμο κρέατος.

Την τρίτη εβδο­μάδα του τριωδίου, την «Τυρινή», ο κόσμος «αποκρεύει», δηλαδή σταματά να τρώει κρέας. Παράλληλα τα χιόνια λιώνουν, αφού έχει πιάσει Μάρτης, η θερμοκρα­σία του περιβάλλοντος ανεβαίνει και τα φυτά μεγαλώνουν. Η άνοιξη έρχεται και αρχίζει να υπάρχει στη φύση αφθονία φυτών για βόσκηση από τα κοπάδια των γιδοπροβάτων. Τώρα όμως έφθασε η Σαρακοστή, που σχετίζεται απόλυτα με την παράδοσή μας.

Κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής η επάρκεια των φυτών χρησιμοποιείται από τον άνθρωπο σ’ όλη την περίοδο της νηστείας και οι χορτόπιτες είναι σε ημερήσια διάταξη. Το πρώτο Σάββατο της Σαρακοστής, των Αγίων Θεοδώρων, το έθιμο συνιστά χορτόπιτες και το ίδιο ισχύει των Αγίων Σαράντα (9 Μαρ­τίου) με τις «σαραντόπιτες»,  καθώς και με φαγητά «από σαράντα ειδών χόρτα και όσπρια». Η κατανάλωση κρέατος στη διάρκεια της Σαρακοστής απαγορεύεται, γιατί θα ήταν απώλεια μεγάλη να σφάξουμε τα ζώα την εποχή που αυξάνονται σε βάρος

Από το Μάιο οι βροχές στις περισσότερες περιοχές της χώρας μειώνονται δραστικά και τα ποώδη φυτά, αφού ανθίσουν και κάνουν σπόρους, ξεραίνονται. Επομένως, οι διαθέσιμες τροφές για βόσκηση αρχίζουν να λείπουν και γίνονται ελάχιστες κατά το μακρύ, θερμό και άνυδρο καλοκαίρι. Πρέπει, λοιπόν, πριν οι τροφές ελαχιστοποιηθούν, να λιγοστέψει σοβαρά και ο αριθμός των γιδοπροβάτων.

Η μείωση αυτή γίνεται κυρίως το Πάσχα με το ψήσιμο του αρνιού. Επειδή μάλιστα το αρνί και το κατσίκι δεν μπορούν να διατηρηθούν παστά ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, καθιερώθηκε το έθιμο της σούβλας, για να καταναλώνονται άμεσα. Το ψήσιμο του αρνιού είναι έθιμο ολόκληρης της Ελλάδας και συνεχίζεται μέχρι το τέλος Μαΐου. Του Αγίου Γεωργίου (23 Απριλίου) σε πολλά χωριά πήγαιναν ένα αρνί στην εκκλησία, το διάβαζε ο παπάς κι έπειτα το έσφαζαν και το ετοίμαζαν αμέσως για το φούρνο. Στη γιορτή του Αγίου Ιωάννη του θεολόγου (8 Μαΐ­ου) έσφαζαν αρνιά στην εκκλησία και το ίδιο έθιμο ίσχυε των Αγίων Κων­σταντίνου και Ελένης (21 Μαΐου).

Οι παραλληλισμοί  μπορεί να φαίνονται σε πολλά σημεία υπερβολικοί και να χρειάζεται αρκετή δόση φαντασίας, για να ερμηνευτούν ορθολογικά οι παραδόσεις μας. Είναι δύσκολο όμως να φανταστεί κανείς νηστεία από κρέας το Μάιο και τον Ιούνιο. Σ’ αυτήν την περίπτωση τα γιδοπρόβατα θα γινόντουσαν τόσο πολλά, που  θα κινδύνευαν να ψοφήσουν το καλοκαίρι από έλλειψη τροφής και νερού στα άνυδρα ξεροβούνια της ορεινής χώρας!

 

Αλέξης Τότσικας

Φιλόλογος – Συγγραφέας

Σχετικά θέματα:

Read Full Post »

Από το χριστόξυλο στο χριστουγεννιάτικο δέντρο


 

Το χριστουγεννιάτικο δέντρο είναι ένα έθιμο ιδιαίτερα διαδεδομένο σε ολόκληρο τον πλανήτη. Κάθε χρόνο, κάθε σπίτι στήνει το δικό του δέντρο, ένα φυσικό ή τεχνητό έλατο, και το στολίζει με λαμπιόνια και πολύχρωμα στολίδια. Πότε, πώς και γιατί χρησιμοποιήθηκε σαν σύμβολο το χριστουγεννιάτικο δέντρο, που στολίζουμε κάθε χρόνο; Από πού προέρχεται το έθιμο; Πότε ήρθε στην Ελλάδα; Τι συμβολίζει το αστέρι στην κορυφή και τι η φάτνη στη ρίζα του; Γιατί σε κάποια μέρη στολίζουν «ένα καραβάκι»; Τι είναι το «χριστόξυλο»;

Οι πρόγονοι του Χριστουγεννιάτικου δέντρου μπορούν να αναζητηθούν στα ειδωλολατρικά έθιμα της λατρείας των δέντρων. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές η παράδοση να στολίζονται δέντρα ή κομμάτια δέντρων υπήρχε σε όλες τις θρησκείες από την αρχαιότητα. Τα δέντρα μεταφέρονταν μέσα στα σπίτια και οι άνθρωποι τα στόλιζαν, για να εξασφαλίσουν καλή σοδειά τον επόμενο χρόνο. Πολύ πριν από την έλευση του Χριστιανισμού φυτά και δέντρα, που παρέμεναν πράσινα όλο το χρόνο, είχαν ιδιαίτερη σημασία για τους ανθρώπους μέσα στο χειμώνα. Οι αρχαίοι λαοί κρεμούσαν αειθαλή κλαδιά πάνω από τις πόρτες και τα παράθυρά τους, γιατί πίστευαν ότι κάτι τέτοιο κρατάει μακριά μάγισσες, φαντάσματα, κακά πνεύματα και ασθένειες.

Πολλοί αρχαίοι πίστευαν ότι ο ήλιος ήταν ένας θεός και ότι ο χειμώνας ερχόταν κάθε χρόνο, επειδή ο θεός ήλιος είχε αρρωστήσει και ήταν αδύναμος. Γι αυτό και γιόρταζαν το ηλιοστάσιο, επειδή αυτό σήμαινε ότι επιτέλους ο θεός ήλιος θα γινόταν καλά. Το χειμερινό ηλιοστάσιο, η μικρότερη ημέρα και η μεγαλύτερη νύχτα του έτους, πέφτει στις 21 προς 22 Δεκεμβρίου. Τα αειθαλή κλαδιά υπενθύμιζαν στους ανθρώπους όλα τα πράσινα φυτά που φυτρώνουν πάλι, όταν ο ήλιος γίνεται ξανά δυνατός την άνοιξη και το καλοκαίρι.

Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι λάτρευαν το θεό Ρα και τον παρίσταναν με κεφάλι γερακιού και ένα φλεγόμενο δίσκο στο στέμμα του. Στο ηλιοστάσιο οι Αιγύπτιοι γέμιζαν τα σπίτια τους με κλαδιά φοίνικα, που συμβόλιζαν γι’ αυτούς το θρίαμβο της ζωής επί του θανάτου. Στη Βόρεια Ευρώπη οι μυστηριώδεις Δρυίδες, ιερείς των αρχαίων Κελτών, διακοσμούσαν τους ναούς τους με αειθαλή κλαδιά ως σύμβολα της αιώνιας ζωής. Και οι άγριοι Βίκινγκ στη Σκανδιναβία πίστευαν ότι τα αειθαλή φυτά ήταν τα αγαπημένα του θεού του ήλιου.

Οι αρχαίοι Ρωμαίοι γιόρταζαν το ηλιοστάσιο με τα Σατουρνάλια, μία γιορτή προς τιμήν του Κρόνου (Saturn), θεού της γεωργίας και του τρύγου, και γνώριζαν ότι το ηλιοστάσιο σήμαινε πως σύντομα τα αγροκτήματα και τα περιβόλια θα γίνονταν πράσινα και γόνιμα. Για να γιορτάσουν μάλιστα το γεγονός, διακοσμούσαν τα σπίτια και τους ναούς τους με αειθαλή κλαδιά.

Τον 4ο αιώνα μ.Χ. η 25η Δεκεμβρίου καθιερώθηκε ως η μέρα της Γέννησης του Χριστού. Υπάρχουν μαρτυρίες ότι τα Χριστούγεννα γιορτάζονταν στη Ρώμη στις 25 Δεκεμβρίου από το 336. Στα Σατουρνάλια  οι Ρωμαίοι στόλιζαν διαφόρων ειδών δέντρα με κεριά και άλλα στολίδια (πιθανότητα καρύδια, φαγώσιμα κ.λ.π.).

 

Χριστουγεννιάτικο δέντρο, σκίτσο.

Χριστουγεννιάτικο δέντρο, σκίτσο.

 

Η αρχή του εθίμου του χριστουγεννιάτικου δέντρου τοποθετείται στις αρχές του 8ου αι. μ.Χ. και έχει τις ρίζες του στη Γερμανία, σε προχριστιανικούς πολιτισμούς. Την περίοδο αυτή ο Άγιος Βονιφάτιος εξαπλώνει το χριστιανισμό στη Φραγκική αυτοκρατορία. Εγκαθίδρυσε τις πρώτες οργανωμένες χριστιανικές κοινότητες σε πολλά μέρη της Γερμανίας. Είναι ο άγιος προστάτης της Γερμανίας και αποκαλείται «Απόστολος των Γερμανών».

Το (716) στάλθηκε σε αποστολή στην Φριζία προκειμένου να εκχριστιανίσει τους κατοίκους, το έργο ήταν δύσκολο γιατί έπρεπε να συνεννοηθεί μαζί τους με την παλιά Αγγλική τους διάλεκτο. Εκείνη λάτρευαν την αιωνόβια βελανιδιά, ιερό δέντρο του θεού τους Θωρ πάνω στην οποία έκαναν θυσίες. Θέλοντας να ορίσει στους κατοίκους το τέλος μιας εποχής άρχισε να την πριονίζει, τότε φύσηξε ένας δυνατός άνεμος και την ξερίζωσε. Αυτό οι Φριζιανοί το θεώρησαν σύμφωνα με τον γνωστό θρύλο ως θαύμα και μεταστράφηκαν ομαδικά στον χριστιανισμό. Στην θέση της αργότερα φύτρωσε ένα έλατο το οποίο οι χριστιανοί καθόρισαν ως το ευλογημένο δέντρο με αποτέλεσμα να το τιμούν στην εορτή γέννησης του Θεανθρώπου.  Έτσι αντικαθιστά τη βελανιδιά, που λάτρευαν οι αρχαίες Γερμανικές φυλές, με το έλατο, που έγινε χριστιανικό και χριστουγεννιάτικο σύμβολο, λόγω του κωνοειδούς, τριγωνικού σχήματός του. Το έλατο έγινε εύκολα αποδεκτό από τους χριστιανούς σαν σύμβολο χριστιανικό και ειδικότερα σαν σύμβολο των Χριστουγέννων.

Στους Γερμανούς αποδίδεται και η έναρξη της παράδοσης του χριστουγεννιάτικου δέντρου, όπως το γνωρίζουμε σήμερα. Ο μύθος λέει ότι στις αρχές του 16ου αιώνα στη Γερμανία συνδύασαν δύο έθιμα. Το πρώτο ήταν το δέντρο του Παραδείσου, ένα έλατο διακοσμημένο με μήλα, που συμβόλιζε το Δέντρο της Γνώσης στον Κήπο της Εδέμ. Το δεύτερο έθιμο ήταν το Φως των Χριστουγέννων, ένα μικρό πλαίσιο σε σχήμα πυραμίδας διακοσμημένο με γυάλινες σφαίρες, χρυσόχαρτο και ένα κερί στην κορυφή, που ήταν το σύμβολο της γέννησης του Χριστού.

Οι ευσεβείς χριστιανοί έβαλαν διακοσμημένα δέντρα στα σπίτια τους αλλάζοντας τα μήλα με χρυσές σφαίρες από χαρτί και με το Φως τοποθετημένο στην κορυφή του δέντρου δημιούργησαν το δέντρο που γνωρίζουμε σήμερα. Όταν τα δέντρα ήταν λιγοστά, έφτιαχναν πυραμίδες από ξύλο και τις διακοσμούσαν με κλαδιά και κεριά.

Φυσικά στο πέρασμα των αιώνων το νόημα του χριστουγεννιάτικου δέντρου πήρε αναρίθμητες μορφές. Αρχικά το δέντρο-σύμβολο άρχισε να γεμίζει με διάφορα χρήσιμα είδη καθημερινής χρήσης, για να συμβολίσει την ευτυχία, που κρύβει για τον άνθρωπο η γέννηση του Χριστού. Σύμφωνα με ερευνητές τα πρώτα στολίδια ήταν συσκευασμένα φαγητά, είδη ρουχισμού ή άλλα χρήσιμα είδη, που στο πέρασμα των χρόνων και με την άνοδο του βιοτικού επιπέδου εξελίχθηκαν μόνο σε διακοσμητικά αντικείμενα.

Στην κορυφή του συνήθως τοποθετείται ένα αστέρι, που συμβολίζει το αστέρι της Βηθλεέμ ή ένας άγγελος, που συμβολίζει τις στρατιές των αγγέλων. Στο κάτω μέρος του δένδρου τοποθετείται μία φάτνη, που αναπαριστά το στάβλο, όπου γεννήθηκε ο Θεάνθρωπος. Στη διάρκεια του 17ου αι. συναντάμε τα δένδρα μπροστά στα σπίτια, διακοσμημένα με φαγώσιμα, ρούχα και άλλα είδη, που συμβολίζουν τα θεία δώρα. Αργότερα το δένδρο πήρε και τη θέση της “Δωροθήκης”, του χώρου δηλαδή όπου τοποθετούσαν οι συγγενείς και φίλοι τα δώρα τους ο ένας για τον άλλο.

Μαρτίνος Λούθηρος

Μαρτίνος Λούθηρος

Τα πολυάριθμα λαμπιόνια, που στις μέρες μας κοσμούν το χριστουγεννιάτικο δέντρο, αντικατέστησαν τα αναμμένα κεριά που παλαιότερα τοποθετούνταν. Ο Μαρτίνος Λούθηρος, Προτεστάντης μεταρρυθμιστής του 16ου αιώνα, ήταν ο πρώτος που έβαλε αναμμένα κεριά στο δέντρο. Περπατώντας προς το σπίτι του ένα χειμωνιάτικο βράδυ θαύμασε τη λάμψη των άστρων μέσα από τα δέντρα. Για να αναπαραστήσει το σκηνικό και για την οικογένειά του, έστησε ένα δέντρο στο κεντρικό δωμάτιο του σπιτιού του και κρέμασε πάνω στα κλαδιά του αναμμένα κεριά.

Το έθιμο του φωτισμού του δένδρου με κεριά γινόταν αιτία για πολλά ατυχήματα. Έτσι, μέχρι να εφευρεθούν τα ηλεκτρικά φωτάκια, οι προνοητικοί είχαν και έναν κουβά νερό κάτω από το δέντρο για τον κίνδυνο πυρκαγιάς. Το 1882 το πρώτο ηλεκτρικά φωτισμένο Χριστουγεννιάτικο δέντρο του κόσμου στολίσθηκε στη Νέα Υόρκη, στην κατοικία του Έντουαρτ Τζόνσον, συναδέλφου του εφευρέτη του ηλεκτρικού λαμπτήρα Τόμας Έντισον.

Στην Ελλάδα πρόδρομος του χριστουγεννιάτικου δέντρου ήταν το παραδοσιακό Χριστόξυλο ή Δωδεκαμερίτης. Χριστόξυλο ονομάζεται το πρώτο ξύλο που θα καεί στο τζάκι την παραμονή των Χριστουγέννων. Κάθε Χριστούγεννα ο πατέρας ή ο παππούς κάθε οικογένειας ψάχνει στα δάση ή στα χωράφια ένα μεγάλο γερό κούτσουρο από πεύκο ή ελιά κυρίως, που θα μπει στο τζάκι, αφού καθαριστεί επιμελώς το τζάκι και η καμινάδα του. Σε κάποιες περιοχές το χριστόξυλο προέρχεται από δέντρο με αγκάθια, όπως η αγριαχλαδιά (γκορτσιά).

Τα αγκαθωτά δέντρα, κατά τη λαϊκή αντίληψη, απομακρύνουν τα δαιμονικά όντα, όπως τους καλικάντζαρους. Το βράδυ της παραμονής, λοιπόν, άναβαν το χριστόξυλο με την οικογένεια μαζεμένη γύρω από το τζάκι. Από εκείνη τη στιγμή μέχρι τα Άγια Θεοφάνια η φωτιά δεν πρέπει να σβήσει, γιατί συμβολίζει τη φωτιά που ζέσταινε το νεογέννητο Χριστό. Έτσι κρατούσαν μακριά από το σπίτι – όπως πίστευαν- τους καλικάντζαρους, ενώ τη στάχτη που μάζευαν έως τα Φώτα τη σκόρπιζαν γύρω από το σπίτι, στα χωράφια και τους στάβλους, γιατί πίστευαν ότι διώχνει το κακό!

Υπάρχει όμως σε πολλά μέρη και μια παραλλαγή του χριστόξυλου, που λέγεται το πάντρεμα της φωτιάς, επειδή αποτελείται από δύο ή τρία ξύλα και όχι ένα. Τα κούτσουρα αυτά έχουν και τους συμβολισμούς τους. Το πρώτο κούτσουρο συμβολίζει το νοικοκύρη, γι αυτό πρέπει να είναι από δέντρο με αρσενικό όνομα π.χ. ο πλάτανος. Το δεύτερο συμβολίζει τη νοικοκυρά του σπιτιού και το ξύλο προέρχεται από δέντρο θηλυκού ονόματος π.χ. η κερασιά. Στις περιοχές που χρησιμοποιούν και τρίτο ξύλο είναι για τον κουμπάρο και είναι από δέντρο διαφορετικό από τα δυο πρώτα. Αυτά τα ξύλα πίστευαν ότι διώχνουν το κακό και τους καλικάντζαρους, γι αυτό η στάχτη τους σκορπιζόταν επίσης γύρω από το σπίτι και στα χωράφια. Η διαδικασία είναι η ίδια με το χριστόξυλο. Από την παραμονή των Χριστουγέννων έως τα Θεοφάνια έπρεπε να είναι αναμμένη η φωτιά. Τοποθετούσαν τα ξύλα σταυρωτά και πάνω στη φωτιά έριχναν κρασί και λάδι, ενώ σε κάποια μέρη έριχναν φυτά που κάνουν θόρυβο όταν καίγονται, για να διώχνουν τα κακά πνεύματα.

Στη νεότερη Ελλάδα το χριστουγεννιάτικο δέντρο εισήγαγαν οι Βαυαροί. Το 1833 στολίστηκε το πρώτο δέντρο στο Ναύπλιο, για να κοσμήσει το παλάτι του Όθωνα και τον επόμενο χρόνο στην Αθήνα, όπου οι κάτοικοι έκαναν ουρές για να το θαυμάσουν.  Στις 24 Δεκεμβρίου 1843 στήθηκε για πρώτη φορά χριστουγεννιάτικο δέντρο σε ελληνικό σπίτι και συγκεκριμένα στο αρχοντικό του Ναξιώτη Ιωάννη Παπαρρηγόπουλου, γενικού Προξένου της Ρωσίας στην Αθήνα.

Το έθιμο, σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ευρώπη, άργησε να εξαπλωθεί στην χώρα μας. Μόλις την δεκαετία του τριάντα κάποια αστικά σπίτια άρχισαν να στολίζουν χριστουγεννιάτικο δέντρο, ενώ μεταπολεμικά το έθιμο διαδόθηκε ταχύτατα τόσο στις πόλεις όσο και στην ύπαιθρο χώρα. Μια προσπάθεια να αντικατασταθεί το χριστουγεννιάτικο δέντρο με το ελληνοπρεπέστατο καραβάκι στα μέσα της δεκαετίας του εβδομήντα δεν ευοδώθηκε.

 

Χριστουγεννιάτικο δέντρο, έργο του Σπύρου Βικάτου (1878-1960), Λάδι σε μουσαμά, 77 εκ. x 105 εκ. Εθνική Πινακοθήκη.

 

Το δέντρο αντικατέστησε το παραδοσιακό καραβάκι, που ταιριάζει περισσότερο στο νησιωτικό χαρακτήρα του λαού μας και σε κάποια νησιά της χώρας διατηρείται ακόμα.

Το στολισμένο καραβάκι είναι ένα ελληνικό έθιμο. Κατά τη διάρκεια των χριστουγεννιάτικων γιορτών, στολιζόταν στα σπίτια και στις πλατείες, πριν από την αντικατάστσσή του από το χριστουγεννιάτικο δέντρο.

Σύμφωνα με την παράδοση, το καράβι στολιζόταν επειδή οι Έλληνες είχαν θεσμό με τη θάλασσα, ήδη από τα αρχαία χρόνια. Ακόμη, πολλοί ενήλικες και παιδιά εργάζονταν στα πλοία για να φέρουν χρήματα και ψωμί στις οικογένειές τους, ακόμη και τις αργίες. Το καραβάκι προφανώς θα συμβόλιζε, όχι μόνο την προσμονή των παιδιών για αντάμωση με τους συγγενείς τους, αλλά και τη δική τους αγάπη για τη θάλασσα. Παράλληλα, μικρά καραβάκια είχαν τον ρόλο και ενός τιμητικού καλωσορίσματος για τους Έλληνες θαλασσοπόρους που επέστρεφαν στα σπίτια και στις οικογένειές τους, καθώς και τάματος για να είναι ασφαλείς στα άγρια κύματα. Συχνά τα παιδιά που πήγαιναν να πουν τα κάλαντα κρατούσαν μια μινιατούρα- στολισμένο καράβι. Παρόλο που στην Ευρώπη έκαναν την εμφάνισή τους τα χριστουγεννιάτικα έλατα, το καραβάκι άντεξε αρκετές χρονιές, μέχρι το 1933.

 

Επιτραπέζιο Χριστουγεννιάτικο ξύλινο καραβάκι από μπρούτζο και κλαδιά. Το καράβι συμβολίζει την καινούργια πλεύση του ανθρώπου στη ζωή, μετά τη γέννηση του Χριστού. Έθιμο που υποχώρησε με το χρόνο, μπροστά σε αυτό του δέντρου.

 

Στη Λέσβο το χριστουγεννιάτικο δέντρο δεν είναι από έλατο, αλλά από κλαδί ελιάς, το οποίο το στολίζουν με χρυσωμένα πορτοκάλια, καρύδια και διάφορα παιχνίδια. Πολλές φορές όμως αντί για κλαδί ελιάς στολίζουν ξύλινα καραβάκια. Στη Χίο την παραμονή της Πρωτοχρονιάς υπάρχει ένα έθιμο, τα αγιοβασιλιάτικα καραβάκια. Όποιες ενορίες επιθυμούν κατασκευάζουν, με βάση μια μακέτα, πολεμικά ή εμπορικά πλοία σε σμίκρυνση. Αυτά συναγωνίζονται μεταξύ τους ως προς την ποιότητα κατασκευής και την ομοιότητα με τα πραγματικά πλοία, ενώ οι ομάδες, που αποτελούν το πλήρωμα κάθε πλοίου, τραγουδούν κάλαντα.

Το έθιμο του Χριστουγεννιάτικου δέντρου είναι συνυφασμένο με την νέο-ελληνική παράδοση, αλλά και με το κλίμα των εορτών των Χριστουγέννων παγκοσμίως. Η χρήση του έχει ενταθεί τα τελευταία χρόνια, ως μέσο για να στολίσουμε το σπίτι μας ή το χώρο εργασίας, αλλά δεν πρόκειται για ένα «ξενόφερτο έθιμο».

Ο προγονός του χριστουγεννιάτικου δέντρου στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα κλαδί ελιάς. Το συγκεκριμένο κλαδί ονομαζόταν «Ειρεσιώνη» και σχετίζεται με τον Θησέα, την Κρήτη και την αρχαία Αθηνά. Επίσης, λίγοι γνωρίζουν ότι τα σημερινά χριστουγεννιάτικα κάλαντα σχετίζονται με τον ύμνο που έψαλαν τα παιδιά στην αρχαιότητα κατά τα «Πυανέψια», περιφέροντας την «Ειρεσιώνη».

Ωστόσο όταν επικράτησε ο Χριστιανισμός καταδίκασε το έθιμο ως ειδωλολατρικό και απαγόρευσε την τέλεσή του. Οι Έλληνες όμως που ταξίδευαν πολύ το μετέδωσαν στους Βόρειους λαούς, οι οποίοι λόγο έλλειψης ελαιοδέντρων, στόλιζαν κλαδιά από τα δέντρα που φύονταν στις περιοχές τους, όπως είναι τα έλατα.

Το χριστουγεννιάτικο δέντρο, λοιπόν αποτελεί ένα έθιμο για πολλούς χριστιανικούς λαούς σε όλο τον κόσμο. Ειδικά στις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου ένα δέντρο αειθαλές και καταπράσινο πάντα συνδέεται με την καλοτυχία. Παράλληλα με τη δημιουργία παραμυθιών και άλλων εκδόσεων ενισχύθηκε η παρουσία του δέντρου. Σήμερα, περισσότερα από 72 εκατομμύρια δέντρα στολίζονται κάθε Χριστούγεννα σε όλο το χριστιανικό κόσμο και από αυτά 35 εκατομμύρια είναι αληθινά δέντρα, ενώ 37 εκατομμύρια είναι ψεύτικα.

 

Αλέξης Τότσικας

Φιλόλογος – Συγγραφέας

 

Διαβάστε ακόμα:

 

Read Full Post »

Αμπέλια


 

 

Καλλιέργεια – Τρύγος – Τσιπουριαραίοι – Ρακιδειά – Στην Αργολίδα

 

Καλλιέργεια

 

Πρώτη δουλειά του αμπελουργού ήταν το ξελάκιασμα του αμπελιού και το κόπρισμά του με χωνεμένη κοπριά το φθινόπωρο. Το Γενάρη, και σπανιότερα το Φλεβάρη, γινό­τανε το κλάδεμα, που απαιτούσε έμπειρο κλαδευτή. Την παλιά εποχή για το κλάδεμα χρησιμοποιούσαν μαχαίρι με ξύλινη λαβή, η λάμα του οποίου ήταν ελαφρά καμπυλω­τή και οδοντωτή. Μάλιστα, για λόγους α­σφάλειας έκλεινε κιόλας, γιατί ‘τανε πολύ κοφτερό και επικίνδυνο. Στην Κρήτη το λέ­γαμε σαρακάκι (σάρακας σημαίνει πριόνι). Αργότερα χρησιμοποιήθηκαν τα γνωστά κλαδευτήρια με τους δύο βραχίονες (λαβές). Ο κλαδευτής έπρεπε να γνωρίζει όλα τα μυ­στικά της δουλειάς του, πόσα μάτια να α­φήνει σε κάθε κλήμα και ποια κλήματα να αφαιρέσει από τον πάτο. Μ’ ένα μικρό πριό­νι, επίσης, αφαιρούσε τα ξεράδια.

 

Αμπέλι

 

Κατόπιν, το Μάρτη έπρεπε το αμπέλι να σκαφτεί. Ο σκαφτιάς έσκαβε με το διχάλι και έκανε αναχώματα ανάμεσα στις σειρές του αμπελιού. Η δουλειά ήταν πολύ σκληρή. Συνήθως έσκαβαν νέοι άνδρες. Καθένας σώριαζε το χώμα ανάμεσα σε δυο σειρές, έφτιαχνε δηλαδή το δικό του ανά­χωμα, ο ένας μπρος, ο άλλος πίσω, σε λο­γική απόσταση, για να μην τραυματιστούν με τα διχάλια τους. Στην Κρήτη, όταν θέ­λανε να υπολογίσουν την έκταση ενός α­μπελιού, ιδιαίτερα όταν ήταν φυτεμένα μι­κρά και ακανόνιστα πεζούλια, λέγανε «έ­χω αμπέλι τριώ εργατώ, τεσσάρω εργα­τών», εννοώντας ότι τρεις ή τέσσερις ερ­γάτες σκάβουν το αμπέλι σε μια μέρα.

Τον Απρίλη τα κλήματα άνοιγαν και ο αγρότης παρακολουθούσε με ικανοποίηση το φούσκωμα των ματιών και την πρώτη βλάστηση. Μετά, το Μάιο, έπρεπε να γίνει το σκάλισμα και να ισοπεδωθούν τα αναχώματα, αλλά με μεγάλη προσοχή, για να μην καταστραφούν οι νεαροί βλαστοί από βιασύνη ή αδεξιότητα. Παράλληλα έπρεπε να γίνουν και τα θειαφίσματα με ιδιαίτερη επιμέλεια για την προστασία του αμπελιού από διάφορες ασθένειες.

 

Λεπτομέρεια ξυλόγλυπτου με παράσταση αμπελιού.

 

Αλλά η φροντίδα δε σταματούσε εδώ. Θα έπρεπε να γίνει και το κορφολόγημα, ώστε να περιοριστεί η ανάπτυξη των βλαστών και να πάρουν δύναμη τα σταφύλια. Αν το κορφολόγημα ήταν επιπόλαιο, οι ακορφολόγητοι βλαστοί απλώνονταν στις διπλανές κουτσούρες και δεν μπορούσε να περάσει κανείς.

Όλες αυτές οι εργασίες απαιτούσαν χρόνο και πολύ μόχθο. Αλλά οι αγρότες ήθελαν να έχουν το αμπελάκι τους για τα σταφύλια και το κρασί της οικογένειας. Υπάρχουν αρκετά δημοτικά τραγούδια, στα οποία διακρίνουμε αυτή την έγνοια της συνεχούς και επίπονης φροντίδας. Σ’ ένα τέτοιο τραγούδι, ο καταχρεωμένος αφέντης θέλει να πουλήσει το αμπέλι του, από το οποίο δεν έχει «διάφορο»:

«Αμπέλι μου πλατύφυλλο

και μακροκοντυλάτο,

οι χρωφελέτες [i] ήρθανε

και θε να σε πουλήσω».

«Πουλήσεις με, χαρίσεις με,

το χρέος δεν το βγάνεις.

Βάλε να με κλαδέψουνε γέροντες

με τα γένεια

και βάλε να με σκάψουνε απάρθενα κοπέλια,

βάλε να με τρυγήσουνε απάρθενα κοράσια,

τότε θα ιδείς, αφεντικό,

το χρέος πώς το βγάνεις» [ii].

 

Τρύγος 

Τ’ Αϊ-Γιωργιού του μεθυστή ανοίξαμε

βαρέλι κι από μεράκι εμέθυσε

και γέρος και κοπέλι.

 

Ο παραγωγός ετοίμαζε έγκαιρα το πατη­τήρι (τον ληνό), που ήτανε μια χτιστή κυβοειδής μικρή στέρνα, σοβαντισμένη με αμμοκονίαμα: έβαζαν τριμμένο κεραμίδι, άμμο και ασβέστη, έκαναν λάσπη και σοβάντιζαν εσωτερικά τις πλευρές και τον πάτο, για να είναι στεγανό το πατητήρι, όπως οι Υδραίοι και άλλοι νησιώτες χρησιμοποιούσαν κουρασάνι για τη στεγανότητα της στέρνας, όπου συνέλεγαν το νερό της βροχής. Αργότερα τα πατητήρια τα έφτια­χναν με τσιμέντο. Επίσης, ο παρα­γωγός ετοίμαζε τις σταφυλοκοφίνες και άλλα μικρότερα κοφίνια και καλάθια.

 

Τρύγος

 

Ο τρυγητός ξεκινούσε τον Αύγουστο, την επομένη της Παναγίας, για να τρυγήσουν τα πρώιμα λευκά σταφύλια, τα σταφιδοστάφυλα (σουλτανίνα), να τα ξεράνουν στις απλώστρες και να τα κάνουν σταφίδα. Αργότερα, το Σεπτέμβρη, έκοβαν τα κρασοστάφυλα, γέμιζαν τις σταφυλοκοφίνες και τις φόρτωναν στα άλογα για το πατητήρι, που περίμενε έτοιμο και καθαρό στην αυλή του σπιτιού.

Τρύγος

Αργά τη νύχτα, με το λυχνάρι ή τη λάμπα, για να έχουν φύγει οι μέλισσες, που μαζεύονταν άφθονες την ημέρα, γινότανε το τσαλαπάτημα των σταφυλιών από νεαρούς κυρίως, ξυπόλυτους, που πλένανε πρώτα τα πόδια τους.  Ήταν πολύ διασκεδαστικό και δεν έλειπαν τα αστεία και τα πειράγματα, όπως και στον τρύγο. Αν και όλες αυτές οι δουλειές ήταν κουραστικές, οι μεγάλες συντροφιές από δυο-τρεις οικογένειες που αλληλοβοηθιούνταν με την κουβέντα, τα αστεία, τα πειράγματα δεν την ένιωθαν την κούραση, παρά μόνο όταν έπεφταν για ύπνο. Στο πατητήρι, όμως, καμιά φορά υπήρχανε και οι δυσάρεστες εκπλήξεις, όταν ο πατητής πατούσε καμιά καταπλακωμένη ή ξεχασιάρα μέλισσα, που δεν είχε επιστρέψει στην κυψέλη της. Και τότε ήτανε που φούντωνε το κέφι από το κεντρί της μέλισσας στην πατούσα του τυ­χερού!…

Ο μούστος έτρεχε από το κουτσουναράκι σε πέτρινη γούρνα ή σε κάποιο μισοπίθαρο και απ’ εκεί με ένα δοχείο (το καυκί) γέμιζαν το ασκί, για να τον μεταφέρουν στο κρασοβάρελο. Όταν οι πατητές τελείωναν το τσαλαπάτημα, στοίβαζαν στην άκρη του ληνού τα τσίπουρα (στράφυλα), τοποθετούσαν μια φαρδιά σανίδα, συνήθως μια πόρτα, και ανέβαιναν επάνω, για να σουρώσει ο μού­στος καλά. Τα πιτσιρίκια ανυπομονούσαν ν’ ανέβουν επάνω στο αυτοσχέδιο πιεστή­ριο και κάνανε μεγάλη χαρά.

 

Τσιπουριαραίοι

 

Την επόμενη ή τη μεθεπόμενη μέρα ανα­λάμβαναν οι τσιπουριαραίοι ν’ αποδώσουν και την τελευταία σταγόνα μούστου στον αμπελουργό. Έριχναν λίγα-λίγα τα στέμφυλα (τσίπουρα) στην τσιπουριά, η οποία ήτανε ένα μικρό φορητό πιεστήριο. Ήτανε μια ξύλινη κυλινδρική κατασκευή με ένα στυφτήρι εσωτερικά, έναν κοχλία, που έστριβαν με μακρόστενα σίδερα, για να συμπιεστούν τα τσίπουρα. Ο τελευταίος μούστος έτρεχε από τη βρυσούλα της τσιπουριάς σ’ έναν κουβά. Ό,τι απόμενε το πε­τούσαν στις κότες και στα γουρούνια. Σε κάθε χωριό της Αργολίδας, την εποχή του τρυγητού κυκλοφορούσαν κι από λίγες τσιπουριές. Στην Αργολίδα δεν συνήθιζαν να παράγουν τσικουδιά ή ρακή, το εθνικό ποτό της Κρήτης, που παράγεται με καθαρή απόσταξη.

 

Αμπέλι

 

Ρακιδειά

  

Στην Κρήτη δεν ξεζουμίζονται τα τσίπου­ρα με τσιπουριές. Τα βάζουν σε βαρέλια ή πιθάρια, τους ρίχνουνε λίγο νερό και τα αφήνουν να γίνει η ζύμωση και να ξινίσουν. Ύστερα τα μεταφέρουν στο ρακιδειό για ρακή ή τσικουδιά. Λένε τότε ότι «τα στράφυλα έχουν θυμώσει και πρέπει να βγάλομε την τσικουδιά».

Το εργαστήρι αυτό είναι απλό και δεν έχει κάτι το ιδιαίτερο. Αλλά στην Κρήτη δίδεται ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός, διοργανώνονται γιορτές τσικουδιάς και προβάλλεται όλη η διαδικασία της απόσταξης, για να διατηρείται η παράδοση αλλά και για τουριστικούς λόγους.

 

Φωτογραφία από το Λεύκωμα του Ανδρέα Σμαραγδή, «Τσικουδιά Κρήτης Πνεύμα».

 

Τα αποστακτήρα διαθέτουν ένα μεγάλο κτιστό πυρομάχι. Επάνω τοποθετείται ένα μεγάλο καζάνι φρεσκογανωμένο, το ρακιδοκάζανο. Το σκέπασμά του είναι θολω­τό με μία μεγάλη τρύπα ψηλά, όπου προσαρμόζεται ο λουλάς. Ο λουλάς είναι ένας χάλκινος σωλήνας, χοντρός επάνω και λεπτός στην άλλη άκρη. Δίπλα στο ρακοκάζανο υπάρχει ένα πιθάρι με κρύο νερό, το οποίο ανανεώνεται συνέχεια. Το πιθάρι έχει δύο τρύπες, μία ψηλά και μία λεπτότερη πιο χαμηλά, από τις οποίες περνάει ο λουλάς. Όταν είναι όλα έτοιμα, γεμίζουν το κα­ζάνι στράφυλα, βάζουν το καπάκι, προσαρμόζουν τον λουλά, βάζουν γύρω-γύρω ζύμη, για να μη φεύγουν οι ατμοί, και ανάβουν φωτιά στο πυρομάχι. Τα στράφυλα βράζουν, οι ατμοί ακουμπάνε στο καπάκι και βρίσκουν διέξοδο στον λουλά. Όταν, όμως, φτάνουν στο πιθάρι με το κρύο νερό, ψύχονται και υγροποιούνται. Και τρέχει η τσικουδιά από τον λουλά στο πιθαράκι.

Η εικόνα είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή, να τρέχει συνεχώς από τον λουλά σαν βρυσούλα η τσικουδιά, όσο βράζουν τα στράφυλα στο κλειστό ρακοκάζανο. Η πρώτη-πρώτη τσικουδιά είναι πολύ δυνατή, το πρωτοράκι. Ορισμένοι το κρατάνε χωριστά. Συνήθως, όμως, αφήνουν το πρω­τοράκι μαζί με την υπόλοιπη, που στο τέλος είναι πολύ αδύνατη, δηλαδή με λίγο οινόπνευμα. Η πιο καλή τσικουδιά περιέχει αλκοόλ 18-19% γράδα, που σημαίνει ότι περιέχει 45-50% οινόπνευμα, ότι έχει δη­λαδή 45-50 βαθμούς.[iii]

Κρητικοί κερνάνε και πίνουν τσικουδιά ολοχρονίς, ακόμη και το καλοκαίρι με τις δυνατές ζέστες. Στα σπίτια τους έ­χουνε πάντα τσικουδιά, που τη φυλάσσουν συνήθως σε πλεχτές γυάλινες νταμιτζάνες. Στην παρέα μπορεί να πιει κανείς δυο – τρεις τσικουδιές χωρίς κανένα πρόβλημα. Τα εστιατόρια και οι ταβέρνες την προσφέρουν ως επιδόρπιο, γιατί συν τοις άλλοις είναι και χωνευτική. Η κρητική τσικουδιά είναι αγνή, γιατί προέρχεται από καθαρή απόσταξη, δεν μπαγιατεύει ούτε θολώνει με το νερό ή το παγάκι, όπως το ούζο, που γίνεται με την απόσταξη γλυκάνισου.[iv]

Στην Αργολίδα, όπου δεν υπήρχαν πολλά αμπέλια, για κρασί καλλιεργούνταν οι ποικιλίες Κρανιδιώτικο ή Σκλάβα («κυανούν»), Περαχωρίτικο (λευκό), Σαββατιανό, Ροδίτης (αλε­πού). Ως επιτραπέζια σταφύλια καλλιεργούνταν η φράουλα και το κέρινο. «Η σουλ­τανίνα, καταλαμβάνουσα άλλοτε σημαντικήν έκτασιν, σήμερον ελάχιστα καλλιεργεί­ται». Προπολεμικά καλλιεργούσαν μόνο 385 στρέμματα σουλτανίνας για επιτραπέζια σταφύλια και σταφίδα και μόλις 25 στρέμματα σουλτανίνας για κορινθιακή σταφίδα. Συχνά ο τοπικός τύπος δημοσίευε τις τιμές της σταφίδας, οι οποίες δεν ήταν ικανοποιητικές για τους σταφιδοπαραγωγούς.[v]

 
 
Υποσημειώσεις


 

[i] Χρωφελέτες ή χρεωφειλέτες. Προφανώς, ο λαϊκός στιχουργός εννοεί ακριβώς το αντίθετο, τους πιστωτές.

[ii] Σταμάτη Αποστολάκη, Ριζίτικα, σ. 463. Ο σοφός ρέκτης των ριζίτικων τραγουδιών δεν εντάσσει το παραπάνω τραγούδι στα εργατικά αλλά στα γνωμικά.

[iii] Νίκου Μανούδη, Τσίπουρο, το πνεύμα των στεμφύλων, σσ. 25 και 94, Βέροια 2006.

[iv] Θα πρέπει τα οργανωμένα ρακιδειά, στα οποία προσφεύγουν οι ιδιώτες για την απόσταξη των στεμφύλων τους, να τηρούν όλες τις προδιαγραφές και να γίνεται τυποποίηση του προϊόντος. Για την παραγωγή της τσικουδιάς και όλων των οινοπνευματωδών ποτών απαιτούνται εξειδικευ­μένες γνώσεις. Υπάρχουν πολλά μυστικά στη διαδικασία παραγωγής και δε φτάνει ίσως η εμπει­ρία ενός παλιού ρακοκαζανάρη, κι ας έχει βγάλει και χιλιάδες καζανιές. Χρειάζεται και ο χημικός και η επιστημονική γνώση, η οποία υποδεικνύει σύγχρονο τεχνολογικό εξοπλισμό, όπως ορίζει και η νομοθεσία.

[v] Επωλήθησαν προ τινων ημερών μικραί ποσότητες σταφιδοκάρπου ποιότητος σουλτανίνας προς λεπτά 90 μέχρι δραχμής κατ’ οκάν. Ήδη αι τιμαί αύται κατήλθον εις τα λεπτά 70-80. Ωσαύτως επωλήθη αρκετή ποσότης σταφιδοκάρπου ποιότητος κορινθιακής προς δρχ. 80-90 κατά χιλιόλιτρον. (Εφ. «Αγαμέμνων», φ. 105/16-10-1894).

Οδυσσέας Κουμαδωράκης

 

Πηγή


 

 

Read Full Post »

Δημητριακά


 

Σπορά

Η σπορά ξεκινούσε το Σεπτέμβριο και τε­λείωνε το Δεκέμβριο. Ήταν καλοτυχιά για τους αγρότες να βρέξει πρώιμα, να μαλα­κώσει η γη και ν’ αρχίσει η σπορά. Οι γε­ωργοί είχανε συνδυάσει τη σπορά με τις γιορτές της Παναγίας, την οποία θεωρού­σαν προστάτισσά τους, και ήθελαν η σπο­ρά να ξεκινάει τον Σεπτέμβριο μετά το Γενέσιον (γενέθλια) της Θεοτόκου στις 8 Σε­πτεμβρίου. Γι’ αυτό και την είχαν ονομά­σει τη γιορτή αυτή γιορτή της Παναγίας της Αρχισπορίτισσας. Εξάλλου, ο λαός έλεγε, Το Σεπτέμβρη στάρι σπείρε και σε πανηγύ­ρι σύρε. Στις 21 Νοεμβρίου (Εισόδια της Θεο­τόκου) θα έπρεπε ο καλός αγρότης να έχει σπείρει τα μισά χωράφια (Παναγία Μεσοσπορίτισσα). Μάλιστα, στις 21 Νοεμβρί­ου οι αγροτικές οικογένειες συνήθιζαν να τρώνε πολυσπόρια (δημητριακά με ό­σπρια). Γι’ αυτό και η Παναγία ονομάστη­κε Πολυσπορίτισσα. Στη δυτική Κρήτη τα πολυσπόρια ονομάζονται παπούδια (από το αρχαίο πάππος, που σημαίνει σπόρος. (Λεξ. Αντ. Ξανθινάκη).

 

Σίτος

 

Κάποιες άλλες παροιμίες μας προσδιο­ρίζουν τη σημασία του χρόνου και τα χρο­νικά περιθώρια της σποράς. Τον Οχτώβρη αν δεν έσπειρες, λίγο στάρι θα ‘χεις, που ση­μαίνει ότι ο μήνας αυτός ήταν ο προσφορό­τερος. Όμως, αν αργήσεις πολύ, το Γενάρη καλουργιά παραλίγο κοπρισιά και απού σπέρ­νει το Φλεβάρη, σπέρνει την ανεμοζάλη. Ε­πίσης, ο αγρότης ποτέ δεν έπρεπε να σπέρ­νει όταν γιόρταζε η Παναγιά, η οποία τιμω­ρεί όσους εργάζονται την ημέρα της γιορ­τής της (Παναγιά Καψοδεματούσα). Ο λα­ός λέει, όταν ακούσεις Παναγία, μη ρωτάς αν είν’ αργία. Απεναντίας, την ημέρα της Πρωτοχρονιάς πολλοί αγρότες θεωρούσαν καλό και γούρικο να σπείρουν, τιμώντας τον Αϊ-Βασίλη, ο οποίος σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση ήτανε ζευγάς. Τέλος, οι όψιμες βροχοπτώσεις κάνουν τα σπαρτά να μεστώ­σουν και ν’ αποδώσουν πολύ καρπό, όπως το διατύπωσε ο λαός με τη σοφή παροιμία, αν βγάλει ο Απρίλης δυο νερά κι ο Μάης άλ­λο ένα, χαρά σ’ τονε το γεωργό που ‘χει πολ­λά σπαρμένα.

 

Σύμφωνα με το μύθο της αρχαιότητας, προστάτισσα της γεωργίας ήτανε η θεά Δήμητρα, την κόρη της οποίας Περσεφόνη απήγαγε ο Πλού­των, όταν η κόρη μάζευε λουλούδια στην εξο­χή, και τη μετέφερε στα σκοτεινά του βασίλεια. Η γη τότε έπαψε να δίνει καρπούς και ο Αίας έστειλε τον Ερμή να φέρει την Περσεφόνη από τον Άδη, με τη συμφωνία να επιστρέφει στο βασίλειο του Πλούτωνα κατά τους χειμερινούς μή­νες. Έτσι, η μητέρα Γη, που τρέφει το ανθρώ­πινο γένος, κοιμάται, βρίσκεται σε νάρκη, μέ­χρι να επιστρέψει η Περσεφόνη την άνοιξη στη μητέρα της. Τότε η γη ξυπνάει, βλαστάνει και δίνει τους καρπούς της στους ανθρώπους.

 

Πριν από κάποια χρόνια η σπορά γινόταν με πρωτόγονους τρόπους, όπως και την αρ­χαία εποχή. Χρησιμοποιούσαν ξύλινο άρο­τρο, φτιαγμένο από ξύλο πλατάνου, για να είναι ελαφρύ. Ο ίδιος ο αγρότης έκοβε πλα­τάνους στη λίγωση του φεγγαριού και στη συνέχεια τους πελεκούσε, για να φτιάξει το αλέτρι του. Μόνο το υνί ήτανε σιδερέ­νιο, που το έφτιαχνε ο σιδεράς. Αλλά το ξύλινο αλέτρι πάθαινε ζημιές, γι’ αυτό οι αγρότες το εγκατέλειψαν και αναλάμβανε ο σιδεράς να φτιάχνει σιδερένιο αλέτρι.

Ένα δεύτερο εργαλείο για τη σπορά ήταν ο ζυγός με τις ζεύγλες, ο οποίος α­κουμπούσε στον τράχηλο των υποζυγίων, εφόσον το όργωμα γινόταν από δύο ζώα, συνήθως από αγελάδες ή μία αγελάδα κι ένα φρόνιμο γαϊδουράκι, που θα μπορού­σε να συγχρονίζεται με το αργό και νωχελικό τράβηγμα της αγελάδας. Ο ζυγός ήταν ένα μακρόστενο πλατανένιο ξύλο πε­λεκημένο, με μία εγκοπή στη μέση, απ’ όπου περνούσε η αλυσίδα του αλετριού. Στις δύο άκρες είχε από δύο τρύπες, απ’ όπου περνούσε η ζεύγλα σε σχήμα U και η οποί­α αγκάλιαζε το λαιμό της αγελάδας. Αντί της ζεύγλας, στα μουλάρια και στα άλογα, που όργωναν μόνα τους, έμπαινε στο λαι­μό η λαιμαριά ή κουλούρα, η οποία ήταν από δέρμα και εσωτερικά είχε χόρτο (ψαθί), για να είναι μαλακιά και να μην πλη­γώνεται το ζώο με το τράβηγμα.

 

Όργωμα χωραφιών για τη φθινοπωρινή σπορά δημητριακών κατά τη δεκαετία του 1960. Από το φωτογραφικό λεύκωμα, «Ταξίδι αυτογνωσίας και παρατήρησης σ' ένα λησμονημένο παρελθόν – Σπάτα 1900-1960».

 

Ο γεωργός φόρτωνε τα ζυγάλετρά του στο γαϊδούρι ή στο μουλάρι κι ό,τι άλλο του χρειαζότανε και ξεκινούσε πρωί-πρωί για το χωράφι. Με την ανατολή του ήλιου έπρεπε να είναι έτοιμος για το όργωμα. Στην αρχή άνοιγε με το αλέτρι «παραβο­λή», δηλαδή μια αυλακιά, με την οποία ό­ριζε την έκταση, που θα έσπερνε και θα όρ­γωνε. Ύστερα έπαιρνε το σποροσάκουλο με το σπόρο και πετούσε τον καρπό ομοιόμορφα και με τέχνη. Αν ήταν δύο ή περισ­σότεροι, πατέρας και γιος ή παππούς ή θεί­ος, αυτή τη δουλειά την έκανε ο μεγαλύτε­ρος, που θεωρούνταν ο πιο έμπειρος. Στη συνέχεια ο ζευγάς όργωνε όλο το χωράφι, οδηγώντας τα καματερά του πέρα – δώθε. Το αλέτρι, με το φτερό που είχε στο πίσω μέρος, είχε την ικανότητα να το ανασκελαρίζει το χώμα, δηλαδή να το γυρίζει ανάπο­δα. Γι’ αυτό και το οργωμένο χωράφι ήτα­νε πιο σκούρο. Έτσι ο σπόρος σκεπαζόταν, για να φυτρώσει ύστερα από λίγες μέρες, χωρίς να τον φάνε τα πουλιά.

Νύχτα επέστρεφε στο σπίτι του ο ζευ­γάς, κατάκοπος, με λίγη ξηρή τροφή το μεσημέρι, αφού πρώτα περνούσε από τη βρύ­ση του χωριού να ποτίσει τα ζωντανά του και να τα παχνίσει μετά στον στάβλο. Την άλλη μέρα θα σηκωνότανε πάλι νύχτα, για να συνεχίσει την ίδια δουλειά.

Σπορά

Όταν τελείωνε η σπορά του χωραφιού, ο γεωργός το περνούσε με τη σβάρνα, για να σπάσουν οι βόλοι και να ισιώσει το χω­ράφι, ώστε να μην λιμνάζουν τα νερά στις γούβες και να γίνεται ο θερισμός πιο εύκο­λος. Η σβάρνα (βολοκόπος) ήταν ένα μακρόστενο ξύλινο εργαλείο και φαρδύ, που το έφτιαχνε ο αγρότης με ξύλα και βέργες λυγαριάς. Για να έχει αποτέλεσμα το σβάρνισμα, ανέβαινε ο ίδιος επάνω στη σβάρνα ή τοποθετούσε μία – δύο βαριές πέτρες. Το σβάρνισμα ήταν πιο εύκολο από το όργω­μα και τελείωνε γρήγορα, γιατί η σβάρνα με το φάρδος της κάλυπτε 4-5 αλετριές. Πά­ντως, πολλά σπαρμένα έμεναν ασβάρνιστα, είτε γιατί το σβάρνισμα το θεωρούσαν πε­ριττό είτε γιατί είχανε προτεραιότητα άλ­λες δουλειές και οι αγρότες δεν είχανε χρό­νο. Στην Αργολίδα συνήθως σβαρνίζονταν τα καμπίτικα χωράφια, τα ορεινά όχι.

Οι αγρότες έσπερναν κυρίως σιτάρι και κριθάρι, που καμιά φορά τα ανακά­τευαν (μιγάδι). Μπορούσαν, επίσης, να σπείρουν μπιζέλια, φακές, ρόβι και λούπι­να. Τα λούπινα (λουμπίνια ή λιμπίνοι) εί­ναι εκλεκτή τροφή για τα ζώα, ιδίως για τα γουρούνια. Αλλά τουλάχιστο μια φορά το χρόνο, την Καθαροδευτέρα, τρώγαμε κι ε­μείς λιμπινόσπορους, αφού τους νεροβροχιάζαμε αποβραδίς. Μόνο τα κουκιά δεν σπέρνονταν, αλλά η γυναίκα του ζευγά τα έριχνε στην αυλακιά ένα – ένα. Εκτός από το ρόβι και τα λούπινα, φρόντιζαν να σπεί­ρουν και βίκο για όλα τα ζωντανά και βρό­μη (ταγή) για το άλογο ή τη φοράδα. Όλα αυτά, βέβαια, ήταν πολλά, αλλά ο κάθε αγρότης έκανε το κουμάντο του, για να εξα­σφαλίσει ψωμί για την οικογένειά του και τροφή για τα ζώα του.

 

Οι ζευγολάτες στην Αργολίδα

 

Στα χωριά, όπου ο πληθυσμός ήταν αγρο­τικός, κάθε νοικοκυριό είχε ένα ή δύο άλο­γα ή μουλάρια. Με τα ζώα αυτά όργωναν τα χωράφια τους κι έσπερναν. Ένα καλό άλογο ή ένα καλό μουλάρι μπορούσε να τραβήξει μόνο του το άροτρο και να οργώ­σει. Καμιά φορά συνεργάζονταν δύο αγροτόσπιτα, που διέθεταν από ένα άλογο ή έ­να μουλάρι, και τα έκαναν ζευγάρι. Στις πό­λεις, όπως στο Άργος και στο Ναύπλιο, υ­πήρχαν πολλοί ιδιοκτήτες γης, που είχαν τα κτήματά τους στον κάμπο ή στις παρυ­φές των βουνών και που συνήθως δεν ήταν αγρότες. Αυτοί κατά κανόνα δεν εξέτρεφαν ζώα και καλούσαν τους φίλους τους ζευγολάτες να τους οργώσουν και να τους σπείρουν. Ο ζευγολάτης όργωνε το χωράφι και το άφηνε λίγες μέρες να το δει ο ήλιος. Στη συνέχεια το έσπερνε και το ξαναόργωνε την ίδια μέρα, για να σκεπαστεί ο σπόρος, να μην τον φάνε τα πουλιά. Τέλος, περνούσε το χωράφι με τη σβάρνα.

 

Αγροτικές εργασίες, αγνώστου, 1750.

 

Ο επαγγελματίας ζευγολάτης έζευε τα άλογά του στο κάρο, όπου είχε ακουμπήσει το αλέτρι του κι όλα τα σύνεργά του, ντορ­βάδες και βρόμη να φάνε κάποια στιγμή τα ζώα, τον σπόρο που του έδινε ο ιδιοκτήτης του χωραφιού αποβραδίς, το δικό του σα­κουλάκι με τη δική του ξηρή τροφή (παξι­μάδι, ελιές, τυρί, κρεμμύδι και κρασί) και ξεκινούσε νύχτα. Αν δεν είχε κάρο, ιδίως στις ορεινές τοποθεσίες, όλα τα φόρτωνε στα ά­λογά του. Εργαζόταν όλη την ημέρα και ε­πέστρεφε στο σπίτι του πάλι νύχτα.

Όπως θυμούνται οι πιο ηλικιωμένοι Αργείοι, στον κάμπο έζευαν δύο άλογα και στα ορεινά και ημιορεινά δύο μουλάρια. Γενικά, το μουλάρι θεωρούνταν πιο σκλη­ρό και πιο ανθεκτικό ζώο. Σπάνια έζευαν δύο αγελάδες, ιδίως στις ορεινές περιοχές. Υπολογίζεται ότι ένα ζευγάρι ζώων έ­κανε 120 περίπου μεροκάματα το χρόνο, από τα οποία τα 70 ήτανε για αρόσεις και αρδεύσεις στα μαγκανοπήγαδα. Αυτές ή­ταν οι πιο σκληρές δουλειές. Οι κυριότε­ρες από τις άλλες δουλειές ήταν η μεταφο­ρά προϊόντων, το αλώνισμα, η μεταφορά των αλεσμάτων από και προς τον μύλο, η μετάβαση στην πόλη για ψώνια, τα φορ­τώματα με ξύλα κ.ά. Υπολογίζεται, επίσης, ότι κάθε ζευγάρι όργωνε κατά μέσον όρο 140 στρέμματα γης το χρόνο (Ν. Αναγνω­στόπουλου – Γ. Γάγαλη, σ. 216).

 

Θερισμός

 

Τα πρώτα από τα σπαρμένα που απολάμ­βανε η αγροτική οικογένεια ήτανε τα χλωροκούκια. Από τον Απρίλιο κιόλας η νοι­κοκυρά μάζευε αγίνωτα λουβιά, πολύ δρο­σερά, και τα μαγείρευε με αγκινάρες. Ό­ταν το Μάιο μεστώνανε τα λουβιά, ξεπάτωναν τις κουκιές με τα χέρια και τις κου­βαλούσαν στο αλώνι ή καλύτερα στο δώ­μα του σπιτιού. Μαδούσαν τα λουβιά και τα έβαζαν χωριστά να ξεραθούν στον ήλιο, ενώ τις κουκιές τις δεμάτιαζαν και τις φύ­λαγαν στον αχεριώνα, για να τις φάνε οι κατσίκες το χειμώνα. Τα λουβιά, όταν εί­χανε ξεραθεί καλά, τα χτυπούσαν με μπα­στούνια και κοπανίδες, ύστερα τα κοσκίνιζαν και ξεχώριζαν τα κουκιά, που τα φύλα­γαν ως εκλεκτή τροφή για το χειμώνα.

Τα υπόλοιπα όσπρια, εκτός από τα κουκιά, παίρνανε το δρόμο για το αλώνι, όπου θα αλωνίζονταν με τα ζώα (φακές, μπιζέλια, φάβα ή λαθούρι). Όλα αυτά ονο­μάζονταν μαγερέματα και τα μάζευαν με τα χέρια, χωρίς δηλαδή δρεπάνι. Στο αλώ­νι, επίσης, κουβαλούσαν και το ρόβι και τον βίκο, που ήτανε τροφή για τα ζώα.

 

Παραδοσιακή μέθοδος μαζέματος της σοδειάς των δημητριακών στην πεδιάδα του Άργους. Στο βάθος η Ακρόπολη της Λάρισας (1901).

 

Το θέρος γινότανε τον Ιούνιο, τον θε­ριστή μήνα, όταν πια είχανε ξεραθεί τα στά­χυα κι είχε ωριμάσει ο καρπός. Το έμπειρο μάτι του αγρότη δεν ξεγελιόταν, αν και ο­ρισμένοι ήθελαν να δοκιμάζουν, βάζοντας σπόρο στο στόμα τους και μασουλώντας τον, για να δουν αν είχε μεστώσει. Αλλά ενώ στη σπορά ο ζευγολάτης δούλευε μόνος, βοηθώντας τον καμιά φο­ρά η γυναίκα του, στο θέρος επιστρατεύο­νταν όλα τα μέλη της οικογένειας. Οι οικο­γένειες τότε ήταν κατά κανόνα πολύτεκνες. Τα σκολαρούδια, όταν σχόλαζαν από το σχολείο, δεν πήγαιναν στο σπίτι αλλά στο χωράφι, να φάνε και να βοηθήσουν. Τα μι­κρότερα κάνανε ό,τι μπορούσαν, δηλαδή παίζανε ή τρέχανε στη βρύση για νερό. Και τα μωρά τα κοίμιζαν στην ανάποδη του σαμαριού…

Χαράματα έπιαναν δουλειά να προκάμουν, προτού πιάσει η δυνατή ζέστη. Ό­λη τη μέρα οι γυναίκες, σκυφτές, με τα μα­ντίλια και τα τσεμπέρια στο κεφάλι και με το δρεπάνι στο δεξί, θέριζαν τον ευλογη­μένο καρπό και συναγωνίζονταν ποια θα βγει πρώτη στην άλλη άκρη. Απλώνονταν σε απόσταση δύο σχεδόν μέτρων μεταξύ τους και τραβούσαν καθεμιά τη δική της αράδα. Με το αριστερό χέρι μάτσωναν ό­σα στάχυα μπορούσαν, τα έκοβαν με το γυριστό δρεπάνι, φούχτωναν άλλα τόσα, τα έκοβαν κι αυτά και τ’ ακουμπούσαν χάμω. Και συνέχιζαν. Στο κατόπι διάλεγαν 3 – 4 στάχυα από τα θερισμένα, τα πιο μεγάλα, και με αυτά έδεναν τα υπόλοιπα κι έφτια­χναν το πρώτο τους χερόβολο.

Ύστερα περνούσε ο δέτης, άνδρας αυ­τός, που αγκάλιαζε κάμποσα χερόβολα και τα έδενε με λεπτές βεργούλες (βίτσες) λυ­γαριάς ή αγριελιάς και έφτιαχνε τα δεμά­τια. Αυτά τα βιτσοδέματα τα ετοίμαζαν μέ­ρες πιο πριν και αποβραδίς τα έβαζαν στο νερό να μαλακώσουν. Αν δεν ήταν εύκολο να βρεθούνε βεργούλες, δένανε τα δεμά­τια με αυτοφυή αγριόσταχα -πολλά μαζί- που τα βρίσκανε στις άκρες και στις παρα­βολές του χωραφιού. Ο δέτης φρόντιζε να βάζει τα χερόβολα σταυρωτά, το ένα να κοιτάζει επάνω, το άλλο κάτω, για να δέ­νονται καλύτερα. Άλλοι, όμως, προτιμού­σαν να τα δένουν χωρίς να τα σταυρώνουν, για να προστατεύονται καλύτερα στις θημωνιές, όπου κάνανε άγριες επιδρομές τα σπουργίτια, όπως φαίνεται παρακάτω.

Ένας ακόμη άνδρας, ο κουβαλητής, φόρτωνε τα δέματα στο γάιδαρο και στη φοράδα, για να τα μεταφέρει δίπλα στο α­λώνι, όπου τα ξεφόρτωνε κι έκανε τη θημωνιά. Τα πρώτα δεμάτια τα τοποθετούσε όρθια και τα υπόλοιπα πλαγιαστά, χτίζο­ντας τα γύρω-γύρω και με τον καρπό προς τα μέσα, που να μη φαίνεται, για να μην τον τρώνε τα σπουργίτια, που μαζεύονταν χιλιάδες στις θημωνιές.

Συνήθως στο θέρος δυο και τρεις οι­κογένειες αλληλοβοηθιούνταν και μαζεύ­ονταν πολλοί στο δύσκολο αγώνα. Θέρι­ζαν κι άνδρες. Συνήθως οι γυναίκες, που ήτανε πιο ευλύγιστες και επιδέξιες, τους ξε­περνούσαν και τους κορόιδευαν. Όταν, ό­μως, δούλευαν πολλοί μαζί, έκαναν κέφι, τραγουδούσαν καμιά φορά ή λέγανε πολ­λά αστεία και μαντινάδες. Έτσι ξεγελούσαν το λιοπύρι και την κούραση. Το μεση­μέρι τρώγανε με κέφι στη σκιά κάποιου κο­ντινού δένδρου. Συνήθως, όταν οι θεριστές ήταν πολλοί, η οικοδέσποινα φρόντιζε από τη νύχτα για το ψητό στο φούρνο κι ο κου­βαλητής έτρεχε να το φέρει. Και περίμε­ναν μετά το φαγητό κάμποση ώρα, να κα­ταλαγιάσει η δυνατή ζέστη, για να συνεχί­σουν μέχρι αργά το βράδυ. Καμιά φορά, για να τελειώσει το χωράφι, θέριζαν και με το φεγγάρι.

 

Αλώνισμα – λίχνισμα

 

Τα αλώνια τα έφτιαχναν στις κορφές και στα μουράκια, δηλαδή στους λοφίσκους και στα μικρά υψώματα, όπου φυσάει βο­ριαδάκι τις απογευματινές ώρες. Τα αλώνια τα έφτιαχναν κυκλικά με ακτίνα 3 -4 μέτρα, τοποθετώντας όρθιες πλάκες μέχρι 40 πόντους, ενώ το δάπεδο το κάλυπταν επίσης με πλάκες, κατά κανό­να με άγρια επιφάνεια, για να μη γλιστρά­νε τα ζώα. Άλλοτε πάλι, στην Κρήτη και αλλού, συνήθως το δάπεδο το έστρωναν με αργιλώδες χώμα. Έκαναν παχιά λάσπη και την άπλωναν σε όλα τα σημεία. Όταν η λά­σπη ξεραινόταν, το δάπεδο γινότανε πολύ σκληρό.

Όταν τελείωνε το θέρος κι είχανε κου­βαληθεί τα γεννήματα έξω από το αλώνι σε χωριστές θημωνιές για κάθε δημητρια­κό (σιτάρι, κριθάρι, βρόμη), άρχιζε το α­λώνισμα. Ήταν η εποχή του αλωνάρη μή­να, του Ιούλη. Οι αλωνάρηδες έλυναν τα δεμάτια της θημωνιάς, πετούσαν μακριά τα βιτσοδέματα και σκορπούσαν τα στάχυα σ’ όλη την κυκλική επιφάνεια του αλωνιού.

Τα ζώα – αγελάδες, γαϊδούρια – ζεμένα ερ­χόντουσαν γύρω-γύρω πεντέξι ώρες, από τις 10 το πρωί μέχρι τις 4 το απόγευμα, στη φούρια της ζέστης -Ιούλης μήνας- για να ποδοπατήσουν τα γεννήματα. Συνήθως έ­ζευαν δύο ζώα και σπανιότερα τρία, αλλά ο αλωνάρης που τα καθοδηγούσε ακολου­θούσε καβάλα στη φοράδα. Ήταν, όμως, προτιμότερο τα πρώτα ζώα να είναι δύο και όχι τρία, γιατί σχεδόν πάντα τραβούσαν και το ντουένι, το οποίο ήτανε δεμένο με αλυ­σίδα στο ζυγό. Το ντουένι ήταν ένα μακρό­στενο ταβλί με πριόνια στην κάτω επιφά­νεια, πολύ αποτελεσματικό στο θρυμμάτι­σμα των σταχυών. Έβαζαν και μια βαριά πέτρα επάνω ή ανέβαινε συνήθως ένα παι­δί, που το ‘χε μεγάλη χαρά. Στην Κρήτη είχαμε ένα ανάλογο γεωργικό εργαλείο, τον βωλόσυρο, που είχε μάκρος ενάμισι μέτρο και πλάτος 60 πόντους.

 

Παραδοσιακός τρόπος αλωνίσματος.

 

Κατά διαστήματα τα καματερά έπρε­πε να αλλάζουν φορά, για να μη ζαλίζο­νται και πέσουν χάμω, δηλαδή το δεξιό­στροφο γύρισμα με την αλλαγή γινότανε αριστερόστροφο και το αντίθετο. Την ευ­θύνη την είχε αυτός που ήταν καβάλα στη φοράδα. Τότε έπρεπε ο πιτσιρικάς, που το διασκέδαζε ανεβασμένος στον βωλόσυρο, να κατέβει και να τον γυρίσει με τα χέρια του, για να μην μπερδευτούν και σωρια­στούν χάμω τα γαϊδούρια ή οι αγελάδες που τον τραβούσαν.

Ένας άλλος αλωνάρης, πάλι, ανακά­τευε με το λιχνιστήρι τα γεννήματα, ώστε να έρχονται τα επάνω κάτω ή έριχνε κι άλ­λα από τη θημωνιά. Το λιχνιστήρι στην Κρήτη το λέμε θρινάκι (από την αρχαία λέ­ξη θρίναξ), ένα ξύλινο εργαλείο, ελαφρύ, με 3 – 4 δόντια, όπως το πιρούνι που τρώμε. Ήταν πολύ δύσκολο να βρει ο αγρότης ένα πουρναρίσιο συνήθως κλαδί1,5 μέτρουπε­ρίπου, που να απολήγει σε τρία ή τέσσερα μικρότερα κλαδάκια, όλα στοιχισμένα στη σειρά, για να το κόψει, να το ξεφλουδίσει, να το ζεστάνει στη φωτιά, για να το κα­μπυλώσει ελαφρά, να το ξεράνει και να το κάνει θρινάκι.

Όταν είχε γίνει το «αλωνικό», δηλαδή όταν τα στάχυα είχανε γίνει άχυρο, ξέζευαν τα ζώα και τα οδηγούσαν για νερό και για βοσκή. Ήταν πολύ κουραστική αυτή η δου­λειά για τους ανθρώπους αλλά πιο πολύ για τα ζώα. Οι αλωνάρηδες είχαν τη δυνατό­τητα να αλλάζουν μεταξύ τους, να ξεκου­ράζονται στον ίσκιο της διπλανής ελιάς ή κουμαριάς, να λαγοκοιμούνται λίγο, να πί­νουν κρύο νερό από τη στάμνα. Και στον ήλιο φορούσαν το καπέλο τους. Τα ζώα, ό­μως, δεν είχανε άλλη επιλογή από εκείνη της άχαρης γυροβολιάς. Εξάλλου, η φορά­δα φορούσε το χαλινάρι της και οι αγελά­δες τις μουρίδες τους (φίμωτρα), για να μην τσιμπολογούν.

Λίχνισμα

Ύστερα άρχιζε η διαδικασία του λιχνίσματος. Όλο το αλωνικό το στοίβαζαν στο βο­ρινό ημικύκλιο του αλωνιού. Ύστερα τέ­ντωναν ένα σκοινί εκεί όπου τελείωνε το στοιβαγμένο αλωνικό, πλακώνοντάς το στις άκρες με δύο πέτρες, για να μην πα­ρασυρθεί από κάποια αδέξια κίνηση. Στη συνέχεια με τα θρινάκια πετούσαν ψηλά το αλωνικό, ο αέρας έπαιρνε το ελαφρύ ά­χυρο και το πήγαινε από την άλλη μεριά του σκοινιού, ενώ ο καρπός σωριαζόταν στα πόδια των λιχνιστάδων. Οι λιχνιστάδες ήταν δύο, που ξεκινούσαν από τις δύο άκρες και προχωρώντας αντάμωναν στη μέση. Η διαδικασία του λιχνίσματος κρα­τούσε αρκετή ώρα, ανάλογα κι από την έ­νταση του αέρα. Αν υπήρχε πλήρης άπνοια, περιμένανε και τη νύχτα. Δε γινότανε να εγκαταλείψουν τη δουλειά στη μέση. Ύστερα κοσκίνιζαν τον καρπό, για να φύγουν τα σκύβαλα, δηλαδή οι κόνδυλοι των σταχυών που δεν τους έπαιρνε ο αέ­ρας και όλα τα χοντράδια ή τυχόν πετρούλες και κόπρανα των ζώων. Για τη δουλειά αυτή χρησιμοποιούσαν το δριμόνι, ένα με­γάλο κόσκινο με διάμετρο ένα μέτρο περί­που ή κόσκινο μικρότερο. Με το κοσκίνισμα ο καρπός έπεφτε χάμω σ’ ένα πανί, ε­νώ τα άχρηστα αντικείμενα τα πετούσαν μακριά.

 

Λίχνισμα στο αλώνι 1930. Φωτογραφία Έλλη Παπαδημητρίου.

 

Τελευταία δουλειά ήταν το σάκιασμα του καρπού και η μεταφορά του στο σπίτι με τη φοράδα ή το άλογο. Φυσικά, θα έπρεπε μετά ο καρπός να μεταφερθεί στο μύλο, να αλεστεί και να γίνει αλεύρι. Γι’ αυτό, μετά τη μεταφορά του από το α­λώνι, ή τον άφηναν προσωρινά στα τσου­βάλια ή τον έριχναν σε πιθάρια και σε με­γάλα ξύλινα κασόνια. Πριν από το άλεσμα στο μύλο, ο καρπός έπρεπε πρώτα να πλυ­θεί και να στεγνώσει.

Την επόμενη μέρα, πρωί-πρωί, έπρε­πε να σακιάσουν τα άχυρα, για να τα μετα­φέρουν στον αχυρώνα, ώστε να ελευθερω­θεί το αλώνι για την επόμενη αλωνισιά. Αν είχαν χρόνο, το αχεροσάκιασμα ξεκινούσε αποβραδίς, μετά το λίχνισμα. Χρησιμο­ποιούσαν μεγάλα τσουβάλια και τετράγω­νες λινάτσες, τις γωνίες των οποίων έδε­ναν σταυρωτά. Τα άχυρα ήταν τροφή των ζώων το χειμώνα. Η δουλειά αυτή, σάκιασμα στο αλώνι και ξεσάκιασμα στον αχυ­ρώνα, αν και φαίνεται εύκολη, ήταν και δύσκολη και μπελαλίδικη, γιατί οι σακιαδόροι αναπνέανε τη σκόνη του άχυρου (τις κουμούρες) και πνιγόντουσαν, όπως οι μπε­τατζήδες κάποτε δεν μπορούσαν ν’ αποφύ­γουν την εισπνοή της τσιμεντόσκονης.

Στην Αργολίδα καλλιεργούσαν σιτάρι «κυρίως προς κάλυψιν των ιδίων αναγκών των καλλιεργητών». Έτσι, αν ο καιρός δεν ευνοούσε την καλλιέργεια ή αν προσβαλ­λόταν από κάποια ασθένεια, η ετήσια πα­ραγωγή δεν κάλυπτε τις ανάγκες της οικο­γένειας.Συνήθως εφάρμοσαν την καλλιέργεια της αμειψισποράς, δηλαδή της εναλλαγής καλλιέργειας στο ίδιο έδαφος. Έτσι, η καλλιέργεια του σιταριού εναλλασσόταν με ε­κείνη του καπνού, της πατάτας ή της τομά­τας. Αλλά αν αυτό εφαρμοζόταν μία χρο­νιά, δεν μπορούσε να επαναληφθεί και την επομένη. Δηλαδή, μετά τη συγκομιδή του καπνού, οργωνόταν το ίδιο χωράφι με τις πρώτες βροχές για σπορά σιταριού, το ο­ποίο θα θεριζόταν τον Ιούνιο. Αυτό σημαί­νει ότι ήταν αδύνατο να φυτευτεί πάλι κα­πνός τον Μάρτιο, μια και το χωράφι ήταν ήδη σπαρμένο. Για το θέρος έπαιρναν εργάτες από τις Λίμνες και τα άλλα ορεινά χωριά της Αργολίδας, οι οποίοι εξασφάλιζαν ψωμί για τις οικογένειές τους, μια και ήταν μικρή ή ανύπαρκτη η δική τους παραγωγή. Συνή­θως έπαιρναν εργάτες οι αγρότες της Δαλαμανάρας, του Λάλουκα, της Πυργέλας, του Χώνικα, του Αβδήμπεη (Ηραίου), του Ανυφίου και του Κουτσοποδίου, «όπου η καλλιεργούμενη έκτασις διά σίτου είναι με­γαλύτερα και αι αποδόσεις καλαί».

Κατέβαιναν, όμως, θεριστάδες και α­πό τα χωριά της Κυνουρίας (Βούρβουρα, Καστρί κ.ά.) «με τα ζώα των περιερχόμενοι τα χωρία κατά μπουλούκια 10-15 εργατών ζητούντες εργασίαν». Αυτοί οι άνθρωποι έ­μεναν στο ύπαιθρο ή σπανιότερα σε σπίτια φίλων ή συγγενών. Θέριζαν από τις 2 το πρωί με το φεγγάρι μέχρι τις 8 το βράδυ ( 18 ώ­ρες!). Ο κάθε θεριστής θέριζε 40 δεμάτια και η αμοιβή του ήτανε 10%. Τα τέσσερα δεμάτια που του αναλογούσαν, σύμφωνα με τα δεδομένα της εποχής, άξιζαν μαζί με το άχυρο 152 δρχ., τη στιγμή που το κανονικό μεροκάματο είχε 70 δρχ. Αυτοί οι ξωμάχοι, ύστερα από τόσο σκληρή δουλειά ολίγων ημερών, αλώνιζαν τα δεμάτια τους σ’ ένα ορισμένο σημείο και μετέφεραν το σιτάρι και το άχυρο στα σπίτια τους με τα ζώα ή με αυτοκίνητο. Έτσι εξασφάλιζαν το ψωμί των οικογενειών τους.

 

Αλωνιστική μηχανή

 

Τέλος, στα καμποχώρια το αλώνισμα γινόταν με αλωνιστικές μηχανές. Αλλά στα ημιορεινά χωριά (Μηδέα, Πουλακίδα, Δεν­δρά) και στα ορεινά, όπου οι δρόμοι ήταν δύσβατοι ή ανύπαρκτοι και η παραγωγή μι­κρή, το αλώνισμα γινότανε στα αλώνια με τα ζώα και με το ντουένι με τον παραδο­σιακό τρόπο. Η αλωνιστική μηχανή δεν ήταν αυτο­κινούμενη. Όταν εργαζόταν, σε μικρή α­πόσταση από αυτήν υπήρχε ένα τρακτέρ, το οποίο της έδινε κίνηση με έναν φαρδύ ιμάντα. Μνημονεύονται έξι αλωνιστικές μηχανές το 1938 στον Αργολικό κάμπο (δύ­ο στο Άργος και από μία στην Αγία Τριά­δα, στο Ναύπλιο, στην Πυργέλα και στον Λάλουκα), χώρια του Αχλαδοκάμπου ή της Ερμιονίδας. Όταν βελτιώθηκε το οδικό δίκτυο, οι αλωνιστικές μηχανές απάλλαξαν τους α­γρότες από το βασανιστικό αλώνισμα του­λάχιστο. Τώρα πια οι μηχανές αυτές έχουν αποσυρθεί, γιατί η τεχνολογία μας προσέ­φερε τις θεριζοαλωνιστικές, οι οποίες απάλ­λαξαν τους αγρότες και από το θέρος. Ό­που δεν έχει πρόσβαση η θεριζοαλωνιστική, οι άνθρωποι έπαψαν πια να σπέρνουν και να βασανίζονται.

 

Οδυσσέας Κουμαδωράκης

 

Πηγή


 

Read Full Post »

Υφάντριες


 

Υφάντριες σε κάθετο αργαλειό - Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης

Η ύφανση με τον αργαλειό ήταν μία από τις σημαντικότερες ασχολίες των γυναικών από την αρχαία εποχή. Όλα τα μινωικά και μυκηναϊκά ανάκτορα (2η χιλιετία π.Χ.) εί­χαν εργαστήρια με κατακόρυφους αργα­λειούς. Στην Οδύσσεια (ραψ. α) ο Τηλέμα­χος παροτρύνει τη μητέρα του Πηνελόπη ν’ ασχολείται με τη ρόκα και τον αργαλειό της. Ο αργαλειός κατά τους νεότερους χρό­νους ήταν ένα από τα προικιά της νύφης. Όλα σχεδόν τα νοικοκυριά είχαν αργαλειό, γιατί ήταν για την οικοδέσποινα πράγματι ένα εργαλείο – από τη λέξη αυτή προέρχε­ται ο αργαλειός -, με το οποίο υφαίνονταν όλα όσα είχε ανάγκη η οικογένεια: σεντό­νια, τραπεζομάντιλα, πετσέτες, είδη ρουχισμού (από τα σπάργανα του μωρού και τα εσώρουχα μέχρι υφάσματα για χοντρές φορεσιές), μεταξωτά, κεντητά· κι ακόμη: κιλίμια, κουρελούδες, κουβέρτες, φλοκά­τες, χαλιά.

Στην Κρήτη ο αργαλειός ονομαζόταν αργαστήρι, δηλαδή εργαστήριο, γιατί στο δωμάτιο αυτό, συνήθως στον οντά, υπήρ­χε ακόμη η ανέμη, η ρόκα, το αδράχτι, τα χειρόχτενα για γνέσιμο του πρόβειου μαλ­λιού, τα μασουράκια, οι σαΐτες, οι κλωστές, οι κούκλες (τσουκλιά), καλάθι με βελόνες και είδη ραπτικής και πολλά άλλα· και σ’ αυτό το δωμάτιο έγνεθε ή έπλεκε η γιαγιά και η κόρη ύφαινε όσο η μητέρα κεντούσε ή και το αντίθετο.

Πρώτη ύλη για την ύφανση ήταν κυρίως το πρόβειο μαλλί από τα οικόσιτα πρόβα­τα. Μετά την κουρά των προβάτων τον Μά­ιο, οι χωρικοί βάζανε τα μαλλιά σε τσου­βάλια και πήγαιναν στο ποτάμι να τα πλύ­νουν. Είχανε μαζί τους κι ένα μεγάλο κα­ζάνι, για να ζεσταίνουν νερό. Έριχναν το μαλλί στο καυτό νερό και μετά το χτυπού­σαν στις πέτρες με ξύλα, τις κοπανίδες, να φύγει η βρομιά. Ύστερα το ξέπλεναν με μπόλικο καθαρό νερό και το άφηναν να στραγγίσει. Κατόπιν επέστρεφαν στο σπί­τι και το άπλωναν στους φράχτες κι όπου αλλού μπορούσαν, για να στεγνώσει. Απ’ όλη αυτή τη διαδικασία του πλυσίματος και καθαρίσματος, η καθαρή ίνα είχε βάρος κα­τά 50% περίπου λιγότερο από το αρχικό του μαλλιού. Το άλλο 50% ήταν ιδρώτας, λιπαρές ουσίες, σκόνη, κοπριά, βρομιά και ξένα σώματα. Στη συνέχεια έπρεπε να γίνει το ξάσιμο, πρώτα με τα χέρια κι ύστερα με τα χει­ρόχτενα ή με τη λαναρίστρα, ώστε να γίνει αφράτο – αφράτο σαν πούπουλο.

Το περισσότερο μαλλί γινόταν κλωστή για τον αργαλειό. Κρατούσαν όμως και λίγο, για να πλέξουν οι γυναίκες πουλόβερ, ζακέτες, κάλτσες και άλλα είδη ρουχισμού. Έβαζαν, λοιπόν, μια τουλούπα, μαλλί στη ρόκα και με το αδράχτι που στη βάση του είχε το σφοντύλι, ένα στρογγυλό ξύλο για γρήγο­ρη περιστροφική κίνηση, έφτιαχναν μια κλωστή χοντρή, κατάλληλη για πλέξιμο.

Μετά τη νηματοποίηση έπρεπε το νή­μα να βαφεί. Πριν από πολλά χρόνια δεν χρησιμοποιούσαν χημικά παρασκευάσμα­τα, αλλά έπαιρναν ό,τι τους χρειαζόταν α­πό τη φύση. Το καφέ το έπαιρναν από τα φύλλα καρυδιάς ή τα καρυδότσουφλα, το κίτρινο από τα φύλλα άσπρης μουριάς, το μαύρο από τα μούρα μαύρης μουριάς. Μά­ζευαν ρίζες από διάφορα φυτά και δένδρα, βελανίδια, αγριοπιπεριές, τριαντάφυλλα κι ό,τι άλλο θα μπορούσε να τους δώσει κά­ποιο χρώμα. Έβραζαν τα νήματα σ’ αυτά τα χρωματικά διαλύματα, ρίχνοντας λίγο ξίδι και αλάτι, για να μην ξεβάφουν. Όμως, όλη η διαδικασία και η τέχνη της βαφής με φυσικά στοιχεία ήταν δύσκολη, κουραστι­κή και το αποτέλεσμα όχι ικανοποιητικό, γιατί τα χρώματα δεν ήταν ανεξίτηλα και τα ρούχα ξεβάφανε και ξεθωριάζανε, ιδιαί­τερα στο ζεστό νερό.

Αργότερα οι γυναί­κες αγόραζαν χημικές μπογιές, για να βά­φουν τα νήματα, όπως γίνεται και για το βάψιμο των πασχαλινών αβγών. Πάντως, όλη η διαδικασία από το πλύ­σιμο του μαλλιού μέχρι και τη βαφή των νημάτων, ήταν χρονοβόρα και πολύ κου­ραστική. Γι’ αυτό, από τη στιγμή που η τε­χνολογία προχώρησε και άρχισαν να λει­τουργούν λαναροκλωστήρια, οι γυναίκες έ­παψαν να βασανίζονται κι έδιναν το μαλλί από τα πρόβατά τους στα εργαστήρια αυ­τά, τα οποία έπλεναν το βρόμικο μαλλί, το λανάριζαν, το νηματοποιούσαν, το έβαφαν και παρέδιδαν στην πελάτισσά τους νήμα σε τσουκλιά (κούκλες) ή σε μπομπίνες. Τέτοια λαναροκλωστήρια στο Άργος ήταν του Προβατάκη, του Ανέστη, του Αν­δρέα Καχριμάνη και του Σταύρου Ιωαννίδη κοντά στη Βρασέρκα.

 

Διάσιμο

 

Χειροκίνητη ξύλινη διάστρα, Μουσείο Τέχνης Μεταξιού – Σουφλί

Το διασίδι είναι το νήμα για το στημόνι. Για να τυλιχτούν όλες οι κλωστές του στημονιού στον αντίστοιχο κυλινδρικό άξονα του αργαλειού, οι υφάντρες χρησιμοποιού­σαν τη διάστρα· και όλη η διαδικασία ονο­μάζεται διάσιμο. Η διάστρα ήταν ένα φορητό ξύλινο πλαίσιο με δυο πατούρες, για να στέκεται όρθιο, το οποίο γινότανε διπλό με ένα ε­σωτερικό χώρισμα. Κατά μήκος των κατα­κόρυφων πλευρών υπήρχαν τρυπούλες απ’ όπου περνούσαν βέργες ή λεπτά καλάμια. Στα καλάμια αυτά περνούσαν καλαμένια μασούρια με τυλιγμένη την κλωστή. Την κλωστή την αγόραζαν σε κούκλες – έτοι­μη, βαμμένη- την έβαζαν στην ανέμη και με τον αδράχτη τη μασούριζαν σε μεγάλα χοντρά καλάμια μήκους25 εκατοστών πε­ρίπου. Μπορεί στη διάστρα να έβαζαν 30-50 μασούρια, ανάλογα με το φάρδος του πανιού που θέλανε να υφάνουνε.

Τραβούσε, λοιπόν, η υφάντρια (ή κα­λύτερα η διαστρούδα) τις κλωστές από όλα τα καλάμια ταυτόχρονα και τις περνού­σε όλες μαζί από τα παλούκια που είχε καρφώσει σε κάποιον υπαίθριο τοίχο, κάνοντας ζιγκ – ζαγκ, γιατί δεν ήταν δυνατόν να βρε­θεί τόσο μακρύς τοίχος όσο το μάκρος της κλωστής. Όλες οι κλωστές μαζί θα απο­τελούσαν το στημόνι του αργαλειού. Αυτό ήταν το πρώτο στάδιο του διασίματος, δη­λαδή να μπούνε όλες οι κλωστές μαζί, να γίνουνε ένα χοντρό «σκοινί».

Ύστερα έπαιρναν από τον αργαλειό τον κύλινδρο του στημονιού ή (καλύτερα) τον γυρνούσαν ανάποδα και στερέωναν ό­λες τις κλωστές από την άκρη τους καλά, να μη φύγει καμία. Μια γυναίκα καθότανε σε μια καρέκλα ανάποδα και τραβούσε με δύναμη το «σκοινί» με τις κλωστές, ώστε να είναι καλά τεντωμένες, μία άλλη γυρ­νούσε τον κύλινδρο και τύλιγε το στημόνι, ενώ δύο ακόμη γυναίκες, βάζοντας και 2-3 καλάμια ανάμεσα, τις άπλωσαν όμορφα-όμορφα, ώστε η μια κλωστή να μην καβα­λικεύει την άλλη. Το τρίτο στάδιο ήταν να τοποθετηθεί ο κύλινδρος με το στημόνι κανονικά στη θέση του στον αργαλειό, να περαστούν οι κλωστές πρώτα από τα μιτάρια και ύστερα από το χτένι και να στερεωθούν στο πίσω μέρος όπου κάθεται η υφάντρια και υφαίνει, δηλαδή στο αντί. Ο αργαλειός ήταν έτοιμος πια να λειτουργή­σει και να υφάνει.

 

Περιγραφή και λειτουργία του αργαλειού

 

Παραδοσιακός ξύλινος αργαλειός (ΚΕ.ΜΙ.ΠΟ.)

Ο αργαλειός έχει το σχήμα ορθογώνιου πα­ραλληλεπίπεδου. Έχει τέσσερα κατακόρυ­φα δοκάρια, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με οκτώ οριζόντια χοντρά σανίδια, δύο σε κάθε πλευρά. Τα τέσσερα χαμηλά σανί­δια είναι προσαρμοσμένα σε ύψος μισού μέτρου περίπου από το δάπεδο, ενώ τα άλ­λα τέσσερα δένουν τα κατακόρυφα δοκά­ρια στην απόληξή τους. Τα δύο κατακόρυ­φα δοκάρια, που ευρίσκονται στο εμπρός μέρος του αργαλειού, φέρουν από μία καμπυλόσχημη εσοχή, όπου προσαρμόζεται ένα κυλινδρικό ξύλο. Στο ξύλο αυτό τυλί­γεται το στημόνι, δηλαδή όλες οι κλωστές που εκτείνονται τεντωμένες κατά μήκος του αργαλειού και αποτελούν τη βάση του υφαντού.

Οι κλωστές αυτές περνάνε πρώτα α­πό τα μιτάρια, τα οποία είναι διπλά. Η πρώτη κλωστή περνάει από την πρώτη θέση του πρώτου μιταριού· η δεύτερη κλωστή από την πρώτη θέση του δεύτερου μιταριού· η τρίτη κλωστή από τη δεύτερη θέση του πρώτου μιταριού· η τέταρτη κλωστή από τη δεύτερη θέση του δεύτερου μιταριού κ.ο.κ. Δηλαδή, αν θα αριθμούσαμε τις κλω­στές του στημονιού, θα λέγαμε ότι αυτές με μονό αριθμό (1,3,5,7) περνάνε από το πρώτο μιτάρι και αυτές με ζυγό αριθμό (2,4,6,8) από το δεύτερο μιτάρι. Το κάθε μιτάρι ελέγχεται από ένα λουρί, την πατητήρα (ή ποδαρίτσα ή ποδαρικό), που πατά­ει η υφάντρια με το πόδι της. Η υφάντρια κάθεται πάντοτε στο πίσω μέρος του αργαλειού. Στη συνέχεια οι κλωστές του στημονιού περνάνε από το χειρόχτενο με την ίδια σειρά (η πρώτη μονή, η πρώτη ζυγή, η δεύτερη μονή, η δεύτερη ζυγή κ.ο.κ.). Στη συνέχεια το στημόνι καταλήγει στο πίσω μέρος του αργαλειού, στο αντί, ένα κυλιν­δρικό επίσης ξύλο, όπου τυλίγεται το υφα­σμένο πανί.

 

Χειροκίνητος ξύλινος αργαλειός, Μουσείο Τέχνης Μεταξιού – Σουφλί

 

Όταν η υφάντρια πατήσει το ένα πο­δαρικό, το ένα μιτάρι τραβιέται προς τα κά­τω και το άλλο σηκώνεται. Τότε οι κλω­στές του στημονιού μοιράζονται: οι μισές πάνε επάνω και οι άλλες μισές κάτω. Από το κενό που δημιουργείται περνάει η σαΐ­τα, η οποία έχει μέσα της ένα μασουράκι με κλωστή. Αυτή η κλωστή, που σταυρώ­νεται με τις κλωστές του στημονιού, είναι το υφάδι. Όταν η σαΐτα περάσει από τη μιαν άκρη του στημονιού στην άλλη, η υφάντρια χτυπάει μια φορά την κλωστή με το χτένι, αλλάζει πατητήρα, χτυπάει δυο φορές, αλ­λάζει πάλι πατητήρα και χτυπάει το χτένι ακόμη μία φορά, για να καθήσει και να «κολλήσει» η κλωστή στο υφασμένο πανί.

Αυτά τα ρυθμικά χτυπήματα (τακ, τακ-τακ, τακ) μοιάζουν με μουσική· και η ποίηση, ανώνυμη και επώνυμη, την έχει τραγουδή­σει με εξαίσιο τρόπο. Με την αλλαγή της πατατήρας, οι δυο ομάδες κλωστών του στημονιού αλλάζουν θέση και η σαΐτα ξαναπερνάει από εκεί που βγήκε.

Επίσης, ο κύλινδρος του στημονιού έ­χει δύο διαμπερείς τρύπες, από όπου περ­νάει ο σφίχτης. Ο σφίχτης είναι ένα ίσιο ξύλο, που ακουμπάει χάμω και κρατάει τε­ντωμένο το στημόνι. Με ανάλογο τρόπο κρατιέται τεντωμένο και το αντί από την άλλη μεριά. Αυτός είναι σε γενικές γραμ­μές ο τύπος του λεγόμενου οριζόντιου αρ­γαλειού, επειδή το στημόνι και το υφαντό ευρίσκονται σε οριζόντια θέση, σε αντίθε­ση με τους κατακόρυφους της αρχαιότη­τας.

 

Ο αρχαίος αργαλειός (κάθετος αργαλειός με βάρη)

 

Φυσικά, ο ίδιος αργαλειός μπορεί να υφάνει και λινά και βαμβακερά και μετα­ξωτά υφάσματα. Πάντως, είναι εκπληκτικό και χαίρε­σαι να βλέπεις μια έμπειρη υφάντρια να πε­τάει με καταπληκτική ταχύτητα και μαε­στρία τη σαΐτα από τη μια άκρη του στημονιού στην άλλη, να χτυπάει ρυθμικά το χτένι και ξυπόλυτη ν’ αλλάζει ποδαρίτσα. Είναι εκπληκτικό να περιεργάζεσαι το υ­φαντό, που πολλές φορές έχει χρώματα και σχέδια. Είναι θαυμάσιο που οι κοπέλες των χωριών μας κάποτε ύφαιναν τα προικιά τους, χωρίς να είναι απαλλαγμένες από τις δουλειές του σπιτιού ή από τις αγροτικές ασχολίες. Με τη βοήθεια της μάνας και της γιαγιάς έκαναν θαύματα. Είναι εντυπωσια­κό το γεγονός ότι τα κορίτσια ύφαιναν στον ελεύθερο χρόνο τους.

Αν αναλογιστούμε ό­τι σήμερα τα κορίτσια μας και γενικά όλοι μας αναλώνουμε τον ελεύθερο χρόνο μας στην τηλεόραση, στα τηλεφωνήματα, στις καφετερίες και στις βόλτες και ότι η ύφαν­ση ήταν παραγωγική αλλά και κουραστική ενασχόληση, αντιλαμβανόμαστε όλοι μας πόσες ώρες το 24ωρο εργάζονταν. Όμως, και οι ίδιες οι γυναίκες χαίρο­νταν τα υφαντά τους και καμάρωναν.

Ό­ταν τελείωναν ένα υφαντό, καλούσαν τις γειτόνισσες να το δουν και να ευχηθούν. Και τελικά καθιερώθηκε από παλιά να με­ταφέρονται τα προικιά της νύφης με τραγούδια και όργανα στο σπίτι του γαμπρού την τελευταία Πέμπτη πριν από το γάμο και να στρώνουν το νυφικό κρεβάτι με σεντό­νια που είχε υφάνει η νύφη και να πετάνε φλουριά συγγενείς και φίλοι. Εκείνες οι πα­λιές εποχές είχαν απέραντη ομορφιά.

 

Υφάντριες στο Άργος

 

Μέχρι και τη δεκαετία του 1960 υπήρχαν πολλές υφάντριες στο Άργος, οι οποίες εργάζονταν επαγγελματικά. Οι περισσότερες από αυτές είχαν κι από 5-6 μαθήτριες, που μάθαιναν την τέχνη της υφαντικής, για να μπορούν να υφάνουν τα προικιά τους ή και για ν’ ασχοληθούν επαγγελματικά. Είχαμε την ευκαιρία και τη χαρά να επισκεφτούμε την Ελένη Γάτσιου – Γερούλη, η οποία έχει το εργαστήριό της στην οδό Μεσσηνίας – Αρκαδίας 57. Αυτή τη στιγμή (2007) είναι η μοναδική υφάντρια στο Άργος, που εξακολουθεί να εργάζεται επαγγελματικά. Υφαίνει κυρίως κιλίμια για κυρίες, οι οποίες έχουν στα σπίτια τους χω­ριάτικη διακόσμηση και ανάλογη επίπλω­ση. Γεννήθηκε στο Κρυονέρι Αργολίδας. Σε ηλικία 13 ετών εγκαταστάθηκε στο Άρ­γος και μαθήτευσε στην Ελένη Μαυρόγιαννη. Το 1961 απέκτησε δικό της εργαστήριο και με τον καιρό απέκτησε τη φήμη ε­πιδέξιας υφάντριας κιλιμιών, τα οποία ε­ντυπωσιάζουν με τα σχέδιά τους και τα φα­νταχτερά τους χρώματα.

 

Η υφάντρια Μαρία Κλεισιάρη, 1958.

 

Άλλες γνωστές υφάντριες, εκτός από την Ελένη Γερούλη και την Ελένη Μαυρόγιαννη, ήταν η Μιμή Γάτσου, η Κούλα Τσώρου, οι αδελφές Βασιλική και Σοφία Κατσαούνη, η Ελευθερία Καλιάτση-Δρίτσα, η Α­θανασία Διαμαντή, η Ελένη Σταυροπούλου, η Ελένη Κλεισάρη, η Μαρία Κιάφη, οι α­δελφές Μαριγούλα και Πετρούλα Μισινέζη, η Κατίνα Μώρου, η Κατίνα Αργυράκη, η Κατίνα Τσιραμανέ, η Ευγενία Γαβρίλη, η Παναγούλα Μπουγιώτη, η Ιωάννα Νικολοπούλου, η Κατίνα Χαβιαρλή, η Γωγή Κο­λιάτσου, οι αδελφές Παναγούλα και Γεωρ­γία Μπαλντά, η Βασιλική Σωτηροπούλου, η Γωγώ Νικολοπούλου, η Μαρία Ρηγοπού­λου, η Γεωργία Σωτηροπούλου, η Πόπη Ιατροπούλου, η Ελένη Κερασιώτη, οι αδελφές Νούλα και Μαρία Κλησιάρη, η Τασία Διαμαντή, η Μάρθα Αγγελοπούλου, η Γωγώ Αρματά, η Κούλα Αθηνιού, η Δήμητρα Μπρακατσά και πολλές άλλες.

Πολλές υφάντριες, ίσως οι περισσό­τερες οι οποίες εργάζονταν επαγγελματι­κά, ύφαιναν κιλίμια, όπως η Ελένη Γερούλη και η Κατίνα Μούκιου, ή καραμελωτές μάλλινες κουβέρτες, όπως η Γωγώ Κολιά­τσου. Οι κουβέρτες αυτές ήταν πολύ γερές και ανθεκτικές, πολύ ζεστές και εντυπωσί­αζαν με τα ωραία τους σχέδια και τα φα­νταχτερά τους χρώματα. Οι υφάντριες αυ­τές εκτοπίστηκαν σιγά-σιγά από τους υφα­ντουργούς, οι οποίοι διέθεταν ηλεκτροκί­νητους αργαλειούς. Είναι γνωστές ως «κουβερτούδες, ή «κιλιμούδες», αλλά οι χαρακτη­ρισμοί αυτοί δεν είναι καθόλου εύηχοι. Οι πελάτισσές τους έδιναν πρόβειο μαλλί, που προερχόταν συνήθως από τα οικόσιτα πρόβατά τους, και έπαιρναν έτοιμη την κουβέρτα ή το κιλίμι.

 

Οδυσσέας Κουμαδωράκης

Φιλόλογος – Συγγραφέας

 

Πηγή


 

Read Full Post »

Άγιος Γεώργιος – Λαογραφία


 

 Ένας βαθιά ελληνικός ορθόδοξος άγιος με «ρίζες» και «κλαδιά» πέρα από την ορθοδοξία

Υπάρχουν άγιοι στην ορθοδοξία που οι θρύλοι οι οποίοι τους συνοδεύουν φανερώνουν την ιδιαίτερη σχέση και αγάπη των πιστών προς αυτούς, σχέση που τους εκτείνει πέρα από τα όρια του δόγματος και της θρησκείας, τους καθιστά περισσότερο οικείους και οικουμενικούς.

Εικόνα Αγίου Γεωργίου

Ένας από τους κυριότερους τέτοιους αγίους είναι ο Καππαδόκης άγιος Γεώργιος, ο οποίος στη λαϊκή ψυχή έχει στοιχεία αγιοσύνης και ηρωισμού ταυτόχρονα, όπως και ο άλλος έφιππος άγιος, ο άγιος Δημήτριος. Στην Καππαδοκία, μάλιστα, πιστεύουν ότι τα άλογα του Άι-Γιώργη, του Άι-Δημήτρη, των αγίων Θεοδώρων και του αγίου Μηνά τρέχουν στον ουρανό και ότι είναι αυτά που προκαλούν τις βροντές και τις αστραπές με τα πέταλά τους.

Το βασικό χαρακτηριστικό όμως του αγίου Γεωργίου σύμφωνα με τους θρύλους που σχετίζονται μ’ αυτόν, το φανερώνει το επίθετο «δρακοντοκτόνος», επειδή ο άγιος σκότωσε έναν δράκο που φρουρούσε όλο το νερό της περιοχής και δεν άφηνε τους κατοίκους να υδρευτούν, αν δεν του έδιναν βορά κάθε φορά από έναν συντοπίτη τους. Αυτό συνεχιζόταν επί πολλά χρόνια, μέχρι που ήρθε η σειρά της μονάκριβης κόρης του τοπικού άρχοντα να θυσιαστεί στον δράκο. Τότε, ο άγιος, καβαλάρης, με το κοντάρι του σκότωσε τον δράκο, έσωσε την κοπέλα και ελευθέρωσε και την πόλη.

Το αξιοσημείωτο στην όλη ιστορία είναι ότι την ιδιότητα του δρακοντοκτόνου ο άγιος την αποκτά μόλις τον εντέκατο αιώνα, και όχι ενωρίτερα. Οι παλαιότερες παραστάσεις του αγίου τον εικονίζουν ως αξιωματούχο. Γράφει σχετικά η αναπληρώτρια καθηγήτρια Βυζαντινής Τέχνης, Μαρία Βασιλάκη: «Οι κατ’ εξοχήν δρακοντοκτόνοι άγιοι στην Ανατολική Εκκλησία ήταν οι δυο Θεόδωροι, ο Τήρων και ο Στρατηλάτης. Η παλαιότερη παράσταση με τον Γεώργιο του έκτου αιώνα τον δείχνει ως αξιωματούχο, δηλαδή με την επίσημη και όχι με τη στρατιωτική του στολή. Δεν γνωρίζω για παράσταση του ένατου αιώνα. Πάντως, μόλις τον εντέκατο εμφανίζεται ως δρακοντοκτόνος. Πως και γιατί αντικαταστάθηκαν οι Θεόδωροι από τον Γεώργιο είναι ένα ζητούμενο». Το γεγονός πάντως δεν είναι άσχετο και με το ότι τον εντέκατο αιώνα το Βυζάντιο βρίσκεται πλέον σε εξαιρετικά δυσχερή θέση.

Ως δρακοντοκτόνο, τον άγιο τον διεκδίκησε και το Ισλάμ, κατά τον δέκατο τρίτο και δέκατο τέταρτο αιώνα, ονομάζοντας τον Σαρί Σαλτίκ. Σύμφωνα με τον δικό τους θρύλο, ο Σαρί Σαλτίκ, πιστός σύντροφος του Χατζί Μπεκτάς (ιδρυτή του τάγματος των Μπεκτασήδων) έφθασε στη Βουλγαρία, σκότωσε έναν δράκοντα με επτά κεφάλια, απελευθέρωσε τη βασιλοπούλα και οι χριστιανοί (οι «άλλοι») ασπάστηκαν τον Μωάμεθ. Ο ίδιος θρύλος είναι πολύ ισχυρός στην Κρόια της Αλβανίας, αλλά και στη Βοσνία.

 

Ο Άγιος Γεώργιος (εικόνα αγνώστου, 1830). Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου – Άνω Σύρος.

 

Αρχαιοελληνικές καταβολές…

Στην ελληνική παράδοση, δρακοντοκτόνους ήρωες έχουμε και στα προ Χριστού χρόνια, ο θρύλος των οποίων επέζησε στους μετά Χριστόν αγίους. Έτσι, ο Άι-Γιώργης αποτελεί συνέχεια του ηλιακού θεού Απόλλωνα, ο οποίος σκότωσε τον πύθωνα στους Δελφούς.

Ο πύθωνας ήταν ένα μεγάλο σαυροειδές τέρας που γέννησε η Γη. Ζούσε στις μεγάλες βραχώδεις σχισμές των νοτίων παρυφών του Παρνασσού και προστάτευε τις πηγές Μάνα και Κασταλία, ενώ καταδίωκε τις Νύμφες, προκαλούσε ανέμους και έφερνε καταστροφές. Το θηρίο αυτό σκότωσε με το τόξο του ο Απόλλων και στη συνέχεια έφυγε από τους Δελφούς για να εξαγνισθεί. Αφού εξαγνίστηκε, επέστρεψε και έτσι καθιερώθηκε η λατρεία του στους Δελφούς. Από το γεγονός αυτό πήρε την επωνυμία Πύθιος, και η ιέρειά του ονομάστηκε Πυθία. Στον μύθο αυτόν βασίζεται και το άγαλμα του Απόλλωνα του Σαυροκτόνου, που αποδίδεται στον Πραξιτέλη. Σχετικός επίσης μπορεί να θεωρηθεί και ο αρχαιοελληνικός μύθος του Περσέα, ήρωα των Μυκηνών, ο οποίος επίσης σκότωσε έναν δράκοντα.

Η απολλώνια λατρεία λοιπόν πέρασε στους θρύλους του αγίου Γεωργίου, ο οποίος όμως συνδέεται με τον ηλιακό θεό και με άλλον τρόπο: πριν από τη θανατική καταδίκη του, ο άγιος είχε μεταφερθεί από τον Διοκλητιανό στον ναό του Απόλλωνα, με τον όρο να δεχτεί τη θεότητά του και να θυσιάσει στα είδωλα. Ο άγιος Γεώργιος όμως αρνήθηκε, μεσούντος του πλέον αιματηρού διωγμού των Χριστιανών.

Ο άγιος Γεώργιος των Μπεκτασήδων

Ο σύγχρονος ελληνισμός έχει συνδέσει με πλήθος εθίμων τη γιορτή του αγίου Γεωργίου. Τόσα πολλά είναι τα έθιμα πού συνοδεύουν τις γιορτές του, ώστε είναι αδύνατον να καταγραφούν όλα και από όλα τα μέρη του ελληνισμού. Κοινό χαρακτηριστικό των περισσοτέρων είναι ότι ανήμερα της γιορτής του τρώνε αρνί, ενώ το ζώο αυτό, σε πολλά κτηνοτροφικά μέρη, κατά τη σχετική πανήγυρη, το περιφέρουν γύρω από την εκκλησία του αγίου, ενώ κολλούσαν κεριά στα κέρατά του και τα άναβαν, καθώς πήγαιναν να προσκυνήσουν.

Ο άγιος Γεώργιος όμως είναι αγαπημένος άγιος και των μουσουλμάνων Μπεκτασήδων ή Αλεβιτών (αίρεση του Ισλάμ, κατά πολλούς όμως θεωρούνται κρυπτοχριστιανοί). Ιδιαίτερα σε περιοχές της Θράκης, ο άγιος Γεώργιος τιμάται σε πολλούς τεκέδες (αλεβίτικα μοναστήρια), αλλά και στις πολλές ορθόδοξες εκκλησιές και παρεκκλήσια του αγίου που υπάρχουν στην περιοχή πολλές φορές απαντώνται μουσουλμάνοι που πηγαίνουν να προσευχηθούν ή να αφήσουν κάποιο τάμα! Κυρίως όμως προσφέρουν θυσίες ζώων, τα λεγόμενα Κουρμπάνια, κατά την ημέρα της γιορτής του αγίου, με το παλαιό ημερολόγιο, στις 6 Μαΐου. Τα κυριότερα παρεκκλήσια στη θρακική περιοχή που επισκέπτονται οι Αλεβίτες-Μπεκτασήδες είναι τα έξης:

Ο Άγιος Γεώργιος Δρυμιάς: Βρίσκεται βορειοδυτικά της Ξάνθης, στην Κοινότητα Πασχαλιάς. Οι μουσουλμάνοι ονομάζουν το παρεκκλήσι αυτό Bayramli j Paskalya Ay Yorgi. Όταν επισκέπτονται το παρεκκλήσι, αποσύρονται σε κελιά που υπάρχουν στο πίσω μέρος του ναού για να προσευχηθούν. Ο χώρος είναι γεμάτος με αφιερώματα από μουσουλμάνους, κυρίως Πομάκους (αφιερωματικές πλάκες με αραβικές επιγραφές, τερλίκια πομακικά, μικρές στάμνες, κομπολόγια κ.α.).

Ο  Άγιος   Γεώργιος   Πόταμου: Απέχει 4 χιλιόμετρα από την Αλεξανδρούπολη, και βρίθει αφιερωμάτων από μουσουλμάνους.

Ο Άγιος Γεώργιος Λουτρού: Απέχει13 χιλιόμετρααπό την Αλεξανδρούπολη, προς Φέρρες, μετά από τα ερείπια της αρχαίας Τραϊανουπόλεως. Εδώ οι επισκέψεις των μουσουλμάνων γίνονται το καλοκαίρι, και συνδυάζονται με τη λουτροθεραπεία στις ιαματικές πηγές της Τραϊανουπόλεως.

Ο Άγιος Γεώργιος Πετρωτών: Απέχει 32 χιλιόμετρα, νοτιοανατολικά της Κομοτηνής. Εκεί συμπροσεύχονται οι μουσουλμάνοι στις 6 Μαΐου, και μιλούν για πολλά θαύματα του αγίου που οι ίδιοι έχουν βιώσει.

Χιδελερέζ…

 

Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά την Τουρκοκρατία τα παρεκκλήσια που προαναφέραμε χρησιμοποιήθηκαν από τους Μπεκτασήδες τεκέδες, και μάλιστα έτσι τα αποκαλούν μέχρι σήμερα. Τον άγιο Γεώργιο πολλές φορές τον συγχέουν με τον Προφήτη Ηλία (επίσης πολύ αγαπημένο τους Μπεκτασήδες) και τον ονομάζουν Χιδελερέζ, σύνθετο όνομα από το Χιζίρ (Γεώργιος) και Ελέζ (Ηλίας).

Άγιος Γεώργιος ο Καππαδόκης

Η γιορτή του αγίου Γεωργίου (Χιδελερέζ), στον μουσουλμανικό κόσμο της Θράκης, λόγω του ότι λαμβάνει χώρα στις αρχές του καλοκαιριού, συνδυάζεται με υπαίθρια γλέντια (κουρμπάνια), ψήσιμο αρνιών, τα οποία μοιράζουν σε όλους τους παρευρισκόμενους, και σε ορισμένα χωριά συνδυάζεται με τις κούνιες: κάνουν αυτοσχέδιες κούνιες από δέντρο σε δέντρο, όπου κάθονται νεαρές κοπέλες ενώ τα νεαρά αγόρια κουνούν το καθένα την κοπέλα που του αρέσει.

Η τιμή που αποδίδουν οι Μπεκτασήδες στον Άι-Γιώργη φαίνεται και από ένα επιπλέον γεγονός: στις Φέρρες, βρίσκεται το μαυσωλείο ενός αγίου του μπεκτασισμού, του Sari Saltik. Ο συγκεκριμένος άγιος γιορτάζεται ανήμερα του αγίου Γεωργίου, στη συνείδηση των πιστών του ταυτίζεται με τον άγιο Γεώργιο, ενώ πολλές φορές τον παρουσιάζουν με τα άμφια του αγίου Νικολάου. Είναι χαρακτηριστικό ότι την ημέρα της γιορτής του συρρέουν στο μαυσωλείο και πολλοί χριστιανοί.

Στον Έβρο, στις Καστανιές

 

Ας παραμείνουμε λίγο περισσότερο στο γεωγραφικό αυτό κομμάτι της Ελλάδας, πηγαίνοντας στις Καστανιές του Έβρου, όπου γιορτάζουν τον άγιο Γεώργιο επί τρεις μέρες. Την παραμονή της γιορτής οι γυναίκες ζυμώνουν 6 άρτους και τους πηγαίνουν στην εκκλησία, ενώ τα κορίτσια σηκώνονται χαράματα (ανήμερα της γιορτής) και κόβουν πρασινάδες και λουλούδια, με τα όποια στολίζουν το σπίτι τους, ενώ τα μεγάλα στάχυα τα χαρίζουν στον άγιο, για να χαρίσει καλή καρποφορία.

Τα νεαρά αγόρια κόβουν ένα κλαδί μελιάς με φύλλα και το κάνουν λάβαρο (μπαϊράκι). Όταν τελειώσει η λειτουργία στην εκκλησία, γυρνούν με νταούλια σε ζουρνάδες σε όλο το χωριό ενώ με τα λάβαρα χτυπούν τα παράθυρα των σπιτιών. Μετά από τον ηχηρό αυτόν γύρο του χωριού, τα παλικάρια μαζεύονται στην εκκλησία, όπου υπάρχουν δυο πρόβατα, ως προσφορά στον άγιο. Όποιος σφάξει το πρώτο παίρνει την προβιά και το συκώτι, ενώ ο παπάς την πλάτη. Το υπόλοιπο το μαγειρεύουν με ρύζι και το τρώνε όλοι μαζί. Το δεύτερο πρόβατο είναι το έπαθλο των αγώνων πάλης μεταξύ των αγοριών που ακολουθεί. Η επόμενη (τελευταία) ημέρα κυλά με χορούς τραγούδια και μεγάλο γλέντι με κάθε είδους πειράγματα μεταξύ των εορταζόντων.

Ο Σκυριανός Άι-Γιώργης

Από τον Έβρο πλέουμε προς τη Σκύρο, όπου ο Άι-Γιώργης είναι ο πολιούχος του νησιού, με μεγάλη φήμη ως θαυματουργού. Η εκκλησία του ανεγέρθη γύρω στο 1600, αλλά η μονή είναι πολύ παλαιότερη, πριν από το 1494. Η εικόνα του πήγε εκεί από την Κωνσταντινούπολη, επί εικονομαχίας, και εξαιτίας αυτού οι Ενετοί ονόμαζαν την Σκύρο Isola San Giorgio (το νησί του αγίου Γεωργίου). Στη γιορτή του κάθε χρόνο συνέρεαν εκεί πιστοί από τη Σμύρνη και από τους Αγίους Τόπους, φέρνοντας μύρο, εξ ου και η φράση: «για συγγνώμη και για μύρο, κίνησε να πας στη Σκύρο», ενώ οι ντόπιοι τραγουδούσαν: «άγιε μου Γιώργη Σκυριανέ, μεγάλε και θαυματουργέ».

Το τραγούδι του Άργους

Μιλώντας όμως για τραγούδια, δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε σε μία παραλλαγή του τραγουδιού του αγίου, που τραγουδιέται στο Άργος, κατά την πανήγυρη προς τιμήν του αγίου, τραγούδι το οποίο αρχίζει να περνάει στην λήθη από το 1913 και έπειτα. Αυτό που κάνει το τραγούδι ιδιαίτερο είναι ότι έχει δομηθεί ως λαϊκό δημιούργημα που εκφράζει την έντονη θρησκευτικότητα του λαού πάνω στον θρύλο της συνάντησης του αγίου με τον δράκοντα και τη νίκη του αγίου στην αναμέτρησή του με το κακό. Κάτι ανάλογο με την νίκη του Ιησού επί του διαβόλου, που καταδεικνύει την αγαθότητα, την αποτελεσματικότητα και τα θαυματουργά χαρακτηριστικά του αγίου.

Άγιος Γεώργιος

Στην Αράχοβα, από τον Καραϊσκάκη στον Άι- Γιώργη…

Συνεχίζοντας το «αγιωργίτικο» ταξίδι μας στην Ελλάδα, κάνουμε οπωσδήποτε μία στάση στην Αράχοβα, όπου ο άγιος γιορτάζεται με μεγάλη επισημότητα, λιτάνευση της εικόνας του, καθώς μουσικά όργανα τη συνοδεύουν όπως και τιμητική ακολουθία με γυναίκες και άνδρες που φορούν παραδοσιακές φορεσιές. Μετά από τη λιτάνευση ακολουθεί πολύς χορός και γλέντι, όπου, κατά τα σύγχρονα χρόνια, η μουσική και τα όργανα έχουν αντικαταστήσει πλήρως το τραγούδι.

Σημειώνουμε ότι και εδώ η γιορτή κρατά τρεις ήμερες. Την πρώτη ημέρα μάλιστα γίνεται αγώνας δρόμου μεταξύ των γερόντων της περιοχής, κατά τον οποίο τρέχουν στο στάδιο και ανεβαίνουν έναν δύσκολο ανήφορο με κροκάλες (στρογγυλές πέτρες) γονατιστοί! Ο πρώτος παίρνει ως έπαθλο ένα αρνί, το όποιο ψήνει και το μοιράζεται με όλους όσοι αγωνίστηκαν μαζί του. Ουσιαστικά, το πραγματικό έπαθλο είναι η ηθική ικανοποίηση της πρωτιάς.

Κάνοντας μία παρένθεση, οφείλουμε να πούμε ότι παρόμοιοι αγώνες γίνονται και στη Λοκρίδα, αλλά και σε άλλα χωριά της Ρούμελης, με ανάλογο έπαθλο. Εκεί, ανήμερα του Άι-Γιώργη έκαναν και το ρόγισμα: αυτό ήταν η συμφωνία (ρόγα) που έκλεινε κάθε βοσκός που ήθελε βοηθό, και που κρατούσε (η συμφωνία) μέχρι του αγίου Δημητρίου. Επανερχόμαστε στην Αράχοβα, για να επισημάνουμε ότι οι γέροντες έχουν μία ιδιαίτερη θέση στις σχετικές με τον άγιο Γεώργιο γιορτές, χωρίς όμως να είναι γνωστός ο λόγος για τον οποίο επικράτησε αυτός ο ρόλος των γερόντων.

Σήμερα βέβαια, κατά τον εορτασμό δεν υπάρχει κανένας διαχωρισμός ρόλων και όλοι μαζί (από πολύ μικρά παιδιά μέχρι πολύ ηλικιωμένοι) γλεντούν και συμμετέχουν στις εκδηλώσεις. Παλαιότερα όμως, οι γέροι ήταν αυτοί που ξεκινούσαν τον χορό και ο καθένας τους τραγουδούσε το τραγούδι του αγίου μόνος του. Αυτό έχει εκλείψει πια. Το τραγούδι του αγίου σχετίζεται και εδώ με τον δράκοντα και το νερό που φυλάει και δεν αφήνει κανέναν να το χρησιμοποιήσει, ενώ τρεις λυγερές κοπέλες τον παρακαλούν να αφήσει το νερό ελεύθερο. Το τραγούδι αυτό είναι πολύ πιθανό να έχει τις ρίζες του στο 1826, στη μεγάλη μάχη της Αράχοβας.

Κατά πολλούς, αποτελεί έναν συμβολισμό του θριάμβου του Καραϊσκάκη στη μάχη (ο οποίος σχετίζεται με τον Άι-Γιώργη), ενώ ο Τούρκος είναι ο δράκοντας που έκοψε το νερό (πράγματι, οι Τούρκοι στερούσαν το νερό από τους κατοίκους της περιοχής), ενώ στις τρεις λυγερές «βλέπουν» τις δυνάμεις της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας, που υποτίθεται ότι ενεργούν προς το συμφέρον της Ελλάδος.

Για άλλη μία φορά λοιπόν μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι λαογραφία και ιστορία, μύθοι, θρύλοι και γεγονότα «μπερδεύονται γλυκά», απεικονίζοντας την ιδιαίτερη πραγματικότητα και στοιχεία της ίδιας της διαχρονικής ψυχής των λαών.

 

Μαρία Σταματιάδου

Νομικός – Αρθρογράφος

 

Πηγή 


  • Περιοδικό, «Νέμεσις», τεύχος 113, Μάρτιος 2011.

Read Full Post »

« Newer Posts - Older Posts »