Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Δίας’

Ο μύθος της αρπαγής της Ευρώπης


 

Η  Αρπαγή της Ευρώπης

  

Αρπαγή της Ευρώπης. Μετόπη από τον ναό της Ήρας στον Σελινούντα, 6ος αι. π.Χ. Παλέρμο, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.

Η Ελλάδα ανήκει στην Ευρώπη. Και η Ευρώπη είναι μια από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη, εκείνη με την πιο μεγάλη ιστορία και τον πιο ιστορικό πολιτισμό. Οι περισσότερες χώρες της Ευρώπης ανήκουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση και έχουν για νόμισμά τους το Ευρώ. Η λέξη «Ευρώπη» δεν είναι μόνο ελληνική, αλλά πέρασε και σε άλλες γλώσσες με λατινικούς χαρακτήρες: Europe στην Αγγλική και Γαλλική, Europa στη Γερμανική, Ιταλική και Ισπανική και έδωσε το όνομά της στη μικρότερη σε μέγεθος ήπειρο του πλανήτη. Τη  λέξη Ευρώπη τη συναντάμε σε πολλά παράγωγα, όπως ευρωπαίος, ευρωπαϊκός, ευρωπαϊστί, και σε σύνθετα όπως ευρωκεντρικός, ευρωσκεπτικιστής και ευρωσκεπτικισμός, Ινδοευρωπαϊκός, Ευρασία, Μεσευρώπη κ.α.

Η ενοποίηση των χωρών της Ευρώπης δείχνει ότι οι λαοί της, οι ευρωπαίοι, πιστεύουν ότι έχουν κοινή κληρονομιά και κοινές βάσεις στον πολιτισμό τους. Η πεποίθηση αυτή στηρίζεται στις μυθολογικές ρίζες της Ευρώπης και τη  σχέση της με τον Ελληνικό πολιτισμό και έχει αφετηρία ένα μύθο από την εποχή της αρχαίας Ελλάδας.  Το μύθο της αρπαγής της πριγκίπισσας Ευρώπης, που την είχε απαγάγει ο Δίας, σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία.

Ο μύθος της Ευρώπης διαδραματίζεται στη Μεσόγειο, κέντρο του αρχαίου κόσμου και κοιτίδα του πολιτισμού μας. Τη λεκάνη του νερού, στην οποία κυκλοφόρησαν Αιγύπτιοι, Φοίνικες, Έλληνες, Καρχηδόνιοι, Ρωμαίοι, Γαλάτες, Άραβες, Ιουδαίοι και Οθωμανοί. Τη θάλασσα  όπου οι δρόμοι εμπόρων, ταξιδιωτών και πειρατών διασταυρώθηκαν, αλλά έφερε και σε επαφή καλλιτέχνες και φιλοσόφους. Την οδό των πρώτων αποίκων και των τελευταίων μεταναστών. Τη θάλασσα που ενώνει, αλλά και το σύνορο που χωρίζει τους κόσμους της Ανατολής με τους κόσμους της δύσης.

 

Ο μύθος της Ευρώπης

 

Αρπαγή της Ευρώπης, Peter Paul Rubens, 1636, Museo Nacional del Prado.

Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία στα πολύ-πολύ παλιά χρόνια, όταν η ήπειρος όπου βρίσκεται η Ελλάδα δεν είχε πάρει ακόμη όνομα,  στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, κάπου στην Αίγυπτο, ενώθηκε ο Ποσειδώνας με τη Λιβύη και γεννήθηκαν δυο παιδιά, το Βήλο και τον Αγήνορα. Ο Βήλος έμεινε στην Αφρική, πήρε γυναίκα μια κόρη του Νείλου και απόκτησε δυο γιους, τον Αίγυπτο και τον Δαναό. Ο Αγήνορας τράβηξε κατά την Ασία και έκανε το βασίλειο του κάτω από τα παράλια της Μ. Ασίας, στην περιοχή της Φοινίκης με πρωτεύουσα την Τύρο ή τη Σιδώνα. Εκεί ο γιος του ο Φοίνικας παντρεύτηκε την Τηλέφασσα και γέννησε τέσσερα παιδιά. Τρεις γιους, τον Κάδμο, τον Φοίνικα και τον Κίλικα, και μια θυγατέρα. την Ευρώπη. Η Ευρώπη καθώς μεγάλωσε έγινε πανέμορφη και όλος ο κόσμος μιλούσε γι’ αυτήν. Η ομορφιά και η χάρη της ήταν τόσο μεγάλη, που τη ζήλευε και η Αφροδίτη, ενώ ο ίδιος ο Δίας την ερωτεύτηκε και βάλθηκε να την αποκτήσει εφαρμόζοντας με πολλή πονηριά ένα τολμηρό σχέδιο, που έβαλε με το νου του.

Ένα βράδυ, που η πεντάμορφη Ευρώπη κοιμόταν, είδε λίγο πριν το χάραμα ένα πολύ παράξενο όνειρο. Ονειρεύτηκε πως βρισκόταν σε ένα μέρος και παρουσιάστηκαν μπροστά της με τη μορφή  γυναικών δύο ήπειροι και φιλονικούσαν ποια θα την έπαιρνε δική της. Τη μια γυναίκα – ήπειρο τη γνώρισε, ήταν η Ασία, η ήπειρος όπου κατοικούσε. Την άλλη όμως δεν τη γνώριζε, ήταν άγνωστη. Ήταν μια στεριά, που δεν είχε όνομα και βρισκόταν στην απέναντι πλευρά της θάλασσας. «Η όμορφη κόρη Ευρώπη είναι δική μου», ισχυριζόταν η Ασία, «γιατί εγώ τη γέννησα, την έχω αναθρέψει». Η άλλη ήπειρος, η άγνωστη, την τράβαγε με βία με τα δυνατά της χέρια και απαντούσε: «Ήταν δική σου μέχρι τώρα, αλλά είναι θέλημα του Δία να την πάρω εγώ, να γίνει δικιά μου πια η Ευρώπη» [1].

Η Ευρώπη ξύπνησε ταραγμένη από τ’ όνειρο και με χτυποκάρδι κάθισε πολλή ώρα σιωπηλή. Είχε ακόμα μπρος στα ανοιχτά πια μάτια της τις δυο γυναίκες που είδε και αναρωτιόταν: «τί όνειρο ήταν αυτό που είδα σαν να ᾽μουν ξύπνια; Ποιός θεός έστειλε τέτοιο όνειρο σ᾽ εμένα και με ξετίναξε με τρόμο από το στρώμα; Και ποιά είναι η ξένη που είδα εγώ στον ύπνο μου; Η καρδιά μου πόσο την πόθησε, κι αυτή με πόση αγάπη, αλήθεια, μ᾽ αγκάλιασε, με κοίταξε, σα να ᾽μουνα παιδί της! Δώστε, θεοί μου, να βγει σε καλό τ᾽ όνειρό μου».

Όταν συνήλθε από την ταραχή, σηκώθηκε και προσκάλεσε τις φίλες της, συνομήλικες και αρχοντοπούλες όλες, συντρόφισσές της στο χορό και στα παιχνίδια,  να πάνε να παίξουν σ’ ένα ολάνθιστο λιβάδι στη ακρογιαλιά και να μαζέψουν όμορφα λουλούδια. Τρέξανε γρήγορα εκείνες κρατώντας η καθεμιά ένα καλάθι για άνθη και τράβηξαν για το παραθαλάσσιο λιβάδι, όπου μαζεύονταν συχνά, για να χαρούν τα λουλούδια και το βούισμα των κυμάτων. Η Ευρώπη κρατούσε ένα χρυσό πανέρι, θαύμα, έργο λαμπρό του Ήφαιστου, που το είχε χαρίσει ο θεός στη γιαγιά της, τη Λιβύη, κι εκείνη το έδωσε στην Τηλέφασσα και η Τηλέφασσα το χάρισε στην κόρη της Ευρώπη.

Πήγαν λοιπόν όλες μαζί στα ολάνθιστα λιβάδια. Εκεί τα κορίτσια κολύμπησαν στο δροσερό νερό και μετά άρχισαν τα τρεχαλητά πάνω στη χλόη και μάζευαν όμορφα ανοιξιάτικα αγριολούλουδα, που τα έριχναν στα καλαμένια καλάθια τους, τα στολισμένα με πολύχρωμες κορδέλες κι άνθη. Μυρωδάτα ζουμπούλια, άσπρα σαν το χιόνι, μενεξεδιές βιολέτες, κόκκινους σαν το αίμα κρόκους, νάρκισσους στο χρώμα του ήλιου, και στη μέση η πριγκίπισσα Ευρώπη διάλεγε με προσοχή μόνο ευωδιαστά τριαντάφυλλα, κατακόκκινα σαν τη φωτιά, που τα έβαζε στο χρυσό καλάθι της, και άστραφτε σαν τη θεά Αφροδίτη από την ομορφιά της μέσα στα λουλούδια.

Όταν την αντίκρισε ο γιος του Κρόνου, ο Δίας, την ερωτεύτηκε τρελά. Τα βέλη του έρωτα, που δαμάζουν ανθρώπους και θεούς, πλήγωσαν την καρδιά του. Και, για να ξεφύγει την οργή της Ήρας της ζηλιάρας, άλλαξε τη θεϊκή μορφή του και μεταμορφώθηκε σε ταύρο. Όχι σαν τους ταύρους, που μπορεί να βρει κανείς σε ένα συνηθισμένο κτήμα ή σε κάποιο λιβάδι της γης. Ήταν ένας ταύρος με απίστευτη ομορφιά, με τρίχωμα χιονάτο, κέρατα γυαλιστερά, με μια βούλα σαν ασήμι καταμεσής στο κούτελο και με μάτια που έλαμπαν από έρωτα. Ξεπρόβαλε ουρανοκατέβατος ανάμεσά τους και ήταν τόσο ήμερος! Άφηνε τα κορίτσια να τον χαϊδολογούν και να του κρεμάνε γιρλάντες από λουλούδια στο λαιμό και στα κέρατα, ενώ εκείνος μουγκάνιζε χαρούμενα, τρίβοντας το μαλλιαρό κορμί του πάνω στα πόδια τους.

 

Αρπαγή της Ευρώπης, 1727, Noel-Nicolas Coype, λάδι σε καμβά, Philadelphia Museum of Art.Gallerix.ru

 

Τα κορίτσια ενθουσιάστηκαν και έτρεξαν ν᾽ αγγίξουν το υπέροχο αυτό ζώο και πιο πολύ απ’ όλες η Ευρώπη, που  στάθηκε μπροστά της και της έγλειφε το λαιμό. Εκείνη  γοητευμένη χάιδεψε απαλά – απαλά τον ταύρο και τον φίλησε στο μέτωπο. Έβγαλε κείνος ένα ήμερο μουγκανητό, στάθηκε γονατιστός μπροστά στην κόρη, γύρισε το σβέρκο του, την κοίταξε και οι ματιές του της έδειξαν την πλάτη του. Εκείνη τότε μίλησε στις κοπελιές και είπε: «Ελάτε, φίλες μου, να παίξουμε μ’ αυτό το όμορφο ζώο, που είναι τόσο ήμερο κι ευγενικό. Ελάτε ν΄ ανεβούμε στην πλάτη του, που θα τη στρώσει κι όλες μας θα μας δεχτεί επάνω στο κορμί του». Και πρώτη – πρώτη ανέβηκε στη ράχη του, για να την πάει βόλτα.

Μα ξαφνικά δίνει έναν πήδο ο ταύρος και άρχισε να μουγκανίζει ακόμα πιο χαρούμενα και να περπατάει ήσυχα τριγύρω με το κορίτσι στη ράχη του, μέχρι που έφτασε στην ακροθαλασσιά. Στάθηκε εκεί για μια στιγμή και ξαφνικά πήδηξε κατά μπρος κι άρχισε να τρέχει πάνω στη θάλασσα προς το πέλαγος. Η Ευρώπη τρομοκρατημένη άρχισε να φωνάζει δυνατά προς τις φίλες της, ν’ απλώνει τα χέρια και να τις παρακαλεί να τη σώσουν. Οι φίλες της την άκουσαν κι έτρεξαν στην ακτή, μα δεν μπορούσαν πια να κάνουν τίποτα για να τη γλιτώσουν.

Αρπαγή της Ευρώπης. Palumba, Giovanni Battista, 1500-1510, χαρακτικό Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο, 1869.

Ο ταύρος απομακρυνόταν από την ακτή βαδίζοντας με τις οπλές του πάνω στα κύματα σαν δελφίνι. Η θάλασσα γαλήνεψε, τα δελφίνια πηδούσαν γύρω από το θεϊκό ταύρο, οι Νηρηίδες χόρευαν, οι Τρίτωνες φυσούσαν μέσα σε μεγάλες κοχύλες και μαζεμένοι γύρω του τραγούδι γάμου λέγανε. Κρατούσε γερά με το ένα χέρι τα κέρατα του ζώου και έσφιγγε το κορμί της πάνω στη ράχη του για να μην πέσει. Με το άλλο χέρι ανασήκωνε το πορφυρό της φόρεμα, για να μη σέρνεται και το βρέχει ο αφρός της θάλασσας, κι εκείνο φούσκωσε πάνω στους ώμους της σαν άρμενο και έκανε το βάρος της πιο ελαφρύ.

Η Ευρώπη είδε με τρόμο πως η ακτή ήταν πια πολύ μακριά και έβαλε τα κλάματα. «Καλέ κι ευγενικέ μου ταύρε,  πού με πας, ποιός είσαι;» ψέλλισε ανάμεσα στα δάκρυα της.  «Δεν είσαι ζώο σαν τα άλλα, είμαι σίγουρη. Δεν περπατάνε στη στεριά δελφίνια, ούτε οι ταύροι στο πέλαγος, όπως εσύ που ατρόμητος πηδάς και τρέχεις πάνω στα κύματα  κι είναι κουπιά οι οπλές σου. Έτσι όπως πας,  θαρρώ, και στον ουρανό θ᾽ ανέβεις και θα πετάς εκεί ψηλά σαν τα γοργόφτερα όρνια. Αν τυχόν είσαι θεός, σε ικετεύω, πες μου τι θέλεις από μένα.  Έχουμε φύγει τόσο μακριά από την ακτή και τώρα μ’ έχει κυριέψει τρόμος σαν σκέφτομαι πως θα πέσει το σκοτάδι και θα είμαι μακριά από το σπίτι μου».

Ο ταύρος τότε της απάντησε ευγενικά με ανδρική φωνή: «Μη φοβάσαι, ομορφούλα μου, της θάλασσας το κύμα. Ο Δίας ο ίδιος είμαι εγώ, κι ας έχω αυτή την όψη. Ο έρωτάς σου μ᾽ έσπρωξε με τη μορφή του ταύρου να κάμω τόσο δρόμο στη θάλασσα. Και θα σε πάω στην Κρήτη, όπου θα ζήσεις ευτυχισμένη και δοξασμένων γιων μητέρα θα σε κάμω, που βασιλιάδες θα γινούν με σκήπτρο αυτοί στον κόσμο. Κι ακόμα περισσότερο, η ήπειρος στην οποία ανήκει η Κρήτη θα πάρει τ’ όνομα σου».

Έτσι ο Δίας πέτυχε το σκοπό του και όλα έγιναν όπως τα είπε ο πατέρας των θεών. Αφού πέρασαν πάνω από πολλά βουνά, λαγκάδια και θάλασσες έφτασαν στην Κρήτη, στον τόπο που πιο πολύ απ’ όλους είχε δικό του ο Δίας, γιατί σ’ αυτόν τον τόπο ο μεγάλος θεός είχε γεννηθεί και είχε μεγαλώσει. Όταν το ταξίδι τέλειωσε, ο ταύρος ακούμπησε την Ευρώπη μαλακά στην ακτή της Κρήτης κι από κει την οδήγησε σ’ ένα παλάτι, όπου έγινε βασίλισσα και έζησε ζωή ευτυχισμένη. Οι Ώρες είχαν ετοιμάσει το νυφικό κρεβάτι , όπου ο ερωτευμένος πατέρας των θεών και των ανθρώπων έσμιξε με την πεντάμορφη θνητή. Καρπός αυτού του θεϊκού έρωτα ήταν τρεις γιοι, ο Μίνωας, ο Ροδάμανθυς και ο Σαρπηδόνας.

Στο μεταξύ ο πατέρας της Ευρώπης λυπήθηκε βαθιά, όταν άκουσε πως ένας ταύρος άρπαξε την κόρη του και εξαφανίστηκε μαζί της στην απέραντη θάλασσα. Κάλεσε τους τρεις γιους του, τον Φοίνικα, τον Κίλικα και τον Κάδμο, και τους είπε: «Θέλω να ταξιδέψετε μέχρι την άκρη του κόσμου, αν χρειαστεί, και να μου φέρετε πίσω την Ευρώπη. Αν δεν τη βρείτε, να μην επιστρέψετε. Δεν θέλω να ξαναδώ κανέναν σας μπροστά μου χωρίς την αδελφή σας ή έστω μια είδηση γι’ αυτή». Έτσι τα τρία παλικάρια του Αγήνορα κίνησαν από τον τόπο τους και πήραν το καθένα δικό του δρόμο. Δεν μπόρεσαν όμως να βρουν την αδελφή τους πουθενά και δεν είχαν το κουράγιο να ξαναγυρίσουν στον πατέρα τους. Έτσι  καθένας απ’ αυτούς εγκαταστάθηκε στο χώρο που τον έφεραν οι περιπλανήσεις του: ο Φοίνικας στη χώρα που από αυτόν ονομάστηκε Φοινίκη, ο Κίλικας στη χώρα που πήρε το όνομα Κιλικία και ο Κάδμος στην Καδμεία, μια πόλη που έχτισε ο ίδιος και αργότερα την είπαν Θήβα [2].

Η Ευρώπη παράμεινε σε όλη τη ζωή της στην Κρήτη και η φήμη των γιων της, που ήταν μεγαλοδύναμοι και σοφοί, απλώθηκε σ’ όλο τον κόσμο. Αφού ο Δίας χάρηκε την αγάπη και την ομορφιά της Ευρώπης, την εγκατέλειψε και πήγε στον Όλυμπο, για να γίνει βασιλιάς θνητών και αθανάτων.  Στην Κρήτη τότε βασίλευε ο  Αστερίων, ο οποίος πήρε για δεύτερο σύζυγό του την Ευρώπη και υιοθέτησε τα παιδιά που είχε αποκτήσει εκείνη από το Δία, γιατί ο ίδιος δεν είχε γιο, για να αφήσει ως διάδοχο. Τα ανέθρεψε όπως τους ταίριαζε και όταν γέρασε τους άφησε το βασίλειό του. Έτσι ο Μίνωας, μετά το θάνατο του Αστερίωνα, έγινε βασιλιάς της Κνωσού, της μεγαλύτερης πόλης της Κρήτης, και κατάφερε να ενώσει όλες τις πόλεις της Κρήτης, που τις κυβέρνησε δίκαια και έφτιαξε τον πρώτο Ευρωπαϊκό Πολιτισμό, το μινωικό πολιτισμό. Μάλιστα, επειδή ήταν πολύ δίκαιος, λένε πως όταν πέθανε έγινε Κριτής του Άδη.

Λένε ακόμα ότι, όταν ο Δίας άφησε την Ευρώπη για να πάει στον Όλυμπο, ο μεγάλος θεός πρόσφερε στην αγαπημένη του τρία μοναδικά δώρα: έναν χάλκινο φτερωτό γίγαντα, τον Τάλω, που προστάτευε όχι μόνο την αγαπημένη του Ευρώπη, αλλά ολόκληρη την Κρήτη, ένα χρυσό σκύλο, το Λαίλαπα, που κανένα θήραμα δεν μπορούσε να του ξεφύγει, και μια φαρέτρα με βέλη, που ποτέ τους δεν αστοχούσαν. Όταν πέθανε η Ευρώπη, την τίμησαν θεοί κι άνθρωποι και προς τιμή της έδωσαν το όνομά της στην ήπειρο που εγκαταστάθηκε. Από την Ευρώπη, λοιπόν, πήρε το όνομά της η ήπειρος που βρίσκεται πάνω από την Κρήτη και λέγεται Ευρώπη.

 

Τι συμβολίζει ο μύθος της Ευρώπης

 

Αρπαγή της Ευρώπης.

Ο μύθος του Δία και της Ευρώπης αναφέρεται στις μυθολογικές ρίζες της Ευρώπης σε σχέση με τον Ελληνικό πολιτισμό, κρύβει, πιθανότατα, ιστορικές πληροφορίες για τις σχέσεις της Κρήτης με την Ανατολή και εξηγεί γιατί στο νησί της Κρήτης, το πιο κοντινό στη Μικρά Ασία, τη Συρία, την αρχαία Φοινίκη και την Αίγυπτο έχει την αρχή του ο πρώτος πολιτισμός της Ευρώπης.

Η Ευρώπη ήταν εγγονή της Ιούς, της όμορφης ιέρειας της Ήρας, που η καταγωγή της κρατούσε από το Άργος. Και τις δύο τις ερωτεύτηκε ο Δίας, ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων. Την προγιαγιά της Ευρώπης, την πανέμορφή Ιώ, τη μεταμόρφωσε σε αγελάδα ο πατέρας των θεών και, αφού περιπλανήθηκε πολύ, διέτρεξε την ακτή του Ιονίου πελάγους (που εξαιτίας της πήρε το όνομά του), έφθασε στην Ιλλυρία, διέσχισε όλη την Σκυθία, πέρασε τη θάλασσα στα στενά του Βόσπορου (βοός + πόρος  = «πέρασμα της αγελάδας»), πλανήθηκε για πολύ καιρό στην Ασία και κατέληξε στην Αίγυπτο.

Κάποια χρόνια αργότερα η δισέγγονη της Ιούς, η πανέμορφη Ευρώπη, φτάνει από τη Φοινίκη στην Κρήτη πάνω στους ώμους ενός ταύρου. Και τα αδέρφια της Ευρώπης κυριαρχούν αντίστοιχα στην Κιλικία, τη Φοινίκη και στη Θήβα της Βοιωτίας. Δημιουργούνται έτσι οι δεσμοί που συνδέουν τον πολιτισμό της Ανατολής με τον πολιτισμό της Κρήτης και της ηπειρωτικής Ελλάδας. Ποια ιστορικά γεγονότα κρύβονται πίσω από αυτές τις μυθολογικές αφηγήσεις;

Ένας από τους παλαιότερους πολιτισμούς της Ευρώπης αναπτύχθηκε στις Κυκλάδες κατά την 3η και 2η χιλιετία π.Χ., δηλαδή την Εποχή του Χαλκού. Σε αυτό συνέβαλε το ήπιο κλίμα τους και κυρίως η ιδιαίτερα προνομιακή γεωγραφική τους θέση. Ουσιαστικά, τα νησιά των Κυκλάδων αποτελούν ένα είδος φυσικής γέφυρας ανάμεσα στην Ευρώπη και στην Ασία. Στη 2η χιλιετία π.Χ. οι Κυκλάδες έχουν επαφές με την ηπειρωτική Ελλάδα αρχικά και με την Κρήτη και μαζί με τα προϊόντα της Εγγύς Ανατολής μεταφέρουν στην Ευρώπη ιδέες, τεχνικές γνώσεις και θρησκευτικές αντιλήψεις. Ο πιο σημαντικός κυκλαδικός οικισμός είναι το Ακρωτήρι στη Θήρα, όπου ο αρχαιολόγος καθηγητής Σπύρος Μαρινάτος θα ανακαλύψει 3.500 χρόνια αργότερα  το θαυμάσιο πολιτισμό  της  περιοχής.

Οι περιπέτειες της Ιούς τοποθετούνται ιστορικά στο 16ο αιώνα π.Χ. Τον αιώνα αυτό οι πολιτισμοί του Αιγαίου και της Κρήτης, που  αριθμούν χιλιετηρίδες ύπαρξης, καταστρέφονται από σεισμό και καταποντισμούς, πιθανότατα  από έκρηξη  του ηφαιστείου της  Θήρας,  στο κέντρο του Αιγαίου, με τεράστια  παλιρροϊκά  κύματα,  που φτάνουν  μέχρι τη  Φοινίκη, την   Ιουδαία και την  Αίγυπτο. Είναι  ο σεισμός  – κατακλυσμός του Νώε.

Για να αντιμετωπίσουν αυτές τις δυσκολίες οι κάτοικοι του Αιγαίου, αναζητούν λύσεις και δημιουργούν συναλλαγές  με γειτονικούς λαούς και πολιτισμούς του Ιονίου πελάγους, της Μαύρης θάλασσας και της νοτιοανατολικής Μεσογείου. Συνδέονται δηλαδή με τις περιοχές, στις οποίες ο μύθος τοποθετεί τις περιπλανήσεις της Ιούς.

 

Η Ευρώπη και ο ταύρος, λάδι σε μουσαμά, Guido Rhenus, Dulwich Picture Gallery.

 

Ιστορικοί της αρχαιότητας μάλιστα, που προσπάθησαν να ερμηνεύσουν το μύθο, υποστήριξαν πως την Ιώ είχαν απαγάγει και είχαν οδηγήσει στην Αίγυπτο Φοίνικες πειρατές ή ήταν ερωμένη του καπετάνιου κάποιου φοινικικού πλοίου και έφυγε μαζί του με τη θέληση της. Στην Αίγυπτο την αγόρασε ο βασιλιάς της χώρας και έστειλε ως αποζημίωση στον πατέρα της, τον  Ίναχο έναν ταύρο. Όταν έφεραν όμως τον ταύρο στην Ελλάδα, ο Ίναχος ήταν νεκρός και οι πρέσβεις τον έδωσαν στους κατοίκους της χώρας, που δεν είχαν ξαναδεί ποτέ ταύρο.

Την Ιώ την καλοδέχτηκαν στην Αίγυπτο και έφερε στον κόσμο τον  Έπαφο, το γιο που είχε από το Δία, γενάρχη ενός πολυάριθμου γένους, στο οποίο περιλαμβάνονται και οι Δαναΐδες. Τα εγγόνια της Ιούς κυριάρχησαν στις κυριότερες χώρες της ανατολικής Μεσογείου, ο Βήλος στην Αίγυπτο και ο Αγήνορας στη Φοινίκη. Είναι προφανές ότι πίσω από τα πρόσωπα του μύθου κρύβονται οι σχέσεις επιγαμίας, που δημιουργήθηκαν στην Αίγυπτο ανάμεσα στους ντόπιους κατοίκους και τους «συγγενείς» της Ιούς, που μετακινήθηκαν εκεί.

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1500 π.Χ., πολύ πριν από τα Τρωικά, πολλοί αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν ότι ξέσπασαν στην Αίγυπτο λοιμώδεις ασθένειες (οι 7 πληγές του Φαραώ, σύμφωνα με την Αγία Γραφή). Οι ντόπιοι απέδωσαν τις ασθένειες στους ασεβείς αλλόφυλους, που ζούσαν στην Αίγυπτο, οι οποίοι φεύγουν μετανάστες σε άλλα μέρη, για να αποφύγουν την οργή των ντόπιων. Οι Εβραίοι με αρχηγό το Μωυσή πήγαν δια ξηράς στην Ιουδαία. Οι Δαναοί με πλοία και με αρχηγό το Δαναό  πήγαν μέσω Ρόδου στο Άργος. Οι Φοίνικες με αρχηγό τον Αγήνορα έφυγαν από τη Θήβα της Αιγύπτου, απ΄όπου και η ονομασία Θηβαίοι, και πήγανε στη Φοινίκη της Ασίας, απέναντι από την Κύπρο. Από εκεί οι Κρήτες έκλεψαν την Ευρώπη, τη μάνα του Μίνωα, και ένα μέρος τους με αρχηγό τον Κάδμο πέρασε σε πολλά ελληνικά νησιά στο Αιγαίο και έφτασε στη Βοιωτία, όπου έκτισαν πόλη, που ονομάστηκε Καδμεία από το όνομα του Κάδμου ή Θήβα από το όνομα της πόλης της Αιγύπτου απ΄ όπου έφυγαν μετανάστες.

Η αρπαγή της Ευρώπης απεικονίζεται στο κέρμα των 2 ευρώ. Η αρπαγή της πριγκίπισσας Ευρώπης από τη Φοινίκη της Ασίας από το Δία που την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα και την άρπαξε παίρνοντας μορφή ταύρου. Καρπός του έρωτα ήταν ο Μίνωας στην Κρήτη.

Η απαγωγή της Ευρώπης είναι πραγματικό γεγονός, όπως πραγματικά πρόσωπα είναι και ο Μίνωας, ο Κάδμος και τα άλλα πρόσωπα του μύθου. Ο Όμηρος  αναφέρει ότι ο  Μίνωας έζησε τρεις γενιές πριν από τον Τρωικό πόλεμο [3]. Σύμφωνα με Πάριο χρονικό (τρεις μεγάλες πλάκες από μάρμαρο Πάρου, όπου οι αρχαίοι έγραφαν τις κυριότερες ημερομηνίες) ο Μίνωας Α’ βασίλευε το  έτος 1470 π.Χ.,  ο Κάδμος ήρθε με Φοίνικες στη Βοιωτία το έτος 1255 και ο  Δαναός με Αιγύπτιους στο Άργος  το έτος 1247 [4].

Το μόνο που δεν είναι αλήθεια είναι ότι την απαγωγή της Ευρώπης την έκανε ο Δίας μεταμορφωμένος σε ταύρο, αλλά ο βασιλιάς των Δωριέων της Κρήτης Αστέριος. Ο λόγος για τον οποίο ειπώθηκε ότι την απαγωγή την έκανε ο Δίας  ήταν άλλος για τους Έλληνες και άλλος για τους Φοίνικες. Αρκετοί αρχαίοι συγγραφείς  (ο Αρριανός, ο Διόδωρος, ο Στράβων κ.α.)  υποστηρίζουν ότι ο Μίνωας και οι άλλοι μεγάλοι αρχαίοι νομοθέτες προσποιούνταν  ότι παίρνουν τους νόμους τους από το θεό ή έλεγαν ότι ήταν γιοι θεού,   προκειμένου οι άνθρωποι να θεωρούν ως θείες εντολές τους νόμους τους. Και οι Φοίνικες, για να δικαιολογήσουν την παρουσία τους στην Ελλάδα, ισχυρίζονταν ότι ο Κάδμος, ο γιος του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα και αδελφός της Ευρώπης, ήρθε στην Ελλάδα με στρατό ψάχνοντας για την Ευρώπη. Επειδή δεν τη βρήκε, από ντροπή δεν ξαναγύρισε πίσω και έκτισε τη Θήβα της Βοιωτίας [5].

Ο Ηρόδοτος είδε την αρπαγή της Ευρώπης ως ένα ακόμα επεισόδιο των αρχαίων πολέμων, που προκαλούνταν εξαιτίας των απαγωγών των γυναικών, και αναφέρει ότι οι λόγιοι των Περσών του είπαν πως Φοίνικες, φτασμένοι από τη θάλασσα που ονομάζεται Ερυθρά, άρχισαν μακρινά ταξίδια μεταφέροντας εμπορεύματα αιγυπτιακά και ασσυριακά σε άλλα λιμάνια και προπαντός στο Άργος. Έτσι έφτασε η Ιώ στην Αίγυπτο και αυτό έγινε η αρχή για τα αδικήματα που ακολούθησαν. Γιατί αργότερα κάποιοι από τους Έλληνες πάτησαν πόδι στην Τύρο της Φοινίκης και άρπαξαν τη θυγατέρα του βασιλιά την Ευρώπη. Ένας Έλληνας βασιλιάς της Κρήτης, που δε θυμούνταν  το όνομά του (βασιλιάς της Κρήτης τότε ήταν ο Αστέριος, γιος του Τέκταμου και εγγονός του Δώρου του Έλληνα) πήγε μαζί με άλλους Κρήτες και απήγαγε την κόρη του βασιλιά της Φοινίκης, την Ευρώπη. «Μία σου και µία µου» δηλαδή. Επειδή φοίνικες έμποροι από την Τύρο είχαν απαγάγει την Ιώ, κόρη του βασιλέα του Άργους, οι Κρήτες έπλευσαν στη Φοινίκη και απήγαγαν µε τη σειρά τους την κόρη του βασιλέα της Τύρου [6].

 

Αρπαγή της Ευρώπης

 

Και τι συμβολίζει ο ταύρος, που εμφανίζεται στις μετακινήσεις της Ιούς από το Άργος στην Αίγυπτο και της Ευρώπης από τη Φοινίκη στην Κρήτη; Ο ταύρος – τον βρίσκουμε σε κεντρικό ρόλο σε όλους τους μύθους  της Κρήτης και άλλων περιοχών της Ελλάδας-, που κουβαλάει στη ράχη του την Ευρώπη, δεν είναι άλλος από τον ωκεανό, που σηκώνει στις πλάτες του τη στεριά [7]. Οπωσδήποτε όμως συνδέεται και με το βασικό ρόλο του στη γεωργική παραγωγή της Ανατολής, αφού με τους ταύρους όργωναν τα χωράφια, για να παράγουν προϊόντα απαραίτητα για την επιβίωση και το εμπόριο. Αν πιστέψουμε μάλιστα την εκδοχή του μύθου ότι οι Αργείοι δεν είχαν ξαναδεί ποτέ ταύρο, φαίνεται ότι η χρησιμοποίησή του στη γεωργική παραγωγή ξεκίνησε από την Ανατολή και αργότερα πέρασε στην Ελλάδα.

Χαρακτηριστικά είναι και τα δώρα, που έκανε ο Δίας στην αγαπημένη του Ευρώπη, πριν φύγει για τον Όλυμπο. Ο χάλκινος γίγαντας Τάλω, που προστάτευε ολόκληρη την Κρήτη, ο χρυσός σκύλος Λαίλαπας, που κανένα θήραμα δεν του ξέφευγε, και η φαρέτρα με βέλη, που ποτέ τους δεν αστοχούσαν.

Ο Τάλως ήταν ένα γιγάντιο χάλκινο δημιούργημα του Ήφαιστου. Είχε όμως ένα αδύναμο σημείο στο σώμα του. Διέθετε μία και μοναδική φλέβα, η οποία ξεκινούσε από το λαιμό και κατέληγε στον αστράγαλό του, όπου ένα χάλκινο καρφί ή βίδα έκλεινε την έξοδό της. Μέσα στη φλέβα του Τάλω κυλούσε ο ιχώρ, δηλαδή «το αίμα των αθανάτων», θείο υγρό που τον καθιστούσε αθάνατο, επειδή είχε τη δυνατότητα να αναζωογονεί το σώμα του [8]. Από άλλους ο Τάλως παρουσιάζεται με φτερά που συμβολίζουν την ταχύτητα με την οποία έτρεχε γύρω από το νησί. Η Ευρώπη τον χάρισε στο Μίνωα. Όταν όμως πέρασαν από την Κρήτη οι Αργοναύτες, ο πατέρας του Φιλοκτήτη, ο Ποίας, τόξευσε το χάλκινο καρφί στη φτέρνα του Τάλω, το έβγαλε από τη θέση του, χύθηκε ο ιχώρ και ο Τάλως πέθανε [9]. Ο Πλάτωνας τον θεωρεί υπαρκτό πρόσωπο, αδελφό του Ροδάμανθυ, και αναφέρει πως ο Τάλως ήταν μια πανίσχυρη μηχανή αποτροπής βίας, που μετατρέπονταν σε πολεμική μηχανή, όταν αυτό ήταν αναγκαίο. Εκτελούσε όμως και χρέη δικαστή περιφερόμενος σε πόλεις και χωριά, φέροντας μαζί του τους νόμους του Μίνωα γραμμένους σε χάλκινες πλάκες. Είχε καθήκον να επισκέπτεται τα χωριά της Κρήτης και να εφαρμόζει το νόμο. Αναχωρούσε από τη βάση του στη Φαιστό και γύριζε τις ακτές του νησιού τρεις φορές την ημέρα και  έδιωχνε τα εχθρικά καράβια πετώντας τους πέτρες. Αν οι εχθροί είχαν αποβιβαστεί, τους έκαιγε με την ανάσα του ή τους αγκάλιαζε σφιχτά πάνω στο πυρακτωμένο χάλκινο σώμα του και τους έκαιγε [10].

Ο χάλκινος ήρωας Τάλως συμβολίζει την τεχνολογική εξέλιξη στον τομέα της μεταλλουργίας στα προϊστορικά-μινωικά χρόνια. Είχαν φτάσει σε τόσο υψηλό επίπεδο, ώστε έφτιαξαν με τη φαντασία τους έναν χάλκινο υπερήρωα να τους προστατεύει. Συμβολίζει επίσης τη ναυτική ισχύ της Μινωικής Κρήτης. Ο Μίνωας ήταν ο  πρώτος στον κόσμο που συγκρότησε πολεμικό ναυτικό και μ’ αυτό εδίωξε από τις Κυκλάδες τους  ληστές και τους πειρατές Κάρες και Φοίνικες και τις εποίκησε με μόνιμους κατοίκους που έφερε από την Κρήτη με αποτέλεσμα από τη μια ο Μίνωας να γίνει ο πρώτος θαλασσοκράτορας και από την άλλη να ελευθερωθούν οι θαλάσσιοι διάδρομοι και έτσι οι Έλληνες  να μπορούν να επικοινωνούν μεταξύ τους, να ασχοληθούν με ναυτικές εργασίες και να πλουτίσουν. Η Κρήτη έγινε η µεγαλύτερη ναυτική δύναµη, πασίγνωστη για τα περίφηµα πλοία της, που  µετέφεραν ανθρώπους, αγαθά και πολιτισµό στις χώρες που κατέπλεαν [11].

Η άλλη πολύ σημαντική ιδιότητα του Τάλω, αυτή του λειτουργού της δικαιοσύνης, υποδηλώνει τη σπουδαιότητα που απέδιδαν στην αρχαία Κρήτη στο θεσμό της δικαιοσύνης. Ο Μίνωας με τον αδελφό του Ραδάμανθυ είναι οι πρώτοι που δημιούργησαν αξιόλογη πολιτεία. Ένωσαν σε ενιαίο σύνολο όλες τις πόλεις – φυλές της Κρήτης, τους αυτόχθονες με τους μετανάστες (Δωριείς, Αχαιούς και Πελασγούς) και καθιέρωσαν πρωτόγνωρους για την εποχή θεσμούς για σωστή διακυβέρνηση. Θεσμοθετήθηκαν για πρώτη φορά σύνταγμα, βουλή,  βουλευτές, κοινά συσσίτια κλπ. Την Κρητική Πολιτεία  αντέγραψαν αργότερα πρώτα οι Σπαρτιάτες με το νομοθέτη Λυκούργο, μετά οι Αθηναίοι με το Σόλωνα και τέλος οι Ρωμαίοι με το νομοθέτη Νουμά. Αυτά όλα ήταν και η αιτία για την οποία Μίνωας και Ραδάμανθυς μετά θάνατο ανακηρύχθηκαν ισόθεοι και κριτές του Άδη. Οι νόμοι τους μάλιστα θεωρούνταν θεϊκοί, αφού ο Μίνωας τους έπαιρνε από τον πατέρα του το Δία, και επομένως η τήρησή τους ήταν απαραίτητη [12]. Ο χρυσός σκύλος Λαίλαπας και η φαρέτρα με τα βέλη, που δεν αστοχούσαν ποτέ, συμβολίζουν την αγάπη των Κρητών για το κυνήγι, αλλά και την υπερηφάνειά τους για τις ξεχωριστές ικανότητες της ονομαστής κυνηγητικής ράτσας σκύλων, που οι αρχαίο συγγραφείς ονόμαζαν «διάπονους», ακούραστους δηλαδή στο τρέξιμο, και «πάριππους», επειδή έτρεχαν με άνεση δίπλα στα γοργοπόδαρα άλογα. Τα στοιχεία αυτά υποδηλώνουν παράλληλα τη μεταβατική περίοδο ανάμεσα στην οικονομία του κυνηγιού, όπου οι άνθρωποι στήριζαν τη ζωή τους στα θηράματα,  και την οικονομία της γεωργίας, όταν στηρίχτηκαν στην καλλιέργεια της γης με τη βοήθεια φυσικά του ταύρου, που μετέφερε και την Ευρώπη στην Κρήτη.

 

Η Ευρώπη και ο Δίας μεταμορφωμένος σε ταύρο πριν την μεταφέρει στην Κρήτη. Τοιχογραφία στην Πομπηία. Museo Archeologico Nazionale di Napoli.

 

Η αρπαγή της Ευρώπης αποτυπώνει το σύνδεσμο μεταξύ της αρχαίας Αιγύπτου και της αρχαίας Ελλάδας. Η Φοινίκη ανήκε στη σφαίρα επιρροής των φαραώ της Αιγύπτου. Ο ∆ίας μεταφέροντας την Ευρώπη από τις ακτές της Φοινίκης στην Κρήτη μετέφερε τους καρπούς των αρχαίων ασιατικών πολιτισµών της Ανατολής στις νέες νησιωτικές αποικίες του Αιγαίου. Ο αδελφός της Ευρώπης Κάδµος, που περιπλανήθηκε σε ολόκληρο τον κόσµο προκειμένου να τη βρει, θεωρείται πως έφερε το αλφάβητο στην Ελλάδα, το φοινικικό αλφάβητο.

Οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τη λέξη «Ευρώπη» ως ονοµασία για την επικράτειά τους δυτικά του Αιγαίου, προκειµένου να τη διακρίνουν από τις παλαιότερες κτήσεις τους στη Μικρά Ασία. Η περιπέτειά της οδήγησε στη θεµελίωση ενός νέου πολιτισµού, που θα έφερε τελικά το όνοµά της και θα εξαπλωνόταν σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή χερσόνησο. Ο  μύθος απαθανατίστηκε σε ελληνικούς αµφορείς και σε τοιχογραφίες της Πομπηίας και ενέπνευσε πολλούς καλλιτέχνες σε πιο σύγχρονες εποχές, όπως τον Τισιανό, τον Ρέµπραντ, τον Ρούµπενς, τον Βερονέζε και τον Κλωντ Λορραίν.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Ο ποιητής Μόσχος από τις Συρακούσες  στο επύλλιον «Ευρώπη» αφηγείται σε 166 δακτυλικούς εξάμετρους  με τρόπο αριστοτεχνικό τον μύθο της αρπαγής της Ευρώπης από το Δία.

[2] Οβιδίου, Μεταµορφώσεις,  τόµ. Β΄, στ. 862 κ.ε., µτφρ. A.D. Melville, Οξφόρδη 1986.

[3] Ομήρου, Ιλιάδα Ν. 445 – 455 και  Ξ 321-322.

[4] Διόδωρος Σικελιώτης, βίβλος Μ, Απόσπασμα 3, βίβλος 1, 23-24 και 28-29.

[5] Αρριανός, Αλεξάνδρου Ανάβασις 2, 29.

[6] Ηρόδοτος Α, 2 – 5.

[7] Ι. Θ. Κακριδής,  ελληνική μυθολογία, οι Ήρωες, σελ. 261. Εκδ. ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ 1986.

[8] Απολλώνιος  Ρόδιος, Αργοναυτικά Δ, 1638 – 1670.

[9] Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη 1,9. εκδ. ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, 2002.

[10] Πλάτων, Μένων – Κλειτοφών – Μίνως, εκδ. ΚΑΚΤΟΣ, 1993, 318 – 320.

[11] Θουκυδίδη, Ιστορία, Ι,4.

[12] ΚΡΑΣΑΝΑΚΗΣ Α., Ναυτική Ιστορία Ελληνικού Έθνους, Αθήνα 2008. NORMAN DAVIES, Ιστορία της  Ευρώπης, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2009.

 

Αλέξης Τότσικας

«Μύθος και Ιστορία», υπό έκδοση.

 

Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »

Άργος (Βασιλιάς του Άργους)


 

Ο Άργος ήταν ο τέταρτος κατά σειρά μυθικός βασιλιάς του Άργους, στον οποίο κατά πάσα πιθανότητα, χωρίς να αποκλείουμε και τις άλλες εκδοχές, οφείλεται η ονομασία της πόλεως [1], η οποία φέρει από εκείνους τους χρόνους μέχρι σήμερα το ίδιο πολυθρύλητο όνομα.

Κατά τον Ακουσίλαο [2], ήταν γιος  του Δία και της Νιόβης [3], της πρώτης θνητής γυναίκας με την οποία συνευρέθηκε ο Δίας. Ήταν εγγονός του Φορωνέα εκ θηλυγονίας και ανιψιός του Άπι [4], τον οποίο και διαδέχτηκε στη βασιλεία του Άργους [5]. Ο Άργος παντρεύτηκε την Ευάνδη, κόρη του Στρυμόνα και της Νεαίρας [6] (σύμφωνα με άλλη εκδοχή τη Πειθώ), και απέκτησαν πέντε παιδιά : τον Έκβασο, τον Κρίασο, τον Πείρασο (ή Πείρανθο ή Πείραντα, ή Πειρήνα), τον Επίδαυρο και τον Λίκυμνο, (κατά άλλους την Τίρυνθα).

Ο Άργος παρουσιάζεται και ως επώνυμος ήρωας του Άργους εξαιτίας των κατορθωμάτων του. Ειδικότερα, λέγεται ότι ήταν ο πρώτος που δίδαξε την καλλιέργεια των δημητριακών, του σίτου και εξασφάλισε σπόρους από τη Λιβύη. Θέλοντας οι Αργείοι να τον τιμήσουν για τις πράξεις του αφιέρωσαν το άλσος γύρω από την πόλη και ανήγειραν γι’ αυτόν τύμβον, δηλαδή ταφικό μνημείο.  

Επιπλέον, ο Άργος εξετέλεσε και πολλούς άθλους, όπως το φόνο του Αρκαδικού Ταύρου, το φόνο της Εχίδνας, η οποία ήταν κόρη του Φόρκυος και της Κητούς (σύμφωνα με άλλη εκδοχή ήταν κόρη του Τάρταρου και της Γης), και το μισό σώμα της ήταν παρθένο με αστραφτερά μάτια, ενώ το άλλο μισό ήταν φίδι καλυπτόμενο από ακανθώδεις φωλίδες, αυτή κατασπάραζε τους περαστικούς. Αυτή την πέτυχε στον ύπνο και την ξέκανε. Τέλος, δάμασε το Σάτυρο, ο οποίος αφαιρούσε τα βοσκήματα των Αρκάδων και εκδικήθηκε για το φόνο του Άπιδος, σκοτώνοντας τους υπεύθυνους.

Υπάρχει και μία δεύτερη εκδοχή όπου οι συγκεκριμένοι άθλοι αποδίδονται στον Άργο τον Πανόπτη, ο οποίος ήταν εγγονός του Έκβασου, γιος του Αγήνορα. Λέγεται ότι, ο Άργος ο Πανόπτης είχε σε όλο του το σώμα μάτια (ή σε όλο του το κεφάλι), τα οποία άνοιγαν κατά την ανατολή των άστρων και έκλειναν κατά τη δύση. Ήταν ισχυρός, είχε πάρα πολλή δύναμη και πιστεύεται ότι ο Πανόπτης ελευθέρωσε τη Πελοπόννησο από τα τέρατα και τα άγρια ζώα.

Για την εκδοχή αυτή στην Ελληνική Μυθολογία, «Οι ήρωες, Τοπικές Παραδόσεις», σελ. 167, τόμ. 3ος, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1986, διαβάζουμε: Το να είναι ο Πανόπτης Άργος άλλος από τον βασιλιά Άργο δεν είναι πιθανόν αν σκεφτούμε το εξής: η εκδίκηση για το φόνο του Άπη, του άκληρου βασιλιά, ταιριάζει στο γιο της αδερφής του, που γίνεται και διάδοχός του και όχι σε έναν ήρωα τέταρτης γενιάς. Ακόμη, όλα αυτά τα ανδραγαθήματα αρμόζουν σε έναν ήρωα και όχι σε ένα τέρας. Από αυτά η εξόντωση του ταύρου της Αρκαδίας είναι ίσως  το πρότυπο για την εξόντωση του ταύρου του Μαραθώνα από τον Θησέα, ενώ ο τρόπος που ο Άργος  σκοτώνει την Έχιδνα, μας θυμίζει τον άθλο του Περσέα με τη Μέδουσα.

Από τον Άργο κατάγεται η φυλή Αργαδείς. Τον βασιλιά Άργο τον διαδέχτηκε ο πρωτότοκος γιος του Έκβασος.       

 

Ελένη Μουζακιώτη

Φιλόλογος  

 

Υποσημειώσεις


[1] Από αυτή την πόλη ο Όμηρος ονομάζει όλους τους Έλληνες Αργείους, διότι για τον επικό ποιητή, Άργος σημαίνει ό,τι ακριβώς και Ελλάς.

[2] Ο Ακουσίλαος ήταν ιστορικός, μυθογράφος και φιλόσοφος του 5ου αιώνα π.Χ., ο οποίος έγραψε το έργο «Γενεαλογίες», από το οποίο έχουν διασωθεί μόνο αποσπάσματα.

DIOG. I, 41-42 (7 Weise). Ἔνιοι προστιθέασιν ᾿Ακουσίλαον Κάβα ἢ Σκάβρα ᾿Αργεῖον. (42) ῞Ερμιππος δ᾿ ἐν τῶι Περὶ τῶν σοφῶν (fr. 8; FHG III, 37) ἑπτακαίδεκά φησιν, ὧν τοὺς ἑπτὰ ἄλλους ἄλλως αἱρεῖσθαι· εἶναι δὲ Σόλωνα, Θαλῆν, Πιττακόν, Βίαντα, Χίλωνα, (Μύσωνα), Κλεόβουλον, Περίανδρον, ᾿Ανάχαρσιν, ᾿Ακουσίλαον, ᾿Επιμενίδην (68 A), Λεώφαντον, Φερεκύδην (7 A2a) ᾿Αριστόδημον, Πυθαγόραν, Λᾶσον Χαρμαντίδου ἢ Σισυμβρίνου, ἢ ὡς ᾿Αριστόξενος Χαβρίνου, ῾Ερμιονέα, ᾿Αναξαγόραν.

SUID. s.v. ᾿Ακουσίλαος· Κάβα υἱὸς ᾿Αργεῖος, ἀπὸ Κερκάδος πόλεως οὔσης Αὐλίδος πλησίον, ἱστορικὸς πρεσβύτατος. Ἔγραψε δὲ Γενεαλογίας ἐκ δέλτων χαλκῶν, ἃς λόγος εὑρεῖν τὸν πατέρα αὐτοῦ ὀρύξαντά τινα τόπον τῆς οἰκίας αὐτοῦ.

[3] Νιόβη: ήταν κόρη του Φορωνέα και της Λαοδίκης. Πρόκειται για την πρώτη θνητή που αγάπησε ο Δίας. Από την ένωσή τους γεννήθηκαν ο Πελασγός και ο Άργος, ο οποίος έδωσε το όνομά του στην πόλη.

[4] Ο Άπιος πέθανε χωρίς απογόνους. Οι ομοιότητες στο όνομα και οι προσθήκες στο μύθο της Ιώς έκαναν να ταυτιστεί ο Άπις του Άργους με τον Άπη της Αιγύπτου. Μετέπειτα δημιουργήθηκε μύθος για μετάβαση του Άπη από το Άργος στην Αίγυπτο.

[5] Ο Παυσανίας δεν αναφέρει τη βασιλεία του Άπιου μεταξύ του Φορωνέα και του Άργου, μνημονεύεται όμως από άλλους συγγραφείς. Συγκεκριμένα γράφει : «Άργος δε Φορωνέως θυγατριδούς (Νιόβης) βασιλεύσας μετά Φορωνέα αφ’ αυτού την χώραν» (Παυσ. Β, ΧVΖ, 1).

[6] Απολλοδ. Β΄ 3.

 

Πηγές


  • Ελληνική Μυθολογία, «Οι ήρωες, Τοπικές Παραδόσεις», υπ. Ιωάννης Κακριδής,  τόμ. 3ος, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1986.
  • Άγγελος Χρ. Κλειώσης, «Αργείων Βασιλέων Μέλαθρον, Λυκαυγές – Λυκόφως», Αργειακά Γράμματα, 1976.
  • Ιωάννης Ερν. Ζεγκίνης, «Το Άργος δια μέσου των Αιώνων, μετά προσθηκών και βελτιώσεων», Αθήναι, ³1996.

Σχετικά θέματα:

Read Full Post »

 

Η ερωτική ζωή στα χρόνια του Ομήρου


 

Ο Έρωτας – Ο Πλατωνικός έρωτας – Ο γάμος: ο συζυγικός έρωτας, οικογένεια, προβλήματα, γκρίνιες – Πώς έβλεπαν οι άντρες της ομηρικής εποχής τις γυναίκες – Ο συζυγικός έρωτας και οι γκρίνιες Άλλες πτυχές της Ομηρικής ψυχής – Ο σαρκικός έρωτας, – Οι γυναίκες – Χωρισμός των γυναικών κατά κατηγορίες – To sexΤα νόθα – Απαγωγές – Ο έρωτας και το θέατρο – Sensualités raffinées (εκλεπτυσμένη ηδονή, απόλαυση) – Η ομοφυλοφιλία – Ο έρωτας σαν ποινή ή εκδίκησηΗ Ζήλεια – Αιμομιξίες

 

Ο Έρωτας

Μετά την διασφάλιση της επιβίωσης, το δεύ­τερο σημαντικό μέλημα στη ζωή ενός ο­μηρικού ήρωα ήταν ο Έρωτας. Εδώ – προς διευκόλυνση των αναγνωστών- θα πρέ­πει να χωρίσουμε το θέμα μας σε μικρότερα τμήματα, εξετάζοντας λεπτομερέστερα κάθε έκφανση της ερωτικής συμπεριφοράς.

 

Ο Πλατωνικός έρωτας

 

«Η Βρισηίς οδηγείται στον Αγαμέμνονα από τους Ταλθύβιο και Ευρυβάτη.» Τοιχογραφία του Τιέπολο στη Villa Valmarana της Βιτσέντζα (1757).

Πιστεύουμε πως στα Ομηρικά χρό­νια δεν είναι δυνατόν παρά να υπήρχε και αυτή η σπανίζουσα μορφή έρωτα. Στα Έπη απαντούμε λίγους, ελάχιστους στίχους, ό­που ο Όμηρος αναφέρεται σε κάτι που μοιά­ζει σ’ αυτό που πολύ αργότερα χαρακτηρί­στηκε «πλατωνικός έρωτας», και που δεν εί­ναι τίποτ’ άλλο από έναν έρωτα που από την αντιξοότητα των περιστάσεων δεν πρόλαβε να πάψει να είναι «πλατωνικός». Σ’ ένα τέτοιο στίχο, λοιπόν, βλέπουμε τη Βρισηίδα να οδηγείται στον Αγαμέμνονα «αέκουσα» (χωρίς την θέλησή της) (Ιλ. Α, 348). Και ήταν φυσικό γι­ατί ο Αγαμέμνονας θα μπο­ρούσε να ήταν και πατέρας της  από απόψεως ηλικίας και ή­ταν και παντρεμένος. Αντίθετα με τον Αχιλ­λέα που άφηνε, που και νεότερος ήταν και ωραίος και ανύπαντρος και ο οποίος της άρεσε.

«Νεαρούς να γλυκοκουβεντιάζουν» μας παρουσιάζει ο Όμηρος στους στίχους (Ιλ. Χ, 127) και είναι μια από τις τρυφερές εικό­νες τις τόσο σπάνιες που συναντά κανείς στους συνεχώς οργισμένους και αιματόβρεχτους στίχους της Ιλιάδας. Να ακόμη μερι­κοί, σταχυολογημένοι και από τα δύο Έπη: Η θεά Ειδοθέα, κόρη του θαλασσινού Πρωτέα, ερωτεύεται τον Μενέλαο (Οδ. α, 366), αλλά οι σχέσεις τους αυτές παραμένουν σε πλατωνικό επίπεδο, αν κρίνει κανείς από όσα αφηγείται ο Μενέλαος επί παρουσία της γυναίκας του Ελένης. Τελείως παιδιάστικη είναι η συμπεριφορά της Ναυσικάς όταν πρωτοσυναντά τον Οδυσσέα, και τη μια τον βλέπει «αείκελον» (ασκημομούρη), και την άλλη δε «θεοίσιν έοικεν» (έμοιαζε σαν θεός) (Οδ. ζ, 242).

Οδυσσέας και Ναυσικά, Christoph Amberger, 1619. Alte Pinakothek, Munich.

Η περίπτωση της Ναυσικάς πιστοποιεί για μια ακόμη φορά την αιώνια γοητεία των «γκρίζων κροτάφων» στις νεαρές ηλικίες, γιατί πουθενά ο Όμηρος δεν μας λέει αν ο Οδυσσέας ήταν ωραίος άντρας. Η Ναυσικά, παρ’ όλο τον ενθουσιασμό της, δείχνει αρ­κετά πεπειραμένη και σέβεται το τι θα πει ο κόσμος αν την δούν μ’ έναν άγνωστο (Οδ. ζ, 285). Δεν θέλει ν’ ακουστούν γι’ αυτήν τα κουτσομπολιά που η ίδια ομολογεί ότι κάνει για τις άλλες, που «ανδράσι μίσγηται, πριν γ’ αμφάδιον γάμον ελθείν», δηλαδή: «που δίχως του πατέρα τους τη γνώμη και της μάνας / και πριν ακόμη παντρευτούν με τα παλικάρια σμίγουν». (Οδ. ζ, 288).

Άγνωστο για ποιους λόγους, το πιθανό­τερο είναι για καθαρά καιροσκοπικούς, ο Ο­δυσσέας, όλως απρόσμενα για ένα πρόσωπο σαν κι αυτόν, στα αισθήματα της Ναυσικάς, κρατά μια αξιοπρεπή αρνητική στάση και περιορίζει σε στενά πλατωνικά πλαίσια, παρ’ όλες τις παροτρύνσεις του πατέρα της Αλκίνοου, που προσπαθεί να την παντρέψει την κόρη του «άρων των αρών» που λένε. Άσχετα τώρα από όλα αυτά, εννοώ τις γε­μάτες δυσπιστία σκέψεις, που μπορεί να εί­ναι χρήσιμες και απαραίτητες στην καθημε­ρινή ζωή αλλά δεν είναι διόλου ευχάριστες, ο Όμηρος στο επεισόδιο αυτό του έρωτα της Ναυσικάς για τον Οδυσσέα, βρίσκει την ευ­καιρία να γράψει ανεπανάληπτους σε χάρη και τρυφερότητα στίχους. Παρουσιάζει τη Ναυσικά ακουμπισμένη στην παραστάδα μιας πόρτας να περιμένει να βγει ο Οδυσσέας από το λουτρό. Του λέει κοιτώντας τον μ’ α­γάπη: «Καλό σου ταξίδι ξένε, και θυμήσου σαν φτάσεις / στην πατρίδα σου, πως τη ζωή σου μου χρωστάς». (Οδ. ε, 457)

Μια άλλη σκηνή γεμάτη λεπτότατο λυρισμό, είναι εκείνη του αποχαιρετισμού του Οδυσσέα και της Κίρκης. Να την δούμε πρώτα στο κείμενο και κατόπιν την μεταφράζουμε:

«Οι μεν κοιμήσαντο παρά πρυμνήσια νηός / η δε με χειρός ελούσα φίλων απονόσφιν εταίρων / εισέ τε και προσέλεκτο και εξερέεινεν έκαστα / αυτάρ εγώ τη πάντα κατά μοίραν κατέλεξα».

Και του λέει η Κίρκη: «Ταύτα μεν ουν πάντα πεπείρανται, συ δ’ άκουσον».(Οδ. μ, 231)

Και η μετάφραση:

«Τότε όλοι κοιμηθήκανε κοντά στα παλαμάρια / κι αυτή απ’ το χέρι μ’ έπιασε κι αλάργα από τους συντρόφους / με κάθισε και στρίμωνε κοντά μου και ρωτούσε / κι εγώ όλα της τα ιστόρησα με τάξη κι όπως ήταν».

Και του λέει η Κίρκη:

«Έτσι όλα αυτά τελειώσανε, μον’ άκουσέ με τώρα». Πιο γαλήνιο, πιο αξιοπρεπή χωρισμό, είναι δύσκολο να διαβάσει κανείς.

 

Ο γάμος: ο συζυγικός έρωτας, οικογένεια, προβλήματα, γκρίνιες

 

Ο γάμος με μια γυναίκα, τη νόμιμη σύζυ­γο, έπαιζε έναν ξεχωριστό και σημαντικό ρό­λο στη ζωή των Ομηρικών ανθρώπων. Στην απόφαση για ένα γάμο, έστω και ελεύθερου ανθρώπου, φαίνεται πως παρενέβαιναν και άλλοι παράγοντες, εκτός από τους συναισθηματικούς, αν υπήρχαν κι αυτοί πιθανόν οικονομικοί, ταξικοί που είναι το ίδιο. Ο Αχιλλέας περιμένει να τον παντρέψει ο πατέρας του (Ιλ. I, 393-99): «Γιατί», λέει, «ε­μένα αν γυρίσω σπίτι μου, μια φορά ο Πηλέας έπειτα, θα με παντρέψει ο ίδιος… Εκεί που βρισκόμουν ακόμα, πάρα πολύ το τραβούσε η ψυχή μου να παντρευτώ γυναίκα με στεφά­νι. Μια που να μου ταιριάζει».

Παρ’ όλον ότι ο Αχιλλέας είχε ήδη στη Σκύρο ένα γιο, τον Νεοπτόλεμο (Ιλ. Τ, 327). Κατά μείζονα λόγο αυτό ίσχυε για τα κορίτσια που έπρεπε να έ­χουν τη γνώμη του πατέρα και της μάνας τους. Αν και απ’ αυτά που λέει η Ναυσικά (Οδ. ζ, 286), δεν ήταν πάντα απαραίτητο.

 

Γάμος του Έρωτα και της Ψυχής, Πομπέο Μπατόνι (1756)

 

Τη γυναίκα το στεφάνι του γάμου την κα­θιστούσε πρόσωπο σοβαρό, που έπρεπε να έ­χει ξεχωριστή εκτίμηση. Ο Μενέλαος κατη­γορεί τους Τρώες ότι του έκλεψαν «κουριδίην άλοχον» γυναίκα δηλαδή επίσημη, νόμι­μη, στεφανωμένη, και αυτό ήταν σοβαρότε­ρο από την αρπαγή μιας οποιασδήποτε άλ­λης γυναίκας (Ιλ. Ν, 626). Να υποθέσουμε ότι η σπουδαιότητα που απέδιδαν στο πρό­σωπο της νόμιμης συζύγου, της «στεφανωμέ­νης», είχε σχέση με τη στερεή δομή της οι­κογένειας και των οικογενειακών και κοι­νωνικών δεσμών που έπαιζαν τότε, αλλά και σήμερα, τόσο σημαντικό ρόλο;

Είναι μια σκέψη. Μια άλλη είναι ότι τη νό­μιμη σύζυγο, την αγόραζαν ουσιαστικά, και η απώλειά της σήμαινε την απώλεια ση­μαντικού περιουσιακού στοιχείου. Πέραν ό­μως απ’ αυτές τις ρεαλιστικές σκέψεις, υ­πήρχαν και ηθικά παραγγέλματα, τουλάχι­στον στην επιφάνεια, όπως εκείνο του στί­χου (Ιλ. I, 341), που συμβουλεύει: «Ο γνω­στικός άντρας πρέπει ν’ αγαπάει τη γυναίκα του, κι αν ακόμα την άρπαξε στον πόλεμο». Η απουσία της γυναίκας τους τούς κόστιζε πολλαπλώς: «Γιατί κι ένα μόνο μήνα μένον­τας κανείς μέσ’ το πολύκουπο καράβι του μακριά από τη γυναίκα του στενοχωριέται» (Ιλ. Β, 292).

Και ο Σαρπηδόνας λέει στον ‘Εκτορα (Ιλ. Ε, 480), «…(άφησα στη Λυδία) γυναίκα αγα­πημένη και γιο μωρό». Η Πηνελόπη επίσης «…τον άντρα μου πο­θώ και αιώνια τον θυμούμαι» (Οδ. α, 343). Και μάλιστα τον ονειρεύεται: «Αυτή τη νύχτα πάλι εγώ, τον είχα στο πλευρό μου / ως ήταν όταν έφυγε με το στρατό και τόσο / χαιρόμουν, που είπα αληθινό, κι όχι όνειρο πως ήταν». (Οδ. γ,). Βέβαια υπήρχαν και καθυστερημένες και ύποπτες συζυγικές αγάπες. Και βλέπουμε έ­τσι την Ελένη, όταν η πλάστιγγα έγειρε προς το μέρος των Αχαιών και οι Τρωαδίτισσες άρχισαν τα μοιρολόγια, να δηλώνει χωρίς καμιά συστολή: «μα εγώ πετούσα από χαρά, γιατί είχε πια γυρίσει / μέσα η καρδιά μου, κι ήθελα στο σπίτι να γυρίσω».  (Οδ. λ, 268)

Αυτά έλεγε ξεδιάντροπα η Ελένη, οπότε αναγκάζεται ο Μενέλαος να της πει εις επήκοον όλων: «τρεις γύρους το’ φερες το κουφωτό λημέρι (το δούρειο ίππο), το ψηλαφούσες κι έκραζες των Δαναών τους πρώτους με τ’ όνομά τους, τη φωνή των γυναικών τους ίδια κάνοντας». (Οδ. δ, 277-9)

Τέλος μιαν έντονη επιθυμία ν’ αποκτήσουν γυναίκα, και μάλιστα όμορφη, είχαν και οι δούλοι (Οδ. ξ, 63). Σπίτι και γυναίκα υπόσχεται ο Οδυσσέας στον Εύμαιο και τον Φιλοίτιο αν τον βοηθούσαν να ξεκάνει τους Μνηστήρες (Οδ. φ, 213).

Όλα αυτά ήσαν βέβαια καλά και ωραία, υπό τον όρον ότι οι σχέσεις του ζεύγους ή­σαν αγαθές, κάτι που το εύχεται ο Οδυσσέας στη Ναυσικά (Οδ. ζ, 182): «Γιατί δεν έχει πιο όμορφο παρ’ όταν με μια γνώμη αγαπημένο αντρόγυνο, φρον­τίζει για το σπίτι». Φυσικά δεν έλειπαν οι mariages de raison ( Γάμοι κατά συνθήκην). Σε μια τέτοια περίπτωση η Θέτις μέμφεται την τύχη της γιατί ο Δίας την πάντρεψε με τον Πηλέα, και παραπονιέται: «υπομονεύτηκα να πλαγιάζω μ’ άνθρωπο (θνητό) / μ’ όλο που δεν το ήθελα καθόλου» (Ιλ. Σ, 433-4). Μια εξήγηση, από πολλές άλλες, είναι και γιατί το παιδί της θα γεννιόταν «θνητό».

Ο Τηλέμαχος αναχωρεί από την Πύλο, χαρακτικό του 19ου αι. του Χένρι Χάουαρντ.

Κατά την ημέρα του γάμου όλοι γιόρτα­ζαν, και χάριζαν δώρα σ’ αυτούς που έρχον­ταν να πάρουν τη νύφη (Οδ. ζ, 27). Όταν μπορούσε ο πατέρας, έδινε κάποια προίκα στην κόρη του, που παντρευόταν, υπό την μορ­φή δώρων (Ιλ. I, 290). Και μια και μιλήσαμε για δώρα, ας προσθέσουμε, πως σπουδαίο δώρο εθεωρείτο μια μαύρη προβατίνα με το αρνάκι της (Ιλ. Κ, 215). Αντίθετα η ημέρα της επιστροφής της χή­ρας, αλλ’ ασφαλώς και της ζωντοχήρας, αν και στον Όμηρο δεν αναφέρεται καμία πε­ρίπτωση διαζυγίου ή αποπομπής συζύγου, η ημέρα αυτή ήταν ημέρα συμφοράς.

Τις κατά­ρες της αποπεμπομένης χήρας, συνόδευαν η οργή των θεών και των ανθρώπων (Οδ. β, 135). Αν όμως η απερχόμενη χήρα είχε εξα­σφαλίσει την αντικατάσταση του μακαρίτη, τότε η συμπεριφορά της σκληρυνόταν. Από εκεί κει πέρα έπρεπε να καταβληθεί ειδική προσοχή και μεταχείριση. Γι’ αυτό και η Α­θηνά συμβουλεύει τον Τηλέμαχο:

 

«Μον’ ζήτα απ’ τον βροντόφωνο Μενέ­λαο να σε στείλει να βρεις ακόμα σπίτι σου την ακριβή σου μάνα, γιατί της λέν’ τ’ αδέρφια της κι ο γέρος της πατέρας να πάρει τον Ευρύμαχο, που τους Μνηστή­ρες όλους περνά στα δώρα, κι έδωσε χιλιά­δες γαμοπροίκια, μη σου τ’ αδειάσει φεύ­γοντας το σπίτι άθελά σου. Γιατί την ξέ­ρεις την καρδιά πώς είναι της γυναίκας. Το σπίτι εκείνου προσπαθεί να τ’ αρχονταίνει μόνο που θα την πάρει, και ξεχνά τα πρώτα τα παιδιά της και μήτε πια τον νοιάζεται τον πεθαμένο άντρα». (Οδ. ο,14)

 

Αλλοίμονο. Πόσα περισσότερα ήξερε η κα­ημένη η Αθηνά από όσα μαθαίναμε εμείς στο σχολειό για την «πιστή Πηνελόπη».

«Γιος του πως είμαι (του Οδυσσέα) η μάνα μου μού λέει, μα εγώ δεν ξέρω, γιατί τη φύ­τρα του κανείς δεν την γνωρίζει ο ίδιος», λέει ο μόλις εικοσαετής αλλά σοφός ήδη Τηλέμαχος στην Αθηνά (Οδ. α, 215).

 

Πώς έβλεπαν οι άντρες της ομηρικής εποχής τις γυναίκες

  

Οι γνώμες που είχαν οι άνδρες της ομηρικής εποχής για τις γυναίκες δεν ήταν πάντα κολακευτικές γι’ αυτές: «Άλλο πιο άπονο θεριό δεν έχει από τη γυναίκα» μας διαβεβαιώνει ο Αγαμέμνων (Οδ. λ, 426), και ίσως με το δίκιο του. Γι’ αυτό και συμ­βουλεύει: «Γι’ αυτό ποτέ σου μη σταθείς καλός πια σε γυναίκα / μήτε να της εμπιστευτείς το μυστικό που ξέρεις / μόν’ άλλα να της λες, κι άλλα στο νου να κρύβεις». (Οδ. λ, 441-3)

Κατά της Κλυταιμνήστρας καταφέρεται και η ψυχή του Αμφιμέδοντα – ενός από τους Μνηστήρες- «που άφησε στων θηλυκών το γένος, / φήμη κακή που να μισούν και τις καλές ακόμα».(Οδ.ω,200-2) Ο Ήφαιστος καταφέρεται εναντίον της μάνας του της Ήρας και την αποκαλεί «κυνώπιδα», δηλαδή σκυλομούρα, γιατί, επειδή ή­ταν κουτσός, τον είχε πετάξει μακριά όταν ή­ταν μικρός (Ιλ. Σ, 397). Μερικές φορές οι καταγγελίες αυτές, εί­χαν και κάποια δόση αλήθειας, κάποια βά­ση. Η Μελανθώ, επί παραδείγματι, η πιο ό­μορφη από το υπηρετικό προσωπικό των α­νακτόρων, το είχε παρακάνει. Γιατί, παρ’ ό­λον ότι η Πηνελόπη τη μεγάλωσε σαν κόρη της και της χάριζε διάφορα αξεσουάρ, αυτή η αχάριστη: «…Ευρυμάχω μισγέσκετο και φιλέεσκεν» ( Ευτυχισμένη πλάγιαζε με τον Ευρύμαχο) (Οδ. σ, 325).

Ο αναγνώστης, αν θέλει να εξηγήσει την μορφή της Πηνελόπης, θα πρέπει να ανατρέξει λίγο παραπάνω (Οδ. ο, 14), εκεί όπου ο Ευρύμαχος περιγράφεται ως εξαιρετικά γαλαντόμος και στις αγκάλες του οποίου φαίνεται ότι ήταν έτοιμη να πέσει η Πηνελόπη, και χωρίς τις παραινέσεις του πατέρα της και των αδελφών της.

 

Ο συζυγικός έρωτας και οι γκρίνιες

 

Παρ’ όλες τις πικρές γνώμες που είχαν οι άντρες για το γυναικείο φύλο, τις γυναίκες τις παντρεύονταν. Και εξακολουθούν να τις παντρεύονται ακόμη μέχρι των ημερών μας. Η πλάνη ξεκινά – ξεκινούσε μάλλον – α­πό τη ροζ εικόνα μιας γυναικούλας καθισμέ­νης με τα παιδάκια της γύρω από κάποιο τραπέζι. Αλλ’ αν κρίνει κανείς από τα συμ­βαίνοντα στα τραπέζια στον Όλυμπο, μπο­ρεί να σχηματίσει μιαν εικόνα και για το τι γινόταν στα σπίτια των κοινών θνητών. Η σκηνή, και τότε όπως και τώρα, άρχιζε πρώτα-πρώτα με μια ελαφρά γκρίνια.

Δίας και Ήρα

Ο Δίας τρέμει κυριολεκτικά τη γκρίνια της Ήρας, γιατί τόλμησε η ανιψιά του η Θέτις να του ζητήσει μια χάρη (Ιλ. Α, 51 ) και κά­νει ό,τι μπορεί για να την αποφύγει. Τελικά δεν την αποφεύγει. Η Ήρα τον είδε και ζητά να μάθει τι είπαν μεταξύ τους. Ο Δίας αρνεί­ται να δώσει εξηγήσεις και της απαγορεύει να αναμιγνύεται στις δουλειές του. Η Ήρα βγάζει μια γλώσσα τόση, τον αποκαλεί «δολομήτη», δηλαδή πανούργο (Ιλ. Α, 540-3), και ο Δίας οργίζεται. «Δαιμόνια», της λέει, «όλο νομίζεις, και ποτέ δεν έκανα κάτι χωρίς να το μάθεις. Μ’ αυτά που κάνεις δεν κερδί­ζεις παρά να βγεις περισσότερο από την καρδιά μου… Θα κάνω ό,τι μ’ αρέσει. Και κοίτα να μη σε πιάσω στα χέρια μου». (Ιλ. Α, 561 κ.ε.)

Η Ήρα «ακέουσα καθήστο», κάθισε χω­ρίς να βγάλει μιλιά (Ιλ. Α, 569). Επεμβαίνει ο γιος της ο Ήφαιστος, που λέει της Ήρας: «Σώπαινε και κάνε υπομονή, μη σου δώσει κανένα χέρι ξύλο και δεν μπορώ να βλέπω να σε δέρνουν, και μας αναποδογυρίσει το τρα­πέζι και δεν φάμε μια πιρουνιά γλυκό φαΐ» (Ιλ. Α, 570-74). Αλλά μετά τον καυγά οι σχέσεις αποκατεστάθησαν, και όταν ο Δίας πήγε να κοιμηθεί ανέβηκε στο κρεβάτι και ξάπλωσε δίπλα του και η Ήρα (Ιλ. Α, 611), και: «Une reconcilia­tion vaut toujours la peine de la dispute» ( Για μια συμφιλίωση αξίζει τον κόπο να φιλονικήσεις).

Παρ’ όλα αυτά οι σχέσεις του θεϊκού ζεύ­γους παρέμεναν πάντα τεταμένες. «Με την Ήρα δεν συγχύζομαι τόσο ούτε θυμώνω, γι­ατί πάντα συνηθίζει να εναντιώνεται σ’ ό,τι κι αν πω», καταλήγει απελπισμένος ο Δίας (Ιλ. Ε, 407). Το οξύθυμο του Διός είναι και άλλοθεν γνωστόν.

Ο Άρης μαθαίνει το θάνατο του γιου του Ασκάλαφου, και οργισμένος απει­λεί ότι θα παρακούσει τις εντολές του Δία, και θα πάει να τιμωρήσει τους Αχαιούς. Η πάντα σοφή Αθηνά τον συμβουλεύει:« Άφησε τα τώρα αυτά. Θέλεις να μας δώ­σεις τίποτα λαχτάρες; Γιατί τον ξέρεις. Είναι άξιος (ο Δίας) να αφήσει τους Τρώ­ες και τους Αχαιούς, και να’ρθη εδώ απά­νω στον Όλυμπο, και να μας αρπάξει έναν- έναν» «Ος τ’ αίτιος ος τε και ουκί» ( Αυτόν που έφταιγε και αυτόν που δεν έφταιγε). (Ιλ. Ο, 131-7)

Στους ελεεινούς αυτούς τρόπους δεν υστε­ρούσε και η γυναίκα του Δία, η Ήρα, η ο­ποία σε μια στιγμή οργίζεται με την Άρτε­μη, της παίρνει το τόξο και τη δέρνει μ’ αυτό (Ιλ. Τ, 491).

Παράλληλα όμως με τους καυγάδες, υ­πήρχαν και στιγμές γαλήνης, έστω και επι­φανειακής. Κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας απατηλής στιγμής, η Ήρα προσπαθεί ν’ α­ποκοιμήσει τον Δία, ώστε να μπορέσει να συνδράμει τους προστατευόμενούς της τους Αχαιούς, παρ’ όλον ότι ο Δίας είχε διατάξει στους θεούς αυστηρή ουδετερότητα (Ιλ. Θ, 10-1, Ξ, 311-352).

Παρφουμαρισμένη και συνοδευόμενη από τον θεό Ύπνο, με τον οποίον είχε προηγουμέ­νως συνεννοηθεί, ανεβαίνει στην κορυφή Γάργαρο της Ίδης, απ’ όπου ο Δίας παρακο­λουθούσε τα διατρέχοντα στην Τροία. (Κάτι σαν πύργο ελέγχου ας πούμε). Μόλις την εί­δε ο Δίας, ο έρωτας του θόλωσε το νου, σαν τότε που μικρά παιδιά πρωτόσμιγαν ερωτικά πηγαίνοντας κάθε τόσο στο κρεβάτι κρυφά από τους γονείς τους (Ιλ. Ξ, 295). «Πώς από δω;» τη ρωτά. Κι αυτή δίνει μιαν αόριστη και παραπλανητική απάντηση. Ότι δήθεν πάει να κάνει επίσκεψη στους θετούς γονείς της, τον Ωκεανό και την Τηθή, γιατί έχουν αρχίσει τους καυγάδες και δεν κοιμούνται πια στο ίδιο κρεβάτι, και πάει να τους συμ­φιλιώσει, και ότι ήρθε να του το πει ότι θα λείπει για να μην ανησυχεί. Ο Δίας δείχνει ό­τι πείθεται, αλλά δεν παραιτείται από το σκοπό του, και της λέει:

«Ήρα, εκεί μπορείς να πας κι αργότερα. Έλα τώρα να πλαγιάσουμε και να χαρού­με τον έρωτα, γιατί ποτέ ως τώρα δεν είχα μια τόσο έντονη ερωτική διάθεση σαν κι αυτήν, ούτε με τις άλλες – κι αναφέρει σωρεία δεσμών του με διάφορες θεές και θνητές – ούτε και με σένα». Η Ήρα φέρνει αντιρρήσεις. Όχι, όχι εδώ, γιατί μας βλέπουν. Να πάμε σπίτι, «επεί νυ τοι εύαδεν ευνή» (αφού πεθύμησες κρεβάτι) (Ιλ. Ξ, 340). Τελικά βρίσκεται μια άλλη λύση που συμβίβαζε και το επείγον του πράγμα­τος αλλά και τη σεμνοτυφία της Ήρας.

Ξα­πλώνουν πάνω στη φρέσκια χλόη, «λωτόν θ’ ερσήεντα (δροσερόν) ιδέ κρόκον, η δ’ υάκινθον» πυκνό και μαλακό, και τυλίγονται μ’ ένα χρυσό σύννεφο αδιαπέραστο από τις α­κτίνες του ήλιου, και πολύ περισσότερο από τα αδιάκριτα βλέμματα, χωρίς να σκεφτεί ο Δίας ότι τυλιγμένον μέσα στο χρυσό σύννε­φο δεν τον έβλεπαν, βέβαια, αλλά δεν έβλεπε κι εκείνος τι γινόταν στην Τροία. Δαμασμένος από τον έρωτα και τον ύπνο ο Δίας κοιμόταν ήσυχος, κρατώντας στην αγ­καλιά του την Ήρα. Ο Ύπνος, δασκαλεμέ­νος από πριν, τρέχει και ειδοποιεί τον Πο­σειδώνα που προστάτευε τους Αχαιούς. Οι τελευταίοι περνούν στην αντεπίθεση και απωθούν τους Τρώες μέχρι τα τείχη της πόλης τους.

Εκείνη τη στιγμή ξυπνά ο Δίας, πετάγεται πάνω, βλέπει τον Ποσειδώνα με το μέρος των Αργείων, αγριοκοιτάζει την Ήρα και της λέ­ει: «πολύ πρόστυχος ήταν ο δόλος σου Ήρα (Ιλ. 9,14) και δεν ξέρω αν δε σε ξαναδείρω με το λουρί. Ή μήπως ξέχασες τότε που σε κρέμασα ψηλά από τα πόδια;» Την απειλεί ότι θα της κάνει και άλλα πολλά για να σταματήσει τις απάτες, και για να δει ότι δεν θα κερδίσει τίποτα με τον έρωτα και το κρεβάτι «ην (ευνήν) εμίγης ελθούσα θεών άπο και με ηπάτησας». (Ιλ. Ο, 32-33) Η Ήρα προσποιείται την τρομαγμένη, και του ορκίζεται στο «στεφάνι» τους, «το μεν ουκ αν εγώ ποτέ μαψ ομόσαιμι» (που πάνω του ποτέ όρκο ψεύτικο δεν παίρνω) (Ιλ. Ο, 40) πως όλα αυτά τα έκανε ο Ποσειδώνας! Ο Δίας χαμογελάει και… έκτοτε η ιστορία συ­νεχίζεται.

  

Άλλες πτυχές της Ομηρικής ψυχής

 

Παρ’ όλον ότι οι ομηρικοί ήρωες και ο κόσμος τους ζούσαν σ’ ένα σκληρό περιβάλ­λον, και για να μπορέσουν να επιβιώσουν έ­πρεπε να είναι ψυχικά ανάλογα προετοιμα­σμένοι, εν τούτοις βλέπουμε και σκηνές που φωτίζουν και από άλλη πλευρά την ομηρική ψυχή. Ο Αχιλλέας αγαπάει τη μητέρα του, και το δείχνει. Σε στιγμές μεγάλης θλίψης προσεύ­χεται σ’ αυτήν (Ιλ. Α, 351). Ο Χρύσης προ­σφέρει λύτρα αμέτρητα για να πάρει πίσω τη Χρυσηΐδα, την κόρη του. (Ιλ. Α, 13)

Και σε πολλές άλλες περιπτώσεις βλέ­πουμε μέσα σ’ εκείνες τις θηριώδεις ψυχές ό­τι κρύβονταν και τρυφερότητα λίγη ή πολ­λή, κυρίως για συγγενείς εξ αίματος, πρώ­του, το πολύ και δεύτερου βαθμού. Δεν έλειπαν όμως και οι οπορτουνιστικές σκέψεις. Άλλωστε είναι κι αυτές τόσο ανθρώπινες. Η χήρα Βρισηίδα κλαίει και χτυπιέται πάνω στο νεκρό του Πάτροκλου, γιατί της είχε υποσχεθεί ότι θα… την πάν­τρευε με τον Αχιλλέα, που είχε σκοτώσει τον άντρα και τρία αδέλφια της (Ιλ. Τ, 287-98).

Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις άγριου μίσους. Ο Αγαμέμνων παραπονείται για τη συμπεριφορά της γυναίκας του και την απο­καλεί «σκύλα» (Οδ. λ, 409). Σε μιαν άλλη σκηνή μας δίνει ο Όμηρος τη φοβερή εικό­να μιας μάνας, της Αλθαίας, να κλαίει, και γονατισμένη να χτυπάει τη γη με τα χέρια της, καλώντας τον Άδη και την Περσεφόνη να σκοτώσουν το γιο της τον Μελέαγρο, ε­πειδή της είχε σκοτώσει στη μάχη τον αδελ­φό της (Ιλ. I, 587-8).

 

Έρως και Ψυχή, γλυπτό του Αντόνιο Κανόβα (Antonio Canova)

 

 

Ο σαρκικός έρωτας, το sex 

 

Αναφέραμε πάρα πάνω τον πλατωνικό έ­ρωτα και τον συζυγικό οικογενειακό έρωτα, έτσι όπως τους απαντούμε στα Έπη. Μένει τώρα ν’ ασχοληθούμε και με τον σαρκικό έ­ρωτα, αυτόν που διεθνώς πια ονομάζουμε sex και που απασχολεί σημαντικό αριθμό στί­χων. Σ’ αυτόν τον έρωτα μπορούσε βέβαια να συνυπάρχει και η τρυφερότητα, η αγάπη, η συμπάθεια ή κάποιο άλλο ευγενές αίσθημα, αλλά δεν ήταν αναγκαίο.

 

Οι γυναίκες

 

Δίας και Δανάη

Τις γυναίκες τις αποκτούσαν ή με το σπαθί τους, και οι εκστρατείες είχαν σχεδόν απο­κλειστικό σκοπό την αρπαγή γυναικών (Οδ. λ, 403). Οι σκηνές του Αγαμέμνονα είναι γε­μάτες με γυναίκες (Ιλ. Β, 225). Και ο Αχιλλέ­ας απειλεί ότι θα φορτώσει τα καράβια του με χαλκό, χρυσάφι, σίδερο και όμορφες γυ­ναίκες, και θα φύγει για την πατρίδα του (Ιλ. I, 365). Ή τις κέρδιζαν στους αγώνες όταν έ­παθλο ήταν μια ή περισσότερες γυναίκες. Ένα αμάξι με δυο άλογα ή μια γυναίκα του κρεβατιού αθλοθετεί ο Αγαμέμνων (Ιλ. Ε, 291). Ένα τρίποδα ή μια γυναίκα αθλοθετούν όταν πεθάνει κανένας τρανός (Ιλ. Χ, 164). Ε­πτά γυναίκες που να ξέρουν λεπτές εργασίες προσφέρει ο Αγαμέμνων στον Αχιλλέα για να τον εξευμενίσει (Ιλ. I, 270), και του υπό­σχεται άλλες είκοσι μετά την κατάληψη της Τροίας. Χώρια που του χαρίζει και μια από τις τρεις κόρες του, όποια θέλει (Ιλ. I, 284).

Ένας τρίποδας με αφτιά και μια καλή γυ­ναίκα, ειδικευμένη σε λεπτές εργασίες, ορί­ζεται σαν πρώτο έπαθλο στους αγώνες αρμα­τοδρομίας που οργάνωσε ο Αχιλλέας κατά την ταφή του Πάτροκλου (Ψ, 263). Άλλοτε πάλι τις αγόραζαν, κι έτσι βλέ­πουμε τον Ιφιδάμα, να πληρώνει για τη γυ­ναίκα του, την κόρη του Κισσέα, 100 βόδια, και υπόσχεται και 1000 γιδοπρόβατα (Ιλ. Λ, 244). Την Ευρύκλεια, «που μόλις είχε βγάλει χνούδι», την αγόρασε ο Λαέρτης για 20 βό­δια (Οδ. α, 430).

Κατά κανόνα, για να πάρουν μια γυναίκα έ­πρεπε να πληρώσουν, με μοναδική εξαίρεση τον Αγαμέμνονα, που υπόσχεται να δώσει πολλά στον Αχιλλέα, αν θελήσει να παν­τρευτεί μια από τις τρεις κόρες του* (Ιλ. I, 148). Ένας από τους λόγους που οι Μνηστήρες αποφεύγουν να πάνε να ζητήσουν την Πηνε­λόπη επίσημα από τους δικούς της, τον πατέ­ρα της Ικάριο και τ’ αδέρφια της είναι και αυτός. Το ότι δηλαδή έπρεπε να πληρώσουν για να την πάρουν και μάλιστα πολλά (Οδ. β, 52), χώρια που το δικαίωμα επιλογής το είχε ο Ικάριος. Ενώ πολιορκώντας την στην Ιθά­κη, και πιο ευχάριστα περνούσαν και δεν πλήρωναν ούτε μια δραχμή.

 * Ο Αγαμέμνων αναφέρεται στις τρεις κόρες του, την Ηλέκτρα, την Χρυσόθεμι και την Λαοδίκεια. Την άλλη κόρη του, την Ιφιγένεια είχε θυσιάσει στην Αυλίδα.

 

Χωρισμός των γυναικών κατά κατηγορίες

 

Η ωραία Ελένη

Τις γυναίκες τις χώριζαν σε τρεις κατηγο­ρίες, τρεις ποιότητες. Η πρώτη περιελάμβανε τις γυναίκες του κρεβατιού, που ήσαν και οι ακριβότερες. Η δεύτερη εκείνες που ήξεραν να πάρουν τα χέ­ρια τους και να κάνουν κάποια λεπτή εργα­σία. Και τέτοιες περίφημες ήσαν οι γυναίκες της Λέσβου (Ιλ. I, 270), και της νήσου των Φαιάκων (Οδ. η, 109-10), αν και από αυτές τις τελευταίες, σκλάβες δεν αναφέρονται. Και τέλος, η τρίτη κατηγορία, όλες τις άλλες, που τις χρησιμοποιούσαν κυρίως για να αλέ­θουν στους χειρόμυλους (Οδ. υ, 110), και άλ­λες χοντροδουλειές. Μερικές προορίζονταν για πιο σύνθετες ασχολίες. Ο Αγαμέμνων θέ­λει τη Χρυσηΐδα και για να υφαίνει και για να κοιμάται μαζί του (Ιλ. Α, 31).

Εκτός από μια περίπτωση, δεν αναφέρον­ται γυναίκες σε γεωργικές εργασίες, κάτι που αργότερα ήταν ο κανόνας. Η εξαίρεση είναι εκείνη όπου η δούλα του πατέρα του Εύ­μαιου συνελήφθη από ληστές «αγρόθεν ερ­χομένη» (Οδ. β, 427). Δεν είναι αρκετά ισχυ­ρό αποδεικτικό στοιχείο, αλλά δεν έχουμε κι άλλο. Και για να σχηματίσουμε μιαν ιδέα, έστω και αμυδρά, του κόστους μιας γυναίκας θα προσθέσουμε την εξής πληροφορία. Ένας μεγάλος τρίποδας άξιζε τόσο όσο και 12 βό­δια, μια σκλάβα καλή, τέσσερα βόδια (Ιλ. Ψ, 702). Και στο Ιλ. Ψ, 752 μαθαίνουμε πως ένα βόδι άξιζε μισό χρυσό τάλαντο. Από τις πληροφορίες αυτές, κάνοντας μιαν αναγωγή του βοδιού σε πιθανή ποσότητα κρέατος, έ­χουμε μια πολύ θολή πληροφορία για το ποια ήταν η αγοραστική αξία του τάλαντου, και ποια μιας σημερινής καλής γυναίκας. Εκτός των αρετών που αναφέρθηκαν πάρα πάνω, και η παρθενία ήταν ένας συντελεστι­κός παράγων στην κοστολόγηση μιας γυ­ναίκας (Ιλ. I, 132). Ο Αγαμέμνων υπόσχεται ότι η Βρισηίδα είναι απείραχτη όταν την επιστρέφει στον Αχιλλέα, «παρ’ όλον ότι το αντίθετο είναι φυσικό να γίνεται ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες» (Ιλ. I, 276). Πλην της παρθενίας, το ανάστημα, η επι­δεξιότητα στα χέρια, το μυαλό, τα έργα, έ­παιζαν αποφασιστικό ρόλο στον Αγαμέμνο­να, και γι’ αυτό δηλώνει ότι προτιμά τη Χρυσηΐδα από την Κλυταιμνήστρα (Ιλ. Α, 113).

Τέλος και η ομορφιά ήταν ένας σημαν­τικός παράγοντας, και φυσικά όμορφες γυ­ναίκες εθεωρούντο -ποιες άλλες; – οι Μωραΐτισσες. «Αχαΐδα καλλιγύναικα» αναφέ­ρει ο Όμηρος (Ιλ. Γ, 75, 258). Και τα νιάτα, φυσικά, έπαιζαν κι αυτά το ρόλο τους. Και ο Οδυσσέας είχε την ειλικρίνεια να δηλώσει στην Καλυψώ: «Συμπάθα λατρευτή θεά. Καλά κι εγώ το ξέρω σαν πόσο φαίνεται άσχημη μπρο­στά σου η Πηνελόπη στ’ ανάστημα και τη μορφή, τις δυο σας όποιος συγκρίνει θνη­τή είναι εκείνη, μα θεά κι αγέραστη είσαι ατή σου» (Οδ. ε, 215-16)

 

To sex

 

Φαίνεται πως στο σημείο αυτό οι ομηρι­κοί ήρωες είχαν προχωρημένες αντιλήψεις. Γι’ αυτό και η Θέτις συνιστά στο γιο της Α­χιλλέα: «Αγαθόν δε γυναίκα περ’ εν φιλότητι μίσγεσθαι» ( γιατί είναι καλό να συνευρίσκεται κανείς με γυναίκα που αγαπά). (Ιλ. Ω, 130) Συμβουλή που δεν πάει χαμένη, γιατί ο Α­χιλλέας, παρ’ όλα τα κλάματα για τον Πά­τροκλο, παίρνει και τη Βρισηίδα δίπλα του, όταν πέφτει να κοιμηθεί, για να τον πάρει ο ύπνος (Ιλ. Ω, 676). Αυτή η σύσταση της Θέτιδας εύρισκε πλή­ρη εφαρμογή, όχι μόνο στους άντρες, αλλά και στις κοπέλες, για τις οποίες γράφει ο Όμηρος: «ευνή και φιλότητι, τας τε φρένας ηπεροπεύει θηλυτέρησι γυναιξί, και η κ’ ευεργός έησιν» που θα πεί: «…(το κρεβάτι και ο έρωτας) τα κάνουν αυτά, τα μυαλά των κοριτσιών να στρί­ψουν κι ας ήταν πρώτα φρόνιμα» (Οδ. ο, 421)

 

Σκηνή από συμπόσιο. Τέλος 6ου αιώνα π.χ. Βασιλικό Μουσείο Τέχνης και Ιστορίας, Βρυξέλες.

 

Τη συμβουλή που είπαμε πάρα πάνω ότι η Θέτις έδωσε στο γιο της τον Αχιλλέα, την είχε από τον πατέρα της τον Δία, του οποίου οι κατακτήσεις υπερβαίνουν σε αριθμό όλων των άλλων θεών. Μόνος του καυχόμενος α­ναφέρει τους δεσμούς του με τη γυναίκα του Ιξίονα – δεν θυμάται τ’ όνομα της – τη Δα­νάη με τα ωραία πόδια, την κόρη του Φοίνι­κα – ούτε αυτηνής θυμάται τ’ όνομα, κι ας του γέννησε τον Μίνωα και τον Ραδάμανθυ – τη Σεμέλη, την Αλμήνη, τη Δήμητρα, τη Λητώ (Ιλ. Ξ, 307-27), τη Λαοδάμεια (Ιλ. Ζ, 197), την Αντιόπη (Οδ. λ, 260).

Σκηνή από συμπόσιο, λεπτομέρεια. Τέλος 6ου αιώνα π.χ.

Όλες αυτές οι συναντήσεις, όχι μόνο του Δία αλλά και των άλλων θεών και ημιθέων, είχαν σαν αποτέλεσμα να γεννιούνται εκά­στοτε από ένα έως δύο παιδιά, γεγονός που αποδεικνύει ότι: «ουκ αποφώλιαι ευναί αθα­νάτων», που σημαίνει σ’ ελεύθερη μετάφρα­ση πως «οι θεοί δεν παίζαν στο κρεβάτι» (Οδ. λ, 249). Τελικά, από τη σωρεία των ερωτικών περιπετειών που συναντούμε στον Όμηρο αναφέρουμε: Τον Άρη με την Αστυόχη (Ιλ. Β, 515), «την ντροπαλή παρθένα που γέννησε δυο γιους όταν ανέβηκε στο ανώι να κοιμηθεί και ο θεός Άρης πήγε και πλάγιασε κρυφά μαζί της».

Τον Αγχίση με την Αφροδίτη, που γέννησαν τον Αινεία (Ιλ. Β, 8). Τον Βουκολίωνα με την Αβαρβαρίη (Ιλ. Ζ, 24), τον Βελερεφόντη με την Άντεια (Ιλ. Ζ, 159). Τον Τιθωνό με την Αυγή (Ιλ. Λ, 1· Οδ. ε, 1). Τον Σπερχειό με την Πολυδώρα (Ιλ. Π, 175). Τον Ερμή με την Πολυμήλη (Ιλ. Π, 180). Τον Ο­δυσσέα με την Καλυψώ, που ο δεσμός τους κράτησε επτά χρόνια (Οδ. α, 14, 55). Τον Ποσειδώνα με την Βόωσσα (Οδ. α, 71). Τη Δήμητρα με τον Ιασίωνα (Οδ. ε, 125).

Τον Ποσειδώνα με την Περίβοια (Οδ. η, 57). Τον Ενιπέα με την Τυρώ (Οδ. λ, 235). Τον Ποσει­δώνα με την Ιφιμέδεια (Οδ. λ, 305). Την Ερι­φύλη, που απατούσε τον άνδρα της «επί χρήμασιν» (Οδ. λ, 326). Τον Τιτυό, ο οποίος ξε­πλήρωσε στον Δία όλα τα στεφάνια που δεν σεβάστηκε, απλώνοντας χέρι στη Λητώ, την επίσημη μαιτρέσσα του Δία (Οδ. λ, 580). Ά­σε πια τους Μνηστήρες, που περιμένοντας από τριετίας να πει η Πηνελόπη το ναι έσερ­ναν τις σκλάβες «αεικελίως κατά δώματα καλά» (απρεπώς, ανάρμοστα προς τα ωραία δωμάτια) (Οδ. π, 108). Εδώ όμως σταματά το κουτσομπολιό αυτό. Αυτό το «ποιος, πού, ποιαν».

 

Τα νόθα

 

Κάτω από αυτές τις τόσο διαδεδομένες στον Ομηρικό κόσμο συναντήσεις Θεών με θνητές, και με τις συνέπειές τους, νομίζω πως θα πρέπει να δούμε τις τόσο φυσικές προγα­μιαίες ή εξωσυζυγικές σχέσεις, που τα προϊ­όντα τους έσπευδαν να τα περιβάλουν με θεϊκή ιδιότητα, για να τα προστατέψουν, και να προστατευθούν και οι ίδιες οι μητέρες, α­πό την οργή του περιβάλλοντος. Η λύση αυτή, η αναγνώριση δηλαδή της θείας επέμβασης στη γέννηση του νεογνού, απήλλασσε και τους άνδρες από την υποχρέ­ωση να παίξουν αυτόν τον δυσάρεστο ρόλο του αρσενικού τιμωρού και εκδικητή. Βόλευε όλο τον κόσμο. Και το μικρό, και τη μητέρα, και τον μη πατέρα.

Καμιά φορά, οι γείτονες ήσαν κάπως δύ­σπιστοι και είχαν αμφιβολίες για την πατρό­τητα του νεογέννητου. Όπως στην περί­πτωση της Πολυδώρας της αδελφής του Α­χιλλέα, που παρ’ όλη την επιμονή της ότι ο Μενέσθιος ήταν γιος του άντρα της του Βώρου, δεν έπεισε κανέναν. Ήταν κοινό μυστι­κό πως τον είχε συλλάβει με τον «ακούρα­στο» Σπερχειό (Ιλ. Π, 175).

Μια περίπτωση συζυγικής τρυφερότητας και αφοσίωσης είναι και η Θεανώ, που για χάρη του άντρα της Αντήνορα, του μεγάλω­σε το νόθο γιο του, εξ ίσου φροντισμένα με τα δικά της παιδιά (Ιλ. Ε, 70). Νόθος ήταν και ο Μέδοντας ο νόθος γιος του Οϊλέα, βασιλιά της Θαυμακίας (Δομοκός) (Ιλ. Β, 727), και ο Τεύκρος ο γιος του Τελαμώνα (Ιλ. Θ, 284).

Το ρεκόρ στα νόθα, το είχε ο Πρίαμος, ο ο­ποίος είχε πενήντα παιδιά, εξ ων, δέκα εννέα ομομήτρια. Τα άλλα όλα νόθα. (Ιλ. Ω, 495) Τα παιδιά, γνήσια και νόθα, συνήθως μεγά­λωναν μαζί, χωρίς διακρίσεις. Αλλά όταν ερχόταν η ώρα της διανομής της πατρικής περιουσίας «…μα λιγοστά σε μένα μου δώ­σανε στη μοιρασιά κι ένα του σπίτι μόνο» (Οδ. ξ, 210), παραπονείται στη φανταστική του διήγηση ο Οδυσσέας, που σημαίνει, πως ήταν συνηθισμένο να γίνεται έτσι στην πρα­γματικότητα.

 

Απαγωγές

 

Ο Πάρης και η ωραία Ελένη , Jacques-Louis David, 1788.

Καμιά φορά ο ερωτικός παροξυσμός ο­δηγούσε και σε απαγωγή της κόρης, η οποία φεύγουσα συναπεκόμιζε και όσα τιμαλφή προλάβαινε. Τέτοια ήταν και η περίπτωση της Ελένης, που φεύγοντας με τον Πάρι, του σηκώνει το σπίτι του Μενέλαου, αφήνοντάς του μόνο το μικρό κοριτσάκι τους την Ερμιό­νη. (Ιλ. Γ, 175) Αργότερα, νοσταλγεί τον… Μενέλαο (Ιλ. Γ, 139), και αναγνωρίζει την ά­πρεπη συμπεριφορά της, «τα αίσχεα και ανείδεά της» ( τις αισχρές και άσχημες πράξεις της). (Ιλ. Γ, 242) Οι τύψεις όμως αυτές δεν την εμποδίζουν να καταφύγει στην κρεβατοκάμαρα του Πάρι, διαμαρτυρόμε­νη καθ’ οδόν στη θεά Αφροδίτη, γιατί την… έσπρωχνε προς τα εκεί (Ιλ. Γ, 395-420). Εκεί την περίμενε ο Πάρις, ο οποίος αφού τη γλύτωσε παρά τρίχα στη μονομαχία του με το Μενέλαο, είναι τώρα εκτός εαυτού από ερω­τική διάθεση, και επίμονα απαιτεί από την Ελένη «εδώ και τώρα».

 

Ο έρωτας και το θέατρο

 

Ανυπέρβλητη σε νάζι και υποκρισία είναι η σκηνή που ακολουθεί. Η Ελένη, παρ’ όλες τις διαμαρτυρίες και τις κατάρες κατά του Πάρι, που της λέει με κατεβασμένα μάτια, «όσσε πάλιν κλίνασα», τον ακολουθεί και στο σκαλιστό κρεβάτι (Ιλ. Γ, 448). Και όλα αυτά καθ’ ον χρόνον η μάχη μαινόταν έξω από τα τείχη, και ο Μενέλαος έψαχνε ανά­μεσα στους Τρώες πολεμιστές, να τον βρει. Ο Έρωτας θέλει και λίγο θέατρο.

Γι’ αυτό και ο Όμηρος βάζει τη θεά Αφροδίτη να λα­βαίνει μέρος στη… μάχη, και μάλιστα να τραυματίζεται στο χέρι (Ιλ. Ε, 335). Μεταφέ­ρεται με ασθενοφόρο της εποχής, και συγκεκριμένως με τα άλογα του Άρη, εσπευσμέ­νως στον Όλυμπο, όπου ο πατέρας της ο Δί­ας της λέει: «Δεν είναι για σε παιδάκι μου τα έργα του πολέμου. Συ τις ευχάριστες δουλειές του γάμου να κοιτάζεις». (Ιλ. Ε, 429)

Aphrodite, National Archaeological Museum of Athens

Η Αφροδίτη σαν θεά του Έρωτα ήταν ά­φθαστη σε τερτίπια ερωτικά και τις σχετικές γνώσεις, που τις διέθετε μάλιστα αφιλοκερ­δώς. Η Ήρα καταφεύγει στις συμβουλές της, προκειμένου να ξυπνήσει το συζυγικό ενδι­αφέρον του Δία (Ιλ. Ξ, 215). Το θέατρο όμως αυτό θέλει και προσοχή και δεν πρέπει να το αφήνουμε να φτάνει στα άκρα. Σε μια θεατρική χειρονομία, ο Πάρις κα­λεί σε μονομαχία τον Μενέλαο, και γλυτώνει ως εκ θαύματος (Ιλ. Γ, 69 κ.ε.).

Εκεί όμως που το θέατρο φτάνει στην αποκορύφωσή του, είναι στη σκηνή όπου ο Οδυσσέας, «επεί ουκέτι ήνδανε νύμφη», (γιατί του γύρισε η καρδιά να ζει με την νεράιδα, με δικά μας λό­για, αφού βαρέθηκε να ζει εφτά χρόνια με την Καλυψώ, κι ας ήτανε Νεράιδα), άρχισε να χρησιμοποιεί τα μεγάλα μέσα. Κατέβαινε κάτω στην παραλία, και: «Όλη μέρα κάθονταν σε βράχους σ’ α­κρογιάλια με κλάμα, πόνους, στενα­γμούς, σπαράζοντας τα στήθια». Αλλά τη νύχτα κατ’ ανάγκην, «μέσα στις όμορφες σπηλιές μαζί της εκοιμόταν, χωρίς να θέλει αυτός εκείνη το ζητούσε» (Οδ. ε, 154-5).

Τα ίδια επαναλαμβάνονται αργότερα και με την Κίρκη (Οδ. ι, 3), της οποίας δεν αρ­νείται τας αγκάλας, τη συμβουλή του Ερμή ακολουθώντας (Οδ. κ. 297), και την πρόταση της ίδιας: «να πάμε στο κρεβάτι μου μαζί να κοιμη­θούμε, το στρώμα και τ’ αγκάλιασμα κάθε υποψία να σβήσουν» (Οδ. κ, 3). Έτσι κι έγινε. «Και τότε εκεί καθίσαμε ολόκληρο ένα χρόνο» (Οδ. κ, 467).

 

Sensualités raffinées (εκλεπτυσμένη ηδονή, απόλαυση)

 

Η Πηνελόπη και οι μνηστήρες από τον John William Waterhouse (1912)

Παρ’ όλον ότι οι πολλαπλοί έρωτες που παρεμβάλλονται στα Έπη αφήνουν ελεύθε­ρο έδαφος για την παρεμβολή τολμηρών λε­πτομερειών, που τόσο ενθουσιάζουν συγ­γραφείς και αναγνώστες, εντούτοις δεν τις συναντούμε παρά ελάχιστες φορές, κι εκεί­νες υπονοούμενες. Μια φορά στην Ιλιάδα (Ιλ. Τ, 261-3), ορκί­ζεται ο Αγαμέμνων: «Μη μεν εγώ κούρη Βρισηίδι χείρ’ επέκεινα ούτ’ ευνής πρόφασιν κεχρημένος ούτε τευ άλλου αλλ’ έμεν’ απροτίμαστος ενί κλισίησιν εμήσιν».

 Μια άλλη πληροφορία που εμφανίζει τον Αχιλλέα να κοιμάται με την Διομήδη, και τον Πάτροκλο με την Ίφη στην ίδια σκηνή (Ιλ. I, 662-7), δεν μπορεί να στηρίξει κατηγορία για amours en commun (κοινοί έρωτες), αν και τίποτα δεν τους αποκλείει. Και τέλος μια τρίτη. Ασφαλώς δεν έβαλε τυχαία ο Όμηρος την Πηνελόπη να αναγνωρίζει τον Οδυσσέα, μό­νο όταν της έκανε περιγραφή του κρεβατιού τους (Οδ. ψ, 205).

Κάποια αλληγορία κρύβεται πίσω από τους στίχους αυτούς. Μόνο από τις λεπτομέρειες της περιγραφής πείθεται η Πηνελόπη για την ταυτότητα του Οδυσσέα, και: «εκείνοι τότε, στο παλιό κρεβάτι με λα­χτάρα, της παντρειάς θυμήθηκαν την ορισμένη τάξη» (Οδ. ψ, 296). Από την αποφυγή της παράθεσης τέτοιων λεπτομερειών, μπορούμε να συμπεράνουμε ό­τι τα Έπη, στη μορφή τουλάχιστον που τα κληρονομήσαμε, προορίζονταν για συντη­ρητικό ακροατήριο.

 

Η ομοφυλοφιλία

 

Άνδρας διεγείρει ένα αγόρι. Μουσείο Ashmolean, Οξφόρδη. Γύρω στα 480 π.χ.

Σ’ όλα τα Έπη συναντούμε δύο σχετικούς υπαινιγμούς. Ο πρώτος, στους στίχους (Ιλ. Ε, 266), εκεί που ο Δίας αρπάζει το ωραίο βοσκόπουλο, τον Γανυμήδη, τον γιο του Τρώα, και για αποζημίωση δίνει στον συγκαταβατικό πατέρα μια περίφημη ράτσα αλό­γων, του Αχιλλέα με τον Πάτροκλο, που και μεγαλύτερός του ήταν (Ιλ, Λ, 787) και ιατρι­κές γνώσεις είχε (Ιλ. Λ, 830). Οι υπερβολές του πένθους του Αχιλλέα για τον φίλο που έχασε, γεννούν μερικές αμ­φιβολίες. Οι πράξεις του Αχιλλέα μέχρι ποίου σημείου μπορούν να θεωρηθούν πρά­ξεις ανθρώπου οργίλου που δεν ελέγχει εαυ­τόν; Ή είναι πραγματικά δείγματα βαθειάς ερωτικής απελπισίας; Ας δούμε τους σχετικούς στίχους: Στο στίχο (Ιλ. Π, 247) ο Αχιλλέας προσεύ­χεται στο Δία «ασκηθής μοι έπειτα θοάς επί νήας ίκοιτο» (μετά την μάχη ας μου γυρίσει γερός – ο Πάτροκλος- κοντά στα γρήγορα καράβια).

Στους στίχους (Ιλ. Τ, 317 κ.ε.) στους οποί­ους, αναφερόμενος ο Αχιλλέας στις αρετές του νεκρού Πάτροκλου, λέει: «Φίλτατ’ εταίρων»… μου έφερνες νόστιμο φαγητό μέσα στη σκη­νή γρήγορα και πρόθυμα. Και παρακάτω: «αυτόν (τον Πάτροκλο) εγώ δεν θα τον ξεχάσω, ούτε ζωντανός, ούτε πεθαμένος» (Ιλ. Χ, 388) Και τώρα η πολυσυζητημένη σκηνή της εμφάνισης του φάντασματος του Πάτροκλου (Ιλ. Ψ, 69). Εμφανίζεται το φάντασμα και λέει του κοιμισμένου Αχιλλέα: «Κοιμάσαι, αλλά με ξέχασες, Αχιλλέα. Όσο ζούσα με φρόντι­ζες. Τώρα που πέθανα όχι πια. Θάψε με όσο μπορείς πιο γρήγορα για να περάσω τις Πύ­λες του Άδη». «Ζωντανοί πια δε θα συσκεφτούμε μακριά από τους αγαπημένους συν­τρόφους». Και ακόμη τον παρακαλεί: «Μη εμά σων επάνευθε τιθήμεναι οστέ, Αχίλλευ» (Τα κόκκαλά μου να μη μπουν χωριστά από τα δικά σου).  (Ιλ. Ψ, 83)

Μέχρις εδώ δεν μπορεί να βρει κανείς στη σχέση Αχιλλέα – Πάτροκλου τίποτ’ άλλο από μια μεγάλη φιλία. Οι στίχοι όμως (Ιλ. Ψ, 97) αφήνουν ανοιχτό ένα παραθυράκι: «αλλά μοι άσσον στήθι μίνυν θά περ αμφιβαλόντε αλλήλους ολοοίο τεταρπώμεθα γόοιο» (αλλά στάσου πιο κοντά μου. Για λίγο. Κι αγκαλιασμένοι ας παρηγορηθούμε κλαίγον­τας), λέει ο Αχιλλέας στο φάντασμα του Πά­τροκλου. Ένα δεύτερο παραθυράκι ανοίγουν οι στίχοι (Ιλ. Ω, 6). Ο Αχιλλέας δεν μπορεί να κοιμηθεί και στριφογυρίζει πάνω στο κρεβά­τι του: «Πατρόκλου ποθέων ανδρότητά τε και μένος ευ ηδ’ οπόσα τολύπευσε συν αυτώ και πάθεν άλγεα» (ποθώντας ή θυμούμενος τον ανδρισμό ή την γενναιότητα και το θάρρος του Πατρόκλου και όσα υπέφερε μαζί του και όσους γνώρισε πόνους).

Αν δοθεί η πονηρά ερμηνεία εις τον όρο «ανδρότητα», τότε εύκολα θα μπορούσε να καταλήξει κανείς στο συμπέρασμα ότι οι θρυλικοί αυτοί φίλοι ήσαν και ομοφυλόφι­λοι. Αν όμως δώσουμε στο «ποθέων ανδρό­τητα και μένος» την ερμηνεία «νοσταλγών­τας την παλικαριά και το θάρρος, και τα όσα τραβήξανε μαζί», τότε καταπίπτει η επαρίστερος αυτή σκέψη. Αργότερα, όταν σκοτώθηκε και ο Αχιλλέ­ας, τα οστά του μπαίνουν μαζί με του Πάτροκλου, στον ίδιο αμφιφορέα, σύμφωνα με την εντολή και του Αχιλλέα και του Πατρόκλου.

Ενώ τα οστά του Αντίλοχου, που κι εκείνος ήταν από τους επιστήθιους φίλους του Α­χιλλέα, μπαίνουν χωριστά (Οδ. Ω, 76-7). Αλλά είναι τόσο δύσκολο από το λίγο φως που δίνουν τα παραθυράκια αυτά στα σκοτά­δια της ανθρώπινης ψυχής, να βγάλει κανείς ένα κατηγορηματικό συμπέρασμα! Πάντως ένα είναι βέβαιο και σαφές. Στα Ομηρικά Έπη αποφεύγουν να θίξουν το θέ­μα της ομοφυλοφιλίας, κι αυτό μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι το γνώριζαν, αλλά δεν το ευλογούσαν.

 

Ο έρωτας σαν ποινή ή εκδίκηση

  

Τα αισθήματα που υποκινούσαν τον έρωτα στους Ομηρικούς ανθρώπους δεν ήσαν πά­ντα ευγενικά. Υπάρχουν περιπτώσεις που βλέπουμε ήρωες να εμφανίζονται σαν ερω­τευμένοι, ενώ στην πραγματικότητα δεν ή­ταν. Τέτοια είναι η περίπτωση του Αχιλλέα, που την Βρισηίδα δεν την αγαπά, παρ’ ότι δηλώνει «εγώ αυτήν την αγαπούσα μέσα από την καρδιά μου, μ’ όλο που την κέρδισα με το κοντάρι μου» (Ιλ. 1,343), αλλά είναι οργι­σμένος γιατί θεωρεί τον εαυτό του ταπεινωμέ­νο (Ιλ. Α, 293). Μια δεύτερη περίπτωση είναι εκείνη που ο σοφός Νέστορας παροτρύνει τους Αχαιούς να μη βιάζονται να φύγουν και να γυρίσουν σπίτια τους «πριν τινα παρ’ Τρώων αλόχω κατακοιμηθείναι» ( πριν κανείς πλαγιάσει με κάποια Τρωαδίτισσα) (Ιλ. Β, 355).

   

Η Ζήλεια

 

Μαρμάρινο άγαλμα της Αφροδίτης που δείχνει να περιποιείται τα μαλλιά της μετά από μπάνιο. Μουσείο Ρόδου.

Λέγεται πως ο Έρωτας είναι μια από τις ευγενέστερες εκδηλώσεις της ανθρώπινης ψυχής. Συνήθως ο ένας αγαπά, ο άλλος υφίσταται την αγάπη του πρώτου. Ουαί όμως και αλλοίμονο σ’ εκείνον που θα επιχειρήσει να παρεμβληθεί σ’ αυτή την χιλιοτραγουδημένη τρυφερή σχέση. Ή και απλώς τολμήσει να ζητήσει, ο ένας από τους δύο, τη διακοπή, ή και προσωρινή αναστολή, της επιβεβλημέ­νης και αναγκαστικής αυτής αγάπης. Κάπως έτσι γεννιέται η ζήλεια. Πολλοί στίχοι του Ομήρου έχουν αφιερωθεί στην αντίθετη αυ­τή αλλά και απαραίτητη πλευρά του έρωτα. Σταχυολογούμε όσους μπορούμε.

Ο Αμύντορας, ο πατέρας του γερο-Φοίνικα, είχε οργιστεί εναντίον του γιου του από την εξής αφορμή: Ο Αμύντορας είχε στο σπίτι του μεταξύ του προσωπικού του και μια κοπελίτσα «καλλικόμοιον», κι αδιαφορούσε για τα μαραμένα κάλλη της γυναίκας του. Η τελευταία πείθει το γιο της να πλαγιάσει με την κοπελίτσα πρώτος αυτός ώστε να σιχα­θεί το γέρο. Έτσι κι έγινε. Το έμαθε όμως ο γέρος και τον καταριέται. Κι ο γιος αναγκά­ζεται να εγκαταλείψει το σπίτι (Ιλ. 1,448-75).

Ο Λαέρτης είχε αγοράσει μια νεαρή σκλά­βα «πρωτόχνουδη», με την οποία όμως απέ­φυγε να κοιμηθεί, για να μη ζηλέψει η γυ­ναίκα του η Αντίκλεια, η μητέρα του Οδυσ­σέα (Οδ. α, 430).

Η μικρή Ευρύκλεια όμως, δεν ξέρω πώς τα κατάφερε, και είχε γάλα για να θηλάσει τον Οδυσσέα όταν ήταν βρέφος (Οδ. τ, 4). Δεν ζήλευαν όμως μόνο οι άνθρωποι. Ζή­λευαν και οι θεοί. Οργισμένη η Καλυψώ τους στηλιτεύει: «Σκληροί θεοί, ζηλιάρηδες, πιο πάνω σεις απ’ όλους, / που σκάζετε με τις θεές, αν με θνητό πλαγιάσουν / κι αν ίσως κά­μει ομόκλινο κι αν πάρει στο κρεβάτι της καμιά τον ποθητό της» (Οδ. ε, 118).

Ζηλιάρης όμως ήταν και ο Δίας, που δεν θα το περίμενε κανείς. Έτσι, κι όταν η Δή­μητρα… «πήγε σε βαθυχόρταρο χωράφι να πλαγιά­σει / με τον Ιασίονα αγκαλιά, καμένη από την αγάπη / τόμαθε ο Δίας στη στιγμή, και μ’ ένα αστροπελέκι / καυτό χτυπώ­ντας τούσβησε τη νιότη του κι εκείνου. / Τώρα έτσι πάλε σκάσατε, θεοί, μαζί μου, πόχω / άνδρα θνητόν…», τους καταμαρ­τυρεί η Πηνελόπη (Οδ. ε, 125).

Λόγους να ζηλεύει και ν’ ανησυχεί είχε και ο Αγαμέμνων. Γι’ αυτό κι όταν έφευγε για την Τροία, ανέθεσε σ’ έναν τραγουδιστή, άνθρωπο της εμπιστοσύνης του, την παρα­κολούθηση της γυναίκας του Κλυταιμνή­στρας. «Κι όταν μια μέρα η μοίρα της την έ­σπρωξε να πέσει / (στην αγκαλιά του Αί­γισθου) πέταξε τον τραγουδιστή / σ’ ερη­μονήσι απάνω / κι εκεί τον άφησ’ άσπλα­χνα, τα όρνια να τον φάνε» (Οδ. γ, 24).

Μια περίπτωση που ίσως πρέπει να μας α­πασχολήσει περισσότερο, είναι η ξέφρενη ζήλεια που νιώθει ο Οδυσσέας κυρίως για «τας δμωάς του» ( τις δούλες του). (Οδ. η, 225)

Η πρώτη σκέψη που τον απασχολεί, δεν είναι: τι έκανε η γυναίκα του, αλλά θέλει να μάθει «των γυναικών τη γνώμη». Ποιες γυναίκες τον ατιμάζουν και ποιες όχι (Οδ. π, 304, τ, 497, τ, 500). Όχι μόνον αυτός, αλλά και ο γιος του ο Τηλέμαχος, δείχνει ξεχωριστό ενδιαφέρον για τις ερωτοτροπίες των νεαρών κοριτσιών που είχαν σαν σκλάβες στ’ ανά­κτορα. Μεταμφιεσμένος ο Οδυσσέας, άκου­γε τις δούλες που ξεπόρτιζαν το βράδυ, και «ένδον η κραδίη (του) υλάκτει», και δεν του πήγαινε ύπνος από τη ζήλεια του (Οδ. υ, 5-10).

Η ερμηνεία που δίνει ο Όμηρος μπερδεύ­ει αντί να ξεδιαλύνει τα πράγματα: «Κι ως τρέχει η σκύλα ολόγυρα στα τρυ­φερά κουτάβια / σα νιώσει ξένο κι αλυ­χτά κι ορμά να τον δαγκώσει / έτσι αλυ­χτούσε κι η καρδιά στα στήθια του Δυσσέα / κι έβραζε τις παράνομες δουλειές αυ­τές να βλέπει» (Οδ. υ, 14-7). Κάτι τέτοιο επαναλαμβάνει απευθυνόμε­νος στους Μνηστήρες λίγο πριν αρχίσει ο φόνος τους (Οδ  . χ, 37).                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                             

Αυτή η ζήλεια είναι εκείνη που οδήγησε τον Οδυσσέα στην απόφαση να καταδικάσει εις θάνατον τις δώδεκα κοπέλες, τα δουλάκια, του υπηρετικού προσωπικού των ανα­κτόρων, με μόνη την κατηγορία ότι «μ’ αγά­πες σμίγανε κρυφά με τους Μνηστήρες» (Οδ. χ, 464). Απόφαση που σπεύδει με ικανοποί­ηση να εκτελέσει ο γιος του Τηλέμαχος, και τις κρεμάει σαν τσίχλες. Κι αυτές λίγο τα πό­δια τίναξαν και πέταξε η ψυχή τους» (Οδ. χ, 473). Γιατί όμως; Τραυματισμένος εγωισμός του αρσενικού; Είναι πολύ πιθανόν, γιατί βλέπουμε και τον Τηλέμαχο να ζηλεύει: «…και προτιμώ να πέσω να πεθάνω / παρά τις άνομες δουλειές αυτές να βλέπω πάντα / …τις δούλες / αδιάντροπα να σέρνετε μέσ’ τ’ όμορφο παλάτι», λέει απευθυνόμενος στους Μνηστήρες (Οδ. γ, 316-9).

Στη συγχορδία αυτή της ζήλειας που παί­ζεται στ’ ανάκτορα μπαίνει και η Ευρύκλεια, η οποία στην επίμονη ερώτηση του Οδυσσ­έα· «Μόν’ έλα τώρα να μου πεις, απ’ του σπι­τιού τις δούλες / ποιες τι ψωμί μου ατίμασαν, και ποιες δεν έχουν κρίμα» (Οδ. χ, 417-8), α­παντά: «Πενήντα στο παλάτι σου έχεις γυναίκες δούλες / …/δώδεκα απ’ όλες έπεσαν σ’ αδιαντροπιά μεγάλη» (Οδ. χ, 421- 4). Κι εδώ ο αναγνώστης βλέπει τον Οδυσσέα να ενδιαφέρεται για το τι έκαναν οι δούλες.

Κι ενώ μπορούσε να ρωτήσει τη γριά Ευρύ­κλεια στην οποίαν είχε και κάθε εμπιστοσύ­νη, για το τι έκανε η Πηνελόπη με τους τό­σους Μνηστήρες, δεν το κάνει, αποφεύγει να μάθει την αλήθεια, συμβιβάζεται με τη βο­λική και αόριστη σκέψη «ότι ήθελαν να του πάρουν το ταίρι του», και δίνει μια καθαρή εικόνα ενός bon mari. Και η Πηνελόπη καταλαμβάνεται από μια τέτοια άγρια ζήλεια εναντίον της όμορφης Μελανθώς, αλλά εκείνη ήταν καθαρή αντι­ζηλία, γιατί η Μελανθώ κοιμόταν με τον Ευρύμαχο (Οδ. σ, 32). Αυτά όμως τα είπαμε πά­ρα πάνω.

Η ζήλεια ήταν μια έκρηξη τραυματισμένου εγωισμού. Τις δούλες όμως τις αγόρα­ζαν, όπως άλλωστε και τη σύζυγο, και απο­τελούσαν περιουσιακό στοιχείο. Οι Ομηρι­κοί ήρωες θα είχαν κάθε λόγο να το βλέπουν να πολλαπλασιάζεται, γιατί το παιδί της δού­λας ήταν κι εκείνο δούλος γεννημένος. Γιατί λοιπόν, όχι μόνο δεν το επεδίωκαν, αλλά και αυστηρά το απαγόρευαν; Εκτός από την ψυχολογική εξήγηση που έ­γινε δεκτή πάρα πάνω, θα πρέπει, νομίζω, να δεχθούμε ακόμη ότι ο ανεξέλεγκτος αριθμός γεννήσεων μέσα σ’ ένα κοινωνικό πυρήνα δημιουργούσε ανεπιθύμητα προβλήματα όχι μόνο επισιτιστικά, αλλά και κοινωνικής ισορροπίας.

Aphrodite and Eros (Pellegrini)

Από τις πιο σπαρταριστές σκηνές ζήλειας στον Όμηρο, είναι εκείνη του Ηφαίστου – Αφροδίτης – Άρη. Θα την αφηγηθούμε πε­ριληπτικά, γιατί είναι λίγο μεγάλη (Οδ. θ, 265 κ.ε.): Ο Άρης «παρασύρει» την Αφροδί­τη και ατιμάζουν το στρώμα του άντρα της του Ηφαίστου. Τους βλέπει όμως ο Ήλιος «μιγαζομένους φιλότητι», και το λέει του Ηφαίστου. Θυμώνει ο απατημένος σύζυγος και αποφασίζει να τους συλλάβει έπ’ αυτο­φώρω. Και αρχίζει να κατεβαίνει ένα-ένα τα σκαλοπάτια της ζήλειας.

Πρώτα, πιάνει και φτιάχνει ένα αόρατο και άθραυστο δίχτυ και τυλίγει μ’ αυτό, πάνω κάτω και ολόγυρα, το συζυγικό κρεβάτι, και λέει της γυναίκας του ότι έχει δουλειές στη Λήμνο και ότι θα λείψει μερικές ημέρες. Δεν είχε επιβιβαστεί καλά- καλά στο καΐκι, όταν ο Άρης πηγαίνει στο σπίτι του, βρί­σκει την Αφροδίτη, και χωρίς περιστροφές της λέει: «Δεύρο, φίλη, λέκτρον δε τραπείομεν ευνηθέντες» (Έλα, αγάπη μου, και πάμε στο κρεβάτι να ξαπλώσουμε). «Είπε, κι εκεί­νη με χαρά να κοιμηθούν ποθούσε / και στο κρεβάτι ανέβηκαν γλυκό να πάρουν ύπνο».

Μπλέκονται όμως στα δίχτυα του Ηφαίστου και δεν μπορούν πια να αποχωριστούν.

Ο Ήφαιστος επιστρέφει, στέκεται στην εξώπορτα και βάζει τις φωνές, καλώντας τον κόσμο να είναι μάρτυρας της διαπραττομένης μοιχείας, διότι φαίνεται ότι από τότε η Δικονομία απαιτούσε να υπάρχει το στοιχείο του nudus ad nudam ( γυμνός ενώπιον γυμνής). «Ελάτε να δείτε τα ρεζιλίκια (έργα γελα­στά) τ’ ανυπόφορα / που εμένα του σακά­τη μου κάνει η Αφροδίτη / …/ Δέστε πώς κοιμούνται αγκαλιασμένοι / ανεβασμέ­νοι πάνω στο κρεβάτι μου». Από το σημείο αυτό και πέρα ο Ήφαιστος τα σκαλοπάτια της ζήλειας τα κατεβαίνει δύο-δύο. Τους κρατά δεμένους ώσπου να έρ­θει ο Δίας, να δει τα χάλια της κόρης του της ξετσίπωτης (κυνώπιδος), και… του επιστρέ­φει τα δώρα που της είχε κάνει. 

Σε λίγο αρχίζουν να μαζεύονται οι θεοί. Από σεμνοτυφία οι θεές δεν πήγαν να δούν το θέαμα (Οδ. ε, 324). Οι θεοί βλέποντας τους δύο μοιχούς δεμένους χωρίς να μπορούν να ξεκολλήσουν ο ένας από τον άλλον, ξεραί­νονται στα γέλια, και αναρωτιούνται μεταξύ τους:

«Θάθελες τάχα στα σφιχτά δεσμά πιασμένος νάσαι / αν στο κρεβάτι πλάγιαζες με τη χρυσή Αφροδίτη;» Και ο άλλος απαντά: «Μακάρι αυτό να γίνονταν, κι ας ήμουν τυλιγμένος / με δίχτυα τρεις φορές πε­ρισσότερα / κι όλοι ας κοιτάζανε οι θεοί με τις θεές, εγώ όμως / στην αγκαλιά μου τη χρυσή Αφροδίτη νάχω».

Νέα γέλια των θεών υποδέχονται την απά­ντηση. Επεμβαίνει ο Ποσειδώνας, και προ­τείνει να δοθεί από τον Άρη μια αποζημίω­ση στον Ήφαιστο, και αυτός να τον λύσει, και εγγυάται ο ίδιος την πληρωμή της απο­ζημιώσεως. Ο Ήφαιστος δέχεται και λύνει τους μοιχούς. Πετιούνται απάνω, κι ο Άρης φεύγει για τη Θράκη, «κι η Αφροδίτη γελα­στή κατά την Κύπρο πήγε» (Οδ. ε, 362).

 

Αιμομιξίες

Το φαινόμενο αυτό που δεν λείπει από κα­μιά κοινωνία, στον Όμηρο το απαντούμε τρεις φορές. Μια τότε που ο Όμηρος γράφει ότι ο Δίας ήταν αδελφός και σύζυγος της Ή­ρας (Ιλ. Σ, 35). Μια δεύτερη, που ο Αίολος παντρεύει τους γιους του με τις κόρες του (Οδ. κ. 7), και μια τρίτη, του Αλκίνοου που είχε παντρευτεί την ανιψιά του την Αρήτη, κόρη του αδελφού του Ρηξήνορα (Οδ. η, 65).

 

Τάκης Μαύρος.

Δελτίο Ιστορικών Μελετών Ναυπλίου, τ. 111-114, Μηνιαία έκδοση Δήμου Ναυπλιέων, 1997.


Read Full Post »

Οι Μύθοι του νερού στην Αργολίδα


  

Αν προσπαθήσουμε να αποδώσουμε σε γενικές γραμμές τον ορισμό του μύθου μπορούμε να τον προσδιορίσουμε ως την αφήγηση που αφορά σε θεούς, ήρωες, ημίθεους και «δαίμονες» σε μια εποχή που ο άνθρωπος αγωνιούσε να εξηγήσει τα όσα συνέβαιναν γύρω του. Η γόνιμη φαντασία των αρχαίων Ελλήνων δεν δίσταζε να αναγνωρίζει μεταφυσικές δυνάμεις και πνεύματα σε κάθε αντικείμενο και κυρίως σε κάθε φυσικό φαινόμενο ή αφηρημένη έννοια. Οι απαρχές του σύμπαντος, η γέννηση των θεών, η κοσμογονία, οι θεοί του Ολύμπου, τα ηρωϊκά κατορθώματα, οι οικογενειακοί κύκλοι συνετέλεσαν στη δημιουργία μιας μυθολογίας που συνδέεται άρρηκτα με τη θρησκευτική σκέψη.

Δίας και Ήρα, λάδι σε μουσαμά , James Barry (1741–1806)

Στη μοιρασιά του κόσμου που έγινε με κλήρο ανάμεσα στους τρεις γιους του Κρόνου, ο Δίας αναγνωρίστηκε ως κύριος του ουρανού, ο Ποσειδώνας ως κύριος των υδάτων και ο Πλούτωνας του Κάτω Κόσμου. Η θεϊκή παρουσία είναι αισθητή στη προφορική παράδοση και ακολούθως στη λυρική ποίηση. Ποιητές και ιστορικοί την επικαλούνται σχεδόν πάντα και η αρχαία εικονογραφία συμπληρώνει με πολύ παραστατικό τρόπο τις πηγές.

Εκτός όμως από αυτά το φυσικό περιβάλλον με οποιαδήποτε μορφή – βουνά, σπηλιές, δάση, ποταμοί, θάλασσα, πηγές, έλη – έχει επηρεάσει τους μυθολογικούς κύκλους και έχει προκαλέσει συναίσθημα ή δέος. Όλα τα ποτάμια ήταν θεοί, οι νύμφες λατρεύονταν ομαδικά ή σε μικρά ιερά και οι θάλασσες και τα βουνά είχαν δικά τους πνεύματα. Σε κάθε βράχο της Ελλάδας μπορεί κάποτε να κατοικούσε ένα θεός, σύμφωνα με τη διατύπωση του Ίωνα Δραγούμη στο βιβλίο του «Σαμοθράκη». Μέσα από τις περιγραφές της γραπτής παράδοσης (Ομηρική ποίηση, Ησίοδος, Ομηρικοί ύμνοι) μπορούμε να κατανοήσουμε τις απεικονίσεις των θεών που συνδέονται με το ελληνικό τοπίο.

Καθένας στον ιδιαίτερο χώρο επιρροής του συγκεντρώνει τις δυνάμεις, τις ιδιότητες, τις αρετές και τα αγαθά που προσβλέπουν κάθε φορά οι θνητοί, που προσπαθούν με τις κατασκευές τους (ιερά, ναούς, βωμούς) και με τελετές να πλησιάσουν μέσα από τη φύση τους αθάνατους και μάκαρες.

Το νερό κατέχει σημαντική θέση για τους περισσότερους θεούς και τους μύθους γύρω από αυτούς. Περιγράφεται ως μέλαν, δνοφερόν, γλυκερόν, πλατύ. Η θάλασσα και τα ποτάμια αναζωογονούν τις δυνάμεις των θεών καθώς αγάλματα ή ομοιώματά τους ανάλογα με τις προβλεπόμενες για κάθε περίσταση ιεροτελεστίες εμβαπτίζονται ή πλένονται στο νερό. Με τον τρόπο αυτό παραμένουν αγέραστοι, αθάνατοι και παντοδύναμοι.

Υπερτερούν οι γυναικείες θεότητες με γονιμοποιό χαρακτήρα, όπως π.χ. η Αφροδίτη με το προγαμιαίο λουτρό ή η σπουδαιότητα του λουτρού της Αθηνάς Παλλάδος στο Άργος που αναφέρεται σε ποίημα του Καλλίμαχου. Σύμφωνα δε με την αργολική αντίληψη η Ήρα, πάρεδρος του Δία, ανακτά διαρκώς την παρθενική της υπόσταση με το γνωστό λουτρό του αγάλματός της στο νερό της πηγής που λέγεται Κάναθος. Γι’ αυτό και ο ιερός γάμος της, που είναι ένα δρώμενο για την γενική ευφορία στη βλάστηση, στα ζώα και στον άνθρωπο, γίνεται κάθε χρόνο.

Αλλά και στις τελετές καθαρμού το πιο διαδεδομένο μέσο είναι το νερό. Γι΄ αυτό πριν από τις σπονδές και τις θυσίες ζώων προηγείτο το πλύσιμο των χεριών (χέρνιψ) με νερό στο οποίο είχαν προσθέσει αλάτι. Στις εισόδους των ιερών υπήρχαν δοχεία με νερό, τα περιρραντήρια, αρκετά από τα οποία έφεραν πλαστικό διάκοσμο. Δεν ήταν λίγα τα ιερά που είχαν το καθένα δική του πηγή ή πηγάδι, σε ορισμένες όμως περιπτώσεις έπρεπε να το μεταφέρουν από μεγαλύτερη απόσταση από μια αέναη πηγή.  

Η παρθένα που μεταφέρει το νερό με το δοχείο πάνω στο κεφάλι (υδριαφόρος), είναι σταθερό θέμα στην λατρευτική εικονογραφία. Ιδιαίτερες πηγές έχουν σχεδόν όλα τα ιερά της Δήμητρας. Το Ηραίο του Άργους είχε τη δική του πηγή στους πρόποδες του λόφου.

Από το Άργος είναι γνωστή αναθηματική επιγραφή για τη γιορτή Αδώνια. Στον διήμερο εορτασμό και κυρίως τη δεύτερη μέρα οι γυναίκες έψαλαν ύμνους και ανέθεταν αγγεία με σπόρους που βλαστάνουν γρήγορα με συχνό πότισμα. Σκοπός της γιορτής ήταν η εξασφάλιση ευφορίας για το επόμενο έτος, της οποίας το μεγαλύτερο εμπόδιο αποτελούσε η ανομβρία. Μαγική πράξη για την αποτροπή της ανομβρίας ήταν το ρίψιμο των κήπων του Αδώνιδος σε κρήνες.

Σε μαγική πράξη οφείλεται η ανακάλυψη μιας πηγής με άφθονο νερό, της Περσείας, κάτω από τη ρίζα ενός μανιταριού, ενός μύκητος, που ο Περσέας, γιος του Δία και της πριγκίπισσας Δανάης, ξερίζωσε για να πιει νερό. Ο περιηγητής Παυσανίας αναφέρει και μια δεύτερη εκδοχή κατά την οποία ο Περσέας ονόμασε την πόλη Μυκήνες, επειδή στην περιοχή έπεσε ο μύκης, δηλαδή η άκρη της λαβής του ξίφους του, πράγμα που ο ήρωας θεώρησε ως σημάδι των θεών για την υπόδειξη της θέσης που θα έπρεπε να ανοικοδομήσει μια νέα πόλη.

Εκτός από τις πηγές τα ποτάμια επίσης ήταν ιερά, το καθένα είχε ιδιαίτερη θεϊκή υπόσταση και οι θνητοί ζητούσαν τη βοήθειά τους όχι μόνο για την ευφορία της γης αλλά και την ευγονία των ανθρώπων. Η αφιέρωση των μαλλιών των εφήβων σε ποταμούς που ζήτησαν τη βοήθειά τους αναφέρεται συχνά στην αρχαία γραμματεία. Η τοπογραφία της Αργολίδας ορίζεται καθοριστικά από τους ποταμούς Ερασίνο, Χάραδρο και Ίναχο.

Στην αρχαιότητα ήταν αδιανόητη η διάβαση ποταμού χωρίς θυσία και ο Ερασίνος αποτελεί μια από τις περιπτώσεις που αναφέρεται στον Ηρόδοτο. Ο Χάραδρος έχει δημιουργήσει αρκετά προβλήματα στην πόλη του Άργους με πλημμύρες που κάλυψαν οικιστικά κατάλοιπα κυρίως όμως τάφους. Σημαντικότερος από τους ποταμούς αυτούς θεωρείται ο Ίναχος καθώς συνδέεται με την γενεαλογία των αργείων.

Ο Απολλόδωρος (1ος – 2ος αι. μ.Χ.) κατέγραψε σε μια μυθολογική επισκόπηση τη γενεαλογία των θεών και των ηρώων. Αρχίζει με τον Ουρανό και τη Γαία και μετά τη γενιά του Δευκαλίωνα, ο οποίος μαζί με τη γυναίκα του Πύρρα σώθηκαν από τη θεϊκή μήνι που με κατακλυσμό έπνιξε όλους τους ανθρώπους της εποχής του χαλκού, συνεχίζει με τη γενιά του Ινάχου. 

Ο ποταμός Ίναχος

Ο Τιτάνας Ωκεανός, πατέρας των γλυκών υδάτων, και η Τηθύς γέννησαν ένα γιο τον ποταμό Ίναχο. Ο Ίναχος γέννησε με τη Μελία, θυγατέρα του Ωκεανού, τον Φορωνέα και τον Αιγιαλέα. Ο Φορωνέας έγινε βασιλιάς σ’ ολόκληρη τη χώρα που αργότερα ονομάστηκε Πελοπόννησος. Οι Αργείοι έλεγαν πως ο Ίναχος έζησε πριν από το ανθρώπινο γένος και πως ο γιος του Φορωνέας ήταν ο πρώτος άνθρωπος. Λένε πως συγκέντρωσε τους ανθρώπους μετά τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα και τους είχε εγκαταστήσει στην κοιλάδα του Ίναχου, στον οποίο είχαν δώσει το όνομά του σε ανάμνηση του ευεργετήματος αυτού.

Η ευθύνη της προστασίας μιας πόλης αποτελούσε τιμή για τους θεούς. Αρκετοί μύθοι αναφέρονται σε διαγωνισμό των θεών για την κατάληψη της ζηλευτής θέσης του πολιούχου στα σημαντικά ελληνικά πολίσματα. Όταν η Ήρα και ο Ποσειδώνας διαφιλονίκησαν για την εξουσία στην αργεία γη διάλεξαν τον Ίναχο ως κριτή της διαμάχης μαζί με τα άλλα δύο ποτάμια της περιοχής, τον Κηφισό και τον Αστερίωνα.

Ο Ίναχος αποφάσισε υπέρ της θεάς. Ο Ποσειδώνας εξοργισμένος τον καταράστηκε, ο Ίναχος έχασε τη θεϊκή του δύναμη και η κοίτη του ξεράθηκε. Η οργή του θεού συνεχίσθηκε και το μεγαλύτερο μέρος της Αργολίδας πλημμύρισε. Χρειάσθηκε η παρέμβαση της Ήρας για να αποσύρει ο Ποσειδώνας το θαλασσινό νερό. Μετά από αυτό οι Αργείοι ίδρυσαν το ιερό του Προκλύστιου Ποσειδώνα.

Ποσειδώνας - Agnolo Bronzino, Ritratto dell'ammiraglio Andrea Doria come Nettuno. Conservato nella Pinacoteca di Brera a Milano. 1540-1550 ca.

Μέσα από τους μύθους αυτούς οι αρχαίοι θεωρούν τον Ποσειδώνα υπεύθυνο για τη διαμόρφωση της γήινης επιφάνειας με κοιλάδες, βουνά, ισθμούς – για σεισμούς και καταποντισμούς – για τον κόσμο της θάλασσας – για ποτάμια, λίμνες, πηγές και πλημμύρες. Μάλιστα κατά τον Αισχύλο όλες οι πηγές θεωρούνται ότι δημιουργούνται από τον Ποσειδώνα. Τα νερά που αναπηδούν ορμητικά από τα έγκατα της γης, όπως και τα ρεύματα των ποταμών και τα κύματα του πελάγους συνδυάζονται σταθερά με τα άλογα και τους ταύρους, ζώα που χαρακτηρίζονται για την ορμητικότητά τους. Μερικοί μύθοι αναφέρουν πως παρουσιαζόταν με μορφή αλόγου και πως αυτός έπλασε το άλογο.

Η γέννηση του αλόγου συνδέεται με το νερό το ίδιο και ο καταποντισμός τους. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι στο ρεύμα γλυκού νερού που αναβλύζει μέσα στη θάλασσα στη Δίνη έριχναν για τον Ποσειδώνα άλογα στολισμένα με χαλινούς. Η περιοχή όπου βρισκόταν η Δίνη, κοντά στο σημερινό Ανάβαλο, ονομαζόταν στην αρχαιότητα Γενέθλιον. Η ονομασία οφείλεται σε ένα σπάνιο επίθετο του Ποσειδώνα, που έχει ταυτόσημη έννοια με το Γενέσιον που αναφέρει ο Παυσανίας πάνω στη διαδρομή από τη Λέρνα για τη Θυρεάτιδα, μια ιδιαίτερα ευαίσθητη περιοχή από στρατηγικής απόψεως για τους αργείους.   

Είναι όμως ο ίδιος θεός που μπορεί να κάνει να αναβλύσει ακόμα και γλυκό νερό, όταν για κάποιο λόγο καταλαγιάζει ο θυμός του. Έτσι για την κόρη του Δαναού Αμυμώνη, η οποία ενώθηκε με τον θεό της θάλασσας ερωτικά, ανέβλυσαν στη στιγμή οι πλούσιες πηγές της Λέρνας. Καρπός της ένωσης αυτής ήταν ο Ναύπλιος, οικιστής του Ναυπλίου, με απέραντη σοφία στη ναυσιπλοία. Το όνομα της Νύμφης δόθηκε στην κυριότερη πηγή της Λέρνας στους πρόποδες του Ποντίνου όρους. Από μελετητές ταυτίστηκε με το σημερινό Κεφαλάρι των Μύλων και μαζί με τα νερά της Αλκυονίας κινούσαν τους υδρόμυλους που έδωσαν το όνομά τους στο χωριό.

Μία ακόμα από τις Δαναϊδες η Υπερμήστρα έσωσε τον Λυγκέα, γιο του Αίγυπτου, αρνούμενη να υπακούσει την πατρική εντολή να τον θανατώσει την πρώτη νύχτα του γάμου τους. Οι υπόλοιπες υποχρεώθηκαν ως τιμωρία για την ομαδική δολοφονία των συζύγων τους στην αέναη προσπάθεια να γεμίζουν στον κάτω κόσμο με νερό ένα τρύπιο πιθάρι. Ο μύθος έχει απασχολήσει διαχρονικά τους μελετητές  οι οποίοι τον έχουν αναλύσει και από την πλευρά της ψυχολογίας.  

Ήρα, η πολιούχος θεά του Άργους

Η λευκόχερη Ήρα, νικήτρια στη διαμάχη με τον Ποσειδώνα, σύζυγος του ύψιστου θεού Δία και βασίλισσα του Ολύμπου, αναφέρει στην Ιλιάδα τη Σπάρτη, τις Μυκήνες και το Άργος  ως τις πιο αγαπημένες της πόλεις. Προστάτρια των ναυτιλομένων και κυρίαρχη των λιβαδιών ήταν η θεότητα που είχε τα πλουσιότερα ιερά από τον 8ο αι. π. Χ, καθώς η σύνδεσή της με τη θάλασσα, τη γονιμότητα της γης και κατ΄ επέκταση με τη γεωργία συνιστά νέο είδος κοινωνίας.

Ο μύθος λέει ότι ο Ίναχος (ή ο γιος του Φορωνέας) έχτισε πρώτος ναό στην Ήρα την Αργεία. Το άνδηρο στην πλαγιά του όρους Εύβοια περιτριγυρισμένο από βοσκοτόπια και δύο ρυάκια ήταν αφιερωμένο στη δέσποινα της αργολικής πεδιάδας. Το δυτικό ρυάκι ταυτίζεται με το ονομαζόμενο Ελευθέριο Ύδωρ ενώ το ανατολικό είναι ο Αστερίων. Στις όχθες του δεύτερου φύτρωνε η ομώνυμη πόα από την οποία έπλεκαν στεφάνια στη θεά, που πιθανότατα αποδίδονται ανάγλυφα στον πόλο (κυλινδρικό διάδημα) αγαλματιδίων και ειδωλίων της θεότητας. Θρησκευτικοί καθαρμοί και απόρρητες τελετές τροφοδοτούνται από τα νερά του πρώτου ρυακιού κατά τη φημισμένη αργειακή γιορτή τα Ηραία.

Η γιορτή συγγενεύει με τη γιορτή των Λερναίων που είχε κι εκείνη μυστικά «λεγόμενα και δρώμενα» με θέμα την ευφορία, τη βλάστηση, την αθανασία της ψυχής. Το πολύρρυτο άλσος των πλατάνων και των άλλων δέντρων έκρυβε μυστικές τελετές για το Διόνυσο. Κατά την εορτή της Επιφάνειάς του οι Αργείοι καλούσαν τον «βουγενή» Διόνυσο με σάλπιγγες να βγει από τη λίμνη της Λέρνας και βύθιζαν ένα αρνί ως θυσία στο αχανές βάθος . Και για τη Δήμητρα Πρόσυμνα τελούνταν ετησίως εορτές από τους αργείους μέσα σε τέμενος ναών και ιερών μεταφέροντας με πυρσούς φλόγα από το ιερό της Πυρωνίας Αρτέμιδος στο όρος Κράθι της γειτονικής Αρκαδίας.

Ο Ηρακλής σκοτώνει τη Λερναία Ύδρα (παράσταση από αμφορέα του 540 π.X.).

Στην περιοχή της Λέρνας όμως η άφθονη υδροχαρής βλάστηση δεν αντικατοπτρίζει το κάλλος της Δαναϊδας νύμφης Αμυμώνης. Κρύβει το έρεβος της άπατης λίμνης που τη φυλάει ένα τέρας, η Λερναία Ύδρα, με εννέα φιδίσια κεφάλια, γέννημα του Τυφώνα και της Έχιδνας, που η δηλητηριασμένη του ανάσα κατάκαιγε τα πάντα: φυτά, ζώα, ανθρώπους. Εδώ ο Ηρακλής με τη βοήθεια του ανιψιού του Ιόλαου και τη σοφία της θεάς Αθηνάς εξόντωσε το φοβερό φίδι.

Στον Απολλόδωρο στο σχετικό εδάφιο διαβάζουμε περιγραφή της αποκοπής των κεφαλιών της Λερναίας ‘Υδρας από τον ήρωα. Αναφέρεται χαρακτηριστικά: «…και τούτον τον τρόπον των αναφυομένων κεφαλών περιγενόμενος, την αθάνατον αποκόψας κατώρυξε και βαρείαν επέθηκε πέτραν, παρά την οδόν την φέρουσαν δια Λέρνης εις Ελαιούντα».

Το θέμα του μύθου, που περιγράφει το δεύτερο και πιο σημαντικό από τους άθλους του Ηρακλή, ήταν ιδιαίτερα προσφιλές στις εικαστικές τέχνες από το τέλος του 8ου – αρχές 7ου αι. π.Χ. Ο κορινθιακός κεραμεικός θεωρείται η αρχή της επεξεργασίας του θέματος στην τέχνη της αγγειογραφίας που επηρέασε στη συνέχεια τους αγγειογράφους άλλων εργαστηρίων. Η ερμηνεία του έχει απασχολήσει μέχρι σήμερα επιστήμονες πολλών ειδικοτήτων και οδήγησε στη διατύπωση διαφόρων θεωριών: καρστικό φαινόμενο, ταύτιση του Ηρακλή με τον θερμό ήλιο που το καλοκαίρι στερεύει τις πηγές και την Ύδρα – έλος.

Για τους αρχαίους τα έλη ήταν ολέθρια γιατί τα συνέδεαν με τις δυνάμεις του υπερφυσικού. Η αισθητή αύξηση της νόσου της ελονοσίας από τον 5ο αι. ως την περίοδο των αυτοκρατορικών χρόνων είχε θεωρηθεί παλαιότερα ως η κύρια αιτία της ερήμωσης της αρχαίας Ελλάδας. Ο αμερικανός ανθρωπολόγος J. L. Angel βασίσθηκε στα ποσοστά εμφάνισης της πορώδους υπερόστωσης για τον εντοπισμό μεγάλων επιδημιών ελονοσίας στον ελληνικό χώρο κατά την αρχαιότητα.

Το λιμάνι της Λέρνας το προστάτευε η λιμενία ή εύπλοια Αφροδίτη, ιερό της οποίας υπάρχει στο Τημένιο του Άργους  μαζί με το ιερό του Ποσειδώνα. Ο τελευταίος ως γενάρχης του Ναύπλιου λατρεύεται ως η κυριότερη θεότητα στη Ναυπλία, σε ναό τα κατάλοιπα του οποίου υποτίθεται πως έχουν εντοιχισθεί στο μεσαιωνικό τείχος της Ακροναυπλίας.

Δαναΐδες

Ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος των αρχαίων έχει άμεση σχέση με το νερό, γιατί αποτελεί το στοιχείο που κατοικούν τα αρχέγονα μυστήρια. Το Άργος, όπως προαναφέρθηκε, έχει γνωρίσει την οργή του Ποσειδώνα και έχει γίνει πολυδίψιο. Όλες οι Δαναϊδες, που τα ονόματά τους θυμίζουν Νηρηίδες – Ωκεανίδες, είναι Νύμφες των πηγών. Ο συσχετισμός των Δαναϊδων στις γραπτές πηγές με τα φρέατα του Άργους δεν αποκλείεται να συνδέεται με κάποια αρδευτικά έργα που έδωσαν τη δυνατότητα στο Δαναό να γίνει βασιλιάς στο Άργος.

Ο Στράβωνας αναφέρει ότι τέσσερα από τα πηγάδια οι αργείοι τα θεωρούσαν ιερά και τα τιμούσαν ειδικά, πιστεύοντας ότι όταν υπήρχε νερό αυτά δεν είχαν.

Στις ανατολικές υπώρειες του λόφου της Λάρισας και σε μικρή απόσταση από το αρχαίο Θέατρο ο χώρος που οι ανασκαφείς ονόμασαν «Κριτήριο»  πήρε τη σωζόμενη μορφή στα ρωμαϊκά χρόνια (123/4 μ. Χ.) όταν ο Αδριανός επισκέφθηκε το Άργος. Τότε διαμορφώνεται ένα Νυμφαίο που αποτελείται από δυο δεξαμενές νερού σκαλισμένες στο βράχο. Εδώ πιθανότατα ήταν στημένο και το άγαλμα που βρέθηκε το 1906 στη δυτική δεξαμενή και εκτίθεται στον αύλειο χώρο του Μουσείου Άργους, όπου ο αυτοκράτορας με τη μορφή του ήρωα Διομήδη άφηνε το νερό να τρέχει ως θεϊκό δώρο από την παλάμη του αριστερού χεριού. Τμήμα επιγραφής που ήρθε στο φως στις ανασκαφές της Γαλλικής Αρχαιολογικής σχολής στην αρχαία Αγορά του Άργους αποτελεί υπόμνηση των υδραυλικών έργων που έγιναν στην πόλη από τον Αδριανό, τα οποία προστέθηκαν στις αντίστοιχες σημαντικές εργασίες των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων στην περιοχή της Αγοράς.

Στο Νυμφαίο κατέληγε το νερό που κυλούσε στον βόρειο αγωγό του Αδριάνειου Υδραγωγείου που σώζεται σε μήκος 600 μ. περίπου στις ανατολικές υπώρειες της Λάρισας. Διανύοντας μια πολύ μεγάλη διαδρομή από το Κεφαλόβρυσο, Δούκα, Τζιρίστρα, Στέρνα, Σχοινοχώρι έφερνε το νερό στην πόλη. Μάρτυρες της πορείας του σημαντικού αυτού έργου οι πλινθόκτιστες βάσεις που είναι ορατές στην περιοχή «Σταθέικα» βορειοδυτικά του Άργους  και στο χωριό Γυμνό στη θέση «Αγ. Θωμάς».

Στην περιοχή της Στέρνας κοντά στο ύψωμα του Αγ. Νικολάου στη θέση που στους ντόπιους είναι γνωστή με το όνομα «Τσόλορη» μέσα στην κοίτη του Ίναχου ήρθε στο φως η κατώτερη επιφάνεια έδρασης πεσσού του υδαταγωγού. Στις εργασίες διάνοιξης της νέας Εθνικής Οδού Κορίνθου – Καλαμάτας βρέθηκε μικρό τμήμα υδραγωγείου στην περιοχή Ρουσάλια στη θέση «Ντράσιζα» κτηματικής περιφέρειας Μαλανδρενίου. Η από νότο προς βορρά πορεία του δεν αποκλείεται να υποδεικνύει σύνδεση με το νότιο υδραγωγείο του Άργους που τροφοδοτούνταν από το Κεφαλάρι.

Νότια του «Κριτηρίου» κατάλοιπα δεξαμενής έχουν ερμηνευθεί ως ένδειξη της λατρείας της Ίσιδας, που πρέπει να ήταν δημοφιλής στο Άργος από τον 3ο αι. π.Χ. έως τον 3ο αι. μ.Χ. και με την οποία πιθανότατα συνδέεται η χρήση υπόγειου πλινθόκτιστου οικοδομήματος που ήρθε στο φως στη διάρκεια σωστικής ανασκαφικής έρευνας.

Ο καλλωπισμός του σώματος αποτελούσε κύριο μέλημα της αρχαίας κοινωνίας. Η καθημερινή φροντίδα του σώματος σε λουτρά, θέρμες και βαλανεία, σηματοδοτούσε την ευκαιρία για κοινωνική συναναστροφή, αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου, χαλάρωση και ξεκούραση. Στο Άργος στη διάρκεια σωστικών ανασκαφικών ερευνών ήρθαν στο φως κατάλοιπα που ταυτίζονται με λουτρά των ρωμαϊκών χρόνων.

Απεικόνιση του Ασκληπιού και της οικογένειάς του

Εκτός από τον καλλωπισμό και η ίαση του σώματος όφειλε πολλά στη χρήση του νερού σε ιαματικά κέντρα όπου κατέφευγαν οι ασθενείς και ονομάζονταν Ασκληπιεία από το όνομα του θεραπευτή θεού, του Ασκληπιού. Γιος του Απόλλωνα, είχε διδαχθεί την ιατρική από τον σοφό Κένταυρο Χείρωνα και την ασκούσε σε φυσικό περιβάλλον με άλση, πηγές με τρεχούμενα ιαματικά νερά, που η ακτινοβολία του ιερού χώρου και οι διαιτητικές θεραπείες συντελούσαν στη θεραπεία του σώματος και της ψυχής.

Στο Άργος στις Θέρμες στην περιοχή του Θεάτρου μεγάλο κτίσμα τροφοδοτούμενο από ένα υδραγωγείο μετατράπηκε σε Σαραπείο. Επί Αδριανού δημιουργείται μια εγκατάσταση λουτροθεραπείας (cure balnéaire) και επικρατεί η ιαματική πλευρά του νερού αναμφίβολα κάτω από την προστασία του Ασκληπιού. Ο χώρος χρησιμοποιείται και στους υστερορωμαϊκούς χρόνους επί Γορδιανού ΙΙΙ. Η παρουσία άφθονου νερού στο εσωτερικό του οικοδομήματος καλύπτει τις ανάγκες του ιερατείου (κάθαρση) αλλά και των πιστών (θεραπεία). Σ’ αυτά τα λουτρά οι θεραπευτικές ιδιότητες του νερού φαίνεται πως ουσιαστικά βασίζονταν στην αντίθεση ανάμεσα στις θερμοκρασίες των εναλλάξ εμβαπτισμών σε δεξαμενές θερμές και ψυχρές.

Στο ανατολικό τμήμα της Αργολίδας, στην Επίδαυρο το νερό γίνεται φορέας του ιερού χαρακτήρα της θεότητας. Οι πάνδημοι εορτασμοί, οι συναθροίσεις και οι συμβολικές πράξεις στον κύκλο λατρείας ενός θεού-γιατρού απαιτούσαν συνεχή ροή νερού σε πηγάδια, κρήνες και υδραγωγεία. Ήδη από τον 8ο αι. π.χ, στο ιερό του Απόλλωνα Μαλεάτα, πατέρα του Ασκληπιού και αργότερα στον μεγάλο ιερό χώρο του Ασκληπιείου υπήρξε πρόβλεψη για εκτέλεση τεχνικών έργων που διασφάλιζαν την ύπαρξη νερού μέχρι την ύστερη αρχαιότητα (5ος αι. μ. Χ). Στη διάρκεια του 4ου αι. π.χ., η υλοποίηση του μεγάλου οικοδομικού προγράμματος συνδέθηκε με ένα άψογο τεχνικό σύστημα παροχής, διανομής αλλά και αποχέτευσης του νερού στο σπουδαιότερο ιερό της αρχαιότητας. Σε επιγραφές αναφέρονται κατασκευαστικά στοιχεία, υλικά και δαπάνες που αφορούν στα υδραυλικά έργα του ιερού με τα οποία το νερό μεταφέρεται και αποθηκεύεται σε τεράστιες δεξαμενές τροφοδοτώντας τις κρήνες και τα λουτρά.

Στην ΝΑ Αργολίδα, στην Ερμιόνη, κυριαρχεί η λατρεία του Ποσειδώνα, της Αθηνάς, της Δήμητρας – θεά της σποράς και του Κάτω Κόσμου, της Αφροδίτης και της Ίσιδας. Oι επικλήσεις της Αφροδίτης ως ποντία, λιμενία και εύπλοια δείχνουν την άμεση σχέση της περιοχής με το νερό. Η Ίσιδα, όπως και η Αφροδίτη, τιμώνταν στα λιμάνια ως θεότητες προστάτριες της ναυσιπλοϊας. Στην εποχή του περιηγητή Παυσανία ονομαστές είναι οι κρήνες που τροφοδοτούν τα ιερά και την πόλη της Ερμιόνης που δεν στερεύουν ποτέ.

Οι μύθοι στους οποίους αναφερθήκαμε επιγραμματικά φανερώνουν διάρθρωση, ιεραρχία ίσως και κάποια αντινομία. Μιλούν για πράξεις με επικοινωνιακό χαρακτήρα γύρω από μια θεότητα ή ένα ήρωα που ενσαρκώνει την υπερφυσική δύναμη. Τα κοινά στοιχεία μεταξύ των περιοχών δεν οφείλονται μόνο σε πολιτιστικές επιδράσεις αλλά σε κοινές εμπειρίες και μνήμες που κυλούν μαζί με το νερό από τη μια άκρη της Αργολίδας στην άλλη σε περιοχές που αναφερθήκαμε αλλά και σε όλες τις άλλες που τα όρια της παρουσίασης αυτής δεν επιτρέπουν.

Μνήμες που γύρω στο 700 π.Χ. σε κάποια πλαγιά του όρους Ελικών, ο ποιητής Ησίοδος, πλάθει στην αρχαιότερη ερμηνεία σχετικά με τη δημιουργία του κόσμου και τη γέννηση των θεών χωρίς να εξαλείφει τις αμέτρητες τοπικές παραλλαγές. Η προσέγγιση ενός μυθικού κόσμου διατρέχει πάντα τον κίνδυνο να φανεί κάπως άστατη, καθώς οι ολύμπιοι θεοί, οι ήρωες και οι ημίθεοι δεν αναγνωρίζονται με μια μοναδική υπόσταση ή σε μια γεωγραφική περιοχή. Και το νερό είναι το στοιχείο που κατοικούν τα αρχέγονα μυστήρια που συνδέονται με τη θεϊκή παρουσία αλλά και με τις ανθρώπινες καταβολές.

Στην Αργολίδα, όπως και σε άλλες περιοχές, η σχέση του ανθρώπου με το νερό είναι ζωτική, μυστηριακή, εξαγνιστική  και έχει αφήσει τις μαρτυρίες της σε διάφορες κατηγορίες έργων της αρχαιότητας. Μύθοι αναζωπυρώνονται από εκτεταμένες περιόδους ξηρασίας και ο Ίναχος με τη γενιά του και τους δυναστικούς κρίκους της αργειακής γενεαλογίας έρχεται σε αντίθεση με τους μύθους για την αφθονία του νερού στη Λέρνα, τον Δαναό και τις Δαναϊδες.

Η συνύπαρξη του μυθολογικού με το ερωτικό στοιχείο που αποδίδεται σε ανάγλυφο με τη μορφή της Λήδας και του Δία μεταμορφωμένου σε κύκνο υπενθυμίζει ότι η αρχαία ελληνική τέχνη δείχνει με καλλιτεχνικό τρόπο πόσο συνυφασμένη ήταν η ζωή με τους μύθους για το νερό ακόμα και με την έμμεση επισήμανσή του.

Στην αρχιτεκτονική αναφέρουμε ενδεικτικά τις πήλινες λεοντοκεφαλές – υδροόες που παραπέμπουν στη δύναμη του υγρού στοιχείου ή στα ακροκέραμα με το φυτικό πλαστικό διάκοσμο. Στην αγγειογραφία φαίνεται μια προτίμηση στις σκηνές που «συνομιλούν» με τον θεατή για τη ζωή. Εμφανίζεται πολύ συχνά ο δαμαστής αλόγων που ελέγχει είτε ένα είτε δύο άλογα, θέμα ιδιαίτερα προσφιλές στο αργείτικο εργαστήρι καθώς συνδέεται με το ιππόβοτο Άργος. Έμβια όντα (δελφίνι), ψάρια, υδρόβια πουλιά στα αγγεία των γεωμετρικών χρόνων έχουν θεωρηθεί ως παραπληρωματικά θέματα στην εικονογραφία που ερμηνεύεται ως απεικόνιση της σχέσης της αργείας γης με το νερό.

Στην ημερίδα [Νοέμβριος 2009] αυτή με κυρίαρχο θέμα το πρόβλημα του νερού από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα επισημαίνουμε ο καθένας με το δικό του τρόπο ότι το νερό είναι η πηγή και η ουσία της ζωής, χωρίς την οποία η φύση και ο άνθρωπος ασφυκτιούν και κινδυνεύουν.

Η ευλογία του νερού όμως δεν είναι δίκαια μοιρασμένη. Αν και απολύτως απαραίτητο για τη ζωή και την υγεία, περισσότεροι από τους μισούς κατοίκους του Τρίτου Κόσμου δεν έχουν πόσιμο νερό και τα τρία τέταρτα απ’ αυτούς δεν έχουν ούτε εγκαταστάσεις υγιεινής, ενώ περίπου 80% των ασθενειών που προσβάλλουν τον άνθρωπο οφείλονται στην έλλειψη καθαρού πόσιμου νερού.

Η Ουνέσκο ασχολείται με το πρόβλημα του νερού από το 1950, όταν εγκαινίασε ένα πρόγραμμα ερευνών στις άνυδρες περιοχές της υδρογείου. Σήμερα το Διεθνές Υδρολογικό Πρόγραμμα (ΔΥΠ) έχει ως στόχο να αναπτύξει την επιστημονική βάση για την ορθολογική χρήση των πηγών του νερού και να αναζητήσει λύσεις των ιδιαίτερων προβλημάτων που αντιμετωπίζουν χώρες με διαφορετικές γεωγραφικές συνθήκες και επίπεδα τεχνολογικής και οικονομικής ανάπτυξης. Η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών κήρυξε το Νοέμβριο του 1980 τη Διεθνή Δεκαετία Πόσιμου Νερού και Εγκαταστάσεων Υγιεινής (1981-1990), με στόχο «Πόσιμο νερό και εγκαταστάσεις υγιεινής για όλους ως το 1990» .

Από το 1991 με πρωτοβουλία του Συμβουλίου της Ευρώπης ξεκίνησε ο θεσμός των εκδηλώσεων για τον εορτασμό των Ευρωπαϊκών Ημερών Πολιτιστικής Κληρονομιάς, στον οποίο η Ελλάδα συμμετέχει από το 1994. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι βασικές εκδηλώσεις που διοργανώθηκαν από το Υπουργείο Πολιτισμού στο διάστημα από το 1997 – 1999 σχετίζονται άμεσα με το νερό, όπως η μικρή αλλά περιεκτική έκθεση στον προθάλαμο του Αρχαιολογικού Μουσείου Άργους με τίτλο «Πολυδίψιον Άργος – Το πρόβλημα του νερού στην Αργολίδα». Συστήματα υδρομάστευσης και κατασκευές με έμφαση στις γεωτεχνικές μηχανικές μεθόδους της αρχαιότητας συνιστούν βασικές υποδομές στην πολιτιστική – ιστορική διαδρομή κάθε περιοχής. Οι Μυκήνες, όπως και η Τίρυνθα, αποτελούν τα πιο εντυπωσιακά παραδείγματα της ορθής διαχείρισης των υδάτινων πόρων στην αρχαιότητα.  Είναι καθήκον μας να φροντίσουμε αυτή την πολύτιμη κληρονομιά και στους εποικοδομητικούς μύθους της αρχαιότητας για το νερό στην Αργολίδα να μη προσθέσουμε τη δική μας αρνητική πραγματικότητα.

 

Άννα Μπανάκα

Διευθύντρια Δ΄ Εφορείας Προϊστορικών

και Κλασικών Αρχαιοτήτων Ναυπλίου

 

Read Full Post »

 

Ήρα


 

 

Η πολιούχος θεά του Άργους, η ιερή βασίλισσα του Ολύμπου, προστάτιδα του γάμου, της οικογενειακής ζωής και των χρηστών ηθών. Πρωτότοκη κόρη του Κρόνου και της Ρέας, σύζυγος του υψίστου των θεών, κατέχει την πρώτη, εξέχουσα θέση ανάμεσα στις θεές του Ολύμπου.

 

 

Δίας και Ήρα, λάδι σε μουσαμά , James Barry (1741–1806)

Γεννήθηκε, όπως ένας μύθος υποστηρίζει, στο Άργος, ενώ άλλες παραδόσεις θεωρούν γενέτειρά της τη Σάμο, την Αρκαδία και την Κόρινθο. Η Ήρα ήταν η ιδανική γυναίκα, ωραία, σεμνή και απόλυτα αφοσιωμένη στον άντρα της. Ουδέποτε σύναψε άλλη ερωτική σχέση, γι’ αυτό απαιτούσε από αυτόν να της είναι πιστός. Οι αναρίθμητες περιπέτειές του όμως την έκαναν ζηλότυπη[1] και οι συζυγικοί καβγάδες τους ήταν συχνότατοι και ιδιαίτερα έντονοι. Σε τέτοιες στιγμές αγανάκτησης η Ήρα γέννησε μόνη της, με την απλή επαφή ενός άνθους, το θεό του πολέμου Άρη.  

Αλλά χωρίς ερωτική συνεύρεση, λένε κάποιοι μύθοι, συνέλαβε και τη θεά της αιώνιας νιότης, την Ήβη– μετά από ένα γεύμα με μαρούλια.[2] Με τον ίδιο τρόπο έφερε στο φως την Ειλείθυια, τη θεά των τοκετών. Βέβαια άλλοι μύθοι αποδίδουν στο Δία και την Ήρα πολλά παιδιά και θεωρούν τον Ήφαιστο καρπό της προγαμιαίας σχέσης τους, ενώ αναφέρουν ότι ο Άρης γεννήθηκε μετά το γάμο, όπως και η Άγγελος που ανήκει στον υποχθόνιο κόσμο.

 

Οι διάφοροι μύθοι, στους οποίους αναφέρεται η Ήρα, δίνουν ως κύρια γνωρίσματα του χαρακτήρα της τον εγωισμό, την αυστηρότητα, τη φιλόνικη διάθεση και τη ζηλοτυπία[3].

 

Η Ήρα λατρευόταν σε όλες τις ελληνικές πόλεις και τις αποικίες της Μεγάλης Ελλάδας. Γιορτές αφιερωμένες στην Ήρα είναι τα Δαίδαλα, τα Καλλιστεία, τα Εκατόμβοια.

 

Ονομαστός ναός αφιερωμένος στην Ήρα ήταν το Ηραίο του Άργους[4], από τα αρχαιότερα ιερά.[5] Αρκετά φημισμένος ήταν και ο ναός της στην Ολυμπία, όπως και στις Μυκήνες, στην Τίρυνθα, στη Σπάρτη και το Ναύπλιο. Την τιμούσαν επίσης και στην Εύβοια όπου, κατά την παράδοση, είχε ανατραφεί, στη Θράκη, στη Σάμο, στη Λέσβο, στην Κνωσό της Κρήτης, καθώς και στη Σικελία, στον Ακράγαντα και τις Συρακούσες. 

 

 

Ηραία


 

Γιορτές προς τιμήν της θεάς Ήρας, που τελούνταν στις πόλεις όπου λατρευόταν η θεά (Άργος, Ήλιδα, Σάμο, Αθήνα, Κόρινθο, Κω, Δελφούς, Αμοργό, Ρώμη και αλλού).

 

Τα πιο ονομαστά Ηραία τελούνταν στο Άργος, όπου γιορτάζονταν με ιδιαίτερη λαμπρότητα, αφού η θεά λατρευόταν στην πόλη ως πολιούχος. Κατά τη διάρκεια της γιορτής τελούνταν αθλητικοί, μουσικοί και ρητορικοί αγώνες. Κυριότερος θεωρούνταν ο «Χάλκεος», τον οποίο είχαν θεσπίσει – σύμφωνα με την παράδοση – οι αδελφοί Ακρίσιος και Προίτος. Ο νικητής στον αγώνα αυτό έπαιρνε ως έπαθλο χάλκινη ασπίδα και στεφάνι από μυρτιά. Μετά το τέλος των αγώνων ακολουθούσε μεγαλοπρεπής πομπή από το Άργος προς το ναό της θεάς. Προπορευόταν αγέλη εκατό βοδιών, που θα θυσιάζονταν, γι’ αυτό και η γιορτή ονομαζόταν και «εκατόμβαια».

 

Ακολουθούσε η πρώτη ιέρεια της θεάς, η οποία έδινε και το όνομά της στο έτος της θητείας της, ανεβασμένη σε άρμα που το έσερναν λευκά βόδια, ακολουθούσαν οι υπόλοιπες ιέρειες, οι λεγόμενες Ηρεσίδες, και πολύς κόσμος.

 

Η γιορτή γινόταν κάθε τέσσερα χρόνια, στο μέσον του δεύτερου έτους κάθε ολυμπιάδας, και διατηρήθηκε μέχρι τον 3ο αιώνα. μ.Χ., όπως μαρτυρούν αργείτικα νομίσματα με την επιγραφή ΗΡΑΙΑ.

 

 

Το Ηραίον του Άργους


 

 

Της αρχαιολόγου Όλγας Ψυχογυιού.

 

 

Ήρα

Το Ηραίο του Άργους βρίσκεται ανάμεσα στο Άργος και τις Μυκήνες, στις πλαγιές του λόφου που λεγόταν Αετόβουνο ή Εύβοια. Θεωρείται το κέντρο της λατρείας της Ήρας, της θεάς »Αργείας», όπως την ονομάζει ο Όμηρος. Το ιερό ιδρύθηκε στα μισά του 8ου αι. π.Χ. σε μία θέση που δεσπόζει στην αργολική πεδιάδα, αρχικά ως θρησκευτικό κέντρο της περιοχής και από τις αρχές του 7ου αι. π.Χ. ως επίσημο θρησκευτικό κέντρο αποκλειστικά της πόλης του Άργους.  

Η λατρεία ήταν μυστηριακή και είχε ως βασική γιορτή, τα Εκατόμβοια. Πιθανόν να λατρευόταν στην περιοχή μία προϊστορική χθόνια θεά, συνδεμένη με τη φύση, με την οποία ταυτίστηκε αργότερα η Ήρα. Σύμφωνα με την παράδοση κτίστηκε από τον ήρωα Άργο ή το Φορωνέα γιο του ποταμού θεού – Ινάχου. Η περίοδος ακμής του ιερού αν κρίνουμε από την αρχιτεκτονική του εξέλιξη τοποθετείται στις αρχές του 6ου αι. π.Χ. και κυρίως στο δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π.Χ.


Το ηραίο κτίστηκε σε τρία άνδηρα στην νοτιοδυτική πλαγιά ενός υψώματος στους πρόποδες του όρους Αετόβουνο που ορίζει την ανατολική πλευρά της Αργολικής πεδιάδας. Στην περιοχή του ιερού, που ονομάζεται Πρόσυμνα, εντοπίστηκαν κατάλοιπα οικισμού της νεολιθικής και της Εποχής του Χαλκού καθώς και ένα εκτεταμένο μυκηναϊκό νεκροταφείο με ενδείξεις μεταγενέστερης λατρείας των προγόνων. Η περιοχή αυτή είχε πάντως ιδιαίτερη σημασία για τους Μυκηναίους αφού ένας διαμορφωμένος οδικός άξονας, μήκους 5 χιλ. την συνέδεε με τις Μυκήνες.

Κατά τον 8ο αι. π.Χ. το ψηλότερο άνδηρο ενισχύθηκε με έναν κυκλώπειο αναλημματικό τοίχο. Πιθανόν να υπήρχε αρχικά σ’ αυτό ένας υπαίθριος βωμός ή ένα μικρό οικοδόμημα, ανάλογο μ’ ένα πήλινο ομοίωμα που βρέθηκε εκεί. Στις αρχές του 7ου αι. π.Χ. η επιφάνεια του ανδήρου επεκτάθηκε με εκβραχισμούς και πάνω του οικοδομήθηκε ένας από τους πρώτους περίπτερους δωρικούς ναούς, τόσο σεβαστός που διατήρησε τους αρχαϊκούς ξύλινους κίονες έως την καταστροφή του το 423 π.Χ, πιθανώς από την πυρκαγιά που προκάλεσε η απροσεξία της ιέρειας Χρυσηίδας.

 

Το φημισμένο σ’ όλο τον αρχαίο κόσμο ιερό της Ήρας ήταν αφιερωμένο στη θεά που ευλογεί την αφθονία και προστατεύει στον πόλεμο. Στις αρχές του 6ου αι. π.Χ. οικοδομήθηκαν στο μεσαίο άνδηρο, όπου πιθανόν να υπήρχε ήδη βωμός, δύο δωρικές στοές κάτω από τον κυκλώπειο αναλημματικό τοίχο με την πρόσοψή τους προς τα νότια, καθώς και ένα κτήριο συμποσίων, το »Δυτικό κτήριο». Μετά από μία περίοδο ύφεσης όπου την οδήγησε ο πόλεμος με την Σπάρτη και η βαριά ήττα της Σηπίας, η πόλη του Άργους γνωρίζει και πάλι την ανάπτυξη στα μέσα του 5ου αι. π.Χ., έχοντας κατακτήσει τις μικρότερες πόλεις της Αργολικής πεδιάδας, την Τίρυνθα και τις Μυκήνες. Το ιερό θα αποκτήσει τότε μνημειακό χαρακτήρα με τη διαμόρφωση της επίσημης εισόδου καθώς και την ανέγερση μίας τρίτης στοάς, δυτικά των αρχαϊκών, και του »ανατολικού κτηρίου», το οποίο θυμίζει το Τελεστήριο της Ελευσίνας. Τα έργα ολοκληρώνονται με την οικοδόμηση στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. ενός νέου δωρικού ναού, έργου του αρχιτέκτονα Ευπόλεμου, που θα αντικαταστήσει τον καταστραμμένο ναό, του οποίου τα κατάλοιπα σώζονται. Αργότερα προσθέτονται στα δυτικά του ιερού ένα ελληνιστικό γυμνάσιο και ρωμαϊκά λουτρά.


Στο ηραίο τελείτο η πιο φημισμένη εορτή αφιερωμένη στην Ήρα, τα Ηραία ή Εκατόμβοια, που άρχιζαν με πομπή από την πόλη του Άργους, γνωστή από το επεισόδιο του Κλέοβι και Βίτωνα. Από τον 6ο αιώνα π.Χ., όπου ο Ηρόδοτος τοποθετεί την απαρχή τους, έως τον 3ο αιώνα π.Χ. όποτε μεταφέρονται στο Άργος, διεξάγονταν επίσης στο ιερό αγώνες που συμπεριλήφτηκαν στην ομάδα των μεγάλων πανελλήνιων, των οποίων οι νικητές ονομάζονται »περιοδονίκαι». Ήταν γνωστοί στη διαχρονική τους εξέλιξη, αρχικά απλά ως »Παρ Ήρας Αργείας» και μετέπειτα ως Εκατόμβοια με έπαθλα, χάλκινα αντικείμενα (υδρίες, λέβητες, τρίποδα, ασπίδες και κρατήρες). Μετά την μεταφορά τους στο Άργος, όπου τελούνταν μαζί με τα Νέμεα, με έπαθλα το στεφάνι μυρτιάς και τη χάλκινη ασπίδα, ονομάζονται: «Ηραία τα εν Αργεί», και αργότερα «Η εξ Άργους ασπίς».


Μάρτυρες της μεγάλης σημασίας του Ηραίου είναι ο βασισμένος στον κατάλογο των ιερατείων υπολογισμός της τοπικής χρονολογίας, μίας από τις γνωστότερες της αρχαιότητας, καθώς και τα πλούσια αναθήματα του Νέρωνα και του Αδριανού. Η ακτινοβολία και η φήμη του επεκτάθηκαν σ’ όλον τον αρχαίο κόσμο και διατηρήθηκαν έως την απαγόρευση της αρχαίας θρησκείας. Κατά τον Βιτρούβιο -Ρωμαίο αρχιτέκτονα (88π.Χ. – 26μ.Χ.)- τον αρχαϊκό δωρικό περίπτερο ναό της Ήρας έκτισε ο Δώρος.

Ανασκαφές διενεργήθηκαν στην περιοχή από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή και από τον Αμερικανό αρχαιολόγο Blegen. Οι ανασκαφές οδήγησαν στην ανακάλυψη του ναού του Απόλλωνα κοντά στην ακρόπολη, του βουλευτηρίου, λουτρών, ενός ηρώου ρωμαϊκής εποχής, ενός νεκροταφείου και του ηραίου που ήταν κέντρο λατρείας της πολιούχου Ήρας.

 

 

 

 

Υποσημειώσεις

 

[1] Η οργή της Ήρας ξεσπούσε κάθε φορά στις ερωμένες του Δία ή στους καρπούς του έρωτά του. Τέτοιες μορφές είναι η μητέρα του Ηρακλή Αλκμήνη και ο ίδιος ο Ηρακλής, η μητέρα του Απόλλωνα και της Άρτεμης Λητώ, η κόρη του Ινάχου Ιώ, η μητέρα του Διόνυσου Σεμέλη και άλλες.

 

[2] Όμηρος Ιλιάς Δ 441· Οβίδιος Ημερολόγιων ν 255′ πρώτος Βα­τικανός μυθογράφος 204.

 

[3] Ένας από τους πιο παλιούς μύθους και πολύ γνωστός είναι αυτός που αναφέρεται στα πρώτα «καλλιστεία», κατά τα οποία ο Πάρης έδωσε το μήλο της Έριδος στην Αφροδίτη. Οι άλλες δυο θεές, η Αθηνά και η Ήρα, χολώθηκαν και έκτοτε αντιμάχονταν τους Τρώες με σφοδρότητα, ευρισκόμενες πάντα στο πλευρό των Ελλήνων. Στην Ιλιάδα η Ήρα προβάλλεται ως δυναμική γυναικεία προσωπικότητα και κατορθώνει με την εξυπνάδα και πονηριά της αλλά και με τον ερωτισμό της να πείθει ή να εξαπατά τον πανίσχυρο Δία. Είναι πάντα νέα, όμορφη και δυναμική. Κάθε χρόνο λουζόταν στην πηγή Κάναθο, κοντά στο Ναύπλιο, και αποκτούσε εκ νέου την παρθενία της, ανανεώνοντας έτσι συμβολικά τον ιερό γάμο με τον Δία.

 

[4] Επίσης, στην πόλη του Άργους υπήρχε ναός της Ανθείας Ήρας (Παυσ. ΙΙ 22, 1) και γινόταν γιορτή την άνοιξη, τα λεγόμενα «Ηροσάνθεια», κατά την οποία τα κορίτσια έφερναν λουλούδια στο ναό και ιερουργούσαν με τη συνοδεία αυλών. Τέλος, υπήρχε και το ιερό της Ακραίας Ήρας (Παυσ. ΙΙ, 24, 1) απέναντι από τον Απόλλωνα Δειραδιώτη, κοντά στην Παναγιά την Πορτοκαλούσα.

 

[5] Μέσα στο σηκό του περίστυλου, δωρικού ρυθμού, νεότερου ναού – αρχιτέκτονας του οποίου αναφέρεται ότι ήταν ο Αργείος Ευπόλεμος – βρισκόταν το περίφημο χρυσελεφάντινο άγαλμα της θεάς, έργο του Αργείου γλύπτη Πολύκλειτου.

Η Ήρα απεικονιζόταν καθιστή σε θρόνο, κρατώντας στο χέρι της σκήπτρο. Αργότερα, ο αδελφός του Πολύκλειτου, ο Ναυκύδης, κατασκεύασε χρυσελεφάντινο επίσης άγαλμα της Ήβης, που έστησε πλάι στην Ήρα. Δυστυχώς, ο παντοκαταλύτης χρόνος δεν διέσωσε κανένα μέλος από τα αγάλματα.

 

 

 

Πηγές


  • Αρχαιολογία και Τέχνες, Δρ. Βάλια Ξενίδου, «Η Ήρα: Παρθένος τέλεια και χήρα», τεύχος 68, Σεπτέμβριος 1998.
  • Οδυσσέα Κουμαδωράκη, « Άργος το πολυδίψιον » Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος 2007.
  • Larousse, «Θρησκεία – Μυθολογία», τομ. 9, Τα Νέα 2008.
  • Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού, «Ηραίον Άργους», Όλγα Ψυχογυιού, αρχαιολόγος.
  • Ιωάννου Κ. Κοφινιώτου, «Ιστορία του Άργους από των Αρχαιοτάτων χρόνων μέχρις ημών », Εν Αθήναις, Τυπογραφείον ο «Παλαμήδης» 1892. Επανέκδοση, εκδ. Εκ Προοιμίου 2008. 

 

Read Full Post »

Δανάη (μυθολογία)


 

Η Δανάη και η Χρυσή Βροχή.

Η Δανάη και η Χρυσή Βροχή.

Κόρη του Ακρίσιου βασιλιά του Άργους, αδελφού του Προίτου και της Ευρυδίκης, κόρης του Λακεδαίμονα,  ξαδέλφη της Λυσίππης και Ιφιάνασσας, εγγονή του Άβαντα, δισέγγονη του Λυγκέα και της Υπερμνήστρας και μητέρα του ημίθεου ήρωα Περσέα. Ο Ακρίσιος δεν είχε διάδοχο, το μαντείο που ρώτησε του είπε πως θα τον διαδεχτεί ο εγγονός του και πως θα κάνει ένδοξο το βασίλειο, με την διαφορά πως θα τον σκοτώσει. Για να μην επαληθευτεί ο χρησμός, όμοια όπως έκανε ο Λάιος με τον Οιδίποδα, «υπό γην θάλαμον κατασκευάσας χάλκεον» έκλεισε (ο Λάιος απέρριψε τον Οιδίποδα) σ’ αυτόν την Δανάη, για να μη γίνει μητέρα.

Ο Δίας όμως μαγεμένος από τα θέλγητρα της Δανάης μπήκε απ’ την οροφή ως χρυσή βροχή και η Δανάη συνέλαβε και γέννησε τον Περσέα. Ο Ακρίσιος πήρε τότε ένα κιβώτιο, έκλεισε σ΄ αυτό  μητέρα και παιδί, και το πέταξε στη θάλασσα. Τα κύματα όμως, έφεραν το κιβώτιο στη Σέριφο, όπου βασίλευε ο Πολυδέκτης. Το βρήκε ο αδελφός του Δίκτυς που εργαζόταν ως ψαράς. Ο Πολυδέκτης ερωτεύτηκε την Δανάη, αλλά από φόβο προς τον Περσέα που ανδρώνονταν μέρα με την μέρα σκέφτηκε ένα σατανικό τρόπο για να απαλλαγεί απ’ αυτόν. Ανήγγειλε πως θα παντρευτεί την Ιπποδάμεια του Οινόμαου και ζήτησε τα καθιερωμένα δώρα του γάμου απ’ τους υπηκόους του.

 

«Δανάη», Αγνώστου, κύκλος Jean-Baptiste Regnault, τέλη 18ου – αρχές 19ου αιώνα, λάδι σε καμβά.

 

Τότε ο Περσέας του έταξε ως δώρο το κεφάλι της Γοργόνας. Ο Πολυδέκτης γνωρίζοντας πως ο Περσέας οδεύει προς τον θάνατο δέχτηκε. Από δω αρχίζουν τα θαυμάσια κλέα του ήρωα που τα περιγράφουν η «Θεογονία», η «Ασπίς Ηρακλέους», ο Απολλόδωρος και άλλοι.

Όταν γύρισε, βρήκε την Δανάη και τον Δίκτυ ικέτες μπρος στους βωμούς των θεών, γιατί  τους απειλούσε ο Πολυδέκτης, πιστεύοντας πως ο Περσέας δε θα γυρίσει. Τότε ο Περσεύς μπήκε στα ανάκτορα και δείχνοντας στον διώκτη το κεφάλι της Γοργόνας τον απολίθωσε. Ανέβασε στο θρόνο τον Δίκτυ και μαζί με τη Δανάη και τη γυναίκα του Ανδρομέδα πήρε το δρόμο για το Άργος. Το έμαθε ο Ακρίσιος και κατέφυγε στους Πελασγούς της Θεσσαλίας.

Τότε όμως έτυχε ο βασιλέας της Λάρισσας να τελεί επικήδειους αγώνες προς τιμή του πατέρα του. Σ’ αυτούς πήρε μέρος κι’ ο Περσεύς και στον αγώνα του πένταθλου, ρίχνοντας τον δίσκο σκότωσε άθελά του τον Ακρίσιο που ήταν εκεί θεατής.

Όταν γύρισε στο Άργος δεν κράτησε τον θρόνο αλλά τον αντάλλαξε με εκείνον του Μεγαπένθη, γιου του Προίτου, πρωτοξάδελφου της Δανάης και βασιλεύοντας σ’ αυτόν, έγινε πρόγονος των Περσιδών απ’ όπου κατάγεται κι’ ο Ηρακλής.

 

Πηγές


  • Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά 1963, «Ιστορία – Λαογραφία – Τέχνη – Επιστήμη», τόμος 7ος  Αθήνα, 1963.

Read Full Post »