Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Λαϊκή Ιατρική’

Λοιμός στο Ναύπλιο

 


Στο « Εθνικόν Ημερολόγιον» του Κωνσταντίνου Φ. Σκόκου,*  ένα μοναδικό και ιδιαιτέρως σημαντικό χρονογραφικό, φιλολογικό και γελοιογραφικό περιοδικό, του έτους 1893, μεταξύ άλλων ενδιαφερόντων θεμάτων, διαβάζουμε ένα απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του Φωτίου Χρυσανθόπουλου του γνωστού Φωτάκου, γραμματέα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, που αναφέρεται στο μεγάλο λοιμό του Ναυπλίου. Ο λοιμός αυτός συνέπεσε με την παράδοση του Ναυπλίου από τον Αλη μπέη Αργίτη, ο οποίος τότε ήταν φρούραρχος της πόλης. Ας αφήσουμε όμως τον ίδιο τον Φωτάκο να μας αφηγηθεί αυτό το γεγονός, με τον μοναδικό του τρόπο.

 

« … Μετά ταύτα έλαβα διαταγήν του αρχηγού μου να ζητήσω τα κλειδιά του φρουρίου από τον Αλή πασά, όστις ήτο φρούραρχος. Ούτος ήτον ο Αλή μπέης Αργίτης, όστις προηγουμένως έλειπεν εκτός της Πελοποννήσου, και έπειτα ήλθε μετά του Δράμαλη, διορισθείς πασάς υπό του Σουλτά­νου, και τούτο διότι ακολούθησε τον Χουρσίτ πασάν, αρχηγόν των στρατευμάτων, εις την κατά των Ιωαννίνων και του Αλή Πασά εκστρατείαν, κατά την οποίαν εγένετο πασάς τρί­της τάξεως ο Αλή μπέης και διωρίσθη συνάμα και φρούραρ­χος Ναυπλίου, διότι το φρούριον ήτον εκ των επισήμων και δεν διωρίζετο άλλος ειμή Πασάς φρούραρχος.

Αφού έλαβα την διαταγήν επήγα εις την οικίαν του, (η οποία ήτο μεγάλη και έκειτο πλησίον των καφενείων, αγορα­σθείσα έπειτα επί της ελληνικής διοικήσεως από τον Εμμαν. Ξένον, και εις την οποίαν κατόπιν εκατοίκησεν ο Κυβερνήτης Καποδίστριας, και επί τέλους ηγοράσθη υπό του δήμου Ναυπλιέων δια δημοτικόν κατάστημα) δια να αναγγείλω προς αυτόν την διαταγήν του αρχηγού μου.  Άμα εμβήκα εις  την οικίαν, τον ηύρα καθήμενον, και εγώ επίσης εκάθησα, έμπροσθεν αυτού. Αλλ’ αυτός εθεώρησε τούτο ως προσβολήν και άρχισε να στεναχωρήται και να στρίβεται, διότι έμπροσθεν των Πασάδων δεν ήτο συγχωρημένον να καθίση κανείς, διότι τούτο θεωρείται θρησκευτικόν αμάρτημα.

Κατόπιν τον εφοβέρισα και του είπα να εκτελέση την διαταγήν του αρχηγού μου, ειδεμή θα παραγγείλω την άρνησιν εις αυτόν και θα διατάξη την είσοδον του στρατού εις την πόλιν. Ο πασάς ακούσας ταύτα εφοβήθη και εκάλεσεν ένα καβάσην και τον διέταξε να φέρη τα κλειδιά του φρουρίου, όστις και τα έφερεν επάνω εις ένα δίσκον, επί του οποίου ήτον εστρωμένον κάλυμμα (τζεβρές) χρυσούν˙ έπειτα ο ίδιος ημισηκωθείς, έλαβε τα κλειδιά και μου είπε˙ «λάβε τα, δόστα του αρχηγού σου, και ειπέ του εκ μέρους μου να λυπηθή του Θεού τα πλάσματα», εννοών τα πολιορκημένα γυναικόπαιδα.

 

Ναύπλιο – Η Πύλη της Ξηράς (εσωτερική πλευρά), Karl von Heideck 1837.

 

Αφού έλαβα τα κλειδιά, δια να τον καταφρονήσω, τα επέταξα μακράν και έμπροσθέν του, και είπα εις ένα των στρατιωτών να τα λάβη και να υπάγη έξω δια να ανοίξουν την πύλην της ξηράς. Τούτο του εκακοφάνη περισσότερον**. Ταύτα όλα έπραξα, διότι προηγουμένως ο Ισούφ μπέης, κάτοικος Ναυπλίου και γνωστός μου, με είχε παρακινήση να κακομεταχειρισθώ τον Πασάν, διότι ήτο χριστιανομάχος και κακός άνθρωπος. Οι δύο ούτοι Τούρκοι ετρώγοντο μεταξύ των παλαιότερα, και ο πασάς πολλάκις ερραδιούργησε τους κατοίκους του Ναυπλίου να διώξουν τον Ισούφ μπέην, ως χριστιανόν από την μητέρα του, και διότι είχεν ανταπόκρισιν μετά των Ελλήνων αποστατών.

Αληθινά η μητέρα του Ισούφ μπέη και του αδελφού του Ζουλ Φουκάρ μπέη, ήτο χριστιανή, και προτού επαναστατήσωμεν και εγώ την είδα. Ο αδελφός της έζη εις την νήσον Σπέτσαι και ωνομάζετο ο Νικολής της Πασίνας. Ο πατήρ του Ισούφ μπέη την είχεν αιχμαλωτίση, και έλαβεν αυτήν σύζυγον από την πρώτην επανάστασιν του 1769. Ούτος ωνομάζετο Αχριέτης Σαλαμπάσης, και ήτον ο πρώτος Πασάς της Πελοποννήσου, ο οποίος εστάλη εις την Τριπολιτσάν, ήτις έκτοτε εγένετο η έδρα και εδιοικείτο από το κέντρον αυτής η Πελοπόννησος, διότι πρότερον οι πασάδες είχον την έδραν των εις το Ναύπλιον.

Ο πασάς αυτός ήτο πολύ αγαπημένος από τον Σουλτάνον, διότι είχε προσφέρη πολλάς εκδουλεύσεις προς αυτόν της Πελοποννήσου, και προ πάντων επανέφερε την ευταξίαν μετά την επανάστασιν του 1769. Προ του έτους 1780 και ύστερον μετά την καταστροφήν των Αλβανών εν Πελοποννήσω, ο προ αυτού Πασάς, είχε κατασκευάση πύργον, από τας κεφαλάς των Αλβανών, έξωθεν της Τριπόλεως, η οποία τότε δεν είχε τείχος, και αυτός ο Πασάς Σαλαμπάσης εζήτησε την άδειαν παρά του Σουλτάνου να περιτειχίση την Τριπολιτσάν και ετελείωσε το έργον δια της αγγαρείας των ραγιάδων Ελλήνων. Επειδή δε ο Ισούφ μπέης ήτον ήμερος και αγαθός άνθρωπος, συνανεστρέφετο πάντοτε με τους Έλληνας και ήθελε το καλόν των, οι άλλοι Τούρκοι εμίσουν αυτόν, και τον έλεγαν ρωμηόν δια την μητέρα του.

Τον εγνώρισα κατά τα μέσα 9βρίου του 1820, όταν ήλθον από την Ρωσσίαν δια την επανάστασιν, διότι κατά διαταγήν του Γκούστη επήγον εις Ναύπλιον μετά του συντρόφου μου και Διερμηνέως Δημ. Αρκαδινού, δια να παρατηρήσωμεν και κατασκοπεύσωμεν τα φρούρια και την πόλιν.  Εγώ εφόρουν φορέματα ευρωπαϊκά και επροσποιούμην τον ξένον, ο δε Αρκαδινός τον διερμηνέα, δια να μη μας υποπτευθούν οι Τούρκοι. Αφού εμβήκαμεν εις το Ναύπλιον, ο Ισούφ μπέης μας επήρεν εις το σπήτι του, και έπειτα μας εσυνώδευσε και περιήλθαμε την πόλιν, διότι εις πάντα άλλον ήτο εμποδισμένον.

Κατά την ημέραν εκείνην εγένετο υπό του φρουράρχου η διανομή των αλεύρων και των παξιμαδίων εις την φρουράν. Αλλ’ επειδή τα μεν άλευρα ήσαν πικρά, τα δε παξιμάδια εσκουλίκιασαν, ταύτα υποχρεωτικώς εδίδοντο εις τους ραγιάδες, οίτινες εχρεώστουν να αποδώσουν ίσον ποσόν καθαρού σίτου από εκείνον τον οποίον έμελλον να θερίσουν κατά το ερχόμενον έτος 1821. Ημείς εχαίρομεν βλέποντες ότι το φρούριον δεν είχε τροφάς.

Εν τούτοις ο Ισούφ μπέης μας ωδήγησε και έξω του Ναυπλίου, και όταν επλησιάσαμεν εις την πύλην της ξηράς μας είπε να ίδωμεν επάνω, και ημείς αναβλέψαντες ίδομεν μίαν μεγάλην μάχαιραν κρεμαμένην, από επάνω από την θύραν του φρουρίου, και τότε μας είπεν ότι τούτο σημαίνει ότι δια της μαχαίρας αυτής εκυρίευσαν οι Τούρκοι το φρούριον, και ότι οι απλοί εξ αυτών δοξάζουσιν ότι κάθε Παρασκευή η μάχαιρα αύτη στάζει αίμα, αλλ’ ο Ισούφ ήτο γραμματισμένος και δεν επίστευσεν εις το τοιούτον. Τοιουτοτρόπως εγνώρισα τον Ισούφ μπέην, και δια την γνωριμίαν μας τον συνέδραμον, διότι όταν οι Τούρκοι κατά την συνθήκην έφευγαν από το Ναύπλιον εις την Ανατολήν, παρακάλεσα τον καπετάν  Άμιλτον, να δεχθή αυτόν και όλην του την οικογένειαν εις το πλοίον του, και τους εδέχθη.

Τον Άμιλτον εζήτησαν οι Τούρκοι δια να παρευρεθή και αυτός κατά την εκτέλεσιν της συνθήκης προς περισσοτέραν ασφάλειαν, διότι τότε η Αγγλία ήτο σφόδρα φιλότουρκος. Ο Ισούφ μπέης επέστρεψε πάλιν εις την Ελλάδα μετά την έλευσιν του Κυβερνήτου, και η Κυβέρνησίς του τον διώρισεν υπάλληλον προς μετάφρασιν των τουρκικών εγγράφων, τα οποία απέλειπον εις τας ιδιοκτησίας. Μετά δε ταύτα και μετά την αναχώρησιν των εν Ναυπλίω Τούρκων, ο Γενναίος Κολοκοτρώνης, έγεινεν όργανον άλλων επιθυμούντων να εκδιώξωσιν εμέ και τον Σπυρ. Σπηλιωτόπουλον, υπασπιστήν του πατρός του, από την ανατεθείσαν εις ημάς υπηρεσίαν, και εν μια των ημερών με ετραυμάτισε δια μαχαίρας εις τον αγκώνα του αριστερού βραχίονος.

Η επιβουλή αύτη εφανερώθη κατόπιν˙ οι αδελφοί Γιατράκος Παναγιώτης και Γεώργιος κατέβαλαν πολλήν επιμέλειαν και η πληγή μου εθεραπεύθη, χωρίς να χάσω το χέρι μου. Αλλ’ έπειτα ασθένησα από τον τύφον, όστις εγεννήθη εντός του Ναυπλίου. Η επιδημία αύτη υπήρξε φοβερωτέρα εκείνης, η οποία έγινεν εις την Τριπολιτσάν, διότι εθέρισε πολλούς Έλληνας, οίτινες εμβήκαν έξωθεν και από τον καθαρόν αέρα εις το Ναύπλιον. Ούτοι άμα εισήλθον έλαβον τα φορέματα και τα άλλα πράγματα των Τούρκων και από αυτά εμολύνθησαν.

 

Η πλατεία Πλατάνου ( Συντάγματος) με το Σεράι του Μορά Πασά και το Βουλευτικό, σχέδιο σε μολύβι, L. Lange, 1834.

 

Η νόσος αύτη είχε πολλά πρωτοφανή και παράξενα συμπώματα και αποτελέσματα. Όστις κατελαμβάνετο από αυτήν ήτο αδύνατον να ζήση, και όστις έζη και διέφευγεν αυτήν, εστερείτο μιαν από τας αισθήσεις του, ή το φως του, ή την μνήμην του, ή την ακοήν.

Όταν η νόσος έφθανεν εις την ακμήν της, ο πάσχων ετρελαίνετο και η φαντασία του ανέβαινεν υψηλά. Πολλοί εκ των αρρώστων εσηκώθησαν, οι μεν την νύκτα, οι δε την ημέραν να κολυμβήσουν εις την θάλασσαν όπου και επνίγησαν, ερρίπτοντο δε εις την θάλασσαν δια να δροσισθούν, διότι η φλόγα των μέσα ήτον αθεράπευτος. Άλλοι πάλιν ενόμιζον ότι το έδαφος ήτο θάλασσα και έριπτον εαυτούς από τα παράθυρα της οικίας των κάτω εις την γήν, αφού προηγουμένως εκδύοντο και άφιναν τα ενδύματά των  δια να μη βραχούν˙ όσοι δε από το πέσιμον εσώζοντο, εγύριζαν γυμνοί εις την πόλιν, και κανείς δεν τους εσυμάζωνεν, όλος δε ο κόσμος από τον φόβον της νόσου έφευγεν.

Τινές δε εφαντάζοντο ότι ήσαν ιερείς και περιφερόμενοι μέσα εις τας οικίας των εμιμούντο τους ιερείς ιερουργούντας εις την Εκκλησίαν. Πολλοί από τους ευρεθέντας τότε εκεί Γερμανούς φιλέλληνας και νεωστί ελθόντας, δια να προσφέρωσι τον εαυτόν των θυσίαν εις την κλασικήν γην των αρχαίων Ελλήνων, – διότι και τα διαβατήριά των τοιαύτα ήσαν και ούτος έλεγον: «Θεέ, σώσον την Ελλάδα! Απέρχεται ο δείνα (ενταύθα εσημειούτο το όνομα, το επίθετον και η πατρίς του) να συναγωνισθή μετά των αδελφών Ελλήνων, ελευθερόνων την πατρίδα του Επαμινώνδα, του Θεμιστοκλή, του Περικλή και των λοιπών Ελλήνων, και τα διαβατήρια υπέγραφον τα μέλη μιας φιλελληνικής επιτροπής υπό το όνομα κομιτέ, – αυτοί όλοι εχάθηκαν οι δυστυχείς δωρεάν, διότι δεν είχον κανένα συγγενή να τους συμμαζώξη και να τους περιποιηθή, άλλως τε δεν εγνώριζον και την γλώσσαν δια να εξηγούνται.

Αν δε κανείς εξ’ αυτών είχε σώας τας φρένας και επήγαινε γυρεύοντας να εύρη νερόν, να σβύση την φωτιά η οποία μέσα του εκαίετο, καμμίαν βοήθειαν δεν εύρισκε, διότι έφευγαν οι γεροί από κοντά του δια να μη μολυνθούν, και τούτο όχι μόνον εις τους φιλέλληνας εγίνετο, αλλά και εις τους ιδίους συγγενείς των πασχόντων, οίτινες και αυτοί ακόμα τους άφιναν. Εκτός δε τούτων ούτε ιατρούς, ούτε νοσοκομείον, ούτε άλλο τίποτε μέσον θεραπείας υπήρχεν. Οι Έλληνες χωρικοί εφοβούντο να τους πλησιάσουν, όχι δια να μη μολυνθούν και πάθωσι και αυτοί, αλλά κυρίως εκ της προλήψεως ότι οι προσβαλλόμενοι από την νόσον δαιμονίζονται.

Εν τούτοις πολλοί εκ των χωρικών, οίτινες είχον έλθη δια τα λάφυρα, επήραν τα παληόρρουχα τα μολυσμένα και έφερον την αρρώστιαν εις τα χωριάν των, από την οποίαν πολλοί απέθανον. Πολύ έβλαψεν η ώρα του έτους και η θέσις της πόλεως, διότι ήτο χειμών, και έβρεχε και η υγρασία ήτο πολύ μεγάλη. Πολλά τότε συνέβησαν αλλόκοτα και παράδοξα ένεκα της νόσου, αλλά το μάλλον περιεργότερον είναι το ακόλουθον.

Όπισθεν του ναού του Αγ. Γεωργίου υπήρχον καμάραι και ερείπια οικιών, αίτινες είχον νεωστί καταπέση, και ήσαν ξύλα πολλά, τα οποία οι Έλληνες μετεχειρίζοντο δια να καίωσι φωτιάν. Δύο αρρώστων η φαντασία εσυμφώνησε να υπάγουν να κλέψουν ξύλα από τον σωρόν των ερειπίων, και αφού επήγαν εκεί επιάσθηκαν μεταξύ των, και ο ένας εμπόδιζε τον άλλον. Ο ένας από αυτούς ήτο Χίος, Τζωρτζέτος Ράλλης ονομαζόμενος, ανεψιός του μισέ Θανάση γνωστού εις το Ναύπλιον. Αυτός έζησε, διότι τον εγνώρισα εις το Ταϊγανρόκ της Ρωσσίας κατά το 1817 και τον επεριποιήθην εις την αρρώστιαν του. Εγώ ήμην 28 ημέρας άρρωστος κλεισμένος εις ένα δωμάτιον. Ο Παναγιώτης Χρυσανθόπουλος, ο μετονομασθείς Κακλαμάνος, με επεριποιήθη προς καιρόν, αλλ’ ύστερον με παρήτησε και έφυγε κρύφα.

Είχαν καρφώση τα παράθυρα και την θύραν μήπως φύγω και κρημνισθώ, υπέφερα πολύ, ελαττώθη το μνημονικόν μου και η ακοή μου, και μετά παρέλευσιν πολλού χρόνου πάλιν τα επανέκτησα. Τοιαύτη ήτον η λοιμική νόσος του Ναυπλίου εκ ταύτης δε, καθώς και εκ της προστεθείσης της Τριπολιτσάς, απέθανον περισσότεροι άνθρωποι, παρά εις τους μέχρι γενομένους πολέμους. Είπομεν ανωτέρω ότι πολλοί εκ των ευρεθέντων Γερμανών φιλελλήνων, και νεωστί ελθόντων απέθανον από την νόσον. Ούτοι σωθέντες μετά του Πέτα την ατυχή μάχην, έμειναν ως ζύμη του τακτικού, και εκείθεν ήλθαν εις το Λουτράκι και εις την Κόρινθον, έπειτα πάλιν, ως ενθυμούμαι, εβγήκαν κατά την Πιάδα και το Λιγουργιόν, και ύστερον ετοποθετήθησαν εις το Ξεροκάστελλον και εις το μοναστήριον του Αγίου Δημητρίου, και ούτω έλαβον μέρος και αυτοί εις την πολιορκίαν του Ναυπλίου.

Αν και δεν ήσαν πολλοί, διότι δεν υπερέβαινον τους διακοσίους, όμως οι άνδρες αυτοί ανέλαβον τον αγώνα να φυλάττωσιν ως σκοποί νύκτα και ημέραν.  Εστάλαξαν οι πτωχοί εις τα πόδια των, και είναι άξιοι επαίνου δια την επί ένα περίπου μήνα τοιαύτην υπηρεσίαν των, διότι ωφέλησαν την πολιορκίαν, και μάλιστα αυτοί πρώτοι των άλλων Ελλήνων κατά την άλωσιν εμβήκαν μέσα εις το Παλαμήδιον. Δεν ενθυμούμαι τα ονόματά των δια να μνημονεύσω και να πλέξω στέφανον της καρτερίας των. Και όμως μέχρι τέλους αδικήθηκαν εις την διανομήν των λαφύρων, διότι τα επήραν οι άτακτοι.

Αν έβλεπέ τις τούτο το τακτικόν σώμα πως έγεινε τότε και πως ήτον ενδεδυμένον ποτέ, δεν θα το ελησμόνει, αλλ’ ούτε ημπορεί τις να το ζωγραφήση, διότι προς τούτο θέλει όλα του κόσμου τα χρώματα. Εφόρουν παραδείγματος χάριν μπινίσια τουρκικά διαφόρων χρωμάτων και της γούνες ανάποδα και μακρόθεν εφαίνοντο ωσεί αρκούδες ή καμήλες. Εις δε τας κεφαλάς των εφόρουν καβούκια τουρκικά. Άλλοι εξ’ αυτών ήσαν ξυπόλυτοι, και άλλοι πάλιν εφόρουν κόκκινα υποδήματα και κίτρινα και μέστια γυναικεία. Πολλοί δε άλλοι είχον αντί μανδύας, παπλώματα εις την ράχιν των. Οι δε σκοποί μακρόθεν δεν διεκρίνοντο αν ήσαν άνθρωποι. Έβλεπέ τις μόνον ένα πράγμα και εμαύριζε και μόνον από την ορθήν λόγχην του όπλου εγνωρίζοντο ότι ήσαν σκοποί.

Ο δε καιρός ήτο χειμώνας και έκαμνε κρύο πολύ, και δια τούτο υπέφερον οι πτωχοί. Ο αρχηγός των και οι λοχαγοί έδειξαν μεγάλην γενναιότητα και καρτερίαν αμίμητον, και όπως η μητέρα τρέφει και περιποιείται τα παιδιά της, έτσι και αυτοί επιμελούντο τους στρατιώτας των. Είχον δε ούτοι και ολημέρα πόλεμον με την έλλειψιν των αναγκαίων μέσων, διότι έως να εύρουν το ένα, τους έλειπε το άλλο, και δια ταύτα τα αίτια και άλλα ακόμα, ποτέ εις την Ελλάδα δεν ηδυνήθη να πήξη αυτό το σώμα των τακτικών. Όλοι δε οι Γερμανοί υπήρξαν οι ειλικρινέστεροι και αφιλοκερδότατοι φίλοι της Ελλάδος, και δια τας τοιαύτας αρετάς εμάκρυνα τον λόγον περί αυτών».

   

Υποσημειώσεις

 


  

* Ο παρ’ ημίν Αρειοπαγίτης κ. Σ. Ανδρόπουλος, κάτοχος, ως γνωστόν, των πολυτίμων ανεκδότων χειρογράφων του Φωτάκου, του διατελέσαντος γραμματέως του αειμνήστου Κολοκοτρώνη, ευηρεστήθη να χορηγήση ημίν προς δημοσίευσιν το υπ’ όψιν απόσπασμα, εν ω ζωηρώς εξεικονίζεται μια θλιβερά σελίς του Εθνικού Αγώνος.

** Εις τα προεκδοθέντα απομνημονεύματά μου εντράπην ν’ αναφέρω ότι εγώ επήρα τα κλειδιά του Ναυπλίου από τον Πασάν. Αλλ’ επειδή είδον πολλούς άλλους λέγοντας ότι αυτοί τα έλαβον, και να φορτώνονται τόσα βάρη, δια τούτο και εγώ επεφάσισα να φορτωθώ ότι έπραξα κατά διαταγήν του αρχηγού μου.

 

Πηγή

 
  • Κωνσταντίνου Φ. Σκόκου, « Εθνικόν Ημερολόγιον του Έτους 1893»,  Εν Αθήναις 1893.

 


  

  

Read Full Post »

Τα Ιατρικά γιατροσόφια, Μια περιφρονημένη κατηγορία χειρογράφων.

Αγαμέμνων Τσελίκας, «Τα Ιατρικά γιατροσόφια, Μια περιφρονημένη κατηγορία χειρογράφων», Ιατρικά Βυζαντινά Χειρόγραφα, Σπουδαστήριο Ιστορίας της Ιατρικής. Ιατρική Σχολή Αθηνών, Αθήνα, 1995.

Ψηφιακές Συλλογές

Αποθήκευση Έγγραφου: Τα Ιατρικά γιατροσόφια, Μια περιφρονημένη κατηγορία χειρογράφων. 

Read Full Post »

Ιατρική στα κείμενα του Μακρυγιάννη

 


 

Παθήματα, γιατροί και γιατρικά στου Μακρυγιάννη τα γραφτά.

Σε ηλικία 23 ετών μυείται στην φιλική εταιρεία. Από τότε έλαβε μέρος σε πολλές μάχες με  αφοβία, ανδρεία, αυτοθυσία: στην μάχη του Πέτα, στην πολιορκία της Άρτας, στην μάχη για την άλωση της Υπάτης, στην μάχη της Βελίτσας, στην πολιορκία του Νεοκάστρου, στους Μύλους του Ναυπλίου, στην άλωση και την πολιορκία της Ακρόπολης και σε όλες τις μάχες που δόθηκαν στις γύρω θέσεις του στρατοπέδου του Πειραιά με τον στρατό του Κιουταχή.

Σε μερικές από τις μάχες αυτές  ο Μακρυγιάννης παρά λίγο να χάσει τη ζωή του. Τραυματίστηκε πολλές φορές  και κέρδισε πληγές που τον βασάνισαν ως στο τέλος της ζωής του.

 

Ιωάννης Μακρυγιάννης, ξυλογραφία του Α. Τάσσου.

Στην Άρτα τον έπιασαν οι Τούρκοι και τον κλείσανε στο κάστρο, εβδομήντα πέντε μέρες τον τυράννησαν με βασανιστήρια, όμως δεν μαρτύρησε το μυστικό της Φιλικής Εταιρείας. Παρά λίγο γλύτωσε το κρέμασμα. Άλλη φορά, γράφει ο ίδιος, «πήγαν να με χαλάσουνε και μ’ έβαλαν σ’ ένα μπουντρούμι κι απ’ τα χτυπήματα επρήσηκε το σώμα μου και κοντήλιασε και ήμουν εις θάνατο. Έταξα αρκετά χρήματα ενού Αρβανίτη να βγω να με ιδή γιατρός και να πάρω και γιατρικά και τα χρήματα». «Ανήρ τοιούτος δεν έμμελε ταχέως  να αποθάνη» συμπληρώνει ο Βλαχογιάννης, «τότε, και πολλάκις ύστερον, έδειξεν ότι «η ψυχή του ήτανε βαθειά».  

Σε μερικές από τις μάχες αυτές  ο Μακρυγιάννης παρά λίγο να χάσει τη ζωή του. Τραυματίστηκε πολλές φορές  και κέρδισε πληγές που τον βασάνισαν ως στο τέλος της ζωής του. Την πρώτη πληγή στη μάχη του Πέτα όπου «σκοτώθηκαν τρεις από μας και έξι πληγωμένοι. Επληγώθηκα κι εγώ ολίγον εις το δεξί ποδάρι» γράφει.

Κατά την φυγή των προσφύγων από την Άρτα, ανέλαβε να προστατεύσει τους δυστυχείς Αρτηνούς  όπου έρχονταν ξυπόλυτοι και γυμνοί και νηστικοί, τότε όπως γράφει «πούντιασα εις τον δρόμον κι από το κιντέρι μου (στεναχώρια)  αρρώστησα και πήγα να πεθάνω. Είχα πέντε γιατρούς. Άνοιξε η μύτη μου και δεν στανιάριζε, το αίμα πήγαινε  λεγένια και μόβαιναν φτήλια μέσα. Κι έκαμα εις τον κίντυνον ως το Μάρτη. Πιάστηκαν τα ποδάρια μου, δεν έβλεπα κι’ από τα μάτια. Αφού ήμουν αδύνατος πολύ και δεν μπορούσα να κινηθώ ήρθε ο αδελφός μου και με πήρε εις το Σάλωνα, σ’ ένα χωρίον ονομαζόμενον Σερνικάκι. Και εκεί αλλάζοντας τον αγέρα, ανάλαβα από αυτό και περιποίησιν συγγενική».

Η μάχη των Μύλων της Ναυπλίας. Μακρυγιάννη Ιωάννη – Ζωγράφου Παναγιώτη (Εικόνες του Αγώνος).

Τον Ιούνιο του 1825 δόθηκε η νικηφόρα μάχη στους Μύλους του Ναυπλίου, όπου αποφασιστική στάθηκε η συμμετοχή του Μακρυγιάννη  ο οποίος «έδειξε απαράμιλλα θαύματα ηρωισμού».

Εκεί όμως πυροβολώντας τον οι Τούρκοι τον λάβωσαν σοβαρά στο δεξί χέρι. Το μολύβι που τον χτύπησε ήταν μεγάλο «από μουσκέτο» «και τούφαγε» όλα τα κόκαλα. «Μόπεσε το σπαθί από το χέρι, δεν βαστιέταν το αίμα, τύλιξα το χέρι εις το πουκάμισο να μην ιδούνε οι άνθρωποι. Αφού ο πόλεμος τελείωσε με πήραν και με πήγαν εις την φρεγάδα την Γαλλική γύρευαν να με κρατήσουν μέσα εις την φρεγάδα για να με γιατρέψουν. Εγώ δεν θέλησα. Μόδεσαν οι γιατροί το χέρι». Όμως «η πληγή του χεριού μου πήγαινε κακά.  Πρήστηκε το χέρι μου και γίνη τούμπανο. Γύρευαν να μου το κόψουνε εις τον νώμον οι γιατροί, γιατί καγγραίνιασε, τριανταοχτώ μερόνυχτα δεν έκλεισα μάτι. Μ’ ετοίμασαν εις θάνατον, έφερε όλα τα σύνεργα ο γιατρός να μου το κόψη».

Γλύτωσε τον ακρωτηριασμό τότε στο Ανάπλι, γιατί όπως μας πληροφορεί στην συνέχεια, όταν πήγε ο γιατρός για να του κόψει το «τουμπανιασμένο» χέρι του, ο Μακρυγιάννης σηκώθηκε πάνω και τον κυνήγησε με το γιαταγάνι του «και γκρεμίστη κάτου από την σκάλα – ο γιατρός – και γλύτωσε, ειδέ θα τον πάστρευα».

Και έφυγε από το Ανάπλι και ήρθε στην Αθήνα, όπου βρισκόταν τότε ο φημισμένος εμπειρικός Τούρκος γιατρός, ο Χασάν Αγά Κούρταλης, γνωστός ιδιαίτερα στα στρατεύματα της Ανατολικής Ευρώπης όπου είχε δράσει. Ο Οθωμανός αυτός γιατρός είχε φθάσει στην Αθήνα, ακολουθώντας το σώμα του Ανδρούτσου.

Ο Μακρυγιάννης, που τον γνώριζε από  τον καιρό που πολεμούσε με τον Οδυσσέα στην Ρούμελη – τον είχε εμπιστοσύνη – και πράγματι πέρασε ο κίνδυνος και σε έξι μήνες μετά παντρεύτηκε την Αικατερίνη Σκουζέ. Το τσακισμένο χέρι του όμως δεν έγινε ποτέ εντελώς καλά γι’ αυτό όταν κατετάχθη στο τακτικό σώμα «εγυμνάζετο ως απλούς στρατιώτης δια ξύλινου όπλου ένεκα του τραύματός του».

Στις μάχες που έγιναν γύρω από την Ακρόπολη, τον Οκτώβριο του 1826 τραυματίστηκε σοβαρά από κάθε άλλη φορά στο κεφάλι. Να πως το περιγράφει ο ίδιος:

Με ντουφέκισαν οι Τούρκοι , τους ντουφέκισα κι εγώ εις τον σωρό.  Μου δίνουν ένα ντουφέκι και με πληγώνουν εις τον λαιμόν. Τότε έπεσα. Ο τόπος ήταν στενός, οι άνθρωποι τζακίστηκαν πατούσαν απάνου μου και διάβαιναν και, στενός ο τόπος μ’ άφάνισαν. Έβλεπαν και τα αίματα, έλπιζαν ότι είμαι σκοτωμένος».

Μα σε λίγο σηκώθηκε όρθιος και «μισοντραλισμένος» πολεμούσε με τους άλλους περισσότερο από τρεις ώρες . Οι Τούρκοι όμως όρμησαν και τον ξαναπλήγωσαν στο κεφάλι, «εις την κορφή. Γιόμωσε το σώμα μου αίμα». Οι άνθρωποι του γύρευαν να τον πάρουν μέσα στο κάστρο της Ακρόπολης, μα αυτός αρνιόταν. «Ξαναλαβώνομαι κι εγώ εις το κεφάλι πολύ κακά». Το μπάλωμα του φεσιού του έφτασε ως μέσα στα κόκαλα κι ακούμπησε «εις την πέτζα του μυαλού».

Την αυγή πιάστηκε  ο πόλεμος, τελείωσε το βράδυ. Η κατάστασή του ύστερα από τις λαβωματιές, ήταν τόσο άσχημη που ούτε ο γιατρός ο Κούρταλης δεν δεχόταν να τον «επιχειριστή» γιατί ήταν βαριά κι είχε στραγγίξει το αίμα του όλο.

Ο γιατρός τον ανέλαβε, αφού πρώτα ζήτησε υπογραφές όλων όσων βρίσκονταν μέσα στο κάστρο, που έγραφαν πως δεν θα είχε καμμία υποψία ο ίδιος, αν τελικά πέθαινε ο Μακρυγιάννης.

«Τότε με ́πιχειρίστη, κινδύνεψα να πεθάνω από τους πόνους του κεφαλιού και το πάτημα οπού μόκαναν εις το σώμα μου, στην μέση μου, κάτι μου χάλασε μέσα αυτό το πάτημα και με πάγει αίμα ως σήμερα».

Γι΄ αυτό και ο Βλαχογιάννης γράφει ότι:

«Σωματικός ο Μακρυγιάννης ήτο πλέον ανάπηρος ένεκα του πλήθους των πληγών. Αφ’ ης ημέρας έλαβεν επί της κεφαλής  τα βαρέα τραύματα πολέμων υπέρ της Ακροπόλεως, μέχρι τέλους το 1832 τρις και τετράκις είχεν ασθενήση σοβαρώς. Εν Πειραιεί εμάχετο έχων όλον σχεδόν το σώμα εντός επιδέσμων. Η κεφαλή, η δεξιά χείρ και η οσφύς ήταν συντετριμμέναι, υπέφερε λίαν επί της φλογώσεως των πληγών».

Οι πληγές αυτές αφόρμιζαν κάθε τόσο. «Τα τραύματά του, τα αενάως φλέγοντα και στάζοντα ήσαν προς αυτόν η τραγικώς συμβολική εικών των αστείρευτων τραυμάτων της πατρίδος».

Από σχετικά ιατρικά πιστοποιητικά περιόδου 1835 – 1838 παρουσιάζουμε αποσπάσματα για την κατάσταση του Μακρυγιάννη:

«Επί του μετωπικού και του κατ’ ινίου οστού παρατηρούνται κοιλότητες άνευ σχεδόν οστών… Τοιαύτα τραύματα παράγουσι, ζάλας, συμφορήσεις, διαρκείς κεφαλαλγίας, Δρ. Λιντερμάουερ, βασιλικός ελληνικός αρχίατρος.

«Οι υποφαινόμενοι ιατροί  επισκεφθέντες των στρατηγόν Μακρυγιάννη πάσχοντα από φλεγμονών πρώτον του βραχίονος εκ των παλαιών τραυμάτων και εις εμπτύωσιν αποσταθείσαν και  ύστερον από σποραδική χολέραν, από την οποίαν μόλις δια της Ιατρικής τέχνης εσώθη, πιστοποιούμεν ότι δεν δύναται να υποφέρη κακουχίας και κόπους και να είναι μακράν ιατρικής βοηθείας». Δημ. Μαυροκορδάτος, καθηγητής, γιατρός Ν. Κωστής.

Επειδή ο Μακρυγιάννης ήταν ο εμπνευστής και βασικός εμψυχωτής της Επανάστασης της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, που ανάγκασε τον Όθωνα να παραχωρήσει Σύνταγμα, έπεσε στη δυσμένεια της μοναρχίας.

Τον Απρίλιο του 1851 με το συκοφαντικό αιτιολογικό ότι οργάνωσε συνωμοσία εναντίον του Όθωνα ετέθη σε κατ’ οίκον περιορισμό. Τον Δεκαπενταύγουστο μεταφέρεται άρρωστος στις φυλακές του Μεντρεσέ «και τον ραπίσανε, τον προπηλακίσανε, και τον κρίνουνε σε μια δίκη που ήταν μεγάλη αδιαντροπιά» γράφει ο Σεφέρης. 

Να τι έστειλε διαμαρτυρόμενος στις εφημερίδες  ο ίδιος ο Μακρυγιάννης – καμία όμως δεν τόλμησε να δημοσίευση τη διαμαρτυρία του αυτή.

«Πότε ακούσατε ότι είμαι θηρίον εις την κοινωνίαν; Πότε έβλαψα την πατρίδα; Έχω δυο πληγάς εις την κεφαλήν, άλλην εις τον λαιμόν, άλλην εις την χείραν, ήτις ως εκ τούτου δεν έχει κόκαλα, άλλην εις την πόδα και άλλην εις την γαστέρα, και είμαι ζωσμένος με τα σίδερα και φυλάττω τα έντερα εντός αυτής. Αυτάς τας πληγάς τας έλαβον δια την πατρίδα, και όταν αλλάξη ο καιρός, οι δριμύτατοι πόνοι με καθιστώσι παράφρονα».

Μακρυγιάννης - Λιθογραφία του Karl Krazeisen

Μετά από λίγες ημέρες τον μεταφέρουν από τις φυλακές στο απομονωτήριο του Στρατιωτικού Νοσοκομείου. «Αφού προηγουμένως ο μοίραρχος Πτολεμαίος τον ερράπισε, τον ωδήγησε πεζή χλευαζόμενον και ωθούμενον δια των υποκοπάνων υπό των στρατιωτών εις το Νοσοκομείον, όπου εφυλάκισεν εις στενόν και άθλιον δωμάτιον. Εν αυτώ μένων έπασχεν ο Μακρυγιάννης υπό της υγρασίας και δυσωδίας».

Τον Μάρτιο του 1853 καταδικάστηκε από το Στρατοδικείο σε θάνατο «ένοχος εσχάτης προδοσίας». Από το δικαστήριο οδηγήθηκε στην φυλακή πάλι μέσα στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο. Μιλώντας για την παραμονή του εκεί ο γιατρός Γούδας είπε ότι «Ο Μακρυγιάννης ετάφη ζών».

Ο αρχίατρος Τράϊμπερ που τον επισκέφθηκε γράφει πως το δωμάτιο του ήταν «δωσωδέστατον και ρυπαρότατον». Η ποινή του θανάτου μετεβλήθη και  το Σεπτέμβριο της άλλης χρονιάς, 1854, αποφυλακίστηκε.

Όμως η διαμονή του στη φυλακή και νέες αρρώστιες  – κήλη και προστάτης – τον είχαν εξαντλήσει σωματικώς. Παρ’ όλα αυτά «δεν έχασε , ψηλός και λεπτός ως ήτο, τον αέρα της λεβεντιάς της ουδέποτε γηρασκούσης, αλλά θαλούσης πάντοτε».

Παρά την αποφυλάκισή του δεν έλειψαν οι εναντίον του ενοχλήσεις. Να τι γράφει το 1859.

«Αφού με λευτέρωσαν και πήγα εις το χαλασμένο μου σπίτι… μ’ ανάδωσαν οι πληγές την μια Λαμπρή επέρσι και την Λαμπρή όπου πέρασε… πήγα εις την σπηλιά οπούνε εις το περιβόλι μου να ξανασάνω και με το στανιό και ακουμπώντα με το ξύλο έσωσα εκεί, μου ρίχνουν πέτρες και με χτυπούν και μαγαρισιές ανθρώπινες πάνω μου «Φάγε αυτές Στρατηγέ Μακρυγιάννη, να χορτάσης, οπούθελες να κάμης σύνταγμα». Και μ’ ανοίγουν τόσες νέες πληγές από τα χτυπήματα κι από τα αγκυλώματα, και με πάγει ως την σήμερον το όμπυον, και το αίμα από μπροστά και από πίσω, εσάπισα, εσκουλίκιασα. Κι ανήμερα με χτύπησαν πολύ, έμεινα νεκρός, δεν στανόμου ζωντανός είμαι η πεθαμένος »  

Στις 27 Απριλίου 1864 πέθανε «εξ υπερβαλούσης σωματικής εξαντλήσεως». Στον επικήδειο του λόγο ο ιατρός Αναστάσιος Γούδας είπε:

«Αποκαλύψατε την κεφαλήν και θέλετε εύρη του δεξιού μετώπου εν πολύτιμον παράσημον μίαν ουλήν και υπ’ αυτήν κάταγμα μετ’ εισθλάσεως, αποκαλύψατε τον τράχηλον και θέλετε εύρη πολυτιμότερον παράσημον, σφαίραν εχθρικήν εγκυστωμένην και άχρι της σήμερον εις τας σάρκας του στρατηγού. Αποκαλύψατε το στήθος και θέλετε ιδή δια μιας τρία συνάμα έτι  πολυτιμότερα παράσημα, τρεις μεγάλας ουλάς.

Αποκαλύψατε τον αριστερόν βραχίονα και θέλετε εύρη το μέγιστον ίσως των παρασήμων, απηρχαιωμένον κάταγμα μετά τινός δυσφορίας. Αποκαλύψατε τον δεξιόν μηρόν και επ’ αυτού θέλετε εύρη παράσημον πολυτιμότερον πάσης οιασδήποτε ταινίας, μίαν τεράστιαν ουλήν. Αι πληγαί συχνά ηνοίγοντο αιμορροούσαι. Ο εξ αυτών πυρετός κατεβίβρωσκεν αυτόν: Η ζωή αυτού διήρχετο σχεδόν επί της κλίνης. Βαρείαι νόσοι επήρχοντο, η δε ανάρρωσις εγίνετο βραδυτάτη.

Ταύτα ήσαν τα αγαθά ων έλαχεν ο Μακρυγιάννης  ως αμοιβής των υπέρ της πατρίδος  εξόχων υπηρεσιών αυτού. Πληγαί και ασθαίνειαι πολυώδυνοι, και μετ’ αυτών πενία δυσθεράπευτος ομοίως ως εκείναι».

Στα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη διαβάζουμε επίσης για τον θάνατο του Γκούρα  κατά την πολιορκία της Ακροπόλεως όταν «εις απάνου εις την φωτιάν τον βάρεσαν εις τον αμήλιγγα και δεν μίλησε τελείως». Επίσης για τον θάνατο του Καραϊσκάκη, στο Φάληρο.

Προηγουμένως ο Μακρυγιάννης περιγράφει πως ταμπούρια μέσα στα βαλτόνερα «ήμαστε μέσα εις το νερό νύχτα και ημέρα. Μίαν βραδειά  έβρεξε και γιόμωσε το καμίνι εις το νερόν κι από αυτό, όπου ήμουν αδύνατος μ’ έπιασε μια στένωση σαν χτικιόν (πιθανόν από βρογχόσπασμο, δύσπνοια).

Ο Καραϊσκάκης τραυματισμένος «ήταν βαρεμένος εις τ’ ασκέλι παραπάνου εις τα φτενά …Μας είπε με χωρατά. Εγώ θα πεθάνω όμως εσείς να είστε μονιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα. Την νύχτα τελείωσε και τον πήγαν εις την Κούλουρη και τον τάφιασαν».

Ακόμη έχουμε στα απομνημονεύματα την περιγραφή ενός πολύ γενναίου περιστατικού που έχει ιατρικό ενδιαφέρον:

«Ένας ατρόμητος άντρας από τους Κολοβάτες (είναι του Σαλώνου χωριόν), τον λέμε Μήτρο Καθάριον (αλήθεια καθάριος κι’ ατίμητος είναι), αφού τζακιστήκαμε στη χώρα και τραβηχτήκαμε εις το ψήλωμα, οι ειδικοί μας όλοι κ’ εμείς φκειάσαμε ταμπούρι και πολεμούσαμε. Αυτός ο δυστυχής ήταν μέσα εις την χώρα σε σπίτι  μπασμένος. Αφού φύγαμε εμείς, αυτός έμεινες μόνος του. Του ρίχτηκαν οι Τούρκοι απάνου του, παίρνει ένα γιαταγάνι τούρκικον και σκοτώνει τέσσερους , κι εκεί οπού τον πολεμούσαν του δίνουν μίαν μαχαιριά εις την κοιλιά και σκοτώνει τον Τούρκον και με το μαχαίρι εις την κοιλιάν ήρθε εκεί οπού είμαστε εμείς, εις το ταμπούρι. Και δεν του πειράξαμεν το μαχαίρι, με τούτο εις την κοιλιά τον πήγαμε εκεί οπούταν οι ειδικοί μας και ήταν ο γιατρός , και τόβγαλε το μαχαίρι και με των μερμήγκων τα κεφάλια τόρραψε την κοιλιά. Και τράβηξε ο καϊμένος ένα χρόνον να γιατρευθή. Γέρευε και πάλι ξηλωνέταν, κι  έβγαιναν οι κοπριές από την κοιλία οπούταν η πληγή. Και ζή τώρα και δεν έχει ψωμί να φάγη».

Ο Βλαχογιάννης επεξηγώντας τη ραφή των τραυμάτων «δια κεφάλων μυρμήγκων» γράφει: έβαζαν μεγάλα μυρμήγκια να δαγκώσουν τα χείλη του τραύματος και μόλις αυτά κλείναν τα σαγόνια τους τα αποκεφάλιζαν. Κόβοντας το σώμα τους δηλαδή, αμέσως, έμενε το κεφάλι τους που σχημάτιζε έτσι «βελονιά ικανώς ισχυράν. Η δια κεφαλών μυρμήγκων ραφή των τραυμάτων υπάρχει και παρ’ αγρίοις λαοίς».

Το 1851 ο Μακρυγιάννης άρχισε να γράφει ένα άλλο έργο που ονομάστηκε «Οράματα και Θάματα«. Εδώ αφηγείται θαύματα που συνέβησαν στον ίδιο, σε δικούς του και στην πατρίδα.

«Τα 1837 γράφει μου άνοιξαν οι πληγές του σώματός μου και έκανα  αστενής τέσσερους μήνες. Είχα οχτώ γιατρούς, τέλος σώθηκαν οι ελπίδες και από μέναν και απ’ όλους τους γιατρούς…»

Από τους γιατρούς αυτούς που έκαμαν ό,τι μπορούσαν και ό,τι επέβαλε η επιστήμη τους και η εμπειρία τους, – επιστήμονες και εμπειρικούς – γνωστοί είναι: ο συγγενής του οικογενειακός γιατρός Αλέξανδρος, ο Πέτρος Ηπίτης , που είχε χρηματίσει και γιατρός του Υψηλάντη, ο ιατροχειρούργος   Άγγελος Οικονόμου από το Δίστομο, ο Αναστάσιος Γούδας, ο αρχίατρος Δρ. Α. Λιντερμπάουερ, ο Αν. Γεωργιάδης Λευκίας, ο Ι. Βούρος, ο Δ. Μαυροκορδάτος, ο Χασάν αγάς Κούρταλης.

Τη βελτίωση της υγείας του την αποδίδει στον Θεό «τον αληθόν γιατρόν» όπως γράφει. Και συνεχίζει:

«Τους γιατρούς τους πλερώνομεν  τον καθένα από ‘να και από δύο τάλιρα την βίζιτα, και δεν μας γιατρεύουν, μας αποφασίζουν εις θάνατον. Αυτός ο γιατρός οπού μας ανασταίνει και μας διατηρεί, δεν του δίνομεν πλερωμήν, να μην το δοξάσουμε και τον ευχαριστήσομεν;».

Η γνώμη του για τους γιατρούς της εποχής του, που όχι δεν γιάτρευαν τον άρρωστο, αν και πληρωνόνταν ακριβά, αλλά και τον είχαν ξεγραμμένο έχει βέβαια κάποια δόση υπερβολής, γράφει ο Άγγελος Παπακώστας. Όμως ο Μακρυγιάννης είχε πάθει πολλά. Οι γιατροί του Ναυπλίου όχι μόνο του αφαίρεσαν δυο πλευρές άσκοπα, αλλά και σκόπευαν να του κόψουν το χέρι, μετά την μάχη στους Μύλους.

Περιγράφει ακόμη θαυματουργική ίαση της γυναίκας του που «σάπισαν τα στήθη της την πονούσαν, οπού δεν κοιμόταν νύχτα και ημέρα.

Αδυνάτισε πολύ από τα αίματα, από πλήθος αβλέλλες και γλιστήρια (κλύσματα) και γιατρικά, πλέον φρένιασε». Όμως έγινε καλά η «χιλιδόνα του» ( η γυναίκα του) και «δεν έμειναν ορφανά τόσα αδύνατα χιλιδονάκια». Σημειώνουμε πως είχε συνολικά δώδεκα παιδιά από τα οποία σε μικρή ηλικία πέθαναν τα έξι.

Αναφέρεται και σε θαυματουργική θεραπεία από τη Μεγαλόχαρη ενός παιδιού του  «που έβγαλε το τρικούκουλο (δοθιήνες) και του άνοιξαν σε όλο του το σώμα είκοσι πέντε τρύπες και δεν μπόρεσαν να το γιατρέψουν όλ’ οι ιατροί της Αθήνας και απ’ όξω άλλοι πραχτικοί».

Αναφέρεται ακόμη σ’ ενός αγωνιστού παιδί «που όταν σκοτώθη ο πατέρας του ετρελάθη  ξέκλαγε (ξέσχιζε) τα σκουτιά του μνήσκει έτσι καθώς γεννήθη, κατάντησε να μην ζυγώνει ο άνθρωπος πλησίον του, τον είχαν δεμένο ως οχτώ μήνες, όπου ήταν και ποδάρια και χέρια πιασμένα».

Αυτό το παιδί το έστειλε με την μητέρα του και την αδελφή του στην Βαγγελίστρα της Τήνου και «ξημερώνοντας της χάρης της πάγει μια κοκκινοφόρα και το έλυσε και τότε αισθάνθη ο άνθρωπος σε τι κατάσταση ήτον, και ήβρε τα σκουτιά του μόνος του, και πήγε εις την Εκκλησίαν και θιάμαξε ο κόσμος όλος» 

Σ’ αυτό το βιβλίο περιγράφει και πάλι την μάχη στην Ακρόπολη «Όταν επληγώθηκα εις το κάστρος των Αθηνών, μίαν ημέρα πήρα τρεις πληγές. Τότε  οι άνθρωποι έλπιζαν οτ’ είμαι τελειωμένος και πατούσαν απάνω μου. Οι πληγές κι αυτό το πάτημα, ήρθα εις τον θάνατο… αυτό το μέρος εις την κοιλιάν μου έκανε ένα σύνασμα αίμα, σαν λάσπη του βαενιού.

Όταν βγήκα έξω, μετά καιρό,  εις τ’ Ανάπλι μου είχε γένει έν’ απόστημα και μια πέτρα. Μαζώχτηκαν γιατροί από τα καράβια τα  ξένα και οι ντόπιοι και μου διόρισαν μια κούρα με μαλαχτικά, με αβδέλες και άλλα μπάνια. Τέσσερους μήνες, διαλύθη αυτό. Από τότε εις τα 1849, (δηλαδή 23 χρόνια μετά), με ήβρε το ίδιον. Αίμα και συγχρόνως αδύνατος ο τόπος εκεί. Μιαν ημέρα έκανα τις μετάνοιές μου, αισθάνθηκα πόνο, βγαίνει και το ξίγκι μου (κήλη). Πλακώσανε οι γιατροί, μου το «δεσαν καλά». 

Ο Μακρυγιάννης δεν υπέφερε μόνο από «τις αστένειές του» αλλά και από τις συνέπειες τις πολεμικής του κατά της αδικίας και ιδιοτέλειας ορισμένων φορέων της  εξουσίας που άφηναν τους αγωνιστές που είχαν θυσιάσει τα πάντα για  την ελευθερία «να διακονεύσουν και να ταλαιπωρούνται ξιπόλητοι, γυμνοί, νηστικοί στα σοκάκια εκείνης της ματοκυλισμένης πατρίδος» αντίθετα με άλλους που «βάνοντας την αρετή στα σίδερα, γύμνωσαν τον τόπο με το πλιάτσικο».

Τελειώνοντας, μια συγκινητική εικόνα που δείχνει το ψυχικό του μεγαλείο. Μετά την καταδικαστική απόφαση σε θάνατο από το δικαστήριο οδηγήθηκε από τους χωροφύλακες στη φυλακή του Στρατιωτικού Νοσοκομείου.

Τότε, όπως γράφει η εφημερίδα Αιών στις 13/3/1853 «διερχόμενος όπισθεν της Ακροπόλεως και ιδών την θέσιν όπου άλλοτε επληγώθη πολεμών υπέρ της πατρίδος κατά των τυράννων αυτής, ήρξατο άδων αρματολικόν τραγούδιον ηρωϊκόν μετά καρδίας γενναίας, δια φωνής καθαράς και ατρόμου, συγκινήσας τους ακούοντας μέχρι δακρύων».

Μια από τις χάρες του Μακρυγιάννη έγραφε ο Γ. Σεφέρης, είναι το συναίσθημα πως έχουμε στο πλάι μας έναν οδηγό – τόσο ανθρώπινο – που είναι στο μέτρο των πραγμάτων και των όντων.

  

Γιάννης Πατσώνης,

Παιδίατρος

© Ιατρικά Θέματα, Τριμηνιαία έκδοση του Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, τεύχος 33, 2005.

 

Πήγες  

 


  • Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα, (εκδόσεις Γαλαξίας Δωρικός, Ζαχαρόπουλος, Μέλισσα (εισαγωγή Σπύρου Ασδραχά), Μπάϋρον.
  • Γ. Σεφέρης: Δοκιμές (ένας Έλληνας: Ο Μακρυγιάννης). 
  • Δ. Σταμέλος:» Μακρυγιάννης – Το χρονικό μιας εποπιοΐας», Εστία.
  • Γ. Μαρρές: Μακρυγιάννης  – ένας γενναίος πατριδοφύλακας, Καλέντης.
  • Μακρυγιάννη: Οράματα και Θάματα (Μορφωτικό ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης).
  • Τετράδια ευθύνης: για τον Μακρυγιάννη. 

 

Σχετικά θέματα:

Read Full Post »

Λαϊκή Ιατρική στο Κρανίδι Αργολίδας

 

 

Τις αρρώστιες τις έστελνε ο Θεός κι ανάβανε τα καντήλια, για να τους κάνει καλά. Και περνούσανε κατ’ απ’ τον Επιτάφιο οι άρρωστοι και τα μικρά, για υγεία. Παίρνανε και λουλούδια και κεριά απ’ τον Επιτάφιο. Τα κεριά τ’ ανάβανε όταν βρόνταγε και άστραφτε και στο καράβι, αν έχει τρικυμία. Τα λουλούδια τα καίγανε και λιβανίζανε τον ματιασμένο και το πρόσωπο, όταν πρηζότανε. Λέγανε τότε ότι είχε ανεμοπύρωμα, κι αυτό ήτανε αγερικό. Τ’ ανεμοπύρωμα το στέλνανε οι νεράιδες.

Παλιά, όσους είχανε ευλογιά, τους κλείνανε στα σπίτια και δεν αφήνανε κανένα να τους δει. Απ’ τα παράθυρα τους δίνανε ψωμί, φαΐ και μετά τους επήγανε στον Προφήτη Ελισσαίο, ένα ερημοκκλήσι έξω και τους κλείσανε μέσα. Κι ήσανε ‘κει οι συγγενείς και τους περιποιούσανε, αλλά για λίγο καιρό. Μετά είπανε ότι ο Προφήτης Ελισσαίος έδιωξε την αρρώστια.

Όταν ένα μωρό είχε σιδρωστιές από κάτω στον λαιμό, γιατί με το σήκωμα τ’ απότομο του ‘πεφταν οι σιδρωστιές κι έκλαιγε πολύ το παιδί, το ‘παιρνε μια πραχτική, του σταύρωνε τα χέρια πίσω, τα πόδια, και το κυλούσε στο κρεβάτι, το τύλιγε με φασκιά και γινότανε καλά.

Βότανα βράζουνε μέχρι τώρα. Είν’ ένας απ’ την Τσακωνιά που τα κάνει αυτά. Και χέρια, πόδια, που σπάζουνε, τα δένει με μαλλί άπλυτο, με χαρτόνι, δεν βάζει γύψο και πιάνει το κόκαλο. Πολλοί εδώ δεν θέλουνε τους γιατρούς. Να, η μάνα μου, που ‘σπασε το πόδι της και δεν ήθελε να πάει σε γιατρό. Πήγε σε πραχτικό. Κι αυτός βράζει διάφορα βότανα.

 

Παλιά, παθαίνανε πολύ κοιλιακά, δηλητηρίαση. Και πέθαιναν από τους πόνους στην κοιλιά. Και πίνανε πολύ χαμόμηλο τότε. Βράζανε και χαμομήλι με λάδι, το σουρώνανε και το είχανε για εντριβή, που πιανόντουσαν που σηκώνανε τα βαρέλια στην πλάτη και φέρνανε νερό. Όταν κρυολογούσανε, βάζανε καταπλάσματα από πίτουρο.

Στις αμυγδαλές, όταν αρρώσταινε κανένας, βάζανε ζάχαρη, σ’ ένα μαντίλι, του ανοίγανε το στόμα και βάζανε το μαντίλι εκεί μέσα, το πιέζανε με τα δάχτυλα, έσκαζαν οι αμυγδαλές κι έβγαινε το πύον. Ήσανε κάτι ειδικές γι’ αυτό, που ξέρανε. Όταν πρηζόντουσαν, φωνά­ζανε τον παπά για να τους περάσει ευχή και να ξορκίσει το κακό, γιατί το πρήξιμο το λέγανε δαιμονικό. Κι έψελνε ο παπάς ευχέλαιο, περ­νούσε ευχή κι ακουμπούσε τον σταυρό πάνω στο κεφάλι. Μάγια, ξόρκια δεν κάνανε.

Είχανε τα βότανα απ’ το βουνό· τη ρίγανη, ας πούμε, τη μολόχα. Παίρνανε απ’ την τριανταφυλλιά την απριλιάτικη τα φύλλα του λου­λουδιού, τα ξεραίνανε, τ’ ανακατεύανε με μολόχα κι όταν το ‘βραζες, αυτό ήτανε ευκοίλιο.

Τα φάρμακα τους, παλιά, ήσανε οινόπνευμα και καμιά πλακίτσα καμφορά.

Είχανε και βεντούζες. Ήσανε ποτήρια του κρασιού, ή, παλαιά, κάτι φούσκες και βάζαν’ ένα δίφραγκο· παλιά, το λέγανε δεκάρα. Κι είχανε πανί ψιλό, τουλουπάνι, βάζανε μέσα το δίφραγκο, το σουρώνανε και το δένανε με κλωστή κι απάνου αφήνανε μια φουντίτσα. Και το κόβανε κι αφήνανε τη φουντίτσα και την ανάβανε, το βά­ζανε στο κρέας του ανθρώπου, έσβηνε και σήκωνε τη φουσκάλα. Κάνανε και έμπλαστρα. Βάζανε χαρτί μπλε, έπαιρναν απ’ τον πεύκο ρετσίνι και το ραντίζανε με τουλπάνι και το κολλάγανε πάνω στο κρέας.

Όταν πονούσε η κοιλιά, λέγανε ότι είχε ξεστρίψει ο αφαλός, γι’ αυτό είχε μεγάλο πόνο. Και πήγαιναν κάποιοι ειδικοί και τον γυρίζανε με το δάχτυλο. Άμα γινότανε απόστεμα, δεν τ’ ανοίγανε μόνοι τους. Όλο με ζεστά, με καταπλάσματα, με λιναρόσπορο. Με τα ζε­στά, ή διέλυε ή άνοιγε και έβγαιναν κάτι ξερά, μαύρες τα λέγανε.

 

Όταν πρηζόντουσαν κάτω απ’ το λαιμό, βάζανε κατάπλασμα. Κρεμμύδι ψητό, το λιώνανε με αλάτι, βάζανε και λουκούμι, και άνοι­γε. Είχανε και τσιρέτο. Άμα βγάζανε το κακό σπυρί, πεθαίνανε. Άμα βγάζανε καλόγερο, βάζανε μαλαχτικα, ζεστά. Ζεστά πίνανε για τον βήχα. Για την ελονοσία, τις θέρμες που λέμε, είχανε κινίνο. Και μερικοί που ξέρανε, φτιάνανε ένα πράμα σαν μελάνι. Κι ο πατέρας μου είχε ελονοσία κι είχε πάρει τέτοιο μελάνι και του είχε γίνει μέσα το στόμα κατάμαυρο. Η επιληψία δεν έφευγε. Όταν τον έπιανε τον άνθρωπο, του τρίβανε τα χέρια, το κεφάλι. Για τη χρυσή, ήτανε μια ‘δω πέρα που ήξερε. Έκοβε ένα κομματά­κι κρέας από τα χείλη, από μέσα, και τους έδινε κάτι χαπάκια κίτρι­να, που τα ‘φτιανε μόνη της, και περνούσε η χρυσή. Όταν έπιανε η ιλαρά τα παιδιά, όλο γλυκά τους δίνανε. Στις μαγουλάδες βάζανε ‘κει που ‘χε πρηστεί ζεστά και μετά τ’ αλείφανε με κατράμι και το μαυρίζανε για να ψοφήσει ο πόνος. Όταν είχανε κοκκύτη, τους δίνανε ζεστά και τα πηγαίνανε στη θάλασσα για να φύγει. Κι άμα μπορούσανε και κάνανε ένα ταξιδάκι με καραβάκι, ακόμα καλύτερα.

Άμα πονούσε το αυτί, ρίχνανε μια σταγόνα λάδι απ’ το καντήλι ή κανένα κεροπάνι. Είναι πανί άσπρο, το βουτούσανε στο κερί, στέγνωνε, το κάνανε σαν χωνί και βάζανε το φαρδύ μέρος στο αυτί και ανάβανε τη μύτη του χωνιού. Κι από τη ζεστασιά, ή θα ‘σκαζε τ’ αυ­τί ή θα ξεθύμαινε και θα γινότανε καλά σιγά σιγά. Οι άρρωστοι τρώγανε καμιά σούπα, καμιά χυλοπίτα, γάλα απ’ τα ζωντανά· δεν είχανε και πολλά πράματα τότε. Στα μωρά, άμα δεν κοιμόντουσαν, πολλοί τους δίνανε κούπζες, δηλαδή αυτό τ’ αφιόνι από τις παπαρούνες· το βράζανε και τους το δίνανε με ζάχαρη. Αλλά και πολλοί φοβόντουσαν και δεν τους δίνα­νε.

 

Κτηνιατρική

 

 

Από ζώα, δώθε, πιο πολύ, είχανε άλογα. Κι όταν τα ‘πιανε η κοιλιά, τα φέρνανε στην εκκλησία απέξω και τα φέρνανε τρεις φορές γύ­ρω. Στον Άη Γιώργη, γιατ’ ήτανε κι αυτός καβαλάρης. Και τους βά­ζανε τηγάνια ζεστά στην κοιλιά ή τους ανάβανε φωτιά από κάτου. Κι όταν τα έπιανε ξεροσαγκαή ή αμυγδαλές, βράζανε κριθάρι, κι όπως ήτανε ζεστό, τους το βάζανε σ’ ένα ντορβά και τους το κρεμάγανε στο λαιμό και τους πήγαινε το άχνος, έσπαγαν οι αμυγδαλές κι έβγαζαν, όπως ο άνθρωπος, βρόμες. Κι όταν τους πονούσε η κοιλιά, τα τρέχα­νε.

Οι κότες, άμα δεν πίνανε νερό, βγάζανε την πιπίτα (=κόρυζα). Κι αυτό, όταν διψάνε πολύ οι άνθρωποι, το λένε: «Θα βγάλω την πιπί­τα». Και βγάζανε οι κότες ένα κοκαλάκι στη γλώσσα. Ήσανε κάτι ειδικοί και πηγαίνανε, τους ανοίγανε το στόμα και τους το βγάζανε.

Πιάνανε και ψείρες, τις κοτόψειρες, και ξυνόντουσαν, αλλά αυ­τές δεν έρχονται στον άνθρωπο. Παθαίνανε και τη χολέρα που λέμε και μαραζώνουν, μαυρίζει το λειρί και ψοφάνε. Αυτό είναι κολλητι­κό και μπορούσες να χάσεις σε μια βδομάδα, ξέρω ‘γω, τριάντα κό­τες, γιατί δε μπορούσες να κάνεις τίποτε. Βγάζανε τις άρρωστες απ’ το κοτέτσι και τις δένανε κάπου μακριά, για να μη μολύνουν τις άλ­λες.

Οι γίδες παθαίνανε κλαμπάτσα και πρηζόντουσαν οι κοιλιές τους.

 

Μαρτυρίες

Μαρία Μανιάτη, ετών 55, απόφοιτη Δημοτικού.

Ελένη Μανιάτη, ετών 84, απόφοιτη Τρίτης Δημοτικού.

 

Πηγή

 

  • Σοφία Π. Λεπτοπούλου, «Λαογραφικά από το Κρανίδι», Εκδόσεις, Δήμου Κρανιδίου, 2001.  

 

 

Read Full Post »