Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Σωκράτης’

Ερωτικά ήθη και σεξουαλικές συμπεριφορές στην Αρχαία Ελλάδα- Βασίλειος Π. Βερτουδάκης


 

Το θέμα της εισήγησής μου είναι ο έρωτας και οι εκδηλώσεις του στην ελληνική αρχαιότητα. Σκέφτηκα, αντί άλλης εισαγωγής, να σας βάλω στο θέμα αφηγούμενός σας ένα μύθο. Πρόκειται για το μύθο του Αριστοφάνη στο Συμπόσιον του Πλάτωνα.

 

Ο μύθος του Αριστοφάνη

 

Το Συμπόσιο, ένας από τους πιο φιλοσοφικούς αλλά συνάμα και πιο χαρίεις και πνευματώδεις διαλόγους του Πλάτωνα, είναι το κατ’ εξοχήν ερωτικό έργο του φιλοσόφου. Άλλωστε ο εναλλακτικός του τίτλος είναι Περί Έρωτος ηθικός. Στο Συμπόσιο λοιπόν λαμβάνουν μέρος ο Σωκράτης, βεβαίως, μόνιμος πρωταγωνιστής στους διαλόγους του Πλάτωνα, και μια ομάδα εκλεκτών Αθηναίων που συναντιούνται στο σπίτι του τραγικού ποιητή Αγάθωνα για να εορτάσουν την πρώτη του νίκη σε δραματικούς αγώνες. Το περιεχόμενο του διαλόγου είναι η φύση του Έρωτα. Κάθε συνδαιτυμόνας παίρνει με τη σειρά του το λόγο για να εκθέσει τις απόψεις του για το θέμα. Τελευταίος θα μιλήσει ο πιο ειδήμων περί τα ερωτικά, ο δαιμόνιος εραστής, ο Σωκράτης. Ανάμεσα στους συμποσιαστές είναι και ο Αριστοφάνης, ο γνωστός κωμικός ποιητής. Κάποτε έρχεται και η δική του σειρά να μιλήσει. Μάλιστα ο Πλάτων συνδέει την έναρξη της ομιλίας του Αριστοφάνη με ένα ευτράπελο επεισόδιο. Ο Αριστοφάνης από το πολύ φαγητό παθαίνει λόξυγκα, στρέφεται στον γιατρό της παρέας, τον Ερυξίμαχο, για να του προτείνει τρόπους θεραπείας, αυτός το κάνει, και ο Αριστοφάνης παίρνει μετά από λίγο ξανά το λόγο απελευθερωμένος από τον λόξυγκα.

 

Το συμπόσιο του Πλάτωνα, έργο του Γερμανού ζωγράφου Άνσελμ Φόιερμπαχ (Anselm Feuerbach, 1829-1880). Alte Nationalgalerie (Old National Gallery), Βερολίνο.

 

Ο κωμικός ποιητής αρχίζει με την περιγραφή της αρχέγονης ανθρώπινης φύσης. Στην αρχή, λέει, ο άνθρωπος ήταν ένα ον με σχήμα σφαιρικό, με τέσσερα χέρια, τέσσερα πόδια και δύο πρόσωπα που κοίταζαν προς αντίθετες κατευθύνσεις, αλλά ενωμένα στην κορυφή σχημάτιζαν το κεφάλι. Τα φύλα αυτών των παράξενων όντων δεν ήταν δύο, όπως σήμερα, αλλά τρία: Το ένα είναι διπλά αρσενικό, το άλλο διπλά θηλυκό και το τρίτο ερμαφρόδιτο. Το πρώτο, το αρσενικό, ήταν, λέει, γέννημα του Ήλιου, το θηλυκό ήταν γέννημα της Γης και το τρίτο της Σελήνης, γιατί και η Σελήνη μετέχει και των δύο: είναι και αστέρι και γη. Τα σφαιροειδή αυτά πλάσματα με τα διπλά πρόσωπα και τα διπλά γεννητικά όργανα, αρσενικά, θηλυκά και ερμαφρόδιτα πηγαίνουν σαν τροχός με τα οκτώ τους άκρα και κάνουν τούμπες στον αέρα σαν ακροβάτες. Επειδή όμως τα φοβερά αυτά τέρατα είχαν μεγάλη δύναμη και αλαζονεία, τα έβαλαν με τους θεούς. Ο Δίας συγκαλεί εκτάκτως συμβούλιο των θεών για να αντιμετωπίσει την κατάσταση και αποφασίζεται να κόψει ο ίδιος με χειρουργική ακρίβεια τα όντα αυτά στα δύο, από πάνω ως κάτω.

Από τότε ο άνθρωπος αποτελεί μόνο το ήμισυ ενός ολόκληρου όντος. Και κάθε τέτοιο ήμισυ περιφέρεται με την παθιασμένη επιθυμία να ξαναβρεί το συμπλήρωμά του. «Έρωτα» λοιπόν ονομάζουμε αυτόν τον πόθο συνένωσης με το χαμένο ήμισυ του αρχικού εαυτού μας. Και κανένας δεν μπορεί να βρει την ευτυχία όσο ο πόθος αυτός μένει ανεκπλήρωτος. Επομένως, ο δεσμός του άνδρα και της γυναίκας αποτελεί την εκ νέου συνένωση των δύο ημίσεων ενός από τα αρχικά αρσενικοθήλυκα όντα. Ενώ κάθε παθιασμένη σχέση δύο προσώπων του ίδιου φύλου είναι εκ νέου συνένωση των ημίσεων ενός διπλά αρσενικού ή διπλά θηλυκού όντος, ανάλογα με την περίπτωση. Αυτός είναι ο μύθος.

Ο μύθος, όπως βλέπετε, έρχεται να δικαιολογήσει και να νομιμοποιήσει μυθολογικά τόσο τον ετεροφυλοφιλικό όσο και τον ομοφυλοφιλικό έρωτα, ο οποίος δεν παρουσιάζεται ως παρέκκλιση από την ομαλή σεξουαλικότητα. Αυτά θα είναι και τα πεδία αναφοράς της σημερινής μας εισήγησης.

 

Εισαγωγικές παρατηρήσεις

 

Πριν όμως ξεκινήσω, θα μου επιτρέψετε να κάνω κάποιες απαραίτητες, κατά τη γνώμη μου, προκαταρκτικές παρατηρήσεις και διευκρινίσεις για να εισχωρήσουμε όσο το δυνατόν πιο κριτικά και απροκατάληπτα στο θέμα μας.

Ι

Το θέμα μας είναι ο έρωτας στην Αρχαία Ελλάδα. Αλλά τι δηλώνει ο όρος Αρχαία Ελλάδα; Η Αρχαία Ελλάδα είναι ένα πολυσύνθετο και πολυμερές γίγνεσθαι κατά χρόνο και κατά τόπο. Και ο Όμηρος είναι αρχαία Ελλάδα και ο Πλούταρχος είναι αρχαία Ελλάδα, αλλά απέχουν μεταξύ τους 800 περίπου χρόνια. Όσα απέχουμε εμείς σήμερα από την 4η   Σταυροφορία στο Βυζάντιο. Από την άλλη, αρχαία Ελλάδα είναι βεβαίως η Αθήνα, αλλά και η Σπάρτη και η Κρήτη και η Λέσβος αλλά και η Ιωνία και η Μεγάλη Ελλάδα και οι άλλες απανταχού ελληνικές πόλεις. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του αρχαιοελληνικού πολιτισμού είναι ο πλουραλισμός και η πολυμέρεια που του εξασφάλιζε το σύστημα των πόλεων-κρατών. Κάθε πόλη έχει τη δική της νομοθεσία και κοινωνική οργάνωση που πολλές φορές μπορεί να διαφέρει ριζικά από τη νομοθεσία άλλων πόλεων – κρατών. Είναι φανερό λοιπόν ότι θα συναντήσουμε μεγάλες αλλαγές στα ήθη και στις νοοτροπίες όχι μόνο από πόλη σε πόλη αλλά και στην ίδια πόλη.

Η παρουσίασή μας σήμερα μοιραία θα επικεντρωθεί στη Αθήνα της κλασικής περιόδου, δευτερευόντως σε άλλες περιοχές του ελληνικού κόσμου. Τούτο δεν οφείλεται σε αφόρητο αθηναιοκεντρισμό αλλά στο γεγονός ότι από την Αθήνα έρχονται οι περισσότερες μαρτυρίες που έχουμε για την ερωτική συμπεριφορά και τα σεξουαλικά ήθη στην ελληνική αρχαιότητα.

ΙΙ

Θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι όταν προσεγγίζουμε μια διαφορετική εποχή ή διαφορετικές από μας κοινωνίες δεν θα πρέπει να τις βλέπουμε με τις δικές μας ηθικές αντιλήψεις, αλλά με τις δικές τους. Οφείλουμε δηλαδή να προσπαθήσουμε να απαλλαγούμε από τις δικές μας προκαταλήψεις και τις δικές μας νοοτροπίες και να προσπαθήσουμε να δούμε εκείνη την εποχή όπως πραγματικά ήταν για τους ανθρώπους που τη διαμόρφωσαν και τη βίωναν. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ηθική είναι κάτι το ρευστό, κάτι το μεταβαλλόμενο, και ότι οι ηθικές αντιλήψεις αλλάζουν από τόπο σε τόπο και από εποχή σε εποχή. Κάτι το οποίο είναι ηθικό σε μας σήμερα μπορεί να είναι ανήθικο αύριο, και ό,τι θεωρείται σήμερα ανήθικο μπορεί να ήταν ηθικό σε μια προηγούμενη εποχή.

ΙΙΙ

Τίθεται λοιπόν το ερώτημα: Έχει αλλάξει η ερωτική ηθική από την αρχαιοελληνική περίοδο ως σήμερα;

Απάντηση: Έχει αλλάξει άρδην! Και για τούτο καθοριστικό ρόλο έχει παίξει σ’ ένα μεγάλο βαθμό ο Χριστιανισμός. Η ερωτική ζωή των αρχαίων Ελλήνων απεικονίζει το ιδεολογικό υπόβαθρο και το αξιακό σύστημα ενός κόσμου που έχει ανεπιστρεπτί παρέλθει. Θα πρέπει να καταλάβουμε ότι ο αρχαιοελληνικός κόσμος είναι πυρηνικά διαφορετικός από τον χριστιανικό.

Ο αρχαίος Έλληνας είναι άνθρωπος του παρόντος κόσμου, του εδώ και του τώρα. Απολαμβάνει τις χαρές της ζωής και την ηδονή του έρωτα. Ο χριστιανός άνθρωπος θεωρεί τον παρόντα κόσμο προσωρινό και εφήμερο. Αλλού είναι η αληθινή ζωή: στην βασιλεία των ουρανών! Για να την κερδίσει αυτοπεριορίζεται, είναι εγκρατής, νηστεύει, απέχει από τις ηδονές. Τουλάχιστον αυτό ήταν το πρότυπο των χριστιανών.

Δίας και Γανυμήδης

Δείτε πως αντανακλάται αυτή η διαφορά στην θρησκεία των μεν και των δε. Στους Έλληνες οι θεοί έκαναν όλα όσα θα ήθελαν να κάνουν οι άνθρωποι. Ερωτεύονται, ζηλεύουν, μοιχεύονται. Όλες οι ερωτικές φαντασιώσεις και οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες τους εξεικονίζονται στη δράση των θεών. Ο Δίας είναι το πρότυπο του ουράνιου εραστή που έλκεται από κάθε όμορφο θηλυκό, είτε είναι θεά, είτε νύμφη, είτε θνητή. Μετέρχεται κάθε μεταμόρφωση, γίνεται ταύρος, κύκνος, χρυσή βροχή προκειμένου να σμίξει μαζί της. Ο Δίας, όμως, ερωτεύτηκε, εκτός από γυναίκες, και τον όμορφο Γανυμήδη που τον απήγαγε στον Όλυμπο και τον έκανε οινοχόο του για να τον έχει πάντα κοντά του. Έτσι ο αναγνωρισμένος και ευρύτατα διαδεδομένος στους Έλληνες θεσμός της παιδεραστίας βρήκε και την αντίστοιχη θρησκευτική δικαίωση.

Η Αφροδίτη είναι η θεά του Έρωτα. Είναι ακατανίκητη και στα θέλγητρά της κανείς δεν μπορεί να αντισταθεί, αθάνατος ή θνητός. Κι αν το καταφέρει κάποιος, τότε, αφού καταστρατηγεί τον φυσικό νόμο και εναντιώνεται σε τελευταία ανάλυση στην ίδια τη ζωή, θα καταστραφεί, όπως ο Ιππόλυτος.

Από όλα αυτά και άλλα πολλά που θα είχαμε να πούμε (για τις ερωτοδουλειές των ελληνικών θεών θα μπορούσε να γραφεί ολόκληρο βιβλίο), γίνεται φανερή η μεγάλη διαφορά με την ιουδαιοχριστιανική αντίληψη που θέλει τον θεό ανέραστο. Το σώμα (η σάρκα) θεωρείται το όργανο του πειρασμού με το οποίο ο σατανάς δελεάζει και συνεπώς εξαιτίας του ο άνθρωπος χάνει την αιώνια ζωή, εφόσον υποκύψει στις επιθυμίες του. Ο περιορισμός της σάρκας είναι το ζητούμενο. Ακραία εκδοχή αυτής της αντίληψης είναι ο ασκητισμός και ο αναχωρητισμός.

Τη διαφορά στις αντιλήψεις των δύο κόσμων μπορούμε να την δούμε καθαρά όπως αντανακλάται στη τέχνη. Το ιδεώδες του έλληνα ανθρώπου είναι η πλήρης κατάφαση της ζωής και της αισθητικής απόλαυσης που προσφέρει ο θαυμασμός της ρώμης, του σφρίγους και της ομορφιάς. Εξ ου και η αγάπη προς το γυμνό. Αντίθετα ο χριστιανός αποστρέφεται το γυμνό, συστέλλεται, εντρέπεται. Στο χριστιανικό ιδεώδες ανταποκρίνεται ο ασκητής με το οστεώδες και εξαϋλωμένο σώμα, ταλαιπωρημένο από τις εκούσιες κακουχίες και τις εξαντλητικές νηστείες. Η σάρκα πρέπει να περιορίζεται και να τιμωρείται για να κερδηθεί η ψυχή.

Επανέρχομαι και κλείνω τις προκαταρκτικές μου παρατηρήσεις. Η σημερινή μου παρουσίαση θέλω να είναι επιστημονική. Και η επιστήμη δεν ηθικολογεί. Δεν την ενδιαφέρει αν κάτι είναι ηθικό ή ανήθικο. Είπαμε ότι η ηθική μεταβάλλεται. Αυτό που θηρεύει είναι το όντως αληθές, η απροκατάληπτη αλήθεια. Άρα στόχος μας δεν είναι ούτε να κατακρίνουμε ούτε να εγκρίνουμε. Ευτυχώς, η επιστήμη έχει ξεφύγει από τα διλήμματα αυτά. Στόχος μας είναι να κρίνουμε, δηλαδή να κατανοήσουμε. Και νομίζω πως αυτό είναι το πιο έντιμο που μπορούμε να κάνουμε προς τους αρχαίους Έλληνες. Όχι βεβαίως να τους καταδικάσουμε μονοκόμματα και αφοριστικά αλλά όχι –ακόμη χειρότερο– και να παρασιωπήσουμε την αλήθεια.

 

Πηγές για την ερωτική συμπεριφορά των αρχαίων Ελλήνων

 

 

Πού τα ξέρουμε όλα αυτά που θέλω να σας παρουσιάσω σήμερα; Είναι φανερό πως είναι πολύ δύσκολο να μάθει κανείς τι κάνουν ακριβώς δυο (ή – ενδεχομένως – και περισσότεροι) άνθρωποι όταν συνευρίσκονται ερωτικά. Για να το μάθουμε πρέπει να έχουμε τη μαρτυρία ενός απ’ αυτούς. Από την άλλη πάλι, είναι κοινός τόπος ότι δεν θα πρέπει να εμπιστεύεται κανείς τις δηλώσεις οποιωνδήποτε σχετικά με το σεξ, ιδιαίτερα σε σχέση με τον εαυτό τους. Όταν μάλιστα οι δηλώσεις αυτές αφορούν συμπεριφορές και πρακτικές πριν από 2000 και παραπάνω χρόνια, τότε η ανάγκη για προσεκτικό έλεγχο είναι πολύ πιο επιτακτική.

Από πού λοιπόν αντλούμε πληροφορίες για την ερωτική συμπεριφορά των αρχαίων Ελλήνων;

Οι πηγές μας είναι κατά βάση δύο ειδών: οι φιλολογικές μαρτυρίες, δηλαδή κείμενα ποιητών, πεζογράφων, φιλοσόφων και ρητόρων, και οι εικαστικές μαρτυρίες, δηλαδή εικόνες πάνω σε αγγεία. Μια γενική παρατήρηση που μπορούμε να κάνουμε είναι ότι όλες οι πηγές που διαθέτουμε προέρχονται από άνδρες (εξαίρεση μόνον αποτελεί η Σαπφώ) και απηχούν στο μεγαλύτερο μέρος τους την κυρίαρχη ανδρική αριστοκρατική ιδεολογία εκείνης της εποχής.

Τα λογοτεχνικά έργα παρουσιάζουν κενά και είναι εν πολλοίς μεροληπτικά. Εξ άλλου τα διάφορα είδη της γραμματείας είχαν τους δικούς τους κανόνες. Οι κωμωδιογράφοι (κυρίως ο Αριστοφάνης) επιδίωκαν να προκαλέσουν το γέλιο με τις σεξουαλικές ιδιορρυθμίες και τα ελαττώματα των σύγχρονων Αθηναίων. Τα αστεία όμως δεν αντιστοιχούν πάντοτε με όσα συνέβαιναν στην καθημερινή ζωή. Οι φιλόσοφοι (ο Πλάτων, ας πούμε) επιδίωκαν να προβάλλουν κανονιστικά πρότυπα συμπεριφοράς, ενώ η πραγματικότητα ήταν αναμφίβολα λιγότερο εξιδανικευμένη, λιγότερο «τακτοποιημένη» και πιο άναρχη. Οι ρήτορες, που μας προσφέρουν πολλές πληροφορίες πάνω σε διάφορες πλευρές του θέματος, απευθύνονταν σε άνδρες δικαστές και έπρεπε να υποστηρίξουν την υπόθεση του πελάτη τους με πειστικά επιχειρήματα.

Από την άλλη μεριά, σχετικά με τις σωζόμενες παραστάσεις πάνω σε αγγεία, στην πλειονότητά τους επικεντρώνονται στην αστική ζωή, και είναι απαραίτητο να λαμβάνουμε υπόψη ποια αλήθεια επιδίωκαν πιθανώς να εκφράσουν και για ποιους θεατές και για ποιες περιστάσεις είχαν δημιουργηθεί. Παρ’ όλο που στη γλυπτική υπάρχει σαφής προτίμηση στο ανδρικό γυμνό σώμα, η αθηναϊκή αγγειογραφία, είτε η πρώιμη μελανόμορφη, είτε η μεταγενέστερη ερυθρόμορφη, παρουσιάζει σκηνές με ερωτικά ζεύγη όλων των ειδών και αποτελεί, παρά τις ελλείψεις της, την πληρέστερη μαρτυρία για τη σεξουαλική συμπεριφορά.

 

* * *

 

Η σημερινή μου εισήγηση δεν θέλω να είναι (ή να είναι μόνο) ένα απάνθισμα από ιδιόρρυθμες για μας σήμερα – και γι’ αυτό γαργαλιστικές και πικάντικες – σκηνές από την ερωτική ζωή και τη σεξουαλική δράση των αρχαίων Ελλήνων, αλλά να στοχεύει πρωταρχικά στην εξήγηση τού γιατί οι άνθρωποι αυτοί συμπεριφέρονταν έτσι. Τούτο δεν είναι δυνατόν να γίνει αν δεν εξετάσουμε την δομή της κοινωνίας και της οικογένειας στην αρχαία Ελλάδα.

Δεν είναι δυνατόν να εννοήσουμε πλήρως το ερωτικό φαινόμενο στην αρχαία Ελλάδα, εάν δεν έχουμε κατά νου ότι το κοινωνικό της σύστημα και η πολιτειακή της δομή στηριζόταν καθαρά σε μια λέσχη ανδρών. Επρόκειτο για ένα ανδροκρατούμενο, πατριαρχικό club.

Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός ορίζεται μεταξύ δύο κατά βάση πόλων, του πολέμου και της πολιτικής. Και στα δύο αυτά η γυναίκα δεν συμμετέχει. Από την εποχή των ηρώων ως τους χρόνους του Αλέξανδρου οι άνδρες πολεμούν κι ο πόλεμος είναι αυτός που ορίζει τη μοίρα των πόλεων, την εξέλιξη των κοινωνιών, τις ηγεμονίες και την παρακμή τους. Η αφήγηση της ιστορίας του αρχαίου ελληνικού κόσμου είναι η αφήγηση μιας ιστορίας, όπου οι άνδρες είναι οι μοναδικοί πρωταγωνιστές, μια ιστορία την οποία αφηγούνται άνδρες για άνδρες. Τα ιστορικά στοιχεία που έχουμε για την αρχαία Ελλάδα μας παραπέμπουν σε μια κατάσταση απόλυτης ανδρικής επικράτησης και επιβολής αυστηρής πατριαρχίας.

Ας κάνουμε εδώ μιαν παρένθεση και μια διευκρίνιση σχετικά με την ορολογία: πατριαρχία – μητριαρχία. Σύμφωνα με μια επιστημονική υπόθεση, που έχει όμως σοβαρότατες ενδείξεις αληθείας, οι ανθρώπινες κοινωνίες δεν ήταν εξ αρχής δομημένες με βάση την υπεροχή του άνδρα και την πατρογραμμική κληρονομική διαδοχή. Υπήρχε, λένε, μια αρχέγονη κατάσταση στις ανθρώπινες κοινωνίες, όπου υποκείμενο αναφοράς δεν ήταν ο άνδρας αλλά η γυναίκα. Είναι η περίοδος που οι άνθρωποι αγνοούν τον αναπαραγωγικό ρόλο του άνδρα, που δεν υπάρχει αιτιακή σύνδεση ανάμεσα στην σεξουαλική επαφή και τη γέννηση του παιδιού. Στις κοινωνίες αυτές επικρατεί καθεστώς ελευθερομιξίας. Η γυναίκα έρχεται σε σεξουαλική επαφή με πολλούς άνδρες και τα παιδιά που γεννιούνται ξέρουν πολύ καλά από μια μητέρα γεννήθηκαν, αγνοούν όμως τον πατέρα. Γι’ αυτό και ο προσδιορισμός της διαδοχής είναι μητρογραμμικός.

Johann Jakob Bachofen (1815 – 1887). Ελβετός αρχαιολόγος, νομικός, φιλόλογος και ανθρωπολόγος. Ξεκίνησε ως νομικός αλλά οι μελέτες του τον καθιέρωσαν ως τον ιδρυτή τής επιστήμης της εθνολογίας.

Τη θεωρία αυτή ανέπτυξε πρώτος ο (γερμανόφωνος) Ελβετός Johann J. Bachofen, ο οποίος ξεκίνησε ως νομικός αλλά οι μελέτες του τον καθιέρωσαν ως τον ιδρυτή τής επιστήμης της εθνολογίας. Το 1861 εξέδωσε το βασικό του βιβλίο με τίτλο Mutterrecht (Μητρικό δίκαιο). Τον όρο μητριαρχία – κατ’ αναλογίαν προς το πατριαρχία – εισήγαγε αργότερα ο αμερικανός Lewis Morgan που μελέτησε τις κοινωνίες των ιθαγενών Ινδιάνων. Ο όρος όμως μητριαρχία δεν είναι ορθός γιατί υπονοεί ότι στις αντίστοιχες μορφές κοινωνικής οργάνωσης άρχει, δηλαδή εξουσιάζει η μητέρα. Αυτό όμως δεν είναι αλήθεια, γιατί στις κοινότητες αυτές οι μητέρες δεν χρησιμοποιούν τη λανθάνουσα δύναμή τους για να εξουσιάζουν τους άνδρες- συντρόφους τους, τους πατέρες ή τους γιους τους. Εδώ ακριβώς βρίσκεται η χαρακτηριστική διαφορά από την πατριαρχία, που είναι ένα γνήσια εξουσιαστικό σύστημα. Καλύτερα να προτιμάται ο όρος μητρισμός και μητριστικός, που τονίζει τον κεντρικό ρόλο της μητέρας χωρίς να υπονοεί εξουσία.

Το ερώτημα, τώρα, είναι πότε και πώς από τη μητριστική αυτή κατάσταση περάσαμε στην πατριαρχία.

Η πατριαρχία πρέπει να συνδέεται με τη νεολιθική ή παραγωγική επανάσταση, δηλαδή με το πέρασμα από το στάδιο της τροφοσυλλογής στο στάδιο της παραγωγής, αγροτικής και κτηνοτροφικής. Όλες οι ενδείξεις οδηγούν στο ότι η κοσμογονική αυτή μεταβολή έλαβε χώρα στο χρονικό διάστημα από το 10.000 ως το 7000 π.Χ. στη περιοχή της Μεσοποταμίας, κι από εκεί διαδόθηκε. Για πρώτη φορά στην ιστορία του, ο άνθρωπος γίνεται παραγωγός της τροφής του. Δεν την παίρνει πια κατ’ ευθείαν από τη φύση αλλά από τη γεωργία και την κτηνοτροφία, διά μέσου δηλαδή καταστάσεων, που ο ίδιος δημιουργεί και ελέγχει. Έτσι παύει να αποτελεί ο ίδιος ένα κομμάτι της φύσης και αρχίζει να ελέγχει το περιβάλλον.

Στις αρχέγονες μητριστικές κοινωνίες ισχύει, όπως είπαμε, η ελευθερομιξία. Κανένας δεν σπαζοκεφαλιάζει ψάχνοντας να βρει σε ποιον ανήκει το παιδί, όσο το παιδί δεν αντιμετωπίζεται ακόμα ως ιδιοκτησία. Ο άνθρωπος μαθαίνει να σκέφτεται ως ιδιοκτήτης μόνο όταν η παραγωγή ειδών διατροφής έχει προχωρήσει τόσο πολύ, ώστε να αφήνει πλεόνασμα. Το πλεόνασμα τροφής επιτρέπει για πρώτη φορά τη συσσώρευση ιδιοκτησίας, η συσσώρευση ιδιοκτησίας επιτρέπει για πρώτη φορά την κληρονομική μεταβίβασή της και η κληρονομική μεταβίβαση της ιδιοκτησίας επιβάλλει για πρώτη φορά την εξακρίβωση της πατρότητας. Τότε λοιπόν επιβάλλεται η μονογαμία για να ξέρει ο άνδρας ποια είναι τα δικά του παιδιά.

Τώρα, λοιπόν, μπορεί να καταλάβει κανείς γιατί απαγορεύεται η μοιχεία. Όταν πρόβαλε για πρώτη φορά η έννοια της μοιχείας, σήμαινε κάτι ολότελα διαφορετικό απ’ ό,τι σήμερα: σήμαινε μια μορφή κλοπής. Η σύζυγος που συνουσιαζόταν με έναν άλλο άνδρα μπορούσε να μείνει έγκυος από αυτόν. Αν ο σύζυγος δεν το καταλάβαινε αυτό, μεγάλωνε ένα νόθο παιδί που τον κληρονομούσε, δηλαδή τον έκλεβε. Γιατί, σύμφωνα με το πατριαρχικό έθιμο, κληρονόμος του πατέρα μπορούσε να είναι μόνο ο βιολογικός του γιος.

Η μονογαμία λοιπόν ήταν μια επινόηση του άνδρα γιατί έτσι μόνο μπορούσε να ελπίζει ότι τα παιδιά της γυναίκας του ήταν και δικά του παιδιά. Η γυναίκα, αντίθετα, ήξερε πάντα ποιο παιδί ήταν δικό της και γι’ αυτό δεν είχε λόγο να απαιτεί την αποκλειστική κυριότητα του συζύγου της. Αν οι γυναίκες, αργότερα, έγιναν υπέρμαχοι της αυστηρής μονογαμίας, το έκαναν γιατί ήθελαν να διατρέφονται από τον άνδρα. Έτσι η γυναίκα με την επιβολή της μονογαμίας κέρδισε τη συντήρησή της, αλλά έχασε την ελευθερία της.

Αυτή η μετάβαση από τη μητριστική κοινωνία στο σύστημα της πατριαρχίας, το πέρασμα από το πατρικό στο μητρικό δίκαιο, αποτυπώνεται μυθολογικά, κατά μία ευφυή ερμηνεία, στην Ορέστεια του Αισχύλου. Ο Ορέστης σκότωσε την μητέρα του, διότι, ισχυρίζεται, η Κλυταιμήστρα διέπραξε διπλό έγκλημα απέναντί του, γιατί δεν σκότωσε μόνο τον άνδρα της, αλλά και τον πατέρα του. Γιατί λοιπόν οι Ερινύες καταδιώκουν αυτόν, δηλαδή τον Ορέστη, και όχι εκείνη, την Κλυταιμήστρα, που ήταν πολύ πιο ένοχη; Η απάντηση είναι: «Εκείνη δεν ήταν ομοαίματη συγγενής του άνδρα που σκότωσε». Αυτή η απάντηση, που σήμερα μας φαίνεται σχεδόν ακατανόητη, φανερώνει πολύ καθαρά τη λογική ενός μητριστικού συστήματος. Για τις Ερινύες, η μητροκτονία βαραίνει περισσότερο από τη συζυγοκτονία, γιατί βλέπουν τη δομή της κοινωνίας από μητριστική σκοπιά. Ο Απόλλων διαφωνεί, γιατί αντιπροσωπεύει τη νέα τάξη πραγμάτων, το θεσμό της μονογαμίας, την πρωτοκαθεδρία του πατέρα-«σπορέα».

 

Ακούστε τι λέει ο Απόλλων (Ευμενίδες, 658-661):

 

Μάνα δεν είναι όποια γεννά αυτό που λέει

παιδί της. Το σπόρο τρέφει στην κοιλιά μονάχα.

Αυτός που σπέρνει γεννά κι αυτή σαν ξένη

το φύτρο συντηρεί… (μετάφραση: Κ.Χ. Μύρης)

 

Σύμφωνα λοιπόν με τον Απόλλωνα, ο πατέρας «σπέρνει» το παιδί στη μήτρα της γυναίκας και γι’ αυτό έχει τα περισσότερα δικαιώματα πάνω του, ενώ σύμφωνα με την αντίληψη που επικρατούσε ως τότε η μητέρα, που δίνει στο παιδί το αίμα της και τη ζωή, είναι η αποκλειστική κάτοχός του και ο πατέρας μένει γι’ αυτήν ένας ξένος.

Μετά από όλη αυτή την εξήγηση ξαναγυρνώ στον πυρήνα του θέματός μας. Προτού αρχίσουμε να διερευνούμε την ερωτική συμπεριφορά και τα σεξουαλικά ήθη των αρχαίων Ελλήνων, θα πρέπει να προτάξουμε μιαν αλήθεια. Η αλήθεια αυτή είναι ότι η αρχαιοελληνική ηθική είχε την ικανότητα να παραδέχεται την εναλλαγή των ομοφυλοφιλικών και ετεροφυλοφιλικών προτιμήσεων στο ίδιο άτομο.

Κατόπιν αυτής της παραδοχής μπορούμε να οριοθετήσουμε πιο συγκεκριμένα τα πεδία ελεύθερης άσκησης της σεξουαλικότητας των Ελλήνων: είναι ο γάμος, η πορνεία και η παιδεραστία. Η σεξουαλική δραστηριότητα προς τα άγαμα κορίτσια και τις παντρεμένες γυναίκες άλλων ανδρών δεν επιτρεπόταν. Υπήρχε ταμπού και κοινωνικό στίγμα. Από τα ελεύθερα πεδία που αναφέραμε, τα δύο πρώτα, ο γάμος και η πορνεία αποτελούν καταστάσεις που εμφανίζονται σε όλες σχεδόν τις οργανωμένες κοινωνίες. Αυτό που σκανδαλίζει περισσότερο τον σημερινό άνθρωπο είναι το τρίτο, η παιδεραστία.

Με την πλήρη υποταγή του γυναικείου φύλου, ο υψηλός έρωτας είναι κυρίως προς τους άνδρες. Και για την ακρίβεια προς τα νεαρά αγόρια, τους παίδες, εξ ου και ο όρος παιδεραστία ή, όπως τον έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες, παιδικός έρως. Μ’ αυτόν θα ξεκινήσω.

 

Παιδεραστία

 

Οι σύγχρονοι ερευνητές προσπάθησαν αντλώντας από τις διάφορες μαρτυρίες να διαμορφώσουν ένα μοντέλο για την ελληνική ομοφυλοφιλία. Το μοντέλο αυτό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «παιδεραστία κοινωνικά αποδεκτή» και θα μπορούσαμε να το σκιαγραφήσουμε ως εξής:

Η σεξουαλική σχέση ήταν μεταξύ ενός εραστή, δηλαδή ενός νέου ενήλικα (περίπου ως 30 χρονών) με ρόλο ενεργητικό, και ενός ερωμένου, δηλαδή ενός εφήβου (περίπου 12 ως 18 ετών) με ρόλο παθητικό. Ο εραστής κυριαρχούσε στη σχέση, ήταν ο «κυνηγός», και παρείχε δώρα (όχι όμως χρήματα) και βοήθεια στον νεότερο που επιδίωκε να γίνει ένα ώριμο μέλος της κοινωνίας, προσφέροντας του κοινωνική υπόσταση, καθώς τον καθιστούσε επίλεκτο σύντροφο, μέλος μιας διακεκριμένης κοινωνικής ελίτ. Αντίθετα, ο ερώμενος είχε το ρόλο του υποδεέστερου και δεχόταν τις κρούσεις του εραστή αρχικά με απροθυμία ή τουλάχιστον με διακριτικότητα. Η σεξουαλική επαφή του μεγαλύτερου με τον νεότερο δεν ήταν συνήθως παρά φύσιν, αλλά γινόταν με το τρίψιμο του ερεθισμένου πέους ανάμεσα στους μηρούς. Όταν το αγόρι γινόταν άνδρας, ήταν η σειρά του να λειτουργήσει ως ο «κυνηγός» εραστής και στην ηλικία των 30 περίπου χρόνων, τον αποδεκτό χρόνο για γάμο, οι άνδρες εγκατέλειπαν την ομοφυλοφιλία για το φυσιολογικό έγγαμο βίο. Η κοινή γνώμη επέκρινε δριμύτατα τους άνδρες που συνέχιζαν να έχουν τον ρόλο τού υποταγμένου ερωμένου μετά την ενηλικίωσή τους ως εκθηλυσμένους, και εάν δέχονταν χρήματα για τις υπηρεσίες τους, μπορούσαν να στερηθούν τα πολιτικά τους δικαιώματα.

Αυτό είναι, θα λέγαμε, εν συντομία το προφίλ μιας «κανονικής» ομοφυλοφιλικής σχέσης. Μολονότι υπάρχει μεγάλη δόση αλήθειας σ’ αυτό το μοντέλο, είναι μια πολύ απλουστευμένη και εξευγενισμένη εκδοχή της πραγματικότητας, η οποία ήταν ασφαλώς πολυπλοκότερη και λιγότερο τακτοποιημένη.

 

Νέος άνδρας και έφηβος συνευρίσκονται σε μηριαία συνουσία, μελανόμορφη αγγειογραφία Αττικού κυπέλλου, 550 π.Χ. – 525 π.Χ., Λούβρο.

 

Προέλευση του θεσμού

 

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Πολύ μελάνι έχει χυθεί σχετικά με την προέλευση του θεσμού της ομοφυλοφιλίας στη αρχαία Ελλάδα. Πρέπει να πούμε ότι τίποτε δεν είναι επακριβώς γνωστό. Κατά πάσα πιθανότητα, όμως, είναι γέννημα της ζωής του στρατοπέδου και ανήκει σε εποχές μεταναστεύσεων και νομαδικών περιπετειών πολεμικών στιφών, κατά τις οποίες οι γυναίκες λείπουν ή είναι αριθμητικά ανεπαρκείς. Τούτο αποδεικνύεται από το γεγονός ότι εμφανίζεται και σε άλλους αρχαίους λαούς με τέτοια χαρακτηριστικά (π.χ. οι Γαλάτες, οι αρχαίοι Γερμανοί), και κυρίως από το γεγονός ότι και κατόπιν συνδέεται με την πολεμική ζωή, τα στρατιωτικά καθήκοντα και τη γυμναστική.

Κατά μία θεωρία πίσω από το έθιμο αυτό υποκρύπτεται η πρωτόγονη πίστη ότι η ανδρική δύναμη και ζωτικότητα μπορεί να μεταβιβαστεί από τον ώριμο άνδρα στον ανώριμο μέσω μιας πράξης υλικής και ορατής.

 

Άνδρας διεγείρει ένα αγόρι. Μουσείο Ashmolean, Οξφόρδη. Γύρω στα 480 π.χ.

 

Όπως γνωρίζετε, ο πόλεμος έπαιζε μεγάλη σημασία στη ζωή των αρχαίων λαών. Έχει παρατηρηθεί ότι ο παιδικός έρως χρησιμοποιήθηκε από νωρίς για να αναπτύξει το αίσθημα της τιμής στον πόλεμο. Για τους αρχαίους αποτελούσε βεβαιότητα ότι ο ερωτισμός αυξάνει πάντοτε στο αρσενικό τη μαχητικότητα και πολλαπλασιάζει τις δυνάμεις του. Οι Έλληνες είχαν να διηγούνται ένα πλήθος σχετικών παραδειγμάτων. Ο Πλούταρχος π.χ. μας αναφέρει στον Ερωτικό του το παράδειγμα ενός πολεμιστή, ο οποίος στη μάχη γλίστρησε κι έπεσε πρηνής. Ο εχθρός ήταν έτοιμος να τον κτυπήσει κι εκείνος τον παρακάλεσε να περιμένει λίγο να γυρίσει ανάσκελα, ώστε να μην τον δει ο ερώμενός του πληγωμένο στα νώτα.

Σύμφωνα με το Πλάτωνα, οι εισαγωγείς του θεσμού στην Ελλάδα ήταν οι Δωριείς. Πραγματικά, οι πηγές μάς μαρτυρούν ότι στις δωρικές πολιτείες ο παιδικός έρως ήταν θεσμός αναγνωρισμένος. Αναφέρω μερικές δειγματοληπτικά:

Στη Σπάρτη η σχέση του εραστή προς τον ερώμενο εθεωρείτο τόσο νόμιμη, ώστε ο εραστής επείχε θέση κηδεμόνα και ήταν υπεύθυνος απέναντι στην πολιτεία και την κοινωνία για τις παρεκτροπές του νεαρού.

Στη Θήβα, είναι γνωστό ότι η ιδεώδης οργάνωση του στρατεύματος στηριζόταν σε ζεύγη εραστών και ερωμένων. Διάσημος υπήρξε ο Ιερός Λόχος, θεσμός πολύ παλαιός, που αναδιοργανώθηκε τον 4Ο  αιώνα λίγο πριν από τη μάχη των Λεύκτρων. Τα ζευγάρια δεσμεύονταν μεταξύ τους με όρκο, που έδιναν στο ιερό του Ιολάου, του φίλου του Ηρακλή. Γι’ αυτό ονομάζονταν ιερός ο Λόχος. Ο ηρωισμός των ανδρών του σώματος αυτού υπήρξε ξεχωριστός, όπως τον έδειξαν και στα Λεύκτρα και στη Μαντίνεια και, τέλος, στη Χαιρώνεια, όπου μόνοι αυτοί μέσα στην άτακτη φυγή των αθηναϊκών όχλων αντιτάχθηκαν στους Μακεδόνες.

Στην Κρήτη, κατ’ εξοχήν δωρική περιοχή, η παιδεραστία αποκτά και μιαν ιδιαίτερη εθιμοτυπία. Ο ιστορικός Έφορος, όπως τον διασώζει ο Στράβων, αναφέρει ότι οι Δωριείς εισήγαγαν αυτό το έθιμο στην Κρήτη, όταν την κυρίεψαν τον 11 αι. π.Χ. Αναφέρει ο Έφορος (Στράβων, 10.4.21):

«Οι Κρήτες δεν αποκτούν το ερώμενό τους με την πειθώ αλλά με την αρπαγή. Ο εραστής λέει στους συγγενείς του νέου τρεις ή περισσότερες μέρες νωρίτερα ότι σκοπεύει να τον απαγάγει. Θα ήταν γι’ αυτούς μεγάλη ντροπή αν έκρυβαν το νέο ή ματαίωναν το σχέδιο, γιατί έτσι θα ομολογούσαν ότι ο βλαστός τους είναι ανάξιος του εραστή. Έτσι λοιπόν, αν ο απαγωγέας έχει κοινωνική θέση ισάξια με εκείνη του αγοριού ή ανώτερή του, μαζεύονται και κάνουν πως εναντιώνονται στον απαγωγέα, καταδιώκοντάς τον εικονικά, όπως απαιτεί το έθιμο. Αλλά στην πραγματικότητα αφήνουν μετά χαράς να γίνει η αρπαγή. Αν όμως ο εραστής δεν είναι αντάξιος του νέου, τού τον αποσπούν με τη βία… Άξιο να αγαπηθεί δεν θεωρούν τον ωραίο αλλά τον γενναίο και ευπρεπή έφηβο».

Στη συνέχεια ο Έφορος μας λέει ότι εραστής και ερώμενος ανεβαίνουν στο βουνό για δύο μήνες (δεν επιτρεπόταν περισσότερο), όπου ο έφηβος ασκείται στο κυνήγι, στην πολεμική τέχνη και εν γένει στη σκληραγωγία. Όταν επιστρέφουν, ο εραστής χαρίζει στον νέο μια πολεμική στολή, ένα βόδι και ένα κύπελλο και τον αφήνει ελεύθερο. Ο έφηβος μιλάει για την ερωτική μαεστρία του απαγωγέα του, αν δηλαδή τον ικανοποίησε ή όχι. Ο νόμος επιτρέπει στον έφηβο να εγκαταλείψει αμέσως τον εραστή αν αυτός, στη διάρκεια της απαγωγής, ασκήσει πάνω του βία. Για τους ωραίους εφήβους από αρχοντικό τζάκι ήταν ντροπή να μη βρουν εραστή, γιατί αυτό σήμαινε ότι δεν ήταν αρκετά γενναίοι ή ευπρεπείς. Οι «απαχθέντες», αντίθετα, ήταν περιζήτητοι.

Αφιέρωσα αρκετό χρόνο στην Κρήτη, και τούτο όχι μόνο για λόγους εντοπιότητας. Το παράδειγμα της κρητικής παιδεραστικής εθιμοτυπίας ωθεί αρκετούς ερευνητές τής εθνολογίας και κοινωνικής ανθρωπολογίας να εντοπίζουν στο έθιμο μια τελετουργία μύησης στη ζωή του ενήλικα. Μια διαβατήρια τελετή για το πέρασμα από την εφηβική ηλικία στην ανδρική.

Αφού μιλήσαμε για τη δωρική προέλευση του θεσμού ας εστιάσουμε περισσότερο στην Αθήνα, όπου το φαινόμενο λαμβάνει ένα ιδιαίτερο χαρακτήρα.

Στην Αθήνα ο παιδικός έρως πρέπει να εισήχθη μαζί με άλλα δωρικά στοιχεία – π.χ. τη γυμναστική, τον δωρικό χιτώνα – ως μόδα στην υψηλή αριστοκρατική τάξη. Παρ’ όλο που από τον έρωτα προς τα αγόρια δεν ήταν αποκλεισμένος κανείς ελεύθερος πολίτης, έστω και χειρωνακτικά εργαζόμενος, στην πραγματικότητα όμως αυτός ο έρωτας ήταν περιορισμένος στον κύκλο των προσώπων, τα οποία διέθεταν την ανάλογη σχόλη. Οι κατ’ εξοχήν χώροι για γνωριμίες και δημοφιλή πεδία δράσης των εραστών ήταν οι παλαίστρες και τα γυμνάσια, όπου οι έφηβοι γυμνάζονταν. Όποιος περνούσε τον ελεύθερο χρόνο του εκεί, έπρεπε να είναι ανεξάρτητος από τη δουλειά του και απαλλαγμένος από την ανάγκη της βιοτικής μέριμνας. Αυτόν τον τρόπο της σχόλης μπορούσε αρχικά να τον εξασφαλίζει για τον εαυτό του μόνον ο γαιοκτήμων ευγενής.

Ο αρχαίος Αθηναίος έδινε μεγάλη σημασία στη γνώμη που είχαν οι άλλοι άνδρες για τη συμπεριφορά του. Σε μια τόσο μικρή κοινωνία, όπου ο ένας συναγωνιζόταν τον άλλον, και όλοι οι διακεκριμένοι πολίτες ήταν πρόσωπα γνωστά, έφτανε να κυκλοφορήσουν ένας – δυο επιφανείς πολίτες με συντροφιά έναν νέο και ωραίο μαθητή, ώστε να διαδοθεί η συνήθεια. Η σχέση εξυπηρετούσε και τα δύο μέρη. Όσο πιο ωραίος και ευγενής ήταν ο μαθητής, τόσο πιο μεγάλη η αυταρέσκεια του ώριμου άνδρα. Παρομοίως, όσο πιο διακεκριμένος ήταν ο εραστής, τόσο πιο μεγάλη η φιλοφρόνηση για το αγόρι. Η ματαιοδοξία ήταν ένας παράγοντας που χαρακτήριζε και τις δύο πλευρές.

Ο παιδικός έρως, όπως είπαμε παραπάνω, αναπτύχθηκε στα γυμναστήρια, όπου οι νέοι πάλευαν γυμνοί κι εκεί μαζεύονταν οι εραστές. Δύο νομοθετικές ρυθμίσεις ήδη από τον Σόλωνα και τον Δράκοντα οριοθετούν θεσμικά το φαινόμενο:

α) Υπήρχε απαγόρευση στους δούλους να γυμνάζονται και να έχουν παιδεραστικές σχέσεις.

β) Αν κάποιος ελεύθερος νέος εκδίδονταν επί χρήμασι ετιμωρείτο με «ατιμία», δηλαδή στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων. Ονομάζονταν ηταιρηκώς και πεπορνευμένος. Η πιο γνωστή περίπτωση ήταν ο Τίμαρχος, ο οποίος δεν άντεξε την ατιμία και αυτοκτόνησε.

Ας δούμε τώρα πιο συγκεκριμένα τα βασικά χαρακτηριστικά που προσδιόριζαν μια τέτοια σχέση:

  • Πρώτο χαρακτηριστικό: Το ιδιαίτερο στοιχείο της σχέσης ήταν η ένωση ενός ώριμου άνδρα με έναν ανώριμο. Ουσιώδης προϋπόθεση ήταν η ψυχική και πνευματική ανισότητα των δύο ερωτικών συντρόφων, η οποία προσδιορίζεται από την ηλικία τους. Αν αυτή η ανισότητα εξαφανιζόταν με την ενηλικίωση του αγοριού, τότε ένας τέτοιος ομοφυλικός έρωτας μεταξύ δύο ανδρών γινόταν σκανδαλώδης.
  • Δεύτερο χαρακτηριστικό: Σε κάθε νόμιμη παιδεραστική σχέση ο ερωτικός πόθος ήταν απαραίτητα μονόπλευρος. Ερωτική επιθυμία αισθανόταν μόνο ο μεγαλύτερος, ενώ το αγόρι δεν ανταποκρινόταν. Ο νεαρός αντιπρόσφερε στον ερωτευμένο άνδρα μόνο φιλική συμπάθεια, η οποία στηριζόταν επάνω σε βαθιά εκτίμηση και θαυμασμό. Η συμπάθειά του δεν ήταν σεξουαλικής φύσεως, αλλά βασιζόταν στα γνωρίσματα τού χαρακτήρα τού μεγαλύτερου άνδρα, αλλά και στην ικανότητά του να είναι πρότυπο ανθρώπου και πολίτη. Εάν, κατά την πορεία της σχέσης, το αγόρι άρχιζε να διεγείρεται σεξουαλικά, κανονικά η σχέση έπρεπε να σταματήσει.

Η μη συμμετοχή στη σεξουαλική ηδονή ξεχώριζε τον ερώμενο καθοριστικά από έναν θηλυκό ερωτικό σύντροφο και τον διαφοροποιούσε από τον αντίστοιχο ρόλο του θηλυκού. Οι γυναίκες γενικά εθεωρούντο ως φιλήδονες. Πιστεύεται πως αυτές ένιωθαν τη γενετήσια ηδονή πιο έντονα απ’ όσο οι άνδρες. Προς τούτο χρησιμοποιούσαν κατά την αρχαιότητα το τεκμήριο του μάντη Τειρεσία, ο οποίος για ένα διάστημα της ζωής του υπήρξε γυναίκα.

Τρίτο χαρακτηριστικό: Ο παιδαγωγικός χαρακτήρας του παιδικού έρωτα, που τον κάνει να ξεχωρίζει από ανάλογα φαινόμενα άλλων εθνών και άλλων εποχών.

Οι αξιώσεις που είχε η πόλη των Αθηνών από τους πολίτες της ήταν μεγάλες και ποικίλες. Δεν υπήρχε σύγκριση με τη Σπάρτη, όπου το ενδιαφέρον εστιαζόταν μόνο στη στρατιωτική προετοιμασία και τον πόλεμο.

Στην Αθήνα ο πολίτης έπρεπε να μάθει να ψηφίζει στην Εκκλησία του Δήμου, να γνωρίζει τη νομοθεσία, να δικάζει στην Ηλιαία. Κατά μεγάλη πιθανότητα, ο κλήρος θα τον όριζε μέλος της Βουλής ή η ψήφος των συμπολιτών του σε άλλα δημόσια αξιώματα. Αλλά και στην ιδιωτική ζωή, έπρεπε να γνωρίζει πολλά: τους τρόπους του φέρεσθαι και τους κανόνες της ευπρέπειας. Έπρεπε να έχει το πνεύμα του καλλιεργημένο, ώστε να παρακολουθεί και να κρίνει μια θεατρική παράσταση, να έχει μια φιλοσοφική συζήτηση με τον Σωκράτη, να διαβάζει τα βιβλία του Αναξαγόρα, να απολαμβάνει ένα άγαλμα του Φειδία.

 

Από πού και πώς θα αποκτούσε ο νέος όλα αυτά;

 

Από το σχολείο; Το σχολείο δεν ήταν ένας θεσμός οργανωμένος στην αρχαιότητα. Δημόσια και υποχρεωτική εκπαίδευση δεν υπήρχε.

Από τον πατέρα; (Γενικά στην αρχαιότητα η οικογένεια ως παράγων αγωγής δεν είχε τη σημασία που έχει στη χριστιανική κοινωνία. Ήταν ένας δεσμός με περισσότερο πολιτικό και οικονομικό χαρακτήρα).

Σημειωτέον ότι:

  • Ο πατέρας δεν έμενε πολλές ώρες στο σπίτι.
  • Η διαφορά ηλικίας είναι πολύ μεγάλη. Η ιδεώδης διαφορά μεταξύ παιδαγωγού και παιδαγωγούμενου είναι η μισή γενιά.
  • Στις σχέσεις γονέων και παιδιών υπάρχει πολλή συμπτωματικότητα. Λείπει το αίσθημα ότι εσύ μόνος σου διάλεξες τον πατέρα σου ή τα παιδιά σου.
  • Δεν υπάρχει η απαιτούμενη απόσταση.

Η σχέση του ώριμου άνδρα προς τον ανώριμο παίδα, στην πιο παιδαγωγική και εξιδανικευμένη εκδοχή της, χαρακτηριζόταν από έρωτα προς τον νέο, ένα αίσθημα πνευματικής τεκνογονίας, η επιθυμία να φέρεις στον κόσμο παιδιά της ψυχής σου – όχι του σώματός σου- ομοιώματα του ανωτέρου σου εγώ.

 

Ερώτηση !

 

Ήταν αυτός ο κανόνας; Ως γνωστόν, στον έρωτα δεν υπάρχει κανόνας. Έχουμε και στον ελληνικό παιδικό έρωτα όλη την κλίμακα των αποχρώσεων. Από τη χυδαία αισθησιακή απόλαυση ως την υψηλή ερωτική ανάταση, και από το φιλάρεσκο και επιφανειακό παιχνίδισμα ως το ασυγκράτητο πάθος.

 

 Επίλογος για την παιδεραστία

 

Κλείνω προς το παρόν το κεφάλαιο της παιδεραστίας με μερικές τελευταίες επισημάνσεις.

  • Όσο κι αν μας φαίνεται σήμερα παράξενο, η ανδρική ομοφυλοφιλία εθεωρείτο ένας θεσμός ενισχυτικός του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Ήταν έρωτας μεταξύ ελευθέρων πολιτών. Γι’ αυτό και οι Τύραννοι ήταν πάντα καχύποπτοι απέναντί της και την κατεδίωξαν εξ αιτίας των ισχυρών δεσμών που δημιουργούσε και αποτελούσε κίνδυνο για την ανατροπή της τυραννίδας. Την εξιδανίκευση της παιδεραστίας, ως απαραίτητης προϋπόθεσης για να δείχνει κανείς ύψιστη γενναιότητα και πίστη στην ελευθερία, την υπέθαλπε και το γεγονός ότι σε πολλές ελληνικές πόλεις υπήρχαν τύραννοι που είχαν δολοφονηθεί από παιδεραστές.

 

Τυραννοκτόνοι

 

Το διασημότερο παράδειγμα είναι ο Ίππαρχος, ο γιος του Πεισίστρατου, που δολοφονήθηκε στην Αθήνα το 514 π.Χ. από το ερωτικό ζευγάρι του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα, επειδή είχε προσπαθήσει να αποσπάσει τον Αρμόδιο από τον Αριστογείτονα. Οι απόγονοι αυτών των δύο τυραννοκτόνων φιλοξενούνταν στο πρυτανείο ως επίτιμοι πολίτες, κι έτσι γενιές ολόκληρες Αθηναίων έμαθαν να ταυτίζουν την παιδεραστία με το θάρρος και το φιλότιμο. Το διπλό άγαλμα των δύο εραστών στήθηκε στην Ακρόπολη. Είναι ενδεικτικό ότι το πρώτο πολιτικό μνημείο στην ιστορία της Ευρώπης είναι ταυτόχρονα και το πρώτο μνημείο ενός ζευγαριού ομοφυλόφιλων.

 

Επισήμανση

 

Σε μία κανονική παιδεραστική σχέση, σε καμία περίπτωση ο ερώμενος δεν είχε το στίγμα της θηλυπρέπειας. Είναι γνωστό το σχετικό ανέκδοτο περί του σκανδαλώδους Αλκιβιάδη (φόβητρο αρχικά των γυναικών που φοβόντουσαν να μην χάσουν τον άνδρα τους και κατόπιν των ανδρών μήπως χάσουν τη γυναίκα τους).

Ωστόσο, από τα σχετικά συμφραζόμενα των σωζόμενων κωμωδιών, προκύπτει ότι, όταν η σεξουαλική επαφή γινόταν δια του πρωκτού, και όχι διαμήρια, όπως ήταν το «κανονικό», εθεωρείτο μειωτική και ταπεινωτική για τον επιβαινόμενο συνεργό. Εξ ου και το σχετικό λεξιλόγιο: καταπύγων, ευρύπρωκτος.

Η περιφρόνηση, που αισθανόταν κάποιος για τον παθητικό partner της επαφής δια του πρωκτού, βρίσκεται θεμελιωμένη στην αντίληψη, ότι ο άνδρας μ’ αυτήν αναλαμβάνει γυναικείο ρόλο και συμπεριφέρεται θηλυπρεπώς. Όποιος ανεχόταν να του εφαρμόζεται αυτή η πρακτική ταπεινωνόταν κατεβαίνοντας στο επίπεδο της γυναίκας (είχε τη ρετσινιά του «γυναικωτού») και υποτασσόταν στον άλλο άνδρα ως σεξουαλικό αντικείμενο. Αυτό όμως δεν συμφωνούσε με την αντίληψη περί ελευθέρου πολίτη.

Ενδεικτικό τού πόσο η ανδρική ομοφυλοφιλία ήταν σύμφυτο στοιχείο της ελληνικής κοινωνικής, καλλιτεχνικής και πολιτικής ζωής είναι ότι έχουμε ιστορικές μαρτυρίες για βασιλείς, ποιητές, φιλοσόφους, καλλιτέχνες που διατηρούσαν τέτοιους ερωτικούς δεσμούς: ο Σωκράτης με τον Αλκιβιάδη, ο Πλάτων με τον Δίωνα, ο Ευριπίδης με τον Αγάθωνα, ο Σοφοκλής με τον Δημοφώντα, ο Θέογνις με τον Κύρνο, ο σεβάσμιος και συντηρητικός Πίνδαρος με τον Θεόξενο, ο Πτολεμαίος με τον Γαλέστη.

 

Ετεροφυλικές σχέσεις

 

Απ’ όσα είπαμε μέχρι τώρα θα ήταν λάθος να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι αρχαίοι Έλληνες δεν ερωτεύονταν τις γυναίκες. Πέραν όσων αναφέραμε, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι Έλληνες της αρχαιότητας ήταν άνδρες όπως όλοι οι άλλοι άνδρες του κόσμου τούτου και πως οι γυναίκες δεν ήταν γι’ αυτούς απαραίτητες μόνο για την αναπαραγωγή και την συνεπαγόμενη διαιώνιση τού είδους.

Είναι διάσημη η ρήση που αποδίδεται στον Δημοσθένη (οι φιλόλογοι τον λέμε ψευδο-Δημοσθένη): «Εμείς οι άνδρες έχουμε τις παλλακίδες για την καθημερινή φροντίδα του σώματος, τις εταίρες για την ηδονή και τις νόμιμες συζύγους για να γεννούν παιδιά και να προσέχουν το σπίτι». Όσο κι αν υπάρχει μια ρητορική υπερβολή, φαίνεται πως αποδίδει εν πολλοίς την αλήθεια.

 

Γάμος

 

Οι παντρεμένες γυναίκες προορίζονταν – θα το πω για τους γερμανόφωνους – για τα τρία Κ: Kinder – Küche – Kirche (παιδιά – κουζίνα – εκκλησία). Ο γάμος αποσκοπούσε στην αναπαραγωγή, και υπήρχε επαγρύπνηση για την αγνότητα της γυναίκας και μητέρας, επειδή τα παιδιά έπρεπε να είναι νόμιμα. Εάν μια γυναίκα βιαζόταν ή ξελογιαζόταν, το θύμα από νομικής, εάν όχι και από ηθικής άποψης ήταν ο σύζυγος.

Η μοιχεία ατίμωνε το σύζυγο και πατέρα, γιατί, όπως εξηγήσαμε, υπήρχε ο κίνδυνος να μεγαλώνουν νόθα παιδιά, άρα και μελλοντικοί κληρονόμοι. Ως εκ τούτου, ο σύζυγος είχε το δικαίωμα να σκοτώσει τον μοιχό χωρίς νομικές συνέπειες, εάν συλλάμβανε το παράνομο ζευγάρι επ’ αυτοφώρω. Συνηθέστερα δίωκε δικαστικά ή ταπείνωνε σωματικά τον αντίπαλο του και έπαιρνε διαζύγιο από τη γυναίκα του που έτσι δυσφημιζόταν. Ο σύζυγος μπορούσε να μοιχεύεται. Ο έγγαμος άνδρας που συνουσιάζεται με τη γυναίκα ενός άλλου άνδρα γίνεται ένοχος απέναντί του. Αλλά δεν γίνεται ένοχος απέναντι στη γυναίκα του, γιατί αυτή δεν χάνει τίποτα με το παραστράτημά του.

Παρά τον κοινωνικό τους αποκλεισμό, οι γυναίκες είχαν ευκαιρίες να βγουν έξω από το σπίτι και να συναντήσουν τους εραστές τους, εάν είχαν αυτή την τάση. Η έμμονη ιδέα των ανδρών ήταν ότι οι γυναίκες ήταν μονίμως διψασμένες για σεξ και ότι θα έπρεπε να είναι υπό έλεγχο. Ήταν επιπόλαιες και ανεύθυνες, πάντοτε έτοιμες να υποκύψουν στον πειρασμό και δεν τις χαρακτήριζε ο αυτοέλεγχος των ανδρών.

Η παρθενία των κοριτσιών προστατευόταν με ιδιαίτερη προσοχή, και ο γάμος συχνά κανονιζόταν κατά την έναρξη της εμμήνου ρύσεως ή και πριν από αυτήν. Τέλος, θα πρέπει να πούμε ότι δεν ήταν δυνατόν να μην υπήρχαν γυναίκες που απολάμβαναν το έρωτα του συζύγου τους. Σώζονται πολλά επιτύμβια επιγράμματα που αναφέρονται με συγκίνηση στη συζυγική αγάπη. Δεν μπορούμε να θεωρήσουμε όλα τα επιγράμματα ανειλικρινή. Πχ.:

Η Χαιρεστάτη βρίσκεται θαμένη σ’ αυτό τον τάφο. Όταν ζούσε,

Ο σύζυγός της την αγαπούσε. Όταν πέθανε τη θρήνησε.

 

Εξωσυζυγικές σχέσεις

  

Στο δίλημμα: ερωτική ηδονή ή συζυγική πίστη, οι αρχαίοι Έλληνες φαίνεται ότι προτιμούσαν το πρώτο.

Τα κορίτσια, όπως είπαμε, παντρεύονταν νωρίς στην ηλικία περίπου των 14 ετών, όταν εμφανιζόταν η έμμηνος ρύση. Οι άνδρες συνήθως γύρω στα 30, έπρεπε δηλαδή να περιμένουν διπλάσιο χρόνο. Αυτό σήμαινε ότι οι νεαρές παντρεμένες γυναίκες περιστοιχίζονταν από άνδρες της ηλικίας τους που θα παρέμεναν άγαμοι για πολλά ακόμη χρόνια. Καθήκον της γυναίκας ήταν να είναι πιστή στο σύζυγό της. Για τον άνδρα δεν υπήρχε ηθικός στιγματισμός αν αναζητούσε την σεξουαλική ικανοποίηση εκτός γάμου. Θα έπρεπε μόνο να μην επιδεικνύει τις εξωσυζυγικές δραστηριότητες στη γυναίκα του. Επειδή όμως οι εξωσυζυγικές σχέσεις του με την σύζυγο ενός πολίτη μπορεί να είχαν ακραίες συνέπειες, εάν αποκαλύπτονταν, μια εύκολη καταφυγή ήταν η πορνεία.

 

Τρυφερή σκηνή ζευγαριου, πιθανότατα άνδρα και εταίρας. Αττική ερυθρόμορφη κύλικα υπογεγραμμένη από τον αγγειοπλάστη Ιέρονα και αποδιδόμενη στον αγγειογράφο Μάκρονα. 490-480 π.Χ. Παρίσι – Λούβρο.

 

Πορνεία

 

Δύο κωμαστές σε ερωτικό παιχνίδι με μια εταίρα. Ερυθόμορφος στάμνος. Περίπου 440 πΧ. Παρίσι-Λούβρο.

Η πορνεία λειτουργούσε, πολύ περισσότερο απ’ ότι σήμερα, ως ένας θεσμός ρυθμιστικός για τη διοχέτευση σεξουαλικών δυνάμεων που ζητούσαν εκτόνωση, προστατεύοντας ταυτοχρόνως την κοινωνική ευταξία, διότι κρατούσε τους ακόμη άγαμους ή τους ήδη έγγαμους μακριά από τις θυγατέρες και τις συζύγους των αστών. Γι’ αυτό η πορνεία δεν ήταν ποινικοποιημένη, αλλά την καλλιεργούσαν ως σημαντική διασκέδαση των ανδρών.

Πορνεία ασκούσαν:

  1. Οι πόρνες, οι οποίες είχαν κάποια νομική προστασία από τους νόμους και έπρεπε να πληρώνουν φόρους, είτε ως ιδιώτες είτε ως εργαζόμενες σε πορνείο.
  2. Οι παλλακίδες, οι οποίες ήταν ερωμένες και δούλες μαζί. Η παράνομη συμβίωση ήταν προφανώς ακριβότερη από τις περιστασιακές σχέσεις και αποτελούσε προνόμιο των πλουσίων.
  3. Οι εταίρες, πόρνες πολυτελείας, βρισκόταν στην ανώτερη βαθμίδα της πορνείας. Ήταν γυναίκες συνοδοί, που σε πολλές περιπτώσεις διέθεταν μόρφωση και γι’ αυτό μπορούσαν να συμμετάσχουν με αξιώσεις σε μια ανδρική παρέα. Διάσημη η Ασπασία, που είχε έλθει από τη Μίλητο.
  4. Πολύ μικρότερη φήμη είχαν οι κοπέλες που πληρώνονταν για να εξυπηρετούν τους άνδρες στα συμπόσια. Θα έπρεπε να παίζουν μουσικά όργανα και να χορεύουν, και η βραδιά θα ολοκληρωνόταν με τις σεξουαλικές υπηρεσίες τους στους άνδρες που κάθονταν στα ανάκλιντρα.

Τώρα, σε ό,τι αφορά τους τρόπους της γενετήσιας επαφής, όπως βλέπουμε στις απεικονίσεις των αγγείων και διαβάζουμε στις φιλολογικές μαρτυρίες, τα πάντα εγένοντο: συνουσία δια του κόλπου, συνουσία δια του πρωκτού, πεολειχία, αιδοιολειχία, ομαδικές συνευρέσεις.

 

Σκηνή από συμπόσιο. Κωμαστής και εταίρες σε ερωτικό παιχνίδι. Τέλος 6ου αιώνα π.χ. Βασιλικό Μουσείο Τέχνης και Ιστορίας, Βρυξέλες.

 

Έλεγχος των γεννήσεων

 

Εν κατακλείδι, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η πορνεία χρησίμευε και ως παράγοντας ελέγχου των γεννήσεων.

Άλλοι τρόποι οικογενειακού προγραμματισμού ήταν:

  • Αντισύλληψη: υπολογισμός γόνιμων ημερών (λανθασμένος), διακεκομμένη συνουσία, διάφορα ανορθολογιστικά μέσα: μάγια, φυλαχτά (Πολλοί θεωρούσαν ότι η αποτροπή της εγκυμοσύνης είναι πέρα από τον ανθρώπινο έλεγχο).
  • Έκτρωση: καθαρτικά διαφόρων ειδών, πίεση στην κοιλιακή χώρα, δυνατά άλματα, διαδρομή πάνω σε κάρο στους ανώμαλους ελληνικούς δρόμους.
  • Έκθεση των βρεφών κυρίως των κοριτσιών, λόγω προίκας (Νέα Κωμωδία) και σπανιότερα παιδοκτονία.

 

Λεσβιακός έρωτας

 

Για τη γυναικεία ομοφυλοφιλία έχουμε πολύ λίγα στοιχεία, κι αυτό εξ αιτίας της ανδροκρατικής κοινωνίας που ασχολήθηκε φιλολογικά και εικαστικά με ό,τι έκαναν κατά βάση οι άνδρες.

Είναι γνωστή βέβαια η περίπτωση της Σαπφώς στη Λέσβο. Στη Σπάρτη, το φαινόμενο πρέπει να ήταν ευρύτατα διαδεδομένο. Το γεγονός ότι οι γυναίκες συνδέονταν ερωτικά ήταν αποδεκτό ως μέρος της ζωής, αλλά σ’ αυτή τη σχέση δεν αποδιδόταν η σημασία που είχε η αντίστοιχη σχέση των ανδρών.

 

Σαπφώ, λάδι σε καμβά. Έργο του Γάλλου ζωγράφου, Ζαν Μπατίστ Ρενό (Jean-Baptiste Regnault, 1754 –1829). Nationalmuseum (Stockholm).

 

Αυτοϊκανοποίηση

 

Όλα αυτά που λέμε ισχύουν εάν κάποιος έχει ερωτικό σύντροφο. Η σεξουαλική αυτοϊκανοποίηση φαίνεται ότι ήταν η έσχατη λύση για όσους δεν είχαν σύντροφο, άνδρες και γυναίκες. Τόσο στους κωμωδιογράφους όσο και στα αγγεία έχουμε αναπαραστάσεις με άνδρες «εν δράσει». Οι μοναχικές γυναίκες, παρ’ όλο που τα στοιχεία δεν είναι πολλά, φαίνεται ότι χρησιμοποιούσαν ένα υποκατάστατο πέους, έναν τεχνητό φαλλό, τον όλισβον. Ο όλισβος φτιαχνόταν συνήθως από (φουσκωμένο) δέρμα και πριν από τη χρήση έπρεπε να αλειφτεί με λάδι.

Γυναίκες και άνδρες, όταν συμμετέχουν σε σκηνές ομαδικού σεξ και τυχαίνει να μην έχουν επαφή, εικονίζονται ορισμένες φορές να αυτοϊκανοποιούνται για παρηγοριά.

 

Εν κατακλείδι

 

Τα ερωτικά ήθη και η σεξουαλική συμπεριφορά των αρχαίων Ελλήνων, που προσπάθησα να σας εξηγήσω προηγουμένως, συμπλέκονται αναγκαστικά με την λειτουργία της ελληνικής πόλεως.

Ιδιαιτέρως το πιο ιδιόρρυθμο για μας σήμερα φαινόμενο ερωτισμού, εκείνο του παιδικού έρωτα, τροφοδοτούνταν και κέρδιζε τη ζωτικότητά του μέσα από τους δεσμούς των ελεύθερων πολιτών. Όταν από τον 4Ο  π.Χ. οι ελληνικές πόλεις αρχίζουν να φθίνουν, όταν η αθηναϊκή δημοκρατία αποτελεί παρελθόν, όταν ο Αλέξανδρος καταβροχθίζει την Ελλάδα και την Ανατολή και οι επίγονοι του εγκαθιδρύουν αχανή μοναρχικά βασίλεια, ένας άλλος κόσμος αναδύεται. Δεν θα πω καλύτερος ή χειρότερος. Δεν έχει άλλωστε νόημα. Πάντως ένας κόσμος τελείως διαφορετικός. Με τον κοσμοπολιτισμό του, την γοητεία τής «παρακμής» και τα πάθη του.

Σ’ αυτόν τον καινούργιο, ελληνιστικό κόσμο ο πολίτης γίνεται άτομο. Ο παιδικός έρωτας, ο κατ’ εξοχήν ελληνικός έρωτας, έχασε κάθε παιδαγωγική λειτουργία. Είχε κάνει τον κύκλο του. Έτσι η κοινωνική και παιδαγωγική αποστολή, που εξωράιζε ή συγχωρούσε το παρά φύσιν εξέλιπε και έμεινε μόνο το πάθος. Σ’ αυτήν την κατάσταση τον παρέλαβαν οι Ρωμαίοι, αυτόν καταδίκασε αυστηρά ο Χριστιανισμός.

 

Επίλογος

 

Ίσως σε μερικούς σημερινούς Έλληνες – όχι ίσως, είναι βέβαιο – όλα αυτά να ακούγονται ως μία απομυθοποίηση των αρχαίων Ελλήνων, γι’ αυτό και αντιδρούν κατά καιρούς.

Θα πρέπει, αν εκτιμάμε το παρελθόν μας, πρώτα-πρώτα να το γνωρίσουμε καλά, χωρίς ρητορικούς στόμφους και εθνικιστικές εξάρσεις. Θα πρέπει επίσης να καταλάβουμε ότι ο αρχαιοελληνικός κόσμος δεν είναι πρότυπο για μίμηση – δεν θα ήταν δυνατόν να είναι. Είναι ένας κόσμος προκλητικά ενδιαφέρων στον οποίο ο άνθρωπος των νεώτερων χρόνων βρήκε να ενυπάρχουν πολλά από τα χαρακτηριστικά του δυτικού πολιτισμού. Γι’ αυτό ακριβώς οι ξένοι, οι Δυτικοί δηλαδή, τον μελετούν και τον σπουδάζουν.

Προσπαθήσαμε να βάλουμε στα όρια μιας ομιλίας το ωραιότερο, ευγενέστερο και γλυκύτερο συναίσθημα του ανθρώπου, τον Έρωτα – όπως αυτό μαρτυρείται σε μια κοινωνία μιας εποχής. Ποιος φιλόλογος όμως, ποιος ιστορικός και ποιος αρχαιογνώστης μπορεί να μας μιλήσει για τους ανεκπλήρωτους πόθους και τις ερωτικές φαντασιώσεις των αρχαίων Ελλήνων. Κανείς! Ο Έρωτας δεν πιάνεται!

 

Επιλογή βιβλιογραφίας για το θέμα:

 

  • Borneman, H πατριαρχία, Αθήνα (Μ.Ι.Ε.Τ.) 1988. [Ογκώδες και καταιγιστικό σε πληροφορίες βιβλίο. Αναπτύσσει εξαντλητικά την επιστημονική υπόθεση περί μητριστικών κοινωνιών. Η θεώρησή του είναι μαρξιστική].
  • Brisson, Το αμφίβολο φύλο. Ανδρογυνία και ερμαφροδιτισμός στην ελληνορωμαϊκήαρχαιότητα, Αθήνα (Μ.Ι.Ε.Τ.) 2003.
  • J. Dover, Η ομοφυλοφιλία στην Αρχαία Ελλάδα, Αθήνα (εκδ. Χιωτέλλη) 1990. [Βιβλίο μεγάλης επιστημοσύνης, εξαντλεί το θέμα, με μεγάλη έμφαση στις πηγές. Πλούσια εικονογράφηση].
  • Α. Λεντάκης, Ο Έρωτας στην Αρχαία Ελλάδα, 4 τόμοι, Αθήνα (εκδ. Καστανιώτη) 1997-99.
  • Mossé, Η γυναίκα στην Αρχαία Ελλάδα, Αθήνα (εκδ. Παπαδήμα) 42004. [Πολύ αξιόλογο βιβλίο για τη θέση της γυναίκας].
  • Περιοδικό Αρχαιολογία, τεύχος 10, Φεβρ. 1984. [Ωραίο αφιέρωμα με πλούσια εικονογράφηση από αγγεία].
  • Reinsberg, Γάμος, εταίρες και παιδεραστία στην Αρχαία Ελλάδα, Αθήνα (εκδ. Παπαδήμα) 1999. [Πολύ καλό, προσιτό, ευσύνοπτο και κατατοπιστικό εγχειρίδιο για το θέμα, με εικονογράφηση].
  • Sergent, Ομοφυλοφιλία στην ελληνική μυθολογία, Αθήνα (εκδ. Χατζηνικολή) 1985.
  • Sparkes, Ελληνικός πολιτισμός, Αθήνα (εκδ. Καρδαμίτσα) 2002, σσ. 297-313.
  • Ι. Συκουτρής, Πλάτωνος Συμπόσιον. Κείμενον, μετάφρασις και ερμηνεία, Αθήνα (εκδ.Εστία) 71982. [Μνημειώδης και τολμηρή έκδοση για τα ελληνικά δεδομένα της εποχής, 1η  έκδοση 1934].
  • Tannahill, Ιστορία των σεξουαλικών ηθών, Αθήνα (εκδ. Τραυλός) 1998.
  • Vanoyeke, Η πορνεία στην Ελλάδα και στη Ρώμη, Αθήνα (εκδ. Παπαδήμα) 1996.

 

Βασίλειος Π. Βερτουδάκης

Επίκουρος Καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

 

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Read Full Post »

 Η Μη-Φιλελεύθερη Δημοκρατία της Αρχαίας Αθήνας – Αριστείδης Ν. Χατζής


 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Φιλοξενούμε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα»  την ομιλία του κ. Αριστείδη Ν. Χατζή στο διεθνές συνέδριο «Ancient Greece and the Modern World: The Influence of Greek Thought on Philosophy, Science and Technology» που πραγματοποιήθηκε στην Αρχαία Ολυμπία τον Αύγουστο του 2016, με τίτλο:

 

«Η Μη-Φιλελεύθερη Δημοκρατία της Αρχαίας Αθήνας»

 

Στην αρχαία Αθήνα οφείλουμε το δημοκρατικό πολίτευμα, την αρχή της πλειοψηφίας (ως τον δημοκρατικό τρόπο λήψης αποφάσεων) αλλά επίσης και τη θεσμική κατοχύρωση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας. Στην αρχαία Αθήνα όμως παρατηρείται για πρώτη φορά το φαινόμενο του λαϊκισμού. Επιπλέον η Αθηναϊκή Δημοκρατία δεν υπήρξε ποτέ Κράτος Δικαίου. Η δύναμη του Δήμου ήταν σχεδόν ανεξέλεγκτη, δεν υπήρχαν συνταγματικές εγγυήσεις, θεσμικοί έλεγχοι και ισορροπίες και δεν αναγνωρίζονταν ατομικά δικαιώματα. Αρκούσε μια απλή πλειοψηφία πολιτών στην Εκκλησία του Δήμου ή λαϊκών δικαστών για να παραβιαστούν όλες οι αρχές που συνδέουμε σήμερα με το Κράτος Δικαίου. Η έννοια της ελευθερίας στην αρχαιότητα ήταν πολύ διαφορετική από τη σύγχρονη – που την οφείλουμε στον διαφωτισμό και τις μεγάλες επαναστάσεις από το 1776 μέχρι το 1848. Η σύγχρονη αντίληψη οδήγησε στο μοντέλο της κυρίαρχης σήμερα φιλελεύθερης δημοκρατίας. Θα συζητήσουμε το θέμα με αναφορά σε διάσημα ιστορικά επεισόδια και δίκες. Όπως θα δούμε όμως (με αναφορά σε τρία σημαντικά κείμενα) οι φιλελεύθερες ιδέες της ατομικότητας, της ανοχής και του κράτους δικαίου πρωτοεμφανίστηκαν στην αρχαία αθηναϊκή γραμματεία. Οι ιδέες αυτές ήταν πρωτότυπες για την εποχή τους αλλά ταυτόχρονα περιθωριακές, δεν επηρέασαν τους θεσμούς αλλά συνεχίζουν να εντυπωσιάζουν μέχρι και σήμερα.

  1. Αρχαία και Σύγχρονη Ελευθερία

Benjamin Constant (Μπενζαμέν Κονστάν, 1767-1830), πολιτικός και συγγραφέας, ένθερμος φιλελεύθερος από τις αρχές του 19ου αιώνα.

Στις 13 Φεβρουαρίου του 1819, τριάντα χρόνια μετά το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης και τέσσερα μόλις χρόνια μετά την Παλινόρθωση των Βουρβόνων, ο Benjamin Constant, από τους κορυφαίους φιλελεύθερους διανοούμενους της εποχής, εκφώνησε έναν από τους σημαντικότερους λόγους στην ιστορία της πολιτικής σκέψης.

Ο Constant ήταν 52 ετών, βετεράνος πολιτικός και συγγραφέας αλλά και μια προσωπικότητα που ενέπνεε κύρος στη γαλλική κοινωνία. Η διάλεξη δόθηκε στο Athénée Royal, υπό τον τίτλο: «Η ελευθερία των Αρχαίων εν συγκρίσει προς εκείνην των Νεωτέρων» (De la libertι des Anciens comparιe à celle des Modernes). Για σχεδόν 150 χρόνια παρέμεινε ξεχασμένη μέχρι που ανασύρθηκε από την αφάνεια από σύγχρονους μελετητές.

Το βασικό επιχείρημα του Constant είναι πολύ απλό: η Αθήνα ήταν δημοκρατία αλλά όχι φιλελεύθερη δημοκρατία. Αν και ήταν η καλύτερη αρχαία δημοκρατία, δεν θα μπορούσε να συγκριθεί με τις πλέον προοδευτικές δημοκρατίες των αρχών του 19ου αιώνα. Ο λόγος βέβαια ήταν ότι αν και οι Αθηναίοι πολίτες ήταν ελεύθεροι, δεν ήταν όμως τόσο ελεύθεροι όσο τα άτομα στις σύγχρονες φιλελεύθερες συνταγματικές δημοκρατίες.

Αλλά ας δούμε πρώτα τι σημαίνει ο όρος «φιλελεύθερη δημοκρατία».

James Madison (Τζέιμς Μάντισον, 1751-1836), τέταρτος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής.

Η Δημοκρατία είναι στην πραγματικότητα ένας τρόπος να λαμβάνονται συλλογικές α-ποφάσεις. Ο δημοκρατικός τρόπος λήψης συλλογικής απόφασης βασίζεται στην αρχή της πλειοψηφίας. Όταν υπάρχει κάποια διαφωνία (και στη γνήσια δημοκρατία υπάρχουν πάντα διαφωνίες) η απόφαση από την πλειοψηφία εξασφαλίζει την πολιτική νομιμοποίηση γιατί φαίνεται, και είναι ένας δίκαιος τρόπος και επιπλέον ο πιο συμβατός με την ελευθερία. Η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, που βασίζεται στην αρχή της πλειοψηφίας, ισοδυναμεί με τη λεγόμενη «δημοκρατική αρχή», μια αρχή που ανακάλυψαν οι αρχαίοι Αθηναίοι.

Όμως, αναρωτιέται κανείς, είναι πολιτικά επιθυμητό να αποφασίζει η πλειοψηφία για τα πάντα; Όχι βέβαια. Διότι υπάρχει μια περιοχή όπου τα άτομα θα πρέπει να αφήνονται ελεύθερα να αποφασίζουν για τους εαυτούς τους, ακόμα και όταν οι αποφάσεις τους θα επηρεάσουν το σύνολο της κοινωνίας. Αυτή η περιοχή περιχαρακώνεται και προστατεύεται από τα ατομικά δικαιώματα. Είναι μια περιοχή προσωπικής ελευθερίας όπου η κοινωνία, η πλειοψηφία, η κυβέρνηση, δεν μπορούν να επέμβουν. Ποια είναι η έκταση αυτής της περιοχής; Εξαρτάται από το πόση ελευθερία έχει παραχωρήσει στα άτομα η κοινωνία. Ας ονομάσουμε αυτήν την αρχή «φιλελεύθερη». Η φιλελεύθερη αρχή κατοχυρώθηκε θεσμικά για πρώτη φορά από τον James Madison στο Αμερικανικό Σύνταγμα του 1787 και ιδίως στις Τροποποιήσεις (Bill of Rights) που ακολούθησαν δύο χρόνια αργότερα.

Επομένως, σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία υπάρχει μια αυστηρά προσωπική περιοχή που την προστατεύουν τα αρνητικά δικαιώματα. Αυτή η περιοχή πρέπει να προστατεύεται όχι μόνο από μια αυταρχική κυβέρνηση αλλά ακόμα και από τη δημοκρατική πλειοψηφία. Την προστασία θα πρέπει να την εγγυάται το Κράτος Δικαίου και το πιο ισχυρό θεσμικό του όπλο: το Σύνταγμα. Μια κοινωνία όπου ο λαός καλείται τακτικά να εκφράσει τις αξίες, τις προτιμήσεις και τις επιλογές του μέσω της ψήφου και όπου το Κράτος Δικαίου εγγυάται μια εκτεταμένη περιοχή προσωπικής ελευθερίας, είναι μια φιλελεύθερη κοινωνία. Τα άτομα σ’ αυτήν την κοινωνία ελέγχουν τη ζωή τους, είναι προσωπικά αυτόνομα. Η ευημερία τους συνδέεται με τις ατομικές προτιμήσεις τους. Δεν καθορίζεται από την κοινωνία, μια πλειοψηφία ή μια επιτροπή ειδικών. Η ευημερία επιτυγχάνεται από την ικανοποίηση των ατομικών προτιμήσεων μέσω επιλογών και συμβάσεων.

John Stuart Mill (Τζον Στιούαρτ Μιλ 1806-1873). Βρετανός φιλόσοφος, πολιτικός και οικονομολόγος.

Για να καταλάβουμε καλά την αντίθεση της δημοκρατικής με τη φιλελεύθερη αρχή, ας δούμε πώς ο John Stuart Mill υπερασπίζεται το σημαντικότερο ατομικό δικαίωμα: «Ας υποθέσουμε ότι ολόκληρη η ανθρωπότητα, με τη μοναδική εξαίρεση ενός ατόμου, έχει την ίδια άποψη πάνω σ’ ένα θέμα, ενώ το μοναδικό αυτό άτομο έχει αντίθετη άποψη από την υπόλοιπη ανθρωπότητα στο ίδιο θέμα. Ακόμα και σ’ αυτήν την περίπτωση η ανθρωπότητα δεν δικαιολογείται να αναγκάσει αυτό το μοναδικό άτομο να σωπάσει, περισσότερο απ’ ότι αυτό το άτομο δικαιολογείται, αν είχε τη δύναμη, να αναγκάσει την ανθρωπότητα να σωπάσει αυτή.» (On Liberty, 1859, II.1).

Η Αθήνα ήταν δημοκρατία, αλλά όχι φιλελεύθερη. Οι Αθηναίοι ανακάλυψαν την αρχή της πλειοψηφίας αλλά όχι τα ατομικά δικαιώματα. Επιπλέον, πολύ δύσκολα θα χαρακτήριζε κάποιος την Αθηναϊκή Πολιτεία, Κράτος Δικαίου. Διότι στο Κράτος Δικαίου, όπως ο Αριστοτέλης το όρισε, ο νόμος είναι πάνω από τους ανθρώπους, ακόμα και τις πλειοψηφίες: «τὸν ἄρα νόμον ἄρχειν αἱρετώτερον μᾶλλον ἢ τῶν πολιτῶν ἕνα τινά, κατὰ τὸν αὐτὸν δὲ λόγον τοῦτον, κἂν εἴ τινας ἄρχειν βέλτιον, τούτους καταστατέον νομοφύλακας καὶ ὑπηρέτας τοῖς νόμοις» (Πολιτικά 3.1287a). Στην αρχαία Αθήνα όμως ο λαός, ο Δήμος, ήταν πολιτικά κυρίαρχος και τίποτα δεν μπορούσε να περιορίσει την εξουσία του. Δεν υπήρχε Σύνταγμα, οι νόμοι μπορούσαν να καταργηθούν ή να αχρηστευθούν ανά πάσα στιγμή από μια περιστασιακή πλειοψηφία και δεν υπήρχε σύστημα θεσμικών ελέγχων και ισορροπιών. Η Αθήνα ήταν μια μη-φιλελεύθερη δημοκρατία.

Αλλά ας δούμε ποιο είναι ακριβώς το επιχείρημα του Constant. Για τον Γάλλο διανοούμενο η ελευθερία στην αρχαία Ελλάδα:

 

συνίστατο στη συλλογική αλλά έμμεση άσκηση πολλών όψεων μιας ακέραιης κυριαρχίας· στη δημόσια διαβούλευση για ζητήματα πολέμου και ειρήνης· στη σύναψη συμμαχιών με ξένους· στην ψήφιση νόμων· στην έκδοση αποφάσεων· στον έλεγχο των δαπανών, των πράξεων και της διαχείρισης των αρχόντων, στην έγκληση των τελευταίων, στην απαγγελία κατηγοριών, στην καταδίκη ή στην αθώωσή τους. Αλλά εάν αυτή υπήρξε η αντίληψή τους για την ελευθερία, θεωρούσαν ταυτόχρονα ότι η τελευταία είναι συμβατή με την πλήρη υποταγή του ατόμου στην αυθεντία του συνόλου. Δεν απαντάται σε αυτούς καμία από τις απολαύσεις που, όπως είδαμε, αποτελούν τμήμα της ελευθερίας των συγχρόνων. Κάθε εκδήλωση της ιδιωτικής ζωής επιτηρείται αυστηρά. Καμία βαρύτητα δεν αποδίδεται στην ατομική ανεξαρτησία, ούτε στη σχέση της με την έκφραση γνώμης, το επάγγελμα και προπάντων τη θρησκεία. Η δυνατότητα να επιλέγει κανείς τη θρησκεία του, την οποία εμείς θεωρούμε ως πολύτιμο δικαίωμα, θα εθεωρείτο από τους αρχαίους εγκληματική και βλάσφημη. Η αυθεντία του κοινωνικού σώματος παρεμβάλλεται και φιμώνει τη βούληση των ατόμων σε ζητήματα που εμείς θεωρούμε τα πλέον ασήμαντα. […] Έτσι στους αρχαίους, το άτομο, αν και σχεδόν πάντα κυρίαρχο στα δημόσια πράγματα, κατέχει θέση δούλου στο πλαίσιο των ιδιωτικών του σχέσεων. Ως πολίτης αποφασίζει για τον πόλεμο και την ειρήνη· ως ιδιώτης περιορίζεται, παρακολουθείται και καταπιέζεται σε όλες του τις κινήσεις. Ως μέρος του συλλογικού σώματος ανακρίνει, καθαιρεί, καταδικάζει, ζημιώνει οικονομικά, εξορίζει και καταδικάζει σε θάνατο τους άρχοντες ή τους ανωτέρους του. Όταν, όμως, υποτάσσεται στο συλλογικό σώμα, μπορεί με τη σειρά του να χάσει τη θέση του, να στερηθεί των προνομίων του, να εξορισθεί και να θανατωθεί από τη διακριτική βούληση του συνόλου στο οποίο ανήκει.

 

Στο σημείο αυτό ο Constant κάνει μια σημαντική διάκριση. Η αρχαία Αθήνα δεν είχε το ίδιο είδος δημοκρατίας με τις υπόλοιπες πόλεις-κράτη. Η Αθήνα ήταν ειδική περίπτωση. Οι Αθηναίοι απολάμβαναν μεγαλύτερη ελευθερία από τους άλλους Έλληνες και η δημοκρατία τους είχε ομοιότητες με εκείνες των σύγχρονων φιλελεύθερων δημοκρατιών:

 

Υπήρχε στην αρχαιότητα μια Πολιτεία, όπου η υποταγή της ατομικότητας στο συλλογικό σώμα δεν ήταν τόσο απόλυτη όσο την περιέγραψα. Η Πολιτεία αυτή υπήρξε η ενδοξότερη όλων. Μαντεύετε βέβαια ότι πρόκειται να μιλήσω για την Αθήνα. […] [Α]πό όλα τα αρχαία κράτη, η Αθήνα είναι αυτή που μοιάζει περισσότερο με τα σύγχρονα. […] Το παράδειγμα της [Αθήνας], θα μπορούσε να μου αντιτάξει κανείς, προκειμένου να αντικρούσει ορισμένες παραδοχές μου. Ωστόσο, το παράδειγμα αυτό πρόκειται αντιθέτως να τις επιβεβαιώσει. Η Αθήνα, όπως έχω ήδη επισημάνει, υπήρξε η πλέον εμπορική από τις ελληνικές Πολιτείες, και παραχωρούσε στους πολίτες της απείρως μεγαλύτερη ατομική ελευθερία από ό,τι η Ρώμη και η Σπάρτη. Εάν μπορούσα να υπεισέλθω σε ιστορικές λεπτομέρειες, θα σας έδειχνα ότι το εμπόριο στάθηκε εκεί αφορμή για την εξάλειψη πολλών διαφορών που διακρίνουν τους αρχαίους από τους σύγχρονους λαούς. Το πνεύμα των εμπόρων της Αθήνας ήταν όμοιο με εκείνο των σύγχρονων. […] Παρατηρείστε, ακόμα, πόσο τα έθιμά τους μοιάζουν με τα δικά μας. […] Ως προς τις σχέσεις τους με τους ξένους, παρατηρούμε ότι επεκτείνουν τα πολιτικά δικαιώματα σε οποιονδήποτε μετοικεί στην πόλη τους με την οικογένειά του και ασκεί κάποιο επάγγελμα ή επιτήδευμα. Τέλος, εντυπωσιαζόμαστε από την υπερβολική αγάπη τους για την ατομική ανεξαρτησία.

 

Όμως, αν και η Αθήνα είχε το πολίτευμα με τη μεγαλύτερη ελευθερία στην αρχαία Ελλάδα, δεν θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε φιλελεύθερη δημοκρατία. Η «πλήρης υποταγή του ατόμου στην αυθεντία του συνόλου» παρατηρείται και εκεί:

Εντούτοις, αρκετές από τις συνθήκες που καθόριζαν το χαρακτήρα των αρχαίων εθνών ίσχυαν και στην Αθήνα. Καθώς υπήρχε ένας πληθυσμός δούλων και περιορισμένα εδαφικά όρια, συναντούμε και εκεί κάποια χαρακτηριστικά της ιδιαίτερης ελευθερίας των αρχαίων. Ο λαός νομοθετεί, ελέγχει τη διαγωγή των αρχόντων, υποχρεώνει τον Περικλή να λογοδοτήσει και καταδικάζει σε θάνατο όλους τους στρατηγούς που ήταν επικεφαλής στη ναυμαχία των Αργινουσών. Ταυτόχρονα εφαρμόζεται ο οστρακισμός, αυτή η νόμιμη αυθαιρεσία που εξαίρεται από όλους τους νομοθέτες της εποχής. Ο ανωτέρω θεσμός, που φαίνεται σε μας εξοργιστικά άδικος, και έτσι πρέπει, αποδεικνύει ότι στην Αθήνα το άτομο παρέμεινε περισσότερο υποταγμένο στην υπεροχή του κοινωνικού σώματος από όσο είναι σε οποιοδήποτε ελεύθερο ευρωπαϊκό κράτος σήμερα. […] Ο οστρακισμός στην Αθήνα εδραζόταν στην υπόθεση ότι η κοινωνία ασκεί απόλυτη εξουσία τα μέλη της. Με αυτή τη λογική θα μπορούσε να δικαιολογηθεί.

 

Προφανώς ο Constant έδωσε, ορθώς, μεγάλη σημασία στο θεσμό του οστρακισμού. Ο θεσμός είναι ασύμβατος με τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Τον ενοχλούσε όμως τόσο επειδή ενίσχυε το επιχείρημά του ή επειδή και ο ίδιος είχε ζήσει τόσα χρόνια στην εξορία, διωγμένος από σχεδόν όλες τις αυταρχικές Γαλλικές κυβερνήσεις, ακόμα και τις επαναστατικές; Υπάρχουν άλλα παραδείγματα της μη-φιλελεύθερης φύσης της Αθηναϊκής δημοκρατίας και ενδείξεις απουσίας του Κράτους Δικαίου; Θα παρουσιάσουμε κάποια από αυτά στο τρίτο μέρος αφού συζητήσουμε πρώτα με συντομία τη φύση και την κατευθυντήρια αρχή της Αθηναϊκής Δημοκρατίας.

  1. Η Αθηναϊκή Δημοκρατία και η Λαϊκή Κυριαρχία

Ο Αριστοτέλης με το δάσκαλό του Πλάτωνα στην Ακαδημία, λεπτομέρεια από το έργο «Η σχολή των Αθηνών», νωπογραφία του Ραφαήλ.

Δεν πρόκειται να αφηγηθώ την ιστορία της ανάπτυξης των δημοκρατικών θεσμών της Αθήνας ούτε πρόκειται να τους περιγράψω. Η βιβλιογραφία (παλαιότερη και πρόσφατη) για την Αθηναϊκή δημοκρατία είναι πλούσια και υψηλής ποιότητας, δεδομένων των περιορισμών που έχουμε στο να καταγράψουμε ένα είδος πολιτικής οργάνωσης που, από πολλές απόψεις, απέχει τόσο πολύ από το δικό μας. Ωστόσο, πρέπει να ξεκαθαρίσω κάποια θέματα και να δώσω ιδιαίτερη έμφαση σε ορισμένα χαρακτηριστικά του Αθηναϊκού συστήματος διακυβέρνησης.

Θα ξεκινήσω με κάτι που σπανίως τονίζεται όταν περιγράφεται η Αθηναϊκή δημοκρατία: η έννοια της δημοκρατίας δεν αναπτύχθηκε θεωρητικώς παράλληλα με τη θεσμική εξέλιξη της Αθηναϊκής δημοκρατίας. Η δημοκρατική θεωρία ήταν σε εμβρυϊκή κατάσταση τον πέμπτο αιώνα π.Χ. Φυσικά μπορούμε να βρούμε μερικές ιδέες που ανέπτυξαν φιλόσοφοι (όπως ο Πλάτωνας) και θεατρικοί συγγραφείς (όπως ο Αισχύλος) ενώ δεν πρέπει να υποβαθμίσουμε τη σημασία του «Επιτάφιου» του Περικλή, ενός από τα σημαντικότερα πολιτικά κείμενα στην ανθρώπινη ιστορία. Αλλά, δεν έχουμε συστηματική (δημοκρατική) πολιτική θεωρία πριν τον Αριστοτέλη.

Από την άλλη πλευρά, η θεσμική εξέλιξη για τουλάχιστον 250 χρόνια (από τις μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα έως το τέλος της Αθηναϊκής ανεξαρτησίας όταν ο Μέγας Αλέξανδρος κατοχύρωνε την εξουσία του στη Νότια Ελλάδα) ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακή. Ήταν ριζοσπαστική, καινοτόμος και περίπλοκη. Την ίδια στιγμή, όμως, δεν ήταν πάντα σταθερή και βασισμένη σε αρχές. Ακόμη και έναν αιώνα μετά τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη, ο μέσος Αθηναίος είχε μια μάλλον ασαφή ιδέα για το τι σήμαινε Δημοκρατία. Οι καθημερινοί άνθρωποι στην Αθήνα, αλλά και οι διανοούμενοι, ταύτιζαν τη δημοκρατία με ένα σύνολο θεσμών που καθιέρωναν τη λαϊκή κυριαρχία. Αλλά για πολλούς από αυτούς, η δημοκρατία δεν ήταν παρά η εξουσία του όχλου αφού οι αμόρφωτοι αγρότες, εργάτες, μικροέμποροι και ναύτες αποτελούσαν πάντοτε την πλειοψηφία. Μια πλειοψηφία που πολύ συχνά έπεφτε θύμα των δημαγωγών, των καιροσκόπων και των σωβινιστών. Παρά την έλλειψη ορισμού, η δημοκρατία ήταν πολύ δημοφιλής στην Αθήνα. Ακόμη και οι εχθροί της προσποιούνταν ότι ήταν δημοκράτες. Οι μεταρρυθμίσεις των Τριάκοντα Τυράννων ονομάζονταν «δημοκρατικές» καθώς την ίδια στιγμή το σκληρό, αυταρχικό καθεστώς εκτελούσε 1.500 επιφανείς δημοκρατικούς.

Γι’ αυτόν τον λόγο ήταν απαραίτητη μια επιπλέον θεσμική εξέλιξη: μια νομική ερμηνεία του όρου δημοκρατία. Αυτή η εξέλιξη ήρθε κάπως αργά. Το 337 π.Χ., κυριολεκτικά στο τέλος του βίου της Αθηναϊκής δημοκρατίας, ο Νόμος του Ευκράτη, ταύτισε τη Δημοκρατία με τη Λαϊκή Κυριαρχία για πρώτη φορά στην ιστορία των θεσμών: ἐάν τις ἐπαναστῇ τῷ δήμῳ ἐπὶ τυραννίδι ἢ τὴν τυραννίδα συνκαταστήσῃ ἢ τὸν δῆμον τὸν Ἀθηναίων ἢ τὴν δημοκρατίαν τὴν Ἀθήνησιν καταλύσῃ, ὃς ἂν τὸν τούτων τι ποιήσαντα ἀποκτείνῃ, ὅσιος ἔστω·

Η πρωτότυπη ιδέα σε αυτό το διάταγμα ήταν το γεγονός ότι το έννομο αγαθό δεν ήταν πλέον (όπως στη προηγούμενη νομοθεσία προστασίας του Πολιτεύματος) η ασαφής έννοια της Δημοκρατίας, αλλά η πιο πολιτικά απτή έννοια της Λαϊκής Κυριαρχίας. Ο Δήμος ήταν η μοναδική πηγή πολιτικής εξουσίας και πολιτικής νομιμοποίησης. Το διάταγμα χαράχτηκε πάνω σε μια μαρμάρινη στήλη, η κορωνίδα της οποίας απεικόνιζε τη Δημοκρατία να στεφανώνει τον καθήμενο μπροστά της Δήμο. Ο πολιτικός συμβολισμός ήταν περισσότερο από ξεκάθαρος.

Στην εκπνοή της, η αρχαία Αθηναϊκή Δημοκρατία ήταν μια γνήσια δημοκρατία, ένα πολιτικό σύστημα που παραχωρούσε κυριολεκτικά απόλυτη εξουσία στο λαό. Παραχωρούσε όμως στο λαό και το δικαίωμα να καταχραστεί αυτή την εξουσία, απόλυτα.

  1. Δημοκρατία Δίχως Ατομικά Δικαιώματα

Οι Αθηναίοι πολίτες είχαν δικαιώματα, αλλά αυτά τα δικαιώματα ήταν πολιτικά, όχι ατομικά. Αυτό σημαίνει ότι οι Αθηναίοι πολίτες είχαν το δικαίωμα να συμμετέχουν στην πολιτική, να εκλέγουν και να εκλέγονται. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι είχαν ένα μερίδιο στην Αθηναϊκή πολιτική κοινότητα – όχι όλοι οι κάτοικοι της Αττικής, φυσικά, αλλά μονάχα ένα 10-12% του συνολικού της πληθυσμού (οι ελεύθεροι, ενήλικοι άντρες, Αθηναίοι πολίτες γεννημένοι στην Αθήνα, αναλογούσαν σε 30.000 από τους 250.000 κατοίκους της Αθήνας του 5ου αιώνα).

Ωστόσο, αυτά τα δικαιώματα δεν ανήκαν στους πολίτες με τον τρόπο που τα ατομικά δικαιώματα είναι συνδεδεμένα με το άτομο σήμερα. Οι Αθηναίοι πολίτες δεν ήταν «άτομα» (ο ατομικισμός δεν είχε επινοηθεί) αλλά τμήματα ενός οργανικού συνόλου. Η «ατομικιστική» συμπεριφορά εξομοιωνόταν με εγωισμό και δεν ήταν ανεκτή από το πολιτικό σύστημα – ο οστρακισμός ήταν η δικλείδα ασφαλείας. Ήταν επίσης κατακριτέα από τη φιλοσοφία και την ποίηση. Όσοι ήρωες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας εμφάνιζαν ανησυχητικά ατομικιστικές τάσεις, κατηγορούνταν για ύβρη και το τέλος τους ήταν προκαθορισμένο.

Τα ατομικά δικαιώματα δεν μπορούσαν να επινοηθούν σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Ο Αριστοτέλης έχει περιγράψει τα όρια του ατόμου στην πρώιμη θεωρία του για το κοινωνικό συμβόλαιο, η οποία θυμίζει αρκετά τη θεωρία που θα υποστηρίξει ο Thomas Hobbes, 2 χιλιετίες αργότερα. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να επιβιώσει ως ένα απομονωμένο άτομο γιατί είναι από τη φύση του κοινωνικό ζώο. Η Πόλις προηγείται του ατόμου εκ φύσεως, καθώς το άτομο δεν μπορεί να υπάρχει εκτός της κοινωνίας. Όχι μόνο επειδή δεν είναι αυτάρκης αλλά και διότι δεν μπορεί να υφίσταται ως κάτι ξεχωριστό από την κοινωνία. Και εφόσον δεν μπορεί να είναι ένας θεός, είναι προφανώς ένα κτήνος.

Κατά την ορολογία του Constant: το άτομο δεν ήταν μονάχα υπόδουλο στην κυριαρχία του κοινωνικού συνόλου – ήταν αφύσικο γι’ αυτό να γίνει αντιληπτό ως κάτι ανεξάρτητο του κοινωνικού συνόλου. Αυτή ήταν η συμβατική αντίληψη στην αρχαία Ελλάδα, ακόμα και στη δημοκρατική Αθήνα. Τα ατομικά δικαιώματα, με την έννοια των δικαιωμάτων που περιορίζουν την πολιτική κοινότητα, ήταν επομένως κάτι το αδιανόητο.

  1. Δημοκρατία Χωρίς Κράτος Δικαίου

Άγαλμα του Σωκράτη στο προαύλιο του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Η Αθηναϊκή Δημοκρατία δεν ήταν μια συνταγματική δημοκρατία. Η Αθήνα δεν είχε σύνταγμα. Έτσι η εξουσία δεν μπορούσε να περιοριστεί. Υπήρχαν βεβαίως νόμοι που προέβλεπαν διάφορες διαδικασίες. Ωστόσο, αυτές οι διαδικασίες θα μπορούσαν να αλλάξουν μάλλον εύκολα, αν το επιθυμούσε μια προσωρινή πλειοψηφία. Η αναδρομικότητα δεν ήταν συνηθισμένη αλλά δεν ήταν και ξένη στο Αθηναϊκό νομικό σύστημα. Δεν υπήρχαν δικαστές αλλά λαϊκοί ένορκοι. Στην πραγματικότητα, οι δίκες στην Αθήνα ήταν λιγότερο δίκες και περισσότερο συνεδριάσεις ενός πολιτικού σώματος με 501 μέλη. Θα ήταν δύσκολο και για τον ικανότερο δικηγόρο να παρουσιάσει στοιχεία και να χρησιμοποιήσει ορθολογικά επιχειρήματα σε ένα τέτοιο σώμα. Αλλά δεν υπήρχαν καν δικηγόροι. Οι κατηγορούμενοι έπρεπε να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους με τη βοήθεια μιας αγόρευσης, που είχε προετοιμάσει γι’ αυτούς ένας επαγγελματίας λογογράφος. Το αθηναϊκό ήταν ξεκάθαρα ένα πολιτικό σύστημα στο οποίο κυριαρχούσαν οι άνθρωποι και όχι οι νόμοι.

Δεν επιθυμούμε να υποτιμήσουμε τον προοδευτικό, για την εποχή του, χαρακτήρα αυτού του πολιτικού συστήματος. Οι Αθηναίοι είχαν περισσότερες ασφαλιστικές δικλείδες να τους προστατεύουν από την αυθαίρετη εξουσία από οποιοδήποτε άλλο έθνος στον πλανήτη. Επιπλέον, αισθάνονταν ελεύθεροι και ανεξάρτητοι. Αλλά αυτό ήταν, έως έναν βαθμό, μια ψευδαίσθηση. Υπάρχουν πολλές δίκες που βοηθούν να το κατανοήσουμε.

Ένα διάσημο παράδειγμα είναι η δίκη των στρατηγών μετά από τη (νικηφόρο για τους Αθηναίους) ναυμαχία στις Αργινούσες. Σε 6 από τους 8 στρατηγούς ασκήθηκε δίωξη (οι υπόλοιποι δύο επέλεξαν την αυτοεξορία) επειδή απέτυχαν να διασώσουν όσους επέζησαν από τις βυθισμένες τριήρεις μετά από μια άγρια καταιγίδα. Οι έξι στρατηγοί καταδικάστηκαν σε θάνατο έπειτα από μια ιδιαίτερα προβληματική δίκη (ένα μείγμα πολιτικών ελιγμών και συναισθηματικών εξάρσεων), παρά τις προσπάθειες πολλών αξιωματούχων να επιβάλουν τον νόμο και να εξασφαλίσουν μια δίκαιη δίκη. Απέτυχαν παταγωδώς. Ένας από αυτούς τους νομοταγείς αξιωματούχους ήταν ο Σωκράτης, ο οποίος ήταν «επιστάτης» (Πρόεδρος του δικαστηρίου), το μοναδικό δημόσιο αξίωμα που κατείχε στη ζωή του.

Η αποτυχία να προστατεύσουν τα «δικαιώματα» των κατηγορουμένων στη δίκη των Αργινουσών και η παράκαμψη του νόμου για πολιτικούς σκοπούς, οδήγησε τελικά στη δίωξη του ίδιου του Σωκράτη. Ο πραγματικός κατήγορος δεν ήταν ο Άνυτος αλλά το ίδιο το Δημοκρατικό Κόμμα. Ο Άνυτος ήταν ένας διαβόητος νεόπλουτος πολιτικός, ο οποίος έγινε δημοφιλής (παρά το αμφιλεγόμενο παρελθόν του) όταν συμμετείχε ενεργά στην ανατροπή των Τριάκοντα Τυράννων. Ο ίδιος ενσάρκωνε την απέχθεια που διατηρούσαν τα μέλη του Δημοκρατικού Κόμματος για την κριτική του Σωκράτη στον κανόνα της πλειοψηφίας, στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και τη δημοκρατική διακυβέρνηση. Η κριτική του Σωκράτη δεν απαξίωνε απαραίτητα τη δημοκρατία. Αλλά ήταν αμφιλεγόμενη ειδικά σε ένα σημείο: ο Σωκράτης ήταν οπαδός του κράτους δικαίου, του περιορισμού δηλαδή της (δημοκρατικής) εξουσίας.

Για τον Σωκράτη οι νόμοι δεν ήταν απλώς «λέξεις χωρίς τα ξίφη». Ο Σωκράτης αυτό που πίστευε το υποστήριζε με τη διδασκαλία και τις επιλογές του. Ίσως στο πιο διάσημο απόσπασμα στην πολιτική φιλοσοφία, εξηγεί το γιατί (Πλάτων, Κρίτων 50a-c):

ἐλθόντες οἱ νόμοι καὶ τὸ κοινὸν τῆς πόλεως ἐπιστάντες ἔροιντο· “εἰπέ μοι, ὦ Σώκρατες, τί ἐν νῷ ἔχεις ποιεῖν; ἄλλο τι ἢ τούτῳ τῷ ἔργῳ ᾧ ἐπιχειρεῖς διανοῇ τούς τε νόμους ἡμᾶς ἀπολέσαι καὶ σύμπασαν τὴν πόλιν τὸ σὸν μέρος; ἢ δοκεῖ σοι οἷόν τε ἔτι ἐκείνην τὴν πόλιν εἶναι καὶ μὴ ἀνατετράφθαι, ἐν ᾗ ἂν αἱ γενόμεναι δίκαι μηδὲν ἰσχύωσιν ἀλλὰ ὑπὸ ἰδιωτῶν ἄκυροί τε γίγνωνται καὶ διαφθείρωνται;”

Η δίωξη και η καταδίκη του Σωκράτη προκάλεσε τέτοιο σοκ στους μαθητές του που οδήγησε ουσιαστικά στη γένεση της πολιτικής φιλοσοφίας. Ο αντίκτυπος αυτού του σοκ συναντάται όχι μόνο στον Αριστοτέλη αλλά θα τον ανακαλύψουμε ακόμα και στα πρακτικά της Συντακτικής Συνέλευσης που ψήφισε το Αμερικανικό Σύνταγμα του 1787.

Παρά τη διαβόητη κληρονομιά που άφησε η δίκη του Σωκράτη, υπάρχει κι άλλη μια δίκη, μια πολιτική δίκη, που αποτελεί ένα ακόμα καλύτερο παράδειγμα. Είναι η υπόθεση του χρυσού στεφάνου, που δόθηκε παράνομα ως βραβείο στον Δημοσθένη μετά από πρόταση του Κτησιφώντα, πολιτικού συμμάχου του Δημοσθένη, το 330 π.Χ. Ο Αισχίνης, που ήταν πολιτικός αντίπαλος του Δημοσθένη, αποφάσισε να μηνύσει τον Κτησιφώντα (υπονομεύοντας τον Δημοσθένη ταυτόχρονα) καθώς η απονομή του συγκεκριμένου βραβείου ήταν παράνομη εφόσον ο Δημοσθένης ήταν ακόμη αξιωματούχος και η τελετή έλαβε χώρα στα Διονύσια! Είναι ξεκάθαρο ότι ο Κτησιφώντας παραβίασε τον νόμο με την πρότασή του. Ο Αισχίνης περίμενε 6 χρόνια μέχρι να βρει την κατάλληλη ευκαιρία για να μηνύσει τον Κτησιφώντα, το 336 π.Χ. Στην πολύ καλά οργανωμένη και δομημένη με επιχειρήματα αγόρευσή του (Κατά Κτησιφώντα), ο Αισχίνης παρουσίασε την παραβατικότητα της πρότασης βασισμένος σε γεγονότα και στον γραπτό νόμο της πόλης. Σε ένα περίφημο απόσπασμα διακηρύσσει ότι η Αθηναϊκή Δημοκρατία είναι κράτος δικαίου. Και εξηγεί στους ενόρκους γιατί αυτό είναι τόσο σημαντικό (Aeschin. 3 6):

 

Εὖ γὰρ ἴστε, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ὅτι τρεῖς εἰσὶ πολιτεῖαι παρὰ πᾶσιν ἀνθρώποις, τυραννὶς καὶ ὀλιγαρχία καὶ δημοκρατία: διοικοῦνται δ᾽ αἱ μὲν τυραννίδες καὶ ὀλιγαρχίαι τοῖς τρόποις τῶν ἐφεστηκότων, αἱ δὲ πόλεις αἱ δημοκρατούμεναι τοῖς νόμοις τοῖς κειμένοις. Μηδεὶς οὖν ὑμῶν τοῦτ᾽ ἀγνοείτω, ἀλλὰ σαφῶς ἕκαστος ἐπιστάσθω, ὅτι ὅταν εἰσίῃ εἰς δικαστήριον γραφὴν παρανόμων δικάσων, ἐν ταύτῃ τῇ ἡμέρα μέλλει τὴν ψῆφον φέρειν περὶ τῆς ἑαυτοῦ παρρησίας. Διόπερ καὶ ὁ νομοθέτης τοῦτο πρῶτον ἔταξεν ἐν τῷ τῶν δικαστῶν ὅρκῳ, “ψηφιοῦμαι κατὰ τοὺς νόμους,” ἐκεῖνό γε εὖ εἰδώς, ὅτι ἂν διατηρηθῶσιν οἱ νόμοι τῇ πόλει, σῴζεται καὶ ἡ δημοκρατία.

 

Ορισμένοι μελετητές αναφέρουν αυτό το απόσπασμα ως απόδειξη ότι η Αθηναϊκή Δη-μοκρατία ήταν τελικά ένα κράτος δικαίου. Όμως αυτό το κείμενο δεν περιέχει μια περιγραφή αλλά ένα επιχείρημα – ένα επιχείρημα στο οποίο οι δικαστές έδωσαν ελάχιστη σημασία.

Παρά την εξαιρετική του ομιλία, δεν μπόρεσε να πείσει περισσότερο από το 1/5 των ενόρκων. Όλοι οι υπόλοιποι μαγεύτηκαν από την ομιλία του Δημοσθένη. Ο Δημοσθένης δεν ασχολήθηκε πολύ με νομικά επιχειρήματα. Δεν απάντησε σχεδόν καθόλου στα επιχειρήματα του Αισχίνη. Έδωσε απλώς έναν από τους σπουδαιότερους πολιτικούς λόγους στην ιστορία. Είναι χαρακτηριστικό ότι ανακοινώνει από την αρχή ότι τα επιχειρήματά του θα είναι αμιγώς πολιτικά:

 

Kακοήθης δ᾽ ὤν, Αἰσχίνη, τοῦτο παντελῶς εὔηθες ᾠήθης, τοὺς περὶ τῶν πεπραγμένων καὶ πεπολιτευμένων λόγους ἀφέντα με πρὸς τὰς λοιδορίας τὰς παρὰ σοῦ τρέψεσθαι. Οὐ δὴ ποιήσω τοῦτο: οὐχ οὕτω τετύφωμαι: ἀλλ᾽ ὑπὲρ μὲν τῶν πεπολιτευμένων ἃ κατεψεύδου καὶ διέβαλλες ἐξετάσω, τῆς δὲ πομπείας ταύτης τῆς ἀνέδην γεγενημένης, ὕστερον, ἂν βουλομένοις ᾖ τουτοισί, μνησθήσομαι.

 

Η ολέθρια ήττα του Αισχίνη αποτελεί και εμβληματική ήττα για την ιδέα του κράτους δικαίου.

  1. Μια Φαντασιακή Ανοιχτή Κοινωνία

Η Αθήνα δεν υπήρξε ποτέ κράτος δικαίου. Τα ατομικά δικαιώματα δεν αναγνωρίζονταν. Ήταν μια μη-φιλελεύθερη δημοκρατία. Ο Benjamin Constant είχε δίκιο όταν τόνιζε τις διαφορές με τις σύγχρονες δημοκρατίες. Παρ’ όλα αυτά, η Αθήνα δεν ήταν οποιαδήποτε δημοκρατία. Οι Αθηναϊκοί δημοκρατικοί θεσμοί ήταν υψηλής θεσμικής ποιότητας και η ατμόσφαιρα της ελευθερίας κυρίαρχη. Δεν μπορούμε παρά να διακρίνουμε σε πολιτικά και νομικά κείμενα, όπως αυτά το Αισχύνη ή του Πλάτωνα, ότι οι Αθηναίοι διανοούμενοι επιθυμούσαν κάτι παραπάνω. Θα αναφερθώ εν συντομία σε τρία κείμενα: μια τραγωδία, μια κωμωδία και έναν πολιτικό λόγο. Μοιράζονται (αντιστοίχως) την ίδια διαισθητική διορατικότητα για το κράτος δικαίου, για τον ατομικισμό, για μια ανεκτική, φιλελεύθερη κοινωνία.

Στις Ευμενίδες η θεά Αθηνά ιδρύει τον Άρειο Πάγο με μια διακήρυξη η οποία είναι εντυπωσιακή, διότι υπόσχεται έναν από τους πυλώνες του κράτους δικαίου: αμερόληπτη δικαιοσύνη που δεσμεύεται μόνο από τους νόμους (Aesch. Eum. 470-490):

Φόνων δικαστὰς ὁρκίους αἱρουμένη

θεσμὸν τὸν εἰς ἅπαντ᾽ ἐγὼ θήσω χρόνον.

Ὑμεῖς δὲ μαρτύριά τε καὶ τεκμήρια

καλεῖσθ᾽, ἀρωγὰ τῆς δίκης ὁρκώματα:

Κρίνασα δ᾽ ἀστῶν τῶν ἐμῶν τὰ βέλτατα

ἥξω, διαιρεῖν τοῦτο πρᾶγμ᾽ ἐτητύμως,

ὅρκον πορόντας μηδὲν ἔκδικον φράσειν.

 

O πρωταγωνιστής του Αριστοφάνη στους Αχαρνείς είναι ένας Αθηναίος πολίτης που αποφασίζει να συνάψει ιδιωτική ειρήνη με τη Σπάρτη! Ο Αριστοφάνης έγραψε το θεατρικό κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, ενώ τον καταδίωκε πολιτικά και δικαστικά ο Κλέων, ένας φιλοπόλεμος δημαγωγός. Δεν είναι τυχαίο ότι όταν ο Δικαιόπολις, ο πρωταγωνιστής, αποφασίζει να συμπεριφερθεί ως ένα αυτόνομο άτομο, απογοητευμένος από τη συλλογική λήψη αποφάσεων (στην Εκκλησία του Δήμου), αναγκάζεται να έρθει αντιμέτωπος με το κοινωνικό στίγμα, την απαξίωση, αλλά και την εχθρότητα των συμπατριωτών του.

Χορός

Τοῦτ᾽ ἐρωτᾷς; ἀναίσχυντος εἶ καὶ βδελυρὸς

ὦ προδότα τῆς πατρίδος, ὅστις ἡμῶν μόνος

σπεισάμενος εἶτα δύνασαι πρὸς ἔμ᾽ ἀποβλέπειν.

Δικαιόπολις

Ἀντὶ δ᾽ ὧν ἐσπεισάμην οὐκ ἴστε. μἀλλα᾽ ἀκούσατε.

Χορός

Σοῦ γ᾽ ἀκούσωμεν; ἀπολεῖ: κατά σε χώσομεν τοῖς λίθοις.

Καταφέρνει να τους πείσει με την υπενθύμιση των ανήθικων ενεργειών της Αθηναϊκής δημοκρατίας (Aristoph. Ach. 496) κι έπειτα, η πρώτη πράξη του (αφού γελοιοποιεί το Λάμαχο, έναν πολεμοχαρή στρατηγό που θεωρούνταν ήρωας πολέμου), είναι να εγκαθιδρύσει μια ιδιωτική αγορά – μια αγορά όπου το εμπόριο είναι ανοιχτό ακόμα και για τους πολίτες των εχθρικών πόλεων!

Δικαιόπολις

Ἐγὼ δὲ κηρύττω γε Πελοποννησίοις

ἅπασι καὶ Μεγαρεῦσι καὶ Βοιωτίοις

πωλεῖν ἀγοράζειν

 

Η ατομικιστική συμπεριφορά του Δικαιόπολη δικαιώνεται και οι συμπολίτες του την αναγνωρίζουν χρησιμοποιώντας μάλιστα τη λέξη «ευδαιμονία» (Aristoph. Ach. 836):

Χορός

Εὐδαιμονεῖ γ᾽ ἅνθρωπος. οὐκ ἤκουσας οἷ προβαίνει

τὸ πρᾶγμα τοῦ βουλεύματος; καρπώσεται γὰρ ἁνὴρ

ἐν τἀγορᾷ καθήμενος.

Τέλος, ο ίδιος ο Περικλής, στον «Επιτάφιο» περιγράφει την Αθήνα ως μια ανεκτική φιλελεύθερη δημοκρατία, σε ένα αξιοσημείωτο χωρίο (Thuc. 2.37): Ἐλευθέρως δὲ τά τε πρὸς τὸ κοινὸν πολιτεύομεν καὶ ἐς τὴν πρὸς ἀλλήλους τῶν καθ᾽ ἡμέραν ἐπιτηδευμάτων ὑποψίαν, οὐ δι᾽ ὀργῆς τὸν πέλας, εἰ καθ᾽ ἡδονήν τι δρᾷ, ἔχοντες, οὐδὲ ἀζημίους μέν, λυπηρὰς δὲ τῇ ὄψει ἀχθηδόνας προστιθέμενοι.

Δεν υπάρχει κανένα ιστορικό στοιχείο που να βεβαιώνει ότι η Αθήνα ήταν μια τέτοια κοινωνία, μια ανοιχτή κοινωνία όπως σε μια σύγχρονη φιλελεύθερη δημοκρατία. Προφανώς ο Περικλής υπερβάλει, ή μάλλον πιθανότερο είναι ότι ο Θουκυδίδης άφησε τη φαντασία του να οργιάσει όταν περιέγραψε την Αθηναϊκή Δημοκρατία. Η διορατικότητά του, όπως και η ενόραση των δύο ποιητών, είναι ζωντανή απόδειξη μιας υψηλής ποιότητας πνευματική ζωή, η οποία μπορεί να μην αντικατοπτρίστηκε πάντα σε θεσμούς ή στην καθημερινή ζωή, όμως ενέπνευσε και ακόμα εμπνέει τις ιδέες της ελευθερίας.

 

Αριστείδης Ν. Χατζής

Καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου & Θεωρίας Θεσμών, Τμήμα Ιστορίας & Φιλοσοφίας της Επιστήμης, Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

 

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Read Full Post »

Ο Πλατωνικός έρωτας


 

 «Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Προδημοσιεύουμε  σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα», το δέκατο έκτο κεφάλαιο από το υπό έκδοση βιβλίο, με τίτλο «Μύθος και Ιστορία» του Φιλόλογου – Συγγραφέα, Αλέξη Τότσικα, με θέμα:

«Ο Πλατωνικός έρωτας»

 

 

Ο έρωτας στην Αρχαία Ελλάδα ήταν αντικείμενο πολλών συζητήσεων και φιλοσοφικών αναζητήσεων. Η φράση «πλατωνικός έρωτας» είναι αρκετά συνηθισμένη, αν και λίγοι έχουν υπόψη τους το ακριβές περιεχόμενό της. Ο έρωτας είχε απασχολήσει πολλούς φιλόσοφους και στοχαστές και στην ερώτηση «τι είναι έρωτας;» δινόταν από τον καθένα  διαφορετική ερμηνεία και εξήγηση.

Πλάτωνας (427-347 π.Χ.)

Ο Πλάτωνας αφιερώνει στον έρωτα έναν από τους σπουδαιότερους διαλόγους του, το Συμπόσιο, που θεωρείται ένα από τα ωραιότερα δημιουργήματα της αρχαίας λογοτεχνίας. Στο συμπόσιο, που τοποθετείται στο έτος 416 π.Χ.,  όταν ο νεαρός ποιητής Αγάθωνας κέρδισε το βραβείο στα Λήναια –  πήραν μέρος ο Αριστόδημος, ο Φαίδρος, ο Αγάθωνας, ο γιατρός Ερυξίμαχος, ο Παυσανίας, ο Αριστοφάνης, ο Αλκιβιάδης και ο Σωκράτης – οι παρευρισκόμενοι αποφάσισαν να περάσουν τη βραδιά όχι με άγριο φαγοπότι, αλλά συζητώντας όμορφα γύρω από ένα συγκεκριμένο θέμα. Το θέμα του συμποσίου είναι ο έρωτας. «τι είναι ο έρωτας;»

Φίλοι και μαθητές του Σωκράτη συνομιλούν και επιχειρηματολογούν για τον έρωτα. Ακούγονται πολλές θεωρίες και κάποια στιγμή έρχεται η σειρά του Σωκράτη.  Ο Σωκράτης δηλώνει πως δεν ξέρει καθόλου τι είναι ο έρωτας και θα πει, όσα του είπε η Διοτίμα, μια μυστηριώδης σοφή και μάντισσα από τη Μαντίνεια, ειδική στα ερωτικά, με την οποία συζήτησε κάποτε για τον έρωτα και ήταν αυτή που του δίδαξε τα ερωτικά πράγματα. Αφηγείται, λοιπόν, το λόγο για τον Έρωτα, που άκουσε κάποτε από τη Διοτίμα, η οποία ήταν σοφή σ’ αυτά τα ζητήματα.

Η Διοτίμα (δηλ. αυτή που τιμά το Δία) είναι η μόνη γυναίκα που αναφέρεται στο ανδροκρατούμενο Συμπόσιο. Περιγράφεται ως ιέρεια από την αρχαία Μαντίνεια της Αρκαδίας.  Κάποιοι μελετητές εκτιμούν πως δεν υπήρχε πραγματικό πρόσωπο με το όνομα και την ιδιότητα της Διοτίμας, δεδομένου ότι η παρουσία της στο Συμπόσιο είναι η μοναδική αναφορά σε αυτήν που βρίσκουμε σε ολόκληρη την αρχαία γραμματεία. Επομένως, πρόκειται πιθανότατα για μυθικό πρόσωπο. Αν  όμως λάβουμε υπόψη πως ο Πλάτωνας χρησιμοποιούσε ιστορικά πρόσωπα στους διαλόγους του και δεν είχε ποτέ την ανάγκη να εφεύρει κάποιο, μπορούμε να κάνουμε με ασφάλεια την υπόθεση ότι η Διοτίμα ήταν υπαρκτό πρόσωπο.

Ας παρακολουθήσουμε πώς η Διοτίμα, η ιέρεια και φιλόσοφος του πλατωνικού Συμποσίου, αναλύει τα μυστικά του Έρωτα.

 

Ο μύθος της Διοτίμας

 

Πορτρέτο της Jadwiga Łuszczewska ως Διοτίμα – Λάδι σε καμβά, 1855, έργο του Józef Simmler. Lviv National Art Gallery.

Όταν γεννήθηκε η Αφροδίτη, οι θεοί έκαναν δεξίωση και ανάμεσα στους καλεσμένους ήταν και ο Πόρος, ο γιος της Μήτιδας. Αφού λοιπόν έφαγαν και ήπιαν, ο Πόρος μέθυσε από το νέκταρ – κρασί δεν υπήρχε ακόμη – και ζαλισμένος από το ποτό μπήκε στον κήπο του Δία και κοιμήθηκε. Τότε κατέφθασε και η Πενία για ζητιανιά από το πλούσιο και άφθονο γεύμα. Στάθηκε  στην πόρτα, είδε τον Πόρο να κοιμάται και έβαλε στο μυαλό της να κάνει ένα παιδί με τον Πόρο, μήπως και καταφέρει μ’ αυτό να ξεφύγει από τη μιζέρια της και ξάπλωσε πλάι του. Εκείνος, μεθυσμένος καθώς ήταν, ήρθε σε επαφή μαζί της και έτσι έγινε η σύλληψη του Έρωτα. Γι’ αυτό ο Έρωτας, επειδή γεννήθηκε στη δεξίωση για τη γέννηση της Αφροδίτης, έχει γίνει ακόλουθος και υπηρέτης της Αφροδίτης. Και συνάμα, επειδή η Αφροδίτη είναι όμορφη, και ο Έρωτας από τη φύση του είναι εραστής της ομορφιάς.

Επειδή ο Έρωτας  είναι γιος του Πόρου και της Πενίας κληρονόμησε τα χαρακτηριστικά των γονιών του.  Πρώτα – πρώτα έχει πάρει τη φύση της μητέρας του και είναι πάντα φτωχός, καθόλου μαλακός και καλός, όπως οι πιο πολλοί νομίζουν, αλλά σκληρός και τραχύς και ξυπόλητος και άστεγος. Κοιμάται  στο χώμα χωρίς σκεπάσματα και ξενυχτά στις πόρτες, στο δρόμο και στην ύπαιθρο και γενικά είναι παντοτινός συγκάτοικος της ανέχειας. Από τον πατέρα του τώρα κληρονόμησε την επιβουλή για τους καλούς και τους αγαθούς, γιατί είναι ανδρείος, θρασύς και ορμητικός. Είναι επίσης ασυναγώνιστος κυνηγός και συνέχεια κάτι σκαρώνει. Είναι επινοητικός, λαχταρά τη φρόνηση και καταγίνεται σ’ όλη του τη ζωή με τη φιλοσοφία, αλλά είναι και απατεώνας και μάγος και μεγάλος σοφιστής. Και από τη φύση του ούτε αθάνατος είναι, αλλά ούτε και θνητός. Κάποιες ώρες της ίδιας ημέρας είναι ζωντανός και ακμαίος, όταν δεν τον δέρνει η φτώχεια, και κάποιες άλλες πεθαίνει, αλλά ξαναζωντανεύει λόγω της πατρικής του καταγωγής. Το  εισόδημά του ο Έρωτας το εξασφαλίζει σε μικρές ποσότητες και ούτε αποταμιεύει, αλλά ούτε και δυστυχεί.

Και βρίσκεται ανάμεσα στη σοφία και στην αμάθεια. Γιατί κανένας από τους θεούς δε φιλοσοφεί ούτε επιθυμεί να γίνει σοφός, αφού είναι σοφός. Ποιος άλλωστε φιλοσοφεί, ενώ είναι σοφός;  Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, οι σοφοί και οι αμαθείς δε φιλοσοφούν. Οι  αμαθείς δε φιλοσοφούν ούτε επιθυμούν να γίνουν σοφοί, γιατί τους κρατάει αιχμάλωτους η αμάθεια και πιστεύουν ότι τους είναι αρκετό να μην είναι καλοί και αγαθοί και φρόνιμοι. Αυτός  που δεν έχει συναίσθηση της φτώχιας του, δεν επιθυμεί εκείνο που νομίζει ότι δε χρειάζεται. Φιλοσοφούν μόνο εκείνοι που βρίσκονται ανάμεσα στις δυο αυτές κατηγορίες και ένας απ’ αυτούς είναι ο Έρωτας. Η σοφία είναι ένα από τα πιο όμορφα πράγματα και ο Έρωτας αναφέρεται στην ομορφιά. Ο  Έρωτας, λοιπόν, είναι φιλόσοφος, αλλά βρίσκεται κάπου στη μέση μεταξύ του σοφού και του αμαθή, γιατί κατάγεται από πατέρα σοφό και εύπορο και από μητέρα όχι σοφή και άπορη.

Αυτή  είναι n φύση της θεότητας. Ο  Έρωτας είναι κάτι ενδιάμεσο μεταξύ θνητού και αθάνατου.  Κάθε  θεότητα βρίσκεται ανάμεσα στους θεούς και τους θνητούς. Και έχει τη δύναμη να ερμηνεύει και να μεταφράζει στους θεούς τα ανθρώπινα και στους ανθρώπους τα θεϊκά. Ο θεός δεν έρχεται σε άμεση επαφή με τον άνθρωπο, αλλά με τη διαμεσολάβησή του ασκείται η επαφή και συνομιλία συνολικά μεταξύ θεού και ανθρώπων είτε είναι ξύπνιοι είτε κοιμούνται. Αυτές οι θεότητες είναι πολλές και μία απ’ αυτές είναι και ο Έρωτας.

Τώρα, όποιος νομίζει ότι ο Έρωτας είναι το απόλυτο καλό, ταυτίζει αυτόν που ποθεί με το αντικείμενο του πόθου. Πράγματι, ο πόθος για το όμορφο είναι λεπτεπίλεπτο, τέλειο και αξιοθαύμαστο πράγμα. Και ο Έρωτας έχει σαν αντικείμενο τα όμορφα πράγματα. Το να ποθείς, όμως, είναι εντελώς διαφορετικό. Ο εραστής ποθεί να αποκτήσει τα καλά, τα αγαθά, για να γίνει ευτυχισμένος. Οι  ευτυχισμένοι γίνονται ευτυχισμένοι με την απόκτηση των αγαθών. Αυτή την επιθυμία όμως, αυτόν τον έρωτα να αποκτήσουν τα αγαθά, δεν τον  νιώθουν όλοι οι άνθρωποι ανεξαιρέτως. Διότι  δεν αγαπούν όλοι και παντοτινά τα ίδια πράγματα, αλλά άλλοι αγαπούν και άλλοι όχι. Κάνουμε το λάθος να απομονώνουμε μια μορφή του έρωτα και να την ονομάζουμε έρωτα, χρησιμοποιώντας το όνομα του συνόλου. Την ίδια κατάχρηση κάνουμε και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, όπως στην ποίηση. Ποίηση, βέβαια, είναι κάτι πολύ γενικό. Κάθε βήμα και κάθε αιτία που μεταβάλλει το τίποτα σε κάτι είναι ποίηση (δημιουργία). Όλες  οι τεχνικές εργασίες και κατασκευές είναι ποιήσεις και οι τεχνίτες που τις ασκούν είναι όλοι ποιητές. Δεν  ονομάζονται όμως ποιητές, αλλά έχουν άλλες ονομασίες. Από το σύνολο της ποίησης μόνο αυτό που σχετίζεται με τη μουσική και το μέτρο αποκόπηκε και διεκδίκησε για τον εαυτό του το αποκλειστικό προνόμιο να ονομάζεται με το όνομα του συνόλου. Μονάχα αυτό ονομάζεται ποίηση και όσοι ασχολούνται με αυτό ονομάζονται ποιητές!

Το ίδιο συμβαίνει και με τον έρωτα. Είναι μια περιληπτική έννοια, που δηλώνει την σφοδρή επιθυμία για τα αγαθά και τον ασίγαστο και απατηλό πόθο κάθε ανθρώπου για ευτυχία. Όμως κάποιοι στρέφονται και την αναζητούν σε διαφορετικά μέρη. Άλλος  τη συνδέει με την απόκτηση χρημάτων, άλλος με την άσκηση του σώματος και άλλος με τη φιλοσοφία. Αλλά  ούτε ερωτευμένοι λέγονται σε όλες αυτές  τις περιπτώσεις ούτε ερωτευμένοι αποκαλούνται.  Μόνο κάποιοι που επιδιώκουν με ιδιαίτερο ζήλο μια και μόνο μορφή, ένα μόριο του έρωτα, οικειοποιούνται το όνομα του συνόλου και γι’ αυτούς μόνο μιλάμε για έρωτα, για ερωτευμένους και για εραστές. Υπάρχει μια εκδοχή, σύμφωνα με την οποία διακατέχονται από έρωτα εκείνοι που επιζητούν το έτερον ήμισυ του εαυτού τους. Κατά την άποψη μου όμως, ο έρωτας δεν έχει να κάνει ούτε με το μισό, ούτε με το σύνολο, αν δεν έχει σημείο αναφοράς το αγαθό. Οι  άνθρωποι δε θα δίσταζαν να ακρωτηριαστούν και στα πόδια και στα χέρια, αν ήταν σίγουροι πως τα μέλη τους αυτά είναι αρρωστημένα. Επομένως, κάθε άνθρωπος δεν ερωτεύεται το όμοιο με τον εαυτό του, αλλά ονομάζει οικείο, εκείνο που είναι αγαθό και ξένο εκείνο που είναι κακό.

Δεν  υπάρχει τίποτε άλλο, που να ερωτευτούν σφοδρά οι άνθρωποι, εκτός από το αγαθό. Οι άνθρωποι ποθούν σφοδρά την απόκτηση των αγαθών όχι μόνο για το παρόν, αλλά για όλη τους τη ζωή. Έρωτας είναι ο πόθος για την παντοτινή απόκτηση του αγαθού.  Αφού, λοιπόν, ο έρωτας σε κάθε περίπτωση είναι αποκλειστικά αυτό το πράγμα, ποιος τρόπος και ποιας πράξης ο ιδιαίτερος ζήλος και n ισχυρή ένταση όλων των δυνάμεων εκείνων που τον επιδιώκουν θα ονομαζόταν έρωτας; Η γέννα του σώματος και της ψυχής σε καλό και όμορφο κλίμα. Οι άνθρωποι στο σύνολό τους κυοφορούν και στο σώμα και στην ψυχή και, όταν φτάσουν σε κάποια ηλικία, η φύση μας επιδιώκει τον τοκετό. Δεν μπορεί να γεννήσει σε κλίμα άσχημο και αισχρό, αλλά μόνο σε καλό και όμορφο. Η συνουσία του άντρα και της γυναίκας είναι έκφραση της γέννας. Η κύηση και ο τοκετός είναι θεάρεστο πράγμα και παρατηρείται στα ζώα, που είναι θνητά, για την εξασφάλιση της αθανασίας. Αντίθετα σε κλίμα αταίριαστο τίποτα δεν μπορεί να γεννηθεί. Αταίριαστο είναι κάθε αντίθετο στις θεϊκές επιταγές και θεωρείται αισχρό. Ταιριαστό είναι ό, τι θεωρείται καλό.

 

Το συμπόσιο του Πλάτωνα- Χαρακτικό, Anselm Feuerbach (1829–1880).

 

Στον  τοκετό είναι παρούσα η Μοίρα και η θεά του τοκετού η Ειλείθυια, η Καλλονή, και για αυτό το λόγο, όταν το κύημα πληροί όλες τις προϋποθέσεις ευπρέπειας, παίρνει χαρούμενη όψη και ανακουφισμένο απλώνεται και συντελούνται ο τοκετός και η γέννα σχετικά εύκολα. Αντίθετα, όταν έχουμε να κάνουμε με αισχρότητα, παίρνει όψη σκυθρωπή, ζαρώνει με άσχημη συναισθηματική φόρτιση, εμποδίζεται και τραβιέται πίσω με αποτέλεσμα να μην συντελείται η γέννα και το έμβρυο να παραμένει και να ταλαιπωρείται.  Όταν το κλίμα είναι καλό, δημιουργείται έντονη ψυχική έξαψη και ορμή στο έμβρυο, που βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο κύησης, και μέσα από τις έντονες ωδίνες του τοκετού απελευθερώνεται ο οργανισμός που κυοφορεί. Επομένως, ο έρωτας δεν είναι για το καλό, αλλά για τη γέννηση και τον τοκετό σε καλό και ευχάριστο κλίμα. Γιατί η γέννηση είναι εκείνο που δίνει την αίσθηση της αιωνιότητας και της αθανασίας στα θνητά όντα. Και είναι ανάγκη να επιθυμεί κανείς την αθανασία μαζί με το αγαθό, αν βέβαια ο έρωτας σχετίζεται με την παντοτινή απόκτηση του αγαθού.

Ποια είναι αιτία για τον έρωτα αυτόν και τη σφοδρή επιθυμία; Όλα τα θηρία και της στεριάς και τα φτερωτά αποκτούν τρομερή διάθεση, όταν επιθυμήσουν τη γέννα. Νοσούν στην κυριολεξία και έχουν έντονη την ερωτική διάθεση πρώτα-πρώτα να ζευγαρώσουν μεταξύ τους. Έπειτα, για να εξασφαλίσουν την τροφή αυτού που θα γεννηθεί, είναι αποφασισμένα να τα βάλουν με τα πιο ισχυρά και να υποφέρουν τα ίδια από την πείνα προκειμένου να θρέψουν τα μικρά. Μάχονται για την υπεράσπιση των απογόνων τους, αν και χωρίς εφόδια από τη φύση τους,  και είναι έτοιμα να πεθαίνουν για χάρη τους και οτιδήποτε άλλο να κάνουν. Οι άνθρωποι τα κάνουν αυτά ύστερα από κάποια σκέψη. Όμως τα θηρία για ποιο λόγο έχουν αυτή την έντονη ερωτική διάθεση; Η ερωτική διάθεση έχει σχέση με τη φύση.  Η θνητή φύση επιδιώκει στο μέτρο του δυνατού την αιωνιότητα και την αθανασία. Και μόνο η γέννηση αφήνει πάντα πίσω κάποιο νέο στη θέση του παλιού.

Το νέο παίρνει τη θέση του παλιού, έστω και αν δεν είναι ακριβώς ίδιο, αφού και το καθένα χωριστά από τα ζώα, όσο καιρό ζει, ονομάζεται και είναι το ίδιο. Όπως ακριβώς και ο άνθρωπος ονομάζεται ο ίδιος από πιτσιρικάς μέχρι να γίνει γέρος, παρόλο που ποτέ δεν έχει πάνω του τα ίδια χαρακτηριστικά. Πράγματι κάθε άνθρωπος  πάντοτε αποκτά καινούργια χαρακτηριστικά, ενώ ταυτόχρονα αποβάλλει κάποια στοιχεία και χαρακτηριστικά, είτε στην τριχοφυΐα είτε στη σάρκα και στα οστά είτε στο αίμα και στο σώμα συνολικά. Και όχι μόνο το σώμα, αλλά και τα ψυχικά χαρακτηριστικά και το ηθικό υπόβαθρο και οι απόψεις, ακόμη και οι επιθυμίες, οι ηδονές, οι φόβοι και οι λύπες δεν παραμένουν με την ίδια μορφή και αναλλοίωτα στον καθένα. Κάποια εμφανίζονται και κάποια υποχωρούν. Ακόμη πιο παράδοξο από αυτά είναι πως και οι γνώσεις παθαίνουν το ίδιο πράγμα χωριστά η κάθε μια. Άλλες  έρχονται και άλλες μας εγκαταλείπουν και ποτέ δεν είμαστε οι ίδιοι σχετικά με τις γνώσεις μας. Άλλωστε η λήθη αποτελεί την απόδραση της γνώσης. Υπάρχει όμως η μελέτη, όταν η γνώση πρόκειται να δραπετεύσει, και η μελέτη σώζει τη γνώση επαναφέροντας στη μνήμη την καινούργια στη θέση της παλιάς με τέτοιο τρόπο, ώστε να φαίνεται πως πρόκειται για την ίδια. Με αυτό τον τρόπο κάθε θνητή ύπαρξη διασώζεται με το να αφήνει ο απερχόμενος και γερασμένος οργανισμός πίσω του άλλον νέο και ακμαίο όμοιό του, χωρίς να είναι πάντα η ίδια σε όλα τα χαρακτηριστικά της, όπως είναι η θεϊκή φύση. Με αυτό το μηχανισμό τα θνητά συμμετέχουν στην αθανασία και στο σώμα και σε όλα τα άλλα. Μην απορείς, λοιπόν, που από τη φύση κάθε ύπαρξη με κάθε τρόπο εκδηλώνει στοργή και φροντίδα για το βλαστάρι της. Αυτός ο ζήλος και ο έρωτας και το ενδιαφέρον υπάρχουν στον καθένα από τον πόθο για την αθανασία. Να μην έχεις καμιά αμφιβολία γι αυτά.

 

Έρως και Ψυχή, γλυπτό του Αντόνιο Κανόβα (Antonio Canova)

 

Τώρα επικέντρωσε την προσοχή σου στον αγώνα για διάκριση, που κάνουν οι άνθρωποι. Αναλογίσου με τι σφοδρό έρωτα επιθυμούν να γίνουν διάσημοι και να αποκτήσουν δόξα αθάνατη για πάντα. Είναι  έτοιμοι να υποβληθούν σε κάθε κίνδυνο για το σκοπό αυτό περισσότερο παρά για τα παιδιά τους,  να ξοδέψουν χρήματα, να καταβάλουν οποιοδήποτε κόπο, ακόμη και να πεθάνουν. Νομίζεις ότι η Άλκηστη θα πέθαινε για τον Άδμητο ή ο Αχιλλέας θα πέθαινε μετά τον Πάτροκλο ή ο Κόδρος θα πέθαινε νωρίτερα, για να βασιλεύσουν τα παιδιά του, αν δεν πίστευαν ότι θα εξασφαλίσουν αθάνατη μνήμη για την αρετή τους, με την οποία σήμερα εμείς τους έχουμε συνδέσει; Πολύ απίθανο μου φαίνεται. Νομίζω ότι όλοι πράττουν τα πάντα για την αθάνατη αρετή και για μια τόσο λαμπρή δόξα και, όσο πιο ανδρείοι είναι, τόσο πιο πολύ προσπαθούν, γιατί αγαπούν το αθάνατο.

Εκείνοι που είναι γκαστρωμένοι στα σώματα, στρέφονται πιο πολύ προς τις γυναίκες και εκδηλώνουν τον ερωτισμό τους με τον τρόπο αυτό, καθώς με την απόκτηση παιδιών εξασφαλίζουν, όπως πιστεύουν, για την υπόλοιπη ζωή τους αθανασία και ανάμνηση και ευτυχία. Εκείνοι τώρα που είναι γκαστρωμένοι στην ψυχή, γιατί υπάρχουν εκείνοι των οποίων οι ψυχές κυοφορούν περισσότερο από τα σώματα, εκδηλώνουν  τον ερωτισμό τους για εκείνα που ταιριάζουν στην ψυχή να κυοφορήσει και να γεννήσει. Και τι ταιριάζει στην ψυχή; Η φρόνηση και η υπόλοιπη αρετή. Ανάμεσα σ’ αυτούς είναι και οι ποιητές, που στο σύνολο τους είναι δημιουργοί, και από τους τεχνίτες εκείνοι που είναι εφευρέτες. Η πιο μεγάλη και η πιο ωραία εκδήλωση της φρόνησης έχει σχέση με την εύρυθμη και αρμονική διάταξη όσων έχουν σχέση με την πόλη και την κοινωνία και αυτή η διάταξη έχει όνομα, σωφροσύνη και δικαιοσύνη.

Απ ‘αυτούς τώρα, αν κάποιος από μικρή ηλικία είναι γκαστρωμένος στην ψυχή και παραμένει άγαμος, παρόλο που βρίσκεται σε ηλικία αναπαραγωγής, επιδιώκει πλέον τον τοκετό και τη γέννα. Και νομίζω ότι αναζητεί περιφερόμενος εδώ και κει το καλό κλίμα μέσα στο οποίο θα συντελεστεί η γέννα. Και, επειδή κυοφορεί, υποδέχεται με χάρη πιο πολύ τα καλά σώματα, παρά τα αισχρά. Και, αν συναντήσει ψυχή δυνατή και όμορφη, που τη διακρίνει η δύναμη και η εξυπνάδα, παραδίδεται ερωτικά σ’ αυτή. Και  σ’ αυτό τον άνθρωπο τονίζει με σαφήνεια την αξία της αρετής, του εξηγεί πώς είναι ο αγαθός άνδρας και ποιες είναι οι ασχολίες του και προσπαθεί να τον εκπαιδεύσει. Επειδή, λοιπόν, αγγίζει τον καλό και συναναστρέφεται μαζί του, εκμαιεύει και γεννά εκείνα που από παλιά κυοφορούσε και τον  καρπό της γέννας τον εκτρέφει μαζί με κείνον. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν ανώτερη μορφή επαφής και φιλία πιο σταθερή, γιατί έχουν έρθει σε ιδεατή επαφή με τα ομορφότερα και πιο αθάνατα παιδιά. Ο καθένας για τον εαυτό του θα προτιμούσε να είχε γεννήσει τέτοια παιδιά, πάρα ανθρώπινα. Αν έριχνε μια ματιά στον Όμηρο, τον Ησίοδο και τους άλλους ποιητές, θα τους ζήλευε για την ποιότητα των παιδιών που άφησαν πίσω τους, αφού είναι τέτοια που τους εξασφαλίζουν αθάνατη δόξα και αιώνιο μνήμη. Αν θέλεις πάλι, δες τι παιδιά άφησε στη Σπάρτη ο Λυκούργος, σωτήρες της Σπάρτης και της Ελλάδας. Καταξιωμένος είναι και ο Σόλωνας για το νομοθετικό του έργο. Υπάρχουν και πολλοί άλλοι σε πολλά μέρη και στους Έλληνες και στους βαρβάρους που παρουσίασαν πολλά και θεάρεστα έργα και διαπότισαν τους ανθρώπους με κάθε είδους αρετή. Σε αυτούς έχουν αφιερωθεί πολλά ιερά για τα παιδιά τους (δημιουργήματα), ενώ ποτέ σε κανένα ως τώρα για τα ανθρώπινα παιδιά του.

Εκείνος, που κάνει ορθή προσέγγιση αυτού του πράγματος, πρέπει να αρχίζει από τα νεανικά του χρόνια να αναζητά τα καλά σώματα. Σε  πρώτη φάση επιβάλλεται να αγαπήσει το σώμα ενός ανθρώπου και εκεί να γεννήσει καλούς λόγους. Στη συνέχεια πρέπει να κατανοήσει ότι η ομορφιά που βρίσκεται σε ένα σώμα είναι ακριβώς όμοια και σε ένα άλλο σώμα. Αν πρέπει να επιδιώκει την ομορφιά που σχετίζεται με την εξωτερική εμφάνιση θα ήταν μεγάλη ανοησία να μη θεωρεί ότι είναι ένα και το αυτό πράγμα το κάλλος, που παρατηρείται σ’ όλα τα σώματα. Όταν συνειδητοποιήσει αυτή την αλήθεια, οφείλει να γίνει εραστής όλων των καλών σωμάτων και να περιφρονήσει τη σφοδρή επιθυμία ενός σώματος, να την παραβλέψει και να τη θεωρήσει ασήμαντη. Έπειτα πρέπει να θεωρήσει ότι η ψυχική ομορφιά έχει σημαντικό προβάδισμα έναντι του σωματικού κάλλους. Επομένως, αν κάποιος δεν έχει ψυχικά ψεγάδια, αλλά σωματικά η νεανική του ομορφιά είναι ασήμαντη, δεν πρέπει να διστάζει να τον αγαπά και να νοιάζεται να γεννήσει σ’ αυτόν τέτοιους λόγους που θα κάνουν τους νέους καλύτερους.  Αν  παρατηρεί το καλό μέσα από τις ενασχολήσεις και τους νόμους και διαπιστώνει ότι κάθε έκφραση του καλού βρίσκεται σε συγγενική σχέση μαζί του, θα πεισθεί απόλυτα και θα θεωρήσει ασήμαντη τη σωματική ομορφιά.

Μετά τις ενασχολήσεις πρέπει να στραφεί στο γνωστικό πεδίο με αντικειμενικό στόχο τη θέαση του κάλλους των γνώσεων και να ατενίσει την απέραντη ομορφιά όχι πια μονάχα του ενός. Ένας υπηρέτης που αγαπά την ομορφιά ενός παιδιού ή κάποιου ανθρώπου ή κάποιας ασχολίας παραμένει ασήμαντος και χαμηλών ενδιαφερόντων άνθρωπος, επειδή είναι δούλος. Ενώ, αν είναι στραμμένος στο απέραντο πέλαγος του ωραίου και παρακολουθεί λόγους καλούς και μεγαλοπρεπείς, θα γεννήσει και υψηλά  διανοήματα μέσα στο απέραντο φιλοσοφικό κλίμα. Εκεί  θα δυναμώσει, θα αυτονομηθεί και θα κατευθυνθεί σε έναν τομέα γνώσης, ο οποίος θα έχει άμεση σχέση με το απόλυτα ωραίο.  Όποιος, λοιπόν, παιδαγωγηθεί σωστά στα ερωτικά ζητήματα, θα προσεγγίσει με ορθό βλέμμα τα καλά και στο τέλος της ερωτικής του διαδρομής θα του αποκαλυφθεί ξαφνικά κάποιο καλό εξαίσιο στη φύση, εκείνο για το οποίο γίνονταν όλοι οι προηγούμενοι κόποι του.

Το πρώτο χαρακτηριστικό που έχει αυτό το καλό είναι η αιωνιότητα, δηλαδή δε γίνεται ούτε χάνεται, δεν αυξάνεται ούτε μειώνεται. Δεν είναι τη μια καλό και την άλλη αισχρό. Είναι σταθερό και αναλλοίωτο. Δεν το βλέπουν κάποιοι σαν καλό και κάποιοι σαν αισχρό. Δεν είναι διαφορετικό  για διαφορετικούς ανθρώπους, άλλοτε καλό και άλλοτε κακό. Και δε γίνεται ορατό αυτό το καλό, όπως λ.χ. κάποιο πρόσωπο ή χέρια ή κάτι άλλο που έχει σχέση με το σώμα. Ούτε βρίσκεται κάπου, όπως σε κάποιο ζώο ή στη γη και τον ουρανό, ούτε μέσα σε κάποιο άλλο. Αποτελεί από μόνο του ανεξάρτητο και μοναδικό είδος και τα άλλα καλά συμμετέχουν σ’ αυτό με τέτοιο τρόπο, ώστε, ενώ αυτά γίνονται ή χάνονται, να μην υπάρχει σ’ αυτό καμιά επίπτωση. Ούτε  δηλαδή να αυξάνεται, ούτε να ελαττώνεται ή να παθαίνει κάτι.

Όταν, λοιπόν, κάποιος συνεχίζοντας την πορεία του εφαρμόζει ορθά την παιδεραστία, αρχίζει να διακρίνει ξεκάθαρα εκείνο το καλό που πλησιάζει την τελειότητα. Η  ορθή ερωτική πορεία με απώτερο στόχο και σταθερή πυξίδα εκείνο το καλό μοιάζει με κάποιον, που χρησιμοποιεί κλίμακα διαβάθμισης από το ένα στα δύο, από τα δυο σε όλα τα καλά σώματα, από τα καλά σώματα στις καλές ασχολίες, από τις ασχολίες στα καλά μαθήματα και από τα καλά μαθήματα γίνεται στάση σ’ εκείνο το μάθημα, που δεν είναι τίποτα άλλο παρά το μάθημα του ίδιου του ωραίου. Και στο τέλος υπάρχει αποκάλυψη και γνώση της οντότητας αυτού του ωραίου. Σε αυτή τη φάση της ζωής ο άνθρωπος μπορεί να βιώσει και να οδηγηθεί στη μέθεξη του καλού αυτού.

Από όλα τα σημεία της ζωής περισσότερο αξίζει η  θεώρηση του Κάλλους. Αν  το δεις ποτέ, δε θα το συγκρίνεις  ούτε με το χρυσάφι, ούτε με φορέματα, ούτε με τα όμορφα αγόρια και τους νεαρούς, τους οποίους τώρα βλέπεις και ζαλίζεσαι και είσαι έτοιμος και συ και πολλοί άλλοι, που βλέπετε τα τρυφερά αγόρια και δεν ξεκολλάτε απ’ αυτά, μήτε να τρώτε μήτε να πίνετε, αν ήταν δυνατόν,  αρκεί μονάχα να τα βλέπετε και να βρίσκεστε μαζί τους. Τι, λοιπόν, νομίζουμε πως θα συνέβαινε, αν τύχαινε  να δει κανείς το γνήσιο Κάλλος, καθαρό και όχι ανακατεμένο με ανθρώπινες σάρκες και χρώματα και πολλές άλλες μάταιες ανοησίες  των θνητών, αλλά να το δει αυτό το θεϊκό κάλλος στην απλή του μορφή σαν ανεξάρτητο και μοναδικό είδος;  Μήπως νομίζεις ότι θα ήταν φαύλη η ζωή του ανθρώπου, που θα έβλεπε προς τα εκεί και θα παρατηρούσε όπως πρέπει το θείο κάλλος και θα συναναστρεφόταν μαζί του;  Δε σκέπτεσαι ότι μονάχα αυτός θα μπορέσει, βλέποντας ό,τι γίνεται ορατό, να γεννήσει όχι είδωλα της αρετής, αφού δεν έρχεται σε επαφή με κάποιο είδωλο, αλλά αληθινή αρετή, αφού με την αλήθεια έρχεται σε επαφή; Και όταν γεννήσει την αληθινή αρετή και την αναθρέψει, τότε μπορεί να εξασφαλίσει την αγάπη των θεών και περισσότερο από κάθε άλλον άνθρωπο να γίνει αθάνατος.

Για  να αποκτηθεί αυτό από την ανθρώπινη φύση, δεν θα μπορούσε να βρει κανείς καλύτερο συνεργάτη από τον Έρωτα. Για  το λόγο αυτό επιβάλλεται κάθε άντρας να τιμά τον Έρωτα, να καταπιάνεται με τα ερωτικά πράγματα, να δείχνει ζωηρό ενδιαφέρον, να προσκαλεί και  τους άλλους και να πλέκει το εγκώμιο του Έρωτα, τονίζοντας τη δύναμη και την ανδρεία του. Αυτόν, λοιπόν, το λόγο θεώρησέ τον εγκώμιο του Έρωτα, διαφορετικά ονόμασέ τον με όποιο όνομα σ’ ευχαριστεί [1].

 

Ανάλυση του πλατωνικού μύθου

 

Ο Αριστοτέλης με το δάσκαλό του Πλάτωνα στην Ακαδημία, λεπτομέρεια από το έργο «Η σχολή των Αθηνών», νωπογραφία του Ραφαήλ Σάντσιο. Τοιχογραφία. Ανάκτορα του Βατικανού, Ρώμη. Επιλογή εικόνας: Αργολική Βιβλιοθήκη.

Σύμφωνα με το μύθο η γέννηση του Έρωτα συμπίπτει χρονικά με τη γέννηση της Αφροδίτης και είναι το αποτέλεσμα της συνάντησης δύο τελείως διαφορετικών προσώπων, του Πόρου και της Πενίας. Πατέρας του ήταν ο Πόρος, προσωποποίηση της εξυπνάδας και της εφευρετικότητας και γιος της Μήτιδας,  που ήταν πρώτη σύζυγος του Δία και προσωποποίηση της πρακτικής ευφυΐας. Μητέρα του η Πενία, που συμβόλιζε τη στέρηση και την έλλειψη και ήταν αμαθής. Η τελευταία ζητά την κάλυψη της ένδειάς της και ο Πόρος είναι αυτός που θα γεμίσει το κενό. Η συνάντηση των δύο αυτών κόσμων θα δημιουργήσει τον έρωτα. Εξαιτίας της μητρικής του προέλευσης ο Έρωτας είναι φτωχός και καθόλου τρυφερός ή όμορφος, αλλά άστεγος, τραχύς και λιπόσαρκος. Κοιμάται χωρίς στρωσίδια, μπροστά στις ξένες πόρτες, κάτω από τα άστρα. Ό,τι αποκτάει του φεύγει πάντοτε μέσα από τα χέρια. Από τον πατέρα του κληρονόμησε την ιδιότητα του κυνηγού. Κυνηγάει τους ωραίους και τους εκλεκτούς σκαρώνοντας πάντα καινούργια τεχνάσματα, παθιασμένος με τη γνώση, επινοητικός και ριψοκίνδυνος, πάντα φιλοσοφώντας.

Ο Έρωτας δεν είναι θεός ούτε θνητός, αλλά κάτι ενδιάμεσο. Αυτό το ενδιάμεσο είναι ο «Δαίμων» και εκφράζει τον πόθο του ανθρώπου για την αιώνια απόκτηση του ωραίου. Στην αρχαία Ελλάδα δαίμων ήταν αυτό που ερμήνευε και διαβίβαζε τα μηνύματα των ανθρώπων στους θεούς και των θεών στους ανθρώπους, καθώς δεν υπήρχε άμεση επαφή μεταξύ τους. Δεήσεις και θυσίες από τη μία, εντολές και χάρες από την άλλη, μεταφέρονταν μέσω των δαιμόνων. Τα δαιμονικά όντα κινούνταν ανάμεσα στο θνητό και στο αθάνατο. Ο Έρωτας μέσα στην ίδια μέρα, τη μια στιγμή που όλα του πάνε βολικά θάλλει και είναι γεμάτος σφρίγος και την άλλη αποχαιρετάει τη ζωή. Πάλι όμως ανασταίνεται χάρη στην αθάνατη πατρική φύση. Κινείται ανάμεσα στη σοφία και την άγνοια, ως παιδί ενός σοφού και μιας αμαθούς. Δεν είναι ούτε σοφός ούτε ανόητος. Φιλόσοφοι είναι οι «ημιμαθείς», που ξέρουν αρκετά, ώστε να πουν ότι δεν γνωρίζουν τίποτα σπουδαίο και έτσι θέλουν όλο να μαθαίνουν.

Το λάθος του Σωκράτη, σύμφωνα με τη Διοτίμα, είναι ότι θεώρησε πως ο Έρωτας είναι το αντικείμενο του έρωτα (ο ερωμένος), ενώ στην πραγματικότητα είναι το υποκείμενο (ο εραστής), αυτός που νιώθει έρωτα για κάτι. Ο ερωμένος είναι αναμενόμενο να είναι ωραίος και καλός, ο εραστής όχι. Ο ερωτευμένος επιθυμεί να κάνει δικά του τα ωραία και τα αγαθά, για να γίνει ευτυχισμένος. Όλοι οι άνθρωποι επιθυμούν τα ίδια αγαθά, για να κερδίσουν την ευτυχία, αλλά δεν τους ονομάζουμε όλους εραστές. Αυτό οφείλεται στον τρόπο που ορίζουμε τη λέξη «έρωτας». Απομονώσαμε ένα συγκεκριμένο τμήμα της έννοιας «έρωτας» και του δώσαμε το όνομα του όλου, ενώ για τα άλλα τμήματα χρησιμοποιούμε άλλες ονομασίες. Με τον ίδιο τρόπο χρησιμοποιούμε τη λέξη «ποιητής». Όλοι οι καλλιτέχνες δημιουργούν κάτι, δηλαδή «ποιούν» κάτι, αλλά την ονομασία «ποιητής» την αποδίδουμε μόνο σε ένα μέρος αυτών, ενώ τους άλλους τους ονομάζουμε γλύπτες, ζωγράφους κλπ. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση του έρωτα. Με τη γενική έννοια του όρου «έρωτας» εννοούμε τον πόθο των αγαθών και της ευτυχίας. Όμως εκείνους που στρέφονται σε άλλες εκδοχές του ερωτικού πάθους, όπως την απόκτηση χρημάτων, τον αθλητισμό, τη φιλοσοφία, ούτε ερωτευμένους ούτε εραστές τους χαρακτηρίζουμε. Όποιος έχει ερωτικό πάθος για τη φιλοσοφία λέγεται «φιλόσοφος, όποιος αγαπάει τον αθλητισμό «αθλητής». Μόνο όσοι στρέφονται σε μια ορισμένη έκφανση του έρωτα παίρνουν το όνομα του όλου, οπότε κάνουμε λόγο για «ερωτικό συναίσθημα» και «εραστές».

 

Το συμπόσιο του Πλάτωνα, λάδι σε καμβά, 1869. Άνσελμ Φόιερμπαχ – Anselm Feuerbach (1829–1880).

 

Ποιο όμως είναι το αντικείμενο του ερωτικού πάθους; Αυτοί που λένε ότι εραστές είναι αυτοί που επιθυμούν το «άλλο μισό του εαυτού τους», που αναφέρεται στο μύθο του Αριστοφάνη στο τελευταίο μέρος του Συμποσίου, δεν είναι ακριβείς. Ο άνθρωπος όχι μόνο το άλλο του μισό δεν αναζητά, αλλά και από οποιοδήποτε μέρος του σώματός του, πόδι, χέρι, μύτη, θα ήθελε να απαλλαγεί, αν αυτό δεν είναι υγιές ή δεν τον ικανοποιεί αισθητικά. Ο έρωτας δεν έχει να κάνει με την αναζήτηση του άλλου μισού ούτε με την ολοκλήρωση του όλου. Το μόνο που ερωτεύεται ο άνθρωπος είναι το καλό και επιδιώκει να το αποκτήσει και να το έχει παντοτινά. Στο μύθο της Διοτίμας συλλαμβάνουμε την αποστροφή του Πλάτωνα για την πραγματικότητα των αισθήσεων. Η θεώρηση της καθαρής ομορφιάς, η επικοινωνία με τη θεία ομορφιά, είναι η μόνη πλατιά, βαθιά και πειστική γοητεία, που μπορεί να παρηγορήσει τον άνθρωπο [2].

Ο έρωτας, λοιπόν,  είναι πιο πολύπλοκος και  μοιάζει με τη διαδικασία  της σωματικής και ψυχικής γέννας μέσα στην ομορφιά. Όλοι οι άνθρωποι κυοφορούν στο σώμα και την ψυχή και, όταν φτάσουν σε μια ηλικία, επιθυμούν να γεννήσουν. Όλα τα ζωντανά όντα, όταν επιθυμούν να ζευγαρώσουν, χαρακτηρίζονται από παράξενη συμπεριφορά, που τα κάνει να μοιάζουν άρρωστα, και είναι τόσο αποφασισμένα, που ακόμα και τα ανίσχυρα επιτίθενται στα ισχυρά με τον κίνδυνο του θανάτου, για να το καταφέρουν ή για να προστατέψουν τα μικρά τους. Η ερωτική συνεύρεση που οδηγεί στον τοκετό κάνει τη θνητή μας ύπαρξη να αποκτήσει τη βασική θεϊκή ιδιότητα της αθανασίας μέσω της γέννας. Αντικείμενο του έρωτα είναι η αθανασία. Κίνητρο είναι ότι η θνητή φύση κάνει ό,τι μπορεί για να προσεγγίσει την αιωνιότητα αντικαθιστώντας το παλιό με το νέο.

Με τη βιολογική και την πνευματική γέννα επιδιώκουμε να καλύψουμε το κενό του απερχόμενου παλιού με το νέο και να  δώσουμε συνέχεια στο ανθρώπινο είδος και στο πνεύμα. Όπως ένα άτομο, παρόλο που λέμε ότι παραμένει το ίδιο, κατά τη διάρκεια της ζωής του αλλάζει πρόσωπο και μυαλό από την παιδική ηλικία μέχρι τα γεράματα. Τον  ίδιο στόχο έχει και η «μελέτη», να αντικαταστήσει γνώσεις που ξεχνάμε με άλλες καινούργιες, ώστε να δίνεται η εντύπωση πως η γνώση παραμένει αναλλοίωτη. Το  αίτημα της αθανασίας μας κάνει όλους να επιθυμούμε να γίνουμε επώνυμοι και να αφήσουμε παρακαταθήκη τα έργα μας, τα χρήματά μας ή τα παιδιά μας. Ακόμα και οι βασιλείς θυσιάζονται, για να εξασφαλίσουν την αθάνατη ανάμνηση της αρετής τους.

Η σύνδεση του έρωτα με τη γέννα εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την επιλογή του Πλάτωνα να βάλει μια γυναίκα να μιλήσει γι’ αυτόν.  Μόνο μια γυναίκα, ξένη με την αισθησιακή πλευρά του παιδικού έρωτα, μπορούσε να μιλήσει με άνεση για κάτι που κατά βάθος είναι κυοφορία και τοκετός.   Η γυναίκα βρίσκεται πιο κοντά στη φύση και έχει μεγαλύτερη διαίσθηση, προαίσθηση και ευαισθησία από τον άντρα, γιατί δεν αντιμετωπίζει τα θέματα με την ψυχρή λογική των ανδρών, αλλά με συναισθηματικό τρόπο. Και όσο περισσότερο  πρωτόγονη και μυστηριώδης  είναι αυτή η προσέγγιση των πραγμάτων, τόσο περισσότερο θεϊκή μοιάζει η προέλευσή της  για τον πρωτόγονο άνθρωπο. Αυτός είναι ο λόγος που οι αρχαίοι όριζαν συνήθως γυναίκες ως όργανα της θεόπνευστης μαντικής και θεωρούσαν ότι οι θεοί στις γυναίκες ενέπνεαν υπερφυσικές δυνάμεις [3].

 

Σωκράτης. Πανεπιστήμιο Ανατολικής Αυστραλίας.

 

Ο έρωτας υπάρχει σε όλους τους ανθρώπους, καθώς όλοι είμαστε εραστές ορισμένων πραγμάτων. Η πορεία του ανθρώπου στον έρωτα μοιάζει με την άνοδο μιας κλίμακας. Η Διοτίμα θα διακρίνει τρία διαδοχικά στάδια: το σώμα, την ψυχή και τη γνώση. Η πορεία φυσικά είναι από την ύλη προς το πνεύμα, από το σώμα στη διανόηση. Αρχικά ο άνθρωπος ερωτεύεται ένα ωραίο σώμα (ο σωματικός έρωτας). Εκείνοι που εγκυμονούν στο σώμα κατευθύνουν την ερωτική τους δραστηριότητα στις γυναίκες. Τις ερωτεύονται και φαντάζονται πως αποκτώντας παιδιά εξασφαλίζουν την αθανασία, την υστεροφημία και την παντοτινή ευτυχία. Για τον Πλάτωνα όμως ο έρωτας ήταν μία ιδέα με σκοπό την ανοδική πορεία του ατόμου στο υψηλότερο σκαλί της ερωτικής μυσταγωγίας. Στο πρώτο βήμα η ανθρώπινη συνείδηση ρέπει προς τα ωραία σώματα. Έλκεται από τους εξωτερικά ωραίους ανθρώπους εστιάζοντας την ερωτική της διάθεση σ’ ένα σώμα. Σε  ένα δεύτερο στάδιο ο έρωτάς του στρέφεται προς όλα τα ωραία σώματα, γιατί όλα μετέχουν στην Ιδέα του ωραίου. Η ομορφιά του ενός σώματος είναι ίδια σε όλα τα σώματα. Ο επίδοξος μύστης της απόλυτης ομορφιάς οφείλει να λατρέψει αρχικά την εξωτερική ομορφιά ενός σώματος και το ενιαίο της ομορφιάς όλων των ωραίων σωμάτων ή προσώπων. Οι  περισσότεροι άνθρωποι μένουν σε αυτό το στάδιο και δεν προχωρούν πιο πάνω.

Σε ένα τρίτο στάδιο ερωτεύεται τα έργα πολιτισμού. Όποιος διακατέχεται από τη θεία μανία του Έρωτα, αγαπά το ωραίο, είτε είναι μια ευγενική και καλοκαμωμένη ψυχή που η δροσιά της μαγεύει, είτε σώμα ή πρόσωπο ή ένα ωραίο τοπίο ή ένα ωραίο λουλούδι ή μουσική ή ένας αξιόλογος ζωγραφικός πίνακας ή ένας λόγος που ακούει ή διαβάζει μεστός από φιλοσοφικές αλήθειες κλπ. Ο κατεχόμενος από πνευματικό Έρωτα εγκυμονεί και αυτός. Ο  καλλιτέχνης κυοφορεί την έμπνευση, βασανίζεται να γεννήσει και γεννά το πνευματικό του έργο, το άγαλμα, το ζωγραφικό πίνακα ή το μουσικό κομμάτι που δημιούργησε. Τέτοιες  αρετές δημιουργούν οι ποιητές και οι πρωτοπόροι και επινοητικοί τεχνίτες.

Στη συνέχεια έρχεται η ομορφιά των εθίμων και των νόμων. Η ψυχή μεταβαίνει από τη συνειδητοποίηση της ομορφιάς των αισθητών σωμάτων στη συνειδητοποίηση της ηθικής ομορφιάς των «επιτηδευμάτων». Πρέπει  να βρει την ομορφιά που υπάρχει στις ανθρώπινες ενασχολήσεις και στους θεσμούς. Να ανακαλύψει δηλαδή την ηθική των νόμων και των υπόλοιπων ηθικών αρχών που διέπουν την κοινωνία. Πιο ψηλά στην ιεράρχηση των αρετών βρίσκεται η σωφροσύνη και η δικαιοσύνη, που είναι απαραίτητες για  τη διακυβέρνηση των πόλεων και των σπιτικών. Αυτός που κυοφορεί αυτές τις αρετές, αναζητάει μια όμορφη ψυχή, συζητάει με τον κάτοχό της για την αρετή και έτσι δημιουργείται αμοιβαία πνευματική καλλιέργεια και ουσιαστική επικοινωνία με αποτέλεσμα τα παιδιά – δημιουργήματα, που είναι πιο σημαντικά και γοητευτικά από τα βιολογικά παιδιά. Οι γονείς γεννούν στα παιδιά τους τα λόγια και τις προτροπές για το πώς να τα βγάλουν πέρα στη ζωή τους. Ο παιδαγωγός εγκυμονεί τους λόγους για την αρετή και διδάσκει  ποιος πρέπει να είναι ο άνθρωπος και ποιο δρόμο να ακολουθήσει στη ζωή του. Αν  αγαπήσει τη δικαιοσύνη, θα διαπιστώσει ότι η ομορφιά είναι ενιαία και ότι το κάλλος της εξωτερικής ομορφιάς δεν έχει μεγάλη σημασία.

Στο  επόμενο στάδιο αντικείμενο του έρωτα είναι οι επιστήμες, τα μαθήματα που απομακρύνονται από τον κόσμο των αισθητών και πλησιάζουν τον κόσμο των Ιδεών. Έτσι θα οδηγηθεί στον κόσμο των επιστημών και της φιλοσοφίας, για να διαπιστώσει ότι πρέπει να μην χαραμίζεται υπηρετώντας μόνο την ομορφιά ενός ανθρώπου ή μιας δραστηριότητας. Με αυτό τον τρόπο θα μπορέσει να κατακτήσει το τελευταίο στάδιο της ερωτικής μύησης. Ο  κόσμος της γνώσης και των διαφόρων επιστημών είναι η τελευταία κατηγορία, πριν τον ιδεατό κόσμο. Έτσι ο πλατωνικός έρωτας ταυτίζεται με την προσπάθεια του φιλοσόφου να φτάσει στην αλήθεια, τις Ιδέες ξεκινώντας από τα αισθητά αντικείμενα. Η Διοτίμα χρησιμοποιεί ως αφετηρία το σωματικό έρωτα, για να μιλήσει τελικά για τον έρωτα της ψυχής και διαχωρίζει σαφώς τη σωματική από την πνευματική γέννα, βαφτίζοντας τη σωματική σαν ένα είδος περισπασμού από την πνευματική, που είναι η μόνη που θα χαρίσει την αθανασία.

Στο  τελευταίο στάδιο έχουμε την ανύψωση της ψυχής στην ίδια την Ιδέα του Ωραίου, την ιδέα της ομορφιάς, κάτι που είναι πλήρες, αθάνατο, μοναδικό και αναλλοίωτο. Αντικείμενα αυτού του έρωτα είναι η σοφία, το αγαθό, η ευδαιμονία, η αθανασία και πάνω από όλα η ομορφιά της ψυχής. Η απόλυτη ομορφιά δεν εξαρτάται από το βλέμμα του ανθρώπου, ούτε θα παρουσιαστεί με κάποια γνώριμη μορφή του κόσμου. Είναι η αυθύπαρκτη, άφθαρτη, μοναδική, ενιαία και διαχρονική ομορφιά, στην οποία όλες οι άλλες μετέχουν και, ενώ εκείνες έρχονται και παρέρχονται, αυτή μένει ανεπηρέαστη και αναλλοίωτη. Αυτήν την απόλυτη ομορφιά θα πρέπει να την εντάξουμε στα πλαίσια του «Κόσμου των Ιδεών» του Πλάτωνα. Η μορφή (Ιδέα) της Ομορφιάς είναι η υπέρτατη ομορφιά, που περιλαμβάνει τις ομορφιές των σωμάτων, των ψυχών και όλων των υπόλοιπων επιμέρους όμορφων πραγμάτων του κόσμου, ομορφιές που περιλαμβάνει, αλλά δεν εξαρτάται από αυτές. Οι άλλες μορφές του ωραίου μετέχουν στην απόλυτη ομορφιά με την έννοια ότι, ενώ αυτές έρχονται και παρέρχονται, εκείνη χωρίς να υπόκειται σε αυξομειώσεις παραμένει ανεπηρέαστη. Είναι κάτι αυθύπαρκτο, διαφορετικό από όποιο παράδειγμά του μπορούμε να βρούμε στον κόσμο γύρω μας, αλλά και από την αντίληψη των ανθρώπων, αφού δεν εξαρτάται από το βλέμμα [4].

 

Διοτίμα. Πανεπιστήμιο Ανατολικής Αυστραλίας. Η Διοτίμα ήταν ιέρεια από την αρχαία Μαντίνεια της Αρκαδίας. Το όνομα Διοτίμα είναι δηλωτικό δράσεων για την ισότητα ανδρών και γυναικών: η Διοτίμα ήταν η μόνη γυναίκα που αναφέρεται στο ανδροκρατούμενο Συμπόσιο.

 

Ο ιδανικός έρωτας κατά τον Πλάτωνα δεν έχει να κάνει με την κατάκτηση, αλλά με την ανάμνηση. Ο  έρωτας εκφράζει την έντονη τάση του ανθρώπου να θυμηθεί τις ιδέες, τις οποίες η ψυχή του, προτού γεννηθεί αυτός, είχε γνωρίσει στον ουράνιο κόσμο των ιδεών. Η ψυχή του ανθρώπου είχε αντικρίσει κάποτε, όταν βρισκόταν ακόμα στον κόσμο των νοητών, την Ιδέα του Ωραίου, που ταυτίζεται με την Ιδέα του Αγαθού, την υπέρτατη δηλαδή Ιδέα. Τώρα φυλακισμένη στο σώμα αναγνωρίζει το Ωραίο και στρέφεται προς αυτό, στην επιθυμία της να αντικρίσει και πάλι την αθάνατη Ιδέα. Η διαδικασία της ανάμνησης, μέσω της οποίας μπορεί ο άνθρωπος να συλλάβει τις ιδέες, αποτελεί κατά τον Πλάτωνα βασικό συστατικό του έρωτος. Ο ερωτευμένος άνθρωπος ανακαλεί πάντοτε στη μνήμη του το πρόσωπο, που αποτελεί το αντικείμενο του έρωτά του, όποτε συμβαίνει να μη βρίσκεται κοντά σε αυτό. Αντίθετα, όταν το αντικείμενο του έρωτος περάσει πια στη λήθη και ο τελευταίος πάψει να το σκέπτεται, σημαίνει ότι δεν είναι ερωτευμένος πλέον με αυτό.

Η ανάκληση, λοιπόν, των ιδεών στην ψυχή του ανθρώπου μέσα από τη διαδικασία της ανάμνησης δηλώνει μία σχέση ερωτική του ανθρώπου προς τις ιδέες. Ο έρωτας κατά τον Πλάτωνα γεμίζει την ψυχή μας, όταν επαναφέρει στη μνήμη μας ιδέες και απόψεις που είχαμε κάποτε γνωρίσει. Το ωραίο λειτουργεί σαν καθρέφτης. Αντανακλά κάποιες αχτίδες από τη Θεία Ομορφιά, που κάποτε η ψυχή είχε ζήσει. Γίνεται αφορμή η θέα του κάλλους ή το άκουσμα, αν πρόκειται για μουσική, να ξαναθυμηθεί την Ομορφιά, που κάποτε είχε γνωρίσει. Γι αυτό και η ψυχή νοιώθει ένα γλυκό ρίγος τη στιγμή του αντικρίσματος ή του ακούσματος του ωραίου. Μια γλυκιά νοσταλγία αυτού που κάποτε είχε ζήσει. Και αυτό το θειο πάθος είναι αυτό που αποκαλούμε Έρωτα [5].

Αυτή η ερωτική σχέση του ανθρώπου προς τις ιδέες, κατά τον Πλάτωνα, δε δημιουργείται απευθείας, αλλά αναπτύσσεται προοδευτικά από το φαινομενικό κόσμο που ζούμε  μέχρι τον πραγματικό κόσμο, που είναι ο κόσμος της διάνοιας και της νόησης και αποτελεί το πρότυπο για τον κόσμο των φαινομένων. Ο σωστός εραστής θα ξεκινήσει από τις ομορφιές του κόσμου, από το ένα ωραίο σώμα στο σύνολο των ωραίων σωμάτων, στην ομορφιά της ψυχής και του συνόλου των ψυχών, στις δραστηριότητες των ανθρώπων και στη σοφία της επιστήμης, για να φτάσει στη σπουδή της απόλυτης ομορφιάς και να γνωρίσει τι είναι στην ουσία του το «κάλλος». Αυτή είναι η ποιότητα ζωής που καταξιώνει τον ανθρώπινο βίο, πέρα από το χρυσάφι και τα φορέματα, τα «όμορφα αγόρια» και τις υλικές απολαύσεις, τα οποία βλέπει τώρα και μένει με ανοιχτό το στόμα και για τα οποία κάνει τα πάντα για να τα αποκτήσει. Αλλά, αν κάνει έτσι για αυτά τα θνητά, τότε τι πρέπει να υποθέσουμε ότι συμβαίνει στον άνθρωπο, ο οποίος μπορεί να αντικρύσει αυτήν την Απόλυτη Ομορφιά, που δεν εξαρτάται από τα ανθρώπινα σάρκινα μέλη και τη ματαιότητα της θνητής φύσης; Αυτό είναι ΕΡΩΣ για τους αρχαίους Έλληνες.

Στην ανώτερη βαθμίδα η ψυχή θεάται το απόλυτο κάλλος, που είναι καθαρό και δεν έχει καμία ανάμειξη με οτιδήποτε σαρκικό και θνητή ματαιότητα. Με αυτόν τον τρόπο παύει η προσκόλληση σε έναν και μόνο άνθρωπο. Επομένως, μπορούμε να μοιάσουμε στο θεό, μόνο αν αγαπάμε την ομορφιά, χωρίς κάποια άλλη διέγερση, χωρίς δηλαδή να επιζητούμε τον αισθησιακό πόθο. Προορισμός παραμένει η «απόλυτη ομορφιά», η αρετή που ταυτίζεται με την αλήθεια, το ωραίο που θα μπορέσουμε να δούμε, όταν ξεπεράσουμε τη σάρκα, το πνεύμα, την κοινωνικότητα και την ίδια την επιστήμη. Έτσι από μάθηση σε μάθηση θα καταλήξει στη μάθηση εκείνη, που δεν είναι τίποτε άλλο πάρα η γνώση της απόλυτης Ομορφιάς. Αν υπάρχει κάτι, για το οποίο αξίζει να ζει ο άνθρωπος, αυτό είναι το να φτάσει μέχρι την θέα αυτού του Απολύτου του Αγαθού. Ο άνθρωπος, στην προσπάθειά του να γίνει μέτοχος της απόλυτης ομορφιάς και της αθανασίας, δύσκολα θα μπορούσε να βρει πολυτιμότερο συμπαραστάτη από τον Έρωτα.

Αν ρωτήσουμε σήμερα «τι είναι ο Πλατωνικός έρωτας;» η πλειοψηφία θα απαντήσει πως πρόκειται για τον ανεκπλήρωτο έρωτα. Για τον έρωτα που, για διάφορους λόγους, έμεινε ανέκφραστος, θαμμένος βαθιά μέσα μας.  Συχνά, ακούμε τη φράση «πλατωνικός έρωτας», όταν κάποιος αναφέρεται στον πνευματικό ή «εγκεφαλικό έρωτα». Κατά τον Εμμανουήλ Ροΐδη ο πλατωνικός έρως είναι «μαλακόν παξιμάδιον διά τους μη έχοντας οδόντας». Σε κάθε περίπτωση η απάντηση θα περιέχει την υπόνοια πως πλατωνικός είναι ο έρωτας, που ποτέ δε δοκίμασε τη σαρκική επαφή. Από το μύθο της Διοτίμας όμως δεν επαληθεύεται η έννοια του πλατωνικού έρωτα ως πνευματική σχέση με απόρριψη της σωματικής επαφής, όπως τον εννοούμε σήμερα. Η Διοτίμα δεν αρνείται τον έρωτα της φυσικής ομορφιάς, τη σαρκική επαφή και την αφοσίωση σε έναν εραστή. Τα θεωρεί μάλιστα αναγκαστικά σκαλοπάτια προς αυτό το ανώτερο, την Ιδέα της Ομορφιάς. Το να ξεπεραστεί ο σαρκικός έρωτας δεν αποτελεί διόρθωση της συμπεριφοράς, αλλά  εξέλιξη προς το ανώτερο. Αυτό δε σημαίνει πως, αν κάποιος δεν καταφέρει να φτάσει στο απόλυτο, τα προηγούμενα στάδια ήταν χάσιμο χρόνου. Ο Πλατωνικός έρωτας δεν είναι, λοιπόν, ένας έρωτας ανεκπλήρωτος. Το αντίθετο, μάλιστα. Είναι ο έρωτας που περπάτησε όλα τα σκαλιά, για να καταλήξουν οι ερωτευμένοι σε κάτι ανώτερο, αφού γευτούν τη σωματική έλξη και απολαύσουν την ψυχική ένωση.

Ο  Πλάτωνας διηγείται την ιστορία, για να δείξει ότι η αληθινή αγάπη σημαδεύει την ψυχή και όχι το σώμα. Γι’ αυτό πολλοί πίστεψαν ότι ο συγγραφέας του «Συμποσίου» τάσσεται κατά της σαρκικής ένωσης, με το μύθο του πλατωνικού έρωτα να εξαπλώνεται παντού. Αλλά  ο Πλάτωνας είχε εξυμνήσει τον ερωτισμό και την ομοφυλοφιλία και συμμεριζόταν την αρχαιοελληνική ιδέα σχετικά με την ομορφιά των γυμνών σωμάτων. Ο  Πλάτωνας δεν υπήρξε ρομαντικός και δεχόταν το σεξ ως μέρος της αληθινής αγάπης. Ο ρομαντισμός ως έννοια και ως καλλιτεχνικό ρεύμα είναι ξένος με την ελληνική ιδιοσυγκρασία, η οποία πιστεύει στη λογική, το ρεαλισμό και προσπαθεί να συνταχθεί με τη φυσική τάξη. Ο όρος «πλατωνικός έρωτας» επινοήθηκε τον 15ο αιώνα και έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο  στην κατεύθυνση της ισότητας των δύο φύλων. Την εποχή, που μεταχειρίζονταν τις γυναίκες ως σκλάβες ή παραγωγικές μηχανές, ο πλατωνικός έρωτας ήρθε να δώσει στο γυναικείο πληθυσμό περισσότερο χρόνο για φλερτ και συμμετοχή στα καλλιτεχνικά και πολιτιστικά δρώμενα. Η συμβολή του Πλάτωνα στην ανθρωπότητα και στη μεταστροφή από μια κοινωνία πολεμιστών σε μια κοινωνία σοφών ήταν τεράστια.  Σήμερα, εξαιτίας του, έχουμε ήρωες τον Αϊνστάιν και το Σαίξπηρ και όχι τους ιππότες με τις αστραφτερές πανοπλίες [6].

Τελικά, τι είναι ο έρωτας; Έρωτας  προς το ωραίο; Ερωτευόμαστε την ψυχή κάποιου ή το σώμα του; Μήπως ερωτευόμαστε με απώτερο σκοπό τα χρήματα και τις υλικές απολαβές; Ο έρωτας είναι κάτι που μας κάνει να ξεπερνάμε τον εαυτό μας, να αποκτούμε τόλμη και ηρωισμό και να φθάνουμε μέχρι την αυτοθυσία για χάρη του άλλου; Επιθυμούμε αυτό που έχουμε, για να συνεχίσουμε να το έχουμε, ή αυτό που στερούμαστε; Είναι η εύρεση του άλλου μισού ή η αρμονία των αντιθέτων; Είναι ο έρωτας έμπνευση; Είναι ο Έρωτας φιλόσοφος; Γίνεται ποιητής ο ερωτευμένος, ακόμα και αν πριν δεν ήξερε τίποτα από ποίηση; Ο Έρωτας είναι θεός ή δαίμονας; Ο έρωτας είναι δόλιος ή επιζητεί την παντοτινή κατοχή του αγαθού; Μήπως πίσω από τον έρωτα κρύβεται απλά ο πόθος της αθανασίας; Ποιος είναι ο τελικός σκοπός του έρωτα;

Στα ερωτήματα αυτά ο Πλάτωνας έχει τις απαντήσεις. Η λέξη «εύνοια» σημαίνει την αφοσίωση, η «αγάπη» το συναισθηματικό δεσμό, η «στοργή» την τρυφερότητα, ο «πόθος» την επιθυμία, η «μανία» το αχαλίνωτο πάθος, η «οικειότης» την ιδέα κάποιου πράγματος εκ φύσεως συγγενικού. Η έννοια, που βρίσκεται πιο κοντά στον «έρωτα», είναι η «φιλία». Η φιλία ξεκινάει από τη θέαση της σωματικής ομορφιάς και μετατρέπεται σε έρωτα μόνο, αν αναπτυχθούν συναισθήματα. Διακρίνεται στη «φυσική» φιλία ανάμεσα σε άτομα που έχουν το ίδιο αίμα, την «ξενική» που αναπτύσσεται ανάμεσα σε φιλοξενούντα και φιλοξενούμενο, την «εταιρική» μεταξύ φίλων, την «ερωτική» ανάμεσα σε πρόσωπα του ίδιου ή διαφορετικού φύλου, και τη «φιλοσοφική», που αποβλέπει στην αναζήτηση του Αγαθού [7].

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Πλάτωνα «Συμπόσιο» 201d- 212 a.

[2] Μπονάρ Αντρέ, Ο Αρχαίος Ελληνικός Πολιτισμός, τόμος 3, σελ. 142.

[3] Συκουτρής Ιω., Πλάτωνος Συμπόσιον, εκδ. Εστίας, σελ. 157-158.

[4] Πλάτων, Φαίδων 99-100.

[5] Πλάτωνος, Μένων, 81 1a-d.

[6] Kennedy J., The Musical Structure of Plato’s Dialogues («Η μουσική δομή των πλατωνικών διαλόγων»), Εκδ. Routledge, 2011.

[7] Πλάτωνος,  Λύσις , 210 κ.ε.

 

Βιβλιογραφία


 

  • Πλάτων, Μένων, μτφρ. Πετράκης Ιω., εκδ. ΠΟΛΙΣ 2008.
  • Πλάτων, Φαίδων (περί Ψυχής), μτφρ. Μαυρόπουλος Θ., εκδ. ΖΗΤΡΟΣ 2007.
  • Πλάτωνος, Συμπόσιον, κείμενο- μετάφραση- ερμηνεία Συκουτρή Ιω. , εκδ. Εστίας 1970.
  • Kennedy J., The Musical Structure of Plato’s Dialogues («Η μουσική δομή των πλατωνικών διαλόγων»), Εκδ. Routledge, 2011.
  • Μπονάρ Αντρέ, Ο Αρχαίος Ελληνικός Πολιτισμός, τομ. 1-3, εκδ. ΘΕΜΕΛΙΟ 1985.

 

Αλέξης Τότσικας

 

Read Full Post »

Η δίκη του Σωκράτη


 

Σωκράτης

Προς το τέλος του 400 π.Χ., ένας άσημος ποιητής των Αθηνών, ο Μέλητος, κατέθεσε στον αρμόδιο άρχοντα βασιλέα τη λεγόμενη «γραφή ασεβείας» εναντίον του Σωκράτη. Ανάμεσα στην αρχή με τα μέσα Ιανουαρίου του 399 π.Χ. πρέπει να τοποθετηθεί η κλήση και η εμφάνιση του Σωκράτη ενώπιον του άρχοντα βασιλέα για προανάκριση. Κάποιο πρωί λοιπόν του Ιανουαρίου, ο Σωκράτης, αφού πρώτα πέρασε από το Λύκειο, όπου συζήτησε με τον Θεόδωρο και τον Θεαίτητο για την ουσία της επιστήμης, στη συνέχεια κατευθύνθηκε στην Αγορά, όπου – στη λεγόμενη Βασίλειο Στοά- είχε την έδρα του ο άρχων βασιλεύς, αρμόδιος γι’ αδικήματα κατά των θεών.

Εκείνη την εποχή οι δημοκρατικοί πολίτες των Αθηνών διακατέχονταν από ανασφάλεια, μήπως ανατραπεί και πάλι το δημοκρατικό πολίτευμα. Πα­ραλλήλως αρκετοί απ’ αυτούς, που μόλις είχαν επιστρέψει από τους τόπους αυτοεξορίας τους, ήταν διαποτισμένοι από μίσος εναντίον εκείνων που, στη διάρκεια της δικής τους απουσίας, είχαν προκαλέσει τη δήμευση των περιουσιών τους και τις είχαν οικειοποιηθεί, ενώ οι αρχικοί δικαιούχοι αδυνατούσαν ήδη να τις ανακτήσουν, εμποδιζόμενοι από το ψήφισμα του Αρχίνου για την αμνηστία, το οποίο φαίνεται πως είχε υπαγορευθεί από το βασιλέα της Σπάρτης Παυσανία, προκειμένου η Σπάρτη ν’ αναγνωρίσει την αποκατάσταση των δημοκρατικών θεσμών στην Αθήνα, μετά τη φυγή των Τριάκοντα τυράννων.

Έτσι λοιπόν πολλοί δημοκρατικοί, που μόλις είχαν επιστρέψει από την αυτοεξορία τους, δεν έβρισκαν άλλο τρόπο για να καταγγείλουν τους ολιγαρχικούς αντιπάλους τους, καθώς κι όσους είχαν ωφεληθεί από εκείνους, παρά μόνο με το πρόσχημα της ασέβειας έναντι των θεών, κατά το ψήφισμα του Διοπείθη, που είχε ψηφίσει η εκκλησία του δήμου το 431 π.Χ., δηλαδή ν’ ασκείται «εισαγγελία» κατ’ εκείνων που δεν πίστευαν στα θεία, όπως και κατ’ εκείνων που ερευνούσαν τ’ αντικείμενα τ’ ουρανού.

Κατά την αθηναϊκή νομοθεσία, όταν κάποιος κατέθετε στον αρμόδιο άρχοντα (εδώ στον άρχοντα βασιλέα) «γραφή», εκείνος τον πρόσταζε να την επιβεβαιώσει ενόρκως. Ο γραμματέας τηρούσε πρακτικό, το οποίο κατέγραφε – με αντίστροφη χάραξη- σε πλάκα κεριού. Στη συνέχεια έριχνε καρβουνόσκονη σ’ αυτή την πλάκα και την αποτύπωνε σε σανίδα, την οποία αναρτούσε στον ξύλινο περίβολο του μνημείου των Επώνυμων Ηρώων, ώστε να μπορεί να διαβάσει την εκκρεμούσα καταγγελία κάθε επισκέπτης της Αγοράς. Παραλλήλως ο κατήγορος κατονόμαζε τους συνηγόρους και τους μάρτυρές του.

Ο άρχων βασιλεύς καθόριζε τη σειρά της προανάκρισης με κλήρωση και στη συνέχεια καλούσε τον κατηγορούμενο, τον ενημέρωνε και τον παρακινούσε, εφ’ όσον απέκρουε την κατηγορία, να ετοιμάσει έγγραφη συνοπτική ομολογία, την «αντιγραφή» μεν, αν ο κατηγορούμενος περιοριζόταν μόνο στο ν’ αποκρούσει τις κατηγορίες της «γραφής» σε ουσιαστικό επίπεδο, την «παραγραφή» δε, αν εναντιωνόταν στο παραδεκτό της κατηγορίας, κυρίως – στην περίπτωση του Σω­κράτη –    αν θα   επικαλούνταν ότι η κατηγορία γι’ ασέβεια και διαφθορά των νέων ήταν εικονική και ότι πραγματικός λόγος της δίωξής του ήταν η μομφή της συνεργασίας με το καταρρεύσαν τυραννικό καθεστώς, κάτι που ενέπιπτε στις διατάξεις για την αμνηστία.

Για την ετοιμασία της «αντιγραφής» ή και της «παραγραφής» ο άρχων βασιλεύς παρείχε στον κατηγορούμενο επαρκή προθεσμία. Γνωρίζουμε ότι η προθεσμία για κατηγορίες φόνου ήταν αρχικώς ενός μηνός, με δυνατότητα δύο διαδοχικών ανανεώ­σεών της, δηλαδή συνολικώς έως τρεις μήνες. Στη συνέχεια ο άρχων βασιλεύς καλούσε σε προανάκριση τους συνηγόρους και τους μάρτυρες του κατηγορουμένου.

Ως συνήγοροι του Μέλητου εμφανίστηκαν ο Άνυτος και ο Λύκων. Ο Άνυτος ήταν πλούσιος βυρσοδέψης και – στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου- είχε διατελέσει στρατηγός. Κατά την τυραννία των Τριάκο­ντα είχε καταφύγει μαζί με τον Θρασύβουλο και άλλους δημοκρατικούς Αθηναίους αυτοεξόριστους στο φρούριο της Φυλής. Το τυραννικό καθεστώς είχε δημεύσει την περιουσία του, την οποία δεν μπόρεσε ν’ ανακτήσει μετά την πτώση της τυραννίας. Επιστρέφοντας στην Αθήνα βρήκε το γιο του, τον Ανθεμίωνα, προσκολλημένο στον κύκλο του Σω­κράτη. Εκείνος προσπάθησε να τον πείσει να μάθει την τέχνη του βυρσοδέψη. Μα ο νέος δεν ήθελε. Ήταν συνεπαρμένος από τη διδασκαλία του Σω­κράτη κι ήθελε ν’ α­σκηθεί και ν’ αναδειχθεί σε στοχαστικό φιλόσοφο. Ο πα­τέρας του, ο Άνυτος, αγρίεψε. Μίλησε σκληρά στο παιδί. Ακόμη πιο επιθετικά στον Σωκράτη. Εκείνος ήταν αμείλικτος. Τον επιτίμησε πως έπρεπε να ντρέπεται. Αυτός, που είχε τιμηθεί από την πόλη με τόσες τιμές, δεν είχε το δικαίωμα να καταδικάσει το ανήσυχο πνεύμα του γιου του στο ταπεινό επάγγελμα του βυρσοδέψη. Υπερίσχυσε η θέληση του Άνυτου. Δια της βίας τον απέσπασε από τον κύκλο του Σωκράτη, αλλά ο Ανθεμίων περιέπεσε σε μελαγχολία και τα βράδια μεθούσε στις ταβέρνες. Αυτούς τους δύο λόγους είχε λοιπόν ο Άνυτος για να τρέφει αδυσώπητο μίσος κατά του Σωκράτη, αφού κι αυτός ήταν ένας από εκείνους που σιώπησαν, σαν να μη συνέβαινε τίποτε το ανώμαλο, κατά τη σκοτεινή περίοδο της τυραννίας.

Οπωσδήποτε ο Σωκράτης, όταν κλήθηκε από τον άρχοντα βασιλέα κι έλαβε προθεσμία για να ετοιμάσει κείμενο «αντιγραφής» ή και «παραγραφής», άφησε να περάσει άπρακτη όλη η προθεσμία της προανάκρισης.

 

Ο Σωκράτης με τους μαθητές.

 

Στην ξενοφώντεια Απολογία εμφανίζεται ο Ερμογένης να επιπλήττει τον Σωκράτη, γιατί δεν ασχολείται με την ετοιμασία της απολογίας του, εκείνος δε ν’ απαντά ότι αρχικώς είχε δοκιμάσει να την ετοιμάσει, αλλά ότι τελικώς τον εμπόδισε το Δαιμόνιό του ν’ ασχοληθεί με την ετοιμασία της. Όταν λοιπόν – ερήμην του Σωκράτη- ολοκληρώθηκε η ανάκριση, ο άρχων Βασιλεύς όρισε – και πάλι με κλήρωση- δικάσιμο και εισήγαγε την υπόθεση στην Ηλιαία προς εκδίκαση.

Κατά την επικρατούσα εκδοχή, ο Σωκράτης δικάστηκε από την Ηλιαία, εκεί όπου σήμερα είναι τα ερείπια του λεγόμενου «τετράγωνου περιβόλου», ενός ασκεπούς περιμανδρωμένου χώρου, μέσα στην Αρχαία Αγορά των Αθηνών, ανάμεσα στη Μέση και τη Νότια Στοά.

Σωκράτης, λεπτομέρεια από τη Σχολή των Αθηνών του Ραφαήλ, 1509.

Στην αρχαία Αθήνα, όταν οι νέοι συμπλήρωναν το 18ο έτος της ηλικίας τους, κατατάσσονταν για δύο χρόνια στην τάξη των εφήβων, οπότε οδηγούνταν στο σπήλαιο της Αγραύλου, στη βόρεια πλευρά της Ακρόπολης κι εκεί έδιδαν τον ιερό όρκο του Αθηναίου εφήβου, διαβεβαιώνοντας, ανάμεσα σ’ άλλα, και ότι θα υπερασπίζονται τα ιερά και τα όσια, καθώς και τις ιερές πατροπαράδοτες αρχές. Ήταν λοιπόν οι πάτριες θρησκευτικές παραδόσεις αναπόσπαστο κομμάτι των καθιδρυμένων θεσμών της πόλης, τους οποίους όφειλε κάθε πολίτης, όχι μόνο να σέβεται και να τιμά, αλλά και να υπερασπίζεται εναντίον κάθε επιβουλής, και μόνος και μετά πολλών.

Βεβαίως ο νόμος δεν προσδιόριζε με σαφήνεια ποια συγκεκριμένα πραγματικά γεγονότα συνιστούσαν το αντικείμενο της ποινικής δίωξης. Έτσι οι ένορκοι λαϊκοί δικαστές της αθηναϊκής πολιτείας είχαν ευρύτατη δικαιοπλαστική ελευθερία, με μόνο περιορισμό τον όρκο τους ότι, όπου δεν υπάρχει σαφής νόμος, θα δικάσουν κατά κρίση αγαθού ανδρός. Η γραφή ασεβείας λοιπόν ήταν μια νομικώς βάσιμη κατηγορία. Απέμενε μόνο ν’ αποδειχθεί και η ουσιαστική βασιμότητά της κατά τη δίκη.

Για τη διαφθορά των νέων, ως εγκληματική πράξη, δεν έχουμε πληροφορίες αν υπήρχε ειδική νομοθετική πρόβλεψη. Το πιθανότερο είναι πως συνιστούσε ειδικότερη εκδήλωση του κεντρικού αδικήματος της ασέβειας, με την έννοια ότι ο Σωκράτης υπονόμευε την πίστη των νέων στις θρησκευτικές και δημοκρατικές αξίες, που συγκροτούσαν την ιδεολογική τάξη της πόλης.

Τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα του δικονομικού συστήματος της αθηναϊκής πολιτείας ήταν τ’ ακόλουθα:

α) Οι δικαστές που συγκροτούσαν τότε τα δικαστήρια ήταν ο ανώνυμος λαός. Το όνομα κάθε Αθηναίου πολίτη, που είχε συμπληρώσει το τριακοστό έτος της ηλικίας του, και με την επιφύλαξη ότι δεν είχε στερηθεί από τα πολιτικά του δικαιώματα, όπως επίσης ότι δεν ήταν οφειλέτης του δημοσίου, έμπαινε κάθε χρόνο στην κληρωτίδα, από όπου κληρώνονταν έξι χιλιάδες πολίτες (600 από κάθε μία από τις 10 φυλές) και κατανέμονταν με νέα κλήρωση σε δέκα τμήματα, ήδη ανεξαρτήτως φυλής. Από χους 600 δικαστές κάθε σχήματος οι 500, μαζί με τον αρμόδιο (εκλεγμένο για ένα χρόνο) άρχοντα – στην περίπτωση του Σωκράτη, τον άρχοντα βασιλέα- ως πρόεδρο, συγκροτούσαν το δικαστήριο της Ηλιαίας, ενώ οι υπόλοιποι 100 παρέμεναν αναπληρωματικοί, για την περίπτωση κωλύματος κάποιου από εκείνους που είχαν κληρωθεί ως τακτικοί.

β) Καμιά δίκη δεν μπορούσε να μπαίνει σε κίνηση με την πρωτοβουλία κρατικού οργάνου, αλλά αποκλειστικά και μόνο με αναφορά (γραφή) του ενδιαφερόμενου πολίτη.

γ) Οι δικαστές, κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους για την εκδίκαση της εκάστοτε νέας υπόθεσης, έδιναν τον ακόλουθο όρκο:

Θα δώσω τη δικαιοδοτική μου ψήφο σύμφωνα με τους νόμους και τα ψηφίσματα του δήμου των Αθηναίων και της Βουλής των πεντακοσίων και όπου δεν υπάρχει νομοθετική πρόβλεψη, σύμφωνα με την πιο δίκαιη λύση (…) δίχως να κάνω χάρες και δίχως να επηρεάζομαι από έχθρες (…) Δεν θα δεχθώ δώρα εξαιτίας των δικαστικών μου καθηκόντων, ούτε άμεσα ο ίδιος ούτε δια μέσου άλλου προσώπου, ούτε θ’ ανεχθώ να λάβει άλλος δώρα μ’ επί­γνωσή μου, με οποιαδήποτε μεθόδευση ή τέχνα­σμα (…) Και θ’ ακούσω με προσοχή τόσο τους κα­τηγόρους όσο και τους απολογουμένους εξ ίσου, και θα ψηφίσω αποκλειστικά για το αντικείμενο της διεξαγόμενης δίκης.

Αυτό το δικονομικό σύστημα των Αθηνών παρουσιάζει και πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα έναντι των σύγχρονων δικονομικών εγγυήσεων.

 

α) Υστερούσε κατά το ότι:

– οι δικαστές δεν ήταν επαγγελματίες δικαστές, δεν είχαν λοιπόν ειδική νομική παιδεία, ενώ εξάλλου:

– μετά το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας, δεν συνήρχοντο σε διάσκεψη·

– δεν κατέγραφαν αιτιολογικό της απόφασής τους και

– η ενδεχομένως λαθεμένη κρίση τους δεν υπέκειτο σε προσβολή με οποιοδήποτε ένδικο μέσον ε­νώπιον ανώτερου δικαστηρίου.

 

β) Υπερτερούσε όμως κατά το ότι:

– οι δικαστές ήταν πάρα πολλοί (501), έτσι που να συγκροτούν όντως ένα μεγάλο και αξιόπιστο δείγμα της κοινής γνώμης·

– κληρώνονταν την τελευταία στιγμή πριν από τη δίκη και εισέρχονταν αμέσως στο χώρο του δικαστηρίου, κι έτσι κανένας δεν μπορούσε να τους πλησιάσει και να χους επηρεάσει·

– περιορίζονταν μόνο στο να ψηφίσουν, και μάλιστα στο πλαίσιο μυστικής ψηφοφορίας, έτσι που ήταν αδύνατο να μείνουν εκτεθειμένοι σε αντεκδικήσεις, αφού ήταν αδύνατο να βρεθεί τι είχε ψηφίσει καθένας τους·

– με το να μην αιτιολογούν τη μυστική ψήφο τους είχαν ευρύτατα περιθώρια να κρίνουν με μέτρο τις αρχές της επιείκειας, στις οποίες ασφαλώς τους παρακινούσαν οι συναισθηματικές φορτίσεις που τους προκαλούσαν οι εκάστοτε κατηγορούμενοι, καθώς προσέρχονταν συνοδευόμενοι από τις γυναίκες και τα μικρά παιδιά τους. Με άλλα λόγια, οι δικαστές της Ηλιαίας ήταν κατά κανόνα αθωωτικοί, όμοια όπως κατά κανόνα είναι αθωωτικοί στην εποχή μας και οι ένορκοι, ιδίως όπως ήταν, όταν συγκροτούσαν το αμιγές ορκωτό κακουργιοδικείο· και

– οι διάδικοι, και ιδίως ο κατηγορούμενος, είχαν απεριόριστη ελευθερία λόγου, μέσα στον ίσο χρόνο που τους παρείχετο, με μέτρο την κλεψύδρα (περίπου τρεις ώρες κάθε διάδικη πλευρά). Μπορούσαν να χλευάζουν ή και να καθυβρίζουν τους δικαστές, δίχως εκείνοι να έχουν εξουσία να τους διακόψουν. Μπορούσαν να υποβάλλουν ερωτήσεις στον αντίδικο, στους συνηγόρους του ή στους μάρτυρες, δίχως το δικαστήριο να έχει εξουσία ν’ απαγορεύσει κάποια ενοχλητική ερώτηση ως άσχετη. Εξάλλου, ενώ οι διάδικοι είχαν δικαίωμα ν’ απευθύνουν ερωτήσεις μεταξύ τους, αντιθέτως οι δικαστές δεν είχαν εξουσία να υποβάλλουν ερωτήσεις. Περιορίζονταν στο ν’ ακούν και να ψηφίζουν δίχως προηγούμενη διάσκεψη, όπως έκαναν και στην εκκλησία του δήμου.

Πορτραίτο του Σωκράτη.

Η δίκη του Σωκράτη, όπως όλες οι δίκες ενώπιον της Ηλιαίας, τελείωσε την ίδια ημέρα που άρχισε. Πρώτος έλαβε το λόγο ο Μέλητος, που είχε καταθέσει τη σχετική καταγγελία. Στη συνέχεια μίλησαν οι συνήγοροί του Άνυτος και Λύκων, ενώ εξάλλου είναι βέβαιο πως εξετάστηκαν και μάρτυρες, τους οποίους ο Σωκράτης κατήγγειλε ως επίορκους ψευδομάρτυρες.

Δεν έχουμε όμως στοιχεία ως προς το τι κατέθεσαν στο δικαστήριο οι συνήγοροι και οι μάρτυρες του Σωκράτη, παρά μόνο για έναν: τον αδελφό του Χαιρεφώντα, ο οποίος κατά την πρώτη απολογία του Σωκράτη προτείνεται να μαρτυρήσει και να επιβεβαιώσει ότι ο – ήδη προαποβιώσας – Χαιρεφών είχε μεταβεί στο μαντείο των Δελφών, είχε υποβάλει το ερώτημα ποιος ήταν ο σοφότερος άνθρωπος, κι είχε λάβει την απάντηση ότι σοφότερος όλων είναι ο Σωκράτης, κάτι που τον πειθανάγκασε να ελέγχει τους Αθηναίους για να βεβαιωθεί κατά τι αυτός θεωρείται από τον Απόλλωνα ως ο σοφότερος όλων, μολονότι ένα μόνον ήξερε καλά, πως τίποτε δεν ήξερε.

Η πρώτη (και κύρια) απολογία του Σωκράτη, έτσι όπως μας την παρέδωσε ο Πλάτων, έχει τέσσερις στόχους, δηλαδή ν’ αποκρούσει:

α) τη διαβολή που επί δεκαετίες σερνόταν εξωδίκως εναντίον του, από τότε που ο Αριστοφάνης τον είχε σατιρίσει με τις Νεφέλες του ως άθεο και κερδοσκόπο σοφιστή, που διδάσκει τους νέους ν’ απολακτίζουν την πατρική εξουσία, υπό την οποία διατελούσαν,

β) την κατηγορία ότι δήθεν δεν πιστεύει στους πατροπαράδοτους θεούς, αλλά σε καινούργιες θεότητες,

γ) την κατηγορία ότι διαφθείρει το ήθος των νέων, και

δ) την υποχθόνια κατηγορία ότι διαπνέεται από αντιδημοκρατικά φρονήματα, έτσι ώστε να είναι επικίνδυνος για το δημοκρατικό πολίτευμα.

Μετά την πρώτη απολογία του Σωκράτη οι δικαστές αποσύρθηκαν σε ψηφοφορία, με το ερώτημα αν είναι ένοχος ή αθώος των αποδιδόμενων σ’ αυτόν δύο κατηγοριών, της ασέβειας και της διαφθοράς των νέων. Από τους 501 δικαστές ψήφισαν 280 πως είναι ένοχος και 221 πως είναι αθώος. Επακολούθησαν οι προτάσεις επί της ποινής.

Κατά το δικονομικό σύστημα της αθηναϊκής πολιτείας, αν ο κατηγορούμενος κρινόταν ένοχος, τότε το δικαστήριο ήταν υποχρεωμένο να του επιβάλει ως εναλλακτική ποινή την εξορία ή σημαντική χρηματική ποινή, που ο ίδιος ο κατηγορούμενος αντιπρότεινε. Καθώς παρατηρεί ο Χέγκελ (Hegel), επρόκειτο για μια αξιοπρόσεχτη ιδιορρυθμία της αθηναϊκής δικονομίας, με τριπλό πλεονέκτημα: πρώτον, ότι παρωθούσε τον κατηγορούμενο ν’ αποδεχθεί την κρίση του δικαστηρίου που τον κήρυξε ένοχο, δεύτερον, ότι απάλλασσε την πόλη από τη βλαπτική παρουσία του και, τρίτον, επιβεβαίωνε το φιλάνθρωπο χαρακτήρα της αθηναϊκής νομοθεσίας, αφού την επιμέτρηση της ποινής την άφηνε στην κρίση του κατηγορουμένου, που είχε ήδη αποδεχθεί τη διαγνωσθείσα ενοχή του.

Ο Μέλητος πρότεινε – και πάλι – την ποινή του θανάτου. Ο Σωκράτης αρχικώς εξέφρασε την έκπληξή του πως μόνο τριάντα ψήφοι του έλειψαν για να κηρυχθεί αθώος. Στη συνέχεια, με τη συνηθισμένη ειρωνική διάθεσή του, πρότεινε, αντί οποιασδήποτε άλλης ποινής, το δικαστήριο να ψηφίσει την ισόβια τιμητική σίτισή του στη θόλο, μαζί με τους πρυτάνεις, τους ολυμπιονίκες, τους διακεκριμένους φιλοξενούμενους της πόλης και την οικογένεια των τυραννοκτόνων. Μετά τις αποδοκιμασίες που προκάλεσε αυτή η προκλητική πρόταση, εξήγησε ότι σε καμιά περίπτωση δεν θα ήθελε να εγκαταλείψει την πόλη ούτε του ήταν δυνατό να υποσχεθεί ότι θα έπαυε στο μέλλον να γίνεται ενοχλητικός με το δημόσιο έ­λεγχό του, ενώ εξάλλου δεν είχε χρήματα για να καταβάλει χρηματική ποινή, παρά μόνο μία και μοναδική μνα.

Τελικώς, όμως, κάτω από τις πιέσεις και την προθυμία των μαθητών του να πληρώσουν εκείνοι τη χρηματική ποινή, πρότεινε πρόστιμο τριάντα μνων. Μάλιστα, κατά τον Ξενοφώντα, αρνήθηκε να προτείνει χρηματική ποινή, επειδή κάτι τέτοιο θα ενείχε αποδοχή της ενοχής του, κάτι που εκείνος εξακολουθούσε ν’ αποκρούει. Και ακριβώς επειδή δεν αποδέχθηκε τη δικαστική διάγνωση της ενοχής του, η τελική αντιπρότασή του για χρηματική ποινή δεν ήταν δεσμευτική για το δικαστήριο.

Το δικαστήριο αποσύρθηκε και πάλι σε ψηφοφορία, το αποτέλεσμα της οποίας ήταν η καταδίκη του σε θάνατο με ψήφους 360 έναντι 141, δηλαδή ογδόντα δικαστές που – στην πρώτη ψηφοφορία – είχαν ψηφίσει υπέρ της αθωότητάς του, τώρα υπερψήφιζαν την πρόταση για τη θανατική καταδίκη του.

Στο διάστημα που μεσολάβησε ώσπου ο άρχων βασιλεύς, ως πρόεδρος του δικαστηρίου, μαζί με το γραμματέα να καταγράψουν το διατακτικό της καταδικαστικής απόφασης, ο Σωκράτης απευθύνθηκε για τελευταία φορά, τόσο στους καταδικαστικούς δικαστές όσο και στους αθωωτικούς. Όμως μόνο τους τελευταίους προσφώνησε (για πρώτη φορά) ως άνδρες δικαστές. Ως τότε σταθερά απευθυνόταν στο δικαστήριο της Ηλιαίας με την προσφώνηση άνδρες Αθηναίοι, δίνοντας δηλαδή έμφαση στην αποκλειστικώς πολιτική διάσταση της κρίσης τους.

Άγαλμα του Σωκράτη στο προαύλιο του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Αξιοποίησε ο Σωκράτης τις δικονομικές δυνατότητες αποτελεσματικής υπεράσπισης που του παρείχε το δικονομικό σύστημα της αθηναϊκής πολιτείας; Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα είναι απερίφραστα αρνητική, τόσο που να παρακινεί στη σκέψη ότι δεν επρόκειτο για δολοφονική δίκη, αλλά για δίκη ενσυνείδητης αυτοκτονίας, κάτω από την ακλόνητη πίστη του Σωκράτη πως αυτό ήταν το θέλημα του θεού. Ασφαλώς δεν ταίριαζε στο ήθος του Σωκράτη να κολακέψει τους δικαστές του. Δεν ήταν όμως απαραίτητο ούτε και να τους συμπεριφερθεί με τόση προκλητικότητα, όπως αυτή αναδύεται ιδίως μέσα από το δεύτερο μέρος της πλατωνικής Απολογίας του.

Το πιθανότερο είναι πως ο Σωκράτης είχε επίγνωση του ότι παιζόταν κωμωδία, με στόχο τον εξαναγκασμό του σε προσωρινή απομάκρυνσή του από την Αθήνα, καθώς όλοι ανέμεναν πως οι φίλοι του θα τον φυγάδευαν. Νομίζω λοιπόν ότι, πέρα από τους λόγους του αυτοσεβασμού, που ασφαλώς συνέτρεχαν και τον εμπόδιζαν να εξευτελιστεί, τρεπόμενος σε φυγή, πάντως στην υπεράσπισή του υφέρπουν και δύο δικές του αντιπροκλήσεις:

Πρώτον, να επιβεβαιώσει, τόσο στους συμπολίτες του όσο και στον ίδιο, τη σταθερή εμμονή του στο να μην επιτρέπει στον εαυτό του «ηττάσθαι υπό των ηδονών». Η αποφυγή της βίαιης θανάτωσής του και η επιβίωσή του σε ξένο τόπο ήταν – στα μάτια του κόσμου – ένα καλοδεχούμενο αγαθό. Αυτός όμως ασκείται ως την τελευταία αναπνοή του ν’ αποφεύγει «ηττάσθαι υπό των ηδονών».

Η δεύτερη αντιπρόκληση, την οποία ενέχει η ενσυνείδητη επιλογή του Σωκράτη να βαδίσει προς το θάνατο, αντί του να δεχτεί να τον φυγαδέψουν, εντοπίζεται, κατά τη γνώμη μου, στη μέχρις αναίδειας υπερβολική προκλητικότητά του απέναντι στους δικαστές του, ιδίως κατά τη δεύτερη απολογία του, έτσι που ν’ αποκλείσει τη διέξοδο του χρηματικού προστίμου, ώστε να εξωθηθούν οι δικαστές στο να τον καταδικάσουν σε θάνατο. Και τότε εκείνος να τους αιφνιδιάσει, δίνοντάς τους το πιο ηχηρό μάθημα ήθους και πίστης στους θεσμούς, με το να συμμορφωθεί αδιαμαρτυρήτος με τη θανατική καταδίκη του. Στα δικά του μάτια αυτός ο αιφνιδιασμός θα ήταν η δική του δραματικά ειρωνική απάντηση στη φάρσα της δίκης του. Αλλά και το πιο δραστικό μάθημα στην πόλη, που – ως τότε – δεν είχε επίγνωση της δικής του μεγάλης προσφοράς προς αυτήν.

Δίχως να έχει χαρακτήρα αντιπρόκλησης, η ενσυνείδητη επιλογή του Σωκράτη να βαδίσει προς το θάνατο, αντί του να μεθοδεύσει την αποφυγή του, εδράζεται στη στέρεη πεποίθησή του πως ο θάνατος δεν ήταν κακό, όπως πιστεύει ο πολύς και αμαθής κόσμος. Πίστευε ότι η ψυχή επιστρέφει στο θεό, απ’ όπου είχε έλθει στη γη. Σ’ αυτό το σημείο όμως θα πρέπει να συνειδητοποιηθεί ότι ο Σωκράτης δεν βάδισε προς το θάνατο αποκλειστικώς επειδή – και στην έκταση που- τον διακατείχε η βεβαιότητα της ωφελιμιστικής σκέψης για την αθανασία της ψυχής, έτσι που να προσβλέπει σ’ ένα καλύτερο μεταθανάτιο βίο, στην άλλη διάσταση της ζωής. Ασφαλώς διακατεχόταν απ’ αυτή την ένθεη υπερβατική ενόραση. Αλλά δεν την είχε ανάγκη για να βαδίσει αγέρωχος προς το θάνατο. Η άφοβη επιλογή του Σωκράτη να βαδίσει προς το θάνατο, αντί του να συμβιβαστεί και να πά­ψει να γίνεται ενοχλητικός στους Αθηναίους με την ελεγκτική του μέθοδο, ήταν αξία καθ’ αυτή.

Μολαταύτα νομίζω πως κι ο ίδιος είχε επίγνωση του ότι ήταν όμηρος δικών του ασυγχώρητων παραλείψεων, κατά το παρελθόν, εξαιτίας των οποίων ο αυτοσεβασμός του τον πειθανάγκαζε ήδη να δεχθεί την ποινή του θανάτου ως δίκαιη τιμωρία. Με τη δική του φανατική μονομέρεια, δηλαδή του ν’ απέχει ενσυνειδήτως από την πολιτική αντιδικία και τις αγορεύσεις στην εκκλησία του δήμου, δεν είχε φροντίσει να μεταπείσει τους συμπολίτες του να καταργήσουν το ψήφισμα του Διοπείθη για τη γραφή ασεβείας. Είχε λοιπόν συνειδητοποιήσει πως τώρα πια ήταν πολύ αργά – ειδικά γι’ αυτόν, που τόσα χρόνια είχε σιωπήσει – για να κατηγορήσει το ψήφισμα του Διοπείθη ως άδικο.

Ήταν άδικη η δίκη του Σωκράτη; Η απάντηση είναι: και ναι και όχι.

α) Ήταν άδικη, στην έκταση που άλλη ήταν η φανερή και άλλη η υποκρυπτόμενη αληθινή κατηγορία, για την οποία καταδικάστηκε, μολονότι το αδίκημα των αντιδημοκρατικών φρονημάτων είχε αμνηστευθεί με το ψήφισμα του Αρχίνου.

β) Αλλά δεν μπορεί να χαρακτηριστεί η δίκη ως άδικη, επειδή καταδικάστηκε για δημόσιο προσηλυτισμό σ’ άλλες θεότητες, ξένες προς τους πάτριους θεούς, καθώς και για το δημόσιο ξεσηκωμό των νέων εναντίον της πατρικής αυθεντίας, δίχως κάτι τέτοιο να έχει αποδειχθεί, ειδικώς κατά τη διαδικασία ενώπιον της Ηλιαίας. Η κρίση του δικαστηρίου – σ’ όλες τις δικαζόμενες υποθέσεις, κι όχι μόνο του Σω­κράτη – ήταν σεβαστή ως δίκαιη, όχι επειδή έπειθε με την – έτσι κι αλλιώς ελλείπουσα – αποδεικτική τεκμηρίωσή της, αλλ’ αποκλειστικώς και μόνον επειδή εξέφραζε την κυρίαρχη στην πόλη γνώμη, όπως αυτή αποτυπωνόταν με την ετυμηγορία της πλειοψηφίας ενός δικαστηρίου, που το συγκροτούσαν πεντακόσιοι κληρωμένοι ένορκοι δικαστές και ο εκλεγμένος άρχων βασιλεύς, ως πρόεδρος. Κατά το λόγο που – και στη δική μας εποχή – η ετυμηγορία των πολιτών κατά τις βουλευτικές εκλογές δεν υπόκειται στις αξιολογικές εκτιμήσεις του δίκαιου ή άδικου, κατά τον ίδιο λόγο και η ετυμηγορία των πολιτών που συγκροτούσαν το δικαστήριο της Ηλιαίας ήταν ουδέτερη από την οπτική γωνία της δίκαιης ή άδικης κρίσης. Αρκούσε η άμεση δημοκρατική της νομιμοποίηση, ως εγγύηση διατήρησης της κοινωνικής ειρήνης.

γ) Δεν ήταν άδικη η κρίση των δικαστών της Ηλιαίας ότι ο Σωκράτης δεν πίστευε στην πατροπαράδοτη Θεολογία του Δωδεκαθέου, έτσι όπως αυτή είχε διαπλαστεί από τους ποιητές, και ιδίως από τον Όμηρο και τον Ησίοδο. Ο θεός του Σωκράτη – το δαιμόνιό του – είχε πνευματική διάσταση. Μ’ αυτή την έννοια εισήγε όντως νέα θεολογία. Και δεν περιοριζόταν στο να πιστεύει σ’ αυτή την πνευματική διάσταση της θεότητας. Με τη δύναμη του στοχασμού του, έτσι όπως επιθετικά τον εξέφραζε στο Λύκειο, στην Αγορά, στα συμπόσια και τους δρόμους της Αθήνας, έκανε ανοιχτή προπαγάνδα εναντίον της πατροπαράδοτης λατρείας του Δωδεκα­θέου. Γι’ αυτό το λόγο και στην πλατωνική Απολο­γία του επιμένει ιδιαιτέρως ότι εκείνος δεν υπήρξε δάσκαλος κανενός. Γνώριζε καλώς ότι η βασιμότητα της κατηγορίας γι’ ασέβεια δεν σχετιζόταν με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του, αλλά με τον επιθετικό προσηλυτισμό που έκανε για χάρη τους.

δ) Ούτε ήταν αβάσιμη, και συνακόλουθα άδικη, η κατηγορία πως καθιστούσε τους νέους ικανούς να προβληματίζονται και ν’ αναζητούν λύσεις, έξω απ’ το συντηρητικό φρόνημα των πατέρων τους. Και με τις δύο τούτες καινοτομίες του ο Σωκράτης ανήγαγε τη φιλοσοφία σε κέντρο αντίδρασης εναντίον του θρησκευτικού και του πολιτικού κατεστημένου της αθηναϊκής πολιτείας. Και φυσικό είναι πως αυτό το κατεστημένο αμύνθηκε αντεπιτιθέμενο.

Όσοι, παρ’ όλ’ αυτά, επιμένουν πως η δίκη και η καταδίκη ήταν άδικες, παραβλέπουν ότι – και στη δική μας εποχή – ένας επιθετικά ενοχλητικός διανοητής δεν θα είχε καλύτερη μεταχείριση.

 

 Κώστας Ε. Μπέης

Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών

  

Πηγή


  • Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, « Η δίκη του Σωκράτη», τεύχος 86, 7 Ιουνίου 2001.

 

Διαβάστε ακόμη:

 

 

Read Full Post »

«Η αληθινή απολογία του Σωκράτη» του Κώστα Βάρναλη


 

Ο Χρήστος Καλαβρούζος ερμηνεύει το Σωκράτη, στην «Αληθινή απολογία του Σωκράτη» του Κώστα Βάρναλη, την Τετάρτη 31 Αυγούστου στο Θέατρο Αρχαίων Κλεωνών Νεμέας, στα πλαίσια του 2ου Φεστιβάλ «Green Theater». Πρόκειται για το συγκλονιστικό έργο της Ελληνικής Γραμματείας που σημάδεψε μια ολόκληρη εποχή. «Η αληθινή απολογία του Σωκράτη» με πρωταγωνιστή το Χρήστο Καλαβρούζο, ήταν μια μαγική παράσταση του Εθνικού θεάτρου (1986-1987). Για τη συγκλονιστική σύλληψη του έργου αυτού εργάστηκαν: Ο αείμνηστος σκηνογράφος – ενδυματολόγος Βασίλης Φωτόπουλος, ο μουσικοσυνθέτης Μιχάλης Χριστοδουλίδης και ο σκηνοθέτης Χρίστος Σιοπαχάς.

Ο Σωκράτης με τα μηνύματα που στέλνει καταδικάζει την παρακμή της εποχής του και το έργο είναι επίκαιρο όσο ποτέ άλλοτε λόγω της κατάστασης που βιώνουμε σήμερα στην Ελλάδα με την παρακμή της κοινωνίας, μια παρακμή που είναι υλική και ηθική, αναφέρει  ο πρωταγωνιστής Χρήστος Καλαβρούζος.

 

Η διαχρονικότητα του Σωκράτη

 
Ο Κώστας Βάρναλης γεννήθηκε το 1884 στον Πύργο της Βουλγαρίας (τότε Ανατολική Ρωμυλία), όπου βίωσε το κλίμα του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Το 1898 τέλειωσε το Ελληνικό Σχολείο και σε ηλικία δεκαοχτώ ετών διορίστηκε δάσκαλος στο σχολείο του Πύργου. Πήρε μέρος στη διαμάχη για το Γλωσσικό Ζήτημα ως υποστηρικτής των δημοτικιστών. Το 1907 συμμετείχε στην ίδρυση του ποιητικού περιοδικού «Ηγησώ» από το οποίο κυκλοφόρησαν δέκα τεύχη.

 

Κώστας Βάρναλης

 

Συμμετείχε στον δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο με τους «απαλλαγέντας και αγυμνάστους του 1900-1902». Από το 1910 άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση. Το 1919 έφυγε με υποτροφία για μετεκπαίδευση στην Αισθητική και τη Νεοελληνική Φιλολογία στο Παρίσι. Η εκεί παραμονή του σηματοδότησε την ιδεολογική προσχώρησή του στο μαρξιστικό διαλεκτικό υλισμό, καρπός της οποίας υπήρξε το ποίημα «Προσκυνητής». Το 1929 παντρεύτηκε την ποιήτρια Δώρα Μοάτσου. Το 1932 εξέδωσε την «Αληθινή απολογία του Σωκράτη». Παρέμεινε πιστός στην ιδεολογία του κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και του εμφυλίου και το 1956 τιμήθηκε από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, ενώ το 1959 τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν. Πέθανε το Δεκέμβρη του 1974.

Η Αληθινή απολογία του Σωκράτη ουσιαστικά είναι η εικόνα του Κώστα Βάρναλη για τη στιγμή που ο Σωκράτης βρισκόταν ενώπιον των δικαστών αγορεύοντας. Στον πρόλογο του έργου ο συγγραφέας δίνει μια σύντομη περιγραφή του σκηνικού και των δικαστών και παρουσιάζει ένα σύντομο προφίλ του σπουδαίου φιλοσόφου. Στο πρώτο μέρος ο Σωκράτης αρχίζει την απολογία του με σαρκασμό και ειρωνεία, αλλά και έντονο περιπαιχτικό ύφος. Στο δεύτερο μέρος βάλλει κατά της απόφασης, ενώ φέρνει στο φως στοιχεία από την καθημερινότητά του. Στο τρίτο μέρος σχολιάζει την κοινωνία και τους θεσμούς, καθώς και την προσωπική του στάση απέναντι σε πρόσωπα και καταστάσεις. Κατά το τέταρτο μέρος ο Σωκράτης αναπτύσσει την φιλοσοφία του και επιμερίζει τις απόψεις του για τον άνθρωπο. Στο πέμπτο και τελευταίο μέρος ο Σωκράτης εκφράζει την πικρία του, όχι για τον επικείμενο θάνατό του, αλλά διότι αντιλαμβάνεται ότι πολύ λίγοι τον κατανόησαν πραγματικά, ενώ κάνει και ο ίδιος μια σύντομη αποτίμηση του έργου του. 

Ο Κώστας Βάρναλης δημιούργησε ένα κείμενο ιδιαίτερο από πολλές απόψεις. Κατ’ αρχάς, η γλώσσα και οι λέξεις που επιλέγει ο συγγραφέας  για το μονόλογο του Σωκράτη είναι χυμώδεις και απαράμιλλα εκφραστικές. Η εικόνα του φιλοσόφου παρουσιάζεται απλή και ταπεινή και ακόμα, όταν ο κατηγορούμενος εξανίσταται, διαφαίνεται η λιτότητα της φιλοσοφίας του.

Κύρια πρόθεση του Βάρναλη, όπως αναδύεται από το κείμενο, είναι να μεμφθεί τους ηθικούς φραγμούς, τους θεσμούς και τους νόμους της πολιτισμένης κοινωνίας, καθώς και να αποκαλύψει την αδυναμία, την ανάγκη για κοινωνική αποδοχή, την ελπίδα για ελεύθερη έκφραση, ως στοιχεία κάθε ανθρώπινου όντος. Η δομή του κειμένου (τα πέντε μέρη και ο πρόλογος) είναι εξαιρετική, αφού δίνει το χρονικό περιθώριο στον αναγνώστη να αφουγκραστεί τα λόγια του Σωκράτη, αλλά και να περιεργαστεί κάθε κομμάτι της απολογίας με τη δέουσα προσοχή. «Η Αληθινή απολογία του Σωκράτη» είναι ένα έργο όπου ο Βάρναλης χρησιμοποιεί ένα ιστορικό γεγονός για να εκφράσει τις απόψεις και τη δυσαρέσκειά του για την ελληνική κοινωνία και που μοιάζει εξαιρετικά σύγχρονο και στην εποχή μας.

 

Read Full Post »

Σωκράτης (470/469 – 399 π.Χ.)


 

Ένας από τους σημαντικότερους φιλοσόφους της αρχαίας Ελλάδας. Γεννήθηκε στην Αθήνα, ήταν γιος του γλύπτη Σωφρονίσκου, μητέρα του ήταν η μαία Φαιναρέτη και σύζυγός του η Ξανθίππη. Ο ίδιος ήταν εξαιρετικά άσχημος, αλλά και γοητευτικός. Δίδασκε πως η αυτοσυνειδησία, η φιλοπατρία και η υπακοή στους νόμους είναι ο ηθικός ανθρώπινος προορισμός. Έδωσε μάλιστα το προσωπικό του παράδειγμα, πολεμώντας γενναία στον Πελοποννησιακό πόλεμο, λαμβάνοντας μέρος σε μάχες, σώζοντας μάλιστα στην Ποτίδαια τη ζωή του αγαπημένου του μαθητή Αλκιβιάδη. Η σκληρή κριτική του όμως προκάλεσε αντιδράσεις και συγχύσεις, όπως φαίνεται και στον Αριστοφάνη, όπου η μορφή του δασκάλου γίνεται σχεδόν καρικατούρα.

Ίσως το γεγονός πως ανάμεσα στους μαθητές του υπήρχαν και ορισμένοι δηλωμένοι εχθροί της δημοκρατίας, όπως ο Κριτίας, να οδήγησε -μαζί με ορισμένα σημεία της διδασκαλίας του- στην απαγγελία κατηγοριών εναντίον του. Ο Σωκράτης αντιμετώπισε τους κατηγόρους του με αξιοπρέπεια, συνέπεια, αλλά και με ειρωνεία. Η Απολογία του μας είναι γνωστή από το ομώνυμο έργο του μαθητή του Πλάτωνα. Τελικά το δικαστήριο, με ισχνή πλειοψηφία, τον καταδίκασε σε θάνατο και η ποινή εκτελέστηκε το 399 π.Χ., όταν ο Σωκράτης ήπιε το κώνειο. Πολλοί μαθητές του προσπάθησαν χωρίς αποτέλεσμα να τον πείσουν να αποδράσει, αφού ο Σωκράτης δέχτηκε μέχρι τέλους την άδικη ποινή. Ο Σωκράτης δεν άφησε γραπτά κείμενα, αλλά επηρέασε βαθιά όλη τη μεταγενέστερη φιλοσοφία, ιδίως δια μέσου του Πλάτωνα.

 

Η ζωή και η προσωπικότητα του Σωκράτη

 

Σωκράτης

Ο Σωκράτης, γιος του γλύπτη (λιθοξόου) Σωφρονίσκου και της μαίας Φαιναρέτης, γεννήθηκε στην Αθήνα και συγκεκριμένα στο Δήμο Αλωπεκής, το 470 ή το 469 π.Χ. Αυτοδίδακτος στη φιλοσοφία, σχετίστηκε για λί­γο με τους Σοφιστές και σύμφωνα με τη μαρτυρία του Διογένη του Λαέρτιου για ένα μικρό διάστημα έγινε μαθητής του Αναξαγόρα.

Ο ίδιος έθεσε για αποστολή του να ξυπνήσει τους συμπολίτες του από τη διανοητική νάρκη ακολουθώντας μια εσωτερική φωνή, το «δαιμόνιον». Έβλεπε τη φιλοσοφία ως «υπηρεσία στο θεό». Έδειξε παλικαριά στη ζωή, αν και κατά βάση φτω­χός, έχοντας σύντροφο της ζωής του τη δύστροπη Ξανθίππη κι αργότερα την ευγενέστερη Μυρτώ. Από την πρώτη απέκτησε ένα γιο, τον Λαμπροκλή κι από τη δεύτερη, στα ύστερα χρόνια του, άλλους δυο γιους, τον Σωφρονίσκο και τον Μενέξενο. Δεν πήρε ποτέ χρήματα για τη διδασκαλία του· ήταν τύπος ολιγαρκής.

Διακρίθηκε για την ηθική του αγνότητα, τη δικαιοσύνη, την ευσέβεια, την ε­ξυπνάδα, τη φαιδρότητα και τη γαλήνη. Δεν επε­δίωξε να λάβει πολιτικά αξιώματα. Μια φορά μόνο εξελέγη «πρόεδρος εν ταις εκκλησίαις» κατά τη μαρτυρία του Ξενοφώντα, και πιστός τηρητής αυτός των νόμων της πατρίδας «ουκ επέτρεψεν τω δήμω παρά τους νόμους ψηφίσασθαι» κατά τη δίκη των στρατηγών.

Εξεπλήρωσε τα στρατιωτικά του καθή­κοντα κι έλαβε μέρος σε τρεις εκστρατείες: στην Ποτίδαια (432-429 π.Χ.), στο Δήλιο (424 π.Χ.) και στην Αμφίπολη (422 π.Χ.), όπου επέδειξε απαρά­μιλλη ανδρεία. Στους συγχρόνους του έδινε την εντύπωση πε­ρίεργου ανθρώπου, που άλλοτε βυθιζόταν σε βαθιά περισυλλογή κι άλλοτε περπατούσε στους δρόμους υποβάλλοντας χαρακτηριστικές ερωτήσεις στους ανθρώπους.

 

Άγαλμα του Σωκράτη στο προαύλιο του Πανεπιστημίου Αθηνών.

 

Η άσχημη μορφή του, όπως ο ίδιος ο Σωκράτης την περιγράφει στο «Συμπόσιο» του Ξενοφώντα, μαζί με την αδιαφορία για την εξωτερική του εμφάνιση, δημιουργούσε αντίθεση στην ευθιξία της αττικής καλαισθησίας. Αλλά και ο τρόπος της ζωής του ήταν απλός. Ελάμβανε τόση τροφή όση του αρκούσε και έπινε μόνον όταν διψούσε. Υποστήριζε ότι τα πολλά φα­γητά και ποτά βλάπτουν όχι μόνο «τάς κοιλίας, αλλά καί τάς κεφαλάς καί τάς ψυχάς».

Ωστόσο δεν θα μπορούσε κανείς να τον χαρα­κτηρίσει απόκοσμο. Και τις συναναστροφές επεδίωκε και στα συμπόσια, όταν τον καλούσαν, συμ­μετείχε. Σ’ αυτά, παρά τη συνήθειά του, φορούσε κομψά ενδύματα, όπως και οι άλλοι συμποσιαστές. Αν κρίνουμε από τις περιγραφές που διασώζουν στα «Συμπόσιά» τους ο Πλάτων και ο Ξενοφών, η παρουσία του Σωκράτη σ’ αυτά ήταν περιζήτητη.

Αλλά και ο ίδιος, κατά τον Διογένη Λαέρτιο, κα­λούσε Αθηναίους για δείπνο, παρά τις διαμαρτυρίες της Ξανθίππης. Φρόντιζε και για την εξάσκηση του σώματός του και το διατηρούσε σε καλή φυσική κατάσταση. Εί­ναι γνωστό ότι συχνά πήγαινε στα Γυμναστήρια, όχι μόνο για να συζητεί με τους νέους Αθηναίους, αλλά και για να ασκείται ο ίδιος. Η μετρημένη και λιτή ζωή του εξασφάλιζε άριστη υγεία και ενώ οι Αθηναίοι πολλές φορές είχαν προσβληθεί από λοι­μώδεις ασθένειες, αυτός δεν αρρώστησε ποτέ.

Αξιοσημείωτο στη ζωή του Σωκράτη είναι το γε­γονός ότι δεν ένιωσε την ανάγκη να ταξιδεύει, ό­πως έκαναν οι περισσότεροι φιλόσοφοι, εκτός από την περίπτωση που συμμετείχε στις εκστρατείες. Σ’ αυτές έδειξε απαράμιλλη γενναιότητα. Λέγεται ό­τι στη μάχη του Δηλίου πήρε στους ώμους του τον Ξενοφώντα που είχε πέσει από το άλογό του. Τότε ενώ σχεδόν όλοι οι Αθηναίοι ετράπησαν σε άτακτη φυγή, αυτός οπισθοχωρούσε με ηρεμία και γύριζε κάπου κάπου αγριοκοιτάζοντας, έτοιμος να αντεπιτεθεί αν δεχόταν επίθεση. Όλο τον άλλο καιρό ο Σωκράτης παρέμεινε στην Αθήνα, κάνοντας οξύτατες συζητήσεις, προσπαθώντας να μάθει τους Αθηναίους ν’ αναζητούν την α­λήθεια. Υπάρχει βέβαια η μαρτυρία του Ίωνα του Χίου, ότι στα νιάτα του ο Σωκράτης ταξίδεψε στη Σάμο. Ο Αριστοτέλης επίσης ισχυρίζεται ότι πήγε και στους Δελφούς. Μια νεότερη μαρτυρία, που παρουσιάζει ο Φαβωρίνος στα δικά του «Απομνη­μονεύματα», πιστοποιεί ότι ο Σωκράτης πήγε και στον Ισθμό.

Παρ’ όλ’ αυτά, προκαλούσε την προσοχή και το ενδιαφέρον των συμπολιτών του και δεν τους άφη­νε αδιάφορους η παρουσία του, ούτε το περιεχόμενο της διδασκαλίας του. Για τούτο και οι περισσότεροι εξέφραζαν το θαυ­μασμό τους για το αδούλωτο φρόνημα και την εμ­μονή του στις αρχές του. Προκαλούσε όμως και το φθόνο και τη δυσαρέσκεια για τις καινούργιες ιδέ­ες που έβαζε στο προσκήνιο της ζωής των Αθηναί­ων. Έτσι εξηγείται και η διακωμώδησή του στα έρ­γα του Αριστοφάνη («Νεφέλες», «Όρνιθες» κ.α.), αλλά και οι επίσημες κατηγορίες που διατυπώθη­καν αργότερα και τον οδήγησαν τελικά στη δίκη, την καταδίκη και το θάνατο.

 

Σωκράτης, λεπτομέρεια από τη Σχολή των Αθηνών του Ραφαήλ, 1509.

 

Ο ίδιος δεν έγραψε τίποτε και ό,τι γνωρί­ζουμε γι’ αυτόν οφείλεται στους μαθητές του Πλάτωνα και Ξενοφώντα κυρίως, στον Αριστοτέλη και τον Αριστοφάνη κα­τά δεύτερο λόγο, όπως επίσης και στις πληροφορίες που υπάρχουν σε όσα κείμενα διασώ­θηκαν του Αντισθένη του Κυνικού και του Αισχί­νη του Σφήττιου, καθώς και στις μεταγενέστερες συγγραφές του Διογένη του Λαέρτιου.

Υποστηρίζεται επίσης όμως και η εκδοχή ότι ο ί­διος ο Σωκράτης κρατούσε σημειώσεις, που τις οι­κειοποιήθηκε, μετά το θάνατό του, ο Αντισθένης ή κατ’ άλλους ο Αισχίνης. Η προσωπικότητά του, κατά τον Εντ. Τσέλερ (Ed. Zeller) «δείχνει μια περίεργη ένωση κριτικής οξύνοιας και βαθιάς θρησκευτικότητας, νηφάλιου ορ­θολογισμού και μυστικής πίστης».

Στις θρησκευτικές του αντιλήψεις φαίνεται ότι έχει επηρεαστεί α­πό τις απόψεις των προσωκρατικών και ίσως ιδιαί­τερα του Ξενοφάνη για το θείο. Είναι χαρακτηριστι­κή η γνώμη του, που μας τη διασώζει ο Ξενοφών: «Το θείον τουσούτον και τοιούτον εστί, ώσθ’ άμα πάντα οράν και πάντα ακούειν και πανταχού παρείναι και άμα πάντων επιμελείσθαι» (Απομνημ.). Για τούτο και όταν διατυπώθηκε εναντίον του η κατηγορία, δεν κατηγορήθηκε για αθεΐα, αλλά για ασέβεια στους παραδοσιακούς θεούς. Αυτό είναι σαφέστατο: «Ους μεν ή πόλις νομίζει θεούς, ου νομίζων, έτερα δε καινά δαιμόνια εισφέρων». Και είναι απορίας άξιο πως οδηγήθηκε στη δίκη βάσει του νόμου (ψήφισμα) του Διοπείθη που θεω­ρείται ως αδίκημα η αθεΐα.

 

Πίνακας με τον Σωκράτη και τους μαθητές.

 

Κύριο μέλημα του Σωκράτη ήταν πως θα κάνει τους ανθρώπους καλύτερους κι αυτό το εξελάμβανε ως υπέρτατη υποχρέωση που απέρρεε από ειδική εντολή που του δόθηκε από το θεό. Αυτό το επε­δίωκε με την προσωπική επικοινωνία, με το διά­λογο, με το παράδειγμά του και τον τρόπο της ζωής του. Χρησιμοποιούσε ως μέσον διδασκαλίας μια πε­ρίεργη μέθοδο δοκιμής ανθρώπων («εξετάζειν εαυτόν και τους άλλους») που την ασκούσε πρόσω­πο με πρόσωπο, μέθοδο που την είπαν διαλεκτι­κή.

Ταυτόχρονα με τη μαιευτική του ζητούσε να γεννήσει μέσα στους ανθρώπους την ορμή για το καλό. Ορισμένες φορές έδινε την εντύπωση ότι ο ί­διος δεν ήξερε αυτό που ρωτούσε το συνομιλητή του, δεν αργούσε όμως να ξεσκεπάσει την άγνοια των άλλων κι έτσι φαινόταν η στάση του αυτή σαν ειρωνεία. Συζητούσε συνήθως στην Αγορά και συνανα­στρεφόταν τους ώριμους πολίτες, έδειχνε όμως ιδι­αίτερο ενδιαφέρον για τους νέους ανθρώπους, που τους συναντούσε στα γυμναστήρια και τις παλαί­στρες.

Η συναναστροφή του αυτή έδωσε αφορμή να κα­τηγορηθεί ότι «τους νέους διαφθείρει». Όσους συ­ναναστρεφόταν ήξερε να συζητεί μαζί τους θέματα που ενδιαφέρουν όλους τους ανθρώπους και απέ­φευγε να εξετάζει τα φυσικά φαινόμενα. Κατά πως μας παραδίδει ο Ξενοφών: «Αυτός (δηλ. ο Σωκράτης) αεί περί των ανθρώπειων διελέγετο, σκοπών τι καλόν, τι αισχρόν, τι ευσεβές, τι ασεβές, τι δίκαιον, τι άδικον, τι σωφροσύνη, τι μα­νία, τι ανδρεία, τι δειλία, τι πόλις, τι πολιτικός, τι αρχή ανθρώπων, τι αρχικός ανθρώπων…» (Απομν. Α’ α, 16). Για την επίτευξη αυτού του σκοπού χρησιμοποι­ούσε τον κριτικό στοχασμό, αναθεωρούσε το κατε­στημένο και αναζητούσε την αλήθεια με τη δύνα­μη του νου. Υποστήριζε ότι η αλήθεια βρίσκεται έξω από τις προσωπικές απόψεις, είναι αντικειμενική και σ’ αυ­τήν θεμελιώνεται η επιστήμη.

Δίδασκε ότι η αρετή ταυτίζεται με τη σοφία που απ’ αυτήν απορρέουν όλες οι άλλες αρετές, γιατί αυτή είναι το υπέρτατο αγαθό και την αντιπαρέβαλλε στα αγαθά που φάνταζαν αξιοζήλευτα στη λαϊκή συνείδηση: την ομορφιά, τον πλούτο, τη δύ­ναμη, τη δόξα, τη σωματική αλκή, τις ηδονές των αισθήσεων κ.ά.

 

Ο Σωκράτης απομακρύνει τον Αλκιβιάδη από την αγκαλιά της αισθησιακής απόλαυσης. Λάδι σε καμβά του Ζαν Μπατίστ Ρενό, 1791. Μουσείο Λούβρου, Παρίσι.

 

Παρά το γεγονός ότι μετά την κατάλυση της δη­μοκρατίας στην Αθήνα από τους Τριάκοντα δεν αυ­τοεξορίστηκε, υπήρξε ο ίδιος δημοκρατικότατος, ό­πως αποδεικνύεται από πολλά περιστατικά της ζω­ής του και κυρίως από το γεγονός ότι δεν συνέπραξε με το τυραννικό καθεστώς. Όπως μας πληροφο­ρεί ο Διογένης ο Λαέρτιος, με κίνδυνο της ζωής του αρνήθηκε να υπακούσει στους περί τον Κριτία ολιγαρχικούς που τον διέταξαν να συλλάβει, μαζί με άλλους, τον Λέοντα τον Σαλαμίνιο και να τους τον παραδώσει για να τον θανατώσουν.

Όχι μόνο αγνόησε την εντολή, αλλά χωρίς ν’ απαντήσει πήγε στο σπίτι του. Από τότε άρχισε να καταδιώκεται και να εμποδίζεται στην αποστολή που ο ίδιος είχε επιλέξει. Ο Κριτίας ιδιαίτερα, που για ένα διάστημα είχε παρακολουθήσει τη διδα­σκαλία του και που ο Σωκράτης πολλές φορές είχε ελέγξει τις απρέπειές του, τώρα με την ισχύ που του έδινε η εξουσία του, μαζί με τον Χαρικλή σχεδόν του απαγόρευσαν να συναναστρέφεται και να διδά­σκει τους νέους κάτω των τριάντα ετών.

Δυο στοιχεία της βιογραφίας του Σωκράτη παραμένουν αινιγματικά και παράξενα, ό­πως σχολιάζει χαρακτηριστικά ο Αλμπιν Λέσκι (Albin Lesky). Το πρώτο είναι ο δελφικός χρησμός που δόθηκε στον Χαι­ρεφώντα που πρόβαλε τον Σωκράτη ως τον πιο δί­καιο και τον πιο σοφό απ’ όλους τους ανθρώπους. Η διάκριση αυτή εναρμονίζεται απόλυτα με το σε­βασμό που έδειχνε εκείνος απέναντι στο πιο σπου­δαίο μαντείο της Ελλάδας. Το δεύτερο είναι το «δαιμόνιο», αυτή η παράξενη εσωτερική φωνή, που σε κάθε στιγμή της ζωής του τού έδειχνε τι πρέπει ν’ αποφεύγει. Κατά κάποιον ανερμήνευτο τρόπο, ήταν πάντοτε μια αποτρεπτική φωνή.

Ο Εντ. Τσέλερ δίνει τη δική του, ωστόσο, ερμηνεία στο σωκρατικό «δαιμόνιο»: «Ήταν μια ένταση της αίσθησης που έφτανε στο σημείο ώστε το θαμπό συναίσθημα, που από τα νιά­τα του ήδη τον εμπόδιζε από ορισμένες πράξεις, να το παίρνει για θεϊκό σημάδι, για χαρισμένο εσωτε­ρικό μαντείο…» (σ. 124). Ο Λέσκι υποστηρίζει, όμως πως «ήταν ένα άλογο στοιχείο που είχε τη δική του θέση σ’ αυτόν τον άνθρωπο που έβαλε τον εαυτό του με πάθος στην υπηρεσία του λόγου». (σ. 695).

Μια τέτοια προσωπικότητα ήταν φυσικό να δημιουργήσει έντονες αντιδράσεις. Εκείνο που δεν συγ­χώρησαν ποτέ στον Σωκράτη οι επικριτές του, ήταν κυρίως ο ελεγκτικός τρόπος της διδασκαλίας του. Ο ίδιος άλλωστε χαρακτήριζε τον εαυτό του «αλο­γόμυγα» που τσιμπούσε για να ξυπνήσουν από το λήθαργό τους οι άνθρωποι.

Αυτός ήταν βέβαια ένας ισχυρός λόγος για να ε­πισύρει την οργή αρκετών Αθηναίων εναντίον του. Αλλά υπήρχε και άλλος λόγος. Πολλοί πλούσιοι Αθηναίοι έβλεπαν πως ο Σωκράτης εξασκεί τέτοια επίδραση στα παιδιά τους, ώστε αυτά να επαναστα­τούν στο κατεστημένο και να διαλύουν τα σχέδια των γονιών τους γι’ αυτά. Οι περιπτώσεις των δυο από τους κύριους κατήγορους του Σωκράτη, του Άνυτου και του Λύκωνα, είναι αποδεικτικές.

Η αποκαλούμενη φυλακή του Σωκράτη στο λόφο του Φιλοπάππου.

Ο βαθύτερος όμως λόγος της κατηγορίας και της καταδίκης του Σωκράτη πρέπει ν’ αναζητηθεί στην αντίθεση πολλών Αθηναίων και ιδιαίτερα του δη­μοκρατικού κόμματος στο κλίμα ενός πρωτόφαντου για την εποχή νεοτεριστικού διαφωτισμού που εκ­προσωπούσε και δίδασκε ο Σωκράτης. Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δυο άνδρες, ο Αλκι­βιάδης και ο Κριτίας, που η πολιτική τους σταδιοδρομία στο σύνολό της υπήρξε βλαπτική για την Αθήνα, υπήρξαν μαθητές του, έγειρε τελικά την πλάστιγγα της δικαστικής γνώμης κατά του Σω­κράτη.

Ο Μέλητος, με υπόδειξη του Άνυτου που υπήρξε ο βασικός υποκινητής για την κατηγορία με τη συνηγορία του Λύκωνα, υπέβαλε τη μήνυση κατά του Αθώου στο αθηναϊκό δικαστήριο και ο Σωκράτης οδηγήθηκε μπροστά στους κρι­τές του για να δώσει λόγο των ενεργειών του. Η στάση του κατά και μετά τη δίκη υπήρξε όντως φιλοσοφική. Δεν εκλιπάρησε, δεν έκλαψε, δεν κατέφυγε σε απολογητικά τεχνάσματα.

Σ’ όσες «Απολογίες» μας διέσωσαν οι μαθητές του, κυρίως ο Πλάτωνας και ο Ξενοφώντας, η στάση του Σω­κράτη διακρίνεται για την αξιοπρέπεια και την αν­δρεία. Κι όταν εκδόθηκε η καταδικαστική απόφα­ση, τη δέχτηκε ατάραχος, γαλήνιος και με τη φαι­δρότητα που τον διέκρινε. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο δεσμωτήριο -περίπου ένα μήνα- δεν καταδέχτηκε να χρησιμοποιήσει αντιφιλοσοφική μέθοδο και να προβεί σε ενέργεια ατιμωτική, κατά τις υποδείξεις των φίλων του και ιδιαίτερα του Κρίτωνα, για να α­ποδράσει και να σωθεί. Έμεινε εκεί, πιστός στους νόμους που, αν και άδικα, τον υποχρέωσαν να πιει το κώνειο και να πε­θάνει. Ήταν το πρώτο έτος της 95ης Ολυμπιάδας, φθινό­πωρο μάλλον του 399 π.Χ. Ο Σωκράτης όπως έζησε έτσι και πέθανε. Η Ιστο­ρία τον δικαίωσε και τον ανέδειξε ως τον μέγιστο α­νάμεσα στους μέγιστους φιλοσόφους του κόσμου.

 

Η φυλακή του Σωκράτη όπως τη φαντάστηκε ο Νταβίντ. Πίνακας του Zακ-Λουί Νταβίντ (1787) Ο Θάνατος του Σωκράτη. Metropolitan Museum of Art, Νέα Υόρκη.

 

Ο Σωκράτης δεν ίδρυσε σχολή και κανείς δεν μπόρεσε να πάρει απ’ αυτόν συγκε­κριμένο φιλοσοφικό σύστημα και να το αναπτύξει. Ωστόσο η ώθηση που έδωσε στη φιλοσοφία με τον ανθρωπολογικό της προσδιορισμό ήταν ουσιαστική όπως φαίνεται στο έργο των επιγόνων και κυρίως στον Πλάτωνα.

Ο μεγάλος αυτός μαθητής του Σωκράτη, γόνος αρι­στοκρατικής αθηναϊκής οικογένειας, μικρανιψιός του Κριτία και ανιψιός του άλλου εκλεκτού μαθη­τή του Σωκράτη, του Χαρμίδη, έδωσε στη φιλοσο­φία του έκφραση έντονα ιδεαλιστική. Ο δαιμόνιος αυτός μαθητής του Σωκράτη, κατά τον Τσέλερ, δια­πίστωσε ότι η άρρωστη πολιτεία, όπως φανερώθηκε στα μάτια του ύστερα από το θάνατο του Σωκράτη, δεν μπορούσε να σωθεί με καμιά αλλαγή στο πολίτευμα παρά μονάχα με μια νέα αντίληψη, με την ηθική αγωγή του λαού. Στο πλαίσιο αυτής της αντίληψης διαμορφώνει τελικά το φιλοσοφικό σύστημά του, που θα το προ­εκτείνει με την ίδρυση της Ακαδημίας και θα τη διασώσει στα συγγράμματά του. Άλλοι πάλι μαθητές του Σωκράτη, αφορμώμενοι από την ηθική και ανθρωπολογική βάση της σω­κρατικής διδασκαλίας, θα δημιουργήσουν σχολές με αισθητή τη διαφοροποίησή τους.

Αναφερόμαστε στις κυριότερες:

α. Η Μεγαρική με τον Ευκλείδη και τον Στίλπωνα.

 β. Η Ηλιο-Ερετρική με τον Φαίδωνα και τον Μενέδημο.

 γ. Η Κυνική με τον Αντισθένη, τον Διογένη και τον Κράτη.

 δ. Η Κυρηναϊκή με τον Αρίστιππο.

Σπύρος Γ. Μοσχονάς

Φιλόλογος – Συγγραφέας

 

 

Πηγή


  • Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, « Η δίκη του Σωκράτη», τεύχος 86, 7 Ιουνίου 2001.

 

Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »

Αρχαίες φυλακές


 

Η ιστορία των φυλακών στον τόπο μας ξεκινάει μετά την κατάλυση της δημοκρατικής πόλης-κράτους. Η αρχαία ελληνική πόλη, σε αντίθεση με τις ανατολικού (ή δυτικού) τύπου μοναρχίες, δεσποτείες και τα λοιπά θεοκρατικά καθεστώτα, αρνείται την έννοια και την πρακτική του εγκλεισμού στις φυλακές: του «σωφρονισμού» σε αυτές και των βασανιστηρίων, που ακολουθούν τη στέρηση της ελευθερίας. Γι’ αυτό φυλακές στην αρχαία Αθήνα δεν υπάρχουν (φυλακή ονομάζουν την περιπολία στα τείχη ή σε θαλάσσιες περιοχές, για την άμυνά τους).

Το μικρό δεσμωτήριο εξάλλου της πόλης των Αθηνών (η «φυλακή» του Σωκράτη) χρησιμοποιείται, όπως το σημερινό κρατητήριο, για ώρες ή μέρες: με σκοπό την εφαρμογή της ποινής του θανάτου (με κώνειο) ή για την αποπληρωμή χρέους προς το δημόσιο ταμείο. Ο πολιτισμός των Ελλήνων αρνείται τη φυλακή και γι’ αυτό οι πολίτες δεν φυλακίζονται, θανατώνονται, όταν επιχειρούν να καταλύσουν το πάτριο πολίτευμα (ή όταν βεβηλώνουν τους πάτριους θεούς), ή εξορίζονται, το συνηθέστερο, για διάστημα 10 ετών, όταν κρίνονται επικίνδυνοι για την πόλη. Μετά την υποδούλωση της Ελλάδας στη Ρώμη αρχίζουν να εμφανίζονται οι πρώτες φυλακές, που υπάρχουν και στο Βυζάντιο. (Νίκος Βαρδιάμπασης)

 

Στην εποχή μας, η επιβολή ποινής για κάποιο αδίκη­μα είναι σχεδόν συνώνυμη με τη «φυλάκιση», δη­λαδή τη στέρηση της ελευθερίας με τον εγκλεισμό σε κάποιο κρατικό σωφρονιστήριο. Μολονότι η α­νάδειξη της φυλακής ως κατ’ εξοχήν χώρου έκτι­σης της νομοθετημένης τιμωρίας αποτελεί σύγχρονο φαινόμενο που έχει τις ρίζες του στο δυτικό Μεσαίωνα, ωστόσο η στέρηση της ελευθερίας στο πλαίσιο μιας «τιμωρητικής» πολιτικής δεν είναι ά­γνωστη στην ελληνική αρχαιότητα. Η παραδειγματική και αρχετυπική έκφανση του περιορισμού της ελευθερίας ως τιμωρίας που επι­βάλλεται από τον κρατούντα την – υπέρτατη άλλωστε – εξουσία βρίσκεται στο μύθο του Προμηθέα.

Ο δεσμώτης του Καυκάσου αντιπροσωπεύει τον αρχέτυπο μύθο της θεϊκής τιμωρίας. Ο Προμηθέας σε παράσταση μελανόμορφου λακωνικού κυπέλλου.

Παραβαίνοντας τη θέληση των θεών, ο Προμηθέ­ας δίνει στους ανθρώπους τη φωτιά. Για την πράξη του αυτή, που έχει ήδη οριστεί ως κακό, ο Ζευς του επιβάλλει σκληρή τιμωρία: να μείνει αιώνια δε­μένος στον Καύκασο. «Για τούτα τα σφάλματα πληρώνω την ποινή, στον πάσσαλο δεμένος εδώ στο ξάγναντο», αναφωνεί ο Προμηθέας στην ομώ­νυμη τραγωδία. Η μυθολογική σύλληψη αντιλαμ­βάνεται τον περιορισμό ως δεσμά, τα οποία δεν προϋποθέτουν εγκλεισμό, αντίθετα μπορούν να πραγματοποιούνται υπαίθρια. Όμως στον Προμη­θέα Δεσμώτη ο Αισχύλος χρησιμοποιεί την ορο­λογία του ποινικού δικαίου της δικής του εποχής για να περιγράψει τα παθήματα του ήρωά του.

Σε ακόμη ένα περίφημο παράδειγμα από το χώρο του μύθου, ο Κρέοντας φυλακίζει την Αντιγόνη επει­δή παρέβη το νόμο του κράτους του οποίου ο ίδιος είναι εκφραστής. Στον αντίποδα των υπαίθριων δε­σμών του Προμηθέα, στην ψηλότερη βουνοκορφή, πρόκειται εδώ για απόλυτο εγκλεισμό, βαθιά μέσα στη γη, που θα οδηγήσει στο θάνατο. Περίπου την εποχή που γράφτηκε ο Προμηθέας Δεσμώτης και ίσως λίγα χρόνια πριν από την Αντιγόνη, δηλαδή περί τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ., χρονολογείται η ανέγερση ενός κτιρίου που βρέθηκε στις ανασκαφές κοντά στην αθηναϊκή Αγορά.

Το κτίσμα αυτό, γνωστό ως Πόρος, έχει ταυ­τιστεί ως φυλακή και η μεταγενέστερη φιλολογική παράδοση το έχει συνδέσει με το μύθο του Προ­μηθέα. Δεν είναι βέβαιο αν πρόκειται για το δεσμωτήριον του Σωκράτη, όμως η θέση του κτιρίου αυτού στο κεντρικότερο σημείο της αρχαίας πόλης υποδεικνύει πως η χρήση του ήταν ενταγμένη στο δημόσιο βίο. Φαίνεται ότι το κτίριο αυτό αναμορφώθηκε στα τέλη του 5ου ή τις αρχές του 4ου αιώνα και άλλη μια φορά στα τέλη του 4ου. Δεν είναι γνωστό αν στην Αθήνα υπήρχαν περισσότερα από ένα δεσμωτήρια, κάτι που υπαινίσσεται, τουλάχιστον για τα τέλη του 4ου αιώνα, η χρήση της λέξης στον πληθυντικό για πρώτη φορά στην κωμωδία του Μενάνδρου Δύσκολος.

 

Η αποκαλούμενη φυλακή του Σωκράτη στο λόφο του Φιλοπάππου.

 

Δεσμωτήρια ή αλλιώς κατ’ ευφημισμόν οική­ματα μαρτυρούνται σε πολλές αρχαιοελληνικές πόλεις. Σύμφωνα με τη διήγηση του Ξενοφώντα, σε μια περίοδο στάσεως το 363 π.χ., μεγάλος αριθμός αριστοκρατικών από όλες τις πόλεις της Αρκαδίας οδηγήθηκαν στην πόλη της Τεγέας όπου φυλακί­στηκαν, μάλιστα πολύ σύντομα δημιουργήθηκε α­διαχώρητο στο δεσμωτήριον και ορισμένοι κρα­τούμενοι μεταφέρθηκαν στο πρυτανείο.

Κατά τη διάρκεια ακόμη μιας στάσεως, στη Θήβα αυτή τη φορά, μαθαίνουμε ότι η μια από τις αντιμαχόμενες μερίδες με τέχνασμα απελευθέρωσε τους κρατού­μενους από τη φυλακή και τους προμήθευσε με ό­πλα, κατορθώνοντας έτσι να αποκτήσει τον έλεγχο της πόλεως. Στην Τεγέα υπήρχε μόνο μια φυλακή, όμως σε έκτακτες περιπτώσεις και άλλα δημόσια κτίρια μπορούσαν προσωρινά να χρησιμοποιηθούν για τη φύλαξη των κρατουμένων. Εξάλλου στον πόλεμο η φυλάκιση ήταν η συνήθης ποινή που επέβαλ­λαν οι στρατηγοί μέσα στο πλαίσιο των καθηκό­ντων τους, και ελλείψει φυλακών μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν κάθε είδους κτίρια, ή ακόμη χαντάκια, λατομεία και λάκκοι. Για τους κρατούμε­νους από τις Συρακούσες οι Αθηναίοι χρησιμοποί­ησαν ένα λατομείο πέτρας στον Πειραιά.

Ο Αριστοτέλης στη Ρητορική, αναφερόμενος στην ιδιαίτερη βαρύτητα των αδικημάτων εκείνων τα οποία δίνουν αφορμή να ζητηθούν ή να θεσπι­στούν ειδικά προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα, μας πληροφορεί ότι στο Άργος επιβαλλόταν εξαι­ρετική ποινή σε εκείνον που είχε γίνει αφορμή να ψηφιστεί νέος νόμος ή να κτισθεί νέα φυλακή. Στο ίδιο παραδειγματικό – συμβολικό πλαίσιο και πάλι, σύμφωνα με τον Παυσανία οι Κροτωνιάτες τον 5ο αιώνα μετέτρεψαν το σπίτι ενός εγκληματία σε δεσμωτήριον. Στην αττική νομοθεσία, η πρώτη εμφάνιση περιοριστικής της ελευθερίας ποινής ανάγεται στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ.

Στον Σόλωνα αποδίδεται ο νόμος που τιμωρούσε τον ένοχο κλοπής με χρη­ματική ποινή και παράλληλα θέσπιζε ως παρεπό­μενη ποινή τον πενθήμερο περιορισμό του ενόχου στην ποδοκάκκη. Πρόκειται για ένα όργανο ξύλι­νο, αφού τον 4ο αιώνα αναφέρεται συνήθως ως ξύλον, στο οποίο προσδενόταν το πόδι με αποτέλε­σμα την ακινητοποίηση του σώματος. Ήταν στη δια­κριτική ευχέρεια του δικαστηρίου της Ηλιαίας να επιβάλει αυτόν τον περιορισμό, ο οποίος δεν λάμ­βανε χώρα σε κλειστό χώρο αλλά γινόταν δημό­σια, «ώστε να μπορούν να τον δουν όλοι δεμέ­νο», όπως σχολιάζει ο Δημοσθένης. Αρχικά λοιπόν ο περιορισμός στην ποδοκάκκη είχε προεχό­ντως ατιμωτικό χαρακτήρα, στοχεύοντας ιδίως στη δημόσια διαπόμπευση, στη συνέχεια όμως η χρή­ση του οργάνου αυτού γενικεύθηκε μέσα στη φυ­λακή.

Για τους αρχαίους Έλληνες ο σωματικός κολα­σμός ταιριάζει στους δούλους, οι οποίοι ευθύνονται για τις παραβάσεις τους με το σώμα τους, σε αντί­θεση με τους ελεύθερους ανθρώπους, στους οποί­ους ο νόμος τις περισσότερες φορές επιβάλλει πρόστιμα. Η συνήθης τιμωρία των δούλων ήταν τα δεσμά, και, όπως πληροφορούμαστε, ένας πρόχει­ρος τόπος εγκλεισμού τους ήταν οι μύλοι. Αυτό το διακριτικό στοιχείο των πολιτών από τους δούλους υπήρξε καθοριστικό για τη θεσμοθέτηση του πε­ριορισμού των πολιτών στη φυλακή, που, τουλάχι­στον μέχρι τα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ., ήταν φει­δωλή.

Εξαίρεση στη δυσκολία του Αθηναίου νο­μοθέτη να αποδεχθεί τη φυλάκιση πολι­τών αποτελούσαν όσοι όφειλαν χρήματα στο δημόσιο. Η οφειλή αυτή μπορούσε να προέρχεται από συμβατική αιτία: τη συλ­λογή των φόρων αναλάμβαναν πολίτες έπειτα από πλειστηριασμό, κατά τον οποίο ο πλειοδότης απο­κτούσε το δικαίωμα να εισπράττει, για ένα έτος συ­νήθως, το συγκεκριμένο φόρο (λιμενικά τέλη, μετοίκιο κ.λπ.) και να αποδίδει στο κράτος το ποσόν που ορίστηκε. Με ανάλογο τρόπο γίνονταν οι μι­σθώσεις των μεταλλείων, καθώς και οι μισθώσεις των κτημάτων που ανήκαν στα ιερά, για διάρκεια δέκα ετών.

Αλλά οι περισσότεροι οφειλέτες που βρίσκο­νταν στη φυλακή ήταν εκείνοι που δεν είχαν τη δυνατότητα να καταβάλουν κάποια χρηματική ποι­νή που τους είχε επιβληθεί. Συχνά βλέπουμε, στους δικανικούς λόγους, τον κατηγορούμενο να τονίζει στους δικαστές ότι η επιβολή χρηματικής ποινής θα σήμαινε γι’ αυτόν το τέλος της ζωής του ως πολίτη και τον ισόβιο εγκλεισμό του στη φυλα­κή. Και πράγματι γνωρίζουμε αρκετούς ένδοξους πολίτες που πέρασαν από τη φυλακή για τέτοια χρέη, ή ακόμη πέθαναν εκεί, όπως ο Μιλτιάδης, άρρωστος ήδη όταν καταδικάστηκε σε πρόστιμο πενήντα ταλάντων, που, αδυνατώντας να το πληρώσει, τελείωσε τη ζωή του στη φυλακή το 489 π.Χ.

Το 353 π.Χ. ο Αθηναίος Τιμοκράτης πρότεινε να ψηφιστεί ένας νόμος που θα έδινε τη δυνατότη­τα στους οφειλέτες του δημοσίου – με εξαίρεση ορισμένες μόνο κατηγορίες, όπως οι εκμισθωτές των φόρων – να μη φυλακίζονται, εφ’ όσον παρείχαν χρηματική εγγύηση. Ο Δημοσθένης με δριμύτητα προσέβαλε το ψήφισμα που εισηγήθηκε ο Τιμοκράτης, ως αντίθετο με τους νόμους, υπενθυμίζο­ντας στο λαϊκό δικαστήριο ότι πρόκειται για «φω­τογραφική» ρύθμιση, που έχει στόχο να απαλλά­ξει κάποιους φίλους του που βρίσκονταν στη φυ­λακή για χρέη προς το δημόσιο. Θυμίζει ακόμη ότι πολλοί γνήσιοι Αθηναίοι έχουν οδηγηθεί στο δεσμωτήριο, φυλακισμένοι είτε για οφειλές είτε έ­πειτα από δικαστική απόφαση, αλλά υπέμειναν τα δεσμά υποτασσόμενοι στους νόμους, και δίνει πα­ραδείγματα πολλών επιφανών ανδρών που πέρα­σαν χρόνια στη φυλακή. Ο Δημοσθένης κατηγορεί τον Τιμοκράτη ότι το ψήφισμα που πρότεινε εισά­γει ρύθμιση ευνοϊκή για τους πλουσίους, οι οποί­οι μπορούν να παράσχουν χρηματική εγγύηση κι έτσι διαφεύγουν τη φυλάκιση, αντίθετα με τους α­πλούς ανθρώπους: όταν ασκούν κάποια εξουσία, ο κατηγορούμενος και το περιβάλλον του, ευχαρίστως φυλακίζουν τους φτωχούς, όταν όμως πρόκει­ται για τους ίδιους, πιστεύουν ότι δεν πρέπει να πάθουν το ίδιο.

Στην Αθήνα αρμόδιοι για την επίβλεψη του δεσμωτηρίου ήταν οι ένδεκα, άρχοντες κληρωτοί με ενιαύσια θητεία. Δική τους δικαιοδοσία ήταν η σύλληψη που προβλεπόταν από το νόμο για ορι­σμένες κατηγορίες αδικούντων. Καθώς η εισαγγε­λική αρχή, που σήμερα ασκεί τη δίωξη για ένα έ­γκλημα, ήταν έννοια ξένη προς το αρχαιοελληνι­κό δίκαιο, κατά το οποίο ο κάθε πολίτης ήταν ε­νεργός, δικαιούμενος ή μάλλον υποχρεωμένος να κινεί τη δίωξη όποιου έβλαπτε την πόλιν, ο εν­διαφερόμενος πολίτης είτε συνελάμβανε ο ίδιος το δράστη και τον παρέδιδε στους ένδεκα (απαγωγή), είτε τους οδηγούσε στον τόπο της σύλληψης (εφήγησις) είτε τέλος υποδείκνυε το δράστη στους άρ­χοντες (ένδειξις), οι οποίοι οδηγούσαν το συλληφθέντα στη φυλακή μέχρι τη διεξαγωγή της δίκης.

Οι διαδικασίες αυτές εφαρμόζονταν κυρίως ενα­ντίον κακούργων που καταλαμβάνονταν έπ’ αυτο­φώρω ή εξόριστων που επέστρεφαν παράνομα ή α­κόμη εναντίον όσων είχαν καταδικαστεί στην απο­στέρηση των δικαιωμάτων συμμετοχής στο σώμα των πολιτών, αλλά επιχειρούσαν να ασκήσουν τα πολιτικά τους δικαιώματα.

Η προφυλάκιση εφαρμοζόταν εξάλλου ευρύτατα σε υποθέσεις κατηγορουμένων για εγκλήματα κα­τά του πολιτεύματος και κατά των θεμελιωδών αρ­χών της πόλεως. Τα παραδείγματα προέρχονται κυρίως από τα τέλη του 5ου αιώνα και αργότερα, ό­πως στην υπόθεση του έτους 404 π.χ., όταν οι στρατη­γοί, ταξίαρχοι και πολίτες, που κατηγορήθηκαν ότι συνωμοτούσαν με σκοπό την ανατροπή της δημοκρατίας, προφυλακίστηκαν μέχρι τη διεξαγωγή της δίκης.

Ο στρατηγός Θρασύβουλος κατηγορή­θηκε για προδοσία της πόλεως και κατάχρηση χρημάτων που προορίζονταν για εξαγορά αιχμα­λώτων και κρατήθηκε στη φυλακή μέχρι να δικαστεί. Λίγα όμως χρόνια αργότερα κατηγορήθηκε για δωροδοκία και προφυλακίστηκε εκ νέου. Ακόμη μια εφαρμογή της αποστέρησης της ελευθερίας στην αττική νομοθεσία είχε τη μορφή εξασφαλιστικού μέτρου κατά των μελλοθανάτων. Μετά την έκδοση της απόφασης, ο καταδικασθείς παραδιδόταν στους ένδεκα, που τον οδηγούσαν στο δεσμωτήριο, μέχρι την εκτέλεση. Στις περιστάσεις που οι νόμοι για λόγους θρησκευτικούς ανέστελλαν την εκτέλε­ση, η παραμονή εκεί ήταν πολυήμερη, όπως συνέ­βη με τον Σωκράτη, μέχρι την επιστροφή στην Αθήνα του ιερού πλοίου. Την ορισμένη για την ε­κτέλεση ημέρα, οδηγούσαν τον κατάδικο έξω από την πόλη, στο δήμιο, ενώ η χορήγηση του κωνείου γινόταν μέσα στη φυλακή.

Από τα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ., πιθανώς ως α­ποτέλεσμα της μεταρρύθμισης του Εφιάλτη, η φυ­λάκιση μπορούσε να επιβληθεί και ως κύρια ποι­νή για κάποιο αδίκημα, όταν προτεινόταν από τον ένα διάδικο. Έτσι και ο Αριστοτέλης αργότερα α­παριθμεί τις ποινές που προέβλεπε η αττική νομο­θεσία ως εξής: δεσμός, θάνατος, εξορία, αποστέ­ρηση των δικαιωμάτων του πολίτη, δήμευση της περιουσίας. Δεν σώζεται όμως κανένας νόμος που να επιβάλλει ποινή φυλάκισης για κάποιο αδίκη­μα σε περίπτωση που η ποινή απέρρεε απ’ ευθεί­ας από το νόμο χωρίς να θεσπίζεται η διαδικασία της πρότασης και αντιπρότασης από τους διαδί­κους.

Όσο για τις συνθήκες που επικρατούσαν μέσα στις φυλακές, φαίνεται πως κατά κανόνα οι κρα­τούμενοι ήταν δεμένοι στο ξύλον, καθώς ποικίλες πηγές χρησιμοποιούν τη λέξη δεσμώτης ως συνώ­νυμο του να βρίσκεται κάποιος εν δεσμωτηρίω. Εκείνοι που αποφυλακίζονται έπειτα από μεγάλο χρονικό διάστημα αναφέρονται ως «ανίκανοι να περπατήσουν σαν τους άλλους ανθρώπους, αλλά ξαναγυρίζουν στην ίδια στάση και στις ίδιες κι­νήσεις που έκαναν δεμένοι», καταδεικνύοντας ό­τι η φυλάκιση και τα δεσμά συνεπάγονταν το ένα το άλλο. Απαγορευόταν όμως να υποβάλλονται οι πολίτες σε βασανιστήρια, είχε μάλιστα εκδοθεί ει­δικό ψήφισμα γι’ αυτό το σκοπό, που η χρονολο­γία του μας είναι άγνωστη.

Ωστόσο η γενική τάση που θεωρούσε το σώμα ενός πολίτη απαραβίαστο, σε περιόδους πολιτικών αναταραχών μπορούσε να αμφισβητηθεί, και έτσι το 409/8 π.χ. η αθηναϊκή βουλή δια βοής αποφάνθηκε να καταργηθεί ο νόμος και να δεθούν στον τροχό οι πολίτες που κατηγορούνταν για την παρωδία των ιερών μυστηρίων, ώ­στε να καταδώσουν και τους υπόλοιπους συνωμό­τες. Ορισμένοι κατόρθωσαν να το αποφύγουν, ορί­ζοντας εγγυητές και τελικά δραπετεύοντας από την πόλη, πολλοί όμως ήταν αυτοί που συνελή­φθησαν και οδηγήθηκαν στη φυλακή. Μεταξύ αυ­τών ήταν και ο ρήτορας Ανδοκίδης, ο οποίος αρ­γότερα θα πει στους συμπολίτες του: «θα μου έπαιρνε πολύ χρόνο να μιλήσω για τη φυλάκισή μου και για όλα εκείνα που υπέφερα με το σώμα μου τότε».

Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν τη φυλάκιση αρ­γό θάνατο. Για τον πλατωνικό Σωκράτη η αρχή της ζωής στη φυλακή είναι το τέλος της ελεύθερης ζω­ής. Μετά την πρώτη ψηφοφορία που τον έκρινε έ­νοχο, και την πρόταση των κατηγόρων του να επι­βληθεί η θανατική ποινή, ο Σωκράτης καλείται, σύμφωνα με τη νόμιμη διαδικασία, να αντιπροτεί­νει την ποινή που ο ίδιος θεωρεί κατάλληλη για το αδίκημα που διέπραξε: «Ποιο από αυτά που ξέ­ρω καλά πως είναι κακά να αντιπροτείνω, τιμω­ρώντας μ’ αυτό ο ίδιος τον εαυτό μου; Μήπως τη φυλάκιση; Και γιατί δα πρέπει να περάσω τη ζωή μου στο δεσμωτήριο, δούλος του κάθε άρχο­ντα που έρχεται στην εξουσία; Μήπως το πρόστι­μο, που κι αυτό δα επιφέρει τη φυλάκιση μέχρι να το πληρώσω;». Κάποιος θεός θα διατάραξε την κρίση του ανθρώπου εκείνου που πρότεινε για τον εαυτό του την ποινή της φυλάκισης αντί για πρό­στιμο, σχολιάζει ο Λυσίας, ενώ και ο Θουκυδίδης σημειώνει πως οι Αθηναίοι συμφώνησαν τελικά να παραδώσουν τα όπλα τους στους Συρακούσιους, ώ­στε να μην τελειώσουν τη ζωή τους στη φυλακή.

 

Η φυλακή του Σωκράτη όπως τη φαντάστηκε ο Νταβίντ. Πίνακας του Zακ-Λουί Νταβίντ (1787) Ο Θάνατος του Σωκράτη. Metropolitan Museum of Art, Νέα Υόρκη.

 

Είναι άγνωστο πότε ανεγέρθηκε η πρώτη φυλακή στην Αθήνα ή σε άλλες αρχαιοελληνικές πόλεις. Πρόκειται όμως για γεγονός που σηματοδότησε τη μετάβαση από την ιδιωτική κράτηση ενός πολίτη από συμπολίτη του για χρέη, στη θέσπιση της φυλάκισης ως δημόσιας τιμωρίας και, παράλληλα, τη μετάβαση από τη δημόσια διαπόμπευση στον εγκλεισμό. Η θέση που καταλαμβάνει η φυλακή στην αρχαιοελληνική, ιδίως στην αθηναϊκή, κοινωνία είναι η συνισταμένη δυο αντιμαχόμενων εννοιών, που όμως και οι δυο βρίσκονται στον ιδεολογικό πυρήνα της δημοκρατικής πόλεως.

Από τη μια, η απέχθεια των πολιτών για το σωματικό κολασμό και τον περιορισμό, που θεωρούνταν ανάρμοστα με την ιδιότητα του πολίτη, από την άλλη η διαρκής αναζήτηση της ισονομίας, της πραγματικής εξίσωσης των πολιτών, που δεν επιτρέπει στους πλούσιους να πληρώνουν μόνον πρόστιμα ή χρηματικές εγγυήσεις τη στιγμή που οι φτωχοί, αδυνατώντας να πληρώσουν, βρίσκονται κλεισμένοι στο δεσμωτήριο. Η διαπάλη αυτή δεν επηρέασε μόνον τους υπέρμαχους της αθηναϊκής δημοκρατίας, αφού αντανάκλασή της βρίσκεται και στον Πλάτωνα, όταν στους Νόμους προτείνει την αποφυλάκιση όσων οφείλουν πρόστιμα είτε με την πληρωμή είτε όταν έπειθαν τους άρχοντες ή τον αντίδικό τους ότι είχαν περάσει αρκετό χρόνο στη φυλακή.

 

Στέφανος Παύλου

Αν. καθηγητής Νομικής Θράκης

Μαρία Γιούνη

Επ. καθηγήτρια Νομικής Θράκης

 

Πηγή


  • Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, « Η ιστορία των φυλακών», τεύχος 214, 4 Δεκεμβρίου 2003.

 

 

 

Read Full Post »