Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Ενετοκρατία’

Φραγκισκανοί Καπουκίνοι στο Ναύπλιο


 

Στο κείμενο που ακολουθεί γίνονται και γενικότερες αναφορές στους Καθολικούς του Ναυπλίου, για λόγους ευρύτερης ενημέρωσης των αναγνωστών μας.

 

Φραγκισκανοί Καπουκίνοι ( Ordo Fratrum minorum cappucinorum)

  

Ένας από τους τρεις κλάδους (Μικροί Αδελφοί, Καπουκίνοι ή Καπουτσίνοι, Κοινοβιακοί μοναχοί) Καθολικών μοναχών που ανάγουν την ίδρυση και πνευματικότητά τους στον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης.

Ο άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης, έργο του Ελ Γκρέκο.

Προέρχονται από το μοναστικό τάγμα των Φραγκισκανών που αναγνωρίστηκε το 1210 από τον πάπα Ινοκέντιο Γ΄. Το τάγμα των Καπουκίνων ιδρύθηκε από τον φραγκισκανό μοναχό Φραγκίσκο ντε Μπάσι και επικυρώθηκε από τον πάπα Κλήμη Ζ΄. To 1619 δημιούργησαν ξεχωριστό τάγμα με δικό τους αρχηγό. Οι Καπουκίνοι περιέβαλαν με ιδιαίτερη φροντίδα και στοργή τους δυστυχείς και γρήγορα κέρδισαν την αγάπη και την εκτίμηση του λαού. Μολονότι είναι το φτωχότερο μοναστικό τάγμα της καθολικής Εκκλησίας, λόγω των κανόνων του περί ακτημοσύνης και πενίας, προσέλκυσαν πολλούς γόνους της ανώτερης κοινωνίας ενώ κατάφεραν να προσηλυτίσουν πολλούς διαμαρτυρόμενους, εντάσσοντάς τους στο καθολικό δόγμα.

Σχετικά με τον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης, εμπνευστή και ιδρυτή του τάγματος των Φραγισκανών, ο  ιστορικός Παναγιώτης Κανελλόπουλος γράφει: «έγινε με απόλυτο τρόπο, το γλυκύτατον έαρ που είχε ενσαρκώσει ο Ιησούς, η ανθρώπινα γλυκύτερη μορφή που έχει ως τα σήμερα γεννήσει η Ευρώπη» ενώ ο Φώτης Κόντογλου, παρά την αντιπάθειά του για κάθε τι το δυτικό, τον κατατάσσει «στους πιο αγνούς μαθητές του Ιησού».

 

Φραγκοκρατία ( 1212 -1389)

  

Στην περίοδο της Φραγκοκρατίας οι Λατίνοι Κληρικοί κατέλαβαν πλήρως τα εκκλησιαστικά πράγματα στην Αργολίδα. Οι Ορθόδοξοι κληρικοί και ιεράρχες παραγκωνίστηκαν ή εκδιώχτηκαν από τις έδρες τους και τις θέσεις τους πήραν καθολικοί Επίσκοποι. Αυτοί οι Κληρικοί που έστειλε η Ρώμη και που βίαια κατέλαβαν την εξουσία, κάποιες φορές δεν ήταν οι καλλίτεροι, ούτε οι καταλληλότεροι. Λόγω ακριβώς αυτού του λόγου η επίδρασή τους στους γηγενείς Ορθοδόξους ήταν μικρή. Το Ναύπλιο, το Άργος και η γύρω περιοχή υπάγονται πλέον στη δικαιοδοσία του Λατίνου Επισκόπου Άργους, ο οποίος εξαρτάται απολύτως από τον Λατίνο Αρχιεπίσκοπο Κορίνθου.

 

Α΄Ενετοκρατία (1389- 1540)

  

Κατά τη διάρκεια της Α’ Ενετοκρατίας, η παρουσία της Ρωμαιοκαθολι­κής Εκκλησίας ήταν συνεχής, μέσω των απεσταλμένων της Αγίας Έδρας. Ο Λατίνος Επίσκοπος Άργους και Ναυπλίου είχε, με την υποστήριξη της ομόδοξης πολιτικής Αρχής, βαρύνουσα παρουσία στην περιοχή, με έδρα από το 1397, το Ναύπλιο αντί του Άργους.

Γνωστός Λατίνος Επίσκοπος Άργους κατά την Ενετοκρατία, είναι ο Ενετός Secundus Nani. Περί τα τέλη του 1420, η περιοχή του Ναυπλίου, σείστηκε από φοβερή καταιγίδα, η οποία προξένησε πολλές ζημίες στα κτίρια της πόλης.

Στις 21 Ιανουαρίου 1421, με πρωτοβουλία του Λατίνου Επισκόπου Secundi Nani, μεταφέρονται τα Ιερά Λείψανα του Αγίου Πέτρου Άργους, από το Άργος στο Ναύπλιο. Στο «Χρονικό Σύντομο» αναφέρε­ται: «τω στλκθ’, νεμήσει ιδ’, Ιανουαρίου κα’, ημέρα γ’, Σιγουντονάνης, επίσκοπος Λατίνων, μετεκόμισε τα τίμια λείψανα του οσιωτάτου Πέτρου, επισκόπου Ναυπλίου και Άργους, από Άργους εις την επισκοπήν Ναυ­πλίου».

Ο Nani αρχιερατεύει μεταξύ των ετών 1421-1424. Εν όσω ζούσε, είχε αποδεχθεί την νομική κατάσταση, η οποία υφίστατο επί ορθοδόξων στην «Αγία Μονή» Αρείας Ναυπλίου. Δέχθηκε δηλαδή, να παραμείνει ανενόχλη­τος στην ηγουμενία της Αγίας Μονής, ο ηγούμενος που είχε εκλεγεί χωρίς την έγκριση του και ο διάδοχος του στην ηγουμενία, να εκλέγεται από μόνους τους μοναχούς της Μονής, χωρίς ανάμιξη του οικείου Επισκόπου.

Κατά της αποφάσεως αυτής, ανεφέρθη στις Ενετικές Αρχές, ο διάδοχος του Nani, ο Λατίνος Επίσκοπος Άργους και Ναυπλίου Bartholomaeus, ο οποίος απαίτησε την αναγνώριση, υπέρ εαυτού, του δικαιώματος διορισμού ηγουμέ­νου της «Αγίας Μονής».

Η αξίωση αυτή οδηγήθηκε ενώπιον της Συγκλήτου και ο δόγης της Ενετίας, Φραγκίσκος Foscari, κοινοποίησε την ληφθείσα απόφαση, δια του από 24ης Δεκεμβρίου 1437 εγγράφου του, προς τον «εξουσιαστήν και καπετάνον» Ναυπλίου Ιωάννην Barbo, αρμόδιο για την εφαρμογή των αποφασισθέντων.

Η μαρτυρία του εγγράφου αυτού, έχει μεγάλη σημασία, για τις σχέσεις Ελλήνων Ορθοδόξων και Καθολικών στην περιοχή. Σ’ αυτό, ο Λατίνος Επίσκοπος επιδιώκει να επισείει την ποινή της απελάσεως, με τη βοήθεια μάλιστα των Οργάνων της Πολιτείας, όταν μοναχοί ή πρόσωπα, που έχουν γενικά εκκλησιαστική ιδιότητα, είναι ανεπιθύμητα στην περιοχή της δι­καιοδοσίας του. Οι μοναχοί της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αποκαλούνται υποτιμητικά «αδελφίσκοι» και χαρακτηρίζονται με κάποια περιφρόνηση, επειδή θεωρούνται επίφοβοι αιρετικοί. Αυτή η πληροφορία είναι σημαντική, διότι δεν έχουμε άλλες μαρτυρίες, για ανοικτή ρήξη και επεισόδια, μεταξύ Ελλήνων Ορθοδόξων κληρικών και Λατίνων κοσμικών ή εκκλησιαστικών αρχόντων.

Έτσι αυτό το πρόβλημα του Λατίνου Επισκόπου Αργολίδος, είναι ενδεικτικό και συνιστά αξιοπρό­σεκτη μαρτυρία για τη σοβούσα, έστω και υπό λανθάνουσα μορφή, κρίση στις σχέσεις μεταξύ κληρικών των δύο ομολογιών.

  

Α΄Τουρκοκρατία (1540- 1685)

 

Στις 13 Μαΐου του 1630, οι Καπουκίνοι Ιάκωβος και Άγγελος, έφτασαν στο Ναύπλιο προκειμένου να ιδρύσουν σταθμό. Οι δύο μοναχοί κατάγονταν από τις κωμοπόλεις Οστούντο και Τρίκαζε, της περιοχής του Σαλέντο  της Μεσημβρινής Απουλίας, που παλαιότερα ήταν ελληνόφωνη. Δεν αποκλείεται συνεπώς να μιλούσαν την ελληνική, που εξακολουθούν να μιλούν μέχρι σήμερα δέκα χωριά νότια του Lecce. Οι δύο μοναχοί εκτιμώντας την περιοχή εισηγήθηκαν στην Ιερά Σύνοδο, την μόνιμη παραμονή τους στο Ναύπλιο και την δημιουργία μόνιμου σταθμού με αιτιολογία την έλλειψη άλλων καθολικών κληρικών. Η Σύνοδος όμως δεν έκανε δεκτό το αίτημά τους και συμπεριέλαβε το Ναύπλιο στους σταθμούς της κινητής αποστολής των Καπουκίνων που ιδρύθηκαν το 1644 προσωρινά και το 1656 οριστικά.

Όσιος Ιωσήφ ο εκ Λεονίσης. Ιδρυτής της Αποστολής Καπουκίνων στην Ελληνική Ανατολή (1583).

Στα αμέσως επόμενα χρόνια, ο ανταγωνισμός μεταξύ Γάλλων και Ιταλών κληρικών για τον έλεγχο της περιοχής, υπήρξε έντονος. Όμως και μεταξύ ομοεθνών αλλά διαφορετικών ταγμάτων κληρικών, υπήρχε σοβαρός ανταγωνισμός. Οι σχέσεις των Γάλλων Ιησουιτών με τους επίσης Γάλλους Καπουκίνους ήταν ιδιαιτέρως οξυμμένες.

To 1640, έφτασαν στο Ναύπλιο δυο Γάλλοι Ιησουίτες, ο Φραγκίσκος Bleseau και Ρενέ de SaintCosme, που ήρθαν μαζί με τον νεοδιορισμένο πρόξενο της Γαλλίας Ιωάννη Villere, για να εξετάσουν την δυνατότητα εγκατάστασής τους στην πόλη.

Σε σύγχρονη στα γεγονότα αναφορά που φυλάσσεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού και δημοσιεύτηκε το 1869 από τον αρχειοδίφη και βιβλιογράφο Αιμίλιο Legrand, πληροφορούμαστε ότι οι δυο Ιησουίτες πέρασαν στο Ναύπλιο το δεύτερο εξάμηνο του 1640 και τους τρεις πρώτους μήνες του 1641.

Εκτός από τις πνευματικές υπηρεσίες που προσφέρανε στην προξενική οικογένεια και στους ολιγάριθμους γηγενείς καθολικούς, κατήχησαν και μετέδωσαν τα μυστήρια σε κατάδικους, σε οθωμανικές γαλέρες που διαχείμαζαν στον Αργολικό.

Αν και η δραστηριότητα αυτή δικαιολογούσε την παρουσία τους στο Ναύπλιο, ο υπεύθυνος της αποστολής Φραγκίσκος Bleseau προτίμησε την ασήμαντη πολίχνη των Αθηνών, επειδή, λόγω της θέσης της, προσφέρονταν καλύτερα για τις επισκέψεις στην Αττική, Εύβοια, Βοιωτία και Πελοπόννησο, περιοχές που εστερούντο καθολικών ιερέων.

Ο π. Ουρβανός Παρισηνός, ηγούμενος των Καπουκίνων στο Ναύπλιο κατά την διετία 1660-1662, γράφει ότι την Μεγαλοβδομάδα του 1660, κήρυξε στην Μητρόπολη των Ελλήνων καλεσμένος από τον Επίσκοπο.

Το 1677 ο ίδιος κληρικός, ηγούμενος τότε στην Μονή Αγίου Γεωργίου στο Γαλατά της Κωνσταντινούπολης, επέστρεψε στο Ναύπλιο. Στην μονή της Παναγίας, ηγούμενος ήταν ο π. Βαρνάβας, επίσης από το Παρίσι, ο οποίος είχε διαδεχτεί τον εκδιωχθέντα από τους Τούρκους το 1674, π. Βασίλειο de Noyon. Με την ευκαιρία της επίσκεψής του, ο π. Ουρβανός που επέστρεφε από την Πάτρα κατευθυνόμενος προς την Κορώνη και Μεθώνη μέσω Ναυπλίου, συνέταξε για την Ιερά Σύνοδο Ευαγγελισμού των Λαών, μια ενδιαφέρουσα αναφορά για την κατάσταση των μικρών καθολικών κοινοτήτων της Πελοποννήσου.

 Συγκεκριμένα για το Ναύπλιο γράφει:

« Από την Πάτρα ήρθα στη Νάπολι της Ρωμανίας όπου μένουν δύο πατέρες μας. Θα πρέπει να ενισχυθούν με ένα τρίτο ώστε να έχουν τη δυνατότητα να επισκέπτονται διαδοχικά την Πάτρα. Στο σχολείο μας συχνάζουν 40 με 50 μαθητές του ελληνικού και του λατινικού τυπικού. Οι πιο αξιόλογες οικογένειες που πριν την οθωμανική κατάκτηση ήταν καθολικές, μας εκτιμούν πολύ. Όπως στην Αθήνα, το κήρυγμα γίνεται στα σπίτια επειδή δεν διαθέτουμε εκκλησίες. Το καλό μεταδίδεται από το ένα σπίτι στο άλλο και οι πιστοί μορφώνονται χωρίς θόρυβο. Κατά την διαχείμαση των γαλερών στον Αργολικό, πολλοί καταδικασμένοι στα κάτεργα χριστιανοί, έρχονται να ακούσουν τη λειτουργία, να εξομολογηθούν και να κοινωνήσουν. Μερικοί οπαδοί αιρέσεων, έχουν αποκηρύξει την πλάνη και ασπαστεί την καθολική πίστη. Όταν παλαιότερα υπηρετούσα εδώ, είχα μεταστρέψει 30 αιρετικούς που έκαναν δημόσια ομολογίας πίστεως….».

Το 1675, μετά από παρέμβαση του μαρκησίου de Nointel, ο οποίος ήταν πρέσβης του Λουδοβίκου ΙΔ΄στην Υψηλή Πύλη του Σουλτάνου, ο π. Βασίλειος de Noyon επέστρεψε στην έδρα του, αφού επισκευάστηκαν από τους Τούρκους όλες οι ζημιές που είχαν προκληθεί στη Μονή κατά την εποχή της δίωξής του.

Σε μια ενδιαφέρουσα επιστολή του Καπουκίνου μοναχού Πλάκιδου από τους Ρήμους ( Reims) της ΒΑ Γαλλίας, που επισκέφτηκε το Ναύπλιο κατά την τετραετία 1684-1688, διαβάζουμε ότι:

«Στο Ναύπλιο ( Napoli de Romanie) έχουμε ένα μικρό αλλά ωραίο και αξιομνημόνευτο μοναστήρι. Η πόλη βρίσκεται σε μια μεγάλη πεδιάδα με ερείπια του παλαιού κάστρου του Άργους σε μικρή απόσταση από την θάλασσα. Είναι, χωρίς υπερβολή, η πιο οχυρωμένη πολιτεία στο Μωριά. Διαθέτει δύο πολύ καλά κατασκευασμένα φρούρια. Το ένα βρίσκεται στην πόλη και το άλλο στη θάλασσα. Οι Τούρκοι υπολογίζονται σε 8.000. το λιμάνι είναι πάρα πολύ καλό για τα πλοία και τις γαλέρες που διαχειμάζουν εδώ. Μερικές φορές, όταν μας επιτρέπουν οι μπέηδες, επισκεπτόμαστε τους δυστυχείς σκλάβους.

 Άλλοτε μας επισκέπτονται στο μοναστήρι αλυσοδεμένοι και συνοδευόμενοι από Τούρκο φύλακα, τον οποίο πληρώνουν με την ελεημοσύνη που τους δίνουμε ή με χρήματα που συγκεντρώνουν στην πόλη.

Η δυστυχία τους είναι τόσο μεγάλη ώστε αναγκάζονται να κλέβουν ότι βρουν. Γι’ αυτό όταν έρχονται σε μας, κλειδώνουμε τα πάντα και δεν τους αφήνουμε μόνους. Τους παρακολουθούμε συνέχεια. Τους εξυπηρετούμε γράφοντας στους συγγενείς τους ή κρατώντας γι’ αυτούς τα γράμματα που τους στέλνουν.

Κάποτε, δίνουμε λύτρα στους μπέηδες για την απελευθέρωσή τους. Είναι ευχαριστημένοι γιατί με τον τρόπο αυτό κερδίζουν χρήματα χωρίς κόπο. Υποχρεωμένοι μαζί μας, μας επιτρέπουν να ταξιδεύουμε χρησιμοποιώντας τις γαλέρες τους, έναντι ολίγων χρημάτων…».   

 

Β΄Ενετοκρατία (1685- 1715)

  

Άποψη του Ναυπλίου, χαλκογραφία, από έκδοση του V. Coronelli (β’ μισό 17ου αιώνα)

Στις 20 Αυγούστου 1686, κατά την γνωστή εκστρατεία του Μοροζίνη, το Ναύπλιο κυριεύτηκε και πάλι από τους Ενετούς, οι οποίοι εγκατέστησαν εδώ, νέα πολιτικοστρατιωτική διοίκηση, γνωστή με το όνομα Regno di Μοrea, με πρωτεύουσα το Ναύπλιο (Napoli di Romania, «eccelentissima«, όπως την αποκαλούσαν οι Ενετοί).

Στο Ναύπλιο μετατίθεται, ο μέχρι τότε Επί­σκοπος Χίου Leonardo Balsarini, με τον τίτλο του «Αρχιεπισκόπου Κορίν­θου». Οι Ενετοί αποκαθιστούν την λατινική ιεραρχία, ανεχόμενοι παράλλη­λα, την Ελληνική ιεραρχία, με τους ιερείς και τα μοναστήρια της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Την περίοδο αυτή, δύο Ιταλοί Καπουκίνοι διαδέχτηκαν τους Γάλλους. Για τους Καπουκίνους στο Ναύπλιο κατά την Β΄Ενετοκρατία δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία. Στις πηγές αναφέρονται τα ονόματα του Ορατίου, δάσκαλου της λατινικής και της ελληνικής γλώσσας, του Βερναρδίνου d’ Ontella, με σημαντικές επιτυχίες στον τομέα μεταστροφής διαμαρτυρομένων εμπόρων, του π. Πατρίκιου από το Μιλάνο ο οποίος έφυγε το 1702 στη Ρωσία όπου, με την άδεια του Μεγάλου Πέτρου, ίδρυσε σταθμούς Καπουκίνων στην Πετρούπολη και το Αστραχάν.

Ένας άλλος Ιταλός Καπουκίνος, ο π. Ρόκος, διορίστηκε από την Ρώμη στις 29 Μαΐου του 1694, γενικός επιθεωρητής των καθολικών κοινοτήτων της Πελοποννήσου, με έδρα το Ναύπλιο όπου παρέμεινε μέχρι τον θάνατο του, την 20η Δεκεμβρίου 1695.

Τον Ιούλιο του 1715, το Παλαμήδι και το Μπούρτζι, αλώθηκαν για δεύτερη φορά από τους Τούρκους. Οι Ενετοί έχασαν όλες τις κτήσεις τους στην Ανατολική Μεσόγειο με εξαίρεση τα Επτάνησα τα οποία διατήρησαν μέχρι την κατάλυση της Δημοκρατίας τους από τον Μεγάλο Ναπολέοντα το 1797. 

  

Η έκθεση Corner

 

Αξίζει εδώ να αναφερθεί η έκθεση του Giacomo Corner, γενικού Προ­βλεπτή Πελοποννήσου, την οποία συνέταξε στις 23 Ιανουαρίου 1691, για χρήση της Γερουσίας. Περιγράφει εκεί ο Corner με μελανά χρώματα, την πνευματική κατάσταση της Πελοποννήσου, υποτιμώντας τον Ορθόδοξο Κλήρο, αλλά και μερικούς καθολικούς κληρικούς.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει στην έκθεση αυτή, η περιγραφή της ειρηνικής πολιτικής προς την Ορθόδο­ξη Εκκλησία, που είχαν προγραμματίσει να εφαρμόσουν οι Ενετικές Αρχές, κατά την παραμονή τους στο Ναύπλιο, με κύριο στόχο να μη δημιουργηθεί δυσαρέσκεια στο λαό, προφανώς προ της απειλής της Οθωμανικής Αυτο­κρατορίας, που είχε βλέψεις στην περιοχή.

Ο αγώνας τότε μεταξύ Τούρκων και Ενετών, ήταν η κυριαρχία στο Αιγαίο, για το οποίο έγιναν οι γνωστοί Ενετοτουρκικοί πόλεμοι. Οι Ενετοί συμπεριφέρονταν στον εντόπιο πληθυ­σμό ηπιώτερα, για να έχουν φυσικά την υποστήριξη τους.

Ο Corner υπόσχεται, ότι δε θα αφαιρεθούν οι περιουσίες των Εκκλησι­ών, αλλά και το ίδιο το Κράτος θα βοηθήσει στην επισκευή τους. Απέναντι στον Ορθόδοξο Κλήρο, συνιστά διπλωματική στάση, δηλαδή ήπια και διαλλακτική. Αλλά όπως πάντα, η πράξη διαφέρει της θεωρίας. Δηλαδή, η αρχή της συμφιλιωτικής πολιτικής επισκιαζόταν πολλές φορές, από την αρχή «βασιλικώτερος του βασιλέως»!

 

Β΄Τουρκοκρατία (1715- 1821)

  

Σχετικά με την περίοδο αυτή ο Δρ. Μάρκος Ρούσσος- Μηλιδώνης γράφει στα « ΑΝΑΛΕΚΤΑ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΝΑΥΠΛΙΟΥ (75 μ.Χ-2004)» τα εξής:

 «Από το 1716 έως το 1821, την πνευματική φροντίδα των ελαχίστων Καθολικών στο Ναύπλιο, είχαν ένας ή δύο – ενίοτε και κανένας – Γάλλοι Καπουκίνοι οι οποίοι υπάγονταν στη μεγαλύτερη Μονή της Αθήνας. Η τύχη τους εξαρτώνταν από την παρουσία των πρόξενων της Γαλλίας που συχνά εγκατέλειπαν το Ναύπλιο για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Στη «φυγή» τους, τους ακολουθούσαν και οι εκτεθειμένοι στους εκβιασμούς των Τούρκων, Καπουκίνοι.

Ο ιστορικός ναός του Αγίου Γεωργίου.

Ούτε ο τόπος στον οποίο κατοικούσαν μετά το 1716, μας είναι γνωστός. Βέβαιο είναι ότι η μητρόπολη των Ενετών Άγιος Γεώργιος, μετατράπηκε σε τέμε­νος μετά την αποχώρηση τους. Θα πρέπει, συνεπώς, να έφυγαν από εκεί οι ιερο­μόναχοι που υποτίθεται ότι έμεναν σε γειτονικό με το ναό κτίριο.

Όταν εξερρά­γη η Επανάσταση, στο Ναύπλιο υπηρετούσε ο Σμυρναίος π. Πολύκαρπος ο οποί­ος το εγκατέλειψε το 1822, λόγω των εκτεταμένων ζημιών που είχε υποστεί η αγνώστου θέσεως κατοικία του. Οπωσδήποτε δεν ήταν στο χώρο της σημερινής καθολικής εκκλησίας η οποία λειτουργούσε το 1821, ως οθωμανικό τέμενος.

Με την επανάσταση και την απελευθέρωση του Ναυπλίου στις 29/30 Νοεμβρίου 1822, αρχίζει η νεώτερη ιστορία της πόλεως και μαζί της, της μικρής καθολικής κοινότητας, κυρίως εξ αλλοδαπών αλλά και ευάριθμων Κυκλαδιτών».

 

Ελεύθερη Ελλάδα

 

Ο Επίσκοπος Επιδαύρου κ. Καλλίνικος, στα ΝΑΥΠΛΙΑΚΑ ΑΝΑΛΕΚΤΑ ΙΙΙ (1998) αναφερόμενος στην τύχη των καθολικών πιστών και ιδρυμάτων επί τελευταίας Τουρκοκρατίας και ελευθέρας Ελλάδος γράφει:

«Στα 1781, υπήρχαν συνολικά εκατό (100) καθολικοί πιστοί, στην Αθή­να, το Ναύπλιο, την Κορώνη και την Πάτρα. Στο Ναύπλιο παρέμειναν λιγοστές οικογένειες, που ασχολούνταν με το εμπόριο και με διπλωματικές αντιπροσωπείες της Γαλλίας, της Βενετίας και άλλων Ευρωπαϊκών Κρατών.

Η κατάσταση αυτή, ανατρέχει σε όλη την Τουρκοκρατία (1771-1822), μέχρι που ήλθε ο πρώτος Βασιλιάς του ελεύθερου Ελληνικού Κράτους, ο καθολικός το θρήσκευμα Όθωνας, ο οποίος εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο, το 1833.

Το Βασιλιά Όθωνα, συνόδευε σημαντικός αριθμός καθολικών Βαυα­ρών. Υπολογίζεται πως ήταν μαζί του χίλιοι οκτακόσιοι πενήντα (1850) Βαυαροί, κυβερνητικοί, άλλοι τιτλούχοι, στρατιωτικοί, αυλικοί, οι οποίοι μετακόμισαν στην Αθήνα, όταν το 1834 μεταφέρθηκε εκεί η έδρα της πρω­τεύουσας. Σε ανεπίσημη απογραφή του καθολικού πληθυσμού στα 1834, μετά την εγκατάσταση του ‘Οθωνα στην Αθήνα, έχουμε ακόμη στο Ναύπλιο εκατόν είκοσι (120) πιστούς του καθολικού Δόγματος.

Καθολική Εκκλησία Μεταμορφώσεως του Σωτήρος

To 1839, ύστερα από αίτηση του Επισκόπου των Δυτικών Λουδοβίκου Μαρία Blanchis, Επισκόπου Σύρου, που είχε την ποιμαντική φροντίδα των καθολικών πιστών της Ελλάδας, σε περιοχές που δεν υπήρχαν Λατίνοι Επί­σκοποι, όπως στο Ναύπλιο, δωρήθηκε από τον Όθωνα το τέως μουσουλμα­νικό Τέμενος, δηλαδή η λεγόμενη «Φραγκοκλησιά» στην πλαγιά της Ακρο­ναυπλίας, για να μετατραπεί σε καθολικό Ναό του Ναυπλίου.

Στο Τοπικό Ιστορικό Αρχείο Ναυπλίου, Παράρτημα των Γ.Α. Κράτους, και στους φακέλους: ΔΗΜ 1.1/Π 35(1839) και ΔΗΜ 1.1./12 32β (1838), βρίσκουμε τη σχετική αλληλογραφία, για την παραχώρηση του τζαμιού στους Δυτικούς, τους Καθολικούς του Ναυπλίου.

Βλέπουμε στο υπ’ αριθ, 4998/28 Αυγούστου 1838 έγγραφο του Διοικη­τού Αργολίδος, προς τον Δήμαρχο Ναυπλίου, ότι «κατόπιν αιτήσεως του εν Σύρω Επισκόπου των Δυτικών, απευθυνόμενης προς την επί των Εκκλησια­στικών Βασιλικήν Γραμματείαν, ο Δήμαρχος προσκαλείται, βάσει και της υπ’ αριθ. 12021 διαταγής της επί των Εσωτερικών Γραμματείας», να κάμει αίτηση, ώστε να παραχωρηθεί στους πιστούς του Δυτικού Δόγματος το πα­ραπάνω τζαμί ή κάποιο άλλο κατάλληλο απ’ όσα υπάρχουν προς ανέγερσιν Ναού «κατά τον νόμον περί προικοδοτήσεως».

Ο Διοικητής παρακαλεί τον Δήμαρχο, να έχει την αίτηση του, το ταχύτερο, για να την υποβάλλει εις την «επί των Εσωτερικών Γραμματείαν». Το Τέμενος χαρακτηρίζεται ως «το υπό τον Ιτσκαλέ ερείπιον τζαμίου».

Σε έγγραφο της 7 Νοεμβρίου 1838, προς τον Δήμαρχο Ναυπλίας, ο εφημέριος των καθολικών Ναυπλίου, ιερέας Πέτρος Πριβιλέγγιος, απο­στέλλει κατάλογο των «όσων έγραψε έως τώρα» καθολικών, εκατόν είκοσι εννέα (129) ονόματα, που βρίσκονται στο Ναύπλιο και επιφυλάσσεται να στείλει και άλλον με ονόματα των υπόλοιπων Καθολικών του Ναυπλίου. Με το από 20 Φεβρουαρίου / 4 Μαρτίου 1839 Βασιλικό Διάταγμα, πα­ραχωρείται «εις τούς ενταύθα διαμένοντας ή ως δημότας εις τον Δήμον Ναυ­πλίας καταγραφέντας Δυτικούς» η οικοδομή του τζαμιού, που βρίσκεται «εντός του φρουρίου πλησίον του Ιτσκαλέ».

Με το από 31 Μαρτίου / 12 Απριλίου 1839 έγγραφο του, ο ιερέας Πέ­τρος Πριβιλέγγιος, με την ιδιότητα του εφημέριου των καθολικών Ναυ­πλίου, ευχαριστεί και εκ μέρους των πιστών του Δυτικού Δόγματος τον Δήμαρχο Ναυπλίου, «διά την φιλοκαλίαν και προσπάθειαν», την οποία κατέ­βαλε ως προϊστάμενος του Δήμου Ναυπλιέων, προς επιδίωξη του σκοπού τους, δηλαδή για ίδρυση καθολικού Ναού.

Με το από 3 Μαΐου 1839 έγγραφο, ο Δήμαρχος Ναυπλίου Γ. Μ. Αντωνό­πουλος, διατάσσει τον Δημοτικό Αστυνόμο, να διώξει όσους κατοικούν εις τα «χαμώγια του υπό τον Ιτσκαλέ τζαμίου», δίνοντας τους μόνο τρεις (3) ημέρες προθεσμία, για να βρουν άλλα καταλύματα, διότι το τζαμί αυτό, εχορηγήθη εις τους καθολικούς δια της Κυβερνήσεως, για να ανιδρύσουν Ναόν του Δόγματος τους.

Στην παραχώρηση συνέβαλε, ο προσωπικός φίλος του Βασιλιά, Γάλλος συνταγματάρχης Α. Ιλαρίων Touret. Ο Ναός επισκευάζεται λόγω των ζη­μιών από τα επαναστατικά γεγονότα και ανοικοδομείται πρεσβυτέριο, για κατοικία του εκάστοτε εφημερίου. Τα εγκαίνια του ναού έγιναν στα 1840 από τον εφημέριο Φραγκίσκο Κουκούλα και αφιερώθηκε στη «Μεταμόρφωση του Σωτήρος». Την εποχή εκείνη το Ναύπλιο συγκέντρωνε τριακοσίους (300) περίπου καθολικούς, Έλληνες και ξένους. Οι δεύτεροι ανήκαν στο σώμα των Βαυαρών στρατιωτών, που είχαν συνοδεύσει τον Όθωνα».

 

Σχετικά θέματα:

   

Πηγές


  • Δρ Μάρκος Ν. Ρούσσος – Μηλιδώνης, «Φραγκισκανοί Καπουκίνοι στη Νάπολι της Ρωμανίας 1642-1821», Ναυπλιακά Ανάλεκτα ΙV, Έκδοση Δήμου Ναυπλιέων, 2000.
  • Αρχιμ. Καλλινίκου Δ. Κορομπόκη, «Οι καθολικοί στο Ναύπλιο», Ναυπλιακά Ανάλεκτα, τόμος ΙΙΙ, έκδοση του Δήμου Ναυπλιέων, Ναύπλιο, 1998.   
  • Δρ Μάρκος Ν. Ρούσσος – Μηλιδώνης, «Ανάλεκτα Καθολικής Εκκλησίας Ναυπλίου 75μ.χ. – 2004», Έκδοση Καθολικής Εκκλησίας Ναυπλίου, 2004.
  • Μιχαήλ Γ. Λαμπρυνίδου, « Η Ναυπλία από των Αρχαιοτάτων Χρόνων μέχρι των καθ΄ ημάς », Τύποις Εκδοτικής Εταιρείας, Εν Αθήναις 1898.

Read Full Post »

«Τριανόν» (ή Παλαιό τζαμί της πλατείας Συντάγματος Ναυπλίου)


Τέμενος, Β’  μισό 16ου αι.

Ναύπλιο, το παλιό τζαμί – Υδατογραφία

Ναύπλιο, το παλιό τζαμί – Υδατογραφία

Το παλαιό τζαμί στην πλατεία Συντάγματος αποτελεί ίσως το παλαιότερο σωζόμενο δείγμα της οθωμανικής αρχιτεκτονικής του β’ μισού αιώνα στην πόλη. Βρισκόταν  στη συνοικία του του Μεγάλου Βεζίρη ή στη συνοικία του χανιού του Σουλτάν Αχμέτ (φαίνεται ότι και οι δύο πήραν το όνομά τους από κάποιο τέμενος). Σύμφωνα με τον Εβλιγιά Τσελεμπί , η πλούσια πόλη του Ναυπλίου διέθετε πολλά τεμένη, εκ των οποίων τουλάχιστον τρία δεν προέρχονταν από μετατροπή χριστιανικού ναού. Ο ίδιος περιηγητής αναφέρει δύο τεμένη με μεγάλους μιναρέδες στην αγορά της πόλης. Πιθανότατα το ένα από αυτά ήταν το γνωστό σε μας «Τριανόν». Ο Εβλιγιά δεν κάνει ιδιαίτερη μνεία στο τέμενος αυτό, πράγμα που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για ένα απλό, λιτό τέμενος, επαρχιώτικης τεχνοτροπίας, χωρίς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, αφιερώματα ή διακοσμήσεις, όπως άλλωστε συμβαίνει με τα περισσότερα τεμένη της Πελοποννήσου.

Το τέμενος* μετατράπηκε κατά τη διάρκεια της Β’ Ενετοκρατίας σε χριστιανικό ναό του ρωμαιοκαθολικού δόγματος, αφιερωμένο στον Άγιο Αντώνιο. Κατά τη διάρκεια της Β’ Οθωμανικής περιόδου χρησιμοποιήθηκε εκ νέου ως μουσουλμανικό τέμενος. Μετά την απελευθέρωση στέγασε το πρώτο Αλληλοδιδακτικό Σχολείο Αρρένων.

Το 1915 μετατράπηκε σε ωδείο και θέατρο, για να γίνει αργότερα δημοτικός κινηματογράφος με την επωνυμία «Τριανόν», μια επωνυμία με την οποία είναι γνωστό το μνημείο στους κατοίκους. Σήμερα λειτουργεί ως χώρος πολιτιστικών εκδηλώσεων και εκθέσεων. Για τη μορφή του τεμένους περισσότερα στοιχεία αντλούμε από τις απεικονίσεις των Ευρωπαίων περιηγητών, ιδιαίτερα από την υδατογραφία του G. Haubenschmidt της Οθωμανικής περιόδου.

Το Παλαιό Τζαμί είναι ένα κτίριο με απλή ορθογωνική κάτοψη, το οποίο καλύπτεται από σχεδόν οκταγωνικό τρούλο. Το τέμενος, υπερυψωμένο στην αρχική του φάση, διέθετε μικρή αυλή στα δυτικά, που δεν σώζεται σήμερα, στην οποία οδηγούσε κλίμακα. Η είσοδος έχει κιονοστήρικτο προστώο που στεγάζεται από τρεις τρουλίσκους.

Πέντε θύρες στα δυτικά οδηγούν από το προστώο στον κεντρικό χώρο. Η τετράγωνη αίθουσα προσευχής στεγάζεται από τον μεγάλο κεντρικό τρούλο μέσω ημιχωνίων. Το χαμηλό τύμπανο του κεντρικού τρούλου διατρυπούν συμμετρικά διατεταγμένα μονόλοβα παράθυρα. Παράθυρα ανοίγονται σε όλες τις όψεις του μνημείου. Όλα τα παράθυρα ήταν μονόλοβα, τοξωτά.  Η συνήθης διάταξη είναι στην κάτω στάθμη τέσσερα ανοίγματα σε βόρεια και νότια όψη (αρκετά εκ των οποίων είναι σήμερα κλεισμένα ή τροποποιημένα) και δύο στην ανατολική όψη. Στην άνω στάθμη υπάρχουν τριάδες ανοιγμάτων, εκ των οποίων το μεσαίο είναι μεγαλύτερο και στέκει ψηλότερα από τα δύο εκατέρωθεν. Σήμερα υφίσταται μόνο το μεσαίο σε κάθε όψη, ενώ τα μικρότερα είναι φραγμένα.

Για τα υπερώα που πιθανότατα υπήρχαν καθώς και για τη μορφή και τον τύπο των κλιμακοστασίων δεν μπορούμε να αντλήσουμε πληροφορίες, δεδομένου ότι, κατά τη μετατροπή του τεμένους σε θέατρο, προστέθηκε μεσοπάτωμα από οπλισμένο σκυρόδεμα. Η τοιχοποιία είναι κατά το πλινθοπερίκλειστο σύστημα στο τύμπανο του τρούλου και σε επιλεγμένα σημεία (λ.χ. στην όψη του προστώου).

Η υπόλοιπη τοιχοποιία είναι από αδρά πελεκημένους λίθους, μικρού σχετικά μεγέθους, με παρεμβολή τεμαχίων οπτόπλινθου, όπως συμβαίνει και στα μεταβυζαντινά χριστιανικά μνημεία της περιοχής. Στις γωνίες χρησιμοποιούνται καλά πελεκημένοι λίθοι, κυρίως πωρόλιθοι, ενώ τα περιθυρώματα όλων των ανοιγμάτων είναι ιδιαίτερα προσεγμένα στην όψη, με χρήση σχεδόν αποκλειστικά πωρόλιθου. Στην αρχική του φάση το τέμενος δεν φαίνεται να διέθετε άλλους χώρους πέραν των κυρίων. Αν και επρόκειτο για επαρχιακό τέμενος, δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή για τα μέτρα της εποχής και της περιοχής όπου χτίστηκε.

Οι βασικές αρχές της οθωμανικής αρχιτεκτονικής τηρήθηκαν με ευλάβεια, ενώ δόθηκε και προσπάθεια για μια αρμονία στην αρχιτεκτονική έκφραση, όπως θα ταίριαζε σε μια πόλη φημισμένη όπως το Napoli di Romania των Βενετών.

Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, κατά τη Β’ Ενετοκρατία το τέμενος μετατράπηκε σε χριστιανικό ναό, αφιερωμένο στη μνήμη του Αγίου Αντωνίου της Πάδοβας, δωρεά του Βενετού αρχιστράτηγου Φραγκίσκου Μοροζίνι στο φραγκισκανικό τάγμα, το 1687. Σε αυτή μάλλον τη φάση κλείσθηκαν ορισμένα από τα ανοίγματα, ιδιαίτερα στους πλάγιους τοίχους και πιθανότατα για καθαρά στατικούς λόγους. Κατά προτεραιότητα κλείστηκαν τα μικρά ανοίγματα, ενώ διατηρήθηκαν τα παράθυρα της ανώτερης στάθμης. Μετά την Απελευθέρωση (1828-1833), το κτήριο στέγασε το Αλληλοδιδακτικό Σχολείο Αρρένων και κατόπιν – για μικρό διάστημα – αποτέλεσε μητροπολιτικό ναό του Ναυπλίου.

Στην υδατογραφία του Haubenschmidt** το μνημείο φαίνεται σε αυτή του τη φάση. Το προστώο και η δυτική αυλή αφέθηκαν ως είχαν, ενώ στον ανατολικό τοίχο το μιχράμπ διαπλατύνθηκε, ώστε να σχηματιστεί η αψίδα του ιερού βήματος στο πάχος του τοίχου. Δυστυχώς δε μας σώζονται στοιχεία για το μιναρέ. Δεν μπορούμε να εντοπίσουμε τη θέση του, είναι δε πιθανό ο αρχικός να κατεδαφίστηκε από τους Ενετούς στην περίοδο της Β’ Ενετοκρατίας.

 

Γεώργιος Τσεκές

 

Υποσημείωση


* τέμενος το [témenos] : 1α. ιερός χώρος που ήταν αφιερωμένος σε αρχαίο θεό ή ήρωα. β. χώρος μουσουλμανικής λατρείας· τζαμί. 2. (μτφ.) ίδρυμα αφιερωμένο στην καλλιέργεια των γραμμάτων και των τεχνών, όπως π.χ. πανεπιστήμιο, ωδείο κτλ.: Iερό ~ των Mουσών. (Λεξικό Τριανταφυλλίδη).

** Έργο του βαυαρού αξιωματικού Α. Haubenschmid που  υπηρέτησε στην Ελλάδα κατά την οθωνική περίοδο.

Πηγή


  • Υπουργείο Πολιτισμού, «Η Οθωμανική Αρχιτεκτονική στην Ελλάδα», Διεύθυνση Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων, Αθήνα, 2009. 

 

 

 

Read Full Post »

Ναύπλιο –  Buchon, J. A. C.


 

 Το 1840 – 1841 είχε επισκεφθεί την Αργολίδα ο Γάλλος συγγραφέας και ιστορικός Ιωάννης -Αλέξανδρος Mπυσόν (J.-A. Buchon). Αποτέλεσμα του ταξιδιού του και των μελετών του στην Ελλάδα υπήρξε το βιβλίο του Ηπειρωτική Ελλάς και ο Mοριάς, που εκδόθηκε το 1843.

Ας δούμε τι γράφει για το Ναύπλιο εκείνης της εποχής.

 

Ναύπλιο, το παλιό τζαμί – Υδατογραφία

Ναύπλιο, το παλιό τζαμί – Υδατογραφία

Το Ναύπλιο είναι μια μικρή πόλη ομοιόμορφα και καλά κτισμένη ανάμεσα στους πρόποδες του οχυρωμένου βουνού, που φέρει ακόμα το όνομα του άτυχου Παλαμήδη, γιου του βασιλιά Ναύπλιου και τη θάλασσα.  Έχει την όψη μιας από της δυτικές μας πόλεις, με τα καλά και τα κακά της, την τάξη, αλλά και ενίοτε την ταλαιπωρία . Οι δρόμοι της είναι στενοί και αρκετά καλά πλακοστρωμένοι. Τα σπίτια της, έχουν το ύψος που πρέπει. Οι δύο πλατείες της είναι δεντροφυτεμένες. Τα μεγάλα καταστήματα, που είχαν χτίσει παλιά οι Βενετοί στους πρόποδες του κάστρου, και το κυβερνείο, που είχε χτίσει ο Καποδίστριας την εποχή που κατοικούσε στο Ναύπλιο, θυμίζουν τα καλύτερα αν όχι τα πιο κομψά κτίσματα των μεγάλων πόλεών μας, και για τελευταία και ολοκληρωτική απόδειξη δυτικού πολιτισμού, βρίσκουμε εδώ, ό, τι υπάρχει μόνο στην Αθήνα με πρόσφορο τρόπο, στην Πάτρα με ικανοποιητικό τρόπο, και στην Κόρινθο περιορισμένα: ένα πανδοχείο δηλαδή, ίσως η πιο χρήσιμη των ευρωπαϊκών εισαγωγών στην ανατολή, ένα πανδοχείο, δηλαδή ένα άσυλο όπου κάθε άνθρωπος, αναγκασμένος από τις δουλειές του, τα γούστα του ή τα πάθη του, να ταξιδεύει σ΄ όλο τον κόσμο, μπορεί να ελπίσει ότι θα βρει στοιχεία που του θυμίζουν τις οικιακές του ανέσεις: φως, φωτιά, ένα τραπέζι, καρέκλες, τα απαραίτητα για να   καθαρίσει και να δροσίσει το κουρασμένο του κορμί, ένα κρεβάτι για να ξεκουραστεί, ένα γεύμα για ν΄ ανακτήσει δυνάμεις, και πάνω απ΄ όλα, ένα αναπαυτήριο όπου, μόνος με τον εαυτό του, μπορεί ν΄ αναλογιστεί τι είδε και μύρισε, να σκεφτεί τους απόντες φίλους του χωρίς να φοβάται μήπως προσβάλει τους οικοδεσπότες του, και να συζητήσει μαζί τους μέσω της τρυφερής οικειότητας της ανταλλαγής αλληλογραφίας.

Εμείς, οι μπαφιασμένοι άντρες της Δύσης, απολαμβάνουμε όλα αυτά τα αγαθά, χωρίς να φανταζόμαστε το πόσο αξίζουν, όπως ένας άνθρωπος καλά στην υγεία του χαίρει άκρας υγείας, όπως ένας άνθρωπος σβέλτος απολαμβάνει την λειτουργία των άκρων του, χωρίς να σκέφτεται σε όλους τους συνδυασμούς κινήσεων που χρειάζονται για να επιτευχτεί η ισορροπία και για να τεθεί σε κίνηση η ανθρώπινη μηχανή.  Δεν εκτιμούμε την αξία αυτών των θησαυρών παρά μόνο όταν τους στερηθούμε για λίγο· και δυστυχώς, λίγο να ταξιδέψεις στην Ανατολή, πάντα είμαστε καταδικασμένοι να στερηθούμε τα πάντα, πλην την καθαρότητα του αέρα, την ομορφιά του ουρανού, τη λάμψη του ηλίου, τη γοητεία των νυχτών, τη μεγαλοπρέπεια της φύσης.

Το Ναύπλιο ήταν, μέχρι το τέλος του 1834, η έδρα της κεντρικής κυβέρνησης του νέου Ελληνικού κράτους.  Αυτή η προσωρινή κατάκτηση όλων των πλεονεκτημάτων μιας πρωτεύουσας ήταν αρκετή για ν΄ αλλάξει έναν πληθυσμό τόσο ικανό στον πιο εκλεκτικό πολιτισμό όπως είναι ο ελληνικός πληθυσμός.  Οι γυναίκες υιοθέτησαν τις συνήθειες της Γαλλίας· πολλές μιλούν τη γλώσσα μας με κομψό τρόπο, και μερικές δεν θα πέρναγαν απαρατήρητες ακόμα και στις πιο λαμπρές μας δεξιώσεις, όχι μόνο χάρις αυτού του είδους ομορφιάς έντονης και αγνής που έλαβαν από την προγιαγιά τους Ελένη, αλλά λόγω της άνεσης και της τελειότητας των τρόπων τους, που μοιάζουν τόσο φυσικοί εδώ σε σχέση με τις γυναίκες της Γαλλίας.  Πέρασα στο Ναύπλιο κάποιες βραδιές με κουβεντούλες όπου θα μπορούσα να αισθανθώ ότι βρίσκομαι ακόμα στους δρόμους του Ανζού, του Βιλ-Λεβέκ και του Αστόργκ. Μαζί μ΄ αυτά τα πλεονεκτήματα του πολιτισμού, πρέπει να δέχεσαι και τα κάποια μειονεκτήματά του.  Το Ναύπλιο είναι οχυρό.

Ναύπλιο - Η Πύλη της Ξηράς

Ναύπλιο - Η Πύλη της Ξηράς

Έχει τα πρανή του, τις κινητές του γέφυρες, τα τείχη του, τη στρατιωτική του μονάδα, τον στρατιωτικό του διοικητή, τις πύλες του που κλείνουν και τα παραγγέλματά του.  Στη δύση του ηλίου, οι πύλες της πόλης κλείνουν και τα κλειδιά παραδίδονται στον ταγματάρχη·  τόσο το χειρότερο για σας αν  μείνατε παραπάνω χρόνο για να θαυμάσετε τα παλαιά ομηρικά τείχη  της καλά οχυρωμένης Τίρυνθας, τον τόπο όπου είναι το Άργος, και τα μεγαλοπρεπή ερείπια της παλαιάς πόλης των Μυκηνών, της καλοκτισμένης πόλης των Μυκηνών, της πόλης των Μυκηνών με τους φαρδιούς δρόμους, της πόλης των Μυκηνών που αγάπησε η Ήρα. Ο ήλιος έπεσε, δεν πρόκειται να μπείτε στο Ναύπλιο πια· και θ΄ αναγκαστείτε να ξεπληρώσετε τις απολαύσεις  της ημερήσιας σας εκδρομής πηγαίνοντας να βρείτε στέγη σε κάποιο βρώμικο χάνι ή καραβανσεράι του προαστίου της Πρόνοιας, εκτός κι αν προτιμάτε, όπως το έκανα πολλές φορές όταν ταξίδευα, να κοιμηθείτε υπαίθρια στα γόνιμα χωράφια του Αργολικού κάμπου.   Παρά λίγο αυτό να πάθω και εγώ στο Ναύπλιο· ευτυχώς όμως είχα μια εξαιρετική άμαξα, και προβλέποντας κάποια καθυστέρηση, είχα προνοήσει να ενημερώσω τον Στρατηγό Αλμέϊδα, στρατηγό του Ναυπλίου, ο οποίος μου είχε κάνει τη χάρη να χαλαρώσει κάπως για μένα το σύνηθες παράγγελμα.  Οι απολαύσεις του χανιού της Πρόνοιας δεν είχαν καμία γοητεία για μένα σε σύγκριση με τη δελεαστική προοπτική ενός πανδοχείου.  Εξάλλου, η εκδρομή στην Τίρυνθα, στο Άργος και στις Μυκήνες, αξίζει να κινδυνέψεις να κοιμηθείς πολλά βράδια στην ύπαιθρο· πρόκειται για μια συνήθεια που αργά ή γρήγορα θα αποκτήσεις στην Ελλάδα.

Τα αρχαία χρόνια το Ναύπλιο ήταν το λιμάνι της μεγάλης πόλης του Άργους, με τον ίδιο τρόπο που ο Πειραιάς ήταν το λιμάνι της μεγάλης πόλης της Αθήνας.  Η πρώτη μου σκέψη ήταν λοιπόν να πάω πρώτα απ΄ όλα να επισκεφθώ την Τίρυνθα, το Άργος και τις Μυκήνες μαζί.  Ένας αμαξιτός δρόμος φθάνει από το Ναύπλιο ως τους πρόποδες των λόφων όπου ήταν κτισμένη η πόλη των Μυκηνών, περνώντας από την Τίρυνθα και το Άργος.  Οι άμαξες πολιτογραφούνται  στο Ναύπλιο.  Μου έστειλαν μία και πήρα το δρόμο. 

Ζήτησα να κάνει μια μικρή στάση μέσα στην πόλη για να επισκεφτώ την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνος όπου είχε δολοφονηθεί ο Καποδίστριας, τον οποίο είχα γνωρίσει και συμπαθήσει· και λίγο έξω από την πόλη, έξω από το προάστιο Πρόνοια, πήγα επίσης και επισκέφτηκα το βράχο πάνω στο οποίο οι  Βαυαροί  βάζουν να σκαλίσουν, σε μίμηση του Λιονταριού της Λουσέρνας αφιερωμένο στη μνήμη των Ελβετών πεσόντων στη Γαλλία στις 10 Αυγούστου, ένα ξαπλωμένο λιοντάρι για να τιμήσει τους Βαυαρούς που πέθαναν υπηρετώντας την Ελλάδα.  Αυτό το μνημείο, που ξεκίνησε πριν από τρία χρόνια, δεν έχει προχωρήσει πολύ.  Λίγα μέτρα από εκεί βρίσκεται η πειραματική φάρμα που άρχισε την εποχή του Καποδίστρια και που έχει πολύ παραμεληθεί σήμερα.

[…] Επέστρεψα στο Ναύπλιο γοητευμένος από την εκδρομή μου στο κράτος του βασιλιά Αγαμέμνονα, και άρχισα να διασχίζω στην πόλη για να μελετήσω, τη μια μετά την άλλη, τα σημάδια των διαφόρων αρχαιοτήτων που είναι συγκεντρωμένες εκεί.  Δεν βρήκα πια ίχνος του φημισμένου σιντριβανιού στα νερά του οποίου η Ήρα έβρισκε ξανά κάθε χρόνο την παρθενιά της.  Επίσης δεν βρίσκουμε και πολλά απομεινάρια του μεσαίωνα.  Μόνο το 1247, υπό την αιγίδα του Γκιγιόμ ντε Βιλ-Χαρντουέν, οι Γάλλοι πρίγκιπες του Μοριά κατάφεραν ν΄ αρπάξουν την πόλη του Ναυπλίου με την βοήθεια των Βενετών συμμάχων τους, που απέκλειαν την τοποθεσία αυτή από θαλάσσης, ενώ ο πρίγκιπας  Γκιγιόμ ντε Βιλ-Χαρντουέν την περικύκλωνε από στεριά.  Δύο κάστρα προστάτευαν τότε την πόλη: το κάστρο του Παλαμηδιού, τοποθετημένο πάνω από το βουνό που δεσπόζει στο Ναύπλιο, και ένα δεύτερο κάστρο μέσα στην ίδια την πόλη, πάνω στο βράχο, που παρακολουθεί την είσοδο του λιμανιού.  Οι Γάλλοι κατέκτησαν το πρώτο, που πήρε την ονομασία Φράγκικο, και άφησαν στους Έλληνες το άλλο, που ονομάστηκε ρωμαϊκό κάστρο.  Αυτό το τελευταίο έχει κτιστεί στην τοποθεσία ενός αρχαίου ελληνικού κάστρου.  Βρίσκουμε μέσα στον τοίχο, σε αρκετά μεγάλο ύψος, τις μεγάλες τετράπλευρες πέτρινες βάσεις που αποτελούν και το πιστοποιητικό της προέλευσής τους.  Ανεβαίνουμε στο Παλαμήδι από έναν δρόμο μακρύ αλλά ευκολοδιάβατο, από τη μεριά της εξοχής, ή από γρήγορα σκαλιά, από τη μεριά της πόλης.  Τα σκαλιά κατασκευάστηκαν ξανά προσφάτως από τους φυλακισμένους που κρατούνται στο κάστρο.

Κατά τη διάρκεια όλου του δέκατου τρίτου αιώνα και των πρώτων χρόνων του δέκατου τέταρτου αιώνα, το Ναύπλιο και το Άργος έμειναν στα χέρια των Βιλ-Χαρντουέν·  αλλά μετά το θάνατο του Λουδοβίκου της Βουργουνδίας, πρίγκιπα της Αχαΐας και σύζυγο της Μαρίας ντε Αινώ, εγγονής του Γκιγιόμ ντε Βιλ-Χαρντουέν, η αναρχία εξαπλώθηκε σ΄ όλο το Μοριά, και ο καθένας προσπάθησε να σφετεριστεί τις φεουδαρχίες που του ήταν πιο αρεστές.  Τέσσερα χρόνια περίπου πριν το θάνατο του Λουδοβίκου της Βουργουνδίας, ο πιο ισχυρός εκ των φεουδαρχών του, ο Γκοτιέ ντε Μπριέν, Δούκας της Αθήνας, είχε υποκύψει το 1310 στη μάχη κατά των Καταλανών· ο γιος του, που ονομαζόταν Γκοτιέ όπως και εκείνος, προσπάθησε το 1336, να κατακτήσει ξανά το δουκάτο της οικογένειάς του, αλλά μάταια, και θέλησε αργότερα ν΄ αποζημιωθεί αρπάζοντας τη φεουδαρχία της Φλωρεντίας. Πέθανε στο Πουατιέ χωρίς να  έχει αφήσει διάδοχο.

Η Ισαβέλλα, η αδερφή του, άφησε αντιθέτως έξι παιδιά με το σύζυγό της Γκοτιέ ντ΄Ανγκιέν.  Ο ένας πήρε τον τίτλο του Δούκα της Αθήνας, ένας άλλος πήγε και κατέκτησε την κομητεία του Λέτσε στην Ιταλία· ο τελευταίος, ονόματι Γκι ντ΄ Ανγκιέν, πήγε να βρει την τύχη του στην Ελλάδα, και κατάφερε να εγκατασταθεί στη φεουδαρχία του Ναυπλίου και του Άργους.  Ο Γκι ντ΄ Ανγκιέν απέκτησε μόνο μια κόρη, τη Μαρία, που άφησε, όπως το είπα πιο πάνω, ως κληρονόμο των δυο αυτών ισχυρών φεουδαρχιών.  Η Μαρία παντρεύτηκε έναν ευγενή βενετό, τον Πέτρο Κορνάρο, που πέθανε πριν προλάβει ν΄ αποκτήσει παιδιά.  Οι βενετοί εποφθαλμιούσαν εδώ και καιρό το Ναύπλιο. 

Το έτος 1388, την 2α  Σεπτεμβρίου, για να αποτρέψουν, δήθεν, τα φεουδαρχία να πέσουν στα χέρια είτε των Τούρκων, είτε των Ελλήνων, οι οποίοι τα εποφθαλμιούσαν, σε βάρος της Μαρίας ντ΄ Ανγκιέν, της τα αγόρασαν με αντίτιμο ένα ετήσιο εισόδημα ύψους πεντακοσίων χρυσών δουκάτων.  Από τη μεριά της, η Μαρία ντ΄ Ανγκιέν υποσχέθηκε να μην παντρευτεί ξανά, τόσο με ευγενή βενετό όσο με οποιονδήποτε άλλον.  Αλλά ο Νέριο Ατσιαγιουόλι, άρχοντας της Κορινθίας, αντιστάθηκε με επιτυχία στην κατάκτηση από του Βενετούς, και πήρε το Άργος και το Ναύπλιο στα χέρια του.  Αφού χρίστηκε Δούκας της Αθήνας το 1394, συνέταξε την διαθήκη του στο τέλος εκείνης της χρονιάς· βρίσκουμε σ΄ αυτή κάποιους όρους που αφορούν το Άργος και το Ναύπλιο:

  « Θέλουμε, λέει, ο χρυσός σταυρός διακοσμημένος με  σμαράγδια και άλλες πολύτιμες πέτρες, να δοθεί, για τη σωτηρία της ψυχής μας, στον Επίσκοπο του Άργους.

 Θέλουμε να δοθούν στον Αιδεσιμότατο Επίσκοπο του Άργους τα διακόσια πενήντα χρυσά δουκάτα που παρακρατήσαμε από τα έσοδα της εκκλησίας της Αθήνας τη χρονιά που ο εν λόγω Επίσκοπος ήταν βικάριος της εκκλησίας της Αθήνας.

 Θέλουμε και διατάζουμε στο Νάπολι ντι Ρομάνια να κατασκευαστεί ένα νοσοκομείο για τους φτωχούς, και κληροδοτούμε σ΄ αυτό το νοσοκομείο όλα τα κινητά και ακίνητα του Άργους για την κατασκευή του εν λόγω νοσοκομείου· εκτός από 100 … το χρόνο που θα πρέπει να δοθούν στην εκκλησία του Άργους ώστε να γίνεται κάθε Δευτέρα μια νεκρώσιμη ακολουθία (ρέκβιεμ) για την ψυχή μας.

 Θέλουμε αυτό το νοσοκομείο να κατασκευαστεί και να διοικείται από τους κληρονόμους μας, από τους αξιωματικούς του Άργους και του Ναυπλίου και από τον αιδεσιμότατο Επίσκοπο του Άργους, και ό, τι από τα τρία τέταρτα αυτών των διοικητών θα αποφασίζουν να γίνεται.

 Θέλουμε ο εν λόγω Επίσκοπος του Άργους να πάρει τη διοίκηση του μοναστηρίου μας με τις μοναχές του Ναυπλίου και να μπορεί να τοποθετεί και να μεταθέτει την ηγουμένη και τις άλλες επικεφαλείς αυτού του μοναστηριού, όπως καλύτερα θα του φαίνεται · όμως οτιδήποτε θα πρέπει να πληρώσει το εν λόγω μοναστήρι θα το πληρώνει στο εν λόγω νοσοκομείο και όχι σε άλλα.»

Κατά τη διάρκεια που ο Νέριο Ατσιαγιουόλι ήταν, το 1394, κρατούμενος των Γασκώνων και Καταλανών της Αθήνας, ένας εκ των γαμπρών του, ο Κάρολος Τόκκο, κόμης της Κεφαλονιάς και δεσπότης της Άρτας, άρπαξε αυτά τα δυο φεουδαρχία που απαιτούσαν μάταια οι Βενετοί. Η Βενετία ωστόσο κατέκτησε το Ναύπλιο στα πρώτα χρόνια του δέκατου πέμπτου αιώνα, αλλά το έχασε μετά τη μάχη του 1538. Ο Μοροσίνι την κατέκτησε ξανά μαζί με όλη τη Μορέα το 1586.  Οι Βενετοί την έχασαν πάλι τον Ιούλιο του 1714.

Κατά τη διάρκεια της κατάκτησή τους, κατασκεύασαν πάνω σ΄ ένα βράχο μεμονωμένο ανάμεσα στα νερά, απέναντι από το λιμάνι του Ναυπλίου, ένα τρίτο κάστρο, με σκοπό την προστασία της πόλης, με την οποία συνδεόταν μ΄ έναν λιμενοβραχίονα και του έδωσαν το όνομα, φρούριο του Περάσματος.  Πάνω σ΄ αυτό το βράχο και σ΄ ό, τι είχε απομείνει από αυτό το κάστρο έκτισαν οι Τούρκοι το κάστρο Μπούρτζι για την είσπραξη των διοδίων.  Βλέπουμε ακόμα, στο σημείο της θάλασσας με το μικρότερο βάθος, απομεινάρια των πιλοτών που συνέδεαν παλιά αυτό το κάστρο με την πόλη.  Πάνω στην πύλη της πόλης που βρίσκεται πλησιέστερα του κάστρου, υψώνεται επίσης το λιοντάρι του Αγίου Μάρκου, σκαλισμένο πάνω σ΄ ένα θυρεό και δίπλα του, βρίσκονται δύο οικόσημα βενετικών οικογενειών, με το σκούφο του δουκάτου ως έμβλημα.

Διαβάζουμε ακόμα την ακόλουθη επιγραφή:

 

POST URBES ARCESQUE EXPUGNATAS VALIDEQUE MUNITAS

POST SEXIES FUGATOS HOSTES, HOC REGNUM PATRIAE RESTITUIT

FRANCISCUS MAURECENUS C. SUPus  ARMus MODERATOR,

ET ALEXANDER BONO, MAXIME TRIREMIS GUBERNATOR,

HOC AETERNITATIS MONUMENTUM POSUIT.

A. D. MDCLXXXVII.

 

Πάνω σε κομμάτια από τα τείχη που οδηγούσαν από εκεί προς το Παλαμήδι, βλέπουμε άλλα οικόσημα σκαλισμένα στο μάρμαρο με το φράγκικο έμβλημα.  Άλλα δυο μνημεία της τελευταίας εποχής της βενετικής κατοχής στέκονται ακόμα.  Το ένα είναι ένα μεγάλο και όμορφο κτίριο που χρησιμοποιείται σήμερα ως στρατώνας και είναι τοποθετημένο στο κάτω μέρος του παλιού Ελληνικού κάστρου·  περιείχε παλαιά όλα τα γραφεία και μαγαζιά της βενέτικης κυβερνήσεως. 

Το άλλο είναι η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου,  που είναι καθόλα βενετική ως προς την αρχιτεκτονική και τις διακοσμήσεις.  Οι καμάρες των θόλων είναι επικαλυμμένες με τοιχογραφίες στον ιταλικό ρυθμό του τέλους του δέκατου έβδομου αιώνα, και μερικές από αυτές τις τοιχογραφίες είναι αρκετά μέτριες.  Στην είσοδο πάνω από το κλίτος, σε ένα φαρδύ κομμάτι τοίχου που δεσπόζει ανάμεσα στις δυο στήλες, βρίσκεται μια κόπια αρκετά καλή, επίσης τοιχογραφία, του Μυστικού Δείπνου του Λεονάρντο ντα Βίντσι.

Στο μεγάλο θόλο του κέντρου είναι ζωγραφισμένος ο Χριστός· στις τέσσερες γωνίες είναι οι τέσσερεις ευαγγελιστές με τα ζώα που χρησιμοποιούν ως έμβλημά τους, όλο αυτό ζωγραφισμένο με τρόπο αρκετά ευρύ και όχι με τα κλισέ που χρησιμοποιούσαν για πολλούς αιώνες οι Έλληνες ζωγράφοι για τους πίνακες των εκκλησιών τους.  Οι ζωγραφιές των θόλων είναι μυστικιστικές.  Αφθονούν εκεί τα φτερά των χερουβείμ και τους βλέπουμε μαζεμένους γύρω από το μυστικό κηροπήγιο.

Κοντά στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου, που γκρεμίστηκε την εποχή του Καποδίστρια για ν΄ ανοίξει ο μεγάλος δρόμος, βρισκόταν η ακόλουθη επιγραφή:

 

FRANCISCO GRIMANO

SUPREMO CLASSIS MODERATORI,

QUI URBEM EXTRA MUXIMENTIS FIRMAVIT,

INTUS HAC CONSILII EDE EXORNAVIT,

ANNONA PROVIDIT,

LECIBUS ORDINAVIT,

NAUPLIA VOVET.

ANNO DOMINI MDCCVIII.

 

Από το Ναύπλιο, θα έκανα μια εκδρομή με άλογο στο λιμάνι του Τολού, όπου οι Ενετοί είχαν εγκαταστήσει το οπλοστάσιο τους και την αποθήκη κατασκευής τους. Πολλά από τα πολεμικά τους πλοία βυθίστηκαν από τους Τούρκους όταν ξαναπήραν το Μοριά στα χέρια τους το 1715. Δεν είχε παραμείνει σ’ αυτό τον τόπο κανένα ίχνος αρχαίας κατασκευής, εκτός εάν υπάρχουν τα ερείπια ενός Ελληνικού παλατιού στο βουνό μπροστά στο λιμάνι του Τολού. Η Ελληνική Κυβέρνηση παρείχε καλλιεργήσιμα εδάφη σε κάποιους μετανάστες από την Κρήτη, δίνοντας τους κάποια χρήματα για να κτίσουν και κάποια σιτηρά για να σπείρουν.

Πενήντα οικογένειες έχουν εγκατασταθεί εκεί και τα σπίτια τους περιβάλλονται απ’ όλες τις πλευρές από ωραία δέντρα λεμονιάς δημιουργώντας ένα μικρό χωριό τοποθετημένο στην άκρη της θάλασσας. Τη στιγμή που το επισκέφτηκα δεν κατοικούνταν πλέον, παρά μόνο από γυναίκες. Όλοι οι άνδρες είχαν φύγει κρυφά για να πολεμήσουν στην Κρήτη.

Έμεινα κατά τη διάρκεια των στιγμών της μεγάλης ζέστης καθισμένος κάτω από τις λεμονιές, απολαμβάνοντας το φρέσκο αέρα της θάλασσας, και γυρνούσα στο Ναύπλιο πριν το δειλινό διότι ο Κυβερνήτης Almeide φρόντιζε να κλείνουν οι πόρτες στις 8 το βράδυ, όπως μέσα σε μια πόλη η οποία οχυρώνεται για τις επιθέσεις των εχθρών. Στρατιωτική προφύλαξη άχρηστη και δυσάρεστη για όλους τους κατοίκους και για μικρό αριθμό ξένων που φτάνουν εκεί.

  

Μετάφραση από τα γαλλικά: Κυπαρισσία Ηλιοπούλου

  

Πηγή

  •  Buchon, J. A. C. (Jean Alexandre C.), « La Grece continentale et la Moree 1840-1841», Paris, 1843.

 

 

Read Full Post »

Μπούα Θεόδωρος


 

Θεόδωρος Μπούα ήταν γιος του Πέτρου Μπούα, αξιωματούχου στην αυλή των Δεσποτών της Άρτας του Αγγελοκάστρου και του Μυστρά. Καταγόταν από μεγάλη στρατιωτική οικογένεια τον Οίκο Μπούα του Βυζαντίου και συγκεκριμένα από το Αγγελόκαστρο Αιτωλοακαρνανίας. Το έτος γεννήσεως του δεν είναι γνωστό. Για πρώτη φορά γίνεται μνεία στο όνομα του το 1480 όταν προσέτρεξε σε ενίσχυση του Κροκόδειλου Κλαδά επικεφαλής 60 στρατιωτών που ήταν αποκλεισμένος στην Μάνη.

Κατά την κάθοδό του, αφού συγκρούστηκε στο Άργος με τους Τούρκους* αιχμαλώτισε 33 από αυτούς. Οι Τούρκοι με δύναμη συνολικά 2.500 ανδρών και έχοντας επικεφαλή τον διοικητή της Πελοποννήσου Σουλεϊμάν Πασά προσέγγισαν το Οίτυλο, από όπου θα επιχειρούσαν προώθηση στο εσωτερικό της Μάνης. Στην αρχή σημείωσαν κάποιες επιτυχίες όπως την εκπόρθηση του πύργου του Τριγοφύλου όπου συνέλαβαν 19 Έλληνες, κυρίευσαν το Οίτυλο, το Μεγαλοχώρι και τον Παπαφίγγο.

Η μάχη έλαβε χώρα κοντά στο Οίτυλο στις 19 Ιανουαρίου του 1481 στην οποία νικήθηκαν οι Τούρκοι και αποσύρθηκαν προσωρινά από την Σπάρτη, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης 700 νεκρούς. Η οργή του Οθωμανού Σουλτάνου υπήρξε μεγάλη και διέταξε να εκτελεστούν και οι 19 συλληφθέντες Έλληνες από το πύργο του Τριγγοφύλου. Οι παραπάνω πολεμικές επιχειρήσεις προσέλαβαν διάρκεια και ο έμπειρος πολέμαρχος Θεόδωρος Μπούας έχοντας μαζί του τον επίσης εμπειρότατο Κροκόδειλο Κλαδά αμύνθηκαν με επιτυχία στην Τουρκική εισβολή επί μήνες, την στιγμή που οι περισσότεροι των Ελλήνων είχαν παραδώσει τα όπλα και δεν πρόβαλαν αξιοσημείωτη αντίσταση.

Κατόπιν νέων τουρκικών ενισχύσεων οι εισβολείς υπερέβαιναν τους 8.000 άνδρες. Έτσι στις 4 Απριλίου του 1481 οι Τούρκοι κατέλαβαν την δίοδο του Μαυροβουνίου ο Θεόδωρος Μπούας και ο Κροκόδειλος Κλαδάς αντιστάθηκαν στα ενδότερα επιλέγοντας ως τοποθεσία την οχυρή θέση της Καστανιάς. Σε μια περίπτωση από το Τουρκικό ένοπλο εκστρατευτικό σώμα περισσότεροι από 1.000 άνδρες αιχμαλωτίστηκαν όταν οι Μπούας και Κλαδάς επιτέθηκαν μετωπικά και τους εγκλώβισαν εντός στενωπού. Η Μάνη είχε κατακλυστεί από τους Τούρκους και ο Θεόδωρος Μπούας με τον γιό του Μερκούριο Μπούα και τον συμπολεμιστή του Κλαδά και τους λοιπούς συστρατιώτες του μεταφέρθηκαν με 3 (τρείς) γαλέρες του Βασιλέα της Νεαπόλεως Φερδινάνδου στην Ιταλική Χερσόνησο. Από αυτό το σημείο αρχίζει η δράση του γιου του Μερκούριου Μπούα. Ο Θεόδωρος Μπούας πέθανε στην Βόρειο Ήπειρο το 1492 κατά την εισβολή του Σουλτάνου Βαγιαζήτ όταν στάλθηκε εκεί από τον Βασιλέα Φερδινάνδο της Νεαπόλεως να οργανώσει την αντίσταση κατά των Τούρκων με το Κροκόδειλο Κλαδά

 

Υποσημείωση


* Μετά την κατάληψη του ελληνικού χώρου από τους Οθωμανούς δημιουργήθηκαν  ένοπλα μισθοφορικά σώματα, τα οποία παρείχαν σχετικές υπηρεσίες στα Φεουδαρχικά Βασίλεια της Ευρώπης. Αναφέρονται σχετικά τα ένοπλα σώματα των: Κροκόδειλου Κλαδά, Θεόδωρου Μπούα, Δημήτριου Παλαιολόγου, Πέτρου Ράλλη στην Πελοπόννησο και του Πέτρου Μπούα στην Αργολίδα. Όταν κάθε έννοια αγώνα αποδεικνυόταν μάταιη, τότε έπαιρναν τον δρόμο της προσφυγιάς και τίθονταν υπό τις εντολές και διαταγές κάποιου κράτους, το οποίο ουσιαστικά ήταν και ο προστάτης του σώματος καθόλη την παρουσία του στην Ελληνική χερσόνησο.

 

Βιβλιογραφία

  • Παντελής Καρύκας «Ελληνικές Επαναστάσεις» και «Ελληνες Μισθοφόροι».
  • Μουσείο Ελληνικής παροικίας Βενετίας-Ιταλία (Αρχείο Ελληνικής Αδελφότητας Βενετίας).

 

Το παρόν αντλεί τις πληροφορίες του από το αντίστοιχο άρθρο της Βικιπαίδειας.

Read Full Post »

Ιερός Ναός Κοιμήσεως της Θεοτόκου («Παναγίτσα» Λυγουριού)

 

Ιερός Ναός Κοιμήσεως της Θεοτόκου

Ιερός Ναός Κοιμήσεως της Θεοτόκου

Μεταβυζαντινός ναός, σημαντικό κτίσμα της Β’ Ενετοκρατίας (1685-1715), που ανήκει στον τύπο του τετρακιόνιου σταυροειδούς εγγεγραμμένου με οκτάπλευρο τρούλο. Ιδιοτυπία αποτελεί η επέκταση του δυτικού σκέλους με την προσθήκη ενός επιπλέον ζεύγους κιόνων. Ο ναός δεν έχει ξεχωριστό νάρθηκα και η κύρια είσοδός του είναι στη νότια πλευρά. Κτιστό τέμπλο χωρίζει τον κυρίως ναό από το Ιερό. Η εκκλησία είναι κτισμένη από καλής ποιότητας λιθοδομή και το δάπεδο είναι πλακόστρωτο. Πάνω από την είσοδο, στο εσωτερικό του ναού, σώζεται η κτητορική επιγραφή με χρονολογία 27 Φεβρουαρίου 1701 που αναφέρει ότι ο ναός οικοδομήθηκε και εικονογραφήθηκε προς τιμή της Θεοτόκου με συνδρομές κι έξοδα από την ευρύτερη περιοχή και την κοινότητα, επί επισκόπου Δαμαλών και Πεδιάδος Ιακώβου, εφημερεύοντος ιερέως Δημητρίου και ιερέως Ιωάννου.


Ολόκληρος ο ναός είναι πλούσια εικονογραφημένος με ενδιαφέρουσες τοιχογραφίες. Ξεχωρίζουν η μνημειακή παράσταση της Δευτέρας Παρουσίας στο δυτικό τοίχο, οι Θεομητορικές και Χριστολογικές σκηνές των πλάγιων τοίχων σε διάχωρα κόκκινης ταινίας, ο Παντοκράτωρ του τρούλου και η Πλατυτέρα του Ιερού. Στην εικονογράφηση διακρίνεται το ιδίωμα πολλών αγιογράφων. Γενικά χαρακτηριστικά είναι το στυλιζάρισμα μορφών και ενδυμάτων και η περιορισμένη χρωματική κλίμακα.

 

Πηγή

 

  • Ιστότοπος Δήμου Ασκληπιέων

Read Full Post »

Ναύπλιο


 

Η αρχαία Ναυπλία, περίπου 1840.

Ναύπλιο, πρωτεύουσα της επαρχίας Ναυπλίας και του νομού Αργολίδας και πρώτη πρωτεύουσα του νεοελληνικού κράτους. Ιδρυτής της πόλης φέρεται ο μυθικός Ναύπλιος, γιος του Ποσειδώνα και της Αμυμώνης. Προστάτης της πόλης ήταν ο Ποσειδών, ο οποίος με κτύπημα της τρίαινάς του δημιούργησε την πηγή Κάναθο στη σημερινή Αγία Μονή. Εκεί έλουζε η ιέρεια της Ήρας το είδωλο της θεάς και γι’ αυτό πιθανότατα πλάστηκε ο μύθος ότι η Ήρα λουζόταν κάθε χρόνο στην Κάναθο και ανακτούσε την παρθενία της. 

Απόγονος του Ναύπλιου ήταν ο Παλαμήδης, ο πατέρας του οποίου ονομαζόταν επίσης Ναύπλιος και ο οποίος έλαβε μέρος στον Τρωικό πόλεμο. Αλλά είχε οικτρό τέλος, γιατί λιθοβολήθηκε από τους Έλληνες. Η τραγική του ιστορία απετέλεσε πηγή έμπνευσης για τους τραγικούς και άλλους δημιουργούς της αρχαιότητας. Το κάστρο του Παλαμηδιού σ’ αυτόν οφείλει το όνομά του. 

Ναύπλιο1908, στερεοσκοπική φωτογραφία, by Stereo Travel Co.

Το Ναύπλιο και το Άργος, μια και βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, είχαν στο πέρασμα των αιώνων περίπου την ίδια μοίρα. Φαίνεται όμως πως από παλιά μάλωσαν, επειδή το Ναύπλιο συμμάχησε με τους Σπαρτιάτες κατά το Β΄ Μεσσηνιακό πόλεμο και τότε κυριεύτηκε από τον Αργείο Δαμοκρατίδα και οι κάτοικοί του εκδιώχθηκαν και εγκαταστάθηκαν στη Μεθώνη.

Το Ναύπλιο έγινε στη συνέχεια επίνειο του Άργους. Πέρασαν πολλά χρόνια χωρίς να παρουσιάσει η πόλη ιδιαίτερη ακμή. Σταχυολογώντας λίγα μόνο γεγονότα, σημειώνουμε ότι το 879 μ.Χ. έγινε έδρα επισκόπου και ότι ο επίσκοπος Λέων το 1149 έκτισε τη γνωστή σε όλους μας Αγία Μονή της Ζωοδόχου Πηγής έξω από την πόλη.

Το 1180 ο αυτοκράτορας Μανουήλ Κομνηνός διόρισε άρχοντα Ναυπλίου τον ντόπιο Θεόδωρο Σγουρό. Ο γιος του Λέων Σγουρός (1202-1208), έχοντας την πόλη ως πρωτεύουσα της ηγεμονίας του, επεξέτεινε την κυριαρχία του μέχρι την ανατολική Στερεά Ελλάδα και μέχρι τη Θεσσαλία. Ακολούθησε η Φραγκοκρατία μέχρι το 1388, οπότε το Ναύπλιο παραχωρείται στους Βενετούς, επί της εποχής των οποίων γνώρισε ιδιαίτερη ακμή. Ενισχύθηκε η οχύρωσή του και αυξήθηκε ο πληθυσμός του, γιατί συνέρρευσαν πολλοί άνθρωποι από πολλά μέρη, ιδίως μετά την κατάληψη της Πελοποννήσου από τους Τούρκους.

Άποψη του Ναυπλίου. Χαλκογραφία, Gasp. Bouttats, 1690.

Επί Ενετοκρατίας η πόλη έγινε εμπορικό κέντρο και το λιμάνι της παρουσίασε μεγάλη κίνηση.  Το 1540 έπεσε στους Τούρκους ύστερα από τριετή πολιορκία. Κατά την πρώτη τουρκοκρατία μαρτύρησε ο νεομάρτυρας Αναστάσιος (1η Φεβρουαρίου 1655) κοντά στην πλατεία Συντάγματος. Το 1686 οι Ενετοί ξανακέρδισαν την πόλη, όταν την κατέλαβε ο στρατηγός Φραγκίσκος Μοροζίνι, ο οποίος αμέσως οχύρωσε το Παλαμήδι και κατέστησε το Ναύπλιο πρωτεύουσα του Μορέως, της ΒΑ Πελοποννήσου. Τότε ήταν που ονομάστηκε Νάπολι ντι Ρομάνια.

Το 1715 το ξαναπήραν οι Τούρκοι και το κατείχαν μέχρι την άλωση του Παλαμηδιού από τον Στάικο Σταϊκόπουλο στις 30 Νοεμβρίου 1822, ύστερα από τρεις διαδοχικές πολιορκίες συνολικής διάρκειας σχεδόν είκοσι μηνών. Στην πολιορκία είχανε λάβει μέρος πολλοί καπεταναίοι και οπλαρχηγοί, όπως ο Κολοκοτρώνης, ο Νικηταράς, ο Τσώκρης, ο Παπαρσένης, ο Δημ. Υψηλάντης, ο Στάικος Σταϊκόπουλος, ο αδελφός του Νικηταρά Νικόλας Σταματελόπουλος, ο οποίος σκοτώθηκε σε μια έξοδο των Τούρκων τον Αύγουστο 1822, ο Δημ. Μοσχονησιώτης, που πρώτος πάτησε το κάστρο τη νύχτα της 29ης προς την 30ή Νοεμβρίου, και άλλοι.

 

Μπούρτζι. Αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος της ευρύτερης οχύρωσης της πόλης για πολλούς αιώνες.

 

Από τη θάλασσα πολιορκούσαν τα Σπετσιώτικα καράβια με τη θρυλική Μπουμπουλίνα κι άλλους καπεταναίους. Μετά την άλωση το Ναύπλιο έγινε κέντρο του αγώνα και έδρα της επαναστατικής κυβέρνησης. Στις 7 Ιανουαρίου 1828 αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο ο Ιω. Καποδίστριας και στις 25 Ιανουαρίου 1833 ο Όθωνας. Για πολλά χρόνια είχε καθιερωθεί η εορτή των αποβατηρίων σε ανάμνηση της άφιξης του πρώτου μας βασιλιά.

Ο Όθωνας στο Ναύπλιο, 1833

Το Ναύπλιο με βασιλικό διάταγμα της 18ης Σεπτ. 1834 έπαψε να είναι πρωτεύουσα του Ελληνικού κράτους. Ο πληθυσμός του Ναυπλίου, ο οποίος προεπαναστατικά ήταν τούρκικος με εξαίρεση λίγες οικογένειες Ελλήνων του «Ψαρομαχαλά», αυξήθηκε σημαντικά. Η αύξηση οφειλόταν και στο γεγονός ότι συνέρρευσαν από διάφορα μέρη πρόσφυγες και μάλιστα από την Κρήτη το 1830, όταν η μεγαλόνησος δεν απελευθερωνόταν με βάση το πρωτόκολλο του Λονδίνου.

Οι Κρήτες πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στο Τολό και έξω από την πόλη του Ναυπλίου και ονομάστηκε το προάστιό της Πρόνοια από την πρόνοια που έλαβε ο Καποδίστριας για λογαριασμό τους.  Αργότερα το Ναύπλιο έγινε αντιοθωνικό κέντρο. Την 1η Φεβρουαρίου του 1862 εκδηλώθηκε κίνημα στην πόλη με επικεφαλής τους αξιωματικούς Πάνο Κορωναίο, Αρτέμ. Μίχο και άλλους. Συμμετείχαν ακόμα πολλοί επώνυμοι της εποχής. Ανάμεσά τους ήταν και η Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου, η οποία είχε μετατρέψει το σπίτι της σε αντιδυναστικό κέντρο. Οι επαναστάτες ζητούσαν τη διάλυση της Βουλής και τη συγκρότηση εθνοσυνέλευσης. Η κυβέρνηση απέστειλε στρατό, η επανάσταση πνίγηκε στο αίμα και οι νεκροί και τραυματίες κι από τις δυο πλευρές ήταν πολλοί. Αυτός ήταν ο τραγικός επίλογος της Ναυπλιακής επανάστασης.

 

Άποψις προς Ακροναυπλίαν και Παλαμήδι, δεκαετία 1930

 

Ο Όθωνας, ως γνωστόν, αναγκάστηκε λίγο μετά να εγκαταλείψει την Ελλάδα (12 Οκτωβρίου του 1862). Το Ναύπλιο είναι μικρή αλλά ζεστή πόλη, από τις ομορφότερες της πατρίδας μας. Συνδυάζει το βουνό με τη θάλασσα και την άγρια ομορφιά με την απλωσιά του κάμπου. Η παλιά πόλη με τα στενά δρομάκια και τα παραδοσιακά σπίτια διατηρεί σε μεγάλο βαθμό τον παλιό όμορφο παραδοσιακό χρώμα. 

Ναύπλιο, Άγιος Σπυρίδωνας. Frederic Boissonnas (1858-1946)

Από τα πολλά μνημεία της πόλης σημειώνουμε λίγα μόνο, τον Άγιο Σπυρίδωνα (1702), στην είσοδο του οποίου δολοφονήθηκε ο Καποδίστριας, το μνημείο του Δημ. Υψηλάντη στην πλατεία των Τριών Ναυάρχων, το πρώτο Ελληνικό σχολείο, τον σκαλισμένο σε βράχο λέοντα των Βαυαρών στην Πρόνοια, το παλιό βουλευτήριο και πρώην τζαμί στην πλατεία Συντάγματος, το μέγαρο του μουσείου, ενετικό κτίσμα του Σαγρέδου (1713) που χρησίμευσε αρχικά ως στρατώνας, επίσης μία ακόμα εκκλησία της ίδιας εποχής, του Αγίου Νικολάου (1713), τον ανδριάντα του Καποδίστρια και του έφιππου Κολοκοτρώνη.

 

Πηγή


  • Οδυσσέας Κουμαδωράκης, « Άργος το πολυδίψιον » Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος 2007.

Read Full Post »

Παλαμήδι – Κάστρο Παλαμηδίου


 

Παλαμήδι(ον) ή Παλαμήδειον: Ονομαστός ιστορικός λόφος στα ανατολικά του Ναυπλίου με ισχυρότατο φρουριακό συγκρότημα. Έχει ύψος 216 μ. και η ανάβαση γίνεται είτε από αμαξιτή οδό, που ξεκινάει από την Πρόνοια και φθάνει μέχρι την πύλη του, είτε από σκάλα με 999; πέτρινα σκαλοπάτια, που κατασκευάστηκε από τους Βαυαρούς του Όθωνος. Ο λόφος πήρε την ονομασία του από τον ήρωα του Τρωικού Πολέμου, το μυθικό Παλαμήδη, γιο του Ναυπλίου, ιδρυτή της Ναυπλίας, και της Κλυμένης (ή της Φιλύρας ή της Ησιόνης).
 

Κάστρο Παλαμηδίου

 
Το σημερινό φρούριο για πρώτη φορά οχυρώνεται από τους Ενετούς στη διάρκεια της Β΄ Ενετοκρατίας (1686-1715) με ένα τέλειο σύστημα συγχρονισμένης οχύρωσης. Το Παλαμήδι είναι ένα τυπικό φρούριο μπαρόκ, σε σχέδια των μηχανικών Giaxich και Lasalle. Ειδικότερα, πρώτος οχύρωσε συστηματικά (το 1687) το Παλαμήδι ο Φραγκίσκος Μοροζίνης (ο οποίος πέθανε στις 6 Ιανουαρίου 1694 στο Ναύπλιο και τάφηκε στη Βενετία), το έργο συνέχισε το 1690 ο Ιάκωβος Κορνέρ και τέλος το 1712 ο Ενετός προβλεπτής Αυγουστίνος Σαγρέδος ολοκλήρωσε το συγκρότημα και λάξευσε τη θολωτή κλίμακα επικοινωνίας με την πόλη. Στο λόφο υπήρχαν παλαιότερα (από το 13ο αιώνα) ελαφρές οχυρώσεις, και ακόμα μεγαλύτερες έγιναν μετά τη χρησιμοποίηση της πυρίτιδας το 1500.

 

karl krazeisen - Το Παλαμήδι με τμήμα του Ναυπλίου.

 

Το φρουριακό συγκρότημα αποτελείται από 8 προμαχώνες, που καθένας τους περιβάλλεται από τείχος και, σε περίπτωση ανάγκης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνος του για άμυνα ή επίθεση. Τα ονόματά τους, αρχικά τούρκικα και μετά ελληνικά, είναι:

  •  Τζιδάρ Τάπια ή Προμαχώνας του Αγίου Ανδρέου ή Φρουραρχείον (επειδή εκεί ήταν το φρουραρχείο). Ο Ναός Αγίου Ανδρέα βρίσκεται μέσα στον ομώνυμο προμαχώνα. Στεγάζεται με ημικυλινδρικό θόλο και εισχωρεί κατά το ανατολικό μισό μέρος μέσα σε μία από τις καμάρες που στηρίζουν τον περίπατο των τειχών. Το ελεύθερο μέρος του είναι δίκλιτο.
  • Τάβελ Τάπια ή Φωκίων (κατ’ άλλους Φωκιανός).
  • Καρά Τάπια ή Θεμιστοκλής.
  • Μπαζιριάν Τάπια ή Μιλτιάδης (είναι ο ψηλότερος προμαχώνας, ύψους 22 μ., και έχει αποθήκες). Χρησιμοποιήθηκε ως φυλακή του ήρωα της Επανάστασης Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
  • Σεϊτάν Τάπια ή Επαμεινώνδας (κοντά του έχει εντειχιστεί λίθινη πλάκα με τα σύμβολα της τουρκικής κατακτήσεως).
  • Τομπράκ Τάπια ή Λεωνίδας.
  • Γιουρούς Τάπια ή Αχιλλεύς (είναι ο χαμηλότερος από όλους, ύψους 6μ. και ονομάστηκε Γιουρούς Τάπια γιατί από εκεί μπήκαν μετά από έφοδο, στα τούρκικα «γιουρούς», στο φρούριο οι Τούρκοι και το κατέλαβαν από τους Ενετούς το 1715· από τον ίδιο προμαχώνα μπήκαν το 1822 και οι Έλληνες και κατέλαβαν το Παλαμήδι).
  • Δενίζ Καπού ή Ρομπέρ (προς τιμήν του Γάλλου φιλέλληνα Φραγκίσκου Ρομπέρ που πέθανε το 1826 από τα τραύματά του κατά την πολιορκία της Ακροπόλεως των Αθηνών).

 

Προμαχώνας Μιλτιάδη, οι φυλακές βαρυποινιτών στο Παλαμήδι.

 

Η ιστορία του λόφου του Παλαμηδίου μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους Σταυροφόρους (1204) είναι αρκετά περιπετειώδης. Έως το 1205 ανήκε στον τοπικό άρχοντα Λέοντα Σγουρό. Ακολούθησε η Φραγκοκρατία (1205-1389), και η Α’  Ενετοκρατία (1389-1540). Το 1540 καταλήφθηκε από τους Τούρκους (Α’ Τουρκοκρατία, έως το 1686), κατόπιν πάλι από τους Βενετούς (Β’ Ενετοκρατία 1686-1715) για να ακολουθήσει η Β’ Τουρκοκρατία από το 1715 μέχρι το 1822. Τη νύκτα της 29/30 Νοεμβρίου 1822 ο Στάϊκος Σταϊκόπουλος και ο Δημήτριος Μοσχονησιώτης με 350 (ή κατ’ άλλους 280) επίλεκτα παλληκάρια απελευθέρωσαν το Παλαμήδι και την επομένη το πρωί, 30 Νοεμβρίου, εψάλη δοξολογία στον εκεί μικρό ναό του Αγίου Ανδρέου από το Γεώργιο (Βελλίνη), ιερέα του ναού του Αγίου Γεωργίου.

Το εκκλησάκι του Αγίου Ανδρέου κτίστηκε το 1712 από τον Αυγουστίνο Σαγρέδο και κάθε χρόνο στις 30 Νοεμβρίου, εορτή του τιμώμενου αγίου και επέτειο της απελευθερώσεως του Παλαμηδίου, τελείται εκεί δοξολογία και ακολουθεί η καθιερωμένη ομιλία. Το Παλαμήδι χρησιμοποιήθηκε αργότερα (μέχρι το 1916) ως φυλακές, και συγκεκριμένα ο προμαχώνας Μιλτιάδης για τους ισοβίτες ή θανατοποινίτες κατάδικους και οι λεγόμενες φυλακές του «Αγιαντρέα» ή «Κατάστημα» γι’ αυτούς που είχαν ελαφρότερες ποινές. Ένα μικρό πλάτωμα, το γνωστό ως «Αλωνάκι» χρησίμευε ως τόπος εκτελέσεων, ενώ οι δήμιοι, πρώην θανατοποινίτες, κατοικούσαν στο επιθαλάσσιο φρούριο, το Μπούρτζι. Στους πρόποδες του Παλαμηδίου, πάνω από την οδό Εικοστής Πέμπτης Μαρτίου, σώζεται ένας αιωνόβιος πλάτανος, που σκιάζει μία βενετσιάνικη κρήνη, την ονομαστή «Βρύση του Πλατάνου», από όπου τα ξημερώματα της πρωτοχρονιάς, οι κοπέλλες του Αναπλιού, ακολουθώντας την παράδοση, έπαιρναν το «αμίλητο νερό».

  

Πηγή


  • Νέλλη Χρονοπούλου – Μάρω Βουγιούκα – Βασίλης Μεγαρίδης, «Οδωνυμικά του Ναυπλίου», έκδοση Δήμου Ναυπλιέων, 1994.

 

Σχετικά θέματα:

Read Full Post »

« Newer Posts