Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Εκκλησίες’

Ο ναός των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης (πρώην τζαμί) στο Άργος: συμβολή στη μελέτη του μνημείου – Άννα Φίλιππα-Touchais


 

 

«Ούτω στρέφεται της τύχης ο τροχός, ο δε κόσμος δεν είναι

ειμή καταστροφή και ανασύστασης της αυτής ύλης»

G. Pecchio, Η Ελλάς κατά το έαρ του 1825 (Ζεγκίνης 1968,292)

  

Το κείμενο της παρούσας μελέτης, με ορισμένες συμπληρώσεις, αποτελεί την ιστορική και αρχαιολογική τεκμηρίωση του μνημείου, την οποία πραγματοποίησα, το 2001, ως ειδικός συνεργάτης του γραφείου αρχιτεκτονικών μελετών BETAPLAN Α.Ε., Βεντουράκης-Ταβανιώτης, στο πλαίσιο προμελέτης για την αποκατάσταση του μνημείου, κατόπιν σχετικού διαγωνισμού που είχε προκηρύξει ο Δήμος Αργους. Στη διάρκεια του συμποσίου Μνήμη Τασούλας Οικονόμου (1998-2008), περίληψη της μελέτης παρουσιάστηκε ως επιτοίχια ανακοίνωση.

 Για την πολύτιμη βοήθειά τους στην ολοκλήρωση της σύντομης αυτής μελέτης, ευχαριστώ θερμά τον αρχιτέκτονα Γ. Αραχωβίτη, στον οποίο οφείλονται τα σχέδια, τον επιμελητή της 5ηςΕΒΑ Γ. Τσεκέ, το βυζαντινολόγο Γ. Βαραλή (Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, ΙΑΚΑ), την αρχιτέκτονα Β. Φίλιππα και ιδιαιτέρως την Λ. Σαμπανοπούλου επιμελήτρια της 5ης ΕΒΑ.

 Ευχαριστώ επίσης θερμά το Δήμο Αργους που μου παραχώρησε αντίγραφα των σχεδίων και μου επέτρεψε να τα δημοσιεύσω, καθώς και τον αγαπητό φίλο Μ. Sève που μου επέτρεψε την αναδημοσίευση φωτογραφιών και σκαριφημάτων από την πολύτιμη έρευνά του για τους περιηγητές του Άργους.

 

Ο σημερινός ναός των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στεγάζεται στο μοναδικό σωζόμενο μωαμεθανικό τέμενος της πόλης (εικ. 1). Αν και υπήρξε ένα από τα δύο σημαντικότερα τζαμιά του Άργους, τόσο η τουρκική ονομασία του όσο και ο χρόνος ανέγερσής του παραμένουν άγνωστα. Η μετατροπή του σε χριστιανικό ναό έγινε λίγα χρόνια μετά την ελληνική επανάσταση, χωρίς να προκληθούν ιδιαίτερα σοβαρές αλλοιώσεις στην αρχική του μορφή.

Στα πρώτα χρόνια της τουρκοκρατίας στο Άργος φαίνεται ότι υπήρχαν πολλοί μικροί, συνοικιακοί χώροι προσευχής (μεστζίτια [1]), δύο όμως ήταν τα κεντρικά τζαμιά, με μιναρέ. Το μεγαλύτερο, το τζαμί της αγοράς, βρισκόταν στο κέντρο της πόλης και περιλάμβανε μεγάλο ιεροδιδασκαλείο (μεντρεσέ). Είναι άγνωστο πότε ακριβώς κτίστηκε, βέβαιο είναι όμως ότι καταστράφηκε στη διάρκεια των εκρηκτικών πρώτων χρόνων της επανάστασης. Το δεύτερο, ο μετέπειτα ναός του Αγίου Κωνσταντίνου, στο οποίο θα αναφερθούμε αναλυτικότερα παρακάτω, είχε την τύχη να διασωθεί, πιθανότατα χάρη στην απόκεντρη θέση του και κυρίως στην ευτυχή μετατροπή του σε χριστιανικό ναό.

 

(εικ. 1) – (εικ. 2)

 

Τοπογραφία μνημείου

 

Το δισήμαντο μνημείο του Αγίου Κωνσταντίνου βρίσκεται στις νοτιοανατολικές παρυφές του Άργους [2] (εικ. 2). Αν και σε μικρή σχετικά απόσταση από το κέντρο της πόλης (600μ. περίπου νοτίως του καθεδρικού ναού του Αγίου Πέτρου), ο χώρος του σηματοδοτεί τα Ν/ΝΑ όρια του πολεοδομικού πυρήνα της σύγχρονης πόλης. Έως πρόσφατα το περιβάλλον του μνημείου ήταν περισσότερο αγροτικό, σήμερα όμως που η πόλη αναπτύσσεται κυρίως προς τα νότια το τοπίο γύρω του μετατρέπεται με γρήγορους ρυθμούς σε καθαρά αστικό.

Σύμφωνα με διάφορες γραπτές μαρτυρίες, στην τουρκοκρατία γύρω από το τζαμί υπήρχε μουσουλμανικό νεκροταφείο, ιεροδιδασκαλείο (μεντρεσές), ενώ ο χώρος «ήτο κεκοσμημένος διά κυπαρίσσων» [3]. Σήμερα γύρω από το ναό υπάρχει περιβόλι έκτασης ενός στρέμματος περίπου, με οπωροφόρα δέντρα καθώς και ένα μεγάλο κυπαρίσσι, το μοναδικό μάλλον που επέζησε από εκείνα που το κοσμούσαν στην προγενέστερη φάση της ζωής του (εικ. 3). Στα δεξιά της εισόδου του κήπου, κατά μήκος του προαυλίου που οδηγεί στο ναό, είναι κτισμένη ισόγεια, μακρόστενη, παλιά οικία όπου διέμενε έως πρόσφατα η νεωκόρος [4].

 

Αρχιτεκτονική ανάλυση μνημείου

 

Το μνημείο ανήκει στον τύπο του μονόχωρου τεμένους με θόλο και στοά στην πρόσοψη (εικ. 4-5). Η αίθουσα προσευχής είναι τετράγωνη με πλευρά μήκους 14.40μ. περίπου και ύψος 6.12μ. Ο ημισφαιρικός θόλος, εσωτερικής διαμέτρου 11.20μ. και ύψους 3.50μ., στηρίζεται σε οκταγωνικό τύμπανο πλευράς μήκους 8.50μ. περίπου και ύψους 2.40μ. (συνολικό ύψος μνημείου 12.02μ.). Ο θόλος είναι πλινθόκτιστος και στεγασμένος με κεραμίδια. Εσωτερικά, η μετάβαση από το τετράγωνο σχήμα του κτιρίου στην κυκλική περιφέρεια του θόλου γίνεται με γωνιακά ημιχώνια.

Η εξώθυρα του μνημείου βρίσκεται στο μέσον της ΒΔ πλευράς (εικ. 6). Το θυραίο άνοιγμα, πλάτους 1.40μ. και συνολικού ύψους 2.60μ., περιβάλλεται από αψιδωτό μαρμάρινο ή λίθινο θύρωμα (καλυμμένο σήμερα από παχύ στρώμα ασβέστη) που εγγράφεται σε τόξο. Στην αρχική του μορφή το κτίριο διέθετε οκτώ ακόμη συμμετρικά τοποθετημένα ανοίγματα, δύο σε κάθε πλευρά, τα οποία σήμερα έχουν υποστεί σοβαρές αλλοιώσεις από νεότερες επεμβάσεις (βλ. παρακάτω, Μετασκευές). Πρόκειται για τοξωτές παρακυπτικές θυρίδες, το κάτω μέρος των οποίων ελάχιστα απείχε από το δάπεδο. Τόσο το περίγραμμα των θυρίδων όσο και η επίστεψή τους, με ελαφρώς οξυκόρυφα πλίνθινα τόξα, διακρίνονται αρκετά καθαρά στις εξωτερικές όψεις των τοίχων (πλάτος γύρω στο 1.40μ. και ύψος γύρω στα 2.45μ.). Η πόρτα στο νότιο άκρο της ΝΔ πλευράς του κτιρίου (δεξιά του ιερού) πιθανώς υπήρχε εξαρχής στη μορφή που σώζεται και σήμερα (εικ. 7), ως δευτερεύσα θύρα που οδηγούσε στο μιναρέ, μολονότι κάτι τέτοιο ήταν μάλλον σπάνιο στα μονόχωρα τεμένη αυτού του τύπου [5].

 

(εικ. 3) – (εικ. 4) – (εικ. 5)

 

Μικρότερα τοξωτά παράθυρα (0.60 X 1.19μ.) σώζονται στο μέσον του ανώτερου τμήματος του οπίσθιου και των δύο πλάγιων τοίχων του κτιρίου (εικ. 1, 3. 7). Τα παράθυρα αυτά, με λίθινο τόξο, θα πρέπει να είχαν τις ίδιες διαστάσεις και στη μουσουλμανική φάση του μνημείου [6]. Όμοια μικρά ανοίγματα σώζονται επίσης στις τέσσερις διαγώνιες πλευρές του τυμπάνου.

Στο εσωτερικό του τεμένους, η κόγχη του μιχράμπ σώζεται στο μέσον του ΝΑ τοίχου, απέναντι από την κύρια είσοδο. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο τοίχος του μιχράμπ (qibla) είναι προσανατολισμένος στα ΝΑ [7], είναι δηλαδή στραμμένος στη Μέκκα. Χωρίς ανάγλυφο διάκοσμο, το μιχράμπ περιβάλλεται απλώς από ελαφρά έξεργο ορθογώνιο. Το δάπεδο της αίθουσας είναι στρωμμένο με πήλινες πλάκες (0.40 X 0.40μ.).

Προστώο. Η στοά στην πρόσοψη του μνημείου (ΒΔ πλευρά) είναι ανοιχτή στα πλάγια (εικ. 8) και στεγάζεται με τρεις θολίσκους, περίπου ισοϋψείς, που καλύπτονται με κονίαμα (εικ. 9). Ανάμεσα στους τέσσερις ελεύθερους, βαρείς πεσσούς που την στηρίζουν σχηματίζονται τοξωτά ανοίγματα, από τα οποία το μεσαίο είναι ελαφρώς στενότερο (πλάτος 3.20μ. έναντι 3.50 και 3.60μ. των δύο πλάγιων), με αποτέλεσμα και ο μεσαίος θολίσκος να έχει αντίστοιχα μικρότερο πλάτος (Κ=2.31μ. έναντι 2.40μ. των πλάγιων).

Στο δάπεδο της στοάς σχηματίζεται, μπροστά στην κύρια είσοδο, ένας εγκάρσιος διάδρομος σε χαμηλότερο επίπεδο, τονίζοντας έτσι τον άξονα του μνημείου (ΒΔ/ΝΑ). Στο σημείο επαφής με το κυρίως κτίριο, η στοά παρουσιάζει έντονες ρωγμές (εικ. 8) γεγονός που δηλώνει ότι πρόκειται για μια κατασκευή στατικά ανεξάρτητη η οποία αποτελεί πιθανότατα μεταγενέστερη προσθήκη. Τη στατική αυτή ευπάθεια προσπαθούν να επανορθώσουν οι δύο ισχυροί αντερεισματικοί τοίχοι που έχουν προστεθεί εξωτερικά των μεσαίων πεσσών της στοάς.

 

(εικ. 6) – (εικ. 7) – (εικ. 8)

 

Μιναρές. Από το μιναρέ, στη Δ πλευρά της πρόσοψης του μνημείου, σώζεται μόνο η τετράγωνη βάση (πλευράς 2.85μ.) σε ύψος 3.50-4.00μ. Στον κυκλικό εσωτερικό χώρο διατηρούνται 10 περίπου βαθμίδες της κοχλιωτής κλίμακας ανόδου (εικ. 10). Σύμφωνα με τον πρώιμο τύπο του μνημείου (βλ. παρακάτω) αλλά και το περιορισμένο μέγεθος του, ο μιναρές θα πρέπει να είχε ένα μόνον εξώστη και να κορυφωνόταν με κωνικό βέλος [8].

Τοιχοποιία. Οι περιμετρικοί, φέροντες τοίχοι του κτιρίου, πάχους 1.50μ περίπου, είναι κτισμένοι στο μεγαλύτερο μέρος τους με αργούς λίθους και άφθονο κονίαμα. Στα κατώτερα όμως τμήματα, στις γωνίες και γύρω από τα ανοίγματα, έχουν χρησιμοποιηθεί λαξευμένοι λίθοι για μεγαλύτερη αντοχή (εικ. 7). Οι λίθοι αυτοί προέρχονται στην πλειονότητά τους από αρχαίο και χριστιανικό οικοδομικό υλικό σε δεύτερη χρήση. Σε αρκετούς από τους αρχαίους λιθόπλινθους που έχουν χρησιμοποιηθεί στην κατασκευή του μιναρέ – η λιθοδομία του οποίου είναι ιδιαίτερα επιμελημένη -, διατηρούνται τόρμοι με μολύβδινους συνδέσμους και αυλάκια μολυβδοχοΐας. Επίσης, σε διάφορα σημεία της τοιχοδομίας έχουν ενσωματωθεί μαρμάρινα θραύσματα με ανάγλυφη διακόσμηση. Μεταξύ των αργών λίθων παρεμβάλλονται πλίνθοι σε τυχαίες συνήθως θέσεις, ενώ σπανιότερα περιβάλλουν λαξευμένους λίθους (πλινθοπερίκλειστο σύστημα). Μόνον ο θόλος και οι θολίσκοι είναι εξολοκλήρου πλινθόκτιστοι. Από πλίνθους σχηματίζονται επίσης τα τόξα των παρακυπτικών θυρίδων. Σήμερα το μνημείο είναι επιχρισμένο εξωτερικά και εσωτερικά με λευκό ασβεστοκονίαμα [9] σε κακή κατάσταση διατήρησης.

Διάκοσμος. Ο γραπτός διάκοσμος στο εσωτερικό του μνημείου έχει σήμερα εντελώς εξαφανιστεί [10]. Σπαράγματα μόνο σώζονται στο εσωτερικό των θολίσκων της στοάς, όπου διακρίνονται καφεκόκκινα γεωμετρικά μοτίβα (εικ. 11). Ανάγλυφος διάκοσμος δεν υπάρχει, εκτός από τους δύο ρόδακες που διακρίνονται στις γωνίες του αψιδωτού θυρώματος της κεντρικής εισόδου. Οδοντωτά πλίνθινα διπλά γείσα κοσμούν εξωτερικά τη βάση του θόλου και των θολίσκων του προστώου (εικ. 9).

Τέλος, θα άξιζε να αναφέρουμε τη μουσουλμανική γραπτή επιγραφή τριών στίχων που μόλις διακρίνεται, μισοσκεπασμένη από ασβέστη, στον ακραίο, εσωτερικό πεσσό της ΒΔ γωνίας του κτιρίου (κοντά στο μιναρέ).

 

(εικ. 9) – (εικ. 10) – (εικ. 11)

 

Μετασκευές. Η μακρόχρονη ζωή του μνημείου αλλά και οι αλλαγές στη χρήση του στάθηκαν αιτίες για διάφορες μετασκευές στη δομή και την εξωτερική του μορφή, τόσο στη μουσουλμανική όσο και στη χριστιανική φάση της ζωής του.

Μουσουλμανική φάση. Στο μνημείο φαίνεται ότι είχαν γίνει ορισμένες προσθήκες και/ή επισκευές ήδη κατά τη χρήση του ως τζαμί. Όπως σημειώσαμε παραπάνω, το προστώο ανήκει πιθανώς σε μια δεύτερη οικοδομική φάση, όπως υποδηλώνουν οι ρωγμές στο σημείο επαφής του με το κεντρικό κτίσμα. Αλλά και ο μιναρές αποτελεί πιθανώς μεταγενέστερη προσθήκη, καθώς στο οπίσθιο τμήμα του φαίνεται ότι η λιθοδομία του καλύπτει την άκρη του πλίνθινου τόξου της παρακυπτικής θυρίδας της ΝΔ πλευράς. Τέλος, το γεγονός ότι η τοιχοποιία του τζαμιού παρουσιάζει έντονη ανομοιομορφία (ειδικότερα μεταξύ κατώτερου και ανώτερου τμήματος) θα μπορούσε ίσως να αποδοθεί σε μια εκτεταμένη επισκευή που πραγματοποιήθηκε μετά από κάποια περίοδο εγκατάλειψης και/ή μερικής κατάρρευσης του κτιρίου.

Επομένως, με βάση τις παραπάνω επεμβάσεις στο κτίριο θα μπορούσαμε να υποθέσουμε τρεις τουλάχιστον οικοδομικές φάσεις στη μουσουλμανική του ζωή. Αρχικά ήταν πιθανότατα ένα απλό τετράγωνο κτίσμα, ίσως ένας απλός χώρος προσευχής (μεστζίτ) ή μαυσωλείο. Σε μια δεύτερη φάση μετατράπηκε σε τζαμί με την προσθήκη μιναρέ και ανοιχτής στοάς στην πρόσοψη. Υπήρξε πιθανώς μια φάση εγκατάλειψης ή και μερικής κατάρρευσης του κτιρίου, η οποία δεν ξέρουμε αν τοποθετείται πριν ή μετά τις εργασίες αναβάθμισής του σε τζαμί. Στη δεύτερη περίπτωση θα πρέπει να υπήρξε και μια δεύτερη φάση επισκευών.

Χριστιανική φάση. Κατά τη μετατροπή του τεμένους σε χριστιανικό ναό οι μετασκευές επικεντρώνονται κυρίως στα κατώτερα ανοίγματα των τοίχων. Οι δύο παρακυπτικές θυρίδες εκατέρωθεν της κεντρικής πύλης μετατρέπονται σε θύρες, προσδίδοντας έτσι στο μνημείο τη γνωστή χριστιανική τριμερή διάταξη της εισόδου.

Από τα παράθυρα/θυρίδες της ΒΑ πλευράς το ένα διατηρείται, με μείωση των διαστάσεών του, ενώ το άλλο τοιχίζεται. Στη ΝΑ πλευρά τα παράθυρα μετατρέπονται σε φωτιστικές θυρίδες, όπως συνηθίζεται στις κόγχες του ιερού των εκκλησιών, ενώ στη ΝΔ πλευρά η μία μετατρέπεται πιθανώς σε θύρα (εάν αυτή δεν υπήρχε ήδη) για τις ανάγκες του ιερού και η άλλη σε μικρότερο παράθυρο.

Καμπαναριό προστίθεται στη δυτική γωνία του κτιρίου πίσω από το μιναρέ (εικ. 3), ο οποίος ταπεινώνεται έως τη βάση του. Η σημερινή κεράμωση του ναού ανήκει επίσης σε νεότερη επισκευή [11], ενώ οι αντερεισματικοί τοίχοι (βλ. παραπάνω, Προστώο) και ο λάκκος απορριμάτων ή πηγάδι στη δυτική γωνία του προστώου αποτελούν πιθανώς προσθήκες της ίδιας περιόδου.

Εσωτερικά το μνημείο δεν έχει υποστεί ιδιαίτερα σημαντικές αρχιτεκτονικές μετατροπές, εκτός από το χτίσιμο του κατώτερου τμήματος του μιχράμπ, ώστε να προσομοιάζει με Αγία Τράπεζα, και το άνοιγμα μιας κόγχης πρόθεσης στα αριστερά του μιχράμπ [12], για τις ανάγκες της θείας λειτουργίας. Το ξύλινο τέμπλο με τον ανάγλυφο διάκοσμο χρονολογείται σύμφωνα με επιγραφή στα 1920, ενώ το μαρμάρινο προσκυνητάρι, τοποθετημένο δεξιά της εισόδου, και τα δύο εξαιρετικής τέχνης ξυλόγλυπτα μανουάλια [13], με ανάγλυφες παραστάσεις αγγέλων και Χερουβείμ, συμπληρώνουν τη σκευή του χριστιανικού ναού [14].

Σε γενικές γραμμές η κατασκευή του μνημείου δεν διακρίνεται από ιδιαίτερη επιμέλεια και καλλιτεχνική εκζήτηση: οι επιμέρους αναλογίες υπολείπονται σε ακρίβεια, η τοιχοδομία είναι πρόχειρη και ανομοιογενής, ο διάκοσμος, από όσο τουλάχιστον μπορούμε να διαπιστώσουμε, υποτυπώδης. Επιπλέον, οι νεότερες μετασκευές έχουν αφαιρέσει ή καλύψει ορισμένα χαρακτηριστικά στοιχεία της ιδιαίτερης μορφολογίας του αρχικού κτιρίου. Ωστόσο, τίποτα από αυτά δεν κατά φέρνει να μειώσει τη γενικότερη λιτή αρμονία του μνημείου και την αίσθηση γοητείας και ευσέβειας που αποπνέει.

 

Ιστορική διερεύνηση μνημείου

 

Με δεδομένο ότι η παραπάνω ανάλυση δεν αποτελεί εξαντλητική αρχιτεκτονική μελέτη του μνημείου – η οποία ελπίζουμε να γίνει μελλοντικά – και ότι ανασκαφικές έρευνες για την εξακρίβωση υποθέσεων σχετικών με τη χρονολόγηση της ανέγερσης και των οικοδομικών φάσεών του δεν έχουν ακόμη πραγματοποιηθεί, τα στοιχεία από τα οποία μπορούμε να αντλήσουμε πληροφορίες για την ιστορική του πορεία είναι η τυπολογία του και η ιστοριογραφία του χώρου όπου είναι ενταγμένο, με βάση τα γνωστά αρχαιολογικά δεδομένα και τις γραπτές πηγές. Στις τελευταίες περιλαμβάνονται και οι μαρτυρίες των περιηγητών στις οποίες θα αναφερθούμε αναλυτικότερα.

 

Τυπολογία μνημείου

 

Από τα μέσα του 15ου έως το τέλος του 18ου αιώνα, στην Ελλάδα, όπως και στα υπόλοιπα Βαλκάνια, κυρίως στις πόλεις όπου είχε συγκεντρωθεί μεγάλος αριθμός οθωμανικού πληθυσμού, πολλές εκκλησίες μετατρέπονται σε τζαμιά ενώ παράλληλα κτίζονται αρκετά νέα μουσουλμανικά τεμένη. Τα τεμένη αυτά ανήκουν σε «μία επαρχιακή σχολή της οθωμανικής αρχιτεκτονικής στην οποία, παρά τα περιορισμένα μέσα, επαναλαμβάνονται οι μορφές και οι τύποι που αναπτύσσονται στην πρωτεύουσα… Σχεδόν όλα ακολουθούν τον ίδιο απλό τύπο με μια μεγάλη τετράγωνη αίθουσα που καλύπτεται με τρούλλο και ανοικτή στοά στην πρόσοψη». [15] Ο απλούστατος αυτός τύπος, που αναπτύσσεται και τελειοποιείται κατά την κλασική περίοδο της οθωμανικής αρχιτεκτονικής (16ος-17ος αι.), με βυζαντινές επιδράσεις [16], εμφανίζεται ήδη από την περίοδο της ίδρυσης του οθωμανικού κράτους [17] (14ος-15ος αι.) και έχει διαχρονική παρουσία έως τα τέλη του 19ου αιώνα [18].

Το σωζόμενο τζαμί του Άργους είναι κτισμένο ακριβώς πάνω στον τύπο αυτό, ακολουθεί δηλαδή τα πρότυπα των απλών, μικρών μουσουλμανικών τεμενών [19], όπως τα περισσότερα που κτίζονταν, ήδη από νωρίς, στην περιφέρεια του οθωμανικού κράτους. Τίποτα δεν αποκλείει, επομένως, το αρχικό κτίριο να οικοδομήθηκε στο δεύτερο μισό του 16ου αι. Ωστόσο, η τυπολογία του, λόγω της διαχρονικότητάς της, δεν μπορεί να αποτελέσει ασφαλές κριτήριο για την ακριβή χρονολόγηση της ανέγερσης του κτιρίου.

 

Το μνημείο και ο χώρος του

Αρχαιότητα (3η χιλιετία π.Χ. – τέλη 4ου αι. μ.Χ.)

 

Σύμφωνα με νεότερες έρευνες, η περιοχή των ΝΑ παρυφών του Άργους, όπου βρίσκεται ο Άγιος Κωνσταντίνος, κατοικείται ήδη από την Πρώιμη εποχή του Χαλκού, συγκεκριμένα από την Πρωτοελλαδική II περίοδο (ισχυρό ορθογώνιο κτίριο, μικρότερα κτίρια με καμπύλους τοίχους, βόθροι απορριμάτων, πλούσια κεραμική) [20], ενώ αραιή χρήση του χώρου συνεχίζεται στη Μεσοελλαδική (κυρίως ταφές) [21], στην Πρωτογεωμετρική και Γεωμετρική εποχή (κατοίκηση, ταφές, πλούσια ευρήματα) [22], καθώς και στα αρχαϊκά και κλασικά χρόνια (αποκλειστικά ταφική και λατρευτική χρήση) [23]. Πυκνότερη είναι η χρήση του χώρου στην ελληνιστική περίοδο (οικιστικά λείψανα, οδικό δίκτυο, μεγάλα οικοδομήματα, εργαστήρια, μεμονωμένοι τάφοι και πλούσια ευρήματα) [24], ενώ στους ρωμαϊκούς χρόνους, κατά τους οποίους η πόλη αναπτύσσεται θεαματικά και επεκτείνεται προς τα νότια, η περιοχή συγκεντρώνει πλήθος κατοικιών («ρωμαϊκή γειτονιά»), δρόμους, δημόσια οικοδομήματα, σύστημα ύδρευσης και αποχέτευσης καθώς και τμήμα νεκροταφείου [25].

Σημαντικό στοιχείο για την τοπογραφία της περιοχής είναι ότι ο χώρος του Αγίου Κωνσταντίνου βρισκόταν πιθανότατα εντός των τειχών της κλασικής πόλης και μάλιστα κοντά σε μία από τις πύλες της [26]. Βέβαιο είναι πάντως ότι φαρδύς πλακόστρωτος δρόμος (πλάτους 7μ. περίπου) με κατεύθυνση Α-Δ, ο οποίος οδηγούσε από την αρχαία αγορά προς την Τίρυνθα και τη Ναυπλία, πέρναγε κατά μήκος της οδού Αρκαδίας-Μεσσηνίας νοτίως του ναού [27]. Στην ευρύτερη περιοχή του Αγίου Κωνσταντίνου υπήρχε και το γνωστό από τις γραπτές πηγές Γυμνάσιο του Κυλάραβη [28], το οποίο οι νεότεροι ερευνητές τοποθετούν λίγο ανατολικότερα του ναού (σε κάθε περίπτωση έξω από τα τείχη) [29].

Στις αρχές του 20ού αιώνα, ο Ολλανδός αρχαιολόγος W. Vollgraff αναζητώντας το παραπάνω μνημείο διενήργησε ανασκαφικές τομές στον κήπο δυτικά του ναού, όπου βρήκε σημαντικά αρχιτεκτονικά λείψανα χρονολογούμενα πιθανότατα στα ύστερα ρωμαϊκά χρόνια [30].

 

Παλαιοχριστιανική και βυζαντινή π ε ρ ί ο δ ο ς (τέλη 4ου αι. μ.Χ.-1453)

 

Στα τέλη του 4ου αι. μ.Χ. σημειώνονται ριζικές αλλαγές στο «τοπίο» της αρχαίας πόλης του Άργους: τα δημόσια κτίρια χάνουν την αρχική χρήση τους, ενώ το διοικητικό κέντρο μεταφέρεται στην ανατολική συνοικία [31].

Από τις αρχές του 5ου έως τα μέσα του 6ου αι. στην πόλη παρατηρείται μεγάλη οικοδομική δραστηριότητα. Ειδικότερα στην ανατολική/ΝΑ συνοικία κτίζονται σημαντικές οικίες και πολλές βασιλικές [32]. Ακριβώς στα δυτικά του Αγίου Κωνσταντίνου ανασκάφηκε μια μεγάλη τρίκλιτη βασιλική με πλακόστρωση μαρμάρων και ψηφιδωτά, η οποία αποτελούσε πιθανώς τον παλαιοχριστιανικό μητροπολιτικό ναό της πόλης, ενώ λίγο βορειότερα ήρθε στο φως το βαπτιστήριό της [33]. Μετά την καταστροφή της βασιλικής, γύρω στα μέσα του 6ου αι., το χώρο καταλαμβάνει ένα νεκροταφείο [34].

Μετά από τα μέσα του 6ου αιώνα η πόλη αρχίζει να παρακμάζει, εξαιτίας ίσως της κατάρρευσης του πολιτικοκοινωνικού και/ή οικονομικού συστήματος σε συνδυασμό με τον καταστροφικό σεισμό του 552. Τα αρχαιολογικά δεδομένα μαρτυρούν έλλειψη οικοδομικής δραστηριότητας. Οι επιδημίες της πανούκλας και οι σλαβικές επιδομές στα τέλη του 6ου αι. συνέβαλαν στη διαδικασία της σταδιακής οπισθοδρόμησης του αστικού ιστού [35].

Στη Μεσοβυζαντινή περίοδο (11ος-12ος αι.) τα λείψανα μοναστηριακού λουτρού που ήρθαν στο φως στο χώρο του ναού υποδηλώνουν την παρουσία μοναστηριακού συγκροτήματος [36].

 

Νεότεροι χρόνοι-Οι μαρτυρίες των περιηγητών (μέσα 15ου-αρχές 19ου αι.)

 

Για την προεπαναστατική εικόνα της πόλης του Άργους (πολεοδομία, αρχαία και νεότερα μνημεία, κάτοικοι) [37], εξαιρετικά πολύτιμες πληροφορίες δίνουν οι περιγραφές και τα σχέδια των περιηγητών, λεπτομερής μελέτη των οποίων έχει πραγματοποιηθεί από τον Γάλλο αρχαιολόγο Μ. Sève [38]

— Περίοδος Α’ Τουρκικής κυριαρχίας (1463-1686). Οι πρώτες λεπτομερείς περιγραφές του Άργους προέρχονται από δύο ταξιδιώτες που το επισκέπτονται στο δεύτερο μισό του 17ου αι., τον Τούρκο Ε. Τσελεμπί (1668) [39] και τον Γάλλο Μ. De Monceaux (1669) [40]. Μόνον ο πρώτος αναφέρεται στα τζαμιά της πόλης: «Στην κάτω πόλη υπάρχουν δύο τζαμιά. Εκείνο της αγοράς είναι το μεγάλο τζαμί, χτισμένο σύμφωνα με τον παραδοσιακό τρόπο με κεραμιδένιους θόλους και έναν όμορφο πέτρινο μιναρέ. Το άλλο είναι ένα τζαμί σε καλή κατάσταση, κοντά στη γειτονιά Μπεσικλέρ. Υπάρχουν ακόμη δέκα μεστζίτια στις γειτονιές που είναι έντεκα συνολικά. Οι πιο γνωστές είναι οι γειτονιές Μπεσικλέρ και Κετχουντά» [41]. Ο Τσελεμπί αναφέρεται επίσης στο μικρό τζαμί που βρίσκεται πάνω στο κάστρο της Λάρισας: «στο εσωτερικό του κάστρου υπάρχουν δεκαπέντε σπίτια και ένα μικρό τζαμί, το οποίο οι ηλικιωμένοι λένε πως έχτισε ο Μεχμέτ ο Πορθητής…».

— Περίοδος Β’ Βενετικής κυριαρχίας (1686-1715). Στα τέλη του 17ου- αρχές 18ου αι., περίοδο της Β’ βενετοκρατίας στο Άργος, χρονολογούνται οι πρώτες απεικονίσεις της πόλης. Ο Βενετός γεωγράφος Fr.- M. Coronelli φιλοτέχνησε, στα 1687, μια άποψη του Άργους από τα ΒΑ, με τη Λάρισα και το κάστρο της να δεσπόζουν της πόλης [42], καθώς και μια κάτοψη του ίδιου χώρου [43].

Στην άποψη από τα ΒΑ, στο αριστερό άκρο της εικόνας διακρίνεται ένα κτιριακό συγκρότημα με φρουριακό χαρακτήρα, το οποίο περιλαμβάνει μνημειώδες τζαμί με θολωτή στέγη, ψηλό μιναρέ, προσκτίσματα καθώς και έναν πύργο (;) [44]. Ο Sève σημειώνει ότι πρόκειται μάλλον για το τζαμί «της αγοράς» στο κέντρο της πόλης [45].

Ο Ιταλός μηχανικός Fr. Vandeyk, στον κατάλογο των κτιρίων του Άργους που συντάσσει στα 1700, καταγράφει δύο τζαμιά σε καλή κατάσταση και τρία ήδη ερειπωμένα.

Στην περιγραφή της πόλης αναφέρει «ένα μικρό τζαμί στο εσωτερικό του δεύτερου περίβολου του κάστρου» [46], χωρίς όμως να διευκρινίζει την κατάσταση διατήρησής του, και στην κάτω πόλη «ένα επιβλητικό τζαμί που χρησιμοποιείται σήμερα ως κατάλυμα των Γαληνότατων Γενικών Εποπτών όταν έρχονται σε αυτό τον τόπο». Κατά τον Sève, με τον οποίο συμφωνούμε, πρόκειται και εδώ για το τζαμί στο κέντρο της πόλης [47].

Στο αρκετά λεπτομερές σχέδιο που δημοσιεύτηκε το 1713 στο έργο του Lasor a Varea και φιλοτεχνήθηκε πιθανώς από τον Vandeyk (το σχέδιο υπογράφεται με τα αρχικά VDS [48]) αποδίδεται το κάστρο και η πόλη του Άργους, από τα Α/ΒΑ.

Όπως και στο σχέδιο του Coronelli, στο αριστερό άκρο της εικόνας υπάρχει ένα επιβλητικό κτιριακό συγκρότημα που περιβάλλεται από ψηλό τοίχο. Στο εσωτερικό του διακρίνονται κυπαρίσσια και άλλα δέντρα, διάφορα κτίρια, καθώς και ένα μεγάλο τζαμί με οξυκόρυφη (τετράριχτη;) στέγη και ψηλό μιναρέ. Σχετικά με την ταύτιση του τζαμιού ο Sève αναφέρει ότι πρόκειται μάλλον για τη μετέπειτα εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου, λόγω της θέσης του μνημείου στη νότια άκρη της πόλης. Η ταύτιση αυτή, αν και εν μέρει δικαιολογημένη, φαίνεται ωστόσο κάπως ανακόλουθη με την ταύτιση του τζαμιού στο κείμενο του Vandeyk όπου θεωρήθηκε ότι ήταν εκείνο του κέντρου της πόλης. Άλλωστε, και στο σχέδιο του Coronelli το μοναδικό εικονιζόμενο τζαμί, που ταυτίστηκε με εκείνο «της αγοράς», βρίσκεται μάλλον προς το νότιο άκρο της πόλης. Πιστεύουμε ότι σε όλες τις παραπάνω μαρτυρίες οι ταξιδιώτες και οι καλλιτέχνες αναφέρονται μάλλον στο μεγάλο τζαμί του κέντρου της πόλης, το οποίο ήταν πιθανώς το μοναδικό εκείνη την περίοδο που δέσποζε των υπόλοιπων κτιρίων του Άργους. Αν φαίνεται ότι βρίσκεται στο νότιο άκρο του οικισμού είναι μάλλον, επειδή αποδίδεται το κεντρικό τμήμα της πόλης και αυτό από τα βορειοανατολικά.

— Περίοδος Β’ Τουρκικής κυριαρχίας (1715-1821). Από το 18ο αιώνα, οι μαρτυρίες των περιηγητών είναι πολύ περισσότερες, συνοδευόμενες συχνά από χαρακτικά και σχέδια. Η πόλη εξακολουθεί ουσιαστικά να διατηρεί τη χαλαρή οικιστική της οργάνωση και μόνο στα τέλη του ίδιου αιώνα φαίνεται να αποκτά έναν πιο πυκνό πολεοδομικό ιστό. Τα τζαμιά που αναφέρονται είναι τώρα συνήθως δύο.

Ο Γάλλος αββάς Μ. Fourmont [49], στα 1729, είναι ο πρώτος που απεικονίζει, έστω πολύ σχηματικά, και τα δύο μουσουλμανικά τεμένη της πόλης (εικ. 12α-β). Ως προς τη θέση τους, το τζαμί της ΝΑ συνοικίας (μετέπειτα Άγιος Κωνσταντίνος) βρίσκεται στο πρώτο πλάνο, ενώ εκείνο «της αγοράς» βρίσκεται λίγο δεξιότερα και πιο κοντά στους πρόποδες της Λάρισας. Και τα δύο περιβάλλονται από συστάδες σπιτιών που αποτελούσαν πιθανώς τις δύο βασικές συνοικίες της μουσουλμανικής πόλης [50]. Όλα τα σχέδια του Fourmont που δημοσιεύονται από τον Sève (πέντε συνολικά, όλα από Α/ΝΑ) αποτελούν παραλλαγές ενός κοινού προτύπου το οποίο είναι πιθανώς το σχέδιο της εικ. 12α. Σε ορισμένα από αυτά, όπως το σχέδιο της εικ. 12β, φαίνεται ότι έχει επέμβει επαγγελματίας σχεδιαστής με αποτέλεσμα τα κτίρια να έχουν αποδοθεί με κάποια προοπτική [51] (για το λόγο αυτό το τέμενος «της αγοράς» φαίνεται μικρότερο).

 

(εικ. 12α) – (εικ. 12β)

 

Ένα μόνο τζαμί στην πόλη βλέπουν δύο περιηγητές που επισκέπτονται το Άργος μετά τα μέσα του 18ου αιώνα, οι οποίοι όμως ενδιαφέρονται κυρίως για τις αρχαιότητες. Ο Βρετανός ιστορικός και αρχαιολόγος R. Chandler (γύρω στα 1765-66) αναφέρει «ένα τζαμί στη σκιά των κυπαρισσιών, που δεσπόζει των κτιρίων του Άργους» [52], ενώ ο Γάλλος μηχανικός Foucherot (1780) [53], που ήρθε στην Ελλάδα με τον Fauvel, μιλάει για ένα τζαμί «με μία αρκετά όμορφη τούρκικη Μονή» [54]. Τα στοιχεία δεν είναι αρκετά για να μπορεί να προσδιοριστεί αν πρόκειται για το ίδιο τζαμί και ποιο από τα δύο ήταν αυτό. Υποθέτουμε, όπως και ο Sève, ότι και οι δύο περιηγητές αναφέρονται πιθανότατα στο τζαμί «της αγοράς» [55].

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα σχέδια που έχουν αποδοθεί, μάλλον εσφαλμένα, στο Γάλλο ζωγράφο L.- F. Cassas (1782), ενώ ανήκουν πιθανότατα στο γνωστό συλλέκτη, αρχαιόφιλο και μετέπειτα πρόξενο της Γαλλίας στην Αθήνα L.- F.-S. Fauvel (1780) [56]. Σε δύο από αυτά[57] απεικονίζονται και τα δύο τζαμιά της πόλης. Στο πρώτο (εικ. 13α-β), μια άποψη της πόλης από τα Δ/ΝΔ, γίνεται κατανοητή η απόσταση μεταξύ των δύο τζαμιών: το ένα βρίσκεται στη ΝΑ άκρη της πόλης (στη θέση του Αγίου Κωνσταντίνου), ενώ το άλλο αρκετά βορειότερα. Στο δεύτερο σχέδιο (εικ. 14α-β), μια άποψη από τα ΒΑ, η απόσταση αυτή φαίνεται πολύ μικρότερη (τα δύο τζαμιά βρίσκονται σχεδόν στην ίδια ευθεία) λόγω της γωνίας από την οποία φιλοτεχνήθηκε το έργο [58]. Αξιοσημείωτο είναι ότι, ενώ στο πρώτο σχέδιο (άποψη από τα Δ/ΝΔ) το τζαμί «της αγοράς» αποδίδεται χωρίς μιναρέ, στο δεύτερο εμφανίζεται με το μιναρέ του. Τί να υποθέσουμε; Κάποιο λάθος του καλλιτέχνη ή κάποια χρονολογική διαφορά μεταξύ των σχεδίων; Ξέρουμε ότι ο Fauvel πήγε στην Πελοπόννησο δύο φορές, στα 1780 και στα 1787, μήπως τα σχέδια έγιναν στη διάρκεια των δύο διαφορετικών αυτών ταξιδιών στο μεσοδιάστημα των οποίων καταστράφηκε ο μιναρές του τζαμιού; (βλ. παρακάτω).

 

(εικ. 13α) – (εικ. 13β) – (εικ. 14α) – (εικ. 14β)

 

Σε σχέδιο του Βρετανού W. Walker (1803) [59], με λεζάντα Νότια άποψη του Άργους, στην πραγματικότητα όμως από ΝΑ (εικ. 15), διακρίνουμε ένα τζαμί στην άκρη της πόλης (αριστερά): πρόκειται με βεβαιότητα για το σημερινό ναό του Αγίου Κωνσταντίνου. Το τζαμί του κέντρου της πόλης δεν εικονίζεται στο σχέδιο, είτε δεν φαίνεται από το σημείο που στεκόταν ο καλλιτέχνης είτε βρίσκεται μέσα στη συστάδα των δένδρων, δεξιότερα, και δεν διακρίνεται, επειδή έχει πλέον χάσει το μιναρέ του (βλ. παρακάτω).

Ο Βρετανός sir W. Gell (1805) [60], μέλος της Εταιρείας των Dilettanti, παρέδωσε μια αρκετά λεπτομερή περιγραφή της σύγχρονης πόλης και των αρχαιοτήτων της. Σε ένα από τα σχέδιά του (εικ. 16), όπου απεικονίζεται μια άποψη του Άργους από το κάστρο της Λάρισας [61], διακρίνονται οι νότιες παρυφές της πόλης με αραιά κτίσματα και στο βάθος ο αργολικός κόλπος. Μεταξύ των κτισμάτων διακρίνεται καθαρά ένα τζαμί το οποίο περιβάλλεται από κυπαρίσσια. Λόγω της θέσης του, στη ΝΑ άκρη της πόλης, δεν μπορεί να είναι άλλο από το μετέπειτα ναό του Αγίου Κωνσταντίνου.

 

(εικ. 15) – (εικ. 16)

 

Στο κείμενό του ο Gell αναφέρει δύο τουλάχιστον φορές το τζαμί αυτό, τη μια για να πει ότι «το Γυμνάσιο του Κυλάραβη … βρισκόταν πιθανώς στο σημείο που καταλαμβάνει σήμερα ένα μεγάλο τζαμί με σχολείο και κυπαρίσσια τριγύρω» [62]. Τη δεύτερη φορά, αφού έχει μόλις μιλήσει για τα αρχαία μέλη που βρίσκονται ενσωματωμένα σε μια μεγάλη εκκλησία στα νότια της πόλης (ασφαλώς την Παναγία), αναφέρει ότι «ένα από τα τζαμιά [της πόλης] λέγεται ότι οικοδομήθηκε από λιθόπλινθους που έφεραν από το Ασκληπιείο της Επιδαύρου. Ίσως να βρίσκονται εκεί και μερικές επιγραφές». Σίγουρα στην κατασκευή του Αγίου Κωνσταντίνου έχουν χρησιμοποιηθεί πολλά αρχαία μέλη τα οποία ωστόσο δεν χρειαζόταν να φέρουν από την Επίδαυρο, εφόσον υπήρχαν άφθονα τριγύρω.

Ο Βρετανός αρχαιολόγος Ε. Dodwell και ο Ιταλός ζωγράφος S. Pomardi ήρθαν μαζί στο Άργος, στα 1805, ενδιαφερόμενοι κυρίως για τις αρχαιότητες της πόλης. Ο πρώτος αναφέρει απλώς την ύπαρξη δύο τζαμιών [63]. Ο δεύτερος φιλοτέχνησε μια ενδιαφέρουσα άποψη του Άργους από τη Δειράδα, προς τα ΝΑ [64]. Στο βάθος, λίγο δεξιά, μόλις διακρίνεται ο μιναρές του τζαμιού της ΝΑ συνοικίας. Όπως επισημαίνει ο Sève, το γεγονός ότι δεν απεικονίζεται το τζαμί «της αγοράς», ενώ από το σημείο που βρισκόταν ο καλλιτέχνης θα έπρεπε να φαίνεται, σημαίνει ότι αυτό έχοντας χάσει πλέον το μιναρέ του δεν διακρινόταν από μακριά. Για τον ίδιο λόγο, άλλωστε, πολλοί περιηγητές, από τα τέλη του 18ου αι., δεν μιλούν παρά μόνο για ένα τζαμί [65].

Ο Βρετανός αξιωματικός W. Μ. Leake (1806), ο οποίος διακρίνεται για την ακρίβεια των περιγραφών του, σε σκαρίφημα με τη θέση των αρχαιοτήτων του Άργους σημειώνει την παρουσία ενός τζαμιού στο νότιο/νοτιοδυτικό τμήμα της πόλης [66]. Το τζαμί αυτό θα πρέπει λογικά να είναι ο σημερινός Άγιος Κωνσταντίνος, μόνο που έχει τοποθετηθεί – μάλλον κατά λάθος – πολύ πιο κοντά στους πρόποδες της Λάρισας.

Ο ζωγράφος και ποιητής W. Haygarth (1810) αναφέρει «ένα τούρκικο τζαμί κτισμένο στη θέση ενός αρχαίου ελληνικού ναού όπου βρέθηκε δάπεδο με μωσαϊκό το οποίο αφαίρεσε ο Βελή-Πασάς. Ο Πασάς είχε κάνει ανασκαφές στην πόλη…» [67]. Το τζαμί αυτό δεν μπορεί να είναι άλλο από το σημερινό Άγιο Κωνσταντίνο, όπου πράγματι ανασκαφές του Vollgraff έφεραν στο φως τμήματα μωσαϊκών.

Σε ένα από τα σχέδια του Γερμανού αρχιτέκτονα και αρχαιολόγου Κ. Haller von Hallerstein (1811), με τίτλο Άποψη του Άργους από το δρόμο της Τριτολιτζάς [68], απεικονίζεται η πόλη του Άργους από τα Ν/ΝΔ. Δυστυχώς το κλισέ που είχε στη διάθεσή του ο Sève ήταν, όπως σημειώνει και ο ίδιος, μέτριας ποιότητας με αποτέλεσμα οι λεπτομέρειες του σχεδίου να είναι δυσανάγνωστες. Διακρίνονται, ωστόσο, στο μέσον περίπου της εικόνας η γνωστή συστάδα των δένδρων με το κεντρικό τζαμί, χωρίς μιναρέ, και δεξιότερα το τζαμί της ΝΑ συνοικίας με το μιναρέ του.

Ο Άγγλος αρχιτέκτων και αρχαιολόγος C. R. Cockerell (1811), ο οποίος συνεργάστηκε με τον Haller von Hallerstein, φιλοτέχνησε τέσσερα σχέδια του Άργους με εξαιρετικό ενδιαφέρον [69]. Μεταξύ αυτών ένα σκαρίφημα-πανόραμα της πόλης του Άργους, σε δύο φύλλα, από τους πρόποδες της Λάρισας (από Δ/ΒΔ) [70]. Στο κέντρο του σχεδίου, στο σημείο ένωσης των δύο φύλλων, διακρίνεται η συστάδα των δένδρων με το συγκρότημα του τζαμιού «της αγοράς», ενώ στο μέσον περίπου του δεύτερου φύλλου διαγράφεται καθαρά η σιλουέτα του τζαμιού της ΝΑ συνοικίας με το μιναρέ του. Σε μια άλλη άποψη της πόλης, από τα ΝΔ και από πιο κοντά (εικ.17), διακρίνεται αριστερά η συστάδα των κυπαρισσιών με το τζαμί «της αγοράς» και δίπλα του ο μεντρεσές στεγασμένος με θολίσκους. Γύρω από το τζαμί διακρίνεται ψηλός περίβολος. Δεξιότερα φαίνεται το τζαμί της ΝΑ συνοικίας. Το τελευταίο σχέδιο του Cockerell είναι μια λεπτομέρεια του συγκροτήματος του τζαμιού «της αγοράς».

Στη λιθογραφία του Βρετανού Η. W. Williams (1817) [71], όπου απεικονίζεται μια άποψη των νότιων παρυφών του Άργους από τη Δειράδα (εικ. 18), το τζαμί που μόλις διακρίνεται είναι με βεβαιότητα ο σημερινός ναός του Αγίου Κωνσταντίνου. Βρισκόμαστε στα τελευταία χρόνια της ζωής του μνημείου ως μουσουλμανικού τεμένους. Είναι ίσως η τελευταία φορά που απεικονίζεται ο μιναρές του, σε μερικά χρόνια θα αντικατασταθεί από ένα ταπεινό καμπαναριό.

 

(εικ. 17) – (εικ. 18)

 

Μετεπαναστατικά χρόνια

 

Η τύχη του τεμένους στα χρόνια που ακολούθησαν την έναρξη του αγώνα του 1821 δεν ήταν βέβαια χωρίς περιπέτειες. Αναφέρεται ότι «ώς τζαμίον τό είχε ποιμνιοστάσιον διά τά πρόβατά του ό τότε πανίσχυρος καί παντοδύναμος στρατηγός του Αγώνος Δημ. Τσώκρης (1798-1875), αλλά κατά τό 1871, χάρις εις τάς εύγενεΐς ένεργείας τοΰ μακαρίτη Ίωάννου Ζώη, ύπολοχαγοΰ τοΰ πεζικού, καθηγιασθέν δι’ έγκαινίων μετετράπη εις χριστιανικόν ναόν, τιμώμενον έν όνόματι τών άγιων και μεγάλων βασιλέων καί ίσαποστόλων Κωνσταντίνου καί Ελένης. Κατά τήν παράδοσιν ή ημέρα τών έγκαινίων έορτάσθη, πανδήμως πανηγυρικώτατα καί μετά πάσης έπισημότητος» [72].

Σύμφωνα με νεότερη έρευνα [73] το τζαμί είχε μετατραπεί σε ναό του Αγίου Κωνσταντίνου νωρίτερα, άγνωστο πότε ακριβώς αλλά πάντως κατά τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια, πιθανώς πριν από το 1828, εφόσον στο σχέδιο της πόλης του Άργους που καταστρώθηκε από τον Devaud στα 1829 το μνημείο αναφέρεται ως Eglise St. Constantin [74]. Άλλωστε και ο Δ. Πύρρος (1829) αναφέρει το μνημείο «το όποιο προ μικρού είχον οί Τούρκοι ώς προσκύνημά των» ως ναό του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης [75]. Την άνοιξη του 1828, κατά την επιδημία πανούκλας που μάστιζε την Αργολίδα, στεγάστηκε στο μνημείο στρατιωτικό νοσοκομείο [76]. Μετά τη λήξη της επιδημίας στο Άργος, και παρά τις συνεχείς αιτήσεις των τοπικών αρχών να πάψει αυτή η χρήση του κτιρίου, ο ναός φαίνεται ότι συνέχισε να λειτουργεί ως νοσοκομείο του ιππικού για αρκετά χρόνια ακόμη [77].

Σήμερα ο ναός αποτελεί παρεκκλήσιον του Μητροπολιτικού ναού του Αγίου Πέτρου, λειτουργεί στη χάρη των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, ενώ από το 1938 έχει κηρυχθεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο [78].

 

Οι μαχαλάδες του οθωμανικού Άργους, κατά το Ζεγκίνη. Χαρακτηριστικοί οι διασταυρούμενοι οδικοί άξονες. Σημειώνονται με κόκκινο τα δύο κεντρικά τζαμιά του, τα οποία διακρίνονται εμβληματικά και στην γκραβούρα του Coronelli, στην οποία αποτυπώνονται και μικρότερα οξυκόρυφα κτίρια, πιθανότατα μικρότεροι ιεροί χώροι.

 

Οι μαρτυρίες των περιηγητών και η γνώση των μουσουλμανικών τεμενών του Άργους

 

Στο τελευταίο μέρος της μελέτης, θα προσπαθήσουμε να συνοψίσουμε τη συμβολή των μαρτυριών των ταξιδιωτών και άλλων γραπτών πηγών στην καλύτερη γνώση των μουσουλμανικών τεμενών της πόλης.

Σε γενικές γραμμές οι μαρτυρίες των ταξιδιωτών δεν είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικές στο θέμα αυτό. Οι περισσότεροι περιηγητές, κυρίως εκείνοι που έρχονται στο Άργος μετά τις αρχές το 18ου αι., αναφέρονται παρεμπιπτόντως στα μουσουλμανικά μνημεία, εφόσον το κύριο ενδιαφέρον τους επικεντρώνεται στις αρχαιότητες της πόλης. Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένες παρατηρήσεις που με άμεσο ή έμμεσο τρόπο μας δίνουν χρήσιμες πληροφορίες για τα μουσουλμανικά τεμένη (για τον αριθμό, τη μορφή, τη θέση, την κατάσταση διατήρησής τους), πληροφορίες που βοηθούν να ανασυνθέσουμε όχι μόνο τη ζωή των συγκεκριμένων μνημείων αλλά έως ένα βαθμό και εκείνη των ανθρώπων που κινήθηκαν γύρω τους.

 

Αριθμός τεμενών και δημογραφική διάσταση

 

Γύρω στα μέσα του 17ου αι., όπως είδαμε παραπάνω (Τσελεμπί, 1668), υπήρχαν στην κάτω πόλη δύο κεντρικά τζαμιά και δέκα περίπου συνοικιακά μεστζίτια. Το τζαμί στη θέση του μετέπειτα Αγίου Κωνσταντίνου, εάν πράγματι ταυτίζεται με εκείνο της συνοικίας Μπεσικλέρ/Σεμπεκλέρ, θα πρέπει να περιλαμβάνεται στα δύο μεγάλα τζαμιά, μαζί με εκείνο «της αγοράς». Ενδιαφέρουσα είναι επίσης η πληροφορία του Τσελεμπί ότι ένα μικρό, παλιό τζαμί βρισκόταν πάνω στο λόφο της Λάρισας για τους πιστούς της μουσουλμανικής συνοικίας που υπήρχε μέσα στο κάστρο. Ο συνολικός αυτός αριθμός των τεμενών φαίνεται αρκετά μεγάλος (είναι ο μεγαλύτερος που αναφέρεται από ταξιδιώτη), γεγονός που σημαίνει ότι κατά την Α’ Τουρκοκρατία (1463-1686) οι Οθωμανοί αποτελούσαν ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού του Άργους.

Η επόμενη μαρτυρία σχετικά με τον αριθμό των τζαμιών, στα 1700 (Vandeyk), αναφέρει δύο τζαμιά σε καλή κατάσταση και τρία ήδη ερειπωμένα. Βρισκόμαστε 15 χρόνια μετά την ανακατάληψη του Άργους από τους Βενετούς (1686), η οποία φαίνεται ότι υπήρξε μοιραία τόσο για τα μουσουλμανικά μνημεία όσο και για την παρουσία του τουρκικού στοιχείου στην πόλη. Από τα δύο τζαμιά σε καλή κατάσταση, το πρώτο είναι σίγουρα εκείνο «της αγοράς», το οποίο μετατρέπεται σε κατάλυμα επισήμων Βενετών, ενώ το δεύτερο υποθέτουμε ότι είναι ο μετέπειτα Άγιος Κωνσταντίνος, που κατά πάσα πιθανότητα είχε επίσης αλλάξει χρήση. Μεταξύ των ερειπωμένων τζαμιών θα ήταν ασφαλώς εκείνο του κάστρου της Λάρισας, ενώ τα άλλα δύο τα αγνοούμε [79].

Η φυγή των Τούρκων από το Άργος, το 1686, υπήρξε μαζική. Φαίνεται μάλιστα ότι ο οθωμανικός πληθυσμός παρέμεινε έκτοτε σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα, ακόμη και μετά την ανακατάληψη του Άργους από τους Τούρκους (1715) [80]. Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, ότι από το δεύτερο τέταρτο του 18ου αι. όλοι οι ταξιδιώτες αναφέρουν, στην καλύτερη περίπτωση, δύο μόνο τζαμιά [Fourmont (1726), Fauvel (1780), Dodwell (1805), Haller von Hallerstein και Cockerell (1811)]. Εάν, όπως αναφέρει o Leake, το 1806 οι Οθωμανοί δεν ήσαν πάνω από 60-80 οικογένειες, η λειτουργία δύο μόνο τζαμιών φαίνεται ρεαλιστική.

 

Ταυτότητα και ταύτιση τεμενών

 

Είναι αξιοσημείωτο ότι κανείς από τους ταξιδιώτες δεν αναφέρεται στην ονομασία των τζαμιών. Ωστόσο, δύο από αυτά έγινε δυνατό να ταυτιστούν χάρη στον Κατάλογο των Οθωμανικών Μνημείων στην Ελλάδα του Τούρκου καθηγητή Ayverdi, ο οποίος μελέτησε επιπλέον τα οθωμανικά κατάστιχα (Tahrir Defteri) που συντάχθηκαν κυρίως μετά το 1715 με την επανάκτηση της Πελοποννήσου από τους Τούρκους. Το μικρό τζαμί πάνω στο κάστρο της Λάρισας, που σύμφωνα με τον Τσελεμπί χτίστηκε από τον Μεχμέτ τον Πορθητή, πράγματι στον παραπάνω κατάλογο μνημονεύεται ως, Sultan Mehmed câmii [81]. Όσο για το τζαμί «της αγοράς», στον ίδιο κατάλογο αναφέρεται ότι ονομαζόταν Çarsi inÇide câmii [82]. Δυστυχώς για το τζαμί της ΝΑ συνοικίας, το σημερινό Άγιο Κωνσταντίνο, δεν μπορέσαμε να βρούμε, τουλάχιστον έως το σημερινό στάδιο της έρευνας, κάποιο διαφωτιστικό στοιχείο για την ονομασία του.

Το γεγονός ότι οι ταξιδιώτες δεν αναφέρουν ποτέ την ονομασία των τζαμιών δημιουργεί συχνά μεγάλες δυσκολίες στην ταύτισή τους. Τις περισσότερες φορές η ταύτιση γίνεται δυνατή μόνο από τα συμφραζόμενα: στην περίπτωση λ.χ., που αναφέρεται ένα τζαμί «στη θέση ενός αρχαίου ναού» (Haygarth) ή «στη θέση του Γυμνασίου του Κυλάραβη» (Gell) υποθέτουμε το σημερινό ναό του Αγίου Κωνσταντίνου. Ορισμένες φορές, όμως, και αυτά τα συμφραζόμενα είναι τόσο αόριστα, ώστε είναι σχεδόν αδύνατο να καταλάβει κανείς για ποιο τζαμί πρόκειται, όπως λ.χ. στην περίπτωση που αναφέρεται «ένα τζαμί στη σκιά των κυπαρισσιών» (Chadler) ή «με σχολείο και κυπαρίσσια τριγύρω» (Gell), όταν ξέρουμε ότι γύρω και από τα δύο τζαμιά υπήρχαν κυπαρίσσια, ίσως μάλιστα και σχολεία. Αλλά και τα σχέδια των καλλιτεχνών – ταξιδιωτών δεν βοηθούν πάντοτε στην ταύτιση των τζαμιών, επειδή συχνά είναι ανακριβή ή ελλιπή (συχνή απεικόνιση ενός μόνο τζαμιού, Coronelli, VDS, Leake).

Τοπογραφικά προβλήματα. Η ελλιπής πληροφόρηση εκ μέρους των ταξιδιωτών όσον αφορά στα οθωμανικά κτίρια δεν δημιουργεί προβλήματα μόνο σε σχέση με την ταύτιση των τζαμιών αλλά και με την τοπογραφία τους. Έτσι, το τζαμί της αγοράς, του οποίου έχουν χαθεί πλέον τα ίχνη, είναι άγνωστο σε ποιο ακριβώς σημείο βρισκόταν. Η θέση του «κοντά στην αγορά» είναι αρκετά αόριστη, αλλά με δεδομένο ότι η περιοχή όπου ήταν συγκεντρωμένα τα περισσότερα επίσημα οθωμανικά κτίρια (οικία βοεβόδα, σχολείο, λουτρό, παζάρι, χάνι) βρισκόταν περίπου στο σημερινό κέντρο της πόλης [83] (ανατολικότερα των στρατώνων του Καποδίστρια) μπορούμε να υποθέσουμε ότι και το τζαμί της αγοράς βρισκόταν κάπου εκεί. Ο Δ. Πύρρος (1829) αναφέρει ότι δυτικά του ναού του Αγίου Δημητριού [84] «οί Τούρκοι πρό μικρού ειχον τό σχολεΐον αυτών, όλον από κυβικούς λίθους καί μάρμαρα πεποιημένον καί μέ μόλυβδον οκεπασμένον» [85].

Από αναφορές διαφόρων περιηγητών και τα σχέδια του Cockerell γνωρίζουμε ότι μεγάλο σχολείο (μεντρεσές) βρισκόταν μέσα στο συγκρότημα του τζαμιού της αγοράς. Αν πρόκειται για το ίδιο σχολείο με αυτό που περιγράφει ο Πύρρος, κάτι που φαίνεται πολύ πιθανό [86], τότε μπορούμε να υποθέσουμε ότι το κεντρικό μουσουλμανικό τέμενος βρισκόταν και αυτό δυτικά του σημερινού ναού του Αγίου Δημητρίου [87]. Άλλωστε, η θέση αυτή φαίνεται να συμφωνεί με αρκετά σχέδια περιηγητών (Cassas/Fauvel, Cockerell) όπου το τζαμί αυτό βρίσκεται στο ΒΑ τμήμα της πόλης.

Όσο για το τζαμί στη γειτονιά Μπεσικλέρ/Σεμπεκλέρ, όπως το αναφέρει ο Τσελεμπί, δεν είναι απολύτως βέβαιο ότι ταυτίζεται με το τζαμί στη θέση του μετέπειτα ναού του Αγίου Κωνσταντίνου [88]. Αν η συνοικία Μπεσικλέρ/Σεμπεκλέρ είναι η ίδια με τη συνοικία του Καραμούτζα, η οποία σύμφωνα με τους Ζεγκίνη και Τσακόπουλο βρισκόταν στο ΝΑ τμήμα της πόλης, τότε πράγματι πρόκειται για το ίδιο τζαμί. Η ταύτιση των δύο συνοικιών υποθέτουμε ότι έχει γίνει επειδή τόσο ο Τσελεμπί όσο και οι Ζεγκίνης και Τσακόπουλος αναφέρουν αντίστοιχα ότι ήταν «μία άπό τις πλουσιότερες του ’Άργους» [89] και ότι «μέχρι τής άπελευθερώσεως εκεί βρισκόταν ή τουρκική άριστοκρατική συνοικία» [90].

 

Ιστορικά στοιχεία για τα τεμένη του Άργους

 

Το τζαμί του κάστρου της Λάρισας

Για τη μορφή του τζαμιού αυτού δεν γνωρίζουμε τίποτε άλλο εκτός από ότι ήταν μικρό. Πρόκειται ίσως για το παλαιότερο τζαμί εφόσον, όπως είδαμε παραπάνω, φέρει την ονομασία του Μωάμεθ του Πορθητή (1451-1481) και επομένως φαίνεται ότι οικοδομήθηκε από τα πρώτα κιόλας χρόνια της Τουρκοκρατίας (πριν από το 1481;). Το μικρό αυτό τζαμί εγκαταλείφθηκε νωρίς, πιθανότατα συγχρόνως με τη συνοικία που το πλαισίωνε, ίσως γύρω στα τέλη 17ου αι. Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι η εγκατάλειψη αυτή έγινε το 1686. στο τέλος της Α’ τουρκικής κυριαρχίας, όταν ο Σερασκέρης Ισμαήλ-Πασάς, μετά από την ήττα του σε μάχη με τους Βενετούς υπό τον Μοροζίνη, «άποθαρρυνθείς έγκατέλειψε τό ’Άργος καί έφυγεν εις Κόρινθον συμπαραλαβών καί όλον τόν ’Οθωμανικόν πληθυσμόν τοΰ Άργους» [91]. Κατά τις εργασίες ανοικοδόμησης του κάστρου από τους Βενετούς το τζαμί πιθανότατα ισοπεδώθηκε.

 

Το τζαμί «της αγοράς»

Σύμφωνα τον Τσελεμπί (1668), το τζαμί αυτό ήταν το επιβλητικότερο όλων, γεγονός αναμενόμενο, άλλωστε, εφόσον βρισκόταν στο κεντρικότερο σημείο της πόλης και αποτελούσε όχι μόνο το επισημότερο μωαμεθανικό τέμενος αλλά και το κατεξοχήν κτίριο σημασιοδότησης του χώρου. Σε όλα τα σχέδια, από τα πιο σχηματικά (Coronelli, Fourmont) έως το πιο ρεαλιστικό (Cockerell), απεικονίζεται με ψηλό περίβολο που περικλείει διάφορα προσκτίσματα, μεταξύ των οποίων το μεντρεσέ [92], καθώς και πολλά δέντρα.

Το γεγονός ότι το τζαμί της αγοράς ήταν χτισμένο «με τον παραδοσιακό Τρόπο», όπως αναφέρει ο Τσελεμπί, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι ήταν από τα παλαιότερα. Η επιλογή του κατάλληλου χώρου για την ανέγερσή του, όσο και ο σχεδιασμός και η εκτέλεση του σχετικά μνημειώδους οικοδομικού του προγράμματος θα πρέπει να απαίτησαν κάποιο χρονικό διάστημα. Ωστόσο, η ανάγκη εξοθωμανισμού του αστικού χώρου θα πρέπει να ήταν πιεστική.

Με βάση τα παραπάνω υποθέτουμε ότι το τζαμί αυτό θα πρέπει να κτίστηκε γύρω στις αρχές του 16ου αι. Ένα στοιχείο που ενισχύει τη χρονολόγηση αυτή αποτελεί η μαρτυρία του Πύρρου ότι ο μεντρεσές του Άργους (ο οποίος βρισκόταν πιθανότατα στο ίδιο συγκρότημα με το τζαμί) ανακαινίστηκε επί Σουλτάνου Βαγιαζίτ (1481-1512) [93]. Υποθέτουμε ότι οι οικοδομικές εργασίες στο συγκρότημα τζαμιού-μεντρεσέ έγιναν συγχρόνως.

Από τα τέλη του 18ου αι. το τζαμί εμφανίζεται στα σχέδια των ταξιδιωτών χωρίς το μιναρέ του. Ο ακριβής χρόνος της απώλειας αυτής θα μπορούσε να τοποθετηθεί στο διάστημα μεταξύ του 1770 και 1780, εφόσον ο τελευταίος που μιλάει για ένα τζαμί που «δεσπόζει των κτιρίων του Άργους» είναι ο Chandler (1765-66), ενώ σε ένα από τα σχέδια του Cassas/Fauvel (1780) δεν έχει πλέον μιναρέ. Στα σχέδια του Cockerell (1811) το τζαμί της αγοράς σχεδόν δεν διακρίνεται μέσα από την πυκνή συστάδα δένδρων που το περιβάλλει. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, όπως σημειώθηκε παραπάνω, πολλοί περιηγητές, από τα τέλη του 18ου αι., δεν μιλούν παρά μόνο για ένα τζαμί, τον μετέπειτα Άγιο Κωνσταντίνο. Η καταστροφή του μιναρέ μπορεί να οφείλεται σε κάποιο φυσικό φαινόμενο (σεισμό;) ή να συνδέεται με τα αιματηρά γεγονότα της αποτυχημένης εξέγερσης του 1770 (Ορλωφικά) και της αθρόας εισβολής Αλβανών που ακολούθησε με δραματικές συνέπειες για τον τόπο [94]. Εντύπωση προκαλεί, ωστόσο, το γεγονός ότι ο μιναρές δεν επισκευάστηκε ποτέ. Το στοιχείο αυτό θα πρέπει αφενός να συσχετίζεται με την εξαιρετικά ισχνή παρουσία του τουρκικού στοιχείου στην πόλη (βλ. παραπάνω) και αφετέρου να υποδηλώνει τη μικρή σημασία που έδιναν πλέον οι οθωμανικές αρχές σε θέματα με συμβολική σημασία τουλάχιστον σε δευτερεύουσες πόλεις όπως το Άργος.

Το τζαμί «της αγοράς» φαίνεται ότι καταστρέφεται ολοκληρωτικά στη διάρκεια των εκρηκτικών πρώτων χρόνων της επανάστασης, πιθανότατα μετά την αφαίρεση του μολύβδου της στέγης του, από Έλληνες επαναστάτες (υπό τον Νικηταρά) οι οποίοι, το Μάιο του 1821, «παρέλαβον καί μετήνεγκον τόν μόλυβδον επί 122 περίπου ζώων… έξ αυτών δέ έχύθησαν έν Δημητσάνη σφαΐραι» [95].

 

Το τζαμί της γειτονιάς Μπεσικλέρ – Σεμπεκλέρ. Ο μετέπειτα Άγιος Κωνσταντίνος

 

Για το τζαμί αυτό, – για τις δυσκολίες ταύτισης του οποίου μιλήσαμε παραπάνω – υπάρχει μια μακρά φιλολογία ότι κτίστηκε στα θεμέλια αρχαίου μνημείου (Gell 1805. Haygarth 1810) [96]. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν φαίνεται να επιβεβαιώνεται από τις έως σήμερα ανασκαφικές έρευνες, εφόσον τα λείψανα που έχουν έρθει στο φως στον περιβάλλοντα χώρο του δεν χρονολογούνται πριν από τα υστερορωμαϊκά χρόνια (βλ. παραπάνω). Πιθανότερο φαίνεται να έχει κτιστεί στα θεμέλια παλαιοχριστιανικού ή βυζαντινού μνημείου τόσο με βάση τη μορφή του [97] όσο και τα αρχιτεκτονικά λείψανα που έχουν ανασκαφεί στο άμεσο περιβάλλον του (βλ. παραπάνω).

Όπως είδαμε παραπάνω, από την αρχιτεκτονική ανάλυση του μνημείου προέκυψε ότι στη μουσουλμανική περίοδο της ζωής του υπήρξαν δύο βασικές οικοδομικές φάσεις: η ανέγερσή του ως απλό τετράγωνο κτίριο, πιθανότατα προσευχής (μεστζίτ), και η μετασκευή του σε τζαμί με την προσθήκη θολωτής στοάς στην πρόσοψη και μιναρέ. Τα στοιχεία που διαθέτουμε για να χρονολογήσουμε τις φάσεις αυτές είναι, δυστυχώς, ελάχιστα.

Σχετικά με το τζαμί αυτό, ο Τσελεμπί, στα μέσα του 17ου αι., αναφέρει απλώς ότι είναι «σε καλή κατάσταση». Η παρατήρηση αυτή υποδηλώνει, κατά τη γνώμη μας, ότι πρόκειται για ένα παλιό τζαμί, το οποίο παρά την ηλικία του διατηρείται σε καλή κατάσταση. Με βάση το δεδομένο αυτό καθώς και τα στοιχεία που προέκυψαν από την τυπολογική του ανάλυση, δεν θεωρούμε αβάσιμη την άποψη ότι κτίζεται γύρω στα μέσα του 16ου αιώνα [98], αν όχι νωρίτερα. Ίσως μάλιστα η ανέγερσή του σχετίζεται με τη μακρόχρονη περίοδο ηρεμίας στις σχέσεις μεταξύ Τούρκων και Βενετών (διάρκειας 150 χρόνων περίπου) η οποία σημειώνεται μετά την υπογραφή της συνθήκης του 1540.

Σχετικά με τη χρονολόγηση της μετασκευής του μνημείου σε τζαμί, ή σε μεγαλύτερο τζαμί, θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε δύο υποθέσεις. Σύμφωνα με την πρώτη υπόθεση, η μετασκευή του κτιρίου γίνεται πριν από τα μέσα του 17ου αι. (γύρω στα 1650;), πριν από το τέλος δηλαδή της Α’ Τουρκοκρατίας (1463-1686), όταν το οθωμανικό στοιχείο στην πόλη ήταν ακόμη ανθηρό. Στην περίπτωση αυτή ο Τσελεμπί (1668) είδε το τζαμί με μιναρέ αλλά απλώς δεν το θεωρεί άξιο λόγου να το αναφέρει [99], ενώ οι Coronelli (1687) και VDS (1700) δεν απεικονίζουν καθόλου το τζαμί πιθανώς επειδή ήταν απόκεντρο. Σύμφωνα με τη δεύτερη υπόθεση, η οποία μας φαίνεται πιθανότερη, η μετασκευή γίνεται μετά τη φάση εγκατάλειψης του μνημείου κατά τη Β’ Βενετοκρατία (1686-1715), στην αρχή δηλαδή της Β’ τουρκικής κυριαρχίας στην πόλη (1715). Στην περίπτωση αυτή δικαιολογημένα δεν αναφέρει το μιναρέ του ο Τσελεμπί, εφόσον δεν τον είδε, ενώ οι Coronelli και VDS δεν απεικονίζουν το τζαμί, επειδή δεν ξεχώριζε ακόμη στο τοπίο της πόλης. Σε κάθε περίπτωση το 1729 το τζαμί έχει πλέον μιναρέ, εφόσον έτσι το σχεδιάζει ο Fourmont. Παραπάνω αναφερθήκαμε στην εξαιρετικά ισχνή παρουσία του οθωμανικού στοιχείου στην πόλη κατά τη διάρκεια της Β’ Τουρκοκρατίας. Η μετασκευή του τζαμιού στην αρχή αυτής της περιόδου ίσως υποδηλώνει ακριβώς τη συγκέντρωση του συρρικνωμένου οθωμανικού πληθυσμού στο ανατολικό τμήμα της πόλης και την κατάργηση όλων των άλλων τζαμιών. Άλλωστε, είναι χαρακτηριστικό ότι και τα επίσημα οθωμανικά κτίρια βρίσκονται πλέον σε αυτό το τμήμα του Άργους.

Σύμφωνα με δύο σχέδια που χρονολογούνται στα 1805 (Gell, Pomardi), το τζαμί εμφανίζεται για πρώτη φορά πλαισιωμένο από μεγάλα κυπαρίσσια. Η δενδροφύτευση θα πρέπει να χρονολογείται στα τέλη του 18ου αι. και να σχετίζεται πιθανώς με κάποια διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου (στο σχέδιο του Gell διακρίνεται μια μεγάλη πλατεία βορείως του τεμένους) και όχι με την παρουσία του γνωστού μουσουλμανικού κοιμητηρίου, το οποίο πρέπει να καταλάμβανε τον ελεύθερο χώρο νοτίως του τζαμιού.

 

Συμπεράσματα

 

Από την παραπάνω αρχιτεκτονική και ιστορική διερεύνηση του μνημείου προκύπτουν ορισμένα συμπεράσματα, τα οποία ωστόσο δεν δίνουν οριστικές απαντήσεις σε βασικά προβλήματα που αφορούν κυρίως στην ταύτιση και τη χρονολόγησή του.

  1. Η ονομασία του τζαμιού παραμένει άγνωστη, εφόσον δεν αναφέρεται σε καμία από τις γνωστές, σε εμένα τουλάχιστον, γραπτές πηγές. Δεν είναι μάλιστα απολύτως βέβαιο ότι το τζαμί που αναφέρει ο Τσελεμπί στη συνοικία Μπεσικλέρ ταυτίζεται με το μετέπειτα ναό του Αγίου Κωνσταντίνου [100].
  1. Ως προς τον ακριβή χρόνο ανέγερσης του τζαμιού μόνο υποθέσεις μπορούν να διατυπωθούν. Η απλή τυπολογία του δεν αποκλείει το μνημείο να είναι πρώιμο έργο (αρχές ή μέσα 16ου αι.) αλλά η διαχρονικότητα του απλού αυτού τύπου δεν μπορεί να αποτελέσει ασφαλές χρονολογικό κριτήριο.
  1. Η μακρόχρονη ζωή του μνημείου δικαιολογεί απόλυτα τις διάφορες αρχιτεκτονικές επεμβάσεις (προσθήκες, επισκευές, μετασκευές) που το βοήθησαν να επιβιώσει στο χρόνο και να ανταποκριθεί στις αλλαγές χρήσης και σημασιοδότησής του. Τρεις τουλάχιστον φαίνεται ότι ήταν οι κύριες οικοδομικές φάσεις του: στην πρώτη φάση, πιθανώς γύρω στα μέσα 16ου αι., ανέγερση ενός απλού τετράγωνου κτίσματος που χρησίμευε μάλλον ως συνοικιακός χώρος προσευχής (μεστζίτ). Σε μια δεύτερη φάση το κτίριο αναβαθμίζεται σε μεγάλο τζαμί με προσθήκη μιναρέ και στοάς στην πρόσοψη. Η φάση αυτή δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα αν τοποθετείται στα μέσα του 17ου ή τις αρχές του 18ου αι., δηλαδή πριν ή αμέσως μετά τη Β’ Βενετοκρατία (1686-1715). Στην τελική φάση, λίγα χρόνια μετά την ελληνική επανάσταση, το τζαμί μετατρέπεται σε χριστιανικό ναό με περιορισμένες μετασκευές οι οποίες δεν έχουν αλλοιώσει ουσιαστικά την αρχική του μορφή.
  1. Η υπόθεση ότι το τζαμί κτίζεται στα θεμέλια υστερορωμαϊκού/παλαιοχριστιανικού ή πιθανότερα βυζαντινού μνημείου δεν μπορεί να αποκλειστεί. Ωστόσο, υπέρ της άποψης ότι κτίστηκε εξαρχής ως τζαμί συνηγορεί ο διαφορετικός προσανατολισμός του σε σχέση με εκείνον των χριστιανικών εκκλησιών: το μνημείο ακολουθεί τον άξονα ΒΔ/ΝΑ, ο τοίχος του μιχράμπ είναι δηλαδή στραμμένος προς τη Μέκκα.
  1. Ο ασφαλέστερος τρόπος για να φωτιστούν πολλά από τα ερωτήματα που εξακολουθούν να παραμένουν αναπάντητα σχετικά με την ιστορία του μνημείου θα ήταν η περαιτέρω αρχιτεκτονική μελέτη (μετά από αφαίρεση κονιαμάτων, αποτοίχιση παραθύρων, κά.) αλλά κυρίως η ανασκαφική έρευνα στα θεμέλια του μνημείου.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Μεστζίτ=δευτερεύων χώρος προσευχής, χωρίς μιναρέ, για τις καθημερινές πέντε προσευχές εκτός Παρασκευής.

[2] Ο χώρος του μνημείου ορίζεται στα νότια από την οδό Μεσσηνίας – Αρκαδίας (πρώην Ατρέως), στα ανατολικά από την οδό Αγίου Κωνσταντίνου, στα βόρεια από τριώροφη νεόδμητη οικοδομή με έκθεση αυτοκινήτων στο ισόγειο (οικόπεδο Πούλου) και στα δυτικά από το απαλλοτριωμένο οικόπεδο Φλώρου, όπου έχουν έρθει στο φως σημαντικά χριστιανικά αρχιτεκτονικά λείψανα από την 5η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.

[3] Ζεγκίνης 274.

[4] Από το 1937 έως το 1970 κατοικούσε εκεί η Βασιλική Δεληδημητρίου και ακολούθησε η Αικατερίνη Δεληδημητρίου έως το 1991. Έκτοτε το σπιτάκι παραμένει ακατοίκητο, εφόσον η νέα νεωκόρος, Κωνσταντίνα Δεληδημητρίου, διαμένει αλλού.

[5] Θύρα στο ίδιο ακριβώς σημείο φαίνεται ότι υπήρχε στο τζαμί του Κάτω Συντριβανιοΰ στην Αθήνα (1759), το οποίο είχε και ανάλογη κάτοψη (Τραυλός 203).

[6] Θα πρέπει να σημειωθεί ότι εκατέρωθεν των τριών αυτών παραθύρων διακρίνονται, στις εξωτερικές όψεις των τοίχων, κάθετες ρωγμές που ξεκινούν από τη στέγη και φθάνουν λίγο χαμηλότερα από την ποδιά των παραθύρων. Στη φάση αυτή της μελέτης δεν γνωρίζουμε τους λόγους που δημιούργησαν τις ρωγμές. Ίσως οφείλονται στην ύπαρξη προγενέστερων μεγαλύτερων ανοιγμάτων που περιορίστηκαν αργότερα.

[7] Τον προσανατολισμό του μνημείου ο Τσακόπουλος (22) παραβάλλει με εκείνον της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη.

[8] Μπούρας 332.

[9] Στην εξωτερική όψη του τυμπάνου διατηρούνται ίχνη γαλανού χρώματος.

[10] Ο Friedrichsthal (1834) αναφέρει ότι είδε μισή ντουζίνα λογχωτών που είχαν κρεμάσει τον εξοπλισμό τους στους τοίχους και κοιμούνταν κάτω από το θόλο, διακοσμημένο με στίχους από το κοράνι (Seve 1979,30,183).

[11] Ο Ζεγκίνης (274) αναφέρει ότι το τζαμί «ήτο έκ μολύβδου κεκαλυμμένον».

[12] Δεν αποκλείεται, όμως, η κόγχη αυτή να υπήρχε εξαρχής ως δεύτερο μιχράμπ.

[13] Δυστυχώς σε κακή κατάσταση διατήρησης.

[14] Ο Τσακόπουλος (22) αναφέρει ότι τα μανουάλια και το προσκυνητάρι προέρχονταν από την παλαιότερη, αντικατασταθείσα σκευή του ναού του Αγίου Πέτρου, όπου το δεύτερο εχρησίμευε ως αρχιερατικός θρόνος.

[15] Μπούρας 333.

[16] Πλινθοπερίκλειστο σύστημα τοιχοποιίας, τρούλλοι, ημιχώνια.

[17] Στην Προύσσα, πρώτη πρωτεύουσα των Οσμανλιδών και κοιτίδα ενός πρώιμου  αρχιτεκτονικού ρυθμού (LJnsal 5).

[18] Το μεστζίτ του Κουτσούκ Αγά μεντρεσέ στην Αμάσεια, με την ίδια ακριβώς κάτοψη (Gabriel 57), χρονολογείται στα τέλη του 15ου αι. Στην ίδια περίοδο χρονολογείται και το τζαμί Φιρύζ Αγά στην Πόλη (Goodwin, 167). Όμοια κάτοψη, αλλά με λίγο μικρότερες διαστάσεις (±12.5χ 12.5μ.) και τέσσερα παράθυρα στους πλάγιους τοίχους, έχει το τζαμί που χτίζεται στο εσωτερικό του Παρθενώνα στα τέλη του Που ή στις αρχές του 18ου αιώνα (Τραυλός 202).

[19] Gabriel 57.

[20] Δημακοπούλου・ Touchais – Divari-Valakou 10 και πίν. VI.

[21] Touchais 74, 77-78″ Μπαρακάρη-Γλένη 278 και πίν. VII. Για μια σύνθεση των δεδομένων, βλ. επίσης Pierart – Touchais 13-17.

[22] Touchais – Divari-Valakou 14-16・ Μπαρακάρη-Γλένη 278 και πίν. IX. Για μια σύνθεση των δεδομένων στην Πρωτογεωμετρική και Γεωμετρική, βλ. επίσης Pierart – Touchais 21-25.

[23] Barakari – Pariente 165-168″ Μπαρακάρη-Γλένη 271,273-279 και πίν. Χ-ΧΙ.

[24] Barakari – Pariente 168,172-173,175″ Μπαρακάρη-Γλένη 272-273,278 και πίν. XII.

[25] Μπανάκα-Δημάκη et al. 329-333 και πίν. XIII. Μπαρακάρη-Γλένη 271-272, 278″ Μπανάκα-Δημάκη 389.

[26] Έχει εκφραστεί η άποψη ότι ανατολικότερα του ναού πρέπει να πέρναγε το ανατολικό σκέλος του αρχαίου τείχους ακολουθώντας ΒΔ κατεύθυνση (Πιτερός 188). Κατά τον Pierart (1982. 147) το τείχος πέρναγε δυτικότερα.

[27] Πιτερός 189-190 και εικ. 6.

[28] Παυσ. II 22,8. Πλούτ., Πύρ. 34,4.

[29] Πιτερός 189-190. Pierart 1982,149-15Τ του ιδίου 1998, 342, 348.

[30] Εκτεταμένο δάπεδο από ψηφιδωτό, καθώς και ένα δεύτερο, εκτεταμένο επίσης δάπεδο με πλακόστρωση από κυανές πλάκες, ανατολικότερα (Vollgraff 178-179). Στα κατάλοιπα αυτά, ορατά «εις τό όπισθεν μέρος τοΰ Δ. τοίχου του ναού» αναφέρεται ασφαλώς και ο Τσακόπουλος (21).

[31] Μπανάκα-Δημάκη et al. 328 και πίν. XIV- Abadie-Reynal 397-398.

[32] Μπανάκα-Δημάκη et al. 331-332, Abadie-Reynal 399.

[33] Ανασκαφές οικοπέδων Φλώρου και Περδικάρη, Μπανάκα-Δημάκη et al. 331. Βλ. επίσης Pierart – Touchais 89-90.

[34] Οικονόμου-Laniado 407.

[35] Μπανάκα-Δημάκη et al. 328′ Abadie-Reynal 400-402.

[36] Την πληροφορία οφείλω στο Γιώργο Τσεκέ, τον οποίο και ευχαριστώ.

[37] Για μια συνθετική εικόνα βλ. Pierart – Touchais 98-100.

[38] Πλήρης και αναλυτική βιβλιογραφία για τους περιηγητές και καλλιτέχνες που επισκέφτηκαν το Άργος περιέχεται στο πολύτιμο αλλά ανέκδοτο έργο του Sève 1979, 9-59 (αντίγραφο στα αρχεία της Γαλλικής Σχολής Αθηνών), καθώς και στο Sève 1998.

[39] Sève 1979,224-227.

[40] Sève 1979,228-231.

[41] Υπάρχουν περισσότερες από μία εκδοχές του κειμένου. Η ελληνική μετάφραση του Τσελεμπί που είχα στη διάθεσή μου (Λούπης 1999) περιλαμβάνει λιγότερα στοιχεία από εκείνα που αναφέρονται στη γαλλική μετάφραση που διαθέτει ο Sève (1979,224 σημ. 2 και 3). Στη μετάφραση του Sève οι συνοικίες αναφέρονται ως Σεμπεκλέρ και Κυάνυα (1979,227 και σημ. 14).

[42] Sève 1979,387-388 και πίν. Ι ίδιου 1998, εικ. 1 και εικ. εξωφύλλου.

[43] Sève 1979, πίν. II και II bis.

[44] Φαίνεται μάλλον απίθανο να πρόκειται για δεύτερο, χαμηλότερο μιναρέ.

[45] Sève 1979,387. Αξιοπερίεργο είναι ότι στην κάτοψη του Coronelli διακρίνονται δύο κτίρια που θα μπορούσαν να αποδοθούν σε τζαμιά, εκείνο που σημειώνει ο Sève στο σκαρίφημα II bis, καθώς και ένα μεγαλύτερο αριστερότερα, με οκταγωνική κάτοψη και προσκτίσματα.

[46] Sève 1979,235.

[47] Sève 1979,181,234-235, 1998,423.

[48] Sève 1979, 388-389 και πίν. IV-IV bis- ιδίου 1998, 421, 423 και εικ. 3. Ο Sève (1979, 389, ίδιου, 1998,421 σημ. 42) αναρωτιέται αν τα αρχικά YDS σημαίνουν V(an) D(eyk) S(sulpsit).

[49] Sève 1979,16, 239-255, 390-394 και πίν. VI-X, LXIII, ιδίου 1993,12, 31-35, 38-39 και εικ. 1-2,6, ιδίου 1998,423 και εικ. 4-5.

[50] Είναι χαρακτηριστικό ότι σε όλα τα σχέδια του Fourmont η πόλη φαίνεται να είναι μετατοπισμένη ελαφρώς νοτιότερα και τα κτίρια/σπίτια συγκεντρωμένα σε δύο πυκνότερες συνοικίες, η πρώτη στους πρόποδες της Λάρισας, λίγο βορειότερα των Θερμών, και η δεύτερη στα νοτιοανατολικά. Η οργάνωση αυτή αντιστοιχεί σε μεγάλο βαθμό στην εικόνα κατοίκησης του Άργους στην παλαιοχριστιανική και βυζαντινή εποχή, σύμφωνα με το τοπογραφικό σχέδιο που δημοσιεύεται στο Pariente – Touchais πίν. XIV.

[51] Sève 1979,392-393.

[52] Sève 1979,17,181.

[53] Sève 1979,17,181-182,256-257, ιδίου 1993,12.

[54] Ίσως να εννοεί το μεντρεσέ.

[55] Sève 1979.181-182′ ίδιου 1998,423.

[56] Sève 1979,395-397 και πίν. XIII-XV, ιδίου 1993,37,56-57 εικ. 4-5, ιδίου 1998,423,430 εικ. 6. Για την πατρότητα των σχεδίων, βλ. Sève 1998,426 addendum.

[57] Sève 1979, πίν. XV και XV bis- ιδίου 1993,57 εικ. 5α-β, ιδίου 1998,430 εικ. 6.

[58] Όπως πολύ σωστά παρατηρεί ο Sève (1979,397), από κάποιο λάθος αντιγραφής το σχέδιο είναι αναστραμμένο (το δεξί τμήμα της πόλης βρίσκεται αριστερά). Εδώ το έχουμε επαναφέρει στη σωστή του κατεύθυνση.

[59] Sève 1979,398 και πίν. XVII, ιδίου 1998,421,431 εικ. 7.

[60] Sève 1979,19,268-278,398-400 και πίν. XVI1I-XX, ίδιου 1998,418,420-422 και εικ. 8-9.

[61] Sève 1979, πίν. XX- ιδίου 1998,432 εικ. 9.

[62] Sève 1979, 270. Επειδή στο σχέδιο του Gell δεν διακρίνεται ο μεντρεσές, ο Sève (σημ. 7) υποθέτει ότι ο συγγραφέας μπορεί, κατά λάθος, να περιγράφει το τζαμί της αγοράς, το οποίο συχνά αναφέρεται ότι περιλάμβανε και μεντρεσέ. Όμως είναι σχεδόν βέβαιο ότι και το τζαμί της ΝΑ συνοικίας περιλάμβανε μεντρεσέ (Ζεγκίνης 274), πιθανότατα όχι από την ίδρυσή του, ο οποίος μπορεί να ήταν σίγουρα μικρότερος και επομένως δυσδιάκριτος.

[63] Sève 1979,280,400.

[64] Sève 1979,279,400 και πίν. XXIII, ιδίου 1998,423,432 εικ. 10.

[65] Sève 1998,423.

[66] Sève 1979,287-295 και πίν. XXIV- ιδίου 1998,433 εικ. 11.

[67] Sève 1979,298.

[68] Sève 1979,404 και πίν. XXXI・ ιδίου 1998,436 εικ. 18.

[69] Sève 1979,403Μ04 και πίν. XXVII-XXX- ιδίου 1998, 420-421,423,434-436 εικ. 14-17.

[70] Το σχέδιο αυτό, αν και πολύ ενδιαφέρον, δεν μπορούμε να αναδημοσιεύσουμε, επειδή το κλισέ που διαθέτουμε δεν είναι καλής ποιότητας.

[71] Sève 1979,406 και πίν. XXXVI- ιδίου 1998,423,437 εικ. 19.

[72] Ζεγκίνης 294.

[73] Δωροβίνης 86.

[74] Δωροβίνης, όπ. π.

[75] Sève 1979.332.

[76] Στο σχέδιο του Borroczyn (1831) αναφέρεται ως Hopital. Επιπλέον ο Δ. Περρούκας, ο οποίος είχε διοριστεί ‘Εφορος Υγείας για την περιφέρεια, σε έγγραφο του (5.6.1828), αναφέρεται επανειλημμένα στο νοσοκομείο της πόλης και μάλιστα μνημονεύει το οργανωτικό μέτρο που πήρε να μεταφέρονται οι ασθενείς «εις μίαν άκραν», «εις τό Νοσοκομείον». Σε πίνακα επισυναπτόμενο στο έγγραφό του ρητά αναφέρει «Νοσοκομείον Άγιος Κωνσταντίνος» (Δωροβίνης, όπ. π.). Το σχέδιο Borroczyn δημοσιεύει και ο Sève 1979, πίν. XLIII.

[77] Στα 1830, σε έγγραφα του αρχηγού του στρατού Gerard και του αξιωματικού Βαλλιάνου αναφέρονται προϋπολογισμοί «για την κατασκευή θεραπευτηρίου για τους αρρώστους του ιππικού μέσα στην εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου». Φαίνεται ότι παρά τη λειτουργία του ως θεραπευτηρίου ο χώρος του ναού δεν επαρκούσε εφόσον πάγειο αίτημα, έως τουλάχιστον το 1831, εξακολουθούσε να είναι η ανεύρεση πρόσθετου ευρύχωρου καταλύμματος για τις ανάγκες των ασθενών στρατιωτών (Δωροβίνης 87).

[78] Με Βασιλικό Διάταγμα που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, φύλλο 30, τεύχος Α’.

[79] Ο Τσελεμπί αναφέρει δύο τζαμιά σε συσχετισμό με τα δύο σχολεία στοιχειώδους εκπαίδευσης (mektep) του Άργους. Το πρώτο σχολείο βρισκόταν κοντά στο τέμενος του Οσμάν Πασά (Osman Pasa Camii), ενώ το δεύτερο κοντά στο τέμενος του Τοπάλ Ιμπραήμ Εφέντη (Topal Ibrahim Efendi Camii). Για τα δύο αυτά τζαμιά δεν έχουμε άλλα στοιχεία (Τσιανάκας).

[80] Πα μια επισκόπηση της σύνθεσης του πληθυσμού του Άργους, από τα μέσα του 17ου έως τα μέσα του 19ου, με βάση τις μαρτυρίες των ταξιδιωτών, βλ. Sève 1979,207-208. Στην επισκόπηση αυτή μαθαίνουμε, λ.χ., ότι το 1720 οι Τούρκοι ήταν 15-20 έναντι 300 Ελλήνων (de Pellegrin), το 1799 τα 6/8 του πληθυσμού ήταν Έλληνες (Pouqueville), το 1806 οι Τούρκοι ήσαν 60-80 οικογένειες (Leake), ενώ το 1810 οι μοναδικοί Τούρκοι ήταν ο διοικητής και οι στρατιώτες (Galt).

[81] Ayverdi 244-245.

[82] Ayverdi, όπ. π., σημ. 81. Να σημειώσουμε ότι Çarsi στα τουρκικά σημαίνει αγορά-παζάρι.

[83] Sève 1979,192-197, ιδίου 1998,424, Ζεγκίνης 274-275.

[84] Ο Πύρρος, όπως και άλλοι περιηγητές, σημειώνει ότι «τόν ναόν αυτόν πρό μικρού οί Τούρκοι είχον λουτρόν όπου έλούοντο» (Sève 1979, 332, ιδίου 1998,424).

[85] Ο Πύρρος συμπληρώνει ότι «διά τήν κατασκευήν του κτιρίου τούτου έκάησαν όλα σχεδόν τά λευκά μάρμαρα τής Άργολίδας πρός κατασκευήν λευκής ασβέστου. Τό ώραΐον αυτό κτίριον, το όποιον άνεκαίνισεν ευνούχος τις του Σουλτάν Μπαγιαζίτου, έκρήμνισαν πρό μικρού οί Άργειοι, έπαίροντες έκείθεν τόν μόλυβδον καί τά μάρμαρα αύτοϋ- σώζονται όμως έως τώρα πολλώτατα ερείπια αυτού» (Sève 1979, 333 αλλά και 196-197).

[86] Ανάλογη διήγηση για την αφαίρεση του μολυβιού της στέγης υπάρχει άλλωστε και για το τζαμί της αγοράς, βλ. προηγούμενη σημείωση.

[87] Ο ναός βρισκόταν πιθανώς στο τρίγωνο μεταξύ των οδών Αγ. Κωνσταντίνου, Καποδιστρίου καιΤημένου, βλ. εικ. 2.

[88] Βλ. επίσης Sève 1979,181 σημ. 10,227 σημ. 14, ιδίου 1998,423.

[89] Sève 1998,423 σημ. 54.

[90] «Πρός Α καί ΒΑ του ναού ήτο τό διοικητήριον, επιβλητικόν και τετράγωνον, τό μέγα και λαμπρόν Σεράγιον του τελευταίου Τούρκου διοικητού Άλή Ναμίκ μπέη… Έναντι καί Α του ναού ήσαν καί άλλα μεγαλοπρεπή οικήματα έπισήμων καί επιφανών Τούρκων». Τσακόπουλος 21. Βλ. επίσης Ζεγκίνης 274-275.

[91] Ζεγκίνης 204.

[92] Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη για τα οθωμανικά σχολεία της Πελοπόννησου (Τσιανάκας), στο Άργος υπήρχαν δύο σχολεία στοιχειώδους εκπαίδευσης (mektep) (βλ. παραπάνω σημ. 79) και ένας μεντρεσές (ιεροσπουδαστήριο).

[93] Βλ. παραπάνω σημ. 85.

[94] «Ούτοι κατά Φραντζήν ήσαν 60.000, κατ’ άλλους 12.000, κατά Πουκεβίλλ πιθανώτερον 20.000… Τότε ό Μωρηάς ώνομάσθη ‘κατακαϋμένος’… Εις 80.000 Έλληνες άνέρχονται τά θύματα τής μάχαιρας των Αλβανών… Κατόπιν οί Αλβανοί έπετίθεντο κατά Τούρκων» (Ζεγκίνης 210).

[95] Ζεγκίνης 225, Sève 1979,181 σημ. 10, ιδίου1998,423 και σημ. 56.

[96] Ζεγκίνης 294, σχετικά με τη μαρτυρία του Pouqueville (1799,1815).

[97] Η τετράγωνη κάτοψή του παραπέμπει στο ρυθμό των κυβόσχημων σταυροειδών εγγεγραμμένων με τρούλλο. Οι κόγχες της πρόθεσης και του διακονικού δεν ήταν απαραίτητο να εξέχουν εξωτερικά (βλ. Όμορφη Εκκλησιά Αθηνών, Ταξιάρχης Μεσαριάς Ανδρου).

[98] Η άποψη του αρχαιολόγου Πιτίδη ότι οικοδομείται στο διάστημα μεταξύ 1570 και 1600 (Τσακόπουλος 20) δεν γνωρίζουμε σε ποια στοιχεία βασίζεται. Ο Ζεγκίνης (294), στηριζόμενος ίσως στην ίδια πηγή, προτείνει ότι «εκ του ρυθμού του φαίνεται ότι είναι εν από τα αρχαιότερα μουσουλμανικά τεμένη. Εκτίσθη περί το 1570-1580».

[99] Είναι ίσως αξιοσημείωτο ότι ο Τσελεμπί (1668) μόνο για το τζαμί της αγοράς αναφέρει ότι είχε θολωτή στέγη και μιναρέ.

[100]  Σύμφωνα με την ερευνήτρια I. Scheltema, η οποία μελετά τα οθωμανικά αρχεία, ο μετέπειτα Αγ. Κωνσταντίνος κτίστηκε από τον Haci Beshir Agha, μετά το 1715, ενώ το τζαμί της αγοράς από τον Topal Osman Pasha, την ίδια περίοδο (προσωπική ανακοίνωση για την οποία την ευχαριστώ). Ωστόσο, ακόμη και αν οι ταυτίσεις αυτές είναι ορθές, δεν αποκλείεται οι παραπάνω αξιωματούχοι να επισκεύασαν απλώς παλαιότερα κτίρια τα οποία μετονομάστηκαν: το μεν Besikler Çâmii σε Beshir Agha Çâmii το δε Çarsi Çâmii σε Osman Pasha Çâmii. Στη συνέχεια τα τζαμιά διατήρησαν πιθανώς και τις δύο ονομασίες. Κάτι τέτοιο φαίνεται να δικαιολογεί την άποψη περί «πολλαπλογραφίας» του καταλόγου του Ayverdi (Σαμπανοπούλου, προσωπική ανακοίνωση).

 

 

Βιβλιογραφία


 

  • Abadie-Reynal, C., Un exemple de Egression du phenomene urbain: Argos aux IV’-VIF siecles ap. J.-C., στο Pariente -Touchais, 397-104.
  • Ayverdi, E.H., Avrupa’da Osmanli Mimari Eserleri- Bulgaristani Yunanistan- Arnavutluk. [Τα οθωμανικά αρχιτεκτονικά μνημεία στην Ευρώπη: Βουλγαρία, Ελλάδα, Αλβανία], 1982.
  • Barakari-Gleni, Κ. – Pariente, A., Argos du VIIs au IF’ s. av. J.-C.: synthese des donees archeologiques, στο Pariente – Touchais, 165-178.
  • Δημακοπούλου, Κ., Ευρήματα της Πρωτοελλαδικής εποχής στο Άργος. Ανασκαφή οικοπέδου Γ. Λεμπετζή, στο Pariente – Touchais, 57-70.
  • Δωροβίνης, Β., Συμβολές στην ιστορία της κτιριοδομίας της Καποδιστριαχής εποχής (1828-1833), μέρος 4ο, Αρχαιολογία 33(1989)80-88.
  • Gabriel, A., Monuments turcs de I’Anatolie, 1931-34.
  • Goodwin, G., A History of Ottoman Architecture, 1971.
  • Hillendrand, R., Islamic Architecture. Form, function and meaning, 1994.
  • Λούπης, Δ., Ελβιά Τσελεμπί Οδοιπορικό στην Ελλάδα (1668-1671). Πελοπόννησος, Νησιά Ιονίου, Κρήτη, Κυκλάδες, Νησιά Ανατολικού Αιγαίου. Εισαγωγή, απόδοση από τα Τουρκικά, σημειώσεις, Αθήνα 1999.
  • Μπανάκα-Δημάκη, Α., Ρωμαϊκά ταφικά μνημεία τον Άργους, στο Pariente – Touchais, 385-395.
  • Μπανάκα-Δημάκη, A. – Παναγιωτοπούλου, A. – Οικονόμου- Laniado, A., Το Άργος κατά τη Ρωμαϊκή και Παλαιοχριστιανική περίοδο: σύνθεση των αρχαιολογικών δεδομένων, στο Pariente – Touchais, 327-336.
  • Μπαρακάρη-Γλένη, Κ., Συμβολή στη μελέτη της τοπογραφίας της αρχαίας πόλης του Άργους. Στοιχεία από την ανασκαφή στο οικόπεδο Γ. Λεμπετξή, στο Pariente – Touchais, 271-290.
  • Μπούρας, X., Μαθήματα Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής, Αθήνα 1975.
  • Οικονόμου-Laniado, A., Les cimetieres paleochretiens d’Argos, στο Pariente – Touchais, 405-416.
  • Pariente, A. – Touchais, G. (6d.J, Άργος και Αργολίδα. Τοπογραφία και πολεοδομία. Argos et I’Argolide: Topographie el Urbanisme, Actes de la Table Ronde internationale, 28.4-1.5.1990, Athenes -Argos, EFA, Recherches Franco-Helleniques 3, 1998.
  • Pierart, M., Deux notes sur Vitineraire argien de Pausanias, BCH 106(1982)139-152.
  • Pierart, M., L ‘itineraire de Pausanias a Argos, στο Pariente – Touchais, 337-356.
  • Pierart, M. – Touchais, G., Argos. Une ville grecque de 6000 ans, Paris 1996.
  • Πιτερός, X., Συμβολή στην αργειακή τοπογραφία. Χώρος, οχυρώσεις, τοπογραφία και προβλήματα, στο Pariente – Touchais, 179-210.
  • Sève, Μ., Temoignages de voyageurs et d’artistes sur la ville et les antiques d’Argos (XVIe-XIXe siecles). These de 3e Cycle inedite, pwsentie a TUniversite de Paris X-Nanterre, 1979.
  • Sève, M., Les voyageurs franqais a Argos, Paris 1993.
  • Sève, M., L’urbanisme argien au XVIIIe et au debut du XIXe siecle d’apres les voyageurs, στο Pariente – Touchais, 417-137.
  • Touchais, G., Argos a Tepoque m0sohelladique : un habitat ou des habitats ?, στο Pariente – Touchais, 71-84.
  • Touchais, G. – Divari-Valakou, N., Argos du neolithique a Tepoque geometrique : synthese des donnies archeologiques, στο Pariente – Touchais, 9-21.
  • Τραυλός, I., Πολεοδομική έξέλιξις τών Αθηνών, Αθήναι 1960.
  • Τσακόπουλος, Τ, Συμβολαΐ εις την ιστορίαν τής εκκλησίας τής Αργολίδος, τόμ. 5,1955,20-23.
  • Τσιανάκας, Ε., 2004. Τα οθωμανικά σχολεία της τουρκοκρατούμενης Πελοποννήσου, στο 3ο Διεθνές Συνέδριο «Ιστορίας Εκπαίδευσης», 1-3 Οκτωβρίου 2004. Οργάνωση, Εργαστήριο Ιστορικού Αρχείου Νεοελληνικής και Διεθνούς Εκπαίδευσης του Παιδαγωγικού Τμήματος
  • Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Πατρών. Πρακτικά σε ηλεκτρονική μορφή, http://www.elemedu.upatras.gr/eriande/synedria/synedrio3/praktika%2011/tsianakas.htm
  • Ζεγκίνης, I., Το Αργος διά μέσου τών αιώνων. Πύργος 1968 (1948).
  • Unsal, Β., Turkish Islamic Architecture in Seljuk and Ottoman times (1071-1923), 1959.
  • Vollgraff, W., Fouilles d’Argos. B. – Les etablissements pr0historiques de I’Aspis (suite). C. – La topographie de la ville hellenique, BCH 31 (1907) 139-184.

 

Άννα Φίλιππα-Touchais

Μνήμη Τασούλας Οικονόμου (1998-2008)  «Πρακτικά της ημερίδας που πραγματοποιήθηκε στις 15-11-2008 στο Άργος. Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Βόλος, 2009.

 

Διαβάστε ακόμη:

 

 

Read Full Post »

Ιερός Ναός Αγίας Τριάδας Πρόνοιας Ναυπλίου – © Νικόλαος Γραίκος


 

Ο Ιερός ναός της Αγίας Τριάδας Πρόνοιας κτίστηκε τα πρώτα μετα-επαναστατικά χρόνια πιθανότατα το 1836 [1]. Το προάστιο της Πρόνοιας προέκυψε από την προέκταση της πόλης του Ναυπλίου προς τα ανατολικά στην πρώην αραιοκατοικημένη περιοχή βορείως του Παλαμηδίου [2]. Η απόφαση για την επέκταση της πόλεως ήταν του ίδιου του Καποδίστρια ήδη από το 1828 [3]. Ο ίδιος φέρεται να έδωσε και το όνομα του νέου οικισμού [4]. Ο πολεοδομικός σχεδιασμός ανατέθηκε στον Στ. Βούλγαρη [5]. Στόχος της επέκτασης ήταν ο αποφορτισμός της κυρίως πόλης από τα παραπήγματα, που είχαν δημιουργήσει τα πλήθη των προσφύγων, τα οποία συνέρρεαν στην πόλη από διάφορες περιοχές. Γι΄ αυτό και τα πρώτα οικήματα του προαστίου ήταν παραπήγματα, πολλά των οποίων κατεδαφίστηκαν μετά την επιδημία πανούκλας την εποχή εκείνη. Παρά το γεγονός ότι το προάστιο σχεδιάστηκε με κανονική ρυμοτομία, τα οικήματα κτίζονταν αυθαίρετα χωρίς άδεια και η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε μέχρι το τέλος του 1833, οπότε οι Βαυαροί διόρισαν επόπτη μηχανικό για την περιοχή [6]. Φαίνεται ότι η Πρόνοια άρχισε ν΄ αναπτύσσεται μετά τη δεκαετία του 1840. Ο περιηγητής Th. du Moncel που επισκέφθηκε το Ναύπλιο το 1843 θα γράψει για την Πρόνοια ότι μόλις τότε «αρχίζει να αποκτάει μια κάποια σημασία» [7].

Για τον ναό δεν υπάρχει κάποια μονογραφία, μάλιστα ο Λαμπρυνίδης δε τον συμπεριλαμβάνει ανάμεσα στους ενδιαφέροντες του Ναυπλίου [8]. Την παρουσία του ναού αποσιωπούν και οι νεότεροι [9].

Αρχιτεκτονικά ο ναός είναι μονόχωρη βασιλική, μετρίων διαστάσεων με υπερώο στο δυτικό τμήμα. Η οροφή είναι επίπεδη και καμπυλώνει στην ένωσή της με τους πλαϊνούς τοίχους [εικ. Δ. 17] δίνοντας την αίσθηση της ατελούς αψίδας, όπως και στο ναό του Αγίου Νικολάου της πόλης του Ναυπλίου. Εξωτερικά δεν εντυπωσιάζει ούτε προδίδει το πλούσιο εσωτερικό του. Οι πολλές επισκευές και προσθήκες αλλοίωσαν την αρχική του όψη και σήμερα δίνει την εικόνα σύγχρονου ναού κι όχι του 19ου αι.

 

εικ. Δ. 17: Α. Πολίτης (;), θολωτή ουρανία και βόρειος τοίχος, αρχές δεκ. 1900. Ιερός ναός Αγίας Τριάδας Πρόνοιας Ναυπλίου.

 

Η ανέγερσή του στο κέντρο περίπου του προαστίου, σε ξεχωριστό πολεοδομικό τετράγωνο, που περιβάλλεται όμως από στενούς δρόμους, φαίνεται ότι δημιούργησε διάφορα χωροταξικά προβλήματα. Έτσι το 1839 δέκα πολίτες της Πρόνοιας και ενορίτες του ναού υπογράφουν αίτηση προς το Δήμαρχο Ναυπλιέων, ζητώντας την κατεδάφιση όλων των παραπηγμάτων εμπορικού χαρακτήρα που υπήρχαν γύρω από τον ναό και τα οποία εμποδίζουν την ανάδειξη του κτιρίου, αλλά και την τέλεση της Θείας Λειτουργίας [10]. Γενικά οι κάτοικοι του προαστίου έδειχναν διαρκές ενδιαφέρον για το ναό τους κι αυτό φαίνεται από τα αφιερώματα και τις χρηματικές εισφορές σ΄ όλη τη διάρκεια του 19ου αι. [11]

Το εικονογραφικό πρόγραμμα των τοιχογραφιών σχετίζεται άμεσα από τη μονόχωρη διαμόρφωση του εσωτερικού χώρου, που δημιουργεί μεγάλες επιφάνειες στους πλαϊνούς τοίχους και στην οροφή.

Στο χώρο του ιερού οι παραστάσεις είναι όλες νεότερες, αγιογραφημένες τη δεκαετία του 1970, με δυτικότροπη τεχνοτροπία. Ίσως είναι έργα του Ναυπλιώτη αγιογράφου Α. Νόνη, ο οποίος υπογράφει και τις ολόσωμες παραστάσεις αγίων στο δυτικό τμήμα του ναού κάτω από το υπερώο. Στο άνω τμήμα της κόγχης εικονίζεται η Πλατυτέρα πλαισιωμένη από δύο σεβίζοντες αγγέλους και στο κάτω τμήμα έξι ολόσωμοι ιεράρχες.

Η οροφή του μονόχωρου εσωτερικού είναι καλυμμένη από κοσμηματογραφημένη και ζωγραφισμένη ουρανία, η οποία διαιρείται σε τρία διάχωρα [σχέδ. Ε] [εικ. Δ. 17]. Στο ανατολικό εικονογραφείται η Αγία Τριάδα. Ο Υιός (αριστερά) και ο Πατήρ (δεξιά) κάθονται σε αδιόρατους θρόνους και περιστοιχίζονται από νέφη. Στο άνω κεντρικό σημείο της παράστασης μέσα σε τριγωνικό πλαίσιο εικονίζεται το Άγιο Πνεύμα με τη μορφή περιστεράς. Την παράσταση πλαισιώνουν έξι (6) πτερωτές κεφαλές. Οι μορφές είναι προσανατολισμένες προς τ΄ ανατολικά. Η παράσταση αντιγράφει την αντίστοιχη παράσταση του αγιογράφου στον Ν.Α. πεσσό του ναού του Αγίου Γεωργίου. Η κυριότερη διαφορά εντοπίζεται στη στάση του Πατέρα· στην παράσταση του ναού του Αγίου Γεωργίου ο Πατήρ ευλογεί με το δεξί και κρατά σκήπτρο με τ΄ αριστερό, ενώ στην παράσταση του ναού της Αγίας Τριάδας κρατά το σκήπτρο με το δεξί και στ΄ αριστερό κρατά ανοιχτό βιβλίο.

 

Σχέδ. Ε: Η ουρανία του Α. Πολίτη (;) στο ναό της Αγίας Τριάδος Πρόνοιας Ναυπλίου. 1. Η ΑΓΙΑ / ΤΡΙΑΣ, (στα φωτοστέφανα) Ο ΩΝ, (στο ανοιχτό βιβλίο που κρατά ο Υιός) ΠΑΤΕΡ ΑΓΙΕ / ΕΓΩ ΣΕ ΕΔΟ/ΞΑΣΑ ΕΠΙ / ΤΗΣ ΓΗΣ / ΚΑΙ / ΕΦΑΝΕΡΩΣΑ // Σ(ΟΥ) ΤΟ / ΟΝΟΜΑ ΤΟΙΣ / ΑΝΘΡΩΠΟΙΣ, (στο ανοιχτό βιβλίο που κρατά ο Πατήρ) ΚΑΘΟΥ / ΕΚ ΔΕ/ΞΙΩΝ ΜΟΥ Ο/ΠΩΣ ΑΝ / ΘΕΣΩ // ΤΟΥΣ / ΕΧΘΡΟΥΣ / Σ(ΟΥ) ΥΠΟ/ΠΟΔΙΟΝ / ΤΩΝ / ΠΟΔΩΝ / ΣΟΥ. 2. [Παντοκράτωρ]. 3. Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ / ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ. 4. Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ IΩΑΝΝΗΣ. 5. Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΜΑΤΘΑΙΟΣ. 6. Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΛΟΥΚΑΣ. 7. Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΜΑΡΚΟΣ.

 

Στο κεντρικό διάχωρο της ουρανίας σχηματίζεται τετράγωνο πλαίσιο, όπου εντάσσονται στο κέντρο ο Παντοκράτορας και στις τέσσερις γωνίες ισάριθμοι ευαγγελιστές. Ο Παντοκράτορας, με ανατολικό προσανατολισμό, εικονογραφείται σε κυκλικό διάχωρο. Η παράσταση έχει κοινά στοιχεία με την αντίστοιχη παράσταση του Παντοκράτορα στον τρούλο του ναού του Αγίου Γεωργίου. Στις τέσσερις γωνίες σε κυκλικούς δίσκους εικονογραφούνται οι τέσσερις ευαγγελιστές στο συνήθη τύπο με τα σύμβολα μέσα σε νέφη.

Στο δυτικό διάχωρο σε οβάλ πλαίσιο, ανάλογο με το αντίστοιχο της παράστασης της Αγίας Τριάδος, εικονογραφείται ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου. Στη σύνθεση είναι χαρακτηριστική η ύπαρξη της κουρτίνας δεξιά, πίσω από την Παναγία, και του τοπίου με φοίνικες στο κέντρο της παράστασης.

Στις άνω απολήξεις των πλάγιων τοίχων και στις ευθείες ένωσης με την ουρανία σχηματίζεται κοίλη επιφάνεια, που διατρέχει με μορφή ζώνης το βόρειο και το νότιο τοίχο. Οι ζώνες σε κάθε πλευρά διαιρούνται σε πέντε ορθογώνια διάχωρα, κοσμηματογραφημένα με απλό τρόπο. Στο κέντρο κάθε διάχωρου εικονογραφούνται σε οβάλ πλαίσια οι απόστολοι Παύλος, Ανδρέας, Θωμάς, Σίμων (νότιος τοίχος), Πέτρος, Φίλιππος, Ιάκωβος, Βαρθολομαίος (βόρειος τοίχος), ενώ στο κεντρικό πλαίσιο, που είναι και το μεγαλύτερο, οι παραστάσεις των Εισοδίων της Θεοτόκου (νότιος τοίχος) και του Χριστού να σώζει τον Πέτρο (βόρειος τοίχος).

Στην κάτω ζώνη των κάθετων τοίχων εικονίζονται σε ορθογώνια διάχωρα η Παναγία και ο άγιος Στυλιανός (νότιο τοίχο) και οι Τρεις Ιεράρχες και οι άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη (βόρειος τοίχος). Στο κέντρο της ζώνης και ανάμεσα στα παράθυρα υπάρχουν δύο μεγάλες πολυπρόσωπες συνθέσεις· ο Μυστικός Δείπνος (νότιος τοίχος) και η Σταύρωση (βόρειος τοίχος).

Στο δυτικό τμήμα του ναού και στο χώρο που διαμορφώνεται κάτω από το υπερώο εικονογραφούνται ολόσωμες μορφές αγίων αγιογραφημένες από τον νεότερο αγιογράφο Α. Νόνη.

 

Καμπαναριό Ιερού Ναού Αγίας Τριάδας Πρόνοιας Ναυπλίου, φωτογραφία από τον ιστότοπο: terrabook.

 

Το τέμπλο του ναού είναι κλασικιστικού ύφους, από σκουρόχρωμο ξύλο, με ελάχιστες φυτόμορφες διακοσμήσεις και μεγάλους επίχρυσους ιωνικούς κίονες στην κάτω ζώνη και μικρότερους στο επιστύλιο. Στο άνω μέρος απολήγει σε ενδιαφέρουσα ξυλόγλυπτη και διάτρητη ζώνη με φυτικά μοτίβα και αντιπωτούς δράκοντες, που στηρίζουν τον Εσταυρωμένο και τα Λυπηρά. Ίσως η ζώνη αυτή να είναι κατάλοιπο κάποιου παλαιότερου παραδοσιακότερου ξυλόγλυπτου τέμπλου.

Το εικονογραφικό πρόγραμμα του τέμπλου είναι το απλό συνεπτυγμένο, με δύο ζώνες των δεσποτικών εικόνων και των εικόνων επιστυλίου. Τα ειδοποιά εικονογραφικά στοιχεία του τέμπλου είναι η προέκτασή του προς το νότιο και βόρειο τοίχο κατά μία δεσποτική εικόνα και η τοποθέτηση της εικόνας της Αγίας Τριάδας στην πρώτη θέση αριστερά της Ωραίας Πύλης εκεί όπου συνήθως τοποθετείται ο Ιησούς Χριστός. Η μοναδική αυτή εικονογραφική ιδιαιτερότητα συνδυάζεται με την τοποθέτηση του αγίου Νικολάου δίπλα στην εικόνα της Θεοτόκου στη θέση όπου συνήθως υπάρχει η εικόνα του εφέστιου αγίου. Ίσως ο ναός όταν κτίστηκε να αντικατέστησε κάποιον άλλον προς τιμή του αγίου Νικολάου, όμως για την τεκμηρίωση της υπόθεσης δε διαθέτουμε στοιχεία.

Αναλυτικότερα η κάτω ζώνη αποτελείται από δέκα (10) συνολικά δεσποτικές εικόνες: (από βόρεια προς νότια) άγιος Γεώργιος (1825 [;]),  άγιος Χαράλαμπος (αρχές 20ου αι.), αρχάγγελος Μιχαήλ (θύρα Πρόθεσης, 1855), άγιος Νικόλαος (δεκ. 1830), Μήτηρ Θεού (τέλη 19ου αι.), Αγία Τριάδα (τέλη 19ου αι.), άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος (1841 [;]), αρχάγγελος Γαβριήλ (θύρα Διακονικού, 1855), Σύναξη αρχαγγέλων (1949), άγιοι Απόστολοι (1841) [εικ. Δ. 16].

 

εικ. Δ. 16: Κ. Θεωδορίδης (;), άγιοι Απόστολοι, 1841, Ιερός ναός Αγίας Τριάδας Πρόνοιας Ναυπλίου.

 

Στη ζώνη του επιστυλίου είναι τοποθετημένες είκοσι δύο εικόνες αγιογραφημένες στις αρχές της δεκαετίας του 1840: Γέννηση της Θεοτόκου, Εισόδια της Θεοτόκου, Υπαπαντή, Ευαγγελισμός, Γέννηση, Περιτομή, Βάπτιση, Έγερση του Λαζάρου, Βαϊοφόρος, Άκρα Ταπείνωση, Ιερός Νιπτήρ, Σταύρωση, Ανάσταση, Μεταμόρφωση, Ψηλάφηση του Θωμά, Η συνομιλία Χριστού και Σαμαρείτιδας, Μεσοπεντηκοστή, Το Πιστεύω, Ανάληψη, Πεντηκοστή, Γέννηση του Προδρόμου, Προφήτης Ηλίας.

Ανάμεσα στις δεσποτικές εικόνες και τις εικόνες του επιστυλίου, ως λανθάνουσα τρίτη, ενδιάμεση ζώνη, υπάρχει η παρακάτω μεγαλογράμματη επιγραφή με χρυσά γράμματα, που διατρέχει σε όλο το μήκος το τέμπλο: 1836 ΕΚΤΙΣΘΗ Ο ΝΑΟΣ / ΤΟ ΣΤΕΡΕΩΜΑ ΤΩΝ ΕΠΙ ΣΟΙ ΠΕΠΟΙΘΟΤΩΝ ΣΤΕΡΕΩΣΟΝ ΚΥΡΙΕ ΗΝ ΕΚΤΗΣΩ ΤΩ ΤΙΜΙΩ ΣΟΥ ΑΙΜΑΤΙ / 1866 ΙΟΥΛΙΟΥ 15 ΕΓΙΝΕ ΤΟ ΤΕΜΠΛΟ. Προφανώς η χρονολογία 1866 αναφέρεται στην κατασκευή του ξύλινου τέμπλου κι όχι στην αγιογράφηση των εικόνων, οι οποίες διασώζουν χρονολογίες παλαιότερες αλλά και νεότερες. Στην άνω απόληξη του τέμπλου είναι τοποθετημένος ο Εσταυρωμένος και τα Λυπηρά.

Τις δεσποτικές εικόνες ιστόρησαν διάφοροι ανώνυμοι αγιογράφοι και ο Κ. Θεοδωρίδης (;) (άγιο Νικόλαο, άγιο Ιω. Πρόδρομο, αγίους Αποστόλους) και ο Ιω. Δημάδης (τους αρχαγγέλους Μιχαήλ και Γαβριήλ στις δύο πλάγιες θύρες). Στο ναό φυλάσσονται επίσης εικόνες του ιερέα Φρεδιανού, του Γρηγορίου Παπαδάκη και μερικών ακόμα ανώνυμων αγιογράφων του 19ου και του 20ου αι.

 

Ιερός Ναός Αγίας Τριάδας Πρόνοιας Ναυπλίου, φωτογραφία από τον ιστότοπο: terrabook.

 

Πίνακες – σχέδια – εικόνες (Καταγραφή 2 Νοεμβρίου 2006)

 

Ι. Τοιχογραφίες

1. Ιερό

α. Πλατυτέρα κόγχης και σεβίζοντες άγγελοι. Άνοιγμα κόγχης 3 μ. Ελαιογραφίες σε προετοιμασμένο υπόστρωμα. Α. Νόνης (;), δεκ. 1970. Επιγραφές: ΠΛΑΤΥΤΕΡΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ. (στο κέντρο κάτω από την Πλατυτέρα) CΤΩΜΕΝ ΚΑΛΩC CΤΩΜΕΝ ΜΕΤΑ ΦΟΒΟΥ.

β. Ιεράρχες (ζώνη κάτω από την Παλτυτέρα). Έξι ολόσωμοι ιεράρχες σε δύο ομάδες. Αριστερή ομάδα: / /Γι/(Ος) // BA/CΙ/ΛΕΙ/(Ος), / /Γι/(Ος) / Ω[ΑΝΝΗΣ] // ΧΡΥ/CO/CTO/M(Ος), / /Γι/(Ος) // ΓΡΗ/ΓΟ/ΡΙΟ/ς. 

  1. Ουρανία

α. Αγία Τριάδα. Οβάλ διάχωρο 2,5 × 1,5 μ. περίπου. Ελαιογραφία σε προετοιμασμένο ύφασμα. Α. Πολίτης (;), αρχές δεκ. 1900. Επιγραφές: (πάνω ) Η ΑΓΙΑ / ΤΡΙΑΣ, (στα φωτοστέφανα) Ο ΩΝ, (στο ανοιχτό βιβλίο που κρατά ο Υιός) ΠΑΤΕΡ ΑΓΙΕ / ΕΓΩ ΣΕ ΕΔΟ/ΞΑΣΑ ΕΠΙ / ΤΗΣ ΓΗΣ / ΚΑΙ / ΕΦΑΝΕΡΩΣΑ // Σ(ΟΥ) ΤΟ / ΟΝΟΜΑ ΤΟΙΣ / ΑΝΘΡΩΠΟΙΣ, (στο ανοιχτό βιβλίο που κρατά ο Πατήρ) ΚΑΘΟΥ / ΕΚ ΔΕ/ΞΙΩΝ ΜΟΥ Ο/ΠΩΣ ΑΝ / ΘΕΣΩ // ΤΟΥΣ / ΕΧΘΡΟΥΣ / Σ(ΟΥ) ΥΠΟ/ΠΟΔΙΟΝ / ΤΩΝ / ΠΟΔΩΝ / ΣΟΥ.

β. Παντοκράτωρ (στο μέσον τετράγωνου πλαισίου της ουρανίας). 2 μ. περ. διάμετρ. Α. Πολίτης(;).

γ. Ευαγγελιστές (στις τέσσερις γωνίες του τετράγωνου κεντρικού πλαισίου). Κυκλικοί δίσκοι 1 μ. διαμέτρ. i. (B.A. γωνία) Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΜΑΤΘΑΙΟΣ. ii. (N.A. γωνία) Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ IΩΑΝΝΗΣ. iii. (Β.Δ. γωνία) Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΜΑΡΚΟΣ. iv. (N.Δ. γωνία) Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΛΟΥΚΑΣ. Α. Πολίτης (;).

δ. Ευαγγελισμός της Θεοτόκου (Στο δυτικό άκρο της ουρανίας σε οβάλ πλαίσιο). Α. Πολίτης (;). Επιγραφή: Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ / ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ.

  1. Άνω ζώνη πλάγιων τοίχων

α. Νότιος τοίχος. (Από ανατολικά προς δυτικά) i. Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ. Οβάλ πλαίσιο 2 × 1 μ. περ. Ελαιογραφία σε προετοιμασμένο ύφασμα37. ii. Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ. iii. ΤΑ ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ. Οβάλ πλαίσιο 2 × 2,5 μ. περ. Ελαιογραφία σε προετοιμασμένο ύφασμα38. iv. Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΩΜΑΣ. v. Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΙΜΩΝ.

 β. Βόρειος τοίχος. (Από ανατολικά προς δυτικά) i. Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΕΤΡΟΣ. ii. Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΣ. iii. Ο ΙΗΣΟΥΣ ΣΩΖΕΙ ΤΟΝ ΠΕΤΡΟΝ. iv. Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ. v. Ο ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ. 

  1. Κάτω ζώνη πλάγιων τοίχων

α. Νότιος τοίχος. (Από ανατολικά προς δυτικά) i. Μ(ΗΤΗ)Ρ / Θ(ΕΟ)Υ. 2,5 × 1,20 περ. Ελαιογραφία σε μουσαμά προσηλωμένου στον τοίχο39. Κάτω αφιέρωση: ΔΑΠΑΝΑΙΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΟΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ / 1911. ii. Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΔΕΙΠΝΟΣ. Διαστάσεις: 2,5 Χ 5 μ. περ. Ελαιογραφία σε μουσαμά προσηλωμένου στον τοίχο40. Κάτω δεξιά αφιέρωση: ΔΑΠΑΝΑΙΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΟΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ. iii. Ο ΑΓΙΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ Ο ΠΑΦΛΑΓΩΝ. Κάτω αφιέρωση: ΔΑΠΑΝΑΙΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ Π. ΚΥΡΙΑΚΟΥ 1911.

 β. Βόρειος τοίχος. (Από ανατολικά προς δυτικά) i. ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΑΙ. Κάτω αφιέρωση: ΔΑΠΑΝΑΙΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΟΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ 1911. ii. Η ΣΤΑΥΡΩΣΙΣ / ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ. iii. Ο ΑΓ(ΙΟΣ) ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Κ΄(ΑΙ) Η ΑΓ(ΙΑ) ΕΛΕΝΗ.

 ε. Δυτικό τμήμα (κάτω από το υπερώο). Ολόσωμες μορφές αγίων. α. Νόνης.

 

ΙΙ. Φορητές εικόνες

 1. Εικόνες τέμπλου

 

α. Δεσποτικές

 i. Άγιος Γεώργιος (στην προέκταση του τέμπλου στο βόρειο τοίχο). 73 × 104 εκ. Ελαιογραφία σε προετοιμασμένο ξύλο. Ανώνυμος δυτικότροπος / βυζαντινότροπος της τάσης του Ιωάννη Δημάδη, 1825 (;). Επιγραφές: Ὁ ἍΓΙΟς / ΓΕΡΓΙΟς, (κάτω) Δέησις τν δούλων τοΘεοτν Συνδρομητν τς γίας εκόνος ταύτης καροαμαξιλάδων κ. λοιπν υσεβν χριστιανν 18 ουνίου [18]25.

 ii. Άγιος Χαράλαμπος. 70 × 96 εκ. Ελαιογραφία σε προετοιμασμένο ξύλο. Ανώνυμος δυτικότροπος, αρχές 20ου αι. Επιγραφή: Ὁ ἍΓΙΟC / ΧΑΡΑΛΑΜΠΟς.

 iii. Αρχάγγελος Μιχαήλ (θύρα Πρόθεσης). 59 × 120 εκ. Ελαιογραφία σε προετοιμασμένο ξύλο. Ιωάννης Δημάδης, 1855. Επιγραφές: Ος ΑΡΧΙΣΤΡΑΤΗΓΟς ΜΙΧΑΗΛ, (κάτω αριστερά) Δισυνδρομς Κωνσταντίνου / Γεωργίου γηνε, (κάτω δεξιά) ν Ναυπλίτν α’ Νοεμβρίου αωνε Χειρὶ Ἰω. Δημάδ(ου).

iv. Άγιος Νικόλαος. 68 × 97 εκ. Αυγοτέμπερα σε προετοιμασμένο ξύλο. Η εικόνα φέρει ασημένια επένδυση που αφήνει ακάλυπτο το πρόσωπο του αγίου. Κ. Θεωδορίδης (;), 1839. Επιγραφές: (πάνω στην ασημένια επιφάνεια) Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ, (κάτω σε ασημένιο πλαίσιο) ΔΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΤΟΥ ΡΟΥΦΕΤΙΟΥ ΤΩΝ ΜΠΑΚΑΛΗΔΩΝ ΤΗΣ ΠΡΟΝΙΑΣ ΜΝΗΣΘΕΙΗ ΚΥΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΣ ΕΝ ΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΑUΤΟΥ / 1839 Δεκεμβρίου 5.

v. Μήτηρ Θεού. 68 × 97 εκ. Ελαιογραφία σε προετοιμασμένο ξύλο. Η εικόνα φέρει ασημένια επένδυση που αφήνει ακάλυπτα τα πρόσωπα της Παναγίας και του Χριστού. Ανώνυμος δυτικότροπος (ο ίδιος ζωγράφισε τη εικόνα της Αγίας Τριάδος), τέλη 19ου. Επιγραφές: (πάνω στην ασημένια επιφάνεια) Μ(ΗΤΗ)Ρ / Θ(ΕΟ)Υ, (κάτω σε ασημένιο πλαίσιο) Δαπάνη ωαν. Γιαννοπούλου κατς συζύγου ατοΜαρίας Οκογενείας / Βασιλ. Καρώνια Οκογενείας Δημ. Καρώντα Δαπάνη Κοινότητος Προνοίας, (κάτω δεξιά στην ασημένια επιφάνεια) ργον / Χρήστου Βούλγαρη / θναι 1920.

 vi. Αγία Τριάδα. 68 × 97 εκ. Ελαιογραφία σε προετοιμασμένο ξύλο. Η εικόνα φέρει ασημένια επένδυση που αφήνει ακάλυπτα τα πρόσωπα του Υιού και του Πατρός. Ανώνυμος δυτικότροπος (ο ίδιος ζωγράφισε τη εικόνα της Παναγίας), τέλη 19ου. Επιγραφές: (πάνω στην ασημένια επιφάνεια) Η ΑΓΙΑ / ΤΡΙΑΣ, (κάτω σε ασημένιο πλαίσιο) ΕΡΓΟΝ / ΑΔΕΛ. ΦΡΕΝΤΖΟΥ / ΕΝ ΝΑΥΠΛΙΩ / 1916 / Β. Καμβήσης.

vii. Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος. 68 × 97 εκ. Αυγοτέμπερα σε προετοιμασμένο ξύλο. Η εικόνα φέρει ασημένια επένδυση που αφήνει ακάλυπτο το πρόσωπο του αγίου και της αποτμηθείσης κεφαλής. Κ. Θεωδορίδης (;), 1841 (;). Επιγραφές: (πάνω στην ασημένια επιφάνεια) Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ / Ο ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ.

viii. Αρχάγγελος Γαβριήλ (θύρα Διακονικού). 59 × 120 εκ. Ελαιογραφία σε προετοιμασμένο ξύλο. Ιωάννης Δημάδης, 1855. Επιγραφές: ΑΡΧΑΓΓΕΛΟς ΓΑΒΡΙΗΛ, (κάτω αριστερά) Δισυνδρομς Κωνσταντίνου / Γεωργίου γηνε, (κάτω δεξιά) ν Ναυπλίτν α’ Νοεμβρίου αωνε Χειρὶ Ἰω. Δημάδ(ου).

 ix. Σύναξη αρχαγγέλων. 70 × 96 εκ. Ελαιογραφία σε προετοιμασμένο ξύλο. Ανώνυμος δυτικότροπος, 1949. Επιγραφές: Η ΣΥΝΑΞΙΣ ΤΩΝ / ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ, (κάτω δεξιά) Διοικητικόν Συμβούλιον [ακολουθούν πολλά ονόματα χορηγών] 8 Νοεμβρίου 1949.

 x. Άγιοι Απόστολοι. 73 × 104 εκ. Στην προέκταση του τέμπλου στο νότιο τοίχο. Αυγοτέμπερα σε προετοιμασμένο ξύλο. Κ. Θεωδορίδης (;), 1841. Επιγραφές: ΟΙ ΑΓΙΟΙ / ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ, (κάτω) Δέησις τν δούλων τοΘεο, τν / συνδρομητν τς συντεχνίας τν λιέων / η ψαράδων τν ποίων μνησθείη Κύριος Θες / ν τΒασιλέα Ατο/ 1841 Μαρτίου 20.

 

β. Εικόνες επιστυλίου. i. Γέννηση της Θεοτόκου. 28 × 40 εκ. Αυγοτέμπερα σε προετοιμασμένο ξύλο. Κ. Θεωδορίδης (;), 184141. Σχεδόν όλες οι εικόνες του επιστυλίου φέρουν αφιέρωση: Δέησις [Δισυνδρομς] τοδούλου τοΘεοῦ Ἠλία Λαμπροπούλου 20 Μαρτίου 1841. ii. Εισόδια της Θεοτόκου. iii. Υπαπαντή του Χριστού. iv. Ευαγγελισμός της Θεοτόκου. v. Γέννηση του Χριστού. vi. Περιτομή του Χριστού. vii. Βάπτιση του Χριστού. viii. Έγερση του Λαζάρου. ix. Βαϊοφόρος. x. Άκρα Ταπείνωση. xi. Η νίψη των ποδιών των μαθητών. xii. Σταύρωση. xiii. Ανάσταση. xiv. Μεταμόρφωση. xv. Ψηλάφηση του Θωμά. xvi. Η συνομιλία Χριστού και Σαμαρείτιδας. xvii. Μεσοπεντηκοστή. xviii. Το Πιστεύω. xix. Ανάληψη. xx. Πεντηκοστή. xxi. Η γέννηση του Προδρόμου. xxii. Προφήτης Ηλίας. 

  1. Εικόνες υπόλοιπου ναού

α. Αγία Τριάδα (στο αριστερό προσκυνητάριο της εισόδου του ναού). 40 × 59 εκ. Αυγοτέμπερα σε προετοιμασμένο ξύλο. Η εικόνα φέρει ασημένια επένδυση που αφήνει ακάλυπτα τα πρόσωπα του Υιού και του Πατρός. Ανώνυμος δυτικότροπος /βυζαντινότροπος, δεκ. 1830 (;). Επιγραφή: (στην ασημένια επιφάνεια) Η ΑΓΙΑ / ΤΡΙΑΣ.

β. Άγιος Φανούριος (στο νότιο τοίχο). 53 × 79 εκ. Ελαιογραφία σε προετοιμασμένο ξύλο. Φρεδιαν[κ]ός ιερεύς, 1901. Επιγραφές: Ο ΑΓΙΟΣ / ΦΑΝΟΥΡΙΟΣ, (κάτω αριστερά επιγραφή με πάνω από τριάντα ονόματα αφιερωτών) […] Φρεδιανός ερες ποίησε / Ναύπλιον ν μηνΑγούστου 1901.

γ. Αγία Βαρβάρα και σκηνές του μαρτυρίου της (στο νότιο τοίχο). 50 × 80 εκ. Αυγοτέμπερα σε προετοιμασμένο ξύλο. Ανώνυμος λαϊκότροπος / δυτικότροπος, μέσα 19ου αι. Επιγραφές: Η ΑΓΙΑ / ΒΑΡΒΑΡΑ, (κάτω αριστερά) Κω _ _ _ _ _ _ Καλλιόπης μμ. / _ _ _ _ _ _ λλένη θ. _ _ _ _ _ (κάτω κέντρο, πολλά ονόματα αφιερωτών μόνο με το μικρό τους όνομα).

δ. Άγιος Δημήτριος (στο υπερώο). 50 × 80 εκ. Ελαιογραφία σε προετοιμασμένο ξύλο. Γρηγόριος Παπαδάκης, 1922. Επιγραφές: Ο ΑΓΙΟΣ / ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ, (κάτω αριστερά) Δαπάνη / ρί_ Τσιροσολέφα ερέως: νέφ. Κατσαλ _ _ Ι. Βασ. / _ _Δημ. Μπάρλα, Νικ. Μερζώτου, ρέστ. _ _ ακ. _ _ Κωνστ. Πανα/γιωτοπούλου, Δημ. Σώκου, Ιωάν, Τσαγκαράκη, Βασιλ. Μερβακίτη, Σ. / Μερβακίτη, Κωνστ. _ _ _ ρμούλη, Δημ. τάδου, Γεωρ. Κουλουρίδου, Δημ. Γεωρ/γ, Νικήτα Μππυγιώτου, Δημ. Μαυραχάλη, Στυλ. Μπόμπου, Απ. Βουλούρη / Γεωργίου Μαυρικίου κ. Στυλ. Βουδούρη, Στράτη Γεωργιάδου, Δημ. / Δρίτσα, ωάν. Μακρ, Σπυρ. Κων _ _ _, Δημ. μμ. Τερζάκη, Γρηγ. Βούλγαρη / Παν. Δριμούρα, Στ. Μπουγιώτου, Γεωρ. Γραμματικοπούλου, να. Κεφαλ/ Εαγ. Δαμιανο, Δημ. Χρ. Μπόμπου, Δημ. Μεντζέκη, Δημ. _ _ Παλαι / _ _ _ _ Δημ.Θεων, Στυλ. Λαπαθιώτου, Παν. Κυμπουρα/πούλου, Βασ. Αγρ _ _ , Βασ. Γεωργίου / ω. Ε_ _ _ _ _, Γεωρ. _ _ _ _ _ Παντ. / Κα΄βουρα, Γεωρ, Κοκκόλα, Νικολ. / γγελετοπούλου___, (κάτω δεξιά) ργον / Γρηγορίου Παπαδάκη / 1922.

ε. Άγιος Ελευθέριος (στο υπερώο). 40 × 65 εκ. Αυγοτέμπερα σε προετοιμασμένο ξύλο. Ανώνυμος βυζαντινότροπος / δυτικότροπος, αρχές 19ου αι. Επιγραφή: Ο ΑΓΙΟΣ / ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ.

στ. Σύναξη Ταξιαρχών (στο υπερώο). 70 × 95 εκ. Αυγοτέμπερα σε προετοιμασμένο ξύλο. Ανώνυμος βυζαντινότροπος / δυτικότροπος, δεκ. 1840. Είναι πολύ πιθανό η αρχική θέσης της εικόνας να ήταν στο τέμπλο και να αντικαταστάθηκε το 1949 από την ομόθεμη σημερινή εικόνα. Επιγραφή: Η ΣΥΝΑΞΙΣ / ΤΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ.

 

 Υποσημειώσεις


 

[1] Βλ. επιγραφή τέμπλου 1836 ΕΚΤΙΣΘΗ Ο ΝΑΟΣ […] και Τζουβές Ματθ. (1987), 167 (παραπ. 23). Στο ΔΑΝ σώζονται έγγραφα (αδημοσίευτα) που αναφέρονται στον ναό τουλάχιστον από το 1838. Για παράδειγμα σώζεται αναφορά του παρέδρου της Προνοίας προς την Αστυνομία Ναυπλίου σχετικά με διάφορα προβλήματα που ανέκυψαν στο εκκλησιαστικό Συμβούλιο του ναού της Αγίας Τριάδος Προνοίας, «Αντίγραφον Χρ. 18 / 21, Εν Προνοία τη 23 / Μαρτίου 1838». Επίσης αναφορά του Δημάρχου Ναυπλίας προς το Δημοτικό Συμβούλιο για να επιληφθεί ζητήματος που προέκυψε με το εκκλησιαστικό Συμβούλιο του ναού της Αγίας Τριάδος Προνοίας, «αρ. πρ. 508.672.679.680.681.875.1083, Εν Ναυπλίω / τη 2 Ιουλίου 1838», ΔΑΝ, φάκελος  1838 / 12.31.   

[2] Ενδεικτικά, βλ. Νουχάκης, Ιω. Εμμ. (1901), Ελληνική Χωρογραφία. Γεωγραφία, Ιστορία, Στατιστική πληθυσμού και αποστάσεων, εν Αθήναις: παρά τω εκδότη Σπ. Κουσουλίνω [έκδοσις τρίτη], 437.

[3] Βλ. Μπίρης Μ. – Αδάμη–Καρδαμίτση Μ. (2001), 58. Βλ. επίσης Αδάμη–Καρδαμίτση Μ. (1994), «Πρόνοια, ο πρώτος προσφυγικός συνοικισμός της ελεύθερης Ελλάδας», Αρχαιολογία 51, Ιούνιος, 35 – 46.

[4] Βλ. Κυριαζής Π. (1976), «Σταμάτης Βούλγαρης: ο αγωνιστής, ο πολεοδόμος, ο άνθρωπος», στο: Πρώτοι Έλληνες τεχνικοί, 158. Καρούζου Σ. (1979), 69.

[5] Κυριαζής Π. (1976), op. cit., 156.

[6] Δωροβίνης, Βασ. Κ. (1985), «Ο σχεδιασμός του Ναυπλίου κατά την καποδιστριακή περίοδο (1828 – 33), 292 – 293. Η ειδική περίπτωση και γενικότερα προβλήματα», στο: Νεοελληνική πόλη, 287 – 296.

[7] Du Moncel Th. (1984), Οδοιπορικό του 1843 από την Αθήνα στο Ναύπλιο, μτφρ. – εισαγ.: Λούβρου Ε., αρχαιολ. επιμ.: Φαράκλας Ν., Αθήνα: Ολκός – Αριάδνη, 170.

[8] Λαμπρυνίδης, Μιχ. Γ. (1898), «Η Ναυπλία από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ΄ ημάς». Ιστορική μελέτη, Εν Αθήναις: τύποις Εκδοτικής Εταιρείας, 238 – 241. Ούτε και οι γνωστοί περιηγητικοί οδηγοί της εποχής, όπως για παράδειγμα το Γρηγορόπουλος, Μιχ. Σ. (1882), 54 – 59 [για Ναύπλιο].

[9] Για παράδειγμα η Σ. Καρούζου και η Ν. Αντωνακάτου.

[10] Εν Προνοία τη 28 Αυγού(στ)ου 1839,  αρ. 1825ΔΑΝ, φάκελος 1839 / Π 34.

[11] Βλ. για παράδειγμα ενδεικτικούς προϋπολογισμούς και απολογισμούς του ναού στη διάρκεια του 19ου αι. (α) «Το Ταμεῖον τῆς ἐν Προνοίᾳ Ἐκκλησίας ἡ Ἁγία Τριὰς», ΔΑΝ, φάκελος 1852 / Ο. (β) «Προϋπολογισμὸς, ἐσόδων καὶ ἐξόδων τοῦ ἐν Προνοίᾳ Ἱεροῦ Ναοῦ ἡ Ἁγία Τριὰς διὰ τὸ ἕτος 1897 / Ἐν Προνοίᾳ τῇ 22 Νοεμβρίου 1896 / Τὸ  Ἐκκλησιαστικὸν Συμβούλιον», ΔΑΝ, φάκελος 1897 / Ξ 28. (γ) «Ἀπολογισμὸς τῆς Διαχειρίσεως τοῦ ἐν Προνοίᾳ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίας Τριάδος διὰ τὸ ἕτος 1896. /  Ἐν Προνοίᾳ / τὸ ἐκκλησιαστικὸν συμβούλιον», ΔΑΝ, φάκελος 1897 / Ξ 28.

 

Νικόλαος Γραίκος

 Ακαδημαϊκές τάσεις της εκκλησιαστικής ζωγραφικής στην Ελλάδα κατά τον 19 αιώνα – Πολιτισμικά και εικονογραφικά ζητήματα, Θεσσαλονίκη, 2011.

Read Full Post »

Η Ιερά Μονή της Παναγίας Γυμνού (Φαρμακά)


 

Βρίσκεται ανάμεσα στα απότομα βράχια της νότιας πλευράς του βουνού Φαρμακά σε υψόμετρο 1110 μέτρων και απέχει 12 χλμ. από τα ερείπια του Παλαιού Γυμνού, 13 χλμ, από το σημερινό Γυμνό, 27 χλμ. από τη Νεμέα και 40 χλμ, από το Άργος διαμέσου του χωριού Στέρνας, μέσα σε μικρό σπήλαιο και επονομάζεται «Η Κοίμησις της Θεοτόκου». Πήρε το όνομα από το βουνό Φαρμακάς, που έχει ύψος 1615 μέτρα, στο οποίο φυτρώνουν φαρμακευτικά βότανα. Το Γυμνό είναι κτισμένο σε πλαγιά με θαυμάσια αμφιθεατρική διάταξη και είχε κατά την απογραφή του 2001 κατοίκους 470. Από το 1834 – 1840 αποτελούσε το δήμο Γυμνού με 61 οικογένειες, 330 κατοίκους και Δήμαρχο τον Κ. Σταματέλο. Από το 1840 – 1912 άνηκε στον τέως δήμο Αλέας. Από το 1912 – 1998 αποτελούσε μαζί με την Τσιρίστρα την Κοινότητα Γυμνού, από 1999-2010 άνηκε στο δήμο Λυρκείας και σήμερα ανήκει στον υπερδήμο Άργους – Μυκηνών.

Ι. Μονή Παναγίας Γυμνού (Φαρμακά)

Ι. Μονή Παναγίας Γυμνού (Φαρμακά)

Ο Ναός προς τιμήν της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο μεγαλύτερο μέρος του βρίσκεται χωμένος μέσα στο βουνό, σε φυσικό σπήλαιο και είναι χωρισμένος σε τρία μέρη: τον Πρόναο, τον κυρίως ναό και το Ιερό Βήμα. Η Αγία Τράπεζα δεν είναι χωριστή, αλλά σκαλιστή μέσα στο βράχο, σαν κατακόμβη. Το τέμπλο είναι παλαιό και μαυρισμένο από τους καπνούς, αλλά οι γύρω τοίχοι ασβεστωμένοι.

Μια ντόπια παράδοση τοποθετεί την ίδρυση της μονής στα μέσα του 13ου αιώνα (το έτος 1246) χωρίς να μπορούμε να τη δεχτούμε σαν αληθινή, αλλά ούτε και να την απορρίψουμε.

Όσοι μέχρι σήμερα ασχολήθηκαν με την Μονή:

  1. Ο μακαριστός Χρυσόστομος ο Β’ Μητροπολίτης Αργολίδας (Αι Ιεραί Μοναί Αργολίδας, Χριστιανική Εστία Άργους, 1961).
  2. Γ. Παπασταύρου: (Οδοιπορικό στους Ιερούς χώρους της Αργολίδας, Πάτρα 1984).
  3. Εμμανουήλ Δ, Παυλίδης: (Σπήλαια και βυζαντινές αρχαιότητες, Πελοποννησιακά, Παράρτημα 23. Πρακτικά Γ’ Τοπικού Συνεδρίου Κο­ρινθιακών Ερευνών. Αθήναι 1999 σ. 420).
  4. Παναγιώτα Κωνσταντοπούλου-Δωρή: (Η Πολυώνυμος Δέσποινα και τα επώνυμα προσκυνήματά της, Προσωνυμίαι, Τόμος 4ος Πελοπόννησος , Αθήναι 2002 σ. 93-94), και
  5. Ο αείμνηστος συνάδελφος και λογοτέχνης (Ορνεάτης) από το Γυμνό Γιάννης Καραργύρης: Το μοναστήρι της Παναγίας του Φαρμακά, Αθήνα 1995, αναφέρουν, ότι καμμία πηγή δε βρέθηκε και όσα δημοσίευσαν τα στηρίζουν στην παράδοση.

Από έρευνά μας όμως στα Γ.Α.Κ. βρήκαμε τις παρακάτω πηγές σχετικά μ’ αυτή, τις οποίες για πρώτη φορά ανακοινώνουμε.

Κάποιος Ιερομόναχος Ιωακείμ με άλλους επτά μοναχούς κατέφυγαν το 1821 στο χωριό Γυμνό, για να γλυτώσουν την οργή των Τούρκων από την I. Μ. Ξενοφώντος του Αγίου Όρους μεταφέροντες όσα πράγματα μπορούσαν. Επειδή ο Ιωακείμ πέθανε πριν ένα χρόνο (το έτος 1823) και ξένοι άνθρωποι εσφετερίστηκαν τα πράγματά του, ζήτησαν στις 31.8.1824 από το Υπουργείο της Θρησκείας να τους αποσταλεί όλη η περιουσία του μακαρίτη.

 Προς το Σεβαστόν Υπουργείον της θρησκείας.

Ιωακείμ τις ιερομόναχος εκ του Ιερού Κοινοβίου της εν Αγίω Όρει Μονής Ξενοφώντος επί της ελεεινής αναδουλώσεως του Αγιωνύμου Όρους καταφυγών ενθάδε μ’ όσα εδυνήθη να συμπαραλάβη πράγματα του Μοναστηρίου και κατοικήσας εις χωρίον Κορίνθου Γυμνόν, εμακαρίσθη προ έτους. Ημείς οι συγκοινοβιάται του εν όσω έζη ο μακαρίτης, δεν τον εζητήσαμεν τίποτε, αφ’ όσα είχον, ως κοινά, σεβόμενοι την ηλικίαν και τον χαρακτήρα του. Τώρα δε επειδή επληροφορήθημεν, ότι απέθανε και ότι άνθρωποι ξένοι και κοσμικοί εσφεστερίσθησαν τα πράγματά του. Άλλα μεν ο Άγιος Κορίνθου, άλλα δε οι Γύμνιοι και ημείς ευρισκόμεθα επί ξύλου κρεμάμενοι, ένθα κακείσε περιφερόμενοι ενδεείς, ανάπηροι και του επιου­σίου άρτου υστερημένοι, τινές δε και ασθενείς, παρακαλούμεν θερμώς και μετά δακρύων το Σ. τούτο υπουργείον, να στείλη έντονον και δραστήριον Διαταγήν εις τους ειρημένους, άμα δε και επίτιμον εκκλησιαστικόν κατ’ εκείνων, οίτινες ήθελον εθελοκακήσωσι, να αποστείλωσιν ενθάδε την περιουσίαν όλην του μακαρίτου, της οποίας, καθόσον ενεθυμήθημεν και όσον επληροφορήθημεν εμπερικλείομεν κατάστιχον δια να παρηγορηθή η ακαμάχητος ανάγκη και αφόρητος ένδειά μας. Όντες δε βέβαιοι δια τας φιλοδικαίους φιλάνθρωπους πράξεις και θερμουργούς ενεργείας του υπουργείου, μένομεν μόλον το ανήκον σέβας[1].

Τη 31 Αυγούστου 1824 εν Ναυπλίω

Οι πρώην κοινοβιάται εν τη Μονή Ξενοφώντος του εν τω Αγιωνύμω Όρει και πατριώται: Ιγνάτιος Συμειών Κεσαρεύς, Διονύσιος μοναχός Βούλγαρης, Τρύφων μοναχός Ρουμελγιότης, Αγάπιος Γιοργόπουλος Κουτσοποδιότις, Δαμιανός Κριτηκός, Δαμασκηνός Πελοπονήσιος και Γριγόριος Ζαγουρέος.

 

Ο Ιερομόναχος Κύριλλος Τρεχάκης από τη Χίο για να αποφύγει τη σφαγή των Τούρκων αναχώρησε από τη Χίο και ήρθε το 1822 με τον εικοσαετή αδελφό του Νικόλαο στον ιερό χώρο της Μονής Φαρμακά. Στις 27.9.1828 απέστειλε στον Έκτακτο Επίτροπο Αργολίδας τον παρακάτω κατάλογο καταγραφής της περιουσίας της μονής. [2]

Προς τον Σ. Έκτακτον Επίτροπον της Αργολίδος

Έλαβον την υπ’ αριθ.1741 διαταγήν της Επιτροπείας ταύτης. Λαμβάνω την τιμήν του να εξιστορήσω την αλήθειαν. Εγώ είμαι Χίος. Μετά την καταστροφήν της Χίου κατέφυγον εις Πελοπόννησον καθώς και Χίων πολλοί, μετά και τίνος αυταδελφού μου εικοσαετούς. Ευρέθη το μονήδριον τούτο εις το οποίο καθησύχασα μετά του αδελφού μου, μετά του οποίου και ενός οναρίου ζώμεν περιφερόμενοι καθημέραν από τα ελέη. Εκείνα όσα του μονηδρίου τούτου, ιδού τα κατέγραψα εις ιδιαίτερα όσα γνωρίζω έως ώδε. Αν είναι και περισσότερα ή και γράμματα οι κάτοικοι Γυμνού έπεται να τα γνωρίζωσιν. Εγώ δε παρακαλώ, αν ορίζη η Κυβέρνησις να μ’ αφήση να τρέφωμαι ως καταδεδιωγμένος εκ της Χίου και πάροικον εδώ, έως ου οικονομήση ο Κύριος την αποικίαν μου εις την πατρίδα μου. Μένω μ’ όλον το σέβας ή να με οδήγηση που να τρέφωμαι.

Τη 27 Σεπτ: 1828 εκ Γυμνού. Ο Ευπειθής ( Τ. Υ.) Κύριλλος Ιερομόναχος.

 

Κατά την υπ’ αριθ. 1741 καταγράψω την κατάστασιν του ιερού καταστηματίου του κατά το χωρίον Γυμνόν.

Έχει γην στρεμμάτων δέκα 10 περί το μοναστήριον. Αφιέρωμα παλαιόν του ποτέ Γερομήτρου Γυμνοΐτου και άλλων. Έχει γην στρεμμάτων δύο 2 εις την Χιλιομοδούν πλησίον του μοναστηρίου, αφιέρωμα περσινόν της Αικατερίνης Γυμνοϊτίσσης.

Είχεν γήν δύο ζενγαρίων μ’ αχούρι και εκκλησίαν. Τα κατεκυρίευσαν οι Οθωμανοί. Μετά την Επανάστασιν τα έλαβεν ο Νικόλαος Αγγελοκαστρίτης υπό την εξουσίαν του και έκτοτε τα σπείρει λέγων ότι τα ηγόρασεν από το Έθνος. Έχει σφακτά τριάκοντα και οκτώ αυθεντικά εις υπό την εξουσίαν των εγχωρίων και λαμβάνει το μοναστήρι κατ’ έτος δεκαεννέα και ήμισυ σφακτά. Είναι όμως τα σφακτά πενήντα οκτώ. Έχει ελαίας ρίζας εξ 6 εις τον Ζαμπύργον. Είναι όμως οκτώ αφιέρωμα του Γερομήτρου Γυμνοΐτου.

Ιερά σκεύη: Έχει άγια λείψανα τμήματα τέσσερα εκ των του Αγίου Όρους, άπερ έμειναν αφιέρωμα εκ τίνος Ιωακείμ αποθανόντος εδώ. Κανδήλας έμπροσθεν των αγίων εικόνων ασημένιας δύο, το μεν ως δράμια τριάκοντα, το δε ως είκοσι.

Οι έν αυτώ συνασκούμενοι: Ιερομόναχος Κύριλλος μετά του αδελφού του ως είκοσι χρόνων και μετά ενός οναρίου, οίτινες περιφερόμενοι συνάζουσι τα αναγκαία εξ ελέους των χριστιανών.

Τη 27 Σεπτ. 1828 εκ μονής Γυμνον. Ο ευπειθής (Τ.Υ.) Κύριλλος Ιερομόναχος.

Στο Κατάστιχο των μοναστηριών της Πελοποννήσου με ημερομηνία 1η Φεβρουαρίου 1829 που συνέταξε η Εκκλησιαστική Επιτροπή (Μητροπο­λίτης Τριπόλεως Δανιήλ και οι Επίσκοποι Ταλαντίου Νεόφυτος και Ανδρούσης Ιωσήφ) το τρίμηνο Φεβρουαρίου – Απριλίου 1829 αναγράφεται: [3]

 …4. Μονήδριον τον Γυμνού έπ’ ονόματι της Θεοτόκου, κατά του Αγίου Γεωργίου.

Ιερά σκεύη: 1 ευαγγέλιον – 1 δισκοπότηρον αργυρούν και τα αναγκαία βιβλία. Κτήματα:

Χωράφια ξερικά στρέμ. 10 – ελαιόδενδρα 7. Ζώα: 45 αιγίδια και ουδέν άλλο. Ευρίσκεται χωρίς καλογήρους.

Ο Κύριλλος Τρεχάκης με τον αδελφό του έφυγαν, γιατί διορίστηκε εφημέριος Μαλανδρενίου – Στέρνας Άργους. Το 1840 επέστρεψε στη Χίο, όπου απεβίωσε στις 22.3.1863. [4]

Σήμερα στο ανώφλι της εισόδου του μοναστηριού υπάρχει επιγραφή, που γράφει με κεφαλαία γράμματα 1827 ΕΝ ΜΗΝΙ ΜΑΪΩ Κ. Ρ. Κατά τον Καραργύρη τα αρχικά K.P. σήμαιναν το όνομα Κύριλλος.

Επίσης ήταν έρημο στις 9.4.1834, όπως αναφέρεται σε ονομαστικό κατάλογο των μοναχών της Επισκοπής Κορίνθου. [5] Στην απογραφή του έτους 1907 αναφέρεται ότι η μονή είχε έναν μοναχό.

Ι. Μονή Παναγίας Γυμνού (Φαρμακά)

Ι. Μονή Παναγίας Γυμνού (Φαρμακά)

Το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο του Ιερού Ναού «Αγία Τριάς» Γυμνού (Παν. Κ. Βαρελάς Πρόεδρος, Σπυρίδων Ιερεύς Φιλιππόπουλος, Θεόδωρος Καραργύρης, Αθαν. Γρόσιος και Κων/νος Δημάκης μέλη) με το 8/14.9.1912 πρακτικό του αποφάσισε, ότι το ενοίκιο των ενοικιασθέντων για μια τετραετία αγρών στις θέσεις: Αγίου Γεωργίου, Κοδέλας, Κουργιαλού, Τετελέκου, Καμάρας, Συκόριζας καθώς και το οίκημα του ελαιοτριβείου Αγίου Ιωάννου θα περιέλθει στο ταμείο του Ιερού Ναού, το δε ενοίκιο των αγρών στη θέση Χιλιομοδού «να δοθή εις τον μοναχόν Κωνσταντίνον Ασημακόπουλον, όστις διαμένει εν τω μονηδρίω. Η Κοίμησις της Θεοτόκου εις το οποίον και οι αγροί της θέσεως Χιλιομοδού ανήκουσιν πρός συντήρησιν αυτού». [6]

Όπως φαίνεται σε έγγραφο της I. Μητρόπολης Αργολίδος ο Ενοριακός Ναός Γυμνού κατείχε μεταξύ των άλλων ακινήτων το έτος 1920 αγρούς 100 στρεμμάτων στη θέση Χιλιομοδού, τους οποίους νοίκιαζε και με το ενοίκιό τους φρόντιζε για τη συντήρηση του μοναχού Κων/νου Ασημακόπουλου, ο οποίος, όπως θυμούνται οι ηλικιωμένοι του χωριού μόναζε μέχρι το έτος 1940.

Κυρίως Ναός Ι. Μονής Παναγίας Γυμνού (Φαρμακά)

Κυρίως Ναός Ι. Μονής Παναγίας Γυμνού (Φαρμακά)

Ο Καραργύρης αναφέρει, ότι κατά την παράδοση στα χρόνια της Τουρκοκρατίας το μοναστήρι ήταν το ασφαλές καταφύγιο των κυνηγημένων ραγιάδων της περιοχής, όπου έβρισκαν στέγη, τροφή και προπάντων ασφάλεια, λόγω του δυσπρόσιτου του εδάφους και του φόβου των Τούρκων να φθάσουν ως τα λημέρια των Κλεφτών. Κατά τις περιόδους αυτές η μικρή εκκλησία μεταβάλλονταν σε σχολείο, όπου τα κυνηγημένα Ελληνόπουλα διδάσκονταν ανάγνωση και γραφή, κάτω από τη σκέπη της Παναγίας.

Κατά την περίοδο της Επανάστασης του 1821, ήταν το ορμητήριο των Κλεφτών και αρματωλών εναντίον των Τούρκων.

Στα χρόνια της Ιταλογερμανικής Κατοχής χρησιμοποιήθηκε από αντιστασιακή ομάδα Άγγλων σαμποτέρ υπό το λοχαγό Φρέυζερ (FRAZER), ως κρησφύγετο και αποθήκη πυρομαχικών και έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην οργάνωση και συγκρότηση των δυνάμεων του λαού μας κατά του εχθρού.

Σήμερα το μοναστήρι συνδέεται με αμαξιτό χωματόδρομο μήκους 13 χλμ. από το Γυμνό, ο οποίος διατηρείται σε καλή κατάσταση λόγω των πολλών επισκεπτών του ορεινού συγκροτήματος και των Παιδικών Κατασκηνώσεων του δήμου Άργους στη θέση «Άγια Παρασκευή», που λειτουργούσαν προ ετών.

Το μοναστήρι φροντίζει το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο Γυμνού, το οποίο στις 23 Αυγούστου τελεί ιερή πανήγυρη, όπου προσέρχεται πλήθος πιστών από τα γειτονικά χωριά, για να προσκυνήσει τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας. Αυτή είναι μικρών διαστάσεων (20 περίπου εκατοστών) αργυρεπένδυτος. Φυλάσσεται καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους στον Ενοριακό Ναό του Γυμνού και μεταφέρεται στη μονή μόνον κατά την ημέρα της εορτής. Σ’ αυτή η Θεοτόκος εικονίζεται αριστεροκρατούσα τον Χριστό, το περίγραμμα του προσώπου της είναι λεπτότατης τέχνης.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] ΓΑΚ Υπουργείο Θρησκείας Φ.5 έγγρ. 260

[2] ΓΑΚ Γενική Γραμματεία Φ 132 έγγρ. 6 και 7.

[3] ΓΑΚ ΥΕΔΕ Φ 19 Κατάστιχον 031.

[4] Χρυσόστομος Β. Μητροπολίτης Αργολίδος «Εκκλησία Άργους και Ναυπλίου από της συστάσεως μέχρι σήμερα», τεύχος Β’. Αι ιεραί Μοναί, Χριστιανική Εστία Άργους, 1961.

[5] Α.Ι.Σ. Κορίνθου Φ Γενικά Μοναστηριακά 1834 – 1915.

[6] ΓΑΚ Υπουργείο Παιδείας Φ 439.

 

Ζωή Ξεν. Ηλία

Δασκάλα

Πρακτικά 2ου Συνεδρίου Κορινθιακών Σπουδών, «Ιστορικά Κορινθιακά Μοναστήρια», Κόρινθος 7-9 Οκτωβρίου 2011.  Κέντρο Ιστορικών και Λαογραφικών Σπουδών, Ανάτυπον, Κόρινθος, 2014.

 

Read Full Post »

Μονή Αγίου Μερκουρίου Λυγουριού


 

Η Μονή του Αγίου Μερκουρίου. Φωτογραφία: Σαραντάκης Πέτρος. Δημοσιεύεται στο «Αργολίδα – Οι Εκκλησίες και τα Μοναστήρια της», Αθήνα, 2007.

Η Μονή του Αγίου Μερκουρίου. Φωτογραφία: Σαραντάκης Πέτρος. Δημοσιεύεται στο «Αργολίδα – Οι Εκκλησίες και τα Μοναστήρια της», Αθήνα, 2007.

Στα νότια του Λυγουριού, σε μια γαλήνια ρεματιά τριγυρισμένη από βουνά με πολλές σπηλιές, ψηλά δέντρα, ξυλοκερατιές, ελιές, μια γέρικη ψηλή βαλανιδιά, άσημη και λησμονημένη βρίσκε­ται η βασιλική του Αγίου Μερκουρίου, απομεινάρι παλιάς και μεγά­λης ανδρικής μονής που είναι έρημη από το 1835.

Αυτό που έχει διασωθεί σήμερα είναι το καθολικό της μονής, ερει­πωμένα κελιά και ένα νεότερο μι­κρό ισόγειο κτίσμα.

Το καθολικό είναι ένα μικρό εκ­κλησάκι στον τύπο της απλής βα­σιλικής με δίριχτη κεραμοσκέπαστη στέγη. Η τοιχοποιία του είναι η αργολιθοδομή. Ανατολικά υπάρχει η ημικυκλική αψίδα του ιερού μ’ ένα μικρό παράθυρο. Όλοι οι τοίχοι είναι ασβεστωμένοι. Ένα μικρό παράθυρο υπάρχει και στη Ν. πλευρά. Η τοξωτή θύρα εισόδου είναι στη Β. πλευρά.

Εσωτερικά ο ναός είναι ουσιαστι­κά μονόχωρος, αλλά ένα μεγάλο τόξο που στηρίζει τη στέγη του, ξεκινώντας από το δάπεδο και διαγράφοντας ημικύκλιο, φαίνε­ται να τον χωρίζει σε δύο ίσα μέ­ρη. Οι απολήξεις του τόξου είναι σύμφυτοι πεσσοί. Ολόκληρος ο ναός είναι εικονογραφημένος.

Καλύτερα διατηρημένες είναι οι τοιχογραφίες του ανατολικού τμήματος, κοντά στο ιερό. Όλες οι παραστάσεις περικλείονται σε τετράγωνα ή παραλληλόγραμμα πλαίσια κόκκινης και άσπρης ται­νίας. Διακρίνονται μορφές αγίων και χριστολογικές σκηνές, ενώ στην οροφή, πολύ αμυδρά, άλλες μορφές. Στην οροφή του δυτικού τμήματος, μέσα σε μεγάλο δίσκο, φαίνεται πως υπήρχε, ο Παντο­κράτορας με αγγέλους. Στο Δ. τμήμα οι τοίχοι από τη μέση και κάτω έχουν ασβεστωθεί.

Το δάπεδο στο Α. τμήμα δημιουρ­γεί δυο χαμηλά πεζούλια εκατέ­ρωθέν του. Το ιερό είναι εντελώς αποκομμένο από τον υπόλοιπο ναό, εξαιτίας του κτιστού τέ­μπλου που έχει δύο ημικυκλικές θύρες ασύμμετρα τοποθετημέ­νες. Μεταξύ αυτών των θυρών υπάρχει παράσταση της Παναγίας Βρεφοκρατούσας και δεξιά του Χριστού. Στις γωνίες άγγελοι και στο κάτω τμήμα του τέμπλου πτυ­­χωτά υφάσματα που κρέμονται.

Ανθέμια και κλαράκια βρίσκονται στο εσωτερικό τμήμα των παραστάδων των θυρών. Και στο πάνω τμήμα του τέμπλου οι δώδεκα απόστολοι, που ανάμεσά τους έχουν τον Χριστό και την Παναγιά. Κάποια υπολείμματα τοιχο­γραφιών (συλλειτουργούντες ιε­ράρχες κλπ.) διακρίνονται και στο χώρο του ιερού.

Η κτητορική επιγραφή δεν έχει διασωθεί. Έτσι ο ναός θα μπο­ρούσε να χρονολογηθεί περίπου στις αρχές της Τουρκοκρατίας.

Σε μικρή απόσταση ΒΔ. από το καθολικό υπάρχει ισόγειο σπιτάκι νεότερης κατασκευής Δίπλα υψώνονται τα ερείπια των κελιών της μονής από αργολιθοδομή, και πιο χαμηλά, κοντά στη ρεματιά, μια παλιά λιθόχτιστη κρήνη. Ο ιερομόναχος Φλαβιανός από την Άρτα υπήρξε το 1781 ηγού­μενος στον Άγ. Μερκούριο.

Ο ναός φαίνεται πως έχει λησμο­νηθεί απ’ όλους, με αποτέλεσμα να φθείρεται επικίνδυνα με το πέ­ρασμα του χρόνου. Οι θαυμάσιες τοιχογραφίες είναι σε άθλια κατά­σταση, μουχλιασμένες από την υγρασία και μαυρισμένες, αν δεν έχουν ήδη αποκολληθεί. Σε πολ­λά σημεία, όπως στο Δ. τμήμα, στο ιερό και στην οροφή του Α. τμή­ματος, μόλις διακρίνονται. Φυσι­κά η συντήρησή τους είναι μια κατεπείγουσα εργασία και οπωσ­δήποτε αναγκαία είναι μια γενικό­τερη συντήρηση και προστασία ολόκληρου του καθολικού, που κινδυνεύει να γκρεμιστεί. [ Σημείωση Βιβλιοθήκης: Τη δεκαετία του 1990 ο ναός ανακαινίστηκε και στερεώθηκε κυρίως στην τοιχοποιία και την κεραμοσκεπή].

Στο Λυγουριό έχουν διασωθεί πολλές παραδόσεις συνδεδεμέ­νες με το μοναστήρι στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Σ’ αυτά τα χρόνια αναφέρεται πως ο Τούρ­κος μπέης του χωριού με τους υποτακτικούς του πήγαινε πολύ συχνά στο μοναστήρι που ήταν στα όρια της κυριαρχίας του κι έπαιρνε τα τρόφιμα και ειδικά τα άλογα των καλογέρων, τα οποία κακομεταχειριζόταν πολύ. Οι κα­λόγεροι είχαν αγανακτήσει απ’ αυτή την καταλήστευση και κατα­πίεση, κι επειδή μάλιστα ο Άγιος δεν ανταποκρινόταν στις παρα­κλήσεις τους, τον απείλησαν ότι θα τον θυμιατήσουν με ρετσίνι και γκαβαλίνα γαϊδουρινή, αντί για λιβάνι.

Ο μπέης είχε μεγάλο πάθος με μια όμορφη Ελληνίδα από το γειτονι­κό χωριό Αδάμι, την Ατζιέλω, ή κατ’ άλλους Μάρω, και κάθε βρά­δυ έπαιρνε τ’ άλογό του κι έτρεχε μέσα στη νύχτα να πάει να τη βρει. Η επιρροή της Ατζιέλως πά­νω στον μπέη ήταν τόσο μεγάλη, που πέρασε σε μια τοπική παροι­μία. Όταν ήθελε κάποιος να πει πως έπρεπε σώνει και καλά να γί­νει κάτι έλεγε: «Εμ βέβαια, το ΄πε η Ατζιέλω από τ’ Αδάμι».

Οι καλόγεροι απαλλάχτηκαν ορι­στικά από τον κακό μπέη, όταν τον σκότωσε, με τη βοήθεια του Αγίου, το άλογό του ένα βράδυ, ενώ γύριζε από το Αδάμι στο Λυ­γουριό. Άλλοι βέβαια λένε πως ο Άγιος εμφανίστηκε στον ύπνο του μπέη, μέσα στο σπίτι της φί­λης του, και τον αποκεφάλισε με το σπαθί του.

 

Σοφία Σαρρή

Φιλόλογος – Αρχαιολόγος

 Περιοδικό «Αρχαιολογία», τεύχος 35, Ιούνιος, 1990.  

 

Ενδεικτική Βιβλιογραφία από την Αργολική Βιβλιοθήκη

  • Γιάννης Σαρρής – Νίκος Καλαματιανός – Βασίλης Μπιμπής, «Λυγουριού Ενορίες 1701-2013», Λυγουριό, 2014.
  • Ντιάνα Αντωνακάτου – Τάκης Μαύρος, «Ελληνικά Μοναστήρια / Πελοπόννησος», τόμος 1ος, Αθήνα, 1976.
  • Σαραντάκης Πέτρος, « Αργολίδα – Οι Εκκλησίες και τα Μοναστήρια της», Εκδόσεις Οιάτης, Αθήνα, 2007

 

 

Read Full Post »

Ιερός Ναός Αγίας Ερμιόνης (Ερμιόνη Αργολίδας)


 

Η Aγία Ερμιόνη*

 

Στις 4 Σεπτεμβρίου στην Ερμιόνη Αρολίδας γιορτάζει το λευκό, λιτό εκκλησάκι στον λόφο των Μύλων, που είναι αφιερωμένο στην παρθενομάρτυρα Αγία Ερμιόνη.

Η Αγία Ερμιόνη η Ανάργυρος και Ιαματική

Η Αγία Ερμιόνη η Ανάργυρος και Ιαματική

Η Αγία Ερμιόνη γεννήθηκε στην Καισάρεια της Παλαιστίνης τον πρώτο αιώνα μ.Χ. κι ήταν μία από τις τέσσερες κόρες του Αποστόλου και Διακόνου Φιλίππου. Είχε την τύχη να γεννηθεί μέσα σε χριστιανικό σπίτι και οι γονείς της, τη δίδαξαν με θέρμη τη χριστιανική διδασκαλία. Γνώρισε από κοντά τους Αποστόλους κι αισθάνθηκε την ανάγκη, να τους βοηθήσει στο ιεραποστολικό τους έργο.

Είχε την ευλογία να έχει το προορατικό χάρισμα κι έγινε γιατρός, που θεράπευε τους αρρώστους με την επίκληση του Αγίου Πνεύματος, χωρίς να παίρνει χρήματα. Η προσωνυμία της είναι «Το ρόδο της Εφέσου», γιατί στην Έφεσο δίδασκε, θεράπευε και βοηθούσε τον συνάνθρωπο. Εκεί η Αγία Ερμιόνη ίδρυσε, οργάνωσε και λειτούργησε με τις τρεις αδελφές της το «Ευτυχίας Πανδοχείον», που περιελάμβανε πτωχοκομείο, πανδοχείο, ιατρείο και γηροκομείο, μια όαση για κάθε πονεμένο και άρρωστο.

Η Αγία έζησε τότε που αυτοκράτορας στη Ρώμη ήταν ο Τραϊανός. Αυτός περνώντας από την Έφεσο, όταν πήγε να πολεμήσει τους Πέρσες, πληροφορήθηκε ότι εκεί ζούσε μια γερόντισσα χριστιανή, που είχε προορατικό χάρισμα. Την κάλεσε κοντά του και της ζήτησε πρώτα με κολακείες και μετά με απειλές να αρνηθεί την πίστη της στον Χριστό. Επειδή αρνήθηκε να υποκύψει, και προφήτευσε ότι αν και θα νικήσει τους Πέρσες, θα πάρει τον θρόνο του ο γαμπρός του ο Αδριανός, ο Τραϊανός διέταξε τους δημίους, να την μαστιγώσουν. Βλέποντας, ωστόσο, την αταραξία της Αγίας, την άφησε ελεύθερη.

Όταν στο θρόνο ανέβηκε ο Αδριανός και πληροφορήθηκε το μεγάλο ιεραποστολικό και φιλανθρωπικό έργο της και την απόφασή της να μην απαρνηθεί τον Χριστιανισμό, διέταξε να την υποβάλουν σε φρικτά βασανιστήρια, από τα οποία η Αγία επεβίωσε, αναγκάζοντας τελικά τον Αδριανό να την αφήσει ελεύθερη.

Η Αγία Ερμιόνη κοιμήθηκε ειρηνικά το 117 μ.Χ. Μετά την εκδημία Της, οι Χριστιανοί της Εφέσου ενταφίασαν το λείψανό Της με τιμές. Ο τάφος Της ανέβλυζε μύρο και ήταν πηγή θαυμάτων.

 

Ελένη Δάκη- Καλαμαρά

 

Ο ιερός ναός της Αγίας Ερμιόνης**


 

 

Στο δυτικό άκρο της Ερμιόνης, ακριβώς στη μέση του λόφου Πρωνός, όπως λεγόταν στην αρχαιότητα ο λόφος των Μύλων, σε ένα όμορφο τοπίο με απεριόριστη θέα, ανάμεσα σε συστάδα πεύκων, δεσπόζει ολόλευκη η μικρή εκκλησία της Αγίας Ερμιόνης. Κτίστηκε με δαπάνη του συμπολίτη μας μακαριστού Μητροπολίτη Σάμου και Ικαρίας Παντελεήμονα Μπαρδάκου, και με θέλησή του αποτελεί ιδιοκτησία και μετόχι της Ι. Μ. Προφήτη Ηλία Βιλίων, του οποίου επίσης είναι ιδρυτής και κτήτορας, όπου μοναχή και αργότερα ηγουμένη ήταν εκεί η αδελφή του Μακρίνα.

Σύμφωνα με μαρτυρίες συμπολιτών μας, που τον γνώριζαν καλά, ο φωτισμένος Ιεράρχης, έτρεφε απεριόριστη αγάπη προς τη γενέτειρά του Ερμιόνη και παρά τη σημαντική ιερατική διαδρομή του μακριά από αυτήν, ποτέ δεν έπαυσε να την επισκέπτεται και να έχει πνευματική επαφή με τους συμπολίτες του. Διακαής πόθος του πάντοτε, ήταν η ανέγερση εκκλησίας αφιερωμένης στην Αγία Ερμιόνη, «Eις Δόξαν Θεού και Τιμήν Αγίας Ερμιόνης», όπως αναγράφει η μαρμάρινη πλάκα στην είσοδο του ναού, ως «αντίδωρο» της ευγνωμοσύνης του στο τόπο, που γεννήθηκε.

Ιερός Ναός Αγίας Ερμιόνης

Ιερός Ναός Αγίας Ερμιόνης

Κατάλληλο χώρο γι’ αυτό θεωρούσε το λόφο των Μύλων. Λόγω ησυχίας και έλλειψης υγρασίας πληρούσε τα κριτήρια, για να υλοποιήσει και το δεύτερο μελλοντικό μεγάλο στόχο του, τη δημιουργία ενός γηροκομείου δίπλα στην εκκλησία, για να στεγάσει τους ηλικιωμένους της Ερμιόνης. Το οικόπεδο 2000 τ.μ. στους Μύλους, που είχε στη κατοχή του, ήταν κοντά σε σπίτια και δεν ήταν κατάλληλο για το σκοπό αυτό. Ωστόσο μετά από άοκνες προσπάθειες και κατάλληλες ενέργειες προς την Κοινότητα Ερμιόνης, επί Προεδρίας Μόδεστου Καρακατσάνη, με ομόφωνη απόφαση του Κ.Σ. ο σεβ. Παντελεήμων κατόρθωσε να ανταλλάξει αυτό με άλλο κοινοτικό χώρο δυτικότερα, δίπλα στην τότε δεξαμενή νερού της Ερμιόνης. Η Νομαρχία συμφώνησε και μετά από 2 χρόνια η παραχώρηση πήρε τη μορφή συμβολαίου. Λέγεται, ότι κατά την αρχαιότητα στο ίδιο σημείο υπήρχε ναός προς τιμή της Θεάς Ήρας.

Την εργολαβία της ανέγερσης του ναού, ανέλαβε ο Πάνος Παπαμιχαήλ (Πήτ), αδελφός του αείμνηστου αεροπόρου Μιχάλη Παπαμιχαήλ. Πολλοί συμπολίτες μας, όπως ο Νότης Παπαφράγκος, ο Νίκος Αραπάκης, ο Αργύρης Μέξης και άλλοι, που ως νέοι τότε εργάστηκαν για το κτίσιμο της Αγίας Ερμιόνης, θυμούνται με συγκίνηση και νοσταλγία τα χρόνια αυτά. Νοιώθουν περήφανοι για τη συμμετοχή τους και τονίζουν τη καθημερινή παρουσία, φροντίδα και πατρική αγάπη του Αρχιαμανδρίτη τότε Παντελεήμονα για το εργατικό προσωπικό και την αγωνία του για την αποπεράτωση του έργου.

Ο αγιασμός για τη τοποθέτηση του θεμέλιου λίθου, όπως φαίνεται σε μαρμάρινη πλάκα δεξιά της εισόδου έγινε στις 4 Σεπτεμβρίου 1966. Το έργο μετά από τρία χρόνια ολοκληρώθηκε και ένας νέος τόπος λατρείας και αγάπης, ένας ιερός χώρος, ο «οίκος» της Αγίας Ερμιόνης είναι γεγονός.

Στην τελετή για τα θυρανοίξια – εγκαίνια του ναού, το Σεπτέμβριο του 1969, πλήθος πιστών της Ερμιόνης ανηφόρησαν προς τους Μύλους, για να θαυμάσουν το ολόλευκο νέο εκκλησάκι, που φάνταζε εντυπωσιακό, για να προσκυνήσουν την εικόνα της Αγίας Ερμιόνης, να ζητήσουν τη χάρη και την ευλογία της και βέβαια να συγχαρούν και να ευχαριστήσουν τον κτήτορα για τη μεγάλη προσφορά του στο τόπο. Σε μια πανηγυρική και κατανυκτική Θεία Λειτουργία, που έγινε χοροστατούντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Ύδρας Σπετσών Αιγίνης και Ερμιονίδας κ.κ. Ιερόθεου και με τη συμμετοχή του Αρχιμανδρίτη Αγαθάγγελου, προϊσταμένου της ενορίας του Αγίου Λουκά Πατησίων, συνοδοιπόρου του Μητροπολίτη μας και των ιερέων της περιοχής, ο κτήτορας με φανερή τη χαρά και τη συγκίνησή του, βλέποντας το όνειρό του να πραγματοποιείται, ευχαρίστησε τον Πρόεδρο και το Κ.Σ. της Κοινότητας Ερμιόνης, για την παραχώρηση – ανταλλαγή του οικοπέδου και αποκάλυψε επίσημα πια, ότι μελλοντικός του στόχος ήταν η ανέγερση Ιδρύματος Ευγηρίας νότια της εκκλησίας.

Ήταν μια πολύ σημαντική ημέρα για αυτόν, για τις αρχές του τόπου, αλλά και για τους πιστούς συμπολίτες μας, ιδιαίτερα εκείνους της περιοχής των Μύλων. Όλοι είχαν τη πεποίθηση, ότι αυτός ο ναός που έβλεπαν μπροστά τους, αν και ήταν μικρός, θα σηματοδοτούσε αιώνια τη σύνδεση της Αγίας Ερμιόνης με το όνομα της πόλης μας.

Το 1968, μετά από προτροπή του π. Παντελεήμονα και πρόταση του τότε Κοινοτικού Συμβουλίου Ερμιόνης, εκδόθηκε το 830/21-11-68 Β.Δ. (ΦΕΚ 289/1068) σύμφωνα με το οποίο, η 4η Σεπτεμβρίου, γιορτή της Αγίας Ερμιόνης, καθορίστηκε ως επίσημη τοπική αργία.

Την ίδια χρονιά, ο Εμποροεπαγγελματικός Σύλλογος της Ερμιόνης ανακήρυξε την Αγία Ερμιόνη ως προστάτιδα των εμπόρων και επαγγελματιών της πόλης και κάθε χρόνο τιμούσε τη μνήμη της με ιδιαίτερη λαμπρότητα. Όλα τα καταστήματα παρέμειναν κλειστά, κανένας επαγγελματίας δεν εργαζόταν και σύσσωμο το Δ.Σ. και τα μέλη του παρευρίσκονταν στον πανηγυρικό εσπερινό και τη Θεία Λειτουργία, όπου τελούσαν και αρτοκλασία.

Μετά από 22 χρόνια (1990), οι Κοινοτικοί Σύμβουλοι Η. Δρούζας, Α. Λεμπέσης, Σ. Κούστας, Κ. Κωστελένος και Π. Μαυρομιχάλη, λαμβάνοντας υπόψη τη μεγάλη ιστορία του Ι. Ν. των Ταξιαρχών, αλλά και τη θρησκευτική παράδοση του τόπου, υπέβαλαν αίτημα στο Κ.Σ. για τροποποίηση του Β.Δ. και τον καθορισμό της 8ης Νοεμβρίου ως επίσημης τοπικής αργίας. Το Κ.Σ. με Πρόεδρο τον Γ. Καρακατσάνη, αφού πήρε την έγκριση των τοπικών φορέων, τη σύμφωνη γνώμη του Μητροπολίτη Υδρας, Σπετσών, Αιγίνης και Ερμιονίδος κκ. Ιερόθεου, αλλά και τη συγκατάθεση του Μητροπολίτη Σάμου και Ικαρίας κ.κ Παντελεήμονα, έκανε τις απαραίτητες ενέργειες και στις 7-7- 1995 το Υπουργείο Εσωτερικών με τροποποίηση του σχετικού Νόμου καταργούσε το Β.Δ. και καθιέρωνε ως επίσημη αργία της Ερμιόνης την 8η Νοεμβρίου, εορτή των Ταξιαρχών. Το γεγονός αυτό, συνέπεσε με την ανακήρυξη της Κοινότητος Ερμιόνης σε Δήμο και στις 8 Νοεμβρίου 1995 στο Μητροπολιτικό Ναό των Παμμεγίστων Ταξιαρχών, γιορτάστηκε για πρώτη φορά πανηγυρικά και με ιδιαίτερη λαμπρότητα.

Ο μακαριστός Μητροπολίτης Παντελεήμων Μπαρδάκος

Ο μακαριστός Μητροπολίτης Παντελεήμων Μπαρδάκος

Στις 13 Ιουλίου 1974, ο Παντελεήμων εκλέγεται Μητροπολίτης Σάμου και Ικαρίας και αφοσιώνεται ολοκληρωτικά στο ύψιστο λειτούργημά του, ως Ποιμενάρχης μιας ακριτικής Μητροπόλης. Οι πολλαπλές του απασχολήσεις δεν του επέτρεψαν να υλοποιήσει το όραμά του δηλαδή την ανέγερση του Γηροκομείου. Ποτέ όμως αυτός δεν έλειψε από τον εορτασμό της Αγίας Ερμιόνης και κάθε χρόνο 3 και 4 Σεπτεμβρίου χοροστατούσε στο πανηγυρικό Εσπερινό και τη Θεία Λειτουργία, μέχρι την 1η Ιουλίου 1995 που κοιμήθηκε. Τα οστά του βρίσκονται σε μαρμάρινο οστεοφυλάκιο στην Ι.Μ. Προφήτη Ηλία Βιλίων.

Εξετάζοντας την αρχιτεκτονική της εκκλησίας παρατηρούμε ότι το σχέδιο της πλησιάζει τη μορφολογία της νησιώτικης εκκλησίας. Είναι μια καμαροσκέπαστη εκκλησία στον τύπο της μονόχωρης Βασιλικής με τρεις εισόδους, μια δυτικά και δύο νότια, με τη μικρότερη να είναι η είσοδος στο Ιερό Βήμα, το οποίο είναι ευδιάκριτο από τη μοναδική κόγχη του, πίσω από την Αγία Τράπεζα. Το καμπαναριό είναι σχετικά ψηλό για τις διαστάσεις της εκκλησίας, μονόλοβο, με μια μικρή καμάρα στη βάση του, χαρακτηριστικό των νησιώτικων καμπαναριών, κυρίως των νησιών του Αργοσαρωνικού και ιδιαίτερα της Ύδρας και των Σπετσών.

Σήμερα, σχεδόν 50 χρόνια μετά, το εκκλησάκι της Αγίας Ερμιόνης, ένα από τα στολίδια της πόλης μας, απλό, καλοδιατηρημένο, νοικοκυρεμένο και πάντα καθαρό εξωτερικά και εσωτερικά, με την καθημερινή σχεδόν φροντίδα της Γιάννας και του Δέδε Κοντόπουλου, στέκει εκεί ψηλά ως πνευματικός φάρος, εκπέμποντας την αγάπη της Αγίας Ερμιόνης ως πέπλο προστασίας πάνω από τη πόλη μας, φωτίζοντας τα βήματα των πιστών.

Αν βρεθείς εκεί, η ομορφιά του τοπίου θα σε αναγκάσει, να σταθείς για λίγο, να αισθανθείς την ιερότητα και την απλότητα της Αγίας Ερμιόνης, να πάρεις την ευλογία της, να νοιώσεις μια απέραντη γαλήνη και να απομακρυνθείς για λίγο από τη ζάλη των καθημερινών εγκόσμιων προβλημάτων. Θα καθίσεις τότε ήρεμος στο παγκάκι, θα απολαύσεις το τοπίο και θα αγναντέψεις την υπέροχη θέα. Βόρεια απλώνεται ο κάμπος της Ερμιόνης με τα περιβόλια και τις ελιές. Νότια ο όρμος Κάπαρι, η Μαγ(κ)ούλα, το Ποδάρι, τα Ευκάλυπτα και πιο πέρα το Μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων. Ανατολικά, μπροστά σου απλώνεται το λιμάνι της Ερμιόνης και το Μπίστι, το Κρόθι με τον Άγιο Γεράσιμο και το Μύλο και στο βάθος η Ύδρα και τα Τσελεβίνια. Οι ανθισμένοι θάμνοι, η μυρωδιά του θυμαριού, το κελάηδημα των πουλιών και το αεράκι που, φυσάει σχεδόν μόνιμα, θα σε αναζωογονήσει. Δεν θα θέλεις να φύγεις! Αν

προχωρήσεις προς τα δυτικά, στα πενήντα μέτρα θα δεις την όμορφη πετρόκτιστη εκκλησία του Αγίου Νικοδήμου και σε πέντε λεπτά ένας πανέμορφος χωμάτινος δρόμος ανάμεσα σε πεύκα θα σε βγάλει στην καινούρια δεξαμενή νερού της Ερμιόνης.

Στις 4 Σεπτεμβρίου, η Αγία Ερμιόνη γιορτάζει. Την παραμονή γίνεται πανηγυρικός εσπερινός με αρτοκλασία και ανήμερα Θεία Λειτουργία. Πολλοί πιστοί συμπολίτες μας κάθε ηλικίας, ανηφορίζουν στους Μυλους με ευλάβεια, να προσκυνήσουν την εικόνα της Αγίας, να πάρουν τη χάρη της και να ζητήσουν να θεραπεύσει τις ασθένειές τους, αφού η Αγία Ερμιόνη ήταν και θαυματουργή Ανάργυρη Γιατρός.

Θα μοιραστώ μαζί σας μια ιστορία, που μου διηγήθηκε η μοναχή Ν. της Ιεράς Μονής Προφήτη Ηλία Βιλίων, σε επίσκεψή μου εκεί, που είχε ακούσει από τον μακαριστό Παντελεήμονα και χαρακτήρισε ως θαύμα:

«Μια γυναίκα έπασχε από ανίατη ασθένεια. Οι γιατροί είχαν εξαντλήσει τις δυνατότητες της επιστήμης και η ίδια είχε εναποθέσει πλέον τις ελπίδες της στο Θεό. Ένα βράδυ είδε στον ύπνο της την Αγία Ερμιόνη, σε μια άσπρη εκκλησία, η οποία της ζήτησε να την επισκεφθεί εκεί, στο «σπίτι» της και ως γιατρός θα την θεραπεύσει. Η πίστη και η ελπίδα της φούντωσαν και αμέσως άρχισε να ψάχνει μέρη που βρίσκονται εκκλησίες της Αγίας Ερμιόνης, για να την επισκεφθεί και να ζητήσει τη χάρη της. Όταν έμαθε ότι στην Ερμιόνη Αργολίδος υπάρχει εκκλησία της Αγίας Ερμιόνης, πήρε το καράβι, έφτασε στο λιμάνι, ρώτησε πού είναι η Αγία Ερμιόνη και ανηφόρησε γρήγορα για τους Μύλους. Μόλις έφτασε εκεί, με δέος αντίκρισε την ίδια ακριβώς εκκλησία, που είχε δει στο όνειρό της, κάτασπρη ανάμεσα στα πεύκα, στον ίδιο λόφο, στην ίδια τοποθεσία, στο ίδιο εξωτερικό περιβάλλον. Αυτή τότε συγκινημένη γονάτισε, έκλαψε, προσκύνησε ευλαβικά, ζήτησε τη χάρη της Αγίας και προσευχήθηκε ζητώντας να τη θεραπεύσει. Η Ανάργυρη γιατρός Αγία Ερμιόνη τη δέχθηκε στο σπίτι της και τη γιάτρεψε».

Ο Βασίλης Μέξης, επίσης μου διηγήθηκε μια παρόμοια περίπτωση: «Ένα απόγευμα, που καθόμασταν στο παγκάκι, μας πλησίασε μια άγνωστη κυρία, που συστήθηκε ως καθηγήτρια και μας ρώτησε αν είναι ανοικτή η εκκλησία, για να προσευχηθεί. Στη συζήτηση που είχαμε μαζί της, μας είπε ότι είχε δει στον ύπνο της την Αγία Ερμιόνη, έξω από ένα εκκλησάκι, η οποία της ζήτησε να έλθει στο «σπίτι» της να προσκυνήσει και να πάρει τη χάρη της. Η κυρία που ήταν από την Εύβοια, έψαξε, βρήκε ότι στην Ερμιόνη υπάρχει εκκλησία της Αγίας. Ήλθε και με έκπληξή της, είδε ότι ήταν μπροστά στο ίδιο εκκλησάκι, αυτό ακριβώς που είχε δει στο ύπνο της».

Όσοι κατοικούμε στους Μύλους ή στη περιοχή της Αγίας Ερμιόνης όπως συνηθίζουμε να λέμε τα τελευταία χρόνια, νιώθουμε τυχεροί και ευγνώμονες, που υπάρχει στη γειτονιά μας η εκκλησία της Αγίας Ερμιόνης. Θεωρούμε ότι μας προστατεύει και μαζί με όλους τους συμπολίτες μας, ευχαριστούμε τον Μακαριστό Μητροπολίτη Παντελεήμονα για την ανέγερση αυτού του ναού, που συμβολίζει την αιώνια σύνδεση της Αγίας Ερμιόνης με την πόλη μας.

 

Γεώργιος Ν. Φασιλής

 

Πηγές


 

  • Ιερά Μονή Προφήτη Ηλία- Βίλια Αττικής.
  • «Το Φιλώτι και το ιστορικό εκκλησιαστικό μνημείο της Παναγίας Φιλωτίτισσας», Ιωάννη Ησαία.
  • «Η εν Ερμιόνη Γ’ Εθνοσυνέλευσις», Ιωάννη Μάλλωση.
  • Αρχείο Δημοτικής Κοινότητας Ερμιόνης.
  • Μαρτυρίες Ερμιονιτών.

 

* Ελένη Δάκη- Καλαμαρά

** Γεώργιος Ν. Φασιλής

  «Στην Ερμιόνη άλλοτε και τώρα», περιοδική έκδοση για την ιστορία, την τέχνη, τον πολιτισμό και την κοινωνική ζωή της Ερμιόνης, τεύχος 17, Οκτώβριος, 2015.  

 

Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »

Ιερός Ναός Γενεσίου Θεοτόκου Ναυπλίου


 

Ο Ιερός Ναός της Γεννήσεως της Θεοτόκου πίσω από το σημερινό Αρχαιολογικό Μουσείο (παλαιό Οπλοστάσιο κατά την Β’ Ενετική κυριαρχία 1686-1715), είναι κτίσμα μεταβυζαντινό του 15ου αιώνα (αρχές 16ου;), για το οποίο δυστυχώς δεν υπάρχει σύγχρονή του γραπτή μαρτυρία.

 

Ο Ιερός Ναός της Γεννήσεως της Θεοτόκου Ναυπλίου. Δημοσιεύεται στο: Σέμνη Καρούζου, «Το Ναύπλιο», εκδ. Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, 1979.

Ο Ιερός Ναός της Γεννήσεως της Θεοτόκου Ναυπλίου. Δημοσιεύεται στο: Σέμνη Καρούζου, «Το Ναύπλιο», εκδ. Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, 1979.

 

Ιερός Ναός Γενεσίου Θεοτόκου - Άποψη εσωτερικού χώρου και τέμπλου. (Φωτογραφία από τον ιστότοπο, Εικονική περιήγηση στο Ναύπλιο).

Ιερός Ναός Γενεσίου Θεοτόκου – Άποψη εσωτερικού χώρου και τέμπλου. (Φωτογραφία από τον ιστότοπο, Εικονική περιήγηση στο Ναύπλιο).

Πρόκειται για τρίκλιτη βασιλική χωρίς τρούλο, ξυλόστεγη, με έξι κολώνες (συν δύο επάνω από τον δυτικό τοίχο, σύνολο οκτώ κολώνες) στο εσωτερικό της, που επιστέφονται από γύψινα, κορινθιακού ρυθμού κιονόκρανα. Ο νάρθηκας του ναού ανήκει χρονικά πιθανότατα στα τελευταία χρόνια της Β’ ενετικής κυριαρχίας, την εποχή της ανακαίνισής του, 1708-1714. Το δυτικής τεχνοτροπίας ξυλόγλυπτο τέμπλο φιλοτεχνήθηκε το 1870. Το παλαιό κωδωνοστάσιο ανεγέρθηκε, όπως αναγράφεται στη σχετική επιγραφή, το 1907.

Είναι τρισυπόστατος ναός, ο οποίος τιμάται στη μνήμη: Γενεσίου της Θεοτόκου, του Αγίου Αναστασίου του Ναυπλιέως (Βόρειο κλίτος) και του Αγίου Δημητρίου (νότιο κλίτος). Μερικές εικόνες (άγιος Νικόλαος, Απότομη Κεφαλής του Προδρόμου και οσία Ματρόνα Χιοπολίτισσα) ιστορήθηκαν κατά την Επανάσταση του 1821 και λίγα χρόνια αργότερα.

Κατά την εποχή της Β’ ενετοκρατίας ήταν ο κύριος ορθόδοξος ναός, δεδομένου ότι ο Άγιος Γεώργιος ανήκε στους καθολικούς, ενώ στην Αγία Σοφία μόλις το 1780 πρωτοδόθηκε άδεια από τους Τούρκους να τον λειτουργήσουν οι Ναυπλιώτες. Στην απογραφή της εκκλησιαστικής περιουσίας το 1696 απογράφονται στην περιοχή – ενορία του ναού – 12 οικογένειες συνολικού αριθμού ατόμων 46, όλες ξένων εποίκων.

Η ελιά του Μηνιάτη στην πλατεία της Παναγίτσας. Δημοσιεύεται στο: Σέμνη Καρούζου, «Το Ναύπλιο», εκδ. Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, 1979.

Η ελιά του Μηνιάτη στην πλατεία της Παναγίτσας. Δημοσιεύεται στο: Σέμνη Καρούζου, «Το Ναύπλιο», εκδ. Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, 1979.

Η Παναγία του Ναυπλίου είναι συνδεδεμένη με το μαρτύριο του Νεομάρτυρα Αναστασίου, που κατά την παράδοση οι Τούρκοι βασάνισαν την πρώτη Φεβρουαρίου του 1655 στην ελιά που υπάρχει ακόμα στη βορινή πλευρά του ναού. Στην πλατεία της Παναγίας έχει στηθεί προσκυνητάρι. Στον περίβολο της ιστορικής ελιάς στα βόρεια του ναού, αλλά και από τον άμβωνα του ναού κήρυττε, σύμφωνα με την παράδοση, ο μεγάλος κεφαλλονίτης εκκλησιαστικός ρήτορας Ηλίας Μηνιάτης μεταξύ των ετών 1708 και 1714. Πίσω από την αψίδα του ιερού βρίσκονται τα μνήματα του ιερέως του ναού Παναγιώτη Καμαριώτη (1785-1853) και της μητέρας του πρωθυπουργού Ιωάννη Κωλλέτη.  

 

Πηγή


  • Ευάγγελος Μαστέλλος, «Ο Ιερός Ναός Γενεσίου Θεοτόκου στο Ναύπλιο…», Ναυπλιακά Ανάλεκτα, VI (2007).  

 

Read Full Post »

Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου Ναυπλίου


 

Ο Ιερός Ναός του Αγίου Νικολάου, προστάτη των ναυτικών, κτίστηκε δίπλα στο λιμάνι, το 1713, από τον Αυγουστίνο Σαγρέδο προβλεπτή του στόλου, επάνω σε προσχώσεις έξω από τα βόρεια τείχη της πόλεως, στην τότε συνοικία του «Αιγιαλού».

 

Ο παλαιός Άγιος Νικόλαος και το Ηρώο στην παραλία Ναυπλίου. Δημοσιεύεται στο: Ιωάννου Αθ. Γιαννόπουλου, Πρωτοπρεσβύτερου, « Ιεροί Ναοί Ναίδρια  & Εφημέριοι αυτών της πόλεως Ναυπλίου », Ναύπλιον 2008.

Ο παλαιός Άγιος Νικόλαος και το Ηρώο στην παραλία Ναυπλίου. Δημοσιεύεται στο: Ιωάννου Αθ. Γιαννόπουλου, Πρωτοπρεσβύτερου, « Ιεροί Ναοί Ναίδρια & Εφημέριοι αυτών της πόλεως Ναυπλίου », Ναύπλιον 2008.

 

Ιδρύθηκε προς τιμήν του Αγίου Νικολάου, προστάτη των Ενετών ναυτικών, σε αντικατάσταση παλαιότερου ναού του Αγίου Νικολάου, που βρισκόταν μέσα στα τείχη της πόλεως, όπως αναφέρεται στην εντοιχισμένη πλάκα, που βρίσκεται στην πρόσοψη του ναού:

 

HANC DIVI NIKOLAI ECCLESIAM NAUTARUM PROTECTORIS AUGUST(INUS) SAGREDO PROV(ISOR) CLASSIS MARIS

EX URBE TRANSLATAM

LITORI DEGENTIUS CONSTRUENDAM PRAECEPIT ADIVIT.

ANNO M.D CC.XIII.

 

Την Εκκλησίαν ταύτην του Αγ. Νικολάου Προστάτου των ναυτιλλομένων

Ο Αυγουστ(ίνος) Σαγρέδος Προβλ(επτής) του Στόλου

Εκ της πόλεως μετενεχθείσαν

εις την παραλίαν ευπρεπέστερον να οικοδομηθή διέταξε και συνετέλεσε

Εν έτει 1713

 

Η Εκκλησία Αγίου Νικολάου Ναυπλίου, τέλη 19ου αιώνα. Στις «Παλαιές φωτογραφίες του Ναυπλίου», ο κ. Γιάννης Μακρής σημειώνει για την φωτογραφία: Το Καμπαναριό του Αγίου Νικολάου έπαθε καθίζηση ένεκα σαθρού εδάφους. Για τον λόγο αυτό αποσυναρμολογήθηκε και πωλήθηκε στη Μητρόπολη Λεωνιδίου (σήμερα βρίσκεται στην Παναγιά Λεωνιδίου), το φθινόπωρο του 1932. Με τα χρήματα αυτά άλλαξαν τελείως την πρόσοψη του Ναού προσθέτοντας δύο ενσωματωμένα καμπαναριά.

Η Εκκλησία Αγίου Νικολάου Ναυπλίου, τέλη 19ου αιώνα. Στις «Παλαιές φωτογραφίες του Ναυπλίου», ο κ. Γιάννης Μακρής σημειώνει για την φωτογραφία: Το Καμπαναριό του Αγίου Νικολάου έπαθε καθίζηση ένεκα σαθρού εδάφους. Για τον λόγο αυτό αποσυναρμολογήθηκε και πωλήθηκε στη Μητρόπολη Λεωνιδίου (σήμερα βρίσκεται στην Παναγιά Λεωνιδίου), το φθινόπωρο του 1932. Με τα χρήματα αυτά άλλαξαν τελείως την πρόσοψη του Ναού προσθέτοντας δύο ενσωματωμένα καμπαναριά.

 

Εσωτερικό του  Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου.  (Φωτογραφία από τον ιστότοπο, Εικονική περιήγηση στο Ναύπλιο).

Εσωτερικό του Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου. (Φωτογραφία από τον ιστότοπο, Εικονική περιήγηση στο Ναύπλιο).

Ο Ναός είναι τρισυπόστατος, το μεσαίο κλίτος είναι αφιερωμένο στον Άγιο Νικόλαο, το δεξιό στους Αγίους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο και το αριστερό στους Τρείς Ιεράρχες. Από την εσωτερική διακόσμηση του φωτεινού αυτού ναού διακρίνονται για την καλλιτεχνική τους αξία ο δεσποτικός θρόνος, ο κεντρικός – ρωσικής τέχνης – πολυέλαιος και οι μεγάλες δεσποτικές εικόνες του τέμπλου των ετών 1848-1849 έργα του γνωστού ταλαντούχου αγιογράφου των χρόνων της Εθνικής Παλιγγενεσίας Ιωάννου Δημάδη. Ο σημερινός ναός του Αγίου Νικολάου είναι νεότερος, εγκαινιάσθηκε στις 29 Φεβρουαρίου 1836. Η αρχική μορφή του ναού έχει πλέον αλλάξει από μεταγενέστερες προσθήκες (πρόσοψη, κωδωνοστάσιο).

Ο ναός του Αγίου Νικολάου Ναυπλίου, σήμερα. (Φωτογραφία από τον ιστότοπο, Εικονική περιήγηση στο Ναύπλιο).

Ο ναός του Αγίου Νικολάου Ναυπλίου, σήμερα. (Φωτογραφία από τον ιστότοπο, Εικονική περιήγηση στο Ναύπλιο).

Στον περίβολο του Ναού βρίσκεται η προτομή του εφημερίου του ναού Αρχιμανδρίτη Ιερόθεου Μπαζιώτη, που σκοτώθηκε στις 12 Ιανουαρίου 1941, στο Πόγραδετς της Βόρειας Ηπείρου, ως έφεδρος στρατιωτικός ιερέας, με το βαθμό του υπολοχαγού.

Στις 6 Δεκεμβρίου, το λιμενικό της πόλης του Ναυπλίου γιορτάζει με μεγαλοπρέπεια τον προστάτη του Άγιο Νικόλαο, με λιτάνευση της θαυματουργής εικόνας του Αγίου καθώς και του τεμαχίου του ιερού λειψάνου του, που φυλάσσεται στον ιερό ναό.

 

Πηγές 


  • Νέλλη Χρονοπούλου – Μάρω Βουγιούκα – Βασίλης Μεγαρίδης, «Οδωνυμικά του Ναυπλίου», έκδοση Δήμου Ναυπλιέων, 1994.
  • Ιωάννου Αθ. Γιαννόπουλου, Πρωτοπρεσβύτερου, « Ιεροί Ναοί Ναίδρια  & Εφημέριοι αυτών της πόλεως Ναυπλίου », Ναύπλιον 2008.
  • Ντιάνα Αντωνακάτου ,«Ναύπλιο  – Κείμενα και Εικόνες», Αθήνα 1988.
  • Εικονική περιήγηση στο Ναύπλιο (http://www.nafplio-tour.gr)
  • Γεωργίου Αθ. Χώρα, «Οι ιστορικοί ναοί και η «Αγία Μονή»  νησίδες Ελληνικότητας και Ορθοδοξίας», περιοδικό Επτά ημέρες, Καθημερινή, «Αφιέρωμα στο Ναύπλιο», Κυριακή 12 Νοεμβρίου 1995.

 

Read Full Post »

Ένας άγνωστος βυζαντινός ναός στην Αργολίδα. Ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος Παλιού Λιγουριού, Σταύρος Μαμαλούκος. Δελτίον XAE 12 (1984), Περίοδος Δ’. Στην εκατονταετηρίδα της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας (1884-1984), Αθήνα, 1986.

Αποθήκευση Έγγραφου: Ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος Παλιού Λιγουριού

Read Full Post »

Καμπαναριά


  

Ακούγεται ένα σήμαντρο – λυπητικά σημαίνει…

Γλαν, γλαν, γλαν, γλαν… Τι να ‘τυχε; Ποιος τάχα να πεθαίνει;

Αντήχησεν η λαγκαδιά. Γλαν, γλαν… αναστενάζει.

Ο θλιβερός αντίλαλος και τα’ αγεράκι σκιάζει.

Γλαν, γλαν… πάλε το σήμαντρο λυπητικά σημαίνει…

(Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, «Το σήμαντρο»)

 

Άγιοι Απόστολοι Ναυπλίου

Εύρος συναισθημάτων προκαλεί ο ήχος της καμπάνας και των ση­μάντρων που κοσμούν τις εκκλησίες και τα μοναστήρια της πατρίδας μας: από το κάλεσμα στις ιερές ακολουθίες και την επισήμανση των ιερών στιγμών της λατρείας έως την ειδοποίηση για χαρμόσυνα ή δυσάρεστα γεγονότα. Το κάλεσμα με σήμαντρα είναι γνωστό από την αρχαιότητα. Για την πρόσκληση του λαού σε τελετές και συναθροίσεις χρησιμοποιούνταν μεγάλα τεμάχια μετάλλου, κρεμασμένα σε σχοινιά που τα έκρουαν με μεταλλικές ή ξύλινες ράβδους. Η χρήση μικρών κωδώνων αναφέρεται και στη λατρεία των αρχαίων λαών: Σύρων, Αιγυπτίων, Ρωμαίων κ.ά.

Στο βιβλίο της Εξόδου αναφέρεται η ύπαρξη χρυσών κωδωνίσκων στις αρχιερατικές στολές. Αντιθέτως, για το κάλεσμα των Ισραηλιτών στις θρησκευτικές συγκεντρώσεις χρησιμοποιούνταν σάλπιγγες, με τις οποίες οι ιερείς γνωστοποιούσαν στο λαό τις νουμηνίες και τα Ιωβηλαία. Είχε θεσπιστεί η Εορτή των Σαλπίγγων την πρώτη του εβδόμου μηνός.

Είναι άγνωστο πότε έγινε η χρήση κωδώνων στη χριστιανική λατρεία για πρώτη φορά. Κατά την περίοδο των διωγμών οι πιστοί καλούνταν είτε με ενημέρωση στην απόλυση της προηγούμενης σύναξης είτε με τους «Θεοδρόμους» ή «Λαοσυνάκτες», οι οποίοι, με κίνδυνο της ζωής τους ειδοποιούσαν από πόρτα σε πόρτα για τον τόπο και το χρόνο της επομένης. Κατά την Τουρκοκρατία, την ειδοποίηση αναλάμβανε ο λεγόμενος από τους Έλληνες «κράκτης», από δε τους Τούρκους «τσεχενδεμίν νταβετσί» (δηλ. κλητήρας του Άδη).

 

Παναρίτι Αργολίδας (1905)

 

Μετά τους διωγμούς εισήχθησαν στους ναούς και στα μοναστήρια τα λεγόμενα «αγιοσίδερα», δηλ. σιδερένια ή ξύλινα σήμαντρα, που υπάρχουν μέχρι σήμερα. Οι μεγάλες καμπάνες για την πρόσκληση του λαού στις ιερές ακολουθίες εμφανίζονται αρχικά στη Δυτική Εκκλησία. Το όνομά τους το πήραν από την πόλη της Γαλλίας Καμπανία, όπου υπήρχε ονομαστός χαλκός.

Η ετυμολογία της λέξης «καμπάνα», που παραπέμπει στη λέξη «κάμπος» (όπου ο ήχος ακούγεται χωρίς εμπόδια από τις ψηλά κρεμασμένες καμπάνες) και αποδίδεται στον ιστορικό Βαλσαμώνα, δεν φαίνεται να ευσταθεί. Για λειτουργική χρήση οι καμπάνες εισήχθησαν πιθανόν από τον Πάπα της Ρώμης Σαβιανό. Ο Πάπας Ιωάννης ΚΓ’ εισήγαγε το λεγόμενο βάπτισμα των κωδώνων, δίνοντας ταυτόχρονα σε κάθε καμπάνα το όνομα ενός Αγίου.

 

Ζωοδόχος Πηγή, Κεφαλάρι Άργους

 

Στην Ανατολή κάποιος Βυζαντινός χρονογράφος αναφέρει ότι τον Θ’ αι. ο δούκας της Ενετίας Ούρσος χάρισε στον αυτοκράτορα Μιχαήλ δώδεκα μεγάλες καμπάνες, τις οποίες κρέμασε σε ιδιαίτερο πύργο στην αυλή της Αγίας Σοφίας. Πρώτη φορά τις έβλεπαν οι Βυζαντινοί, όμως τους άρεσαν τόσο, ώστε γενικεύτηκε η χρήση τους.

Οι Τούρκοι απαγόρευσαν τη χρήση τους κατά τη δουλεία, με εξαίρεση το Άγιον Όρος, τα Ιωάννινα και μερικά νησιά, για να μην ταράσσεται ο ύπνος των νεκρών Μουσουλμάνων, γιατί «ο κώδων είναι το μυστικόν όργανον του διαβόλου». Αντίθετα, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γερμανός γράφει: «το σήμαντρο αινίττεται τας των αγγέλων σάλπιγγας διεγείρει δε και τους αγωνιστάς προς τον των αοράτων εχθρών πόλεμον».

Οι πιο παλιές γνωστές καμπάνες συναντώνται τον όγδοο αιώνα. Η κατασκευή τους είναι χονδροειδής και αποτελείται από μεταλλικές πλάκες, συναρμολογημένες με σφυρηλατημένα καρφιά, όπως οι κατοπινοί λέβητες. Αργότερα επικράτησε η κατασκευή τους από χυτό ορείχαλκο άριστης ποιότητας. Η χρήση χρυσού ή ασημιού για καλύτερη ηχητική απόδοση ελέγχεται.

Το καμπαναριό είναι η θέση από όπου αντηχεί η καμπάνα με τη γλυκιά φωνή της. Στην Ανατολική Εκκλησία η θέση του καμπαναριού είναι στη δυτική πλευρά του ναού, ενσωματωμένο σ’ αυτόν ή σε ξεχωριστό κτίσμα, φτιαγμένο από πέτρα, μάρμαρο ή, σπανιότερα, σίδηρο. Ο αριθμός των καμπάνων ποικίλλει. Τα τελευταία χρόνια έκαναν την εμφάνιση τους οι ηλεκτρικές καμπάνες, καθώς και τα ρολόγια στις τέσσερις πλευρές των καμπαναριών, που χτυπούν και δείχνουν την ώρα.

 

Κείμενο: Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Σελλής

Έρευνα – φωτογραφίες : Γιώργος Αντωνίου

  

Πηγή


Read Full Post »

Εκκλησίες του Λιγουριού


  

Η πρώτη γνωστή μνεία του Λιγουριού υπάρχει σε έγγραφο του 1365 [i].

Ο Γενικός Έφορος Αρχαιοτήτων Μ. Μιτσός έχει ταυτίσει τον οικισμό με το κάστρο και τα λείψανα κτηρίων που εκτείνονται στην Α. πλαγιά του Αραχναίου, πάνω από τη θέση Παλιγουριό, περί τα 3 χλμ. ΒΑ. του σημερινού χωριού [ii].

Πότε ακριβώς έγινε η μεταφορά στη νέα θέση είναι άγνωστο. Πρέπει όμως να συνδέεται με την Pax Ottomanica, που επέτρεψε στους κατοίκους της Πελοποννήσου ν’ απλωθούν και να δημιουργήσουν οικισμούς έξω από τις οχυρές τειχισμένες θέσεις, που μέχρι και το 15ο αιώνα παρείχαν σχετικά ασφαλείς συνθήκες διαμονής.

Ήδη το 1700, στη γνωστή απογραφή Grimani, το Λιγουριό, με 448 κατοίκους, είναι το μεγαλύτερο χωριό του Territorio di Napoli di Romania και ένα από τα πολυπληθέστερα της Πελοποννήσου ( σε σύνολο 1532, μόνο 33 χωριά έχουν περισσότερους από 141 κατοίκους) [iii].

Σύμφωνα με το Φ. Κουκουλέ το όνομα του οικισμού πρέπει να προήλθε από τη λέξη ελαιογύριον – ελαιογυρείον – λεγουρείον – λιγουρείον – λιγουρειό, κατά το εμπόριον – εμπόρειον – εμπόρειο και γύλος – γουλί [iv].

Αρκετά είναι τα μνημεία της βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου, που σώζονται μέσα στο σημερινό οικισμό και την περιοχή του [v]. Στην παρούσα, σύντομη επισκόπηση [vi] δεν θα γίνει αναφορά στους παλαιοχριστιανικούς και μεταγενέστερους ναούς, που ιδρύθηκαν μέσα η κοντά στο χώρο του γειτονικού αρχαίου Ασκληπιείου. Θα ξεκινήσουμε από το βυζαντινό Ι. Ναό του Αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος, που βρίσκεται σε χαμηλή πλατεία, στο ΝΑ μέρος του οικισμού, και έχει μελετηθή από τον καθηγητή Χ. Μπούρα [vii].

  

Ιερός Ναός  Αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος


  

Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων. Άποψη από Ν. ΝΔ

Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων. Άποψη από Ν. ΝΔ

Ανήκει στο σταυροειδή εγγεγραμμένο δικιόνιο τύπο με τρούλλο και χρονολογείται στα τέλη του 11ου με αρχές 12ου αι. Λείψανα από την τοιχογράφηση που κάλυπτε τον κυρίως ναό και τον νάρθηκα, χρονολογούνται στο 12ο αι. Χρονολογικά έπεται ο ναός του Αγίου Ιωάννου  του Θεολόγου στη θέση Παλιγουριό, δίπλα στο δημόσιο δρόμο [viii].  Πρόκειται για δίστυλο, κατά τη γνώμη μου, εγγεγραμμένο ναό με τρούλλο, που πήρε τη σημερινή του μορφή πιθανώς κατά την περίοδο της β’ βενετοκρατίας (1685 – 1715).

Από τη βυζαντινή περίοδο (β’ μισό 11ου αιώνα) διατηρούνται ο Α. τοίχος με τις κόγχες, μεγάλο τμήμα της Ν. και μικρότερο της Β. πλευράς. Η τοιχοδομία είναι κατά τον ισόδομο πλίνθο – περίκλειστο σύστημα, αυστηρή, με περιορισμένη διακόσμηση. Στην ανακατασκευή της περιόδου της βενετοκρατίας μπορούν να αποδοθούν οι στέγες και ο κοντόχονδρος τρούλλος, οι κτιστοί πεσσοί, η Δ. όψη και το Ν. προστώο. Στην τοιχοδομία έχουν ενσωματωθή και μαρμάρινα μέλη από την προγενέστερη περίοδο. Ενδείξεις για τη χρονολόγηση της ανακατασκευής παρέχει ο στρογγυλός φεγγίτης (oculus) της Δ. πλευράς, το τετράγωνο περιθύρωμα της Δ. θύρας, του οποίου το τύμπανο γεμίζει με ορθογώνιους ψευδισόδομους λίθους (αντίστοιχα παραδείγματα στη Μονεμβασιά), η υφή της τοιχοδομίας του τρούλλου, χωρίς παχύ συνδετικό κονίαμα.

  

Ναΰδριο Αγίου Αθανασίου


 

Λιγουριό. Άγιος Αθανάσιος. Άποψη από ΒΔ

Το ναΰδριο του Αγίου Αθανασίου, περί τα 600 μ. ΝΔ του οικισμού, είναι μονόκλιτο θολοσκέπαστο κτίσμα, διαστ. 7,24 χ 3,27 μ., που απολήγει Α. σε ημικυκλική κόγχη. Το δάπεδό του είναι κατά 4 βαθμίδες χαμηλότερο από τη στάθμη του εδάφους. Η στέγη, δίρριχτη, καλύπτεται με κοίλα κεραμίδια. Ο φωτισμός είναι λιγοστός κι εξασφαλίζεται από τη μοναδική μικρή θύρα εισόδου στη Δ. πλευρά και στενό μονόλοβο παράθυρο, πάνω από την κόγχη του ιερού. Η τοιχοδομία είναι αμελής, αποτελουμένη από κοινή αργολιθοδομή και παρέμβλητα κομμάτια πλίνθων.

Επιγραφή πάνω από την είσοδο αναφέρει ότι ο ναός «εις τόπο λεγόμενο Λεγουρήου» ανακαινίσθηκε στις 6 Αυγούστου 1622.

Λιγουριό. Άγιος Αθανάσιος. Ο Επιτάφιος Θρήνος

Η ημερομηνία αυτή αποτελεί και ένδειξη για τη χρονολόγηση των τοιχογραφιών, που καλύπτουν όλες τις εσωτερικές επιφάνειες και το κτιστό τέμπλο [ix]. Το εικονογραφικό πρόγραμμα ανήκει στο Χριστολογικό κύκλο. Η διακόσμηση των πλαγίων τοίχων έχει κατανεμηθή σε τρείς καθ’ ύψος ζώνες. Στην κατώτερη εικονίζονται ολόσωμοι άγιοι. Στη μεσαία, μέσα σε τετράγωνα διάχωρα που ορίζονται από βαθυκόκκινη ταινία, ένδεκα στη σειρά σκηνές από το Βίο και το Πάθος του Χριστού  (από το γνωστό Δωδεκάορτο λείπει ο Μυστικός Δείπνος) και στο Α. άκρο του Β. τοίχου η Κοίμηση της Θεοτόκου.

Λιγουριό. Άγιος Αθανάσιος. Συλλειτουργούντες Ιεράρχες

Στην τρίτη ζώνη εκτείνεται ζωφόρος προφητών, σε δυο ημιχόρια εκατέρωθεν της κορυφής του θόλου, που διακόπτεται περί το μέσον της εκκλησίας από τον Παντοκράτορα, ο οποίος εικονίζεται μέσα σε κυκλικό πλαίσιο, περιβαλλόμενος από αγγέλους. Το Δ. τοίχο καταλαμβάνει μεγαλειώδης σύνθεση της Δευτέρας Παρουσίας, ενώ, στην αντίθετη κατεύθυνση, στον ημικύλινδρο της κόγχης, συναντούμε τέσσερις συλλειτουργούντες Ιεράρχες  και στο τεταρτοσφαίριο την Πλατυτέρα.

Από τεχνοτροπικής πλευράς παρατηρούμε ακρίβεια στο σχέδιο, σωστές αναλογίες, σφιχτό πλάσιμο, αυστηρότητα που αποκλείει την έκφραση ψυχικών καταστάσεων, απουσία εσωτερικής δυναμικής και πάγωμα των μορφών σε στιγμιαίες στάσεις (instantanés). Έχουμε απομακρυνθή από τη ρυθμική κίνηση όμορφων λυγερών κοριτσιών που χορεύουν συρτό στους Αίνους της μονής του Αγίου Μερκουρίου, περί τα 2,5 χλμ. Ν. του Λιγουριού, και ανήκουν στην ίδια χρονολογικά περίοδο.

Λιγουριό. Άγιος Αθανάσιος. Η Υπαπαντή

Ένας κόσμος τακτοποιημένος, που εκφράζεται με την ακρίβεια και συμμετρία των οικοδομημάτων και του βραχώδους τοπίου και τα στυλιζαρισμένα διακοσμητικά φυτικά ή γεωμετρικά κοσμήματα, σταθερός, με απαρασάλευτες αιώνιες αξίες, περιβάλλει τον πιστό. Ιδιαίτερη όμως μνεία πρέπει να γίνη για τα χρώματα. Στη ζωφόρο των προφητών το τρίχρωμο φόντο – μπλέ σκούρο, πράσινο, ανοικτότερο μπλέ – σπάει τη μονοτονία, τολμηροί συνδυασμοί στα ρούχα – μενεξελί με μπλέ, πράσινο με κόκκινο του κρασιού, λευκό με κόκκινο του κρασιού, μενεξελί με κόκκινο του κρασιού, ώχρα με μπλέ – φανερώνουν ότι η παράδοση της Παντάνασσας Μυστρά δεν έχει σβήσει. Ο ζωγράφος των προφητών επίσης, με τις πλούσιες πτυχώσεις των ενδυμάτων δείχνει ότι κατέχει την απόδοση του σωματικού όγκου.

Στην εκκλησία διακρίνονται τα χέρια δυο τουλάχιστον ζωγράφων. Στον πρώτο αποδίδονται οι ολόσωμοι άγιοι της Ν. πλευράς. Στο πρόσωπο απλώνεται ανοικτό ρόδινο σάρκωμα ενώ ο σκούρος καστανός προπλασμός πλάθει τα περιγράμματα και τονίζει το βάθος των παρειών και τις κόγχες των ματιών. Λευκές ψιμμυθιές στο μέτωπο, πάνω από τα φρύδια, κάτω από τα μάτια, δίπλα από τα πτερύγια της μύτης, τονίζουν τα χαρακτηριστικά. Στο δεύτερο ζωγράφο αποδίδονται οι ολόσωμοι άγιοι της Β. πλευράς. Ο καστανός σκούρος προπλασμός κυριαρχεί. Τα ανοίγματα (σαρκώματα) στις παρειές είναι κι αυτά σκούρα, κόκκινα. Οι ψιμμυθιές ελάχιστες, από τα φρύδια.

  

Ιερός Ναός Κοιμήσεως της Θεοτόκου


  

Λιγουριό. Κοίμηση της Θεοτόκου. Άποψη από ΝΑ

Ο Ι. Ν. Κοιμήσεως της Θεοτόκου βρίσκεται μέσα στον οικισμό και αποτελεί σημαντικό κτίσμα της β’ βενετοκρατίας στην Πελοπόννησο. Ανοίγοντας μικρή παρένθεση υπενθυμίζουμε ότι την περίοδο αυτή, χάρη στην ανεξιθρησκεία των Βενετών και την άσκηση ικανού αριθμού μαστόρων στα οχυρωματικά και άλλα έργα της βενετσιάνικης διοικήσεως, η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική γνώρισε σημαντική άνθηση. Κτίσθηκαν ευρύχωροι ναοί, περίοπτοι, σε επίκαιρες θέσεις των οικισμών, με επιμελημένη τοιχοδομία, ενώ εμφανίσθηκε και πάλιν ο επιβλητικός τύπος του σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με τρούλλο.

Η εκκλησία της Παναγίας ανήκει σ’ αυτόν ακριβώς τον τύπο, στην απλή τετρακιόνια παραλλαγή, με μια ιδιοτυπία. Το Δ. σκέλος έχει επεκταθή, με την προσθήκη ενός επιπλέον ζεύγους κιόνων, με αποτέλεσμα να δημιουργήται και η αίσθηση της δρομικότητας, που χαρίζει ο αρχιτεκτονικός τύπος της βασιλικής.

Ιδιοτυπία παρουσιάζει επίσης η κάλυψη των πλαγίων διαμερισμάτων. Αντί του συνήθους ημικυλίνδρου υπάρχει τεταρτοκύλινδρος, που βοηθά ώστε τα τόξα που συνδέουν τους κίονες να κατασκευάζωνται με μεγάλο άνοιγμα, ψηλά, και ο χώρος ν’ αποκτά ενότητα.

Πρόκειται για παλιά τεχνική μέθοδο (στην Πελοπόννησο συναντιέται για πρώτη φορά στις αρχές του 13ου αι., στη Βλαχέρνα της Ηλείας), που συνηθίζεται τόσο σε βυζαντινούς, όσο και σε μεταβυζαντινούς ναούς της περιοχής Σοφικού, από όπου φαίνεται ότι ήλθε και στο Λιγουριό.

Η τοιχοδομία είναι από στέρεη λιθοδομή. Στον πολυγωνικό τρούλλο διακρίνεται προσπάθεια για την απόδοση ισόδομου συστήματος, χωρίς παχύ συνδετικό κονίαμα, όπως και στον Άγιο Ιωάννη το Θεολόγο. Δεν λείπει και το χαρακτηριστικό κυκλικό oculus, πάνω από την πολυγωνική κόγχη του ιερού. Η εκκλησία είναι κατάγραφη. Πάνω από την είσοδο επιγραφή αναφέρει ότι

 

«ΑΝΗΓΕΡΘΗ ΕΚ ΒΑΘΡΟΝ ΓΗΣ ΚΑΙ ΑΝΙΣΤΟΡΗΘΗ Ο ΘΥΟΣ Κ(ΑΙ)

ΠΑΝΣΕΠΤΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΔΕΣΠΟΙΝΥΣ ΗΜΩΝ Θ(ΕΟΤΟ)ΚΟΥ

ΔΗΑ ΣΗΝΔΡΟΜΗΣ Κ(ΑΙ) ΕΞΟΔΟΥ ΤΑΥΤΗΣ ΧΩΡΑΣ Κ(ΑΙ) ΠΑΣΗΣ ΚΥΝΟΤΗΤΟΣ

ΑΡΧΙΕΡΑΤΕΥΟΝΤΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΦΙΛΕΣΤΑΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΗΜΩΝ ΚΥΡΙΟΥ ΙΑΚΟΒΟΥ

ΔΑΜΑΛΩΝ Κ(ΑΙ) ΠΕΔΙΑΔΟΣ. ΕΦΗΜΕΡΕΒΟΝΤΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΥΕΡΕΟΣ. ΙΩ(ΑΝΝΟΥ) ΥΕΡΕ(ΩΣ)  ΕΝ ΕΤΗ. ΑΨΑ (=1701). ΜΗΝ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ. ΚΖ (=27).

 

Λιγουριό. Κοίμηση της Θεοτόκου. Η Σταύρωση

Το εικονογραφικό πρόγραμμα περιλαμβάνει στην κατώτερη ζώνη ολόσωμους αγίους, πιο πάνω σειρά αγίων σε στηθάρια και ψηλά, στις καμπύλες επιφάνειες, σκηνές από το Θεομητορικό κύκλο ( 24 Οίκοι του Ακαθίστου) και το Χριστολογικό κύκλο ( Βίος, θαύματα και Πάθη του Κυρίου). Στο Δ. τοίχο απλώνεται μνημειακή παράσταση της Δευτέρας Παρουσίας και στη Δ. καμάρα μεγαλειώδης σύνθεση των Αίνων.

Την κόγχη του ιερού καταλαμβάνει η Πλατυτέρα και χαμηλότερα η Κοινωνία των Αποστόλων και συλλειτουργούντες Ιεράρχες. Στο κτιστό τέμπλο ψηλά είναι ζωγραφισμένοι οι Απόστολοι (Μεγάλη Δέηση) και χαμηλότερα μέσα σε αβαθείς κόγχες, ένθρονη Βρεφοκρατούσα, Χριστός Παντοκράτωρ και Ιωάννης ο Πρόδρομος.

Ο ζωγράφος των ολόσωμων αγίων αποδεικνύεται αρκετά ικανός στα πρόσωπα. Τα χαρακτηριστικά αποδίδονται με λεπτότητα. Με μικρές λεπτές πινελιές στη μύτη, τα μάτια και το λαιμό καταβάλλεται προσπάθεια ν’ αποδοθούν τα ατομικά χαρακτηριστικά, ακόμα και κάποιο κάλλος (Άγιος Δημήτριος, Αγία Μαρίνα). Το πλάσιμο γίνεται με το σκούρο προπλασμό, που καλύπτει μεγάλο μέρος του προσώπου, με περιορισμένα φωτεινά σαρκώματα και με λεπτές, πυκνές, παράλληλες ψιμμυθιές κάτω από τους οφθαλμούς. Τα ενδύματα είναι τυπικά, στυλιζαρισμένα, οι πτυχώσεις άτεχνες, η χρωματική κλίμακα περιορισμένη.

Ο λαϊκός ζωγράφος αγαπά τις πολυπρόσωπες συνθέσεις, οι μορφές του κατανέμονται σωστά στο χώρο και διακρίνονται για τις ζωηρές, αν και συχνά παγωμένες, κινήσεις. Τα πρόσωπα όμως παραμένουν ανέκφραστα, τα σώματα κοντά, οι κεφαλές και τα άκρα φαίνονται να έχουν επικολληθή εκ των υστέρων στα σώματα (Σταύρωση), τα κτήρια του βάθους, υπερμεγέθη, δεν συνοδεύουν αλλά επιβάλλονται στο κύριο θέμα. Τα χρώματα είναι λίγα και σκούρα. Κυριαρχούν το γκρίζο, το βαθύ κόκκινο και η ώχρα. Κάποτε μια μορφή ξεχωρίζει με έντονο κόκκινο. Περισσότερο στυλιζαρισμένος ακόμα είναι ο ζωγράφος της Μεγάλης Δεήσεως και της Κοινωνίας των Αποστόλων, που δίνει το περίγραμμα των προσώπων με έντονη καφέ πινελιά.

  

Ιερός Ναός Αγίας Μαρίνας


 

Λιγουριό. Αγία Μαρίνα. Άποψη από ΝΔ

Ο Ι. Ν. της Αγίας Μαρίνας βρίσκεται περί τα 300μ. Δ. του οικισμού και ανήκει στον απλό τετρακιόνιο σταυροειδή τύπο με τρούλλο. Στο Δ. μέρος απολήγει σε ευρύχωρο νάρθηκα. Οι κίονες και τα κιονόκρανα που στηρίζουν τον τρούλλο προέρχονται από αρχαίο υλικό. Ο ναός παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με την Κοίμηση της Θεοτόκου, τόσο στην αρχιτεκτονική διάταξη όσο και στη δομή.

Λιγουριό. Αγία Μαρίνα. Ο Άγιος Δημήτριος

Ο ναός είναι εν μέρει τοιχογραφημένος. Το κτιστό τέμπλο ( Μεγάλη Δέηση και χαμηλότερα η Αγία Μαρίνα, η Βρεφοκρατούσα, ο Παντοκράτωρ και ο Πρόδρομος), το εσωράχιο της Ωραίας Πύλης (Άγιος Ζωσιμάς και Οσία Μαρία η Αιγυπτία), οι πλάγιοι τοίχοι (ολόσωμοι Ιεράρχες, ο Άγιος Γεώργιος, ο Άγιος Δημήτριος και ο Άγιος Στυλιανός) έχουν ζωγραφηθή, σύμφωνα με επιγραφή στο τέμπλο, το 1713 . Πιθανότατα η τοιχογράφηση δεν συμπληρώθηκε λόγω των γεγονότων του 1715.

Ο ζωγράφος της Αγίας Μαρίνας  αγαπά τα κοσμήματα, φυτικά και γεωμετρικά, αν και στυλιζαρισμένα. Το ίδιο  στυλιζαρισμένες είναι και οι μορφές του, που διακρίνονται για τα φωτεινά πρόσωπα και τα ευγενικά χαρακτηριστικά. Κι εδώ η χρωματική κλίμακα είναι περιορισμένη.

 

Ισίδωρος Ι. Κακούρης

Επιμελητής Βυζ. Αρχαιοτήτων

 Πελοποννησιακά, Πρακτικά του Β’ Τοπικού Συνεδρίου Αργολικών Σπουδών ( Άργος 30 Μαΐου – 1 Ιουνίου 1986), Αθήναι, 1989. 

 (Στο κείμενο διατηρήθηκε η ορθογραφία του Συγγραφέα).

 

 
Υποσημειώσεις


  

[i] J. Lognon – P. Topping, Documents sur le régime des terres dans la Principauté de Morée au XIVe siècle, Paris 1969, 176.

[ii] Μ. Μιτσός, Το μεσαιωνικό Λιγουριό. Λιγουριό – Παλιγουριό,  Πρακτικά Α’ Συνεδρίου Αργολικών Σπουδών (Ναύπλιον 4 – 6. 12. 1976) Πελοποννησιακά. Παράρτημα αριθμ. 4. Εν Αθήναις 1979, 37 – 40.

[iii] Β. Παναγιωτόπουλος , Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου. 13ος – 18ος αιώνας. Αθήνα 1985, 235.

[iv] Φ. Κουκουλές, Τοπωνυμικά, Αθήνα 27 (1915), 160.

[v] Χ. Γιαμαλίδης, Αρχαίαι εκκλησίαι Επιδαύρου και των πέριξ χωρίων, Αθήνα 25 (1913), 405 – 429.

[vi] Ο σ. ετοιμάζει διδακτορική διατριβή με θέμα τις μεταβυζαντινές εκκλησίες του Λιγουριού και της Ν. Επιδαύρου (Πιάδας).

[vii] Χ. Μπούρας, Ο Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων Λιγουριού Αργολίδος, ΔΧΑΕ περ. Δ’, τ. Ζ’ (1973/74), 1 – 28.

[viii] Σ. Μαμαλούκος, Ένας άγνωστος βυζαντινός ναός στην Αργολίδα. Ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος Παλιού Λιγουριού, ΔΧΑΕ περ. Δ’ , τ. ΙΒ’ (1984), 409 – 439.

[ix] Η συντήρηση των τοιχογραφιών που παρουσιάζονται έχει γίνει από συνεργείο της Εφορίας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Σπάρτης, με επικεφαλής το συντηρητή έργων τέχνης κ. Σταύρο Παπαγεωργίου.

Read Full Post »

Older Posts »