Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Επίσκοποι’

Άγιος Πέτρος – Ο βιώσας το μεγαλείο του Πνεύματος


 

Πανηγυρικός λόγος εκφωνηθείς εις την αίθουσαν διαλέξεων του Φιλολογικού Συλλόγου Αργείων «ο Δαναός» την 3ην Μαΐου 1996 υπό του Θεοφιλεστάτου Επισκόπου κ. Μελίτωνος, Πρωτοσύγκελου της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών. 

 

Άγιος Πέτρος ο Άργους – Φώτης Κόντογλου

Η Ελληνική Ορθοδοξία αποτελεί τον πνευματικότερον καρπό του υπέροχου πνευματικού συνοικεσίου μπορούσαμε να πούμε, της ελληνικής διανοήσεως με­τά της χριστιανικής πίστεως. Το δε Βυζάντιο του οποίου έχουμε τόσες Άγιες μορφές, και ο σήμερον τι­μώμενος Άγιος, όπως δια­βάσαμε και στο στιχηρό το Βυζάντιο παρουσιάζει την εκ του λόγου τούτου μεγαλειώδη εναρμόνιση αυτών η οποία και προεβλήθη ως πραγματικότης εις τα πρό­σωπα των Αγίων της Εκκλησίας και ως επιστέγα­σμα της πνευματικής τελειώσεως της ανθρωπίνης προσωπικότητας.

Εκείνο το οποίον μπορούμε να χαρα­κτηρίσουμε σήμερα, είναι το κατά πόσον ο άνθρωπος είναι πρόσωπο. Η προσωπικότης του ανθρώπου, ο χα­ρακτήρας του ανθρώπου, η οντότης του ανθρώπου, εί­ναι ο άνθρωπος κάποιος ή είναι κάτι; Αυτό το οποίο έλεγε ο Σαρτρ, ο φιλόσοφος ο Γάλ­λος, μπορώ να μιλήσω για τον άνθρωπον, ως κάποιον ή ως κάτι; Είναι κάποιος. Έχει πρό­σωπο. Δεν είναι πράγμα, δεν είναι κάτι. Εφ’ όσον λοιπόν είναι πρόσωπο, πρέ­πει ως πρόσωπο να αντιμε­τωπίζεται και να βρίσκεται και να δρα και να κινείται μέσα στην κοινωνία.

Άρα λοιπόν η κοινωνία μας όταν μιλά για δικαιώμα­τα ανθρώπων, είναι για δι­καιώματα προσώπων. Όχι εκείνων που έχουν απαρ­νηθεί την ουσία προς τον εαυτόν τους, αλλά εκείνων που αγωνίζονται για να κρατήσουν αυτό που είναι. Η εν τω κόσμω λοιπόν υπε­ροχή και η θεία αποστολή του ανθρώπου έχει αξία μό­νον ως ελευθέρα και συνει­δητή τοποθέτησις της προσωπικότητας του κάθε αν­θρώπου έναντι των ιστορι­κών γεγονότων και των δι’ αυτών αποκαλυφθεισών αληθειών δια Ιησού Χρι­στού και της θείας απολυτρώσεως.

Η δε προβολή της υπεροχής αυτής, δια του βιώματος των Αγίων και Πατέρων της Εκκλη­σίας, εις την χορείαν των οποίων συγκαταλέγεται και ο σήμερον εορταζόμενος Άγιος Πέτρος Αρχιεπίσκο­πος Άργους και Ναυπλίας, μας δίνουν το δικαίωμα να ομιλώμεν περί μιας καθα­ρός χριστιανικής – θα μπο­ρούσαμε να πούμε – ανθρω­πολογίας και του ρόλου αυτής εις τον σήμερον σκληρά δοκιμαζόμενον κόσμον των αξιών, και του αν­θρώπου γενικότερον.  

Τοιουτοτρόπως, κατανοείται πλήρως η κεντρική θέσις, την οποία καταλαμβά­νει ο άνθρωπος. Σε οποιαδήποτε διδασκαλία και αν πάρουμε της Εκκλησίας, δεν εννοείται διδασκαλία Χριστιανική άνευ του παράγοντος άνθρωπος. Ο Χριστός δεν είναι λογοτέχνης, θαυματοποιός, επαναστάτης ή οτιδήποτε άλλο μπορούμε να τον ονομά­σουμε, μύστης ή άλλο τι στο προφητικό μεταφυσικό αξίω­μα μπορεί να είναι, πριν από όλα και πρώτα απ’ όλα είναι ο άνθρωπος. Άρα λοιπόν, η λέξις άνθρω­πος είναι το κλειδί όλης της διδασκαλίας και της προσπά­θειας της Ορθοδόξου θεολο­γίας και επιστήμης.

Που θέλε­τε να κοιτάξουμε; θέλετε να κοιτάξουμε μέσα στη θεολο­γία γενικώτερα, στη Χριστολογία, στην Κοσμολογία στην Επιστημολογία, τη Σωτηριολογία, την Εκκλησιολογία, την Εσχατολογία η ιδέα του αν­θρώπου ως εικόνος του Θεού επί της γης, και δια του Ιησού Χριστού μέχρι θεώσεως, ανακαίνισις αυτού. Περί ανακαινίσεως της εικόνας του προσώ­που του ανθρώπου γίνεται και επιτυγχάνεται μόνο μέσα εις την ζωήν της Εκκλησίας.

Ο Άγιος Πέτρος, όχι μόνο βιώνει την ιδέαν αυτή, αλλά την μεταλαμπαδεύει, από αιώνος εις αιώναν, από γενεάς εις γενεάν μέσω της τοπικής αυτής παλλαϊκής συνάξεως και πανηγύρεως.

Αν και κατά τον Αριστοτέλη – αν ρίξουμε μια ματιά στα με­ταφυσικά του- είναι κάτι πολύ σκληρό, αλλά είναι κάτι που άπτεται της ουσίας του αν­θρώπου. Η  διάνοια. Η διάνοια, λέει ο Αριστοτέ­λης είναι κάτι μεταξύ του νου και της ουσίας των πραγμά­των, δηλ. της αλήθειας. Κάπου μεταξύ νου και αλήθειας εκεί δημιουργείται η έννοια της διανοίας. Να μπορέσει ο άνθρωπος να χωνέψει το μυα­λό του. Ο Πλάτων (καθ’ ότι από την Ακαδημία Πλάτωνος προέρχομαι, επιτρέψατέ μου να έχω ιδιαιτέρα συμπάθεια στη διδασκαλία του) η έννοια – της νοήσεως δηλοί την αρμο­νία του νου προς όλην την δη­μιουργία. Αλλά λέει κάτι άλλο πολύ συγκεκριμένο, το οποίο έρχεται να το δείξει και ο λε­γόμενος από τους μη γνωρίζο­ντας τον Μαρξ ως άθεον, γιατί ήταν μια έρευνα που είχα κά­νει στη βιβλιοθήκη της Βιέν­νης ότι δεν υπάρχει αθεϊσμός στον Μαρξ. Αυτό που λέει ο Πλάτων, ο Θεός διαπαιδαγω­γεί δια της αρμονίας, το ίδιο έρχεται να πει και ο Μαρξ με τα χειρόγραφα του 1848.

Ότι όπως ο Θεός πλάθει τον άν­θρωπο, και τον θέτει μέσα στην δημιουργία, έτσι και ο Θεός δημιουργεί το περιβάλ­λον του ανθρώπου, έτσι ώστε μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον ο άνθρωπος να γίνει αυτό που πρέπει να είναι. Η προσωπικότης όμως του Αγίου Πέτρου δια της όλης αυτού παιδείας και νουθεσίας Κυρίου δια της εμπράκτου αυτού βιοτής και πολιτείας συνέβαλε και συμβάλλει απο­φασιστικώς εις την προβολήν και την βίωσιν της ανθρωπο­λογικής θεμελιώσεως της χρι­στιανικής πίστεως και της ελ­ληνικής διανοήσεως των αλη­θειών. Περί πνευματικής αξίας του ανθρώπου και της ενότη­τας αυτού μετά του περιβάλ­λοντος αυτού, φυσικόν και μεταφυσικόν και υπερφυσικόν κόσμον.

Φεύγει ο Άγιος Πέ­τρος. Εγκαταλείπει τα του κό­σμου και πορεύεται προς την έρημον. Τι είναι αυτή η φυγή; Μήπως το ίδιο δεν έπραξε και ο Απόστολος Παύλος μετά την κλήση; Έφυγε εις την έρημο. Και εκεί, λέγει ο Από­στολος Παύλος, υπερυψώθη πέραν του εβδόμου ουρανού και ήκουσε ρήματα, άρρητα.

Ο Άγιος εγκαταλείπει το Βυζάντιο, τη φασαρία, το κό­σμο, την οικογένειά του και έρχεται κάπου ερημίτης. Για ποιο λόγο; Για να ζήσει και να βιώσει ακριβώς αυτό το μεγα­λείο του πνεύματος. Φεύγει μακριά απ’ τον κόσμο – αυτό είναι το σπουδαίο- αλλά δεν αποξενώνεται του κόσμου. Δεν είναι αδιάφορος μετά του κόσμου. Το ότι φεύγει μα­κριά, συμπάσχει με τον κόσμο ακόμη και μακριά ευρισκόμε­νος. Και γι’ αυτό όταν ψά­χνουν να τον βρουν για να του αναθέσουν την διαποίμανση της πόλεως, έχει εντρυφύσει μέσα σ’ αυτή τη δυσκολία της πόλης, και ξε­φεύγει. Όχι από δειλία, αλλά η τόλμη. Ήταν η τόλμη εκείνη που τον αναγκάζει να προ­σπαθήσει να φέρει σε όλους στη γη με τη διδασκαλία του το ενάρετον βίωμά του και με την όλη γενικά παρουσία του.

Έρχεται όμως να δει την πραγματικότητα που λέγει ο Παύλος: ότι εμείς «ού το πνεύμα του κόσμου ελάβομεν, αλλά το εκ του Θεού ίνα ειδώμεν τα υπό του Θεού χαρισθέντα ημίν». Πως μπορείς να έχεις πνεύμα σοφίας, πνεύμα γνώσεως, εάν προη­γουμένως δεν έχεις δημι­ουργήσει αυτή την προϋπόθε­ση, ώστε να λάβεις πνεύμα Θεού και εδώ οδηγεί τη σημε­ρινή κοινωνία ο Απόστολος και Άγιος Πέτρος. Γίνεται ο ίδιος φως και ζωή. Φωτίζων και διαπρέπων, και διαπαιδωγωγών τους τότε και τους νυν δια της Χάριτος του Παρτός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.

 

Άγιος Πέτρος Επίσκοπος Άργους

 

Εκ των διασωθέντων βιο­γραφικών σημειωμάτων περί του Αγίου διακρίνουμε τα πρώτα άμεσα έπ’ αυτού ενερ­γήματα του Αγίου Πνεύματος, του Πνεύματος που αναζήτη­σε να ζήσει την ουσία του, αυτά ήτανε η σύνεσις. Να, τα χαρίσματα που απολαμβάνει: η σύνεσις, η σωφροσύνη, ο ενθουσιασμός, έλλαμψις, φω­τισμός, κατάνυξις, τουτέστιν η συγκίνησις επί των καθημε­ρινών προβλημάτων των αν­θρώπων και η θαυματουργική επί των καθημερινών προβλη­μάτων δύναμις κατά της επαγ­γελίας του Κυρίου, – δίδωμι την εξουσίαν κατά των πνευμάτων ακαθάρτων.

Δια­λύει τον διάβολον, γίνεται πραγματικά, υπέρτερος πά­σης άλλης δυνάμεως και έρχεται δια της θεραπευτικής αυτής ιδιότητος που του δί­νει ο Θεός να θεραπεύσει πάσαν νόσον και κάθε άλλη ανάγκη μέσα στον λαόν της Αργολίδος.

Οι σχέσεις του όμως με τον έτερον όσιον, τον Όσιον Θεοδόσιον, – γιατί υπάρχει και άλλη μια προσωπικότης που πρέπει να την αναφέρουμε, εκείνη την εποχή, εξ Αθηνών εκεί­νος ευρισκόμενος εις το Άργος. Γνωρίζουμε την ταλαιπωρίαν που υπήρχε. Το ότι ο Άγιος Πέτρος κατα­λαμβάνει την πλάνη του, το πόσο είχε πλανηθεί εναντίον εκείνου του ανδρός δεν είναι αξιοσημείωτο μό­νο αυτό το γεγονός.

Η Συνάντησις – Άγιος Πέτρος Επίσκοπος Άργους – Όσιος Θεοδόσιος ο Νέος. Αγιογράφοι: Βασίλης Δήμας – Γιώργος Αγγελής. Τοιχογραφία. Ιερός Ναός Αγίου Βασιλείου Άργους.

Αλλά δεν στέκει στην ανακά­λυψη της πλάνης. Δεν λέει εγώ είμαι επίσκοπος και θα κάνω εκείνο που πρέπει να κάνω. Θα κάτσω εγώ με το μοναχό να ασχοληθώ; Όχι. Αλλά αφυπνίζεται το πλανηθέν πνεύμα του και ψά­χνει για την αλήθεια. Και βρίσκει την αλήθεια και αποκαθιστά, κάνει μία γενικώτερη ανασυγκρότηση όλων των δυνάμεων έπ’ αγαθώ του ποιμνίου του. Αλλά και για τους έχοντας ακόμη αυτή την νοσηράν γνώσιν περί Θεού, νοσηράς γνώσεις που ταλαιπωρούν μέχρι σήμερα τους κατοί­κους, ιδιαίτερα της Πελο­ποννήσου (δεν θα έλεγα μόνο του Άργους, αλλά και μιας άλλης ομάδας ανθρώ­πων των μεγαλουπόλεων). Των ανθρώπων που νομί­ζουν ότι όλα προέρχονται εκ της μαγείας, ή δια της μαγείας μπορούμε να πετύ­χουμε, ή οτιδήποτε άλλο πρόβλημα.

Γι’ αυτούς λοιπόν που έχουν νοσηράν γνώσιν περί του Θεού και τους αναζη­τούντας τον Θεόν μέσω των κακών επιδράσεων, της τεχνικής, της μαγείας και των αποκρύφων μυστη­ριακών τελετουργιών της δαιμονολατρείας και του Σατανισμού που αντιμετω­πίζουμε σήμερα, δια των οποίων ασκείται – το μόνο που επιτυγχάνει και ο σατανισμός και η ειδωλολα­τρία- είναι η άμβλυνσιν της προσωπικότητας της αν­θρώπινης υποστάσεως. Και η διαφθορά, η γενική διαφθορά όλης της υποστά­σεως του ανθρώπου, δια των δήθεν επηγγελμένων μεταφυσικών λυτρωτικών δυνάμεων.

Ο Άγιος Πέτρος έρχεται και εδώ να μας μιλήσει. Να μας δείξει την οδό σωτη­ρίας και αληθείας, γνώσε­ως του Θεού. Και ο μόνος δρόμος είναι ο Ιησούς Χρι­στός. Διότι εκείνος είπε: «Εγώ ειμί η οδός, η ζωή και η αλήθεια». Ως άλλος Πλωτίνος, μέ­γας και εκείνος (ίσως ο Δα­ναός να χαίρεται που μιλά­με περί Πλωτίνου σήμερα του Πατριώτη του από την Αλεξάνδρεια) και ο μέγας εκείνος Πλωτίνος λέγει πως μπορείς να γνωρίσεις το Θεό; Δεν είναι μαγική υπόστασις ο Θεός για να μπορέσεις να τον ανεβά­ζεις και να τον κατεβάζεις, όποτε θέλεις να τον βλέπεις ή να τον διαγράφεις. «Ο γνωρίζων την οδόν θε­ωρεί τον Θεόν». Ο γνωρίζων την οδόν.

Άρα λοιπόν ο Άγιος Πέτρος έρχε­ται στο Άργος και δείχνει την οδόν. Οδός δεν είναι τίποτε άλλο, παρά αυτός ο Χριστός. Είναι ο Χριστός ο Κύριος της δόξας ο Θεάνθρωπος Ιησούς ο οποίος μπορεί να καθοδη­γήσει εις λιμένα σωτηρίας τον κάθε άνθρωπον. Έτσι λοιπόν έχουμε και σε αυτό το σημείο μαζί με τον Πλωτίνο, μαζί με τον ίδιο τον Άγιο Πέτρο, να μπορέσουμε να δούμε ότι η οδός η οποία παραμένει πραγματικά σωτη­ρία για τον άνθρωπο, είναι το πρόσωπο του Χριστού.

Σ’ αυτό το πρόσωπο όμως πρέ­πει ο άνθρωπος να πιστέψει. Εάν δεν προηγηθεί η πίστις -γι’ αυτό αναφέρεται και στο στιχηρό περί πίστεως του Αγί­ου Πατρός. Εάν δεν πιστέ­ψεις δεν μπορείς να επιτύ­χεις τίποτα. Η έννοια της πί­στεως στο πρόσωπο του Ιη­σού Χριστού και της διδασκα­λίας του προς στερέωσιν του δοκιμαζόμενου λαού και του ποιμνίου του και του σημερι­νού ανθρώπου εκφράζει την προσωπικήν συγκρότησιν και την πνευματικότητα του Αγίου Πέτρου και Ποιμενάρχου.

Ουδεμία άλλη έννοια πα­ρουσιάζει τόσον έντονον τον προσωπικόν της χαρακτήρα, όσο η έννοια της πίστεως κα­τά τον Άγιο Πέτρο. Η δύναμις της πίστεως του Ποιμενάρ­χου, όπως αυτή καταγράφε­ται εις το θαύμα του σιτισμού. Τον καιρό που έπεσε ο λιμός εις το Άργος – δεν πιστεύει μόνο ο Άγιος Πέτρος-  δεν εί­ναι πίστις ενός ανδρός, δεν γίνεται κάτι που συνέβη στην Παλαιά Διαθήκη με τον Προ­φήτη Ηλία. Αλλά εδώ, συγκλονίζεται ολόκληρος ο λαός, πιστεύει ο λαός και τρέ­χει με πίστη σαν νέος Ισραήλ να απολαύσει τη γλυκύτητα του Μάννα.

Το πιθάρι εκείνο του αγίου ανδρός που δεν σταματάει να δίδει συνέχεια τροφή σε κάθε πεινώντα. Έτσι λοιπόν ερχόμαστε να δούμε το πόσο βαθιά είναι η πίστις η δική του αλλά και η προσωπική πίστις εκάστου ανθρώπου που τρέχει προς αυτόν. Κάθε ασάφεια τηρεί  την έν­νοια της πίστεως η δυσκολία των ανθρώπων να πιστεύουν εις στας υπερφυσικάς αληθεί­ας, δεν σημαίνει παρά σύγχισιν ως προς την ιδιότυπον σχέσιν του πιστεύοντος προς τα πιστευόμενα. Η έννοια της πίστεως όμως αποτελεί καθολικόν φαινόμενον της ζωής όλων των ανθρώπων.

Η θρη­σκευτική όμως πίστις προβά­λει ως το κοινό γνώρισμα όλων των θρησκειών. Και σήμερα, έχουμε να αντιμετωπί­σουμε αυτό το μεγάλο πρό­βλημα. Είναι κοινωνικό; είναι τοπικό; είναι γενικό; Τι πρό­βλημα είναι αυτό; Αυτός ο φανατισμός, αυτή η μισαλλο­δοξία, αυτό το ότι: εγώ πι­στεύω το ακέραιον, το τέλειον, και εσύ δεν πιστεύεις τί­ποτα και πρέπει να εξαφανι­στείς, που βασίζεται; Ποιος Θεός το δέχεται; Ποια διδα­σκαλία το διδάσκει; Ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι με έστειλε ο Θεός να σκοτώσω, γιατί δεν πιστεύεις ότι πιστεύω εγώ.

Και σ’ αυτά τα κύ­ρια σημεία της εποχής μας έρχεται πάλι να δώσει απά­ντηση ο Άγιος Πέτρος. Θυμη­θείτε τους Αγαρηνούς, θυμη­θείτε τις επιθέσεις, θυμηθείτε το κάλεσμα και την πρόκληση προς ένδειξη αγάπης, θυμη­θείτε που δίνει τον εαυτόν του για να ελευθερώσει το σκλάβο, να προσπαθήσει να δει τον αδικούμενο, να τον σεβαστεί σαν άνθρωπο πρώτα-πρώτα και ύστερα αν θέλει να ακολουθήσει είναι δικό του καθαρά θέμα. Εδώ λοιπόν έρχεται το παράλογο της λογικής. Είναι το παράλογο αυτών που αντιμε­τωπίζουμε σήμερα λέγοντας σκοτώνω στο όνομα του Θε­ού.

Και όταν μπλέκεται μέσα στα γρανάζια της αναγκαιότητος, τότε πάλι δεν είναι Θε­ός. Δεν τον έχω ανάγκη, δεν τον πιστεύω, τον απορρίπτω. Και εδώ έρχεται, ακριβώς, να μιλήσει ο Άγιος Πέτρος. Έρχεται να δώσει τη σωστή έννοια της πίστεως. Ότι η σωστή η πίστις έχει μέσα της ελπίδα και αγάπη. Δεν μπορεί να εί­ναι πίστις νεκρά, εάν δεν πα­ρουσιάζεται μέσα από τα έργα. Και δεν είναι δικό του το δόγμα. Είναι ακριβώς μια ολόκληρη παράδοση την οποία φέρνει μέσα από την Καινή Διαθήκη.

Το υπόβαθρον της πίστεως των Χριστιανών είναι Ιησούς Χριστός και τού­τος εσταυρωμένος. Αυτό δέ­χεται και κηρύσσει ο Άγιος Πέτρος. Το υπόβαθρον αυτό είναι το σημαντικότερο γεγονός της ιστορίας και δια τούτο δεν συνεπάγεται, ούτε ψυχι­κό κορεσμό. Δεν μπορούμε να πούμε βαρέθηκα να πι­στεύω. Δεν έχει ο Χριστός ψυχικό κορεσμό. Δεν έχει ο Χριστός πνευματική εξοικίωσιν. Να κάνουμε τα πάντα ισο­πεδωμένα, μπολντόζα, καταστροφή των όλων. Όχι. Δεν έχει ο Χριστός απλώς και μό­νο μια ευκαιρία για να κατα­στρέψει τον άνθρωπο, αλλά να ανεβάσει τον άνθρωπο εις τα ύψη της τελειότητος.

Επίσης αυτή είναι ο ρυθμιστής της ζωής και της προσωπικότητας εκάστου ανθρώπου, μάλιστα δε των αξιωμάτων της Εκκλησίας. Δια της πίστεως αυτής νοούνται οι θείες αποκαλύψεις, ως ανταπόκρισις της θείας αγάπης, του Θεού προς τον άνθρωπο. Ο Θεός δι’ αγάπης και μέσω της αγάπης παρουσιά­ζεται στον άνθρωπο. Η δε εξέλιξις της αγιότητος είναι έλλαμψις αυτής της αγάπης. Ο Θεός δεν διδάσκει δια πυρός και σιδήρου, όπως λέ­γει το Ισλάμ να παρουσιάσεις και να επιβάλεις την πίστιν προς κάποιον άγνωστον Θεόν.

Ούτε ο Θεός είναι εκείνος που διδάσκει το Ιουδαϊκό δόγ­μα. «Θεός τιμωρός, εκδικη­τής, σκληρός, μισάνθρωπος, απάνθρωπος, οφθαλμόν αντί οφθαλμού». Να έρχεται ο Θε­ός της Βίβλου αντιμέτωπος με τον άνθρωπο της γης. Εν τοι­αύτη περιπτώσει μια καινούρ­για μυθολογία νομίζω δεν εί­ναι της πνευματικής μας θέ­σεως να μπορέσουμε να την ακολουθήσουμε σήμερα. Κύριος Ιησούς Χριστός και τούτος ανεστημένος. Λυτρω­τής, Μεσίας, πράγματι Θεάν­θρωπος που μεταφέρει τον άνθρωπο να τον κάνει κατά χάριν Θεό.

Κατά τον Απόστο­λο Παύλο επίσης όπως λέει και ο Άγιος Πέτρος εκείνος που ενεργεί μέσα μας, κάθε προσπάθεια είναι ο Θεός. Γι’ αυτό λέει «Θεός εστίν ο ενεργών εν ημίν και το θέλειν και το ενεργείν υπέρ της ευδοκίας». Ακριβώς διότι ζούμε τη ζωή του Χριστού εις την Εκκλησίαν, η οποία Εκκλησία – ας μου επιτραπεί η παρένθεσις – δεν είναι σωματείο, ούτε οργάνωσις, ούτε απλό άθροισμα πιστών, αλλά αυτό τούτο το μετά την Ανάστασιν και την Ανάληψιν σώμα Χριστού. Το σώμα το οποίον είδαμε προ ολίγου. Το σώμα εκείνο που είπαμε: «γεύσασθε και ίδετε ότι Χριστός ο Κύριος».

Το Σώμα το μελιζόμενον και μη διαιρούμενον το διδόμενον εις βρώσιν και πόσιν τοις πιστοίς εις ζωήν αιώνιον και εις άφεσιν αμαρτιών». Για τούτο ακριβώς δεν είναι δυνατόν να εννοηθεί πίστις εις Χριστόν, άνευ της προσω­πικής εντάξεως εκάστου εις το πλήρωμα της Εκκλησίας. Όχι εις ομάδας και κομμάτι ή μερίδα της Εκκλησίας. Η ένταξις δε αυτή συντελείται δια της προσωπικής κοινω­νίας του ανθρώπου μετά της σαρκός και του αίματος του Ιησού Χριστού, όπως λέει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης. Και ουχί δια μιας απλής θεωρητι­κής αποδοχής της διδασκα­λίας του Χριστού. Εντάξει πι­στεύω ότι ο ένας Θεός, ένας Χριστός, μας είπε να είμαστε καλοί άνθρωποι, να κάνουμε καλά έργα κλπ.

Λέγει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Μπορείς να βρεις πολλούς ανθρώπους, οι οποίοι να κάνουν έργα καλά, αλλά μέσα τους να έχει φύγει το σπουδαιότερο έργο. Ποιο; το θείο. Ο Θεός. Όταν δεν υπάρχει μέσα στην καρδιά του τότε όλα τα άλλα είναι μια ενδυμασία που μπορεί σή­μερα να την κάνεις λαμπρά και αύριο να την βρωμίσεις. Όταν όμως έχεις το Θεό μέσα σου, τότε ακριβώς ξέρεις τι θα πει πίστις, και έργον και συνάφεια των δύο αυτών θεμάτων.

Η προσωπικότης του Αγίου Πέτρου, του Επισκόπου Άργους και Ναυπλίας, αποτε­λεί τρανό παράδειγμα προς μίμησιν και απόδειξιν προς τους αμφισβητίες κάθε επο­χής, ότι η δια της Χάριτος του Θεού περαιτέρω ανάπτυξη της πίστεως σημαίνει την επι­λεκτικότητα του ανθρώπου έναντι των αληθειών της θεί­ας αποκαλύψεως και την ικα­νότητα της προσωπικότητος του ανθρώπου προς αντανά­κλαση του φωτός των υπερ­φυσικών αληθειών, ώστε κάθε πιστός να υπομένει κάθε μέρα μία νέα μαρτυρία της συνεργείας μετά του Πατρός και της Χάριτος του Θεού και της Αγίας και Αδιαιρέτου και Ομο­ουσίου Τριάδος.

Εδώ ευρίσκε­ται και η πρόοδος της θεολο­γικής επιστήμης. Εάν ομιλού­με για θεολογική επιστήμη, πρόοδος και προοδευτικοί αγαπητοί μου, δεν είναι εκεί­νοι οι θεολόγοι οι οποίοι ανεβαίνουν πίσω εις την έδραν ενός σχολείου, να διδάξουν δηλούντες άθεοι. Δεν μπορεί να είσαι εκπρόσωπος της Εκκλησίας και να μην έχεις πί­στη εις την καρδιά σου. Και οι Πατέρες μας και ο Άγιος Πέ­τρος αυτό έρχεται να μας δεί­ξει. Προηγείται η προσωπικό­της της διδασκαλίας. Και προηγείται της διαποιμάνσεως του ποιμνίου η προσωπι­κότης του Αγίου Πέτρου. Δεν μπορεί ο θεολόγος να είναι και άπιστος.

Άρα λοιπόν δεν είναι πρόοδος αυτή. Δεν είναι οι  θεολόγοι η πρόοδος. Αλλά είναι καταστροφική της προ­σωπικότητος του ανθρώπου επιδημία. Η πρόοδος της θεο­λογικής επιστήμης ευρίσκε­ται μέσα στη ζωή της Εκκλη­σίας. Η οποία πρόοδος όμως δεν σημαίνει ούτε αλλαγήν, ούτε διόρθωσιν της Ορθοδό­ξου ημών Πίστεως έπ’ ευκαι­ρία της συζητήσεως που είχα­με περί των βημάτων του Οι­κουμενικού Πατριαρχείου. Δεν σημαίνει καθόλου κατα­στροφή και άρνηση της Ορθο­δόξου πίστεως. Αλλά είναι κά­τι βαθύτερο.

Σημαίνει απλώς ανάπτυξη και πρόοδο της πνευματικότητος, της προσω­πικότητος, της συνειδήσεως του ελεύθερου ανθρώπου στο να αποδεχθεί και να βιώσει την χάριν της αλήθειας της Εκκλησίας εις την μέθεξιν, πρόκλησιν προς μέθεξιν της Αγίας Τριάδος. Στην ζωή της Εκκλησίας του Χριστού. Της Εκκλησίας ως μόνης θεματοφύλακος των Μυστηρίων της Πίστεως, δια των οποίων βιούται υπό του πληρώματος, όχι μόνο η αλήθεια της πίστεως, αλλά και όλοι οι ιστορικοί πρόοδοι της θεολογικής αυτών ανα­πτύξεως και προόδου.

Σεβασμιώτατοι, αγαπητοί μου φίλοι, κυρίες, κύριοι. Σας κούρασα πιστεύω. Έκλεψα πολύ το χρόνο της αγάπης σας και θέλω να σας ευχαριστήσω για την υπομο­νή αυτή. Ο άνθρωπος σήμερα, αναγνωρίζει και ομολογεί δια της πίστεως του, τον Ιησού Χριστόν ως προσωπικον Σω­τήρα και Λυτρωτήν την δε Εκκλησίαν ως το σώμα του Ιη­σού Χριστού δια της οποίας και ο ίδιος καθίσταται οργανι­κό μέλος του σώματος αυτού. Ο χριστιανός, σήμερα, κάθε ηλικίας, κάθε τάξεως, βλέπει και ανακρίνει εις την ζωήν της Εκκλησίας τα πάντα. Υποκείμεθα προς έλεγχο. Βλέπει και ανακρίνει τα πάντα εις την ζωήν της Εκκλησίας.

Γιατί ο ίδιος είναι κατά την Ορθόδοξον αντίληψη, μέλος αυτού του σώματος που λέγε­ται Εκκλησία. Έτσι λοιπόν ανάλογα με τη βοήθεια που του έχουμε δώσει εμείς, για να δημιουργηθεί αυτή η προ­σωπικότητά  του, βλέπει και κρίνει τα εγκόσμια και υπερκόσμια, τα θεία και τα ανθρώ­πινα, υπό το πρίσμα της αγά­πης του θεού. Όχι του εισαγ­γελέως, και όχι του δημοσίου κατηγόρου. Αλλά όλα μέσα στην αγάπη του Χριστού, της οποίας και ο ίδιος είναι μέλος. Καυχάται, διότι απολαμβάνει τη θαλπωρή αυτής της αγά­πης, δια της χάριτος των Αγίων και δια τη μεγαλειότη­τα της δόξης του Θεού και Πατρός.

Έτσι διδάσκει και ο Άγιος Παύλος. Ο Πιστεύων και διακρινόμε­νος για την προσωπικότητα και πνευματικότητά του άν­θρωπος, διακρίνεται όχι από τη βία, όχι από τον φόνο, όχι από τον πόλεμο, όχι από την αδικία, ή οποιαδήοποτε άλλη δύναμη του κακού, αλλά εκ της αναγνωρίσεως του θελή­ματος του Θεού, εν τω προσώπω του Ιησού Χριστού που είναι μία Τριάδα. Η Τριάδα την οποία ζει ο Άγιος Πέτρος. Δι­δάσκει και παραδίδει σε μας ο Απόστολος Παύλος. Μηνύει δε, μόνον τι; Πίστις, Ελπίς, Αγάπη.

Read Full Post »

Απόστολος Παύλος και Κόρινθος – Πρακτικά Συνεδρίου


  

Το Σεπτέμβριο του 2007 πραγματοποιήθηκε στην Κόρινθο ένα Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο με θέμα «Απόστολος Παύλος και Κόρινθος: 1.950 χρόνια από τη συγγραφή των Επιστολών προς Κορινθίους«. Ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση επιφανείς μελετητές του Παύλου απ’ όλο τον κόσμο και ακούστηκαν 96 σπουδαίες επιστημονικές εισηγήσεις στα ελληνικά, αγγλικά, γερμανικά και γαλλικά.

 Οι εισηγήσεις αυτές περιλαμβάνονται στο παρόν δίτομο έργο, απαραίτητο για κάθε επιστήμονα αλλά και απλό αναγνώστη που ενδιαφέρεται να εντρυφήσει στο έργο του Αποστόλου Παύλου και ιδιαίτερα στις Επιστολές προς Κορινθίους.

 Απόστολος Παύλος και Κόρινθος – Πρακτικά Συνεδρίου. Έτος έκδοσης  :  2009

Read Full Post »

Wilhelm von Moerbeke (1215 -1286)


 

Φλαμανδός κληρικός και σημαίνων μεταφραστής αρχαίων κειμένων. Αρχιεπίσκοπος Κορίνθου ο οποίος είχε την έδρα του στο Μέρμπακα (Αγία Τριάδα) Αργολίδας.

 

Ο πρωτοπρεσβύτερος Αναστάσιος Σαλαπάτας, σε εργασία του σχετική με την ονομασία της γενέτειράς του Αγίας Τριάδας ( Μπέρμπακα) Αργολίδας αναφέρει μεταξύ άλλων ότι:

« Η πρώτη, σπουδαιότερη κι ίσως πιο κοντινή στην αλήθεια θεωρία, μας λέγει ότι το όνομα «Μέρμπακα» προέρχεται από παραφθορά του ονόματος του Λατίνου Επισκόπου Κορίνθου Wilhelm von Moerbeke Meerbeke), ο οποίος είχε την έδρα του στο Μέρμπακα — σύμφωνα με τον Adolf Struck— και συγκεκριμένα στο νεοϊδρυθέν τότε (περίπου στα 1200 μ.Χ.) μοναστήρι της Κοίμησης της Θεοτόκου, του οποίου το Καθολικό βρίσκεται ακόμη μέχρι σήμερα όρθιο, μέσα στα όρια του χωριού.

Ο Moerbeke (Moerbecca, Morbacha, Moerbeka, Moerbacha), ήταν αρχικά δομινικανός μοναχός, ανατολιστής και φιλόσοφος. Από το 1268 ζούσε στο Viterbo, ενώ το 1274 εμφανίστηκε στην Konzil της Λυών. Το 1277 εκλέχτηκε Αρχιεπίσκοπος Κορίνθου- ενός λατινικού (δηλ. Καθολικού) εξωτερικού πόστου στην Αργολίδα της ορθόδοξης Ελλάδαςαπό τον Πάπα Ιωάννη 21ο.

Στην θέση αυτή έμεινε μέχρι τον θάνατο του, στα τέλη του 13ου αιώνα. Η άποψη που επικρατεί στους ερευνητές είναι ότι το όνομα του Επισκόπου προέρχεται από το χωριό του, το οποίο ονομάζεται Moerbeke και βρίσκεται στην Ανατολική Φλάνδρα του Βελγίου. Εκεί γεννήθηκε ο Επί­σκοπος το 1215».

 

* Συνομιλούσε και εκπροσωπούσε πολλούς λόγιους της εποχής του, μεταξύ άλλων τον φιλόσοφο Thomas von Aquin ( Θωμά τον Ακινάτη), τον φυσιοδίφη Witelo και τον αστρονόμο Henri Bates von Mechelen (De Malines). Ο τελευταίος αφιέρωσε στον Wilhelm την πραγματεία του περί τον αστρολάβο, όπως και ο Wilhelm του είχε αφιερώσει με τη σειρά του το πόνημά του περί Οπτικής.

Ο Wilhelm von Moerbeke ήταν ο παραγωγικότερος μεταφραστής στον πρώιμο Μεσαίωνα, φιλοσοφικών, ιατρικών και αστρονομικών κειμένων από την ελληνική στη λατινική γλώσσα. Η ποιότητα των μεταφράσεών του χαίρει εκτίμησης μέχρι σήμερα.

Μετέφρασε άψογα τα κείμενα του Αριστοτέλη (ή και αναθεώρησε ήδη υπάρχουσες μεταφράσεις των), καθιστώντας τα προσβάσιμα στη λατινική Δύση, κάτι που ωφέλησε πολύ τους δυτικούς, τους περί τον Αριστοτέλη εντρυφούντες. Αιτία για την μεταφραστική δραστηριότητα του Wilhelm απετέλεσε η αμφίβολης ποιότητας και το ελλιπές των διαθέσιμων κειμένων του Αριστοτέλη κατά την εποχή του.

Στην κεντρική και δυτική Ευρώπη κατείχαν μόνον λίγοι την αρχαία Ελληνική, και, επιπλέον, κάποιες των λατινικών μεταφράσεων βασίζονταν απλώς σε υπάρχοντα αντίτυπα από αναμετάφραση συριακών εκδοχών (όρα Gerhard von Cremona) και ως εκ τούτου ήσαν ανεπαρκείς. Τούτο άλλαξε ριζικά με τις μεταφράσεις του Wilhelm, ο οποίος μπορούσε να χειριστεί τα ελληνικά πρωτότυπα κείμενα.

Μετέφρασε επίσης στη Λατινική μαθηματικές πραγματείες του Αρχιμήδη, του Χείρωνα του Αλεξανδρινού, καθώς και το “Institutio theologica” του Proklos. Οι τελευταίοι αποδείχθηκαν σημαντικότατη πηγή κατά την αναζωπύρωση της νεοπλατωνικής σκέψης κατά τον όψιμο Μεσαίωνα.

Εκ των υστέρων, κάποιος ουμανιστής επέκρινε τις μεταφράσεις του Wilhelm ως μη «κομψές». Ωστόσο εκθείασε την αξιοπιστία τους. Αργότερα, κάποιες από τις ελληνικές πηγές του Wilhelm χάθηκαν. Χωρίς την εργασία του, αυτές οι πηγές θα ήταν για μας απρόσιτες.

Παλαιότερες εκτιμήσεις απέδιδαν την μεταφραστική δουλειά του Wilhelm στον Thomas von Aquin ( Θωμά τον Ακινάτη) πράγμα, όμως, που δεν μπορεί να αποδειχθεί. 

 

Μετάφραση από τα Γερμανικά: Φώτης Μότσης

 

Πηγές


  • Wilhelm von Moerbeke  – Wikipedia Die freie Enzyklopädie
  • Πρωτοπρεσβύτερος Αναστάσιος Σαλαπάτας, «Το όνομα, στοιχεία ιστορίας και βιβλιογραφικά του χωριού Μέρμπακα»,  Ναυπλιακά Ανάλεκτα IV, Έκδοση Δήμου Ναυπλιέων, 2000.

Read Full Post »

Αυτό το περιεχόμενο είναι προστατευμένο με κωδικό. Για να το δείτε εισάγετε τον κωδικό σας παρακάτω:

Read Full Post »

Φραγκισκανοί Καπουκίνοι στο Ναύπλιο


 

Στο κείμενο που ακολουθεί γίνονται και γενικότερες αναφορές στους Καθολικούς του Ναυπλίου, για λόγους ευρύτερης ενημέρωσης των αναγνωστών μας.

 

Φραγκισκανοί Καπουκίνοι ( Ordo Fratrum minorum cappucinorum)

  

Ένας από τους τρεις κλάδους (Μικροί Αδελφοί, Καπουκίνοι ή Καπουτσίνοι, Κοινοβιακοί μοναχοί) Καθολικών μοναχών που ανάγουν την ίδρυση και πνευματικότητά τους στον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης.

Ο άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης, έργο του Ελ Γκρέκο.

Προέρχονται από το μοναστικό τάγμα των Φραγκισκανών που αναγνωρίστηκε το 1210 από τον πάπα Ινοκέντιο Γ΄. Το τάγμα των Καπουκίνων ιδρύθηκε από τον φραγκισκανό μοναχό Φραγκίσκο ντε Μπάσι και επικυρώθηκε από τον πάπα Κλήμη Ζ΄. To 1619 δημιούργησαν ξεχωριστό τάγμα με δικό τους αρχηγό. Οι Καπουκίνοι περιέβαλαν με ιδιαίτερη φροντίδα και στοργή τους δυστυχείς και γρήγορα κέρδισαν την αγάπη και την εκτίμηση του λαού. Μολονότι είναι το φτωχότερο μοναστικό τάγμα της καθολικής Εκκλησίας, λόγω των κανόνων του περί ακτημοσύνης και πενίας, προσέλκυσαν πολλούς γόνους της ανώτερης κοινωνίας ενώ κατάφεραν να προσηλυτίσουν πολλούς διαμαρτυρόμενους, εντάσσοντάς τους στο καθολικό δόγμα.

Σχετικά με τον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης, εμπνευστή και ιδρυτή του τάγματος των Φραγισκανών, ο  ιστορικός Παναγιώτης Κανελλόπουλος γράφει: «έγινε με απόλυτο τρόπο, το γλυκύτατον έαρ που είχε ενσαρκώσει ο Ιησούς, η ανθρώπινα γλυκύτερη μορφή που έχει ως τα σήμερα γεννήσει η Ευρώπη» ενώ ο Φώτης Κόντογλου, παρά την αντιπάθειά του για κάθε τι το δυτικό, τον κατατάσσει «στους πιο αγνούς μαθητές του Ιησού».

 

Φραγκοκρατία ( 1212 -1389)

  

Στην περίοδο της Φραγκοκρατίας οι Λατίνοι Κληρικοί κατέλαβαν πλήρως τα εκκλησιαστικά πράγματα στην Αργολίδα. Οι Ορθόδοξοι κληρικοί και ιεράρχες παραγκωνίστηκαν ή εκδιώχτηκαν από τις έδρες τους και τις θέσεις τους πήραν καθολικοί Επίσκοποι. Αυτοί οι Κληρικοί που έστειλε η Ρώμη και που βίαια κατέλαβαν την εξουσία, κάποιες φορές δεν ήταν οι καλλίτεροι, ούτε οι καταλληλότεροι. Λόγω ακριβώς αυτού του λόγου η επίδρασή τους στους γηγενείς Ορθοδόξους ήταν μικρή. Το Ναύπλιο, το Άργος και η γύρω περιοχή υπάγονται πλέον στη δικαιοδοσία του Λατίνου Επισκόπου Άργους, ο οποίος εξαρτάται απολύτως από τον Λατίνο Αρχιεπίσκοπο Κορίνθου.

 

Α΄Ενετοκρατία (1389- 1540)

  

Κατά τη διάρκεια της Α’ Ενετοκρατίας, η παρουσία της Ρωμαιοκαθολι­κής Εκκλησίας ήταν συνεχής, μέσω των απεσταλμένων της Αγίας Έδρας. Ο Λατίνος Επίσκοπος Άργους και Ναυπλίου είχε, με την υποστήριξη της ομόδοξης πολιτικής Αρχής, βαρύνουσα παρουσία στην περιοχή, με έδρα από το 1397, το Ναύπλιο αντί του Άργους.

Γνωστός Λατίνος Επίσκοπος Άργους κατά την Ενετοκρατία, είναι ο Ενετός Secundus Nani. Περί τα τέλη του 1420, η περιοχή του Ναυπλίου, σείστηκε από φοβερή καταιγίδα, η οποία προξένησε πολλές ζημίες στα κτίρια της πόλης.

Στις 21 Ιανουαρίου 1421, με πρωτοβουλία του Λατίνου Επισκόπου Secundi Nani, μεταφέρονται τα Ιερά Λείψανα του Αγίου Πέτρου Άργους, από το Άργος στο Ναύπλιο. Στο «Χρονικό Σύντομο» αναφέρε­ται: «τω στλκθ’, νεμήσει ιδ’, Ιανουαρίου κα’, ημέρα γ’, Σιγουντονάνης, επίσκοπος Λατίνων, μετεκόμισε τα τίμια λείψανα του οσιωτάτου Πέτρου, επισκόπου Ναυπλίου και Άργους, από Άργους εις την επισκοπήν Ναυ­πλίου».

Ο Nani αρχιερατεύει μεταξύ των ετών 1421-1424. Εν όσω ζούσε, είχε αποδεχθεί την νομική κατάσταση, η οποία υφίστατο επί ορθοδόξων στην «Αγία Μονή» Αρείας Ναυπλίου. Δέχθηκε δηλαδή, να παραμείνει ανενόχλη­τος στην ηγουμενία της Αγίας Μονής, ο ηγούμενος που είχε εκλεγεί χωρίς την έγκριση του και ο διάδοχος του στην ηγουμενία, να εκλέγεται από μόνους τους μοναχούς της Μονής, χωρίς ανάμιξη του οικείου Επισκόπου.

Κατά της αποφάσεως αυτής, ανεφέρθη στις Ενετικές Αρχές, ο διάδοχος του Nani, ο Λατίνος Επίσκοπος Άργους και Ναυπλίου Bartholomaeus, ο οποίος απαίτησε την αναγνώριση, υπέρ εαυτού, του δικαιώματος διορισμού ηγουμέ­νου της «Αγίας Μονής».

Η αξίωση αυτή οδηγήθηκε ενώπιον της Συγκλήτου και ο δόγης της Ενετίας, Φραγκίσκος Foscari, κοινοποίησε την ληφθείσα απόφαση, δια του από 24ης Δεκεμβρίου 1437 εγγράφου του, προς τον «εξουσιαστήν και καπετάνον» Ναυπλίου Ιωάννην Barbo, αρμόδιο για την εφαρμογή των αποφασισθέντων.

Η μαρτυρία του εγγράφου αυτού, έχει μεγάλη σημασία, για τις σχέσεις Ελλήνων Ορθοδόξων και Καθολικών στην περιοχή. Σ’ αυτό, ο Λατίνος Επίσκοπος επιδιώκει να επισείει την ποινή της απελάσεως, με τη βοήθεια μάλιστα των Οργάνων της Πολιτείας, όταν μοναχοί ή πρόσωπα, που έχουν γενικά εκκλησιαστική ιδιότητα, είναι ανεπιθύμητα στην περιοχή της δι­καιοδοσίας του. Οι μοναχοί της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αποκαλούνται υποτιμητικά «αδελφίσκοι» και χαρακτηρίζονται με κάποια περιφρόνηση, επειδή θεωρούνται επίφοβοι αιρετικοί. Αυτή η πληροφορία είναι σημαντική, διότι δεν έχουμε άλλες μαρτυρίες, για ανοικτή ρήξη και επεισόδια, μεταξύ Ελλήνων Ορθοδόξων κληρικών και Λατίνων κοσμικών ή εκκλησιαστικών αρχόντων.

Έτσι αυτό το πρόβλημα του Λατίνου Επισκόπου Αργολίδος, είναι ενδεικτικό και συνιστά αξιοπρό­σεκτη μαρτυρία για τη σοβούσα, έστω και υπό λανθάνουσα μορφή, κρίση στις σχέσεις μεταξύ κληρικών των δύο ομολογιών.

  

Α΄Τουρκοκρατία (1540- 1685)

 

Στις 13 Μαΐου του 1630, οι Καπουκίνοι Ιάκωβος και Άγγελος, έφτασαν στο Ναύπλιο προκειμένου να ιδρύσουν σταθμό. Οι δύο μοναχοί κατάγονταν από τις κωμοπόλεις Οστούντο και Τρίκαζε, της περιοχής του Σαλέντο  της Μεσημβρινής Απουλίας, που παλαιότερα ήταν ελληνόφωνη. Δεν αποκλείεται συνεπώς να μιλούσαν την ελληνική, που εξακολουθούν να μιλούν μέχρι σήμερα δέκα χωριά νότια του Lecce. Οι δύο μοναχοί εκτιμώντας την περιοχή εισηγήθηκαν στην Ιερά Σύνοδο, την μόνιμη παραμονή τους στο Ναύπλιο και την δημιουργία μόνιμου σταθμού με αιτιολογία την έλλειψη άλλων καθολικών κληρικών. Η Σύνοδος όμως δεν έκανε δεκτό το αίτημά τους και συμπεριέλαβε το Ναύπλιο στους σταθμούς της κινητής αποστολής των Καπουκίνων που ιδρύθηκαν το 1644 προσωρινά και το 1656 οριστικά.

Όσιος Ιωσήφ ο εκ Λεονίσης. Ιδρυτής της Αποστολής Καπουκίνων στην Ελληνική Ανατολή (1583).

Στα αμέσως επόμενα χρόνια, ο ανταγωνισμός μεταξύ Γάλλων και Ιταλών κληρικών για τον έλεγχο της περιοχής, υπήρξε έντονος. Όμως και μεταξύ ομοεθνών αλλά διαφορετικών ταγμάτων κληρικών, υπήρχε σοβαρός ανταγωνισμός. Οι σχέσεις των Γάλλων Ιησουιτών με τους επίσης Γάλλους Καπουκίνους ήταν ιδιαιτέρως οξυμμένες.

To 1640, έφτασαν στο Ναύπλιο δυο Γάλλοι Ιησουίτες, ο Φραγκίσκος Bleseau και Ρενέ de SaintCosme, που ήρθαν μαζί με τον νεοδιορισμένο πρόξενο της Γαλλίας Ιωάννη Villere, για να εξετάσουν την δυνατότητα εγκατάστασής τους στην πόλη.

Σε σύγχρονη στα γεγονότα αναφορά που φυλάσσεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού και δημοσιεύτηκε το 1869 από τον αρχειοδίφη και βιβλιογράφο Αιμίλιο Legrand, πληροφορούμαστε ότι οι δυο Ιησουίτες πέρασαν στο Ναύπλιο το δεύτερο εξάμηνο του 1640 και τους τρεις πρώτους μήνες του 1641.

Εκτός από τις πνευματικές υπηρεσίες που προσφέρανε στην προξενική οικογένεια και στους ολιγάριθμους γηγενείς καθολικούς, κατήχησαν και μετέδωσαν τα μυστήρια σε κατάδικους, σε οθωμανικές γαλέρες που διαχείμαζαν στον Αργολικό.

Αν και η δραστηριότητα αυτή δικαιολογούσε την παρουσία τους στο Ναύπλιο, ο υπεύθυνος της αποστολής Φραγκίσκος Bleseau προτίμησε την ασήμαντη πολίχνη των Αθηνών, επειδή, λόγω της θέσης της, προσφέρονταν καλύτερα για τις επισκέψεις στην Αττική, Εύβοια, Βοιωτία και Πελοπόννησο, περιοχές που εστερούντο καθολικών ιερέων.

Ο π. Ουρβανός Παρισηνός, ηγούμενος των Καπουκίνων στο Ναύπλιο κατά την διετία 1660-1662, γράφει ότι την Μεγαλοβδομάδα του 1660, κήρυξε στην Μητρόπολη των Ελλήνων καλεσμένος από τον Επίσκοπο.

Το 1677 ο ίδιος κληρικός, ηγούμενος τότε στην Μονή Αγίου Γεωργίου στο Γαλατά της Κωνσταντινούπολης, επέστρεψε στο Ναύπλιο. Στην μονή της Παναγίας, ηγούμενος ήταν ο π. Βαρνάβας, επίσης από το Παρίσι, ο οποίος είχε διαδεχτεί τον εκδιωχθέντα από τους Τούρκους το 1674, π. Βασίλειο de Noyon. Με την ευκαιρία της επίσκεψής του, ο π. Ουρβανός που επέστρεφε από την Πάτρα κατευθυνόμενος προς την Κορώνη και Μεθώνη μέσω Ναυπλίου, συνέταξε για την Ιερά Σύνοδο Ευαγγελισμού των Λαών, μια ενδιαφέρουσα αναφορά για την κατάσταση των μικρών καθολικών κοινοτήτων της Πελοποννήσου.

 Συγκεκριμένα για το Ναύπλιο γράφει:

« Από την Πάτρα ήρθα στη Νάπολι της Ρωμανίας όπου μένουν δύο πατέρες μας. Θα πρέπει να ενισχυθούν με ένα τρίτο ώστε να έχουν τη δυνατότητα να επισκέπτονται διαδοχικά την Πάτρα. Στο σχολείο μας συχνάζουν 40 με 50 μαθητές του ελληνικού και του λατινικού τυπικού. Οι πιο αξιόλογες οικογένειες που πριν την οθωμανική κατάκτηση ήταν καθολικές, μας εκτιμούν πολύ. Όπως στην Αθήνα, το κήρυγμα γίνεται στα σπίτια επειδή δεν διαθέτουμε εκκλησίες. Το καλό μεταδίδεται από το ένα σπίτι στο άλλο και οι πιστοί μορφώνονται χωρίς θόρυβο. Κατά την διαχείμαση των γαλερών στον Αργολικό, πολλοί καταδικασμένοι στα κάτεργα χριστιανοί, έρχονται να ακούσουν τη λειτουργία, να εξομολογηθούν και να κοινωνήσουν. Μερικοί οπαδοί αιρέσεων, έχουν αποκηρύξει την πλάνη και ασπαστεί την καθολική πίστη. Όταν παλαιότερα υπηρετούσα εδώ, είχα μεταστρέψει 30 αιρετικούς που έκαναν δημόσια ομολογίας πίστεως….».

Το 1675, μετά από παρέμβαση του μαρκησίου de Nointel, ο οποίος ήταν πρέσβης του Λουδοβίκου ΙΔ΄στην Υψηλή Πύλη του Σουλτάνου, ο π. Βασίλειος de Noyon επέστρεψε στην έδρα του, αφού επισκευάστηκαν από τους Τούρκους όλες οι ζημιές που είχαν προκληθεί στη Μονή κατά την εποχή της δίωξής του.

Σε μια ενδιαφέρουσα επιστολή του Καπουκίνου μοναχού Πλάκιδου από τους Ρήμους ( Reims) της ΒΑ Γαλλίας, που επισκέφτηκε το Ναύπλιο κατά την τετραετία 1684-1688, διαβάζουμε ότι:

«Στο Ναύπλιο ( Napoli de Romanie) έχουμε ένα μικρό αλλά ωραίο και αξιομνημόνευτο μοναστήρι. Η πόλη βρίσκεται σε μια μεγάλη πεδιάδα με ερείπια του παλαιού κάστρου του Άργους σε μικρή απόσταση από την θάλασσα. Είναι, χωρίς υπερβολή, η πιο οχυρωμένη πολιτεία στο Μωριά. Διαθέτει δύο πολύ καλά κατασκευασμένα φρούρια. Το ένα βρίσκεται στην πόλη και το άλλο στη θάλασσα. Οι Τούρκοι υπολογίζονται σε 8.000. το λιμάνι είναι πάρα πολύ καλό για τα πλοία και τις γαλέρες που διαχειμάζουν εδώ. Μερικές φορές, όταν μας επιτρέπουν οι μπέηδες, επισκεπτόμαστε τους δυστυχείς σκλάβους.

 Άλλοτε μας επισκέπτονται στο μοναστήρι αλυσοδεμένοι και συνοδευόμενοι από Τούρκο φύλακα, τον οποίο πληρώνουν με την ελεημοσύνη που τους δίνουμε ή με χρήματα που συγκεντρώνουν στην πόλη.

Η δυστυχία τους είναι τόσο μεγάλη ώστε αναγκάζονται να κλέβουν ότι βρουν. Γι’ αυτό όταν έρχονται σε μας, κλειδώνουμε τα πάντα και δεν τους αφήνουμε μόνους. Τους παρακολουθούμε συνέχεια. Τους εξυπηρετούμε γράφοντας στους συγγενείς τους ή κρατώντας γι’ αυτούς τα γράμματα που τους στέλνουν.

Κάποτε, δίνουμε λύτρα στους μπέηδες για την απελευθέρωσή τους. Είναι ευχαριστημένοι γιατί με τον τρόπο αυτό κερδίζουν χρήματα χωρίς κόπο. Υποχρεωμένοι μαζί μας, μας επιτρέπουν να ταξιδεύουμε χρησιμοποιώντας τις γαλέρες τους, έναντι ολίγων χρημάτων…».   

 

Β΄Ενετοκρατία (1685- 1715)

  

Άποψη του Ναυπλίου, χαλκογραφία, από έκδοση του V. Coronelli (β’ μισό 17ου αιώνα)

Στις 20 Αυγούστου 1686, κατά την γνωστή εκστρατεία του Μοροζίνη, το Ναύπλιο κυριεύτηκε και πάλι από τους Ενετούς, οι οποίοι εγκατέστησαν εδώ, νέα πολιτικοστρατιωτική διοίκηση, γνωστή με το όνομα Regno di Μοrea, με πρωτεύουσα το Ναύπλιο (Napoli di Romania, «eccelentissima«, όπως την αποκαλούσαν οι Ενετοί).

Στο Ναύπλιο μετατίθεται, ο μέχρι τότε Επί­σκοπος Χίου Leonardo Balsarini, με τον τίτλο του «Αρχιεπισκόπου Κορίν­θου». Οι Ενετοί αποκαθιστούν την λατινική ιεραρχία, ανεχόμενοι παράλλη­λα, την Ελληνική ιεραρχία, με τους ιερείς και τα μοναστήρια της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Την περίοδο αυτή, δύο Ιταλοί Καπουκίνοι διαδέχτηκαν τους Γάλλους. Για τους Καπουκίνους στο Ναύπλιο κατά την Β΄Ενετοκρατία δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία. Στις πηγές αναφέρονται τα ονόματα του Ορατίου, δάσκαλου της λατινικής και της ελληνικής γλώσσας, του Βερναρδίνου d’ Ontella, με σημαντικές επιτυχίες στον τομέα μεταστροφής διαμαρτυρομένων εμπόρων, του π. Πατρίκιου από το Μιλάνο ο οποίος έφυγε το 1702 στη Ρωσία όπου, με την άδεια του Μεγάλου Πέτρου, ίδρυσε σταθμούς Καπουκίνων στην Πετρούπολη και το Αστραχάν.

Ένας άλλος Ιταλός Καπουκίνος, ο π. Ρόκος, διορίστηκε από την Ρώμη στις 29 Μαΐου του 1694, γενικός επιθεωρητής των καθολικών κοινοτήτων της Πελοποννήσου, με έδρα το Ναύπλιο όπου παρέμεινε μέχρι τον θάνατο του, την 20η Δεκεμβρίου 1695.

Τον Ιούλιο του 1715, το Παλαμήδι και το Μπούρτζι, αλώθηκαν για δεύτερη φορά από τους Τούρκους. Οι Ενετοί έχασαν όλες τις κτήσεις τους στην Ανατολική Μεσόγειο με εξαίρεση τα Επτάνησα τα οποία διατήρησαν μέχρι την κατάλυση της Δημοκρατίας τους από τον Μεγάλο Ναπολέοντα το 1797. 

  

Η έκθεση Corner

 

Αξίζει εδώ να αναφερθεί η έκθεση του Giacomo Corner, γενικού Προ­βλεπτή Πελοποννήσου, την οποία συνέταξε στις 23 Ιανουαρίου 1691, για χρήση της Γερουσίας. Περιγράφει εκεί ο Corner με μελανά χρώματα, την πνευματική κατάσταση της Πελοποννήσου, υποτιμώντας τον Ορθόδοξο Κλήρο, αλλά και μερικούς καθολικούς κληρικούς.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει στην έκθεση αυτή, η περιγραφή της ειρηνικής πολιτικής προς την Ορθόδο­ξη Εκκλησία, που είχαν προγραμματίσει να εφαρμόσουν οι Ενετικές Αρχές, κατά την παραμονή τους στο Ναύπλιο, με κύριο στόχο να μη δημιουργηθεί δυσαρέσκεια στο λαό, προφανώς προ της απειλής της Οθωμανικής Αυτο­κρατορίας, που είχε βλέψεις στην περιοχή.

Ο αγώνας τότε μεταξύ Τούρκων και Ενετών, ήταν η κυριαρχία στο Αιγαίο, για το οποίο έγιναν οι γνωστοί Ενετοτουρκικοί πόλεμοι. Οι Ενετοί συμπεριφέρονταν στον εντόπιο πληθυ­σμό ηπιώτερα, για να έχουν φυσικά την υποστήριξη τους.

Ο Corner υπόσχεται, ότι δε θα αφαιρεθούν οι περιουσίες των Εκκλησι­ών, αλλά και το ίδιο το Κράτος θα βοηθήσει στην επισκευή τους. Απέναντι στον Ορθόδοξο Κλήρο, συνιστά διπλωματική στάση, δηλαδή ήπια και διαλλακτική. Αλλά όπως πάντα, η πράξη διαφέρει της θεωρίας. Δηλαδή, η αρχή της συμφιλιωτικής πολιτικής επισκιαζόταν πολλές φορές, από την αρχή «βασιλικώτερος του βασιλέως»!

 

Β΄Τουρκοκρατία (1715- 1821)

  

Σχετικά με την περίοδο αυτή ο Δρ. Μάρκος Ρούσσος- Μηλιδώνης γράφει στα « ΑΝΑΛΕΚΤΑ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΝΑΥΠΛΙΟΥ (75 μ.Χ-2004)» τα εξής:

 «Από το 1716 έως το 1821, την πνευματική φροντίδα των ελαχίστων Καθολικών στο Ναύπλιο, είχαν ένας ή δύο – ενίοτε και κανένας – Γάλλοι Καπουκίνοι οι οποίοι υπάγονταν στη μεγαλύτερη Μονή της Αθήνας. Η τύχη τους εξαρτώνταν από την παρουσία των πρόξενων της Γαλλίας που συχνά εγκατέλειπαν το Ναύπλιο για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Στη «φυγή» τους, τους ακολουθούσαν και οι εκτεθειμένοι στους εκβιασμούς των Τούρκων, Καπουκίνοι.

Ο ιστορικός ναός του Αγίου Γεωργίου.

Ούτε ο τόπος στον οποίο κατοικούσαν μετά το 1716, μας είναι γνωστός. Βέβαιο είναι ότι η μητρόπολη των Ενετών Άγιος Γεώργιος, μετατράπηκε σε τέμε­νος μετά την αποχώρηση τους. Θα πρέπει, συνεπώς, να έφυγαν από εκεί οι ιερο­μόναχοι που υποτίθεται ότι έμεναν σε γειτονικό με το ναό κτίριο.

Όταν εξερρά­γη η Επανάσταση, στο Ναύπλιο υπηρετούσε ο Σμυρναίος π. Πολύκαρπος ο οποί­ος το εγκατέλειψε το 1822, λόγω των εκτεταμένων ζημιών που είχε υποστεί η αγνώστου θέσεως κατοικία του. Οπωσδήποτε δεν ήταν στο χώρο της σημερινής καθολικής εκκλησίας η οποία λειτουργούσε το 1821, ως οθωμανικό τέμενος.

Με την επανάσταση και την απελευθέρωση του Ναυπλίου στις 29/30 Νοεμβρίου 1822, αρχίζει η νεώτερη ιστορία της πόλεως και μαζί της, της μικρής καθολικής κοινότητας, κυρίως εξ αλλοδαπών αλλά και ευάριθμων Κυκλαδιτών».

 

Ελεύθερη Ελλάδα

 

Ο Επίσκοπος Επιδαύρου κ. Καλλίνικος, στα ΝΑΥΠΛΙΑΚΑ ΑΝΑΛΕΚΤΑ ΙΙΙ (1998) αναφερόμενος στην τύχη των καθολικών πιστών και ιδρυμάτων επί τελευταίας Τουρκοκρατίας και ελευθέρας Ελλάδος γράφει:

«Στα 1781, υπήρχαν συνολικά εκατό (100) καθολικοί πιστοί, στην Αθή­να, το Ναύπλιο, την Κορώνη και την Πάτρα. Στο Ναύπλιο παρέμειναν λιγοστές οικογένειες, που ασχολούνταν με το εμπόριο και με διπλωματικές αντιπροσωπείες της Γαλλίας, της Βενετίας και άλλων Ευρωπαϊκών Κρατών.

Η κατάσταση αυτή, ανατρέχει σε όλη την Τουρκοκρατία (1771-1822), μέχρι που ήλθε ο πρώτος Βασιλιάς του ελεύθερου Ελληνικού Κράτους, ο καθολικός το θρήσκευμα Όθωνας, ο οποίος εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο, το 1833.

Το Βασιλιά Όθωνα, συνόδευε σημαντικός αριθμός καθολικών Βαυα­ρών. Υπολογίζεται πως ήταν μαζί του χίλιοι οκτακόσιοι πενήντα (1850) Βαυαροί, κυβερνητικοί, άλλοι τιτλούχοι, στρατιωτικοί, αυλικοί, οι οποίοι μετακόμισαν στην Αθήνα, όταν το 1834 μεταφέρθηκε εκεί η έδρα της πρω­τεύουσας. Σε ανεπίσημη απογραφή του καθολικού πληθυσμού στα 1834, μετά την εγκατάσταση του ‘Οθωνα στην Αθήνα, έχουμε ακόμη στο Ναύπλιο εκατόν είκοσι (120) πιστούς του καθολικού Δόγματος.

Καθολική Εκκλησία Μεταμορφώσεως του Σωτήρος

To 1839, ύστερα από αίτηση του Επισκόπου των Δυτικών Λουδοβίκου Μαρία Blanchis, Επισκόπου Σύρου, που είχε την ποιμαντική φροντίδα των καθολικών πιστών της Ελλάδας, σε περιοχές που δεν υπήρχαν Λατίνοι Επί­σκοποι, όπως στο Ναύπλιο, δωρήθηκε από τον Όθωνα το τέως μουσουλμα­νικό Τέμενος, δηλαδή η λεγόμενη «Φραγκοκλησιά» στην πλαγιά της Ακρο­ναυπλίας, για να μετατραπεί σε καθολικό Ναό του Ναυπλίου.

Στο Τοπικό Ιστορικό Αρχείο Ναυπλίου, Παράρτημα των Γ.Α. Κράτους, και στους φακέλους: ΔΗΜ 1.1/Π 35(1839) και ΔΗΜ 1.1./12 32β (1838), βρίσκουμε τη σχετική αλληλογραφία, για την παραχώρηση του τζαμιού στους Δυτικούς, τους Καθολικούς του Ναυπλίου.

Βλέπουμε στο υπ’ αριθ, 4998/28 Αυγούστου 1838 έγγραφο του Διοικη­τού Αργολίδος, προς τον Δήμαρχο Ναυπλίου, ότι «κατόπιν αιτήσεως του εν Σύρω Επισκόπου των Δυτικών, απευθυνόμενης προς την επί των Εκκλησια­στικών Βασιλικήν Γραμματείαν, ο Δήμαρχος προσκαλείται, βάσει και της υπ’ αριθ. 12021 διαταγής της επί των Εσωτερικών Γραμματείας», να κάμει αίτηση, ώστε να παραχωρηθεί στους πιστούς του Δυτικού Δόγματος το πα­ραπάνω τζαμί ή κάποιο άλλο κατάλληλο απ’ όσα υπάρχουν προς ανέγερσιν Ναού «κατά τον νόμον περί προικοδοτήσεως».

Ο Διοικητής παρακαλεί τον Δήμαρχο, να έχει την αίτηση του, το ταχύτερο, για να την υποβάλλει εις την «επί των Εσωτερικών Γραμματείαν». Το Τέμενος χαρακτηρίζεται ως «το υπό τον Ιτσκαλέ ερείπιον τζαμίου».

Σε έγγραφο της 7 Νοεμβρίου 1838, προς τον Δήμαρχο Ναυπλίας, ο εφημέριος των καθολικών Ναυπλίου, ιερέας Πέτρος Πριβιλέγγιος, απο­στέλλει κατάλογο των «όσων έγραψε έως τώρα» καθολικών, εκατόν είκοσι εννέα (129) ονόματα, που βρίσκονται στο Ναύπλιο και επιφυλάσσεται να στείλει και άλλον με ονόματα των υπόλοιπων Καθολικών του Ναυπλίου. Με το από 20 Φεβρουαρίου / 4 Μαρτίου 1839 Βασιλικό Διάταγμα, πα­ραχωρείται «εις τούς ενταύθα διαμένοντας ή ως δημότας εις τον Δήμον Ναυ­πλίας καταγραφέντας Δυτικούς» η οικοδομή του τζαμιού, που βρίσκεται «εντός του φρουρίου πλησίον του Ιτσκαλέ».

Με το από 31 Μαρτίου / 12 Απριλίου 1839 έγγραφο του, ο ιερέας Πέ­τρος Πριβιλέγγιος, με την ιδιότητα του εφημέριου των καθολικών Ναυ­πλίου, ευχαριστεί και εκ μέρους των πιστών του Δυτικού Δόγματος τον Δήμαρχο Ναυπλίου, «διά την φιλοκαλίαν και προσπάθειαν», την οποία κατέ­βαλε ως προϊστάμενος του Δήμου Ναυπλιέων, προς επιδίωξη του σκοπού τους, δηλαδή για ίδρυση καθολικού Ναού.

Με το από 3 Μαΐου 1839 έγγραφο, ο Δήμαρχος Ναυπλίου Γ. Μ. Αντωνό­πουλος, διατάσσει τον Δημοτικό Αστυνόμο, να διώξει όσους κατοικούν εις τα «χαμώγια του υπό τον Ιτσκαλέ τζαμίου», δίνοντας τους μόνο τρεις (3) ημέρες προθεσμία, για να βρουν άλλα καταλύματα, διότι το τζαμί αυτό, εχορηγήθη εις τους καθολικούς δια της Κυβερνήσεως, για να ανιδρύσουν Ναόν του Δόγματος τους.

Στην παραχώρηση συνέβαλε, ο προσωπικός φίλος του Βασιλιά, Γάλλος συνταγματάρχης Α. Ιλαρίων Touret. Ο Ναός επισκευάζεται λόγω των ζη­μιών από τα επαναστατικά γεγονότα και ανοικοδομείται πρεσβυτέριο, για κατοικία του εκάστοτε εφημερίου. Τα εγκαίνια του ναού έγιναν στα 1840 από τον εφημέριο Φραγκίσκο Κουκούλα και αφιερώθηκε στη «Μεταμόρφωση του Σωτήρος». Την εποχή εκείνη το Ναύπλιο συγκέντρωνε τριακοσίους (300) περίπου καθολικούς, Έλληνες και ξένους. Οι δεύτεροι ανήκαν στο σώμα των Βαυαρών στρατιωτών, που είχαν συνοδεύσει τον Όθωνα».

 

Σχετικά θέματα:

   

Πηγές


  • Δρ Μάρκος Ν. Ρούσσος – Μηλιδώνης, «Φραγκισκανοί Καπουκίνοι στη Νάπολι της Ρωμανίας 1642-1821», Ναυπλιακά Ανάλεκτα ΙV, Έκδοση Δήμου Ναυπλιέων, 2000.
  • Αρχιμ. Καλλινίκου Δ. Κορομπόκη, «Οι καθολικοί στο Ναύπλιο», Ναυπλιακά Ανάλεκτα, τόμος ΙΙΙ, έκδοση του Δήμου Ναυπλιέων, Ναύπλιο, 1998.   
  • Δρ Μάρκος Ν. Ρούσσος – Μηλιδώνης, «Ανάλεκτα Καθολικής Εκκλησίας Ναυπλίου 75μ.χ. – 2004», Έκδοση Καθολικής Εκκλησίας Ναυπλίου, 2004.
  • Μιχαήλ Γ. Λαμπρυνίδου, « Η Ναυπλία από των Αρχαιοτάτων Χρόνων μέχρι των καθ΄ ημάς », Τύποις Εκδοτικής Εταιρείας, Εν Αθήναις 1898.

Read Full Post »

Πάσχα στην Καθολική Εκκλησία του Ναυπλίου το 1841


  

Ο Δρ Μάρκος Ν. Ρούσσος – Μηλιδώνης, Επίτροπος της Καθολικής Εκκλησίας του Ναυπλίου, παρουσιάζει  στα Ναυπλιακά Ανάλεκτα VII (2009) δύο ενημερωτικές επιστολές των ετών 1841 του εφημ. Γεωργίου Δούναβη προς τον εκκλησιαστικό του προϊστάμενο Επίσκοπο Σύρου Αλούσιο Μ. Blancis.

Η πρώτη αφορά στον εορτασμό της Μεγάλης Εβδομάδας του έτους 1841, και η δεύτερη κάποιες διαφορές με τον επίτροπο Βονιφάτιο Bonafin.

Ας δούμε πως περιγράφει ο ιερέας τον εορτασμό του Πάσχα των Καθολικών στο Ναύπλιο του 1841.

 

Επιστολή της 16ης Απριλίου 1841 του εφημερίου Γεωργίου Δούναβη προς τον Επίσκοπο Καθολικών Σύρου Αλούσιο Μ. Blancis

  

Σεβασμιότατε,

Θεωρώ υποχρέωσή μου να σας πληροφορήσω για τον τρόπο με τον οποίο γιορτάσαμε εδώ στο Ναύπλιο τη Μεγαλοβδομάδα και το Άγιον Πάσχα.*

L. Lange, Η Φραγκοκκλησιά.

Στις ιερές ακολουθίες της Μ. Πέμπτης, Παρασκευής και Σαββάτου, τους θρήνους και άλλους ύμνους του Αγίου Πάθους έψαλαν ο ιταλός μοίραρχος Αντώνιος Morandi και ο γάλλος συνταγματάρχης Ιλαρίων Αύγουστος Touret.

Μετά την ακολουθία της Μεγάλης Πέμπτης στις 10 το βράδυ, μετέφερα τον καθαγιασμένο Άρτο από το κεντρικό σε πλάγιο βωμό, κατάλληλα διακοσμημένο. Στην τελετή έλαβε μέρος πλήθος πιστών. Έως την Κυριακή του Πάσχα, η εκκλησία έμενε ανοικτή έως αργά τη νύχτα.

Ανήμερα του Πάσχα έψαλα τη λειτουργία της Αναστάσεως στις 10 το πρωί. Παρέστησαν ο στρατηγός DAlmeida, οι καθολικοί αξιωματικοί και όλοι οι πιστοί. Η εκκλησία μας ήταν υπερπλήρης. Η χορωδία εξετέλεσε με μεγάλη επιτυχία τα ψαλτά μέρη της λειτουργίας. Όλοι είχαν να πουν τα καλύτερα για την λόγια τάξη και την σιωπή που επεκράτησαν κατά τη διάρκεια της τελετής.  

Το μεσημέρι με κάλεσε στη τράπεζα του ο συνταγματάρχης κ. Touret. Συνέφαγαν μαζί μας ανώτεροι γάλλοι αξιωματικοί και ο κ. Μorandi ο οποίος κάλεσε τους συνδαιτυμόνες να πιουν στην υγειά του καλού μας ποιμένα, του Σεβασμιότατου  Αλοϋσίου Blancis. Όλοι μαζί ευχηθήκαμε για τη μακροημέρευσή σας.

Τη Δευτέρα του Πάσχα προσκλήθηκα από το στρατηγό D’ Almeida ο οποίος μου ζήτησε να σας μεταφέρω τις ευχές του ιδίου, της συζύγου και του γιου του. Και οι τρεις παρακαλούν για την ευλογία σας.

Σας πληροφορώ, Σεβασμιότατε, ότι ένα ζευγάρι Βαυαρών που συζούν από έξι μήνες, μου ζήτησαν να τελέσω τους γάμους τους, για να απαλλαγούν από την κατάσταση της αμαρτίας. Μου παρουσίασαν τις βεβαιώσεις ότι δεν έχουν συνάψει μέχρι τώρα γάμο. Επειδή όμως ο άντρας είναι διαμαρτυρόμενος, τους είπα ότι οφείλω να έχω την άδεια σας.

Εγώ, Σεβασμιότατε, δε βλέπω άλλο τρόπο για να απαλλαγούν από την αμαρτία, παρά μόνο την άδεια σας να τελέσουν τους γάμους τους. Όσον αφορά στο θρήσκευμα των παιδιών, εφόσον βέβαια αποκτήσουν, με διαβεβαίωσαν ότι θα βαπτισθούν κατά το καθολικό τυπικό και δόγμα.  Με την ευκαιρία αυτή, επισυνάπτω στην επιστολή μου απόδειξη 90 δραχμών για επισκευές στη εκκλησία.

Σας πληροφορώ τέλος ότι ο ιταλός Συνταγματάρχης που είχα συστήσει στο κ. Touret, έφυγε σήμερα για την Αθήνα. Όσο ήταν εδώ έμενε μαζί μου άλλα έτρωγε στο σπίτι του κ. D’ Almeida.

Και μία παράκληση: Σας παρακαλώ να μου στείλετε 3 ή 4 από τα θαυματουργά μετάλλια της Παναγίας τα οποία ευλαβούνται οι Πατέρες Λαζαριστές. Ο Συνταγματάρχης Touret σας υποβάλει οικογενειακώς τα σέβη του και παρακαλεί για την ευλογία σας.

Γονατιστός ασπάζομαι τη δεξιά σας με πολύ σεβασμό.

Ο ταπεινός και ευπειθής δούλος σας

Γεώργιος Δούναβης, ιερέας.

Ναύπλιο (Nauplia), 16 Απριλίου 1841.

  

Υποσημείωση


  

* Οι παλαιοί Αναπλιώτες θυμούνται τη περιφορά του «φράγκικου» Επιτάφιου τη Μεγάλη Παρασκευή, για τον οποίο η εφημερίδα «ΑΡΓΟΝΑΥΠΛΙΑ» της 23ης Σεπτεμβρίου 1973, δημοσίευσε το εξής έμμετρο του λαϊκού βάρδου Α. Αναπλιώτη:  

 

Δεν έχει πια πιστούς στ’ Ανάπλι

ο φράγκικος Χριστός.

Ούτε Ντομένικος, ούτε Τζαννίνος

ούτε Φουμέλης πια γονατιστός.

Δεν προσκυνιέται πια στ’ Ανάπλι

ο φράγκικος Χριστός.

Ούτε στα χέρια του νεκρό τον αγκαλιάζει

του Όθωνα ο παπάς ο σεβαστός.

Του Όθωνα ο παπάς τα μεγαλεία,

το Ντόμινους βαπτίσκουμ δε θα πει,

ούτε κι ο Νιόνιος πρόξενος ντυμένος

στον Επιτάφιο δε θα μπη.

Του Παναγιώτη ο γκρας δε θ’ αναστήση

ούτε και φέτος στη φραγκοκλησιά,

και μόνος πια ο Απρίλης θα στολήση

ολόκληρο ένα τάφο με δροσιά.

 

Δρ Μάρκος Ν. Ρούσσος – Μηλιδώνης

Επίτροπος  Καθολικής Εκκλησίας Ναυπλίου

Ναυπλιακά Ανάλεκτα VII, Έκδοση Δήμου Ναυπλιέων, Δεκέμβριος 2009.

  

Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »

Η βυζαντινή εκκλησία στο Κάστρο του Άργους (Εκκλησία της Θεοτόκου)


 

Όπως έχουμε διαπιστώσει, σε ελάχιστους είναι γνωστό ότι στο Κάστρο του Άργους διατηρούνται, ακόμα, τα ερείπια της βυζαντινής εκκλησίας του 12ου αιώνα, ενώ είναι ακόμα λιγότερο γνωστό ότι αυτής της εκκλησίας προϋπήρξε άλλη, σε άλλη θέση μέσα στο κεντρικό περίβολο του φρουρίου, ίχνη της οποίας έχουν επισημανθεί στις μέρες μας. Το 1987 είδε το φως της δημοσιότητας η πρώτη αρχιτεκτονική μελέτη του  ναού του 12ου αιώνα, στον ετήσιο τόμο επιστημονικών μελετών που εκδίδει η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών.

Συγγραφέας του άρθρου είναι ο καθηγητής της ιστορίας της Αρχιτεκτονικής του Ε.Μ.Π. Χαράλαμπος Μπούρας. Από τη σημαντική αυτή μελέτη μεταφράσαμε για τον «Ελλέβορο» το εισαγωγικό μέρος και τα συμπεράσματά του,  που είναι πιο προσιτά για το ευρύ κοινό.

Β. Κ. Δωροβίνης

 

Βυζαντινός Ναός 12ος αι. μ.Χ.

«Το μόνο μεσαιωνικό μνημείο που διατηρήθηκε στο εσωτερικό του κεντρικού περιβόλου του φρουρίου του Άργους (Λάρισα) είναι ο μικρός ναός της Παναγίας, σήμερα σε ερειπιώδη κατάσταση. Αν και το μνημείο δεν αγνοήθηκε εντελώς από τους αρχαιολόγους (σημείωση του συγγραφέα αναφέρεται σε μελέτες των Β. Κόντη, Ν. Παπαχατζή, Κέβιν Άντριους, Β. Φόλγκραφ και Αντ. Μπον), η αρχιτεκτονική του δεν μελετήθηκε μέχρι σήμερα, ενώ θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως σημείο αναφοράς αφού χρονολογείται με πλήρη ακρίβεια ( έτος 1174).

Ο Βίλχελμ Φόλγκραφ (Vollgraff) υπήρξε ο πρώτος που μνημόνευσε την εκκλησία της Παναγίας, όταν στο τέλος της δεκαετίας του 1920 πραγματοποίησε βαθειές (και καταστροφικές) ανασκαφές στο εσωτερικό του φρουρίου, όπου έψαχνε για τα προϊστορικά ανάκτορα του Άργους ( ο Χαράλαμπος Μπούρας  σημειώνει ότι, έτσι, φαίνεται ότι εξαφανίστηκαν, τότε, ένα τζαμί, μια  καθολική εκκλησία και η κατοικία του διοικητή του φρουρίου). Διέλυσε τα υπολείμματα μεσαιωνικών οικοδομών καθώς και όλα τα υποκείμενα στρώματα, απογυμνώνοντας, σε όλη την επιφάνεια της ακρόπολης, τον φυσικό βράχο. Το έδαφος του ναού τρυπήθηκε μέχρι το βάθος των 2, περίπου, μέτρων και, έτσι, τα θεμέλια του, ξεκαθαρισμένα σε όλο το ύψος τους, βρίσκονται σήμερα πολύ φθαρμένα. Ο Φόλγκραφ δεν δημοσίευσε παρά μόνο φωτογραφίες της εκκλησίας: μία γενική άποψη της, τέσσερα γλυπτά και μια επιγραφή.

Τελικά, αρνήθηκε να συσχετίσει αυτή την επιγραφή με τον ναό, που παραδόξως θεώρησε ως ενετικό. Πολύ αργότερα (1969), ο Αντουάν Μπον, που μελέτησε το φράγκικο κάστρο και του οποίου έδωσε ένα γενικό σχέδιο, δημοσίευσε φωτογραφίες του μνημείου, για το οποίο είχε ήδη αναγνωρίσει ότι η ημερομηνία κατασκευής του δίδεται από την επιγραφή. Το κείμενο της τελευταίας είναι το ακόλουθο: «Ανεκτίσθη  ο πάνσεπτος ναός της υπεραγίας Θεοτόκου παρά του Θεοφιλεστάτου επισκόπου ιμών Άργους κε Ναυπλίου βασηλέβοντος Μανοΐλ δεσπότου του Κομνηνού παρφηρογςννήτου επισκόπου δε ημόν Κυρού Νικύτα έτους ηχπβ’».

Και καταλήγει ο Χ. Μπούρας:

«Σύμφωνα με την αφιερωτική επιγραφή του 1174, η εκκλησία ιδρύθηκε από τον επίσκοπο του τόπου. Τίποτε δεν επιτρέπει να  σκεφθούμε ότι επρόκειτο για το καθολικό ενός μοναστηριού: η ύπαρξη μοναστηριού στο εσωτερικό ενός βυζαντινού φρουρίου φαίνεται εντελώς απίθανη. Ακόμα κι αν οι διατηρούμενες σήμερα οχυρώσεις  της Λάρισας χρονολογούνται στον 13ο αιώνα (δυστυχώς δεν υπάρχει λεπτομερειακή μελέτη του φρουρίου του Άργους) είναι σίγουρο ότι το βυζαντινό φρούριο που χρησίμευε ως φρούριο του οικισμού που, όπως και σήμερα, εκτεινόταν στην πεδιάδα, υψωνόταν στο ίδιο μέρος.

Η μακρόχρονη αντίσταση που πρόβαλε, λίγα χρόνια υστερότερα, αυτό το φρούριο στη φράγκικη κατάκτηση, δείχνει καλά την ισχύ του (αντίθετα προς την αδυναμία της πόλης).

Όπως οι πηγές μας δείχνουν ότι ήταν δύσκολο, αν όχι αδύνατο, για τους πολίτες να διεισδύουν στα βυζαντινά φρούρια, είναι σχεδόν βέβαιο ότι το ίδιο ίσχυε στο Άργος  και, επομένως, ότι η εκκλησία της Θεοτόκου είχε κτιστεί για τη φρουρά κι ότι δεν ήταν καθολικό μονής.

Η λέξη «ανεκτίσθη», με την οποία αρχίζει το κείμενο της επιγραφής, θα πρέπει, ίσως, να συσχετισθεί με την πρώτη τρίκογχη βασιλική που πιθανότατα βρισκόταν σε ερείπια του 1174 και από την οποία ελάχιστα απομένουν σήμερα. Η ύπαρξη μιας τόσο μεγάλης εκκλησίας στο εσωτερικό του Κάστρου του Άργους θα πρέπει, ίσως, να εξηγηθεί με την αναδίπλωση της πόλης στο εσωτερικό του φρουρίου, ειδικά κατά μια περίοδο μεγάλης ανασφάλειας, τον 7ο ή 8ο αιώνα. Ορισμένα γλυπτά μέλη  γύρω από τη θέση αυτής της βασιλικής θα έπρεπε, ίσως, να αποδοθούν σε αυτήν, εξαιτίας της παλαιότητάς τους.

Ο επικεφαλής της εκκλησίας, επίσκοπος Νικήτας, που διοικούσε την επισκοπή Ναυπλίου και Άργους, ενοποιημένη από το 1166, μας είναι γνωστός από τον «Συνοδικόν της Ορθοδοξίας».

Στον κατάλογο τον επισκόπων προηγείται ενός Ιωάννη υπό τον οποίο, το 1189, η επισκοπή προήχθη στο βαθμό της μητρόπολης. Αν κρίνουμε από την  αδεξιότητα και τα ορθογραφικά λάθη της επιγραφής, ο Νικήτας δεν ανήκε στους γραμματισμένους κληρικούς της μεσοβυζαντινής περιόδου. Η διαφορά φαίνεται καθαρά από τη σύγκριση με την αφιερωτική επιγραφή που συντάχθηκε είκοσι πέντε χρόνια νωρίτερα, από ένα προκάτοχό του, τον Λέοντα, για την Αγία Μονή Ναυπλίας».  

  

Πηγή


 

  • Περιοδικό, «Ελλέβορος», τεύχος 8, Άργος, 1991. 

Χαράλαμπος Μπούρας, η περίληψη της ανακοίνωσης στο 6ο Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας & Τέχνης: Η Εκκλησία της Θεοτόκου στο Κάστρο του Άργους

Χαράλαμπος Μπούρας, η ανακοίνωση στο Bulletin de correspondance hellénique. Volume 111, livraison 1, 1987: L’Église de La Théotokos de la citadelle d’Argos

Read Full Post »

Οι Καθολικοί στο Ναύπλιο


 Υπό Αρχιμ. Καλλινίκου Δ. Κορομπόκη

Ιεροκήρυκος Ι. Μητροπόλεως Αργολίδος

  

Γενικά εισαγωγικά


  

Δεν είναι παράξενο να αναζητήσουμε ιστορικά τους καθολικούς στο Ναύπλιο, δηλαδή να διερευνήσουμε την ιστορία της λατινικής ιεραρχίας, των καθολικών εφημερίων, μοναχικών ταγμάτων, αλλά και απλών πιστών της Ρωμαιοκαθολικής, άλλως λεγομένης Δυτικής Εκκλησίας, στο Ναύπλιο. Η ιστορική αυτή πόλη, διετέλεσε επί σειρά αιώνων, υπό Φραγκική και Ενετική κατοχή. Είχαμε εδώ Φραγκοκρατία από το 1212 – 1389 και στη συνέχεια Ενετοκρατία από το 1389 – 1540 και κατόπιν τη Β’ Ενετοκρατία από το 1686 – 1715.

Κατά τα 357 συνολικά ξενικής κατοχής, υπό κυριάρχους του Ρωμαιοκαθολικού Χριστιανικού δόγματος, επόμενο ήταν να οργανωθεί εδώ τοπική λατινική Εκκλησία και μάλιστα να χρησιμεύσει, ως γέφυρα προέλασης των δυτικών συνηθειών και επεκτατικών σχεδίων.

Από την πολιτική ιστορία[i] γνωρίζουμε, ότι μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης (1204), η Πελοπόννησος εκληρώθη στους Ενετούς. Επειδή αυτοί δεν είχαν χερσαίες δυνάμεις, ανέλαβε την κατάκτηση της κληρωθείσης χερσονήσου, ο Βονιφάτιος Μαρκίων Μομφερρατικός και στη συνέχεια, άλλοι Φράγκοι ιππότες.

Αυτοί έθεσαν, ως πρωταρχικούς στόχους τους, την κατάκτηση των φρουρίων Ναυπλίου, Άργους και Κορίνθου. Το πράγμα όμως δεν ήταν εύκολο, όσο εδέσποζε σ’ αυτούς, ο Βυζαντινός άρχοντας Λέων Σγουρός. Όμως μετά το θάνατο του, το 1209, οι Ναυπλιείς παρεχώρησαν δια συνθήκης, που έγινε το 1212, προς τον Γοδοφρείδο Α’ Βιλλαρδουΐνο, ένα αυτοτελές τμήμα της πόλης, καθώς και το αντίστοιχο ανατολικό φρούριο. Έκτοτε αρχίζει η Φραγκική κυριαρχία επί του Άργους και Ναυπλίου, υπό την αυθεντία μάλιστα, των μεγάλων Δουκών των Αθηνών, του οίκου de la Roche, στους οποίους τελικά περιήλθαν οι δύο πόλεις.

Εν τω μεταξύ συναντούμε μόνιμα εγκατεστημένους  στο Ναύπλιο  ή περιστατικά διακινούμενους καθολικούς, όπως σποραδικά αναφέρονται σε συμβολαιογραφικά και άλλα έγγραφα. Είναι ακόμη γνωστό, ότι Χιώτες μετανάστες, καθολικοί στη συντριπτική τους πλειοψηφία, εγκαταστάθηκαν στο Ναύπλιο, συνολικά 76 οικογένειες ή 211 ψυχές, όπως μαθαίνουμε από την βενετική απογραφή 1700[ii].

 

1. Άποψη του Ναυπλίου, χαλκογραφία, από έκδοση του V. Coronelli (β’ μισό 17ου αιώνα)

 

  

Η Καθολική εκκλησία και νοσοκομείο στο Ναύπλιο


 

 α’. Nerio Acciajoli 

Με την ιστορία του Ναυπλίου, συνδέεται και ο εκ Φλωρεντίας Νέριος ή Ραινιέρος Ακκιαγιόλης (Acciajoli)[iii]. Κύριος της Καστελανίας Κορίνθου και Βαρώνος Βοστίτζης. Ο Αιμ. Λεγκράν στη βιογραφία των Ιωάννου και  Θεοδοσίου  Ζυγομαλά, παραθέτει σε υποσημείωση της 1ης σελίδας τα επόμενα:

« Ο τελευταίος Γάλλος, όστις εβασίλευσεν επί του Άργους και Ναυπλίου ην  ο Guy dEngien, ου η θηγάτηρ νυμφευθείσα Ενετόν παρέσχε τη Ενετική Πολιτεία την ευκαιρίαν να υπαγάγη υπό την κυριαρχίαν  αυτής και το μικρόν τούτο κράτος της μοναδικής κληρονόμου αντί ετησίας χορηγίας κατά το Χρονικόν του Δωροθέου τω 1389· πλήν δεν διήρκεσεν επί πολύ, διότι ο Νέριος Άκκιαγιόλλης και ο γαμβρός του Κάρολος Τόκκος κατέλαβον τας δύο ταύτας αρχοντίας (του Άργους και Ναυπλίου), των οποίων ο Μιχαήλ Ζυγομαλάς εξεπλήρου τα καθήκοντα του υπουργού των Οικονομικών».

Κατά τη γνώμη άλλων χρονογράφων, ο Νέριος Ακκιαγιόλης κατέλαβε το Ναύπλιον και πριν την εκχώρησή του στους Ενετούς.

Ο Νέριος Ακκιαγιόλης, αιχμαλωτίσθηκε από τους Καταλανούς και αναγκάσθηκε να ζητήσει παρέμβαση των Ενετών, αφού πρώτα παραιτήθηκε από κάθε εξουσία, που είχε στο Ναύπλιο.

Μετά τη σύντομη αιχμαλωσία του (1393 – 1394), αφού ελευθερώθηκε, πέθανε στην Κόρινθο την 1ην Νοεμβρίου 1394· λίγο πριν, είχε συντάξει διαθήκη, στις 17 Ιουλίου 1394, στην οποία ανέφερε, ότι κληροδοτεί ολόκληρη την εν Άργει κινητή και ακίνητη περιουσία του, για την ίδρυση του Νοσοκομείου των πτωχών στο Ναύπλιον[iv].

Στην ίδια διαθήκη, ορίζει υπεύθυνο για τη διοίκηση της «‘Ημετέρας Μονής των Καλογραιών του Ναυπλίου» τον Επίσκοπο Άργους και  δηλώνει, ότι η Μονή αυτή των Καλογραιών Ναυπλίου, θα εισφέρει και οικονομικούς πόρους στο Νοσοκομείο.

 

β’. Η Φραγκοκλησιά

Η Μονή των Δυτικών Καλογραιών, η οποία ήταν « περιώνυμος»[v], βρισκόταν εκεί όπου τώρα υπάρχει ο καθολικός Ναός,  ο οποίος διαθέτει: κελιά, αποθήκες, στοές, στέρνα, πρεσβυτέριο.

Δηλαδή η κτιριακή του συγκρότηση, ξεπερνά τις απαιτήσεις ενός απλού Ναού[vi]. Η Φραγκοκλησιά, όπως είναι γνωστός ο καθολικός Ναός του Ναυπλίου, είχε και ανάλογη οχυρωματική επάρκεια, διότι βρισκόταν έξω απ’ τα τείχη  των κάστρων της Ακροναυπλίας.

Βέβαια, όταν τον 15ο αιώνα τ’ Ανάπλι της Α’ Ενετοκρατίας, επεκτείνεται με επιχωματώσεις έξω από τα τείχη, η Φράγκικη Εκκλησία ενσωματώνεται με τη νέα πόλη. Σίγουρα θα λειτουργούσε, τουλάχιστον ως Ναός και στη Β’ Ενετοκρατία. Αλλά λίγα χρόνια πριν από την Επανάσταση (1821), ξέρουμε ότι ερειπωμένη πια μετατρέπεται σε τζαμί, από την χήρα του Αγά Δερβενιώτη. Οι επεμβάσεις φαίνονται: ο πολύ χαμηλός και μεγάλος τρούλος, το στρογγυλό σχήμα κοντά στο Ναό,  όπου η βάση του μιναρέ.

 

L. Lange, Η Φραγκοκκλησιά.

 

Η Φραγκοκλησιά του Ναυπλίου, βρίσκεται  στην ανωφέρεια του ιστορικού κέντρου της πόλης. Είναι αφιερωμένη στη «Μεταμόρφωση του Σωτήρος» και ο μόνος Ναός στο Ναύπλιον, που διατηρεί εξωτερικά τη πέτρινη δομή του.

Στην εσωτερική πόρτα, φέρει γραμμένα (1841) ονόματα φιλελλήνων, που έπεσαν στον απελευθερωτικό αγώνα[vii]. Στο Ιερό Βήμα, σώζεται αντίγραφο της «Sacra Familia»του Ραφαέλε Σάντι. Η εικόνα, είναι δώρο του Βασιλιά της Γαλλίας Λουΐ Φιλίπ, ο οποίος είχε επίσης δωρίσει, μια όμορφη απεικόνιση της Μεταμόρφωσης κι ένα υψηλό ξύλινο θυσιαστήριο, που έχει την επιγραφή: «ΔΩΡΟ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΑΣ, 1843[viii]».

Η Εκκλησία έχει σχήμα τετραγωνικό και κάθε εσωτερική πλευρά, έχει μήκος 8,5 μ. Βγαίνοντας από την Εκκλησία, προς  τα δεξιά, υπάρχει η είσοδος υπόγειας κρύπτης. Στην κρύπτη αυτή υπάρχουν επιγραφές, τις οποίες κατέγραψε η καθηγήτρια Βασιλική Θ. Καραγιάννη και αναφέρονται σε ονόματα  αποθανόντων καθολικών του Ναυπλίου:

 +   

ANNA GRUND

KUPFERBERG ATHANASIUS GRUND

MORTUUM NAUPLIA (E)

 ANNO 1877

REQUIESCANT IN PACE

+

LE COLONEL FABVIER

OFFICIER FRANCAIS

 +

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΑΡΓΟΛΟΓΟΣ

ΙΕΡΕΥΣ 1821 – 1907

ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΑΝΑΠΑΥΟΝΤΑΙ

ΕΝ ΚΥΡΙΩ ΤΑ ΟΣΤΑ ΠΡΟΣΦΙ

ΛΩΝ ΤΕΚΝΩΝ ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΚΑΙ

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΙΕΡΟΥ ΠΡΙΝΤΕ

ΖΗ ΑΠΟΘΑΝΟΝΤΩΝ ΕΝ ΝΑΥ

ΠΛΙΩ ΤΟ 1873 ΚΑΙ 1878

 +

ΕΝΘΑΔΕ ΚΕΙΝΤΑΙ ΤΑ ΟΣΤΑ ΤΟΥ

ΤΕΘΝΕΩΤΟΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ

ΔΟΜΕΝΙΚΟΥ ΣΑΡΓΟΛΟΓΟΥ ΕΚ ΣΥΡΟΥ

ΑΠΟΘΑΝΟΝΤΟΣ ΕΝ ΝΑΥΠΛΙΩ ΤΗΝ

27 ΑΠΡΙΛΙΟΥ ΤΟΥ 1881

+

ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΑΝΑΠΑΥΟΝΤΑΙ ΕΝ ΚΥΡΙΩ

ΤΑ ΟΣΤΑ ΠΡΟΣΦΙΛΟΥΣ ΜΗΤΡΟΣ  ΟΡ

ΣΟΥΛΑΣ ΠΛΟΥΡΙΔΕΛ ΚΑΙ ΚΙΚΙΛΛΙ

 ΑΣ ΑΛΕΝ ΑΠΟΘΑΝΟΥΣΑΙ ΕΝ  ΝΑΥ

ΠΛΙΩ ΤΗ 2 ΚΑΙ 12 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 

1868 ΑΜΦΟΤΕΡΑΙ ΕΚ ΤΕΡΓΕΣΤΗΣ

  +

ΕΝ ΤΟΥΤΩ

ΑΝΑΠΑΥΟΝΤΑΙ ΕΝ ΚΥΡΙΩ ΤΑ

 ΟΣΤΑ ΠΡΟΣΦΙΛΟΥΣ ΜΗΤΡΟΣ ΚΑΙ ΚΑΛΗΣ

ΣΥΖΥΓΟΥ ΡΟΖΑΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΙΑΤΡΟΥ

ΕΚ ΜΕΛΙΤΗΣ ΑΠΟΘΑΝΟΥΣΗΣ ΕΝ ΝΑΥΠΛΙΩ

ΤΗ 24 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ….

+

R(EGGIA) CORAZZATA LEPANTO

PENSO BENIAMINO

MARINAIO ITALIANO

NATO LI 8  MARZO 1866 IN CHIOGGIA

MORTO  IL  14 8BRE 1889 IN NAYPLIA

 Ι

 COMPAGNI

 

Πάνω από την είσοδο του Ναού, βρίσκεται επιγραφή, στην οποία διαβάζουμε:

 +

ΑΙΩΝΙΑ

 Η ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ

Η ΑΝΑΠΑΥΣΙΣ ΤΟΥ ΤΕΘΝΕΩΤΟΣ

ΟΘΩΝΟΣ Α’

ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

1867

ΕΙΣ ΑΝΑΜΝΗΣΙΝ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΑΡΓΟΛΟΓΟΣ

ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

 

Ο Γεώργιος Σαργολόγος (1821 – 1907), του οποίου σώζεται επιβλητική φωτογραφία στον χώρο της υποδοχής της Φραγκοκλησιάς, ήταν εφημέριος των Καθολικών του Ναυπλίου κατά τα έτη 1849 – 1907.

Στο εσωτερικό της Εκκλησίας, υπάρχουν στο αριστερό δάπεδο δυο μαρμάρινοι τάφοι με επιγραφές. Εκεί διαβάζουμε: 

 

+

HIER RUHEN

ANNA GRUND GEB. WILD

AUS KUPFERBERG IN BOEHMEN

GEST. IN NAYPLIA D:25 APR. 1877

  

ALT 29 JAHRE

UND

ATHANASIUS GRUND

GEB. 15 OCT 1876. GEST:25 FEBR. 1877

REQUISCANT IN PACE 

JOSEF GRUND DER TREUE GATTE

 

ΕΝΘΑΔΕ ΚΕΙΤΑΙ

ΑΝΝΗ ΘΥΓΑΤΗΡ ΔΟΜΕΝΙΚΟΥ ΦΡΕΡΡΗ

ΓΕΝΝΗΘΕΙΣΑ ΤΗ 1 ΙΟΥΝΙΟΥ 1865

ΚΑΙ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΑ ΤΗ 21 ΜΑΡΤΙΟΥ 1881

 

Υπάρχει ακόμα μια επιγραφή πάνω απ’ το κάγκελο της εισόδου στα Ελληνικά και στα Ιταλικά, που αναφέρει: «ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΙΟ, ΤΩΝ ΛΑΤΙΝΩΝ ΚΑΘΟΛΙΚΩΝ». Στην εξωτερική αριστερή πλευρά της Εκκλησίας, βρίσκεται μια άλλη μαρμάρινη επιγραφή στα ιταλικά[ix]:

 

ALLA VENERATA MEMORIA DELL’AVO

GAVRE PIETRO NEGRI

 AGENTE DIPLOMATIKΟ E CONSOLE GENERALE

DI S.M. IL RE DI SARDEGNA

QUI DECEDUTO IL 10 OTTOBRE 1834

 

I NEPOTI

ENRICO NEGRI DI LAMPORO

GONSOLE GENERALE DIS. M. IL RE   D’ ITALIA

ETTORE NEGRI DI LAMPORO 

MAGGIORE DI STATO MAGGIORE

GIUSEPPE NEGRI DI LAMPORO

GAPITANO D’ ARTIGLIERIA

POSERO

NELL’ ANNO 1903.

 

Στην κρύπτη του καθολικού Ναού, υπάρχει επιτοίχιο ανάγλυφο, με θέμα: 

«Φιλέλληνες μάχονται υπέρ των Ελλήνων», το οποίο φιλοτέχνησε ο γλύπτης Νικόλαος Δαγούλης. Η παράσταση έχει διαστάσεις 1,10Χ2,20 μ. Περιλαμβάνει 14 μορφές Ελλήνων, Φιλελλήνων, Τούρκων και πέντε άλογα σε ώρα μάχης.

Στο αριστερό μέρος της παράστασης, βλέπουμε την εξέγερση των Ελλήνων και Φιλελλήνων και στο δεξιό την άτακτη φυγή των Τούρκων. Στο κέντρο  δύο έφιπποι αγωνιστές, ο Έλληνας με υψωμένο το γιαταγάνι και ο Φιλέλληνας να δείχνει κάποιο ακαθόριστο στόχο. Ένας τρίτος σηκώνει θριαμβευτικά τη γαλανόλευκη. Η σύνθεση καταλήγει σε τόξο, με θριαμβεύουσες τις μορφές του Έλληνα και του Φιλέλληνα.

Το 1839, όπως  θα δούμε στην οικία παράγραφο, η Φραγκοκλησιά που είχε μετατραπεί σε μουσουλμανικό τέμενος, δωρίθηκε απ’ το Βασιλιά Όθωνα, για να χρησιμεύσει και πάλι σε καθολικό Ναό του Ναυπλίου, προς εξυπηρέτηση των πιστών του Ρωμαιοκαθολικού δόγματος της περιοχή. Ως καθολικός Ναός λειτουργεί μέχρι τις ημέρες μας, κυρίως για τους πολλούς τουρίστες, που κατακλύζουν τους θερινούς μήνες το Ναύπλιο και την ευρύτερη παραθαλάσσια περιοχή.

  

γ’. Το καθολικό Νοσοκομείο.

Όπως είδαμε, ο εκ Φλωρεντίας Νέριος ή Ραινιέρος Ακκιαγιόλης, με διαθήκη του, την οποία είχε συντάξει την 17η Ιουλίου 1394, κληροδότησε την εν Άργει κινητή και ακίνητη περιουσία του, υπέρ της ιδρύσεως Νοσοκομείου στο Ναύπλιο, το οποίο βρισκόταν, στους βορειοδυτικούς πρόποδες της Ακροναυπλίας. Έτσι το Ναύπλιο με δαπάνες του Άρχοντα του Δουκάτου των Αθηνών, Νέριου Ακκιαγιόλη του 1ου, απέκτησε το πρώτο στην Ελλάδα Νοσοκομείο των πτωχών. [x]

Το Νοσοκομείο αυτό, κτίστηκε κοντά στον προμαχώνα «Των Πέντε Αδελφών» και ανακαινίσθηκε απ’ τον πρώτο κυβερνήτη της Ελλάδας τον Ιωάννη Καποδίστρια.

Οι Ενετοί, διατήρησαν το Νοσοκομείο σε λειτουργία, όταν εξουσίαζαν το Ναύπλιο. Αυτό είναι το δεύτερο Νοσοκομείο Ναυπλίου, στα χρόνια της παλιγγενεσίας. Το άλλο ήταν το στρατιωτικό, που βρισκόταν στην Ακροναυπλία, σε θέση ανατολικά του Ωρολογίου, όπου σήμερα το εκκλησάκι των «Αγίων Αναργύρων» και το «χαμάμι».

Και το Νοσοκομείο των πτωχών, για μια περίοδο γίνεται στρατιωτικό.

Όμως, μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα, το Σεπτέμβρη του 1834, εκκενώνεται απ’ τους στρατιωτικούς και διατίθεται τον Ιούλιο του 1836 στο Δήμο Ναυπλίας, για να χρησιμεύσει πάλι σε πολιτικό Νοσοκομείο. Από το καλοκαίρι του 1836, λοιπόν, επαναλειτουργεί το Νοσοκομείο Ναυπλίου ως πολιτικό νοσηλευτικό ίδρυμα, με πρώτη εφορευτική επιτροπή, (αδελφάτο) τους Γ. Μ. Αντωνόπουλο ( Δήμαρχο), Βελισσάριο Παυλίδη και Ηλία Βάβουλα[xi].

Εκεί οι Ενετοί ίδρυσαν ναΐσκο, στον περίβολο του Νοσοκομείου. Σήμερα δε σώζεται απ’ το όλο κτιριακό συγκρότημα, του ιστορικού αυτού νοσηλευτικού ιδρύματος, παρά το εκκλησάκι « Άγιοι Απόστολοι», παρεκκλήσιο επί των ημερών μας, της παλαιάς ενορίας του Ναυπλίου, της Παναγίας, στην οποία βρίσκεται και η ιστορική ελιά, που συνδέεται με το μαρτύριο του Αγίου Αναστασίου, Νεομάρτυρος, του Ναυπλιέως (1655).

Το εκκλησάκι των Αγίων Αποστόλων, είναι χωστό στην κατωφέρεια του βράχου της Ακροναυπλίας, και κατανύσσει τους προσκυνητές με το ξύλινο τέμπλο και τις όμορφες εικόνες του, που είναι εξαιρετικής τέχνης. Οι εικόνες αυτές, μεγάλου σχήματος, προέρχονται απ’ το Ναό της Αγίας Σοφίας Ναυπλίου και χρονολογούνται, αρχές του 19ου αιώνα.

  

Τα Καθολικά μοναχικά τάγματα στο Ναύπλιο


  

Στα χρόνια της Α’ Τουρκοκρατίας (1540 – 1689), που ακολούθησαν την Ενετοκρατία, δεν παρέμεινε σημαντικός αριθμός καθολικών κληρικών, στο Ναύπλιο.[xii]

Στα 1642 ιδρύθηκε Μοναστήρι των καπουκίνων μοναχών[xiii], που παρέμεινε και μέσα στο 18ον αιώνα εκτός από τη μικρή περίοδο, της δεκαετίας 1650 – 1660. Η αποστολή των μοναχών, εστόχευε στη διαποίμανση των καθολικών του Ναυπλίου και των πληρωμάτων των καθολικών πλοίων[xiv], που έφθασαν στο λιμάνι του Ναυπλίου και ακόμη στην επιδίωξη, να δημιουργήσουν σχέσεις με την τοπική εδώ Εκκλησία.

Άποψη του Ναυπλίου, χαλκογραφία, 1687.

Όσον αφορά στο Μοναστήρι των καπουκίνων μοναχών στο Ναύπλιο[xv], είναι πιθανό να στεγάζονταν στο διώροφο κτίριο, δίπλα απ’ το Ναό του Αγίου Γεωργίου. Η άποψη της Σέμνης Καρούζου, ότι πρόκειται για «γυναικομονάστηρο», αμφισβητείται, αφού υπάρχει, όπως έχουμε ήδη αναφέρει η ισχυρή παράδοση  ότι λειτουργούσε η Φραγκοκλησιά, ως γυναικείο Μοναστήρι»[xvi].

Η αρχιτεκτονική δόμηση, του Καθεδρικού Ναού Αγίου Γεωργίου Ναυπλίου, επιτρέπει να συμπεράνουμε, ότι ο Ναός αυτός ήταν αρχικά καθολικός. Τόσο το Ιερό Βήμα όσο και ο νάρθηκας, είναι μεταγενέστερες προσθήκες και αυτό γίνεται αντιληπτό ακόμη και σήμερα, εάν παρατηρηθεί η κεραμοσκεπή του Ναού και το πώς ακουμπάει ο εξωτερικός τοίχος του Ιερού Βήματος, στο κυρίως σώμα του Ναού, που δίνει την εντύπωση, ότι το Ιερό είναι μεταγενέστερο προσάρτημα[xvii]. Επίσης υπάρχει δίοδος, που συνδέει το Ναό με το γειτονικό κτίριο, στο νότιο τοίχο του Ναού, η οποία ανακαλύφθηκε τυχαία, όταν επρόκειτο να γίνει εγκατάσταση θέρμανσης. Όλα αυτά, μας επιτρέπουν να υποθέσουμε, πως εδώ βρισκόταν Μοναστήρι, πιθανώς των καπουκίνων μοναχών[xviii].

Οι καπουκίνοι, χρησιμοποιούσαν αυτό το μοναστήρι τους στο Ναύπλιο και ως κέντρο διοργάνωσης εκκλησιαστικών αποστολών. Εκτός από τους καπουκίνους, δεν ήταν λίγοι και οι περαστικοί μοναχοί άλλων  μοναχικών ταγμάτων προς άλλα μέρη της Πελοποννήσου, ιδιαίτερα προς την Πάτρα.

Σημαντική περίπτωση, είναι και εκείνη των πατέρων Ιησουϊτών, που πέρασαν απ’ το Ναύπλιο στα 1640[xix]  και που είναι η πρώτη προσπάθεια των Ιησουϊτών, για μόνιμη εγκατάσταση, στην Ηπειρωτική Ελλάδα. Ο ερχομός τους στο Ναύπλιο έγινε τυχαία και η παραμονή τους εδώ, κράτησε μόνο τρία χρόνια.

Επίσης, έχουμε εδώ και τη γυναικεία Μονή, στην οποία αναφέρεται η διαθήκη του Νέριου Ακκιαγιόλη, για την οποία ήδη μιλήσαμε στο κεφάλαιο με τίτλο: «η Φραγκοκλησιά».

Τέλος, να σημειωθεί η παρουσία στο Ναύπλιο Ουρσουλινών[xx] καλογραιών, οι οποίες ίδρυσαν εδώ σχολείο στοιχειώδους εκπαιδεύσεως, με μαθήτριες από το Ναύπλιο, αλλά και την ευρύτερη περιοχή.

Πρόκειται για την λεγόμενη «Γαλλική Σχολή». Οι  πέντε συνολικά Ουρσουλίνες  μοναχές, εγκεταστάθησαν από τα μέσα του 1916, στο διώροφο κτίριο μεταξύ οδού 25ης Μαρτίου (Πρόνοια) και Ασκληπιείου στην «Ενδεκάτη», όπως φαίνεται σε φωτογραφία δημοσιευμένη στο βιβλίο με τίτλο «Το Ναύπλιο», της Σέμνης Καρούζου (εκδ. Εμπορικής Τραπέζης της Ελλάδος, Αθήνα 1979). Το κτίριο σήμερα δε σώζεται, αφού  στη θέση του έχει ανεγερθεί πολυκατοικία.

Εδώ, οι μικρές μαθήτριες διδάσκονταν γαλλικά, κέντημα, εργόχειρο, ραπτική και μουσική. Οι μαθήτριες ήταν είτε εσωτερικές (οικότροφες) είτε εξωτερικές.

Η «Γαλλική Σχολή» έκλεισε απότομα το 1920. Μια μεταδοτική μολυσματική αρρώστεια  ετρόμαξε μοναχές, παιδιά, και κηδεμόνες και το σχολείο έκλεισε. Οι Ουρσουλίνες μοναχές, απ’ όπου πέρασαν άφησαν το φως της παιδείας και καλές εντυπώσεις με όσους συνεργάστηκαν.

Αξίζει να αναφερθούμε δι’ ολίγων και στη Ναυπλιώτισσα καθολική μοναχή Σεβαστιανή Ιατρού (1915 – 1990), του τάγματος του Αγίου Ιωσήφ. Υπηρέτησε ως καθηγήτρια φιλόλογος, στη Σχολή Saint Josef την οποία και διηύθυνε. Απ’ το γραφείο αλλά και την έδρα διδασκαλίας της, που βρίσκονταν στην Αθήνα (αρχικά στην οδό Χαριλάου Τρικούπη και από το 1979 στην Πεύκη Αμαρουσίου) ευεργέτησε αμέτρητες ψυχές. Το στοργικό της ενδιαφέρον, απήλαυσαν πολλά παιδιά από το Ναύπλιο, τόσο κατά τις σπουδές τους, όσο και μετά την επαγγελματική τους αποκατάσταση. Γι’ αυτό και η μνήμη της παραμένει σεβαστή, μεταξύ των παλαιών κατοίκων της παληάς πόλης του Ναυπλίου.

  

Σχέσεις Ελλήνων Ορθοδόξων και Καθολικών στο Ναύπλιο


 

Φραγκοκρατία (1212 – 1389)

Επί Φραγκοκρατίας, εγκαταστάθηκε πλήρως λατινική ιεραρχία στα εκκλησιαστικά πράγματα. Οι Ορθόδοξοι ιεράρχες παραγκωνίσθηκαν ή διώχθηκαν απ’ τις επαρχίες τους, για να πάρουν τη θέση τους λατίνοι αρχιεπίσκοποι και επίσκοποι. Αυτοί πάλι, δεν ήταν και οι καλύτεροι κληρικοί[xxi], που έστελνε η Ρώμη, γι’ αυτό και η επίδραση τους στους γηγενείς  ορθοδόξους ήταν μικρή. Το Ναύπλιο και η γύρω περιοχή, υπάγονται πλέον στη δικαιοδοσία του λατίνου Επισκόπου Άργους, ο οποίος εξαρτάται απ’ τον λατίνο αρχιεπίσκοπο Κορίνθου.

 

Α’ Ενετοκρατία (1389 – 1540)

Κατά τη διάρκεια της Α’ Ενετοκρατίας, η παρουσία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας ήταν συνεχής, μέσω των απεσταλμένων της Αγίας Έδρας. Ο λατίνος Επίσκοπος Άργους και Ναυπλίου είχε, την υποστήριξη της ομόδοξης πολιτικής Αρχής, βαρύνουσα παρουσία στην περιοχή, με έδρα, από το 1397, στο Ναύπλιο αντί του Άργους.

Γνωστός λατίνος Επίσκοπος Άργους κατά την Ενετοκρατία, είναι ο Ενετός Sesundus Nani[xxii]. Περί τα  τέλη του 1420, η περιοχή του Ναυπλίου, εσείστηκε από φοβερή καταιγίδα, η οποία προξένησε πολλές ζημιές στα κτίρια της πόλης.

Στις 21 Ιανουαρίου 1421, πρωτοστατούντος του λατίνου  Επισκόπου Secundi Nani, μεταφέρονται τα Ιερά λείψανα του Αγίου Πέτρου Άργους, από το Άργος στο Ναύπλιο. Στο «Χρονικό Σύντομο»[xxiii] αναφέρεται:  «τω στλκθ’ , νεμήσει ιδ’, ‘Ιανουαρίου κα’. ημέρα γ’, Σιγουντονάνης, επίσκοπος Λατίνων, μετακόμισε τα τίμια λείψανα του οσιωτάτου Πέτρου, επισκόπου Ναυπλίου και Άργους, από Άργους εις την επισκοπήν Ναυπλίου».

Έκτοτε, είμεθα σε αναζήτηση για τα λείψανα του Αγίου Πέτρου, δεδομένου ότι η μνήμη του παραμένει ζωηρή στη συνείδηση των Αργείων και των Ναυπλιέων, με επίκεντρο το Καθεδρικό Ναό του Άργους και την Ιερά Μονή οσίου Θεοδοσίου. Εδώ σώζεται η «Συνάντηση», που θυμίζει την ιερά συνάντηση, κατόπιν ενυπνίου, του Αγίου Πέτρου μετά του οσίου Θεοδοσίου του Νέου ( 10ος αι. μ.Χ.)

Δεν έχουν σταματήσει οι προσπάθειες, για ανεύρεση των ιερών λειψάνων του Αγίου Πέτρου Άργους. Ο Μητροπολίτης Αργολίδος κ.κ. Ιάκωβος έχει κάνει πολλά ταξίδια στη Βενετία, παραστάσεις στο Βατικανό, για το σκοπό αυτό. Ο ίδιος είναι σε συνεργασία με επιστήμονες ιστορικούς και αρχαιολόγους, για την ανεύρεση και επιστροφή των λειψάνων.

Ο Nani αρχιερατεύει μεταξύ των ετών 1421 – 1424. Εν όσω ζούσε, είχε αποδεχθεί την νομική κατάσταση, η οποία υφίστατο επί ορθοδόξων στην «Αγία Μονή» Αρείας Ναυπλίου.

Δέχθηκε, δηλαδή, να παραμείνει ανενόχλητος στην ηγουμενία της Αγίας Μονής, ο ηγούμενος που είχε εκλεγεί χωρίς την έγκριση του και ο διάδοχος του στην ηγουμενία, να εκλέγεται, από μόνους τους μοναχούς της Μονής, χωρίς ανάμιξη του οικείου Επισκόπου.

Κατά της αποφάσεως αυτής, ανεφέρθη στις Ενετικές Αρχές, ο διάδοχος του Nani, ο λατίνος Επίσκοπος Άργους και Ναυπλίου Bartholomaeus, ο οποίος απαίτησε την αναγνώριση, υπέρ εαυτού, του δικαιώματος διορισμού ηγουμένου της «Αγίας Μονής».

Η αξίωση αυτή οδηγήθηκε ενώπιον της Συγκλήτου και ο δόγης της Ενετίας, Φραγκίσκος Foscari, εκοινοποίησε την ληφθείσα απόφαση, δια του από 24ης Δεκεμβρίου 1437 εγγράφου του, προς τον «εξουσιαστήν και καπετάνον» Ναυπλίου Ιωάννην Barbo, αρμόδιο για την εφαρμογή των αποφασισθέντων[xxiv].

Η μαρτυρία του εγγράφου αυτού, έχει μεγάλη σημασία, για τις σχέσεις Ελλήνων Ορθοδόξων και Καθολικών στην περιοχή. Σ’ αυτό, ο Λατίνος Επίσκοπος επιδιώκει να επισείει την ποινή της απελάσεως, με τη βοήθεια μάλιστα των Οργάνων της Πολιτείας, όταν μοναχοί ή πρόσωπα, που έχουν γενικά εκκλησιαστική ιδιότητα, είναι ανεπιθύμητα στην περιοχή της δικαιοδοσίας του.

Οι μοναχοί της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αποκαλούνται «αδελφίσκοι» και χαρακτηρίζονται με κάποια περιφρόνηση, ως επίφοβοι, αιρετικοί[xxv].

Αυτή η πληροφορία είναι σημαντική, διότι δεν έχουμε άλλες μαρτυρίες, για ανοικτή ρήξη και επεισόδια, μεταξύ Ελλήνων Ορθοδόξων κληρικών και λατίνων κοσμικών ή εκκλησιαστικών αρχόντων. Έτσι αυτό το πρόβλημα του λατίνου Επισκόπου Αργολίδας, είναι ενδεικτικό και συνιστά αξιοπρόσεκτη μαρτυρία για τη σοβούσα, έστω και υπολανθάνουσα μορφή, κρίση μεταξύ κληρικών των δύο ομολογιών.

( Σημείωση Αργολικής Βιβλιοθήκης. Το παρόν κείμενο έχει γραφεί προγενέστερα από την εύρεση και Μετακομιδή των Αγίων Λειψάνων του Αγίου Πέτρου, Επισκόπου Άργους του Σημειοφόρου και Θαυματουργού στο Άργος και στον Ιερό ομώνυμο Ναό, όπου και φυλάσσονται, από την 19η Ιανουαρίου του 2008).

  

Β’ Ενετοκρατία (1686 – 1715).

Στις 20 Αυγούστου 1686, κατά την γνωστή εκστρατεία του Μοροζίνη, το Ναύπλιο κυριεύτηκε και πάλι από τους Ενετούς, οι οποίοι εγκατέστησαν εδώ, νέα πολιτικοστρατιωτική διοίκηση, γνωστή με το όνομα Regno di Morea, με πρωτεύουσα το Ναύπλιο ( Napoli di Romania, «eccelentissima«, όπως την αποκαλούσαν οι Ενετοί)[xxvi] .

Στο Ναύπλιο μετατίθεται, ο μέχρι τότε Επίσκοπος Χίου Leonardo Balsarini, με τον τίτλο του «Αρχιεπισκόπου Κορίνθου». Οι Ενετοί αποκαθιστούν την λατινική ιεραρχία, ανεχόμενοι παράλληλα, την Ελληνική ιεραρχία, με τους ιερείς και τα μοναστήρια της Ορθόδοξης  Εκκλησίας.

 

α’ . Η έκθεση Corner.

Αξίζει εδώ να αναφερθεί η έκθεση του  Giacomo Corner, γενικού Προβλεπτή Πελοποννήσου, την οποία συνέταξε στις 23 Ιανουαρίου 1691, για χρήση της Γερουσίας[xxvii].

Περιγράφει εκεί ο Corner με μελανά χρώματα, την πνευματική κατάσταση της Πελοποννήσου, υποτιμώντας τον Ορθόδοξο Κλήρο, αλλά και μερικούς καθολικούς κληρικούς. Ενδιαφέρον παρουσιάζει στην έκθεση αυτή, η περιγραφή της ειρηνικής πολιτικής προς την Ορθόδοξη Εκκλησία, που είχαν προγραμματίσει να εφαρμόσουν οι Ενετικές Αρχές, κατά την παραμονή τους στο Ναύπλιο, με κύριο στόχο να μη δημιουργηθεί δυσαρέσκεια στο λαό, προφανώς προ της απειλής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που είχε βλέψεις στην περιοχή. Ο αγώνας τότε μεταξύ Τούρκων και  Ενετών, ήταν η κυριαρχία στο Αιγαίο, για το οποίο έγιναν οι γνωστοί Ενετοτουρκικοί πόλεμοι. Οι Ενετοί συμπεριφέρονταν  στον εντόπιο πληθυσμό ηπιώτερα, για να έχουν φυσικά την υποστήριξή τους.

Ο Corner υπόσχεται, ότι δε θα αφαιρεθούν οι περιουσίες των Εκκλησιών, αλλά και το ίδιο το Κράτος θα βοηθήσει στην επισκευή τους. Απέναντι στον Ορθόδοξο Κλήρο, συνιστά διπλωματική στάση, δηλαδή ήπια και διαλλακτική. Αλλά όπως πάντα, η πράξη διαφέρει της θεωρίας. Δηλαδή, η αρχή της συμφιλιωτικής πολιτικής επισκιαζόταν πολλές φορές, από την αρχή «βασιλικώτερος του βασιλέως»!

  

β’. Τα εκκλησιαστικά ακίνητα και η ορθόδοξη ενορία του Μέρμπακα

 

Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο σφετερισμός των εκκλησιαστικών κτημάτων της Μονής «Οσίου Θεοδοσίου» και της περιουσίας του μοναστηριού, επί Αργολίδος Αμβροσίου[xxviii].

Άποψη του Ναυπλίου, χαλκογραφία.

Όπως προκύπτει από έγγραφο παραστατικό στοιχείο, της λεγομένης εκκλησιαστικής Βενετικής Απογραφής, επί γενικού Διοικητού του Ναυπλίου Francisco Grimani, o Φραγκίσκος Μοροζίνης, παρεχώρησε μετά την κατάκτηση της περιοχής, με επίσημο έγγραφό του, της 9ης Δεκεμβρίου 1688, προς  τον προερχόμενο εκ Κρήτης Επίσκοπο Ρεθύμνης Αθανάσιο Χορτάτση, τη Μονή «Αγίου Θεοδοσίου», για να τη νέμεται, ως πόρον ζωής «και ακόμη το μετόχι, ονομαζόμενο Παναγία εις του Μέρμπακα», που υπήγετο στη Μονή «Αγίου Θεοδοσίου».

Ο Αθανάσιος όμως Χορτάτσης, Επίσκοπος Ρεθύμνης, που εκμεταλλεύθηκε δια βίου, την εκκλησιαστική αυτή περιουσία, αλλά και ανακαίνισε τα κτίρια της Μονής «Αγ. Θεοδοσίου» όταν γέρασε, παρεχώρησε με συμβολαιογραφική πράξη της 9ης Ιουνίου 1694, τη Μονή «Αγίου Θεοδοσίου»  και το μετόχι της «Παναγίας Μέρμπακα» στον ανεψιό του Φραγκίσκο Χορτάτση.

Η πράξη αυτή διασφαλίστηκε επίσημα, με το από 12 Οκτωβρίου 1701, διάταγμα του Giacomo da Mosto,  Γενικού Προνοητού Πελοποννήσου στο Ναύπλιο. Με το διάταγμα αυτό παραχωρήθηκε  η Μονή και το μετόχι, στο Φραγκίσκο Χορτάτση, στον πατέρα του Εμμανουήλ και γενικά στην οικογένεια του Χορτάτση, σε αναγνώριση των υπηρεσιών τους, προς τη Βενετική Πολιτεία.

Έτσι τα εκκλησιαστικά αυτά κτήματα πέρασαν στη νομή της βενετόφιλης οικογένειας Χορτάτση. Με το ίδιο διάταγμα ορίστικε ότι, μετά το θάνατο του Επισκόπου Αθανασίου Χορτάτση, για να διατηρηθεί η κατοχή των δύο κτημάτων από την οικογένεια των Χορτάτσηδων, ηγούμενος θα γινόταν, ο Μελέτιος Χορτάτσης , αδελφός του Φραγκίσκου Χορτάτση.

Η ευφυής αυτή μεθόδευση ευδοκίμησε, όχι όμως χωρίς διαμαρτυρίες των τοπικών Εκκλησιαστικών Αρχών των Ορθοδόξων και κυρίως του Μητροπολίτου Αργολίδος Αμβροσίου[xxix]. Αφορμή των διαμαρτυριών υπήρξε η ορθόδοξη ενορία του χωριού Μέρμπακα, που βεβαίως ανήκε πάντα στην κανονική αρχιερατική εποπτεία του ορθοδόξου Μητροπολίτου Ναυπλίου και Άργους, ο οποίος τώρα εμποδιζόταν στην άσκηση των αρχιερατικών δικαιωμάτων του στην περιοχή, δηλαδή να διορίζει και εποπτεύει τον εφημέριο του Μέρμπακα, αφού οι Χορτάτσηδες διεκδικούσαν και την ενορία του Μέρμπακα, που συνεφάπτοταν με το μετόχι το οποίο ενέμοντο.

Η υπόθεση έφθασε στον Γενικό Προνοητή της θάλασσας Alvice Moncenigo. Ο Αμβρόσιος ζητά αποκατάσταση των αρχιερατικών του δικαιωμάτων. Την 8 Ιανουαρίου 1711 εκδίδεται διαταγή του Alvice Moncenigo υπέρ των Χορτάτσηδων, όπου ορίζεται, ότι το ενοριακό κανονικό δικαίωμα του οικισμού του Μέρμπακα, ανήκει στο μετόχι της Παναγίας, της οποίας ο εφημέριος θα λειτουργεί και στην ενοριακή εκκλησία του χωριού.

Ο Αμβρόσιος προσφεύγει στις Ενετικές Αρχές του Ναυπλίου κατά της αποφάσεως (Ιούνιος 1711) ενώ υποβάλλεται και αναφορά είκοσι Μερμπακιτών (Ιούλιος 1711), με  την οποία υπενθυμίζονται συγκεκριμένα γεγονότα της εκεί ενοριακής ζωής και άλλες ειδήσεις της εκκλησιαστικής πρακτικής, που έδειχναν τη συνέχεια της αρχιερατικής εποπτείας του Ορθοδόξου Μητροπολίτου Αργολίδος  επί της  ενορίας του Μέρμπακα.

Η έφεση του Αμβροσίου διεβιβάσθη από τον ρέκτορα Ναυπλίου, Pelegrin Pasgualigo,προς το Συμβούλιο των 40, στη Βενετία και κοινοποιήθηκε στον προεστό του Μέρμπακα και προς τους Χορτάτσηδες. Στη Βενετία παρακολούθησε ο Αργολίδος Αμβρόσιος την υπόθεση στενά, δια του ειδικού απεσταλμένου του, ιερέως Ιωάννου Κληματαρά, πρωτεκδίκου Ναυπλίου, μέχρι το Νοέμβριο του 1713. Ο δικαστικός αυτός αγώνας, που ήταν μακρός και πολυέξοδος, εστέφθη υπό επιτυχίας και ήταν ανάλογος προς τη γνωστή και εξ άλλων πηγών, ισχυρή προσωπικότητα του Αμβροσίου.

Ο Μητροπολίτης Ναυπλίου και Άργους Αμβρόσιος  [xxx], μετά την ήττα των Ενετών στην Πελοπόννησο και την επικράτησή των Τούρκων (1715) αιχμαλωτίσθηκε και δε γνωρίζουμε τι ακριβώς απέγινε. Μένει όμως το μνημόσυνο του, ως ζηλωτού και καλού Ιεράρχου[xxxi]. Πάντως απ’ όσα προαναφέραμε, φαίνεται καθαρά, ότι οι σχέσεις Ελλήνων Ορθοδόξων και Καθολικών στο Ναύπλιο, δεν ήταν πάντα ανέφελες.

  

Η τύχη Καθολικών πιστών και ιδρυμάτων επί τελευταίας Τουρκοκρατίας και ελευθέρας Ελλάδας (1715 και εξής)


  

Στα 1781, υπήρχαν συνολικά εκατό (100) καθολικοί πιστοί, στην Αθήνα , το Ναύπλιο, την Κορώνη και την Πάτρα. Στο Ναύπλιον παρέμειναν λιγοστές οικογένειες, που ασχολούνταν με το εμπόριο και με διπλωματικές αντιπροσωπείες της Γαλλίας, της Βενετίας και άλλων Ευρωπαϊκών Κρατών.

Η κατάσταση αυτή, ανατρέχει σε όλη την Τουρκοκρατία (1711 – 1822), μέχρι που ήρθε ο πρώτος Βασιλιάς του ελεύθερου Ελληνικού Κράτους, ο καθολικός το θρήσκευμα Όθωνας, ο οποίος εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο, το 1833.

Το Βασιλιά Όθωνα συνόδευε σημαντικός αριθμός καθολικών Βαυαρών. Υπολογίζεται πως ήταν μαζί του χίλιοι οκτακόσιοι πενήντα (1850) Βαυαροί, κυβερνητικοί, άλλοι τιτλούχοι, στρατιωτικοί, αυλικοί[xxxii], οι οποίοι μετακόμισαν στην Αθήνα, όταν το 1834 μεταφέρθηκε εκεί η έδρα της πρωτεύουσας. Σε ανεπίσημη απογραφή του καθολικού πληθυσμού στα 1834, μετά την εγκατάσταση του Όθωνα στην Αθήνα, έχουμε ακόμη στο Ναύπλιο εκατόν είκοσι (120) πιστούς του καθολικού Δόγματος[xxxiii] .

Το 1839, ύστερα από αίτηση του Επισκόπου των Δυτικών Λουδοβίκου Μαρία Blanchis, Επισκόπου Σύρου, που είχε την ποιμαντική φροντίδα των καθολικών πιστών της Ελλάδας, σε περιοχές που δεν υπήρχαν λατίνοι Επίσκοποι, όπως στο Ναύπλιο, δωρίθηκε από τον Όθωνα το τέως μουσουλμανικό Τέμενος, δηλαδή η λεγόμενη «Φραγκοκλησιά» στην πλαγιά της Ακροναυπλίας, για να μετατραπεί σε Καθολικό Ναό του Ναυπλίου.

Στο Τοπικό Ιστορικό Αρχείο Ναυπλίου, Παράρτημα των Γ. Α. Κράτους, και στους φακέλους : ΔΗΜ 1.1/Π 35 (1839) και ΔΗΜ 1.1/12 32β (1838), βρίσκουμε τη σχετική αλληλογραφία, για την παραχώρηση του τζαμιού στους Δυτικούς, τους Καθολικούς του Ναυπλίου.

Βλέπουμε στο υπ’ αριθ, 4998/28 Αυγούστου 1838 έγγραφο του Διοικητού Αργολίδος, προς τον Δήμαρχο Ναυπλίου, ότι « κατόπιν αιτήσεως του εν Σύρω Επισκόπου των Δυτικών, απευθυνόμενης προς την επί των Εκκλησιαστικών Βασιλικήν Γραμματείαν, ο Δήμαρχος προσκαλείται, βάσει και της υπ΄αριθ.12021 διαταγής επί των Εσωτερικών Γραμματείας», να κάμει αίτηση, ώστε να παραχωρηθεί στους πιστούς του Δυτικού Δόγματος το παραπάνω τζαμί ή κάποιο άλλο κατάλληλο απ’ όσα υπάρχουν προς ανέγερσιν Ναού « κατά τον νόμον περί προικοδοτήσεως». Ο Διοικητής παρακαλεί τον Δήμαρχο, να έχει την αίτηση του, το ταχύτερο, για να την υποβάλλει εις την «επί των Εσωτερικών Γραμματείαν» Το Τέμενος χαρακτηρίζεται ως «το υπό τον Ιτσκαλέ ερείπιον τζαμίου».

Σε έγγραφο της 7 Νοεμβρίου 1838, προς τον Δήμαρχο Ναυπλίας, ο εφημέριος των καθολικών Ναυπλίου, ιερέας Πέτρος Πριβιλέγγιος, αποστέλλει κατάλογο των « όσων έγραψε έως τώρα» καθολικών, εκατόν είκοσι εννέα (129) ονόματα, που βρίσκονται στο Ναύπλιο και επιφυλάσσεται να στείλει και άλλον με ονόματα των υπόλοιπων Καθολικών του Ναυπλίου.

Με το από 20 Φεβρουαρίου/ 4 Μαρτίου 1839 Βασιλικό  Διάταγμα, παραχωρείται «εις τους ενταύθα διαμένοντας ή ως δημότας εις τον Δήμον Ναυπλίας καταγραφέντας Δυτικούς» η οικοδομή του τζαμιού, που βρίσκεται «εντός του φρουρίου πλησίον του Ίτσκαλέ».

Με το από 31 Μαρτίου/ 12 Απριλίου 1839 έγγραφο του, ο ιερέας Πέτρος Πριβιλέγγιος, με την ιδιότητα του εφημέριου των καθολικών Ναυπλίου, ευχαριστεί και εκ μέρους των πιστών του Δυτικού Δόγματος τον Δήμαρχο Ναυπλίου, «δια την φιλοκαλίαν και προσπάθειαν», την οποία κατέβαλε ως προϊστάμενος του Δήμου Ναυπλιέων, προς επιδίωξη του σκοπού τους, δηλαδή για ίδρυση καθολικού Ναού.

Με το από 3 Μαΐου 1839 έγγραφο, ο Δήμαρχος Ναυπλίου Γ. Μ. Αντωνόπουλος , διατάσσει τον Δημοτικό Αστυνόμο, να διώξει όσους κατοικούν εις τα «χαμώγια του υπό τον Ίτσκαλέ τζαμίου», δίνοντας τους μόνο τρεις (3) ημέρες προθεσμία, για να βρουν άλλα καταλύματα, διότι το τζαμί αυτό, εχορηγήθη εις τους καθολικούς δια της Κυβερνήσεως, για να ανιδρύσουν Ναόν του Δόγματός τους.

Στην παραχώρηση συνέβαλε, ο προσωπικός φίλος του Βασιλιά, Γάλλος συνταγματάρχης Α. Ιλαρίων Touret[xxxiv]. Ο Ναός επισκευάζεται λόγω των ζημιών από τα επαναστατικά γεγονότα και ανοικοδομείται πρεσβυτέριο, για κατοικία του εκάστοτε εφημερίου. Τα εγκαίνια του ναού έγιναν στα 1840 από τον εφημέριο Φραγκίσκο Κούκουλα  και αφιερώθηκε στη «Μεταμόρφωση του Σωτήρος». Την εποχή εκείνη το Ναύπλιον συγκέντρωνε τριακόσιους (300) περίπου καθολικούς[xxxv], Έλληνες και ξένους. Οι δεύτεροι ανήκαν στο σώμα των Βαυαρών  στρατιωτών, που είχαν συνοδεύσει τον Όθωνα.

Θα πρέπει εδώ να αναφερθούμε, στους Βαυαρούς στρατιώτες, που συνόδευσαν τον Όθωνα κατά την άφιξή του στο Ναύπλιο. Βρισκόμαστε στα 1833. Ο Όθωνας εγκαθίσταται στο Ναύπλιο και τη φρούρηση της πόλης αναλαμβάνει πλέον η Βαυαρική Βασιλική Φρουρά, ενώ η γαλλική φρουρά εγκαταλείπει το Ναύπλιο, με τις ευχές των πολιτών.

Ο Βαυαρικός στρατός, εκτός από τις συνηθισμένες στρατιωτικές υπηρεσίες ασχολείτο και με διάφορα κοινωφελή έργα, που τότε είχε επείγουσα ανάγκη ο τόπος: συμπλήρωσε τις επισκευές οχυρωμάτων των φρουρίων, έχτισε πέτρινη σκάλα με 960 σκαλιά στη Βορειοδυτική πλευρά του Παλαμηδίου, κάνοντας έτσι ευκολώτερη την επικοινωνία με την πόλη του Ναυπλίου.

Έφιαξε «Οπλοστάσιο» στο Ναύπλιο με ειδικούς ξένους τεχνίτες, ιδίως Βαυαρούς, ενώ κατασκεύασε την πρώτη αμαξιτή οδό που συνέδεε το Ναύπλιο με το Άργος (12 χλμ.) και εργάσθηκε για την αποκατάσταση της δημόσιας τάξης σ’ όλο το Κράτος.

Στους Βαυαρούς στρατιώτες, που αποστρατεύτηκαν, δόθηκε στην Αρχαία Τίρυνθα «εθνική γή» για να φιάξουν δικό τους συνοικισμό. Όμως ο συνοικισμός αυτός, που είχε ονομασθεί «Νέα Τίρυνς» δεν έμελλε να ευδοκιμήσει, διότι οι κάτοικοι του Βαυαροί, αποδεκατίστηκαν από τον τύφο και την ελονοσία ή και από άλλες αρρώστιες, που προέκυψαν στην περιοχή. Ο Μιχαήλ Λαμπρυνίδης, στο έργο του «Ναυπλία» ( Αθήναι 1950, σελ315) μιλάει περί «πυρετών» κακοήθων, λαβόντων χαρακτήρα, ένεκα καταχρήσεως οπωρών αώρων ως επί το πολύ». Από τους επιζήσαντες, ελάχιστοι επέστρεψαν στη Βαυαρία. Οι ίδιοι εγκατεστάθησαν στο Ναύπλιο και στην Πρόνοια, ενώ μερικοί απ’ αυτούς αργότερα πήγαν στην Αθήνα. Από το συνοικισμό των Βαυαρών, δεν απέμεινε αξιόλογο ίχνος.

Την 6η Φεβρουαρίου 1836, ο Βασιλιάς της Βαυαρίας Λουδοβίκος, ήλθε στην Ελλάδα, για να επισκεφθεί το γιό του τον Όθωνα. Επισκέφθηκε το Ναύπλιο και έγινε επίσημα δεκτός στην είσοδο της πόλης, απ’ το Δημοτικό Συμβούλιο Ναυπλίου και το Δήμαρχο Σπύρο Παπαλεξόπουλο, ο οποίος τον προσφώνησε. Τότε, προς τιμήν του Λουδοβίκου δόθηκε επίσημος χορός στη μεγάλη αίθουσα « Βουλευτικού» Ναυπλίου.

Ο Βασιλιάς Λουδοβίκος, σε ανάμνηση της Βαυαρικής αποικίας, διέταξε να ιδρυθεί περιφανές αναμνηστικό μνημείο, επί του βράχου που υπάρχει βορειοανατολικά της Πρόνοιας, στους πρόποδες του οποίου είχαν ταφεί οι Βαυαροί στρατιώτες, όσοι είχαν πεθάνει από επιδημία τύφου τα έτη 1833 – 34.

Λαμβάνοντας τη διαταγή αυτή, ο γλύπτης Κρίστιαν Ζίγκλερ, με δαπάνη του Βασιλιά, ελάξευσε στο βράχο Λέοντα κοιμώμενο, όμοιο με εκείνον, που έστησαν οι Ελβετοί στη Λουκέρνη, προς τιμήν των συμπατριωτών τους, που είχαν σκοτωθεί στη Γαλλική Επανάσταση (1789).

 Ο Λέων παριστάνεται να κοιμάται ήρεμα και στα πόδια του υπάρχει επιγραφή, στη γερμανική γλώσσα:

DIE

OFFIZIERE UND SOLDATEN

 DER

KOENIGLICHEN BAYERISCHEN BRIGADE

IHREN KAMERADEN

 +

 1833 UND 1834

ZUR VOLLENDUNG GEBRACHT

DURCH

LUDWIG KOENIG VON BAYERN

 

Η επιγραφή στα ελληνικά σημαίνει:

ΟΙ

 ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ

 ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΒΑΥΑΡΙΚΗΣ ΜΕΡΑΡΧΙΑΣ

ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΣΥΝΤΡΟΦΟΥΣ ΤΟΥΣ

 +

1833 – 1834

ΤΕΛΕΙΩΘΕΝΤΑΣ

ΔΙΑ

ΤΟΥ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΤΗΣ ΒΑΥΑΡΙΑΣ:

(εννοείται αφιερώνουν το παρόν μνημείον)

 

Τα αποκαλυπτήρια του «Λέοντα των Βαυαρών», έγιναν την 16η Νοεμβρίου 1841 και είναι χαρακτηριστικό το ειδοποιητήριο του Βασιλικού Επιτρόπου προς το Δήμαρχο Ναυπλίου, το οποίο βρίσκεται στο ιστορικό αρχείο Ναυπλίου (ΔΗΜ 1.1 *Ψ50,1841):

 

« Ο Αντισυνταγματάρχης Χότζ

Προς

Το Δημαρχείον Ναυπλίας

Ο υποφαινόμενος έχει την τιμήν να ειδοποιήση την Δημαρχίαν Ναυπλίας, ότι αύριον εις τάς 11 ώρας π.μ. θέλει αποκαλυφθή το παρά της Α.Μ.

του Βασιλέως της Βαβαρίας Λουδοβίκου Ι προς ανάμνησιν των του επιβοηθητικού Στρατού αποθανόντων Βαβαρών τιθέμενον μνημείον είς Πρόνοιαν.

Παραδίδω λοιπόν, ως Βασιλικός Επίτροπος, το μνημείον τούτο της Δημαρχίας από την ώραν της ξεσκεπάσεως προς υπεράσπισιν κατά κάθε είδους φθοράς και του οποίου επομένως η μεγαλοπρεπής κατασκευή θέλει χρησιμεύσει ως στολισμός της πόλεως Ναυπλίας, ως το πρώτον έργον τοιούτου είδους, μετά παρέλευσιν αιώνων, εις την νέαν αναγενηθείσαν Ελλάδα.

 

Ναύπλιον τη 15η Νοεμβρίου 1841

Ο Επίτροπος

ΧΟΤΖ ΑΝΤΙΣΣΕΤΟΣ 

  

Η Καθολική εκκλησία σήμερα στο Ναύπλιο


 

Όπως φαίνεται καθαρά από ξενικά ονόματα των καθολικών  του Ναυπλίου το έτος 1838, που κατέγραψε ο τότε εφημέριος  του Πέτρος Πριβιλέγγιος και επικύρωσε δια την ακρίβειαν ο Δήμαρχος Ναυπλίου Γ. Μ. Αντωνόπουλος, δεν υπήρχαν  ντόπιοι καθολικοί, παρά ελάχιστοι. Οι ξένοι καθολικοί  του Ναυπλίου απέθαναν, πολλοί μάλιστα  άτεκνοι και  οι περισσότεροι ακολούθησαν τον Όθωνα στην  Αθήνα.

Σύμφωνα  με πηγές της Καθολικής Εκκλησίας, στο Ναύπλιον σήμερα, διαμένουν περίπου δέκα (10) οικογένειες, που ανήκουν στο Καθολικό Δόγμα. Οι λατρευτικές τους ανάγκες, εξυπηρετούνται στον καθολικό Ναό της «Μεταμορφώσεως» από εφημέριο, που έρχεται εδώ σε τακτά διαστήματα. Επίσης στον ίδιο Ναό, εκκλησιάζονται οι αλλοδαποί της ευρύτερης περιοχής, δηλαδή τουρίστες, εργάτες κλπ.

Η Διεύθυνση Νεωτέρων Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού, ανέλαβε ως αρμόδια την ανακαίνιση της αψίδας των Φιλελλήνων, ενώ χρηματοδοτεί ως ιδιοκτήτρια τις επισκευές του Ναού, ο οποίος έχει χαρακτηρισθεί διατηρητέο Μνημείο.

Ζωηρό ενδιαφέρον για την αξιοποίηση των Μνημείων αυτών, έχει εκδηλώσει και ο Δήμος Ναυπλιέων. Ο χώρος φωταγωγήθηκε και ευπρεπίστηκε, ενώ χρηματοδοτήθηκε και η κατασκευή της γλυπτής παράστασης με θέμα: «Φιλέλληνες μάχονται υπέρ Ελλήνων», για την οποία ήδη έχουμε μιλήσει. Η παράσταση εγκαινιάσθηκε στις 23 Ιουνίου 1990, παρουσία του Αρχιεπισκόπου Καθολικών της Αθήνας κ.κ. Νικολάου, από τον τότε Δήμαρχο Ναυπλιέων κ. Γεώργιο Τσούρνο.

  

Επιλεγόμενα


 

Από τη μελέτη, που προηγήθηκε, εξάγονται ορισμένες εξηγήσεις, σχετικά με το φαινόμενο, της μη ύπαρξης καθολικών, σήμερα στο Ναύπλιο.

Η εμφάνιση εδώ πιστών του λατινικού Δόγματος είδαμε, ότι σχετιζόταν αρχικά με εμπορικές δραστηριότητες περιστασιακού χαρακτήρα. Οι Ενετοί, έχοντας κυρίως εμπορικά ενδιαφέροντα, κινούνταν, όπου έκριναν, ότι τα συμφέροντα τους εξυπηρετούνταν καλύτερα. 

Η στάση των Ενετικών Αρχών επί Ενετοκρατίας, έναντι των Ελλήνων Ορθοδόξων, θα πρέπει να ερμηνευθεί και πολιτικά. Η διστακτικότητα των Ενετών  έναντι της Ορθόδοξης εκκλησίας, ήταν και πολιτική επιλογή, για την διατήρηση της κυριαρχίας στον τόπο. Η Καθολική Εκκλησία, κάθε άλλο παρά είχε λόγους να αρνηθεί τις ευκαιρίες που δίνονταν για επέκταση των εκκλησιαστικών δικαιοδοσιών της. Μ’ αυτό τον τρόπο η πλειονότητα των Ελλήνων Ορθοδόξων, βλέπει με καχυποψία τις κινήσεις της Καθολικής Εκκλησίας, η οποία ιστορικά συνδέθηκε με τον κατακτητή ( Φράγκο ή Βενετό).

Η ευκαιρία που δίνεται για ανάπτυξη του λατινικού στοιχείου, με τον ερχομό των Βαυαρών που συνόδευσαν τον Όθωνα, εξανεμίζεται, καθώς αυτοί οι ακόλουθοι του Βασιλιά, εγκαθίστανται στη νέα πρωτεύουσα, την Αθήνα μαζί με τον Όθωνα.

Εδώ θα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν ότι οι κάτοικοι του Ναυπλίου, καλού και ευγενούς χαρακτήρος, ήταν ευκατάστατοι και πεπαιδευμένοι. Η ελληνική γλώσσα, εκφράζονταν εδώ, στην πιο καθαρή και γλαφυρή της έκφραση, ενώ είναι γνωστές και οι εμπορικές επιδόσεις των κατοίκων Ναυπλίου[xxxvi].

Πιο συγκεκριμένα δεν υπήρχαν σημεία επαφής μεταξύ Ορθοδόξων και Καθολικών. Αρκεί να αναλογισθεί κανείς τη διαφορά γλώσσας, νοοτροπίας, αγωγής και κυρίως φρονήματος.

Άλλο το ορθόδοξο φρόνημα και άλλο το λατινικό.

Εξάλλου σοβούσε δυσπιστία, επιφυλακτικότητα μέχρι περιφρόνησης και από τις δύο πλευρές. Ας θυμηθούμε, την έκφραση «αδελφίσκοι» για τους Ορθόδοξους μοναχούς, στο έγγραφο του Φραγκίσκου Foscari, που εξετάσαμε παραπάνω. Ενδεικτικό είναι το γεγονός του σφετερισμού της Μοναστικής περιουσίας της Μονής «Οσίου Θεοδοσίου» από τους Δυτικούς, επί Αργολίδος Αμβροσίου, για το οποίο ήδη έχουμε μιλήσει. Αυτά, μαζί με τον παραγκωνισμό των Αρχιερέων, νομίζουμε, ότι εξηγούν την ανωτέρω εικόνα των Ορθοδόξων και Καθολικών στην Ναυπλία.

Η κατάσταση αυτή ήταν αναγκαστικά ανεκτή, λόγω της πολιτικής συγκυρίας. Οι κρατούντες ήταν καθολικοί· τι μπορούσαν να κάνουν οι Ορθόδοξοι; Απλά ανέμεναν την ανεξαρτησία και όταν αυτή ήλθε, έστω με αλλαγή πάλι ξένου καθεστώτος, έσπευσαν να αποκαταστήσουν, την Ορθόδοξο Εκκλησιαστική Διοίκηση.

Δηλαδή μετά τη Φραγκοκρατία και την Α’ Ενετοκρατία και την παράδοση του Ναυπλίου στους Τούρκους δια συνθήκης, το επόμενο ακριβώς έτος (1541) έγινε ο διορισμός Μητροπολίτου Ναυπλίου, κατόπιν αιτήματος των Ναυλιέων, προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αφού η Αργοναυπλία ήταν Εκκλησιαστική επαρχία του Οικουμενικού Θρόνου, όπως και οι άλλες Μητροπόλεις της Πελοποννήσου μέχρι το 1833, οπότε έχομε την ανακήρυξη του αυτοκεφάλου της Εκκλησίας του νεοελλαδικού κρατιδίου.

Βέβαια, καθ’ όλο το διάστημα της Ρωμαιοκρατίας, υπήρχε αντίδοση μεταξύ Ορθοδόξων και Καθολικών. Όταν όμως απεμακρύνθησαν οι Καθολικοί κατακτητές κατέρρευσε και το όλο πλέγμα των αναγκαστικών σχέσεων Ορθοδόξων και Καθολικών, διότι ακριβώς έλειπε ο εσωτερικώς ιδεολογικός σύνδεσμος.

Για τον  αυτόν λόγο εξέλειπαν και οι Καθολικοί από την περιοχή. Πάντως, ο ιστορικός αυτός διάλογος στην περιοχή του Ναυπλίου, μεταξύ Ορθοδόξων και Καθολικών, έχει προσδώσει στην πόλη, μια αναμφισβήτητη ιδιαιτερότητα, ιστορική, πνευματική και πολιτιστική.

                                                                       

Ναυπλιακά Ανάλεκτα, τόμος ΙΙΙ, έκδοση του Δήμου Ναυπλιέων, Ναύπλιο, 1998.  

 

Υποσημειώσεις


 

[i] Βλέπε Α. Savvides, Nauplion in the Byzantine and Frankish periods (Ανάτυπον) εις Πελοποννησιακά, τομ.  ΙΘ’ (1991 – 1992). Επίσης βλέπε Σοφίας Δοανίδου, «Το πριγκιπάτο της Αχαΐας» (1205 – 1460), Σύλλογος προς διάδοσιν  ωφέλιμων βιβλίων, Αθήνα 1989.

[ii]  Βλέπε Βασ. Παναγιωτόπουλου, Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου, Αθήνα 1985, σ. 140. Γ. Αθ. Χώρα, « Η Αγία Μονή Άρειας Ναυπλίου», εν Αθήναις 1975, σ. 95 επ.

[iii] Βλέπε Μιχ. Γ. Λαμπρινίδου, « Η Ναυπλία», Αθήναι 1950, σ. 52 επ.

[iv]  Βλέπε Μιχ. Γ. Λαμπρυνίδου, ό.π., σ. 57 επ. Πρβλ. Γ. ΑΘ. Χώρα, Μουσική παιδεία και ζωή στο Ναύπλιο ( 18ος – 20ος αιώνας), εκδ. του Δήμου Ναυπλιέων, Ναύπλιον 1994, σ. σ. 34, 35.

[v] Βλέπε Μιχ. Γ. Λαμπρυνίδου, ό.π., σ. 58. Ντιάνας Αντωνακάτου, Ναύπλιο 88, κείμενα και εικόνες, Αθήνα 1988, σ. 218.

[vi] Βλέπε Ντιάνας Αντωνακάτου, ό.π.,σ. 218. Πάνου Λιαλιάτση, «Το Ναύπλιον», Τουριστικός οδηγός, Ναύπλιο 1972, σ. 52.

[vii]Την αψίδα ανήγειρε ο φιλέλληνας και προσωπικός φίλος του Όθωνα, Γάλλος συνταγματάρχης Α. Ιλαρίων Touret. Περιέχει 280 ονόματα φιλελλήνων αγωνιστών. Τα αποκαλυπτήρια  έκαμε ο επίσκοπος Blanchis, την Κυριακή της Πεντηκοστής του 1841.

[viii] Βλέπε Μιχ. Γ. Λαμπρυνίδου, ό.π.,σ.328. Επίσης Μ. Φώσκολου, « Η  Καθολική Εκκλησία  Άργους – Ναυπλίου» εις Ναυπλιακά Ανάλεκτα, τομ.Ι (1992) , εκδ. Δήμου Ναυπλιέων, σ. 43. Επίσης Ντιάνας Αντωνακάτου, ό.π., σ. 218.

9 Βλέπε Μ. Ρούσου – Μηλιδώνη, « Το Μνημείο Φιλελλήνων στο Ναύπλιο», Ανάτυπο απ’ το περιοδικό «Σύγχρονα Βήματα», τεύχ. 68, Αθήνα 1991.

[x] Βλέπε Μιχ. Γ. Λαμπρυνίδου, ό.π., σ σ. 57, 58.

[xi] Βλέπε Ιωάννας Δ. Λιάτα, «Το Δημοτικό Νοσοκομείο Ναυπλίου από την ίδρυση του, μέχρι το 1851», Εργασία στο μάθημα της Ιστορίας της Ιατρικής Α. Ε. Μ. 15. 185, Θεσσαλονίκη 1983.

[xii]Βλέπε Μ. Φώσκολου, ό.π., σ. 39. 

[xiii] Βλέπε Π. Γρηγορίου, « Σχέσεις Καθολικών και Ορθοδόξων», Αθήναι 1958, σ. 319.

[xiv] Βλέπε Απ. Ε. Βακαλόπουλου, «Ιστορία του νέου Ελληνισμού» τόμ. Γ’, Θεσσαλονίκη 1968, σσ. 404 κ. επ. και 430.

[xv] Βλέπε Μ. Ρούσου – Μηλιδώνη, «Φραγκισκανοί – Καπουκίνοι», Αθήνα 1996, σ. 267.

[xvi] Βλέπε Ντιάνας Αντωνακάτου, «Ναύπλιο 88», Κείμενα και εικόνες, Αθήνα 1988, σ. 218.

[xvii] Βλέπε Ντιάνας Αντωνακάτου, ό.π., σ. 206.

[xviii]  Ο τελευταίος καπουκίνος μοναχός στο Ναύπλιο (1821) ονομαζόταν Πολύκαρπος και ήταν από τη Σμύρνη.

[xix] Βλέπε Απ. Ε. Βακαλοπούλου, ό.π., σ. 430. Επίσης Μ. Ρούσσου – Μηλιδώνη «Ιησουΐτες στον Ελλαδικό χώρο», εκδ. Κ.Ε.Ο., Αθήναι 1991, σ. 217.

[xx] Βλέπε Γ. Αθ. Χώρα, «Μουσική παιδεία και ζωή στο Ναύπλιο ( 18ος –20ος αιώνας)», έκδ. του Δήμου Ναυπλιέων, Ναύπλιον 1994, σ. 54.

[xxi] Ο Δ. Ζακυθινός, παρατηρεί ότι δεν έλειψαν από το λατινικό κλήρο και πρόσωπα με παιδεία και φιλολογικά ενδιαφέροντα. Βλέπε  Le Despotat grec de Moree, τ. Π σ. 41.

[xxii] Βλέπε Μ. Φώσκολου, ό.π.., σ.33.

[xxiii] Βλέπε Κ. Θ. Κυριακοπούλου, Αγίου Πέτρου, επισκόπου Άργους, βίος και λόγοι, εν Αθήναις 1976, σσ. 490 – 491.

[xxiv] Βλέπε εκτενέστερα Γ. Αθ. Χώρα, ό.π., σσ. 104 κ. επ. και περί του νομικού καθεστώτος διοικήσεως της Μονής από της βυζαντινής εποχής και κατά παράδοσιν επί βενετοκρατίας και στην συνέχεια μέχρι σήμερα, σσ. 219 κ. επ..

[xxv]  «… sunt etiam sidi vicini  guidam heretici gui dicuntur fraticelli, qui libenter subventerent patriam illam ad majores erores ex greco ritu…». Βλέπε Γ. Αθ. Χώρα, ό.π., σσ. 253.

[xxvi]  Βλέπε Σέμνης Καρούζου, Το Ναύπλιο, Αθήνα 1979. σσ. 28, 63.

[xxvii]Βλέπε Μ. Φώσκολου, ό.π., σσ. 40, 41.

[xxviii]Βλέπε Γ. Αθ. Χώρα, ό.π., σ. 127. Επίσης Γ. Αθ. Χώρα, « Η Μονή Οσίου Θεοδοσίου του Νέου Αργολίδος», Αθήνα 1994, σ. 24. 

 [xxix] Βλέπε Περ. Ζερλέντου, « Η εν Πελοποννήσω Ελληνική Εκκλησία επί Ενετών, έτεσι 1685 – 1715», εκδ. οίκος  Γ. Ι. Βασιλείου, εν Αθήναις 1921, σ. 19.

[xxx] Βλέπε Μ. Λαμπρνίδου, ό.π., σ, 98.

[xxxi] Τα περί δίκης Αμβροσίου, βλέπε λεπτομερέστερα εις Μ. Ι. Μανούσακα, Τα έγγραφα των Χορτάτσηδων της Σμύρνης  (Συλλογή Whittall), «Μικρασιατικά Χρονικά» τόμ. Ι, (1963), σ.σ. 9 – 86.

[xxxii] Βλέπε Μ. Φώσκολου. « Η καθολική Εκκλησία  Άργους – Ναυπλίου» εις Ναυπλιακά Ανάλεκτα, τόμ Ι, 1992, σ. 43, όπου και παραπομπή.

[xxxiii] Βλέπε Μ. Φώσκολου. ό.π., σ. 43. Πρβλ. Γ. Αθ. Χώρα, Οι ξένοι στο Ναύπλιον κατά την εθνικήν παλιγγενεσίαν  (1821 – 1831), «Ναυπλιακά Ανάλεκτα», τόμ. ΙΙ (1995), σσ. 7 – 32.

[xxxiv] Βλέπε Μ. Φώσκολου, ό.π., σ.44.

[xxxv] Βλέπε Μ. Ρούσσου – Μηλιδώνη, « Το μνημείο Φιλελλήνων στο Ναύπλιο», Ανάτυπο από το περιοδικό Σύγχρονα Βήματα, τεύχος 68, Αθήνα 1991, σ. 226.

[xxxvi] Βλέπε Γ. Αθ. Χώρα,  Η Αγία Μονή Αρείας Ναυπλίου, εν Αθήναις 1975, σ. 126.

Read Full Post »

Μητροπολίτης Μαντινείας & Κυνουρίας Θεόκλητος (1918-1995)


  

Μητροπολίτης Μαντινείας & Κυνουρίας Θεόκλητος

Ο κατά κόσμον Νικόλαος Φιλιππαίος γεννήθηκε στον Πειραιά το 1918 από γονείς καταγομένους εκ Ναυπλίου. Σπούδασε Νομική και Θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εκάρη Μοναχός στη Μονή Ταξιαρχών Επιδαύρου την 4η Δεκεμβρίου 1941 και χειροτονήθηκε Διάκονος στις 6 Δεκεμβρίου 1941 υπό του Μητροπολίτου Αργολίδος Ιωάννου Παπασαράντου και υπηρετήσας από το 1941 έως το 1945 ως Διάκονος, ιεροκήρυξ και υπάλληλος στα Γραφεία της Μητροπόλεως Αργολίδος εχειροτονήθη Πρεσβύτερος τον Απρίλιο του 1945 υπό του Μητροπολίτου Αργολίδος Αγαθονίκου Παπασταματίου.

Υπηρέτησε ως Εφημέριος, στρατιωτικός Ιεροκήρυκας, Γραμματέας και Αρχιγραμματέας της Ιεράς Συνόδου. Μετεξεπαιδεύθη επί τριετίαν εις Παρισίους στο Κανονικό Δίκαιο. Στις 21 Νοεμβρίου 1965 στον Ιερό Ναό Αγίου Αλεξάνδρου Παλαιού Φαλήρου χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Μαντινείας και Κυνουρίας. Εκοιμήθη στις 9 Ιανουαρίου 1995 στην Τρίπολη, όπου και ετάφη. Εκτός από το ποιμαντικό και το διοικητικό άφησε και σημαντικό συγγραφικό έργο.

  

Πηγή


  • Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 11ος, Αθήναι 1967, στήλη 1076.

Read Full Post »

Μητροπολίτης Θηβαΐδος Πορφύριος, (Πατριαρχείο Αλεξανδρείας)


Μητροπολίτης Θηβαΐδος Πορφύριος

Ο κατά κόσμον Κωνσταντίνος Σκίκος γεννήθηκε στον Ίναχο Αργολίδος το 1940. Διάκονος χειροτονήθηκε το 1966 και Πρεσβύτερος το 1969. Το 1970 έλαβε το οφίκιο του Αρχιμανδρίτη. Υπηρέτησε ως Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Αγίου Γεωργίου Παλαιού Καΐρου από το 1985 μέχρι το 1990.

Στις 17 Ιουνίου 1990 χειροτονήθηκε τιτουλάριος Επίσκοπος Βαβυλώνος. Στις 23 Σεπτεμβρίου 1997 εξελέγη Επίσκοπος Μπουκόμπας. Στις 23 Νοεμβρίου 1999 παραιτήθηκε. Στις 14 Μαρτίου 2003 τοποθετήθηκε τιτουλάριος Επίσκοπος Συΐνης. Στις 27 Οκτωβρίου 2004 προήχθη σε τιτουλάριο Μητροπολίτη Θηβαΐδος.

 

  

Πηγές


Ιστοσελίδα Μάρκου Μάρκου, Θεολόγου.

Ιστοσελίδα Ιδιωτική οδός, Παναγιώτης Αντ. Ανδριόπουλος,

Read Full Post »

Older Posts »