Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Σπέτσες’

Ανδρούτσος ή Κολανδρούτσος Γεώργιος (1782; -1849): ο ναύαρχος των Σπετσών


 

Ανδρούτσος ή Κολανδρούτσος Γεώργιος (1782 – 1849). Ελαιογραφία (1860), Τσόκος Διονύσιος, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

Μία από τις σημαντικότερες μορφές του ναυτικού Αγώνα του 1821, ο Γεώργιος Ανδρούτσος, γνωστότερος σαν Κολανδρούτσος, γεννήθηκε στις Σπέτσες γύρω στα 1782. Ιδιοκτήτης του βρικιού «Παγκρατίων», που ναυπήγησε στις Σπέτσες το 1813, ασχολήθηκε δραστήρια με το ναυτεμπόριο της εποχής αποκτώντας παράλληλα την απαραίτητη για τον κατοπινό αγώνα εξαιρετική ναυτική εμπειρία.

Στις 3 Απριλίου 1821, αμέσως μετά την κήρυξη της Επανάστασης στις Σπέτσες, ο Κολανδρούτσος γίνεται μέλος της Επιτροπής η οποία διοίκησε στη διάρκεια του Αγώνα το νησί και διηύθυνε τις πολεμικές επιχειρήσεις του. Ο «Παγκρατίων» τον συνόδευσε σχεδόν σε όλες τις ναυτικές αποστολές του. Στις επιχειρήσεις του τρινήσιου ελληνικού στόλου στον Αργολικό, το Σεπτέμβριο του 1822, ηγήθηκε της ναυτικής μοίρας του νησιού του ως ναύαρχος, ενώ στα 1823 και 1824 εκλέχθηκε και επανεκλέχθηκε ναύαρχος των Σπετσών, διατηρώντας το αξίωμα αυτό μέχρι το τέλος του Αγώνα.

Παρά τους όχι και τόσο κολακευτικούς χαρακτηρισμούς των τοπικών ιστοριογράφων, του Αν. Ορλάνδου, ο οποίος περιγράφει τον Κολανδρούτσο ως «άνδρα γενναίον μεν, τίμιον και σοβαρόν, αλλ’ ουχί ι­κανότητος αναλόγου προς την ναυαρχικήν θέσιν…», και του Αν. Χαχζη-Αναργύρου, ο οποίος τον χαρακτηρίζει «απλοϊκό στον χαρακτήρα και αγαθό…», ο ίδιος κατόρθωνε, ενισχυμένος από γνήσια πατριωτική δύναμη και από διακαή πόθο για την απελευθέρωση της πατρίδας, να επιβάλλεται, στις περισσότερες των περιπτώσεων, στα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα και την ανυπακοή των πληρωμάτων του, ώστε ο σπετσιώτικος στόλος υπό τις εντολές του να συμβάλει στην επιτυχή έκβαση πολλών ναυμαχιών του Αγώνα, όπως αυτή στο στενό Κω – Αλικαρνασσού (24-8-1824), στη ναυμαχία του Γέροντα (29-8-1824), στη ναυμαχία στο Ηράκλειο της Κρήτης (1/2-11-1824), στη ναυμαχία του Καφηρέα (20-5-1825), στη ναυμαχία της Σούδας (2-6-1825), στη ναυμαχία του Πατραϊκού (23-7-1825), στις προσπάθειες ανεφοδιασμού των αποκλεισμένων στο Μεσολόγγι (30-3 έως 8-4-1826).

Τον ίδιο χρόνο, αμέσως μετά τον κατάπλου της φρεγάτας «Ελλάς», ο Ανδρούτσος διορίζεται από την κυβέρνηση Α’ κυβερνήτης του πλοίου με το βαθμό του στολάρχου. Το 1827 ο Γ. Ανδρούτσος, επιβαίνοντας στον «Παγκρατίωνα», καταπλέει στη Χίο ως «Μοίραρ­χος του κατά την Χίον στολίσκου» με σκοπό την ενίσχυση των στρατευμάτων του Φαβιέρου και τον αποκλεισμό του νησιού, με απώτερο στόχο την απε­λευθέρωσή του και την ενσωμάτωσή του στο νεοσύστατο κράτος. Η συμβολή του όμως στην επιχείρηση αυτή στάθηκε ουσιαστικά αρνητική και εντελώς αναποτελεσματική, αφού ο Σπετσιώτης ναύαρχος εγκαταλείφθηκε από τα ατακτούντα πληρώμα­τά του, τα οποία διεκδικώντας αμοιβές από τις – ανύπαρκτες άλλωστε- λείες του πολέμου είχαν ήδη επιδοθεί σε πειρατικές καταδρομές.

Αργότερα, στο πλαίσιο της προσπάθειας του Κυβερνήτη Καποδίστρια για την ανασυγκρότηση και διοργάνωση του ναυτικού, απονεμήθηκε στον Γ. Ανδρούτσο ο βαθμός του αντιναυάρχου, ενώ με διάταγμα της 5ης Οκτωβρίου 1829 συγκροτήθηκε η Τριμελής Επιτροπή διεύθυνσης της Ναυτικής Υπηρεσίας, στην οποία εκτός των Σαχτούρη και Κανάρη μετείχε και ο Ανδρούτσος.

Το 1831 επίσης, στο πλαίσιο μιας ύστατης προσπάθειας του Καποδίστρια να αμβλύνει τις αντιθέσεις του με τους ναυτικούς των νησιών, ο Ανδρού­τσος ορίστηκε με σχετικό διάταγμα μέλος της επιτροπής του νεοσύστατου Ταξιαρχικού Σώματος διά την υπηρεσίαν των Ναυτικών, με σκοπό την ικανοποίηση των αιτημάτων τους. Τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου, κατά τη διάρκεια των θλιβερών συμβάντων στον Πόρο, ο Γ. Ανδρού­τσος στάθηκε στο πλευρό του Καποδίστρια, όπως άλλωστε και ολόκληρη η οικογένειά του και η πλειονότητα των Σπετσιωτών συμπατριωτών του, αναλαμβάνοντας καίριες θέσεις ευθύνης αντιμετώπισης των Υδραίων και των άλλων στασιαστών.

Με την έλευση του Όθωνα και την εκ νέ­ου προσπάθεια αναδιοργάνωσης του κράτους, ο Ανδρούτσος, παρ’ ότι ορί­στηκε μέλος της «Επί των ναυτικών εκδουλεύσεων Εξεταστικής Επιτροπής», τέθηκε σε μακρόχρονη διαθεσιμότητα. Αργότερα ο βασιλιάς Όθωνας, επανεκτιμώντας τα δεδομένα, έδειξε πράγματι μία εύνοια, προσωρινή όμως, και τον Ιανουάριο του 1841 τον προήγαγε στο βαθμό του υποναυάρχου του εθνικού στόλου.

Όντας από τους γηραιότερους, για τα δεδομένα της εποχής, επιζώντες ναυάρχους του ελληνικού στόλου, αδυνατούσε να ενστερνισθεί νεοτερισμούς φωτισμένων αξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού για την επιβεβλημένη εκ βάθρων ανασυγκρότηση του Σώματος. Αποσύρθηκε στις Σπέτσες, όπου πέρασε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του, τιμώμενος εξαιρετικά από τους συμπατριώτες του. Πέθανε στις 20 Νοεμβρίου 1849, σε ηλικία 67 ετών.

Κωνσταντίνα Αδαμοπούλου – Παύλου

Αννίτα Πρασσά

 

Πηγή


  • Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, «Οι ναυμάχοι του 1821», τεύχος 178, 27 Μαρτίου 2003.

Read Full Post »

Ορλάνδος Ιωάννης (1770; – 1852)
   

Ορλάνδος Ιωάννης, έργο του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Συλλογή Έργων Τέχνης της Βουλής των Ελλήνων.

 

Ο Ιωάννης Ορλάνδος* καταγόταν από πλούσια οικογένεια του Κρανιδίου, η οποία εγκαταστάθηκε τον 18ο αιώνα στις Σπέτσες.

 Γεννήθηκε στις Σπέτσες γύρω στο 1770 και πέθανε στην Ύδρα το 1852. Στην Ύδρα που είχε εγκατασταθεί από το 1811 παντρεύτηκε την αδελφή του Γεώργιου και του Λάζαρου Κουντουριώτη, Υδραίων προεστών και πλοιοκτητών. Και ο ίδιος όμως υπήρξε σημαντικός πλοιοκτήτης πριν από την Επανάσταση. Μάλιστα με την έναρξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα έθεσε τα πλοία του στην υπηρεσία της επαναστατικής διοίκησης.

 

Διετέλεσε πληρεξούσιος της Ύδρας στην Α’ Εθνοσυνέλευση και μέλος της δωδεκαμελούς Επιτροπής που επεξεργάστηκε το κείμενο του πρώτου συντάγματος. Κατείχε τη θέση του αντιπροέδρου του Εκτελεστικού από τις 14 Ιανουαρίου έως τον Απρίλιο του 1823. Στις 26 Απριλίου και αφού ο Λάζαρος Κουντουριώτης αρνήθηκε το αξίωμα, εκλέχθηκε πρόεδρος του Βουλευτικού. Ένα μήνα αργότερα, στις 22 Μαΐου 1823, απογοητευμένος από τις πολιτικές εξελίξεις και διαβλέποντας τον επερχόμενο εμφύλιο πόλεμο, παραιτήθηκε από τη θέση του προέδρου του Βουλευτικού. Οι πολιτικοί του αντίπαλοι ήδη τον είχαν κατηγορήσει για φατριαστικό πνεύμα, εξαιτίας της υποστήριξης που παρείχε στους Κουντουριώτες.

Τον Ιούνιο του 1823 ορίστηκε μέλος τριμελούς επιτροπής – με τους Ανδρέα Λουριώτη, έμπιστο του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, και  Ιωάννη Ζαΐμη, εκπρόσωπο των Μωραϊτών για τη διαπραγμάτευση της λήψης δανείου για την ενίσχυση του αγώνα στο Λονδίνο. Πριν αναχωρήσει για τη βρετανική πρωτεύουσα, σε επιστολή του διακήρυσσε την ανάγκη ενότητας και αποφυγής εμφύλιων συγκρούσεων.

Επίσης, στις αρχές Νοεμβρίου του 1823 επισκέφθηκε το λόρδο Βύρωνα στην Κεφαλονιά. Τον Ιανουάριο του 1824, μαζί με τον Ανδρέα Λουριώτη άνθρωπο του Μαυροκορδάτου, ήταν οι εκπρόσωποι της Ελλάδας που άρχισαν τις διαπραγματεύσεις και τελικά συνήψαν το πρώτο αγγλικό δάνειο** κατά τη διάρκεια της Επανάστασης ύψους 800.000 λιρών στερλινών.

 

«Το δάνειον των γραικών ετελείωσε προς 59 τα % από εν ρισπετάμπιλε οσπίτιον… Ας γνωρίζουν οι γραικοί την χάριν εις το Κομιτάτον και κάτ΄ εξοχήν εις τον ακούραστον Bowring. Είνε δε σύμφωνον το Κομιτάτον με τους Δεπουτάτους να σταλώσι τα χρήματα εις τον Λόρδ Byron και τον Colonel Stanhope δια να βαστάξουν αυτοί εις την θέλησιν της Βουλής προς ωφέλειαν του Γένους, χωρίς να τα οικειοποιηθούν οι κλέπται». Από επιστολή του Α. Μ. Αντωνόπουλου προς το Δ. Ρώμα, 17 Φεβρουαρίου 1824. (βλ. αρχείο Ρώμα σελ. 227-228)

 

Στο Λονδίνο έτυχε επίσημης υποδοχής, ενώ συνάντησε ακόμη και τον Άγγλο υπουργό Εξωτερικών George Canning. Συμμετείχε και στην αντιπροσωπεία που διαπραγματεύτηκε, το 1825, και το δεύτερο δάνειο*** ύψους 2.000.000 λιρών στερλινών από την Αγγλία. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1825 εξακολουθώντας να εκπροσωπεί τους Υδραίους στις Εθνοσυνελεύσεις.

Ο Ορλάνδος ανήκε στο «αγγλικό» κόμμα, κρίνοντας ως πλέον πρόσφορη και αποτελεσματική την υποστήριξη της Αγγλίας για την ελληνική υπόθεση. Στήριζε την προτίμησή του αυτή και στη φιλελεύθερη πολιτική παράδοση της χώρας εκείνης, αλλά και στην επωφελή για τους Έλληνες υπεροχή της στη θάλασσα. Αργότερα εντάχθηκε στην αντικαποδιστριακή παράταξη, διατυπώνοντας μάλιστα την άποψη ότι θα προτιμούσε η Ελλάδα να μετατραπεί σε αγγλικό προτεκτοράτο από το να ανεχθεί τον απολυταρχισμό του Καποδίστρια. Έτσι, μετείχε στις αντικαποδιστριακές στάσεις της Ύδρας το καλοκαίρι του 1831.

Εκ των υστέρων, και στο πλαίσιο της αναζήτησης «αποδιοπομπαίων τράγων» για την τύχη των δανείων της περιόδου της Επανάστασης, κατηγορήθηκε μαζί με το Λουριώτη για κακοδιαχείριση. Αρχικά απαλλάχθηκαν από τις κατηγορίες, αλλά το 1835 το Ελεγκτικό Συνέδριο τους κήρυξε υπευθύνους για απώλεια μέρους των χρημάτων του δανείου και «αλληλεγγύως χρεώστες του Δημοσίου» για ποσό 28.769 λιρών στερλινών. Το 1839 εξέδωσε μαζί με το Λουριώτη την απολογία τους σε ογκώδες δίτομο έργο, το οποίο αργότερα αποκήρυξε.

  

Υποσημειώσεις

 

* Το όνομα Ορλάνδος είναι εξελληνισμένο εκ του Ιταλικού Ορλάντο (Orlando) που και αυτό προέρχεται με μικρή παράφραση από το γαλλικό Ρολάνδο (Ρολάντ) με το οποίο φερόταν στους μεσαιωνικούς θρύλους και ποιήματα κάποιος ανεψιός του Καρλομάγνου (Ποίημα του Ρολάνδου κ.ά.). Επί τη βάσει των θρύλων αυτών ο Ιταλός ποιητής Λοντοβίκο Αριόστο έγραψε τον Μαινόμενο Ορλάνδο.  

** Στις 26 Ιανουαρίου 1824, ο Ιωάννης Ορλάνδος και ο Ανδρέας Λουριώτης έφθασαν στην αγγλική πρωτεύουσα και ύστερα από έντονες διαπραγματεύσεις, στις οποίες πήραν μέρος και μέλη του Φιλελληνικού Κομιτάτου, συνομολόγησαν ένα δάνειο 800.000 λιρών με τον οίκο Λόφναν (9 Φεβρουαρίου 1824). Το δάνειο είχε τόκο 5%, προμήθεια 3%, ασφάλιστρα 1,5% και περίοδο αποπληρωμής 36 χρόνια. Ως εγγύηση για την αποπληρωμή του δανείου τέθηκαν από ελληνικής πλευράς τα δημόσια κτήματα και όλα τα δημόσια έσοδα. Όμως, το ποσό που έφθασε στην επαναστατική διοίκηση ήταν μόλις 298.000 λίρες, αφού το παραχωρούμενο δάνειο είχε οριστεί στο 59% του ονομαστικού (472.000 λίρες) και από αυτό παρακρατήθηκαν 80.000 ως προκαταβολή τόκων δύο ετών, 16.000 για χρεολύσια, 2.000 ως προμήθεια και άλλες δαπάνες.

*** Στα 1825 ανακλήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση ο Ι. Ζαΐμης και στη θέση του στάλθηκε ο Γ. Σπανιολάκης. Το δεύτερο δάνειο ανέλαβε ο τραπεζιτικός οίκος των αδελφών Ρικάρδο με ονομαστικό κεφάλαιο 2.000.000 λιρών (26 Ιανουαρίου 1825). Τη διαπραγματευτική ομάδα αποτελούσαν και πάλι οι Λουριώτης και Ορλάνδος. Όπως και στο πρώτο δάνειο, το καθαρό ποσό περιορίστηκε στις 816.000 λίρες, αφού το παραχωρούμενο δάνειο είχε οριστεί στο 55% του ονομαστικού (1.100.000) και από αυτό παρακρατήθηκαν 284.000 λίρες για προκαταβολή τόκων δύο ετών, χρεολύσια, προμήθεια και άλλες δαπάνες.

Τη διαχείριση του δεύτερου δανείου ανέλαβαν οι άγγλοι τραπεζίτες και τα μέλη του Φιλελληνικού Κομιτάτου, παραγκωνίζοντας τους έλληνες εκπροσώπους. Από το δάνειο διατέθηκαν: 212.000 λίρες για την αναχρηματοδότηση του πρώτου δανείου, 77.000 για την αγορά όπλων και πυροβόλων, από τα οποία λίγα έφθασαν στην Ελλάδα, 160.000 για την παραγγελία 6 ατμοκίνητων πλοίων, από τα οποία μόνο τρία έφθασαν στην Ελλάδα («Καρτερία», «Επιχείρηση», «Ερμής») και 155.000 για τη ναυπήγηση δύο φρεγατών σε ναυπηγεία της Νέας Υόρκης, από τις οποίες μόνο η μία («Ελλάς») ήλθε στην Ελλάδα, ενώ η δεύτερη πουλήθηκε για να χρηματοδοτηθεί η πρώτη. Τελικά, στην Ελλάδα έφθασε μόνο το ποσό των 232.558 στερλινών. Επί Βαυαροκρατίας, ο Υπουργός Οικονομικών Γεώργιος Σπανιολάκης κατηγόρησε τους δύο διαπραγματευτές ότι ιδιοποιήθηκαν χρήματα από τις αγοροπωλησίες μετοχών των δανείων και επιπλέον τον Ορλάνδο ότι παρακράτησε ποσό 5.900 λιρών από τα δύο δάνεια. Μάλιστα, το Ελεγκτικό Συνέδριο προχώρησε σε προσημείωση των περιουσιακών τους στοιχείων.

 

Πηγές

  • «Πρόεδροι της Βουλής, Γερουσίας και Εθνοσυνελεύσεων 1821-2008», Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα, 2009.
  • Ανδρέας Μιχ. Ανδρεάδης, «Ιστορία των εθνικών δανείων», Εν Αθήναις :Τυπογραφείον «Εστία»,1904.
  • Ορλάνδος Ιωάννης, Συλλογή επιστολών από το αρχείο Χατζή Πανανού Θεοδοσίου, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο ( Ε.Λ.Ι.Α.).
  • Γρηγόρης Ι. Ζώρζος, «Revolution 1821 Economics: Greek Modern Economic History», Εκδοτικός Οίκος: CreateSpace, 2009. 

Read Full Post »

Προσωπογραφίες Αγωνιστών

Μπουμπουλίνα Λασκαρίνα – Boumpoulina Laskarina  (1771-1825) 

 

[…] Είναι ακόμη βέβαιο ότι η φήμη της ταξίδεψε γρήγορα στην Ευρώπη, αφού κυκλοφορούσαν απεικονίσεις της από το 1821· όσοι τη συνάντησαν, γνώριζαν το όνομα και τη δραστηριότητά της. Στα ευρωπαϊκά της πορτραίτα η Μπουμπουλίνα απεικονίζεται νεαρή και όμορφη, λεπτή ή μεγαλόσωμη με πλούσιο στήθος, ντυμένη άλλοτε ευρωπαϊκά, άλλοτε ανατολίτικα ή και μικτά. Ακόμη και ένα γυναικείο ένδυμα θα πάρει στο Παρίσι το όνομά της, «a la Robeline», πιθανότατα από συμφυρμό των λέξεων robe και Bobeline (Boubouline). 

«Αμαζόνα», «νέα Σαλαμινομάχο», «νέα Αρτεμισία» ή και «Σπαρτιάτισσα» την αποκαλούν επίσης πολλά από τα κείμενα της εποχής, αποδίδοντάς της χαρακτηριστικά μυθικών προσώπων, κυρίως όμως ανδροπρεπή εμφάνιση και συμπεριφορά […].

 Ευδοκία Ολυμπίου, «Γυναίκες του Αγώνα», Ιστορική Βιβλιοθήκη, «Οι Ιδρυτές της Νεότερης Ελλάδας», σελ. 41-42, Εκδόσεις «Τα Νέα», Αθήνα, 2010.

 

Μπουμπουλίνα Λασκαρίνα. Ακουαρέλα του Σπ. Προσαλέντη.

Μπουμπουλίνα Λασκαρίνα – Pouqueville, Istoria della Grecia dal 1740 al 1824, Napoli, 1838.

Μπουμπουλίνα Λασκαρίνα – Ρωσική χαλκογραφία. Μουσείο Μπουμπουλίνας, Σπέτσες.

[…] O πρώσος ανθυπολοχαγός Λούντβιχ φον Μπόλλμαν (Ludwig von Bollman), την αποκαλεί σύγχρονη ηρωίδα, ηλικίας 40-45 ετών. Στο βιβλίο του γράφει ότι «η εξωτερική της εμφάνιση δεν ανταποκρίνεται στην ευγένεια των αισθημάτων της», ενώ συμπληρώνει ότι παρουσιάζεται πάντοτε με ακριβό σπαθί και βαρύτιμες πιστόλες. «Την είδα στο Άργος  πάνω σ’ ένα υπέροχο αράπικο άτι. Την ακολουθούσαν ένα πλήθος αρματωμένοι στρατιώτες που έτρεχαν πλάι της σαν λαγοί, βγάζοντας χαρούμενες κραυγές». 

 Ευδοκία Ολυμπίου, «Γυναίκες του Αγώνα», Ιστορική Βιβλιοθήκη, «Οι Ιδρυτές της Νεότερης Ελλάδας», σελ. 61, Εκδόσεις «Τα Νέα», Αθήνα, 2010.

 

Μπουμπουλίνα Λασκαρίνα. Μουσείο Μπουμπουλίνας, Σπέτσες.

Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα.

Μπουμπουλίνα Λασκαρίνα, «η Βοβολίνα αποκλείει την Ναυπλίαν». Έργο του Peter Von Hess σε κάρβουνο.

Μπουμπουλίνα Λασκαρίνα, «η Βοβολίνα αποκλείει την Ναυπλίαν».

Η σκαλιστή πιστόλα της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας. Μουσείο Μπουμπουλίνας, Σπέτσες.

Η καπετάνισσα του Εικοσιένα Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, έργο του Adam Friedel. Λιθογραφία. Σχέδιο εκ του φυσικού, Λονδίνο, 1824.

Η καπετάνισσα του Εικοσιένα Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα. Επιζωγραφισμένη λιθογραφία, έργο του Adam Friedel. Λονδίνο – Παρίσι, 1827.

Η καπετάνισσα του Εικοσιένα Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα. Επιζωγραφισμένη λιθογραφία, έργο του Adam Friedel. Λονδίνο – Παρίσι, 1830.

Η καπετάνισσα του Εικοσιένα Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα. Επιζωγραφισμένη λιθογραφία, έργο του Adam Friedel. Λονδίνο – Παρίσι, 1827.

Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα σε ένα από τα λαϊκά φυλλάδια που κυκλοφορούσαν στη Ρωσία στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης.

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Read Full Post »

Μητροπολίτης Ύδρας, Σπετσών, Αιγίνης, Ερμιονίδος & Τροιζηνίας  Εφραίμ

 

 

 

Ο Μητροπολίτης Ύδρας, Σπετσών, Αιγίνης, Ερμιονίδος & Τροιζηνίας  κ. Εφραίμ Ο Μητροπολίτης Ύδρας, Σπετσών, Αιγίνης, Ερμιονίδος & Τροιζηνίας  κ. Εφραίμ (κατά κόσμον Ευάγγελος) Στενάκης, γεννήθηκε τό 1948 στην Κυψέλη Αιγίνης και είναι ο πρωτότοκος υιός υπερπολυτέκνου δεκαεξαμελούς οικογενείας. Παρακολούθησε τις Εγκυκλίους σπουδές στην γενέτειρά του. Εφοίτησε στην Εκκλησιαστική Σχολή Κορίνθου κατά τα έτη 1962-1968. Το 1968 εισήχθη στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία απεφοίτησε το 1972 με το βαθμό «άριστα». Κατά τούς θερινούς μήνες πρόσφερε την διακονία του ως στέλεχος των Εκκλησιαστικών Κατασκηνώσεων της Ιεράς Μητροπόλεως Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης. Το 1972 προσήλθε ως δόκιμος στην Ιερά Μονή Πατερικής Διακονίας «Η  Αγία Τριάς» Ύδρας. Την 30η Δεκεμβρίου το 1973 εκάρη Μοναχός, και έλαβε το μοναχικό όνομα Εφραίμ και την επομένη χειροτονήθηκε Διάκονος, υπό του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ύδρας, κ. Ιεροθέου. Στην εν λόγω Ιερά Μονή παρέμεινε έως το 1976 διακονήσας παραλλήλως και στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Παναγίας Φανερωμένης Ύδρας. Τούς πρώτους μήνες του 1977 ανέλαβε καθήκοντα Διευθυντού του μαθητικού Οικοτροφείου Αιγίνης, ως και Καθηγητής των τεχνικών Σχολείων επί 10ετίαν (σχολεία τα οποία πρωτοποριακά ίδρυσε η τοπική Εκκλησία και λειτούργησε υπό την ευθύνη της), προσφέροντας συνάμα  την διακονία του στον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου Αιγίνης και στα Κατηχητικά Σχολεία της Νήσου.

 

Τον Ιανουάριον του 1979 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος-Αρχιμανδρίτης και διαδοχικώς προσέφερε μέχρι σήμερα τις υπηρεσίες του ως Εφημέριος – Ιεροκήρυξ των Ιερών Ναών της Αιγίνης και ως προϊστάμενος του Ιερού Καθεδρικού Ναού Κοιμήσεως Θεοτόκου Ύδρας ως και του Ιερού Ναού Εισοδίων Θεοτόκου Αιγίνης.

 

Καλλιέργησε, με τη Χάρη του Θεού, φυτώριο νέων υποψηφίων Κληρικών και έτσι επανδρώθηκε η Τοπική Εκκλησία της Αιγίνης με νέους μορφωμένους και ευσεβείς Κληρικούς. Από το 1979, ανέλαβε καθήκοντα Αρχιερατικού Επιτρόπου Αιγίνης, διακονία την οποία ήσκησε επί δεκαεπταετίαν, παράλληλα προς το λειτούργημα του Πρωτοσυγκέλλου της Ιεράς Μητροπόλεως το οποίον επιτέλεσε ευδοκίμως από το 1983 μέχρι της εκλογής του εις Επίσκοπον, καθώς επίσης και την Διεύθυνσιν των Οικονομικών Υπηρεσιών της Ιεράς Μητροπόλεως.  Από του έτους 1989 διατέλεσε Πρόεδρος του Εκκλησιαστικού Νοσοκομείου Αιγίνης «Ο Άγιος Διονύσιος», το οποίον επί των ημερών του ανεκαινίσθη εκ βάθρων και προσετέθη νέα πτέρυξ εξοπλισθείσα με υπερσύγχρονα ακτινοδιαγνωστικά μηχανήματα, και ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Εκκλησιαστικού Νοσοκομείου Ύδρας « Π Α Ν Α Γ Ι Α  Η  Φ Α Ν Ε Ρ Ω Μ Ε Ν Η ». 

 

Διετέλεσε μέλος της Επιτροπής Παιδείας του Δήμου Αιγίνης, και συνέλαβε τα μέγιστα στην προώθηση και την λύση των προβλημάτων στέγης και λειτουργίας των Σχολείων της Νήσου, και Αντιπρόεδρος της Δημοτικής Καποδιστριακής Βιβλιοθήκης Αιγίνης, μιας από τις αρτιώτερες και πλουσιότερες επαρχιακές Βιβλιοθήκες. Από το 1985 διωρίσθη Ηγούμενος της Ιεράς και Σταυροπηγιακής Μονής Ζωοδόχου Πηγής Πόρου, επί των ημερών του οποίου ανεκαινίσθη εκ βάθρων η Ιερά αυτή ιστορική Μονή. Κατά καιρούς έχει πραγματοποιήσει αξιόλογες εισηγήσεις για θεολογικά και πνευματικά θέματα, σε Ιερατικά Συνέδρια και Συνάξεις της Ιεράς Μητροπόλεως.

 

Μητροπολίτης Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης εξελέγη υπό της Σεπτής Ιεραρχίας την 12.1.2001 εις διαδοχήν του παραιτηθέντος Γέροντός του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου πρώην Ύδρας κ. Ι ε ρ ο θ έ ο υ. 

 

 

Πηγή

 

  •  Ιερά Μητρόπολις Ύδρας, Σπετσών, Αιγίνης, Ερμιονίδος & Τροιζηνίας

Read Full Post »

Μπουμπουλίνα Λασκαρίνα (1771-1825)


 

Η καπετάνισσα του Εικοσιένα Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, έργο του Adam Friedel. Λιθογραφία. Σχέδιο εκ του φυσικού, Λονδίνο, 1824.

Η θρυλική καπετάνισσα της Επανάστασης, κόρη του πλοιάρχου Σταυριανού Πινότση και της Σκεύως από την Ύδρα. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όταν η μητέρα της είχε μεταβεί, για να συναντήσει τον φυλακισμένο σύζυγό της. Το 1788 παντρεύτηκε τον Δημ. Γιάννουζα από τις Σπέτσες και απέκτησε μαζί του τρία παιδιά. Χάθηκε όμως, πολεμώντας κατά των Αλγερίνων πειρατών (1797) και η Μπουμπουλίνα ξαναπαντρεύτηκε το 1801 τον επίσης σπετσιώτη αλλά και πολύ πλούσιο καραβοκύρη Δημ. Μπούμπουλη, με τον οποίο απέκτησε άλλα τρία παιδιά. Μα και η δική του τύχη δεν ήταν καλύτερη, γιατί κι αυτός σκοτώθηκε πολεμώντας κατά των Αλγερίνων πειρατών το 1811.  

Με το όνομα του δεύτερου άνδρα της έμεινε στην ιστορία. Επειδή ο άνδρας της Μπούμπουλης ήταν ρωσόφιλος, κινδύνευσε μετά τον θάνατό του να χάσει η Μπουμπουλίνα την περιουσία της. Κατέφυγε τότε στο Ρώσο πρέσβη Στρογγάνοφ στην Πόλη, συνάντησε τη σουλτάνα Βαλιδέ και κατόρθωσε να γλιτώσει την περιουσία της από τη δήμευση.

Ήταν δραστήρια και πολύ δυναμική γυναίκα. Μπόρεσε και μεγάλωσε την περιουσία του άνδρα της κι έχτισε άλλα τρία πλοία, ανάμεσα στα οποία ξεχώριζε ο «Αγαμέμνων» για το μέγεθός του και την ομορφιά του. Είχε 18 κανόνια και ήταν φτιαγμένο για ν’ αντέχει κάθε είδους κακουχία. Ίσως να ήταν, επίσης, η μοναδική γυναίκα που γνώριζε το μυστικό της Φιλικής Εταιρείας και όταν ξέσπασε η επανάσταση, ήταν πανέτοιμη.

Διέθεσε τα καράβια της και τον πλούτο της για τον αγώνα. Έλαβε μέρος στην πολιορκία τ’ Αναπλιού. Όταν κάποια στιγμή οι καπεταναίοι της στεριάς έκαμαν πίσω και έλυσαν την πολιορκία, η Μπουμπουλίνα ξεμπάρκαρε στους Μύλους, καβάλησε άσπρο άλογο, έφτασε στο Άργος και έδωσε θάρρος στους μαχητές. Ντυμένη ανδρικά και ζωσμένη τ’ άρματα, έμοιαζε με ηρωίδα των παραμυθιών. Ήταν ψηλή, επιβλητική, με υψηλό φρόνημα, με θερμό πατριωτισμό. Τους έδωσε πολεμοφόδια, τους ψύχωσε και η πολιορκία ξανάρχισε. Αργότερα τη συναντάμε στην πολιορκία της Μονεμβασιάς και μετά στην Τρίπολη με τους στεριανούς. Εκεί ήταν, όταν έπεσε η Τρίπολη, πλάι στον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα. Ύστερα επέστρεψε πάλι στην πολιορκία τ’ Αναπλιού.

Όταν οι Έλληνες πήραν τ’ Ανάπλι (30-11-1822), έμεινε εκεί, ζώντας με τη μικρή περιουσία που της είχε μείνει. Πάντρεψε την κόρη της Ελένη με τον Πάνο, το γιο του Θ. Κολοκοτρώνη, που ήταν τότε φρούραρχος Ναυπλίου. Άρχισε μετά ο εμφύλιος. Ο Πάνος παρέδωσε την πόλη στο νέο εκτελεστικό με εντολή του πατέρα του, για να αμβλυνθούν τα πνεύματα κι οι αντιθέσεις. Η Μπουμπουλίνα τέθηκε υπό διωγμόν. Οι Κουντουριωταίοι την ανάγκασαν να εγκαταλείψει τ’ Ανάπλι και να εγκατασταθεί στις Σπέτσες. Από πείσμα ξαναγύρισε. Και τότε ο Γ. Κουντουριώτης έστειλε τον αστυνόμο στο σπίτι του Νικηταρά, όπου έμενε, και την έδιωξε πάλι.

Έκτοτε έμενε στις Σπέτσες πικραμένη. Τόσο είχε μοχθήσει και είχε αγωνιστεί για την απελευθέρωση του Ναυπλίου κι όμως της απαγόρευαν να μένει εκεί. Από τις Σπέτσες παρακολουθούσε τα θλιβερά γεγονότα του εμφυλίου. Ο γαμπρός της Πάνος σκοτώθηκε (13 Νοεμβρίου 1824) έξω από την Τρίπολη. Ο συμπέθερός της Θ. Κολοκοτρώνης φυλακίστηκε στην Ύδρα. Ο γιος της Γιάννης Γιάννουζας* είχε σκοτωθεί στη μάχη του Ξεριά Άργους, πολεμώντας εναντίον του Κεχαγιάμπεη.

Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα.

Ο Φεβρουάριος του 1825 βρίσκει τη Μπουμπουλίνα να ζει στο σπίτι της στις Σπέτσες, άνευ σχεδόν περιουσίας, πικραμένη με τις έριδες των πολιτικών και την έκβαση του αγώνα. Στις 12 Φεβρουαρίου αποβιβάζεται σχεδόν ανενόχλητος στην Πελοπόννησο ο Ιμπραήμ με 4.400 άντρες, δύναμη που οι Έλληνες ευκολότατα μπορούσαν να κατατροπώσουν εάν δεν σπαράσσονταν τότε μεταξύ τους από τον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο. Η δύναμη αυτή του Ιμπραήμ, ήταν το προγεφύρωμα της κύριας εισβολής που ακολούθησε και είχε σαν αποτέλεσμα την ανακατάληψη από τους Τούρκους του μεγαλύτερου και πάλι μέρους της Πελοποννήσου και τη σφαγή και τυραννία του πληθυσμού της για σχεδόν ακόμη τρία χρόνια. Μετά την αποβίβαση του Ιμπραήμ, οι πολιτικοί τρομοκρατημένοι βγάζουν τον Κολοκοτρώνη από την φυλακή και του αναθέτουν την αρχιστρατηγία.

Η φιλοπατρία της Μπουμπουλίνας υπερισχύει όλων των άλλων συναισθημάτων της, της πικρίας της δηλαδή, και ενώ κάνει πάλι προετοιμασίες για να λάβει μέρος στον καινούργιο αγώνα εναντίον του Ιμπραήμ, έρχεται το αναπάντεχο τέλος της. Η ηλιοκαμένη κόρη της θάλασσας πέφτει νεκρή από Σπετσιώτικο βόλι, στις 22 Μαΐου 1825 στο σπίτι του πρώτου άντρα της, του  Γιάννουζα. Αιτία; Μια λογομαχία της με άτομα από την οικογένεια Κούτση, λόγω της απαγωγής της κόρης του Χριστόδουλου Κούτση, Ευγενίας, από τον γιο της Μπουμπουλίνας Γεώργιο Γιάννουζα. Τα σκληρά και αμείλικτα λόγια της Καπετάνισσας είναι αρκετά για να οπλίσουν τελικά το χέρι, του αγνώστου λόγω σκότους, δολοφόνου.

Ήταν λοιπόν τραγικό και άδοξο το τέλος αυτής της γυναίκας που μέσα της ξεχείλιζε, πιο ισχυρή από όλα τα άλλα, η αγάπη για την πατρίδα. Το όνομά της του οποίου η φήμη απλώθηκε σε όλο τον κόσμο και συνδέθηκε τόσο με την  πολιορκία του Ναυπλίου, αντηχεί ακόμα επάνω από τον κρότο των τηλεβόλων. Επί γενεές απόγονοι της Μπουμπουλίνας υπηρέτησαν πιστά την πατρίδα μέσα από τις τάξεις του Πολεμικού ναυτικού. Έντεκα κατευθείαν απόγονοί της υπήρξαν ανώτεροι αξιωματικοί. Δύο από αυτούς αποστρατεύθηκαν με το βαθμό του υποναυάρχου και άλλοι δύο με το βαθμό του ναυάρχου. Τρεις από αυτούς ασχολήθηκαν αργότερα με την πολιτική και υπηρέτησαν ως βουλευτές και υπουργοί. Οι Ρώσοι μετά τον θάνατό της, της απένειμαν τον τίτλο της «Ναυάρχου», έναν τίτλο με παγκόσμια μοναδικότητα για γυναικεία μορφή. Επίσης ως ένδειξη τιμής, σε πολλούς δρόμους σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας έχει δοθεί το όνομά της.

Το 1959 γυρίστηκε ταινία βασισμένη στη ζωή της ηρωίδας. Ο τίτλος της ήταν Μπουμπουλίνα και την ομώνυμη ηρωίδα υποδύθηκε η Ειρήνη Παππά.

 

Το Αρχοντικό της Μπουμπουλίνας


Το Αρχοντικό της Μπουμπουλίνας κτίστηκε περί τα τέλη του 17ου αιώνα από Μαυριτανό αρχιτέκτονα. Το περίγραμμα του κτιρίου αν το κοιτάξουμε από ψηλά είναι σχήματος Π. Το σχήμα αυτό για την αρχιτεκτονική των Σπετσών εκείνης της εποχής, υποδείκνυε την σπουδαιότητα του ιδιοκτήτη. Οι περισσότεροι προύχοντες του νησιού είχαν σπίτια σχήματος Π.

Η σκαλιστή πιστόλα της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας. Μουσείο Μπουμπουλίνας, Σπέτσες.

Το Αρχοντικό έχει ισόγειο και δύο ορόφους. Εξωτερική πέτρινη σκάλα συνδέει τη μπροστινή εσωτερική αυλή με τον πρώτο όροφο. Μετατράπηκε το 1991 από τον ιδιοκτήτη και απόγονο της ηρωίδας, Φίλιππο Δεμερτζή – Μπούμπουλη, σε μουσείο, το οποίο υποδέχεται πλήθος επισκεπτών. Σε αυτό μπορεί κανείς να δει συλλογή όπλων, επιστολές και άλλα αρχεία, παλιά βιβλία, πορτραίτα της Μπουμπουλίνας, προσωπικά της αντικείμενα, έπιπλα, διακρίσεις που τις είχαν απονείμει κυρίως ξένες κυβερνήσεις και πολλά άλλα.

 

Ο ιστορικός και αυτόπτης μάρτυρας Ανάργυρος Χατζή- Αναργύρου γράφει:


 

«…μάλιστα δε το σπάνιο γεγονός εις τα χρονικά των εθνών, μία γυνή να επιστρατεύση, γυνή πλουσία, αποφασίσασα και πλοία και χρήματα και υιούς ολοκαύτωμα εις τον βωμόν της πατρίδος να προσφέρη. Αυτή δε η γυνή είναι η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, την οποίαν τα έθνη ανευφήμησαν και εχαιρέτισαν ως ηρωίδα. Ήτο δε πράγματι λεοντόθυμος. Το 1821, Δεκεμβρίου 4, εις την πολιορκίαν του Ναυπλίου, το ενθυμούμεθα, επιβαίνουσα σε ίδιον πλοίο της, μόνη διέταξε την έφοδο εις τας λέμβους κατά του φρουρίου.  

Αύται δε επιτίθενται, αλλ’ αι σφαίραι και οι μύδροι από των επιθαλασσίων προμαχώνων τας κανονοστοιχίας χαλαζηδόν επιπίπτοντες, υποχρεούν τους ανδρείους της να υποχωρήσωσι προς ολίγον. Εξανίσταται τότε η Αμαζών, επισκοπούσα από των εδωλίων της νήος, και τους βοά …Είσθε λοιπόν γυναίκες και όχι άντρες; Εμπρός! Οι αξιωματικοί την υπακούουν, μάχονται, θνήσκουν, επανελθόντες εις την τάξιν, αλλ’ εις μάτην, το φρούριο διά θαλάσσης ήτο απόρθητον. Διό μετέβη εις την ξηράν και εκεί εστρατήγει μέχρι της παραδόσεως του Ναυπλίου, τη 30 Νοεμβρίου 1822, συμμετέχουσα των έργων της πολιορκίας, οδηγούσα τα παλικάρια της, χορηγούσα τους θησαυρούς της.»

 

*Η προέλαση των Τούρκων στο Άργος και ο θάνατος του Γιάννη Γιάννουζα


 

Σε όλο αυτό το διάστημα, ο οθωμανός διοικητής της Πελοποννήσου Μεχμέτ Χουρσίτ πασάς βρισκόταν στην Ήπειρο, στην εκστρατεία κατά του Αλή πασά των Ιωαννίνων. Όταν όμως πληροφορήθηκε τις κινήσεις των Ελλήνων, έστειλε, στις αρχές Απριλίου, τον κεχαγιά του, Μουσταφά μπέη με 3.500 άνδρες για να καταπνίξουν την εξέγερση στην Πελοπόννησο.

Μπουμπουλίνα Λασκαρίνα, «η Βοβολίνα αποκλείει την Ναυπλίαν».

Μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα οι εμπειροπόλεμοι αυτοί Αλβανοί προήλασαν ταχύτατα στο εσωτερικό της Πελοποννήσου, έκαψαν τη Βοστίτσα και διέλυσαν την πολιορκία του Ακροκορίνθου. Αμέσως μετά επιτέθηκαν στο Άργος και αιφνιδίασαν τον απροετοίμαστο πληθυσμό. Επακολούθησαν σφαγές και αιχμαλωσίες μαχητών και αμάχων.

Στις 24 Απριλίου, στην προσπάθεια του να αναχαιτίσει τον στρατό του Μουσταφά, ένα ολιγομελές σώμα Αργείων και Σπετσιωτών αποδεκατίστηκε σε μία μάχη στο πέρασμα του χειμάρρου Ξηριά, στα περίχωρα της πόλης. Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν και ο γιος της Μπουμπουλίνας, ο Γιάννης Γιάννουζας.

Το συγκεκριμένο περιστατικό μνημονεύει ως «αληθή φρικτό πόλεμο» ο Εμμανουήλ Κωνσταντίνου, αυτόπτης μάρτυς και πρωτόπειρος αγωνιστής της ένοπλης ομάδας που είχε σταλεί από τον Κολοκοτρώνη για να υποστηρίξει όσους μάχονταν στην περιοχή. Μετά την ήττα των Ελλήνων, οι πολεμιστές του Κεχαγιάμπεη μπήκαν στο Άργος, θανάτωσαν αμάχους, λεηλάτησαν περιουσίες. Όσοι κατόρθωσαν να διαφύγουν στους Μύλους βρήκαν προστασία στη μικρή ελληνική δύναμη που στρατοπέδευε εκεί, υπό τον Θ. Κολοκοτρώνη, τον Π. Μαυρομιχάλη, την Μπουμπουλίνα και άλλους οπλαρχηγούς, ενώ αναφέρεται ότι αρκετές οικογένειες μεταφέρθηκαν με διάφορα πλοιάρια στις Σπέτσες.

Η αποτυχία αυτή προκάλεσε την προσωρινή διάλυση της πολιορκίας του Ναυπλίου, ενώ τα τουρκικά στρατεύματα κατευθύνθηκαν σχεδόν ανενόχλητα προς την Τριπολιτσά, όπου έφθασαν στις 6 Μαΐου 1821. Μνημονεύοντας τον θάνατο του Γιάννουζα, ο ολλανδός  Tairbout de Marigny γράφει  ότι η Μπουμπουλίνα έτρεξε επιτόπου για να περισώσει  τα λείψανα του γιου της, γιατί οι Τούρκοι είχαν κόψει το κεφάλι του.

 «Προσπαθεί , ανάμεσα στα πτώματα, να τον αναγνωρίσει και με το ίδιο της το χέρι θυσιάζει τρεις Τούρκους στο βωμό του. Η ίδια η Μπουμπουλίνα ενημέρωσε τη Διοίκηση των Σπετσών για το θλιβερό γεγονός με αυτά τα λόγια: «Ο γιος μου είναι νεκρός αλλά το Άργος έμεινε στα χέρια μας’’ (…)  Ύστερα από την υποχώρηση των Τούρκων έκοψε μερικά κομμάτια από την ενδυμασία των σκοτωμένων  Τούρκων και τα φύλαξε  ως κειμήλια».

Μαυροφορεμένη, με μαύρο μαντήλι στο κεφάλι τη γνώρισε τότε και ο Kosterus, ένας γερμανός αξιωματικός στρατιωτικός που ταξίδεψε το 1821 από τη Μασσαλία για τον Μοριά· «μ’ όλο που πολλά από όσα γράφονται γι’ αυτή είναι υπερβολικά, πρόκειται για πραγματική πατριώτισσα», γράφει στο χρονικό του.

Μετά τον θάνατο του γιου της, η Μπουμπουλίνα επανήλθε με περισσότερο πείσμα στην πολιορκία του Ναυπλίου με τον «Αγαμέμνονα» που τώρα κυβερνούσε ο Αντώνιος Παργιανός. Παρέμεινε εκεί τουλάχιστον ως τον Αύγουστο του 1822. ( Ευδοκία Ολυμπίου, «Γυναίκες του Αγώνα», σελ. 51-52)

 

Πηγές


  • Οδυσσέας Κουμαδωράκης, « Άργος το πολυδίψιον » Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος, 2007.
  • Μουσείο Μπουμπουλίνας, Σπέτσες.
  • Ευδοκία Ολυμπίου, «Γυναίκες του Αγώνα», Ιστορική Βιβλιοθήκη, «Οι Ιδρυτές της Νεότερης Ελλάδας», Εκδόσεις «Τα Νέα», Αθήνα, 2010.

 

Διαβάστε ακόμα:


 

Read Full Post »

« Newer Posts