Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘excursion’

Ναύπλιο – Th. du Moncel


 

Ο Théodose ή Théodore Achille Louis Vicomte du Moncel (1821- 1884) γεννήθηκε στο Παρίσι και εκτός από ικανός σχεδιαστής και χαράκτης των λιθογραφημένων πινάκων του, ήταν αρχαιολόγος και ηλεκτρολόγος. Το πλούσιο δημοσιευμένο έργο του μαρτυρεί την πολυμέρεια των γνώσεων και ενδιαφερόντων του, που επεκτείνεται σε πολλούς τομείς του επιστητού. Ενώ η μια πλευρά των επιστημονικών του ενασχολήσεων τον στρέφει σε μελέτες για τη φυσική και ειδικότερα τον ηλεκτρισμό, η άλλη, που υπηρετεί την αγάπη του για την αρχαιολογία, τον οδηγεί αναπόφευκτα στην Ελλάδα.

Στο λεύκωμα, Excursion par terre dAthènes à NauplieΠαρίσι, [1845], το οποίο  περιλαμβάνει τοπία και αρχαιότητες της Μεγαρίδας, της Κορινθίας και της Αργολίδας, σημειώνει για το Ναύπλιο:

 

[…] Υπάρχει ένας μεγάλος δρόμος από το Ναύπλιο στο Άργος και αν σ’ αυτόν ενώσουμε εκείνον από τον Πειραιά στην Αθήνα, εκείνον από την Αθήνα στη Θήβα, και εκείνον που διασχίζει τον ισθμό της Κορίνθου, θα έχουμε το σύνολο περίπου των αμαξιτών δρόμων που συναντάει κανείς στην Ελλάδα, και οι οποίοι, αν προστεθούν ο ένας στη συνέχεια του άλλου, αναπτύσσουν μήκος περίπου δώδεκα λεύγων.

Από όλους αυτούς τους δρόμους, τη μεγαλύτερη κίνηση έχει εκείνος του Ναυπλίου – Άργους. Όλες τις ώρες αναχωρούν από τη μία και την άλλη πόλη διάφορες άμαξες, όπως στη Νάπολη, μέσα στις οποίες συνωστίζονται, αν όχι δεκαοκτώ άτομα, τουλάχιστον ένας μεγάλος αριθμός, ώστε να μην μένει κενό ακάλυπτο. Είναι μια παράξενη αντίθεση να βλέπεις αυτή την κίνηση σε μια χώρα όπου, σε όλα τα πέριξ, με δυσκολία συναντάς ανθρώπινη ύπαρξη. Ήταν ήδη αργά όταν είχα τελειώσει την εξερεύνηση της πόλης του βασιλέως των βασιλέων, και ο οδηγός μου με φόβισε πως δεν θα μπορούσαμε να μπούμε στο Ναύπλιο, γιατί οι πύλες αυτής της πόλης κλείνουν μόλις πέσει η νύχτα.

Th. du Moncel

Επιταχύναμε, λοιπόν, το βήμα και μετέθεσα για την επομένη την εξερεύνηση των ερειπίων της Τίρυνθας, μπροστά από τα οποία περάσαμε μετά από πορεία μιάμισης ώρας: μισή ώρα αργότερα μπήκαμε στο Ναύπλιο. Η πρώτη εικόνα του Ναυπλίου είναι απόλυτα ευνοϊκή. Καταρχήν η θέση του είναι υπερβολικά γραφική και επιπλέον προαναγγέλλει μια μεγάλη πόλη, πράγμα που πιθανώς το οφείλει στα φρούρια που το περιβάλλουν. Τα σπίτια του είναι επίσης ωραιότερα και πιο συμμετρικά από εκείνα της Αθήνας. Οι δρόμοι δεν είναι ούτε λαβυρινθώδεις ούτε ανώμαλοι, όπως στις πόλεις της Ανατολής.

Τέλος, κατανόησα πλήρως γιατί την είχαν αρχικά επιλέξει ως έδρα της ελληνικής κυβέρνησης, κατά προτίμηση από κάθε άλλη πόλη. Αυτή η πρώτη εικόνα με είχε, λοιπόν, γοητεύσει και νόμιζα ότι βρισκόμουνα σε μια από τις ευρωπαϊκές μας πόλεις· αλλά ήταν καιρός να πάω στο πανδοχείο όπου θα ξεπεζεύαμε, και να δω με τα μάτια μου το εσωτερικό αυτών των σπιτιών, για να απαλλαγώ από ψευδαισθήσεις. Μεγάλες αίθουσες ολόγυμνες, χωρίς άλλα έπιπλα από ένα άσχημο μικρό σιδερένιο κρεβάτι και μια καρέκλα μισοξεψαθιαμένη, μπροστά σε ένα τραπέζι χοντροπελεκημένο, χώροι ευκολίας μέσα στην κουζίνα, μια ξύλινη απότομη σκάλα, αρκετά κακά τοποθετημένη, αυτό ήταν το ωραιότερο πανδοχείο του Ναυπλίου.

Ωστόσο, μετά την προηγούμενη νύχτα, δεν είχα πλέον το δικαίωμα να είμαι, δύσκολος και, παρά την απογοήτευσή μου, έπρεπε να θεωρούμαι ευτυχής. Το πρωί της επομένης μέρας περιδιάβασα στην πόλη και αντιλήφτηκα ότι δεν ήταν τόσο μεγάλη όσο αρχικά είχα πιστέψει. Αυτό που ιδιαίτερα τράβηξε την προσοχή μου, ήταν η περίεργη αρχιτεκτονική ορισμένων σπιτιών, κυρίως εκείνων που βρίσκονται στην πλατεία, και τα οποία διακοσμούν φεγγίτες κατά το τουρκικό στυλ του Μεσαίωνα.

Ο κ. Wilkinson [i], αν και είναι ο απόστολος του κλασικού ρυθμού, τους βρήκε τόσο ενδιαφέροντες ώστε τους σχεδίασε σχεδόν όλους. Όσο για μένα, έπρεπε να επωφεληθώ από τον λίγο χρόνο που διέθετα για να σχεδιάσω την άποψη του Ναυπλίου και να επισκε­φθώ τα κάποια μνημεία που η πόλη αυτή διαθέτει. Μπορούν να συνο­ψισθούν στα τρία φρούρια που δεσπόζουν στην πόλη και στις δύο εκκλησίες από τις οποίες η μία, η μητρόπολη, είναι ενδιαφέρουσα ως αρχιτεκτονική, μολονότι είναι, όπως εκείνες της Αθήνας, πολύ μικρών διαστάσεων και με τρούλους.

Το πλέον σημαντικό και ενδιαφέρον από τα φρούρια είναι εκείνο του Παλαμηδίου που, όπως και όλα τα άλλα οχυρά αυτής της πόλης, είναι ενετικής κατασκευής, καθώς επίσης το μαρτυρεί το λιοντάρι του Αγίου Μάρκου που υπάρχει παντού. Αυτή η ακρόπολη που για να την ανεβείς χρειάζεσαι περισσότερο από ένα τέταρτο της ώρας, έχει σχήμα πενταγώνου και στις πλευρές της φέρει πέντε συμμετρικούς προμαχώνες. Περιέχει επτά ξεχωριστά οχυρά, που έχουν τα ονόματα του Αχιλλέα, του Επαμεινώνδα, του Λεωνίδα, του Φωκίωνος, του Θεμιστοκλή, το οχυρό του Φρούραρχου και το οχυρό του Μιλτιάδη. Μέσα στο τελευταίο βρίσκονται οι πολιτικοί κρατούμενοι που πριν από λίγο καιρό τους χρησιμοποιούσαν για να ράβουν ρούχα, κουβέρτες και σεντόνια.

 

Άποψη του Ναυπλίου, λεπτομέρεια, Th. du Moncel.

 

Ο βράχος επάνω στον οποίο είναι κτισμένο αυτό το φρούριο είναι κάθετα κομμένος από τις τρεις πλευρές και καταλαμβάνει όλο τον ισθμό που ενώνει τη χερσόνησο όπου βρίσκεται το Ναύπλιο, έτσι ώστε αυτό το φρούριο, αν ανεφοδιαζόταν, θα ήταν απόρθητο. Μια πα­ρόμοια θέση δεν ήταν δυνατόν να παραμεληθεί κατά την αρχαιότητα. Έτσι, βλέπουμε, ήδη από τους αρχαιότερους χρόνους, ο τόπος αυτός να κατοικείται και να παίρνει το όνομα του Παλαμήδη, από το όνομα ενός γιου του Ναυπλίου, που υπήρξε ο ιδρυτής της πόλης. Ακόμη και σήμερα ανακαλύπτει κανείς, στα τείχη της ακρόπολης, λείψανα αρχαίων κυκλώπειων κτισμάτων [ii].

Εκτός από το φρούριο του Παλαμηδίου, υπάρχουν επίσης στο Ναύπλιο δύο άλλα οχυρά που συμπληρώνουν το αμυντικό σύστημα της πόλης. Αυτά είναι το φρούριο Άγιος Θεόδωρος ή Μπούρτζι, κτισμένο επάνω σε έναν απομονωμένο σκόπελο μπροστά στην πόλη, και το φρούριο Ιτς – Καλέ που την επιστέφει.

 

Άποψη του Ναυπλίου, επιχρωματισμένη λιθογραφία. Σχεδίασε εκ του φυσικού και χάραξε ο Théodose ή Théodore Achille Louis Vicomte du Moncel, δημοσιεύεται στο λεύκωμα Excursion par terre d’ Athènes à Nauplie … Παρίσι, 1845.

 

Στον [παραπάνω] πίνακα  αναγνωρίζουμε εύκολα αυτά τα διάφορα φρούρια καθώς και τους δύο μεγάλους προμαχώνες που προεκτείνονται μέσα στη θάλασσα από τη βόρεια πλευρά. Αυτή η μακριά υπόλευκη γραμμή που εκτείνεται στη βάση του φρουρίου του Παλαμηδίου, είναι ένα υδραγωγείο που εφοδιάζει με νερό την πόλη. Τέλος, θα πρέπει να παρατηρήσουμε, ως ιδιομορφία του τόπου, αυτές τις μεγάλες καλαμιές που φυτρώνουν ως τη θάλασσα.

Μου έδειξαν ακόμη στο Ναύπλιο τον ταρσανά, τους στρατώνες, τις γενικές αποθήκες του στρατού, το Ορφανοτροφείο, την επισκοπή και το σημείο όπου δολοφονήθηκε ο Καποδίστριας, στις 9 Οκτωβρίου 1831. Επισκέφθηκα, στη συνέχεια, το προάστιο της Πρόνοιας, που είναι έξω από την πόλη και αρχίζει να αποκτάει μια κάποια σημασία. Σε ένα βράχο, γειτονικό με το προάστιο αυτό, ο βασιλιάς της Βαυα­ρίας ανέθεσε τελευταία στον κ. Siegel να φιλοτεχνήσει ένα ανάγλυφο κολοσσιαίο λιοντάρι, όπως εκείνο της Λουκέρνης, για να χρησιμεύσει ως επιτύμβιο μνημείο των Βαυαρών που πέθαναν στην Ελλάδα. Αυτό το λιοντάρι είναι ωραίο έργο και δημιουργεί θαυμάσια εντύπωση.

Η πόλη του Ναυπλίου, μαζί με το προάστιο της Πρόνοιας, αριθμεί περίπου έξι χιλιάδες κατοίκους. Την εποχή του Παυσανία, υπήρχαν ακόμη στο Ναύπλιο κατάλοιπα τοίχων, ένας ναός του Ποσειδώνα, ένα λιμάνι και μια κρήνη που ονομαζόταν Κάναθος, όπου έλεγαν ότι η Ήρα λουζόταν εδώ κάθε χρόνο και ξανάβρισκε την παρθενιά της.

Εξάλλου, η πόλη αυτή δεν είχε μεγάλη σημασία κατά την αρχαιότητα. Μόνον στον Μεσαίωνα την συναντάμε συχνά με το όνομα Napoli di Romania. To 1203 την κατέλαβαν οι Ενετοί που είχαν συνασπισθεί με τους Φράγκους [iii], αλλά, λίγο αργότερα, την κυρίευσε ο βασιλιάς Giovanizza. To 1383 [iv], οι Ενετοί την αγόρασαν από την χήρα του Πέτρου Cornaro, και εγκατεστημένοι εδώ, άντεξαν ένδοξα τις επιθέσεις του Μωάμεθ Β’, που την πολιόρκησε μάταια το 1460. Ο Σουλεϊμάν αναγκάσθηκε επίσης, το 1537, να λύσει την πολιορκία. Μετά από δύο χρόνια, η δημοκρατία, για να εξαγοράσει την ειρήνη, παρέδωσε το οχυρό αυτό στο σουλτάνο.

Το 1686 ο αρχιστράτηγος Μοροζίνης το έθεσε και πάλι υπό το λάβαρο της Βενετίας. Τότε είναι που κτίστηκαν αυτά τα ωραία φρούρια που ακόμη θαυμάζουμε. Το 1715 οι Τούρκοι το ανέκτησαν και το διατήρησαν ως το 1822. Την εποχή αυτή αναγκάσθηκαν να παραδώσουν στους Έλληνες τα εξωτερικά οχυρά. Αλλά μόνον το 1823 η πόλη πέρασε οριστικά στην ελληνική κυριαρχία. Το 1825 ο Ιμπραήμ πασάς εξεστράτευσε πάλι για να καταλάβει αιφνιδιαστικά το Ναύπλιο· όμως, η ναυμαχία του Ναυαρίνου ματαίωσε το σχέδιο του και απελευθέρωσε την Ελλάδα [v].

 

 Υποσημειώσεις


[i] Ιωάννης Gardner Wilkinson (1797 – 1875). Άγγλος αιγυπτιολόγος. Μελέτησε τις αρχαιότητες της Αιγύπτου όπου και παρέμεινε δώδεκα χρόνια. Επισκέφθηκε επίσης την Ελλάδα. Έχει πλούσιο δημοσιευμένο έργο, κυρίως για την Αίγυπτο. Υπήρξε μέλος της Royal Society του Λονδίνου. (Σημ.τ.Μ.).ι.

[ii] Στο Παλαμήδι δεν υπήρχαν αρχαία ίχνη· αντίθετα, στην Ακροναυπλία σώζονται τμήματα ελληνιστικού τείχους καθώς και ίχνη τείχους που συχνά θεωρείται κυκλώπειο.

[iii] Δεν είναι ακριβές. Οι κάτοικοι του Ναυπλίου παρέδωσαν την πόλη, το 1212, στον Βιλλεαρδουΐνο, ο οποίος το φθινόπωρο του ίδιου έτους την παραχώ­ρησε, όπως και το ‘Αργος, στον Όθωνα de la Roche, ως αναγνώριση για τη συμβολή του στην προσπάθεια κατάκτησης της Πελοποννήσου. (Σημ.τ.Μ.).

[iv] Το 1388 (Σημ,τ.Μ).

[v] Τα σχέδια του Ιμπραήμ δεν τα ματαίωσε το Ναυαρίνο, αλλά νωρίτερα ο Μακρυγιάννης με τη μάχη στους Μύλους της Λέρνης, τον Ιούνιο του 1825. (Σημ.τ.Μ).

 

Πηγή


  • Th. Du Moncel, «Οδοιπορικό του 1843 από την Αθήνα στο Ναύπλιο», μετάφραση: Ειρήνη Λούβρου – Αρχαιολογική επιμέλεια: Νικόλας Φαράκλας. Εκδόσεις Ολκός – Αριάδνη, Αθήνα, 1984. 

  

Σχετικά θέματα:

 

Read Full Post »

Κόρινθος, το κάστρο του Κιαμίλ-μπέη, Th. du Moncel, 1843

 

Κόρινθος, το κάστρο του Κιαμίλ-μπέη, Th. du Moncel, 1843

 

Κόρινθος, το κάστρο του Κιαμίλ-μπέη, επιχρωματισμένη λιθογραφία. Σχεδίασε εκ του φυσικού και χάραξε ο Théodose ή Théodore Achille Louis Vicomte du Moncel, δημοσιεύεται  στο λεύκωμα Excursion par terre dAthènes à Nauplie … Παρίσι. Το λεύκωμα μεγάλων διαστάσεων, 43 Χ 60 εκ. περιλαμβάνει τοπία και αρχαιότητες της Μεγαρίδας, της Κορινθίας και της Αργολίδας, καθώς και κείμενα του ιδίου.

 

Read Full Post »

Άργος – Th. du Moncel


 

Ο Théodose ή Théodore Achille Louis Vicomte du Moncel (1821- 1884) γεννήθηκε στο Παρίσι και εκτός από ικανός σχεδιαστής και χαράκτης των λιθογραφημένων πινάκων του, ήταν αρχαιολόγος και ηλεκτρολόγος. Το πλούσιο δημοσιευμένο έργο του μαρτυρεί την πολυμέρεια των γνώσεων και ενδιαφερόντων του, που επεκτείνεται σε πολλούς τομείς του επιστητού. Ενώ η μια πλευρά των επιστημονικών του ενασχολήσεων τον στρέφει σε μελέτες για τη φυσική και ειδικότερα τον ηλεκτρισμό, η άλλη, που υπηρετεί την αγάπη του για την αρχαιολογία, τον οδηγεί αναπόφευκτα στην Ελλάδα (Νοέμβριος 1843 – Άνοιξη 1844).

 Στο λεύκωμα, Excursion par terre dAthènes à NauplieΠαρίσι, [1845], το οποίο  περιλαμβάνει τοπία και αρχαιότητες της Μεγαρίδας, της Κορινθίας και της Αργολίδας, σημειώνει για το Άργος:

 

Th. du Moncel

[…] Αφού επισκέφθηκα και μελέτησα όλα τα αρχαία των Μυκηνών, ετοιμαζόμουν να επιστρέψω στο Άργος και από εκεί να πάω να δια­νυκτερεύσω στο Ναύπλιο. Σταμάτησα για λίγο, σε απόσταση μερι­κών βημάτων από τον τάφο του Αγαμέμνονα, για να θαυμάσω και να σχεδιάσω την ωραία θέα που απλώνεται από το σημείο αυτό προς την πεδιάδα του Άργους. Έπειτα, ξανακατεβαίνοντας από τα υψώματα των Μυκηνών (Χαρβάτι), ξαναβρεθήκαμε στην πε­διάδα. Τέλος, αφού διασχίσαμε τον Ίναχο και τον Χάραδρο, φθάσα­με μπροστά στους κωνικούς λόφους στους πρόποδες των οποίων βρί­σκεται το Άργος.

Οι αρχαιότητες που ακόμη συναντάμε στην πόλη αυτή μπορούν να συνοψισθούν στα μέλη που απεικονίζονται στον [παρακάτω] πίνακα.

 

Άργος, Th. Du Moncel. Ρωμαϊκά Λουτρά, Αρχαίο Θέατρο, Κάστρο της Λάρισας, 1843.

 

Το πλέον ενδιαφέρον από τα λείψανα αυτά της αρχαιότητας είναι το θέα­τρο, του οποίου οι κερκίδες, λαξευμένες στο βράχο, διατηρούνται ακόμη τόσο καλά, ώστε ο Καποδίστριας, ο κυβερνήτης της Ελλάδας, κήρυξε εδώ, το 1829, την έναρξη της νομοθετικής συνέλευσης [1]. Δί­πλα στο θέατρο αυτό ανακαλύπτουμε επίσης τις κερκίδες ενός άλλου θεάτρου, μικρότερου, κάτω από το οποίο φαίνονται σύμμικτα κρηπιδώματα, πιθανώς τα κατάλοιπα του προσκηνίου[2].

Τα μεγάλα ερείπια που παρατηρούμε στον πίνακα, σε πρώτο επίπεδο, είναι πλίνθινα ρωμαϊκά ερείπια [3]. Εκείνα που βρίσκονται λί­γο μακρύτερα, μισοθαμμένα στο βουνό, ανήκουν σε κτίσμα ιδιαιτέ­ρου είδους, όπου πρέπει να κατέληγε το υδραγωγείο, ίχνη του οποίου ανακαλύπτουμε μακρύτερα. Αυτό το ερείπιο, ρωμαϊκής κατασκευής, έχει ως βάση ένα άνδηρο που υποβαστάζει ένα άλλο παλαιότερο κτί­σμα, όπου διακρίνονται μερικά ίχνη επιγραφών και γλυπτικής. Το τελευταίο τέμνεται προς το κέντρο από ένα σύγχρονο τοίχο, που φαί­νεται ότι προοριζόταν για να κλείνει την είσοδο ενός υπογείου[4]. Η ση­μασία του κτίσματος και η ιδιομορφία που επεσήμανα, ίσως μπορούν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι εδώ ήταν η είσοδος της φυλακής της Δανάης.

Στο σχέδιό μας, το βουνό, επειδή απεικονίζεται σε σμίκρυνση, δεν φαίνεται αιχμηρό, ενώ είναι ο υψηλότερος από τους δύο λόφους που δεσπόζουν στο Άργος, και το φρούριο που παρατηρούμε στην κο­ρυφή του είναι κτισμένο στη θέση ακριβώς της αρχαίας ακρόπολης. Αυτό το οχυρό είναι ενετικό κτίσμα, αλλά ανακαλύπτουμε εδώ, κυ­ρίως στις θεμελιώσεις, μέλη κυκλώπειας κατασκευής, ανάλογα προς τα τείχη των Μυκηνών και της Τίρυνθας, επιπλέον μεγάλη ποσότητα από αρχαία κατάλοιπα διαφόρων εποχών, που χρησιμοποιήθηκαν ως υλικά[5].

Στο φρούριο αυτό, γνωστό με το όνομα Λάρισα, ο Υψηλάντης με μια χούφτα Έλληνες (περίπου διακόσιοι άνδρες), έχοντας τρόφιμα μόνο για πέντε μέρες και πολεμοφόδια, μερικά δέματα φυσίγγια, συγκράτησε τις δυνάμεις μιας ολόκληρης τουρκικής στρατιάς, ενώ οι συναγωνιστές του είχαν εγκαταλείψει τον αγώνα και διέφυγαν, αφού έβαλαν φωτιά στο Άργος.

Το κτίσμα που διακρίνεται κάτω από το φρούριο, και στην πλα­γιά του βουνού, είναι το μοναστήρι (Kathéchouméni) [6], που φαίνε­ται ότι είχε κτισθεί στη θέση του ναού της Ακραίας Ήρας [7].

Το Άργος είχε πολλά αξιόλογα μνημεία: ήταν η αγαπημένη πόλη των θεών και των ηρώων ήταν η τροφοδότρα γη ονομαστών καλλονών και γενναίων δρομώνων. Το ίδρυσε ο Ίναχος, φοινικικής καταγωγής, δεκαοκτώ αιώνες προ Χριστού και αρχικά το κυβέρνη­σαν βασιλείς, ύστερα, το έτος 948 π.Χ. [8], οργανώθηκε σε δημοκρατία, αλλά μαζί με τους βασιλείς του έχασε και όλη του τη λάμψη. Το ισχυρό Άργος του Αγαμέμνονα δεν κυβέρνησε πια την Ελλάδα. Άλ­λοτε υπό την εξάρτηση της Αθήνας και άλλοτε της Σπάρτης, μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου, περιήλθε οριστικά στο ζυγό της τελευταίας αυτής δύναμης, από τον οποίο όταν απαλλάχθηκε, τον διαδέχθηκε εκείνος της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Κατά τη ρωμαϊκή εισβολή συμ­μερίστηκε την τύχη ολόκληρης της Ελλάδας, και στον Μεσαίωνα το συναντάμε υπό την φράγκικη κυριαρχία.

Όταν πέθανε ο Πέτρος Cornaro, ο τελευταίος υποτελής ηγεμό­νας της αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης, η χήρα του[9] πούλησε την ηγεμονία του Άργους, το 1383[10], στη δημοκρατία της Βενε­τίας. Το 1463 περιήλθε στην κυριαρχία του σαντζάκη της Κορίνθου. Λίγο αργότερα οι Ενετοί το ανέκτησαν, αλλά δεν το διατήρησαν για καιρό. Το 1686 ο αρχιστράτηγος Μοροζίνης το ανακατέλαβε από τους Τούρκους οι οποίοι το ξαναπήραν για να παραμείνουν κύριοι ως την επανάσταση του 1821.

Από την εποχή αυτή ως το 1829, η πόλη του Άργους κατα­στράφηκε και ξανακτίστηκε τρεις φορές. Σήμερα αριθμεί οκτώ χιλιά­δες κατοίκους, και, επειδή κάθε σπίτι διαθέτει τον κήπο του, κατα­λαμβάνει την ίδια έκταση με το αρχαίο ‘Αργος. Τώρα υπάρχουν στην πόλη αυτή πολλά όμορφα σπίτια και ένας στρατώνας ιππικού. Ο οδηγός μου δεν παρέλειψε να μου δείξει, περνώντας, το σπίτι του Καλλέργη, όπως μέχρι πρόσφατα ακόμη έδειχνε στην Αθήνα το σπίτι του λόρδου Μπάυρον. [ Στη συνέχεια ο συγγραφέας συνεχίζει, περιγράφοντας τη μετάβασή του στο Ναύπλιο].  

 

Υποσημειώσεις


[1] Πρόκειται για την τετάρτη Εθνική Συνέλευση, της οποίας οι εργασίες άρ­χισαν στις 11 Ιουλίου 1829 και έληξαν στις 3 Αυγούστου 1831. (Σημ.τ.Μ.). Το θέατρο είναι και σήμερα το πιο καλά διατηρούμενο αρχαίο μνημείο του Άργους. Φαίνεται ότι κατασκευάστηκε στο τέλος του 4ου π.Χ. αιώνα. Στα ρωμαϊκά χρό­νια δέχτηκε μετασκευές.

[2] Πρόκειται για το ρωμαϊκό ωδείο που, στη μορφή που σώζεται, ανάγεται στους αυτοκρατορικούς χρόνους. Κατέλαβε εν μέρει χώρο, όπου είχαν σκαλισθεί στο βράχο ευθύγραμμα εδώλια και ίσως ήταν η Αλιαία στην οποία γινόταν η συ­νέλευση του δήμου.

[3] Είναι, και σήμερα, τα εκπληκτικότερα ερείπια του Άργους που ανήκουν σε ρωμαϊκές θέρμες, νεότερες των μέσων του 2ου μ.Χ. αιώνα.

[4] Πρόκειται για το ιερό των Ευμενίδων, που έχει διαμορφωθεί με αναλημματικούς τοίχους και λαξεύσεις περίπου100 μ. επάνω από το θέατρο, βορειοα­νατολικά. Παλαιότερα, είχε θεωρηθεί ότι ταυτίζεται με το Κριτήριον που αναφέ­ρει η φιλολογική παράδοση. Ίσως επί Αδριανού αναπλάστηκε και στην πλευρά του βουνού λαξεύτηκε Νυμφαίο με δύο δεξαμενές, που χρησίμευαν για την ύδρευ­ση της πόλης. Το νερό ερχόταν μάλλον από την περιοχή του Κεφαλόβρυσου, μέ­σω υδραγωγείου του οποίου σώζονται λείψανα.

[5] Τα τμήματα αρχαίων τειχών που ενσωματώθηκαν στο μεσαιωνικό κά­στρο, δεν είναι μυκηναϊκά («κυκλώπεια»), αλλά κλασικά.

[6] Πρόκειται για την Παναγία την Κατακεκρυμμένη ή των Βράχων. Κατά την παράδοση, ήταν καθολικό γυναικείας μονής και χρονολογείται τον 10ο αιώ­να. Ο ναός καταστράφηκε και ανοικοδομήθηκε επί ενετοκρατίας. Καταστράφηκε πάλι επί τουρκοκρατίας και ξανακτίστηκε αργότερα. (Σημ.τ.Μ.).

[7] Η ταύτιση γίνεται και σήμερα δεκτή ως πιθανή υπόθεση.

[8] Η χρονολογία αυτή είναι πολύ υψηλή. Η κατάργηση της βασιλείας συν­δέεται με την τυραννίδα του Φείδωνος ή με τους αμέσους απογόνους του, και, παρά την αβεβαιότητα που ακόμη επικρατεί, δεν φαίνεται να μπορεί να χρονολο­γηθεί πριν από τα μέσα του 7ου αι. π.Χ., το παλαιότερο.

[9] Ήταν η Μαρία d’ Enghien. (Σημ.τ.Μ.).

[10] Το 1388. (Σημ.τ.Μ.).

 

Πηγή


  • Th. Du Moncel, «Οδοιπορικό του 1843 από την Αθήνα στο Ναύπλιο», μετάφραση: Ειρήνη Λούβρου – Αρχαιολογική επιμέλεια: Νικόλας Φαράκλας. Εκδόσεις Ολκός – Αριάδνη, Αθήνα, 1984. 

  

Read Full Post »