Η Προσφορά των Φιλελλήνων στην Οργάνωση του Ένοπλου Αγώνα – Υπό κ. Δημήτρη Μαλέση, διδάσκοντος της Ιστορίας στην ΣΣΕ
Η φιλελληνική στάση ως ιδεολογικό και πνευματικό ρεύμα, εμπνευσμένο από τα αισθητικά πρότυπα και την παιδεία του ελληνικού πολιτισμού, συνιστά ένα διαχρονικό φαινόμενο, αναγόμενο στην αρχαιότητα, περνά μέσα από τη ρωμαϊκή κατάκτηση, τους μέσους χρόνους και φτάνει έως τους νεότερους χρόνους της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού. Ως αναπόδραστη απόληξη, κορυφώνεται κατά τη διάρκεια του αγώνα της ανεξαρτησίας (1821 -1830), με πολλαπλές συνέπειες κυρίως ωφέλιμες για την εθνική υπόθεση των επαναστατημένων Ελλήνων.
Προκειμένου να κατανοηθεί το κίνημα του φιλελληνισμού θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι περιστάσεις που επικρατούσαν στη Γηραιά Ήπειρο, συνεπώς τα αίτια που το κατέστησαν μια από τις πιο σημαντικές παραμέτρους της Επανάστασης. Αναφερόμαστε αφ’ ενός στο διάχυτο αισθητικό ρεύμα του κλασικισμού και του ρομαντισμού κι αφετέρου στην επαναστατική πλημμυρίδα του φιλελευθερισμού, η οποία κατέκλυσε την Ευρώπη μετά τη Γαλλική Επανάσταση, ως ανασχετικό αντίβαρο στην απολυταρχική άμπωτη της Ιεράς Συμμαχίας.
Ο αναστοχασμός της αρχαίας ελληνικής παιδείας οιστρηλατεί μέρος της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης – συνήθως της πνευματικής πρωτοπορίας – και ο ελληνικός χώρος αντιμετωπίζεται ως η διαχρονική κοιτίδα του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Από ένα σημείο και έπειτα, η εύκλεια των κλασικών χρόνων καθίσταται η άσβεστη πνευματική λαμπυρίδα και συνεπώς ο αγώνας των Ελλήνων εναντίον του Ασιάτη δυνάστη μετατρέπεται σε κοινή ευρωπαϊκή υπόθεση. [1] Έτσι παρατηρείται το διογκούμενο φαινόμενο της αρωγής των Ευρωπαίων είτε με την αποστολή βοήθειας στον μαχόμενο ελληνισμό είτε με τη φυσική παρουσία ως συμμαχητών στις στρατιωτικές αναμετρήσεις.
Η δεύτερη περίπτωση, εν προκειμένω, είναι αυτή που μας αφορά στο παρόν πονημάτιο, ήτοι: ποια ήταν η συνεισφορά των φιλελλήνων στην οργάνωση του ένοπλου αγώνα, στη συγκρότηση των εκάστοτε στρατιωτικών σωμάτων και στη διεξαγωγή των επιχειρήσεων. Αυτήν την πλευρά θα επιχειρήσουμε να σκιαγραφήσουμε και να καταλήξουμε σε κάποια συμπεράσματα.
Το κύριο πρόταγμα που τέθηκε ευθύς εξαρχής στην Επανάσταση ήταν ο τρόπος με τον οποίο θα διεξαγόταν ο πόλεμος. Οργάνωση τακτικού στρατού, δυτικοευρωπαϊκού τύπου, σήμαινε την προετοιμασία για δημιουργία ενός ενιαίου εθνικού κράτους με οριστικό παραμερισμό των προαστικού χαρακτήρα τοπικισμών, όπως είχαν παγιωθεί κατά την προεπαναστατική περίοδο. Το εγχείρημα ασφαλώς δεν ήταν εύκολο, διότι ερχόταν σε ευθεία ρήξη με την άλλη εκδοχή, τον κλεφτοπόλεμο, τουτέστιν με τις ριζωμένες πολιτικές πολιτιστικές και στρατιωτικές έξεις πολλών ετών. [2] Αυτονόητο ότι, όταν αναφερόμαστε σε Ευρωπαίους στρατιωτικούς η επιλογή ήταν ό,τι οι ίδιοι θεωρούσαν ως φυσικό και ήξεραν: στρατός οργανωμένος με κεντρικά οργανωμένη διοίκηση και συντονισμό.
Η πρώτη προσπάθεια για τη δημιουργία τακτικού στρατού οφείλεται πάντως σε έναν Έλληνα, προερχόμενο όμως από την Ευρώπη. Ο Δημήτριος Υψηλάντης αξιωματικός του ρωσικού στρατού, αφίχθηκε τον Ιούνιο του 1821 στην Πελοπόννησο, με οργανωμένο σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα σώμα εθελοντών. [3] Τη διοίκησή του την είχε αναθέσει σε δύο φιλέλληνες αξιωματικούς τον Baleste και τον Gubernatis.
Ο πρώτος, γνωστότερος με το εξελληνισμένο επώνυμο κατά τη συνήθεια της εποχής ως Βαλέστρας, ήταν Κορσικανός λοχαγός μέχρι την πτώση του Ναπολέοντα. Από την Τεργέστη αφίχθηκε μαζί με τον Δ. Υψηλάντη το 1821 στην επαναστατημένη Ελλάδα και με αυταπάρνηση αποδύθηκε σε μια σειρά επιχειρήσεων. Τον επόμενο χρόνο μετέβη στην Κρήτη και επιχειρώντας στην κατάληψη του Ρεθύμνου, συνελήφθη και αποκεφαλίστηκε.[4]

Joseph Baleste, επιζωγραφισμένη λιθογραφία, έργο του Adam Friedel, 1829. Ιωσήφ Βαλέστ ή Βαλέστρας ή Μπαλέστρας (Joseph Balestra, 1790-1822), Γάλλος φιλέλληνας αξιωματικός, κορσικανικής καταγωγής, που γεννήθηκε στην Κρήτη. Κατέχει εξέχουσα θέση στην Ελληνική Επανάσταση, καθώς θεωρείται ο πρώτος εκπαιδευτής και διοικητής των Ελλήνων στρατιωτικών. Γεννήθηκε το 1790 στα Χανιά της Κρήτης, αλλά πολιτογραφήθηκε Γάλλος και πέθανε το 1822, μαχόμενος ηρωικά για την απελευθέρωση της Ελλάδος.
Ο δεύτερος Ιταλός αξιωματικός, συμμετείχε στη μάχη του Πέτα (1822) όπου αιχμαλωτίστηκε. Κατάφερε να διαφύγει και συνέχισε ως αντισυνταγματάρχης στην Επανάσταση. Έλαβε μέρος στην κατάληψη του Ναυπλίου (1822), μετά την έναρξη όμως του εμφυλίου το 1823 αποτραβήχτηκε απογοητευμένος.[5]
Η πύκνωση των τάξεων των Φιλελλήνων πύκνωσε τους επόμενους μήνες με αποτέλεσμα να εκδοθεί σχετικό Ψήφισμα, με το οποίο ιδρυόταν σύνταγμα Πεζικού και επικεφαλής τον Ιταλό συνταγματάρχη Pietro Tarella, έναν αξιωματικό με υπηρεσία στη μεγάλη στρατιά του Ναπολέοντα και ο οποίος θα σκοτωθεί στη μάχη του Πέτα. (περισσότερα…)