Η Προσφορά των Φιλελλήνων στην Οργάνωση του Ένοπλου Αγώνα – Υπό κ. Δημήτρη Μαλέση, διδάσκοντος της Ιστορίας στην ΣΣΕ
Η φιλελληνική στάση ως ιδεολογικό και πνευματικό ρεύμα, εμπνευσμένο από τα αισθητικά πρότυπα και την παιδεία του ελληνικού πολιτισμού, συνιστά ένα διαχρονικό φαινόμενο, αναγόμενο στην αρχαιότητα, περνά μέσα από τη ρωμαϊκή κατάκτηση, τους μέσους χρόνους και φτάνει έως τους νεότερους χρόνους της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού. Ως αναπόδραστη απόληξη, κορυφώνεται κατά τη διάρκεια του αγώνα της ανεξαρτησίας (1821 -1830), με πολλαπλές συνέπειες κυρίως ωφέλιμες για την εθνική υπόθεση των επαναστατημένων Ελλήνων.
Προκειμένου να κατανοηθεί το κίνημα του φιλελληνισμού θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι περιστάσεις που επικρατούσαν στη Γηραιά Ήπειρο, συνεπώς τα αίτια που το κατέστησαν μια από τις πιο σημαντικές παραμέτρους της Επανάστασης. Αναφερόμαστε αφ’ ενός στο διάχυτο αισθητικό ρεύμα του κλασικισμού και του ρομαντισμού κι αφετέρου στην επαναστατική πλημμυρίδα του φιλελευθερισμού, η οποία κατέκλυσε την Ευρώπη μετά τη Γαλλική Επανάσταση, ως ανασχετικό αντίβαρο στην απολυταρχική άμπωτη της Ιεράς Συμμαχίας.
Ο αναστοχασμός της αρχαίας ελληνικής παιδείας οιστρηλατεί μέρος της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης – συνήθως της πνευματικής πρωτοπορίας – και ο ελληνικός χώρος αντιμετωπίζεται ως η διαχρονική κοιτίδα του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Από ένα σημείο και έπειτα, η εύκλεια των κλασικών χρόνων καθίσταται η άσβεστη πνευματική λαμπυρίδα και συνεπώς ο αγώνας των Ελλήνων εναντίον του Ασιάτη δυνάστη μετατρέπεται σε κοινή ευρωπαϊκή υπόθεση. [1] Έτσι παρατηρείται το διογκούμενο φαινόμενο της αρωγής των Ευρωπαίων είτε με την αποστολή βοήθειας στον μαχόμενο ελληνισμό είτε με τη φυσική παρουσία ως συμμαχητών στις στρατιωτικές αναμετρήσεις.
Η δεύτερη περίπτωση, εν προκειμένω, είναι αυτή που μας αφορά στο παρόν πονημάτιο, ήτοι: ποια ήταν η συνεισφορά των φιλελλήνων στην οργάνωση του ένοπλου αγώνα, στη συγκρότηση των εκάστοτε στρατιωτικών σωμάτων και στη διεξαγωγή των επιχειρήσεων. Αυτήν την πλευρά θα επιχειρήσουμε να σκιαγραφήσουμε και να καταλήξουμε σε κάποια συμπεράσματα.
Το κύριο πρόταγμα που τέθηκε ευθύς εξαρχής στην Επανάσταση ήταν ο τρόπος με τον οποίο θα διεξαγόταν ο πόλεμος. Οργάνωση τακτικού στρατού, δυτικοευρωπαϊκού τύπου, σήμαινε την προετοιμασία για δημιουργία ενός ενιαίου εθνικού κράτους με οριστικό παραμερισμό των προαστικού χαρακτήρα τοπικισμών, όπως είχαν παγιωθεί κατά την προεπαναστατική περίοδο. Το εγχείρημα ασφαλώς δεν ήταν εύκολο, διότι ερχόταν σε ευθεία ρήξη με την άλλη εκδοχή, τον κλεφτοπόλεμο, τουτέστιν με τις ριζωμένες πολιτικές πολιτιστικές και στρατιωτικές έξεις πολλών ετών. [2] Αυτονόητο ότι, όταν αναφερόμαστε σε Ευρωπαίους στρατιωτικούς η επιλογή ήταν ό,τι οι ίδιοι θεωρούσαν ως φυσικό και ήξεραν: στρατός οργανωμένος με κεντρικά οργανωμένη διοίκηση και συντονισμό.
Η πρώτη προσπάθεια για τη δημιουργία τακτικού στρατού οφείλεται πάντως σε έναν Έλληνα, προερχόμενο όμως από την Ευρώπη. Ο Δημήτριος Υψηλάντης αξιωματικός του ρωσικού στρατού, αφίχθηκε τον Ιούνιο του 1821 στην Πελοπόννησο, με οργανωμένο σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα σώμα εθελοντών. [3] Τη διοίκησή του την είχε αναθέσει σε δύο φιλέλληνες αξιωματικούς τον Baleste και τον Gubernatis.
Ο πρώτος, γνωστότερος με το εξελληνισμένο επώνυμο κατά τη συνήθεια της εποχής ως Βαλέστρας, ήταν Κορσικανός λοχαγός μέχρι την πτώση του Ναπολέοντα. Από την Τεργέστη αφίχθηκε μαζί με τον Δ. Υψηλάντη το 1821 στην επαναστατημένη Ελλάδα και με αυταπάρνηση αποδύθηκε σε μια σειρά επιχειρήσεων. Τον επόμενο χρόνο μετέβη στην Κρήτη και επιχειρώντας στην κατάληψη του Ρεθύμνου, συνελήφθη και αποκεφαλίστηκε.[4]

Joseph Baleste, επιζωγραφισμένη λιθογραφία, έργο του Adam Friedel, 1829. Ιωσήφ Βαλέστ ή Βαλέστρας ή Μπαλέστρας (Joseph Balestra, 1790-1822), Γάλλος φιλέλληνας αξιωματικός, κορσικανικής καταγωγής, που γεννήθηκε στην Κρήτη. Κατέχει εξέχουσα θέση στην Ελληνική Επανάσταση, καθώς θεωρείται ο πρώτος εκπαιδευτής και διοικητής των Ελλήνων στρατιωτικών. Γεννήθηκε το 1790 στα Χανιά της Κρήτης, αλλά πολιτογραφήθηκε Γάλλος και πέθανε το 1822, μαχόμενος ηρωικά για την απελευθέρωση της Ελλάδος.
Ο δεύτερος Ιταλός αξιωματικός, συμμετείχε στη μάχη του Πέτα (1822) όπου αιχμαλωτίστηκε. Κατάφερε να διαφύγει και συνέχισε ως αντισυνταγματάρχης στην Επανάσταση. Έλαβε μέρος στην κατάληψη του Ναυπλίου (1822), μετά την έναρξη όμως του εμφυλίου το 1823 αποτραβήχτηκε απογοητευμένος.[5]
Η πύκνωση των τάξεων των Φιλελλήνων πύκνωσε τους επόμενους μήνες με αποτέλεσμα να εκδοθεί σχετικό Ψήφισμα, με το οποίο ιδρυόταν σύνταγμα Πεζικού και επικεφαλής τον Ιταλό συνταγματάρχη Pietro Tarella, έναν αξιωματικό με υπηρεσία στη μεγάλη στρατιά του Ναπολέοντα και ο οποίος θα σκοτωθεί στη μάχη του Πέτα.
Στο συγκεκριμένο σώμα βλέπουμε να υπηρετούν αξιωματικοί με το βαθμό του λοχαγού και του υπολοχαγού από διάφορες χώρες της Ευρώπης: Τράιβερ, με την ιδιότητα του ιατρού, Σταέλ Χολστέου, Μόνδεσλος Σπεκτ, Όβεν, Λουπτόος και Στέιβεκ από τη Γερμανία· Γορέλης, Βιβιάνος, Μονατέρης από τη Γαλλία· Βατιλάνης, Νέγρης, Καπελίτης, Αββάτης από την Ιταλία και Γουίτος από την Ολλανδία.[6]

Dr Heinrich Traiber (Ερρίκος Τράϊμπερ, 1797-1882). Γερμανός φιλέλληνας, ιατρός του αγώνα του 1821, μετέπειτα Καθηγητής Χειρουργικής στο Οθώνειο Πανεπιστήμιο το 1837 και Αρχίατρος του Ελληνικού Στρατού.
Μία ακόμη διλοχία συγκρότησαν 120 Ευρωπαίοι στρατιωτικοί, υπό την ηγεσία του Γερμανού Καρόλου Νόρμαν, ενός αξιωματικού με εμπειρία από τους Ναπολεόντειους πολέμους, ο οποίος είχε αφιχθεί στην Ελλάδα τον Ιανουάριο του 1822 με 40 ακόμη εθελοντές. [7] Τέλος δημιουργήθηκε ένα ορεινό Πυροβολικό με δύο πυροβόλα και διοικητή τον Γάλλο Ολιβιέ Βουτιέ. Σπουδαστής ακόμη ο συγκεκριμένος αξιωματικός στη ναυτική σχολή της χώρας του, έσπευσε στη μαχόμενη Ελλάδα για να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Με ειδίκευση στο Πυροβολικό, συμμετείχε σε πολλές επιχειρήσεις. Έφυγε για την πατρίδα του και επανήλθε με άλλους φιλέλληνες το 1826.[8]

Ο στρατηγός Normann (Karl Friedrich Leberecht Graf von Normann-Ehrenfels 1784–1822), διοικητής του τακτικού στρατεύματος (Σύνταγμα, Τάγμα Φιλελλήνων, Επτανήσιοι).

Ο Συνταγματάρχης Ολιβιέ Βουτιέ (Olivier Voutier 1796-1877). Ένας ακόμη γνωστός Γάλλος Φιλέλληνας στρατιωτικός που συμμετείχε στον Αγώνα, προέβαλε τις θέσεις των Ελλήνων σε όλη την Ευρώπη με το συγγραφικό του έργο, και συνέβαλε στην επέκταση του φιλελληνικού ρεύματος διεθνώς. Πριν έρθει στην Ελλάδα το 1821, ο Voutier ενεπλάκη άμεσα στην ανακάλυψη του αγάλματος της Αφροδίτης της Μήλου, τον Απρίλιο του 1820, και διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο για να καταλήξει το άγαλμα στο Μουσείο του Λούβρου.
Καθώς η Επανάσταση σημείωνε αλλεπάλληλες επιτυχίες το πρώτο έτος, η παρουσία και η συνεισφορά των φιλελλήνων εθελοντών είχε εδραιωθεί στη συνείδηση των Ελλήνων. Το 1822 πάντως θα σημαδευτεί από την καταστροφική μάχη στο Πέτα, όπου ο συντεταγμένος στρατός των επαναστατών, υπό τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, αποτελούμενος σε μεγάλο βαθμό από ευρωπαίους εθελοντές θα υποστεί συντριπτική ήττα. Μια ήττα που υποδείκνυε ότι τα ξένα στρατιωτικά πρότυπα ήκιστα θα μπορούσαν να συντελέσουν αποτελεσματικά σε έναν ολωσδιόλου διαφορετικό πόλεμο.[9]
Ταυτόχρονα, προϊόντος του χρόνου είχαν αρχίσει να αναφαίνονται τα πρώτα σημάδια των εθνικών διαιρέσεων, της φιλαρχίας και του ανταγωνισμού μεταξύ ορισμένων ηγετικών κύκλων των Ελλήνων. Σε αυτές τις διαμάχες θα εμπλακούν αναπόφευκτα και ορισμένοι Φιλέλληνες, αφού οι αντιλήψεις για την ορθή διαχείριση και οργάνωση του πολέμου δεν ήταν ταυτόσημες. Ήδη το 1823 παρουσιάζεται οξεία διαμάχη μεταξύ του Ιταλού Γκουβερνάντι και του ταγματάρχη Π. Ρόδιου, όταν ο δεύτερος απαίτησε και πέτυχε να υπαχθεί όλος ο τακτικός στρατός υπό τη διοίκησή του. [10] Ο Ιταλός διαμαρτυρήθηκε στην Εθνοσυνέλευση του Άστρους υπενθυμίζοντας τις υπηρεσίες που προσέφερε στους Έλληνες και, τελικά, χολωμένος υπέβαλε την παραίτησή του. Μη μπορώντας ως επαναστάτης να επιστρέφει στο Πεδεμόντιο, κατατάχθηκε στον Αιγυπτιακό στρατό. Το ζήτημα δεν έγκειται, κυρίως στην απομάκρυνση ενός έμπειρου φιλέλληνα στρατιωτικό όσο στο διάχυτο συγκρουσιακό πνεύμα που άρχισε από εκείνο το έτος να διαπερνά ολόκληρο το στράτευμα, άτακτο αλλά και τακτικό.

Παναγιώτης Ρόδιος (Ρόδος, 1789 – Ναύπλιο, 1851) αγωνιστής του 1821, πολιτικός και συγγραφέας. Με το κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου διορίστηκε στρατιωτικός διοικητής Αργολίδος και ήταν πληρεξούσιος Ναυπλίου στην Εθνοσυνέλευση του 1843 όπου εκλέχτηκε μέλος της συντακτικής Επιτροπής του Συντάγματος. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.
Αλλά και η επόμενη περίπτωση, ίσως η πιο χαρακτηριστική, αυτή του Γάλλου Καρόλου Φαβιέρου, θα πρέπει να ιδωθεί μέσα από το πρίσμα των εμφυλίων συρράξεων που μαίνονταν. Ο Γάλλος έφτασε στην επαναστατημένη Ελλάδα το 1823 μετέβη κατόπιν στην Αγγλία και από το 1825 θα συμμετάσχει ενεργά στον Αγώνα. Εκείνη τη χρονιά η κυβέρνηση Κουντουριώτη προκειμένου να παραγκωνίσει τον ανεπιθύμητο Κολοκοτρώνη, του ανέθεσε την οργάνωση του στρατού. Εγχείρημα διόλου εύκολο, αν ληφθεί υπόψη η ισχύς που διέθετε μεταξύ του πληθυσμού ο Έλληνας στρατηγός.

Κάρολος Φαβιέρος (Charles Nicolas Fabvier, 1783-1855). Τιμητικό χάλκινο μετάλλιο του 1828, του καλλιτέχνη David d’Anger, με κεφαλή του Φαβιέρου. Metropolitan Museum of Art.
Έτσι από την πρώτη στιγμή παρουσιάστηκαν δυσχέρειες κυρίως αυτή που αφορούσε την εμπέδωση της πειθαρχίας και την αποδοχή της ιεραρχίας από τους στρατιώτες οι οποίοι δύσκολα θα μπορούσαν να αποβάλουν τις έξεις του πλάνητα και άτακτου βίου της προεπαναστατικής περιόδου. Επιπλέον, όταν ο Φαβιέρος ζήτησε από τον προκάτοχό του Ρόδιο να παραμείνει ως υπαρχηγός, εκείνος αρνήθηκε «ευσχήμως», μάλλον χολωμένος από τον υποβιβασμό του. Και στην επιχειρηματολογία θα προστεθεί μια ακόμη παράμετρος: δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που ορισμένοι στρατιωτικοί «απεστρέφοντο τους ξένους ως τυχοδιώκτας», [11] οπότε το χάσμα αφορούσε πλέον και ένα μέρος Ελλήνων με τους ξένους εθελοντές.
Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ο φιλελληνισμός του Φαβιέρου, όπως και άλλων σημαντικών προσωπικοτήτων που έφτασαν στην επαναστατημένη Ελλάδα για να βοηθήσουν. Ωστόσο, θα ήταν αδύνατο να μην εμπλακούν στις εσωτερικές διαμάχες, σε μια συγκυρία κρίσιμη και με τον ανταγωνισμό των αλληλομαχομένων παρατάξεων να κορυφώνεται. Η διαφωνία, για παράδειγμα, του Φαβιέρου, πολιτικού φίλου του Mαυροκορδάτου με τον δεδηλωμένο οπαδό του Κωλέττη, τον Γκούρα, καλλιέργησε κλίμα εκτεταμένης δυσπιστίας με άμεσο τον κίνδυνο για την τύχη των Αθηνών.
Αποκαλυπτική η μαρτυρία του Μακρυγιάννη:
«Βγαίνει ο Γκούρας από το ταχτικόν. Κάνει πλήθος αντενέργειες αυτός και οι σύντροφοί του, Αθηναίγοι και κυβερνήτες, να το διαλύσουν το ταχτικόν ο καϊμένος ο Φαβγές έτρεξε εις την προκομμένη Διοίκηση διά να δώση τα μέσα. Εις την Αθήνα ήταν σκουτιά τού ταχτικού κι άλλα αναγκαία. Πολεμούσαν να τα κάμουν οι καλοί πατριώτες πλιάτζικα. […] Τότε ο Γκούρας, ο Ζαχαρίτζας, ο Βρανάς, ο Σουρμελής κι άλλοι σύντροφοι τους Αθηναίγοι […] κάνουν χιλιάδες αντενέργειες να χαλάσουν το ταχτικόν και του κόβουν όλα τα μέσα, να διαλυθή χωρίς άλλο».[12]
Ακόμη, η διαφωνία του Φαβιέρου με τον Καραϊσκάκη αποκαλύπτει ένα σημαντικό αίτιο που διαμόρφωσε τις δύο διαφορετικές αντιλήψεις για τη συγκρότηση του επαναστατικού στρατού. Για τον Έλληνα οπλαρχηγό η ενδεδειγμένη τακτική ήταν μια, ο κλεφτοπόλεμος. Το επιχείρημά του σαφές: ο εχθρός είχε αριθμητικά υπέρτερες δυνάμεις και τις οποίες θα μπορούσε «εντός ολίγου να τας αναπληρώση από την ευρείαν και εκτεταμένην αυτοκρατορίαν του», ενώ οι Έλληνες εάν έχαναν μία σημαντική μάχη, έχαναν τον πόλεμο, αφού δεν είχαν «δυνάμεις διαθεσίμους για να τις αναπληρώσουν. [13] Σημασία πάντως έχει ότι όλα αυτά συνέβαιναν μέσα σε κλίμα καχυποψίας και ανταγωνισμού και – αβάσιμες ασφαλώς – υπόνοιες και αιτιάσεις για τον Φαβιέρο ότι ήθελε να γίνει «δικτάτωρ όλης της Ελλάδος».[14]
Εν τω μεταξύ, η ναυμαχία του Ναυαρίνου (Οκτώβριος 1827), θα σημάνει την αντίστροφη πορεία για την αίσια έκβαση του ελληνικού ζητήματος Άγνωστη παρέμενε η διευθέτηση δύο θεμάτων: η έκταση του υπό σύσταση κράτους και ο βαθμός ανεξαρτησίας, αν δηλαδή θα επρόκειτο για ανεξάρτητο ή αυτόνομο κράτος.
Ο Καποδίστριας θα αγωνιστεί μεθοδικά για την καλύτερη δυνατή λύση. Στην προκειμένη περίπτωση το αξιόμαχο στράτευμα θα έπαιζε καθοριστικό ρόλο. Και για το πετύχει αυτό αξιοποίησε σε μεγάλο βαθμό ξένους στρατιωτικούς, οι οποίοι βρέθηκαν τότε στην Ελλάδα. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση ήταν η άφιξη τον Αύγουστο του 1828 του Γάλλου συνταγματάρχη Μαιζών με 15.000 άνδρες, με σκοπό την απομάκρυνση των αιγυπτιακών δυνάμεων του Ιμπραήμ από την Πελοπόννησο. Η αποστολή αποδείχθηκε εύκολη, δεδομένου ότι ο Αιγύπτιος στρατηγός δεν ήταν διατεθειμένος να πολεμήσει, οπότε η γαλλική αποστολή επιδόθηκε με επιτυχία σε ειρηνικά έργα, την ανοικοδόμηση φρουρίων και κτισμάτων της Πελοποννήσου ή σε εγγειοβελτιωτικά έργα.[15]

Ο Νικόλαος – Ιωσήφ Μαιζών, Γρεναδιέρος στο 1ο τάγμα του Παρισιού το 1792, έργο του Γάλλου ζωγράφου Λεόν Κονιέ (Léon Cogniet, 1794 – 1880). Palace of Versailles.

Ο στρατηγός Maison και ο Ιμπραήμ Πασάς στο Ναυαρίνο, στο πλαίσιο της αποστολής των Γαλλικών στρατευμάτων για την απομάκρυνση των αιγυπτιακών δυνάμεων του Ιμπραήμ από την Πελοπόννησο, Σεπτέμβριος 1828. Λάδι σε καμβά. Έργο του Γάλλου ζωγράφου και στρατιωτικού Ζαν-Σαρλ Λανγκλουά (Jean-Charles Langlois, 1789-1870). Collections du château de Versailles.
Η ανάθεση στον Φαβιέρο της επιχείρησης για την απελευθέρωση της Χίου ή έστω τη διάσωση των κατοίκων της, πέραν των άλλων δυσκολιών, έπρεπε να ξεπεράσει τη μόνιμη πληγή, δηλαδή την οικονομική δυσπραγία. Η διαφωνία του Γάλλου με τον Κυβερνήτη, είχε ως αποτέλεσμα την παραίτησή του και την ανάληψη της ηγεσίας του στρατού από τον Βαυαρό Χάιντεκ (Karl Wilhelm von Heideck), αξιωματικό προερχόμενος από χώρα που δεν επιθυμούσε ανάμιξη στα εσωτερικά της Ελλάδας, τη Βαυαρία, ενώ παράλληλα δεν διαπνεόταν από τις φιλελεύθερες δημοκρατικές πεποιθήσεις του Γάλλου, συνεπώς κατάλληλος στη συγκεκριμένη φάση να υπηρετήσει την καποδιστριακή πολιτική.
Επίσης, πριν προχωρήσει στη σύνταξη στρατιωτικού μηχανισμού ο Καποδίστριας είχε τοποθετήσει σε καίριες στρατιωτικές θέσεις αξιωματικούς που θα μπορούσαν να επιβάλουν στοιχειώδη έλεγχο και πειθαρχία στους στρατιώτες. Ο Βρετανός Τσώρτς ανέλαβε τη διοίκηση της δυτικής Στερεάς, με επιτελάρχη του τον Γάλλο ταγματάρχη Denzel, ούτως ώστε να εξασφαλισθεί η απαραίτητη διπλωματική ισορροπία. Στην ανατολική Στερεά ανέλαβε ο Υψηλάντης, με επιτελάρχη τον Γάλλο Francois Graillard. Τη φρουραρχία Αργολίδας και Κορινθίας ανέλαβε ο Βαυαρός συνταγματάρχης Χάιντεκ, με βοηθό τον φιλέλληνα από τη Νάπολη Vincenzo Pisa.

Ο σερ Ρίτσαρντ Τσωρτς (Sir Richard Church 1784 – 1873), με στολή του 1ου Συντάγματος Ελληνικού Πεζικού, έργο του Denis Dighton, 1813. Ο Βρετανός στρατιωτικός, στα Ιόνια νησιά, συνέστησε για λογαριασμό των Βρετανών μια στρατιωτική μονάδα από Έλληνες έως το 1813. Το 1827 τον κάλεσαν οι Έλληνες για να αναλάβει την αρχιστρατηγία του στρατού ξηράς. Στη συνέχεια έλαβε τις θέσεις του αρχηγού της Δυτικής Ελλάδος, Σύμβουλου της Επικρατείας, πληρεξούσιου στην Α΄ Εθνοσυνέλευση των Αθηνών το 1843 και γερουσιαστή το 1844. Πέθανε στην Αθήνα το 1873.
Συμπερασματικά, ο ρόλος των φιλελλήνων στο ζήτημα της οργάνωσης του ένοπλου αγώνα υπήρξε σημαντικός. Χωρίς να παραβλέπουμε ότι στις τάξεις των αφιχθέντων στρατιωτικών υπήρξαν και τυχοδιωκτικά στοιχεία η πλειονότητα κινήθηκε από αγνό ζήλο, τον οποίο οιστρηλατούσε ο θαυμασμός προς τον ελληνισμό και η αγάπη στην ελευθερία. Ήταν λογικό να έχουν ένα συγκεκριμένο πρότυπο στρατιωτικής οργάνωσης και διεξαγωγής των επιχειρήσεων, αφού ήταν ως επί το πλείστον επαγγελματίες στρατιωτικοί, με σπουδές και εξειδικευμένη κατάρτιση, τουλάχιστον οι αξιωματικοί. Ήταν αναπόφευκτο, επίσης να εμπλακούν σε διαφωνίες και στον ολετήριο διαγκωνισμό κατά τη διάρκεια των εμφυλίων πολέμων, αφού και εκείνοι κατέθεταν προτάσεις και σχέδια τα οποία δεν θα μπορούσαν να είναι αποδεκτά από όλους. Επίσης, σε πολλές περιπτώσεις, ό,τι είχαν σχεδιάσει δεν ευοδώθηκε αλλά αυτό οφειλόταν σε αντικειμενικές δυσχέρειες, όπως η μόνιμη οικονομική γλισχρότητα ή η απέχθεια των Ελλήνων στρατιωτών στην αυστηρή στρατιωτική πειθαρχία, που χαρακτήριζε τους ευρωπαϊκούς στρατούς της εποχής. Πάντως αν αναφερόμαστε στον φιλελληνισμό ως συνολικό φαινόμενο, οφείλουμε να αγνοήσουμε τον όρο ιδιοτέλεια. Μπορεί, όπως είπε με ειλικρίνεια και κυνισμό ο λόρδος Πάλμερστον, «να μην υπάρχουν μόνιμοι φίλοι αλλά μόνιμα συμφέροντα» στη διπλωματική σκακιέρα. Ωστόσο, εν προκειμένω αναφερθήκαμε σε εκείνους που έπεσαν μαχόμενοι στο Πέτα, στο Μεσολόγγι ή σε άλλα πεδία των μαχών και συνέβαλαν σωστικά εν τινι μέτρω στη σταδιακή αλλαγή πλεύσης των κυβερνήσεών τους.
Υποσημειώσεις
[1] Ενδεικτικά βλ. Roderick Beaton, «Philhellenism» στο Paschalis M. Kitromilides – Constantinos Tsoukalas, (ed.) The Greek Revolution. A critical die to nary, Cambridge, 2021, σ. 593-613.
[2] Νικηφόρος Διαμαντούρος, Οι απαρχές της συγκρότησης του σύγχρονου κράτους στην Ελλάδα, 1821-1828, Μ. I. Ε.Τ, 2006,σ. 221-222.
[3] Κωνσταντίνος Διαμαντής, Δημήτριος Υψηλάντης, 1793-1832. Μέρος Πρώτον: Πληρεξούσιος του Γενικού Επιτρόπου της Αρχής. Τρήμα Πρώτον: τα μέχρι της αφίξεως εις το στρατόπεδον τον Τρικόρφον, 1793- 2 Ιουλίου 1821, Αθήναι, 1966, ο. 126· του ίδιου, «Συνεργάται του Δημ. Υψηλάντη κατά τον αγώνα εν Πελοποννήσω», Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά, Ζ’, 1963, σ. 191-196· Χρήστος Βυζάντιος Ιστορία των κατά την Ελληνικήν Επανάστασην εκστρατειών και μαχών και των μετά ταύτα συμβάντων, ων συμμετέσχεν ο τακτικός στρατός από του 1821 μέχρι του 1833, επιμ. Εμμανουήλ Πρωτοψάλτης εκδ. Γ. Τσουκαλά Αθήναι, 1956, σ. 24.
[4] Χρήστος Στασινόπουλος, Λεξικό της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, εκδ. Δεδεμάδη, χ.χ. τ. Α’, σ. 201-202· Νικόλαος Σπηλιάδης, Απομνημονεύματα συνταχθέντα δια να χρησιμεύσωσιν εις την Νέαν Ιστορίαν της Ελλάδος, τύποις X. Νικολάϊδου Φιλαδελφέως Αθήνησι, 1857, τ.Α’ σ. 287-290· Henri Fornezy, Το Μνημείον των Φιλελλήνων, Αθήναι, 1957, επιμ. Πρωτοψάλτη, τ. Κ’, Απομνημονεύματα των αγωνιστών του ’21, σ. 229.
[5] Στο ίδιο, τ. Α’ σ. 392.
[6] Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, 1821-1832. Αι Εθνικοί Συνελεύσεις, έκδοσις Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων, Αθήναι, 1971, τ. Α’, σ. 272. Τα ονόματα παρατίθενται με την «ελληνοποιημένη» εκδοχή τους. Ονομαστικό κατάλογο φιλελλήνων αξιωματικών του τακτικού, βλ. και Αμβρόσιος Φραντζής, Επιτομή της Ιστορίας της Αναγεννηθείσης Ελλάδος από του έτους 1715 και λήγουσα το 1836, διηρημένη εις τόμους τρείς, εν Αθήναις έκτης τυπογραφίας Κωνστ. Καοτόρχη και Συντροφιάς 1839, τ. Δ’, σ. 79-83.
[7] Χρήστος Στασινόπουλος ό.π. τ. Δ’ σ. 45-46.
[8] Στο ίδιο, τ. Α’ σ. 301 – 302. Τα απομνημονεύματά του (Mémoires du colonel Voutier sur la guerre actuelle des Grecs), τα οποία εκδόθηκαν στο Παρίσι το 1823, συνιστούν μία πολύτιμη ιστορική πηγή για την Επανάσταση. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 1820 ήταν αυτός που μετέφερε στη Γαλλία την Αφροδίτη της Μήλου, όταν υπηρετούσε στο νησί στο πλαίσιο της ναυτικής του παιδείας και ανακαλύφθηκε το άγαλμα τυχαία από έναν χωρικό.
[9] Χρήστος Βυζάντιος, σ. 35: «Το τακτικόν λοιπόν σώμα, προ μικρού καταρτισθέν, αλλά μήπω εκπαιδευθέν αρκούντως, ουδ’ εις αυτάς τας μάλλον αναγκαίας ασκήσεις, τακτοποιηθέν δε μόνον και οπλισθέν με λογχοφόρον τυφέκιον εκ των νεωστί αποσταλέντων εξ Ευρώπης, και ενδυθέν και υποδηθέν εκ των ενόντων ουχί δε ομοιομόρφως […]». Στο τέλος του έργου εκτενής κατάλογος των Φιλελλήνων που συμμετείχαν στη μάχη.
[10] Παναγιώτης Σαβοριανάκης, Ο Παναγιώτης Ρόδιος και η εποχή του (1789-1851). «Αποχαιρετήσας τον Ασκληπιόν αφοσιώθη εις τον Άρην», Σαββάλας, 2003, ιδιαίτερα σ. 47-132.
[11] Χρήστος Βυζάντιος, σ. 68. Από τους φιλέλληνες που ήρθαν για να συμμετάσχουν στην Επανάσταση υπήρχαν αυτοί που εμπνέονταν από «φιλάνθρωπα και φιλελεύθερα αισθήματα», οπότε κινήθηκαν «εκ καθαρού φιλελληνισμού», και άλλοι που αφίχθηκαν «διά το αρειμάνιον αυτών» στο ίδιο, σ. 33.
[12] Ιωάννης Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα, Πέλλα χ.χ. τ. A’, σ. 189
[13] Σπυρίδων Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Ι. Ν. Σιδέρης, 1925, τ. Γ, σ.249.
[14] Χρήστος Βυζάντιος, σ. 104.
[15] Μαρία Ευθυμίου, «Η Γαλλική εκστρατεία στην Πελοπόννησο (1828-1829) και η πρόσληψή της από τους Έλληνες αγωνιστές», στο Ευάγγελος Χρυσός – Christophe Farnaud (επιμ.), Ελλάδα και Γαλλία τον 19° αιώνα, Πρακτικά Συνεδρίου, 29 και 30 Μαρτίου 2011, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, 2012, σ. 110-112.
*Δημήτρης Μαλέσης
Διδάκτωρ Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας, διδάσκων στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων.
Περιοδικό, «Εθνικές επάλξεις», διμηνιαία ενημερωτική έκδοση Συνδέσμου Επιτελών Εθνικής Αμύνης, Ιανουάριος – Μάρτιος 2021.
*Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.
*Ο Δημήτρης Μαλέσης είναι πτυχιούχος του Παντείου Πανεπιστημίου (Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας). Μετά τον πενταετή κύκλο των Μεταπτυχιακών Σπουδών ανακηρύχθηκε παμψηφεί με βαθμό «Άριστα» σε διδάκτορα της Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας από το ίδιο Πανεπιστήμιο. Τα ερευνητικά και συγγραφικά του ενδιαφέροντα αφορούν κυρίως στη λειτουργία των κοινωνικών θεσμών του Νεοελληνικού Κράτους κατά τον 19ο και 20ό αιώνα, όπως ο Στρατός και η Εκκλησία. Έχει συγγράψει επτά μονογραφίες και πάνω από είκοσι άρθρα, δημοσιευμένα σε επιστημονικά περιοδικά με κριτές, ενώ έχει συμμετάσχει σε επιστημονικά συνέδρια με ανακοινώσεις. Έχει εργασθεί στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών και έχει διδάξει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο, στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Από το 2008 έχει εκλεγεί ως διδάσκων στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων.
Σχετικά θέματα:
- Η στρατιωτική δράση των Φιλελλήνων στη μάχη του Πέτα
- Η μάχη στο Πέτα
- Η οργάνωση του ένοπλου αγώνα (1821-1827): Προτεραιότητες και εμφύλιες διαμάχες
- Ο Βρετανικός τύπος για τη ναυμαχία του Ναβαρίνου
- Η Έξοδος του Μεσολογγίου – Χρονικό της Εξόδου
- Η στρατιωτική δράση των Φιλελλήνων στη μάχη του Πέτα: Ξαναδιαβάζοντας τον Daniel-Johann Elster και τις άλλες πηγές
- Πολωνοί Φιλέλληνες
- Τα φιλελληνικά κομιτάτα της Αμερικής
- Βαυαρικός Φιλελληνισμός
- Μαυροβούνιοι Εθελοντές στον Εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων στα 1821
Σχολιάστε