Πελοποννήσιοι πρόκριτοι στην Επανάσταση του 1821: Από τον Βελή Πασά στον Ιωάννη Καποδίστρια – Δημήτρης Μπαχάρας
Η ιστορία των πελοποννησίων προκρίτων στη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 αποτελεί ακόμη και σήμερα σημείο τριβής τόσο για τους ιστορικούς όσο και για τη δημόσια ιστορία. Τελικά οι πρόκριτοι ήταν πράγματι οι «κακοί»; Ήταν οι απεχθείς συμφεροντολόγοι που εμπόδιζαν τον ηρωικό Παπαφλέσσα να ξεκινήσει την Επανάσταση; Ήταν αυτοί που μισούσαν τον Κολοκοτρώνη και τους άλλους οπλαρχηγούς, και διεκδικούσαν αποκλειστική νομή της εξουσίας; Αυτοί που, όταν κινδύνεψαν, αλλαξοπίστησαν ή έτρεξαν να σώσουν το τομάρι τους;
Η απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα, που ανακύπτουν εύλογα, αν ανοίξει κανείς ένα σχολικό εγχειρίδιο ή αν διαβάσει τα πάμπολλα αφιερώματα για το 1821 στον Τύπο κατά τη διάρκεια αυτού του έτους (2021), δεν είναι απλή ούτε μπορεί να απαντηθεί καταφατικά ή αρνητικά με ένα ναι ή ένα όχι. Αλλά προτού ξεκινήσει κανείς μια προσπάθεια πραγματικής και ειλικρινούς παρουσίασης των προκρίτων, πριν και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, θα έπρεπε να αρχίσει από την απλή, αλλά όπως φαίνεται καθόλου δεδομένη, παραδοχή ότι οι πρόκριτοι δεν αποτελούσαν ποτέ ενιαία ομάδα κοινών συμφερόντων λόγω κοινής κοινωνικής τάξης / στρώματος / κατηγορίας.[1] Αντιθέτως, τα πολλά και αντικρουόμενα συμφέροντα τους οδηγούσαν πολλές φορές σε έντονες διαμάχες που έφταναν έως και τις δολοφονίες, με απίστευτους μηχανισμούς δολοπλοκιών, που ξεκινούσαν από μικρότερης εμβέλειας προκρίτους, επεκτείνονταν στην πρωτεύουσα του πασά, την Τρίπολη, και κατέληγαν πολλές φορές στην πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη, και στους ακόμη πιο περίπλοκους μηχανισμούς διαπλοκής, μηχανορραφιών και κέντρων επιρροής της Υψηλής Πύλης και του ίδιου του σουλτάνου. Έτσι, θα ήταν ανώφελο να εξετάσουμε τους προκρίτους ως ενιαίο σώμα απέναντι π.χ. στους οπλαρχηγούς ή τους ετερόχθονες, καθώς ποτέ δεν αποτέλεσαν κάτι τέτοιο, παρά την περί του αντιθέτου κυρίαρχη εικόνα που επικρατεί έως σήμερα.
Ας δούμε, λοιπόν, πρώτα τα διαφορετικά δίκτυα των προκρίτων, προεπαναστατικά, για να κατανοήσουμε και τις κυρίαρχες ομάδες. Το 1806 πασάς στην Πελοπόννησο είχε διοριστεί ο Βελής, γιος του Αλή πασά, ο οποίος είχε εξαιρετικές σχέσεις με την οικογένεια Λόντου της Βοστίτσας. Έτσι, όσοι πρόκριτοι βρέθηκαν στο πλευρό του Λόντου ευνοήθηκαν σε όλη τη διάρκεια της διοίκησης του Βελή (δηλαδή έως το 1812). Αντιθέτως, όσοι βρέθηκαν στο αντίπαλο στρατόπεδο (η πανίσχυρη την εποχή εκείνη οικογένεια Δεληγιάννη, της Καρύταινας, αλλά και άλλοι ισχυροί πρόκριτοι όπως ο Κανακάρης, ο Χαραλάμπης ή ο Περρούκας) δυσανασχετούσαν υπό το βάρος της εξουσίας του Βελή. Η σύσταση κοινής συμμαχίας των δυσαρεστημένων με τους Τούρκους αγιάνηδες και αγάδες δεν άργησε να έρθει, όταν τα κοινά συμφέροντα οδήγησαν τις συγκεκριμένες ομάδες προκρίτων να συνεργαστούν, προκειμένου να φύγει ο Βελής, κάτι που τελικά πέτυχαν με τη βοήθεια πολλών και διαφορετικών μέσων πίεσης, που διέθετε κάθε ομάδα στην Κωνσταντινούπολη και στους εκεί υψηλά ιστάμενους αξιωματούχους (όπως ο Χαλέτ εφέντης).
Η έλευση του Ιντσελί Σεγίντ Αχμέτ πασά στην Πελοπόννησο, τον Σεπτέμβριο του 1812, σήμανε την έναρξη μιας περιόδου κυριαρχίας για την οικογένεια Δεληγιάννη και τους συμμάχους της. Έτσι, όπως θα γράψει και ο Βλαχογιάννης, «όσο έμεινε ο Ιντζελή-Αχμέτ Πασσάς, χάρηκε κι ο «Γέρος του Μωριά» τη δύναμή του»,[2] ενώ ταυτοχρόνως ευνοήθηκαν και οι τούρκοι αγιάνηδες και αγάδες που συμμαχούσαν με τον γέρο Δεληγιάννη.[3]
Από τις πρώτες κινήσεις του Ιντσελή Σεγίντ Αχμέτ πασά ήταν να κόψει το κεφάλι του Σωτηράκη Λόντου και λίγο αργότερα να καθαιρέσει τους προεστούς του Λόντου, που είχαν δολοφονήσει στην επαρχία Εμπλακίων τον δεληγιαννικό Αναγνώστη Παπατσώνη, και στη θέση τους να διορίσει προεστούς τον γιο του Παπατσώνη, Δημήτρη, καθώς και τους Αναγνώστη Κωστόπουλο και Βεργή Αναστασόπουλο.[4] Έτσι, οι πρόκριτοι γύρω από τον Λόντο θα οπισθοχωρήσουν αυτό το διάστημα διωκόμενοι, αλλά παράλληλα θα αρχίσουν και να προετοιμάζονται για την επόμενη αλλαγή πασά.[5]
Το έτος 1815 θα σημάνει νέες αλλαγές για τις συμμαχίες προκρίτων και αγιάνηδων της Πελοποννήσου. Σημαντικό ρόλο σε αυτό θα παίξει ο διορισμός του Μεχμέτ Εμίν Ραούφ πασά ως μεγάλου βεζίρη στην Κωνσταντινούπολη, τον Απρίλιο.[6] Ο Μεχμέτ Ραούφ ήταν μεγάλος πολιτικός αντίπαλος του Χαλέτ εφέντη και της Μπεγιάν, και έτσι, στο πλαίσιο της προσπάθειάς του να αποδυναμώσει τους αντιπάλους του, θα αντικαταστήσει στο πασαλίκι της Πελοποννήσου τον προσκείμενο στον Χαλέτ εφέντη Ιντσελί Σεγίντ Αχμέτ, με τον προσωπικό του φίλο Σακήρ Αχμέτ.[7]
Ταυτοχρόνως, στις αρχές του ίδιου έτους (1815), ο γερο-Δεληγιάννης είχε αρρωστήσει βαριά και τη θέση του στο συμβούλιο του πασά στην Τρίπολη[8] ανέλαβε ο γιος του, Θεοδωράκης Δεληγιάννης, μαζί με τον Παπαλέξη.[9] Οι παραπάνω εξελίξεις όμως σήμαιναν ότι η πρωτοκαθεδρία των Δεληγιανναίων και των Ελλήνων συμμάχων τους είχε αρχίσει να φθίνει, ενώ οι Τούρκοι εχθροί τους, όπως και οι άσπονδοι φίλοι τους, αγιάνηδες και αγάδες, θα μετατοπιστούν προς την πλευρά του νέου πασά επιζητώντας την εύνοιά του.
Δεν γνωρίζουμε αν όντως η μετατόπιση των ισχυρών Τούρκων αγιάνηδων οφειλόταν στις παλαιότερες – ανομολόγητες όμως[10]– έχθρες με τον Δεληγιάννη ή στην προσπάθειά τους να βγάλουν από τη μέση έναν άνθρωπο που είχε ελιχθεί πολιτικά ικανότατα το τελευταίο διάστημα, ισορροπώντας ανάμεσα σε Έλληνες, Τούρκους, αξιωματούχους στην Πόλη, φίλους, συνεργάτες και εχθρούς. Το τελευταίο σίγουρα δημιουργούσε ανησυχία στους ισχυρούς τούρκους αγιάνηδες – όπως άλλωστε φαίνεται και μέσα από τις μαρτυρίες του Δεληγιάννη – και θα αρκούσε, για να εξηγήσει πειστικά τη στάση τους, ωστόσο φαίνεται ότι και άλλοι παράγοντες έπαιξαν ρόλο. Η αλλαγή των πραγμάτων στην Κωνσταντινούπολη, και συγκεκριμένα η (προσωρινή) αποδυνάμωση του Χαλέτ εφέντη και της Μπεγιάν, σίγουρα θα έπεισαν τους ισχυρούς τούρκους αγιάνηδες ότι οι Δεληγιανναίοι δεν μπορούσαν να έχουν πια την επιρροή που είχαν στο Παλάτι· άρα δεν τους ήταν και χρήσιμοι.
Το αποτέλεσμα θα είναι ο Σακήρ Αχμέτ να ζητήσει από τον Μεχμέτ Ραούφ να εκδοθεί φιρμάνι στην Υψηλή Πύλη για την εκτέλεση του γερο-Δεληγιάννη, κάτι το οποίο ο Μεχμέτ Ραούφ θα επιτύχει με ευκολία, χωρίς να προλάβει κάποιος της επιρροής των Δεληγιανναίων ή ο ίδιος ο Χαλέτ εφέντης να αντιδράσει,[11] και αυτό έδειχνε και το μέγεθος της μειωμένης επιρροής που είχε πλέον η οικογένεια και οι σύμμαχοί τους. Βέβαια, όπως σωστά έχει επισημάνει ο Alexander, δεν γνωρίζουμε ούτε ποιες ήταν οι ακριβείς κατηγορίες κατά του Δεληγιάννη ούτε αν υπήρχαν και ποιοι ήταν οι Έλληνες προεστοί που τον διέβαλλαν, παρόλο που υποψιάζεται, δικαίως, ότι οι Ανδρέας Λόντος και Ασημάκης Ζαΐμης, σε συνεργασία με τον φίλο του Λόντου Χατζή Οσμάν, βρίσκονταν πίσω από αυτές – όπως ίσως και ο Σωτ. Χαραλάμπης, ο οποίος είχε στενές σχέσεις με τον Μπεκήρ.[12]
Η εκτέλεση της απόφασης αποκεφαλισμού του γερο-Δεληγιάννη, τον Φεβρουάριο του 1816, η οποία περιγράφεται λεπτομερώς από τον Καν. Δεληγιάννη,[13] θα σημάνει ουσιαστικά το τέλος της Μπελ επόκ των Δεληγιανναίων. Οι δύο γιοι του, που υποκαθιστούσαν τον ρόλο του πατέρα τους στην Τρίπολη, Θεοδωράκης και Κανέλλος, θα έρθουν σε συνεννόηση με τον πασά και δεν θα φυλακιστούν, αρχικά, όπως και τα αδέλφια τους στα Λαγκάδια (Ανάστος, Κωνσταντάκης και Πανάγος), όπου εκτελέστηκε ο γερο-Δεληγιάννης.[14]
Ταυτόχρονα, η ακίνητη και κινητή περιουσία τους θα κατασχεθεί από τις οθωμανικές αρχές, έως ότου αποφασιστεί τι θα απογίνει[15] – αν θα την κρατήσει ο πασάς, όπως όριζε ο προηγούμενος νόμος, ή αν θα αποδοθεί στους κληρονόμους.[16] Έτσι, η οικογένεια δεχόταν πολλαπλό πλήγμα, αφού έχανε τον επικεφαλής της (ασχέτως αν ήταν κατάκοιτος και βαριά άρρωστος, η εκτέλεσή του, σε συμβολικό επίπεδο, σήμαινε και την εκτέλεση της οικογένειας), την περιουσία της και τη δυνατότητα πολιτικών κινήσεων, αφού κανένας από τους γιους του δεν είχε αναγνωριστεί επισήμως ακόμη από τις οθωμανικές αρχές ως προεστός. Το επόμενο διάστημα, οι μεν γιοι του Δεληγιάννη θα κυνηγηθούν από τον Σακήρ, ενώ θα συλληφθούν και θα φυλακιστούν ο επικεφαλής της οικογένειας Περρούκα από το Άργος, Νικόλαος Περρούκας,[17] και ο Αθανάσιος Κανακάρης από την Πάτρα,[18] σύμμαχοι και στενοί συνεργάτες των Δεληγιανναίων τα τελευταία χρόνια. Ειδικά για τον τελευταίο, όπως φαίνεται και μέσα από τα οθωμανικά έγγραφα του αρχείου της οικογένειας Ρούφου, ο Σακήρ είχε αρχίσει ήδη, πριν την εκτέλεση του Δεληγιάννη, την επίθεση κατηγορώντας τον Κανακάρη για οικονομικές ατασθαλίες σε σχέση με τα έσοδα και έξοδα του καζά της Πάτρας, με στόχο να τον εκδιώξει από το αξίωμα του προεστού.[19] Τα παραπάνω σήμαιναν ότι ο Σακήρ ουσιαστικά κυνηγούσε τους συμμάχους του Δεληγιάννη, θεωρώντας προφανώς ότι έπρεπε να επιβάλει μια νέα τάξη πραγμάτων.
Εν τω μεταξύ, αν και η οικογένεια Δεληγιάννη επλήγη σημαντικά με τη δολοφονία του γερο-Δεληγιάννη, ωστόσο δεν κατέρρευσε. Οι γιοι του Δεληγιάννη δεν παρέμειναν φυλακισμένοι, ούτε δημεύτηκε η περιουσία τους (επρόκειτο «να σφραγιστεί», όπως έγραφαν οι απομνημονευματογράφοι), ενώ ο Θεόδωρος Δεληγιάννης παρέμενε βεκίλης στην Κωνσταντινούπολη και είχε τη δυνατότητα να κινείται. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν χρήματα και κάποιον να τον βοηθήσει. Έτσι, θα στραφεί στον ισχυρό σύμμαχό τους, τον πρόκριτο της Πάτρας και βεκίλη Αθανάσιο Κανακάρη, ο οποίος είχε φυλακιστεί από τον Σακήρ πασά στο σπίτι του δραγουμάνου Θεοδοσίου.[20] Με τη βοήθειά του και μαζί με τον Καν. Δεληγιάννη θα οργανώσουν ένα σχέδιο απόδρασης από την Πελοπόννησο και θα καταφύγουν στην Κωνσταντινούπολη, για να κινητοποιήσουν τους μηχανισμούς στήριξής τους, κυρίως την Μπεγιάν και τον Χαλέτ. Ως αποτέλεσμα θα καταφέρουν να μη δημευτεί η περιουσία τους, να τους δοθεί ως κληρονομιά και να επιστρέφουν στην Πελοπόννησο ξανά ως προεστοί, στα τέλη του 1816.[21]
Η υπογραφή ενός συμφωνητικού ομονοίας με τον Ζαΐμη και άλλους προκρίτους το ίδιο έτος (1.4.1816)[22] και η ίδια η εκδίωξη του Σακήρ Αχμέτ το 1817 θα πρέπει να θεωρηθεί ως η απαρχή μιας νέας συμμαχίας, αυτής των Περρούκα – Χαραλάμπη – Κανακάρη. Η επιτυχία του Αθανασίου Κανακάρη και του Δημητριού Περρούκα να απομακρύνουν τον Σακήρ Αχμέτ πασά από τη θέση του, χωρίς οι Δεληγιανναίοι να γνωρίζουν καν τις μεθόδους ή τα μέσα που διαχειρίστηκαν,[23] συνιστούσε ένα τεράστιο βήμα για την αυτονόμηση της νέας συμμαχίας. Όπως φαίνεται και από την αλληλογραφία τους, ξόδεψαν «πλείστα όσα χρήματα»[24] και σχεδόν έναν χρόνο παραμονής στην Κωνσταντινούπολη, για να επιτύχουν την απομάκρυνση του Σακήρ, κάτι που τους επέτρεπε να έχουν πλέον το πάνω χέρι και στις διαπραγματεύσεις για τον επόμενο δραγουμάνο και τους διάφορους καδήδες.
Από το 1818 και μετά, θα επανακάμψει και η οικογένεια Λόντου. Ο Ανδρέας Λόντος, που είχε καταφύγει στην Κωνσταντινούπολη, από το 1815 και μετά, προσπαθώντας να του αποδοθεί η πατρική του περιουσία και να αποκατασταθεί η τιμή της οικογένειας του, θα επιστρέφει και θα αναλάβει καθήκοντα προεστού του καζά της Βοστίτσας, με τους κατοίκους και προεστούς όλων των χωριών και επαρχιών να μετανοούν που «εξ αγνοίας απατηθέντες και παρ’ άλλων παρακινηθέντες δεν επαραδώσαμεν το πηδάλιον της διοικήσεως της μικράς ταύτης πολιτείας μας και του καζά μας εις τας χείρας της ευγενίας [sic] του».[25]
Παράλληλα, ο Ασημάκης Ζαΐμης και ο Μελέτης Μελετόπουλος θα παραμένουν βεκίληδες στην Κωνσταντινούπολη,[26] ενώ ο Ανδρέας Ζαΐμης δεν θα έχει χάσει διόλου από την πρότερη δύναμή του και θα συμμετέχει κανονικά στο συμβούλιο του πασά στην Τρίπολη.[27] Σε αυτούς θα πρέπει να προστεθούν και οι ισχυροί πρόκριτοι Βάρβογλης και Διαμαντόπουλος από την Τρίπολη[28] καθώς και κάποιοι ισχυροί τούρκοι αγιάνηδες, με τους οποίους δεν σταμάτησε ποτέ να έχει καλή σχέση, όπως ο Μουσταφά μπέης της Πάτρας, ο βοεβόδας Βοστίτσας Χαλήλ αγάς,[29] ο Χασάν εφέντης από την Τρίπολη[30] και ο μπέης του Πύργου.[31] Τέλος, στο ευρύτερο δίκτυο του Λόντου πρέπει να αναφερθούν και οι στενοί συνεργάτες του στην Πάτρα, από το 1818 και μετά, Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος[32] και Ανδρέας Καλαμογδάρτης,[33] οι οποίοι ήταν μεγάλοι ανταγωνιστές σε εμπορικό επίπεδο με τον Αθανάσιο Κανακάρη και τον Χαράλαμπο Περρούκα.[34]
Η εντατικοποίηση των δράσεων της Φιλικής Εταιρείας στην Πελοπόννησο, από το 1819 κι έπειτα, θα αυξήσει τη δύναμη των συγκρούσεων μεταξύ των διαφόρων συμμαχιών των προκρίτων: από το 1819 έως και το ξέσπασμα της Επανάστασης, οι σχηματισμοί θα βρίσκονται συνεχώς σε ένταση μεταξύ τους, ενώ δεν θα λείψουν και οι απόπειρες δολοφονίας – Ανδρέα Λόντου, Αναγνώστη Δεληγιάννη, Σωτήρη Χαραλάμπη, Γρηγόρη Παπαφωτόπουλου, Ιωάννη Περρούκα -, που, αν και δεν αποδείχθηκαν ποτέ ότι ήταν στο σχέδιο της μιας ή της άλλης παράταξης, οι φήμες ήθελαν τις αντίπαλες οικογένειες πίσω από αυτές.[35]
Η αντιπαλότητα θα είναι έκδηλη ακόμη και εντός του πλαισίου των δράσεων της Φιλικής Εταιρείας, με αποκορύφωμα το επεισόδιο του Οκτωβρίου του 1820, όταν οι αντίπαλοι των Περρούκα – Κανακάρη θα βάλουν τον Λυμπέρη Θεοχαρόπουλο να εκμυστηρευτεί στον Γεώργιο Παπαδόπουλο το σχέδιο προδοσίας του Παπαφλέσσα από τους Κανακάρη και Περρούκα στην Κωνσταντινούπολη. Ο Παπαδόπουλος θα πλησιάσει τον Σπηλιάδη και τον Παπαδιαμαντόπουλο, οι οποίοι με της σειρά τους θα ενημερώσουν τον αρχιμανδρίτη, που επίσης με τη σειρά του θα δώσει εντολή να δολοφονηθούν οι Περρούκας και Κανακάρης.[36] Η παρεξήγηση θα λυθεί την τελευταία στιγμή, αφού η εφορεία απέρριψε την άμεση δολοφονία των δύο βεκίληδων της Πελοποννήσου και ζήτησε να γίνουν συζητήσεις.[37] Η σύγκρουση μεταξύ των δύο πλευρών, όμως, θα συνεχιστεί και αργότερα, και δεν είναι τυχαίο ότι τον Ιανουάριο του 1821, όταν ο σουλτάνος είχε υποψιαστεί τις κινήσεις των Ελλήνων και κάλεσε όλους τους βεκίληδες στην Πύλη με πρόσχημα να τους μιλήσει αλλά στην πραγματικότητα για να τους αποκεφαλίσει, οι Περρούκας και Κανακάρης πήγαν χωρίς να γνωρίζουν τους πραγματικούς σκοπούς του σουλτάνου, ενώ οι άλλοι (Δεληγιανναίοι κ.λπ.) δεν εμφανίστηκαν καθόλου, καθώς προφανώς ήταν ενήμεροι, αλλά είχαν «παραλείψει» να ενημερώσουν και τους υπόλοιπους.[38]
Στη μυστική συνέλευση της Βοστίτσας, στα τέλη Ιανουαρίου 1821, θα είναι η πρώτη φορά που όλες οι πλευρές των προκρίτων θα έρθουν σε κάποιου είδους συνεννόηση,[39] αν και θα εγκαινιαστεί μια νέα περίοδος συγκρούσεων μεταξύ τους, καθώς νέα εργαλεία πίεσης, δολοπλοκιών και μηχανορραφιών θα μπουν στο παιχνίδι – κάτι που θα γίνει πιο φανερό στη συνέλευση των Καλτεζών, τον Μάιο του 1821.

Πορτρέτο του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη (1765 ή 1773 -1848). Υδατογραφία σε φίλντισι, διαστάσεις 16 x 12 εκ. Έργο του Χένρι Τζον Τζορτζ Χέρμπερτ (Henry John George Herbert 1800 -1849).
Στο πλαίσιο αυτής της αντιπαλότητας ενδιαφέρον έχει η τοποθέτηση του Παλαιών Πατρών Γερμανού, ο οποίος προσπαθούσε να ισορροπήσει ανάμεσα στις δύο συμμαχίες και σίγουρα αποτέλεσε κόκκινο πανί για τον Κανακάρη, στη μεγάλη σύγκρουση μεταξύ των δύο φατριών, που εκδηλώθηκε με αφορμή τη Μονή των Καλτεζών, τον Μάιο του 1821. Η πολιτική συμμαχία των Περρούκα, Κανακάρη και Χαραλάμπη είχε εμπλουτιστεί, εν τω μεταξύ, με την προσθήκη του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, ο οποίος διεκδικούσε την αρχιστρατηγία της Πελοποννήσου, ενώ οι τρεις προαναφερθέντες τα ξαναβρήκαν με τους Δεληγιανναίους (πλέον υπογράφουν ως Παπαγιαννόπουλοι),[40] που ξαναγύρισαν στη συνεργασία με τους Κανακάρη και Φωτήλα, πιθανόν λόγω της μη συμμετοχής των Περρούκα, οι οποίοι τουλάχιστον αρχικά (μετά τη Βοστίτσα και έως τον Μάιο του 1821) είχαν εκφράσει επιφυλάξεις για την Επανάσταση.[41] Φαίνεται, λοιπόν, ότι ισχυροποιήθηκαν τόσο πολύ, που κυριάρχησαν στη Γερουσία κατά κράτος έναντι της άλλης συμμαχίας, η οποία με επικεφαλής τους Ανδρέα Ζαΐμη και Ανδρέα Λόντο εναντιώθηκε οτη σύσταση της Γερουσίας.[42] Οι διαφωνίες ήταν τόσο έντονες, που χρειάστηκε τελικά να επέμβει ο Δημήτριος Υψηλάντης, ώστε να παύσουν «μεν τα σκοπούμενα των δύο φατριών», παρόλο που, σύμφωνα με τον Ζαΐμη, «εύρε αρχήν διαφωνίας».[43] Όπως όμως φαίνεται, η συμμαχία των Λόντου – Ζαΐμη, που είχε προσεταιριστεί και τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, προσέγγισε με περισσότερη επιτυχία τον Δ. Υψηλάντη, την ώρα που αυτός διεκδικούσε την αρχιστρατηγία και έτσι εκδηλώθηκε σφοδρή σύγκρουση και πάλι ανάμεσα στις δύο παρατάξεις.[44] Ο συμβιβασμός επήλθε όταν, «διά να μην ακολουθήσει εμφύλιος», οι γερουσιαστές του Μαυρομιχάλη και του Περρούκα υποχώρησαν και έστειλαν τον Γενναίο Κολοκοτρώνη και αργότερα τον Παλαιών Πατρών Γερμανό στον Δ. Υψηλάντη με τις υπογραφές των προκρίτων της Πελοποννήσου, οι οποίοι στήριζαν την ανάληψη της αρχιστρατηγίας από αυτόν – ο μόνος που δεν υπέγραψε ήταν ο Κανακάρης.[45]
Η συμμαχία Κανακάρη – Περρούκα – Χαραλάμπη, ωστόσο, θα διατηρήσει τη δύναμή της, επεκτεινόμενη, μάλιστα, και στις Σπέτσες, όπου είχε σταλθεί πριν λίγο καιρό ο Σπ. Χαραλάμπης, από τη συνέλευση της Βοστίτσας, για να κερδίσει την υποστήριξη των Σπετσιωτών.[46] Έτσι, τον Ιούνιο του 1821, ο Χαρ. Περρούκας θα εκλεγεί μέλος της Πελοποννησιακής Γερουσίας με την υποστήριξη των Σπετσιωτών.[47] Στην A’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, το 1822, ο Κανακάρης θα αναλάβει αντιπρόεδρος του Εκτελεστικού σώματος και ο Σπ. Χαραλάμπης αντιπρόεδρος του Βουλευτικού, όταν όμως στο παιχνίδι της εξουσίας είχαν πλέον μπει δυναμικά και άλλες δυνάμεις – νησιώτες, Ρουμελιώτες, Φαναριώτες, οπλαρχηγοί, αρχιερείς. Οι νέες αυτές δυνάμεις θα προκαλούσαν νέου είδους συγκρούσεις, με σημαντικότερη ίσιος αυτήν με τον Μαυροκορδάτο.
Συγκεκριμένα, για την εκλογή του προέδρου του Εκτελεστικού ο Κανακάρης είχε αρχικά υποστηρίξει θερμά τον Λάζαρο Κουντουριώτη ως αντίπαλο του Μαυροκορδάτου, και στη συνέχεια, όταν ο τελευταίος εκλέχθηκε, προσπάθησε να περιορίσει όσο το δυνατόν περισσότερο τις εξουσίες του, αντιτιθέμενος στην πενταετή θητεία και υποχρεώνοντας το σώμα να ψηφίσει υπέρ της ετήσιας.[48] Τους επόμενους μήνες, η σύγκρουση με τον Μαυροκορδάτο θα συνεχιστεί: ο Κανακάρης θα εμποδίσει τον Μαυροκορδάτο να προχωρήσει στη σύναψη δανείου, είτε με τους Άγγλους είτε με τους Γερμανούς, καθιστώντας έτσι σαφές σε αυτήν την ομάδα συμφερόντων ότι δεν επρόκειτο να καταθέσει τα όπλα εύκολα.
Πιο συγκεκριμένα, το 1822 οι Άγγλοι θα κάνουν μια πρόταση για δάνειο 40 εκατομμυρίων γροσίων, με 6% επιτόκιο και τα εθνικά κτήματα υποθήκη – πρόταση την οποία είχε φέρει ο Μαυροκορδάτος στην Εθνοσυνέλευση. Όμως, ενώ το Βουλευτικό και το Εκτελεστικό θα δεχθούν αρχικά την πρόταση, ο Κανακάρης θα την εμποδίσει: «Αλλ’ ο Κανακάρης δεν το δέχεται, διατεινόμενος ότι δεν ανήκεν ειμή εις την εθνικήν συνέλευσην ν’ αποφασίση περί αυτού, ότε Κυβέρνησης δεν υπήρχεν ειμή ψιλώ τω ονόματι, και ούτε το νομοτελεστικόν ούτε το βουλευτικόν σώμα ήτο πλήρες».[49]
Λίγο αργότερα, ο Μαυροκορδάτος και ο Νέγρης θα έρθουν σε επαφή μυστικά με Γερμανούς αξιωματούχους, ώστε να εξασφαλίσουν δάνειο 8 εκατομμυρίων φράγκων και την αποστολή σώματος 6.000 γερμανών στρατιωτών, για να βοηθήσουν τους Έλληνες. Όμως και πάλι ο Κανακάρης θα παρέμβει κριτικάροντας τον Μαυροκορδάτο για τις μυστικές συνεννοήσεις και την έλλειψη πληροφόρησης όχι μόνο του σώματος του Βουλευτικού αλλά και του πενταμελούς Εκτελεστικού. Το θέμα, ωστόσο, για τον Κανακάρη ήταν ουσιαστικό: ένας τακτικός στρατός, όπως αυτός των Γερμανών, ελάχιστα θα μπορούσε να βοηθήσει τον ανταρτοπόλεμο των Ελλήνων εναντίον των Τούρκων, ενώ οι Έλληνες δεν είχαν και τη δυνατότητα να θρέψουν έναν τέτοιο στρατό, με τα δεδομένα της εποχής.[50]
Εκείνο το διάστημα (Σεπτέμβριος 1822), η συμμαχία Κανακάρη – Περρούκα – Χαραλάμπη πρέπει να έστειλε – ή να προσπάθησε να στείλει – και μια δική της επιτροπή, για να ζητήσει δάνειο από το Λιβόρνο ενός εκατομμυρίου ταλίρων. Σε αυτήν την επιτροπή συμμετείχε ο Ανδρέας Λουριώτης, ο Δ. Περρούκας, ο Ιγνάτιος και ο Μοσπινιώτης.[51] Με βάση τα προηγούμενα, καταλαβαίνουμε ότι κάθε πλευρά πρέπει να είχε και τις δικές της επιτροπές διεκδίκησης δανείων από το εξωτερικό. Το γεγονός ότι ο Περρούκας πήγε στο Λιβόρνο δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητο από το γεγονός ότι ο Κανακάρης είχε εκεί τον συγγενή και επί χρόνια συνεργάτη του Κωστάκη, αλλά και από το ότι και ο ίδιος εμπορευόταν τη σταφίδα του στο Λιβόρνο. Το δάνειο, όμως, όπως γράφει ο Γερμανός, «εθεσπίσθη αλλά δεν ετελεσφόρησε»,[52] με ό,τι κι αν σημαίνει αυτό.
Σε κάθε περίπτωση, η σύγκρουση αυτή θα λάβει τέλος με τον σχετικά ύποπτο θάνατο του Κανακάρη, τον Ιανουάριο του 1823,[53] αν και το τελειωτικό χτύπημα στη συμμαχία θα έλθει λίγο αργότερα, όταν ο Σωτ. Χαραλάμπης, ο οποίος είχε αναλάβει τη θέση του επικεφαλής (υπουργού) των Οικονομικών στο Εκτελεστικό, θα κατηγορηθεί μαζί με τον Μαυρομιχάλη για «οικονομικές ατασθαλίες» – κάτι που θα αποτελέσει την αφορμή για τους εμφυλίους πολέμους – και ο Χαρ. Περρούκας θα πεθάνει στις αρχές του 1824. Τελευταίο κατάλοιπο, ο Δ. Περρούκας, οποίος είχε φύγει για το εξωτερικό εκείνο το διάστημα προσπαθώντας να εμποδίσει το αγγλικό δάνειο, κάτι για το οποίο τον κατέκρινε ο Παπαφλέσσας.[54]
Η έλευση του Καποδίστρια, το 1828, θα σημάνει νέες αλλαγές για τους προκρίτους, καθώς μπροστά στον κοινό εχθρό φαίνεται ότι συνασπίζονται όλοι οι προηγούμενοι αντίπαλοι. Λόντος, Ζαΐμης, Ρούφος, Μαυρομιχάλης και άλλοι πρόκριτοι θα βρεθούν στον αντικαποδιστριακό συνασπισμό, παρ’ όλες τις προσπάθειες του νέου Κυβερνήτη να τους προσεγγίσει διορίζοντάς τους σε διάφορες θέσεις (π.χ. ως επίτροπους ή νομάρχες), οι οποίες προφανώς δεν ικανοποιούσαν τις πολιτικές τους φιλοδοξίες. Το αποτέλεσμα θα είναι η διεξαγωγή σφοδρών συγκρούσεων που θα κορυφωθούν με το κάψιμο του στόλου στην Ύδρα και τη δολοφονία του Καποδίστρια, το 1831.
Υποσημειώσεις
[1] Βλ. και Δημήτρης Μπαχάρας, «Πρόκριτοι και Επανάσταοη: σωτήρες ή εκμεταλλευτές;», Η Εποχή, 20.8.2020, διαθέσιμο διαδικτυακά στη διεύθυνση: https://www.epohi.gr (τελευταία επίσκεψη: 14.5.2022).
[2] Γιάννης Βλαχογιάννης, Κλέφτες Μοριά, Αθήνα 1935», σελ. 192.
[3] Οι «επισημότεροι Τούρκοι της Πελοποννήσου» Αρναούτογλου, Σιεχ Νετζίπης, Δεφτέρ Κεχαγιάς, Κιαμήλμπεης και Ιτζέμπεης, βλ. στο ίδιο, σ. 192.
[4] Παναγιώτης Παπατσώνης, Απομνημονεύματα. Από των χρόνων της Τουρκοκρατίας μέχρι της βασιλείας Γεωργίου A ‘, Αθήνα 1960, σ. 45-46· Βλαχογιάννης, Κλέφτες, ό.π., σ. 191,193.
[5] Κατά τον Βλαχογιάννη, είχαν «φτόνο, μετάνοια και αντίδραση», βλ. Κλέφτες, ό.π., σ. 192.
[6] Μεχμέτ Εμίν Ραούφ πασάς (1780-1860): διορίστηκε μεγάλος βεζίρης στις 1.4.1815 στη θέση του Χουρσίτ Αχμέτ πασά, ο οποίος ανέλαβε πασάς της Πελοποννήσου το 1820. Ήταν μεγάλος αντίπαλος με τον Χαλέτ εφέντη, ο οποίος κατάφερε τελικά να τον καθαιρέσει από το αξίωμά του στις 5.1.1817. Τον διαδέχθηκε ο Μπουρντουρλού Ντερβίς Μεχμέτ πασάς. Βλ. Cellal Toksoy, «Mehmed Emin Rauf Paşa», Encyclopedia of the Ottomans with Their Lives and Works, x. 2, Yapi Kredi Kultiir Sanat Yayincilik A.Ş., Κωνσταντινούπολη 1999, σ. 137· Kemal Beydilli, «Mehmed Emin Rauf Pasha», Encyclopedia of Islamic Religious Foundation of Turkey, τ. 28, TDV Publications, Κωνσταντινούπολη 1999, σ. 463-467.
[7] Κανέλλος Δεληγιάννης, Απομνημονεύματα, Αθήνα 1957, σ. 67-68· Βλαχογιάννης, Κλέφτες, ό.π., σ. 193· Ο Αχμέτ Σακήρ πασάς (;-1819) ήταν ποιητής και πολιτικός. Διετέλεσε πασάς της Πελοποννήσου από το 1815 έως το 1818, όταν, λόγω ασθένειάς του, μετατέθηκε στην Κωνσταντινούπολη, βλ https://www. biyografya.com/biyografi/365 (τελευταία επίσκεψη 10.8.2020).
[8] Στο συμβούλιο αυτό συμμετείχαν οι 2-3 σημαντικότεροι προεστοί της Πελοπσννήσου (μωραγιάνηδες), βλ. Αναστασία Κιρκίνη-Κούτουλα, Η οθωμανική διοίκηση στην Ελλάδα. Η περίπτωση της Πελοποννήσου 1715-1821, Αθήνα 1996, σ. 141
[9] Δεληγιάννης, Απομνημονεύματα, ό.π., σ. 66.
[10] Ο Δεληγιάννης αναφέρει συνεχώς στα Απομνημονεύματά του ότι οι Κιαμήλμπεης, Ιτζέτμπεης και Σιεχνετζίπης ήταν εχθροί της οικογένειας, χωρίς όμως ποτέ να αναφέρει το γιατί, βλ. Δεληγιάννης, Απομνημονεύματα, ό.π., σ. 63,63,68,71 και passim.
[11] Δεληγιάννης, Απομνημονεύματα, ό.π., σ. 68.
[12] John C. Alexander, «Some aspects of the strife among the Moreot Christian Notables 1789-1816», Επετηρίς Εταιρείας Στερεοελλαδικών Μελετών 5 (1974-1975), σ. 483-484· Το ίδιο υποστηρίξει και ο Δημήτριος Σταματόπουλος, «Κομματικές φατρίες στην προεπαναστατική Πελοπόννησο (1807-1816): ο ρόλος των “Τουρκαλβανών” του Λάλα ως παράγοντας πολιτικής διαφοροποίησης», Ίστωρ 10 (1997), σ. 224.
[13] Δεληγιάννης, Απομνημονεύματα, ό.π., σ. 69-70.
[14] Μόνο ο Δημητράκης φυλακίστηκε για λίγο χρονικό διάστημα, ενώ ο Θεοδωράκης κρατήθηκε 2-3 μέρες στο Σεράι, βλ. Δεληγιάννης, Απομνημονεύματα, ό.π., σ. 70-71.
[15] Κατά τον Δεληγιάννη, η κατασχεθείσα περιουσία τους τότε ήταν περίπου 300.000 γρόσια, πολλές αποθήκες και μύλοι, περίπου 2.000 αιγοπρόβατα και 160 αγελάδες, βλ. Δεληγιάννης, Απομνημονεύματα, ό.π., σ. 70. Ακόμη κι αν θεωρηθούν υπερβολικά τα νούμερα αυτά, μας δίνουν σίγουρα μια τάξη μεγέθους, η οποία αντιστοιχεί στα τότε δεδομένα.
[16] Αξιοσημείωτο είναι ότι η κινητή και ακίνητη περιουσία του Δεληγιάννη «σφραγίστηκε» [sic] από τις οθωμανικές αρχές, οι οποίες φόβισαν τους Λαγκαδαίους να μην πειράξουν τίποτε, αλλιώς θα τιμωρούνταν. Οι τελευταίοι υπάκουσαν, αφού είχαν δει το κεφάλι του Δεληγιάννη να κόβεται, βλ. Δεληγιάννης, Απομνημονεύματα, ό.π., σ. 70· Παπατσώνης, Απομνημονεύματα, ό.π., σ. 50.
[17] Για τη φυλάκιση του Νικ. Περρούκα, τον Μάρτιο του 1816, βλ. τις επιστολές του Δημ. Περρούκα, 3-3-1816 και 16.5.1816, στο αρχείο Περρούκα (Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος).
[18] Βλ. τη διαταγή του Σακήρ πασά, στις 24.2.1816, να φέρουν αλυσοδεμένο στο δικαστήριο τον Κανακάρη, γιατί είχε κατηγορήσει τον μουτασαρίφη για ατασθαλίες. Βλ Αρχείο οικογένειας Ρούφου, οθωμανικό αρχείο.
[19] Βλ. τα έγγραφα με ημερομηνία 4.2.1816 και ένα αχρονολόγητο στο οθωμανικό Αρχείο της οικογένειας Ρούφου.
[20] Η κράτησή του δεν ξεφεύγει από το πλαίσιο της εποχής ούτε δείχνει σε ποια πολιτική πλευρά ανήκε ο Θεοδόσιος Μιχαλόπουλος, όπως λανθασμένα έχει υποστηριχθεί, καθώς στο σπίτι του δραγουμάνου γίνονταν όλες οι κρατήσεις, οποιοσδήποτε κατηγορούμενου. Ο εκάστοτε δραγουμάνος ήταν υπεύθυνος για την κράτηση και φύλαξη των κοτζαμπάσηδων, όποτε χρειαζόταν, είτε στο σπίτι του είτε στα διαμερίσματά του στο Σαράι, βλ. Μάρθα Πύλια, Πολιτική και οικονομία στην προεπαναστατική Πελοπόννησο, αδημοσίευτη μονογραφία, σ. 23. Εν τούτοις γνωρίζουμε ότι η φιλική σχέση του Δεληγιάννη με τον Θ. Μιχαλόπουλο στην πραγματικότητα δεν διερράγη ποτέ, ενώ είχε δεθεί και με συγγενικούς δεσμούς από το 1815.
[21] Για τις λεπτομέρειες της απόδρασης του Κανακάρη και τη συνάντησή του με τους Δεληγιανναίους στην Κωνσταντινούπολη, βλ. αναλυτικά Δεληγιάννης, Απομνημονεύματα, ό.π., σ. 72–73.
[22] Ο Alexander έγραφε ότι οι αληθινοί νικητές του υποσχετικού ήταν οι οικογένειες Περρούκα και Χαραλάμπη, βλ. Alexander, «Some aspects of the strife among», ό.π., σ. 484-485, άποψη την οποία υιοθέτησαν και μεταγενέστεροι ερευνητές όπως ο Δ. Σταματόπσυλος και πρόσφατα ο Βαγγέλης Σαράφης, βλ. Dimitris Stamatopoulos, «Constantinople in the Peloponnese»: the case of the Dragoman of the Morea Georgios Wallerianos and some aspects of the revolultionary process», στο: Ant. Anastasopoulos, Elias Kolovos (επιμ.), The Ottoman rule and the Balkans 1760-1850: Conflict, Transformation, Adaptation, Proceedings of an international conference held inRethymno, Greece, 13-14 December 2003, University of Crete, Ρέθυμνο 2007, σ. 152, και Βαγγέλης Σαράφης, «“[…] να νομίζωμεν εμαυτούς απηλπισμένους, χωρίς να βλέπωμεν διόρθωσαν τινά προς οικονομίαν”. Φόβος για την αναπότρεπτη εξέγερση, Φεβρουάριος 1821», στο: Κατερίνα Δέδε, Δημήτριος Δημητρόπουλος, Τάσος Σακελλαρόπουλος (επιμ.), Φόβοι και ελπίδες στα νεότερα χρόνια, Αθήνα 2017, σ. 57· Πα την άνοδο της οικογένειας Περρούκα σε βάρος της οικογένειας Δεληγιάννη, βλ. Dimitris Stamatopoulos, «From Machiavelli to the Sultans: Power Networks in the Ottoman Imperial Context», Historein 5 (2005), σ. 85.
[23] Ο Καν. Δεληγιάννης έγραψε στα Απομνημονεύματά του για αυτό το επεισόδιο μόλις δύο γραμμές: «Αλλ’ οι βεκίληδες ενήργησαν διά των κραταιών προστάτων μας και κατώρθωσαν ώστε διά Χάτι Χουμαγιούν έγινεν έκπτωτος ο Σιακήρ πασιάς του βαθμού του Βεζύρη», βλ. Δεληγιάννης, Απομνημονεύματα, ό.π., σ. 73. Έδειχνε, έτσι, την πρόθεσή του να προσποριστεί την επιτυχία της απομάκρυνσης του Σακήρ, χωρίς, ωστόσο, να είναι σε θέση να δώσει περισσότερες πληροφορίες, όπως έκανε στις περιπτώσεις του Βελή, του Ιτσελί και της αποτροπής της δήμευσης της περιουσίας τους. Η άγνοιά του ή η προσπάθεια μείωσης της σημασίας της προσπάθειας των Κανακάρη και Περρούκα φαίνεται και από το γεγονός ότι αναφέρει ότι δεν ξόδεψαν πολλά χρήματα για τον σκοπό αυτό, ενώ τα χειρόγραφα του αρχείου Πετμεζά και τα Απομνημονεύματα του Παπατσώνη μαρτυροόν ακριβώς το αντίθετο. Βλ. το χειρόγραφο Πετμεξά, συλλογή Βλαχογιάννη, στο: Βλαχογιάννης, Κλέφτες, ό.π., σ. 287-288· βλ., επίσης, Παπατσώνης, Απομνημονεύματα, ό.π., σ. 52· Δεληγιάννης, Απομνημονεύματα, ό.π., σ. 77-79.
[24] Βλ. παραπάνω, υποσ. 23 και Παπατσώνης, Απομνημονεύματα, ό.π., σ, 52.
[25] Επιστολή κατοίκων και προεστών του καζά Βοστίτσας προς Ανδρέα Λόντο (1818), Ιστορικόν Αρχείσν τον στρατηγού Ανδρέου Λόντου (1789-1847), εκδιδόμενον υπό της οικογενείας Λόντου, τ. Α’, (1789-1823), Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου, εν Αθήναις 1914, σ. 6.
[26] Δεληγιάννης, Απομνημονεύματα, ό.π., σ. 67.
[27] Βλ. επιστολές με ημερομηνία 6.10.1815, στο: Αρχείσν της κοινότητος Ύδρας 1778-1832, δημοσιευόμενον υπό Αντωνίου Λιγνού, τ. 5,1813-1817, Τύποις εφημ. Σφαίρας, εν Πειραιεί 1924, σ. 236.
[28] Alexander, «Some aspects of the strife among», ό.π. σ. 484.
[29] Βλ. αλληλογραφία Λόντου στο Ιστορικόν Αρχείσν του στρατηγού Ανδρέου Λόντου, ό.π., τ. Α’, passim.
[30] Στο ίδιο, επιστολή στη σ. 75.
[31] Βλ. την επιστολή του μπέη του Πύργου προς τον Λόντο, 4.6.1819, Ιστορικόν Αρχείσν του στρατηγού Ανδρέου Λόντου, ό.π.
[32] Βλ. την αλληλογραφία στο ίδιο, σ. 22,41,47,65,72,75 και passim.
[33] Βλ. ποικίλη αλληλογραφία στο ίδιο, passim.
[34] Όλγα Καραγεώργου-Κουρτζή, Οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες στη βόρεια Πελοπόννησο την εικοσαετία 1800-1820 (με βάση το αρχείο της οικογένειας Περούκα τον Άργους), Δαναός, Πάτρα 2010, σ. 86.
[35] Σημαντικότερη αυτών ήταν η προσπάθεια δολοφονίας του Σωτ. Χαραλάμπη τον Ιούλιο του 1819, η οποία, όπως έγραφε ο Δ. Περρούκας, ήταν «κίνημα ή ενέργειες των Α. Λόντου και Α. Ζαΐμη». Βλ. Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία Ελλάδος, Αρχείο Περρούκα, αρ. εγγ. 45812. Για τις απόπειρες δολοφονίας βλ. και Τάσος Α. Σταματόπουλος, Ο Εσωτερικός Αγώνας, τ. 1, Αθήνα 1971» σ. 141-143· Δεληγιάννης, Απομνημονεύματα, ό.π., σ. 81· Ηλίας Γιαννικόπουλος, «Ο Χαραλάμπης Περρούκας ως έμπορος στην Πάτρα προεπαναστατικούς», στο: Πρακτικά του Έκτακτου Αχαϊκού Πνευματικού Συμποσίου 2006, Αθήνα 2009, σ. 211. Σημαντική ήταν και η απόπειρα δολοφονίας του Ιωάννη Περρούκα, το 1819, όταν έχοντας βγει έξω μαζί με άλλους 11 ανθρώπους δέχθηκε επίθεση με πιστόλι. Ο ίδιος γλίτωσε, αλλά σκοτώθηκαν τουλάχιστον δύο (ένας Έλληνας και ένας Τούρκος). Η Καραγεώργου-Κουρτζή (Οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, ό.π.,σ.41 ), η οποία παραθέτει το περιστατικό, το αποδίδει στην επαναστατική δράση του Περρούκα (ο οποίος πράγματι είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία τον Μάιο του 1819), όμως μάλλον πρόκειται για δολοφονική απόπειρα της αντίπαλης φατρίας, καθώς ακόμη δεν υπήρχε λόγος για δολοφονίες από αντιπάλους, είτε από Φιλικούς είτε από Τούρκους.
[36] Η κατά Ιωάννη Φιλήμσνα Σύντομος Βιογραφία του Ν. Σπηλιάδον, Γραμματέως της Επικράτειας επί Κυβερνήτου κλπ. μετά τινων προσθηκών και υποσημειώσεων και Περιπέτειαι του ίδιου μυηθέντος τα της Φιλικής Εταιρίας, εκ του Τυπογραφείου Ο Κάδμος Κ. Ιωαννίδου, εν Ναυπλίω 1868, σ. 53.
[37] Το περιστατικό αναφέρει λίγο διαφορετικά ο Φιλήμων, βλ. Ιωάννου Φιλήμονος Δοκίμιον ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρίας, εικονογραφημένον διά δεκαεπτά πινάκων του Louis Dupri, ΝΕΒ, εκ της Τυπογραφίας της Γκράφια A. Ε., εν Αθήναις 1971, σ. 197, όπου λέει ότι ο Δίκαιος και άλλοι αποφάσισαν τη δολοφονία του Κανακάρη και του Περούκα, γιατί κατηγορήθηκαν για προδοσία του μυστικού της Φιλικής Εταιρείας.
[38] Οι Περρούκας και Κανακάρης κατάφεραν να γλιτώσουν την τελευταία στιγμή, όταν διέφυγαν μέσα από το παλάτι, και στη συνέχεια, αφού παρέμειναν κρυμμένοι στην πόλη ώς τον Απρίλιο του 1821, τους φυγάδευσε ο Παπαρρηγόπουλος.
[39] Σε αντίθεση με την κυρίαρχη άποψη περί νέων διχονοιών που μπορεί να έσπειρε η συνέλευση της Βοστίτσας (Παπαφλέσσας εναντίον προκρίτων, απουσία σχεδίου, ανεπίλυτες διαμάχες μεταξύ των προκρίτων κλπ.), ο Διονύσης Τζάκης δικαίως έχει προσπαθήσει να τονίσει ότι στη συνέλευση αυτή κυρίως συμφώνησαν για την Επανάσταση, παρά τις όποιες διαφωνίες τους, βλ. Διονύσης Τζάκης, «Η εφορία της Φιλικής Εταιρίας στην Πελοπόννησο: σκέψεις για τη συμμετοχή των τοπικών ηγετικών ομάδων στο εθνικό κίνημα», Ιόνιος Λόγος, τ. Ε’ (2015), σ. 108-110 βλ. και Βασίλης Παναγιωτόπουλος, «Ασημάκης και Ανδρέας Ζαΐμης στη μυστική συνέλευση της Βοστίτσας», Ο Ερανιστής, υπό δημοσίευση.
[40] Σε κυρωτικό γράμμα εκλογής αντιπροσώπων προς την Πελοποννησιακή Γερουσία ορίζεται ότι πληρεξούσιοι ήταν οι Σωτ. Χαραλάμπης, Αθαν. Κανακάρης, Αναγνώστης Παπαγιαννόπουλος, Ευρισθέας Θεοδώρητος, Νικόλας Πονηρόπουλος και Θεοχάρης Ρέντης, «μετά του ενδόξου κοινού αρχιστρατήγου μας Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη», βλ. Αρχείο οικογένειας Ρούφου. Έτσι προκύπτουν ουσιαστικά όλα τα μέρη που στήριζαν την προαναφερθείσα συμμαχία.
[41] Κατά τον Φωτάκο, οι Βλάσης και Περρούκας πίστευαν ότι η Επανάσταση δεν θα πετύχαινε, βλ. Φώτιος Χρυσανθόπουλος (ή Φωτάκος), Βίοι Πελοπσννησίων ανδρών και των έξωθεν εις την Πελοπόννησον ελθόντων κληρικών, στρατιωτικών και πολιτικών των αγωνισαμένων τον αγώνα της επαναστάσεως, εκ του Τυπογραφείου Π. Δ. Σακελλαρίου, εν Αθήναις 1888, σ. 449- Κατά τον Σαράφη («“[…] να νομίζωμεν εμαυτούς απηλπισμένους”», στο ίδιο, σ. 58) η υποχώρηση του Περούκα είναι λογική λόγω της σχέσης του με τον Κιαμήλ μπέη· θεωρεί ότι, αν αποτύχει η Επανάσταση, θα ξαναβρεί τη θέση του και θα έχει την εύνοια των Τούρκων. Η Καραγεώργου-Κουρτζή (Οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, ό.π., σ. 43) ερμηνεύει τη διστακτικότητα με άλλο τρόπο ερμηνείας της Επανάστασης: θεωρεί ότι ήταν πιο ψύχραιμοι οι της οικογένειας Περρούκα και ζητούσαν «καλύτερη προπαρασκευή» και τήρηση των συνωμοτικών κανόνων και περιφρούρηση.
[42] «Το ύφος και οι λόγοι του κυρίου Αθανασίου έκαμαν ημάς να μην φανώμεν ευχάριστοι εις την σύστασιν αυτής της Γερουσίας […] και αντυπολιτευόμεθα οργανίζοντες ίνα ανατρέψωμεν αυτό το σύστημα», έγραφε ο Α. Ζαΐμης στις σημειώσεις του, βλ. «Σημειώσεις διά χειρός Α. Ζαΐμη επί της πολιτικής μορφής του αγώνος», στο: Πρακτικά Β’ Τοπικού Συνεδρίου Αχαϊκών σπονδών, Αθήνα 1986, σ. 368.
[43] Στο ίδιο, σ. 368.
[44] Φθάνοντας στην Ελλάδα ο Υψηλάντης δεν είχε δεχθεί πολύ φιλικά στο πλοίο του τους προκρίτους της συμμαχίας του Κανακάρη, ενώ είχε ανοίξει τις αγκάλες του στον Παπαφλέσσα και τους οπλαρχηγούς: «Οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου εισήλθον εις το πλοίον, όπου ο Υψηλάντης, να τον χαιρετήσωσι και τους εδέχθη καθήμενος εις την καθέκλαν επί του καταστρώματος με πολλήν ψυχρότητα, ώστε ο Αθ. Κανακάρης υπάγει προς αυτόν με θράσος, άπτεται της δεξιάς του και τον βιάζει ούτως είπειν να εγερθή τον λέγει το καλως ήλθε και δίδουσι προς αλλήλους τον ασπασμόν· τούτ’ αυτό πράττουσι και οι λοιποί προεστώτες μετά τον Κανακάρην. Αλλ’ άμα φανέντων του Κολοκοτρώνη του αρχιμαδρίτου Δικαίου του Αναγνωσταρά και άλλων, υπάγει εις την υπάντησίν των και τους δέχεται πολύ φιλοφρόνως. Τούτο ιδώντες οι προεστώτες ισκιάζονται άκτοτε και διανοούνται κακά εναντίον του εν ώ ήσαν προ ολίγου διατεθειμένοι να τον υποστηρίξωσι […]», βλ. [Νικόλαος Σπηλιάδης], Απομνημονεύματα συνναχθέντα υπό τον Ν. Σπηλιάδου διά να χρησιμεύσωσιν εις την Νέαν Ιστορίαν τη Ελλάδος, τ. Α’, εκ του Τυπογραφείου X. Νικολαΐδου Φιλαδελφέως, Αθήνησιν 1851, σ. 206.
[45] Η γνώμη του Κανακάρη για τον Υψηλάντη παρέμενε χείριστη: τον Οκτώβριο του 1822 έγραφε στον Ανδρέα Κωστάκη ότι «αίτιος της διχόνοιας [της πατρίδος] είναι ο Δημ. Υψηλάντης με τον Οδυσσέα και τον Θ. Κολοκοτρώνη», βλ. επιστολή Αθαν. Κανακάρη προς Ανδρέα Κωστάκη, Οκτώβριος 1822, Αρχείο οικογένειας Ρούφου.
[46] Σπηλιάδης, Απομνημονεύματα, ό,π., τ. Α’, σ. 18.
[47] Σαράφης, «“[…] να νομίζωμεν εμ αυτούς απηλπισμένους”», όπ., σ. 56.
[48] Σπηλιάδης, Απομνημονεύματα, ό.π., τ. Α’, σ. 274.
[49] Στο ίδιο, σ. 462.
[50] Στο ίδιο, σ. 462-463.
[51] Παλαιών Πατρών Γερμανού Απομνημονεύματα, επιμ. Εμμανουήλ Πρωτοψάλτης, Εκδοτικός Οίκος Γ. Τσουκαλά «Βιβλιοθήκη», Απομνημονεύματα Αγωνιστών του ’21 αρ. 3, Αθήναι 1956, σ. 156.
[52] Στο ίδιο, σ. 156.
[53] Όχι χωρίς λόγο ο Σπηλιάδης άφηνε σαφή υπονοούμενα για δολοφονία του Κανακάρη εξαιτίας της αντιπαλότητάς του με τον Μαυροκορδάτο, βλ. Σπηλιάδης, Απομνημονεύματα, ό.π., τ. Α’, σ. 462-463.
[54] Καραγεώργου-Κουρτζή, Οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, ό.π., σ. 45.
*Δημήτρης Μπαχάρας
Διαδικτυακό συνέδριο: «Ο Πόλεμος της Ανεξαρτησίας και η Συγκρότηση του Ελληνικού Κράτους. Σύγχρονες Ερμηνείες», Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας – Ελληνική Εταιρεία Ιστορικών της Εκπαίδευσης, 10-11 Απριλίου 2021.
Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.
* Ο Δημήτρης Μπαχάρας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1975. Σπούδασε ιστορία στο Λονδίνο (MA, King’s College) και το Παρίσι (διδακτορικό, EHESS). Tα ερευνητικά του ενδιαφέροντα επικεντρώνονται στον Εθνικό Διχασμό την περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, σε θέματα δημοκρατίας, φασισμού και αντικομμουνισμού την περίοδο του Μεσοπολέμου, καθώς και στην ιστορία των προκρίτων της Πελοποννήσου τον 18ο-19ο αιώνα. Έχει επίσης ασχοληθεί με την ιστορία της Αστυνομίας Πόλεων, καθώς και με την ιστορία της ΓΣΕΒΕΕ. Έχει εργαστεί στο ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ ως υπεύθυνος του τμήματος Ιστορικών Αρχείων και ως διδάσκων στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο. Έχει συμμετάσχει σε συνέδρια στο εξωτερικό και την Ελλάδα. Άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε συλλογικούς τόμους και επιστημονικά περιοδικά στη Γαλλία και την Ελλάδα.
Σχετικά θέματα:
- Ο Βελή πασάς στη Βλαχία: προεπαναστατικά σχέδια απελευθερώσεως στην Πελοπόννησο, τη Θεσσαλία και την Ήπειρο
- Οι επιπτώσεις του Ρωσοτουρκικού πολέμου 1806 – 1812 στη ζωή των κατοίκων του Άργους
- Όψεις καθημερινότητας στην ιδιωτική ζωή του Βεκίλη Δημητρίου Περρούκα στην Κωνσταντινούπολη (1813-1821)
- Οικογένεια Περρούκα
- Η καθαίρεση του Χαράλαμπου Περρούκα, ως αφορμή του εμφυλίου πολέμου
- Οι προύχοντες της Πελοποννήσου στα Ορλωφικά και πριν το 1821
- Πολιτικοί όροι και οικονομικές λειτουργίες στην προεπαναστατική Πελοπόννησο
- Οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες στη βόρεια Πελοπόννησο την εικοσαετία 1800-1820 – Όλγα Δ. Καραγεώργου-Κουρτζή
Σχολιάστε