Η οικογένεια των Νοταράδων στην Ελληνική Επανάσταση
Μία από τις κοινωνικές ομάδες που θα παίξουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην Επανάσταση, είναι αυτή των προκρίτων, αλλιώς κοτζαμπάσηδων. Σ’ αυτήν την κατηγορία ανήκει και η οικογένεια Νοταρά που κατάγεται από τα Τρίκαλα Κορινθίας.
Σύμφωνα με την παραδοσιακή προσέγγιση της Επανάστασης, όλοι οι πρωταγωνιστές της Επανάστασης, ο καθένας από τη θέση του και με βάση τις δυνατότητές του προσέφεραν στην Επανάσταση και τιμώνται εξίσου ως ήρωες του Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Η αντίληψη αυτή αγνοεί τις υπαρκτές αντιθέσεις μεταξύ των κοινωνικών ομάδων που αποτελούσαν την ηγεσία των επαναστατημένων Ελλήνων κατασκευάζοντας μία μάλλον ειδυλλιακή εικόνα όπου το έθνος όταν πήρε τα όπλα κατά του κατακτητή διέθετε μία οικονομικά ισχυρή τάξη πρόθυμη να χρηματοδοτήσει τον Αγώνα, τους μεγαλοκαραβοκύρηδες των νησιών και τους προκρίτους, τους Φαναριώτες με υψηλή μόρφωση και διπλωματικές ικανότητες, έτοιμη να διαμορφώσει τη νέα πολιτική εξουσία και την ηγεσία των ενόπλων που την είχαν οι καπετάνιοι του στόλου, οι πρώην Κλέφτες και οι Αρματολοί με τα σώματά τους. Το σχήμα αυτό ισχύει βεβαίως, σ’ έναν βαθμό. Δεν μπορεί, ωστόσο να εξηγήσει το γεγονός ότι οι υπαρκτές αντιθέσεις μεταξύ των διαφορετικών κοινωνικών ομάδων και των συμφερόντων τους, οι τοπικές διαφορές και οι προσωπικοί ανταγωνισμοί και φιλοδοξίες οδήγησαν σε οξύτατες διαμάχες και σε δύο εμφυλίους πολέμους στη διάρκεια της Επανάστασης κι ακόμη έναν μετά την έλευση του Καποδίστρια το 1828 στην Ελλάδα, στη δε περίπτωση της Κορινθίας είχαμε κι έναν ακόμη, αυτόν μεταξύ του Ιωάννη και του Παναγιωτάκη Νοταρά την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1826.
Από τον Μεσοπόλεμο και μετά εμφανίστηκε μία νέα τάση στην ιστοριογραφία με βάση την οποία η προσφορά των κοτζαμπάσηδων στην Επανάσταση ακυρώνεται εξολοκλήρου καθώς τονίζονται ιδιαίτερα οι κοινωνικές πλευρές του Πολέμου της Ανεξαρτησίας κι επομένως η κοινωνική ομάδα των προκρίτων χρεώνεται στο «αντιδραστικό» στρατόπεδο. Όπως καταλαβαίνει κανείς, πρόκειται για άλλη μία υπεραπλούστευση που κινείται στον αντίποδα της παλιότερης «ρομαντικής» παραδοσιακής προσέγγισης, που αγνοούσε εντελώς τις υπαρκτές κοινωνικές αντιθέσεις. Είναι, εξάλλου φανερό ότι οι συγκεκριμένες κοινωνικές ερμηνείες αντιμετωπίζουν τα ιστορικά γεγονότα του 1821 με βάση τις αντιλήψεις και τις αντιπαραθέσεις της εποχής τους, που δεν έχουν πάντοτε σχέση με την εποχή της Επανάστασης. Σήμερα, πιστεύω ότι είμαστε σε θέση να δούμε τον ρόλο των προκρίτων στην Επανάσταση με μία περισσότερο ψύχραιμη ματιά που να στηρίζεται στα γεγονότα και όχι στην ιδέα που έχουμε για τις επαναστάσεις και την κοινωνική αλλαγή γενικότερα. Οι αφοριστικές επομένως ερμηνείες που αντιμετωπίζουν τον θεσμό του προκρίτου με έναν χαρακτηρισμό, συνήθως απαξιωτικό, δεν έχουν καμία θέση στην επιστήμη της Ιστορίας.
Οι κοτζαμπάσηδες
Για να κατανοήσουμε τον ρόλο της οικογένειας των Νοταραίων στην Ελληνική Επανάσταση, θα πρέπει να πούμε δύο λόγια για τους κοτζαμπάσηδες της Πελοποννήσου.
Σε κάθε περίπτωση, ο θεσμός των προκρίτων συνδέεται με το φαινόμενο των κοινοτήτων κι αυτός με τη σειρά του με τις ανάγκες του Οθωμανικού Κράτους να συλλέγονται οι φόροι των επαρχιών και να διευθετούνται οι υποθέσεις των ραγιάδων χωρίς να απασχολούνται οι οθωμανικές αρχές. Οι Οθωμανοί που δεν διέθεταν την οργανωμένη γραφειοκρατία άλλων κρατών αξιοποίησαν επομένως τον θεσμό των κοινοτήτων προς όφελός τους προκειμένου να εισπράττουν τους φόρους. Ανατέθηκε λοιπόν ο ρόλος αυτός σε επιφανείς άντρες σε κάθε περιοχή. Δεν πρέπει να υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι άνθρωποι αυτοί ήταν αρεστοί στις οθωμανικές αρχές και πως εφόσον φρόντιζαν για τη συλλογή των φόρων και την απόδοσή τους στο κράτος, θα κοίταζαν να εκμεταλλευτούν τη θέση τους προκειμένου να αυξήσουν την ισχύ και τις περιουσίες τους κατακρατώντας ένα μέρος των χρημάτων που συνέλεγαν για τους φόρους. Θα ήταν παράλογο να περιμένουμε ότι οι Οθωμανοί θα ανέχονταν ανατρεπτικά στοιχεία σε μία τόσο νευραλγική θέση ή ότι οι φοροεισπράκτορες θα ήταν υπεράνω του κέρδους. Είναι αναμενόμενο να φροντίζουν οι πρόκριτοι να ενισχύουν τη θέση τους με κάθε τρόπο.
Αυτή όμως είναι η μία πλευρά. Διότι οι κοτζαμπάσηδες παρέμειναν και οι ίδιοι ραγιάδες και ανά πάσα στιγμή θεωρούνταν υπεύθυνοι τόσο για την έγκαιρη και πλήρη απόδοση των φόρων όσο και για οποιαδήποτε ενέργεια των ραγιάδων στην περιοχή ευθύνης τους. Αναπτύχθηκε επομένως ένα περίπλοκο σύστημα εξαρτήσεων που αφορούσε τόσο τις σχέσεις μεταξύ των κοτζαμπάσηδων και των Τούρκων όσο και τις σχέσεις των πρώτων με τους άλλους προκρίτους και τους υπόδουλους Έλληνες. Οι Οθωμανοί μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να παύσουν έναν πρόκριτο, να τον ελέγξουν και φυσικά να τον εκτελέσουν χωρίς αυτός να μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του.
Συνδεδεμένος με τον θεσμό των προκρίτων, ήταν και ο θεσμός των «βεκίληδων» δηλαδή των αντιπροσώπων των κοτζαμπάσηδων στην Κωνσταντινούπολη οι οποίοι ανήκαν στην ίδια οικογένεια προκρίτων και φρόντιζαν για τα συμφέροντα της οικογένειας και της περιοχής τους παρεμβαίνοντας με διάφορους τρόπους στην κεντρική διοίκηση.
Σε ό,τι αφορά την περιοχή που μας ενδιαφέρει για παράδειγμα, οι Νοταραίοι, για τους οποίους γνωρίζουμε τρεις τουλάχιστον «βεκίληδες», είχαν πετύχει να μην επιτρέπεται η εγκατάσταση Τούρκων σε περιοχές που δεν υπήρχε τζαμί κι έτσι αύξησαν την περιουσία τους αγοράζοντας τις ιδιοκτησίες που ανήκαν σε μουσουλμάνους. Αυτό βέβαια, εκτός από τα οικογενειακά συμφέροντα των Νοταραίων ευνόησε και την ανάπτυξη της περιοχής των Τρικάλων που μπορούσε να λειτουργεί χωρίς να υφίσταται τις παρεμβάσεις και τις αυθαιρεσίες των κατακτητών. Από την άλλη, τα έξοδα των κοτζαμπάσηδων, που δεν έπαιρναν μισθό, και των «βεκίληδων» επιβάρυναν τον λαό.
Η αίσθηση της ταξικής τους υπεροχής είναι δεδομένη και αυτό ενισχυόταν τόσο με το κύρος που απολάμβαναν όσο και με τις επιγαμίες, δηλαδή φρόντιζαν να αυξήσουν τη δύναμη και την περιουσία τους κανονίζοντας γάμους με άλλες προυχοντικές οικογένειες. Γνωρίζουμε τέσσερις τουλάχιστον τέτοιες περιπτώσεις συνοικεσίων που αφορούν στους Νοταραίους και που τους συνέδεσαν με τους προκρίτους της Καρύταινας (Δεληγιανναίους), των Καλαβρύτων (Κωστάκη και Ζαΐμη) και του Άργους (Περρούκα) ενώ επειδή η οικογένεια είχε πολλά παρακλάδια έχουμε και γάμους μεταξύ μακρινών συγγενών.
Όπως γράφει ο μελετητής του θεσμού των κοτζαμπάσηδων, Αθανάσιος Φωτόπουλος, «οι Νοταράδες για να μη διασπαστεί η οικογενειακή τους συνοχή και μειωθεί έτσι η οικονομική και πολιτική τους ισχύς, νυμφεύονταν γυναίκες από τον συγγενικό τους κύκλο. Και ναι μεν είχαν αυτές το ίδιο επώνυμο, όμως η οικογένεια ήταν τόσο πολύκλαδη, ώστε να μην υπάρχει περίπτωση αιμομειξίας».
Όπως είναι φυσικό, μεταξύ των προκρίτων υπήρχε συνεργασία, αλλά και ανταγωνισμοί και αντιζηλίες. Χωρίζονταν σε ομάδες συμφερόντων και πολεμούσαν η μία την άλλη κατηγορώντας για καταχρήσεις τους αντιπάλους τους στην οθωμανική εξουσία. Οι Τούρκοι φυσικά υποδαύλιζαν αυτές τις αντιθέσεις ενώ δεν είχαν κανένα πρόβλημα να συλλαμβάνουν ή ακόμη και να εκτελούν με συνοπτικές διαδικασίες μέλη προυχοντικών οικογενειών. Έτσι, ο Σωτηράκης Λόντος αποκεφαλίστηκε το 1813 για καταχρήσεις, γεγονός που κατατρόμαξε τόσο τη δική του συμμαχία προκρίτων όσο και τους αντιπάλους που δεν υπολόγιζαν στην ωμότητα των Τούρκων.
Σε ό,τι αφορά τους ραγιάδες, η εκμετάλλευση που υφίσταντο από τους κοτζαμπάσηδες ήταν δεδομένη αλλά αυτή δεν ήταν η μοναδική πλευρά των μεταξύ τους σχέσεων. Με δεδομένο ότι οι οθωμανικές αρχές εφάρμοζαν την αρχή της συλλογικής ευθύνης, οι πρόκριτοι ήταν οι αντιπρόσωποί του λαού απέναντι στο κράτος και επεδίωκαν να διατηρείται η ειρήνη και να περιορίζονται οι αυθαιρεσίες των πασάδων σε βάρος των ραγιάδων. Αλλιώς, αυτοί που συλλαμβάνονταν και κάποιες φορές εκτελούνταν ήταν οι πρόκριτοι. Και εκμετάλλευση λοιπόν αλλά και προστασία έναντι της αυθαιρεσίας των αρχών.
Δε γνωρίζουμε πώς ακριβώς απέκτησαν οι οικογένειες των προκρίτων τις περιουσίες που τους επέτρεψαν να αναδειχθούν σε εκπροσώπους των περιοχών τους. Στην πρώτη Τουρκοκρατία του Μοριά, οι παλιές αρχοντικές οικογένειες έχασαν την περιουσία τους αφού αυτή πέρασε στο οθωμανικό κράτος. Την ανασύσταση των μεγάλων ιδιοκτησιών επέφεραν οι Βενετοί ενώ στη δεύτερη Τουρκοκρατία που ξεκινά το 1715 οι περιουσίες αυτές φαίνεται πως διατηρήθηκαν σ’ έναν βαθμό με δεδομένο ότι οι κατακτητές κράτησαν τις εύφορες πεδινές περιοχές για τους ίδιους. Έτσι, μπορούμε να κατανοήσουμε το πώς οι Έλληνες πρόκριτοι διατήρησαν τον ηγετικό τους ρόλο και τις περιουσίες τους σε απομακρυσμένες και κυρίως ορεινές περιοχές. Το παράδειγμα των Τρικάλων είναι πολύ χαρακτηριστικό. Γενικότερα, ο ελληνισμός μπόρεσε να προοδεύσει σε συνθήκες Τουρκοκρατίας στις περιοχές που ήταν μακριά από την οθωμανική εξουσία και όπου δεν υπήρχαν μουσουλμανικοί πληθυσμοί.
Τομή στην Ιστορία της Τουρκοκρατίας στην Πελοπόννησο αποτελούν τα Ορλωφικά του 1770 και ιδίως οι μαζικές σφαγές και οι βιαιότητες σε βάρος του πληθυσμού από τους Τουρκαλβανούς που είχαν συμμετάσχει στην κατάπνιξη του κινήματος των Ελλήνων. Η γενικευμένη ανασφάλεια που επικράτησε έκανε πολλούς μικροϊδιοκτήτες να προτιμήσουν να παραχωρήσουν τα κτήματά τους στους μεγάλους ιδιοκτήτες που ανέλαβαν και την προστασία τους. Μετά την εκδίωξη των Τουρκαλβανών η οικονομική και πολιτική δύναμη των προκρίτων αυξήθηκε ακόμη περισσότερο. Μάλιστα, είχαν το δικαίωμα να διατηρούν μικρά ένοπλα σώματα για την ασφάλειά τους, κάτι σαν προσωπική σωματοφυλακή. Θα πρέπει, ωστόσο, να επισημάνουμε εδώ ότι η οικονομική ισχύς των κοτζαμπάσηδων δεν στηριζόταν μόνο στη γεωργική παραγωγή αλλά και στον δανεισμό και στο εμπόριο που είχε αρχίσει να γνωρίζει ολοένα και μεγαλύτερη ανάπτυξη.
Ο Σωτήρης Νοταράς για παράδειγμα ήταν τοκιστής, μία μάλλον ουδέτερη έκφραση για την τοκογλυφία, και έμπορος σταφίδας και λαδιού και επίσης παντρεμένος με τη Μαρία, κόρη του Ανδρέα Ζαΐμη, του πανίσχυρου προκρίτου των Καλαβρύτων. Αξιοσημείωτο ήταν και το ενδιαφέρον των προκρίτων για την Παιδεία που ξεπερνούσε το πρακτικό πνεύμα που υπαγόρευε τη μόρφωση των παιδιών των πλουσίων για να καταλάβουν θέσεις στην εκκλησιαστική ιεραρχία ή να ασχοληθούν με τις εμπορικές συναλλαγές.
Οι Νοταραίοι των Τρικάλων

Άγιος Μακάριος Νοταράς Αρχιεπίσκοπος Κορίνθου, (1731-1805). Ο Άγιος Μακάριος Νοταράς ήταν επίσκοπος, λόγιος συγγραφέας, ένας εκ των ηγετών του Κολλυβαδικού κινήματος και Άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η μνήμη του τιμάται από την Εκκλησία στις 17 Απριλίου.
Σε ό,τι αφορά την ιστορία της οικογένειας, είναι γνωστή η άποψη ότι κατάγεται από τους Νοταράδες της Κωνσταντινούπολης. Πιο γνωστός ο Λουκάς Νοταράς που είχε τον τίτλο του Μέγα Δούκα κι αποκεφαλίστηκε από τους Τούρκους μετά την Άλωση.
Σύμφωνα με μία εκδοχή, ο αδερφός του, Άγγελος κατέφυγε στη Μονεμβασία και από εκεί στα Τρίκαλα όπου εγκαταστάθηκε μόνιμα πλέον. Τη βυζαντινή καταγωγή των Νοταραίων υποστηρίζουν και οι ίδιοι όπως φαίνεται και στην κτητορική επιγραφή του ναού του Αγίου Νικολάου. Μέλη της οικογένειας αυτής ήταν ο Άγιος Γεράσιμος και ο Άγιος Μακάριος που το κοσμικό του όνομα ήταν Μιχαήλ Γεωργαντά Νοταράς και διέθετε εξαιρετική μόρφωση, είχε μάλιστα διατελέσει και δάσκαλος, ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Χρύσανθος καθώς και ο γιατρός του ηγεμόνα της Μολδαβίας και μετέπειτα της Βλαχίας, Ιωάννη Μαυροκορδάτου στις αρχές του 18ου αι., ο Δημήτριος Νοταράς, που είχε σπουδάσει στην Ιταλία.

Ο Άγιος Γεράσιμος ο Νοταράς (Τρίκαλα Κορινθίας το 1506-1579). Άγιος της ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας και πολιούχος άγιος της Κεφαλονιάς.

Ο Χρύσανθος Νοταράς (Τρίκαλα Κορινθίας, 1655/1660-1731). Έλληνας λόγιος του 18ου αιώνα και Πατριάρχης Ιεροσολύμων. Είναι γνωστός για το συγγραφικό του έργο καθώς και για τη δημιουργία του πρώτου χάρτη στην ελληνική γλώσσα μετά το Βυζάντιο. Λιθογραφία από το βιβλίο του «Εἰσαγωγὴ εἰς τὰ γεωγραφικά, καὶ σφαιρικά», Παρίσι 1716.
Παρόλο που η οικονομική και πολιτική ισχύς των Νοταραίων όσο πλησιάζουμε προς την Επανάσταση αυξάνει διαρκώς, θα χωριστεί σε δύο αντιμαχόμενες μερίδες με αφορμή ακριβώς τη νομή αυτής της ισχύος. Έτσι, έχουμε από τη μία μεριά τον Γεωργαντά, πατέρα του Μιχαήλ (του Αγίου Μακαρίου), που θα λάβει μέρος στα Ορλωφικά κι απ’ την άλλη τον ανιψιό του, Σπυρίδωνα από τον οποίον θα γεννηθούν ο Σωτήρης και ο Πανούτσος Νοταράς, η μεγαλύτερη ίσως προσωπικότητα της οικογένειας, αλλά όχι και η μοναδική που πήρε μέρος στην Επανάσταση.

Φορητή εικόνα με τις παραστάσεις του Οσίου Γερασίμου (1506-1579) του «εν Κεφαλληνία αθλήσαντα» και του Αγίου Μακαρίου (1731-1805), μητροπολίτη Κορίνθου, οι οποίοι προέρχονταν από την ιστορική οικογένεια Νοταρά των Τρικάλων Κορινθίας.
Ο Νικόλαος Γεωργαντά Νοταράς θανατώθηκε από τους Τούρκους το 1775 ενώ αναφέρεται και η εκτέλεση του Σπυρίδωνος Νοταρά, θείου του Πανούτσου, το 1768 όταν οι Τούρκοι πληροφορήθηκαν τις ετοιμασίες των Ελλήνων για εξέγερση στο πλευρό των Ρώσων που πολεμούσαν με τους Τούρκους ενώ και ο ίδιος ο Γεωργαντάς θα πεθάνει από τις κακουχίες που υπέστη ο ίδιος και η οικογένειά του κατά την κατάπνιξη της εξέγερσης. Στη διάρκεια των διωγμών που ακολούθησαν τα Ορλωφικά, η οικογένεια του Σπυρίδωνα Νοταρά θα βρεθεί στην Ύδρα όπου θα αποκτήσει ακίνητη περιουσία και θα συνδεθεί με τους προκρίτους του νησιού και ιδιαίτερα με τους Κουντουριώτηδες. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο κλάδων θα μεταφερθεί και στις επόμενες γενιές.
Η οικογένεια Νοταρά στην Επανάσταση
Οι Σωτήρης και Πανούτσος Νοταράς είχαν μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία από το 1818. Η μυστική οργάνωση επεδίωκε να στρατολογήσει κάθε Έλληνα που θα μπορούσε να προσφέρει με το κύρος και την περιουσία του στον Αγώνα. Εξάλλου, η κοινωνική οργάνωση των Ελλήνων στον Μοριά, δεν επέτρεπε οποιαδήποτε κίνηση χωρίς τη συναίνεση και την ενεργό συμμετοχή των προκρίτων και των αρχιερέων. Ανάμεσα στους προκρίτους που αντιδρούσαν έντονα θεωρώντας περίπου αυτοκτονική την έναρξη της Επανάστασης δυσπιστώντας στις, κατά κύριο λόγο, ψεύτικες διαβεβαιώσεις του Παπαφλέσσα για ρωσική συνδρομή στον Αγώνα, ήταν και οι Νοταραίοι. Παρόλα αυτά, ο Πανούτσος Νοταράς ανέλαβε να συγκεντρώσει ο ίδιος τα χρήματα των Φιλικών της Κορίνθου και να τα στείλει στην Πάτρα με δική του ευθύνη. Αναφέρεται επίσης χωριστή συνάντηση των Νοταραίων με τον Παπαφλέσσα στη μονή του Αγίου Βλασίου. Όλα αυτά δείχνουν πόσο σημαντικός ήταν ο ρόλος της οικογένειας για τον Αγώνα.
Ωστόσο, ο Σωτήρης Νοταράς, παρά τις πιεστικές συμβουλές που δεχόταν να μη μεταβεί στην Τρίπολη όπου τους είχαν καλέσει οι Τούρκοι δήθεν για σύσκεψη καθώς οι ειδήσεις για πολεμικές ετοιμασίες των Ελλήνων έφταναν από διάφορα μέρη, θα πάει και θα μείνει στην πρωτεύουσα του Μοριά μαζί με τους άλλους πρόκριτους και αρχιερείς. Η καλή του σχέση με τον διοικητή της Κορίνθου, τον Κιαμήλμπεη, θα του σώσει τη ζωή, χωρίς να παραβλέπουμε και το γεγονός ότι ο Τούρκος πασάς κρατώντας τον πρόκριτο της Κορινθίας σπίτι του, φρόντιζε βασικά για τη δική του σωτηρία.

Ο Πανούτσος Νοταράς, Υπουργός των Οικονομικών και Πρόεδρος του Εκτελεστικού Σώματος της Προσωρινής διοικήσεως της Ελλάδος κατά την Ελληνική Επανάσταση. Επιζωγραφισμένη λιθογραφία, Adam Friedel, Λονδίνο – Παρίσι, 1827.
Η επιφυλακτική έως αρνητική στάση του Πανούτσου Νοταρά για την έναρξη της Επανάστασης, αντιμετωπίστηκε από τους υπόλοιπους επικεφαλής του Αγώνα με εκβιαστικό τρόπο όταν κυρίως Καλαβρυτινοί, Ποριώτες και Δερβενοχωρίτες αγωνιστές με επικεφαλής τον Αναγνώστη Πετμεζά, τους Σωτηράκη Χαραλάμπη, Νικόλαο Σολιώτη κ.ά. ξεκίνησαν την πολιορκία του κάστρου της Κορίνθου, του Ακροκορίνθου όπου είχαν καταφύγει οι περισσότεροι Τούρκοι της περιοχής.
Η διάλυση της πρώτης αυτής πολιορκίας του Ακροκορίνθου από τη στρατιά του Μουσταφά Κεχαγιάμπεη θα συνοδευτεί από την εκτέλεση του Ανδρίκου, συζύγου της Ειρήνης Νοταρά, αδερφής του Σωτήρη και του Πανούτσου, τον Απρίλιο του 1821, που κρατούνταν όμηρος. Την ίδια τύχη είχε και ο Σπήλιος Νοταράς εγγονός του Γεωργαντά Νοταρά. Αυτός ήταν ένας από τους πολλούς λόγους, πέρα από την τραγική εμπειρία των Ορλωφικών, που οι Νοταραίοι δεν επιθυμούσαν την έναρξη εχθροπραξιών. Το ίδιο διάστημα ένας άλλος Νοταράς, ο Γεώργιος ή Γεωργαντάς, επίσης από την οικογένεια του Γεωργαντά Νοταρά των Ορλωφικών, ο οποίος βρισκόταν στη Βλαχία θα ενταχθεί και θα πολεμήσει στον Ιερό Λόχο, θα επιβιώσει και θα επιστρέψει το 1822 στην Ελλάδα όπου θα συνεχίσει να πολεμά για την ανεξαρτησία στην Ελλάδα μαζί με τον αδερφό του, Παναγιώτη, πιο γνωστό ως Παναγιωτάκη Νοταρά. Τα δε αδέρφια του σκοτωμένου Σπήλιου Νοταρά, Χριστόδουλος και Σωτήριος θα πάρουν εξαρχής μέρος στην Επανάσταση συμμετέχοντας στην πρώτη πολιορκία του Ακροκορίνθου. Βλέπουμε λοιπόν ότι η συμμετοχή της οικογένειας Νοταρά στην Επανάσταση θα είναι πολύπλευρη και έτσι θα ξεχωρίσει από αυτή των υπολοίπων προκρίτων που θα έχουν μία λίγο πολύ ενιαία στάση σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα.

Ο Ακροκόρινθος, Théodore du Moncel, 1843, Λιθογραφία. Παρουσιάζει μια ομάδα ξένων περιηγητών με τους Έλληνες οδηγούς τους στον Ακροκόρινθο να αγναντεύουν στο βάθος τον Ισθμό.
Αντίθετα, οι Νοταράδες θα κρατήσουν ο καθένας διαφορετική στάση και μάλιστα θα βρεθούν και αντίπαλοι μεταξύ τους στο πλαίσιο αιματηρότατων εμφύλιων συγκρούσεων. Γεγονός είναι ότι η φυσική ηγεσία των Νοταραίων και των Κορινθίων γενικότερα, οι Σωτήρης και Πανούτσος Νοταράς ήταν αρχικά αντίθετοι με την έναρξη του Αγώνα. Ρόλος της Ιστορίας, όμως, δεν είναι να καταδικάζει ή να αθωώνει, τα ιστορικά πρόσωπα όσο να ερμηνεύει τη στάση τους. Κι η στάση των Νοταραίων ερμηνεύεται από την εμπειρία τους από την κατάληξη του ξεσηκωμού των Ορλωφικών αλλά και την κοινωνική τους θέση ως προκρίτων. Με την επανάσταση διακινδύνευαν τα πάντα. Το ότι οι Τούρκοι κρατούσαν ομήρους μέλη της οικογένειάς τους, αποτελεί επίσης μία ερμηνεία της στάσης τους.
Ο Πανούτσος Νοταράς
Ο γηραιότερος πρωταγωνιστής των γεγονότων, 70 χρονών το 1822 (γεν. το 1952), από τους Νοταραίους, ο Πανούτσος θα είναι μέλος της 12μελούς επιτροπής που συνέταξε το πρώτο σύνταγμα του Αγώνα και θα εκλεγεί πρώτος μινίστρος (υπουργός) Οικονομικών. Εκτός από μεγάλη περιουσία, διέθετε επίσης υψηλή μόρφωση και μάλιστα κλασική παιδεία και τον αντιμετώπιζαν όλοι με σεβασμό. Λόγω προβλημάτων υγείας δεν μπόρεσε να σπουδάσει στην Ιταλία όπου πήγαιναν οι γόνοι των πλουσίων Ελλήνων της εποχής. Τελικά, πέθανε 97 χρονών, οπότε μακάρι να έχουμε κι εμείς τέτοια προβλήματα υγείας όπως ο Πανούτσος.
Στη διάρκεια της Επανάστασης θα αναλάβει διάφορες θέσεις στις επαναστατικές κυβερνήσεις: μέλος του εκτελεστικού, του βουλευτικού, πρόεδρος εθνοσυνέλευσης, υπουργός. Γενικότερα, θα λέγαμε ότι ήταν πολιτικός ηγέτης κοινής αποδοχής. Για τη χρηματοδότηση του Αγώνα από την πλευρά των Νοταραίων, έχουμε την πληροφορία ότι από τα λάφυρα του Ακροκορίνθου που έπεσε στους Έλληνες τον Ιανουάριο του 1822, ο Πανούτσος θα αγοράσει μέρος τους από την κυβέρνηση η οποία θα καταβάλει χρήματα που όφειλε στον Σωτήρη.

Πανούτσος Νοταράς, Υπουργός των Οικονομικών και Πρόεδρος του Εκτελεστικού Σώματος της Προσωρινής διοικήσεως της Ελλάδος κατά την Ελληνική Επανάσταση. Λιθογραφία, Adam Friedel, 1826.
Ο Πανούτσος αποτελεί ενδιαφέρουσα περίπτωση διότι ενώ προέρχεται από έναν χώρο που ήταν πολύ ισχυρά δεμένος με το σύστημα εξουσίας της Τουρκοκρατίας, θα στηρίξει την εθνική κυβέρνηση που αναδείχθηκε από την Επανάσταση και που αντικειμενικά ανταγωνιζόταν τα τοπικά κέντρα εξουσίας. Σε κάθε περίπτωση, ο Πανούτσος εργάστηκε προκειμένου να διασφαλίζονται πόροι για την κεντρική διοίκηση έτσι ώστε να υπάρχει κεντρική διαχείριση των δημοσίων πόρων για τις ανάγκες διεξαγωγής του Αγώνα. Το 1823 θα αντιταχθεί στην παράνομη εκποίηση εθνικών γαιών και το όνομά του δεν εμφανίζεται στους αγοραστές εθνικών γαιών ούτε το 1826 παρόλο που τότε δεν φαίνεται να πρόβαλε κάποια αντίρρηση. Τότε, βέβαια, ήταν έκτακτες οι συνθήκες καθώς ο Ιμπραήμ ερήμωνε τον Μοριά και είχε πέσει το Μεσολόγγι.
Όταν έφτασε ο Καποδίστριας, θα αποτελέσει μέλος του γνωμοδοτικού του οργάνου, του «Πανελληνίου», αλλά στη συνέχεια θα συνταχθεί με την πλευρά της αντιπολίτευσης χωρίς όμως πάλι να εμπλακεί ενεργά στις διενέξεις μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών. Το γεγονός ότι αποτελούσε πρόσωπο κοινής αποδοχής με μεγάλο κύρος φαίνεται από το ότι εκλέχτηκε παμψηφεί πρόεδρος της βουλής που προέκυψε μετά το κίνημα του 1843 υπέρ της χορήγησης Συντάγματος.
Ο ένοπλος Αγώνας
Σε ό,τι αφορά τον ένοπλο αγώνα, ήδη αναφερθήκαμε στη συμμετοχή Νοταραίων στην πρώτη πολιορκία του Ακροκορίνθου ενώ τον Ιούνιο του 1822 ο Σωτήρης Νοταράς θα οριστεί στρατηγός και θα διαταχθεί να εκστρατεύσει επικεφαλής 1.000 Κορινθίων στην Ανατολική Στερεά. Η εκστρατεία εκείνη δε θα πραγματοποιηθεί ποτέ εξαιτίας της καθόδου του Δράμαλη, που έκανε να σκορπίσουν τα στρατιωτικά σώματα στο διάβα του και έκτοτε ο Σωτήρης θα παραιτηθεί από τον ένοπλο Αγώνα. Τη θέση του θα πάρει ο μόλις 17χρονος Ιωάννης Νοταράς που είχε ενταχθεί αρχικά στο σώμα του οπλαρχηγού Γιώργου Λύκου ή Χελιώτη από το Χέλι (Αραχναίο) της Αργολίδας και στη συνέχεια αναδείχθηκε ίσως στον γνωστότερο Κορίνθιο οπλαρχηγό.

Ιωάννης Νοταράς, έργο αγνώστου, ελαιογραφία σε μουσαμά. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο. (Τρίκαλα Κορινθίας 1805 – Ανάλατος/Φάληρο Αττικής 1827). Σκοτώθηκε το 1827 κατά την καταστροφική για τις ελληνικές δυνάμεις μάχη του Ανάλατου.
Το γεγονός ότι, μετά τον «παροπλισμό» του Σωτήρη, ο Πανούτσος επέβαλε τρόπον τινά τον Ιωάννη ως επικεφαλής των αγωνιστών της Κορινθίας επιβεβαιώνει το κύρος της οικογένειας στην περιοχή αλλά και την επιρροή της στην επαναστατική κυβέρνηση. Φαίνεται δε ότι τα κορινθιακά στρατεύματα συντηρούνταν από την περιουσία του Νοταρά. Ο Ιωάννης ως αντιστράτηγος θα ηγηθεί της πολιορκίας και της απελευθέρωσης του Ακροκορίνθου τον Οκτώβριο του 1823 και θα οριστεί φρούραρχος.
Υπάρχει όμως και η σκοτεινή πλευρά της δράσης των Νοταραίων στην Επανάσταση κι αυτή σχετίζεται με τον ρόλο της στις τοπικές και εμφύλιες διενέξεις και συγκρούσεις που ξέσπασαν αμέσως σχεδόν μετά την Εθνοσυνέλευση του Άστρους, το 1823. Πολιτικά, στον Α’ Εμφύλιο, ο Πανούτσος θα συνταχθεί με την παράταξη των Κουντουριώτη και Μαυροκορδάτου, όπως και το σύνολο σχεδόν των προκρίτων. Κατά γενική ομολογία θα τηρήσει μετριοπαθή και διαλλακτική στάση, όπως εξάλλου και οι άλλοι πρόκριτοι της Πελοποννήσου. Μεσολάβησε για την ομαλή παράδοση του Ακροκορίνθου τον Μάρτιο 1824 από την παράταξη του Κολοκοτρώνη στις κυβερνητικές δυνάμεις στις οποίες ήταν επικεφαλής ο ανιψιός του, Ιωάννης.
Τα κυβερνητικά στρατεύματα της Κορινθίας χρηματοδοτούσε, όπως φαίνεται, η οικογένεια Νοταρά που έφτασε στο σημείο να δανείζεται από τον πρόκριτο της Ύδρας και πρόεδρο του Εκτελεστικού, Γεώργιο Κουντουριώτη. Στη συνέχεια, ο Ιωάννης και ο Παναγιωτάκης Νοταράς θα λάβουν μέρος στην πολιορκία της Τριπολιτσάς και του Ναυπλίου και θα πετύχουν επίσης με σχετικά ομαλό τρόπο την παράδοσή τους στις κυβερνητικές δυνάμεις.

Παναγιώτης Νοταράς (Τρίκαλα Κορινθίας, 1803 – Αθήνα, 1873). Αγωνιστής του 1821 και στρατιωτικός της Οθωνικής περιόδου. Ελαιογραφία, Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.
Όταν όμως δόθηκε σε άλλους η ενοικίαση των φόρων της Κορινθίας, αυτό αντιμετωπίστηκε ως εχθρική ενέργεια από την οικογένεια Νοταρά και προκλήθηκαν αιματηρά επεισόδια με αποτέλεσμα την επέμβαση του Κολοκοτρώνη ο οποίος επέβαλε βαρύτατο πρόστιμο σε όλη την επαρχία.

Σοφία Καλλέργη (Ρέντη). Δημοσιεύεται σε άρθρο του Βασίλη Δωροβίνη, στο περιοδικό «Αρχαιολογία & Τέχνες», τεύχος 36, Σεπτέμβριος 1990.
Στο μεταξύ, σοβούσε η σύγκρουση μεταξύ του Ιωάννη και του Παναγιωτάκη Νοταρά. Οι μεταξύ τους διαφορές αφορούσαν την ηγεσία της Επανάστασης στην Κορινθία ενώ έως και σήμερα προβάλλεται ως βασικότερη αιτία η ερωτική τους αντιζηλία, αφού εμφανίζονται να διεκδικούν και οι δύο το χέρι της ωραίας Σοφίας Ρέντη, κόρης του πάμπλουτου και ισχυρού προκρίτου Θεοχαράκη Ρέντη. Η ένωση των δύο οικογενειών θα καθιστούσε τον ήδη πανίσχυρο κλάδο των Σωτήρη και Πανούτσου Νοταρά απόλυτους κυρίαρχους στην Κορινθία. Η ιστορία αυτή θα μπορούσε να είναι μία ακόμη ιστορία πολιτικής ίντριγκας με οσμή ερωτικού πάθους άξιας να γίνει μυθιστόρημα, εάν δεν είχε τραγικές συνέπειες τόσο για την περιοχή όσο και για την Επανάσταση και ειδικά το κρίσιμο 1826.
Το φθινόπωρο του 1824 θα ξεσπάσει ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος μεταξύ από τη μια της κυβέρνησης Κουντουριώτη που είχαν συμμάχους τους Ρουμελιώτες και από την άλλη των Πελοποννησίων και μάλιστα των πρώην συμμάχων τους στον πρώτο εμφύλιο στους οποίους ανήκαν και οι Νοταραίοι. Οι τελευταίοι δεν αντιστάθηκαν στα ρουμελιώτικα στρατεύματα με επικεφαλής τον Γκούρα και τον Μακρυγιάννη που στάλθηκαν εναντίον τους αλλά προσπάθησαν να τους εξευμενίσουν. Παρόλα αυτά, οι Ρουμελιώτες θα ανέβουν στα Τρίκαλα, θα προβούν σε ποικίλες βιαιότητες και θα λεηλατήσουν τον τόπο. Αναφέρεται και η κακοποίηση του ηλικιωμένου Σωτήρη Νοταρά ενώ ο Γκούρας τον υποχρέωσε να υπογράψει ότι τους παραχωρεί την περιουσία των Νοταραίων, ένα έγγραφο που τελικά θα ακυρωθεί από την κυβέρνηση ως προϊόν παράνομου εκβιασμού.
Ο Γκούρας συνέλαβε τον Ιωάννη Νοταρά και τον έστειλε σιδηροδέσμιο στο Ναύπλιο. Οι επίσης αντιπολιτευόμενοι Ζαΐμηδες θα χαρακτηρίσουν δειλή τη στάση των Νοταραίων, που επέλεξαν να παραδοθούν παρά να πολεμήσουν τους Ρουμελιώτες. Πρόκειται αναμφισβήτητα για μία από τις σκοτεινότερες πλευρές της Επανάστασης και η οικογένεια Νοταρά θα βρεθεί στην παράδοξη θέση το επιφανέστερο μέλος της, ο Πανούτσος να είναι μέλος της κυβέρνησης και να προσπαθεί με πολιτικά μέσα να επιλυθούν οι διαφορές και να σώσει την περιουσία και τη ζωή των συγγενών του. Δε θα αναφερθούμε διεξοδικά στα γεγονότα, αλλά αξίζει να σημειώσουμε τη λογική εξόντωσης, ακόμη και βιολογικής των Πελοποννησίων που διακατείχε ειδικά τον Κωλέττη ο οποίος έλεγχε τα ρουμελιώτικα στρατεύματα και είχε και εγγράφως εκφράσει συγκεκριμένα την ανάγκη να υποταχθεί η οικογένεια Νοταρά. Έτσι, Παναγιωτάκης και Ιωάννης θα βρεθούν φυλακισμένοι στην Ύδρα, αλλά σε κάπως καλύτερες συνθήκες από τον Κολοκοτρώνη, τους Δεληγιανναίους και τους υπόλοιπους αντικυβερνητικούς. Ο Πανούτσος θα επιμείνει όλο αυτό το διάστημα που ο Ιμπραήμ έχει κάνει απόβαση και απειλεί να συντρίψει την Επανάσταση (από τον Φεβρουάριο του 1825) να δοθεί αμνηστία, κάτι που τελικά θα γίνει τέσσερις μήνες αργότερα, στα μέσα Μαΐου.
Στις μάχες κατά του Ιμπραήμ θα πολεμήσουν ο Ιωάννης και ο Παναγιωτάκης σε έναν πόλεμο φθοράς που ήταν και ο μόνος, όπως αποδείχτηκε, ενδεδειγμένος κατά του στρατού των Αιγυπτίων.
Ένδειξη της γενικής αποδοχής που έχαιρε ο Πανούτσος Νοταράς είναι η εκλογή του ως προέδρου της Γ’ Εθνοσυνέλευσης σε μία στιγμή, αρχές Απριλίου του 1826 που το Μεσολόγγι αντιμετώπιζε τον έσχατο κίνδυνο και τα χρήματα για την αποστολή βοήθειας δεν επαρκούσαν. Μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά του, ο Πανούτσος πήρε μέτρα για τη σύναψη δανείου προκειμένου ν’ αντιμετωπιστούν οι έκτακτες ανάγκες αλλά ήταν αργά. Το Μεσολόγγι θα πέσει αβοήθητο.
Ακολούθησαν οι διαμάχες μεταξύ του νέου προέδρου του Εκτελεστικού, του Ζαΐμη που υποστηριζόταν από τον Ι. Νοταρά και του Κολοκοτρώνη που είχε πάρει με το μέρος του τον Παναγιωτάκη Νοταρά, που ευρισκόμενος στη σκιά του ξαδέρφου του, σύμφωνα με τις περισσότερες μαρτυρίες, τον εχθρευόταν.

Το επιβλητικό αρχοντικό Νοταρά (Ιούνιος 2017), που εκτιμάται ότι θεμελιώθηκε στο πρώτο μισό του 16ου αιώνα, αποτελεί ένα εξαιρετικό δείγμα οχυρωμένης κατοικίας της περιόδου της Τουρκοκρατίας στην περιφέρεια της Κορινθίας. Φωτογραφία: Γεώργιος Λόης,
Συνταγματάρχης (ΤΘ) ε. α.

Το ιστορικό Αρχοντικό Νοταρά στα Άνω Τρίκαλα Κορινθίας. Φωτογραφία: Γεώργιος Λόης, Συνταγματάρχης (ΤΘ) ε. α.
Ο Ιωάννης ήταν το «αρχοντόπουλο» ενώ ο Παναγιωτάκης, ο «φτωχός συγγενής», θα λέγαμε. Τον μεταξύ τους ανταγωνισμό, όπως λέγεται, υποδαύλιζε ο Κολοκοτρώνης και οι συν αυτώ. Τα δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα ενισχύονταν και από επιγαμίες καθότι ο μεν Παναγιωτάκης είχε συγγενέψει με τους Δεληγιανναίους, ο δε Ιωάννης ήταν ανιψιός του Ανδρέα Ζαΐμη από τη μεριά της μητέρας του και ανήκαν στο ίδιο στρατόπεδο. Σύμφωνα με μία ερμηνεία η αντιπαράθεση είχε και ταξικό χαρακτήρα καθώς οι απλοί Κορίνθιοι χωρικοί είχαν ταχθεί υπέρ του Παναγιωτάκη και κατά συνέπεια του Κολοκοτρώνη και των συμμάχων του και εναντίον του Ιωάννη Νοταρά που εξέφραζε την διαιώνιση της κυριαρχίας των Νοταράδων στην περιοχή και στηριζόταν σε έμμισθα ρουμελιώτικα στρατεύματα. Η σύγκρουση κορυφώθηκε όταν οι οπαδοί του Νοταρά κράτησαν όμηρο τον πατέρα του Ιωάννη, Σωτήρη στο Σοφικό και ο νεαρός επιτέθηκε στο χωριό, το έκαψε μαζί με το παρακείμενο πευκόδασος ενώ οι άντρες του προέβησαν σε μαζικές δολοφονίες και εκτεταμένη λεηλασία. Το κάψιμο και η λεηλασία χωριών που είχαν ταχθεί με το μέρος του Παναγιωτάκη συνεχίστηκε ενώ και η πλευρά του τελευταίου κατηγορήθηκε για ανάλογες ενέργειες. Η Κορινθία πλήρωσε πολύ ακριβά τον ανταγωνισμό των δύο αντιμαχόμενων μερίδων. Οι συγκρούσεις κράτησαν ως το φθινόπωρο του 1826 όταν κινδύνεψε και η σοδειά της σταφίδας να πέσει στα χέρια των ένοπλων σωμάτων που χρηματοδοτούσε ο Ι. Νοταράς και καθώς είχαν μείνει απλήρωτα λεηλατούσαν την ύπαιθρο ανεξέλεγκτα. Με την παρέμβαση του Κολοκοτρώνη και της κυβέρνησης και μέσα στη γενική δυστυχία και κατακραυγή τα δύο Νοταρόπουλα εγκατέλειψαν τον μεταξύ τους ανταγωνισμό που ελάχιστα είχε να κάνει τελικά με ερωτική αντιζηλία και ξαναγύρισαν στα στρατόπεδα και στην αντιμετώπιση του εχθρού.
Ο Παναγιωτάκης πολέμησε εναντίον του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο ενώ ο Ιωάννης εκστράτευσε τον Δεκέμβριο του 1826 μαζί με τον Καραϊσκάκη που είχε οριστεί αρχιστράτηγος της εκστρατείας στην Ανατολική Στερεά με αντικειμενικό στόχο την απελευθέρωση της Αθήνας και την άρση της πολιορκίας της Ακρόπολης από τον Κιουταχή. Λίγο αργότερα ακολούθησε και ο Παναγιωτάκης.
Η τελευταία πράξη του δράματος θα παιχτεί στη μάχη του Ανάλατου Αττικής στις 24 Απριλίου 1827 όταν ο Ιωάννης Νοταράς θα σκοτωθεί σε μία μάχη που κατέληξε σε καταστροφή για τις ελληνικές δυνάμεις.
Συμπερασματικά, η συμμετοχή της οικογένειας Νοταρά στον Αγώνα ήταν απολύτως συνδεδεμένη με τις εξελίξεις στην Κορινθία αλλά και την πορεία του Αγώνα γενικότερα, αφορούσε δε όλα τα επίπεδα: την οργάνωση και χρηματοδότηση του Αγώνα, την συγκρότηση του νέου κράτους και τις πολεμικές συγκρούσεις, προσφέροντας θύματα τόσο στη μάχη όσο και μεταξύ των εκτελεσθέντων για αντίποινα αλλά και τους εσωτερικούς ανταγωνισμούς και τους εμφυλίους πολέμους. Η μελέτη της ιστορίας της οικογένειας και ιδιαίτερα της στάσης των μελών της στην Επανάσταση του 1821 προσφέρεται για τη κατανόηση πολλών πλευρών του Αγώνα, τόσο των θετικών, της ολόψυχης συμμετοχής σε αυτόν με αμέτρητες θυσίες όσο και των αρνητικών όταν οι προσωπικοί ανταγωνισμοί, η φιλαρχία και τα κοινωνικά συμφέροντα των κοτζαμπάσηδων προκάλεσαν εμφυλίους πολέμους και καταστροφές.
Πηγές
- Σίμος Μποζίκης, Ελληνική Επανάσταση και Δημόσια Οικονομία. Η συγκρότηση του ελληνικού έθνους κράτους, 1821-1832, Εκδόσεις Ασίνη, Αθήνα 2020.
- Σταύρου Κουτίβα, Οι Νοταράδες στην υπηρεσία του έθνους και της εκκλησίας, Έκδοσις «Πατριωτικού Ομίλου Απογόνων Αγωνιστών του 1821 και Ιστορικών Γενών Ελλάδος», Αθήναι 1968.
- Σταύρου Κουτίβα, Ιστορικά Ξυλοκάστρου, (Η αρχαία Πελλήνη και ο Δήμος Τρικάλων
- από ιστορική, αρχαιολογική και τουριστική άποψη), τ. Α’, Αθήνα 1962.
- Γιάννης Κουτσούκος, «Η Σοφία Ρέντη και οι δύο Νοταράδες της Κορινθίας», στο διαδίκτυο.
- Αθανασίου Φωτόπουλου, «Οι Κοτζαμπάσηδες της Πελοποννήσου κατά τη δεύτερη τουρκοκρατία 1715-1821», Διδακτορική διατριβή, εκδόσεις Ηρόδοτος, Απρίλιος 2005.
Τάσος Χατζηαναστασίου
Διδάκτωρ Νεότερης Ιστορίας-Εκπαιδευτικός
Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.
Σχετικά θέματα:
Σχολιάστε