Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Archive for the ‘Αργολίδα’ Category

Ο Κόσμος της εργασίας: Όψεις, Χρόνοι, Χώροι


 

«Ήτο Σεπτέμβριος του έτους 1889, ολόκληρον δε το Άργος ευρίσκετο επί ποδός. Πανταχού σταφυλαί, τρυγήτριαι, αγωγιάται, όνοι. Ιδίως οι αγωγιάται κατασκονισμένοι, εν συμφυρμώ και αταξία διαγκωνιζόμενοι, άδοντες, ανά χείρας φέροντες άρτον και τυρόν αντί ράβρου ή πράσου, τρώγοντες και συγχρόνως τους όνους ωθούντες, έσπευδον μεταφέροντες το ιερόν φορτίον εις τα καπηλεία. Τότε και ο αγωγιάτης Σωτήρος Μαρίνος δια τριών (αριθ. 3) όνων, μετεκόμιζε τας σταφυλάς του Αλεξ. Μαρίκου επί συμπεφωνημένω ημερομισθίω δραχ. 1 λ. 50 δι’ έκαστον όνον εκάστην ημέραν»[1].

 

Η διερεύνηση των συνθηκών και των συγκυριών που επέτρεψαν σε έναν κόσμο να μετατρέπει το φυσικό του περιβάλλον και να διαμορφώνει ένα νέο ανθρωπογενές, απαντά σε γενικότερα ερωτήματα οργάνωσης και λειτουργίας των κοινωνιών, εξηγεί μηχανισμούς και σχέσεις, επιφυλάσσει εκπλήξεις ως προς τις διαμορφωμένες αντιλήψεις σχετικές με την κοινωνική διάρθρωση, τη σχέση των φύλων, την παραγωγική διαδικασία. Ο κόσμος της εργασίας, ακριβώς επειδή έχει τη δυνατότητα να μεταλλάσσει το  περιβάλλον του μέσω της εργασίας, δημιουργεί οριοθετήσεις στο χρόνο και το χώρο με τρόπο ώστε να γίνονται κατανοητές στις συνιστώσες του οι παραγωγικές σχέσεις, οι κοινωνικές σχέσεις και οι χωροταξικές κατασκευές.

Δεν είναι τυχαίο πως η κατασκευή κατοικίας ακολουθεί μια συγκεκριμένη τυπολογία άμεσα συνδεδεμένη με την οπτική μιας επαγγελματικής και κοινωνικής κατηγορίας. Οι σχέσεις των φύλων επίσης ανατρέπονται στη διάρκεια συγκεκριμένων συγκυριών αποκαλύπτοντας νέες δυνατότητες λειτουργίας του κόσμου της εργασίας από την άποψη, αυτή τη φορά, του φύλου. Και στο σημείο αυτό δεν είναι τυχαίο ότι, για παράδειγμα, η κατανομή της εργατικής δύναμης δεν γίνεται με τρόπο τυχαίο αλλά ακολουθεί ιδιαίτερους κανόνες άμεσα διαμορφωμένους από την συσσωρευμένη εργασιακή εμπειρία και την συγκεκριμένη οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας. Από την άποψη αυτή, η οργανωμένη βιομηχανική παραγωγή στην Αργολίδα (κονσερβοποιεία, υφαντουργεία), είναι γένους θηλυκού.   

 

Εργαζόμενοι σε εργοστάσιο Μακαρονοποιείας. Άργος, δεκαετία του ’50.

 

Τέλος, θα πρέπει να γίνει περισσότερο κατανοητή σε μας η διαδικασία ανταλλαγών, ένας ιδιαίτερος διάλογος μέσα στο χρόνο, μεταξύ του αγροτικού και του αστικού χώρου, του χωριού και της πόλης. Και οι δυο αποτελούν σημαντικούς οικονομικούς και πολιτισμικούς χώρους για τη διαμόρφωση της κοινωνικής ιστορίας του κόσμου της εργασίας στην Αργολίδα.

Και οι δυο συμμετέχουν ακόμα και σήμερα σε μια σχέση που αλληλοκαθορίζει τη δυναμική της μιας και την εξέλιξη της άλλης. Ο αγροτικός κόσμος, παρά τη «φυσιολογική» του τάση για σταθερότητα, ανοίγεται στον αστικό είτε λόγω των οικονομικών συναλλαγών, είτε λόγω της αναζήτησης νέων τρόπων διασύνδεσής του με το νέο περιβάλλον και το αντίστροφο. Ο αστικός κόσμος αδυνατεί να ανταποκριθεί ανάγκες των μελών του χωρίς την άμεση εμπορική-οικονομική συναλλαγή με τον αγροτικό αλλά και τη διαμόρφωση ενός φαντασιακού δρόμου της επιστροφής στη φύση και τις ρίζες.

 «Η εξευτελιστική τιμή εις ην επλήρωσαν την υπ’ αυτών αγορασθείσαν ντομάταν τα διάφορα εργοστάσια Κονσερβών της περιφερείας Άργους – Ναυπλίας άτινα εξεμεταλεύθησαν κατά τον πλέον αναίσχυντον τρόπον την σημειωθήσαν υπερπαραγωγήν εις βάρος των κόπων, αγώνων και ιδρώτος του βιοπαλαίοντος Αγρότου, έθεσεν επί τάπητος την και άλλοτε μελετηθείσαν ίδρυσιν ενός μετοχικού Εργοστασίου Κονσερβών με μετόχους τους ίδιους παραγωγούς των οποίων την εσοδείαν θα επεξεργάζεται το εν λόγω εργοστάσιον και δίδει εις την κατανάλωσιν με κέρδος υπέρ των παραγωγών όλων των κερδών τα οποία επιτυγχάνουν σήμερον τα εργοστάσια και οι διάφοροι μεσάζοντες»[2].

 

«Όταν φέρναν το νερό» 


 

Οι αγροτικές κοινωνίες τις περιοχής βρέθηκαν μετά τον πόλεμο αντιμέτωπες με εντονότερο από πριν το πρόβλημα της επιβίωσης. Για τις κοινωνίες αυτές και ιδιαίτερα για τις ορεινές περιοχές, το πρόβλημα ήταν ακόμα πιο έντονο. Ο μικρός κλήρος δεν μπορούσε να απαντήσει ικανοποιητικά στις ανάγκες των κατοίκων και των οικογενειών λόγω της ισχνής απόδοσής του.

Η αγροτική οικονομία χαρακτηριζόταν από τη δανειακή υπερχρέωση ενδυναμωμένη από την ανεπίσημη τοκογλυφία και την επίσημη των τραπεζών. Αποτέλεσμα της ασφυκτικής αυτής κατάστασης, ήταν η διαρκής αναζήτηση νέων πόρων. Μια θέση στο δημόσιο ή στην τοπική βιομηχανία-βιοτεχνία αποτελούσαν δυο σημαντικές λύσεις για την οικογένεια. Η εξωτερική και η εσωτερική μετανάστευση αποτέλεσαν δυο άλλους δρόμους απορρόφησης ενός σημαντικού μέρους του πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού. Οι κτηνοτροφικοί πληθυσμοί, αρχίζουν επίσης με έντονους ρυθμούς μετά τον πόλεμο, να αναζητούν τοποθεσίες μονιμότερης εγκατάστασης προς τον Αργολικό κάμπο, ώστε να δίνεται η δυνατότητα χρησιμοποίησης συνδυασμένων οικονομικών πόρων.

Μια από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις στην Αργολίδα είναι αυτή της μετακίνησης του αγροτοκτηνοτροφικού πληθυσμού από την Κοινότητα Βρουστίου προς το Κουτσοπόδι. Η σταδιακή εγκατάσταση σε περισσότερο πεδινές τοποθεσίες θα δημιουργήσει, με ενδιάμεσους οικισμούς, τη σημερινή Κοινότητα των Σταθέικων. Η μετακίνηση αυτή είναι αρκετά ενδιαφέρουσα για διάφορους λόγους. Ένας από αυτούς είναι η τακτική υποχρέωση προσφοράς εργασίας, (θεσμός εθελοντικής εργασίας) από τα μέλη της κοινότητας. Ο θεσμός αυτός δημιουργείται από την ίδια τη δομή της αγροτικής οικονομίας και ιδιαίτερα από την έλλειψη επάρκειας εργατικών χεριών.

Δημιουργείται επίσης από την ανάγκη κοινής αντιμετώπισης του προβλήματος των υποδομών (δρόμοι, ύδρευση, ιδιαίτερες συνθήκες αγροτικής παραγωγής, κτλ). Οι υποδομές αυτές στάθηκαν απαραίτητες για τη μόνιμη εγκατάσταση των μελών της κοινότητας και την ανάπτυξή της. Η εθελοντική εργασία στον αγροτικό χώρο και η μαθητεία στον αστικό εργασιακό χώρο αποτέλεσαν δυο σημαντικούς μηχανισμούς εργασιακής ενσωμάτωσης και δημιουργίας κοινωνικής και επαγγελματικής ταυτότητας. Σημειώνω πως η εθελοντική εργασία αποτελεί θεσμό που εξακολουθούσε να υφίσταται και στη διάρκεια της δεκαετίας του ’70 στον αγροτικό χώρο. Παράδειγμα αποτελεί, μεταξύ άλλων, η υποχρέωση των μελών της κοινότητας να δημιουργούν οργανωμένες ομάδες πυρόσβεσης.

Οι κάτοικοι των Σταθέικων αντιμετωπίζουν ένα σοβαρότατο πρόβλημα νερού σε όλη τη διάρκεια της μετακίνησης και εγκατάστασής τους ήδη από τη δεκαετία του ‘30. Έπρεπε να βρεθεί λύση για την ύδρευση της κοινότητας.  Οι μέχρι τότε τεχνικές αποθήκευσης του βρόχινου νερού δε μπορούσαν να ανταποκριθούν στις αυξανόμενες ανάγκες. Στα 1960 αρχίζει το έργο μεταφοράς του νερού από την πηγή «Κλίμα» στην Κοινότητα Σταθέικων. Πρόεδρος της Κοινότητας ένας άνθρωπος της προόδου : ο Παναγιώτης Μπέλλος ή Πανομπέλλος. Η επιχείρηση θα διαρκέσει αρκετούς μήνες και η εθελοντική εργασία των μελών της κοινότητας θα προσλάβει επικές σχεδόν διαστάσεις λόγω της σημασίας του έργου και της ισότιμης συμμετοχής των γυναικών στην κατασκευή του. Στην περίπτωση του δικτύου ύδρευσης των Σταθέικων, η ισότιμη συμμετοχή των γυναικών δημιουργεί ένα άλλο πλαίσιο ανάγνωσης της γυναικείας εργασίας, όχι ως συμπληρωματικής της ανδρικής ή της οικογενειακής, αλλά ως μηχανισμό κοινωνικού προσδιορισμού της θέσης της μέσα στην αγροτική κοινωνία.

Είναι ίσως ένα από τα καλύτερα παραδείγματα που έχουμε, για τη μορφή και τη λειτουργία της εθελοντικής εργασίας στην Αργολίδα. Για αιώνες αυτός ο τύπος εργασίας, θα αποτελεί ένα σημαντικό μηχανισμό εμπέδωσης της κοινοτικής αλληλεγγύης αλλά και της επίλυσης του προβλήματος έλλειψης εργατικών χεριών.

 

 

Κατασκευή του αστικού χώρου και εργοστασιακή εργασία


  

Αντίθετη φαίνεται να είναι η δομή της γυναικείας εργασίας στον υπό διαμόρφωση βιοτεχνικό και βιομηχανικό ιστό της Αργολίδας ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα. Θα δούμε στη συνέχεια ορισμένα στοιχεία για το θέμα αυτό αφού προηγουμένως σκιαγραφήσουμε τον βιοτεχνικό και βιομηχανικό ιστό της Αργολίδας.

Οι παραγωγικές διαδικασίες είναι άμεσα συνδεδεμένες με τους χώρους στους οποίους αναπτύσσονται. Η αγροτική παραγωγή, για παράδειγμα, καθορίζει και τον τύπο της βιομηχανίας που θα αναπτυχθεί στην ευρύτερη περιοχή, ιδιαίτερα του Ναυπλίου, όπως είναι η κονσερβοποιία.  Ταυτόχρονα, όπως και σε ολόκληρη τη χώρα, η εσωτερική μετανάστευση αλλάζει τη δημογραφική εικόνα της Αργολίδας προς όφελος των διαμορφούμενων αστικών χώρων.

 

Εργάτριες σε συσκευαστήριο, 1966.

 

Η διάσταση αυτή είναι σημαντική για την κατανόηση φαινομένων όπως η εσωτερική μετανάστευση και η διαμόρφωση του εργατικού δυναμικού κατά περιοχή. Θα αναφέρω για παράδειγμα το γεγονός ότι μια σειρά από επιχειρήσεις που εγκαθίστανται στην περιφέρεια των πόλεων βρίσκονται σταδιακά στο κέντρο σχεδόν του αστικού ιστού. Είναι κλασική η περίπτωση της οδού Πειραιώς που συνδέει τον Πειραιά με την Αθήνα. Στα αστικά κέντρα της Αργολίδας παρουσιάζεται[3], τηρουμένων βεβαίως των αναλογιών, το ίδιο φαινόμενο όπως στις περιπτώσεις των βιομηχανιών ψύχους Λέκκα και Καράμπελα ή ακόμα της Βιομηχανίας Αεριούχων ποτών «Παλίρροια», η οποία τελικά δεν θα μπορέσει να λειτουργήσει ξανά στη δεκαετία του ’90 λόγω των αντιδράσεων των περιοίκων[4]. 

Σχετικά με τον τύπο των δραστηριοτήτων, μερικά στοιχεία είναι ενδεικτικά του επιχειρηματικού προσώπου που διαμορφώνει το κάθε αστικό κέντρο. Στον εμποροβιομηχανικό οδηγό του 1950 αναφέρεται ότι ο συνολικός πληθυσμός της Αργολιδοκορινθίας είναι 250.000 κάτοικοι και ότι «εκ των βιομηχανιών σπουδαιοτέρα είναι η της ηλεκτροπαραγωγής εις τα μεγαλείτερα κέντρα, τα εργοστάσια κονσερβών, κηπουρικών και λαχανικών προϊόντων του Ναυπλίου και της Αργολίδος, (…), υφαντουργεία εις το Άργος, ως καί τινα ελαιουργεία και μακαρονοποιεία».

Διαγράφεται έτσι, το επαγγελματικό προφίλ των περιοχών με τις εξειδικεύσεις τους και θα αναφερθούμε εδώ αποκλειστικά στο βιοτεχνικό – βιομηχανικό τομέα. Σε σχέση με το τέλος του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα[5], σημαντικές αλλαγές έχουν γίνει στο επίπεδο της βιοτεχνικής και βιομηχανικής παραγωγής στη μεταπολεμική περίοδο.

  • Στο Ναύπλιο και την ευρύτερη περιοχή του καταγράφονται οκτώ επιχειρήσεις στην κατηγορία «Βιομηχανίαι Κονσερβών» : «ΑΒΕΚ» (Μπολάτι), «Δήμητρα» (Κούτσι), «Κύκνος» (Δαλαμανάρα), «Μηναίος Κ.» (Ναύπλιο), «Μηναίος Κ. Υιοί» (Ασίνη), «Ξυλινάς Ιωάννης» (Κοφίνι), «Πελαργός» (Ναύπλιο), «Φίλης Ανας.-Κ.» (Ασίνη).
  • Τρεις  επιχειρήσεις στην κατηγορία «Ποτοποιεία – Αεριούχα» : Αφοι Καρώνη, Κουικόγλου Τρύφων, Πλατής Δημ.
  • Μία υφαντουργική επιχείρηση (Αφοι Γκούμα) και δυο  Σαπωνοποιίες (Τόμπρας Μενελ., Καλογερόπουλος Δ.).

Το Ναύπλιο θα αρχίσει σταδιακά, μετά από μια σοβαρή τάση αποβιομηχάνισης ιδιαίτερα λόγω της μεταφοράς του «Κύκνου», να διαμορφώνει μια νέα πολιτική και προσανατολίζεται περισσότερο προς τις υπηρεσίες και τον τουρισμό.

Το Άργος διαθέτει ένα περισσότερο βιομηχανικό προφίλ. Οι επαγγελματικές καταγραφές όμως είναι σημαντικές σε σχέση με εκείνες του Ναυπλίου γιατί επιτρέπουν να δημιουργηθεί ένας συσχετισμός μεταξύ νέων και παραδοσιακών επαγγελμάτων τα οποία επιβιώνουν ακόμα και στη δεκαετία του ’70 και παράλληλα μας παρουσιάζουν τη γεωγραφία των συναλλαγών της πόλης με τον αγροτικό χώρο.

Για παράδειγμα, στη δεκαετία του ‘50 καταγράφονται τέσσερα  συνεργεία αυτοκινήτων, έξι  καρροποιεία  και τρία σαγματοποιεία. Παράλληλα, φαίνεται μια βιομηχανική υποδομή περισσότερο διευρυμένη από άλλες περιοχές και πολυδιάστατη σε ότι αφορά το παραγόμενο προϊόν. Περιληπτικά οι επιχειρήσεις είναι οι παρακάτω :

  • Αρκετά μηχανουργεία που δραστηριοποιούνται ιδιαίτερα στον τομέα των κατασκευών (π.χ. μηχανές εσωτερικής καύσης) μεταξύ των οποίων του Λουκά Τζηβελή (Κορίνθου), Ανδρ. Τσεκέ (Δαναού), κ.α.
  • Δυο  εργοστάσια ζυμαρικών (Μπιτσαξής – Τσεκρέκος, Μπουλαμάκης Γ).
  • Δυο  Βυρσοδεψεία (Βόγλης Γ., Χειλαδάκης Κ.)
  • Δυο  Ποτοποιίες (Μαυράκης Β., Οικονόμου Χρ.)
  • Ένα εργοστάσιο αεριούχων ποτών (Αφοι Σκαρπίδη)
  • Δυο Εκκοκκιστήρια βάμβακος (Σαραντόπουλος Ηλ.- Μπόμπος Κ., Τσαγκούρης – Κολύβας)
  • Δυο Βιομηχανίες πάγου (Καράμπελας, Λέκκας)
  • Οκτώ υφαντουργικές βιομηχανίες : «Αργολίς» Γκότσης – Παπαδάκης – Μποβόπουλος, Λαλουκιώτης – Σούπας, Αφοι Μαρίνου, Αθ. Μπόνης, Νάσκος – Ρουσόπουλος – Σκλήρης, Αφοι Παζιώτα, Ρόκας – Τζωρτζόπουλος – Κεληδήνος, Υψηλάντης – Λούκας.

Η υφαντουργία θα αποτελέσει μέχρι και τη δεκαετία του ‘90 την αιχμή του δόρατος της αργειακής βιομηχανίας. Η ύπαρξη μιας σημαντικής εργασιακής εμπειρίας στην υφαντουργία (ασχολίες στα πλαίσια της οικιακής οικονομίας), έδωσε τη δυνατότητα μιας άμεσης πρόσβασης σε εξειδικευμένη εργατική δύναμη που της επέτρεψε να αναπτυχθεί ήδη από το τέλος του 19ου αιώνα.

Δεν μπόρεσε όμως να αναπτύξει παραγωγικές στρατηγικές που θα της επέτρεπαν να διατηρήσει τη θέση της σε ένα νέο καταμερισμό της εργασίας. Υπήρξε θύμα του ανταγωνισμού και της παγκοσμιοποίησης των οικονομικών συναλλαγών με αποτέλεσμα, τα εργοστάσια να κλείνουν το ένα μετά το άλλο ή, τα ελάχιστα που έμειναν και μετατράπηκαν σε βιοτεχνίες, να διατηρούν κάποια δραστηριότητα μόνο με το «φασόν». Παρά το πρόβλημα αυτό, παραμένει μια βιοτεχνική και βιομηχανική περιοχή ενώ παρατηρούνται  νέες εξειδικεύσεις (οινοποιία, μηχανολογικές κατασκευές, κλπ) με σοβαρές προοπτικές εξέλιξης.

 

Μεταλλεία

 

Σε μια άλλη περιοχή της Αργολίδας, την ευρύτερη περιοχή της Ερμιονίδας και του Κρανιδίου,  θα διατηρηθούν για μεγάλο χρονικό διάστημα οι ταρσανάδες και η ναυπηγοεπισκευαστική τους δραστηριότητα καθώς επίσης οι μύλοι και τα ελαιοτριβεία. Φαίνεται επίσης να υπάρχει μια εμβρυώδης βιοτεχνία σαπωνοποιίας χωρίς όμως ιδιαίτερα χαρακτηριστικά εξέλιξης. Υπογραμμίζω πάντως πως οι δραστηριότητες του ναυπηγοεπισκευαστικού τομέα (π.χ. στα Ναυπηγεία Κοιλάδας οι Μπασιμακόπουλος, Λέκκας, κ.α) ήταν σημαντικές για την περιοχή και διατηρούνται μέχρι και σήμερα.

Σημαντική επίσης φαίνεται πως ήταν και μια προσπάθεια στον τομέα της εξόρυξης και των μεταλλείων στην περιοχή της Ερμιονίδας ήδη από το 1905. Το 1926 αποκτά την ιδιοκτησία των μεταλλείων ο Πρ. Μποδοσάκης. Μετά τον πόλεμο του ’40 τα μεταλλεία εκσυγχρονίζονται αλλά τελικά οι στοές τους θα κλείσουν το 1978[6]. Τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται στην περιοχή μια μεγαλύτερη εξειδίκευση και ένας εντονότερος προσανατολισμός προς τον τουρισμό.

 

 

 Παράλληλα στοιχεία – Α. Γυναικεία εργασία


  

«Η πολλάς εκατοντάδας οικογενειών εκτρέφουσα αγαθή υφαντουργία ανυψώθη εις επίζηλον σημείον. Εξ αυτής τρέφεται κόσμος πολύς χορηγούσης εργασίαν εις απόρους και φιλέργους γυναίκας, οιαί είσιν αι επαρχιώτιδες και δη  αι Αργείαι. Υφαντουργεία και βαφεία ατμοκίνητα και άλλα δια των προχείρων μέσων λειτουργούντα  δίδουσι ζωήν εις τον πεινώντα κόσμον και στολίζουσι το Άργος. Πρόοδος, πρόοδος αληθής, πρόοδος πραγματική»[7].

Εργάτριες σε συσκευαστήριο, 1966.

Ακολουθώντας τη ροή της εσωτερικής μετανάστευσης ο γυναικείος πληθυσμός των πόλεων (Ναύπλιο, Άργος), αποτελεί τη μεγάλη δεξαμενή εργατικής δύναμης στις μονάδες παραγωγής της κονσερβοποιίας της ευρύτερης περιοχής του Ναυπλίου και στα υφαντουργικά κυρίως εργοστάσια του Άργους.

Από την άποψη του μεγέθους, η γυναικεία εργατική δύναμη είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτήν των ανδρών στους συγκεκριμένους κλάδους παραγωγής και ακολουθεί στην Αργολίδα την ίδια πορεία διαμόρφωσης που ακολουθεί και στην υπόλοιπη χώρα. Η γυναικεία εργασία αποτελεί ένα σημαντικό οικονομικό μέγεθος για την παραγωγική διαδικασία. Ήταν κατά πολύ φθηνότερη από την ανδρική και λειτουργούσε υποβοηθητικά για τον οικογενειακό προϋπολογισμό ή τη βοήθεια που προσέφερε σε όσους έμεναν στο χωριό. Τη θεωρούσαν πιο πειθαρχημένη και κινητική μιας και η γυναίκα «μετακινούνταν συχνά από το ένα επάγγελμα στο άλλο, γεγονός που οφειλόταν στις στρατηγικές επιβίωσης των εργατικών οικογενειών»[8], καθώς επίσης και λιγότερο επιρρεπής στο «να δημιουργεί προβλήματα στην εργοδοσία (απεργίες, κ.τ.ό)»[9]. Στο Άργος πάντως αναφέρεται ήδη στα 1933 μια μεγάλη απεργιακή κινητοποίηση εργατριών[10].

 

Β. Μαθητεία


 

 Ταυτόχρονα με την εθελοντική εργασία στον αγροτικό χώρο, ο θεσμός της μαθητείας θα αποτελέσει ένα σημαντικότατο μηχανισμό κοινωνικής και εργασιακής ενσωμάτωσης. Πρόκειται για έναν ιστορικό θεσμό στα πλαίσια της εργασίας με την ευρύτερη έννοιά της αλλά και με την εξειδικευμένη (κλάδοι παραγωγής, οικονομικές δραστηριότητες, κτλ). Ήδη στις μεσαιωνικές συντεχνίες η μαθητεία αποτελεί στάδιο της εσωτερικής ιεράρχησης και απαραίτητο βήμα για την ενσωμάτωση του ατόμου στην κοινότητα. Στη σύγχρονη εποχή η λογική της μαθητείας παραμένει η ίδια παρά τις δυσκολίες που, ανάλογα με τις εποχές, αντιμετωπίζει ο θεσμός σχετικά με τη «διαθεσιμότητα» των επαγγελματιών, τις αποδοχές, κτλ.

Ραφείο Παναγιώτη Αθανασάκου, Άργος δεκαετία 1960.

Η προφορική ιστορία των εργασιακών σχέσεων μας παρέχει αρκετές πληροφορίες για τον τρόπο οργάνωσης του θεσμού της μαθητείας. Ένας από τους καλύτερους παντελονάδες της Αργολίδας, όπως θεωρείται από συναδέλφους του κλάδου του, ο κ. Παναγιώτης Αθανασάκος, μου εξηγούσε πως η τετραετής μαθητεία του στο εμποροραφείο του Κων. Θεοδωρόπουλου (θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα της μεταπολεμικής περιόδου), ακολουθούσε συγκεκριμένα στάδια εκμάθησης και η καλύτερη μέθοδος για «να προοδέψει κανείς» ήταν να κοιτάζει από μόνος του κινήσεις και τεχνικές των καλφάδων, ώστε να μαθαίνει την τέχνη. Ο μισθός ήταν ανύπαρκτος, όπως ανύπαρκτο ήταν και το ωράριο εργασίας.

Βεβαίως, ο θεσμός θα επενδυθεί και ιδεολογικά ανάλογα με τις αξίες που επικρατούν σε κάποια περίοδο. Σε κύριο άρθρο με τίτλο : «Εργοδόται και μαθητευόμενοι», η Ασπίς του Άργους (27 Μαΐου 1962), αναδεικνύει με τον καλύτερο ίσως τρόπο την επικρατούσα ιδεολογία για το θεσμό της μαθητείας, «…οι εργαζόμενοι ανήλικοι» σημειώνει ο συντάκτης του άρθρου, «ενώ εκλιπαρούν την πρόσληψιν δια την εκμάθησιν μιας τέχνης, κατόπιν με τας διαφόρους υπέρ αυτών προστασίας, μεταβάλλονται εις αναιδείς και ουχί με διάθεσιν εργασίας, διότι ενώ αυτοί προστατεύονται αφ’ ενός και αφ’ ετέρου δύνανται οποτεδήποτε να εγκαταλείψουν την εργασίαν των, δεν προστατεύεται ο εργοδότης ο οποίος ούτε να τους εκδιώξη δύναται ούτε καν να τους επιπλήξη ή να τους υποδείξη καλλιτέραν απόδοσιν και επίδοσιν». Όμως παρά τις δυσκολίες, ο θεσμός εξακολουθεί να λειτουργεί γεγονός που αποδεικνύει τη σημασία του.

 

 

Γ. Μέσα και έξω


 

Μια σημαντική διάκριση του χώρου που οργανώνει την εργασία και δια μέσου αυτής τις κοινωνικές σχέσεις, αφορά στις δραστηριότητες που γίνονται «μέσα» σε εργασιακούς χώρους και σε εκείνες που επιτελούνται «έξω» από αυτούς. Η διάκριση επιδρά στη διαμόρφωση κωδίκων συμπεριφοράς τόσο σε επαγγελματικό όσο και κοινωνικό επίπεδο. Γι’ αυτό και η μελέτη της εργοστασιακής εργασίας με όρους πολιτισμικούς, ιδιαίτερα για τις περιόδους έντονης μετανάστευσης, μας αποκαλύπτει την ψυχολογική ένταση που προκαλούσε το νέο είδος εργασίας, η βιομηχανική πειθαρχία και ο «μέσα» χώρος, στους νέους εργαζόμενους. «Η εργοστασιακή εργασία ερχόταν συχνά σε αντίθεση με τα πολιτισμικά πρότυπα συμπεριφοράς αυτών των ανθρώπων, οι οποίοι είχαν συνηθίσει από την αγροτική ζωή τους να ελέγχουν το χρόνο της ημέρας τους, να έχουν την ανεξαρτησία τους…»[11].

Κατάστημα Τροφίμων και Τυροκομικών προϊόντων, Αφοί Ν. Πετρόπουλοι, Άργος 1956.

Παρ’ ότι χαρακτηρίζει περισσότερο τις μεσογειακές κοινωνίες και άρα, η διάσταση των κλιματολογικών συνθηκών διαδραματίζει το δικό της ρόλο, στην πάροδο του χρόνου διαμορφώνεται μια συγκεκριμένη επαγγελματική νοοτροπία που θέτει στο επίκεντρό της τη δημόσια θέα ως αναπόσπαστο κομμάτι της επαγγελματικής δραστηριότητας. Ακόμα και στις περιπτώσεις επαγγελματικών δραστηριοτήτων που δεν επιτελούνται σε αίθριο χώρο (παρά την ύπαρξη επαγγελματικής στέγης), ο «μέσα» χώρος γίνεται απόλυτα ορατός : η τζαμαρία ενός κουρείου θέτει ταυτόχρονα το όριο μεταξύ του «μέσα» επαγγελματικού χώρου και της «έξω» πραγματικότητας επιτρέποντας στη δεύτερη την απόλυτα ορατή ανάγνωση του πρώτου. Το πόσο σημαντική ήταν η κοινωνική αυτή διάσταση της εργασίας μέχρι και τη δεκαετία του ‘70, αποδεικνύεται και από την αντίστροφη σημερινή πρακτική της «κάλυψης των ορατών σημείων» ενός επαγγελματικού χώρου. Η πρακτική αυτή είναι περισσότερο αστική και ιδιωτική και χαρακτηρίζει τις κοινωνίες καπιταλιστικής ανάπτυξης ιδιαίτερα κατά την περίοδο της ανόδου των αστικών στρωμάτων. 

Η κοινωνική σύνθεση και οι μεταβολές της ακολουθώντας μακροχρόνιες διαδικασίες διαμόρφωσης, επιδρούν μεταξύ άλλων στις επαγγελματικές πρακτικές αλλά και στις χωροθετήσεις. Σημαδεύουν δηλαδή το χώρο με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά όπως για παράδειγμα η αρχιτεκτονική και η δόμηση του χώρου.

Στους ιστούς των μεγάλων πολεοδομικών συγκροτημάτων η χωροθέτηση, πραγματική και συμβολική, γίνεται ακόμα και με το διαχωρισμό μεταξύ εργατικών, μικροαστικών και μεγαλοαστικών συνοικιών. Στα μικρότερα πολεοδομικά συγκροτήματα, στις επαρχιακές δηλαδή πόλεις, η διαφοροποίηση αυτή είναι λιγότερο έντονη αλλά καθρεπτίζεται επίσης στο είδος και τη μορφή της κατοικίας καθώς επίσης και στους τρόπους με τους οποίους οργανώνονται τα μέρη του πολεοδομικού ιστού.

 

 

Δ. Ιστορία της εργασίας και Τοπική Αυτοδιοίκηση


 

Η έρευνα για τον κόσμο της εργασίας διαθέτει επίσης μια σημαντική διάσταση ως προς την ίδια την ιστορία των επαγγελμάτων. Όπως ήδη σημείωσα, μπορεί η λογική της επαγγελματικής κινητικότητας να ακολουθεί τα μεταναστευτικά ρεύματα και τις τεχνολογικές εξέλιξης, δεν αλλάζει όμως ριζικά το περιεχόμενό της. Αυτό σημαίνει πρακτικά πως ακόμα και σήμερα μπορεί κανείς να παρατηρήσει επαγγέλματα που ήδη υπάρχουν ή που ξαφνικά αναβιώνουν και χαρακτηρίζουν προ-καπιταλιστικές ή προ-βιομηχανικές περιόδους.

Ταυτόχρονα, διαμορφώνεται ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσονται οι κοινωνικές και οι εργασιακές σχέσεις, οι πολιτισμικές αντιστάσεις ή διαφοροποιήσεις, το επίπεδο του τεχνικού πολιτισμού και ο βαθμός αφομοίωσής του, οι τρόποι με τους οποίους νοούνται οι χώροι και σημαδεύονται με εργασιακούς και κοινωνικούς συμβολισμούς. Σε κάθε περίπτωση, ο κόσμος της εργασίας είναι εκείνος που καθορίζει το ανθρωπογενές περιβάλλον και το μεταλλάσσει με τις δραστηριότητές του. Με τον τρόπο αυτό διαμορφώνεται μια συγκεκριμένη ταυτότητα η οποία χαρακτηρίζει ένα πλήθος ενεργειών και δράσεων.

Μιλήσαμε για τη σημασία του θεσμού της μαθητείας, αλλά ένα άλλο σημαντικό στοιχείο που πρέπει να διερευνηθεί είναι η εκπαίδευση σε σχολές που οργανώνουν οι επαγγελματίες ή οι βιομήχανοι. Στα 1962, για παράδειγμα, διαβάζουμε σε μια ανακοίνωση της επιχείρησης «Αφοι Λεπτοκαρύδη Ο.Ε» :

«Προς τους γονείς και κηδεμόνας της περιφερείας μας γνωρίζομεν ότι : Διαπιστωθείσης της τεραστίας επιτυχίας του τμήματός μας Κοπτικής και Ραπτικής και αποδειχθέντος του σημαντικού έργου του επιτευχθέντος υπό της Σχολής μας από πάσης πλευράς, αποφασίσαμεν την πρόσληψιν και νέων μαθητριών, βέβαιοι όντες ότι προσφέρομεν εις τα συμφέροντά σας και το μέλλον των παιδιών σας ό,τι ουδείς άλλος ηδυνήθη μέχρι σήμερον.

Εξασφαλίζομεν εκμάθησιν αρίστην εις διάστημα διετίας αναλαμβάνοντες την πλήρη θεωρητικήν και πρακτικήν κατάρτισιν των μαθητριών. Παρέχομεν στέγην και τροφήν δωρεάν, υπέχοντες την ευθύνην δια την εν γένει καλήν διαβίωσίν των και την αγωγήν των» (1962).

Τα στοιχεία αυτά αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της τοπικής ιστορίας και ένα σημαντικό μέρος της έρευνας για την εθνική ιστορία του κόσμου της εργασίας. Η καταγραφή τους δεν αποτελεί ένα απλό ενθύμιο μέσα στο χρόνο, αλλά μια δύσκολη πορεία αυτογνωσίας απαραίτητης για τη διαφύλαξη των κοινωνικών δεσμών και την εξέλιξη της ίδιας της κοινωνίας. Στις σύγχρονες κοινωνίες έχουν γίνει τεράστια βήματα προς την κατεύθυνση της μελέτης και της διαφύλαξης των ιστορικών εμπειριών των τοπικών κοινωνιών. Ας ελπίσουμε πως και στη χώρα μας οι τοπικές κοινωνίες και οι υπεύθυνοι τοπικοί άρχοντες θα θεωρήσουν επίσης ως πρωταρχικό βήμα για την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξή τους, τη γνώση, το σεβασμό και το διάλογο με το παρελθόν τους.

 

Γεώργιος Κόνδης

Δρ. Κοινωνιολογίας  

 

Υποσημειώσεις


[1] Χρήστου Καραγιάννη, Αργολικόν Ημερολόγιον του έτους 1900, Άργος, 1900.

[2] Ασπίς του Άργους, 11 Οκτωβρίου 1936.

[3] Το πρόβλημα υφίσταται ακόμη και σήμερα δημιουργώντας εντονότατα προβλήματα στον οικιστικό αστικό ιστό, αλλά και με σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Το Επιμελητήριο Αργολίδας έχει ήδη ασχοληθεί με το θέμα και μια πρώτη παρουσίαση έγινε στα πλαίσια της διοργάνωσης της έκθεσης «Αργολίδα 2005». Όμως, στο θέμα της δημιουργίας βιομηχανικών πάρκων η Αργολίδα γνωρίζει απελπιστικά μεγάλη καθυστέρηση.

[4] Σχετική παρουσίαση του θέματος γίνεται σε άλλες σελίδες του χριστουγεννιάτικου ένθετου της «Αργολίδας».

[5] Μια σχετική σύγκριση μπορεί να γίνει στο επίπεδο των επαγγελμάτων σύμφωνα με τις υπάρχουσες καταγραφές. Για παράδειγμα, με τον κατάλογο των επαγγελματιών του Άργους που αναδημοσιεύει το περιοδικό «Ελλέβορος» στο αφιέρωμά του για το Άργος, τ. 11, 1994. Βρίσκουμε κάποια συνέχεια σε ορισμένα επαγγέλματα (Γ. Βόγλης, Βυρσοδέψης, 1905 και 1950), αλλά παράλληλα και πολλές αλλαγές σχετικά με τις επαγγελματικές δραστηριότητες.

[6] Ο Στ. Δαμαλίτης έγραψε ένα σημαντικό κείμενο για την ιστορία των μεταλλείων με πολλές πληροφορίες (Εφ. «Αργολίδα», Νοέμβριος, 2001), καθώς και ένα οδοιπορικό στα μεταλλεία μαζί με το δημοσιογράφο Γ. Αντωνίου (Εφ. «Αργολίδα», 6-7 Ιουλίου 2002). Οι φωτογραφίες που διέσωσαν στη μνήμη μας το χώρο των μεταλλείων ανήκουν στο φωτογράφο της Ερμιονίδας, όπως τον αποκαλούν, Στέφανο Αλεξανδρίδη. Είναι τιμή για ένα τόπο να διαθέτει τέτοιους ανθρώπους, που μόνο με την αγάπη τους διέσωσαν και διασώζουν ακόμα τις ιστορικές μας μνήμες. 

[7] Δαναός, 4 Φεβρουαρίου 1896.

[8] Για μια σύντομη αλλά εξαιρετική ανάλυση της γυναικείας εργασίας κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, στο : Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα. 1900-1922. Οι απαρχές, εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα, σ. 96-101.

[9] Ό.π., σ.97.

[10] Ανάλυση της σχετικής ειδησεογραφίας γίνεται από το Βασίλη Δωροβίνη σε άρθρο του με τίτλο «Συμβολή στην Ιστορία του συνδικαλιστικού κινήματος στην Αργολίδα. Η απεργία του 1933 στο Άργος», εφ. «Θάρρος», 10-17 Ιουλίου 1984.

[11] Ιστορία της Ελλάδας…, ό.π., σ.101.

Read Full Post »

Παραδοσιακά επαγγέλματα του Αχλαδοκάμπου Αργολίδας


  

Χάνια του Αχλαδοκάμπου


 

Δήμος Yσιών 1906

Ο Αχλαδόκαμπος από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας ήταν το κεντρικό πέρασμα του δρόμου μεταξύ Άργους – Τρίπολης. Στα χρόνια αυτά δούλευαν τα χάνια για να εξυπηρετούν τους περαστικούς αλλά και τα τούρκικα στρατεύματα που περνούσαν. Τα χάνια αυτά ήταν:

Το χάνι στο Νταούλι ήταν στην παλιά Καζάρμα και ανήκε στην οικογένεια του Αντωνόπουλου ή Ζυγούρη. Όταν ο δρόμος άλλαξε και περνούσε από τον Κολοσούρτη εγκαταλείφθηκε.

Το χάνι του Αγά Πασά στη σημερινή θέση Παλιόχανο. Ανήκε στην οικογένεια Αντωνόπουλου – Ζυγούρη. Στα χρόνια της επανάστασης έπαιξε σημαντικό ρόλο περιθάλποντας αγωνιστές αλλά και σαν σημείο συνάντησης των οπλαρχηγών.

Το χάνι Του Γαλή, στο Μονόπορι στο σημείο που έχει σήμερα η οικογένεια Γαλή κτηνοτροφική μονάδα. Ήταν σταυροδρόμι και έπιανε τους διαβάτες που πήγαιναν από το γύρο αλλά και το Παρθένι.

Το χάνι του Κουμπαρούλια, είναι στη θέση Κουμπαρούλια. Ήταν μικρό αλλά ζεστό και πρόσφερε στους περαστικούς βραστό αλλά είχε και τζάκι για τους χειμερινούς μήνες.

Τα Σκουραίικα χάνια, στο κάτω μέρος του χωριού η οικογένεια Ψυχογιού διέθετε χάνι με φαγητό και στάβλους για τα ζώα των αγωγιατών.

Τα Μαρουτσαίικα χάνια, δίπλα από τα Σκουραίικα ήταν τα Μαρουτσαίικα με την ίδια εξυπηρέτηση.

Όταν έγινε η χάραξη του νέου δρόμου από τον Κολοσούρτη και δειλά δειλά άρχισαν να περνούν τα πρώτα αυτοκίνητα συγχρόνως με τα κάρα και τα ζώα, άρχισαν να λειτουργούν νέα χάνια. Αυτά ήταν:

Το χάνι του μπάρμπα Θόδωρου,  Θεόδωρος Ψυχογιός και στην συνέχεια ο γιος του Λευτέρης έχοντας και βενζινάδικο.

Το χάνι του Κοκού, ανήκε στην οικογένεια Ανδρέα Αναγνωστόπουλου ή Κοκανδρέα. Από εκεί πέρασαν πάρα πολλοί χανιάτορες, όπως η Γιαννούλα Αναγνωστοπούλου, Χρίστος Σούλαρης ή Ντούλας, Γιάννης Σφονδύλης ή Ψα­ρής, Γεώργιος Ψυχογιός ή Τσεκούρας.

Το χάνι Πλατάνια, δούλευε σαν εστιατόριο από την οικογένεια Αναγνω­στοπούλου για παρά πολλά χρόνια. Έκλεισε όταν ο δρόμος πέρασε πάνω από το χωριό.

Το χάνι του Κουφού, ανήκε στην οικογένεια του Τάκη Αναγνωστόπου­λου ή Κουφογιαννότακη. Υπέροχη θέα του Αργολικού αλλά και σημείο ξεκούρασης των φορτηγατζήδων μετά την δύσκολη ανάβαση του Κολοσούρτη.

Όταν ο δρόμος που περνούσε μέσα από το χωριό κόπηκε για να περάσει στο πάνω μέρος, τότε άνοιξαν δύο χάνια στα Λυκάλωνα. Το πρώτο ήταν το Πολυβολείο στο κτίριο του πολυβολείου το οποίο διαχειριζόταν ο Δημήτριος Σκούμπης από Σκαφιδάκι.

Το άλλο ήταν απέναντι και το δούλευαν οι οικογένειες Ευάγγελου Αναγνωστόπουλου και Κων/νου Μπονώρη. Όλα τα προαναφερόμενα χάνια είναι κλειστά σήμερα και πολλά είναι ερείπια.

 

 

Ελαιοτριβεία


 

Όσο αυξάνονταν οι ελιές στην περιφέρεια του Αχλαδόκαμπου, τόσο η ανάγκη να βγαίνει το λάδι γρήγορα και καλό γινόταν επιτακτική. Τα ελαιοτριβεία ξεκίνησαν σιγά-σιγά να ξεπηδούν σαν μανιτάρια. O γερο-Λαγγής ο Γεραμάς είχε ένα ελαιοτριβείο χειροκίνητο και οι πέτρες γύρναγαν με άλογα. Αυτό το αγόρασε ο παπάς Αντωνόπουλος και αργότερα το κληρονόμησε ο Ελευθέριος Παπαντωνόπουλος και έκανε συνέταιρο τον Τσιφόρο. Λειτούργησε ως το 1932.

Μετά έγινε Εταιρεία Παπαντωνόπουλος – Βέρος – Κουτούζος και άλλοι αγόρασαν του Βέρου το παλιό ελαιοτριβείο, το οποίο αργότερα εκσυγχρονίστηκε και δούλευε με πετρελαιομηχανή, εκσυγχρονίστηκε σε φυγοκεντρικό αλλά σταμάτησαν να το δουλεύουν. Κάτω από του Βέρου στο κτίριο του Θρασύβουλου, άνοιξε ένα ελαιοτριβείο  Θρασύβουλος – Τζιφόρος – Γιάννης Ψυχογιός (Κουταλιανόγιαννης).Λόγω όμως δικαστικών έριδων δεν δούλεψε πολλά χρόνια και πουλήθηκε στην Ανδρίτσα.

Στου Σουκανά το μαγαζί το οποίο είναι θόλος ήταν ελαιοτριβείο το Παραβάντη και Κολόκα. Αργότερα έκλεισε και ο Παραβάντης άνοιξε μαζί με άλλους συνεταίρους της οικογένειας το Παραβαντέικο. Αυτό λειτούργησε με πετρελαιομηχανή, ο δε Σπύρος Παραβάντης (μπρούκλης) ήταν ο πρώτος που έφερε το υδραυλικό πιεστήριο, με το οποίο δούλευε μέχρι τελευταία που έκλεισε.

Ο Στρατής Ψυχογιός είχε και αυτός ένα καλό ελαιοτριβείο που λειτούργησε για πολλά χρόνια. Έκλεισε γύρω στα 1957 όταν έγινε το συνεταιρικό.

Το 1958 έγινε ένα υπερσύγχρονο συνεταιρικό ελαιοτριβείο με διαχωριστήρες και υδραυλικά πιεστήρια. Για πρώτη φορά ο Αχλαδόκαμπος έφαγε λάδι καθαρό και διαυγές. Το συνεταιρικό λειτουργεί τώρα με φυγοκεντρικό σύστημα που σημαίνει πιο γρήγορη έκθλιψη των ελιών άρα καθαρότερο λάδι καλύτερη τιμή. Το 1974 στην περιοχή Λούτσα κτίστηκε από τον Β. Σελλή, Αθ. Ντρούλια, Διαμαντή Χιώτη, Αριστ. Ντούσια σύγχρονο ελαιοτριβείο το οποίο τώρα λειτουργεί με φυγοκεντρικό σύστημα.

  

Ταβέρνες


 

Σε μια κοινωνία από φύση με ανθρώπους γλεντζέδες και καλοκάγαθους, η οποία απέχει 30 χιλιόμετρα από τις μεγάλες πόλεις φυσικό ήταν ο κόσμος να ζητά τρόπους να ξεσκάει, να γλε­ντάει, να το ρίχνει έξω όπως έλεγαν. Στην μακραίωνη ιστορία του χωριού λειτούργησαν πάμπολλες ταβέρνες – στέκια που πήγαινε ο καθένας και έπινε μισή οκά κρασί και αν δεν είχε το πενηνταράκι του έλεγε του ταβερνιάρη, γραφτό και θα δούμε. Στη συνέχεια παρατίθενται οι ταβέρνες με το όνομα του ιδιοκτήτη και το παρατσούκλι που έγιναν γνωστές.

 

• Γεώργιος Κρίγκος (Χατζάρας) λειτούργησε στο ισόγειο του σπιτιού του Σουλαρόγιαννη.

• Δημοσθένης Μιχαλάκης (Δάσκαλος) στο σπίτι που κατέχει ο χρ. Αράλης.

• Γεώργιος Π. Ντούσιας (Σουκανάς) στην αρχή είχε απέναντι από το σταθ­μό μικρομάγαζο. Από εκεί ήλθε στο χωριό και αγόρασε το κτίριο που κατέχει η οικογένεια μέχρι σήμερα. Πριν το αγοράσει ήταν ελαιοτριβείο που κατείχε ένας Παραβάντης και ένας Κολό­κας. Το έκανε ταβέρνα και επάνω έκτισε σπίτι.

• Γεώργιος Συρεγγέλας ήλθε από τα Αγιωργίτικα σώγαμπρος και έκανε περιουσία. Το μαγαζί του λειτούργησε σα μπακάλικο – ταβέρνα – τυροκομείο.

Παναγιώτης Σιαμπάνης, (Νιουκούτας).

• Θεόδωρος Χιώτης με συνεχιστή το γιο του Δημήτριο.

• Ιωάννης Σφονδύλης (Ψαρής) και Ευστράτιος Γκάβας είχαν ταβέρνα καταρχήν στο Αντωνοπουλέικο υπόγειο και μετά στο χάνι του Κοκού.

• Χρήστος Σελλής (Κοκκινόχρηστας) το καφενείο του σταθμού.

• Επαμεινώνδας Κούρτης (Παμίνης) κατ’ αρχάς είχε στο σταθμό απέναντι από τον Νταβιλά και αργότερα ήλθε στο χωριό και έκτισε δικό του και λειτούργησε μέχρι που έφυγε για την Αμερική.

• Γεώργιος I. Μαντής στην αρχή είχε ταβέρνα μπακάλικο στου Παπουτσή και αργότερα έχτισε δικό του όπου λειτουργεί από τους κληρονόμους του.

• Νικόλαος Νταβιλάς σώγαμπρος από την Δημητσάνα, τύπος κλασσικός άφησε εποχή με τα αστεία του αλλά και με τα γλέντια που έγιναν στο μαγαζί του.

• Γεώργιος Χρ. Σελλής (Γιωργάλας) το πρώτο του ήταν το χαλκείο το οποίο ονομάστηκε έτσι από τον γέρο Έμορφο. Εννοούσε ότι χαλκεύουν τις ειδήσεις δηλαδή κατασκευάζουν τα νέα κατά τη θέλησή τους.

• Γεώργιος Αργύρης (Λούπης) είχε στο υπόγειο του σπιτιού για λίγα χρόνια μια μικρή ταβερνούλα με κρεμμύδι ελιά και το κατοστάρι.

• Κων/νος Σελλής (Κω) ταβέρνα-μπακάλικο στο κτίριο του γέρο-Στράτη Ψυχογιού.

• Ιωάννης Ψυχογιός (Χαϊδακόγιαννης) στο ισόγειο και είχε τρία τραπέζια και δύο βαρέλια κρασί και κάθε βράδυ έπιναν οι φίλοι.

• Παρασκευάς Παράσχος (Τσεβάς) φραγκοράφτης, ταβερνιάρης, πτηνοτρόφος μέχρι που έφυγε οικογενειακώς για Αμερική.

• Ηλίας Σελλής (Κατσεπολιάς) ταβέρ­να στου Τσιάγκου το ρέμα. Πρώτος έφερε το ηλεκτρόφωνο να γλεντάει η νεολαία. Κατέληξε στο δικαστήριο γιατί έπαιζε το ηλεκτρόφωνο αργά την νύχτα, και ένας πατριώτης που ερωτή­θηκε από τον δικαστή είπε: «Το ‘λεγε πικρά, κύριε πρόεδρε».

• Παναγιώτης Τσεκές μικρή ταβερνού­λα στο πέρα χωριό.

• Δημήτριος I. Λαθούρης (Γριτζιάνης), όταν έφυγε από του Παπουτσή ο Γιώργης Μαντής διατήρησε ταβέρνα για αρκετά χρόνια μέχρι που έφυγε ο αδελφός του Γεώργιος για Αμερική και κράτησε του αδελφού του το μαγαζί.

• Ευστράτιος Γκάβας στου Σουκανά το μαγαζί για πολλά χρόνια.

• Γεώργιος Ψυχογιός (Τσεκούρας) κατ’ αρχήν τσαγκάρης στου Λευτέρη του Μαντή και μετά άνοιξε το χάνι του Κοκού. Από εκεί, το χάνι του μπαρμπα-Θόδωρα. Ακολούθως όταν έφυγε ο Στρατής από τον Σουκανά ανακαίνισε το κτίριο και παρέμεινε εκεί μέχρι το θάνατό του.

• Πετράκης Παναγιώτης, μικρή ταβερνούλα με το όνομα Μαρίτσα. Είχε ψιλικατζίδικο-μπακάλικο-μανάβικο.

• Μαντής Νικόλαος (Γκαρλονικολάκης) στου Παπουτσή είχε ταβέρνα για αρκε­τά χρόνια. Το καλοκαίρι έβγαζε και τρα­πεζάκια στις μουριές του Βέρου.

•Τζούρας Τάκης και Γιάννης, στην αρχή το παπουτσέικο στο σταθμό και μετά στου Γιάννη Καρβελά το ισόγειο διέθεταν άφθονο οίνον μετά ελαιών. Την Κατοχή πούλαγαν και ξυλοκάρβουνα.

• Ελευθέριος Ντρούλιας (κατσικόψοφος), στο υπόγειο του Βέρου το ελαιοτριβείο.

• Ιωάννης Ματζαβράκος (Φαρμάκης).

• Δημήτριος Ψυχογιός (Πέσης), στο ι­σόγειο του σπιτιού του είχε ταβερνάκι και κάπου-κάπου έψηνε καμιά γουρνοπούλα.

• Ανδρέας Ντρούλιας, πρώτα είχε μαζί στου Καρβελά Ιωάννη μετά στου κουνιάδου του Παναγιώτη Τζούρα, εν συνεχεία κατέβηκε στον Παρασκευά Πα­ράσχου και στην συνέχεια εγκαταστάθηκε στου Φαρμάκη μέχρι θανάτου του.

• Τζιφόρος Στέλιος στο υπόγειο του σπιτιού του.

• Βασίλειος Χωματάς (Μπίλης), ταβέρ­να – μπακάλικο.

• Σπύρος Σελλής (Κουτσοσπύρος), άλλη μια ταβέρνα που δούλευε εποχιακά. Μετά την Κατοχή δεν δούλεψε για πολύ και πέρασε και αυτή στο περιθώριο.

 

Μηχανές Καθαρισμού του Σιταριού


 

Λόγω του ότι στο σιτάρι μέσα υπήρχε το ζιζάνιο ήρα και οι άνθρωποι και τα ζώα όταν έτρωγαν ζαλίζονταν, ορισμένοι κάτοικοι του χωριού αγόρασαν μηχανές καθαρισμού «για να ξεχωρίζουν την Ήρα από το σιτάρι», τις οποίες χρησιμοποιούσαν επαγγελματικά στον καθαρισμό. Πρώτος ήταν ο Παπαντωνόπουλος Ελευθέριος, ο οποίος λέγεται ότι πήγε στην Λάρισα να την φέρει. Ακολούθησαν δε οι Κων/νος Αθανασούλιας, Νι­κόλαος Στέργιος, Ιωάννης Καρβελάς (Μαλιόγιαννης)

 

Τυροκομεία


 

Κτηνοτροφία

Τα μεγάλα δάση που υπάρχουν στην περιφέρεια Αχλαδοκάμπου ευνοούν την κτηνοτροφία. Πριν από τον Β’  Παγκόσμιο Πόλεμο είχε γύρω τις 50.000 γιδοπρόβατα. Στα χρόνια της κατοχής από την πείνα και τις αρπαγές έμειναν γύρω στις 10.000. Το 1960 είχε γύρω τις 20.000. Η ανάγκη του κτηνοτρόφου, λόγω έλλειψης μεταφορικού μέσου να διαθέσει το γάλα του, επέβαλε σε πολλούς τυροκόμους να φτιάξουν τα τυροκομιά τους κοντά στις κτηνοτροφικές μονάδες. Τέτοια μεγάλα τυροκομεία ήταν στα Νερά του Σπυρόγιωργη όπως τον έλεγαν και είχε τυροκόμο τον Βασίλη Κρίγκο. Την διαχείριση δε του τυροκομείου την είχε ο Γεώργιος Σελλής (Τσιγκογιώργης).

Άλλο τυροκομείο ήταν στο χάνι του Κουμπαρούλια, το οποίο διαχειριζόταν ο Γεώργιος Παραβάντης (Λουμπογιώργης). Ο Γεώργιος ο Συρεγγέλας ίσως είχε το μεγαλύτερο τυροκομείο στο σπίτι του στη σημερινή πλατεία. Σε αυτόν έφερναν οι κτηνοτρόφοι και το τυρί πηγμένο με το τυρόξυλο. Βέβαια από όλους τους μεγάλους τυροκόμους υπήρχε τρομερή εκμετάλλευση διότι δεν υπήρχαν ψυγεία και τους έλεγαν : αν θέλεις τόσο η οκά αλλιώς βρες αλλού.

Ο Ανδρέας Ντρούλιας με τον Πα­ναγιώτη Τζούρα είχαν τυροκομείο στου Παν. Τζούρα το σπίτι.

Όταν άνοιξε το συνεταιρικό τυροκομείο όλα όσα υπήρχαν έκλεισαν και λειτούργησε αυτό για κάμποσα χρόνια. Αργότερα έκλεισε για διάφορους λόγους και από τότε το γάλα το δίνουν σε διάφορους τυροκόμους εκτός Αχλαδοκάμπου.

 

Πτηνοτροφεία


  

Τη δεκαετία του ’60 υπήρχε μεγάλη ζήτηση στην Ελλάδα σε αυγά και κοτόπουλα. Οι τράπεζες έδιναν εύκολα δάνεια σε όσους ήθελαν ν’ ανοίξουν πτηνοτροφείο. Όταν όμως σταμάτησε η αγορά να ζητά, άρχισε η αντίστροφη μέτρηση γι’ αυτούς που είχαν πάρει δάνεια. Δεν υπήρχε εισόδημα άρα και τρόπος πληρωμής του δανείου. Περισσότεροι από αυτούς αναγκάστηκαν και ξενιτεύτηκαν στην Αμερική για να γλιτώσουν τα ακίνητα που είχαν βάλει υποθήκη.

 

Ηλίας Σελλής – Κατσεπολιάς

Απόστολος Γκαμίλης – Τράκας

Χρήστος Παναγάκης – Μαούνας

Δημήτριος Μερίκας

Παναγιώτης Ντρούλιας – γιατρός

Γεώργιος Ντούσιας – Ζολογιώργης

Αντώνιος Αντωνόπουλος – Σπυράντωνας

Δημήτριος Λάμπρος – Λόντος

Βασίλειος Ντρούλιας

Παρασκευάς Παράσχος – Αντριανοτσεβάς

Ελευθέριος Μαντής

 

Εμπορικά


  

Από έλλειψη μεταφορικών μέσων τις ανάγκες του χωριού σε υφάσματα και άλλα είδη εμπορίου τα κάλυπταν τα εμπορικά μαγαζιά των:

 Βασίλη Σιαμπάνη

Ιωάννη Αρ. Ντούσια (Εμπορόγιαννης)

Νικ. Σελλή (Τσαγκαρόνικας)

Κων/νου Μπονώρη (Κωστέλης)

  

Αλωνιστικές μηχανές


 

Η συνεχής αύξηση της παραγωγής σιτηρών και επειδή ο αλωνισμός στα αλώνια ήταν απαρχαιωμένος αγοράστηκαν αλωνιστικές μηχανές για γρήγορο και καλύτερο αλωνισμό. Την πρώτη μηχανή αγόρασε ο Νίκος Φλεβάρης , Παπαντωνόπουλος Ελευθέ­ριος και ο Καλκούνος. Όταν αυτή πάλιωσε ο Φλεβάρης αγόρασε μόνος μια και συνέχισαν τα παιδιά του. Αργότερα αγοράστηκε από τον Χρήστο Γαλή και Θανάση Καμπούρο.

Ο Θανάσης Ντρούλιας με τον Αρι­στείδη Ντούσια αγόρασαν αλωνιστική μηχανή την οποία δούλεψαν αρκετά χρόνια. Τώρα αναπαύεται κοντά στο νεκροταφείο και θυμίζει ότι εκεί ήταν η μεγαλύτερη στάση αλωνιστικής μηχανής με τον μπάρμπα Γιαννάκο φύλακα.

 

Μύλοι


  

Το σιτάρι έπρεπε να αλεστεί, νερό υπήρχε για να γυρίσει νερόμυλους, για το λόγο αυτό φτιάχτηκαν πολλοί από αυτούς. Όπως του Παπαντωνόπουλου Ελευθερίου μαζί με τον Πάνο τον Καγκλή, του Χατζάρα ο Μύλος μαζί με τον Παναγιώτη Φιφλή. Του Κατσιάμη ο μύλος, Αθαν. Κατσικαντάμης και αργότερα συνέταιρος ο Αντ. Σκούμπης. Του Λούπη ο μύλος. Αγοράστηκε από τον Γ. Αργύρη (Λούπη), Γεώργιο Σελλή (Τσιγκογιώργη) από την Μονή των Βαρσών.

Του Μελιόκωτσα ο μύλος ανήκε στον Νάτσιο και Τσιάγκο (Παναγάκης Κώστας). Από αυτούς το αγόρασε γύρω στο 1930 ο Μελιόκωτσας και έβαλε μυλωνά τον Γεώργιο Μερίκα, ο οποίος με το μυαλό που διέθετε κατάφερε να φτιάξει με την φτερωτή του μύλου κορδέλα να σχίζει ξύλα. Επίσης με μια γεννήτρια και αυτή με την φτερωτή φώτιζε όλες τις εγκαταστάσεις και τον περίβολο του μύλου. Ένας ακόμη μύλος είναι ο παλιόμυλος που χρονολογείται από τους βυζαντινούς χρόνους. Στο πλατάνι υπάρχουν υπολείμματα μιας κρέμασης από μύλο άγνωστης χρονολογικής περιόδου. Στο πέρα χωριό πάνω από την Αγία Κυριακή οι κάτοικοι του πέρα χωριού είχαν φτιάξει ένα μικρό μύλο για τις ανάγκες τους. Επειδή το νερό ήταν λίγο είχαν φτιάξει δεξαμενή που το μάζευαν για να μπορούν να αλέσουν άνετα.

 

Σαμαράδες – Σαμαρτζήδες


 

Πριν από την έλευση των τρακτέρ και των αυτοκινήτων τις αγροτικές εργασίες τις έκαναν τα ζώα, άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια και πιο παλιά βόδια. Τα ζώα αυτά είχαν ανάγκη από τα σαμάρια. Το χωριό πριν το 1940 πρέπει να είχε γαϊδουρομούλαρα και άλογα πάνω από 800. Με την επίταξη από τον στρατό ο αριθμός μειώθηκε αισθητά. Μετά τον πόλεμο άρχισε πάλι ο αριθμός να αυξάνει είτε από αγορά στο πανηγύρι της Τεγέας είτε από αυτά που έστειλαν οι συγγενείς των Αμερικανών.

Πρώτος και καλύτερος σαμαρτζής ήταν ο Γιώργης Μερίκας. Άλλος ήταν ο Γιώργης Μαντής (Γκάρλας). Αργότερα ήλθε σώγαμπρος από το Καστρί, ο Χρήστος Περεντές, ο οποίος ήταν εξαιρετικός μάστορας και σαμάρωσε τα τελευταία ζώα του χωριού.

Ο Αντώνης Γκαμίλης συγχρόνως με το ξυλουργικό επάγγελμα ασχολήθηκε με την τέχνη του σαμαρτζή. Ο Γιάννης Μπόγρης καλός μάστορας δούλευε στο υπόγειο του Χιώτη για αρκετά χρόνια μέχρι που έφυγε για την Αυστραλία. Τώρα τη θέση των ζώων έχουν πάρει τα μηχανοκίνητα. Την θέση των σαμαρτζήδων τα συνεργεία και την θέση του παχνιού τα βενζινάδικα.

  

Κεραμοποιείο


 

Στην Πηνίκοβη για μερικά χρόνια λειτούργησε κεραμοποιείο για την κατασκευή μόνο κεραμιδιών. Ιδιοκτήτης ήταν ο γερο – Πάνος Αντωνόπουλος. Λόγω όμως της κακής ποιότητος του χώματος δεν μπόρεσε να προχωρήσει η επιχείρηση και έκλεισε. Όταν ρώτα­γαν τον γερο – Πάνο αν είναι γερά τα κεραμίδια έλεγε: «Για το καλοκαίρι είναι καλά, το χειμώνα θέλουν σκέπασμα».

 

Τελάλης


 

Πριν έλθει το ρεύμα στο χωριό και πριν τοποθετηθεί μικροφωνική συσκευή στην εκκλησία με μεγάφωνο στο καμπαναριό, υπήρχε ο τελάλης του χωριού και ήταν ο Βασίλης Ανα­γνωστόπουλος (Αρνάδας). Όταν υπήρχε ανακοίνωση έβγαινε στου Βέ­ρου τις μουριές με το χωνί και φώναζε «Ακούστε ρε, ο τάδε έχασε μια προβατίνα» ή ότι υπήρχε μια ανακοίνωση του προέδρου για προσωπική εργασία ή ακόμη του νεροκράτη να ποτίσουν τα αραποσίτια.

Μετά τον πόλεμο το «ρε» αντικαταστάθηκε με το ευρωπαϊκό «Κύριοι». Ήταν τόσο σημαντικός ο τελάλης που ρώταγαν αν το τάδε νέο, το είπε το χωνί; Ο τελάλης πληρωνόταν σε είδος. Μετά τον αλωνισμό γύρναγε στο χωριό με το γαϊδουράκι και έπαιρνε από κάθε σπίτι ένα σακουλάκι σιτάρι ιδίου μεγέθους από όλους. Πολλοί ήταν τόσο φτωχοί που δεν είχαν ούτε αυτό το σακουλάκι. Ο γερο-Βασίλης το παράβλεπε και έφευγε.

  

Τσιπουριστές


 

Τα αμπέλια στο χωριό πολλά, τσιπουριές λίγες. Οι γείτονες έπαιρναν ο ένας του άλλου την τσιπουριά αλλά και πάλι δεν πρόφταιναν. Ο Θανάσης Παράσχος ή Σιούλης και ο Σπύρος Φλούτσης ή Συνεργείο ανέλαβαν την εποχή του τρύγου να γυρνούν στο χωριό με την τσιπουριά πάνω στο γαϊδούρι να τσιπουρίζουν τα σταφύλια. Ποιος δεν θυμάται τα αστεία με τον Θανάση ή ποιος δεν θυμάται τα ποιήματα του Θανάση τα τραγούδια του, τα τροπάρια.

Αυτές οι εποχές έφυγαν χωρίς επιστροφή. Ο ρομαντισμός τα καλαμπούρια έδωσαν τη θέση τους στην «Λάμ­ψη», «Καλημέρα ζωή» και τόσες άλλες σαπουνόπερες της τηλεόρασης.

 

Αγανωτές – Φαναρτζήδες


 

Τα πιο παλιά χρόνια οι άνθρωποι για να τρώνε χρησιμοποιούσαν τα ξυλοκούταλα και τις τσανάκες για πιάτα, τα σαγόνια και τα πήλινα τσουκάλια για κατσαρόλες. Αργότερα έφτιαχναν τα χαλκώματα για κουζινικά σκεύη τα οποία έπρεπε από μέσα να τα περνούν με καλάι ή κασσίτερο όπως το λένε, για να μην είναι δηλητηριώδη. Τα κουτάλια – πιρούνια – μαχαίρια ήταν από λαμαρίνα σκληρή, η οποία έπρεπε για να μην σκουριάζει να βαφτεί με καλάι. Τη δουλειά αυτή την είχαν αναλάβει οι αγανωτήδες, οι οποίοι είχαν ειδικά εργαλεία που αγάνωναν τα μαχαιροπήρουνα και ειδικό καμίνι για το αγάνωμα των χαλκωμάτων.

Στο χωριό έρχονταν πλανόδιοι αγανωτές, οι οποίοι έμεναν σε ένα σπίτι και γύρναγαν στο χωριό και μάζευαν τα χαλκώματα. Τα πιο δύσκολα ήταν τα καζάνια τα οποία ήθελαν μεγάλη φωτιά και γρήγορο πέρασμα με το καλάι. Οι ίδιοι αγανωτές πολλές φορές ήταν και φαναρτζήδες όπως τους έλεγαν, γιατί έφτιαχναν φανάρια λαδιού λαδικά, χωνιά, τρίφτες και άλλα. Εκτός από τους πλανόδιους στο χωριό ήταν μόνιμος μέχρι το θάνατό του ο Σπύρος Φλούτσης (συνεργείο). Άλλος ήταν ο Βασίλης Τσιάλτας ο οποίος έμεινε για μερικά χρόνια και αργότερα έφυγε.

 

Ξυλουργοί


 

Ξυλουργούς καλούς είχε το χωριό μας που δούλευαν το ξύλο με μεράκι και μαεστρία. Έσχιζαν τα ξύλα με τον καταράχτη, τα πλάνιζαν με την χειροπλάνη, τα σκάλιζαν με το σκαρπέλο και όλα αυτά γιατί αγαπούσαν το ξύλο και μίλαγαν με αυτό.

Ο Γιώργης ο Μερίκας στου Μελιόκοτσια το μύλο προσπάθησε να φτιάξει καινούρια τεχνολογία φτιάχνοντας κορδέλα με την φτερωτή του μύλου. Τα κατάφερνε για αρκετά χρόνια αλλά τα χρόνια είχαν βαρύνει τους ώμους του και δεν δούλεψε πολύν καιρό.

Ο Μέγγος ο Κώστας, άριστος τεχνίτης. Ο Μυτηλινός Κώστας, ξεκίνησε κοντά στον Μερίκα ξυλουργός αλλά αργότερα έγινε εργολάβος οικοδομών.

Ο Σταύρος Γκαμίλης, γνώστης της τέχνης προσπαθώντας να τα φτιάχνει γρήγορα πολλές φορές έκανε λάθη. Πολλά αστεία λέγονταν από το στόμα του τα οποία ίσως δεν ξεχαστούν ποτέ. Ο Αντώνης Γκαμίλης, πρώτος έφερε τα καινούρια μηχανήματα ξυλουργού τα οποία τα κινούσε πετρελαιομηχανή λόγω του ότι δεν είχε έλθει στο χωριό το ρεύμα. Κοντά του έμαθαν την τέχνη του ξυλουργού και ασκούν το επάγγελμα ακόμη οι Γεώργιος Κω­στάκης (Ρήγας), Κώστας Στέργιος, Δια­μαντής Κατσούδας. Μαζί με τον Αντώνη Γκαμίλη δούλευε και ο αδελφός Παναγιώτης που αργότερα έφυγε από το χωριό και εξάσκησε το επάγγελμα του ξυλουργού στην Αθήνα.

 

Λιθαράδες


 

Τα πρώτα πέτρινα σπίτια του χωριού χτίστηκαν από Λαγκαδιανούς τεχνί­τες. Σιγά – σιγά όμως οι πρώτοι Αχλαδοκαμπίτες τεχνίτες, χτίστες λιθαριού έκαναν την εμφάνισή τους.

Πρώτα έχτισαν τα δικά τους σπίτια και μετά κατ’ επάγγελμα. Ο Ζιολοβασίλης, Βα­σίλειος Ντούσιας, ήταν από τους πρώτους λιθαράδες. Ο μπάρμπα Μήτσος ο έμορφος υπέροχος λιθοξόος (πελεκητής λιθαριού). Ακόμα θαυμάζουμε τα αγκωνάρια στο σπίτι του. Η αυλή του, τα πέτρινα τραπέζια του, όλα αυτά δικά του κατασκευάσματα. Ο Νικόλαος Παράσχος, (Καλιάνας) πελεκητής αγκωναριών.

Αυτός τους χειμερινούς μήνες που δεν υπήρχαν αγροτικές δουλειές πήγαινε με τα γαϊδουράκια και έβγαζε δέκα-δέκα λιθάρια και τα πήγαινε στο σπίτι του στο υπόγειο. Εκεί τα πελέκαγε, τα έκανε αγκωνάρια και τα έβαζε στην άκρη. Την άνοιξη που άνοιγαν οι δουλειές όπως έλεγαν πούλαγε τα αγκωνάρια στους ιδιοκτήτες που ήθελαν να χτίσουν σπίτι. Την τέχνη αυτών των δύο μαστόρων του Έμορφου και του Καλιάνα δεν την έμαθε κανένας τόσο καλά.

Άλλοι χτίστες που άφησαν εποχή στο χωριό ήταν ο Ανδρέας Ντούσιας, Πα­ναγιώτης Ντούσιας, Γεώργιος Λαθούρης, Βαγγέλης Θωμάς, Βασίλης Τσερμπές, Παναγιώτης Μαντής, Γιάννης Καζακλής, Αναστάσιος Αναγνωστόπου­λος (Ντούβρης). Αυτοί ήταν η νεότερη γενιά χτι­στών τους οποίους παραγκώνισε η τεχνολογία του τούβλου και του τσιμεντόλιθου. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τα καλαμπούρια που γίνονταν από αυτούς τους ανθρώπους όταν έχτιζαν ένα σπίτι. Όλη η γειτονιά στο πόδι για να ακούσουν τι θα πουν να το μεταβιβάσουν στους άλλους.

  

Κοφινάδες


 

Οι ανάγκες των αγροτικών εργασιών και κυρίως η συγκομιδή αγροτικών προϊόντων τώρα καλύπτονται από μηχανικά μέσα δηλαδή τελάρα ξύλινα, κλούβες πλαστικές, τελάρα χάρτινα και άλλα. Τα παλιά χρόνια τις αγροτικές ανάγκες τις κάλυπταν με τα καλάθια, κοφίνια όπως τα έλεγαν.

Τα κοφίνια άρχιζαν από μικρά τα αυγοκόφινα, τα πανέρια, τα λιθαροκόφινα, τα χεροκόφινα, τα πολυτάρια ή κόφες που ήταν και πιο διαδεδομένα και χρησιμοποιούντο για τον τρύγο κυρίως. Οι ψωμοκοφίνες ήταν κοφίνια σε σχέδιο πιθαριού με καπάκι πλεκτό και έβαζαν μέσα το ψωμί. Ακόμα οι κοφινάδες έπλεκαν και τις μεγάλες γυάλινες μποτίλιες, νταμιζάνες, για να μη σπάζουν. Το επάγγελμα του κοφινά ήταν στο χωριό οικογενειακή παράδοση. Από γενιά σε γενιά η τέχνη διαδιδόταν μέχρι που σταμάτησε τελείως το πλέξιμο και μόνο ερασιτεχνικά τώρα ασχολείται κανένας από αυτούς τους παλιούς κοφινάδες.

Οι κοφινάδες το χειμώνα έκοβαν τα καλάμια από τα ποτάμια και τα έδεναν δεμάτια για να ξεραθούν. Τις βέργες τις έκοβαν από καναπίτσες μετά τον Ιούλιο τις ξεφύλλιζαν και τις άπλωναν στον ήλιο να ξεραθούν και αυτές για την επόμενη χρονιά. Το πλέξιμο των κοφινιών άρχιζε εντατικά μετά τον θέρο και αλωνισμό, μέχρι το τέλος του Σεπτέμβρη που τελείωνε και ο τρύγος και δεν είχαν περάσει τα κοφίνια. Τα παλιά χρόνια κάθε Σάββατο οι κοφινάδες του χωριού πήγαιναν τα κοφίνια στην Τρίπολη στο παζάρι για πούλημα. Στην αρχή πριν κυκλοφορήσουν τα φορτηγά αυτοκίνητα τα πήγαιναν από βραδύς με τα άλογα – μουλάρια – γαϊδούρια, ό,τι είχε ο καθένας. Αργότερα τα πήγαιναν στου μπάρμπα-Θόδωρου το χάνι και πέρναγαν τα φορτηγά και αντί ναύλου τα μετέφεραν στην Τρίπολη.

Οι οικογένειες που για γενιές άσκησαν το επάγγελμα του κοφινά και με αυτό το επάγγελμα μεγάλωσαν παιδιά έκαναν και περιουσία είναι:

Οι Στεργαίοι: το επάγγελμα η οικογένεια αυτή το ασκούσε μετά τα χρόνια της τουρκοκρατίας μέχρι την δεκαετία του 70. Κύριος τόπος εργασίας ήταν η Πηνίκοβη που το συνδύαζαν με την καλλιέργεια αραποσιτιού και περιβολιών.

Οι Γκαβαίοι ανήκαν στην οικογένεια Διολίτση. Όταν ξεχώρισαν από τους Διολιτσαίους με το όνομα Γκάβας άρχισαν να ασχολούνται με τα περιβόλια – αραποσίτια και το πλέξιμο των κοφινιών στη Φλεβίτσα. Εκεί έ­χτισαν πέτρινο καλύβι και πέτρινη στέρνα, για να μουσκεύουν τις βέργες και τα καλάμια και τους θερινούς μήνες έμεναν κυρίως εκεί οικογενειακώς.

Άλλη οικογένεια είναι οι Μπετσαίοι. Από το γέρο-Χρίστο το Μπέτσιο και πιο μπροστά, όλη η οικογένεια αρσενικοί και θηλυκοί ασκούσαν το επάγγελμα του κοφινά συγχρόνως και με άλλες ασχολίες. Οι Μπετσαίοι έπλεκαν στο σπίτι τους στο πέρα χωριό. Εκεί έξω στην αυλή κάτω από την σταφύλια για ίσκιο από το φώτημα της ημέρας μέχρι που βάραγε ο εσπερινός δεν σταμάταγε το εργοτάξιο «Μπέτσιος και υιοί» να δουλεύει.

Η οικογένεια Μαντή και αυτοί στο πέρα χωριό ασκούσαν το επάγγελμα. Λεπτολόγοι στην δουλειά τους πού­λαγαν πιο εύκολα τα κοφίνια γιατί όχι ότι ήταν πιο γερά απλά ήταν πιο όμορφα και ντελικάτα. Ο Θοδωρής ο Σταυράκης έφτιανε και αυτός κοφίνια άλλα ήταν μόνος του και δεν μπορούσε να φέρει βόλτα όλες τις υποχρεώσεις του κοφινά.

Κοφινάς σήμαινε εγκαταλείπω για μήνες τις άλλες αγροτικές εργασίες και καταπιάνομαι μόνο με αυτό. Τότε υπήρχε έξαρση στο φύτεμα ελιών. Αν δεν είχες ανθρώπους να ποτίζουν τις ελιές το καλοκαίρι και εσύ να πλέκεις κοφίνια, πάνε οι ελιές ξεράθηκαν.

Οι Καμπουραίοι και αυτοί μεγάλη φαμελιά. Δούλευαν τη δουλειά του κοφινά με μεράκι. Γι’ αυτό τους χειμερινούς μήνες μετά το μάζεμα των ελιών αυτοί στο υπόγειο του σπιτιού τους έπλεκαν κοφίνια και τα πούλα­γαν το καλοκαίρι. Σταμάτησαν και αυτοί μαζί με όλους τους άλλους.

 

Ράφτες


 

Μετά την φουστανέλα, την πουκαμίσα, το συλάχι και τα τσαρούχια η μόδα άλλαξε. Ήλθαν οι φράγκικες στολές και οι ράφτες που έφτιαχναν αυτές τις στολές λέγονταν φραγκοράφτες. Αυτοί ήταν:

 

Ιωάννης Καρβελλάς (μοδίστρας)

Βαγγέλης Κ. Σελλής

Δημήτριος I. Ντρούλιας

Παρασκευάς Παράσχος

Ιωάννης Μαρούτσος

Γεώργιος Αναγνωστόπουλος (Αρνάδας)

Με τη βιομηχανοποίηση και την ομαδική παραγωγή ρούχων, το επάγγελμα έπαψε να υπάρχει για να μπορεί κάποιος να βγάλει μεροκάματο. Για το λόγο αυτό είτε ξενιτεύτηκαν, είτε σταμάτησαν να ράβουν αλλάζοντας επάγγελμα.

 

Μυλωνάδες


 

Οι μύλοι για να δουλέψουν χρειάζονταν και τους ειδικούς μυλωνάδες. Η δύσκολη δουλειά του Μυλωνά ήταν το τρόχισμα της πέτρας, το καλαμάτισμα. Όσο καλύτερα ήταν τροχισμένη η πέτρα τόση περισσότερη ποσότητα σιταριού άλεθε οπότε έπαιρνε περισσότερο ξάι και μεγαλύτερο μεροκάματο. Μυλωνάδες δούλεψαν οι:

Παπαντωνόπουλος Ελευθέριος

Πάνος Καγκλής

Κρίγκος Γεώργιος (Χατζάρας)

Φιφλής Παναγιώτης

Θανάσης Κατσικαντάμης

Γεώργιος Κριτσικαντάμης

Αντώνιος Σκούμπης

Χρήστος Σελλής Κοκκινόχρηστος

Ισαάκ & Άνθιμος καλόγηροι Βαρσών

Μυτηλινός Γ. πρόσφυγας από Μ. Ασία

Μυτηλινός Κων/νος

Ντρούλιας Γεώργιος

Κων/νος Αναγνωστόπουλος

Όταν η τεχνολογία είχε προχωρήσει η οικογένεια Φλεβάρη εγκατέστησε κυλινδρόμυλο ο οποίος άλεθε το σιτάρι και έβγαζε τα πίτουρα ξεχωριστά. Οι νερόμυλοι έκλεισαν, έμεινε μόνο του Κατσιάμη ο μύλος να αλέθει μπουλουγούρι για γλυκό τραχανά. Αργότερα εγκαταλείφτηκε στην φθορά του χρόνου. Του Φλεβάρη ο κυλινδρόμυλος δεν δούλεψε πολλά χρόνια για διάφορους λόγους.

  

Σιδεράδες


 

Ένας κλασικός σιδεράς (γύφτος) που ήταν στο χωριό με το αμόνι του, την φυσούνα, τις τσιμπίδες, τα σφυριά του ήταν ο Κώστας Ντούσιας ή Ενενήντα – εννιάς. Δεν θα υπήρχε αγρότης που να μην είχε ατσαλώσει το υνί του αλετριού, το ξυνιάρι, τον κασμά. Αν καμιά φορά δεν πετύχαινε το βάψιμο του υνιού την άλλη μέρα το ξαναπήγαιναν για ατσάλωμα αλλά και για παράπονα. Αυτός με το καλαμπούρι του τους έλεγε: Μήπως οργώσατε σε λιθάρια; εγώ τα ατσαλώνω μόνο για χώμα.

Όμως πολλά χωράφια στο χωριό μόνο χώμα δεν είχανε και αυτό το ήξερε ο μπαρμπα – Κώστας και γι’ αυτό τους το έλεγε. Οι φουρνελάδες ατσαλώνανε τις παραμάνες, οι χτίστες τα σφυριά και τα καλέμια. Όταν δεν είχε άλλη δουλειά έφτιαχνε βαριές και σφυριά. Τώρα τα υνιά τα αγοράζουν έτοιμα και δεν θέλουν ατσάλωμα όχι για τα αλέτρια των ζώων αλλά των τρακτέρ.

 

Τσαγκάρηδες


 

Πολλά επαγγέλματα ήταν στο χωριό για να καλύψουν τις ανάγκες του αυξανόμενου πληθυσμού. Υπήρξαν πολλοί δάσκαλοι στο είδος τους και κοντά τους έγιναν και πολλοί μαθητές καλύτεροι από αυτούς. Όμως η τεχνολογία και η σταδιακή μείωση του πληθυσμού λόγω ξενιτεμού αλλά και της αστυφιλίας συνέβαλαν στην εξαφάνιση πολλών επαγγελμάτων μετά τον θάνατο των πρωτομαστόρων ή των διδαξάντων το επάγγελμα.

Τέτοια επαγγέλματα ήταν οι τσαγκάρηδες οι οποίοι όχι μόνο έφτιαχναν παπούτσια πολυτελείας αλλά επισκεύαζαν με καινούριες σόλες και φόλες όσα χάλαγαν. Τότε δεν ήταν εύκολο για τους φτωχούς συμπατριώτες να αγοράζουν καινούρια παπούτσια. Έχουμε το γεγονός ότι πολλοί γίνονταν γαμπροί με δανεικά παπούτσια ή αν ήθελαν να πάνε στο ‘Αργος για καμιά δουλειά σοβαρή έπαιρναν δανεικά τα παπούτσια του γείτονα ή του φίλου.

Οι τσαγκάρηδες που δούλεψαν στον Αχλαδόκαμπο ήταν:

 Σταματέλος Παναγιώτης

Στέργιος Κωνσταντής

Σελλής (Νίκος Τσαγκαρονίκας)

Ψυχογιός Ιωάννης (Χαϊδάς)

Μπονώρης Μήτσος

Σελλής Πέτρος (Πετράν)

Αντωνόπουλος Ανδρέας (Μπατζιάκας)

Μαντής Διαμαντής

Λίτσας Ιωάννης

Κούρτης Αριστείδης (Μπαρμπάκος)

Ψυχογιός Γεώργιος (Τσεκούρας)

Παράσχος Πέτρος (Ντούβαλης)

 

Κουρείς


 

Ο κόσμος ήταν πολύς. Τότε τα παλιά χρόνια το κούρεμα των ανδρών τις μεγάλες γιορτές ήταν υποχρεωτικό. Πολλοί κτηνοτρόφοι έρχονταν από τα μαντριά να κουρευτούν, να κάνουν μαζί με τους δικούς τους γιορτή και να ξαναφύγουν. Οι κουρείς είχαν ένα μικρό δωματιάκι με καρέκλα μπαρμπέρικη – καθρέφτη και τον πάγκο με τα χρειαζούμενα. Δεν έλειπε η κολόνια και το μπριγιόλ για μετά το κούρεμα.

Οι κουρείς που δούλεψαν στο χωριό επαγγελματικά ήταν: 

Βασίλειος Αναγνωστόπουλος (Αρνάδας)

Κων/νος Κάτσουδας (Μπισμπιρίκος)

Χρήστος Αντωνόπουλος (Μπατζιάκας)

Ανδρέας Ντρούλιας

Ιωάννης Σφονδύλης (Μπαρμπέρης)

 

Οργανοπαίκτες


 

Οργανοπαίκτες – Αποκριές στα αλώνια

Το γλέντι ήταν στο αίμα του Αχλαδοκαμπίτη. Σε κάθε εκδήλωση δεν έχανε την ευκαιρία να γλεντήσει, να χορέψει, να τραγουδήσει με όργανα ή και χωρίς. Πολλές φορές σε γιορτές στα σπίτια τραγούδαγαν με το στόμα και δεν ήταν λίγες οι φορές που χόρευαν κιόλας. Στα πανηγύρια, στις απόκριες στα αλώνια ή στου Μπουζντούκου με τη συντροφιά του νταουλιού, της πίπιζας ή του κλαρίνου γλένταγαν όλη νύχτα και το πρωί πήγαιναν στις δουλειές τους ανανεωμένοι και στους γάμους έδιναν το παρόν για να φέρουν τη νύφη και το γαμπρό από τα σπίτια , αλλά και μετά για το γλέντι.

Οργανοπαίκτες είχε πολλούς το χωριό. Πολλοί αυτοδίδακτοι αλλά γνωρίζοντας τον πρακτικό ρυθμό του τραγουδιού. Όργανα όχι πάντα αρίστης ποιότητας. Έβγαζαν όμως νότες σωστές από το στόμα ή το χέρι του Αχλαδοκαμπίτη οργανοπαίκτη. Θα θυμηθούμε μερικούς από αυτούς:

Γεώργιος Κρίγκος (Χατζάρας, Νταούλι)

Αθ. Ψυχογιός (Μαδούρος, μπουζούκι)

Π. Αθανασούλιας (Μπουρτζαφάνας, πίπιζα)

Παναγιώτης Κωστάκης (Ρήγας, κλαρίνο)

Γεώργιος Μερίκας (λαούτο)

Βασ. Αναγνωστόπουλος (Αρνάδας, νταούλι)

Θ. Ψυχογιός (Κουταλιανός, μπουζούκι)

Ιωάννης Γκιγκίλος (κλαρίνο)

Βασίλειος Γκανάς (κλαρίνο)

Ευάγγελος Ντρούλιας (Βαγγέλας, πίπιζα)

Γεώργιος Χρ. Σελλής (Γιωργάλας, πάτζο)

Παν. Αναγνωστόπουλος (Ντάλας, κιθάρα)

Αθαν. Κούρτης (Μπαρμπάκος, κλαρίνο)

Ιωάννης Αλέξης (Αλεξόγιαννης, κλαρίνο)

Αθαν. Ιατρίδης (Καλοθανάσης, βιολί)

Ιωάννης Λίτσας (βιολί)

Μιχάλης Μαντής (μπουζούκι)

 

Αγροφύλακες


 

Οι μεγάλες εκτάσεις της περιοχής Αχλαδοκάμπου τα πολλά αμπέλια και τα πολλά αχλάδια έπρεπε να προστατευτούν από τους άρπαγες, όπως και οι αγροτικές καλλιέργειες και η αυξανόμενη ελαιοκαλλιέργεια. Για το λόγο αυτό ο Δήμαρχος ή ο Πρόεδρος διόριζε κοινοτικούς φύλακες οι οποίοι προστάτευαν όλα τα κτήματα και από τους ασυνείδητους κτηνοτρόφους.

Αυτοί πληρώνονταν σε είδος. Δηλαδή κάθε Σεπτέμβρη γύρναγαν στο χωριό και έπαιρναν από τους νοικοκυραίους τα δραγατιάτικα τα οποία ήταν ένα σακούλι ορισμένου βάρους σιτάρι ή αραποσίτι. Αργότερα όταν το κράτος ίδρυσε την Αγροφυλακή το μέτρο σταμάτησε και διορίζονταν μόνιμοι αγροφύλακες οι οποίοι πληρώνονταν από το κράτος. Πολλοί κοινοτικοί δραγάτες διατέλεσαν για λίγο χρόνο γι’ αυτό είναι δύσκολο να καταγραφούν. Άλλοι όμως έκαναν πολλά χρόνια γι’ αυτό παρατίθενται παρακάτω:

Σαράντος Κατσίρης

Σελλής Αθανάσιος (Σκαλιθροθανάσης)

Χρήστος Σελλής (Κοκκινόχρηστος)

Δημήτριος Αναγνωστόπουλος (Μήτρος)

Αυτοί που διορίστηκαν στην Αγροφυλακή και πληρώνονταν από το κράτος ήταν:

Ρουσής Χρήστος

Μπονώρης Γεώργιος

Κούγιας Θεόδωρος (από Ανδρίτσα)

Βασίλειος Κούρτης

Δημήτριος Λάμπρος

Πηγή


  • Αδελφότητα Αχλαδοκαμπιτών «Άγιος Δημήτριος» 1905-2005, «100 Years of Life and Activity», Έκδοση 2005.

 

Διαβάστε ακόμα:

Read Full Post »

Μέρμπακα (Αγία Τριάδα Αργολίδας)


 

Το Μέρμπακα (επίσημη σημερινή ονομασία: «Αγία Τριάδα») είναι ένα ιστορικό χωριό, που βρίσκεται στην Επαρχία Ναυπλίας του Νομού Αργολίδας. Ο ταξιδιώτης το βρίσκει στο δρόμο του όταν ξεκινήσει από την πρωτεύουσα του Νομού, το Ναύπλιο, και κατευθυνθεί –μέσα από τον Αργολικό κάμπο- προς την αρχαία πόλη των Μυκηνών.

Απέχει 10 χλμ. από το Ναύπλιο και 8 χλμ. από το Άργος. Την ονομασία του λέγεται πως την πήρε από τον Λατίνο Επίσκοπο της Κορίνθου Wilhelm von Moerbeke, που είχε για κάποιο διάστημα την έδρα του στο Μέρμπακα (δεύτερο μισό του 13ου αι.).

  

Το όνομα


 

O Ναός της Αγίας Τριάδος, Δεκαετία 1960

Η ονομασία «Μέρμπακα» είναι ανεξακρίβωτης ετυμολογίας και προέλευσης. Πολλές θεωρίες έχουν μέχρι σήμερα εκφρασθεί. Άλλες επιστημονικές κι άλλες πιο απλές. Παρακάτω παρατίθενται αυτές οι απόψεις και ο αναγνώστης του παρόντος, μπορεί να βγάλει μόνος τα δικά του συμπεράσματα.

Η πρώτη, σπουδαιότερη κι ίσως πιο κοντινή στην αλήθεια θεωρία, μας λέγει ότι το όνομα «Μέρμπακα» προέρχεται από παραφθορά του ονόματος του Λατίνου Επισκόπου Κορίνθου Wilhelm von Moerbeke Meerbeke), ο οποίος είχε την έδρα του στο Μέρμπακα — σύμφωνα με τον Adolf Struck— και συγκεκριμένα στο νεοϊδρυόμενο τότε (περίπου στα 1200 μ.Χ.) μοναστήρι της Κοίμησης της Θεοτόκου, του οποίου το Καθολικό βρίσκεται ακόμη μέχρι σήμερα όρθιο, μέσα στα όρια του χωριού.

Ο Moerbeke (Moerbecca, Morbacha, Moerbeka, Moerbacha), δομινικανός, ανατολιστής και φιλόσοφος, εκλέχτηκε το 1277 Αρχιεπίσκοπος Κορίνθου, από τον Πάπα Ιωάννη 21ο. Στην θέση αυτή έμεινε μέχρι τον θάνατο του, στα τέλη του 13ου αιώνα. Η άποψη που επικρατεί στους ερευνητές είναι ότι το όνομα του Επισκόπου προέρχεται από το χωριό του, το οποίο ονομάζεται Moerbeke και βρίσκεται στην Ανατολική Φλάνδρα του Βελγίου. Εκεί γεννήθηκε ο Επί­σκοπος το 1215.

Ο γράφων έκανε μια προσωπική έρευνα για το χωριό αυτό. Η έρευνα μάλιστα έδειξε πως υπάρχουν δύο χωριά στην περιοχή εκείνη, τα οποία φέρουν ονόματα παρόμοια με αυτό του Μέρμπακα.

Συγκεκριμένα:

  • Το χωριό Moerbeke, το οποίο ανήκει στην Επαρχία Aalst. Το έτος 1142 η ονομασία του ήταν Morbecca, το έτος 1300 ονομάστηκε Morbeke και το 1735 Mourbeke, που μεταφραζόμενο σημαίνει «ελώδης ποταμός». Το χωριό ανήκε κατά καιρούς σε μεγάλες αριστοκρατικές οικογένειες, όπως π.χ. τον 12ο αιώνα στην οικογένεια De Moerbeke. Η περιοχή είναι γνωστή για τα αρωματικά φυτά της και τα ιατρικά της βότανα.
  • Το χωριό Meerbeke, που ανήκει επίσης στην Επαρχία Aalst. Το έτος 870, αρχικά, ονομαζόταν Meirebecchi, το έτος 1163 έγινε Merbecca και τέλος από το 1735 ονομάστηκε Meerbeke, το οποίο μεταφραζόμενο σημαίνει επίσης «ελώδης ποταμός». Τον 10ο-11ο αιώνα υπήρξε ιδιοκτησία της Μονής της Nivelle και μετέπειτα (12ο αιώνα) της οικογένειας Van Meerbeke.

Στα Γ.Α.Κ. και στο Τμήμα Χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης μπορεί κανείς να βρει πολλά έγγραφα που αφορούν το Μέρμπακα, και τα οποία χρονολογούνται από την εποχή της Εθνικής Παλιγγενεσίας (1821-1828). Στα έγγραφα αυτά το χωριό ονομάζεται βέβαια Μέρμπακα, αλλά και Ομέρμπακα, Ομέρμβακα και Μέρβακα. Αυτά τα ονόματα μας οδηγούν σε μιαν άλλη θεωρία ονοματοδοσίας.

Αυτή η θεωρία μπορεί να τοποθετηθεί δεύτερη στην σχετική ιεράρχηση και αξιολόγηση. Σύμφωνα, λοιπόν, με την άποψη αυτή, η ονομασία του χωριού προέρχεται από το τούρκικο όνομα Ομέρ Αγά. Το γεγονός ότι στην χώρα μας υπάρχει μεγάλη τουρκική επιρροή στα ονόματα, αλλά και γενικώτερα στην λαλιά, μας, για λόγους ιστορικούς, κάνει την παραπάνω θεωρία αρκετά ενδιαφέρουσα, όπως επίσης και την αμέσως επόμενη.

Στο πολύ σημαντικό βιβλίο του Μιχ. Λαμπρυνίδη «Η Ναυπλία», γίνεται αναφορά σε κάποιον Αμπάρμπεκυ (ή Ομάρ Μπακύ), ο οποίος ήταν κάποιος ονομαστός τούρκος στρατηγός, που έκτισε πύργο στο Άργος. Και αυτού το όνομα πιθανόν να ήταν η πρώτη ύλη για να πλαστεί τελικά το τοπωνύμιο Μέρμπακα.

Μια τελευταία θεωρία, η οποία κυκλοφορεί δια στόματος, ανάμεσα στους κατοίκους του Μέρμπακα, είναι ότι η λέξη θα πρέπει να θεωρηθεί αρβανίτικη. Στην περίπτωση αυτή το πρώτο μισό (δηλ. το «Μερ-») θα σημαί­νει «πάρε», και το δεύτερο (δηλ. το «-μπάκα») θα σημαίνει «κοιλιά». Θεωρούμενο μαζί θα σημαίνει κατά λέξη «πάρε κοιλιά», δηλ. μεταφορικά «εύφορη τοποθεσία».

Αυτές ήταν οι τέσσερεις θεωρίες γύρω από τον τρόπο που πλάστηκε το τοπωνύμιο «Μέρμπακα». Είναι σαφές ότι επικρατέστερη είναι βέβαια η πρώτη. Αλλά και οι υπόλοιπες έχουν την δική τους αξία και σημασία. Ακόμη κι αν στερούνται ιστορικής βάσεως, έχουν σίγουρα ενδιαφέρον από λαογραφικής σκοπιάς.

 

Στοιχεία Ιστορίας


 

Το Ηρώον του Μέρμπακα

Το Μέρμπακα φαίνεται άγνωστο στην Κλασσική Αρχαιότητα, καθώς επίσης και κατά την πρώιμη Βυζαντινή περίοδο. Καμιά πληροφορία, ούτε υπαινιγμός, δεν αναφέρεται από αρχαίους συγγραφείς, ούτε φαίνεται να έχει κάποια σχέση με τους κοντινούς αρχαιολογικούς χώρους, όπως είναι το Άργος, οι Μυκήνες, το Ηραίο, η Τίρυνθα και η Μιδέα.

Το μόνο στοιχείο που μας βοηθά να ταξιδέψουμε στα βάθη των αιώνων, αναζητώντας την ιστορία του Μέρμπακα, είναι ο Βυζαντινός Ναός της Παναγίας, ο οποίος διατηρείται μέχρι σήμερα σε πολύ καλή κατάσταση. Η παλαιότερη ονομασία της τοποθεσίας στην οποία βρίσκεται ο Ναός είναι: «Βούζη». Είναι πιθανόν η ονομασία αυτή να ήταν και η αρχαιότερη ονομασία του χωριού.

Μετά το 1280 το χωριό ονομάσθηκε Μέρμπακα. Με το όνομα αυτό (Merbaca) το βρίσκουμε για πρώτη φορά —επίσημα— στην Βενετική απογραφή Crimani, το έτος 1700. Σύμφωνα με την απογραφή εκείνη στο Μέρ­μπακα κατοικούν 30 οικογένειες και ο συνολικός πληθυσμός ανέρχεται σε 157 άτομα. Σε κατοπινή απογραφή, του 1814, αναφέρονται 160 κάτοικοι. Για τα χρόνια της Μεγάλης Επανάστασης υπάρχουν πολλές αναφορές, για το χωριό και τους κατοίκους του, σε διάφορα επίσημα έγγραφα της εποχής. Επίσης, ο στρατηγός Μακρυγιάννης μιλάει στα Απομνημονεύματά του, για την ουσιαστική συμμετοχή των Μερμπακιτών στον Απελευθερωτικό Αγώνα.

Το Μέρμπακα στα «Απομνημονεύματα» του Μακρυγιάννη

«Εκείνοι ήταν πολλοί· και σκοτωθήκανε κι’ από τα δυο μέρη. Τότε έβαλα ένα πάτερον ‘σ την κούλια και κολλήσαμε απάνου, ότι δεν είχε πάτωμα· και κολλώντας απάνου τους βαρούγαμε εις το κρέας· κι’ άφησαν το χωριόν· ότ’ ήθελαν να το βαστούνε, να ‘χουν την είσοδον από το Κούτζι εις τ’ Ανάπλι να μπάζουνε ζωοτροφές των δικώνε τους.

Σαν τους χτυπήσαμε, άφησαν το χωριόν την Νταλαμανάρα εις την εξουσίαν μας κι’ αυτείνοι όλοι πήγαν εις το Μέρμπακα και ‘σ εκείνα τα χωριά ολόγυρα. Πήγα κ’ εγώ πλησίον τους κ’ έπιασα το Λάλουκα. Κινήθηκαν τότε αυτείνοι με τον ζαϊρέ να μπούνε εις τ’ Ανάπλι.

Πήγε ο Χατζηχρήστος αναντίον τους, τον μπλοκάραν. Σηκώθηκα εγώ να πάγω μιντάτι του Χατζηχρήστου· εις τον δρόμον οπού ‘ναι το χωριόν του Χατζηχρήστου, το Μπολάτι, το ‘χε πιασμένο ο φίλος μου ο Νικήτας να μας βαρέση. Τους ριχτήκαμε απάνου τους και τους τζακίσαμε και τους πήγαμε κυνηγώντας ως κοντά-εις το Μέρμπακα· κοντέψαμε να φάμε το βράδυ ψωμί με τον αδελφόν μου Νικήτα· από τρίχα γλύτωσε.

Σκοτώθηκαν κι’ από ‘κείνους κι’ από τους δικούς-μου και πληγώθηκαν καμπόσοι. Χάλασε και τους άλλους ο Χατζηχρήστος και δεν έμπασαν ζαϊρέ ‘σ τ’ Ανάπλι. Πήρα τους σκοτωμένους και τους έθαψα· και τους λαβωμένους τους ήφερα εδώ και τους έβαλα εις τον γιατρόν».

Με το Β. Δ. της 8ης Απριλίου 1834 συστήνεται ο Δήμος Μήδειας (ως Δήμος Γ’ Τάξεως), με έδρα του το Μέρμπακα. Εκείνη την εποχή το χωριό έχει 70 οικογένειες και 320 κατοίκους.

Το 1840, με το Β.Δ. της 30ης Αυγούστου, συστήνεται ο νέος Δήμος Μή­δειας (τώρα Β’ Τάξεως). Αποτελείται δε από την ένωση τριών Δήμων: Μή­δειας, Αραχναίου και Προσύμνης. Ο νέος αυτός Δήμος, με συνολικό πληθυσμό 2310 κατοίκους, είχε και πάλι πρωτεύουσα το Μέρμπακα.

Κατά την επίσημη απογραφή του 1844 το Μέρμπακα βρίσκεται να έχει 488 κατοίκους. Απέχει μάλιστα από την πρωτεύουσα της Επαρχίας, δηλ. το Ναύπλιο, 2 ώρες πεζοπορίας. Το Μέρμπακα αυξάνεται συνεχώς πληθυσμιακά και κατοχυρώνει την πρωτεύουσα θέση του στον Δήμο Μήδειας (όπως ονομάζονταν τότε). Στα 1885 το Μέρμπακα αριθμεί 743 κατοίκους.

Σύμφωνα με τον Αντ. Μηλιαράκη το χωριό, την εποχή εκείνη, «έχει οικίας χθαμαλάς, πλινθοκτίστους, ως είναι αι των χωρίων του Αργολικού πεδίου». Ο Δήμος Μήδειας (ή Μίδειας), ονομάσθηκε αργότερα Μηδέας και τέλος Μιδέας. Έπαψε να υφίσταται, όταν την 31η Αυγούστου 1912 με ειδικό Διάταγμα (Φ.Ε.Κ. 262/1912) το Μέρμπακα αυτονομήθηκε και απέκτησε δική του πολιτική διοίκηση.

Οι Μερμπακίτες έλαβαν μέρος και στους δύο μεγάλους πολέμους του εικοστού   αιώνα, με αρκετούς μάλιστα νεκρούς στις μάχες. Τα ονόματά τους παρουσιάζονται σε εδική στήλη, στην πλατεία του χωριού. Το Μέρμπακα, με το Β.Δ. της 29ης Δεκεμβρίου 1953 (Φ.Ε.Κ. Α5/1954), και με την δικαιολογία πως το όνομα ακουγόταν τουρκικό, μετονομάσθηκε σε «Αγία Τριάδα».

Τα τελευταία χρόνια επανασυστήθηκε ο Δήμος Μιδέας (Φ.Ε.Κ. 149/2-6-1989) και το Μέρμπακα (ή Αγία Τριάδα, κατά το επισημότερο) έγινε και πάλι έδρα του ιστορικού αυτού Δήμου.

  

Πρωτοπρεσβύτερος

Αναστάσιος Δημ. Σαλαπάτας

Ναυπλιακά Ανάλεκτα IV, Έκδοση Δήμου Ναυπλιέων, 2000.

http://merbaka-village.blogspot.com/

Read Full Post »

Αργολίδα – Εναλλακτικές ΔιαδρομέςΚιβέρι, Βελανιδιά, Ανδρίτσα

 


  

«Μαγικές διαδρομές στην ενδοχώρα της Αργολίδας, σε καταπράσινα δάση και σε γυμνές κορυφές, σε πλατανοσκέπαστες κοίτες χειμάρρων, σε φαράγγια και σε παραδοσιακά χωριά, σε αρχαιολογικούς χώρους, σε έναν τόπο με έντονες αντιθέσεις και με εξαιρετικά φυσικά τοπία…Πράσινοι αγροί, βοσκοτόπια, ελαιώνες, δάση, σπήλαια, κρυστάλλινες πηγές, ανάμεσα στους διάσπαρτους ορεινούς όγκους με σπάνια φυτά, αποτελούν πόλο έλξης των φυσιολατρών…»

 

Το παραθαλάσσιο Κιβέρι, χτισμένο μπρος σε μια πεντακάθαρη παραλία με λευκό βότσαλο, έχει θέα μεγάλο μέρος του Αργολικού Κόλπου. Αν είναι καθαρή η ατμόσφαιρα φαίνεται απέναντι η Ακροναυπλία.

Στο λιμάνι θα περπατήσει ο επισκέπτης, θαυμάζοντας την απέραντη θάλασσα, θα δει τους ψαράδες να φτιάχνουν τα δίχτυα τους, θα απολαύσει τον καφέ του ή το φαγητό του. Κατά την μυθολογία εδώ είχε αγκυροβολήσει ο Δαναός. Φημίζεται για το εξαιρετικό του κλίμα, ένας λόγος για τον οποίο ανέκαθεν ήταν παραθεριστικό θέρετρο.

Πανοραμική άποψη του Κιβερίου. Αριστερά το λιμάνι.

Στρίβοντας δεξιά στην Εκκλησία του χωριού και περνώντας μέσα από ελαιώνες και εσπεριδοειδή, παρατηρώντας τους αγρότες να μοχθούν για να παράγουν καλύτερα προϊόντα, θα φθάσει κανείς, στην Παλιά Εθνική οδό Άργους – Τριπόλεως και λίγο αργότερα θα στρίψει αριστερά προς την Ανδρίτσα.  

Βρύση στη Βελανιδιά.

Η Βελανιδιά, είναι ο πρώτος οικισμός της διαδρομής. Στην είσοδο του χωριού, αριστερά, με μεράκι ένας κάτοικος έχει δημιουργήσει ανοιχτό «μουσείο» με μηχανήματα των προηγουμένων αιώνων:

Μια μυλόπετρα κινούμενη με ζώα, φαντάζει έτοιμη να λειτουργήσει, το ίδιο και το χειροκίνητο πιεστήριο για την έκθλιψη του ελαιοκάρπου. Παραδίπλα βρίσκεται ένα μαγκανοπήγαδο και ένα πέτρινο αλώνι, όλα διατηρημένα σε άριστη κατάσταση. Ο δρόμος περνά κάτω από ένα παλαιό υδραγωγείο που φθάνει σε ένα εγκαταλελειμμένο λιοτρίβι και νερόμυλο μαζί. Στο κέντρο του οικισμού, μια παλιά πέτρινη βρύση. Ο δρόμος συνεχίζει, σε πολλά σημεία, παράλληλα με τις γραμμές του σιδηροδρόμου. Παλιές μοναδικές πετρόχτιστες γέφυρες με καμάρες, έλκουν το βλέμμα.

Επιβλητικές είναι και οι πετρόχτισες γέφυρες του σιδηροδρόμου, καθώς και τα φυλάκια, όπου οι σταθμάρχες παλιά, περίμεναν υπομονετικά το τρένο να περάσει. Κάτω από μια επιβλητική γέφυρα του σιδηροδρόμου, μέσα από τις καμάρες, που μοιάζουν με πύλες, συνεχίζει ο δρόμος προς την Ανδρίτσα.

 
 

Γέφυρα τρένου έξω από την Βελανιδιά.

Ο οικισμός αυτός, στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, είναι ένα ξεχωριστό απομονωμένο μικρό χωριό στο τέλος της διαδρομής. Ο σιδηροδρομικός σταθμός, είναι χαρακτηριστικός  της αρχιτεκτονικής που χρησιμοποίησε ο ΟΣΕ σε όλη την Πελοπόννησο γι αυτά τα χτίσματα.

Οι κρυστάλλινες πηγές και δίπλα ο σιδηροδρομικός σταθμός στην Ανδρίτσα.

Δίπλα, βρίσκεται το μνημείο των πεσόντων. Ευκαιρία για να ξαποστάσει ο επισκέπτης , είναι οι κρυστάλλινες πηγές που αναβλύζουν στο κάτω μέρος του χωριού. Η σκιά από τα τεράστια πλατάνια που θεριεύουν με το τρεχούμενο νερό, δροσίζει ακόμα και στο κατακαλόκαιρο. Ένα μονοπάτι προκαλεί τον περιπατητή να περιπλανηθεί στην γύρω περιοχή.

 

 © Κείμενο, Άκης Γκάτζιος.

© Φωτογραφίες, Μιχάλης Πετρόπουλος.

 

Πηγή

 


  • Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αργολίδας, «Αργολίδα – Εναλλακτικές Διαδρομές / Πεζοπορία – Ποδηλασία – Αυτοκίνητο», 2009.

Read Full Post »

Αργολίδα – Εναλλακτικές Διαδρομές (Με αφετηρία το Ναύπλιο)


 

Δεν μπορεί, όλο και κάποιο Σαββατοκύριακο θα έχετε επισκεφθεί το Ναύπλιο. Για την παλιά πόλη δεν χρειάζεται να πει κανείς τίποτα και που να βρει τόσες λέξεις για να την περιγράψει; Τα λέει όλα μόνη της.

Το Ναύπλιο μοιάζει με τη Σελήνη. Μας γοητεύει η μπροστινή η φωτεινή πλευρά του με τα γραφικά σοκάκια και τα βενετσιάνικα κτίρια, αλλά αγνοούμε την πίσω του, τη μυστηριώδη. Αυτήν θα κληθούμε τώρα να ανακαλύψουμε με τα πόδια ή με το ποδήλατο. 

   

1η Διαδρομή: Μπανιέρες – Αρβανιτιά 


   

Διασχίζουμε όλο το λιμάνι προς τα δυτικά και συνεχίζουμε αριστερά εκεί που μας οδηγεί το σοκάκι κάτω από τα τείχη της Ακροναυπλίας. Αφού αφήσουμε δεξιά μας τα τελευταία αναψυκτήρια συναντάμε τα σκαλοπάτια που μας οδηγούν στην Παναγίτσα.

Ένας βράχος σκαλισμένος από τη φύση με τη μορφή Ποσειδώνα ατενίζει το απέραντο γαλάζιο. Ίσια μπροστά μας στέκεται ο φάρος, άγρυπνος  φρουρός  του βράχου τρεμοσβήνει μιμούμενος τα αστέρια. Το  αεράκι που φυσά εδώ είναι το πιο φρέσκο κι έρχεται κατευθείαν απ’  το πέλαγος που ανοίγεται μπροστά μας.

Μια διαδρομή για ονειροπόλους, για μέρα και νύχτα, για ερωτευμένους και μοναχικούς. Τα ψηλά βράχια της Ακροναυπλίας από τη μια, και η θάλασσα στα πόδια σου απ΄ την άλλη. Είναι η στιγμή που οι πλούσιοι και φτωχοί μοιράζονται τα ίδια πράγματα, τα ίδια συναισθήματα που η φύση τα προσφέρει απλόχερα σε όσους την εκτιμούνε. Κι όσο το θαλασσινό νερό που γλύφει τα βράχια της ακτής σε καλεί να τ΄ αγκαλιάσεις, άλλο τόσο τα κάθετα βράχια σε καλούν να τα δαμάσεις.

Λένε πως τα βράχια κοκκίνισαν από το αίμα των κρατουμένων της Ακροναυπλίας και απ’ αυτό των Αρβανιτών που ρίχτηκαν στο γκρεμό από τους Τούρκους. Όσα κι αν ξέπλυνε ο χρόνος κι η βροχή, όσα κι αν κάλυψε το βουητό των κυμάτων, τόσα και περισσότερα συναισθήματα σου γεννούν οι πινελιές της φύσης, κάνοντας τη φαντασία σου να καλπάζει σαν κατάλευκο Άτι σχηματισμένο από τους αφρούς του κύματος.

Περνώντας μέσα από την Καμάρα που σχηματίζει ο βράχος κατευθυνόμαστε προς την Αρβανιτιά. Η ακτή αρχίζει να γίνεται πιο ομαλή και ανά τακτά διαστήματα πέτρινα σκαλοπάτια σε οδηγούν εκεί που σκάει το κύμα για να ακούσεις το τραγούδι του Φλοίσβου, που γιατρεύει πληγές και γαληνεύει την ψυχή.

Πλησιάζοντας την πλαζ της Αρβανιτιάς οι φραγκοσυκιές παραχωρούν τον χώρο τους σε πεύκα και κυπαρίσσια που φυτρώνουν μέσα απ’ τα βράχια εκμεταλλευόμενα κάθε σπιθαμή χώματος.

Ο βράχος του Παλαμηδίου με τα 999 σκαλοπάτια, όπως τα έχει μετρήσει η λαϊκή παράδοση και το πλατύσκαλο  σπασμένο από τα πέταλα του αλόγου του Κολοκοτρώνη, ξεπροβάλει μπροστά μας  εκεί που τεχνικά διακόπηκε η επικοινωνία των δυο κάστρων  του Αναπλιού προκειμένου να διανοιχθεί τάφρος και στη συνέχεια ο δρόμος που οδηγεί από το Ναύπλιο στην Αρβανιτιά και στην Ακροναυπλία.

Μπορεί η ανθρώπινη δύναμη να χώρισε βίαια τους δυο λόφους όμως η ψυχή σε καλεί να συνεχίσεις  τη διαδρομή προς την Καραθώνα, ξεφεύγοντας από τις ιστορικές μνήμες και το χρόνο.

 

2η Διαδρομή: Αρβανιτιά – Καραθώνα


  

Από τον χώρο στάθμευσης στην Αρβανιτιά ξετυλίγεται μπροστά μας μια θαυμάσια διαδρομή με συχνές εναλλαγές βλάστησης και τοπίου για τους λάτρεις του τζόκινγκ και του ποδηλάτου αλλά και για τα ζωάκια σας που χρειάζονται και αυτά να ξεφύγουν από τον καναπέ και το μπαλκόνι του σπιτιού σας.

Ήδη στα πρώτα βήματα ή στις πρώτες πεταλιές η αλέα με τα πεύκα και τις δάφνες σας προδιαθέτει να τρέξετε για να προλάβετε όλες τις εικόνες τις διαδρομής. Όσο κι να βιαστείτε, όσες φορές κι αν κάνετε τη διαδρομή  ποτέ δεν θα είναι η ίδια, το φως κάθε λεπτό τη σκηνοθετεί διαφορετικά.

Μοιάζει με άγρια διαδρομή, όπως τα φραγκόσυκα των βράχων που μόνο όταν αντιμετωπίζεις με λεπτότητα και επιδεξιότητα θα μπορέσεις πραγματικά να τα γευθείς. Χωμάτινη διαδρομή  με μόνο μια δύσκολη ανηφοριά για τους ποδηλάτες και αυτή κατά την επιστροφή. Εδώ δεν θα συναντήσετε ούτε το πλακόστρωτο της προηγούμενης διαδρομής, ούτε τα φανάρια σας φέγγουν τον δρόμο. Μόνο ένα καντηλάκι στο εικονοστάσι του Αγίου Γεωργίου να σας χαρίζει το φως του προσδίδοντας μυστήριο στο τοπίο.

Μερικά μέτρα πιο κάτω μια πέτρινη βρύση  θα αποτελέσει σταθμό στο να ταξινομήσει κανείς τις σκέψεις του. 

Τώρα είστε μόνοι σας ή μάλλον όχι, είστε εσείς και η φύση.

Σε κάθε στροφή του δρόμου ξεπροβάλλει και ένα άλλο διαφορετικό «περιγιάλι κρυφό«, που σας φέρνει στη μνήμη τα λόγια του Σεφέρη, μόνο που εδώ δεν χρειάζεται να αλλάξετε ζωή, βρισκόσαστε ήδη στο σωστό δρόμο.

Τα πεύκα και τα κυπαρίσσια διαδέχεται η χαμηλή βλάστηση από περίεργα στρογγυλά θαμνάκια που διεκδικούν τη δική τους αναγνώριση από τον επισκέπτη. Στη συνέχεια πολλοί απότομοι βράχοι μας προϊδεάζουν ότι στην επόμενη στροφή η εικόνα του τοπίου θα αλλάξει και πάλι.

Πράγματι μπροστά μας προβάλλει ένας άλλος και ένας άλλος και ένας άλλος κολπίσκος και ξαφνικά ο κόλπος της Καραθώνας, της μεγαλύτερης παραλίας του νομού,  βραβευμένη με «γαλάζια Σημαία», καταφύγιο των ψαράδων, των κολυμβητών, των εραστών, αλλά και χώρος διασκέδασης, αφού τα αναψυκτήρια και οι ταβέρνες προσφέρονται ιδιαίτερα το καλοκαίρι για «μακριές λευκές νύχτες».

Μερικά ερασιτεχνικά αλιευτικά σκάφη παραμένουν δεμένα στο λιμανάκι ανυπόμονα κάθε στιγμή να γλιστρήσουν πάνω στα κύματα, όπως ακριβώς οι σερφίστες που δεν χορταίνουν να καβαλικεύουν τα κύματα της Καραθώνας.

Κατεβείτε στην παραλία και βαδίστε στην αμμουδιά ως την άλλη άκρη στο εκκλησάκι του Αγίου Κωνσταντίνου και από κει μπορείτε, από μια άλλη γωνιά, να ξαναδείτε το βράχο της Ακροναυπλίας και το Παλαμήδι να διαγράφονται στον ορίζοντα. Αν έχετε χρόνο τότε αφήστε το σούρουπο να έρθει και απολαύστε το ηλιοβασίλεμα γεμίζοντας χρώμα την ψυχή και την σκέψη σας.      

 

© Κείμενο – Φωτογραφίες, Άκης Ντάνος.

 

Πηγή


  • Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αργολίδας, «Αργολίδα – Εναλλακτικές Διαδρομές / Πεζοπορία – Ποδηλασία – Αυτοκίνητο», 2009.

Read Full Post »

Αχλαδόκαμπος Άργολιδας (1821)


   

Ο Αχλαδόκαμπος στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και της Επανάστασης του 1821

 

Αχλαδόκαμπος

Ο Αχλαδόκαμπος, σαν χωριό, συγκροτήθηκε, κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας, από διάφορους γεωργικούς και κτηνοτροφικούς μικροσυνοικισμούς της περιοχής, οι οποίοι υπήρχαν ανέκαθεν στην περιοχή, όπως μαρτυρούν τα μέχρι σήμερα τοπωνύμια: « Καλύβια», «Παλιόμαντρα», «Παλιόχωρα», «Παλιοχώρια», «Νερά» κλπ., πιθανόν από κατοίκους του Μουχλίου, καθώς και από κατοίκους άλλων περιοχών, οι οποίοι σαν φυγόδικοι βρήκαν καταφύγιο και εργασία στον Αχλαδόκαμπο ή ήρθαν σιόγαμπροι.

Χτίστηκε απόκρυφα και αμφιθεατρικά, μέσα σε δασώδη περιοχή, στο επάνω μέρος του «Πέρα» και του «Δώθε χωριού», αποτελούμενο από μικρούς οικίσκους (κονάκια), με μια πόρτα και ένα παράθυρο, πολλοί των οποίων χρησιμοποιούνται σήμερα, σαν στάβλοι και αχυρώνες, σε υψόμετρο εξακοσίων (600) περίπου μέτρων από τη θάλασσα.

Οι κάτοικοι προτίμησαν τη θέση αυτή για να έχουν κοντά το νερό των πηγών «Αγίου Γεωργίου» και «Καρυάς», για να αποφεύγουν τις ενοχλήσεις των Τούρκων, λόγω των διαβάσεων υποχρεωτικά δια μέσου Αχλαδοκάμπου και για να μπορούν εύκολα, σε περίπτωση τουρκικής επιδρομής να ανεβαίνουν προς το Αρτεμίσιο.

 

Σπίτια στον Αχλαδόκαμπο.

 

Το όνομα του χωριού, Αχλαδόκαμπος, μνημονεύεται στον Κατάλογο της γενικής απογραφής των πόλεων και χωριών της Πελοποννήσου, που έγινε από το μηχανικό και επόπτη του καταστίχου της Μορέως Alberghetti, έπειτα από σχετική εντολή του Ενετού Φραγκίσκου Μοροζίνη, το 1687, και δημοσιεύτηκε με τον τίτλο: «Νotitia Alberghetti», σαν παράρτημα, στο έργο του Ενετού ιερέα Antonio Pacifico, που έχει τον τίτλο: «Breve Descrittione Corografica del Peloponneso, Venetia 1704».

Πρώτη γραπτή μαρτυρία κατοίκου του χωριού, με το όνομα «Αχλαδοκαμπίτης», έχουμε του Αναγνώστη Κονδάκη, οπλαρχηγού της Κυνουρίας, ο οποίος στο έργο του: Απομνημονεύματα, Αθήναι [1957], σ.18, λέγει ότι κατά τη συντριβή των Αλβανών στην Τρίπολη, το 1779, από τους Κλεφταρματολούς, «ένας Αχλαδοκαμπίτης σημαιοφόρος πρώτος έστησε την σημαίαν εις το Σεράγιον».

Ο Αχλαδόκαμπος, κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, χρησίμευε, όπως και σήμερα, σαν σταθμός αναψυχής και διανυκτέρευσης των οδοιπόρων και του τουρκικού στρατού, έπειτα από εξάωρη πορεία τριάντα περίπου χιλιομέτρων, είτε από το Άργος, είτε από την Τρίπολη. Η διάβαση αυτή δια μέσου του Αχλαδοκάμπου λεγόταν Δερβένι, που σημαίνει πέρασμα. Το Δερβένι του Αχλαδοκάμπου φυλαγόταν από Αχλαδοκαμπίτες κυρίως φρουρούς, μισθωτούς, για την πρόληψη ληστειών, φονικών και άλλων κινδύνων, και ακόμη για να ελέγχονται τα είδη εισαγωγής και εξαγωγής.

Στη θέση «Λιά ρέμα», όπου γινόταν διακλάδωση του δρόμου, είτε προς το «Λυκάλωνο», είτε προς τα «Νερά», είτε ακόμη προς το «Δόκανο» και τα «Παλιοχώρια», υπήρχε έλεγχος και οι αμαξηλάτες και ταξιδιώτες με άλογα πλήρωναν ανάλογο φόρο, ένα είδος διοδίων.

Ο Αχλαδόκαμπος, σαν δερβενοχώρι, υπαγόταν διοικητικά στο Βιλαέτι του Αγίου Πέτρου της Κυνουρίας, που ήταν μια από τις έξι διοικητικές περιφέρειες της Πελοποννήσου.

 

Θέα από τον Αχλαδόκαμπο, στο βάθος η μεγάλη γέφυρα.

 

Σχετικά ο Άγγλος περιηγητής Will. M. Leake, στο έργο του, Travels in the Morea, Λονδίνο 1830, τ. Β’, σ. 334, σημειώνει, το 1809, τα ακόλουθα για τον Αχλαδόκαμπο:

«Το χωριό Αχλαδόκαμπος… ανήκει στο Βιλαέτι του Αγίου Πέτρου και όπως όλα τα χωριά αυτής της περιφέρειας είναι ένα κεφαλοχώρι. Ως δερβενοχώρι διατηρεί  με τα δικά του έξοδα μερικούς φύλακες, για την ασφάλεια.  Για την υπηρεσία που προσφέρει δεν έχει υποχρέωση να φιλοξενεί τους ταξιδιώτες».

 

Αγία Κυριακή Αχλαδοκάμπου – Εντός της ρεματιάς που ενώνει το πέρα και το εδώ χωριό, η εκκλησία της Αγίας Κυριακής βρίσκεται εκεί τουλάχιστον 200 χρόνια… Ο Ιερός Ναός της Αγίας Κυριακής Αχλαδοκάμπου αποτελεί αξιόλογο ιστορικό μνημείο της περιοχής, χτίστηκε κατά τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας, με σκοπό να εξυπηρετήσει τις θρησκευτικές ανάγκες των συνεχώς αυξανόμενων οικογενειών του χωριού και κάτω από ορισμένες συνθήκες και παραχωρήσεις του Τούρκου διοικητή, όπως μαρτυρούν οι θρύλοι και οι τοπικές παραδόσεις.

 

Επίσης ο ιστορικός και υπασπιστής του Θ. Κολοκοτρώνη, Φώτιος Χρυσανθόπουλος ή Φωτάκος, στο έργο του Βίοι Πελοποννησίων ανδρών, Αθήναι 1888, σ. 74, γράφει τα εξής για το προνόμιο αυτό του Αχλαδοκάμπου:

«Το χωρίον τούτο η τουρκική εξουσία το είχεν εν μέρει ασύδοτον, και όλα τα χωριά, όσα ευρίσκονται εις θέσιν όπου υπήρχε διάβασις, και την οποίαν ωνόμαζον δερβένι, διότι τα τοιαύτα χωριά εχρησίμευον ως κατάλυμα των στρατιωτών και των άλλων ανθρώπων της εξουσίας, οι δε κάτοικοι τούτων ήσαν υπόχρεοι να φέρουν εις το δρόμον ψωμί, νερό και κρέας και ό,τι άλλο είχον και εκεί  τους επερίμεναν να φάγουν.

Όταν δε διήρχετο ο πασάς εφιλοδωρούσε τους χωρικούς δι’ όσα έφερον. Είχον δε την άδειαν οι δερβενοχωρίται ούτοι του Αχλαδοκάμπου να φέρουν όπλα  και να φυλάττουν εις το Νταούλι-Χάνι, ως σκοποί προς συνδρομήν και ασφάλειαν των διαβατών. Επειδή δε είχον και τύμπανον και αυλούς και έπαιζον ολίγον και ηυχαρίστουν τους διαβάτας, ούτοι εις αμοιβήν έδιδον εις αυτούς χρήματα και ως εκ τούτου έμεινεν η ονομασία του τόπου Νταούλι».  

Στο Δερβένι  του Αχλαδοκάμπου υπήρχαν πολλά χάνια, για την εξυπηρέτηση των οδοιπόρων και των τούρκικων στρατευμάτων, όπως πιο πάνω από τη θέση «Αγία Παρθένα», ονομαζόμενο «Κιόσκι», το «Χάνι του Γαλλή», το «Χάνι του Αγά πασά» (Παλιόχανο), το «Χάνι Νταούλι», το «Χάνι Νερά» και άλλα μικρότερα.

Από τα χάνια αυτά ονομαστότερα, ένεκα του ιστορικού τους ρόλου, είναι, «Το χάνι του Αγά πασά», στη σημερινή θέση «Παλιόχανο», το «Χάνι Νταούλι», στην ομώνυμη θέση και το «Χάνι Νερά», στις πηγές της περιοχής «Νερά».

Το «Χάνι του Αγά πασά», βρισκόταν στη σημερινή θέση «Παλιόχανο», νοτιοανατολικά  του σιδηροδρομικού σταθμού του Αχλαδοκάμπου και νοτιοδυτικά της θέσης «Γκετέ», όπου μέχρι σήμερα διασώζονται τα ερείπιά του, στην κτηματική ιδιοκτησία σήμερα της οικογένειας Αντωνοπούλου. (Βλ. Ιωάννου Σπ. Αναγνωστοπούλου, Η Ιστορία του Αχλαδοκάμπου. Αθήναι 1961, σ. 83).

Από τα ερείπια του κεντρικού κτιρίου και των διαφόρων γύρω συγκροτημάτων, αποθηκών και στάβλου, φαίνεται πως ήταν αρκετά μεγάλο. Είχε πολλά δωμάτια (κονάκια), για την εξυπηρέτηση των ταξιδιωτών και πολλές «θολογύριστες καμάρες» , κατά το Φωτάκο.

 

Σιδηροδρομικός Σταθμός Αχλαδοκάμπου – Σε υψόμετρο 295 μέτρων και στη θέση «Παλιόχανο» βρίσκεται ο σιδηροδρομικός σταθμός του χωριού, επί του 84ου χιλιομέτρου της γραμμής Μύλων Ναυπλίου – Καλαμάτας. Ο Σταθμός απέχει από το χωριό περίπου 1.5km. Η σημερινή γενιά αλλά κυρίως οι περαστικοί και αρκετοί που έχουν περάσει με το τρένο από την περιοχή μας έχουν την απορία γιατί ο σταθμός ενός τόσο μεγάλου χωριού χτίστηκε τόσο μακριά από τον οικισμό. Ο λόγος είναι ότι η σιδηροδρομική γραμμή βρισκόταν ακόμα σε χαμηλό υψόμετρο, ανηφορίζοντας συνεχώς προς την Τρίπολη.

 

Το «Χάνι του Αγά πασά» (Παλιόχανο) είναι ξακουστό, γιατί εκεί έγινε την 10η Ιουλίου 1822 το πολεμικό συμβούλιο των οπλαρχηγών, υπό την αρχηγία του Θ. Κολοκοτρώνη, κατά του Δράμαλη. Εκεί γράφτηκαν και υπογράφτηκαν οι προκηρύξεις επιστράτευσης, οι οποίες εστάλησαν προς όλα τα μέρη της Πελοποννήσου, για τη συγκέντρωση του ελληνικού στρατού. Από το χάνι τούτο ο Θ. Κολοκοτρώνης, την 12η Ιουλίου 1822 ειδοποίησε τους Αχλαδοκαμπίτες, πως θα διανυχτερεύσει στα «Νερά» και εκεί να του φέρουν τροφές για το στρατό και τα άλογά του, όπως αναφέρει ο Φωτάκος στα Απομνημονεύματά του, σ. 262:

«Την δε 12ην Ιουλίου παρήγγειλεν ο αρχηγός εις το χωρίον Αχλαδόκαμπον να του φέρουν τροφάς δια τους στρατιώτας και τα άλογά του, και ότι θα διανυκτερεύση εκεί εις τα Βρυσούλια ή Νεράκια, κατά τον δρόμον του Άργους».

Στο χάνι εκείνο, όταν επέστρεφαν τα στρατεύματα του Ιμπραήμ, από τους Μύλους για την Τρίπολη, σκότωσαν έξι στρατιώτες, που τους βρήκαν μεθυσμένους να κοιμούνται, όπως αναφέρει ο Φωτάκος στα Απομνημονεύματά του, σ. 507:

«Οι δε Τούρκοι φθάσαντες ηύραν κοιμωμένους από την μέθην και τον κόπον έως έξ ‘Ελληνας, τους οποίους αμέσως εσκότωσαν και ούτω δεν εδυνήθησαν να εννοήσουν οι κοιμώμενοι, ποίοι και διατί τους εφόνευσαν. Οι δε λοιποί Έλληνες ετρύπωσαν μέσα εις τα γεννήματα και εσώθησαν».

Το «Χάνι Νταούλι», βρισκόταν στη σημερινή ομώνυμη θέση, στην κτηματική ιδιοκτησία σήμερα της οικογένειας Αντωνοπούλου, πέντε χιλιόμετρα ανατολικά του Αχλαδοκάμπου, λείψανα του κεντρικού κτιρίου και του παρακειμένου ευρύχωρου στάβλου σώζονται μέχρι σήμερα. (Βλ. Ιωάννη Σπ. Αναγνωστοπούλου , Η Ιστορία του Αχλαδοκάμπου σ. 75).

Από στρατιωτικής πλευράς πλεονεκτούσε, σε σύγκριση με το «Χάνι του Αγά πασά» (Παλιόχανο), γιατί είχε μεγάλη ορατότητα προς τα «Νερά», από τη θέση «Κόλλια», όπου επάνω σε λόφο, ανατολικά του δρόμου προς το Άργος, διακόσια περίπου μέτρα, υπήρχε παρατηρητήριο, ερείπια του οποίου σώζονται μέχρι σήμερα, με την ονομασία «Ταμπουρίτσα», και προς τη θέση «Δόκανο» και τα Παλιοχώρια», αλλά και από άποψη νερού και ευρυχωρίας. Εκεί διασταυρώνονταν οι δρόμοι προς τα «Νερά» προς το «Λυκάλωνο» προς το «Δόκανο» και τα «Παλιοχώρια» ή προς τα «Λιθαράκια», «Μπάκα», «Κεφαλάρι», «Χάνι Αγά πασά» δια μέσου «Αγιά Παρθένας» προς Τρίπολη ή προς τον Αχλαδόκαμπο, «Γαλή Χάνι», δια μέσου «Αγιά Παρθένας» προς Τρίπολη ή δια μέσου «Κάτω Βρύσης» προς Τρίπολη.

 

Το Κεφαλάρι Αχλαδοκάμπου με το ξωκλήσι της Ζωοδόχου Πηγής.

 

Ο ήχος του νταουλιού και των άλλων μουσικών οργάνων ακουγόταν σε μεγάλη απόσταση και έδινε θάρρος και δύναμη στους ταξιδιώτες, οι οποίοι έλεγαν: «Ακούεται το νταούλι», «να φτάσαμε στο νταούλι» και έτσι έμεινε η ονομασία του τόπου «Νταούλι».

Όπως σε όλα τα χάνια, έτσι και το «Χάνι Νταούλι», οι ταξιδιώτες και ο στρατός έτρωγαν, έπιναν, κοιμόντουσαν, μάθαιναν νέα, έπαιρναν και έστελναν επιστολές και εξυπηρετιόντουσαν τα υποζύγια από τροφή, νερό και στέγη, στον παρακείμενο ευρύχωρο στάβλο.

Το χάνι στην περιοχή «Νερά» βρισκόταν λίγα μέτρα πάνω από την πρώτη  μεγάλη πηγή, σε κτηματική ιδιοκτησία σήμερα της οικογένειας Ντρούλια, όπου σώζονται ερείπια και μεγάλος υπόγειος θόλος. Εκεί στον ευρύχωρο πεδινό τόπο συγκεντρώθηκε ο ελληνικός στρατός, τον Ιούλιο του 1822, και με αρχηγό το Θ. Κολοκοτρώνη βάδισε κατά του Δράμαλη στα Δερβενάκια. Εκεί οι Αχλαδοκαμπίτισσες γυναίκες έφεραν τρόφιμα και τους άντρες τους, τους οποίους παρέδωσαν στο Θ. Κολοκοτρώνη.

Αξιοσημείωτα είναι όσα γράφει για το γεγονός τούτο ο Φωτάκος στα Απομνημονεύματά του, σ. 263:

«Αι γυναίκες του χωρίου με μεγάλη των προθυμία έφερον φορτωμέναι τροφάς και τους άνδρας των εμπρός με τα άρματά των, τους οποίους παρέδωσαν εις τον αρχηγόν και του είπαν: Να τους άνδρας μας να τους πάρης εις τον πόλεμον, και αν δεν είναι παλικάρια, να βγάλουν τ’ άρματα και να τα φορέσωμεν εμείς. Τοιούτους άντρες δεν τους θέλομεν» . Ο Κολοκοτρώνης εγέλασε καθώς και ο Αρχιμανδρίτης Φλέσσας και οι λοιποί καπεταναίοι, τις ευχαρίστησαν, τις έστειλαν οπίσω εις τα σπίτια των και εκράτησε τους άνδρας των ως στρατιώτας».

Από το σημείο τούτο και ύστερα οι Αχλαδοκαμπίτες, αν και διστακτικοί στην αρχή, λόγω της γεωγραφικής θέσης του χωριού και της συμμετοχής τους στην ένοπλη Πολιτοφυλακή της διαφύλαξης του Δερβενίου του Αχλαδοκάμπου με έδρα το «Χάνι Νταούλι», παίρνουν ενεργό μέρος στην Επανάσταση του 1821.

Πρωτύτερα έδρασαν ως κλεφταρματολοί, με αρχηγό τον Κυριάκο Στεφόπουλο και αργότερα με τον Κωνσταντίνο Ντούσια, ο οποίος έχοντας ως ορμητήριο τις ομώνυμες απρόσιτες σπηλιές στα «Κόκκινα βράχια», απέναντι από τη θέση «Χαλκιά» του «Κολοσούρτη», συνεργάστηκε, κατά την Επανάσταση του 1821, με το Θ. Κολοκοτρώνη και έλαβε μέρος με την ομάδα των Αχλαδοκαμπιτών και ξένων παλικαριών του σε πλείστες όσες μάχες τις Πελοποννήσου. Το ίδιο συνέβη και με τον Κυριάκο Παπαδόπουλο και την ομάδα των παλικαριών του.

 

Άποψη του Αχλαδοκάμπου από την πλατεία του χωριού.

 

Ο Αχλαδόκαμπος, κατά τα χρόνια της Επανάστασης του 1821, υπέφερε τα πάνδεινα, λόγω της γεωγραφικής του θέσης. Απέβη ένα διαρκές ολοκαύτωμα υπέρ της Ελευθερίας. Μάλιστα την 1η Μαΐου 1821 λεηλατήθηκε από τους Τούρκους και τη 13η Ιουνίου 1825 πυρπολήθηκε και καταστράφηκε ριζικά από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ.

Πρόσφερε τις μεγαλύτερες θυσίες του στις κρισιμότερες περιστάσεις και στους αμεσότερους κινδύνους της Πατρίδας, κατά τρόπο γόνιμο και επωφελή, με σύνεση και γενναιότητα. Όσες φορές οι περιστάσεις ζητούσαν τις θυσίες του, τότε οι κάτοικοι έδειχναν τον ανιδιοτελή πατριωτισμό τους.

Χαρακτηριστικά είναι όσα γράφει Φωτάκος, για τη συμβολή του Αχλαδοκάμπου, κατά τα χρόνια της Επανάστασης του 1821, στο έργο του, Βίοι Πελοποννησίων ανδρών, σ. 74:

«Το χωρίον τούτο επί του Εθνικού Αγώνος εθυσιάσθη ολόκληρον, διότι οι στρατιώται κινούμενοι άνω και κάτω όλοι εις αυτό κατέλυον, και τους έθρεφον. Κατήντησε σταθμός στρατιωτικός, και όμως οι πτωχοί κάτοικοι υπέφεραν πολύ, καθώς και αι Καλάμαι από τους Μανιάτας.

Επί δε της εισβολής του Δράμαλη, ότε ο στρατηγός Θ. Κολοκοτρώνης διέβαινεν εκείθεν δια την Αργολίδα και συνάντησε τους υπό της εμπροσθοφυλακής του Δράμαλη σκορπισθέντας και φεύγοντας από το Άργος και τους Αφεντικούς Μύλους Έλληνας κατά το Χάνι Νταούλι, και εκείθεν εγύρισε πίσω εις το άλλο Χάνι του αυτού χωρίου, το οποίον κείται εις τον κάμπον και λέγεται του Αγά πασά, όπου όλοι εμού εστάθμευσαν  σχεδόν τρεις ημέρας, το χωρίον τούτο, ο Αχλαδόκαμπος, έθρεψεν όλους εκείνους τους συναχθέντας εκεί, και τον Κολοκοτρώνην , προς τον οποίον έστειλε τροφάς ως και δια τα άλογά του εις την θέσιν Βρυσούλια, όπου διενυκτέρευσε και την αυγήν εκίνησε να υπάγη κατά του Δράμαλη».

Εάν το 1809, όπως λέγει ο Will. M. Leake στο έργο του Travels in the Morea, τ. Β’, σ. 334, ο Αχλαδόκαμπος είχε «ογδόντα οικογένειες», το 1822 θα είχε τουλάχιστο εκατό και επομένως θα μπορούσε να προσφέρει πενήντα άντρες ως στρατιώτες.  

 

Πηγή  


  • Ιωάννης Σπ. Αναγνωστόπουλος, « Αχλαδοκαμπίτες Αγωνιστές του 1821 / Συμβολή του Αχλαδοκάμπου στην Επανάσταση του 1821», Αθήνα, 1989.

Read Full Post »

Αργολίδα – Εναλλακτικές Διαδρομές (Με αφετηρία το Άργος)

 


 

Πεζοπορία –Ποδηλασία – Αυτοκίνητο

Σε μια πολλή ενδιαφέρουσα έκδοση της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αργολίδας που έχει εκδοθεί με την αρωγή του Υπουργείου Τουριστικής Ανάπτυξης και κείμενα  του Δημοσιογράφου Άκη Ντάνου, εντοπίσαμε κάποιες εξορμήσεις που έχουν ως αφετηρία την πόλη του Άργους και οι οποίες προσφέρουν «Μαγικές διαδρομές στην ενδοχώρα της Αργολίδας, σε καταπράσινα δάση και σε γυμνές κορυφές, σε πλατανοσκέπαστες κοίτες χειμάρρων, σε φαράγγια και σε παραδοσιακά χωριά, σε αρχαιολογικούς χώρους, σε έναν τόπο με έντονες αντιθέσεις και με εξαιρετικά φυσικά τοπία…Πράσινοι αγροί, βοσκοτόπια, ελαιώνες, δάση, σπήλαια, κρυστάλλινες πηγές, ανάμεσα στους διάσπαρτους ορεινούς όγκους με σπάνια φυτά, αποτελούν πόλο έλξης των φυσιολατρών…»

Σ’ αυτούς τους όμορφους τόπους επιχειρεί να μας ξεναγήσει ο συγγραφέας αυτού του μικρού αλλά πολύτιμου οδηγού.

   

Με αφετηρία το Άργος

 


   

1η Διαδρομή Προφήτης Ηλίας

                                     

Το Άργος είναι γνωστό ως η αρχαιότερη διαρκώς κατοικούμενη πόλη της Ευρώπης.

 Κάθε γωνιά του είναι και ένας ξεχωριστός αρχαιολογικός χώρος. Αρχαία Θέατρα,

Ασκληπιεία, μνημεία, και κάστρα όλων των εποχών, το Άργος είναι 

 » η χαρά του αρχαιολόγου».

 

Εκκλησάκι του Αη Λιά

Αφήστε το ΙΧ επί της πλατείας της λαϊκής αγοράς, η οποία τα πρωινά εκτός Τετάρτης και Σαββάτου χρησιμοποιείται και ως χώρος στάθμευσης. Βορεινά της βρίσκεται η νεοκλασική αγορά κατασκευασμένη στις αρχές του προηγούμενου αιώνα σε σχέδιο Τσίλερ. Νότιά της βρίσκεται το κτίριο των στρατώνων ιππικού του Καποδίστρια, ενώ ανατολικά βλέπετε το σπίτι του Καλλέργη, πρωτεργάτη της επανάστασης της Γ’ Σεπτεμβρίου, που διεκδίκησε «Σύνταγμα» από τον Όθωνα. Σήμερα χρησιμοποιείται ως συνέχεια του αρχαιολογικού Μουσείου του Άργους. Εμείς ακολουθούμε δυτική ή καλύτερα βορειοδυτική κατεύθυνση προς τον λόφο της Ασπίδας. Κινηθείτε βλέποντας μπροστά σας το Κάστρο του Άργους και το παλιό μοναστήρι της Παναγίας της Κατακεκρυμμένης.

Πλησιάζοντας στους πρόποδες του βουνού αριστερά ο δρόμος οδηγεί στην Παναγία. Στην άκρη του βράχου στην αρχαιότητα δέσποζε  ο ναός της προστάτιδας του Άργους, Θεάς Ήρας της Ακραίας. Στη δεξιά πλευρά του δρόμου αρχίζει ουσιαστικά η διαδρομή προς το λόφο της Ασπίδας ή προς τον Προφήτη Ηλία, όπως συνηθίζουν να τον αναφέρουν οι ντόπιοι.

Ένα ελικοειδές δρομάκι, ασφάλτινο, κατάλληλο για όλους τους ποδηλάτες ακόμα και τους αρχάριους, αφού οι ανηφοριές του είναι βατές, μας οδηγεί περιμετρικά στη κορυφή του λόφου χαρίζοντας στον επισκέπτη απέραντη θέα προς όλες τις πλευρές του αργολικού κάμπου. Στην απαρχή της διαδρομής στα δεξιά του δρόμου υψωνόταν ο ναός του Απόλλωνος της Δειράδος.

Λόφος της Ασπίδας

Φανταστείτε το μέγεθος των θυσιών που γινόταν προς τιμήν του πάνω στο λαξευμένο στον βράχο παραλληλόγραμμο βωμό του. Κάπου πίσω από κει υπήρχε και το μαντείο του Άργους παλαιότερο των Δελφών και της Δωδώνης, όπως το θέλουν οι αργείτικες  παραδόσεις, όπου η ιέρεια αφού απείχε από οποιαδήποτε σεξουαλική συνεύρεση, έπινε αίμα μαύρης κατσίκας και λαλούσε τα μελλούμενα.

Δίπλα από το όμορφο εκκλησάκι του Αη Λιά βρίσκεται το περίπτερο του Δήμου Άργους  με θέα προς τη θάλασσα και το Ναύπλιο. Αν προτιμάτε το ελεύθερο  πικνίκ, ξύλινα τραπεζάκια κάτω από πυκνά πεύκα σας προσφέρουν τη δυνατότητα ενός γεύματος μέσα στη φύση μακριά από τους θορύβους και τη μόλυνση των πόλεων.

Υπάρχουν όμως και σημεία, για τους γνώστες των extreme sport με ποδήλατο, που θα μπορούσατε να δοκιμάσετε τις δεξιότητές σας. Προσοχή όμως! Όλος ο λόφος είναι αρχαιολογικός χώρος και διάσπαρτος με αρχαιότητες όλων των χρονικών περιόδων, αφού εδώ και στους πρόποδες της Λάρισας πρωτοκατοίκησαν  οι Αργείοι πριν ο Ίναχος και ο Δαναός εκτρέψουν τους χειμάρρους που κατέκλυζαν το σημείο που απλώνεται η σημερινή πόλη.

Αν γυρίσατε, απολαύστε όλο το λόφο, γεμίσατε τα πνευμόνια σας με καθαρό οξυγόνο κι αν αισθάνεστε ακμαίοι και δυνατοί, μια ακόμα διαδρομή ανοίγεται μπροστά σας με κατεύθυνση τη Βρύση της Άκοβας και το γραφικό Κεφαλάρι.

  

2η Διαδρομή – Στους πρόποδες της Λάρισας


 

Το σπήλαιο που βρίσκεται κάτω από την Παναγιά την Κατακεκρυμμένη.

Εύκολα μπαίνει κανείς στον πειρασμό να θελήσει να εξερευνήσει το σπήλαιο που βρίσκεται κάτω από την Παναγιά την Κατακεκρυμμένη. Φεύγοντας από το χώρο της λαϊκής αγοράς κατευθύνεται κανείς Δυτικά προς τις παρυφές της Λάρισας προς το σημείο που βρίσκεται το σπήλαιο. Αφού διασχίσει την Παπαλεξοπούλου ανεβαίνει προς τα πάνω κάθετα στην Φορονέως. Η είσοδος του σπηλαίου φράζεται από σάμπρια και φραγκοσυκιές και μόνο σκαρφαλώνοντας κανείς από την δεξιά πλευρά του σπηλαίου μπορεί να μπει μέσα.

Από πάνω του κρέμεται η εκκλησία της Παναγίας της Κατακεκρυμμένης ή Πορτοκαλούσας, χτισμένη πάνω από το ναό της Ήρας της Ακραίας, προστάτιδας του Άργους. Ίσως μέσα στη σπηλιά να κατοικούσε ο Άργος, ο σκύλος με τα πολλά μάτια που έλεγχε τα νυχτοπερπατήματα του Δία.

Πιθανόν πάνω στα απότομα βράχια της σπηλιάς οι Αρχαίοι Αργείοι  να διοργάνωναν το αγώνισμα ˝Ασπίδος˝ κατά τα Μεγάλα Ηραία. Η τοπική παράδοση θέλει το σπήλαιο να επικοινωνεί με τα υπόγεια κελιά της Παναγίας, αλλά και με τις δεξαμενές του κάστρου της Λάρισας. Όμως ο ασβεστόλιθος έχει κλείσει τις πιθανές διόδους που υπήρχαν, όπως έχει κλείσει και το σημείο από το οποίο έρεε νερό μέσα στο σπήλαιο, ένα προϊστορικό ποτάμι το οποίο  πότιζε τον τότε αργολικό κάμπο. Σήμερα στο βάθος του σπηλαίου υπάρχουν μόνο υπολείμματα λεκάνης μέσω της οποίας έρεε ποταμός.

Σπήλαιο - Αγιογραφίες πιθανόν του 16ου ή του 17ου αιώνα

Η οροφή του σπηλαίου, μαύρη από τη πολυκαιρία και τη μούχλα κρύβει τα δικά της μυστικά. Η είσοδός του είναι διακοσμημένη με αγιογραφίες πιθανόν του 16ου ή του 17ου αιώνα οι οποίες δεν έχουν ταυτοποιηθεί και ερευνηθεί επαρκώς από τους αρχαιολόγους. Αναξιοποίητες παρακολουθούν από κοντά τον επισκέπτη και περιμένουν και πάλι κάποια στιγμή να δουν το φως των κεριών να τις φωτίζει. 

Από το σπήλαιο έχει κανείς μια καταπληκτική θέα τόσο της πόλης όσο και του αργολικού κάμπου. Κατηφορίζοντας τη Φορονέως προς τα δεξιά και παράλληλα του Ανδριάνειου υδραγωγείου κατευθυνόμαστε προς το αρχαίο θέατρο.

Αρχαίο θέατρο

Περνάμε μέσα από τις λαϊκές γειτονιές της πόλης, απ’ τις ίδιες γειτονιές που έκαναν το Μάνο Χατζηδάκι να σιγοτραγουδά το ˝μια Παναγιά, μια Αγάπη˝.., κάθε φορά που τις επισκεπτόταν.

Ας μη ξεχνάμε, ότι ο Φορονέας στην Αργειακή Μυθολογία ήταν παλαιότερος του Προμηθέα και γενάρχης των ανθρώπων, οπότε ˝λογικό˝ είναι τα πάντα να περιστρέφονται γύρω από τον δρόμο που φέρει το όνομά του.

Κριτήριο ή Νυμφαίο

Λίγο πριν φθάσει κανείς στο αρχαίο Θέατρο της πόλης, μια πινακίδα σας προτρέπει να κατευθυνθείτε προς το Κριτήριο ή Νυμφαίο. Τα σκαλοπάτια στο τέλος του δρόμου σας οδηγούν σε ένα άπλωμα υποστηριζόμενο από κυκλώπεια τείχη. Η παράδοση το θέλει να ήταν δικαστήριο για τους στρατηγούς, όπου ανεξάρτητα από την έκβαση μιας μάχης δικάζονταν μετά το πέρας αυτής για το αν ήταν δίκαιος ο πόλεμος ή όχι.

Τα υδραυλικά έργα στο σημείο αυτό υπογραμμίζουν την προσπάθεια των Αρχαίων Αργείων να υδρεύσουν την πόλη τους. Από εδώ περνούσε το Ανδριάνειο υδραγωγείο το οποίο έφερνε νερό από την περιοχή της Στυμφαλίας. Εδώ, τα έργα μας θυμίζουν ότι από την εποχή των Δαναΐδων η πόλη του Άργους ήταν άνυδρη.

Παναγία Κατακεκρυμμένη ή Πορτοκαλούσα

Ένας διαμορφωμένος αρχαιολογικός δρόμος σας οδηγεί από το Νυμφαίο στο αρχαίο θέατρο. Στο μέσον περίπου της διαδρομής μια πινακίδα σας εξηγεί πως ήταν η πόλη την αρχαία εποχή. Από το σημείο εκείνο μπορεί κανείς να κάνει τη σύγκριση της σημερινής πόλης με την παλαιά αφού η θέα είναι απεριόριστη. 

Μορφή του Ιππέα

Λίγο πριν φτάσει κανείς στο αρχαίο θέατρο, συναντά στα δεξιά του έναν βράχο από τους πολλούς που υπάρχουν διάσπαρτοι με σκαλίσματα επάνω τους. Η μορφή του Ιππέα έκανε τους χριστιανούς κατοίκους τα περιοχής να τον ταυτίσουν με τον  Αη Γιώργη (Γιωργάκο), όπως τον αναφέρει η ντοπιολαλιά, και να του αφιερώσουν το παρακείμενο εκκλησάκι.   

 

 

3η Διαδρομή – Άκοβα –Κεφαλάρι


 

Στο σημείο όπου ενώνονται οι ράχες της Λάρισας και της Ασπίδας ξεκινά δεξιά ένας δρόμος που οδηγεί προς την Άκοβα και την Χούνη. Πρόκειται για μια ακόμα ασφάλτινη διαδρομή χωρίς όμως ιδιαίτερη κίνηση από αυτοκίνητα. Με το που θα στρίψει κανείς από το διάσελο προς Άκοβα θα πρέπει να πάρει βαθιές ανάσες αφού μπροστά του θα έχει να αντιμετωπίσει μια μικρή ανηφοριά με μεγάλη όμως κλίση. Αυτό είναι το πιο δύσκολο σημείο όλης της διαδρομής. 

Βρύση της Άκοβας

Μένοντας στο αριστερό μέρος του δρόμου φτάνετε σε μια διασταύρωση όπου ο δρόμος ευθεία οδηγεί στην Χούνη και στο λημέρι των αγωνιστών του 1821 σκαλισμένο στην κυριολεξία πάνω στον απότομο βράχο. Αν όμως μείνετε στο αριστερό μέρος με κατεύθυνση τον προορισμό μας σε 400 μέτρα θα αντικρίσετε τη πολυτραγουδισμένη «βρύση της Άκοβας», με τα πλατάνια και τους πάγκους, όπου τις Απόκριες και το καλοκαίρι πραγματοποιούνται εκδηλώσεις.

Ο βράχος δίπλα στο μεγάλο πλάτανο μοιάζει να παρακολουθεί τον επισκέπτη με τα « δύο μεγάλα του μάτια». Πρόκειται για κοιλότητες που χρησιμοποιούνταν παλιά ως φούρνοι κατά τη διάρκεια των πανηγυριών. Στη σκιά του πλατάνου δεκάδες γενιές Αργείων και διερχόμενων διασκέδασαν, ξεκουράστηκαν και δροσίστηκαν  από το πηγαίο νερό της ˝ βρύσης της Άκοβας˝.

Φούρνοι

Από εκεί ο δρόμος αρχίζει σιγά σιγά να κατηφορίζει και ξαφνικά προβάλλει μπροστά μας ένα τμήμα του αργολικού κάμπου και φυσικά το γαλάζιο του αργολικού Κόλπου. Στο αριστερό μέρος του δρόμου συναντάμε ένα εικονοστάσι που πίσω του κρύβεται ένα πολύ στενό γεφυράκι που οδηγεί στο εκκλησάκι των Ταξιαρχών μέσα σε πυκνή βλάστηση.

Συνεχίζουμε να κατηφορίζουμε μένοντας πάντα επί του δρόμου δεξιά μας πάνω  σε αριστερή στροφή του δρόμου συναντάμε την ένδειξη προς Κόκλα (ένας μικρός οικισμός του Άργους που πιθανότατα πήρε το όνομα του από τα πολλά κόκαλα που βρίσκονταν στους θολωτούς μυκηναϊκούς τάφους μπροστά από το παλιό δημοτικό σχολείο). Μένοντας επί του κυρίου  δρόμου λίγο πιο κάτω συναντάμε τη διασταύρωση προς Κεφαλάρι.

Πρόκειται για έναν από τους πολλούς αρχαίους δρόμους του Άργους πάνω στους οποίους έχουν κατασκευαστεί σήμερα οι καινούριοι. Στα 3 χιλιόμετρα περίπου ο δρόμος σχηματίζει μια διχάλα. Συνεχίζουμε αριστερά και πριν περάσουμε το γεφυράκι του ποταμού Ερασίνου στρίβουμε δεξιά σχεδόν μέσα σε αυλές και βρισκόμαστε μπροστά από τις νεροτριβές, όπου εδώ και αιώνες οι κάτοικοι χρησιμοποιούν τα νερά της πηγής ως πλυντήριο για τα στρωσίδια το σπιτιού τους. Μερικά μέτρα αργότερα φτάνουμε στη πηγή του Ερασίνου, του ποτάμιου Θεού προστάτη του Άργους , όπως τον αποκάλεσε ο βασιλιάς της Σπάρτης Κλεομένης.

Το σπήλαιο και ο ναός της Ζωοδόχου Πηγής στο Κεφαλάρι

Ο Ερασίνος πηγάζει από μια σπηλιά κάτω ακριβώς από το ναό της Ζωοδόχου Πηγής. Ο Ναός άπτεται του σπηλαίου όπου στην αρχαιότητα λατρευόταν ο Πάνας στη συνέχεια ο Διόνυσος. Εδώ γινόταν μια μυστηριακή γιορτή που ονομαζόταν ˝Τύρβη˝, λόγω του θορύβου και της σκόνης του δημιουργούσαν οι συμμετέχοντες στα δρώμενα. Ορισμένοι μάλιστα υποθέτουν ότι η λέξη ˝τούρμπο˝ έχει τις ρίζες της στην ˝Τύρβη˝.

Δεξιά και αριστερά της πηγής θα βρείτε σίγουρα ένα μέρος στα εστιατόρια και τα αναψυκτήρια που θα σας προδιαθέσει να εστιαστείτε, ενώ στο παρακείμενο αλσύλλιο η παιδική χαρά θα κερδίσει τις καρδιές των μικρών.

Από το Κεφαλάρι αν κατευθυνθείτε ανατολικά κινούμενοι παράλληλα στις όχθες του Ερασίνου, μπορείτε εύκολα να βρεθείτε στην περιοχή του βάλτου του Άργους, ενώ αν κατευθυνθείτε προς τη Δύση, στο ένα χιλιόμετρο περίπου θα αντικρίσετε αριστερά σας να υψώνονται ερείπια της μοναδικής σωζόμενης πυραμίδας του Ελληνικού στον ελλαδικό χώρο.    

© Κείμενο – Φωτογραφίες

Άκης Ντάνος

Read Full Post »

Κάστρο Καρυάς


 

Ψηλότερα του ορεινού χωριού Καρυά, η  οδός που ανοίχθηκε προς Νεστάνη σε ύψος 980 μ. διέρχεται μεταξύ του Ιερού ναού της Θεοτόκου και μιας βραχώδους εξάρσεως, στην κορυφή της όποιας υπάρχει ασβεστόκτιστο οίκημα, που και σήμερα ονομάζετε  «Καστράκι».

Το «Καστράκι» αυτό αποτελείται από ένα σύνολο κτισμάτων διαφόρων μάλιστα εποχών. Έτσι, στην επίπεδη κορυφή του βραχώδους υψώματος μια σειρά από ευμεγέθεις λίθους αλλά χωρίς κονίαμα εμφαίνουν και διαγράφουν αρχαίο κτίσμα διαστάσεων 6 Χ 4,70μ. Σε παρακείμενη ευμεγέθη οριζόντια επιφάνεια ενός βράχου υπάρχει σφαιρική κοιλότητα, που έχει διάμετρο 1,20μ. και βάθος 0,30μ. στο κέντρο. Από το σημείο αυτό είναι ορατά, όλη η άνω λεκάνη του Ξεριά, το φρούριο του Άργους και ο αυχένας Αρτεμισίου Ξεροβουνίου (από  του οποίου διέρχεται η οδός προς Νεστάνη). Συμπεραίνεται λοιπόν ότι εδώ ήταν εγκατεστημένη κατά την αρχαιότητα φρυκτωρία* των Αργείων.

 

Το Κάστρο της Καρυάς – (Λήψη φωτογραφίας 18 Απριλίου 2021).

 

Δίπλα στο παραπάνω αρχαίο κτίσμα υπάρχει άλλο, νεότερο, εκτάσεως 6 Χ 4,30. Στο κτίσμα αυτό έγινε χρήση ασβεστοκονιάματος και είχε δίκλινη στέγη. Του κτιρίου αυτοί σώζονται ακόμα οι δύο τοίχοι, ενώ οι άλλοι δύο έχουν καταρρεύσει από την ώθηση της στέγης. Στο εσωτερικό του κτιρίου ο βόρειος τοίχος στο κάτω μέρος έχει παράθυρο 0,55 Χ 0,80 του μ. και συνεχόμενο ντουλάπι 1,60 Χ 0,50.

 

Το Κάστρο της Καρυάς – (Λήψη φωτογραφίας 18 Απριλίου 2021).

 

Παρόμοιο κτίσμα διαστάσεων 6,50 Χ 4,30μ. υπάρχει στη θέση Βίγ­λα του Γουλά Νεστάνης (Τσιπιανών). Από τον τρόπο κατασκευής αυτών συμπεραίνεται ότι και τα δύο κτίρια είναι της βυζαντινής εποχής, αυτό της Αργολίδας φαίνεται να είναι νεότερο, και μάλιστα μετά το 1388.

 

Τοπογραφικό σκαρίφημα του Κάστρου Καρυάς

 

Στους δυτικούς πρόποδες του ίδιου πάντα βραχώδους υψώματος ξηρολιθοδομή πάχους 0,80μ. αποτελεί τα θεμέλια κυκλικού πύργου εξωτερικής διαμέτρου 2,50μ. Η άνοδος στο ύψος της φρυκτωρίας γίνεται από οδό που ακολουθεί την δυτική κλιτύ της βραχώδους προεξοχής, το κατάστρωμα δε του δρόμου υποβαστάζει αναλημματικός από ξηρολιθοδομή τοίχος. Τέλος δυτικά του πύργου ένα μικρό οροπέδιο λίγων στρεμμάτων προσφέρεται για στάθμευση ίλης ιππικού. Συμπεραίνεται λοιπόν ότι οι ξηρολιθοδομές και ο πύργος είναι φραγκικά κατασκευάσματα και ότι η φρυκτωρία ήταν σε χρήση της γαλλικής αυθεντίας.

Στον ιστότοπο της Eφορείας Αρχαιοτήτων Αργολίδας, «Περιήγηση στα μνημεία της Αργολίδας» διαβάζουμε: Φρυκτώριο, θέση Κάστρο Παναγία Καρυάς Άργους. Σε μικρό ασβεστολιθικό έξαρμα έναντι της εκκλησίας της Παναγίας Καρυάς στη θέση Κάστρο είναι ορατή αρχαία τειχοδομία με ορθογώνια κάτοψη, στην οποία εδράζεται οχυρό βυζαντινών χρόνων. Εντάσσεται στο αμυντικό δίκτυο (φρυκτώρια), ελέγχου των μεθορίων περιοχών της ΒΔ Αργολίδας τον 5ο και κυρίως τον 4ο αι. π.Χ.

 

Υποσημείωση


 

* Οι Φρυκτωρία ήταν ένα σύστημα συνεννόησης με σημάδια που μεταβιβάζονταν από περιοχή σε περιοχή με τη χρήση πυρσών, στη διάρκεια της νύκτας (φρυκτός = πυρσός και ώρα = φροντίδα). Ο Αισχύλος στο έργο του Αγαμέμνων περιγράφει την είδηση της πτώσης της Τροίας, η οποία μεταδόθηκε ως τις Μυκήνες με τις φρυκτωρίες.

 

Πηγή


  • Ιωάννου Ε. Πέππα, «Μεσαιωνικές σελίδες της Αργολίδος, Αρκαδίας, Κορινθίας, Αττικής», Αθήνα 1990.

 

Σχετικά θέματα:

 

Read Full Post »

« Newer Posts