Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Archive for the ‘Ναοί Αργολίδας’ Category

Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου Ναυπλίου


 

Ο Ιερός Ναός του Αγίου Νικολάου, προστάτη των ναυτικών, κτίστηκε δίπλα στο λιμάνι, το 1713, από τον Αυγουστίνο Σαγρέδο προβλεπτή του στόλου, επάνω σε προσχώσεις έξω από τα βόρεια τείχη της πόλεως, στην τότε συνοικία του «Αιγιαλού».

 

Ο παλαιός Άγιος Νικόλαος και το Ηρώο στην παραλία Ναυπλίου. Δημοσιεύεται στο: Ιωάννου Αθ. Γιαννόπουλου, Πρωτοπρεσβύτερου, « Ιεροί Ναοί Ναίδρια  & Εφημέριοι αυτών της πόλεως Ναυπλίου », Ναύπλιον 2008.

Ο παλαιός Άγιος Νικόλαος και το Ηρώο στην παραλία Ναυπλίου. Δημοσιεύεται στο: Ιωάννου Αθ. Γιαννόπουλου, Πρωτοπρεσβύτερου, « Ιεροί Ναοί Ναίδρια & Εφημέριοι αυτών της πόλεως Ναυπλίου », Ναύπλιον 2008.

 

Ιδρύθηκε προς τιμήν του Αγίου Νικολάου, προστάτη των Ενετών ναυτικών, σε αντικατάσταση παλαιότερου ναού του Αγίου Νικολάου, που βρισκόταν μέσα στα τείχη της πόλεως, όπως αναφέρεται στην εντοιχισμένη πλάκα, που βρίσκεται στην πρόσοψη του ναού:

 

HANC DIVI NIKOLAI ECCLESIAM NAUTARUM PROTECTORIS AUGUST(INUS) SAGREDO PROV(ISOR) CLASSIS MARIS

EX URBE TRANSLATAM

LITORI DEGENTIUS CONSTRUENDAM PRAECEPIT ADIVIT.

ANNO M.D CC.XIII.

 

Την Εκκλησίαν ταύτην του Αγ. Νικολάου Προστάτου των ναυτιλλομένων

Ο Αυγουστ(ίνος) Σαγρέδος Προβλ(επτής) του Στόλου

Εκ της πόλεως μετενεχθείσαν

εις την παραλίαν ευπρεπέστερον να οικοδομηθή διέταξε και συνετέλεσε

Εν έτει 1713

 

Η Εκκλησία Αγίου Νικολάου Ναυπλίου, τέλη 19ου αιώνα. Στις «Παλαιές φωτογραφίες του Ναυπλίου», ο κ. Γιάννης Μακρής σημειώνει για την φωτογραφία: Το Καμπαναριό του Αγίου Νικολάου έπαθε καθίζηση ένεκα σαθρού εδάφους. Για τον λόγο αυτό αποσυναρμολογήθηκε και πωλήθηκε στη Μητρόπολη Λεωνιδίου (σήμερα βρίσκεται στην Παναγιά Λεωνιδίου), το φθινόπωρο του 1932. Με τα χρήματα αυτά άλλαξαν τελείως την πρόσοψη του Ναού προσθέτοντας δύο ενσωματωμένα καμπαναριά.

Η Εκκλησία Αγίου Νικολάου Ναυπλίου, τέλη 19ου αιώνα. Στις «Παλαιές φωτογραφίες του Ναυπλίου», ο κ. Γιάννης Μακρής σημειώνει για την φωτογραφία: Το Καμπαναριό του Αγίου Νικολάου έπαθε καθίζηση ένεκα σαθρού εδάφους. Για τον λόγο αυτό αποσυναρμολογήθηκε και πωλήθηκε στη Μητρόπολη Λεωνιδίου (σήμερα βρίσκεται στην Παναγιά Λεωνιδίου), το φθινόπωρο του 1932. Με τα χρήματα αυτά άλλαξαν τελείως την πρόσοψη του Ναού προσθέτοντας δύο ενσωματωμένα καμπαναριά.

 

Εσωτερικό του  Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου.  (Φωτογραφία από τον ιστότοπο, Εικονική περιήγηση στο Ναύπλιο).

Εσωτερικό του Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου. (Φωτογραφία από τον ιστότοπο, Εικονική περιήγηση στο Ναύπλιο).

Ο Ναός είναι τρισυπόστατος, το μεσαίο κλίτος είναι αφιερωμένο στον Άγιο Νικόλαο, το δεξιό στους Αγίους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο και το αριστερό στους Τρείς Ιεράρχες. Από την εσωτερική διακόσμηση του φωτεινού αυτού ναού διακρίνονται για την καλλιτεχνική τους αξία ο δεσποτικός θρόνος, ο κεντρικός – ρωσικής τέχνης – πολυέλαιος και οι μεγάλες δεσποτικές εικόνες του τέμπλου των ετών 1848-1849 έργα του γνωστού ταλαντούχου αγιογράφου των χρόνων της Εθνικής Παλιγγενεσίας Ιωάννου Δημάδη. Ο σημερινός ναός του Αγίου Νικολάου είναι νεότερος, εγκαινιάσθηκε στις 29 Φεβρουαρίου 1836. Η αρχική μορφή του ναού έχει πλέον αλλάξει από μεταγενέστερες προσθήκες (πρόσοψη, κωδωνοστάσιο).

Ο ναός του Αγίου Νικολάου Ναυπλίου, σήμερα. (Φωτογραφία από τον ιστότοπο, Εικονική περιήγηση στο Ναύπλιο).

Ο ναός του Αγίου Νικολάου Ναυπλίου, σήμερα. (Φωτογραφία από τον ιστότοπο, Εικονική περιήγηση στο Ναύπλιο).

Στον περίβολο του Ναού βρίσκεται η προτομή του εφημερίου του ναού Αρχιμανδρίτη Ιερόθεου Μπαζιώτη, που σκοτώθηκε στις 12 Ιανουαρίου 1941, στο Πόγραδετς της Βόρειας Ηπείρου, ως έφεδρος στρατιωτικός ιερέας, με το βαθμό του υπολοχαγού.

Στις 6 Δεκεμβρίου, το λιμενικό της πόλης του Ναυπλίου γιορτάζει με μεγαλοπρέπεια τον προστάτη του Άγιο Νικόλαο, με λιτάνευση της θαυματουργής εικόνας του Αγίου καθώς και του τεμαχίου του ιερού λειψάνου του, που φυλάσσεται στον ιερό ναό.

 

Πηγές 


  • Νέλλη Χρονοπούλου – Μάρω Βουγιούκα – Βασίλης Μεγαρίδης, «Οδωνυμικά του Ναυπλίου», έκδοση Δήμου Ναυπλιέων, 1994.
  • Ιωάννου Αθ. Γιαννόπουλου, Πρωτοπρεσβύτερου, « Ιεροί Ναοί Ναίδρια  & Εφημέριοι αυτών της πόλεως Ναυπλίου », Ναύπλιον 2008.
  • Ντιάνα Αντωνακάτου ,«Ναύπλιο  – Κείμενα και Εικόνες», Αθήνα 1988.
  • Εικονική περιήγηση στο Ναύπλιο (http://www.nafplio-tour.gr)
  • Γεωργίου Αθ. Χώρα, «Οι ιστορικοί ναοί και η «Αγία Μονή»  νησίδες Ελληνικότητας και Ορθοδοξίας», περιοδικό Επτά ημέρες, Καθημερινή, «Αφιέρωμα στο Ναύπλιο», Κυριακή 12 Νοεμβρίου 1995.

 

Read Full Post »

H Αγία Ρουσαλή Βρουστίου Αργολίδας


 

 

Λίγο πιο πάνω από τη Χούνη και πολύ ψηλότερα – κοντά στην κορυφογραμμή της χαράδρας- μπορεί να αγναντέψει κανείς ένα μικρό ερημοκλήσι – ορατό και από το δρόμο Άργους – Καρυάς – που είναι χτισμένο μέσα σε μια μεγάλη σπηλιά με απόκρημνο βράχο από πάνω της. Ανήκει στο Βρούστι και είναι αφιερωμένο στη μνήμη της Αγίας Ιερουσαλήμ ή της Υπαπαντής.

 

H Αγία Ρουσαλή Βρουστίου

H Αγία Ρουσαλή Βρουστίου

 

Η ιστορία του χάνεται στα χρόνια και πρέπει να  χτίστηκε πριν από το 1700 μ.Χ. από σκηνίτες κτηνοτρόφους της ευρύτερης περιοχής. Οι ντόπιοι ονομάζουν το εκκλησάκι και την περιοχή «Άγια Ρουσαλή» και κάποτε το γιόρταζαν με μεγαλοπρέπεια δυο φορές το χρόνο, στις 2 Φεβρουαρίου και στις 2 Ιουλίου, οπότε συνέρεαν στη χάρη της, πέρα από τους Βρουστιώτες, και το σύνολο των κατοίκων των κοντινών οικισμών της Καρυάς: η Χούνη, τα Σπαναίικα, η Αγριλίτσα, το Γαλάτι, το Κοτρώνι, η Στραβή ράχη κ.λπ.

Παρόμοια εκκλησάκια και τοπωνύμια με μικρές παραλλαγές βρίσκουμε σε λίγες περιοχές της Ελλάδας. Συγκεκριμένα  μικρό εξωκλήσι «Αγιαρσαλή»  μέσα σε σπηλιά με απόκρημνα βράχια βρίσκεται στο χωριό Βελίτσα στην Τιθορέα Λοκρίδας. Από τα βράχια της σπηλιάς αυτής στάζει νερό, που συρρέει σε μια μεγάλη πελεκημένη βαθουλωτή πέτρα. Ίδια τοπωνύμια  «Αγιαρσαλή» υπάρχουν  στην Αμφίκλεια, στη Λιβαδειά, κοντά στη Δαύλεια, όπου είναι και μοναστήρι, στην Υπάτη Φθιώτιδας  και στη νήσο Κέα (Τζια). Τοπωνύμιο «Αϊρσαλή» βρίσκουμε στο χωριό Ξυλικοί Φθιώτιδας , ενώ «Αρσαλή» ονομάζουν  ναΐσκο  στο βουνό Κνημίς πάνω από τα Καμμένα Βούρλα.

Το ξωκλήσι της Αγιαρσαλής στη Τιθορέα.

Το ξωκλήσι της Αγιαρσαλής στη Τιθορέα.

Τοπωνύμιο  «Αγία Ρουσαλή» απαντά στη Ζάκυνθο και στην Κεφαλληνία , «Αϊρουσαλή»  ή  «Αρουσαλή» στην  Πελοπόννησο, «Αροσαλή» και  «Γερσαλή» στη Ρόδο , «Aρσαλιά» στη Βλάτση Μακεδονίας  και στο χωριό Άγιος Γεώργιος Γρεβενών, ενώ ερημοκλήσι της Αγίας Ιερουσαλήμ υπάρχει στη Στυλίδα και ναός της «Αγίας Ιερουσαλήμ» στη Βέροια, όπου μαρτύρησε η Αγία Ιερουσαλήμ και τα τρία παιδιά της, όταν αυτοκράτορας στη Ρώμη ήταν ο Μάρκος Αυρήλιος Πρόβος (276-282 μ.Χ.).  Στην Κρήτη, τέλος, στις ανατολικές κλιτύες του Ψηλορείτη καταγράφεται το 1894 «Μονή Ιερουσαλήμ».

Κοινό χαρακτηριστικό των περισσότερων από τις παραπάνω θέσεις είναι ότι βρίσκονται σε απόμερες και δυσπρόσιτες σπηλιές, στις οποίες τρέχει λίγο ή πολύ νερό, που οι παλαιότεροι το θεωρούσαν θαυματουργό «Αγιονέρι», γιατί  πίστευαν, ότι θεραπεύει τις αρρώστιες. Ίσως γι αυτό ταυτίστηκε  η γιορτή της Αγίας Ιερουσαλήμ σε κάποιες περιοχές με τη γιορτή της Ζωοδόχου Πηγής.  Είναι πολύ πιθανό μάλιστα στη συλλαβή « -ρου-» να λανθάνει παρήχηση της ροής των νερών.

Όλα αυτά τα τοπωνύμια και τα αντίστοιχα εκκλησάκια είναι πιθανό να οφείλονται και να είναι αφιερωμένα στην Αγία Ιερουσαλήμ και στα τρία παιδιά της, Σέκενδο, Σεκένδικο και Κήγορο ή Κέγουρο, που καταγόταν από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και έζησε τον 3ο αιώνα μ.Χ. Η γυναίκα αυτή μετά το θάνατο του συζύγου της πήρε τη μεγάλη απόφαση να  ταξιδέψει παντού και να κηρύξει το λόγο του Θεού.  Ξεκίνησε με τα παιδιά της από την Αλεξάνδρεια κηρύττοντας  από πόλη σε πόλη κατά της ειδωλολατρίας και έφτασε στη Ρώμη, την πρωτεύουσα του τότε Ρωμαϊκού κράτους. Στη συνέχεια ήρθε στα μέρη μας, πέρασε από την Αθήνα, τη Βοιωτία, τη Θεσσαλία και κατέληξε στη Βέρροια, όπου έγινε μοναχή και ανέπτυξε ιεραποστολική δράση οδηγώντας πολλούς ειδωλολάτρες στη χριστιανική πίστη.

Την περίοδο εκείνη έγινε Αυτοκράτορας ο Μάρκος Αυρήλιος Πρόβος και διέταξε το διωγμό των Χριστιανών.  Έτσι την κατήγγειλαν στον δούκα της Θεσσαλονίκης Κινδιανό, ο οποίος πήγε αυτοπροσώπως στη Βέροια για να την ανακρίνει και βλέποντας τη σταθερότητά της διέταξε να βασανιστεί. Εκτέλεσαν τα παιδιά της με βασανιστικό τρόπο, αφού ο ένας σύρθηκε πίσω από άλογα, ο δεύτερος ξυλοκοπήθηκε μέχρι θανάτου και ο τρίτος υποχρεώθηκε να φορέσει πυρωμένη περικεφαλαία. Τέλος αποκεφάλισαν και την αγία μητέρα τους ανάμεσα στα έτη 276-282. Η κάρα της σώζεται στον προσκυνηματικό Ι. Ν. Αγ. Αντωνίου, Πολιούχου της Βέροιας, και εορτάζεται πανηγυρικά στις 4 Σεπτεμβρίου. Η διάδοση του τοπωνυμίου της Αγίας Ιερουσαλήμ  οφείλεται πιθανότατα στη λατρεία των  πιστών της, ιδιαίτερα στους τόπους απ’ όπου πέρασε και δίδαξε, καθώς προχωρούσε προς τη Βέρροια, όπου βασανίστηκε απάνθρωπα η ίδια και τα παιδιά της.

Μια  δεύτερη εκδοχή συνδέει τα τοπωνύμια και τις εκκλησίες αυτές με την ιερή πόλη της Ιερουσαλήμ. Σύμφωνα με την ερμηνεία αυτή πολλοί  ελληνορθόδοξοι μοναχοί ή απλοί πιστοί είχαν μετοικήσει από  την περιοχή των Ιεροσολύμων της Παλαιστίνης  σε περιοχές του ελλαδικού χώρου, για να αποφύγουν τις διώξεις των Σαρακηνών ή των Εικονομάχων τον 8ο μ.Χ. αι. αλλά και  των Σταυροφόρων το 13ο αιώνα μ.Χ. Η επικάλυψη του ονόματος της μάρτυρος Ιερουσαλήμ από το ομόηχο όνομα της πόλης Ιερουσαλήμ οφείλεται κυρίως στο ότι ο λαός άκουγε το όνομα της άγιας πόλης πάρα πολύ συχνά από τους κληρικούς, τους μοναχούς και τους ψάλτες . Έτσι σε κάποιες περιοχές φαίνεται ότι λησμονήθηκε σταδιακά η μνήμη της Αγίας Ιερουσαλήμ  και η λατρεία της υποκαταστάθηκε από τη λατρεία της Παναγίας, που τόσο άμεσα συνδέονταν με την  πόλη της Ιερουσαλήμ.

Γιατί όμως η Αγία Ιερουσαλήμ είναι η αγία των σπηλαίων και των βράχων; Γενικότερα η ταπείνωση και η λιτότητα των τοιχωμάτων ενός σπηλαίου συνδέεται από την πρώτη στιγμή με το χριστιανισμό. Μια ταπεινή σπηλιά στη Βηθλεέμ διάλεξε ο Θεάνθρωπος για την ενανθρώπισή του, αφού  σύμφωνα με το βυζαντινό υμνωδό «εν τω σπηλαίω τίκτεται». Σ’  ένα σπήλαιο της Πάτμου γράφτηκε η αποκάλυψη του Ιωάννη.  Μέσα σε σπηλιές φώλιασαν μοναχοί, βρήκαν καταφύγιο εικόνες και χτίστηκαν ξωκλήσια. Σε όλη την ελληνική επικράτεια αντικρίζουμε εκατοντάδες εκκλησάκια, αλλά και ολόκληρα μοναστηριακά συγκροτήματα σκαμμένα ή σκαρφαλωμένα σε βράχους. Άλλα απλές σπηλιές και άλλα περίτεχνες κατασκευές με αγιογραφίες ζωγραφισμένες ή λαξεμένες επάνω σε λείες επιφάνειες βράχων. Στις μέρες μας εκατοντάδες μοναστήρια, ασκηταριά και εκκλησίες βρίσκονται φωλιασμένες σε κάποιον βράχο της πατρίδας μας και αντιμετωπίζονται με σεβασμό από τους πιστούς κάθε περιοχής.

Υπάρχει όμως και μια ειδικότερη ερμηνεία. Στα Μεσαιωνικά χρόνια υπήρχαν πολλά ιεραποστολικά ταξίδια Μοναχών του Αγίου Τάφου στους Ελλαδικούς τόπους, όπου εργάζονταν για τη στερέωση της πίστης, έκαναν εράνους για συνδρομή των αγίων τόπων και έκτιζαν εκκλησάκια και Μονές. Αυτοί που μετοικούσαν έπαιρναν μαζί τους εικόνες και άλλα ιερά κειμήλια και μόναζαν σε δυσπρόσιτες σπηλιές. Ο ερχομός μοναχών από τους Αγίους Τόπους ήταν η αφορμή  για την επικράτηση της ονομασίας Ιερουσαλήμ σε κάποιες  περιοχές.

  

H Αγία Ρουσαλή Βρουστίου

 

Ίσως μια από αυτές να είναι η σπηλιά και το εξωκλήσι της  Αγιαρουσαλής πάνω από τη Χούνη. Φαίνεται πως στη σπηλιά αυτή του Βρουστίου πάνω από τη Χούνη κατέφυγε κάποιος μοναχός από τα Ιεροσόλυμα και με τη βοήθεια των ντόπιων βοσκών, που είχαν τα κοπάδια τους στα στανοτόπια της περιοχής, ερείπια των οποίων σώζονται και σήμερα ανατολικά από το εκκλησάκι, έχτισε το εξωκλήσι κάτω από το βράχο και διαμόρφωσε τη σπηλιά σε ασκηταριό εξασφαλίζοντας και το νερό, που έσταξε από το βράχο. Το ξωκλήσι πήρε το όνομά του από  τους Αγίους Τόπους και την πόλη της Ιερουσαλήμ, απ’ όπου προερχόταν ο ένας ή πολλοί μοναχοί που το έχτισαν και δεν έχει σχέση με την αγία Ιερουσαλήμ, η οποία άλλωστε σύμφωνα με την παράδοση και τις υπάρχουσες μαρτυρίες δε φαίνεται να πέρασε ποτέ από αυτά τα μέρη και δεν υπάρχει στην περιοχή αυτή ούτε εικόνα ούτε προφορική παράδοση σχετική με την Αγία Ιερουσαλήμ.

Το  «αξιοπερίεργο» γεγονός  ερημοκλήσια  και μοναστήρια  με  το όνομα της Αγίας Ιερουσσαλήμ να είναι αφιερωμένα σε άλλους αγίους και να μη γιορτάζουν στις 4 Σεπτεμβρίου, που εορτάζει κανονικά η Αγία Ιερουσαλήμ, το συναντάμε και σε άλλες  περιοχές, όπου  η γιορτή της Αγίας Ιερουσαλήμ υποκαταστάθηκε από τη γιορτή της Παναγίας ή από τη γιορτή τοπικών Αγίων. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Βέροιας, όπου  υπήρχε ναός της Αγίας Ιερουσαλήμ που κάηκε το 1772 μ.Χ. και «…υποκατεστάθη από την πανήγυριν του Αγίου Αντωνίου». Στην Κεφαλληνία επίσης  το Μοναστήρι της Παναγίας Ιερουσαλήμ  το διαδέχτηκε μοναστήρι του Αγίου Γερασίμου – προστάτη της Κεφαλονιάς-, ο οποίος βρήκε ερειπωμένο μοναστήρι της Παναγίας Ιερουσαλήμ και, αφού το ανοικοδόμησε, το ονόμασε Νέα Ιερουσαλήμ.  Σε πολλές περιπτώσεις  μάλιστα,  όπου υπάρχει εικόνα της Παναγίας, υπάρχει συνήθως και παράδοση ότι η Παναγία έφυγε από την Αγία πόλη Ιερουσαλήμ της Παλαιστίνης και κυνηγημένη κατέφυγε στη συγκεκριμένη σπηλιά.

Η Αγια-Ρουσαλή του Βρουστίου αφιερώθηκε στην Υπαπαντή του Κυρίου, όπως φαίνεται και από τη δεύτερη εικόνα αριστερά της αγίας πύλης μέσα στο εκκλησάκι και γιορτάζει κάθε χρόνο στις 2 Φεβρουαρίου, που είναι η γιορτή της Υπαπαντής.  Υπαπαντή σημαίνει  «προϋπάντηση»(υπό + απαντώ) και είναι η μέρα, που η Παναγία πήγε το Χριστό στην εκκλησία, 40 μέρες μετά τη γέννησή Του και βγήκε ο γέροντας Συμεών να προϋπαντήσει την Παναγία και το Βρέφος. Σύμφωνα με το Μωσαϊκό νόμο, η Παρθένος Μαρία σαράντα μέρες μετά τη γέννηση του παιδιού Ιησού, αφού συμπλήρωσε το χρόνο καθαρισμού από τον τοκετό, πήγε στο Ναό της Ιερουσαλήμ μαζί με τον Ιωσήφ, για να εκτελεσθεί η τυπική αφιέρωση του βρέφους στο Θεό κατά το και να προσφέρουν την καθιερωμένη θυσία, που κατά την παράδοση ήταν ένα ζευγάρι τρυγόνια ή περιστέρια.

 

Η Αγια-Ρουσαλή του Βρουστίου

Η Αγια-Ρουσαλή του Βρουστίου

 

Κάποτε όμως γιόρταζε και στις 2 Ιουλίου την κατάθεση της Αγίας Εσθήτας της Παναγίας. Τον Ιούλιο μάλιστα, που ευνοούσαν οι καιρικές συνθήκες, μέχρι τη δεκαετία του 1970 έφθαναν στην Αγια-Ρουσαλή οι κάτοικοι του Βρουστίου και των γύρω οικισμών, κυρίως γυναίκες και παιδιά, πεζοί ή με τα ζώα τους από την παραμονή της γιορτής εφοδιασμένοι με κουβέρτες και φαγητά. Παρακολουθούσαν τον εσπερινό, έτρωγαν τα φαγητά τους, έστρωναν τις κουβέρτες και «για το καλό», για να έχουν δηλαδή την ευλογία της Αγίας, κοιμόντουσαν μέσα στη σπηλιά. Την άλλη μέρα παρακολουθούσαν τη λειτουργία, γλεντούσαν με τραγούδια και χορούς και μετά το μεσημέρι επέστρεφαν στα σπίτια τους.

Ο μοναδικός δρόμος για να φτάσει κανείς στην Αγια-Ρουσαλή του Βρουστίου είναι ένας χωματόδρομος βατός και με αγροτικά κυρίως αυτοκίνητα, που ξεκινάει από την τελευταία στροφή του δρόμου προς το Βρούστι, τη «στροφή του Ζαφείρη» λίγο πριν φτάσουμε στο χωριό, και οδηγεί ανατολικά.  Μετά από 2 περίπου χιλιόμετρα ευθείας σχετικά πορείας φτάνουμε στην τοποθεσία «Διάσελο» και αν συνεχίσουμε ευθεία θα περάσουμε από τις «Ράχες», ένα οροπέδιο με θέα προς το βόρειο τμήμα του αργολικού κάμπου, και κατηφορίζοντας ευθεία θα φτάσουμε στα Σταθαίικα και αριστερά  στο εκκλησάκι του Αγίου Δημητρίου με τις πηγές «Κλίμα», από όπου υδρεύονταν παλαιότερα τα Σταθαίικα, και συνέχεια στην Αγία Μαρίνα και το Σχοινοχώρι.

Από το Διάσελο όμως μπορούμε να πάρουμε το δρόμο που οδηγεί δεξιά προς την περιοχή «Ψηλή Γκορτσιά» και σε απόσταση 1, 7 περίπου χιλιομέτρων θα φτάσουμε σε μια νέα διασταύρωση.  Ο δρόμος αριστερά οδηγεί σ’ ένα μεγάλο πάρκο με φωτοβολταϊκά, που έχει δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια. Ο δρόμος δεξιά κατηφορίζει και μετά από μερικές στροφές καταλήγει μετά από 1,3  ακόμα χιλιόμετρα κάτω από τη σπηλιά της Αγια-Ρουσαλής. Στα τελευταία 300 περίπου μέτρα ο δρόμος είναι πολύ κατηφορικός και δύσβατος και μόνο με αγροτικό αυτοκίνητο μπορούμε να τον διαβούμε με ασφάλεια, ειδικά στη φάση της επιστροφής, παρά τη βελτίωση που έκανε τα τελευταία χρόνια ο πολιτιστικός σύλλογος του Βρουστίου «Η Πλατάνα».

 

Η είσοδος

Η είσοδος

 

Παλαιότερα κάποιοι προσκυνητές ανέβαιναν πεζοί και από τη Χούνη μέσα από ένα ανηφορικό και δύσβατο μονοπάτι, που σήμερα είναι πολύ δύσκολο να το βρει και να το περάσει κάποιος. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι η Αγια-Ρουσαλή είναι ορατή από το δρόμο Άργους – Καρυάς, αφού στέκεται επιβλητική πάνω από τον οικισμό της Χούνης και μπορεί να την παρατηρήσει κανείς καλά από ένα πρατήριο καυσίμων, που βρίσκεται αριστερά του δρόμου στο ύψος της Χούνης.

Φτάνοντας κάτω από τη σπηλιά αντικρίζουμε ένα ψηλό πέτρινο τείχος, που κλείνει την είσοδό της και τη μετατρέπει σε οχυρό. Η τεράστια σπηλιά σκεπάζει ολόκληρο το εκκλησάκι, που είναι χτισμένο μέσα στη σπηλιά, και αφήνει επιπλέον ένα μεγάλο εσωτερικό προαύλιο. Αν κοιτάξουμε κάτω προς τη Χούνη, πριν μπούμε στο εσωτερικό του οχυρού, διαπιστώνουμε ότι βρισκόμαστε στην κορυφή ενός απότομου γκρεμού, που τρομάζει και προκαλεί ίλιγγο σε όσους δεν έχουν παρόμοιες εμπειρίες.

Η είσοδος στη σπηλιά – οχυρό γίνεται από μια παμπάλαια  δρύινη πόρτα με χαραγμένα πάνω της τα σημάδια του χρόνου. Πάνω από την πόρτα και λίγο ανατολικότερα μια μικρή καμπάνα κρέμεται στερεωμένη στην κορυφή του πέτρινου τείχους με την αλυσίδα της να καταλήγει στην αρχή της τσιμεντένιας σκάλας, που οδηγεί στην είσοδο. Αν στρέψουμε τα μάτια μας προς το νότο από το πλατύσκαλο, πριν περάσουμε την είσοδο, θα διακρίνουμε στο βάθος πεντακάθαρα τον αργολικό κόλπο με τη Νέα Κίο στη μια πλευρά του και το Ναύπλιο απέναντι στο βάθος. Όταν ο ορίζοντας είναι καθαρός, θαρρεί κανείς ότι θα φανούν και οι Σπέτσες στο βάθος της εκπληκτικής εικόνας, που έχει μπροστά του.

Στο εσωτερικό του οχυρού, στη δεξιά πλευρά λίγο μετά την είσοδο, υπάρχει μια στέρνα με πέτρινο στόμιο, γύρω από το οποίο έχει κτιστεί πέτρινος αναβαθμός, που σχηματίζει  μια μεγάλη κυκλική επίπεδη επιφάνεια στρωμένη με τσιμέντο.  Το στόμιο της στέρνας κλείνει με σιδερένιο καπάκι και πάνω  του υπάρχει ο κλασικός μεταλλικός κουβάς με το σκοινί για την άντληση του νερού, που αναβλύζει μέσα από το βράχο πεντακάθαρο και δροσερό. Αυτό το νερό έπιναν οι προσκυνητές και οι επισκέπτες, αλλά και με αυτό το νερό πότιζαν οι τσοπαναραίοι τα γίδια τους, που έβοσκαν στην πλαγιά γύρω από το ξωκλήσι. Επειδή όμως τα ζωντανά τους καλοκαιρινούς μήνες στάλιζαν κιόλας μέσα στη δροσιά της σπηλιάς και άφηναν τις κοπριές τους, δημιουργήθηκε μια ανοιχτή τετράγωνη τσιμεντένια δεξαμενή – λινός έξω από το τείχος, όπου διοχέτευαν οι τσοπαναραίοι το νερό της στέρνας, για να ποτίσουν τα ζώα τους.

 

Η στέρνα με το πέτρινο στόμιο

Η στέρνα με το πέτρινο στόμιο

 

Στη νοτιοδυτική πλευρά του εσωτερικού της σπηλιάς είναι χτισμένο με πέτρα το μικρό εκκλησάκι της Υπαπαντής, που καλύπτεται ολόκληρο από το βράχο της σπηλιάς. Τα κεραμίδια στη στέγη του χρησιμεύουν για την προστασία από τις σταλαγματιές νερού, που στάζουν από το βράχο ιδιαίτερη τη χειμερινή περίοδο. Στο εσωτερικό του μικρού ναΐσκου διακρίνουμε την παραδοσιακή διαρρύθμιση με δυο κανονικά μανουάλια κι ένα χαμηλότερο, το ξύλινο στασίδι για τους ψάλτες και την κλασική εικονογραφία των ορθόδοξων ναών με τον Ιησού Χριστό και την Παναγία αριστερά και δεξιά της ωραίας πύλης και την εικόνα της Υπαπαντής δίπλα από την εικόνα της Παναγίας.

 

Το πέτρινο τείχος κλείνει την σπηλιά στις δύο πλευρές. Σε όλη την εσωτερική του επιφάνεια διακρίνονται μια σειρά από πολεμίστρες.

Το πέτρινο τείχος κλείνει την σπηλιά στις δύο πλευρές. Σε όλη την εσωτερική του επιφάνεια διακρίνονται μια σειρά από πολεμίστρες.

 

Το πέτρινο τείχος που κλείνει την σπηλιά στις δύο πλευρές του ακουμπάει στην οροφή της σπηλιάς, ενώ στο κεντρικό του τμήμα έχουν καταρρεύσει τα υψηλότερα τμήματά του. Σε όλη την εσωτερική του επιφάνεια διακρίνονται μια σειρά από πολεμίστρες με το άνοιγμά τους να βλέπει προς τη Χούνη.  Ολόκληρη η σπηλιά αυτή με την εκκλησία στο εσωτερικό της αποτελεί φυσικό κάστρο και οχυρό εκ της θέσεώς της στην κορυφή της απόκρημνης πλαγιάς. Σύμφωνα με την παράδοση στα Ορλωφικά την περίοδο του 1770 η σπηλιά της χρησίμεψε ως καταφύγιο των κυνηγημένων από τους Τούρκους Αργείων, ενώ στη διάρκεια της Ελληνικής επανάστασης του 1821 αποτέλεσε άντρο και ορμητήριο του καπετάν Δαγρέ κατά του Ιμπραήμ.

Ο εορτασμός της Αγια-Ρουσαλής στις 2  Φεβρουαρίου έχει αναβιώσει τα τελευταία χρόνια με πρωτοβουλία του δραστήριου Πολιτιστικού και Εξωραϊστικού Συλλόγου Βρουστίου «Η ΠΛΑΤΑΝΑ», ο οποίος κατάφερε να συντηρήσει την εκκλησία, να βελτιώσει το δρόμο, που οδηγεί στο ερημοκλήσι, και να διαμορφώσει ένα χώρο παρκαρίσματος κάτω  από την εκκλησία, που κάνει πιο εύκολη και ασφαλή την πρόσβαση με αυτοκίνητο.

 

Πηγές


 

  • Βασιλόπουλος Δ. Χαρ., «Η Αγία Ιερουσαλήμ», Εκδόσεις Ορθόδοξος Τύπος, Αθήναι 1980.
  • Βελέντζας Θανάσης, «To  τοπωνύμιο  “Αγιαρσαλή”», ηλεκτρονική εφημερίδα e-tithorea.gr

 

Αλέξης Τότσικας

Φιλόλογος – Συγγραφέας

 

Read Full Post »

Ένας άγνωστος βυζαντινός ναός στην Αργολίδα. Ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος Παλιού Λιγουριού, Σταύρος Μαμαλούκος. Δελτίον XAE 12 (1984), Περίοδος Δ’. Στην εκατονταετηρίδα της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας (1884-1984), Αθήνα, 1986.

Αποθήκευση Έγγραφου: Ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος Παλιού Λιγουριού

Read Full Post »

Εκκλησίες του Λιγουριού


  

Η πρώτη γνωστή μνεία του Λιγουριού υπάρχει σε έγγραφο του 1365 [i].

Ο Γενικός Έφορος Αρχαιοτήτων Μ. Μιτσός έχει ταυτίσει τον οικισμό με το κάστρο και τα λείψανα κτηρίων που εκτείνονται στην Α. πλαγιά του Αραχναίου, πάνω από τη θέση Παλιγουριό, περί τα 3 χλμ. ΒΑ. του σημερινού χωριού [ii].

Πότε ακριβώς έγινε η μεταφορά στη νέα θέση είναι άγνωστο. Πρέπει όμως να συνδέεται με την Pax Ottomanica, που επέτρεψε στους κατοίκους της Πελοποννήσου ν’ απλωθούν και να δημιουργήσουν οικισμούς έξω από τις οχυρές τειχισμένες θέσεις, που μέχρι και το 15ο αιώνα παρείχαν σχετικά ασφαλείς συνθήκες διαμονής.

Ήδη το 1700, στη γνωστή απογραφή Grimani, το Λιγουριό, με 448 κατοίκους, είναι το μεγαλύτερο χωριό του Territorio di Napoli di Romania και ένα από τα πολυπληθέστερα της Πελοποννήσου ( σε σύνολο 1532, μόνο 33 χωριά έχουν περισσότερους από 141 κατοίκους) [iii].

Σύμφωνα με το Φ. Κουκουλέ το όνομα του οικισμού πρέπει να προήλθε από τη λέξη ελαιογύριον – ελαιογυρείον – λεγουρείον – λιγουρείον – λιγουρειό, κατά το εμπόριον – εμπόρειον – εμπόρειο και γύλος – γουλί [iv].

Αρκετά είναι τα μνημεία της βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου, που σώζονται μέσα στο σημερινό οικισμό και την περιοχή του [v]. Στην παρούσα, σύντομη επισκόπηση [vi] δεν θα γίνει αναφορά στους παλαιοχριστιανικούς και μεταγενέστερους ναούς, που ιδρύθηκαν μέσα η κοντά στο χώρο του γειτονικού αρχαίου Ασκληπιείου. Θα ξεκινήσουμε από το βυζαντινό Ι. Ναό του Αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος, που βρίσκεται σε χαμηλή πλατεία, στο ΝΑ μέρος του οικισμού, και έχει μελετηθή από τον καθηγητή Χ. Μπούρα [vii].

  

Ιερός Ναός  Αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος


  

Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων. Άποψη από Ν. ΝΔ

Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων. Άποψη από Ν. ΝΔ

Ανήκει στο σταυροειδή εγγεγραμμένο δικιόνιο τύπο με τρούλλο και χρονολογείται στα τέλη του 11ου με αρχές 12ου αι. Λείψανα από την τοιχογράφηση που κάλυπτε τον κυρίως ναό και τον νάρθηκα, χρονολογούνται στο 12ο αι. Χρονολογικά έπεται ο ναός του Αγίου Ιωάννου  του Θεολόγου στη θέση Παλιγουριό, δίπλα στο δημόσιο δρόμο [viii].  Πρόκειται για δίστυλο, κατά τη γνώμη μου, εγγεγραμμένο ναό με τρούλλο, που πήρε τη σημερινή του μορφή πιθανώς κατά την περίοδο της β’ βενετοκρατίας (1685 – 1715).

Από τη βυζαντινή περίοδο (β’ μισό 11ου αιώνα) διατηρούνται ο Α. τοίχος με τις κόγχες, μεγάλο τμήμα της Ν. και μικρότερο της Β. πλευράς. Η τοιχοδομία είναι κατά τον ισόδομο πλίνθο – περίκλειστο σύστημα, αυστηρή, με περιορισμένη διακόσμηση. Στην ανακατασκευή της περιόδου της βενετοκρατίας μπορούν να αποδοθούν οι στέγες και ο κοντόχονδρος τρούλλος, οι κτιστοί πεσσοί, η Δ. όψη και το Ν. προστώο. Στην τοιχοδομία έχουν ενσωματωθή και μαρμάρινα μέλη από την προγενέστερη περίοδο. Ενδείξεις για τη χρονολόγηση της ανακατασκευής παρέχει ο στρογγυλός φεγγίτης (oculus) της Δ. πλευράς, το τετράγωνο περιθύρωμα της Δ. θύρας, του οποίου το τύμπανο γεμίζει με ορθογώνιους ψευδισόδομους λίθους (αντίστοιχα παραδείγματα στη Μονεμβασιά), η υφή της τοιχοδομίας του τρούλλου, χωρίς παχύ συνδετικό κονίαμα.

  

Ναΰδριο Αγίου Αθανασίου


 

Λιγουριό. Άγιος Αθανάσιος. Άποψη από ΒΔ

Το ναΰδριο του Αγίου Αθανασίου, περί τα 600 μ. ΝΔ του οικισμού, είναι μονόκλιτο θολοσκέπαστο κτίσμα, διαστ. 7,24 χ 3,27 μ., που απολήγει Α. σε ημικυκλική κόγχη. Το δάπεδό του είναι κατά 4 βαθμίδες χαμηλότερο από τη στάθμη του εδάφους. Η στέγη, δίρριχτη, καλύπτεται με κοίλα κεραμίδια. Ο φωτισμός είναι λιγοστός κι εξασφαλίζεται από τη μοναδική μικρή θύρα εισόδου στη Δ. πλευρά και στενό μονόλοβο παράθυρο, πάνω από την κόγχη του ιερού. Η τοιχοδομία είναι αμελής, αποτελουμένη από κοινή αργολιθοδομή και παρέμβλητα κομμάτια πλίνθων.

Επιγραφή πάνω από την είσοδο αναφέρει ότι ο ναός «εις τόπο λεγόμενο Λεγουρήου» ανακαινίσθηκε στις 6 Αυγούστου 1622.

Λιγουριό. Άγιος Αθανάσιος. Ο Επιτάφιος Θρήνος

Η ημερομηνία αυτή αποτελεί και ένδειξη για τη χρονολόγηση των τοιχογραφιών, που καλύπτουν όλες τις εσωτερικές επιφάνειες και το κτιστό τέμπλο [ix]. Το εικονογραφικό πρόγραμμα ανήκει στο Χριστολογικό κύκλο. Η διακόσμηση των πλαγίων τοίχων έχει κατανεμηθή σε τρείς καθ’ ύψος ζώνες. Στην κατώτερη εικονίζονται ολόσωμοι άγιοι. Στη μεσαία, μέσα σε τετράγωνα διάχωρα που ορίζονται από βαθυκόκκινη ταινία, ένδεκα στη σειρά σκηνές από το Βίο και το Πάθος του Χριστού  (από το γνωστό Δωδεκάορτο λείπει ο Μυστικός Δείπνος) και στο Α. άκρο του Β. τοίχου η Κοίμηση της Θεοτόκου.

Λιγουριό. Άγιος Αθανάσιος. Συλλειτουργούντες Ιεράρχες

Στην τρίτη ζώνη εκτείνεται ζωφόρος προφητών, σε δυο ημιχόρια εκατέρωθεν της κορυφής του θόλου, που διακόπτεται περί το μέσον της εκκλησίας από τον Παντοκράτορα, ο οποίος εικονίζεται μέσα σε κυκλικό πλαίσιο, περιβαλλόμενος από αγγέλους. Το Δ. τοίχο καταλαμβάνει μεγαλειώδης σύνθεση της Δευτέρας Παρουσίας, ενώ, στην αντίθετη κατεύθυνση, στον ημικύλινδρο της κόγχης, συναντούμε τέσσερις συλλειτουργούντες Ιεράρχες  και στο τεταρτοσφαίριο την Πλατυτέρα.

Από τεχνοτροπικής πλευράς παρατηρούμε ακρίβεια στο σχέδιο, σωστές αναλογίες, σφιχτό πλάσιμο, αυστηρότητα που αποκλείει την έκφραση ψυχικών καταστάσεων, απουσία εσωτερικής δυναμικής και πάγωμα των μορφών σε στιγμιαίες στάσεις (instantanés). Έχουμε απομακρυνθή από τη ρυθμική κίνηση όμορφων λυγερών κοριτσιών που χορεύουν συρτό στους Αίνους της μονής του Αγίου Μερκουρίου, περί τα 2,5 χλμ. Ν. του Λιγουριού, και ανήκουν στην ίδια χρονολογικά περίοδο.

Λιγουριό. Άγιος Αθανάσιος. Η Υπαπαντή

Ένας κόσμος τακτοποιημένος, που εκφράζεται με την ακρίβεια και συμμετρία των οικοδομημάτων και του βραχώδους τοπίου και τα στυλιζαρισμένα διακοσμητικά φυτικά ή γεωμετρικά κοσμήματα, σταθερός, με απαρασάλευτες αιώνιες αξίες, περιβάλλει τον πιστό. Ιδιαίτερη όμως μνεία πρέπει να γίνη για τα χρώματα. Στη ζωφόρο των προφητών το τρίχρωμο φόντο – μπλέ σκούρο, πράσινο, ανοικτότερο μπλέ – σπάει τη μονοτονία, τολμηροί συνδυασμοί στα ρούχα – μενεξελί με μπλέ, πράσινο με κόκκινο του κρασιού, λευκό με κόκκινο του κρασιού, μενεξελί με κόκκινο του κρασιού, ώχρα με μπλέ – φανερώνουν ότι η παράδοση της Παντάνασσας Μυστρά δεν έχει σβήσει. Ο ζωγράφος των προφητών επίσης, με τις πλούσιες πτυχώσεις των ενδυμάτων δείχνει ότι κατέχει την απόδοση του σωματικού όγκου.

Στην εκκλησία διακρίνονται τα χέρια δυο τουλάχιστον ζωγράφων. Στον πρώτο αποδίδονται οι ολόσωμοι άγιοι της Ν. πλευράς. Στο πρόσωπο απλώνεται ανοικτό ρόδινο σάρκωμα ενώ ο σκούρος καστανός προπλασμός πλάθει τα περιγράμματα και τονίζει το βάθος των παρειών και τις κόγχες των ματιών. Λευκές ψιμμυθιές στο μέτωπο, πάνω από τα φρύδια, κάτω από τα μάτια, δίπλα από τα πτερύγια της μύτης, τονίζουν τα χαρακτηριστικά. Στο δεύτερο ζωγράφο αποδίδονται οι ολόσωμοι άγιοι της Β. πλευράς. Ο καστανός σκούρος προπλασμός κυριαρχεί. Τα ανοίγματα (σαρκώματα) στις παρειές είναι κι αυτά σκούρα, κόκκινα. Οι ψιμμυθιές ελάχιστες, από τα φρύδια.

  

Ιερός Ναός Κοιμήσεως της Θεοτόκου


  

Λιγουριό. Κοίμηση της Θεοτόκου. Άποψη από ΝΑ

Ο Ι. Ν. Κοιμήσεως της Θεοτόκου βρίσκεται μέσα στον οικισμό και αποτελεί σημαντικό κτίσμα της β’ βενετοκρατίας στην Πελοπόννησο. Ανοίγοντας μικρή παρένθεση υπενθυμίζουμε ότι την περίοδο αυτή, χάρη στην ανεξιθρησκεία των Βενετών και την άσκηση ικανού αριθμού μαστόρων στα οχυρωματικά και άλλα έργα της βενετσιάνικης διοικήσεως, η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική γνώρισε σημαντική άνθηση. Κτίσθηκαν ευρύχωροι ναοί, περίοπτοι, σε επίκαιρες θέσεις των οικισμών, με επιμελημένη τοιχοδομία, ενώ εμφανίσθηκε και πάλιν ο επιβλητικός τύπος του σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με τρούλλο.

Η εκκλησία της Παναγίας ανήκει σ’ αυτόν ακριβώς τον τύπο, στην απλή τετρακιόνια παραλλαγή, με μια ιδιοτυπία. Το Δ. σκέλος έχει επεκταθή, με την προσθήκη ενός επιπλέον ζεύγους κιόνων, με αποτέλεσμα να δημιουργήται και η αίσθηση της δρομικότητας, που χαρίζει ο αρχιτεκτονικός τύπος της βασιλικής.

Ιδιοτυπία παρουσιάζει επίσης η κάλυψη των πλαγίων διαμερισμάτων. Αντί του συνήθους ημικυλίνδρου υπάρχει τεταρτοκύλινδρος, που βοηθά ώστε τα τόξα που συνδέουν τους κίονες να κατασκευάζωνται με μεγάλο άνοιγμα, ψηλά, και ο χώρος ν’ αποκτά ενότητα.

Πρόκειται για παλιά τεχνική μέθοδο (στην Πελοπόννησο συναντιέται για πρώτη φορά στις αρχές του 13ου αι., στη Βλαχέρνα της Ηλείας), που συνηθίζεται τόσο σε βυζαντινούς, όσο και σε μεταβυζαντινούς ναούς της περιοχής Σοφικού, από όπου φαίνεται ότι ήλθε και στο Λιγουριό.

Η τοιχοδομία είναι από στέρεη λιθοδομή. Στον πολυγωνικό τρούλλο διακρίνεται προσπάθεια για την απόδοση ισόδομου συστήματος, χωρίς παχύ συνδετικό κονίαμα, όπως και στον Άγιο Ιωάννη το Θεολόγο. Δεν λείπει και το χαρακτηριστικό κυκλικό oculus, πάνω από την πολυγωνική κόγχη του ιερού. Η εκκλησία είναι κατάγραφη. Πάνω από την είσοδο επιγραφή αναφέρει ότι

 

«ΑΝΗΓΕΡΘΗ ΕΚ ΒΑΘΡΟΝ ΓΗΣ ΚΑΙ ΑΝΙΣΤΟΡΗΘΗ Ο ΘΥΟΣ Κ(ΑΙ)

ΠΑΝΣΕΠΤΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΔΕΣΠΟΙΝΥΣ ΗΜΩΝ Θ(ΕΟΤΟ)ΚΟΥ

ΔΗΑ ΣΗΝΔΡΟΜΗΣ Κ(ΑΙ) ΕΞΟΔΟΥ ΤΑΥΤΗΣ ΧΩΡΑΣ Κ(ΑΙ) ΠΑΣΗΣ ΚΥΝΟΤΗΤΟΣ

ΑΡΧΙΕΡΑΤΕΥΟΝΤΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΦΙΛΕΣΤΑΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΗΜΩΝ ΚΥΡΙΟΥ ΙΑΚΟΒΟΥ

ΔΑΜΑΛΩΝ Κ(ΑΙ) ΠΕΔΙΑΔΟΣ. ΕΦΗΜΕΡΕΒΟΝΤΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΥΕΡΕΟΣ. ΙΩ(ΑΝΝΟΥ) ΥΕΡΕ(ΩΣ)  ΕΝ ΕΤΗ. ΑΨΑ (=1701). ΜΗΝ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ. ΚΖ (=27).

 

Λιγουριό. Κοίμηση της Θεοτόκου. Η Σταύρωση

Το εικονογραφικό πρόγραμμα περιλαμβάνει στην κατώτερη ζώνη ολόσωμους αγίους, πιο πάνω σειρά αγίων σε στηθάρια και ψηλά, στις καμπύλες επιφάνειες, σκηνές από το Θεομητορικό κύκλο ( 24 Οίκοι του Ακαθίστου) και το Χριστολογικό κύκλο ( Βίος, θαύματα και Πάθη του Κυρίου). Στο Δ. τοίχο απλώνεται μνημειακή παράσταση της Δευτέρας Παρουσίας και στη Δ. καμάρα μεγαλειώδης σύνθεση των Αίνων.

Την κόγχη του ιερού καταλαμβάνει η Πλατυτέρα και χαμηλότερα η Κοινωνία των Αποστόλων και συλλειτουργούντες Ιεράρχες. Στο κτιστό τέμπλο ψηλά είναι ζωγραφισμένοι οι Απόστολοι (Μεγάλη Δέηση) και χαμηλότερα μέσα σε αβαθείς κόγχες, ένθρονη Βρεφοκρατούσα, Χριστός Παντοκράτωρ και Ιωάννης ο Πρόδρομος.

Ο ζωγράφος των ολόσωμων αγίων αποδεικνύεται αρκετά ικανός στα πρόσωπα. Τα χαρακτηριστικά αποδίδονται με λεπτότητα. Με μικρές λεπτές πινελιές στη μύτη, τα μάτια και το λαιμό καταβάλλεται προσπάθεια ν’ αποδοθούν τα ατομικά χαρακτηριστικά, ακόμα και κάποιο κάλλος (Άγιος Δημήτριος, Αγία Μαρίνα). Το πλάσιμο γίνεται με το σκούρο προπλασμό, που καλύπτει μεγάλο μέρος του προσώπου, με περιορισμένα φωτεινά σαρκώματα και με λεπτές, πυκνές, παράλληλες ψιμμυθιές κάτω από τους οφθαλμούς. Τα ενδύματα είναι τυπικά, στυλιζαρισμένα, οι πτυχώσεις άτεχνες, η χρωματική κλίμακα περιορισμένη.

Ο λαϊκός ζωγράφος αγαπά τις πολυπρόσωπες συνθέσεις, οι μορφές του κατανέμονται σωστά στο χώρο και διακρίνονται για τις ζωηρές, αν και συχνά παγωμένες, κινήσεις. Τα πρόσωπα όμως παραμένουν ανέκφραστα, τα σώματα κοντά, οι κεφαλές και τα άκρα φαίνονται να έχουν επικολληθή εκ των υστέρων στα σώματα (Σταύρωση), τα κτήρια του βάθους, υπερμεγέθη, δεν συνοδεύουν αλλά επιβάλλονται στο κύριο θέμα. Τα χρώματα είναι λίγα και σκούρα. Κυριαρχούν το γκρίζο, το βαθύ κόκκινο και η ώχρα. Κάποτε μια μορφή ξεχωρίζει με έντονο κόκκινο. Περισσότερο στυλιζαρισμένος ακόμα είναι ο ζωγράφος της Μεγάλης Δεήσεως και της Κοινωνίας των Αποστόλων, που δίνει το περίγραμμα των προσώπων με έντονη καφέ πινελιά.

  

Ιερός Ναός Αγίας Μαρίνας


 

Λιγουριό. Αγία Μαρίνα. Άποψη από ΝΔ

Ο Ι. Ν. της Αγίας Μαρίνας βρίσκεται περί τα 300μ. Δ. του οικισμού και ανήκει στον απλό τετρακιόνιο σταυροειδή τύπο με τρούλλο. Στο Δ. μέρος απολήγει σε ευρύχωρο νάρθηκα. Οι κίονες και τα κιονόκρανα που στηρίζουν τον τρούλλο προέρχονται από αρχαίο υλικό. Ο ναός παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με την Κοίμηση της Θεοτόκου, τόσο στην αρχιτεκτονική διάταξη όσο και στη δομή.

Λιγουριό. Αγία Μαρίνα. Ο Άγιος Δημήτριος

Ο ναός είναι εν μέρει τοιχογραφημένος. Το κτιστό τέμπλο ( Μεγάλη Δέηση και χαμηλότερα η Αγία Μαρίνα, η Βρεφοκρατούσα, ο Παντοκράτωρ και ο Πρόδρομος), το εσωράχιο της Ωραίας Πύλης (Άγιος Ζωσιμάς και Οσία Μαρία η Αιγυπτία), οι πλάγιοι τοίχοι (ολόσωμοι Ιεράρχες, ο Άγιος Γεώργιος, ο Άγιος Δημήτριος και ο Άγιος Στυλιανός) έχουν ζωγραφηθή, σύμφωνα με επιγραφή στο τέμπλο, το 1713 . Πιθανότατα η τοιχογράφηση δεν συμπληρώθηκε λόγω των γεγονότων του 1715.

Ο ζωγράφος της Αγίας Μαρίνας  αγαπά τα κοσμήματα, φυτικά και γεωμετρικά, αν και στυλιζαρισμένα. Το ίδιο  στυλιζαρισμένες είναι και οι μορφές του, που διακρίνονται για τα φωτεινά πρόσωπα και τα ευγενικά χαρακτηριστικά. Κι εδώ η χρωματική κλίμακα είναι περιορισμένη.

 

Ισίδωρος Ι. Κακούρης

Επιμελητής Βυζ. Αρχαιοτήτων

 Πελοποννησιακά, Πρακτικά του Β’ Τοπικού Συνεδρίου Αργολικών Σπουδών ( Άργος 30 Μαΐου – 1 Ιουνίου 1986), Αθήναι, 1989. 

 (Στο κείμενο διατηρήθηκε η ορθογραφία του Συγγραφέα).

 

 
Υποσημειώσεις


  

[i] J. Lognon – P. Topping, Documents sur le régime des terres dans la Principauté de Morée au XIVe siècle, Paris 1969, 176.

[ii] Μ. Μιτσός, Το μεσαιωνικό Λιγουριό. Λιγουριό – Παλιγουριό,  Πρακτικά Α’ Συνεδρίου Αργολικών Σπουδών (Ναύπλιον 4 – 6. 12. 1976) Πελοποννησιακά. Παράρτημα αριθμ. 4. Εν Αθήναις 1979, 37 – 40.

[iii] Β. Παναγιωτόπουλος , Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου. 13ος – 18ος αιώνας. Αθήνα 1985, 235.

[iv] Φ. Κουκουλές, Τοπωνυμικά, Αθήνα 27 (1915), 160.

[v] Χ. Γιαμαλίδης, Αρχαίαι εκκλησίαι Επιδαύρου και των πέριξ χωρίων, Αθήνα 25 (1913), 405 – 429.

[vi] Ο σ. ετοιμάζει διδακτορική διατριβή με θέμα τις μεταβυζαντινές εκκλησίες του Λιγουριού και της Ν. Επιδαύρου (Πιάδας).

[vii] Χ. Μπούρας, Ο Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων Λιγουριού Αργολίδος, ΔΧΑΕ περ. Δ’, τ. Ζ’ (1973/74), 1 – 28.

[viii] Σ. Μαμαλούκος, Ένας άγνωστος βυζαντινός ναός στην Αργολίδα. Ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος Παλιού Λιγουριού, ΔΧΑΕ περ. Δ’ , τ. ΙΒ’ (1984), 409 – 439.

[ix] Η συντήρηση των τοιχογραφιών που παρουσιάζονται έχει γίνει από συνεργείο της Εφορίας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Σπάρτης, με επικεφαλής το συντηρητή έργων τέχνης κ. Σταύρο Παπαγεωργίου.

Read Full Post »

Η βυζαντινή εκκλησία στο Κάστρο του Άργους (Εκκλησία της Θεοτόκου)


 

Όπως έχουμε διαπιστώσει, σε ελάχιστους είναι γνωστό ότι στο Κάστρο του Άργους διατηρούνται, ακόμα, τα ερείπια της βυζαντινής εκκλησίας του 12ου αιώνα, ενώ είναι ακόμα λιγότερο γνωστό ότι αυτής της εκκλησίας προϋπήρξε άλλη, σε άλλη θέση μέσα στο κεντρικό περίβολο του φρουρίου, ίχνη της οποίας έχουν επισημανθεί στις μέρες μας. Το 1987 είδε το φως της δημοσιότητας η πρώτη αρχιτεκτονική μελέτη του  ναού του 12ου αιώνα, στον ετήσιο τόμο επιστημονικών μελετών που εκδίδει η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών.

Συγγραφέας του άρθρου είναι ο καθηγητής της ιστορίας της Αρχιτεκτονικής του Ε.Μ.Π. Χαράλαμπος Μπούρας. Από τη σημαντική αυτή μελέτη μεταφράσαμε για τον «Ελλέβορο» το εισαγωγικό μέρος και τα συμπεράσματά του,  που είναι πιο προσιτά για το ευρύ κοινό.

Β. Κ. Δωροβίνης

 

Βυζαντινός Ναός 12ος αι. μ.Χ.

«Το μόνο μεσαιωνικό μνημείο που διατηρήθηκε στο εσωτερικό του κεντρικού περιβόλου του φρουρίου του Άργους (Λάρισα) είναι ο μικρός ναός της Παναγίας, σήμερα σε ερειπιώδη κατάσταση. Αν και το μνημείο δεν αγνοήθηκε εντελώς από τους αρχαιολόγους (σημείωση του συγγραφέα αναφέρεται σε μελέτες των Β. Κόντη, Ν. Παπαχατζή, Κέβιν Άντριους, Β. Φόλγκραφ και Αντ. Μπον), η αρχιτεκτονική του δεν μελετήθηκε μέχρι σήμερα, ενώ θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως σημείο αναφοράς αφού χρονολογείται με πλήρη ακρίβεια ( έτος 1174).

Ο Βίλχελμ Φόλγκραφ (Vollgraff) υπήρξε ο πρώτος που μνημόνευσε την εκκλησία της Παναγίας, όταν στο τέλος της δεκαετίας του 1920 πραγματοποίησε βαθειές (και καταστροφικές) ανασκαφές στο εσωτερικό του φρουρίου, όπου έψαχνε για τα προϊστορικά ανάκτορα του Άργους ( ο Χαράλαμπος Μπούρας  σημειώνει ότι, έτσι, φαίνεται ότι εξαφανίστηκαν, τότε, ένα τζαμί, μια  καθολική εκκλησία και η κατοικία του διοικητή του φρουρίου). Διέλυσε τα υπολείμματα μεσαιωνικών οικοδομών καθώς και όλα τα υποκείμενα στρώματα, απογυμνώνοντας, σε όλη την επιφάνεια της ακρόπολης, τον φυσικό βράχο. Το έδαφος του ναού τρυπήθηκε μέχρι το βάθος των 2, περίπου, μέτρων και, έτσι, τα θεμέλια του, ξεκαθαρισμένα σε όλο το ύψος τους, βρίσκονται σήμερα πολύ φθαρμένα. Ο Φόλγκραφ δεν δημοσίευσε παρά μόνο φωτογραφίες της εκκλησίας: μία γενική άποψη της, τέσσερα γλυπτά και μια επιγραφή.

Τελικά, αρνήθηκε να συσχετίσει αυτή την επιγραφή με τον ναό, που παραδόξως θεώρησε ως ενετικό. Πολύ αργότερα (1969), ο Αντουάν Μπον, που μελέτησε το φράγκικο κάστρο και του οποίου έδωσε ένα γενικό σχέδιο, δημοσίευσε φωτογραφίες του μνημείου, για το οποίο είχε ήδη αναγνωρίσει ότι η ημερομηνία κατασκευής του δίδεται από την επιγραφή. Το κείμενο της τελευταίας είναι το ακόλουθο: «Ανεκτίσθη  ο πάνσεπτος ναός της υπεραγίας Θεοτόκου παρά του Θεοφιλεστάτου επισκόπου ιμών Άργους κε Ναυπλίου βασηλέβοντος Μανοΐλ δεσπότου του Κομνηνού παρφηρογςννήτου επισκόπου δε ημόν Κυρού Νικύτα έτους ηχπβ’».

Και καταλήγει ο Χ. Μπούρας:

«Σύμφωνα με την αφιερωτική επιγραφή του 1174, η εκκλησία ιδρύθηκε από τον επίσκοπο του τόπου. Τίποτε δεν επιτρέπει να  σκεφθούμε ότι επρόκειτο για το καθολικό ενός μοναστηριού: η ύπαρξη μοναστηριού στο εσωτερικό ενός βυζαντινού φρουρίου φαίνεται εντελώς απίθανη. Ακόμα κι αν οι διατηρούμενες σήμερα οχυρώσεις  της Λάρισας χρονολογούνται στον 13ο αιώνα (δυστυχώς δεν υπάρχει λεπτομερειακή μελέτη του φρουρίου του Άργους) είναι σίγουρο ότι το βυζαντινό φρούριο που χρησίμευε ως φρούριο του οικισμού που, όπως και σήμερα, εκτεινόταν στην πεδιάδα, υψωνόταν στο ίδιο μέρος.

Η μακρόχρονη αντίσταση που πρόβαλε, λίγα χρόνια υστερότερα, αυτό το φρούριο στη φράγκικη κατάκτηση, δείχνει καλά την ισχύ του (αντίθετα προς την αδυναμία της πόλης).

Όπως οι πηγές μας δείχνουν ότι ήταν δύσκολο, αν όχι αδύνατο, για τους πολίτες να διεισδύουν στα βυζαντινά φρούρια, είναι σχεδόν βέβαιο ότι το ίδιο ίσχυε στο Άργος  και, επομένως, ότι η εκκλησία της Θεοτόκου είχε κτιστεί για τη φρουρά κι ότι δεν ήταν καθολικό μονής.

Η λέξη «ανεκτίσθη», με την οποία αρχίζει το κείμενο της επιγραφής, θα πρέπει, ίσως, να συσχετισθεί με την πρώτη τρίκογχη βασιλική που πιθανότατα βρισκόταν σε ερείπια του 1174 και από την οποία ελάχιστα απομένουν σήμερα. Η ύπαρξη μιας τόσο μεγάλης εκκλησίας στο εσωτερικό του Κάστρου του Άργους θα πρέπει, ίσως, να εξηγηθεί με την αναδίπλωση της πόλης στο εσωτερικό του φρουρίου, ειδικά κατά μια περίοδο μεγάλης ανασφάλειας, τον 7ο ή 8ο αιώνα. Ορισμένα γλυπτά μέλη  γύρω από τη θέση αυτής της βασιλικής θα έπρεπε, ίσως, να αποδοθούν σε αυτήν, εξαιτίας της παλαιότητάς τους.

Ο επικεφαλής της εκκλησίας, επίσκοπος Νικήτας, που διοικούσε την επισκοπή Ναυπλίου και Άργους, ενοποιημένη από το 1166, μας είναι γνωστός από τον «Συνοδικόν της Ορθοδοξίας».

Στον κατάλογο τον επισκόπων προηγείται ενός Ιωάννη υπό τον οποίο, το 1189, η επισκοπή προήχθη στο βαθμό της μητρόπολης. Αν κρίνουμε από την  αδεξιότητα και τα ορθογραφικά λάθη της επιγραφής, ο Νικήτας δεν ανήκε στους γραμματισμένους κληρικούς της μεσοβυζαντινής περιόδου. Η διαφορά φαίνεται καθαρά από τη σύγκριση με την αφιερωτική επιγραφή που συντάχθηκε είκοσι πέντε χρόνια νωρίτερα, από ένα προκάτοχό του, τον Λέοντα, για την Αγία Μονή Ναυπλίας».  

  

Πηγή


 

  • Περιοδικό, «Ελλέβορος», τεύχος 8, Άργος, 1991. 

Χαράλαμπος Μπούρας, η περίληψη της ανακοίνωσης στο 6ο Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας & Τέχνης: Η Εκκλησία της Θεοτόκου στο Κάστρο του Άργους

Χαράλαμπος Μπούρας, η ανακοίνωση στο Bulletin de correspondance hellénique. Volume 111, livraison 1, 1987: L’Église de La Théotokos de la citadelle d’Argos

Read Full Post »

Ιερός Ναός Αγίου Κωνσταντίνου στο Άργος


 

Ιερός Ναός Αγίου Κωνσταντίνου

Αν και στο παλαιότερο Άργος υπήρχαν αρκετά κτίρια που είχαν οικοδομηθεί επί Τουρκοκρατίας, ο χρόνος και οι νέες συνθήκες τα εξαφάνισαν. Το μοναδικό ιστορικό μνημείο εκείνης της εποχής είναι ο σημερινός Ιερός Ναός του Αγίου Κωνσταντίνου, που βρίσκεται ΝΑ της πόλης και στη συμβολή των οδών Αγίου Κωνσταντίνου και Μεσσηνίας- Αρκαδίας. Το συγκεκριμένο σημείο που βρίσκεται ο ναός, θα έπρεπε να ήταν ιδιαίτερα σημαντικό για την λατρευτική ζωή του Άργους από την αρχαιότητα. Στη θέση αυτή αναφέρεται ότι υπήρχε ναός της Νικηφόρου Αφροδίτης, ενώ λίγο δυτικότερα έχει αποκαλυφθεί αψίδα σπουδαίας παλαιοχριστιανικής βασιλικής. Εκτιμάται ότι στον ίδιο χώρο υπήρχε ναός και στους μεσοβυζαντινούς χρόνους.

Στις 20 Ιανουαρίου του 1938, λόγω της αρχαιολογικής του αξίας, ο ναός με Βασιλικό Διάταγμα, χαρακτηρίστηκε ιστορικό διατηρητέο μνημείο. ( Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως 30, τεύχος Α΄- 20/ 01/ 1938). Ακριβή στοιχεία για την χρονολόγηση του μνημείου δεν υπάρχουν. Σίγουρα όμως είναι έργο της Α΄ Οθωμανικής περιόδου στο Άργος και θα πρέπει να κτίστηκε μεταξύ του 1570 και 1600 δηλαδή περί το τέλος του 16ου  αιώνα. Πάντως αποτελεί ένα από τα αρχαιότερα Μουσουλμανικά τεμένη.

Επί Τουρκοκρατίας ο ναός, λειτούργησε ως Τζαμί και Νεκροταφείο των Οθωμανών και όπως γράφει ο Αναστάσιος Τσακόπουλος «είναι το μόνον διασωθέν εν Άργει επίσημον ιστορικόν μνημείον του εκλιπόντος βαρβάρου κατακτητού».

Την εποχή του Καποδίστρια λειτούργησε για μικρό διάστημα ως στρατιωτικό αναρρωτήριο και κατόπιν αφέθηκε στην φθορά του χρόνου, μέχρι που κάποια στιγμή ο πανίσχυρος και παντοδύναμος στρατηγός Δημήτριος Τσώκρης το χρησιμοποίησε ως ποιμνιοστάσιο για τα πρόβατά του.

Το 1871, μετά από ενέργειες του υπολοχαγού του πεζικού Ιωάννη Ζώη, το μνημείο καθαγιάστηκε δι’ εγκαινίων  και μετατράπηκε σε Χριστιανικό ναό που αφιερώθηκε στην μνήμη των αγίων και ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης.

Ο ναός είναι σχεδόν τετράγωνος με προσανατολισμό από ΒΔ προς ΝΑ, πετρόκτιστος χωρίς επιχρίσματα ενώ μεγάλο μέρος της τοιχοποιίας του προέρχεται από επαναχρησιμοποίηση αρχαίων υλικών. « Δια την ανέγερσίν του εχρησιμοποιήθη υλικόν ή εκ των πέριξ αρχαιοτήτων ( θέατρον, αγοράν κατά την συνοικίαν Ταμπάκικα) όπερ και το πιθανότερον εξ αυτού του ιδίου χώρου, διότι ου μόνον ο τοίχος του περιβόλου και ιδίως της μεσημβρινής πλευράς στηρίζεται επί θεμελίων αρχαίου κτιρίου, αλλά και εις το όπισθεν μέρος του Δ. τοίχου ο επισκέπτης θα παρατηρήση ίχνη ερειπίων της κλασσικής εποχής». (Αναστ. Τσακόπουλος).

 

«Το τέμενος του Άργους», 1803, σχέδιο του άγγλου αρχιτέκτονα Sir Robert Smirke (1780-1867) ο οποίος επισκέφθηκε την Ελλάδα μεταξύ 1801-1805. Πανεπιστήμιο του Yale, Αμερική.

 

Στεγάζεται από μεγάλο τρούλο ο οποίος φέρεται πάνω σε οκτάπλευρο, τυφλό, χαμηλό τύμπανο, κατασκευασμένο από πλινθοδομή. Στα δυτικά, όπου και η είσοδος του ναού, υπάρχει το τυπικό προστώο με τρεις ημισφαιρικούς θόλους από πυρότουβλα, που στηρίζονται σε τέσσερεις κίονες. Το εσωτερικό των θολίσκων έφερε διακόσμηση από ερυθρό και κίτρινο χρώμα.

Η είσοδος στο χώρο προσευχής γίνεται από τρεις θύρες. Το εσωτερικό είναι στρωμένο από τετράγωνες, οπτές πλίνθους και μάλλον πρόκειται για το αρχικό δάπεδο του ναού. Αρκετά μεγάλα παράθυρα, ορισμένα εκ των οποίων είναι κλεισμένα, χάριζαν άπλετο φως στο μνημείο.

Στη ΝΔ γωνία του υπήρχε ο πετρόκτιστος μιναρές, από τον οποίο σήμερα σώζονται οι πρώτες βαθμίδες, ύψους περίπου 1,80 μ. και χρησιμεύει ως βοηθητικός χώρος του ναού. Πάνω στη βάση του μιναρέ εδράζεται το νεώτερο, πέτρινο καμπαναριό.

«Ο Πουκεβίλ που είχε επισκεφθεί το Άργος στις αρχές του 19ου αιώνα, εντυπωσιασμένος από την από την γραπτή διακόσμηση με παραστάσεις κυπαρίσσων, αναφέρει ότι το μονολιθικό υπέρθυρο του μνημείου είχε μεταφερθεί από τις Μυκήνες». ( Γεώργιος Τσεκές).

Εσωτερικά ο ναός είναι φτωχός και χωρίς αγιογραφίες. Το τέμπλο είναι ξύλινο χωρίς κάποια ιδιαίτερη καλλιτεχνική αξία. Ανακαινίστηκε το 1920 με έξοδα του Αθανασίου Κατσούλα και οι επ’ αυτού ιερές εικόνες είναι σχεδόν ισομεγέθεις, έχουν δε αγιογραφηθεί μεταξύ των ετών 1870 – 1872 εκτός από την εικόνα των Ταξιαρχών που φέρει ημερομηνία 17 Οκτώβρη 1831 και την παλαιότερη όλων που είναι η του Αγίου Νικολάου επισκόπου Μύρων του θαυματουργού (ΑΩΚΔ-1824) και η οποία προέρχεται από τον ναό του Αγίου Νικολάου της οικογένειας Περρούκα που βρισκόταν στην πλατεία και κατεδαφίστηκε από τον Μητροπολίτη Παγώνη προκειμένου να αναγερθεί ο σύγχρονος ναός του Αγίου Πέτρου.

Τα μόνα αξιόλογα μαρμάρινα αντικείμενα με ανάγλυφες παραστάσεις είναι ο επισκοπικός θρόνος δεξιά της εισόδου και τα δύο μανουάλια που φέρουν χαμηλά τρία χερουβείμ και ψηλότερα τρεις αγγέλους.

Σημαντικό επίσης είναι το ιερό Ευαγγέλιο το οποίο έχει εκδοθεί στην Βενετία το 1781(αψπα). Στο εξώφυλλό του φέρει δύο σημειώσεις. Η πρώτη κατά μήκος αναφέρει: 1822 Ιουληου 8 εχηροτονηθηκα εγο ο ιερευς του ποται μακαριτου Παπαδημητριου λαλουκιοτη και στο κάτω μέρος γράφει: 1795 μαυου 16 εχηρητονηθηκα εγο διμητριος ηερευς του γεωργιου κληρικου α Λαλουκα αγορασα το παρον ευαγγεγιων γροσια 35. Σήμερα φυλάσσεται στον Ιερό Ναό του Αγίου Πέτρου.

Ο περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπί (17 αι.) μας περιγράφει την περιοχή όπου βρισκόταν το τζαμί τότε και σημερινός Άγιος Κωνσταντίνος:

Ο δρόμος από το πάνω βαρόσι προς την κάτω πόλη είναι τρεις χιλιάδες βήματα. Τα σπίτια της είναι οχτακόσια συνολικά, χτισμένα σαν κάστρα, άνετα, γερά και όμορφα, με τ’ αμπέλια και τα περιβόλια τους. Είναι κεραμοσκέπαστα κι έχουν πόρτες σαν να είναι σαράγια. Υπάρχουν δυο τζαμιά. Το ένα μέσα στην αγορά με κεραμιδένια σκεπή και πέτρινο μιναρέ, χτισμένο σύμφωνα με την παλιά αρχιτεκτονική. Το άλλο είναι κοντά στη γειτονιά που λέγεται Μπεσικέρ. Υπάρχουν ακόμη, δέκα μεστζίτια στις γειτονιές που είναι έντεκα συνολικά. Οι πιο γνωστές είναι οι γειτονιές Μπεσικλέρ και Κετχουντά. Υπάρχουν ένας μεντρεσές, δυο σχολεία, δυο τεκέδες, ένα χαμάμ, ένα χάνι και είκοσι υπαίθρια καταστήματα. Τα πηγάδια με το γλυκό νερό είναι πεντακόσια. Το νερό και το κλίμα είναι καλά, γι’ αυτό και βλέπεις ολόγυρα πολλά αμπέλια και περιβόλια.

Αλλά και ο  Αναστάσιος Τσακόπουλος μας πληροφορεί:

Προς Α. και Β.Α. του ναού μέχρι της απελευθερώσεως ήτο το διοικητήριον, επιβλητικόν και τεράγωνον κτίριον, το μέγα και λαμπρόν Σεράγιον του τελευταίου Τούρκου διοικητού Αλή Ναμίκ μπέη, του οποίου μέρος των ερειπίων σώζονται ακόμη και σήμερον εις την Β. πλευράν του περιβολίου του Π. Τριπολιτσιώτη ή Χανιά έναντι και Α. του ναού, ήσαν και άλλα μεγαλοπρεπή οικήματα επισήμων και επιφανών Τούρκων……ήτο, καθώς παραδίδεται, η τουρκική αριστοκρατική συνοικία, ήτις εξετείνετο εκείθεν του αγίου Σπυρίδωνος μέχρι αγίου Δημητρίου, μάλιστα δε η Ν. πλευρά της οικίας των κληρονόμων Διαμαντοπούλου παρά τον άγιον Δημήτριον στηρίζεται επί Τουρκικού κτιρίου, οικίας Γεωργίου Ρούσσου φαρμακοποιού, Α΄Δημ. Σχολείου και εκείθεν, μέχρι περιβολίου κληρονόμου Δημ. Κλεισιάρη ( το οποίον ανήκεν εις τον Αργείον στρατηγόν του Αγώνος Δημήτριον Τσώκρη), ένθα εις το Δ. μέρος του περιβολίου ήσαν τα περίφημα θερμά Τουρκικά λουτρά, εκ των οποίων, ως μάρτυς αψευδής αλλά κατηφής και τεθλιμμένος σώζεται η εξώθυρα με το τοξοειδές υπέρθυρον, ήτις από τον επάρατον άσβεστον είναι αγνώριστος σήμερον.  

   

Πηγές


 

  • Αναστάσιος Τσακόπουλος, «Συμβολαί εις την Ιστορίαν της Αποστολικής Εκκλησίας Αργολίδος », Έκδοσις ¨Χρονικών του Μοριά¨, Αθήναι, 1955.
  • Οδυσσέας Κουμαδωράκης, « Άργος το πολυδίψιον » Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος 2007.
  • Υπουργείο Πολιτισμού, «Η Οθωμανική Αρχιτεκτονική στην Ελλάδα», Διεύθυνση Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων, Αθήνα, 2009.
  • Τσελεμπί Εβλιγιά, «Οδοιπορικό στην Ελλάδα 1668 – 1671», εκδόσεις Εκάτη, Αθήνα, 2005.

Read Full Post »

Ιερό Προσκύνημα Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου Ζόγκα Άργους


 

Το Ιερό Προσκύνημα είναι κτισμένο σε υψόμετρο 350 μ. και βρίσκεται μέσα σ’ ένα ωραιότατο τοπίο κατάφυτο από ελαιόδενδρα. Απέχει από την πόλη του Άργους 13 χιλ. και από το Κεφαλάρι του Άργους 7 χιλ.. Η πρόσβασή του είναι άνετη. Πρόκειται για ένα τοπίο εξαιρετικού φυσικού κάλλους.

 

Πρόκειται για ένα σύγχρονο κτιριακό συγκρότημα, κτισμένο στον ημιορεινό οικισμό Ζόγκα Ελληνικού, επαρχίας Άργους, Νομού Αργολίδος.

Ο Ιερομόναχος Ιγνάτιος Γρηγοριάτης, καταγόμενος από τον παρακείμενο μικρό και αραιοκατοικημένο οικισμό Ζόγκα Άργους, ξεκίνησε την ανέγερση του κεντρικού Ιερού Ναού του Αγἰου Ιγνατίου του Θεοφόρου από αγάπη για την γενέτειρά του προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι εκκλησιαστικές ανάγκες των συγχωριανών του, οι οποίοι μάλιστα και βοήθησαν στο αρχικό στάδιο ανεγέρσεως του Ιερού Ναού, τόσο με τα πενιχρά οικονομικά τους, όσο και με προσωπική τους εργασία. Ακολούθως και μέχρι της περατώσεως του όλου Ιερού Συγκροτήματος, το βάρος της οικονομικής δαπάνης του έργου, καλύφθηκε από δωρεές χριστιανών κυρίως εξ Αθηνών και εκ Θεσσαλονίκης.

Ο Ιερός Ναός θεμελιώθηκε κατά το έτος 1983 από τον τότε Μητροπολίτη Αργολίδος κυρό Χρυσόστομο Β´ (Δεληγιαννόπουλο) και τιμάται επ’ ονόματι του Αγ. Ιγνατίου του Θεοφόρου. Τα ιερά εγκαίνιά του ετέλεσε κατά το έτος 1986 ο Μητροπολίτης Αργολίδος κ.κ. Ιάκωβος Β´ (Παχής). Μετά την ανέγερση του Ιερού Ναού του Αγίου Ιγνατίου, ανηγέρθη ξενώνας για την εξυπηρέτηση των ευλαβών προσκυνητών του Ιερού Προσκυνήματος.

Για την μεγαλύτερη αξιοποίησι του προϋπάρχοντος έργου καθώς και για την ευρύτερη εκκλησιαστική, κοινωνική και πολιτιστική προσφορά του προς την αγία μας Εκκλησία και τον ευσεβή λαόν μας, ανηγέρθη Συνεδριακό Κέντρο, του οποίου τα εγκαίνια έγιναν επίσημα στις 30 Απριλίου, του έτους 2003, υπό του οικείου Μητροπολίτου Αργολίδος κ.κ. Ιακώβου Β´.

Σχεδόν ταυτόχρονα ανηγέρθη το περικαλλέεστατο παρεκκλήσιο του Απ. Παύλου και της Αγ. Αναστασίας της Ρωμαίας, προς τιμήν του μεγάλου Δωρητού του Ι. Προσκυνήματος Θεσσαλονικέα κ. Παύλο Λαδένη και της Ιεράς Mονής Γρηγορίου, όπου ιδιαιτέρως πανηγυρίζεται η μνήμη της Αγ. Αναστασίας της Ρωμαίας. Το έτος 2009 ανηγέρθη δεύτερος ξενώνας με ενσωματωμένο ναΐσκο, αφιερωμένο στους εν Άθω διαλάμψαντας Οσίους Πατέρες.

Το Ιερό Συγκρότημα του Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου εκκλησιαστικά ανήκει στην Ιερά Μητρόπολη Αργολίδος. Αναγνωρίστηκε επίσημα ως Ιερόν Προσκύνημα από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος και, με βάσι τον υπ’ αριθμόν 129/1999 Κανονισμό, δημοσιευθέντα στο υπ’αριθμόν 228 φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως της 3 Νοεμβρίου 1999, διοικείται από επταμελή Διαχειριστική Επιτροπή με πρόεδρο τον εκάστοτε οικείο Μητροπολίτη.

Στο εν λόγω Ιερό Προσκύνημα τελούνται κατ’ έτος οι ακόλουθες εκκληστιαστικές πανηγύρεις:

α) στις 29 Ιανουαρίου· μνήμη της ανακομιδής των λειψάνων του Αγ. Ιγνατίου του Θεοφόρου

β) στις 29 Ιουνίου· μνήμη του Αγ. Παύλου

γ) στις 17 Ιουλίου· μνήμη της Αγ. Mαρίνης

δ) στις 26 Σεπτεμβρίου· μνήμη του Αγ. Ιωάννου του Θεολόγου

ε) στις 29 Οκτωβρίου· μνήμη της Αγ. Αναστασίας της Ρωμαίας και

στ) στις 20 Δεκεμβρίου· μνήμη του Αγ. Ιγνατίου του Θεοφόρου (κύρια πανήγυρις)

Επίσης ο Σύλλογος Ποντίων Αργολίδος έχει καθιερώσει να τιμά πανηγυρικά κατ’ έτος στο Ι. Προσκύνημα του Αγ. Ιγνατίου:

α) την εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (Παναγίας Σουμελά) κατά την πρώτη Κυριακή μετά την απόδοσιν της εν λόγω εορτής και

β) την μνήμη του Αγ. Mεγαλομάρτυρος Ευγενίου, προστάτου των Ποντίων, στις 21 Ιανουαρίου.

Το όλον Ιερό Συγκρότημα περιλαμβάνει:α) τον κεντρικό Ι. Ναό του Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου.

β) το πετρόκτιστο παρεκκλήσιο του Απ. Παύλου και της Αγ. Αναστασίας της Ρωμαίας.

γ) το μικρό προσκυνητάρι του Αγ. Ιγνατίου του Θεοφόρου.

δ) το υψηλό κωδωνοστάσιο.

ε) μία «φιάλη» αγιασμού.

στ) «κιόσκια».

ζ) συντριβάνια.

η) το Αρχονταρίκι (αίθουσα υποδοχής).

θ) τον Ξενώνα, δυνάμεως 88 κλινών. (2 οκτάκλινα, 13 πεντάκλινα, 2 δίκλινα και 3 μονόκλινα, με εσωτερικούς χώρους υγιεινής το κάθε δωμάτιο) με μία μεγάλη κουζίνα και με μία ευρύχωρη και καλαίσθητη τραπεζαρία, εστιάσεως 150 ατόμων.

ι) το Συνεδριακό Κέντρο 360 αναπαυτικών καθισμάτων με τον προθάλαμό του, το κυλικείο του και το Γραφείο του.

ια) το Λαογραφικό Μουσείο.

ιβ) αποθηκευτικούς και άλλους βοηθητικούς χώρους.

ιγ) μεγάλους υπαίθριους χώρους σταθμεύσεως αυτοκινήτων.

ιδ) ξενώνα για επίσημα πρόσωπα, με ενσωματωμένο εκκλησάκι αφιερωμένο στη μνήμη των εν Άθω διαλαμψάντων Οσίων Πατέρων.

 

Πηγή


  •  Διαδικτυακός οίκος Εκκλησίας της Ελλάδος

Read Full Post »

Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου Άργους (Παλαιός)


 

 

Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου Άργους (Παλαιός)

Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου Άργους (Παλαιός)

Σημαντικό μεταβυζαντινό διατηρητέο μνημείο 15ου αιώνα.  Ο κοιμητηριακός ναός του Αγίου Νικολάου, είναι πετρόκτιστος, τρίκλιτος, σταυρεπίστεγος, της ύστερης βυζαντινής περιόδου. Η αψίδα της ανατολικής πλευράς σχηματίζει τρεις κόγχες. Εσωτερικά έχει δύο κίονες και η εγκάρσια καμάρα υψώνεται μεταξύ των κιόνων αυτών και του τέμπλου.

Ο ναός έχει υποστεί πολλές επεμβάσεις, ασβεστώματα στη βόρεια πλευρά, επιχρίσματα στη νότια και άλλα. Το 1953 προστέθηκε δυτικά πρόναος με δαπάνη ομοεθνών της Αμερικής. Την ίδια εποχή διαμορφώνεται και το προστώο. Ο ναός έτσι μεγάλωσε, αλλά τα επιχρίσματα αφαίρεσαν από το εκκλησάκι την αισθητική που χαρακτηρίζει μια παλιά εκκλησία. Το κομψό μαρμάρινο καμπαναριό, που υψώνεται λίγα μέτρα από την νοτιανατολική γωνία, έχει κτιστεί το 1903 σύμφωνα με χάραγμα στη νότια πλευρά του.

Στο ναό αυτό εκκλησιάζονταν οι ενορίτες του Αγίου Νικολάου, πριν κτιστεί ο νέος ναός του Αγίου Νικολάου στην οδό Κορίνθου το 1966.

 

Πηγές


  • Οδυσσέας Κουμαδωράκης « Άργος το πολυδίψιον » Εκδόσεις, Εκ Προοιμίου, Άργος 2007.
  • Σαραντάκης Πέτρος, « Αργολίδα – Οι Εκκλησίες και τα Μοναστήρια της», Εκδόσεις Οιάτης, Αθήνα, 2007.

 

Read Full Post »

Ιερός Ναός Αγίου Χαραλάμπους Άργους


 

Άγιος Χαράλαμπος της οικίας Σπ. Τρικούπη. Ευρίσκεται στο βάθος του κήπου ανάμεσα σε δένδρα και πυκνή βλάστηση. Είναι μικρός και λιτός ναός με αμφικλινή στέγη, πετρόκτιστος και εσωτερικά μονόχωρος. Κτίστηκε από τον Σπ. Τρικούπη και ήταν αναπόσπαστο συμπλήρωμα του αρχοντικού.

Το επίπεδο του ναού είναι χαμηλότερο από εκείνο του κήπου και ο εισερχόμενος κατεβαίνει 3-4 σκαλιά. Η τοιχοποιία του είναι γερή και επιμελημένη. Έχει υποστεί μεταγενέστερες  επεμβάσεις.

 

Πηγή


  • Οδυσσέα Κουμαδωράκη, « Άργος το πολυδίψιον » Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος 2007.

Read Full Post »

Καθολική Εκκλησία Μεταμορφώσεως του Σωτήρος (ή «Φραγκοκλησιά»)


Τέμενος. Ναύπλιο, Β’ Οθωμανική περίοδος (τέλη 18ου – αρχές 19ου αι.)

 

Καθολική Εκκλησία Μεταμορφώσεως του Σωτήρος

Καθολική Εκκλησία Μεταμορφώσεως του Σωτήρος

Ο Λαμπρυνίδης μαρτυρεί ότι πιθανώς στη θέση αυτή να προϋπήρχε στα χρόνια της Φραγκοκρατίας (1212-1389) γυναικεία μονή του Δυτικού δόγματος, προτείνοντας την ταύτισή της με μονή η οποία αναφέρεται στη διαθήκη του Δούκα των Αθηνών Nerio Acciaiuoli, του έτους 1394. Πάντως, σε άλλο σημείο ο Λαμπρυνίδης αναφέρει ότι στη θέση αυτή υπήρχε «αρχαίος ενετικός ναός». Η σημερινή μορφή του μνημείου παραπέμπει σαφώς σε τέμενος, που η τοπική παράδοση αποδίδει στη χήρα του Αγά Πασά, Φατμέ, η οποία φέρεται να το ανήγειρε στη μνήμη του συζύγου της μετά τον αιφνίδιο θάνατό του. Σε πηγές του 19ου αιώνα μαρτυρείται ως «τέμενος Ιτς Καλέ» («τέμενος του εσωτερικού φρουρίου»), από την τουρκική ονομασία της Ακροναυπλίας, λόγω του ότι το τέμενος ήταν κτισμένο στις βόρειες κλιτύες της.

Το 1839, με τη μεσολάβηση του βασιλιά Όθωνα, ο Δήμος Ναυπλίου παραχώρησε το τέμενος στην Καθολική Εκκλησία*, για τις εκκλησιαστικές ανάγκες των τριακοσίων περίπου Ελλήνων και ξένων Καθολικών – κυρίως των Βαυαρών στρατιωτών που ανήκαν στην ακολουθία του βασιλιά. Ο Όθωνας αφιέρωσε το ναό στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος, σε ανάμνηση της μεταμόρφωσης της Ελλάδας μετά την απελευθέρωσή της από τους Οθωμανούς.

Κατόπιν ορισμένων επισκευών, τα εγκαίνια του ναού έγιναν το 1840. Το κτίσμα αυτό φέρει έντονες ομοιότητες με το Βουλευτικό, τόσο ως προς τη μορφή όσο και ως προς τη δόμησή του, με τη διαφορά ότι είναι κτισμένο σε μικρότερη κλίμακα. Είναι προσανατολισμένο στα νοτιοανατολικά, προς τη Μέκκα, έχει βαριές αναλογίες και χαμηλό ημισφαιρικό τρούλο. Είναι δομημένο κατά την ισόδομη λαξευτή τοιχοποιία.

Καθολική Εκκλησία Μεταμορφώσεως του Σωτήρος

Καθολική Εκκλησία Μεταμορφώσεως του Σωτήρος

Όσον αφορά στο εσωτερικό του, αξίζει να αναφερθεί η λιτή ξύλινη αψίδα, δωρεά του Γάλλου αξιωματικού και θερμού φιλέλληνα Αυγούστου Ιλαρίωνα Touret**, που κοσμεί την εσωτερική πλευρά της εισόδου του ναού και χρονολογείται το 1841. Η αψίδα, που έμεινε γνωστή ως «αψίδα Τουρέ», είναι από ξύλο πεύκου και έχει σχήμα πρόσοψης αρχαίου ελληνικού ναού. Στους κίονες έχουν αναγραφεί, με λευκό χρώμα, ονόματα ξένων Φιλελλήνων και ο τόπος στον οποίο έπεσαν, ενώ στο αέτωμα υπάρχει ο θυρεός και το στέμμα του Όθωνα εντός του σταυρού των αγωνιστών. Ο ναός κοσμείται επίσης από ελαιογραφία που φέρει παράσταση της Αγίας Οικογένειας (Sacra Famiglia), αντίγραφο του έργο του Ραφαέλο. Ο πίνακας αποτελεί δωρεά του βασιλιά της Γαλλίας Φιλίππου (1843).

Βορειοδυτικά του ναού υπάρχει υπόγεια θολωτή κρύπτη, βάθους 3μ., προγενέστερη του τεμένους, η οποία χρησίμευε ως δεξαμενή. Το 1839 συγκεντρώθηκαν στην κρύπτη τα οστά των φιλελλήνων καθώς και των Βαυαρών στρατιωτών της ακολουθίας του Όθωνα οι οποίοι είχαν πεθάνει από επιδημία τύφου τα έτη 1833 και 1834 και είχαν ενταφιαστεί αρχικά στο παλαιό νεκροταφείο του Ναυπλίου, κοντά στο εκκλησάκι των Αγίων Πάντων.

Δυτικότερα του ναού υπήρχε οθωμανικό λουτρό, ισόγειο μετά την απόδοση του ναού στους Καθολικούς μετασκευάστηκε σε πρεσβυτέριο και σε εκθεσιακό χώρο κειμηλίων και βιβλίων, με την προσθήκη ορόφου. Η τοιχοποιία του είναι παρόμοια με αυτήν της Καθολικής Εκκλησίας, του Βουλευτικού και του ισογείου του μεντρεσέ. Η κατάσταση διατήρησης του μνημείου είναι καλή. Κατά καιρούς έχουν πραγματοποιηθεί μικρής κλίμακας εργασίες συντήρησης του ναού, ενώ η κρύπτη έχει αναστυλωθεί. Επίσης, ο πίνακας με την παράσταση της Αγίας Οικογένειας έχει συντηρηθεί το 1989 και η «αψίδα Τουρέ» το 2002.

 

Αναστασία Βασιλείου

  

Υποσημειώσεις


* Να σημειωθεί ότι ο Καθολικός Ναός λειτουργεί συνεχώς από το 1839 έως τις ημέρες μας.

** Εις μνήμη της δράσης των Γάλλων Φιλελλήνων κατά την ελληνική επανάσταση.

 

Πηγή


  • Υπουργείο Πολιτισμού, «Η Οθωμανική Αρχιτεκτονική στην Ελλάδα», Διεύθυνση Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων, Αθήνα, 2009. 

 

 

Read Full Post »

« Newer Posts - Older Posts »