Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Archive for the ‘Μυθολογία’ Category

Ακρόπολη Λυρκείας


 

Με την ονομασία Παλιοκαστράκι είναι γνωστό το ύψωμα BA του χωριού Λύρκεια (Κάτω Μπέλεσι), στην Αργολίδα. Στις νότιες υπώρειες του λόφου διέρχεται η νέα εθνική οδός Κορίνθου – Τριπόλεως. Στην κορυφή του διατηρούνται κατάλοιπα ισχυρού τείχους με πύλες, μαρτυρία ότι πρόκειται για σημαντική οχυρωμένη θέση – αρχαία ακρόπολη των κλασικών χρόνων με θέα προς την κοιλάδα που διασχίζει ο Ίναχος ποταμός.

Σύμφωνα με τον Παυσανία μια από τις πύλες του Άργους, προς την Δειράδα, οδηγούσε σε απόσταση εξήντα περίπου σταδίων προς την Λύρκεια, γνωστή από τον μύθο του Λυγκέα και της Υπερμνήστρας. Κατά την παράδοση ο Λυγκέας ήταν γιός του Αίγυπτου και της Αργυφίας παντρεμένος με την Υπερμνήστρα, κόρη του Δαναού, με την οποία απέκτησε τον Άβαντα. Μόνο αυτή από τις Δαναΐδες αδελφές της αρνήθηκε να υπακούσει στην πατρική εντολή και δεν δολοφόνησε τον σύζυγό της την πρώτη νύχτα του γάμου τους. Ανέβηκε στην ακρόπολη του Άργους και συνεννούνταν με τους πυρσούς με τον Λυγκέα που είχε καταφύγει στην Λύρκεια.

 

Ακρόπολη Λυρκείας – Φωτογραφία από τον ιστότοπο argolisculture (Εφορεία Αρχαιοτήτων Αργολίδας).

 

Φόνοι, κοινωνική ρήξη και αντιπαράθεση, πολιτική συνυπάρχουν στον εντυπωσιακό αυτό μύθο του κύκλου του Άργους, τον οποίο παλαιότερα η έρευνα είχε συνδέσει με το ύψωμα Παλιοκαστράκι αποδίδοντας στη θέση και την ευρύτερη περιοχή την ονομασία Λύρκεια. Ωστόσο η απόσταση της ακρόπολης δεν συμπίπτει με τις πληροφορίες της αρχαίας γραμματείας καθώς απέχει από το Άργος περίπου εκατό στάδια (18 χλμ) και όχι εξήντα (11 περίπου χλμ).

 

Ακρόπολη Λυρκείας – Φωτογραφία από τον ιστότοπο argolisculture (Εφορεία Αρχαιοτήτων Αργολίδας).

 

Η επανεξέταση των πηγών σε συνδυασμό με τη μελέτη της αρχαίας τοπογραφίας της περιοχής οδήγησαν στην ταύτιση της οχύρωσης στο Παλιοκαστράκι με την ακρόπολη των Ορνεών. Η ονομασία της πόλης οφείλεται στον οικιστή της Ορνέα, γιο του Ερεχθέα. Ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι Ορνεάτες και Κλεωναίοι μάχονται στο πλευρό των Αργείων αντιμετωπίζοντας τη σπαρτιατική υπεροχή στη μάχη της Μαντίνειας (418 π.Χ.). Όμως η στρατηγική θέση των Ορνεών εντείνει την παραδοσιακή εχθρότητα Άργους – Σπάρτης και δύο χρόνια αργότερα οι Αργείοι δεν διστάζουν να την καταστρέψουν. Η ανάμειξη των Ορνεών στις συγκρούσεις με τον Αρχίδαμο (352 π.Χ.) πιθανότατα απηχεί μια προηγηθείσα επανοίκηση της περιοχής. Στη διάρκεια των ελληνιστικών χρόνων συγκαταλέγονται στις κώμες του Άργους.

Σε ό,τι δε αφορά την αργεία κώμη των ιστορικών χρόνων Λύρκειον, αυτή τεκμηριώνεται δυτικά του Άργους στην αριστερή όχθη του Ινάχου στην περιοχή με την ονομασία Σύνορο, θέση όπου πλήθος αρχαιολογικών δεδομένων (οικισμός, ιερά, νεκρόπολη, αρχαία οχύρωση, επιγραφική μαρτυρία) και η απόσταση που αναφέρει ο περιηγητής συνηγορούν στην ταύτιση αυτή.

 

Πηγή


 

Διαβάστε ακόμη:

 

Read Full Post »

Ο Όμηρος και η ελληνική σκέψη: Μερικοί στοχασμοί για τη συνάντηση Αχιλλέα και Πριάμου (Ιλιάς, Ω’) – Diane Cuny (Mετάφραση: Γ. Αραμπατζης)


 

Στην αρχή της ραψωδίας Ω’, ο Αχιλλέας εξακολουθεί να είναι ένας βίαιος άνθρωπος, γεμάτος σκληρή αγριότητα. Ο θάνατος του Έκτορα και η κηδεία του Πατρόκλου δεν αρκούν για να τον κατευνάσουν. Μέρα με τη μέρα, ζευγώνει το άρμα του και σέρνει τον Έκτορα γύρω από τον τάφο του Πατρόκλου. Αλλά αυτή η φρικτή εκδίκηση τον αφήνει ανικανοποίητο. Από την άλλη πλευρά, οι θεοί αισθάνονται οίκτο για τον Έκτορα: «Έβλεπαν οι μακάριοι θεοί και τον λυπούνταν». Στέλνουν, λοιπόν, την Θέτιδα στον Αχιλλέα για να του παραγγείλουν να επιστρέψει το σώμα του Έκτορα στον πατέρα του. Σε αυτό το σημείο του έπους, ο αναγνώστης / ακροατής περιμένει από τον Αχιλλέα να επιστρέψει το σώμα του. Αυτό που δεν περιμένει είναι η συμπάθεια που αισθάνεται ο Αχιλλέας, η συγκράτησή του, η θέλησή του να βοηθήσει τον εχθρό του. Δεν περιμένει τον αμοιβαίο θαυμασμό που αισθάνονται οι δύο άνδρες. Αυτή η σκηνή γεμάτη συναισθήματα φαίνεται να δίνει μια μεγαλειώδη κατάληξη σε ολόκληρο το επικό ποίημα.

 

Η Ιλιάδα του Ομήρου, μεταφρασμένη από τον Alexander Pope (1688-1744).Λονδίνο: Τυπώθηκε από τον W. Bowyer, για τον Bernard Lintot, 1715-20.

 

Εδώ, θα ήθελα να μελετήσω τα διδάγματα που φαίνεται να εκφράζει η συνάντηση μεταξύ Αχιλλέα και Πριάμου στο τέλος της Ιλιάδας. Η άποψή μου είναι ότι μπορούμε να επισημάνουμε τρία βασικά διδάγματα σε αυτό το απόσπασμα. Αυτά τα τρία διδάγματα προλέγονται ήδη στον ψόγο του Απόλλωνα για τους θεούς, στην αρχή του βιβλίου (Ιλ., Ω’, 39-54): [1]

 

ἀλλ’ ὀλοῷ Ἀχιλῆϊ θεοὶ βούλεσθ’ ἐπαρήγειν,

ᾧ οὔτ’ ἂρ φρένες εἰσὶν ἐναίσιμοι οὔτε νόημα

γναμπτὸν ἐνὶ στήθεσσι, λέων δ’ ὣς ἄγρια οἶδεν,

ὅς τ’ ἐπεὶ ἂρ μεγάλῃ τε βίῃ καὶ ἀγήνορι θυμῷ

εἴξας εἶσ’ ἐπὶ μῆλα βροτῶν ἵνα δαῖτα λάβῃσιν·

ὣς Ἀχιλεὺς ἔλεον μὲν ἀπώλεσεν, οὐδέ οἱ αἰδὼς

γίγνεται, ἥ τ’ ἄνδρας μέγα σίνεται ἠδ’ ὀνίνησι.

μέλλει μέν πού τις καὶ φίλτερον ἄλλον ὀλέσσαι

ἠὲ κασίγνητον ὁμογάστριον ἠὲ καὶ υἱόν·

ἀλλ’ ἤτοι κλαύσας καὶ ὀδυράμενος μεθέηκε·

τλητὸν γὰρ Μοῖραι θυμὸν θέσαν ἀνθρώποισιν.

αὐτὰρ ὅ γ’ Ἕκτορα δῖον, ἐπεὶ φίλον ἦτορ ἀπηύρα,

ἵππων ἐξάπτων περὶ σῆμ’ ἑτάροιο φίλοιο

ἕλκει· οὐ μήν οἱ τό γε κάλλιον οὐδέ τ’ ἄμεινον.

μὴ ἀγαθῷ περ ἐόντι νεμεσσηθέωμέν οἱ ἡμεῖς·

κωφὴν γὰρ δὴ γαῖαν ἀεικίζει μενεαίνων.

 

Το ‘χετε κάλλιο να συντρέχετε τον άσπλαχνο Αχιλλέα,

που είναι η καρδιά του πάντα αμέρωτη στα στήθη, κι είναι ο νους του

γεμάτος αδικιά, κι η γνώμη του σκληρή, καθώς του λιόντα,

που η γαύρη του τον σπρώχνει δύναμη κι η πέρφανη καρδιά του

στου κόσμου τα κοπάδια πέφτοντας να φάει και να χορτάσει·

παρόμοια κι ο Αχιλλέας συμπόνεση καμιά δεν έχει, μήτε

ντροπή, που αλί στον που την έχασε, χαρά στον που την έχει!

Θαρρώ να χάσει κι άλλος έτυχε και πιο ακριβό δικό του,

για απ’ την κοιλιά την ίδια αδέρφι του για και παιδί του ακόμα·

μ’ αφού τον έκλαψε και δάρθηκε, σωπαίνει και μερώνει,

τι οι Μοίρες την καρδιά στον άνθρωπο βασταγερή τη δώσαν.

Όμως αυτός το θείο τον Έχτορα, σαν πήρε τη ζωή του,

δεμένο πίσω από το αμάξι του στου ακράνη του το μνήμα

τον βωλοσούρνει· τέτοιο φέρσιμο δε θα ‘βγει σε καλό του.

Μην πέσει στη δικιά μας όργητα, με όσην αντρειά κι αν έχει·

τι ό,τι ντροπιάζει αυτός μανιάζοντας ανέψυχο είναι χώμα.»

αφού γην άλαλην αυτός κακοποιεί με λύσσαν.

 

Ο Απόλλων ψέγεται τον Αχιλλέα ότι καταστρέφει τον οίκτο (ἔλεον ἀπώλεσεν, στ. 44) και ότι δεν αισθάνεται σεβασμό. Το πρώτο μου, λοιπόν, σημείο ανάλυσης θα αφορά στη λύπη και το σεβασμό που ο Όμηρος μας διδάσκει να εκτιμούμε πολύ περισσότερο από το θυμό και την εκδίκηση. Ο Απόλλων μιλάει, επίσης, για τη «βασταγερή καρδιά» (στ. 49), που οι μοίρες δίνουν στους θνητούς. Το δίδαγμα ότι η ανθρώπινη ζωή έχει να κάνει πολύ με την αντιμετώπιση του πόνου και ότι ο άνθρωπος οφείλει να έχει απαντοχή θα αποτελούν το δεύτερο σημείο ανάλυσής μου. Ο Απόλλων τονίζει, επίσης, ότι ο Αχιλλέας στο πένθος του υπερβάλλει, καθόσον ο κάθε άνθρωπος χάνει κάποιον αγαπημένο του και αυτός μπο­ρεί να πιο κοντινός απ’ όσο του ήταν ο Πάτροκλος. Το τελευταίο δίδαγμα που θα ήθελα να επισημάνω, αφορά στο πένθος και το γεγονός ότι είναι ανθρώπινο να παίρνει κανείς ένα διάλειμμα από το πένθος.

 

Σχέδιο της Τροίας, στην «Η Ιλιάδα του Ομήρου», του Alexander Pope. Λονδίνο, 1715-20.

 

Α. Ο Όμηρος εκτιμά τον οίκτο και τον σέβεται πολύ περισσότερο από τον θυμό και την εκδικηση

 

Στην ομιλία του, ο Απόλλων δείχνεται να εκτιμά τον οίκτο και το σεβασμό, δύο αισθήματα που είναι βασικά για την κατανόηση της ραψω­δίας Ω’. Η περιγραφή του Αχιλλέα ως άγριου άνδρα που δεν μπορεί να δείξει ούτε κρίμα (ἐλεήσει) ούτε σεβασμό (αἰδέσεται) δίνεται επίσης από την Εκάβη όταν αυτή βλέπει το Πρίαμο να φεύγει για να συναντήσει τον Αχιλλέα (Ιλ., Ω’, 205-208):

 

σιδήρειόν νύ τοι ἦτορ.

εἰ γάρ σ’ αἱρήσει καὶ ἐσόψεται ὀφθαλμοῖσιν

ὠμηστὴς καὶ ἄπιστος ἀνὴρ ὅ γε οὔ σ’ ἐλεήσει,

οὐδέ τί σ’ αἰδέσεται.

 

Καρδιά από σίδερο στα στήθια αλήθεια κλείνεις!

τι αν πέσεις τώρα εσύ στα χέρια του και σε αντικρίσει ομπρός του

ο άπιστος τούτος και σκληρόψυχος, μηδέ

σπλαχνιά θα νιώσει μηδέ ντροπή για σε.

 

Κάτι παρόμοιο βλέπουμε στην ικεσία του Πριάμου προς τον Αχιλλέα (ό.π., 503-504):

 

ἀλλ᾽ αἰδεῖο θεοὺς Ἀχιλεῦ, αὐτόν τ᾽ ἐλέησον

μνησάμενος σοῦ πατρός· ἐγὼ δ᾽ ἐλεεινότερός περ,

 

Έλα, σεβάσου τους αθάνατους, συμπόνεσε και μένα,

τον κύρη σου, Αχιλλέα, θυμάμενος· πιο αξίζω εγώ συμπόνια

 

Ο σεβασμός, εδώ, είναι ένα συναίσθημα που απευθύνεται στους θε­ούς, ενώ το έλεος επιδεικνύεται στους ανθρώπους. Για να συγκινήσει την καρδιά του Αχιλλέα, ο Πρίαμος δέχθηκε μερικές συμβουλές από τον Ερμή που τον συνόδευσε στο κατάλυμα του Αχιλλέα (465-467):

 

τύνη δ’ εἰσελθὼν λαβὲ γούνατα Πηλεΐωνος,

καί μιν ὑπὲρ πατρὸς καὶ μητέρος ἠϋκόμοιο

λίσσεο καὶ τέκεος, ἵνα οἱ σὺν θυμὸν ὀρίνῃς.

Μα εσύ, σα μπεις, από τα γόνατα τον Αχιλλέα να πιάσεις,

και στον πατέρα και στη μάνα του την ομορφομαλλούσα

να τον ξορκίσεις, και στο τέκνο του, να μαλακώσει η οργή του.

 

Βλέπουμε δύο ενδιαφέρουσες αποκλίσεις μεταξύ αυτών που συνέστησε ο Ερμής και όσων πράγματι κάνει ο Πρίαμος όταν συναντά τον Αχιλλέα. Πρώτον, ο Πρίαμος δεν αγγίζει τα γόνατα του Αχιλλέα αλλά, αντί γι’ αυτό, φιλάει τα χέρια του. Η χειρονομία του να φιλάει κανείς τα χέρια δεν είναι μια συνήθης χειρονομία για τους ικέτιδες στον Όμηρο. Η συνηθισμένη χειρονομία θα ήταν να φιλήσει τα γόνατα ή να κρατήσει το πηγούνι με το χέρι του. [2] Αλλά ο ίδιος ο Πρίαμος υπογραμμίζει τη σημασία αυτού που κάνει: φιλάει «χεῖρας ἀνδροφόνους», [3] «χέρια φο­νιά», τα χέρια του ανθρώπου που σφαγιάζει τους γιους του και ιδιαίτερα τον Έκτορα. Η δεύτερη ενδιαφέρουσα παραλλαγή είναι ότι ο Πρίαμος επιλέγει να μην πει ούτε λέξη για τη μητέρα και τον γιο του Αχιλλέα. Εστιάζει μόνο στον πατέρα του, τον Πηλέα, όπως μπορούμε να δούμε σε αυτές τις πρώτες λέξεις που του απευθύνει (ό.π., 486-492):

 

μνῆσαι πατρὸς σοῖο θεοῖς ἐπιείκελ’ Ἀχιλλεῦ,

τηλίκου ὥς περ ἐγών, ὀλοῷ ἐπὶ γήραος οὐδῷ·

καὶ μέν που κεῖνον περιναιέται ἀμφὶς ἐόντες

τείρουσ’, οὐδέ τίς ἐστιν ἀρὴν καὶ λοιγὸν ἀμῦναι.

ἀλλ’ ἤτοι κεῖνός γε σέθεν ζώοντος ἀκούων

χαίρει τ’ ἐν θυμῷ, ἐπί τ’ ἔλπεται ἤματα πάντα

ὄψεσθαι φίλον υἱὸν ἀπὸ Τροίηθεν ἰόντα·

 

Βάλε στο νου, Αχιλλέα θεόμορφε, τον κύρη το δικό σου·

ενός καιρού ‘μαστε, στην τέλειωση των γερατιών των έρμων.

Μπορεί κι αυτός απ’ τους γειτόνους του να τυραννιέται γύρα,

κι ούτε ένα απ’ το κακό κι απ’ το άδικο διαφεντευτή δεν έχει.

Μα εκείνος, ζωντανός ακούγοντας πως είσαι, αναγαλλιάζει

βαθιά στα φρένα, και νυχτόημερα τον δυναμώνει η ελπίδα,

τον ακριβό του υγιό πως κάποτε θα ιδεί απ’ την Τροία να γέρνει

 

Ο Πρίαμος επιμένει στους πόνους που συνδέονται με το γήρας και στο γεγονός ότι ο Πηλέας μπορεί να βρίσκεται σε δύσκολη κατάσταση και να έχει πρόβλημα να συντηρήσει τις δυνάμεις του. Σε μερικές εκδοχές του μύθου, ο Άκαστος ή οι γιοι του Ακάστου αντλούν τη δύναμή τους από αυτόν. Αλλά ο Πρίαμος παρουσιάζει τον Πηλέα ευτυχή επειδή ο Αχιλ­λέας είναι ζωντανός. Υπάρχει, βέβαια, εδώ, μια υποκείμενη ειρωνεία επειδή ο Αχιλλέας δεν πρόκειται να επιστρέψει στο σπίτι του πατέρα του αλλά είναι καταδικασμένος να πεθάνει στην Τροία. Αργότερα, ο Πρίαμος επιμένει στην απώλεια τόσων παιδιών του σε αντίθεση με την επιβίωση του μοναδικού παιδιού του Πηλέα. Περιγράφει τον Έκτορα ως τον μοναδικό γιο που θα μπορούσε να υπερασπιστεί την πόλη του και τώρα αυτός ο γιός είναι νεκρός.

 

Ο Αχιλλέας σύρει το σώμα του Έκτορα γύρω από τα τείχη της Τροίας. Domenico Cunego (1727–1803), Ιταλός τυπογράφος και ζωγράφος.

 

Αυτό που θα ήθελα να τονίσω, εδώ, είναι η επιτυχία της ικεσίας του Πριάμου: κατορθώνει να κάνει τον Αχιλλέα να αισθανθεί έλεος. Για να δείξει ότι δέχεται την ικεσία του Πριάμου, ο Αχιλλέας θα έπρεπε να πάρει το χέρι του, να τον σηκώσει από τη θέση του ως ικέτη και να τον καθίσει δίπλα του. Αλλά δεν είναι αυτό που κάνει αμέσως. Αντ’ αυτού, τον σπρώχνει απαλά μακριά και δημιουργεί ένα χώρο για την κοινή τους θλίψη. Το έλεος έρχεται όταν κλαίνε μαζί και οι δυο (ό.π., 507-516):

 

Ὣς φάτο, τῷ δ’ ἄρα πατρὸς ὑφ’ ἵμερον ὦρσε γόοιο·

ἁψάμενος δ’ ἄρα χειρὸς ἀπώσατο ἦκα γέροντα.

τὼ δὲ μνησαμένω ὃ μὲν Ἕκτορος ἀνδροφόνοιο

κλαῖ’ ἁδινὰ προπάροιθε ποδῶν Ἀχιλῆος ἐλυσθείς,

αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς κλαῖεν ἑὸν πατέρ’, ἄλλοτε δ’ αὖτε

Πάτροκλον· τῶν δὲ στοναχὴ κατὰ δώματ’ ὀρώρει.

αὐτὰρ ἐπεί ῥα γόοιο τετάρπετο δῖος Ἀχιλλεύς,

καί οἱ ἀπὸ πραπίδων ἦλθ’ ἵμερος ἠδ’ ἀπὸ γυίων,

αὐτίκ’ ἀπὸ θρόνου ὦρτο, γέροντα δὲ χειρὸς ἀνίστη

οἰκτίρων πολιόν τε κάρη πολιόν τε γένειον

 

Είπε, και τον καημό του εφούντωσε για το δικό του κύρη,

κι έσπρωξε ανάλαφρα το γέροντα, το χέρι πιάνοντάς του.

Μαζί τους έπνιξαν οι θύμησες, τον έναν του αντρειωμένου

του Εχτόρου, κι έκλαιγεν, ως σούρνονταν μπρος στου Αχιλλέα τα πόδια·

θρηνούσε κι ο Αχιλλέας, τον κύρη του θυμάμενος, και πότε

τον Πάτροκλο, κι ως πέρα οι θρήνοι τους γιόμιζαν το καλύβι.

Μα σύντας ο Αχιλλέας εχόρτασεν ο αρχοντικός το κλάμα,

κι ο πόθος απ’ τα σπλάχνα του έφυγε κι από τα γόνατά του,

πετάχτη απ’ το θρονί κι ανάσκωσε το γέροντα απ’ το χέρι,

ψυχοπονώντας τον για το άσπρο του κεφάλι, τ’ άσπρα γένια

 

Ο Αχιλλέας δεν κλαίει πρωτογενώς για τη σκληρή μοίρα του βασιλιά της Τροίας. Ένας τριπλός πόνος υπονοείται: ο Πρίαμος θρηνεί για τον Έκτορα. Ο Αχιλλέας κλαίει για τον πατέρα του Πηλέα ο οποίος δεν είναι νεκρός αλλά είναι γέρος και δεν έχει κοντά τον γιο του για να τον φροντίζει· οι γνώσεις του για το μέλλον τον κάνουν να προβλέπει ότι δεν θα τον ξαναδεί και ότι δεν θα επιστρέψει στο σπίτι του πατέρα του. Ο Αχιλλέας πενθεί, επίσης, για τον Πατρόκλο. Η επιτυχία του Πριάμου είναι ότι αναγκάζει τον Αχιλλέα να διευρύνει τον πόνο του. Στην αρχή ο Αχιλλέας έκλαιγε μόνο για τον Πατρόκλο· τώρα κλαίει τόσο για τον Πατρόκλο όσο και για τον πατέρα του Πηλέα.

Αναφέροντας τον Πηλέα, ο Πρίαμος βρήκε ένα κλειδί για την καρδιά του Αχιλλέα. Ο Αχιλλέας δεν πενθεί πλέον μόνο το φίλο του που έχασε στη μάχη· καταλαβαίνει ότι και ο πατέρας του θα θρηνήσει αυτόν τον ίδιο που θα χαθεί επίσης στη μάχη. Ο Πηλέας θα βρίσκεται στην ίδια κατάσταση με τον Πρίαμο. Κατά κάποιο τρόπο, ο Πρίαμος προσκαλεί τον Αχιλλέα να αισθανθεί τον πόνο του ως πατέρας. Είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι τόσο ο Πρίαμος όσο και ο Αχιλλέας κλαίνε αλλά για διαφορετικές θλίψεις. Η θλίψη είναι, πρώτιστα, μια ατομική εμπειρία αλλά τα δάκρυα δημιουργούν μια σχέση μεταξύ των ατόμων.

 

Ικεσία του Πριάμου. Schiavonetti, Luigi, 1805, χαλκογραφία. Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο, 1853.

 

Μια ωραία έκφραση για τα συναισθήματα του Αχιλλέα απέναντι στο Πρίαμο θα μπορούσε να είναι η «φιλοφροσύνη». Όταν έφυγε για την Τροία, ο Πηλέας του είχε πει (Ιλ., Ι, 254-258):

 

τέκνον ἐμὸν κάρτος μὲν Ἀθηναίη τε καὶ Ἥρη

δώσουσ’ αἴ κ’ ἐθέλωσι, σὺ δὲ μεγαλήτορα θυμὸν

ἴσχειν ἐν στήθεσσι· φιλοφροσύνη γὰρ ἀμείνων·

ληγέμεναι δ’ ἔριδος κακομηχάνου, ὄφρά σε μᾶλλον

τίωσ’ Ἀργείων ἠμὲν νέοι ἠδὲ γέροντες.

 

Στην Αθηνά τη νίκη χρωστά τη, παιδί μου, και στην Ήρα·

αν θεν αυτές, νικάς· την πέρφανη καρδιά σου εσύ ανακράτα

στο στήθος· το γλυκό το φέρσιμο ποτέ μαθές δε βλάφτει.

Και δίνε τέλος στις κακότροπες μαλιές, οι Αργίτες όλοι,

νιοι και γερόντοι, ακόμα πιότερο να σε τιμούν στ’ ασκέρι.

 

Αυτές οι γραμμές θυμίζουν τον Οδυσσέα στη σκηνή της πρεσβείας [= των Αχαιών στη σκηνή του Οδυσσέα, βλ. Ιλ., Ι’, 181 κ.επ.]. Η φιλοφρο­σύνη μεταφράζεται, εδώ, ως «σεβασμός / ενδιαφέρον» αλλά θα προτι­μούσα να μεταφρασθεί ως «καλοβουλία», «ευγένεια». Ο Αχιλλέας εδώ, επιτέλους, παραιτείται από τη διαμάχη για μια μορφή καλοβουλίας. Η Ιλιάδα είναι ένα έπος που αφορά στην οργή του Αχιλλέα. Στην αρχή του έπους, ο Αχιλλέας είναι θυμωμένος γιατί ο Αγαμέμνονας του πήρε την αιχμάλωτη Βρησυίδα η οποία αποτελεί τιμητικό έπαθλό του αλλά είναι και μια γυναίκα που αυτός αγαπά. Ο Αχιλλέας είναι ένας παράξενος ήρωας σύμφωνα με τα σύγχρονα πρότυπά μας. Είναι θυμωμένος με τον ηγέτη της δικής του παράταξης επειδή αυτός ο ηγέτης προσπάθησε να τον ξεγελάσει. Δεν θυσιάζεται για το κοινό καλό· ο Αχιλλέας είναι ένας ήρωας που αποφασίζει να αποσυρθεί. Επιλέγει να μην πάει στον πόλεμο. Θέλει τους συμμάχους του νεκρούς για να πάρει εκδίκηση. Αλλά ο θάνατος του Πατρόκλου σηματοδοτεί ένα σημείο καμπής: ο θυμός του Αχιλλέα στρέφεται εναντίον του Έκτορα. Ο Αχιλλέας πηγαίνει τότε στη μάχη σαν «άγριος» και σκοτώνει χωρίς έλεος. Ενσαρκώνει την αποκαλυπτική διάσταση του πολέμου, την απεριόριστη βία. Βάφει τον ποταμό κόκκινο με αίμα. Έτσι, στο τέλος του έπους, είναι ανακουφιστικό ο αναγνώστης /ακροατής να βλέπει τον Αχιλλέα ικανό για καλοσύνη.

 

Ο Πρίαμος προσφέρει λύτρα στον Αχιλλέα. Benzoni, Giovanni Maria, 19ος αι. Νέα Υόρκη, Μητροπολιτικό Μουσείο.

 

Στο τέλος της σκηνής, ο Αχιλλέας πηγαίνει ακόμη παραπέρα επειδή αισθάνεται θαυμασμό για τον Πρίαμο. Μετά το γεύμα, αφού έφαγαν και ήπιαν μαζί, ο Πρίαμος και ο Αχιλλέας παίρνουν το χρόνο ώστε να κοιτάξουν ο ένας τον άλλον και ο καθένας τους θαυμάζει τον άλλο (Ιλ., Ω΄, 628-632):

 

αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο,

ἤτοι Δαρδανίδης Πρίαμος θαύμαζ᾽ Ἀχιλῆα

630 ὅσσος ἔην οἷός τε· θεοῖσι γὰρ ἄντα ἐῴκει·

αὐτὰρ ὃ Δαρδανίδην Πρίαμον θαύμαζεν Ἀχιλλεὺς

εἰσορόων ὄψίν τ᾽ ἀγαθὴν καὶ μῦθον ἀκούων.

 

και σύντας του πιοτού θαράπεψαν και του φαγιού τον πόθο,

να καμαρώνει ο Πρίαμος άρχισε τον Αχιλλέα, θωρώντας

πόσο τρανός φαινόταν κι όμορφος, με τους θεούς παρόμοιος.

Ωστόσο κι ο Αχιλλέας καμάρωνε το γέροντα αντικρύ του,

το αρχοντικό του θώρι βλέποντας, το λόγο του γρικώντας.

 

Αισθάνομαι συγκίνηση από αυτόν τον αμοιβαίο θαυμασμό. Μετά από ένα καλό δείπνο όπου σεβάσθηκαν την τελετουργία της φιλοξενίας, οι δύο άνδρες αλλάζουν τον τρόπο που βλέπουν ο ένας τον άλλον. Ο Πρί­αμος και ο Αχιλλέας θα έπρεπε να μισούν ο ένας τον άλλον, αλλά νομίζουν ότι είναι όμορφοι, ευγενείς… Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν τον Αχιλλέα απηχούν το πορτρέτο του Πριάμου για τον Έκτορα, που έμοιαζε σαν θεός. [4] Ακόμη και αν ο Αχιλλέας είναι υπεύθυνος για το θάνατο του Έκτορα, ακόμη και αν ο γιος του Πριάμου σκότωσε τον καλύτερο φίλο του Αχιλλέα, είναι σε θέση να βρίσκουν ο ένας τον άλλον εκπληκτικό.

Ως συμπέρασμα γι’ αυτό το πρώτο σημείο, πιστεύω ότι μπορούμε να υποθέσουμε πως ο Όμηρος εκτιμά το έλεος, το σεβασμό, την καλοβου­λία, τον αμοιβαίο θαυμασμό περισσότερο από το θυμό και την εκδίκηση. Με το να σκέφτεται το δικό του πατέρα, ο Αχιλλέας μπορεί να νιώσει τον πόνο του Πριάμου και να τον λυπηθεί. Ακόμη και δύο εχθροί όπως ο Πρίαμος και ο Αχιλλέας μπορούν να αισθάνονται συμπάθεια και θαυμασμό ο ένας για τον άλλον. Αυτό που θα ήθελα να τονίσω είναι η δύναμη των συναισθημάτων. Δεν είναι η λογική που οδηγεί τον Αχιλλέα να αλλάξει τα συναισθήματά του, είναι κάποια άλλα συναισθήματα.

 

Ο Πρίαμος και η οικογένειά του θρηνούν για το θάνατο του Έκτορα. Στο βάθος ο Αχιλλέας κακοποιεί τη σορό του Έκτορα. Garnier, Étienne Barthélemy, (1759–1849). Νέα Υόρκη, Μητροπολητικό Μουσείο.

 

Β. Δεύτερο δίδαγμα: Η ανθρωπινή ζωή είναι για την αντιμετώπιση του πόνου και ο άνθρωπος πρέπει να δείχνει απαντοχή

 

Στην ομιλία του Απόλλωνα που αναφέρθηκε νωρίτερα, ειπώθηκε, στον στ. 49, ότι «οι Μοίρες την καρδιά στον άνθρωπο βασταγερή τη δώσαν». Αυτό το μάθημα φαίνεται ολοκάθαρα στην ομιλία του Αχιλλέα προς τον Πρίαμο (ό.π., 517-551):

 

ἆ δείλ’, ἦ δὴ πολλὰ κάκ’ ἄνσχεο σὸν κατὰ θυμόν.

πῶς ἔτλης ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν ἐλθέμεν οἶος

ἀνδρὸς ἐς ὀφθαλμοὺς ὅς τοι πολέας τε καὶ ἐσθλοὺς

υἱέας ἐξενάριξα; σιδήρειόν νύ τοι ἦτορ.

ἀλλ’ ἄγε δὴ κατ’ ἄρ’ ἕζευ ἐπὶ θρόνου, ἄλγεα δ’ ἔμπης

ἐν θυμῷ κατακεῖσθαι ἐάσομεν ἀχνύμενοί περ·

οὐ γάρ τις πρῆξις πέλεται κρυεροῖο γόοιο·

ὡς γὰρ ἐπεκλώσαντο θεοὶ δειλοῖσι βροτοῖσι

ζώειν ἀχνυμένοις· αὐτοὶ δέ τ’ ἀκηδέες εἰσί.

δοιοὶ γάρ τε πίθοι κατακείαται ἐν Διὸς οὔδει

δώρων οἷα δίδωσι κακῶν, ἕτερος δὲ ἑάων·

ᾧ μέν κ’ ἀμμίξας δώῃ Ζεὺς τερπικέραυνος,

ἄλλοτε μέν τε κακῷ ὅ γε κύρεται, ἄλλοτε δ’ ἐσθλῷ·

ᾧ δέ κε τῶν λυγρῶν δώῃ, λωβητὸν ἔθηκε,

καί ἑ κακὴ βούβρωστις ἐπὶ χθόνα δῖαν ἐλαύνει,

φοιτᾷ δ’ οὔτε θεοῖσι τετιμένος οὔτε βροτοῖσιν.

ὣς μὲν καὶ Πηλῆϊ θεοὶ δόσαν ἀγλαὰ δῶρα

ἐκ γενετῆς· πάντας γὰρ ἐπ’ ἀνθρώπους ἐκέκαστο

ὄλβῳ τε πλούτῳ τε, ἄνασσε δὲ Μυρμιδόνεσσι,

καί οἱ θνητῷ ἐόντι θεὰν ποίησαν ἄκοιτιν.

ἀλλ’ ἐπὶ καὶ τῷ θῆκε θεὸς κακόν, ὅττί οἱ οὔ τι

παίδων ἐν μεγάροισι γονὴ γένετο κρειόντων,

ἀλλ’ ἕνα παῖδα τέκεν παναώριον· οὐδέ νυ τόν γε

γηράσκοντα κομίζω, ἐπεὶ μάλα τηλόθι πάτρης

ἧμαι ἐνὶ Τροίῃ, σέ τε κήδων ἠδὲ σὰ τέκνα.

καὶ σὲ γέρον τὸ πρὶν μὲν ἀκούομεν ὄλβιον εἶναι·

ὅσσον Λέσβος ἄνω Μάκαρος ἕδος ἐντὸς ἐέργει

καὶ Φρυγίη καθύπερθε καὶ Ἑλλήσποντος ἀπείρων,

τῶν σε γέρον πλούτῳ τε καὶ υἱάσι φασὶ κεκάσθαι.

αὐτὰρ ἐπεί τοι πῆμα τόδ’ ἤγαγον Οὐρανίωνες

αἰεί τοι περὶ ἄστυ μάχαι τ’ ἀνδροκτασίαι τε.

ἄνσχεο, μὴ δ’ ἀλίαστον ὀδύρεο σὸν κατὰ θυμόν·

οὐ γάρ τι πρήξεις ἀκαχήμενος υἷος ἑῆος,

οὐδέ μιν ἀνστήσεις, πρὶν καὶ κακὸν ἄλλο πάθῃσθα.

 

Άμοιρε εσύ και που ποτίστηκες πικρά φαρμάκια τόσα!

Μονάχος να ‘ρθεις πώς το βάσταξες στ’ Αργίτικα καράβια,

τον άντρα ν’ αντικρίσεις, που άμετρους και ψυχωμένους γιους σου

σου χάλασα; Καρδιά από σίδερο στα στήθια αλήθεια κλείνεις!

Μόν’ έλα, στο θρονί για κάθισε, και τους καημούς μας όλους

να γαληνέψουν ας αφήσουμε, κι ας καίγεται η καρδιά μας·

όχι, δε βγαίνει τίποτα όφελος απ’ το φριχτό το κλάμα.

Τέτοια οι θεοί μαθές στους άμοιρους θνητούς εκλώσαν μοίρα,

να ζουν με πίκρες και με βάσανα, κι αυτοί περνούν ανέγνοιοι.

Μπροστά στου Δία την πόρτα βρίσκουνται στημένα δυο πιθάρια,

να ‘χει να δίνει, το ‘να βάσανα, το άλλο αγαθά γεμάτο.

Κι αν δώσει ο Δίας ο κεραυνόχαρος μαζί απ’ τα δυο σε κάποιον,

πότε λαχαίνει τούτος βάσανα, πότε χαρές μεγάλες.

Μ’ απ’ τα κακά μονάχα αν του ‘δωσε, τον πνίγει η καταφρόνια,

τον κυνηγάει λιμάγρα αβάσταχτη στην άγια γης απάνω,

και τριγυρνάει κι απ’ τους αθάνατους κι απ’ τους θνητούς διωγμένος.

Έτσι οι θεοί απ’ τα γεννητάτα του και στον Πηλέα χαρίσαν

δώρα μεγάλα, και ξεχώριζε μες στους ανθρώπους όλους

σε πλούτη κι αγαθά, κι αφέντευε στους Μυρμιδόνες μέσα,

και μια θεά για να ‘χει του ‘δωκαν, θνητός κι ας ήταν, ταίρι.

Όμως ο Δίας με δίχως βάσανα δεν άφησε και τούτον

γιους στο παλάτι του δε γέννησε, του θρόνου κληρονόμους·

έναν υγιό μονάχα αξιώθηκε λιγόχρονο, που μήτε

καν τώρα που γερνά τον γνοιάζομαι, τι απ’ την πατρίδα αλάργα

κάθουμαι εδώ στην Τροία, τα τέκνα σου να τυραννώ και σένα!

Και συ πιο πριν, ακούμε, γέροντα, χαιράμενος περνούσες·

τι απ’ όσους ζουν στη Λέσβο ανάμεσα, στου Μάκαρα τη χώρα,

και στη Φρυγία και στον απέραντον Ελλήσποντο από πάνω,

δε σε νικούσε ούτ’ ένας, γέροντα, σε υγιούς και πλούτη, λένε.

Μ’ απ’ τη στιγμή οι θεοί που σ’ έριξαν σ’ έτοιο κακό, μιαν ώρα

γύρω απ’ το κάστρο δε σου απόλειψαν οι σκοτωμοί κι οι μάχες.

Υπομονέψου ωστόσο, αδιάκοπα μη δέρνεσαι του κάκου·

δε βγαίνει από τη λύπη τίποτα· το γιο σου δε γυρίζεις

πίσω ξανά· πιο πριν απάντεχε κι άλλο κακό να σ’ έβρει!

 

Το κείμενο είναι ένα υπόδειγμα των παραμυθητικών λόγων. Εκφράζει, ταυτόχρονα, συμπάθεια και δείχνει την ανάγκη να σταματήσει η υπερβολική θλίψη. Χρησιμοποιεί επιχειρήματα όπως: το κλάμα δεν έχει καμία πρακτική χρήση, ο πόνος είναι κοινός για όλους…Το κεντρικό ζήτημα είναι η αντοχή του ανθρώπου [5] που συνιστά μια αναγκαιότητα (ο άνθρωπος πρέπει να αντέξει επειδή οι θλίψεις είναι μέρος της ζωής του) και μια ικανότητα: ο άνθρωπος είναι ικανός να αντέχει, έχει μια υπομονετική καρδιά…Η σημασία του θέματος της αντοχής μπορεί να φανεί στην επανάληψη του ρήματος ἄνσχεο και της εκφραστικής ομάδας «σὸν κατὰ θυμόν» στ. 518 και 549. Στο στ. 518, ο Αχιλλέας αναγνωρίζει ότι ο Πρίαμος έχει υπομείνει πολλές θλίψεις στην καρδιά του. Τον χαρακτηρίζει, επίσης, ως άνθρωπο με καρδιά από σίδηρο. Αυτός ήταν ήδη ο τρόπος που η Εκάβη αποκάλεσε τον σύζυγό της όταν έμαθε για το σχέδιό του να πάει και να επισκεφτεί τον Αχιλλέα. Αλλά, εδώ, αυτή η σιδερένια καρδιά θα μπορούσε να είναι ένα προτέρημα, αν ληφθούν υπόψη οι κακοτυχίες που ο άνθρωπος πρέπει να υπομείνει κατά τη διάρ­κεια της ζωής του. Στο στ. 549, η έκφραση ἄνσχεο είναι επιτακτική: «πομονέψου ωστόσο, αδιάκοπα μη δέρνεσαι του κάκου». Η παλιστροφή χρησιμεύει, εδώ, για να δείξει τη σημασία της απαντοχής του ανθρώπου.

Στη μέση, το γνωμολογικό τμήμα με τα πιθάρια του Δία δίνει μια σκοτεινή εικόνα της ανθρώπινης κατάστασης στη γη. Ο Αχιλλέας θυμάται την άβυσσο μεταξύ ανδρών και θεών. Μόνο οι θεοί δεν έχουν θλίψεις. Σε αυτό το όραμα, οι θεοί δεν φαίνονται να επηρεάζονται από τους ανθρώπους. Αλλού, στον Όμηρο, οι προσευχές και οι θυσίες φαίνεται να αγγίζουν τις καρδιές των αθανάτων. Εδώ, τα πεπρωμένα φαίνονται να μοιράζονται με τη γέννηση. Ο Δίας έχει τη δύναμη να δώσει στον άνθρωπο είτε ευλογίες είτε δυστυχίες. Οι άνθρωποι λαμβάνουν είτε ένα μίγμα κακών και ευλογιών είτε απλά συμφορές. Η συνέπεια είναι ότι τα κακά είναι μια αναπόφευκτη εμπειρία στη ζωή του ανθρώπου. Αλλά μερικοί άνδρες είναι αρκετά ατυχείς για να βιώσουν μόνο κακά. Πρέπει να φανούμε προσεκτικοί, όμως, πριν θεωρήσουμε αυτή την αλληγορία ως το ηθικό και φιλοσοφικό συμπέρασμα του ποιήματος. Τη στιγμή που Αχιλλεύς αναπτύσσει αυτή την αλληγορία η οποία φαίνεται να υπονοεί ότι οι θεοί δεν νοιάζονται για τους ανθρώπους, ο Δίας έχει μόλις δη­λώσει ότι οι αρετές του Έκτορα θα πρέπει να τον αξιώσουν την τιμή της ταφής. Ο ίδιος ο Ερμής συνόδευσε το Πρίαμο στη σκηνή του Αχιλλέα. Έτσι, ο Όμηρος δεν συμμερίζεται απαραίτητα την άποψη που εδώ προτείνεται από τον Αχιλλέα ότι οι άνθρωποι λαμβάνουν τη μοίρα τους μια για πάντα και πως ό,τι κάνουν δεν συνδέεται με αυτά που λαμβάνουν από τους θεούς.

Η αντίληψη της ευτυχίας μπορεί να συναχθεί από την περιγραφή της ευτυχίας του Πηλέα και του Πριάμου πριν από την αλλαγή της τύχης τους. Να είσαι ευτυχισμένος, εδώ, σημαίνει να είσαι πλούσιος και ισχυ­ρός και να έχεις πολυάριθμα παιδιά, ειδικά γιους που θα χαρίσουν ένα μέλλον στο βασίλειό σου. Για να είσαι δυστυχισμένος πρέπει να μην έχεις την κατάλληλη αναγνώριση από την κοινωνία, να πεθαίνεις από την πείνα, να περιπλανιέσαι, να μην έχεις ένα γιο. Τα πνευματικά δώρα, οι ηθικές αξίες, η αρμονία ανάμεσα στον άνδρα και τη γυναίκα κάτω από την ίδια στέγη δεν αναφέρονται εδώ όπως γίνεται στην Οδύσσεια.

Όπως εξηγεί ο Αχιλλέας, τόσο ο Πρίαμος όσο και ο Πηλέας είχαν ένα μίγμα ευλογιών και θλίψεων στη ζωή τους: ο Πηλέας έκανε έναν ευτυχισμένο γάμο αλλά ο γιος του θα πεθάνει νέος και δεν θα μπορέσει να τον διαδεχθεί. Ο Πρίαμος ήταν κάποτε ένας ευτυχισμένος βασιλιάς με πολλά παιδιά αλλά τώρα είναι απελπισμένος. Η αλληγορία επιμένει στην αναγνώριση της ευθραυστότητας του ανθρώπου ο οποίος είναι ευάλωτος και εκτεθειμένος στις ανατροπές της τύχης. Οι άνθρωποι πρέπει να βοηθούν ο ένας τον άλλο αφού είναι όλοι τόσο αδύναμοι και μπορούν εύκολα να περιπέσουν σε δυστυχία.

 

Ο Πρίαμος ικετεύει για το σώμα του Έκτορα τον Αχιλλέα. Έργο του Ρώσου ζωγράφου Alexander Andreyevich Ivanov (1806 -1858).

 

Γ. Το τελευταίο δίδαγμα που θα ήθελα να τονίσω είναι πιο συγκεκριμένο: είναι ανθρώπινο να κάνεις ένα διάλειμμα από το πένθος

 

Όπως τόνισε ο Απόλλωνας στις γραμμές που αναφέρθηκαν προηγουμένως, το πένθος πρέπει να διαρκεί μόνο για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα. Δεν είναι καλό να είναι κανείς απαρηγόρητος. Ο άνθρωπος πρέπει να επιστρέφει στη ζωή μετά το πένθος. Αυτό είναι κάτι που ο Αχιλλέας διδάσκει στον Πρίαμο στη σκηνή του.

Ο Αχιλλέας και ο Πρίαμος έχουν πολλά κοινά στον τρόπο που βιώνουν τη θλίψη. Η ραψωδία Ω΄ ξεκινάει με τη θλίψη του Αχιλλέα στην ακρογιαλιά, που δεν μπορεί να βρει ύπνο (ό.π., 1-13):

 

Λῦτο δ’ ἀγών, λαοὶ δὲ θοὰς ἐπὶ νῆας ἕκαστοι

ἐσκίδναντ’ ἰέναι. τοὶ μὲν δόρποιο μέδοντο

ὕπνου τε γλυκεροῦ ταρπήμεναι· αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς

κλαῖε φίλου ἑτάρου μεμνημένος, οὐδέ μιν ὕπνος

ᾕρει πανδαμάτωρ, ἀλλ’ ἐστρέφετ’ ἔνθα καὶ ἔνθα

Πατρόκλου ποθέων ἀνδροτῆτά τε καὶ μένος ἠΰ,

ἠδ’ ὁπόσα τολύπευσε σὺν αὐτῷ καὶ πάθεν ἄλγεα

ἀνδρῶν τε πτολέμους ἀλεγεινά τε κύματα πείρων·

τῶν μιμνησκόμενος θαλερὸν κατὰ δάκρυον εἶβεν,

ἄλλοτ’ ἐπὶ πλευρὰς κατακείμενος, ἄλλοτε δ’ αὖτε

ὕπτιος, ἄλλοτε δὲ πρηνής· τοτὲ δ’ ὀρθὸς ἀναστὰς

δινεύεσκ’ ἀλύων παρὰ θῖν’ ἁλός· οὐδέ μιν ἠὼς

φαινομένη λήθεσκεν ὑπεὶρ ἅλα τ’ ἠϊόνας τε.

 

Λύθηκε η σύναξη· στα γρήγορα καράβια του τ’ ασκέρι

πίσω γυρνάει σκορπώντας, κι όλοι τους το δείπνο να χαρούνε

και το γλυκό τον ύπνο εγνοιάζουνταν. Μόνο ο Αχιλλέας θρηνούσε

το σύντροφο του αναθυμάμενος, κι ουδέ καθόλου ο γύπνος

ο παντοδαμαστής τον έπιανε, μόν’ γύρναε δώθε κείθε,

αναθιβάνοντας του Πάτροκλου την αντριγιά, τη νιότη,

τα όσα κι οι δυο μαζί αντραγάθησαν, τα όσα μαζί ετραβήξαν

μέσα σε τόσα αντροπαλέματα και κύματα αγριεμένα.

Τούτα στο νου του εκλωθογύριζε κι αστέρευτα θρηνούσε,

πα στο πλευρό τη μια κειτάμενος, τ’ ανάσκελα την άλλη,

την άλλη απίστομα· και κάποτε πετιόταν ξάφνου ολόρθος

και στο γιαλό τρογύρναε ξέφρενος. Κι η κάθε αυγή, το κύμα

και το ακρογιάλι γύρα ως φώτιζε, τον έβρισκε στο πόδι.

 

Υπάρχει κάτι πολύ συγκινητικό σε αυτήν την περιγραφή. Ο Όμηρος περιγράφει πολύ καλά την κατάσταση ενός που πενθεί για έναν αγαπημένο, ανίκανος να βρει ύπνο. Ο υπόλοιπος στρατός τρώει δείπνο και στη συνέχεια κοιμάται. Στη θλίψη του, ο Αχιλλέας δεν συμμετέχει στο δείπνο [6] και είναι ανήσυχος. Ο ύπνος φέρει το επίθετο πανδαμάτωρ, «αυ­τός που υποτάσσει όλους». Είναι παράδοξο, εδώ, επειδή ο ύπνος τους υποτάσσει όλους εκτός από τον Αχιλλέα. Ο Αχιλλέας είναι ξαπλωμένος, δηλαδή στην θέση ακριβώς των νεκρών.

Η εμπειρία του πένθους που περιγράφεται με τον Αχιλλέα είναι ακριβώς η εμπειρία που βλέπουμε αργότερα να επαναλαμβάνεται στον Πρία­μο. Στο τέλος της συνάντησής του με τον Αχιλλέα, ο Πρίαμος εξηγεί ότι δεν έχει κοιμηθεί από τον θάνατο του Έκτορα, ένδεκα μέρες νωρίτερα. Αναγνωρίζει επίσης ότι ούτε έτρωγε ούτε έπινε τίποτα (ό.π., 633-642):

 

αὐτὰρ ἐπεὶ τάρπησαν ἐς ἀλλήλους ὁρόωντες,

τὸν πρότερος προσέειπε γέρων Πρίαμος θεοειδής·

λέξον νῦν με τάχιστα διοτρεφές, ὄφρα καὶ ἤδη

ὕπνῳ ὕπο γλυκερῷ ταρπώμεθα κοιμηθέντες·

οὐ γάρ πω μύσαν ὄσσε ὑπὸ βλεφάροισιν ἐμοῖσιν

ἐξ οὗ σῇς ὑπὸ χερσὶν ἐμὸς πάϊς ὤλεσε θυμόν,

ἀλλ’ αἰεὶ στενάχω καὶ κήδεα μυρία πέσσω

αὐλῆς ἐν χόρτοισι κυλινδόμενος κατὰ κόπρον.

νῦν δὴ καὶ σίτου πασάμην καὶ αἴθοπα οἶνον

λαυκανίης καθέηκα· πάρος γε μὲν οὔ τι πεπάσμην.

 

Μα πια σα χόρτασαν θαμάζοντας ο ένας τον άλλο, πρώτος

ο Πρίαμος πήρε ο θεοπρόσωπος κι αρχίνησε να λέει:

Βάλε με τώρα, αρχοντογέννητε, να γείρω σε κλινάρι,

καιρό μη χάνεις, τον ολόγλυκο τον ύπνο να χαρούμε·

τι μάτι ακόμα εγώ δε σφάλιξα στα βλέφαρα από κάτω

από την ώρα που τα χέρια σου νεκρό το γιο μου ερίξαν,

μόν’ όλο κλαίω και τα φαρμάκια μου τα μύρια αναχαράζω,

μες στη φραγμένη αυλή μου ως κείτουμαι, στη λάσπη κυλισμένος.

Μα τώρα και κρασί κατέβασα φλογάτο απ’ το λαιμό μου

και ψωμί γεύτηκα· πρωτύτερα θροφή δεν είχα αγγίξει.

 

Το κείμενο δείχνει επίσης ένα άλλο κοινό σημείο με τον Αχιλλέα: ο Πρίαμος είπε είναι «στη λάσπη κυλισμένος», στην αυλή του. Κατά τον ίδιο τρόπο, ο Αχιλλέας καλύπτει το κεφάλι του με σκόνη και καλύπτει το χιτώνα του με τέφρα όταν μαθαίνει για το θάνατο του Πατρόκλου στη ραψωδία Σ΄ [7]. Και αυτός είναι, επίσης, στη λάσπη κυλισμένος. Και οι δύο άνδρες φαίνεται να έχουν χάσει κάπως την αξιοπρέπειά τους. Θέλουν να υποβαθμιστούν και επιθυμούν να μοιάζουν με τους νεκρούς πολεμιστές που έχασαν. Ένα τελευταίο κοινό σημείο είναι ότι ο Αχιλλέας και το Πρίαμος δεν φαίνεται να θέτουν κάποιο όριο στη θλίψη τους. Είδαμε ότι αυτό ήταν ένας ψόγος που εξέφρασε ο Απόλλων ενάντια στον Αχιλλέα. Όμως, ο ήρωας φαίνεται να έχει διδαχθεί από τη μητέρα του Θέτιδα που του είπε (ό.π., 128-132):

 

τέκνον ἐμὸν τέο μέχρις ὀδυρόμενος καὶ ἀχεύων

σὴν ἔδεαι κραδίην μεμνημένος οὔτέ τι σίτου

οὔτ’ εὐνῆς; ἀγαθὸν δὲ γυναικί περ ἐν φιλότητι

μίσγεσθ’· οὐ γάρ μοι δηρὸν βέῃ, ἀλλά τοι ἤδη

ἄγχι παρέστηκεν θάνατος καὶ μοῖρα κραταιή.

 

Ως πότε, γιε μου, θα πικραίνεσαι και θα χτυπιέσαι; ως πότε

τα σωθικά σου θα σπαράζουνται; κι ουδέ ψωμιού θυμάσαι

κι ουδέ φιλιού; Γλυκό το αγκάλιασμα, να σμίξεις με γυναίκα·

γιατί καιρός πολύς δε σου ‘μεινε πια να μου ζήσεις· κιόλα

δίπλα σου η Μοίρα η τρανοδύναμη κι ο Χάρος παραστέκουν.

 

Η Θέτις βρήκε έναν τρόπο να επαναφέρει τον Αχιλλέα στην κανονική ζωή. Όταν ο Πρίαμος παρουσιάζεται, στη ραψωδία Ω’, ο Αχιλλέας μόλις έχει τελειώσει το δείπνο. Ως προς αυτό, έχει υπακούσει τη μητέρα του Θέτιδα που τον ώθησε να σπάσει την αποχή του από το φαγητό. Όταν έρχεται επίσης η νύχτα, κοιμάται με την Βρησυίδα. Το γεγονός τον δείχνει να υπακούει επίσης στη διαταγή της Θέτιδας να απολαύσει ξανά τη συντροφιά των γυναικών.

Στη συνάντησή του με τον Πρίαμο, ο Αχιλλέας παίζει τον ίδιο ρόλο που έπαιξε ήδη γι’ αυτόν η Θέτις. Βρίσκει έναν τρόπο να βοηθήσει τον Πρίαμο να διακόψει το πένθος του. Στην αρχή του λόγου για τα δυο πιθάρια, ο Αχιλλέας ζητάει από τον Πρίαμο να καθίσει όμως αυτός αρ­νείται. Θα ήθελε μόνο να πάρει το σώμα του Έκτορα και να επιστρέψει στο σπίτι του, αφήνοντας πίσω τα λύτρα. Έχοντας ακούσει το λόγο του Αχιλλέα, υποθέτει ότι αυτός θα του επιστρέψει το σώμα του Έκτορα και αυτό σημαίνει ήδη πολλά γι’ αυτόν. Εκφράζει την ευγνωμοσύνη του με τα παρακάτω λόγια (ό.π., 556-558):

 

σὺ δὲ τῶνδ’ ἀπόναιο, καὶ ἔλθοις

σὴν ἐς πατρίδα γαῖαν, ἐπεί με πρῶτον ἔασας

αὐτόν τε ζώειν καὶ ὁρᾶν φάος ἠελίοιο.

 

δέξου την πλούσια ξαγορά που φέρνουμε· γεια και χαρά σου, πάρ’ τη!

Κι έτσι να γύρεις στην πατρίδα σου γερός, αφού με αφήκες

και μένα ζωντανό, να χαίρουμαι του ήλιου το φως ακόμα.

 

Ο Πρίαμος λέει ότι θα συνεχίζει να ζει αλλά ο Αχιλλέας ζητεί περισσότερα από αυτόν. Θέλει να μοιραστεί μαζί του τη φιλοξενία. Αυτό που προκαλεί έκπληξη στη σύγχρονη ευαισθησία μας είναι ότι ο Αχιλλέας χρησιμοποιεί εδώ απειλή και βία. Υπονοεί ότι εάν ο Πρίαμος δεν κάνει αυτό που του ζητάει, ίσως αυτός να παραβιάσει τη διαταγή του Δία. Δεν είναι αλήθεια ότι ο Αχιλλέας δεν είναι πλέον βίαιος αλλά γίνεται καλός και πολιτισμένος άνθρωπος στο τέλος του έπους. Ο Όμηρος ξέρει την ανθρώπινη φύση αρκετά καλά ώστε να μας διδάσκει ότι η βία είναι ακόμα εκεί και ο Αχιλλέας την χρησιμοποιεί ακόμη για να πάρει αυτό που θέλει. Αλλά η βία είναι εδώ μόνο μια προειδοποίηση. Ο Αχιλλέας δεν χρειάζεται να δράσει βίαια γιατί ο Πρίαμος φοβάται και υπακούει. Το θετικό σημείο είναι ότι ο Αχιλλέας χρησιμοποιεί τη βία για να βοη­θήσει τον εχθρό του. Ο σκοπός του Αχιλλέα είναι να κάνει τον Πρίαμο να δεχτεί τη φιλοξενία του. Ο θρήνος είναι ένας τρόπος να ανήκει κανείς στον κόσμο των νεκρών. Ο Πρίαμος δεν τρέφεται πλέον· δεν κοιμάται· βάζει τη ζωή του σε κίνδυνο. Ο πόνος παίρνει τη θέση όλων των βασι­κών αναγκών: φαγητό, νερό, ύπνος. Με την αποδοχή της φιλοξενίας, ο Πρίαμος θα επιστρέψει στην κανονική ζωή.

 

Ο Πρίαμος ικετεύει τον Αχιλλέα για τη σορό του Έκτορα (1815). Έργο του Δανο-Ισλανδού γλύπτη Άλμπερτ Μπέρτελ Θόρβαλντσεν (1770 – 1844). Thorvaldsens Museum (Θόρβαλντσεν) Κοπεγχάγη, Δανία.

 

Ένα άλλο σημείο είναι ενδιαφέρον σε αυτό το απόσπασμα: ο φόβος του Αχιλλέα ότι ο Πρίαμος δεν θα είναι πλέον σε θέση να ελέγξει το θυμό του εάν δει το σώμα του Έκτορα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο φροντίζει ο ίδιος το σώμα του Έκτορα και δεν το δείχνει στον Πρίαμο. Κατά κάποιον τρόπο, ο Αχιλλέας φοβάται για τον Πρίαμο αυτό που είναι ο ίδιος από την αρχή του έπους: ένας άνθρωπος που τρώγεται από την οργή.

Ο δεύτερος τρόπος για να δεχθεί ο Πρίαμος τη φιλοξενία είναι η ιστορία της Νιόβης (ό.π., 601-620:

 

νῦν δὲ μνησώμεθα δόρπου.

καὶ γάρ τ’ ἠΰκομος Νιόβη ἐμνήσατο σίτου,

τῇ περ δώδεκα παῖδες ἐνὶ μεγάροισιν ὄλοντο

ἓξ μὲν θυγατέρες, ἓξ δ’ υἱέες ἡβώοντες.

τοὺς μὲν Ἀπόλλων πέφνεν ἀπ’ ἀργυρέοιο βιοῖο

χωόμενος Νιόβῃ, τὰς δ’ Ἄρτεμις ἰοχέαιρα,

οὕνεκ’ ἄρα Λητοῖ ἰσάσκετο καλλιπαρῄῳ·

φῆ δοιὼ τεκέειν, ἣ δ’ αὐτὴ γείνατο πολλούς·

τὼ δ’ ἄρα καὶ δοιώ περ ἐόντ’ ἀπὸ πάντας ὄλεσσαν.

οἳ μὲν ἄρ’ ἐννῆμαρ κέατ’ ἐν φόνῳ, οὐδέ τις ἦεν

κατθάψαι, λαοὺς δὲ λίθους ποίησε Κρονίων·

τοὺς δ’ ἄρα τῇ δεκάτῃ θάψαν θεοὶ Οὐρανίωνες.

ἣ δ’ ἄρα σίτου μνήσατ’, ἐπεὶ κάμε δάκρυ χέουσα.

νῦν δέ που ἐν πέτρῃσιν ἐν οὔρεσιν οἰοπόλοισιν

ἐν Σιπύλῳ, ὅθι φασὶ θεάων ἔμμεναι εὐνὰς

νυμφάων, αἵ τ’ ἀμφ’ Ἀχελώϊον ἐῤῥώσαντο,

ἔνθα λίθος περ ἐοῦσα θεῶν ἐκ κήδεα πέσσει.

ἀλλ’ ἄγε δὴ καὶ νῶϊ μεδώμεθα δῖε γεραιὲ

σίτου· ἔπειτά κεν αὖτε φίλον παῖδα κλαίοισθα

Ἴλιον εἰσαγαγών· πολυδάκρυτος δέ τοι ἔσται.

 

καιρός για δείπνο τώρα.

Κι η Νιόβη ακόμα η καλοπλέξουδη στερνά να φάει θυμήθη,

που δώδεκα παιδιά της έχασε στο αρχοντικό της μέσα,

γιους έξι στον ανθό της νιότης τους και θυγατέρες έξι·

τους γιους ο Απόλλωνας τους σκότωσε με το αργυρό δοξάρι

θυμώνοντας της Νιόβης, κι η Άρτεμη τις κόρες η δοξεύτρα,

με τη Λητώ τη ροδομάγουλη καθώς συνεριζόταν,

τάχα παιδιά πολλά πως γέννησε, και δυο η Λητώ μονάχα·

όμως εκείνοι, δυο κι ας ήτανε, της τα σκοτώσαν όλα.

Μέρες εννιά κειτόνταν στο αίμα τους, κι ούτ’ ένας δε βρισκόταν

για να τα θάψει· τι είχε γύρω τους τον κόσμο ο Δίας πετρώσει.

Τέλος, στις δέκα απάνω, τα ‘θαψαν οι αθάνατοι του Ολύμπου·

κι αυτή να κλαίει σαν πια κουράστηκε, στερνά να φάει θυμήθη.

Τώρα σε βράχια κάπου, ανάμεσα σε απάτητα φαράγγια,

στη Σίπυλο, που λεν πως διάλεξαν οι αθάνατες νεράιδες

να ‘χουν λημέρι, και χορεύουνε στον Αχελώο τρογύρα,

κλωσάει τους πόνους τους θεόσταλτους, κι ας έχει γίνει πέτρα.

Ομπρός λοιπόν, σεβάσμιε γέροντα, κι εμείς να φάμε τώρα,

κι έχεις καιρό να κλάψεις έπειτα τον ακριβό το γιο σου,

στο κάστρο ως θα τον μπάσεις· κλάματα πολλά στ’ αλήθεια αξίζει!

 

Ο μύθος χρησιμοποιείται με περίεργο τρόπο. Υπογραμμίζει το γεγονός ότι ακόμη και η Νιόβη, που είχε χάσει δώδεκα παιδιά, έπαυσε προσωρινά τη θλίψη της για να θρέψει τον εαυτό της. Αργότερα, η Νιόβη μεταμορφώθηκε σε πέτρα και έγινε το σύμβολο του αιώνιου πένθους: έκανε αιώνια τη στιγμή της απώλειας. Έγινε το όρος Σίπυλος, ένα βουνό με τρεχούμενο νερό. Έτσι έγινε το σύμβολο του αιώνιου πόνου. Η ιστορία χρησιμοποιείται από τον Αχιλλέα για να δείξει ότι είναι δυνατόν να γίνεται ένα διάλειμμα στο πένθος. Αλλά η ιστορία δείχνει επίσης ότι μερικοί άνθρωποι δεν εγκαταλείπουν ποτέ τη θλίψη.

Στο τέλος του έπους, ο Αχιλλέας αναγνωρίζει τον εαυτό του στον Πρίαμο. Έχει δει σε αυτόν τη δυνατότητα της οργής, αν έβλεπε ποτέ το σώμα του Έκτορα. Εδώ αναγνωρίζει τη δυνατότητα της αιώνιας θλίψης. Βοηθώντας τον Πρίαμο, ο Αχιλλέας βοηθάει και τον εαυτό του. Βάζει τον πατέρα του Έκτορα να φάει, να πιεί και να κοιμηθεί. Τον κάνει να ξεκουραστεί από τον πόνο και να μοιραστεί μαζί του τη φιλοξενία. Η τελετουργική φιλοξενία αναγκάζει τον Πρίαμο να επανασυνδεθεί με την ανθρωπότητα. Αργότερα, ο Πρίαμος θα επιστρέψει στη σύζυγό του, στη νύφη και τους γιους του και θα υπάρξει άλλη ευκαιρία για πένθος. Έτσι ο Όμηρος μας διδάσκει κάτι για το πένθος. Η ρουτίνα της καθημερινής ζωής μπορεί να βοηθήσει τους ανθρώπους να παίρνουν ένα διάλειμμα από τη θλίψη.

Ως συμπέρασμα, πρέπει να πω: είμαι πλήρης θαυμασμού για το έργο του Ομήρου. Είναι εκπληκτικό να πιστεύουμε ότι ένα βιβλίο που γράφτηκε πριν τόσο πολύ καιρό θα μπορούσε να είναι τόσο αληθινό όσον αφορά στην ανθρώπινη εμπειρία. Μπορεί να μας δίνει μαθήματα που είναι χρήσιμα ακόμη και σήμερα. Ο Αχιλλέας τελικά εγκαταλείπει την εκδίκηση και δέχεται να επιστρέψει το σώμα του Έκτορα στον πατέρα του. Ο Πρίαμος δεν είναι πλέον γι’ αυτόν ένας εχθρός. Είναι απλά ένας άνθρωπος με θλίψη που χρειάζεται βοήθεια. Ο Αχιλλέας αναγκάζει το Πρίαμο να φάει, να πιεί και να κοιμηθεί· αυτοί είναι μερικοί βασικοί τρόποι για να επιστρέψει κανείς στη ζωή. Ο Όμηρος μας διδάσκει, επίσης, ότι τα συναισθήματα μπορούν να οδηγήσουν τους ανθρώπους να πράξουν ορθά. Δεν θεωρεί ότι η ανθρώπινη ζωή είναι μόνο γεμάτη θλίψεις. Οι άνθρωποι θα πρέπει να βοηθούν ο ένας τον άλλον επειδή είναι όλοι όμοιοι και μοιράζοντας την εμπειρία του πόνου. Ο Όμηρος μας προσφέρει μια φανταστική ευκαιρία να σκεφτούμε την αδελφοσύνη.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Ιλ., Ω΄, 23, μτφρ. Καζαντζάκη-Κακριδή (την ίδια μετάφραση θα χρησιμοποιούμε παντού στο παρόν κείμενο).

[2] Βλ. N. J. Richardson, The Iliad : A Commentary, vol. 6, books 21-24, Cambridge, Cambridge University Press, 1993, σ. 322. Στην Οδύσσεια, το να φιλάει κανείς τα χέρια είναι σημάδι «τρυφερότητας και καλω­σορίσματος».

[3] Είναι ενδιαφέρον ότι το ίδιο επίθετο αποδίδεται στον Αχιλλέα δυο φορές όταν βάζει τα χέρια του στο στήθος του Πάτροκλου (Σ΄, 317 και Ψ΄, 18). Κατά τ’ άλλα, την ίδια έκφραση συναντούμε 11 φορές στην Ιλιάδα (βλ. Richardson, ό.π., σ. 323).

[4] Βλ. Ω΄, 258: «κι ο μέγας Έχτορας, που φάνταζε θεός στους άντρες μέσα».

[5] Βλ. Ιλ., Ε΄, 382-402, τον παρηγορητικό λόγο της Διώνης στην Αφροδίτη: οι θεοί πρέπει να επιδεικνύουν υπομονή σε όσα υποφέρουν τόσο από τους γίγαντες όσο και από τους θνητούς.

[6] Στη ραψωδία Τ΄, ο Αχιλλέας δεν μπορεί να φάει και να πιεί μετά το θάνατο του Πατρόκλου. Θα επιθυμούσε οι Αχαιοί να πολεμήσουν με άδειο στομάχι (στ. 209-214):

Όμως πιο πριν κρασί δε δύνεται κι ουδέ φαγί ο λαιμός μου

να κατεβάσει· μένα ο σύντροφος σκοτώθη! Σπαραγμένος

με κοφτερό χαλκό μου κείτεται μες στο καλύβι τώρα,

κατά την ξώπορτα κοιτάζοντας, και γύρα του οι συντρόφοι

θρηνούν. Γι’ αυτά λοιπόν δε γνοιάζομαι, που λέτε εσείς, καθόλου·

αίμα ζητώ, σφαγή και γόσματα φριχτά των πολεμάρχων!

[7] Ιλ., Σ΄, 22-27:

Είπε, κι εκείνον τον περίζωσε σα μαύρο γνέφι ο πόνος·

και διπλοπάλαμα αθαλόσκονη φουχτώνοντας τη ρίχνει

πα στο κεφάλι, και την όψη του μολεύει την πανώρια·

κι η στάχτη απά στο μοσκομύριστο του κάθουνταν χιτώνα·

κι αυτός μακρύς φαρδύς ξαπλώθηκε και κείτουνταν στη σκόνη,

και με τα χέρια του ανασκάλευε μαδώντας τα μαλλιά του.

 

Diane Cuny

Mετάφραση: Γ. Αραμπατζης

 «Ο Όμηρος και η Ελληνική Σκέψη», Εκδόσεις εργαστηριού μελέτης του Θεσμικού Λόγου, Ε.Κ.Π.Α., Αθήνα, 2019.

 * Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Read Full Post »

Η σημασία των διεργασιών του πένθους και του θρήνου στην Ιλιάδα του Όμηρου – Γιώργος Μπανιώκος στο: «Ο Όμηρος και η Ελληνική Σκέψη», Εκδόσεις εργαστηριού μελέτης του Θεσμικού Λόγου, Ε.Κ.Π.Α., Αθήνα, 2019.


 

Η λέξη «πένθος» είναι μορφή πάθους αφού έχει τις ρίζες της στον παρακείμενο χρόνο «πέπονθα» του ρήματος της αρχαίας ελληνικής πάσχω. [1] Το πένθος συνιστά κυρίως διαδικασία ή κατάσταση όπου πλήθος συναισθημάτων (δυσπιστία, άρνηση, θυμός, απόγνωση, απομόνωση, κατάθλιψη, ενοχές, διαπραγμάτευση, αποδοχή) και συνοδευτικών σωματικών αντιδράσεων εκδηλώνονται βαθμηδόν ως απόρροια του θανάτου ενός αγαπημένου προσώπου. [2] Ο θρήνος ή το μοιρολόι αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι κάθε πένθιμης τελετουργίας, μια ισχυρή, θυμική εκφόρτιση που εκκινεί από τη συνείδηση της απώλειας ενός αγαπητού ή προσφιλούς προσώπου. Ο θάνατος τραυματίζει περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο γεγονός το ψυχικό όργανο και το πένθος είναι ο μοναδικός δρόμος για την επούλωση του τραύματος παρόλο που κανένας ζωντανός δεν είναι ίδιος μετά την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου.

Για τον εισηγητή της ψυχανάλυσης Σίγκμουντ Φρόυντ το πένθος είναι μια φυσιολογική διαδικασία η οποία συνήθως κινητοποιείται σε κάποιο πρόσωπο εξαιτίας της απώλειας ενός αντικειμένου αγάπης ή ενός αφηρημένου υποκατάστατου, όπως της πατρίδας, της ελευθερίας ή ενός ιδανικού. [3]  Σύμφωνα με τον ίδιο, η επαναλαμβανόμενη εμπειρία της ικανοποίησης δημιουργεί μια σχέση με το αντικείμενο του πόθου, το οποίο επενδύεται έντονα με λιβιδινική ενέργεια και το πρόσωπο διακατέχεται από αυτό (κάθεξη). Κάθε συναισθηματικός δεσμός, για τον Φρόυντ, συνιστά μια επένδυση ή κάθεξη αντικειμένου. Το πένθος που ακολουθεί ένα θάνατο ή μια απώλεια χαρακτηρίζεται ως αποκάθεξη, μια διαδικασία, δηλαδή, απόσυρσης των συναισθηματικών επενδύσεων από το αγαπημένο, αλλά απολεσμένο πια αντικείμενο αγάπης. [4]  Σε έναν αποχωρισμό, που ορίζεται από το μη αναστρέψιμο, το πένθος εκφράζει ταυτόχρονα την άρνηση του ανθρώπου απέναντι στο θάνατο, αλλά και την αγωνιώδη προσπάθειά του να προσαρμοστεί στο πραγματικό.

Σύμφωνα με τον Όμηρο, ο Θάνατος ήταν αδερφός του Ύπνου, αποτελούσε μέρος της ζωής η οποία και εκπήγαζε από το θάνατο. Όταν επέρχετο ο θάνατος, ήταν σταλμένος από τους θεούς, εκτός και αν ήταν ντροπιαστικός. Η Ιλιάδα είναι πρωτίστως ένα πολεμικό έπος που εξιστορεί πολλούς θανάτους πολεμιστών οι οποίοι συνοδεύονται από πλήθος πένθιμων, ταφικών τελετουργιών. Μέσα στο ίδιο πλαίσιο, ο θρήνος και το μοιρολόι δε συνιστούν καθόλου ντροπή για τους ήρωες του ομηρικού κόσμου. [5] Ο Αγαμέμνονας, ο Αχιλλέας, ο Οδυσσέας, ο Πάτροκλος και άλλοι ένδοξοι ομηρικοί ήρωες θρηνούν με απαράμιλλη ειλικρίνεια και χωρίς αισθήματα αιδούς, όταν έρχονται αντιμέτωποι με την απώλεια αγαπημένων τους προσώπων ή συντρόφων. Εκδηλώνουν τα συναισθή­ματά τους σε καταστάσεις λύπης, απελπισίας και απώλειας, κυλιούνται κατά γης, εκάστοτε και μπροστά στον στρατό τους.

Για παράδειγμα, στη ραψωδία Π της Ιλιάδας ο Πάτροκλος, σταλμένος από τον Αχιλλέα στη μάχη, αριστεύει, σκοτώνει το Σαρπηδόνα, αλλά στη συνέχεια φονεύεται από τον Έκτορα. Κατόπιν, στη ραψωδία Σ ο Αχιλλέας πληροφορείται από τον Αντίλοχο το θάνατο του Πατρόκλου, τον οποίο έχει προαισθανθεί, και συντρίβεται. Ο πόνος του είναι τόσο οξύς όσο και ο θυμός του στη ραψωδία Α του έπους. Ο ήρωας πέφτει στη γη και ξεσπά σε σπαρακτικό θρήνο μαδώντας τα μαλλιά του. [6] Η Θέτιδα, η οποία βρίσκεται στα βάθη της θάλασσας, τον ακούει και σπεύδει να τον συναντήσει με τις αδελφές της, τις Νηρηίδες, οι οποίες θα ξαναβγούν από τη θάλασσα με το θάνατο του ήρωα. Στην ραψωδία Σ της Ιλιάδας ξεκινά το γαϊτανάκι του θανάτου και παράλληλα στήνεται ο χορός του θρήνου: ο Αχιλλέας, ο Αντίλοχος, οι σκλάβες, η Θέτιδα, όλοι θρηνούν. Θρηνούν τον Πάτροκλο, αλλά στην πραγματικότητα θρηνούν τον Αχιλλέα και τον προαναγγελθέντα θάνατό του. Η Θέτιδα, επιτομή του μητρικού πόνου, θρηνεί με τον Αχιλλέα για τον Πάτροκλο, αλλά την ίδια στιγμή σε ένα δεύτερο επίπεδο λαμβάνει χώρα ένας προπαρασκευαστικός θρήνος για τον πεπρωμένο χαμό του Αχιλλέα. Η Θέτιδα αποτελεί κατεξοχήν τραγική φιγούρα της Ιλιάδας, αφού πλάι σε θνητές, χτυπημένες από τη μοίρα γυναίκες, όπως η Εκάβη και η Ανδρομάχη, γνωρίζει εκ των προτέρων, ούσα θεά και αθάνατη, το θάνατο του παιδιού της. Η εικόνα της Θέτιδας που κρατά στα χέρια της το κεφάλι του γιου της αποτελεί προοικονομία του θρήνου της πάνω από το νεκρό κουφάρι του γιου της. [7]

Γιατί ακριβώς θρηνεί ο Αχιλλέας; Αυτό ζητά να μάθει και η Θέτιδα με την γεμάτη αγωνία ερώτηση: «Τί κλαις παιδί μου; Ποιος καημός τα σπλάχνα σου τάραξε τώρα;» [8] Η απάντηση του Αχιλλέα εκφράζει την πλήρη απόγνωσή του αφού χάθηκε ο Πάτροκλος, o πιο αγαπητός από τους εταίρους του. Εύχεται να μην είχε γίνει ποτέ ο γάμος της Θέτιδας με τον Πηλέα, δηλαδή να μην είχε γεννηθεί. Ξέρει το τέλος του και ζητά να πεθάνει αφού δεν κατάφερε να γλυτώσει τον αγαπημένο του φίλο. [9] Ο Αχιλλέας βλέπει ότι η ζωή του δεν έχει πλέον νόημα, ομολογεί την ενοχή που αισθάνεται, επειδή αφενός δε διέσωσε τη ζωή του Πάτροκλου, αφετέρου επειδή συνειδητοποιεί τον όλεθρο που έφερε ο θυμός του απέναντι στον Αγαμέμνονα στην πρώτη ραψωδία της Ιλιάδας. Αποκηρύσσει, έτσι, το θυμό και επιλέγει συνειδητά τον θάνατο, τον οποίο δεν απέφυγε ούτε ο Ηρακλής, ο μόνος ήρωας με τον οποίο μπορεί να συγκριθεί ο Αχιλλέας. [10] Ο θάνατός του όμως θα συνδεθεί με λαμπρή και άφθαρτη δόξα (κλέος ἐσθλόν & κλέος ἄφθιτον) [11] γεγονός που θα τον ωθήσει να πάρει εκδίκηση. Δεν προλέγει την καταστροφή που θα προκαλέσει στους Τρώες μέσα από τους νεκρούς άνδρες, αλλά μέσα από τον πόνο και το θρήνο των γυναικών γι’ αυτούς. [12] Η Θέτιδα δέχεται την απόφασή του, τον προειδοποιεί ωστόσο, ότι ο θάνατος του Έκτορα θα σημάνει και τον δικό του θάνατο, και του ζητά να μην μπει στη μάχη, μέχρι εκείνη να πάρει καινούρια όπλα από τον Ήφαιστο. [13] Στο μεταξύ Αχαιοί και Τρώες μάχονται γύρω από το σώμα του Πάτροκλου. Ο Αχιλλέας, με θεϊκή παρότρυνση, σκορπίζει με τη φωνή του τρόμο στους Τρώες και δίνει την ευκαιρία στους Αχαιούς να περισυλλέξουν το νεκρό ήρωα προκειμένου να τον θρηνολογήσουν και να τον ενταφιάσουν. [14]

 

Μάχη για τη σορό του Πάτροκλου. Wiertz, Antoine, 1836, λάδι σε μουσαμά. Musée des beaux-arts de Liège (Μουσείο Καλών Τεχνών της Λιέγης).

 

Έχοντας φονεύσει τον Έκτορα, ο Αχιλλέας εισχωρεί στη ζώνη του δικού του θανάτου. Άλλωστε, γνωρίζει ο ίδιος ότι δεν είναι της μοίρας του να κυριεύσει την Τροία. [15] Η αγριότητα του Αχιλλέα, που αποκορυφώνεται με την παρατεταμένη κακοποίηση του νεκρού Έκτορα, συνιστά ύστατη εκδήλωση πόνου και θυμού. Καθώς ο Αχιλλέας απομακρύνεται σέρνοντας τον νεκρό αντίπαλο, ο φακός στρέφεται στα τείχη της Τροίας, παρακολουθώντας το θρήνο που ξεσήκωσε το διπλά φοβερό γεγονός. Όλα είναι θρήνος για τον Έκτορα και την Τροία μαζί. Η Τροία τυλίγεται στο θρήνο πριν τυλιχτεί στις φλόγες. Όπως ο χαμός του Πατρόκλου σήμανε το χαμό του Έκτορα, έτσι και ο χαμός του Έκτορα θα σημάνει το θάνατο του Αχιλλέα και την άλωση της Τροίας. Η θανάσιμη μοίρα του Αχιλλέα συνδέεται στενά με τη θανάσιμη μοίρα του Έκτορα, στο βαθμό που η μια προϋποθέτει και γίνεται αιτία της άλλης. Η τραγική αυτή ακολουθία διατυπώθηκε ήδη ως προειδοποίηση από τη Θέτιδα στο γιο της στη ραψωδία Σ της Ιλιάδας και τώρα δραματοποιείται. Τις πένθιμες ακολουθίες του Πατρόκλου και του Έκτορα μας τις αφηγείται ο Όμηρος στις τελευταίες ραψωδίες της Ιλιάδας, ενώ το χρονικό του θανάτου, του θρήνου, της καύσης και του ενταφιασμού του Αχιλλέα μας το αφηγείται ο Αγαμέμνονας στην τελευταία ραψωδία της Οδύσσειας, τη Νέκυια. [16]

 

Ο Αχιλλέας σύρει το σώμα του Έκτορα γύρω από τα τείχη της Τροίας. Domenico Cunego (1727–1803), Ιταλός τυπογράφος και ζωγράφος.

 

Ο θρήνος και η κηδεία του Έκτορα γίνονται εφικτές με όλες τις αρμόζουσες τιμές λόγω της ανακωχής που ο ίδιος ο Αχιλλέας αυτοβούλως παραχωρεί. Ο Πρίαμος παραλαμβάνει το σώμα του Έκτορα με τη βοήθεια του θεού Ερμή γλυτώνοντας έτσι τη σύλησή του και διασώζοντας τον Αχιλλέα από την οργή των θεών. Ο Αχιλλέας δέχεται να παραχωρήσει το νεκρό σώμα του Έκτορα στον Πρίαμο αφού ο τελευταίος συγκρίνει ενώπιον του Αχιλλέα τη δική του μοίρα με την πατρική μοίρα του Πηλέα. Κι αυτή η σύγκριση καταλήγει σε αμοιβαίο θρήνο των δυο ηρώων καθώς ο καθένας τους κλαίει και θρηνεί για το δικό του πόνο και τον δικό του πόθο. [17] Η συνομιλία του Αχιλλέα με τον Πρίαμο μας αποκαλύπτει μια αναλογία ανάμεσα στα δυο πρόσωπα αφού και οι δυο τους έχουν χάσει αγαπημένα τους πρόσωπα. Δυο νεκροί, ο Πάτροκλος, από το χέρι του Έκτορα, και ο Έκτορας, από το χέρι του Αχιλλέα, με τον αμοιβαίο σπαραγμό που προκαλούν στον Αχιλλέα και στον Πρίαμο αντίστοιχα, υπαγορεύουν εν τέλει την αναγκαιότητα συμφιλίωσης με την οποία και αναστέλλεται ο τρωικός πόλεμος. Η αναστολή αυτή συμπίπτει και με την ολοκλήρωση της αφήγησης του έπους, αφού προηγουμένως η φιλονικία μεταξύ Πριάμου και Αχιλλέα έχει λήξει με ανθρωπολογική συμφιλίωση. Το ιλιαδικό έπος δεν τελειώνει με την κατάληψη της Τροίας. [18]

Στην ακολουθία του θρήνου του νεκρού Έκτορα κυριαρχεί το μοιρολόι των γυναικείων προσώπων της βασιλικής οικογένειας, ενώ ο βασιλιάς Πρίαμος φροντίζει για τις τελετουργικές διαδικασίες και τις νεκρικές τιμές. Το σώμα του Έκτορα έχει προηγουμένως πλυθεί, αλειφθεί με μύρα, νεκροστολιστεί και εκτεθεί πάνω σε νεκρική κλίνη από τις ακόλουθες του Αχιλλέα. [19] Οι Τρώες και οι Τρωαδίτισσες κατεβαίνουν στην πύλη όπου θρηνούν το νεκρό βασιλιά για εννέα ημέρες. Η Κασσάνδρα, αδερ­φή του Έκτορα, κλαίει, φωνάζει δυνατά τους Τρώες και ξεσηκώνει τον πρώτο θρήνο. [20] Στο θρήνο της διακρίνονται τα δίπολα ζωή – θάνατος, ελπίδα -απόγνωση, κλέος-πένθος. Η Ανδρομάχη, σύζυγος του Έκτορα, θρηνεί για τη χηρεία της, για την ορφάνια του παιδιού της, την επικείμενη καταστροφή της Τροίας και σκλαβιά των γυναικών, την πιθανή δολοφονία του γιου της από τους Αχαιούς. Εξυμνεί την ανδρεία του Έκτορα κι αναφέρεται στον καημό των γονιών του. Κλείνει το θρήνο της με ένα παράπονο αφού ο Έκτορας δεν πέθανε στο σπίτι του και δεν της ψέλλισε κάποια, τελευταία λόγια παρηγοριάς. [21]

Κατόπιν, η Εκάβη και μητέρα του Έκτορα μοιρολογεί. Ξεχωρίζει τον Έκτορα απ’ όλα της τα παιδιά («το ακριβότερο απ’ όλα τα παιδιά μου») και τονίζει με καμάρι ότι τον αγαπούσαν οι θεοί. Επισημαίνει ότι ακόμη κι ο Αχιλλέας τον αντιμετώπισε ως ξεχωριστό αντίπαλο και παρόλο που τον κακοποίησε, οι θεοί φρόντισαν να τον έχει τώρα μπροστά της άθικτο.[22] Τελευταία μοιρολογεί η Ελένη, ξεχωρίζει τον Έκτορα για την υποστήριξη που της έδειχνε, όταν οι άλλοι την κατηγορούσαν και κλαίει τη μοίρα της τώρα που την αφήνει απροστάτευτη σ’ ένα εχθρικό περιβάλλον.[23] Μετά από εννέα μέρες θρήνου καίνε το νεκρό Έκτορα, κατόπιν τοποθετούν τα οστά του σε μια χρυσή λάρνακα, την οποία θάβουν κι από πάνω σηκώνουν τύμβο. Οι πένθιμες διαδικασίες ολοκληρώνονται με ένα πλούσιο δείπνο στο παλάτι.[24]

Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι στο Ιλιαδικό έπος η διεργασία του πένθους, η οποία αποκορυφώνεται με το θρήνο, συνιστά αναπόσπαστη διαδικασία της ζωής καθώς εξυπηρετεί τη λύση της συναισθηματικής σχέσης (την αποκάθεξη κατά τον Φρόυντ) ανάμεσα στα εναπομείναντα αγαπημένα πρόσωπα και τον εκλιπόντα. Η φροντίδα του νεκρού σώματος, ο θρήνος, η αποτέφρωση, η ταφή των οστών και το μνημόσυνο γεύμα συνιστούν μέχρι και τις μέρες μας τις συμβολικές εκείνες διαδικασίες και τελετουργίες που σηματοδοτούν τον απαραίτητο για τους ζωντανούς αποχωρισμό της ψυχής από το σώμα, το συμβολικό διαχωρισμό των ζωντανών από τους νεκρούς. Πρόκειται για μια ύστατη φροντίδα για τους ανθρώπους του ομηρικού κόσμου που επιτρέπει στην ψυχή να καταδυθεί ήρεμα στον κάτω κόσμο και να αναπαυθεί.[25]

Επιπλέον, ο Όμηρος αναδεικνύει τη διπλή λειτουργία του θρήνου σε συνειδητό και ασυνείδητο επίπεδο. Οι εναπομείναντες θνητοί στην Ιλιάδα θρηνούν αφενός για το θάνατο του αγαπημένου τους προσώπου αφετέρου για το δικό τους επικείμενο ή προαναγγελθέντα θάνατο. Έτσι και εμείς κάθε φορά που συνειδητά θρηνούμε για το χαμό ενός προσφιλούς προσώπου, το ασυνείδητό μας έρχεται αντιμέτωπο με την αρχή της πραγματικότητας, αφού ένα μέρος του θρήνου ουσιαστικά υπαγορεύεται από τη δυσάρεστη επανενθύμηση του αναπότρεπτου του δικού μας θανάτου. O θάνατος μιας μητέρας ή ενός πατέρα είναι το προαναγγελθέν σήμα του δικού μας θανάτου.

Στην τελευταία ραψωδία της Οδύσσειας, όταν η Θέτιδα ανεβαίνει και πάλι στην επιφάνεια για να θρηνήσει το νεκρό παιδί της, παρατηρούμε κάτι πρωτοφανές στο χορό του θρήνου. Δεν πρόκειται τόσο για μητρικό σπαραγμό, αλλά για την μοναδική αυτή συνθήκη, που εισάγει ο Όμηρος, καθώς βάζει θνητούς και αθανάτους να ομολογούν στον κύκλο του ίδιου πένθους. Επί δεκαεπτά μερόνυχτα, πριν αποτεφρωθεί το δοξασμένο σώμα του Αχιλλέα, κλαίνε για το χαμό του τόσο οι θνητοί όσο και οι θεοί («κλαίομεν θάνατοί τε θεοί θνητοί τ’ ἄνθρωποι»). [26] Η συγκεκριμένη αυτή συνθήκη θέτει εμφανώς μια έντονη υποψία απέναντι στο ιερό. Πώς είναι δυνατόν οι ίδιοι οι αθάνατοι Θεοί να εμφανίζονται ανήμποροι απέναντι στο γεγονός του θανάτου;

Είναι γνωστό ότι η αρχαία ελληνική λατρεία έχει αντλήσει πολλά στοιχεία της από τον Όμηρο και τον Ησίοδο. Ωστόσο, τα ομηρικά έπη δε θεωρήθηκαν ποτέ ιερά βιβλία. Ο Όμηρος, ως γνήσιος δημιουργός, έπλασε έναν κόσμο με την αδέσμευτη ελευθερία που παρέχουν οι ποιητικές συμβάσεις. Τα έπη του μαρτυρούν μια βαθιά φιλοσοφική ενόραση που πηγάζει από τον αδιόρατο τρόπο που αλληλοδιαπλέκονται ζωή και θάνατος μέσα στο ανθρώπινο γίγνεσθαι. Ο άνθρωπος του ομηρικού κόσμου εκπροσωπεί το φως και, σε καμιά περίπτωση, δε συμφωνεί με τον άνθρωπο της ελληνοχριστιανικής παράδοσης, αλλά βρίσκεται σε συστηματική αντίθεση με αυτόν. [27]

Οσάκις, έρχεται η στιγμή του τέλους για έναν ομηρικό ήρωα, δεν υπάρχει δύναμη ικανή να τον σώσει και να του χαρίσει την αθανασία. Παρά την παντοδυναμία τους, οι θεοί φαίνονται ανήμποροι να τα βάλουν με το θάνατο σε αντίθεση με τον χριστιανικό θεό που πατάσσει το θάνατο. Δε χρειάζεται παρά να παρακολουθήσει κανείς τη σταδιακή πτώση του πρώτου των Τρώων, του Έκτορα, για να γίνει μάρτυρας της εγκατάλειψης του ανθρώπου μπρος στην έλευση του πεπρωμένου. Οι τελευταίες ραψωδίες της Ιλιάδας και της Οδύσσειας σφύζουν από το αναπόφευκτο του θανάτου. Κι αφού αυτή η στιγμή του τέλους βρίσκεται πέραν κάθε ανθρώπινης και θεϊκής αρωγής, η μοίρα δεν μπορεί παρά να εμφανίζεται σαν μια αδιαπέραστη δύναμη, πάνω από θεούς και ανθρώπους. [28] Η σκιά του Αχιλλέα αναφωνεί με παράπονο στη σκιά του Αγαμέμνονα στον κάτω κόσμο ότι κανείς θνητός δεν ξέφυγε από το βαρύ πεπρωμένο του θανάτου. [29]

Αυτόν ακριβώς τον ομηρικό άνθρωπο, ο οποίος σωριάζεται καταγής σαν φύλλο δέντρου, χωρίς καμιά βοήθεια, δε φαίνεται να αποδέχεται ο Πλάτωνας στην Πολιτεία του. Τέσσερις αιώνες μετά τον Όμηρο, όταν για πρώτη φορά πασχίζει να επιβάλει μια ολοκληρωτική, αξιολογική διάσταση πάνω στη ζωή, τα πρώτα πράγματα που απαρνιέται είναι τον ομηρικό κόσμο και τις τέχνες. Αφού οι αξίες είναι αιώνιες, δεν είναι δυνατό ο άνθρωπος, που τις ενστερνίζεται και τις ενσαρκώνει, να φέρει μια θνητή ψυχή ή να ασχολείται με κάτι απατηλό, όπως είναι οι τέχνες. Τι νόημα θα είχαν η ηθική, το δίκαιο, η ανδρεία αν δεν απευθύνονταν σε μια ψυχή που είναι αθάνατη;

«Ένας, που πιστεύει, πως υπάρχουν στον Άδη εκείνα τα φοβερά και τρομερά πράγματα, νομίζεις πως θα ήταν άφοβος εμπρός στο θάνατο και πως θα προτιμούσε στον πόλεμο να σκοτωθεί κάλλιο, παρά να νικηθεί και να γίνει σκλάβος; Διόλου. Πρέπει λοιπόν, καθώς φαίνεται, να δώσομε όλη την προσοχή μας και για όσα θα επιχειρούσαν να λέγουν πάνω σ᾽ αυτά, και να παρακαλέσομε τους ποιητάς να μην κατηγορούν έτσι όπως τύχει τον Άδη, κι όσα είν᾽ εκεί μέσα, αλλ᾽ απεναντίας να τα επαινούν, γιατί ούτε αληθινά είναι όσα λέγουν, ούτε ωφέλιμα για κείνους που θα γίνουν μια μέρα πολεμιστές. Έτσι πρέπει πραγματικώς. Θα σβήσομε λοιπόν από την ποίηση όλα τα τέτοια…» [30]

Ο Πλάτωνας στην ουσία εξοστρακίζει από την Πολιτεία τον Όμηρο. Ξεφορτώνεται έτσι το ισχυρότερο εμπόδιο που στοχεύει στην απάρνηση της θνητότητας και όλων των ηθών που υπαγορεύονται από το θάνατο. [31] Πρόκειται για την επένδυση της θνητότητας με το πέπλο της αθανασίας, μια μάσκα που επιβάλλει συνήθως κάθε ιδεολογία ή θρησκεία απέναντι στη φυσική ροή της ζωής. Ο Πλάτωνας υποβάλλει σε εξονυχιστική κριτική τον Όμηρο (“παραιτησόμεθα Ὂμηρόν τε καί τούς ἄλλους ποιητάς”) [32] εξετάζοντας όλες τις απόψεις του για τον Άδη. Ο θάνατος και κατά συνέπεια ο Άδης δεν μπορεί να τρομάζει το Πλατωνικό υποκείμενο. [33] Ο Όμηρος βάζει στο στόμα του Αχιλλέα λόγια για το θλιβερό σκότος της ανυπαρξίας στη συνάντησή του με τον Οδυσσέα κατά την κάθοδο του τελευταίου στον Άδη. Όταν ο Οδυσσέας θυμίζει στον Αχιλλέα ότι ήταν δοξασμένος όσο ζούσε, αλλά και τώρα βασιλεύει ανάμεσα στους νεκρούς, ο Αχιλλέας δίνει μια αποστομωτική απάντηση λέγοντας ότι ο θάνατος δεν επιδέχεται παρηγοριάς και θα προτιμούσε ο ίδιος να δούλευε ως απλός εργάτης στην πατρίδα του παρά να είναι βασιλιάς στον κάτω κόσμο. [34]

Κατά συνέπεια, για τον Όμηρο δεν υπάρχει μεγαλύτερο αγαθό από εκείνο της ζωής. Αν και δεν υπάρχει τρόπος ο άνθρωπος να γλυτώσει από το πεπρωμένο του, στον Όμηρο δεν υπάρχει καμιά δήλωση απαξίωσης ή απάρνησης της ζωής. Ο Όμηρος, ενάντια σε οποιαδήποτε πεποίθηση εγκόσμιας ματαιότητας, υμνεί τον κόσμο, το γίγνεσθαι, το φως, το σκοτάδι, τη μέρα και τη νύχτα. Σύμφωνα με τον Κωστή Παπαγιώργη, μέσα από την απάρνηση του κόσμου εις το όνομα ενός Επέκεινα, ο Πλάτωνας σκοτώνει συμβολικά τον Όμηρο και διαμεσολαβεί ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο διασώζοντας τον άνθρωπο από την φθορά. Αυτό που έκανε ο Πλάτωνας, είναι αυτό που σήμερα συνεχίζει να κάνει η σύγχρονη ιατρική με τη συνδρομή της βιοτεχνολογίας εις το όνομα της προόδου και της εξέλιξης: δεν επιτρέπει στον άνθρωπο να πεθάνει. [35]

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Γεωργίου Ν. Παπανικολάου, Λεξικόν των ρημάτων της αττικής πεζογραφίας, 699.

[2] Σύμφωνα με την Elizabeth Kübler-Ross η διαδικασία του πένθους διέρχεται συνήθως πέντε διαδοχικά στάδια: 1) την άρνηση, 2) το θυμό, 3) την διαπραγμάτευση, 4) τη θλίψη και 5) την αποδοχή. Βλ. Elizabeth Kübler-Ross, On Death and Dying (1970), New York, NY, Collier Books/Macmillan Publishing Co, 45-68.

[3] Σίγκμουντ Φρόυντ, Πένθος και Μελαγχολία, στο Μεταψυχολογικά Κείμενα του 1915, μετάφραση: Λευ­τέρης Αναγνώστου, Αθήνα, Επίκουρος, 2005, 147-148.

[4] Ο όρος «κάθεξη» (Besetzung στη γερμανική γλώσσα) εμφανίζεται για πρώτη φορά στο έργο του Φρό­υντ στις Μελέτες για την υστερία (1895) και στο Σχεδίασμα μιας επιστημονικής ψυχολογίας (1895), βλ. J. Laplanche & J. Pontalis, Λεξιλόγιο της Ψυχανάλυσης, 226-227.

[5] Αιμιλίου Μιρώ, Η καθημερινή ζωή στην εποχή του Ομήρου, 234-238.

[6] Oμήρου, Iλιάδα, Ραψωδία Σ, 22-28.

[7] Oμήρου, Iλιάδα,Ραψωδία Σ, 35 -72.

[8] Oμήρου, Iλιάδα, Ραψωδία Σ, 73.

[9] Oμήρου, Iλιάδα, Ραψωδία Σ, 80-94.

[10] Oμήρου, Iλιάδα, Ραψωδία Σ, 111-119.

[11] Oμήρου, Iλιάδα, Ραψωδία Ι,13 & Ι 415.

[12] Oμήρου, Iλιάδα, Ραψωδία Σ, 120-126.

[13] Oμήρου, Iλιάδα, Ραψωδία Σ, 135-138.

[14] Oμήρου, Iλιάδα, Ραψωδία Σ, 200-238.

[15] Oμήρου, Iλιάδα, Ραψωδία Σ, 95-96.

[16] Oμήρου, Iλιάδα, Ραψωδία Ω, 35-94.

[17] Oμήρου, Iλιάδα, Ραψωδία Ω, 610-675.

[18] Δ. Ν. Μαρωνίτης, “Ἓκτορος ἀναίρεσις”, αντλήθηκε από τον ιστότοπο Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμ­ματεία – Αρχαϊκή επική ποίηση: από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια των Δ. Ν. Μαρωνίτη και Λ. Πόλκα. http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/history/epos/page_050.html (τελευταία επίσκε­ψη 30/5/2018).

[19] Oμήρου, Iλιάδα, Ραψωδία Ω, 635-648.

[20] Oμήρου, Iλιάδα, Ραψωδία Ω, 678-723.

[21] Oμήρου, Iλιάδα, Ραψωδία Ω, 724-746.

[22] Oμήρου, Iλιάδα, Ραψωδία Ω, 747-761.

[23] Oμήρου, Iλιάδα, Ραψωδία Ω, 762-777.

[24] Oμήρου, Iλιάδα, Ραψωδία Ω, 785-805.

[25] Αιμίλιος Μιρώ, Η καθημερινή ζωή στην εποχή του Ομήρου, 234.

[26] Oμήρου, Oδύσσεια, Ραψωδία Ω, 64.

[27] Κωστή Παπαγιώργη, Ζῶντες καί τεθνεῶτες, 99.

[28] Κωστή Παπαγιώργη, Ζῶντες καί τεθνεῶτες, 102.

[29] Oμήρου, Oδύσσεια, “μοῖρ᾽ ὀλοή, τὴν οὔ τις ἀλεύεται ὅς κε γένηται” (Ω, 29).

[30] Πλάτωνος, Πολιτεία, Γ, 386 b -c.

[31] Κωστή Παπαγιώργη, Ζῶντες καί τεθνεῶτες, 103.

[32] Πλάτωνος, Πολιτεία, Γ, 387 b.

[33] Πλάτωνος, Πολιτεία, Γ, 396 a.

[34] Oμήρου, Oδύσσεια, Ραψωδία Λ, 488-491.

[35] Κωστή Παπαγιώργη, Ζῶντες καί τεθνεῶτες, 105-106.

 

Βιβλιογραφία


 

Πηγές

  • Ομήρου, Ιλιάς, μετάφραση: Δ. Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα, Άγρα, 2012.
  • Ομήρου, Οδύσσεια, μετάφραση: Δ. Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα, Ίδρυμα Τριανταφυλλίδη, 2009.
  • Πλάτωνος, Πολιτεία, μετάφραση: Ι. Ν. Γρυπάρης, αντλήθηκε από τον ιστότοπο «Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα» http://www.greek- language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=111&page=32 (τελευταία επίσκεψη 1/6/2018).

 

Δευτερεύουσα βιβλιογραφία

  • Μαρωνίτης, Δ. Ν., «Ἓκτορος ἀναίρεσις», στο Δ. Ν. Μαρωνίτη και Λ. Πόλκα, Αρχαία Ελληνική Γλώσ­σα και Γραμματεία – Αρχαϊκή επική ποίηση: από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια, αντλήθηκε από τον ιστότοπο «H Πύλη για την ελληνική γλώσσα» http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/history/epos/page_050.html (τελευταία επίσκεψη 30/5/2018).
  • Μιρώ, Αιμίλιος, Η καθημερινή ζωή στην εποχή του Ομήρου, μετάφραση: K. Παναγιώτου, Αθήνα, Ωκεανίς, 1971.
  • Παπαγιώργης, Κωστής, Ζῶντες καί Τεθνεῶτες, Αθήνα, Καστανιώτη, 1991.
  • Παπανικολάου, Γεώργιος Ν., Λεξικόν των ρημάτων της Αττικής Πεζογραφίας, Αθήνα, Δημ. Ν. Παπα­δήμα, 1988.
  • Φρόυντ, Σίγκμουντ, Πένθος και Μελαγχολία, στα Μεταψυχολογικά Κείμενα του 1915, μετάφραση: Λευτέρης Αναγνώστου, Αθήνα, Επίκουρος, 2005.
  • Kübler-Ross, Elizabeth, On Death and Dying, New York, NY, Collier Books/Macmillan Publishing Co., 1970.
  • Laplanche J. & Pontalis, J., Λεξιλόγιο της Ψυχανάλυσης, μτφρ. B. Καψαμπέλης, Λ. Χαλκούση, Α. Σκουλίκα, Π. Αλούπης, Αθήνα, Κέδρος, 1986.

 

Γιώργος Μπανιώκος

«Ο Όμηρος και η Ελληνική Σκέψη», Εκδόσεις εργαστηριού μελέτης του Θεσμικού Λόγου, Ε.Κ.Π.Α., Αθήνα, 2019.

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

Διαβάστε ακόμη:

 

Read Full Post »

Η έννοια της ψυχής στα Ομηρικά έπη – Πέννυ Γρούβα στο, «Ο Όμηρος και η Ελληνική Σκέψη», Εκδόσεις εργαστηριού μελέτης του Θεσμικού Λόγου, Ε.Κ.Π.Α., Αθήνα, 2019.


 

Είναι γεγονός πως στα δύο διασωθέντα κύκλια έπη του Ομήρου, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, γίνεται τόσο άμεση, όσο και έμμεση αναφορά στην έννοια της ψυχής, ενώ τα δύο αυτά έπη του 8ου αιώνα π.Χ. είναι τα πρώτα κείμενα της ελληνικής γραμματείας στα οποία πρωτοαπαντάται η συγκεκριμένη λέξη. Ας αποσαφηνίσουμε, λοιπόν, το τι ορίζεται ως ψυχή, προτού εντοπίσουμε αναφορές της έννοιας σε χωρία των δύο ποιημάτων. Αρχικά, ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από το ρήμα «ψύω», με το επίθημα -χω, δηλαδή «ψύχω» που σημαίνει «φυσώ», «πνέω». Κυριολεκτικά, ψυχή σημαίνει «ψυχρή πνοή», δηλαδή ύστατη ένδειξη ζωής στο ανθρώπινο σώμα.

Δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε το γεγονός πως σε τουλάχιστον έξι γλώσσες, όπως αυτή των Ασυρρίων, των Εβραίων, των Ινδών, των Σλάβων, των Λατίνων η αντίστοιχη λέξη ψυχή προέρχεται από ρήματα που σημαίνουν «αναπνέω». Στην πιο γνώριμη σε εμάς γλώσσα, τη λατινική, τα anima, animus έχουν συγγένεια με το αρχαίο ελληνικό ρήμα «άημι» που σημαίνει «φυσώ», «πνέω» και μέχρι σήμερα χρησιμοποιούνται με τις σημασίες «πνοή» και «ψυχή».

Επιστρέφοντας, λοιπόν, στον Όμηρο η ακριβής απόδοση μιας σημασίας στη λέξη ψυχή φαίνεται εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα. Η μόνη σημασία που μπορούμε να δώσουμε με βεβαιότητα είναι αυτή της «πνοής – αναπνοής», σύμφωνα με τους λεξικογράφους Πανταζίδη και Λορεντζάτου, καθώς υπάρχει χωρίο στην Ιλιάδα, στο οποίο ακριβώς αναφέρεται η λέξη «αϋτμή», δηλαδή «πνοή». Ειδικότερα, αναφέρεται στο κ 89-90 «Ζευς ενέηκε πόνοισι διαμπερές εις ο κ’ αϋτμή/εν στήθεσσι μένη και μοι φίλα γούνατ’ ορώρη» (ο Δίας απ’ όλους πιότερο σε βάσανα με ρίχνει δίχως τέλος / όσο κρατάει η πνοή στα στήθη μου κι η δύναμη στα γόνα).

Στη συνέχεια, η χρήση της λέξης αυτής στα έπη γίνεται αφενός αναφορικά με τον αρχαίο πολεμιστή, υπό την έννοια πως εκείνος οφείλει να επιδείξει ψυχικό σθένος και ανδρεία στη μάχη, καθώς αυτό το οποίο διακινδυνεύει να χάσει, εάν σκοτωθεί, είναι ακριβώς η ψυχή του και, αφετέρου, αναφορικά με τον ανθρώπινο θάνατο, όπως θα δούμε ακολούθως. Αποτελεί επομένως η ψυχή σύμβολο της ανθρώπινης θνητότητας, ενώ αξίζει να σημειώσουμε πως στα ομηρικά έπη δεν αποδίδει το σύνολο των ψυχικών ιδιοτήτων.

 

Η σορός του Έκτορα μεταφέρεται στην Τροία, ρωμαϊκή σαρκοφάγος, περίπου 180-200 μ.X. Louvre Museum from the Borghese collection.

 

Κάποια βασικά στοιχεία, τώρα, που παρατηρούμε στις ομηρικές ψυχές μελετώντας τους ομηρικούς στίχους είναι πως εκείνες, σε συνδυασμό με το σώμα ενός θνητού, συναποτελούσαν την ολότητα του αρχαίου Έλληνα. Ο διαχωρισμός αυτής της ολότητας σε σώμα – ψυχή μπορούσε να επέλθει με δύο τρόπους. Από τη μια, στιγμιαία, όπως για παράδειγμα σε μια λιποθυμία, δηλαδή ολική απώλεια αισθήσεων, από την οποία το άτομο επανερχόταν μέσα σε λίγα λεπτά, όπως περιγράφεται, για παράδειγμα, στην Ιλιάδα η ξαφνική απώλεια των αισθήσεων της Ανδρομάχης. Όταν εκείνη αντίκρισε τον γιο της σερνάμενο από τον Αχιλλέα, η ψυχή της στιγμιαία απομακρύνθηκε από το σώμα. Εκείνο που επανάφερε την ψυχή της «μάνας» στο σώμα της ήταν το συναίσθημα του «θυμού». Από την άλλη, ο θάνατος αποτελεί τη δεύτερη αιτία διάκρισης της ψυχής από το σώμα, με αποτέλεσμα την μόνιμη πλέον μετάβαση της ψυχής στον Κάτω Κόσμο.

Πιο αναλυτικά, οι ομηρικοί άνθρωποι πιστεύουν στον αποχωρισμό της ψυχής από το σώμα μετά τον θάνατο και την εγκατάστασή της στον Άδη, εκεί όπου θα κριθεί και θα τιμωρηθεί, εάν χρειαστεί, για τις πράξεις της όσο βρισκόταν στο σώμα στο οποίο ανήκε. Να σημειώσουμε εδώ πως δεν υπονοείται κάποια μορφή Κόλασης ή Παραδείσου, αλλά εννοείται η κοινή εγκατάσταση όλων των ψυχών συλλήβδην, και εκείνων που θα τιμωρούνταν και εκείνων που θα ησύχαζαν, στον Κάτω Κόσμο. Εκείνο, που προϋποτίθεται για να μπορέσει η ψυχή να οδηγηθεί στον Άδη, είναι η ταφή του θανούντος. Χωρίς αυτήν τη διαδικασία η ψυχή εγκλωβιζόταν στο κατώφλι του Άδη και δεν μπορούσε να μεταβεί εκεί όπου ήταν ο προορισμός της. Το πρόσωπο που οδηγούσε σαν ποιμήν τις ψυχές των νεκρών, αφού πραγματοποιούταν η ταφή τους, ήταν ο Ερμής, όπως φαίνεται για παράδειγμα στη ραψωδία ω της Οδύσσειας.

Γίνεται, λοιπόν, φανερό πως οι ομηρικοί άνθρωποι δέχονται την αθανασία της ψυχής μετά θάνατον, χωρίς όμως να πιστεύουν πως διατηρεί αυτή τας «φρένας», δηλαδή την ενεργή πνευματικότητα και συνείδησή της. Μόνο σε περίπτωση επαφής της με αίμα επανακτούσε μερική συνείδηση, γι’ αυτό ενίοτε οι ψυχές που τριγυρνούσαν στον Άδη χαρακτηρίζονταν «διψασμένες», και εννοείται για αίμα. Διότι η ψυχή χωρίς το αίμα του ανθρώπινου σώματος ήταν «μουδιασμένη». Είναι γεγονός πως οι πρώτοι κι όλας άνθρωποι ταύτιζαν την ψυχή με μέρη του ανθρώπινου σώματος, κι ένα από αυτά είναι το αίμα.

 

Ο Χάρων, ο πορθμέας του Άδη, μεταφέρει τις ψυχές μέσω του ποταμού Στυγός. Έργο του Alexander Dmitrievich Litovchenko (1835 – 1890), Russian Museum, St. Petersburg.

 

Στη συνέχεια, η ψυχή είναι στον Όμηρο άυλη και εξέρχεται από το στόμα ή την πληγή του θανούντος, δηλαδή από κάποιο μέρος του σώματός του, το οποίο είναι υλικό. Φεύγει, λοιπόν, σαν ατμός, όπως διαβάζουμε στον εκατοστό στίχο της ραψωδίας ψ «οὐδ᾽ ἔλαβε· ψυχὴ δὲ κατὰ χθονὸς ἠΰτε καπνὸς ᾤχετο τετριγυῖα·», δηλαδή «κλαψουρίζοντας του εξέφυγε βαθιά η ψυχή στο χώμα, ίδια καπνό». Έτσι φεύγει σαν να πετάει, κατά τη στιγμή της μετάβασης από τη ζωή στον θάνατο. Ένα ακόμη παράδειγμα που επιβεβαιώνει αυτή τη θεώρηση είναι το χωρίο π 503- 505 της Ιλιάδας, όπου περιγράφεται ο θάνατος του Πάτροκλου μέσα από την εικόνα της εξόδου του δόρατος που τον πλήγωσε στο διάφραγμα και ταυτόχρονα της ψυχής του, που βγήκε κι εκείνη από την πληγή σαν αέρας.

Μια ακόμη ονομασία που δίνεται στην υπό εξέταση έννοια είναι το «είδωλον», δηλαδή σκιά, όπως φαίνεται στο χωρίο της Οδύσσειας ω στ.: 14 «ψυχαί, είδωλα καμόντων» και της Ιλιάδας Ψ στ.: 104 «ψυχή και είδωλον, ατάρ φρένες οθκ ένι πάμπαν, δηλαδή «ψυχή και διακαμός στον άνθρωπο, κι όμως ζωή καθόλου!»

Επιπλέον, λέγεται, πως η ψυχή μετά τον θάνατο διατηρεί τη μορφή του ατόμου στο οποίο ανήκε. Πώς μπορεί βέβαια κάτι άυλο να προσο­μοιάζει με κάτι που ήταν υλικό δεν μπορεί να απαντηθεί ξεκάθαρα. Επρόκειτο μάλλον για αιθέριο ομοίωμα του σώματος σε σμίκρυνση. Εκείνο, που συνεπάγεται αναντίλεκτα είναι πως ένας ζωντανός άνθρωπος, άρα ένα υλικό σώμα, δεν μπορεί να έλθει σε επαφή με μια ψυχή που βρίσκεται στον κάτω κόσμο, δηλαδή ένα αποκομμένο από το σώμα του εκλιπόντος άυλο είδωλο. Ένα χωρίο στο οποίο επιβεβαιώνεται το παραπάνω είναι η ραψωδία λ της Οδύσσειας, στην οποία ο Οδυσσέας επικοινωνεί με την ψυχή της μητέρας του, χωρίς όμως να έλθει σε σωματική επαφή μαζί της. Επίσης, στην ίδια ραψωδία, συναντά τις ψυχές του Αγαμέμνονα, του Αχιλλέα και άλλων, χωρίς να μπορεί να αγγίξει κάτι υλικό από αυτούς, παρατηρώντας μόνο τις τιμωρίες των αμαρτωλών.

Δύο όροι, τώρα, που προαναφέρθηκαν και αξίζουν μια σύντομη προ­σέγγιση είναι ο όρος «θυμός» και ο όρος «φρένες». Ποια σχέση παρουσιάζουν με τον όρο ψυχή; Οι δυο αυτοί όροι εκφράζουν ψυχικές δραστηριότητες που σχετίζονται με την καρδιά, καθώς ο θυμός προέρχεται από τις «φρένες», που βρίσκονται στο στήθος, μεταξύ της καρδιάς και των πνευμόνων, όπως ακριβώς και η ψυχή. Σε χωρία της ραψωδίας Ι της Ιλιάδας διαβάζουμε «Λύγισε, Αχιλλέα μου, τη δυνατή ψυχή σου, σκληρή να έχεις την καρδιά δεν πρέπει» και παρακάτω «Ωστόσο ο Αχιλλέας αγρίεψε στα στήθη του τη δυνατή ψυχή του».

Άρα οι παραπάνω όροι αφορούν το εσωτερικό του ανθρώπου και εμφανίζονται ως αυτόνομες προσωποποιημένες έννοιες, ενώ συχνά ο ομηρικός άνθρωπος συνομιλεί, διαπραγματεύεται ή έρχεται σε ρήξη μαζί τους. Είναι, λοιπόν, συναφείς οι τρεις λέξεις με την εξής διαφοροποίηση. Ο όρος ψυχή εμφανίζεται ή υπονοείται σε στιγμές θανάτου ή λιποθυμίας των ομηρικών ηρώων, σε αντιδιαστολή με τους όρους «θυμός» και «φρένες» που εμφανίζονται σε διάφορες στιγμές όλης της διάρκειας της ζωής των ηρώων και ειδικότερα σε καταστάσεις κατά οποίες οι ήρωες βρίσκονταν σε έντονη συναισθηματική κατάσταση, σωματική ή πνευματική εγρήγορση. Πράγματι, ο «θυμός» έχει την έννοια του «βρασμού της ψυχής», του πάθους, της επιθετικότητας, του μένους που πηγάζουν από την ψυχή, όπως ακριβώς πιστεύεται και από τη σύγχρονη Ψυχολογία.

Συμπερασματικά η ψυχή είναι το στοιχείο εκείνο που διαφοροποιεί το ζωντανό από το νεκρό σώμα και στον Όμηρο αφορά μόνο το ανθρώπινο σώμα κι όχι το σώμα των υπολοίπων ζώων. Είναι η απαραίτητη δύναμη που κάνει το σώμα να αναπνέει, άρα να ζει, ενώ ο θάνατός της αφαιρεί αυτόματα τη ζωή του σώματος. Απαραίτητες είναι βέβαια και οι ζωτικές λειτουργίες του σώματος, απλώς στην παρούσα εργασία εξετάσαμε μόνο τον ρόλο της ψυχής μέσα σε αυτό.

Ολοκληρώνοντας, το γεγονός πως τα συναισθήματα των ηρώων είναι έκδηλα και περιγράφονται με τρόπο γλαφυρό από τον μεγάλο ποιητή, μέσα από σκηνές θυμού, κλάματος, κακοποίησης πτωμάτων, ανακούφισης ή έντονης συγκίνησης, μαρτυρά πως Όμηρος αναγνωρίζει τα πάθη, τα σκοτεινά βάθη και τις διάφορες πτυχές της ανθρώπινης ψυχής. Επομένως οδηγούμαστε αβίαστα στην παραδοχή πως ο ομηρικός άνθρωπος πιστεύει στην έννοια και την ύπαρξη της ψυχής.

 

Πέννυ Γρούβα

«Ο Όμηρος και η Ελληνική Σκέψη», Εκδόσεις εργαστηριού μελέτης του Θεσμικού Λόγου, Ε.Κ.Π.Α., Αθήνα, 2019.

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Read Full Post »

Γυναικεία στοιχειά στους μύθους και τις παραδόσεις της Ερμιόνης | Γιάννης Σπετσιώτης – Τζένη Ντεστάκου


 

Τα γεγονότα κάθε εποχής τα αφηγείται η ιστορία. Η «ατμόσφαιρα» όμως, οι δοξασίες, οι αφηρημένες ιδέες, τα άυλα πνεύματα και οι θεσμοί αποτυπώνονται σε σύμβολα. Συχνά πίσω τους κρύβονται συναρπαστικές ιστορίες και μυθοπλασίες, που μεταφέρονται από στόμα σε στόμα και παγιώνονται από γενιά σε γενιά. Γίνονται λογοτεχνικά βιβλία, θεατρικά, κινηματογραφικά, μουσικά έργα, κάθε λογής εικαστική δημιουργία προξενώντας ξεχωριστό ενδιαφέρον. Με αυτά τα δεδομένα κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει ή να αποσιωπήσει τη σημασία των συμβόλων, καθώς η μελέτη τους φέρνει στο φως τα κρυμμένα μυστικά τους.

Προσεγγίσαμε δύο τέτοια ερμιονίτικα σύμβολα – στοιχειά κάνοντας ένα ταξίδι ανακάλυψής τους στην άβυσσο των χρόνων. Ιχνηλατώντας μυθικές παραδόσεις, όπου συνδέονται πραγματικά και φανταστικά γεγονότα, προϊόντα υποκειμενικής σκέψης και κοινωνικών αντιλήψεων, συναντήσαμε τη Βιτόρα και τη Ζώρα. [1] Δύο αόρατες γυναικείες υπάρξεις που στοίχειωσαν μέσω της προφορικής παράδοσης σε ωραίους τοπικούς μύθους και επηρέαζαν σημαντικά τη ζωή των Ερμιονιτών.

 

Η Βιτόρα ή Βιτόριζα

 

Για άγνωστους λόγους τη φανταστική της ιστορία [2] οι παλιοί ναυτικοί του τόπου μας τη συνέδεαν με μια «ερμιονίτικη παραλλαγή» γνωστού αρχαιοελληνικού μύθου.

Εκεί στη… μακρινή Κρήτη «με τα θελκτικά, τερπνά και πολυφίλητα όρη» ο πατέρας των θεών Δίας και η όμορφη νύμφη Κάρμη απέκτησαν μια πανέμορφη θυγατέρα, τη Βριτόμαρτη, που το όνομά της θα πει «γλυκιά παρθένα». Στη Βριτόμαρτη άρεσε να διατρέχει στεριές και θάλασσες, να κυνηγάει και να ψαρεύει με τα δίχτυα που η ίδια είχε εφεύρει, γι’ αυτό, συμβολικά, την ονόμαζαν και Δίχτυνα (Δίκτυννα). [3]

Κάποτε ο παντοδύναμος βασιλιάς της Κρήτης, ο γνωστός Μίνωας, θαμπωμένος από τα κάλλη της Βριτόμαρτης θέλησε να την απαγάγει και γυναίκα του να την κάνει. Εκείνη όμως γρήγορα αντιλήφθηκε τα πονηρά του σχέδια και μη θέλοντας να πέσει στα χέρια του, καταδιωκόμενη απ’ αυτόν, βούτηξε στη θάλασσα. Καθώς κολυμπούσε τρομαγμένη, μπλέχτηκε στα δίχτυα κάποιου – για φανταστείτε, ερμιονίτικου καϊκιού. Την ώρα που οι ψαράδες ανέβαζαν τα δίχτυα τους, έκπληκτοι διαπίστωσαν πως ανάμεσα στα ψάρια βρισκόταν και μια πανέμορφη γυναίκα. Αμέσως την ελευθέρωσαν κι εκείνη ανακουφισμένη τους ευχαρίστησε, γνωρίζοντας, βέβαια, πως τη σωτηρία της την όφειλε  στη θεά Άρτεμη. [4]

Στη συνέχεια η Βριτόμαρτη τούς διηγήθηκε την ιστορία της και οι ψαράδες προθυμοποιήθηκαν να την βοηθήσουν, να φτάσει στην Αθήνα. Όμως τον λόγο τους δεν τον τήρησαν. Θαμπωμένοι από τα κάλλη της ονειρεύονταν… θεϊκές απολαύσεις. Το πάθος και ο πόθος τους γίνηκαν πέλαγος απέραντο σαν κι αυτό που ταξιδεύαν… Εκείνη αντιλήφθηκε τις προθέσεις τους και για να γλιτώσει, έπεσε ξανά στη θάλασσα και βρέθηκε στην Αίγινα! Εκεί, με τη βοήθεια του πατέρα της του Δία, χάθηκαν τα ίχνη της. Κρύφτηκε σε μια σπηλιά σε πευκοφυτεμένο δάσος [5] κι έτσι γλίτωσε. Οι Αιγινήτες την θεοποίησαν και την ονόμασαν Αφαία, επειδή έγινε άφαντη.

 

The Drowning of Britomartis, probably design by Jean Cousin the Elder, tapestry. This tapestry is from a set depicting scenes from the story of Diana probably made for the château of Anet, about forty miles west of Paris, which was the chief residence of Henry II's mistress, Diane de Poitiers. She herself, born in 1499, was named after the goddess, a sign that the Renaissance, with its emulation of classical antiquity, had come to France. The inscription in French verse on the upper border of the tapestry tells the story depicted: Britomartis, pursued by Minos, who wished to take her by force in the woods, greatly preferred to end her life in the sea rather than submit to his outrageous will. Accordingly, wishing to give her fame for her death, Phoebe [Diana] invested fishnets and snares, with which the body was brought to a holy place, and since then the Greeks have called her Dictynna ["fishnet"]. O holy death, that gave such a valuable thing to the world by means of such a misfortune! Diana stands in the center of the tapestry, a crescent on a support above her forehead. To the right, the drowning Britomartis raises one hand above the water. In the middle distance, Minos, king of Crete, stands looking into the water with his arms raised in astonishment, while Britomartis' body is being fished out of the water to the right. In the left background we see Minos pursuing Britomartis, and farther back, to the right, Diana hands a net to two men. The version of the story shown here is not precisely that found in the writings of any classical author, and the invention of the net by Diana does not seem to be a classical idea at all. It is here in order to glorify Diane de Poitiers, who is portrayed in the guise of the goddess. The borders of the tapestry are marked by the Greek character delta and other symbols of Diane. (The Metropolitan Museum of Art)

Σκηνή από την ιστορία της Βριτόμαρτης. Έργο πιθανότατα σχεδιασμένο από το Γάλλο Jean Cousin the Elder (1490 – 1560;). Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης.

 

Με τον ερχομό και την εγκατάσταση των Αρβανιτών στην Πελοπόννησο και φυσικά στον τόπο μας από τα τέλη του 14ου αιώνα και μετά, ένα στοιχειό με γυναικεία μορφή, αρβανίτικη καταγωγή και …ελληνική ιθαγένεια, έρχεται να ταράξει για τα καλά τη ζωή των Ερμιονιτών και να ξυπνήσει μνήμες αλγεινές.

Είναι η Βιτόρα, που λίγο από το φόβο μιας παλιάς χρωστούμενης εκδίκησης, λίγο από τη φωνητική ομοιότητα των δύο ονομάτων, συνδέθηκε με τη μυθική Βριτόμαρτη. Η ιστορία της φαίνεται πως δεν είχε ξεχαστεί. Διατηρήθηκε ζωντανή στη μνήμη των προγόνων μας και στις δύσκολες στιγμές ή στα αναπάντεχα γεγονότα της ζωής τους, ερχόταν στο προσκήνιο. Έχοντας ριζωμένο τον φόβο μέσα τους για όσα θέλησαν να κάνουν κάποτε στη Βριτόμαρτη, περίμεναν πως θα επιστρέψει και θα πληρώσουν ακριβά για την προσβλητική τους σκέψη. Η Βιτώ, όπως την αποκαλούσαν κάποιοι παλαιοί Ερμιονίτες, θα πάρει αργά ή γρήγορα την εκδίκησή της…

Για να καλοπιάσουν το ξωτικό, να το εξευμενίσουν ή και να το κολακέψουν το προσφωνούν με το χαϊδευτικό του, Βιτόριζα [6] το λένε! Θέλουν να δηλώσουν – μετανιωμένοι για όσα οι πρόγονοί τους επιχείρησαν να κάνουν, ότι το αγαπούν και το θεωρούν κομμάτι της ζωής τους.

Τέτοιες όμως γαλιφιές στη Βιτόριζα δεν περνάνε! Η προσβολή ήταν μεγάλη! Κι αν ακόμη η ίδια είχε σκοπό να τους συγχωρήσει, η θεά Άρτεμη δεν θα το επέτρεπε. Έτσι η παρουσιάζεται, τώρα, σαν μια γυναίκα μοχθηρή, σκληρή και εκδικητική, πνιγμένη στον θυμό της. Μια γυναίκα στοιχειό, ψιλόλιγνη και σκελετωμένη, αναμαλλιασμένη, με λιγδιασμένα μακριά μαλλιά που φτάνουν σχεδόν ίσαμε τα πόδια της. Με όψη φρικιαστική και πρόσωπο ολημερίς αγριεμένο. Με μακάβριο χαμόγελο και δόντια σουβλερά που διακρίνονται κατάμαυρα στο μισάνοιχτο στόμα της. Με μάτια βαθουλωμένα και βλέμμα ανέκφραστο και παγερό. Με φωνή πνιχτή και βραχνή που με δυσκολία βγαίνει από τα σωθικά της. Με χέρια μακριά, κάτισχνα και νύχια γαμψά και ακάθαρτα, έτοιμα να ξεσκίσουν σάρκες!

Έτσι ακριβώς την είχε απεικονίσει ένας παλαιός ανώνυμος λαϊκός ζωγράφος στον τοίχο της ταβέρνας/μπαρμπέρικου του Μαρουλά ζωντανεύοντας το μύθο, όπως τον άκουγε στις διηγήσεις ηλικιωμένων Ερμιονιτών, που τον μετέφεραν από γενιά σε γενιά. Έτσι τη σκέφτονταν τα παιδιά «βλέποντας από την κλειδαρότρυπα τη ζωγραφιά και την καρδιά τους έσφιγγε ο φόβος σαν τη μέγγενη» και τα δόλια έτρεμαν σύγκορμα! Η Βιτόριζα! έλεγαν τρομαγμένα και το αίμα τους πάγωνε. [7]

Το ξωτικό μας, λοιπόν, έμενε σε μια απόμερη σπηλιά στην άκρη του Μπιστιού, όπου βασίλευε νεκρική σιωπή. Την αμφιθεατρική είσοδό της κατάφατσα στην Ανατολή, την έκρυβαν πελώρια βράχια. [8]  Το εσωτερικό της βαθύ, θεοσκότεινο και δαιδαλώδες. Κανείς, ποτέ του δεν τόλμησε ούτε να σκεφτεί πώς θα ήταν εκεί μέσα! Γνώριζε πως αν επιχειρούσε να πλησιάσει, εκείνη θα πεταγόταν αγριεμένη από τα απόκρημνα βράχια, όπου παραφύλαγε τις νύχτες, θα τον άρπαζε, θα τον βασάνιζε σκληρά και στο τέλος θα τον …«μαρμάρωνε».

Σ’ αυτή τη σπηλιά το στοιχειό έπαιρνε τρομερές αποφάσεις, που νους ανθρώπου δεν χωρούσε. Μόνο συμφορές προξενούσαν στους Ερμιονίτες και τη ζωή τους όριζαν κάνοντάς την κόλαση!

Διηγούνται οι παλαιότεροι, κυρίως οι ναυτικοί που τα πίστευαν κιόλας, πολλά τέτοια συμβάντα που προκάλεσαν σοβαρά προβλήματα στους κατοίκους της πόλης μας. Ισχυρίζονται πως εξαιτίας της μανίας του στοιχειού καταστράφηκαν περιουσίες, ερημώθηκαν σπίτια, μέχρι και ανθρώπινες ζωές χάθηκαν.

Ο Σπύρος Λάμπρου στην κριτική του για το έργο του Νικ. Πολίτη «Μελέται περί του βίου και της γλώσσας του ελληνικού λαού. Παραδόσεις», σημειώνει: «Εν Ερμιόνη ήκουσα το 1879 παράτινος λεμβούχου την παράδοσιν ότι κατά την βραχώδη άκραν την υπερκειμένην εκ των βορειοανατολικών του σημερινού Καστρίου του επέχοντος την θέσιν της αρχαίας πόλεως υπάρχει σπήλαιον βαθύ, εις το οποίον οι παλαιοί είδον πολλάκις πολλούς μαρμαρωμένους ανθρώπους. Από του σπηλαίου δ’ εκείνου εξήρχεντο από καιρού εις καιρόν υψηλή γυνή ονομαζόμενη Βιτόριζα». [9]

 

– Μα είναι δυνατόν να πιστεύουμε τέτοια πράγματα; Όλα αυτά ψέματα είναι! Στους θρύλους και τα παραμύθια τα ξωτικά και οι μάγισσες «μαρμαρώνουν» ανθρώπους και προστατεύουν θησαυρούς. Κάτι άλλο κρύβεται πίσω τους, σχολίαζαν οι πιο θαρραλέοι και οι πιο γνωστικοί.

– Κι αυτοί οι μαρμαρωμένοι άνθρωποι που «είχαν δει» οι παλαιοί Ερμιονίτες στη σπηλιά της, ψέματα είναι; αναρωτιόνταν άλλοι.

– Αγάλματα ήσαν, που τα είχαν μεταφέρει εκεί, για να τα προστατεύει το …στοιχειό! κορόιδευαν οι πρώτοι.

 

Οι μανάδες και οι γιαγιάδες είχαν βρει τον καλύτερο τρόπο να «φοβερίζουν» τα παιδιά, για να είναι υπάκουα και πειθαρχημένα. Στα σχήματα που έπαιρναν τα σύννεφα στον ουρανό, προέτρεπαν τους «ζωηρούς» να αναγνωρίσουν τη μορφή της Βιτόριζας. Και καθώς εκείνη έτρεχε στους αιθέρες κυνηγημένη από τον δυνατό άνεμο, τα …απειλούσαν πως έρχεται να τα …φάει, στο δρόμο σαν τα βρει!

Αλλά και κάποιοι άλλοι παλαιοί Ερμιονίτες έκαναν με το στοιχειό χρυσές δουλειές! Βλέπετε το λαθρεμπόριο, η λαθραλιεία και όλα τα σχετικά δεν είναι ανακάλυψη της εποχής μας! Υπήρχαν από παλιά και έφερναν στους ανθρώπους παράνομα κέρδη από απαγορευμένες διακινήσεις και συναλλαγές. Ποιος να ξέρει τι γινόταν τότε, μετά από τόσα χρόνια που έχουν περάσει!

Οι περισσότεροι Ερμιονίτες θεωρούμε πως πίστευαν στην ύπαρξη του μυθικού γυναικείου στοιχειού και της σπηλιάς του, όχι γιατί ήταν υπερβολικά δεισιδαίμονες, αλλά γιατί είχαν ανάγκη, σαν στήριγμα ζωής, την πεποίθησή τους αυτή.

 

Βιτόριζα, πίνακας της Ανθούλας Λαζαρίδου. Η κ. Λαζαρίδου επέλεξε να απεικονίσει στον πίνακά της τη Βιτόριζα σαν μια νεαρή γυναίκα, πανέμορφη, αέρινη, λυγερόκορμη με ξανθά, μακριά μαλλιά, ξανοιγμένα από τον ήλιο, διχτυοφορούσα που με βήμα ταχύ διασχίζει τους βράχους. Προτίμησε να ζωντανέψει την εικόνα της με βάση τον αρχαιοελληνικό μύθο, που της είχε διηγηθεί ο Ερμιονίτης επιφανής καθηγητής του Πολυτεχνείου και συγγραφέας, Άγγελος Προκοπίου.

 

Η κ. Ανθούλα Λαζαρίδου επέλεξε να απεικονίσει στον γνωστό πίνακά της τη Βιτόριζα σαν μια νεαρή γυναίκα, πανέμορφη, αέρινη, λυγερόκορμη με ξανθά, μακριά μαλλιά, ξανοιγμένα από τον ήλιο, διχτυοφορούσα που με βήμα ταχύ διασχίζει τους βράχους. Προτίμησε να ζωντανέψει την εικόνα της με βάση τον αρχαιοελληνικό μύθο, που της είχε διηγηθεί ο Ερμιονίτης επιφανής καθηγητής του Πολυτεχνείου και συγγραφέας, Άγγελος Προκοπίου. Η άλλη όψη της Βιτόριζας, ως γυναίκας σκληρής και εκδικητικής, ενισχύθηκε, καθώς μας είπε, και από τα εξής γεγονότα: [10]

«Ο καπεταν-Αδριανός Μήτσας, πατέρας των οπλαρχηγών του ΄21 Γιάννη και Σταμάτη Μήτσα, αποφάσισε να σηκώσει Μύλο (ανεμόμυλο) στο Μπίστι, για να αλέθει τα γεννήματά του. Για να κρατήσει μακριά από τις παράνομες δουλειές του τους «περίεργους» Ερμιονίτες, ανέσυρε, σκόπιμα και καθόλου τυχαία, τον μύθο της μοχθηρής Βιτόρας». [11]

Ο καπεταν-Αδριανός Μήτσας, πανέξυπνος, αλλά και παμπόνηρος άνθρωπος καταγόμενος από τη Χειμάρα, ασφαλώς γνώριζε τη Βιτόρα, όπως όλοι οι Αρβανίτες, και από την καλή και από την ανάποδη. Για τους δικούς του λόγους, λοιπόν, βρήκε την ευκαιρία να τη «χρησιμοποιήσει» και να συνεργαστεί μαζί της!

Το συσχετισμό, ωστόσο, του αρχαιοελληνικού μύθου της Βριτόμαρτης με το θρύλο της Βιτόρας, τον συναντήσαμε στην Ερμιόνη. Στο θέμα, όμως, αυτό θα επανέλθουμε…

 

Η Ζώρα

 

Στο πλούσιο αποκριάτικό τραπέζι που στρωνόταν το βράδυ της Κυριακής της Τυρινής με τα μακαρόνια, τα κρέατα, τα τυριά, το γιαούρτι και τα πιπέκια θυμάμαι τη μητέρα μου, να λέει:

-Φάτε ό,τι φάτε σήμερα, γιατί από αύριο νηστεύουμε! Ό,τι μείνει θα το μαζέψουμε, να το πάρει η Ζώρα!

Πράγματι τα περισσέματα από τα φαγητά τα μάζευε προσεχτικά και τα έβαζε ξεχωριστά, διπλωμένα σε μια εφημερίδα, πλάι στα σκουπίδια. Άλλες νοικοκυρές τα άφηναν σε μια άκρη στο παραγώνι. Ήθελαν να τα βρει η Ζώρα ή «Σώρα», [12] το απαίσιο φάντασμα με τη γυναικεία όψη, που κάθε χρόνο τέτοια μέρα κατέβαινε στα κρυφά, χωρίς κανείς να την αντιληφθεί, από την καμινάδα. Έπρεπε κάτι να βρει να φάει και ευχαριστημένη, φεύγοντας, τα πεθαμένα του σπιτιού να «συγχωρέσει», μια και οι ψυχές «γύριζαν έξω» εκείνες τις μέρες της Σαρακοστής. Στην περίπτωση που η νοικοκυρά την ξεχνούσε και δεν της άφηνε φαγητό, μικροαναποδιές και μικροπροβλήματα έφερνε στο σπίτι.

 

Ζώρα. Η λαϊκή μας ζωγράφος Ανθούλα Λαζαρίδου παρουσιάζει ιδιαίτερα επιτυχημένα τη Ζώρα με την αποκρουστική όψη και με «μια τουλούπα» μύγες να την περιβάλλουν.

 

Αυτή η Ζώρα πολύ με είχε «μπερδέψει». Συσχέτιζα το όνομά της με τα εντόσθια των ζώων και κυρίως των ψαριών, που στον τόπο μας τα λέμε «ζώρες», λέξη, πιθανόν, αρβανίτικη. «Του βγήκανε οι ζώρες έξω!», λέγαμε βλέποντας την  εικόνα ξαντεριασμένων ψαριών.

-Σου βγήκαν οι ζώρες έξω! Βάλτες μέσα! Μάς έλεγαν, επίσης, όταν είμαστε παιδιά και έβγαιναν τα ρούχα μας από το παντελόνι.

Αλλά και τα ανδρικά «ολόσωμα» εσώρουχα, φερμένα από την Αμερική, που φορούσαν τα ηλικιωμένα άτομα, «ζώρες» τα έλεγαν, καθώς μας είπε η κ. Ανθούλα Λαζαρίδου.

Όσα αναφέρθηκαν παραπάνω «δανείζονται» το όνομά τους από το ξωτικό, τη Ζώρα, πιθανότατα, επειδή συνδέονται με την ασχήμια του. Η λαϊκή μας ζωγράφος κ. Ανθούλα παρουσίασε ιδιαίτερα επιτυχημένα τη Ζώρα με την αποκρουστική όψη και με «μια τουλούπα» μύγες να την περιβάλλουν.

Στην εθνολογία η Ζώρα συναντάται ως «Ζέρα», φάντασμα, δηλαδή, αντίστοιχο με τη νεράιδα. Άσχημη, όμως, στη μορφή και δύστροπη στον χαρακτήρα, δηλώνεται, συχνά, και με τον αρβανίτικο όρο «τε πρεγιάσμ» που θα πει «ξωτικό». Θεωρείται πνεύμα του κακού, όπως λέμε «διαβόλισσα» και «εξαποδώ». Ζέρες και πρεγιάσμες συναντώνται και στους Αρβανίτες.

Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, η Ζώρα κάνει την εμφάνισή της! οι Ερμιονίτες την καλοδέχονται και δεν παραλείπουν να αφήσουν το πεσκέσι της στο παραγώνι! Έτσι πιστεύουν πως τα πεθαμένα τους θα συγχωρέσει και οι μέρες τους θα κυλήσουν ήσυχα, χωρίς προβλήματα κι αναποδιές.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Άλλα στοιχειά στις λαϊκές μας παραδόσεις είναι οι: Αραήδες, Νεράιδες, Ανερούσες, Μοίρες, Στρίγγλες, Λάμιες.

[2] Μιχ. Παπαβασιλείου: «Θρύλοι και Παραδόσεις της Ερμιόνης», Αθήνα 1988.

[3] «Δίχτυνα» ήταν ένα από τα πολλά επίθετα της Άρτεμης, ως θεάς του κυνηγιού. Η Βριτόμαρτη, ως αγνή κόρη, πάντοτε συνόδευε τη θεά στους χορούς και στο κυνήγι και της ήταν ιδιαίτερα αγαπητή.

[4] Η θεά Άρτεμη πάντοτε προστάτευε τους αδύναμους και ανυπεράσπιστους που είχαν την ανάγκη της και τιμωρούσε αυστηρά, όσους αψηφούσαν τη δύναμή της. Ιδιαίτερα νοιαζόταν για τα ανύπαντρα κορίτσια και τους αγνούς νέους. Εξάλλου και η ίδια, παιδί όταν ήταν, «γύρεψε και πήρε από τον Δία την άδεια να μείνει για πάντα ελεύθερη από τα δεσμά του γάμου».

[5] Η Δικτύνα επέλεγε πάντα πευκόφυτους τόπους κατοικίας, καθώς το πεύκο ήταν το ιερό της δέντρο. Γι’ αυτό και στις γιορτές που γίνονταν προς τιμή της, στεφάνωναν τους αθλητές με στεφάνια από κλαδιά πεύκου, καθώς σημειώνει ο Ν. Πολίτης στις «Παραδόσεις» του.

[6] Η κατάληξη (ζε) ή (σε), μπαίνει στις αρβανίτικες λέξεις, για να δείξει κάτι το μικρό, το αγαπητό και ταυτόχρονα πολύ δικό μας. Βιτόριζα: η δικιά μας Βιτόρα.

[7] Μιχ. Παπαβασιλείου: «Θρύλοι και Παραδόσεις της Ερμιόνης», Αθήνα 1988.

[8] Ακόμα και σήμερα στην Ερμιόνη όταν βλέπουν γυναίκα απεριποίητη, αναμαλλιασμένη, με ματιά που προξενεί φόβο, λένε: Τι είσαι μωρή έτσι σαν τη Βιτόριζα!

[9] Σήμερα, μετά τις ανασκαφές που έγιναν, γνωρίζουμε πως πρόκειται για τάφο, πιθανόν κάποιου άρχοντα του τόπου, καθώς πρόκειται για μοναδικό κτίσμα με μεγαλοπρεπή κατασκευή (Β. Γκάτσος).

[10] Σπύρος Π. Λάμπρου, περιοδ. «Νέος Ελληνομνήμων», τομ. 1ος (1904), σ. 505.

[11] Πρβλ. Β. Γκάτσος, «Η ανασυγκρότηση της Ερμιονίδας», σελ. 158-159.

[12] «Σώρα» την ονομάζει ο Μιχαήλ Παπαβασιλείου, στο βιβλίο του «Θρύλοι και Παραδόσεις της Ερμιόνης». Θεωρούμε πιο σωστό το όνομα «Ζώρα», γιατί στην εθνολογία τα φαντάσματα αυτά αναφέρονται ως «Ζέρες».

 

Γιάννης Σπετσιώτης – Τζένη Ντεστάκου

Read Full Post »

Χρυσορρόας (Γεφυραίος ή Κρεμαστός) – Αρχαίοι Ποταμοί


 

 

«Λένε πως είναι κάποιος βράχος

 όπου το νερό του Ωκεανού στάζοντας

 πέφτει από γκρεμούς σε μια λιμνούλα

 που βουτούν στάμνες σ’ αυτήν.»

Ευριπίδη «Ιππόλυτος» 121.

 

 

Η αινιγματική ασάφεια του Παυσανία

 

Για τον ποταμό Χρυσορρόα ο Παυσανίας [1], περιερχόμενος την αρχαία Τροιζήνα, αναφέρεται σ’ αυτόν ως εξής: Κάποιο νερό ονομάζουν Χρυσορρόα. Όταν έπεσε ξηρασία για εννέα χρόνια στα οποία δεν έβρεχε ο Θεός, τα άλλα νερά ξεράθηκαν, ο Χρυσορρόας συνέχισε όπως πριν να τρέχει. Η περιγραφή του αυτή δεν είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική ως προς τη θέση του ποταμού – αν ήταν ποταμός και όχι μια απλή πηγή – γι’ αυτό και δεν υπάρχει ομοφωνία για την ταυτότητά του. Πάντως, όπως θα δούμε παρακάτω, η ονομασία Χρυσορρόας απαντάται συχνά ως επίθετο ή όνομα και μάλιστα πάρα πολλών ποταμών και όχι πηγών.

Μερικοί ισχυρίζονται πως Χρυσορρόας είναι το αναφερόμενο από τον ίδιο λίγο πιο πάνω στο κείμενο, νερό της κρήνης του Ίππου, που ανέβλυσε στην Τροιζήνα από κτύπημα της οπλής του Πηγάσου, όπως και στον Ελικώνα της Βοιωτίας [2]. Είναι όμως αφύσικο να αναφέρεται ο περιηγητής, διαδοχικά, στο ίδιο πράγμα, με δυο διαφορετικά ονόματα. Πιθανότερη είναι λοιπόν η εκδοχή που τον ταυτίζει με τον προς δυσμάς των τειχών της αρχαίας Τροιζήνας Γεφυραίο ή Κρεμαστό ή ρέμα των Μύλων, ερμηνεία που ενισχύεται από το γεγονός ότι  τον αναφέρει, αφήνοντας την Τροιζήνα, κατευθυνόμενος δυτικά, προς το ιερό του Ιππολύτου. Ισχυρή πιθανότητα συγκεντρώνει και το ενδεχόμενο Χρυσορρόας να είναι μια απλή πηγή του Κρεμαστού, που θα δούμε παρακάτω, και ο ποταμός συνολικά να είναι ο αναφερόμενος στη συνέχεια από τον Παυσανία, Ταύριος.

 

Ο ποταμός Κρεμαστός και μια πηγή του

 

Η κοίτη του Κρεμαστού αρχίζει 6χμ. Ν.Δ. της Τροιζήνας, στο όρος Αδέρες, το αρχαίο Φορβάντιο, σε υψόμετρο 580 μ., δεξιά από τον ορεινό δρόμο, που συνδέει την τελευταία με το Ηλιόκαστρο. Στα μισά της διαδρομής προς την Τροιζήνα δέχεται από αριστερά το νερό της βρύσης Συκιάς, και λίγο πριν την  πόλη ενδυναμώνεται από πολλές πηγές. Η μέχρι εδώ διαδρομή του είναι ορεινή, με βραχώδη κοίτη και παταγώδεις καταρράκτες, ο τελευταίος των  οποίων, κοντά και Ν.Δ. της Τροιζήνας, περνά κάτω από τη φημισμένη  Γέφυρα του Διαβόλου ή Διαβολογέφυρο, που του έδωσε και το νεώτερο λόγιο όνομά του, «Γεφυραίον ρεύμα» [3], όνομα που δεν χρησιμοποίησαν ποτέ οι ντόπιοι.

 

Το Διαβολογέφυρο. Φωτογραφία από τον διαδικτυακό τόπο: Τροιζηνία – Μέθανα.

 

Στο σημείο αυτό υπάρχει κοντά στην αριστερή όχθη ισχυρή αείροη πηγή, που γκρεμίζεται στο φαράγγι, από ύψος 12 περίπου μέτρων. Σε βράχο πάνω από την πηγή υπάρχουν χαραγμένες κόγχες, που πιθανόν να ήταν αναθηματικές στην αρχαιότητα. Αυτή η πηγή πρέπει να είναι ο Χρυσορρόας. Το παραπάνω απόσπασμα που παραθέσαμε από τον «Ιππόλυτο» του Ευριπίδη, έργο διαδραματιζόμενο στην Τροιζηνία, μοιάζει να περιγράφει την πηγή αυτή. Και αυτό διότι η εικόνα του νερού που πέφτει από τον βράχο ταιριάζει απόλυτα, αλλά και αυτή η αναφορά στον Ωκεανό είναι λογικό να οφείλεται στη διαρκή ροή του Χρυσορρόα που επισημαίνει και ο Παυσανίας.  Εδώ λοιπόν πρέπει να είναι το σημείο που αναφέρει ο Χορός στον «Ιππόλυτο» κι εδώ ερχόντουσαν οι γυναίκες της Τροιζήνας να πλύνουν τα ρούχα τους, όπως συμπληρώνει ο ποιητής:

 

εκεί έπλενε μια φίλη πορφυρά ρούχα

στα δροσερά του ποταμού νερά

και τ’ άπλωνε σε θερμά κι ευήλια βράχια.

 

Η γέφυρα του Διαβόλου

 

Η γέφυρα εδώ, με το εκφοβιστικό όνομα, που έρχεται σε αντίθεση με την ειδυλλιακή εικόνα που περιγράφει ο τραγωδός, μικρή και μονότοξη, 120 μ. πάνω από την κοίτη, δείχνει φυσική και είναι άγνωστο πώς και πότε εμφανίστηκε. Ο Μπαζίλι πιστεύει πως πρόκειται για ογκόλιθο που κατρακύλησε από ψηλότερα, για να σφηνωθεί στο στένωμα σχηματίζοντας αψίδα. Πάνω της υπάρχει αυλακωτός μονόλιθος, που συνεχίζει και βόρεια της γέφυρας, κατασκευασμένος για τη διοχέτευση νερού, καθώς και ένα μονοπάτι που οδηγεί στο Ηλιόκαστρο.

Τέτοια φυσικά γεφύρια, που δείχνουν να μην έχουν φτιαχτεί από ανθρώπου χέρια, η λαϊκή φαντασία τα αποδίδει στο Διάβολο και συνοδεύονται από πλούσια μυθοπλασία. Ειδικά εδώ υπάρχει άλλη μια αιτία για τέτοιες σκέψεις, το αποτύπωμα μιας  σχισμένης στα δύο πατούσας. Υποτίθεται ότι εδώ πάτησε το πόδι του ο Διάβολος και βαθούλωσε το βράχο [4]. Για το γεφύρι του Κρεμαστού υπάρχει με μικροπαραλλαγές, ο εξής θρύλος: Ο πασάς του Δαμαλά (Τροιζήνας), ανέθεσε σε ντόπιο κτίστη να γεφυρώσει το φαράγγι. Αυτός δοκίμασε δύο φορές, αλλά το ποτάμι κατέβασε νερό και παρέσυρε τα γεφύρια. Προ του επαπειλούμενου αποκεφαλισμού του, πούλησε την ψυχή του σε κάποιο παράξενο μαυροφόρο, που εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά του και που προφανώς ήταν ο Σατανάς, με αντάλλαγμα την εν μια νυκτί κατασκευή της γέφυρας,  πράγμα που έγινε και μάλιστα στη σημερινή θέση όπου το νερό δεν μπορεί να την καταστρέψει. Μετά από αυτό ο τεχνίτης πλούτισε, αφού ο Διάβολος του αποκάλυψε πιθάρι με χρυσά φλουριά και παντρεύτηκε τη θυγατέρα του προεστού. Η ανίερη όμως ευτυχία του δεν κράτησε πολύ. Ενώ διάβαινε το γεφύρι,  για να πάρει φλουριά απ’ το κρυμμένο πιθάρι, σηκώθηκε μεγάλη ανεμοζάλη με βροντές, αστραπές κι αστροπελέκια και έγιναν άφαντοι αυτός, το σπίτι και η γυναίκα του [5].

 

Η αρχαία Τροιζήνα και η Φοιβαία λίμνη

 

Αμέσως μετά τη γέφυρα, η χαράδρα ανοίγεται στην πεδιάδα. Λίγο πιο κάτω υπάρχουν παλιοί αλευρόμυλοι, ενώ το νερό που διοχετεύεται σε στέρνες, ποτίζει περιβόλια και συνήθως δε φτάνει  στη θάλασσα. Στη συνέχεια, ο Κρεμαστός κατεβαίνει στην πεδιάδα, ακολουθώντας τη δυτική πλευρά των αρχαίων τειχών, έχοντας κοντά στις όχθες του τα υπολείμματα της Τροιζήνας, δεξιά του ερείπια καλοδιατηρημένου πύργου και αριστερά του θεμέλια του τεμένους του θεοποιημένου Ιππολύτου και πολλών οικοδομημάτων και ερείπια της μεσαιωνικής επισκοπής του Δαμαλά. Ο Τραντ, περιδιαβάζοντας στα ερείπια εντόπισε: δίπλα στις όχθες του Δαμαλά (Χρυσορόα), τμήματα τοίχων, που τα αποδίδει πιθανόν προοριζόμενα να ελέγξουν την εισβολή αυτού του ορεινού ρέματος.

Με πλατειά αλλά ξερή πλέον  κοίτη, πέφτει στον εκτεταμένο ρηχό βάλτο της αρχαίας Φοιβαίας Λίμνης, που επικοινωνεί μέσω στενού καναλιού, με την Ψιφαία θάλασσα που είναι μια απόληξη του Κόλπου της Επιδαύρου. Γύρω από τη λίμνη αυτή γύμναζε τα άλογά του ο τραγικός Ιππόλυτος στον αμφί λίμνας τρόχον [6], ενώ στις όχθες της υπήρχε ναός της Σαρωνίας Αρτέμιδος. Αυτήν επικαλείται η απελπισμένη από έρωτα Φαίδρα:

 

Δέσποινα της λίμνης της θαλάσσιας

και των γυμναστηρίων

που αλόγων ποδοβολητό ακούγεται

Άρτεμις, μακάρι να ερχόμουνα στα χώματά σου δίπλα [7].

 

Ο ορμητικός ποταμός, τις σπάνιες φορές που πλημμυρίζει, διογκώνει τη Φοιβαία και διασπά ή υπερπηδά το αμμώδες στηθαίο που τη χωρίζει από τη θάλασσα. Ξύλινη παραλιακή γέφυρα επιτρέπει σε χωματόδρομο να διασχίσει τα βόρεια κράσπεδα της λίμνης.

 

Baron de Stackelberg

Η Τροιζήνα και ο Πόρος, λιθογραφία από το βιβλίο La Grece, σχέδιο του Baron de Stackelberg, Παρίσι, 1834.

 

Χρυσορρόας, όνομα σε μεγάλη χρήση

 

Είπαμε στην αρχή πως Χρυσορρόας είναι όνομα που ακολουθεί πολλούς ποταμούς. Σπάνια κυριολεκτικά, στην πλειοψηφία τους μεταφορικά, τα νερά τους μετέφεραν χρυσό, με την έννοια πως γονιμοποιούσαν τη γη τους. Αυτοί είναι: Ο συριακός ποταμός Βαράδα στη Δαμασκό [8], ένας ποταμός στην Κολχίδα [9], ποταμός της Γεννησαρίτιδος [10], ποταμός της Γέρασας στην Ιορδανία, ποταμός της Ιεράπολης, ποταμός της άπω Ινδίας, ένας μικρός ποταμός της Θράκης, ποταμός στο όρος Τμώλος [11], ποταμός της Βιθυνίας [12], ποταμός στην περιοχή των πηγών του Τίγρη [13], ενώ συναντιέται και ως επίθετο του Νείλου [14], του γνωστού ποταμού Πακτωλού της Λυδίας [15], του ποταμού Εύηνου [16] και ποιητική επωνυμία του Βοσπόρου. Ενδείξεις για μεσαιωνικό ποταμό Χρυσορρόα, βρίσκουμε στον ποταμό της Μεσσηνίας Ξερίλα. Τέλος, αναφέρεται και ποταμός Χρύσας στη Σικελία [17].

 

 

Υποσημειώσεις


 

[1]  2, 31, 10. [«Παυσανίου – Ελλάδος περιήγησις, Αττικά, Κορινθιακά, Λακωνικά, Αρκαδικά, Μεσσηνιακά, Αχαϊκά, Ηλειακά», Ν.Δ. Παπαχατζή, Εκδοτική Αθηνών, 1976, 1979,  1980].

[2]  Πολύ κοντά στην κορυφή του. Σήμερα Κρύο Πηγάδι.

[3]  Legrand, 270.

[4]  Ν. Πολίτη, «Του διαβόλου τα πατήματα». Παράδοση Τροιζηνίας. Παρόμοια περίπτωση γεφυριών είναι γεφύρι στο ρέμα Κλομποκή, παραπόταμου του ποταμού Ερύμανθου, καθώς και στην Ελβετία και Ουαλλία στους ποταμούς Ρόυς και Μύναχ αντίστοιχα. Ο διάβολος εμφανίζεται και στο ρέμα του Διαβόλου (Certovka), μικροσκοπικότατο βραχίονα του ποταμού Βλτάβα (Μολδάβα), στην Πράγα της Τσεχίας. Αντίθετα, «Θεογέφυρο», αποκαλούνται φυσικές γέφυρες στον ποταμό Κράθι της Αχαΐας και στο Θύαμι (Καλαμά), κοντά στο χωριό Λίθινο της Ηπείρου, ενώ έχουμε «Θεόκτιστο» γεφύρι στον παραπόταμο του Αρκαδικού Λάδωνα, Τοποριστέικο.

[5]  Μ. Π. Λάμπρου Καζαμίας 1868.  Α. Ραγκαβή Η΄ τόμος απάντων και Ν. Πολίτη «Το γεφύρι του διαβόλου».

[6] Ευρ. «Ιππόλυτος», 1133.

[7] Ευρ. «Ιππόλυτος», 228-230.

[8] Πτολεμαίος, 5,15,9.

[9] Πλίνιος, Φ.Ι. 6, 14, και Απολλόδωρος; 2,1,4, Απολλώνιος ο Ρόδιος «Αργοναυτικά», Δ-1300.

[10] Στράβων, 755.

[11] Ευριπίδη «Βάκχαι», 462.

[12] Διον. Βυζάντιου, Ανάπλους Βοσπόρου, Απόσπ. 46 G.G.M. 2, 59

[13] Ιούλιος Ονώριος 30

[14]  Αθήναιος, V, 203 C.

[15] «Περί ποτ.» 7,  Πλίν. Φυσ. Ιστ.. 5,110.

[16] Υγίνος, 242.

[17] Διοδ.  Σικελ. 14, 95.

 

Κωνσταντίνος Π. Δάρμος

 Κωνσταντίνος Π. Δάρμος, «Οι Αρχαίοι Ποταμοί της Αργολίδας». Έκδοση: Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Άργος, Δεκέμβριος, 2013.

 

Διαβάστε ακόμη:

Αρχαίοι Ποταμοί Αργολίδας

Read Full Post »

Φρίξος (Αρχαίος ποταμός)


 

Ο Παυσανίας κατά την περιήγησή του στην Αργολίδα, αναφέρει δυο φορές τον ποταμό Φρίξο, τονίζοντας πως εκβάλλει μεταξύ Τημενίου και Λέρνας [1], δεδομένο που ταιριάζει στον Ερασίνο. Το αξιοπερίεργο είναι πως τον παρουσιάζει ως κύριο ποταμό, ο οποίος δέχεται τα νερά του ρέματος που έρχεται από το Χάον. Προφανώς πρόκειται περί λάθους. Αφ’ ενός γιατί ενώ πολλοί συγγραφείς αναφέρουν τον Ερασίνο, κανείς δεν αναφέρει το Φρίξο, αφ’ ετέρου είναι δύσκολο να θεωρήσουμε πως ο εξ αρχής πολύυδρος ποταμός Ερασίνος χυνόταν σε κάποιον μεγαλύτερο, που τώρα έχει εξαφανιστεί.  Θα είναι όμως άδικο να υποθέσουμε πως ο Φρίξος είναι πλάσμα της φαντασίας ή της αβλεψίας του Παυσανία.

Είναι φανερό ότι ο προσχωσιγενής κάμπος έχει σήμερα αλλάξει μορφή και η ροή των ποταμών του υπήρξε ευμετάβλητη, όπως υπαινίσσεται και η μυθολογία της Λερναίας Ύδρας. Ίσως απομεινάρι του αινιγματικού Φρίξου να είναι μια στενή καλαμόζωστη τάφρος, που πέφτει στον Ερασίνο, δεξιά του δρόμου Άργους Μύλων, για την οποία μπορούμε να εικάσουμε πως παρήκμασε στην πορεία του χρόνου.

 

Χάρτης της εγκυκλοπαίδειας «Πυρσού», με βάση χάρτες των Αντ. Μηλιαράκη και Ν. Κοκκίδη.

 

Τhomas Jefferys – A Map of Thrace and Greece

 

Το όνομα Φρίξος δεν είναι παράταιρο στην Αργολίδα. Θυμίζει τον ομώνυμο Ορχομένιο ήρωα, γιο του βασιλιά Αθάμαντα και της Νεφέλης, πράγμα όχι παράδοξο, αν σκεφθούμε ότι οι περιοχές της Αργολίδας, Ασίνη και Ερμιόνη, αποικίσθηκαν από Ορχομενίους. Κατά τον Angermann, το όνομα του ποταμού προέρχεται από το φρίσσω, δηλαδή κυματίζω, ζαρώνω ελαφρά.

Ο ποταμός αυτός δεν άφησε αδιάφορους περιηγητές και χαρτογράφους,  που συνήθως όμως έδωσαν αυθαίρετες ερμηνείες, μπερδεμένοι από τον συνωστισμό τόσων επώνυμων μικρών ποταμών στον αργολικό κάμπο. Σε χάρτες του 18ου αιώνα [2], η φαντασία των χαρτογράφων εμφανίζει τον Φρίξο προερχόμενο από την Κορινθία να ενώνεται με τον Ερασίνο.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] « Παυσανίου – Ελλάδος περιήγησις, Αττικά, Κορινθιακά, Λακωνικά, Αρκαδικά, Μεσσηνιακά, Αχαϊκά, Ηλειακά», Ν.Δ. Παπαχατζή, Εκδοτική Αθηνών, 1976, 1979,  1980. 2, 36, 6 & 2, 38, 1.

[2] Τhomas Jefferys (1710;-1771), «A map of Thrace and Greece». Άγγλος χαρτογράφος και γεωγράφος. Σχεδίασε πολυάριθμους χάρτες Αγγλίας, Αμερικής, Αντιλλών και υδρογραφικό Άτλαντα. C. Celarius, έτος, 1731-32.

 

Κωνσταντίνος Π. Δάρμος

Κωνσταντίνος Π. Δάρμος, «Οι Αρχαίοι Ποταμοί της Αργολίδας». Έκδοση: Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Άργος, Δεκέμβριος, 2013.

 

Διαβάστε ακόμη:

Αρχαίοι Ποταμοί Αργολίδας

 

Read Full Post »

Αμυμώνη (Λέρνη, Mαστός)


  

Στην ευρύτερη περιοχή των Μύλων τοποθετείται η Λέρνη, αρχαία παραθαλάσσια τοποθεσία της Αργολίδας, η οποία ήταν φημισμένη από την αρχαιότητα για τα άφθονα νερά της, τα οποία τροφοδοτούν την αργολική πεδιάδα ακόμη και σήμερα. Η Λέρνη είναι  επίσης διάσημη από τον μύθο της πάλης του Ηρακλή με τη Λερναία Ύδρα.

 Η Λέρνη αναφέρεται άλλοτε ως ποταμός, άλλοτε ως πηγή και άλλοτε ως λίμνη και κατ’ επέκταση ως πεδιάδα. Από την πηγή Λέρνη, δίπλα από τον οικισμό των Μύλων, πηγάζει ο μικρός ποταμός Ποντίνος, εκβάλλοντας στη θάλασσα μετά από μια σύντομη διαδρομή. Από τα άφθονα νερά της, καθώς και τα νερά άλλων παρακείμενων πηγών, σχηματίζονταν κατά την αρχαιότητα πολλά έλη. Στην ίδια περιοχή, κοντά στην ακτή, υπάρχει και σήμερα η μικρή λίμνη Λέρνα.

Στην ελώδη αυτή περιοχή κατοικούσε κατά τη μυθολογία η Λερναία Ύδρα, ένα τέρας με σώμα φιδιού και εννέα κεφαλές, που εξόντωσε ο Ηρακλής με τη βοήθεια του Ιόλαου, στον δεύτερο από τους άθλους του.

 

Η νύμφη και ο ερωτύλος θεός

 

Ποσειδώνας και Αμυμώνη. Λύκηθος. Metropolitan Museum of Art. New York.

Στο Άργος βασίλευε ο Γελάνωρ [1], ο τελευταίος των Ιναχιδών, όταν έφτασε εκεί από την Αίγυπτο και τον εκθρόνισε ο Δαναός, γιος της κόρης του Νείλου Αγχιρρόης, απόγονος κι αυτός της κόρης του Ινάχου Ιούς. Συνοδευόταν από τις πενήντα θυγατέρες του, τις οποίες είχε αποκτήσει με την Ευρώπη [2].

Ο Δαναός έγινε βασιλιάς και μια από τις πρώτες του κινήσεις ήταν να βρει νερό στην τότε διψασμένη Αργολίδα. Ανέθεσε λοιπόν στις κόρες του κι ανάμεσά τους στην Αμυμώνη, αυτή την αποστολή. Η νεαρή Δαναΐδα, ψάχνοντας για νερό στο δάσος δέχθηκε την επίθεση Σάτυρου. Κλασική εικόνα βγαλμένη από τα παιδικά μας παραμύθια, αυτή της απροστάτευτης παρθένας με την κανάτα της, μέσα στο σκοτεινό δάσος, όπου παραμονεύει κάποιος κακός.

Ο Ποσειδώνας, τον οποίο επικαλέστηκε, εξακόντισε την τρίαινά του, κυνηγώντας τον ερωτιδέα, αλλά αστόχησε και χτύπησε βράχο απ’ όπου ανέβλυσε νερό από τρία σημεία. Η πηγή που γεννήθηκε πήρε το όνομα της Δαναΐδας [3]. Η Αμυμώνη ευγνωμονούσα, ζευγαρώθηκε με τον Ποσειδώνα και γέννησε τον Ναύπλιο [4], που πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία:

ήλθε κι ο Ναύπλιος της Αμυμώνης γιος αγαπημένος

που τον γέννησε πλαγιάζοντας με τον δοξασμένο  κοσμοσείστη  [5].

Προφανώς ο «τρώσας και ιάσεται». Ο Ποσειδώνας, υπαίτιος για την ξήρανση των Αργολικών ποταμών [6], ευεργετεί με την πλούσια πηγή για χάρη της Αμυμώνης το άνυδρο πεδίο. Η ύπαρξη πηγής γλυκού νερού, τόσο κοντά στη θάλασσα, αποδόθηκε λογικά στο θεό των κυμάτων. Δικαιολογημένα λοιπόν ο Ευριπίδης δίνει με το στόμα της Αντιγόνης στην πηγή τον τίτλο Ποσειδωνία, μιλώντας για τις Θηβαίες, που δούλες θα κουβαλάνε νερό, αν πέσει η πόλη στους Αργείους:

...Λερναία τε δώσειν τρίαινα,

Ποσειδανίοις Αμυμωνίοις

ύδασι δουλείαν περιβαλών  [7]

 

Όταν βασιλιάς του Άργους ήταν ο Δαναός, μεγάλη ξηρασία βασάνιζε το Άργος γιατί ο Ποσειδώνας είχε στερέψει όλες τις πηγές επειδή η πόλη είχε περάσει στην προστασία της Ήρας, ύστερα από σφοδρή διαμάχη μεταξύ τους. Έστειλε τότε μια από τις πενήντα κόρες του, την Αμυμώνη να βρει νερό. Ένας Σάτυρος θέλησε να της επιτεθεί, εκείνη όμως επικαλέστηκε τη βοήθεια του Ποσειδώνα. Αυτός, όχι μόνο την προστάτεψε αλλά της φανέρωσε και μια πηγή με γάργαρο και άφθονο νερό. Η ομορφιά της Αμυμώνης όμως, μάγεψε το θεό κι έτσι έσμιξε ερωτικά μαζί της. Από αυτή την ένωση γεννήθηκε ο Ναύπλιος.
Στην παράσταση ο Ποσειδώνας κοιτάζει στα μάτια την Αμυμώνη ενώ αυτή, με την υδρία στο χέρι, κάνει να φύγει, κλίνοντας το κεφάλι συνεσταλμένα προς αυτόν. Δεξιά, μια από τις Δαναΐδες φεύγει προς τον πατέρα της που στέκεται στην άκρη με το σκήπτρο. Αριστερά, η Αφροδίτη παρακολουθεί, ενώ ο Έρωτας πετάει πάνω από το ζευγάρι κρατώντας το στεφάνι του γάμου. Η θεατρική παράσταση του σατυρικού δράματος του Αισχύλου « Αμυμώνη» ίσως είναι ο λόγος της πληθώρας των παραστάσεων του Ποσειδώνα και της Αμυμώνης που φιλοτεχνήθηκαν εκείνη την εποχή. Ο Αισχύλος εκτός από την «Αμυμώνη» που δεν έχει διασωθεί έγραψε και την τριλογία « Ικέτιδες», «Αιγύπτιοι» και « Δαναΐδες».
( Ερυθρόμορφη πελίκη. Γύρω στα 450 π.Χ. Ρώμη. Villa Giulia).

 

Ο Δαναός και οι κόρες του συνάπτονται με τα νερά και ο συσχετισμός τους με την πηγή παραπέμπει πιθανότατα σε υδρευτικά έργα, στη μυστηριώδη και έντονα μυθολογικά φορτισμένη περιοχή της Λέρνης. Ο Στράβων επικαλείται και τον στίχο: Άργος άνυδρον εόν Δανααί θέσαν Άργος ένυδρον  [8].

 Η Λέρνα υπήρξε διασημότατη στον αρχαίο κόσμο, γι αυτό και ο Σενέκας την εντάσσει μαζί με τον Ίναχο στα σημαντικά νερά της Αργολίδας:

Τώρα η Λέρνα οπισθοχώρησε

το Φορωνικό ρέμα χάθηκε

ο ιερός Αλφειός άλλο δεν κατεβάζει τα νερά του

…………………………………………………………

Και το αρχοντικό Άργος, φοβάται την αρχαία ξηρασία του [9].

Τη ρίζα της ονομασίας της Αμυμώνης πρέπει να αναζητήσουμε στη λέξη αμύμων, που θα πει άμωμος και που θα υπονοεί την αγνότητα της Δαναΐδας. Με το ίδιο όνομα υπήρχε πόλη της Ηλείας και στην Αττική δήμος της Ιπποθωντίδας φυλής, ενώ ο Πλίνιος αναφέρει και κρήνη της Λακωνίας [10].

 

Δαναΐδες (1785). Martin Johann Schmidt (1718-1801). National Gallery of Slovenia.

 

 

Η Αμυμώνη εμπνέει

 

Ποσειδώνας και Αμυμώνη. Μινιατούρα του Blaise de Vigenere (1637), τοιχογραφία του θεάτρου Tahqua Land στο Μίσιγκαν.

Το παραμύθι της Αμυμώνης ενέπνευσε συγγραφείς, ποιητές και ζωγράφους. Ο Αισχύλος έγραψε ομώνυμο σατυρικό δράμα, απ’ όπου δυστυχώς σώθηκαν ελάχιστα αποσπάσματα, ερωτόλογα του θεού στη νύμφη:

Μοιρόγραφτο είναι να γενείς δικιά μου

κι εγώ σαν άντρας σου μ’ εσέ να σμίξω.

Από τον μύθο εμπνεύστηκε και ο Λουκιανός έναν διάλογο, ο οποίος καταλήγει με τα παρακάτω λόγια του θεού προς την κόρη:

Μη φοβάσαι, δεν θα πάθεις κανένα κακό. Μα και πηγή που θα έχει το όνομά σου θα κάνω να αναβρύσει εδώ χτυπώντας με το τρικράνι μου τον βράχο, κοντά στο ακρογιάλι κι εσύ ευτυχισμένη θα είσαι και μονάχα συ απ’ όλες τις αδερφές σου δεν θα κουβαλάς νερό όταν πεθάνεις[11].

Ο Καλλίμαχος [12] εξυμνεί τις πηγές του Άργους:

Δεν γινόταν, ω νερονύμφες του Ποσειδώνα,

οι κόρες που υφαίνανε

της Ήρας τον αγνό χιτώνα,

να σταθούνε δίπλα στη σαΐτα

πριν στον ιερό βράχο να καθίσουν

ολόγυρα που τρέχετε

το νερό σας να ρίξουν πάνω στα κεφάλια τους.

Σεβάσμια Αμυμώνη και αγαπημένη Φυσάδεια

και Ίππη και Αυτομάτη [13],

χαίρετε αρχαιότατες κατοικίες των νυμφών

και λαμπρές ρέετε Πελασγιάδες.

Συναντάμε επίσης πολλές αναπαραστάσεις του μύθου σε αγγεία, τοιχογραφίες, νομίσματα, κύπελλα, δακτυλιόλιθους και κάτοπτρα. Έτσι, σε ερυθρόμορφο αγγείο του 5ου π.Χ. αιώνα, που βρίσκεται στη Villa Giulia της Ρώμης, αναπαρίσταται ο Ποσειδώνας με την τρίαινά του να αγκαλιάζει τη ντροπαλή Αμυμώνη, υπό τα όμματα της Αφροδίτης, του Έρωτα, μιας άλλης Δαναΐδας και του Δαναού. Σε δακτυλιόλιθο της συλλογής Κέστνερ απεικονίζονται οι δυο εραστές όρθιοι, με την Αμυμώνη να κρατάει ένα δοχείο με νερό. Σε νομίσματα του Ρωμαϊκού Άργους απεικονίζεται ο Ποσειδών διώκων την Αμυμώνη. Ο Παυσανίας περιγράφοντας τη λάρνακα του Κύψελου στην Ολυμπία, αναφέρει παράσταση του Ηρακλή που τοξεύει την Ύδρα, το εν τω ποταμώ τη Αμυμώνι θηρίον [14].   Σύμφωνα με την περιγραφή του ποιητή Χριστόδωρου (5ος μ.Χ. αι.), στο γυμνάσιο του Ζεύξιππου στην Κωνσταντινούπολη υπήρχε άγαλμα της ροδοδάχτυλης Αμυμώνης [15].

 

Οι Δαναΐδες (1906). Τζον Γουίλιαμ Γουότερχαουζ (John William Waterhouse, 1849 – 1917).

 

Ο κόσμος του νερότοπου της Λέρνας δεν άφησε αδιάφορους τους δυτικούς. Ο Έρασμος, θέλοντας να περιγράψει τον ψυχικό βούρκο των τιποτένιων, μιλάει για τον Λερναίο βάλτο της ζωής τους[16]. Ο Αντώνιος Πολλαγιουόλο ζωγράφισε περί το 1470 σε ελαιογραφία την πάλη του Ηρακλή με την Ύδρα. Στο βάθος του πίνακα που βρίσκεται στο Φλωρεντινό μουσείο Ουφίτσι, εμφανίζεται το ποτάμι της Αμυμώνης να διασχίζει σαν φίδι τα έλη της Λέρνας.

  

Η πηγή, η λίμνη, το έλος και το ρυάκι

 

Η ταύτιση των πηγών και των ρυακιών, που συνωστίζονται στο μικρό κάμπο της Λέρνας, είναι δύσκολη, αφού οι αλλαγές που έχουν συντελεσθεί στο πέρασμα του χρόνου στην προσχωσιγενή πεδιάδα είναι πολλές και οι μαρτυρίες των αρχαίων συγγραφέων αόριστες. Η Αμυμώνη αναγνωρίζεται στη νότια πηγή του χωριού Μύλοι, δίπλα  στο δρόμο του Άργους, που τα νερά της τροφοδοτούνται από την καταβόθρα της Σκοτεινής και που σχηματίζει τη σχεδόν παραθαλάσσια  λιμνούλα,  που ο Στράβωνας [17] ονομάζει Λέρνη [18] και ο Παυσανίας Αλκυονία [19]. Από την εκχείλιση της  λίμνης  σχηματίζεται  το ρυάκι   της Αμυμώνης, το οποίο ο Παυσανίας [20] λέει ποταμό, που μετά από βραχύ ρου 300 μέτρων, αφού περάσει κάτω από τις σιδηροδρομικές γραμμές, εκβάλλει στον Αργολικό, βόρεια του προϊστορικού οικισμού της Λέρνας. Παλιότερα κινούσε μύλους που εξ αιτίας τους ονομάστηκε το χωριό. Ο Ρος τον περασμένο αιώνα μέτρησε πέντε από αυτούς, ενώ σήμερα δεν απόμεινε κανείς. Πάντως, ο  Γάλλος φιλέλληνας Maxime Raybaud είδε τον Νοέμβρη του 1821 τους μύλους να στέκουν όρθιοι, παρ’ όλο που ο Κεχαγιάμπεης είχε πυρπολήσει τα σπίτια του χωριού. Ο Μελέτιος καταγράφει για το ποταμάκι την κοινή ονομασία Μαστός, ονομασία που στην ουδέτερη εκδοχή Μαστό, βλέπουμε και στη Χάρτα του Ρήγα.

Η πηγή της Αμυμώνης, η λίμνη και ο ποταμός της απασχόλησαν πολλές γραφίδες. Ο Ευριπίδης γράφει για τα νερά της Λέρνας όπου ζει ο βασιλιάς Ιππομέδων: Λερναία δ’ οικεί νάμαθ’, Ιππομέδων άναξ  [21], ενώ αλλού την ονομάζει έλος [22]. Ο Στράβων αναφέρει την Αμυμώνη ως κρήνη και αλλού  τον ποταμό της λίμνης Λέρνης ονομάζει κι αυτόν Λέρνη [23]. Ποταμό Λέρνη εμφανίζουν και οι Βιργίλιος και Βαλέριος Φλάκκος [24], ενώ ο σχολιαστής του Βιργίλιου Σέρβιος [25] ισχυρίζεται εσφαλμένα πως δεν υπάρχει ποταμός με το όνομα αυτό. Ο Αισχύλος μιλάει για τον Λέρνης βαθύ λειμώνα και  ..της Λέρνας την κρήνη [26]. Ο Υγίνος αναφέρει Αμυμώνια πηγή, Λερναία πηγή και Αμυμώνιο ρείθρο [27], ενώ ο Λουτάτιος Λερναία πηγή και Αμυμώνιο ποταμό [28]. Ο Νόννος μνημονεύει πηγήν οφιώδεα Λέρνην [29]. Σαν έλος  αναφέρεται η Λέρνη από τούς: Στάτιο [30], Απολλόδωρο [31], Ιωάννη Πεδιάσιμο [32], Seqvester. O τελευταίος στον κατάλογο των ελών γράφει επί λέξει: Λέρνα της Αρκαδίας, όπου η ύδρα με τα εκατό κεφάλια, την οποία εξολόθρευσε ο Ηρακλής. Ο Απολλώνιος ο Ρόδιος αναφέρεται στο Λέρνης ύδωρ [33]. O Oβίδιος [34], μιλώντας για την κυνηγημένη Ιώ, δίνει μια γαλήνια εικόνα του τοπίου: Έφτασε στης Λέρνας το ρυάκι, που κυλούσε ειρηνικά ανάμεσα στις αμμουδερές του όχθες, όταν το νερό ανέκοψε την παραπέρα φυγή της και εδώ ικέτεψε τις αδελφές της του ρέματος ν’ αλλάξουν τη μορφή της.

Αλλά την πιο ειρηνική εικόνα καθημερινής ζωής, γύρω από τη διαβόητη λίμνη, σκιαγραφεί ο Βιργίλιος, μιλώντας για …τον Αρκάδα, που περίγυρα στα νερά της ψαροθρόφας Λέρνης την τέχνη του και το φτωχικό σπίτι είχε [35].

 

Δαναΐδες

 

Ζοφερή εικόνα δίνει ανώνυμος μυθογράφος [36], αποκαλώντας τη λίμνη «άβυσσο». Με τον τελευταίο συμφωνεί και ο Παυσανίας [37], που μεταφέρει ισχυρισμούς ότι η Αλκυονία  ήταν είσοδος του Άδη [38] απ’ όπου πέρασε ο Διόνυσος,  για να επαναφέρει τη  μητέρα του Σεμέλη. Ο ίδιος προσθέτει: Το βάθος της Αλκυονίδας δεν έχει τέλος και δεν ξέρω κανένα που να μπόρεσε  να βρει τον πυθμένα της με κανένα τρόπο, αφού και ο Νέρων που έδεσε σκοινιά πολλών σταδίων, το ένα με το άλλο, και πρόσδεσε σ’ αυτά και μολύβι και χρησιμοποίησε οτιδήποτε άλλο θα του ήταν χρήσιμο, ούτε κι αυτός βρήκε κανένα όριο του βάθους. Άκουσα και το εξής, αν και το νερό της λίμνης δείχνει από την όψη του ήρεμο και γαλήνιο, αρπάζει οποιονδήποτε τολμήσει να το διασχίσει κολυμπώντας και τον τραβάει στο βάθος. Σε όποιον τα περί αβυσσαλέου βάθους της λίμνης φαίνονται φλυαρίες του περιηγητή, ο Ρος καταθέτει τη μαρτυρία του: Πριν λίγα χρόνια επιχειρήθηκε με βυθομετρητή ελληνικού καραβιού να βρεθεί ο βυθός της Αλκυονίδος. Μάταια, το βάθος της είναι απύθμενο έως σήμερα. Αλλά και Άγγλοι αξιωματικοί που αποπειράθηκαν το 1872 με αλυσίδες μήκους 300 μέτρων να υπολογίσουν το βάθος, κατέληξαν σε μετρήσεις 80-150 μέτρων στην περιφέρεια της λίμνης, ενώ γύρω από το κέντρο, το μήκος τους δεν στάθηκε αρκετό. Και ο Μηλιαράκης [39] καταγράφει την Αλκυονίδα ως λίμνη αμέτρητου βάθους, σύμφωνα με τα λεγόμενα των κατοίκων. Ίσως η φήμη αυτού του βάθους να έδωσε στη Λέρνα την ονομασία «Φονιά», που καταγράφει ο Σοφιανός, αν δεν πρόκειται για λάθος, αφού το όνομα αυτό είχε η λίμνη Φενεού, που σχημάτιζε ο ποταμός Όλβιος.

 

 Οι τελετές

 

Το περιμένει κανείς, ένας τέτοιος χώρος να έχει συνδεθεί με μυστηριακές τελετές. Σύμφωνα με μια παράδοση, οι Δαναΐδες αποκεφάλισαν τη νύχτα του γάμου τους συζύγους τους, γιους του  Αιγύπτου, αδελφού του πατέρα τους και έθαψαν τα σώματά τους κάτω από τα νερά της Λέρνας [40]. Ο άντρας της Αμυμώνης παραδίδεται από τους μυθογράφους κυρίως με τα ονόματα Πολυδέκτωρ ή Εγκέλαδος. Οι Δαναΐδες τιμωρήθηκαν για την ανόσια πράξη τους, κουβαλώντας στον Άδη, ατελείωτα και μάταια, νερό στον απύθμενο πίθο τους. Ο μύθος του αποκεφαλισμού θα είναι ο απόηχος πανάρχαιων ανθρωποθυσιών στις όχθες της λίμνης και θαψίματος των κομμένων κεφαλιών των θυμάτων στον βυθό, με σκοπό την αύξηση του νερού. Και σε άλλους λαούς είναι γνωστές αντίστοιχες τελετές με ταφή θυμάτων σε πυθμένες λιμνών, είτε για εξευμενισμό των στοιχειών της λίμνης, είτε για αύξηση των νερών. Τον καιρό του Παυσανία γίνονταν στη λίμνη γιορτές του Διονύσου [41] με φαλλικό χαρακτήρα, και ο θεοφοβούμενος περιηγητής προτιμά να κρατήσει το στόμα του κλειστό, γιατί όπως λέει, κρίνει ασέβεια την περιγραφή τους για τους πολλούς. Ο ίδιος αναφέρει επίσης και μυστική τελετή για την Δήμητρα, τα «Λερναία» [42], τα οποία μνημονεύει και ο Πλούταρχος, τελετή που θα πρέπει να συσχετίσουμε με το γεγονός ότι η Αλκυονία θεωρείτο μια από τις εισόδους απ’ όπου η Περσε-φόνη κατέβηκε στον Άδη. Οι τελετουργίες αυτές γινόντουσαν στο περίφημο άλσος από πλατάνια που αναφέρει ο Παυσανίας, ανύπαρκτο σήμερα,  και το οποίο είχε περίπου τη θέση του χωριού των  Μύλων, οριοθετούμενο προς Βορράν από το ποταμάκι Ποντίνο, προς Δυσμάς από το βουνό Ποντίνος, προς Νότον από την Αμυμώνη και την Αλκυονία και ανατολικά από τη θάλασσα. Μέσα στο δασύλλιο υπήρχαν αγάλματα της Δήμητρας, του Διονύσου και της Αφροδίτης. Ο Στράβων λέει ότι από τους καθαρμούς που έγιναν στην λίμνη βγήκε η παροιμία Λέρνη κακών, δηλαδή «της Λέρνας τα κακά».

Η παρουσία της Δήμητρας, θεάς που αναζητούσε την κόρη της στον κάτω κόσμο και εθεωρείτο χθονία, πρέπει να συσχετισθεί με την άβυσσο της λίμνης, μια από τις εισόδους στο βασίλειο του Πλούτωνα. Είδαμε πως ο Διόνυσος πήγε να φέρει από το κάτω κόσμο την μητέρα του Σεμέλη, μέσω της Αλκυονίδας. Σχετικά με την εδώ κάθοδο στον Άδη του Διονύσου, ο Πλούταρχος αναφέρει και άνοδο του Θεού, ένα είδος θεϊκής επιφάνειας μέσα από το νερό: Αργείοις δε βουγενής Διόνυσος επίκλην εστίν. Ανακαλούνται αυτόν υπό σαλπίγγων εξ ύδατος, εμβάλλοντες εις την άβυσσον άρνα τω Πυλαόχω [43]. Πετούσαν δηλαδή οι Αργείοι ένα αρνί μέσα στη ρουφήχτρα της λίμνης, προσφορά στον Πυλάοχο Άδη, πιστεύοντας ότι έτσι ανακαλούσαν το Διόνυσο από την «εις Άδου κάθοδον», για να φέρει την ανοιξιάτικη άνθηση.  Δεν πρέπει δε να είναι καθόλου τυχαία η ύπαρξη και της μη εντοπισμένης πηγής «του Αμφιαράου», που αναφέρει ο Παυσανίας κοντά στη λίμνη. Ο ίδιος γράφει αλλού[44] για την πηγή του Αμφιαράειου της Ωρωπίας, μέσω της οποίας ο ήρως αναδύθηκε θεοποιημένος μετά την εξαφάνισή του κάτω από ένα άνοιγμα της Γης.

 

Το τέρας και οι συμβολισμοί

 

Από μια τόσο μυστηριώδη λίμνη δεν μπορούσε να λείψει το τέρας της. Η διαβόητη Λερναία Ύδρα ζούσε εκεί ..απαίσια σφυρίζοντας [45]. Ανέκαθεν η λαϊκή φαντασία επινοούσε Δράκους, που φυλάνε τις πηγές, τρομοκρατούν τους κατοίκους και μoλύνουν το περιβάλλον με τη δηλητηριώδη ανάσα τους, μέχρι που κάποιο παλικάρι σκοτώνει το θηρίο [46]. Η Αμυμώνη διαθέτει με το παραπάνω όλα αυτά τα στοιχεία του θρύλου. Ο Απολλόδωρος[47] τοποθετεί την φωλιά του τέρατος στην πηγή της: ..εν τινί λόφω (τόπω;) παρά τας πηγάς της Αμυμώνης, όπου ο φωλεός αυτής υπήρχεν. Ο Παυσανίας [48] συμφωνεί, προσθέτει και ένα πλατάνι δίπλα της και πιστεύει ως προς το μέγεθος ότι θα ήταν μεγαλύτερο από τα άλλα νερόφιδα, και ότι το δηλητήριό του ήταν θανατηφόρο. Είναι όμως πολύ συγκρατημένος στον αριθμό των κεφαλών της. Μόνο μία. Μέμφεται μάλιστα τον ποιητή Πείσανδρο από την Κάμειρο ότι, για να κάνει το ποίημά του [49] πιο σπουδαίο, παρουσίασε την Ύδρα με πολλά κεφάλια. Τα τελευταία απασχόλησαν πολλούς. Άλλοι τα θέλουν πέντε, άλλοι έξι [50] ή εννέα [51] ή πενήντα [52]  ή εκατό [53] ο Ευριπίδης μύρια [54], στα περισσότερα νομίσματα όπου απεικονίζεται έχει επτά, αλλά η επικρατέστερη παράδοση παραδίδει εννέα, από τα οποία το πέμπτο ήταν απέθαντο, πράγμα που κατά τον Απολλόδωρο ανάγκασε τον Ηρακλή να το θάψει κάπου στο σημερινό βουνό Ζάβιτσα, νότια της Λέρνας.

 

Ο Ηρακλής και η Λερναία Ύδρα. Ένα από τα 60 χαρακτικά της συλλογής του Βασιλικού Συμβούλου Mr Favereau, τα οποία δημοσίευσε ο Αbbe de Marolles, μετά τον θάνατό του στο βιβλίο του « Ο Ναός του Μουσών».

 

Τι δηλώνει ο μύθος; Το τέρας συμβολίζει την πηγή των υπόγειων ποταμών της περιοχής. Όσον αφορά στη θανατηφόρα αναπνοή, θα πρόκειται ασφαλώς για τις δηλητηριώδεις αναθυμιάσεις του έλους της Λέρνας. Τα πολλά κεφάλια υποδηλώνουν τις πολυάριθμες πηγές, η δε διαφοροποίηση στον αριθμό, θα οφείλεται στην ευεξήγητη υπερβολή των ποιητών αλλά και στην ποικιλία των εκτιμήσεων, αφ’ ενός λόγω του ελώδους εδάφους, αφ’ ετέρου λόγω του ευμετάβλητου της ροής των πηγών, όπως πιστοποιείται και από σύγχρονες επιστημονικές παρατηρήσεις που θα δούμε παρακάτω. Η εκβλάστηση νέων κεφαλών στη θέση των καρατομημένων, θα συμβολίζει την ανάβλυση καινούργιων πηγών στην προσπάθεια απόφραξης άλλων. Τέλος η εξόντωση της Ύδρας από τον Ηρακλή με τη βοήθεια της φωτιάς, παραπέμπει στην επιτυχή αποξήρανση του έλους, που πρέπει να συντελέστηκε περί το 1300: …κι εκεί πέρα το μαύρο έλος του νερού της Λέρνας, σημαδεμένο απ’ την Ηράκλεια φωτιά[55]. Ο Ευημεριστής [56] Σέρβιος υπογράφει σχεδόν αυτούσιες τις παραπάνω σκέψεις [57].

Βέβαια, υπάρχουν και άλλες ερμηνείες. Άλλοι Ευημεριστές θεωρούν ότι η Ύδρα ήταν φρούριο, όπου ο ήρωας Λέρνος υπεράσπισε τη Λέρνη ανεπιτυχώς από τον Ηρακλή, που εξαπέστειλε εναντίον τους ο βασιλιάς Ευρυσθέας, επειδή δεν αναγνώριζαν την επικυριαρχία του. Ανάλογα ιστορεί και ο Παλαίφατος, που θεωρεί ότι τα κεφάλια της Ύδρας συμβολίζουν τους 50 σωματοφύλακες του βασιλιά της ομώνυμης πολίχνης, που αντικαθίσταντο αμέσως μετά από κάθε απώλεια.

 

Αυτός ο μελανόμορφος γαμικός λέβης (550-540 π.Χ.) είναι από τα καλλίτερα μελανόμορφα αγγεία που κατασκευάστηκαν στην Ερέτρια. Η κεντρική διακόσμησή του έχει για θέμα τον άθλο του Ηρακλή με την Λερναία Ύδρα που ζούσε στην περιοχή Λέρνη, ένα βαλτότοπο νότια του Άργους, απ΄ όπου πήρε και το όνομά της. Το άντρο της βρισκόταν στους πρόποδες του όρους Ποντίνου, κοντά στην πηγή της Αμυμώνης.
Οι μεγάλες επιφάνειες του αγγείου επιτρέπουν το άπλωμα των πρωταγωνιστών, που μοιράζονται τον χώρο δεξιά κι αριστερά του τέρατος που βρίσκεται στο κέντρο. Ο Ηρακλής με γυμνό ξίφος, πιάνοντας ένα από τα κεφάλια της Ύδρας, προσπαθεί να την εξοντώσει. Από την άλλη μεριά ο αχώριστος φίλος του Ιόλαος, επιχειρεί να τον συνδράμει, κρατώντας στο χέρι του ένα από τα κεφάλια του τέρατος και προσπαθεί να το αποκόψει. Πίσω από τον Ηρακλή εικονίζεται μια γυναικεία μορφή. Πρέπει να είναι η προστάτιδα του θεά Αθηνά και πίσω της ο θεός Ερμής, ενώ πίσω από τον Ιόλαο υπάρχουν τρεις γυναίκες που παρακολουθούν. Στον ψηλό λαιμό του αγγείου φαίνονται δυο οπλίτες αριστερά και ένας δεξιά που κρατούν δόρυ, πλαισιώνοντας ένα τέθριππο, που ο ηνίοχός του φορά κωνικό σκούφο και κρατά καμτσίκι. Μάλλον δεν πρόκειται για το άρμα του Ηρακλή με το οποίο ο ήρωας θα έφευγε μετά την ολοκλήρωση του έργου του. Πιθανόν λόγοι διακοσμητικοί οδήγησαν τον καλλιτέχνη στην δημιουργία του άρματος. Το υπόλοιπο αγγείο διακοσμούν άγρια θηρία, πουλιά και τέρατα. (Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο).

 

Ο Μηλιαράκης και ντόπιοι συγγραφείς αναφέρονται σε ένα φαινόμενο που μαρτυρούν διηγήσεις χωρικών, το λεγόμενο Τριμέρι. Ανά 15ετία περίπου (1905, 1920, 1936) τα υπόγεια νερά υπερχειλίζουν και κατακλύζουν το πεδίο. Αυτό ασφαλώς συνηγορεί υπέρ της πρώτης ερμηνείας. Αλλά και τελευταίες επιστημονικές έρευνες καταλήγουν σε πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα: «Ο Ελβετός γεωλόγος-αρχαιολόγος Έμπερχαρντ Ζάνγκερ, με τη βοήθεια παλαιών δορυφορικών λήψεων, κατόρθωσε να λύσει το μυστήριο της περιοχής που υποτίθεται ότι ζούσε η Λερναία Ύδρα… Οι δορυφορικές απεικονίσεις έδειξαν ότι μια περιοχή στην Πελοπόννησο τροφοδοτείται από υπόγειες πηγές,  που διαδοχικά στέρευαν και επανεμφανίζονταν, όπως οι κεφαλές του μυθικού τέρατος, μεταβάλλοντας περιοδικά την τοποθεσία σε έλος. Σημαντική βοήθεια προσέφεραν στοιχεία από ραντάρ μακρών κυμάτων, τα οποία διείσδυσαν σε βάθος εδάφους 5 m. Oι δορυφορικές φωτογραφίες καθιστούν ευδιάκριτους υπόγειους δρόμους, κοίτες ποταμών και αρχιτεκτονικές κατασκευές» [58]. Αυτή η ανακάλυψη δικαιώνει το Σέρβιο.

 

Το τοπίο και το νερό

 

Στην άνυδρη Αργολίδα, η παρουσία τόσου νερού δεν πέρασε απαρατήρητη. Είδαμε πως ο Μελέτιος εύρισκε πιο λογικό να είναι το ποταμάκι της Λέρνας ο Ίναχος. Ο Παυσανίας και ο Απολλόδωρος θεωρούσαν πως μόνον εδώ υπήρχε νερό στην Αργία. Ο τελευταίος έγραψε χαρακτηριστικά πως: Θέρους δε αυά σφίσιν εστί τα ρεύματα πλην των εν Λέρνη [59]. Τα πολλά νερά έκαναν την περιοχή κατοικήσιμη από πολύ παλιά. Νότια του σημερινού χωριού των Μύλων, όπου και ο αρχαίος οικισμός της Λέρνας, ανασκάφτηκε νεολιθική εγκατάσταση, που ήκμασε στην αρχή του 3000 π.Χ. Παρά τον φοβερό μύθο της ύδρας, φαίνεται πως το νερό εδώ ήταν πόσιμο. Στο ερώτημα που τέθηκε μεταξύ των Δειπνοσοφιστών του Αθήναιου ποιο είναι το γλυκύτερο νερό, μερικοί  εγκωμίασαν αυτό της Λέρνας [60].

 

Ηρακλής και Ποσειδώνας. Maarten van Heemskerck (1498-1574). Λάδι σε ξύλο. Άμστερνταμ, Rijksmuseum.

 

Ο Πουκεβίλ περιγράφει τη λίμνη Λέρνη γεμάτη γλάρους, κορμοράνους και θαλασσινά πετροχελίδονα. Στις ακαθόριστες λόγω βλάστησης όχθες της είδε άγριες γλαδιόλες, σπάρτα, σκίνα και χορτάρια. Το ποταμάκι της λίμνης κινούσε μύλους και έδειχνε γεμάτο ψάρια. Ήπιε από το νερό της και παρά τα παράπονα των ντόπιων, του φάνηκε καθαρό, άποψη που την υποστηρίζει αναφέροντας ότι από εκεί ανεφοδιάζονται και τα πλοία με νερό …χωρίς να νοιάζονται ούτε για την Λερναία Ύδρα….ούτε για τις νοσηρές ιδιότητες που αποδίδονται στην λίμνη. O ίδιος όμως αντιφάσκει και ισχυρίζεται ότι η παράκτια ζώνη μεταξύ Ερασίνου και Απόβαθμου [61], μαστίζεται από μεφιτικές αναθυμιάσεις. Δεν πρέπει να μας παραξενεύει η αντίφαση αυτή. Ο Γάλλος συγγραφέας, φυλακισμένος στην Τριπολιτσά, έχοντας κάποια ευχέρεια κινήσεων συνέλεξε ελάχιστο υλικό για τον Μοριά, που το δημοσίευσε, διανθισμένο με κλεμμένες πληροφορίες από άλλους περιηγητές, στο αναξιόπιστο 5τομο Voyage en Moree,… (1805).

Πολύ νωρίτερα ο Πίρι Ρέις, μιλώντας για το Ναύπλιο, λέει πως μπορούν να αράξουν 600 καράβια, για τα οποία υπάρχει νερό: Είναι ένα ποταμάκι. Αν δεν εννοεί τον Ερασίνο, θα πρόκειται για την Αμυμώνη. Ο Κινέ δίνει την πιο γραφική περιγραφή: τρία ρυάκια μέσα σε αυλάκια κυλάνε με τρομερή ταχύτητα ανάμεσα στα ψηλά χορτάρια και χάνονται ανατολικά μέσα σ’ ένα έλος. Η Λερναία Ύδρα δεν έχει πια παρά αυτά τα τρία κεφάλια που κάνουν κάτι μύλους και γυρίζουν. Εκεί μέσα βουτούσαν μερικές καμήλες γονατισμένες κάτω από τα φορτία τους. Ο θόρυβος που κάνει αυτό το νερό, καθώς αναβρύζει από τα ριζά του βουνού, σκεπάζει τις φωνές των καμηλιέρηδωνΟ Belle μιλάει κι αυτός για τρεις πηγές, για γλάρους και αλκυόνες που πετούν πάνω από τη μέχρι διακόσια μέτρα πλάτος λίμνη και δίνει μια θλιβερή περιγραφή των περιοίκων που έχουν πληγεί από την ελονοσία. Ο Puckler μιλάει για τη λίμνη Λέρνα που ακόμα τώρα είναι μόνο ένας βούρκος. O Κόντογλου, μιλώντας για το κάστρο των Μύλων – εννοώντας αυτό που βρίσκεται πάνω στον Ποντίνο λόφο – λέει: Αποκάτω είναι ένα στενό πέρασμα ανάμεσα στο βουνό και στη θάλασσα, οι Μύλοι, που τρέχουνε τα πράσινα νερά (η Λέρνη).

Ο Φωτάκος περιγράφει τον ευρύτερο χώρο: Η θέσις αύτη των Μύλων είναι οχυρά εκ φύσεως, διότι μεσημβρινώς κείται η λίμνη, η Λέρνη λεγομένη, αρκτικώς είναι το μέρος βαλτώδες, προς ανατολάς η θάλασσα και προς δυσμάς υψούται το βουνόν, Πλεύρα καλούμενον. Η τοποθεσία υπήρξε στρατηγική κατά την επανάσταση του ’21 λόγω του πόσιμου νερού, της στενότητας της περιοχής, της γειτονίας με τις πόλεις του Άργους και του Ναυπλίου και διότι αποτελούσε δίοδο προς την Τριπολιτσά, της οποίας οι Μύλοι αποτελούσαν το επίνειο για τη μεταφορά εμπορευμάτων. Έτσι εδώ συγκεντρώθηκαν  αρκετές φορές στρατεύματα και καράβια, για να εφοδιασθούν με νερό.

Ο χώρος είχε διαμορφωθεί από τους Ενετούς και τους Τούρκους, με μάντρες, νερόμυλους, αποθήκες και με δεσπόζουσα την «κούλια», τον πύργο δηλαδή του αγά της Λέρνης. Το Ιούνιο του 1825 ο Μακρυγιάννης οχυρωμένος εδώ νίκησε τους άντρες του Ιμπραήμ, ο οποίος είχε εκστρατεύσει στην Αργολίδα. Όπως γράφει ο πρώτος στα απομνημονεύματά του, ταμπουρωμένος στον πύργο έκοψα και νερό από το μυλαύλακον και το πέρασα εις την κούλια κάτου από τη γη, νάχωμεν νερό… Κάποια στιγμή οι Έλληνες καταδιώκοντας τους Αιγύπτιους, βούτηξαν στα νερά μέχρι το λαιμό [62]. Σε λαϊκό πίνακα που αναπαριστά τη μάχη των Μύλων, φαίνονται οι εγκαταστάσεις της περιοχής και ο σύντομος ρους μέσα στους βαλτότοπους της Αμυμώνης και του Ποντίνου [63]. Διακρίνεται καθαρά και ένας νερόμυλος, που κινιόταν με τα νερά του τελευταίου.

 

Για τον Ηρακλή, που η καταγωγή του ήταν από το Άργος, οι Έλληνες έπλασαν αναρίθμητους μύθους και εξύμνησαν τα κατορθώματά του. Είναι γνωστοί οι άθλοι του. Πάλεψε με άγρια θηρία, με φοβερούς και τρομερούς αντιπάλους, ακόμη και στον Άδη κατέβηκε και τιθάσευσε τον κέρβερο. Στην εικόνα, ο Ηρακλής που ξεκουράζεται από το πολύμοχθο έργο του κάτω από τον ίσκιο μιας ελιάς, δέχεται την Αθηνά που του προσφέρει κρασί για να τον δροσίσει. Εσωτερικό ερυθρόμορφης κύλικας. Γύρω στο 470 π.Χ. Μόναχο, Staatliche Antikensammlungen.

 

Η σημερινή διαμόρφωση ελάχιστα θυμίζει το μυθικό παρελθόν. Βέβαια, και ο Παυσανίας βρήκε τη λίμνη μικρή, με διάμετρο μόλις το ένα τρίτο του σταδίου, με χλόη και σχίνα στις όχθες, εικόνα που μοιάζει με τη σημερινή, όμως η επέλαση των κατοίκων της περιοχής έχει σαρώσει τα πάντα.

Τα λιγοστά ερείπια του προϊστορικού οικισμού, το μισοεξαφανισμένο ρυάκι του Ποντίνου, η ελώδης λιμνούλα, το ρέμα της Αμυμώνης, που ακόμα τρέχει, νωχελικά στην αρχή και ταχύτερα όσο πλησιάζει στη θάλασσα, και τα δυσδιάκριτα από την πεδιάδα απομεινάρια του κάστρου Τσιβέρι στον Ποντίνο λόφο, δεν είναι αρκετά για να ανασυνθέσουν  το πανάρχαιο επιβλητικό τοπίο με το κατάρρυτο ιερό άλσος. Και ενώ οι αφέγγαρες νύχτες εδώ θυμίζουν ακόμα τους στίχους του Στάτιου: ...γύρω σε σκοτεινό μπλε ατσάλι τρέχει το ναρκωμένο ρυάκι της Λέρνας [64], τα βοσκήσιμα λιβάδια της Λέρνας, για τα οποία μιλάει ο Οβίδιος [65], ή τα βαθιά λειβάδια των ψηλών δασών, όπου η δροσερή Λέρνα, διάφανη με τα κρυσταλλικά τενάγη της του Σενέκα[66], έχουν χαθεί  …και η Αμυμώνη, πλανιέται θλιμμένη δίπλα στο ρυάκι που βρήκε [67]. Οι βιαστικοί ταξιδιώτες προσπερνούν ανυποψίαστοι, …κι ο Άδραστος στέλνει  ανιχνευτές να βρουν αν υπάρχουνε ακόμα οι λίμνες της Λίκυμνας[68] ή τίποτ’ απ’ τα νερά της Αμυμώνης, μα όλα απλώνονται στραγγισμένα από αθέατη φωτιά [69].

 

Υποσημειώσεις


 

[1]  Γιος του Σθενέλα, ένατος βασιλιάς της πόλης.

[2] Ο μύθος έχει πολλές παραλλαγές. Πάντως ο ήρωας μαζί με τις Δαναΐδες είναι συνδεδεμένος με επινοήσεις  του προϊστορικού πολιτισμού, ιδιαίτερα με συλλογή νερού, αρδεύσεις και κρήνες.

[3]  Υγίνος, Μυθ. 169.

[4]  Απολλόδωρος 2, 1, 4.

[5] «Αργοναυτικά», 203. Έργο αποδιδόμενο στον Ορφέα.

[6] Βλ. π. Ίναχος

[7] «Φοίνισσαι», 187.

[8] Στο 8, 371. Ο στίχος αυτός είναι άγνωστης προέλευσης, αν και ο Meineke θεωρεί ότι είναι διορθωμένο το 128 απόσπασμα Μerkelbache του Ησίοδου.

[9] «Θυέστης», 115.

[10] Θησαυρός  Ορτέλιου.

[11]  Ενάλιοι διάλογοι. «Τρίτων και Ποσειδών», 305.

[12]  Αίτια 66.

[13]  Πηγές στην Αργολίδα που ονομάστηκαν από τις κόρες του Δαναού.

[14] 5,17,11.

[15] «Ελληνική Ανθολογία», II, 62. Ο Χριστόδωρος ήταν επικός ποιητής από την Κοπτό της Αιγύπτου.

[16] «Μωρίας εγκώμιον»,  40.

[17] 8, 371.

[18] Ο  Παυσανίας (2, 4, 5) αναφέρει πηγή Λέρνα και στην Κόρινθο.

[19] Ίσως από τον Αλκυονέα, έναν από τους Γίγαντες που γέννησε η Γη. Ίσως όμως η ονομασία της λίμνης να σχετίζεται με την Αλκυόνη, θυγατέρα του Αιόλου που μεταμορφώθηκε στο ομώνυμο θαλάσσιο πτηνό, ή μιαν άλλη Αλκυόνη, αδελφή του βασιλιά των Μυκηνών Ευρυσθέα. Τέλος, υπάρχει μια Πλειάδα Αλκυόνη, που ήλθε σε συνεύρεση με τον Ποσειδώνα. Επίσης, η βορειοανατολική απόληξη του Κορινθιακού κόλπου λεγόταν επίσης Αλκυονίς θάλασσα, από τα θαλασσοπούλια που ζούσαν εκεί.

[20]  2, 37, 1.

[21]  Φοίνισσαι 126. Σ’ αυτόν αποδιδόταν το χτίσιμο της Ακρόπολης του όρους Ποντίνος.

[22] «Ηρακλής μαινόμενος», 153.

[23]  8,368.

[24] «Αργοναυτικά», II, V, 496.

[25]  Σχόλια στην Βιργιλίου «Αινειάδα», XII, V, 518.

[26]  «Προμηθέας Δεσμώτης» 663 & 686-687.

[27]   30 &169.

[28]  Σχ. στην «Στάτιου Θηβαΐδα», II, V, 433.

[29] «Διονυσιακά», XXV, 196.

[30]  Θηβαΐς 1, 360 & 2, 376

[31]  Σελ.51, 23 έκδ. Westerman Μυθογράφοι

[32]  Σελ.350,20 και 350,23 Μυθογράφοι

[33]  «Αργοναυτικά» 3, 241.

[34]   Μετ.1, 702.

[35]  «Αινειάδα», XII, 518.

[36]  Μυθογράφοι σελ.348. 18

[37]  2, 37, 5-6.

[38]  Άλλες είσοδοι στην Πελοπόννησο ήταν στους ποταμούς Όλβιο και Νέδα.

[39] Αντώνιος (1841-1905). Ιστορικός που ασχολήθηκε με την Ελληνική Γεωγραφία. Βλ. βιβλιογραφία.

[40]  Παυσανίας, 2, 24, 2.

[41]  2, 37, 6.

[42]  2, 36, 7.

[43] «Περί Ίσιδος και Οσίριδος» σ. 364 F. Mε την υπόθεση αυτή έχει ασχοληθεί ο Nilson. Tον συσχετισμό με την πηγή του Αμφιαράειου πραγματοποιεί ο Κ. Ρωμαίος στο άρθρο του «Θρησκειολογικά προβλήματα σχετικά με την Λέρνα» στα  Πελοποννησιακά των 1978-‘79. Μπορεί κανείς να προσέξει τις αντιστοιχίες με την Ανάσταση του Χριστού, σύμφωνα με την Ελληνορθόδοξη παράδοση.

[44]  1, 34, 4.

[45]  Βιργίλιος «Αινειάδα», VI, 287.

[46]  Ο Κάδμος σκότωσε τον δράκο μιας πηγής στη θέση των Θηβών.

[47]  II, V, 2.

[48]  2, 37, 4

[49]  Σχετικό με τους άθλους του Ηρακλή, γράφτηκε τον 7ο π.Χ. αιώνα.

[50]  Σε πόρπες της γεωμετρικής εποχής.

[51]  Απολλόδωρος 2,77 κ.ε.

[52]  Παλαίφατος,

[53]  Οβίδιος, Διόδωρος Σικελιώτης (IV, 11, 5). Ευρυπίδης (Ηρακλής μαινόμενος 1190).

[54]  «Ηρακλής Μαινόμενος» 419 και 1274. Μυριόκρανον, Αμφίκρανον και παλιμβλαστή.

[55]  Στάτιου «Θηβαΐς», I, 385.

[56] Οπαδοί του Μεσσήνιου φιλόσοφου Ευήμερου του 4ου-3ου π.Χ.αιώνα, που έγραψε την περίφημη «Ιερά Αναγραφή», από την οποία ελάχιστα σώζονται και στην οποία κατέγραφε την θεωρία του ότι οι Θεοί ήταν κάποτε ισχυροί άνθρωποι. Θεωρήθηκαν εκπρόσωποι του αθεϊσμού.

[57] Σχόλιο στη Βιργίλιου «Αινειάδα», VI, 287.

[58] Αναδημοσίευση της «Ελευθεροτυπίας» της 17ης-7-’96 από το γερμανικό «Spiegel» .

[59] 2, 1, 4.

[60]  Αθήναιου «Δειπνοσοφισταί», 4, 156, e.

[61]  Ορμίσκος του Αργολικού, νοτίως της Λέρνης, σημείο αποβίβασης του Δαναού και των πενήντα θυγατέρων του, στον ερχομό τους από την Αίγυπτο.

[62] Βλ. Σ. Παναγιωτόπουλου «Η μάχη…».

[63] Δ. Ζωγράφου – Ι. Μακρυγιάννη, υδατογραφία – Γεννάδειος Βιβλιοθήκη. Συνοδεύεται από εκτενές επεξηγηματικό υπόμνημα.

[64] «Θηβαΐς», IV, 172.

[65] «Μεταμορφώσεις» I, 597.

[66] «Ιππόλυτος», 507.

[67]  Στάτιου «Θηβαΐς», VI, 288.

[68]  Η Ακρόπολη της Τίρυνθας.

[69]  Στάτιου «Θηβαΐς» IV, 735. Ο Άδραστος, βασιλιάς του Άργους, ήταν ένας από τους Επτά επί Θήβας.

 

Βιβλιογραφία σε μορφή pdf: Οι Αρχαίοι Ποταμοί της Αργολίδας – Βιβλιογραφία

Κωνσταντίνος Π. Δάρμος

Κωνσταντίνος Π. Δάρμος, «Οι Αρχαίοι Ποταμοί της Αργολίδας». Έκδοση: Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Άργος, Δεκέμβριος, 2013.

Σχετικά θέματα:

 

 

 

 

Read Full Post »

Ο μύθος της αρπαγής της Περσεφόνης


 

Ένας  από τους βασικότερους μύθους της αρχαιοελληνικής μυθολογίας, αλλά και ένας από τους πλέον αρχέγονους μύθους της ανθρωπότητας αναφέρεται στην αρπαγή της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα, το θεό του Κάτω Κόσμου. Ο μύθος της αρπαγής πρωτοεμφανίζεται στη Θεογονία του Ησιόδου, ενώ το θέμα πραγματεύεται και ο Ομηρικός Ύμνος στη Δήμητρα. Η Περσεφόνη ήταν κόρη της θεάς Δήμητρας. Πατέρας της ήταν ο Δίας [Ζεύς] και σύζυγός της ο Άδης, ο οποίος την πήρε στον κάτω κόσμο για την ομορφιά της μια μέρα που η ίδια μάζευε άνθη στην περιοχή της Νύσας συντροφιά με τις Ωκεανίδες νύμφες. Ο πατέρας της, ο Δίας, αντιμετώπισε την αρπαγή της κόρης του με χαρακτηριστική απάθεια, ενώ η μητέρα της, η Δήμητρα, την αναζήτησε απεγνωσμένα και τη ζήτησε πίσω. Η δυσφορία της Δήμητρας, στο διάστημα που αναζητούσε και δεν εύρισκε την κόρη της, έφερε στον πληθυσμό γεωργικό μαρασμό με αποτέλεσμα να κινητοποιηθεί ο Δίας, που έστειλε τον Ερμή και κατέληξε σε τελική συμφωνία με τον Πλούτωνα η Περσεφόνη να παραμένει έξι μήνες στη γη/μητέρα της και έξι μήνες στον κάτω κόσμο/Άδη.

Ο μύθος της αρπαγής πρωτοεμφανίζεται στη Θεογονία του Ησιόδου, ενώ υπήρχε μια παλαιότερη αναπαράσταση μιας θεάς, που μπορεί να ταυτισθεί με την Περσεφόνη, σε ένα διακοσμημένο πιάτο από την Παλαιο-Παλατιακή περίοδο στη Φαιστό. Ωστόσο, την αφήγηση αυτή δεν τη συναντάμε μόνο στην ελληνική μυθολογία, αλλά και οι Σουμέριοι και οι συριακοί μύθοι έχουν ένα περιστατικό αρπαγής της κόρης ή της θεάς της γονιμότητας και βλάστησης, της Ιννάνα ή Ιστάρ, που δεν ήταν άλλη από την Αστάρτη.

 

Δήμητρα και Περσεφόνη

 

H αρπαγή της Περσεφόνης, Jean Francois De Troy, 1735, λάδι σε καμβά. Stroganov Palace Museum, Leningrad, Russia.

Η Περσεφόνη ήταν κόρη της Δήμητρας και του Δία. Η Δήμητρα, κόρη του Κρόνου και της Ρέας, είναι η θεά της γονιμότητας, προστάτιδα της γεωργίας και των καλλιεργειών και γενικότερα η θεά της βλάστησης και συνήθως απεικονίζεται να κρατάει κάποιο στάχυ και σε ορισμένες περιπτώσει δάδα. Από νωρίς έγινε στόχος πολλών θεών για την ομορφιά της. Η Δήμητρα όμως ήταν απόμακρη και ακατάδεκτη και αντιστεκόταν σε κάθε φιλόδοξο, που προσπαθούσε να την αποπλανήσει. Πρώτος ο Δίας ήταν αυτός που κατάφερε με τέχνασμα να την εξαπατήσει και να σμίξει μαζί της. Ο Πατέρας των Θεών, γνωστός για τις ερωτοτροπίες του, αποφάσισε να αποπλανήσει και την απόμακρη θεά, που αδιαφορούσε για τους άντρες. Έτσι μεταμορφώθηκε σε ταύρο και σαγήνευσε τη Δήμητρα, η οποία έμεινε έγκυος. Εννιά μήνες αργότερα γεννήθηκε ένα κοριτσάκι, που ονομάστηκε Περσεφόνη. Η Δήμητρα αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στην πολύ αγαπημένη κόρη της, που όσο μεγάλωνε, μεγάλωνε και η ομορφιά της. Έγινε τόσο όμορφη που, όταν την είδε ο Πλούτωνας, θεός του Άδη, την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα και αποφάσισε να την κλέψει.

Μια μέρα η νεαρή Περσεφόνη, κόρη της Θεάς Δήμητρας, έπαιζε και μάζευε λουλούδια παρέα με την Αθηνά, την Άρτεμη και τις Ωκεανίδες νύμφες σ’ ένα ανθισμένο λιβάδι του Νύσιου πεδίου. Η πεδιάδα αυτή ήταν μία πανέμορφη, καταπράσινη περιοχή με πλούσια βλάστηση, πάνω σε λόφο, κοντά στις Συρακούσες της Σικελίας. Το δάσος αντηχούσε χαρούμενα τραγούδια και ο ήχος από τα νερά των πηγών γινόταν ένα με τα γέλια των κοριτσιών.

Κάποια στιγμή η Περσεφόνη μαζί με μια από τις φίλες της, την Κυάνη, είδε μακριά έναν ανθισμένο λευκοκίτρινο νάρκισσο και θαμπώθηκε από τη θέα και την πανέμορφη μυρωδιά του. Αυτός ο νάρκισσος ήταν το ωραιότερο και το πιο ευωδιαστό άνθος ανάμεσα στα υπέροχα ρόδα, τους κρόκους, τους υάκινθους και τις ίριδες, που υπήρχαν στην περιοχή. «Τι όμορφος!» είπε στην Κυάνη. «Θα τον πλέξω στο στεφάνι μου!» Οι άλλες κοπέλες πλησίασαν το άνθος με χορευτικά παιχνιδίσματα μεθυσμένες από την ομορφιά της φύσης. Χωρίς δεύτερη σκέψη η Περσεφόνη άπλωσε το χέρι της για να τον κάνει δικό της [1].

Μα, αλίμονο, προτού προλάβει η Περσεφόνη να κόψει το άνθος, άνοιξε η γη! Η ομορφιά της κόρης θάμπωσε τον  Άδη (Πλούτωνα), το σκοτεινό θεό, που είχε ήδη αποφασίσει να την κάνει βασίλισσά του και την παρακολουθούσε. Ξαφνικά, λοιπόν, ακούγεται ένας δυνατός κρότος, σείεται όλη η γη και δημιουργείται ένα ρήγμα βαθύ, που έσκισε τη γη στα δυο μέχρι τα μουχλιασμένα τάρταρα του Άδη. Και μέσα από το ρήγμα εμφανίζεται ένα χρυσό άρμα, που το έσερναν αθάνατα άλογα! Οδηγός ήταν ο Πλούτωνας, που με το ένα χέρι κρατούσε τα χαλινάρια των αλόγων και με το άλλο άρπαξε την πανέμορφη κοπέλα. Ο φοβερός θεός του κάτω κόσμου με γρήγορες κινήσεις τραβάει την Περσεφόνη, παρά τις προσπάθειες της Κυάνης να την κρατήσει. Έτσι ο Πλούτων πήρε την Περσεφόνη στο χρυσό άρμα του και κίνησαν για το Βασίλειο του Κάτω Κόσμου! [2]

 

Η Αθηνά κι ο Άρης ζητάνε από τον Άδη να μην απαγάγει την Περσεφόνη. Peter Paul Rubens, μεταξύ 1636-1638, λάδι σε καμβά, Museo Nacional del Prado.

 

Στο δάσος τα γέλια των Νυμφών έγιναν θρήνοι, που με την ηχώ τους τρομάζανε τα ζώα του δάσους και διώχνανε τα πουλιά. Η Κυάνη δεν έχασε καιρό. Όσο έβλεπε τον Πλούτωνα με την Περσεφόνη να απομακρύνονται, τόσο γοργότερα έτρεχε, μην τους χάσει από τα μάτια της. Καθώς το άρμα ξεμάκραινε βιαστικά, σχημάτιζε πάνω στο χώμα ένα χάσμα. «Κουράγιο», μονολόγησε η Κυάνη. «Τουλάχιστον δε θα χάσω τ’ αχνάρια τους!». Κι όλο έτρεχε, ως που ο Πλούτωνας σχίζοντας τη γη κατέβηκε στο βασίλειό του παίρνοντας μαζί την Περσεφόνη.

Η αφοσιωμένη Κυάνη παρέμεινε έξω στο σημείο εκείνο κλαίγοντας, που δεν μπόρεσε να βοηθήσει τη φίλη της. Τα δάκρυά της κυλούσαν μέσα στο χάσμα, που είχε σχηματίσει το Άρμα του Πλούτωνα. Οι Θεοί τη λυπήθηκαν και τα μετέτρεψαν σε πηγή. Η πηγή ονομάστηκε «Κυάνη» και στη Σικελία λατρεύτηκε για πολλούς αιώνες. Ο θρυλικός Ηρακλής μάλιστα, όταν μετά τούς άθλους του επισκέφτηκε τη Σικελία, καθιέρωσε τη λατρεία της και δίδαξε στους κατοίκους πώς να τελούν λαμπρές τελετές και εορτές με θυσία στα νερά της Κυάνης. Και οι Νύμφες, για να ξεκουράσουν τον Ηρακλή από το πολύκοπο ταξίδι του, γέμισαν τη Σικελία ιαματικές πηγές.

 

Ο Πλούτωνας αρπάζει την Περσεφόνη και η Κυάνη θρηνεί. Girardon, François (εκδότης), χαλκογραφία. Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο.

 

Η Περσεφόνη, τη στιγμή που χανόταν στην άβυσσο πάνω στο άρμα του Πλούτωνα, έβγαλε μεγάλη κραυγή από μέσα της καλώντας τον πατέρα της Δια, το γιο του Κρόνου. Αλλά για κακή της τύχη αυτός είχε αλλού στραμμένη την προσοχή του. Κανένας θνητός δεν είδε, παρά μόνο η θεά Εκάτη άκουσε την κραυγή, αλλά δεν αναγνώρισε τον απαγωγέα, γιατί το κεφάλι του καλυπτόταν από σκιές της νύχτας [3]. Μόνο ο Ήλιος, που τα βλέπει όλα από ψηλά, είδε καλά το περιστατικό.

Ένας μικρός απόηχος όμως από την κραυγή της Περσεφόνης αντήχησε στα βουνά και από τα βάθη των ωκεανών, εξοστρακίστηκε και έφτασε μέχρι τον Όλυμπο, όπου βρίσκονταν η μητέρα της.  Η Δήμητρα την άκουσε και η αγωνία έσφιξε την καρδιά της. Τρέχει, αλλά δε βρίσκει την Περσεφόνη! Αμέσως η θεά, φανερά τρομαγμένη και γεμάτη μητρική ανησυχία, ορμάει σαν γεράκι από τα παλάτια των θεών και αρχίζει να την αναζητά σε γη και θάλασσα [4].

 

Η αρπαγή της Περσεφόνης, Niccolò dell’ Abbate.

 

Λένε πως εννιά μέρες και εννιά νύχτες, χωρίς να φάει, χωρίς να πιει, χωρίς να πλυθεί και να στολιστεί, η θεά περιπλανιόταν στον κόσμο κρατώντας δάδες στα χέρια της! Έψαχνε στη γη και τον ουρανό, διέσχιζε τα λαγκάδια και τις ρεματιές, δίπλα στις όχθες των ποταμών και των θαλασσών, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Νηστική και ανήσυχη δεν έτρωγε αμβροσία, ούτε ξεδιψούσε με νέκταρ, δε λουζόταν, δεν μιλούσε σε κανέναν και μεταμορφωμένη σε μαυροντυμένη γριά αναζητούσε την Περσεφόνη με το πένθος φανερό σε κάθε της βήμα. Τη δέκατη μέρα η Δήμητρα συναντά την Εκάτη, που είχε ακούσει τη φωνή, αλλά κι εκείνη δεν μπορούσε να της δώσει πληροφορίες και να της εξηγήσει αυτό που έγινε. Η Δήμητρα τότε, συνοδευόμενη από την Εκάτη, πήγε στο γιο του Υπερίωνα, τον Ήλιο που βλέπει τα πάντα, και τον παρεκάλεσε να την πληροφορήσει τι απέγινε η θυγατέρα της [5].

Πράγματι ο Ήλιος, που έβλεπε τα πάντα από τον ουρανό, λυπήθηκε τη θεά και της είπε πού βρισκόταν η κόρη της. Ότι ο Άδης, δηλαδή ο αδελφός της, γιος της ίδιας μάνας, άρπαξε τη κόρη της με τη συγκατάθεση του Δία. Και η Δήμητρα οργίστηκε τόσο με το Δία, ο οποίος επέτρεψε την αρπαγή της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα, και αποφάσισε να μην ξανανέβει στον ουρανό, αλλά να μείνει στη γη και να παραιτηθεί από τα θεϊκά της καθήκοντα, μέχρι που να της ξαναδώσουν την κόρη της! Από τη λύπη και την οργή της δεν άφηνε τη γη να ξανανθίσει και οι καλλιέργειες άρχισαν να μαραζώνουν. Και δεν επέστρεψε στον Όλυμπο. Μεταμορφωμένη σε γριά, για να μην την αναγνωρίσουν, πήγαινε σε πόλεις και χωριά ρωτώντας μήπως είδε κανείς την μονάκριβη κόρη της. Περπατούσε μέρα-νύχτα, μα κανείς δεν είχε δει, κανείς δεν είχε ακούσει τίποτα.

 

Πλούτωνας και Περσεφόνη. Θεοί των νεκρών, αλλά και της ζωοδότρας γης.
Λοκρικός πίνακας, 470 – 460 π.Χ. Ρήγιο Καλαβρίας, Museo Nazionale.

 

Μια μέρα, μετά από μεγάλη περιπλάνηση, η Δήμητρα με τη μορφή γερόντισσας έφτασε αποκαρδιωμένη στην Ελευσίνα. Πρώτα κάθισε για να ξεκουραστεί σε μια πέτρα, που από τότε πήρε το όνομα «Αγέλαστη πέτρα», κάτω από τη σκιά μιας ελιάς, κοντά σε ένα πηγάδι [6]. Αυτό το πηγάδι, κατά τον Παυσανία ονομαζόταν «παρθένιο φρέαρ» και ήταν τόπος συνάθροισης για τις παρθένες της πόλης. Στο πηγάδι αυτό κατέφθασαν μετά από λίγο οι τέσσερις  θυγατέρες του βασιλιά της Ελευσίνας Κελεού, η Καλλιδίκη, η Κλεισιδίκη, η Δημώ και η Καλλιθόη, η μεγαλύτερη απ’ όλες, για να γεμίσουν με νερό τις χάλκινες υδρίες τους. Όταν πλησίασαν και είδαν την ταλαιπωρημένη γριά, οι τέσσερις αρχοντοπούλες αισθάνθηκαν συμπάθεια και σεβασμό και τη ρώτησαν ποιά είναι, πότε ήρθε και γιατί έμενε δίπλα από το πηγάδι και δεν πήγαινε στην πόλη, για να φιλοξενηθεί στο παλάτι του πατέρα τους Κελεού.

Η θεά  έκρυψε την ταυτότητά της και αποκρίθηκε πως ονομαζόταν Δως και καταγόταν από την Κρήτη. Τους είπε ότι είχε αιχμαλωτισθεί από ληστές στο λιμάνι της Κνωσσού και ότι μετά από εννέα ημέρες κατάφερε να δραπετεύσει, μόλις το πλοίο των ληστών έφτασε στο Θωρικό, όπου είχε αράξει. Στη συνέχεια, κοιτώντας στα μάτια τις κόρες του βασιλιά, τις παρακάλεσε να τη συστήσουν σε κάποιο σπίτι της Ελευσίνας, για να υπηρετεί όπως αρμόζει σε μια γυναίκα της ηλικίας της, και δήλωσε ότι ήταν σε κατάσταση να αναθρέψει και μικρά παιδιά, αν κάποιος ήθελε να της εμπιστευθεί το παιδί του.

Τα άκουσαν αυτά οι θυγατέρες του Κελεού και η ωραιότερη από αυτές, η Καλλιδίκη, της είπε ότι στην Ελευσίνα  ζούσαν έξι άρχοντες της πόλης, που ήταν οι Κελεός, Δόλιχος, Εύμολπος, Πολύξενος, Δίοκλος και Τριπτόλεμος και ίσως κάποιος απ’ αυτούς τη χρειαζόταν για υπηρέτρια. Όλες μαζί κατόπιν την παρακάλεσαν να παραμείνει δίπλα από το πηγάδι, ώσπου να αναγγείλουν την είδηση στη μητέρα τους, τη Μετάνειρα, η οποία ήταν πιθανό να τη δεχτεί στην υπηρεσία της και να της αναθέσει την ανατροφή του νεογέννητου παιδιού της, του Δημοφώντα.

Πράγματι, η Δήμητρα περίμενε και μετά από λίγο οι θυγατέρες του Κελεού επέστρεψαν τρέχοντας, για να την παραλάβουν. Την καλέσανε στο παλάτι του βασιλιά πατέρα τους, όπου την καλοδέχτηκε το βασιλικό ζεύγος, ο ξακουστός Κελεός και η γυναίκα του, η Μετάνειρα.

Εκείνη τις ακολούθησε και, μόλις μπήκε η θεά στο σπίτι, τα πάντα στο παλάτι πλημμύρισαν από Φως. Η Μετάνειρα καθόταν στον θρόνο της και, μόλις αντίκρισε τη θεά, σηκώθηκε και της προσέφερε τη θέση της, αλλά η Δήμητρα αρνήθηκε. Η θλίψη είχε χαράξει βαθιά το πρόσωπό της. Μια από τις γυναίκες, που υπηρετούσαν τη βασίλισσα και ονομάζονταν Ιάμβη, της πρόσφερε τότε ένα σκαμνί σκεπασμένο με λευκή προβιά σαν ασήμι, για να καθίσει, και κατάφερε να φέρει πάλι πίσω ένα ελαφρύ χαμόγελο στα χείλη της θεάς λέγοντάς της αστεία και κάνοντας κωμικές χειρονομίες. Δε δέχθηκε όμως το ποτήρι με κόκκινο κρασί που της πρόσφερε η Μετάνειρα λέγοντας ότι δεν της επιτρέπεται να πίνει κρασί και ζήτησε να της δοθεί ο «κυκεών», ένα περίεργο θρεπτικό ρόφημα από κριθάλευρο, νερό και μέντα, με το οποίο η θεά έβαλε τέρμα στη μακροχρόνια αποχή της από τροφή και ποτό [7].

 

Η αρπαγή της Περσεφόνης, 1589, Hans von Aachen, Brukenthal National Museum.

 

Η μητέρα του μικρού Δημοφώντα είδε με συμπάθεια τη μεταμορφωμένη θεά και της ανάθεσε την ανατροφή του γιου της. Η Δήμητρα ένιωσε υποχρέωση προς τη βασιλική οικογένεια και ανέλαβε την ανατροφή του νεαρού Δημοφώντα.  Δεν τον έτρεφε όμως με γάλα, όπως τρέφονταν τα άλλα βρέφη, αλλά τον μεγάλωνε σαν να ήταν θεός! Κάθε βράδυ μύρωνε το μικρό παιδί με αμβροσία, φύσαγε πάνω στο παιδί πνοές θεϊκές και τη νύχτα κρυφά το περνούσε πάνω από τη φωτιά, σαν δαυλό, με σκοπό να καταστρέψει τις θνητές σάρκες του και να το κάνει αθάνατο [8].

Και πράγματι ο μικρός Δημοφώντας αναπτύσσονταν ταχύτατα και έφτασε να μοιάζει με θεό, πράγμα που παραξένεψε τους γονείς του. Αλλά το έργο της αθανασίας του Δημοφώντα, όπως και στη περίπτωση ενός άλλου ήρωα, του Αχιλλέα, δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί. Η μητέρα του, η Μετάνειρα, παραμονεύοντας ένα βράδυ είδε έντρομη τη θεά να κρατά τον γιο της πάνω από τη φωτιά και νόμισε ότι προσπαθεί να τον κάψει! Τρομαγμένη τότε μπήκε στο δωμάτιο και φώναξε: «Γιε μου, η ξένη αφήνει εσένα στη φωτιά να χαθείς και μένα να βυθιστώ στη θλίψη». Και γεμάτη έκπληξη ρώτησε κατόπιν τη Δήμητρα-τροφό ποια είναι [9].

 Αμέσως η μαυροντυμένη Θεά από καλοσυνάτη γριούλα πήρε την αληθινή μορφή της και μεταμορφώθηκε σε πανίσχυρη θεά. Ένα εκτυφλωτικό φως την περιέβαλλε προδίδοντας τη θεία δύναμή της και θυμωμένη είπε στην άναυδη Μετάνειρα: «… Άνθρωποι ανίδεοι και μωροί, τη μοίρα που σας πέφτει, καλή αν είναι ή κακή, δεν τη μαντεύετε!… Δόξα θα χάριζα άφθαρτη στο λατρεμένο σου το γιο, αθάνατο και αγέραστο θα σου τον είχα κάνει… Αλλά τώρα πια του θανάτου τη μοίρα να γλιτώσει δεν μπορεί στ’ αλήθεια. Μα θα του δοθεί άφθαρτη δόξα και τιμές, αφού στα γόνατά μου κάθισε και στην αγκαλιά μου έγειρε ν’ αποκοιμηθεί… Η τιμημένη Δήμητρα είμαι εγώ, θεών και ανθρώπων η χαρά το πιο τρανό χάρισμα. ΝΑΙ! … Είμαι η Θεά Δήμητρα!» [10]

Αφού αποκαλύφτηκε η θεά, απαιτεί από τον Κελεό να της κτίσει ένα ναό κάτω από την Ακρόπολη και πάνω από το φρεάτιο του Καλλιχόρου. Ο βασιλιάς Κελεός έφτιαξε το ναό στην τοποθεσία που του υπέδειξε η Δήμητρα. Εκεί αποσύρθηκε η θεά αποφεύγοντας κάθε σχέση με τον κόσμο. Κάθε μέρα έκλαιγε για την τύχη της κόρης της και δεν άφηνε κανένα φυτό να φυτρώσει πάνω στη γη. Μάταια οι άνθρωποι καλλιεργούσαν και έσπερναν. Ήρθε μία εποχή ξηρασίας και λοιμοί μάστιζαν τους ανθρώπους. Η γη έπαψε να βλασταίνει και κινδύνεψε να αφανισθεί το ανθρώπινο γένος από την πείνα και να στερηθούν οι θεοί τις θυσίες, τις οποίες ως τότε τους πρόσφεραν οι άνθρωποι.

 

Η αρπαγή της Περσεφόνης, λάδι σε χαλκό, αποδίδετε στον Jan Brueghel τον πρεσβύτερο, και στον Hendrick van Balen, ιδιωτική συλλογή.

 

Ο Δίας, φανερά δυσαρεστημένος από την τραγική εξέλιξη, στέλνει τον ένα μετά τον άλλο όλους τους Ολύμπιους να παρακαλέσουν τη Δήμητρα να αλλάξει τη γνώμη της και να επιστρέψει στον Όλυμπο κοντά στους άλλους θεούς. Μα η Δήμητρα ήταν ανένδοτη σε Θεούς και ανθρώπους. Αρνείται με πείσμα και τους λέει ότι με κανένα τρόπο δε θα πεισθεί, αν δεν πάρει πίσω την Περσεφόνη, την αρπαγμένη κόρης της [11]. Ο Δίας παρακινημένος από τις ικεσίες των ανθρώπων που πεινούσαν διέταξε τον Πλούτωνα να ελευθερώσει την Περσεφόνη και στέλνει στον Άδη τον Ερμή να φέρει πίσω στη Δήμητρα την κόρη της, για να πάψει την οργή της. O Ερμής φτάνει στο βασίλειο των νεκρών και ζητάει από τον Πλούτωνα να επιτρέψει την επιστροφή της Περσεφόνης στη μητέρα της.

Ο θεός του Κάτω Κόσμου προσποιείται ότι υπακούει στις διαταγές του Δία και αφήνει την Περσεφόνη να επιστρέψει στη μητέρα της. Πριν την αφήσει όμως να ανέβει από τον Άδη στη γη, της έδωσε να φάει σπόρους ροδιάς, ώστε να εξασφαλίσει την επιστροφή της σε αυτόν [12]. Ο Πλούτωνας γνώριζε ότι, αν η κοπέλα κατανάλωνε τροφή στον Κάτω Κόσμο, θα δενόταν μαζί του και δεν θα μπορούσε να φύγει. Η Περσεφόνη έφαγε τα σπόρια και επισφράγισε τη μοίρα της. Έπειτα ο βασιλιάς του κάτω κόσμου δίνει το άρμα του στον Ερμή να ανεβάσει την Περσεφόνη στα παλάτια του Κελεού. Έτσι η Περσεφόνη πάνω στο άρμα του Πλούτωνα, που το οδηγούσε ο Ερμής, διένυσε γρήγορα το διάστημα μέχρι την Ελευσίνα και παρουσιάστηκε στη μητέρα της.

 

Η Αρπαγή της Περσεφόνης – 17ος αιώνας. Εθνική Πινακοθήκη της Σλοβενίας

 

Η Δήμητρα δέχτηκε την κόρη στο ναό της, αλλά η χαρά της δεν κράτησε πολύ. Διότι η Δήμητρα ρώτησε την Περσεφόνη, αν είχε φάει κάτι πριν αναχωρήσει από τον Άδη, και πληροφορήθηκε ότι η κόρη της είχε αναγκασθεί να φάει ρόδι πριν επιστρέψει στον επάνω κόσμο [13]. Κατάλαβε τότε ότι δε θα μπορούσε να την κρατήσει για πάντα κοντά της και έγινε έξαλλη. Για να την ηρεμήσει ο Δίας πρότεινε ένα συμβιβασμό. Για κάθε σπόρο που έφαγε η Περσεφόνη θα έμενε και ένα μήνα στον Άδη. Με την επέμβαση και της Ρέας συμφώνησαν οι θεοί να μένει η Περσεφόνη το ένα τρίτο του έτους στο σύζυγό της Πλούτωνα και τα άλλα δύο τρίτα μεταξύ των Ολυμπίων θεών και της μητέρας της. Η θεά δέχθηκε την πρόταση και άφησε πάλι τα φυτά και τα δένδρα να ανθίσουν ως ένδειξη ικανοποίησης για την επιστροφή της Περσεφόνης [14].

 

Η αρπαγή της Περσεφόνης, Hendrik van Balen I (1575–1632) και Jan Brueghel the elder (1568–1625). Brighton and Hove Museums and Art Galleries.

 

Όταν βγήκε η Δήμητρα από το ναό, η γη καλύφθηκε με χλόη και άνθη και άρχισε να παράγει καρπούς. Πριν αναχωρήσει και πάλι για τον Όλυμπο η Δήμητρα, από βαθιά ευγνωμοσύνη στους Ελευσίνιους για τη φιλοξενία τους, δίδαξε στα μέλη των τεσσάρων βασιλικών οικογενειών, τον Τριπτόλεμο, τον Εύμολπο, το Διοκλή, και τον Κελεό, με ποιο τρόπο επιθυμούσε να τελείται η λατρεία της στην Ελευσίνα. Η θεά αξίωσε να τελούν κάθε χρόνο με απόλυτη μυστικότητα προς τιμήν της μέσα στο ναό, τον οποίο έκτισαν γι’ αυτό το σκοπό, τα μυστήρια της λατρείας της και σαν αντάλλαγμα τους υποσχέθηκε αιώνια ευημερία στην πόλη. Έτσι καθιερώθηκαν τα «Ελευσίνια Μυστήρια», που δεν επιτρεπόταν με κανένα τρόπο να φανερώνονται στους αμύητους. Στη γιορτή αυτή συμμετείχε και η Εκάτη, που από την αρχή είχε βοηθήσει τη Δήμητρα στην ανεύρεση της Περσεφόνης.

Οι θεές της Ελευσίνας Δήμητρα και Περσεφόνη εικονίζονται σε μυστηριακή τελετή. Η Δήμητρα αριστερά παραδίδει στον νέο Τριπτόλεμο στάχυα για να διαδώσει την καλλιέργειά τους στον κόσμο. Δεξιά η Περσεφόνη. Ανάγλυφο. Γύρω στα 440 – 430 π. Χ. Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.

Η Δήμητρα επέστρεψε στον Όλυμπο, αλλά δεν ξεπέρασε ποτέ το χαμό της κόρη της. Από τότε τους μήνες, που η Περσεφόνη βρισκόταν στον Άδη, η Δήμητρα πενθούσε και μαζί της πενθούσε και η φύση. Η Δήμητρα δεν επέτρεπε σε κανέναν ανθό να ξεπροβάλει δείχνοντας  έτσι τον καημό της για την απουσία της κόρης της. Τα δέντρα έχαναν το φύλλωμά τους, οι καλλιέργειες ασθενούσαν και βαρύς χειμώνας έπεφτε στη γη. Την περίοδο, που η Περσεφόνη ανέβαινε στον επάνω κόσμο και επέστρεφε στη μητέρα της, η χαρά της Δήμητρας πρασίνιζε τη γη και όλα τα φυτά ήταν ανθισμένα και καρποφορούσαν.

Ο Τριπτόλεμος ανέλαβε να μεταφέρει στους ανθρώπους τη γνώση σχετικά με τη καλλιέργεια της γης, τη σπορά, το θερισμό του σίτου και την παρασκευή του άρτου[15]. Το πρώτο σημείο που έσπειραν τα δημητριακά ήταν το ονομαζόμενο Ράριο πεδίο έξω από τα Μέγαρα. Ο Ράρος ήταν παππούς ή πατέρας του Τριπτόλεμου. Εκεί στο κτήμα του Ράρου υπήρξε και το πρώτο ιερό αλώνι με βωμό αφιερωμένο στον Τριπτόλεμο, όπου κατασκεύαζαν τους πλακούντες, οι οποίοι στη συνέχεια αφιερώνονταν στους θεούς των μυστηρίων. Μετά το Ράριο σπάρθηκε και το Θριάσιο πεδίο στην Ελευσίνα. Έτσι η Δήμητρα βοήθησε τους ανθρώπους να κατανοήσουν την αξία της ήμερης τροφής, που τόσο είχε να κάνει με τον πολιτισμό και την υλική ευημερία τους.

 

Τι συμβολίζει η αρπαγή της Περσεφόνης

 

Οι ερμηνείες του μύθου είναι πολλές. Σύμφωνα με τους Στωϊκούς πρόκειται για την εναλλαγή των εποχών ανάμεσα στην ξηρασία και την καρποφορία. Έκδηλος  παραμένει ο συμβολισμός της αναγέννησης των γενεών και η αιωνιότητα της ζωής με την εναλλαγή του παλαιού και του καινούργιου, όπως τουλάχιστον εμφανιζόταν στα Ελευσίνια μυστήρια. Για την εξέλιξη των πολιτισμών η Περσεφόνη με τα γονικά της πρότυπα χρωματίζει κοινωνιολογικά την αντιπαλότητα Μητριαρχίας και Πατριαρχίας, ενώ σε ένα περισσότερο λαϊκό πλαίσιο, ο μύθος συμβολίζει τον αποχωρισμό της νεαρής κόρης από τη μητέρα της μετά το γάμο.

 

H αρπαγή της Περσεφόνης, Peter Paul Rubens, 1614-1615, λάδι σε καμβά, Petit Palais.

 

Η Περσεφόνη ήταν μια αρχαία χθόνια θεότητα των αγροτικών κοινωνιών. Ο μύθος της αρπαγής πρωτοεμφανίζεται στη Θεογονία του Ησιόδου, ενώ το θέμα πραγματεύεται και ο Ομηρικός Ύμνος στη Δήμητρα. Το μέρος της αρπαγής είναι διαφορετικό σε κάθε τοπική λατρεία. Οι παραδόσεις τοποθετούν την απαγωγή της Περσεφόνης πότε στην Ελευσίνα, στις όχθες του Κηφισού, πότε στην Αρκαδία, στους πρόποδες της Κυλλήνης, όπου και έδειχναν κάποια σπηλιά, που τη θεωρούσαν ως μία από τις εισόδους του Κάτω Κόσμου, πότε στην Κρήτη, κοντά στην Κνωσό, ενώ άλλοι λένε ότι το Νύσιο πεδίο, όπου ο Πλούτωνας άρπαξε την κόρη της Δήμητρας Περσεφόνη, τοποθετείται στο Νομό Σερρών  ή κοντά στα Μέγαρα. Ο Ομηρικός  Ύμνος στη Δήμητρα κάνει λόγο πολύ ακαθόριστα για την πεδιάδα της Μύσας, που στην Ελληνική Μυθολογία είναι ένα μυθικό βουνό, το μέρος που γεννήθηκε ο θεός Διόνυσος, χωρίς γεωγραφική υπόσταση, μια άγνωστη τοποθεσία. Η έλλειψη προσδιορισμού του τόπου της αρπαγής της Περσεφόνης πιθανόν υποδεικνύει ότι κάποια μαγική μακρινή χώρα είχε επινοηθεί στο απώτατο παρελθόν, για να εξηγήσει το φυσικό κύκλο της ζωής [16].

 

Frederick Leighton, «Η επιστροφή της Περσεφόνης», λάδι σε καμβά, 1891, Leeds Art Gallery.

 

Μια από τις πιο αποδεκτές θεωρίες είναι ότι η αρπαγή της Περσεφόνης αποτυπώνει τη φυσική θεωρία του αγροτικού κύκλου, τη βλάστηση και την καρποφορία. Η Δήμητρα είναι η μητέρα γη [γη + μήτηρ. < γα, παραλλαγή του δωρικού τύπου δα + μήτρα =  μητέρα της γης]. Η Κόρη της Περσεφόνη, που έφαγε σπόρους ροδιού και πρέπει να ξαναγυρίζει στον Άδη, ταυτίζεται με τα δημητριακά. Η απαγωγή της είναι η αλληγορία του κύκλου της ευφορίας της φύσης. Ο μύθος της αρπαγής της Περσεφόνης είναι συμβολικός. Η Κόρη, που την παίρνει μέσα της η γη, ξαναβγαίνει την άνοιξη. Είναι κατά κάποιο τρόπο η ίδια η άνοιξη που έρχεται να ανθίσει τη γη, να την καρπίσει, να την κάνει χαρούμενη. Έτσι όμως και μπει το φθινόπωρο, η γη μαραίνεται και η Κόρη φεύγει από τη μάνα της τη γη και μπαίνει στο μυστηριώδη τόπο του τίποτα, στην καταστροφή. Η κάθοδος της Κόρης στον Κάτω κόσμο κάθε φθινόπωρο ταυτίζεται με την απουσία των καρπών, οι οποίοι αναφύονται την άνοιξη με την άνοδό της. Η Κόρη κατεβαίνει στον Κάτω κόσμο κάθε φθινόπωρο, όπως οι σπόροι της παλιάς συγκομιδής σπέρνονται στους αγρούς και μπαίνουν στο χώμα με τη σπορά.  Την Άνοιξη ξαναφυτρώνουν και βγαίνουν ξανά από το υπέδαφος πάνω στη γη. Η «Κόρη» ανεβαίνει και ενώνεται πάλι με τη μητέρα της Δήμητρα, γιατί ο παλιός σπόρος ενώνεται με το νέο βλαστό [17].

Οι  σπόροι του ροδιού, που προσφέρει στην Περσεφόνη ο Πλούτων, θεός του κάτω κόσμου, συμβολίζουν τους σπόρους του σιταριού, που αποθηκεύονταν σε υπόγεια σιλό ή πιθάρια. Τα σπόρια του ροδιού κλεισμένα μέσα στο κέλυφος, όπως το σιτάρι στα πιθάρια, είναι σύμβολα αφθονίας. Τους καλοκαιρινούς μήνες η «Κόρη» βρίσκεται στο βασίλειο του Άδη, όπως το σιτάρι στα σιλό και τα πιθάρια. Η απουσία της Κόρης ταυτίζεται με τη φύλαξή των σπόρων. Η επιστροφή (άνοδος) της Περσεφόνης γιορταζόταν με τη σπορά του φθινοπώρου. Τέλος, από τον ίδιο θεό του κάτω κόσμου, τον Πλούτωνα, ετυμολογείται και ο πλούτος και το φρούτο του, το ρόδι, είναι σύμβολο διττό. Είναι σύμβολο γονιμότητας και ευτυχίας και από το μύθο της Περσεφόνης κληρονομήσαμε και εμείς τη συνήθεια να σπάμε το ρόδι την Πρωτοχρονιά στο κατώφλι του σπιτιού και οι νύφες στο κατώφλι του νέου τους σπιτιού για γούρι, πλούτο κι ευτυχία. Αλλά είναι και σύμβολο του κάτω κόσμου, γι’ αυτό σήμερα κόλλυβα δε λογίζονται χωρίς ρόδι μέσα, που συμβολίζουν και το αίμα.

Ο μύθος της αρπαγής της «Κόρης» της Δήμητρας είναι και αλληγορικός – όπως και οι περισσότεροι μύθοι – και προέρχεται από την ιδέα ότι ο Άδης αρπάζει τις ψυχές των νεκρών σαν τη λεία του και τις μεταφέρει στο βασίλειο του Κάτω Κόσμου. Η βιαιότητα της αρπαγής μας σοκάρει. Μοιάζει αφύσικο μια τέτοια κόρη να δίνεται ως γυναίκα στο θεό του Άδη και, κυρίως, μοιάζει απάνθρωπη η αρπαγή της. Η άγρια και αφύσικη αρπαγή είναι το κυριότερο στοιχείο αυτής της πλούσιας σε νοήματα και στοχασμούς σύνθεσης, που στριφογυρίζει στον καμβά μιας γεωργικής, αγροτικής σκέψης, του πρώτου κόσμου δηλαδή, και παραπέμπει στην αναγκαιότητα και την αποκρουστική εικόνα του θανάτου. Ναι, ο θάνατος είναι η βίαιη αρπαγή της ζωής. Η ιδέα αυτή εμφανίζεται έντονη και στις Ελληνικές λαϊκές παραδόσεις. Ο Χάροντας εμφανίζεται με το άλογό του και μεταφέρει το νεκρό στον κάτω κόσμο. Και η τέχνη με τη μυθολογία συνθέτουν και αναλαμβάνουν να αντιμετωπίσουν το παράλογο του οριστικού τέλους της ζωής ή να παρηγορήσουν με την ελπίδα της αναγέννησης.

 

Περσεφόνη – Arthur Hacker (1858–1919), Torre Abbey Historic House and Gardens, England.

 

Υπάρχει όμως και η ανθρωπολογική διάσταση. Ο αποχωρισμός της θυγατέρας από τη μητέρα της κατά το γάμο. Ο γάμος και ο θάνατος είναι κυρίαρχος μέσα στο μύθο. Ο τραυματικός χωρισμός της μητέρας από τη νεαρή κόρη είναι επώδυνος, φέρνει θλίψη, λύπη και θυμό, αλλά τελικά οδηγεί στη συμφιλίωση. Ο γάμος και ο χωρισμός από τη μητέρα προκαλεί θυμό για τον άνδρα, που κλέβει την κόρη και τη στερεί από τη μητέρα της. Στο τέλος όμως η συμφιλίωση έρχεται ανάμεσα στη μάνα, την κόρη και τον άντρα της, η ζωή συνεχίζεται και με αυτό τον τρόπο διαιωνίζεται το γένος των ανθρώπων από τους απογόνους κάθε γάμου. Η ένωση της Κόρης με τη μάνα της αποτελεί και σύμβολο της αιωνιότητας της ανθρώπινης ζωής, που πηγάζει από τις γενεές που ξεπηδούν η μία από την άλλη. Ο γάμος και ο τραυματικός χωρισμός της μητέρας από τη νεαρή κόρη της είναι ο θάνατος, που προκαλεί μεγάλη θλίψη στους ανθρώπους. Δεν οδηγεί όμως στον αφανισμό του ανθρώπινου γένους. Όπως η κόρη ξαναγυρίζει στη μητέρα της, έτσι και η ζωή επανέρχεται, όταν η μια γενιά διαδέχεται την άλλη [18].

 

Η αρπαγή της Περσεφόνης, Gian Lorenzo Bernini, 1622, Πινακοθήκη Μποργκέζε, Ρώμη.

 

Η απεικόνιση της αρπαγής της Περσεφόνης είναι συχνό νεκρικό θέμα, που συμβολίζει τη ζωή και το θάνατο, την αναγέννηση, και έχει σχέση με τις αντιλήψεις για τη μεταθανάτια ζωή. Έχει πανελλαδικό συμβολισμό, αλλά το συναντάμε ακόμα και στην Κάτω Ιταλία σε ταφικά μεγάλα ερυθρόμορφα αγγεία, σε σαρκοφάγους εκτός Ελλάδας ( Ρώμη, Βατικανό) και σε τάφους, κυρίως ως μαρμάρινο επικάλυμμα. Η παλαιότερη αναπαράσταση μιας θεάς, που μπορεί να ταυτισθεί με την Περσεφόνη που βγαίνει από το έδαφος, είναι ένα διακοσμημένο πιάτο από τη Φαιστό. Η θεά έχει μια μορφή που μοιάζει με λαχανικό και συνοδεύεται από κοπέλες, που χορεύουν ανάμεσα σε ανθισμένα λουλούδια.

Δύο από τους μακεδονικούς τάφους της Βεργίνας, που και οι δύο ανήκουν σε γυναίκες, φέρουν αναπαραστάσεις της αρπαγής της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα σε τοιχογραφίες υψηλής τέχνης. Η πρώτη τοιχογραφία, που θεωρείται μοναδικό επίτευγμα της αρχαίας ζωγραφικής τέχνης, εντοπίζεται στον «τάφο Ι» στις Αιγές, δίπλα σε εκείνον που αποδίδεται στον Φίλιππο Β’. Ένας κιβωτιόσχημος τάφος, όπου οι αρχαιολόγοι θεωρούν πως έχει ταφεί η Νικησίπολη, μια από τις συζύγους του Φίλιππου και μητέρα της Θεσσαλονίκης. Η τοιχογραφία βρίσκεται στο εσωτερικό του τάφου και παρουσιάζει τον Πλούτωνα να αρπάζει την Περσεφόνη πάνω στο άρμα του, ενώ ο καλλιτέχνης απεικόνισε και τη μητέρα της, τη θεά Δήμητρα, και τις τρεις Μοίρες. Προπορεύεται ο Ερμής Ψυχοπομπός.

 

Η τοιχογραφία με την αρπαγή της Περσεφόνης έχει βρεθεί σε έναν κιβωτιόσχημο τάφο στις Αιγές, με διαστάσεις 3Χ4,5 μ., που χρονολογείται γύρω στο 350 π.Χ. και ο οποίος ανήκε σε μια νεαρή γυναίκα, περίπου 25 χρόνων, που πρέπει να πέθανε στη γέννα και θάφτηκε εδώ μαζί με το βρέφος της. Μάλιστα, εικάζεται ότι είναι μία από τις επτά συζύγους του Φιλίππου Β’, πιθανότατα η Νικησίπολις από τις Φερές, η μητέρα της Θεσσαλονίκης.

 

Η άλλη αναπαράσταση της αρπαγής της Περσεφόνης από τους μακεδονικούς τάφους εντοπίστηκε στον τάφο της Ευρυδίκης, μητέρας του Φιλίππου Β’, και κοσμεί την πλάτη του μοναδικού θρόνου, που ανακαλύφθηκε μέσα σε αυτόν. Στο ερεισίνωτο του θρόνου βλέπουμε το τέθριππο του Πλούτωνα και την Περσεφόνη. Η τοιχογραφία είναι «αμφάς» καθώς βλέπουμε το άρμα από μπροστά, ενώ τα πρόσωπα και τα σώματα των μορφών δεν αποκαλύπτουν κάποια ιδιαίτερη κίνηση. Αντίθετα απεικονίζονται εν κινήσει τέσσερα άλογα, δύο άσπρα και δύο καφέ.

 

Ο «τάφος της Περσεφόνης» με το μοναδικό μαρμάρινο θρόνο. Ο τάφος αποδίδεται στη μητέρα του Φιλίππου Ευρυδίκη, γι’ αυτό και ονομάζεται επίσης «τάφος της Ευριδίκης».

 

Ζωγραφική παράσταση του Πλούτωνα και της Περσεφόνης σε τέθριππο πάνω στο θρόνο.

 

Η αρπαγή της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα αποκαλύφθηκε και στον τύμβο Καστά της Αμφίπολης σε ένα μοναδικής ομορφιάς ψηφιδωτό δάπεδο, το οποίο έχει φτιαχτεί από μικρά βότσαλα σε λευκό, μαύρο, γκρίζο, μπλε, κόκκινο και κίτρινο χρώμα [19]. Απεικονίζει ένα άρμα σε κίνηση με δύο λευκά άλογα, που οδηγείται από γενειοφόρο άνδρα με στεφάνι δάφνης στο κεφάλι καθώς και το θεό Ερμή, ο οποίος είναι ο ψυχοπομπός. Πλάι στο γενειοφόρο άντρα απεικονίζεται μια γυναικεία νεανική μορφή, με κόκκινους ανεμίζοντες βοστρύχους, η οποία φοράει λευκό χιτώνα, που συγκρατείται με κόκκινη λεπτή ταινία στο ύψους του στήθους, και κόσμημα στον καρπό του αριστερού της χεριού, που είναι υψωμένο προς τα πάνω. Το ψηφιδωτό είναι μεγέθους 4,5 x 3 και αναπαριστά την αρπαγή της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα παρουσία του ψυχοπομπού Ερμή. Είναι η πρώτη φορά που η παράσταση της αρπαγής της Περσεφόνης βρίσκεται σε ένα μακεδονικό ταφικό μνημείο με μορφή ψηφιδωτού.

 

Το ψηφιδωτό του δευτέρου θαλάμου με τη σκηνή της αρπαγής της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα.

 

Όποια και εάν είναι πραγματικά η ερμηνεία του μύθου, είναι γεγονός ότι η Περσεφόνη έχει συνδέσει το όνομά της άρρηκτα με τη Γεωργία και την ευφορία της ανά τους αιώνες. Οι άνθρωποι ερμηνεύοντας το σχετικό μύθο, πίστευαν ότι όσο καιρό η Περσεφόνη παραμένει στον Κάτω Κόσμο και η Δήμητρα θρηνεί και οδύρεται για την «Κόρη» της, νεκρώνεται η φύση και διακόπτεται η παραγωγή των σιτηρών. Η σπορά των σιτηρών τον Οκτώβριο και η εμφάνιση της νέας βλάστησης της φύσης, μετά τις πρώτες φθινοπωρινές βροχές, συνδυάστηκαν με την επιστροφή της Κόρης στον Επάνω Κόσμο και τον εξευμενισμό της Μητέρας Δήμητρας, της θεάς των δημητριακών, η οποία από τη χαρά της για την επιστροφή της «Κόρης» της, θα επιτρέψει τον κανονικό ρυθμό της φύσης και θα συμβάλλει στη βελτίωση των μεθόδων καλλιέργειας των σιτηρών και συγχρόνως στη βελτίωση των συνθηκών ζωής των ανθρώπων, θεσμοθετώντας τη λατρεία της στην Ελευσίνα.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τομ. Β, σελ. 106-107.

[2] Ομηρικός Ύμνος στη Δήμητρα, στιχ. 15 κ.ε.

[3] Ομηρικός Ύμνος στη Δήμητρα, στιχ. 22 κ.ε.

[4] Ομηρικός Ύμνος στη Δήμητρα, στιχ. 33 κ.ε.

[5] Ομηρικός Ύμνος στη Δήμητρα, στιχ. 62 κ.ε.

[6] Απολλοδώρου, Βιβλιοθήκη, 1,29.

[7] Ομηρικός Ύμνος στη Δήμητρα, στιχ. 197 κ.ε.

[8] Απολλοδώρου, Βιβλιοθήκη, 1, 31.

[9] Ομηρικός Ύμνος στη Δήμητρα, στιχ. 248 κ.ε.

[10] Ομηρικός Ύμνος στη Δήμητρα, στιχ. 256 κ.ε.

[11] Ομηρικός Ύμνος στη Δήμητρα, στιχ. 321 κ.ε.

[12] Απολλοδώρου, Βιβλιοθήκη, 1, 33.

[13] Ομηρικός Ύμνος στη Δήμητρα, στιχ. 393 κ.ε.

[14] Ομηρικός Ύμνος στη Δήμητρα, στιχ. 460 κ.ε.

[15] Παυσανία, Ελλάδος Περιήγησις, 7,18,2 και 8,4,1.

[16] Κακριδής Ιω. Ελληνική Μυθολογία, οι Θεοί, σελ. 137.

[17] Κακριδής Ιω. Ελληνική Μυθολογία, οι Θεοί, σελ. 137-138.

[18] Nilsson M., Η Αρχαία Ελληνική Θρησκεία, σελ. 51-54.

[19] Το Βήμα, εφημερίδα, 16/10/2014.

 

Αλέξης Τότσικας

 

Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »

Ο μύθος της αρπαγής της Ευρώπης


 

Η  Αρπαγή της Ευρώπης

  

Αρπαγή της Ευρώπης. Μετόπη από τον ναό της Ήρας στον Σελινούντα, 6ος αι. π.Χ. Παλέρμο, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.

Η Ελλάδα ανήκει στην Ευρώπη. Και η Ευρώπη είναι μια από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη, εκείνη με την πιο μεγάλη ιστορία και τον πιο ιστορικό πολιτισμό. Οι περισσότερες χώρες της Ευρώπης ανήκουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση και έχουν για νόμισμά τους το Ευρώ. Η λέξη «Ευρώπη» δεν είναι μόνο ελληνική, αλλά πέρασε και σε άλλες γλώσσες με λατινικούς χαρακτήρες: Europe στην Αγγλική και Γαλλική, Europa στη Γερμανική, Ιταλική και Ισπανική και έδωσε το όνομά της στη μικρότερη σε μέγεθος ήπειρο του πλανήτη. Τη  λέξη Ευρώπη τη συναντάμε σε πολλά παράγωγα, όπως ευρωπαίος, ευρωπαϊκός, ευρωπαϊστί, και σε σύνθετα όπως ευρωκεντρικός, ευρωσκεπτικιστής και ευρωσκεπτικισμός, Ινδοευρωπαϊκός, Ευρασία, Μεσευρώπη κ.α.

Η ενοποίηση των χωρών της Ευρώπης δείχνει ότι οι λαοί της, οι ευρωπαίοι, πιστεύουν ότι έχουν κοινή κληρονομιά και κοινές βάσεις στον πολιτισμό τους. Η πεποίθηση αυτή στηρίζεται στις μυθολογικές ρίζες της Ευρώπης και τη  σχέση της με τον Ελληνικό πολιτισμό και έχει αφετηρία ένα μύθο από την εποχή της αρχαίας Ελλάδας.  Το μύθο της αρπαγής της πριγκίπισσας Ευρώπης, που την είχε απαγάγει ο Δίας, σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία.

Ο μύθος της Ευρώπης διαδραματίζεται στη Μεσόγειο, κέντρο του αρχαίου κόσμου και κοιτίδα του πολιτισμού μας. Τη λεκάνη του νερού, στην οποία κυκλοφόρησαν Αιγύπτιοι, Φοίνικες, Έλληνες, Καρχηδόνιοι, Ρωμαίοι, Γαλάτες, Άραβες, Ιουδαίοι και Οθωμανοί. Τη θάλασσα  όπου οι δρόμοι εμπόρων, ταξιδιωτών και πειρατών διασταυρώθηκαν, αλλά έφερε και σε επαφή καλλιτέχνες και φιλοσόφους. Την οδό των πρώτων αποίκων και των τελευταίων μεταναστών. Τη θάλασσα που ενώνει, αλλά και το σύνορο που χωρίζει τους κόσμους της Ανατολής με τους κόσμους της δύσης.

 

Ο μύθος της Ευρώπης

 

Αρπαγή της Ευρώπης, Peter Paul Rubens, 1636, Museo Nacional del Prado.

Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία στα πολύ-πολύ παλιά χρόνια, όταν η ήπειρος όπου βρίσκεται η Ελλάδα δεν είχε πάρει ακόμη όνομα,  στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, κάπου στην Αίγυπτο, ενώθηκε ο Ποσειδώνας με τη Λιβύη και γεννήθηκαν δυο παιδιά, το Βήλο και τον Αγήνορα. Ο Βήλος έμεινε στην Αφρική, πήρε γυναίκα μια κόρη του Νείλου και απόκτησε δυο γιους, τον Αίγυπτο και τον Δαναό. Ο Αγήνορας τράβηξε κατά την Ασία και έκανε το βασίλειο του κάτω από τα παράλια της Μ. Ασίας, στην περιοχή της Φοινίκης με πρωτεύουσα την Τύρο ή τη Σιδώνα. Εκεί ο γιος του ο Φοίνικας παντρεύτηκε την Τηλέφασσα και γέννησε τέσσερα παιδιά. Τρεις γιους, τον Κάδμο, τον Φοίνικα και τον Κίλικα, και μια θυγατέρα. την Ευρώπη. Η Ευρώπη καθώς μεγάλωσε έγινε πανέμορφη και όλος ο κόσμος μιλούσε γι’ αυτήν. Η ομορφιά και η χάρη της ήταν τόσο μεγάλη, που τη ζήλευε και η Αφροδίτη, ενώ ο ίδιος ο Δίας την ερωτεύτηκε και βάλθηκε να την αποκτήσει εφαρμόζοντας με πολλή πονηριά ένα τολμηρό σχέδιο, που έβαλε με το νου του.

Ένα βράδυ, που η πεντάμορφη Ευρώπη κοιμόταν, είδε λίγο πριν το χάραμα ένα πολύ παράξενο όνειρο. Ονειρεύτηκε πως βρισκόταν σε ένα μέρος και παρουσιάστηκαν μπροστά της με τη μορφή  γυναικών δύο ήπειροι και φιλονικούσαν ποια θα την έπαιρνε δική της. Τη μια γυναίκα – ήπειρο τη γνώρισε, ήταν η Ασία, η ήπειρος όπου κατοικούσε. Την άλλη όμως δεν τη γνώριζε, ήταν άγνωστη. Ήταν μια στεριά, που δεν είχε όνομα και βρισκόταν στην απέναντι πλευρά της θάλασσας. «Η όμορφη κόρη Ευρώπη είναι δική μου», ισχυριζόταν η Ασία, «γιατί εγώ τη γέννησα, την έχω αναθρέψει». Η άλλη ήπειρος, η άγνωστη, την τράβαγε με βία με τα δυνατά της χέρια και απαντούσε: «Ήταν δική σου μέχρι τώρα, αλλά είναι θέλημα του Δία να την πάρω εγώ, να γίνει δικιά μου πια η Ευρώπη» [1].

Η Ευρώπη ξύπνησε ταραγμένη από τ’ όνειρο και με χτυποκάρδι κάθισε πολλή ώρα σιωπηλή. Είχε ακόμα μπρος στα ανοιχτά πια μάτια της τις δυο γυναίκες που είδε και αναρωτιόταν: «τί όνειρο ήταν αυτό που είδα σαν να ᾽μουν ξύπνια; Ποιός θεός έστειλε τέτοιο όνειρο σ᾽ εμένα και με ξετίναξε με τρόμο από το στρώμα; Και ποιά είναι η ξένη που είδα εγώ στον ύπνο μου; Η καρδιά μου πόσο την πόθησε, κι αυτή με πόση αγάπη, αλήθεια, μ᾽ αγκάλιασε, με κοίταξε, σα να ᾽μουνα παιδί της! Δώστε, θεοί μου, να βγει σε καλό τ᾽ όνειρό μου».

Όταν συνήλθε από την ταραχή, σηκώθηκε και προσκάλεσε τις φίλες της, συνομήλικες και αρχοντοπούλες όλες, συντρόφισσές της στο χορό και στα παιχνίδια,  να πάνε να παίξουν σ’ ένα ολάνθιστο λιβάδι στη ακρογιαλιά και να μαζέψουν όμορφα λουλούδια. Τρέξανε γρήγορα εκείνες κρατώντας η καθεμιά ένα καλάθι για άνθη και τράβηξαν για το παραθαλάσσιο λιβάδι, όπου μαζεύονταν συχνά, για να χαρούν τα λουλούδια και το βούισμα των κυμάτων. Η Ευρώπη κρατούσε ένα χρυσό πανέρι, θαύμα, έργο λαμπρό του Ήφαιστου, που το είχε χαρίσει ο θεός στη γιαγιά της, τη Λιβύη, κι εκείνη το έδωσε στην Τηλέφασσα και η Τηλέφασσα το χάρισε στην κόρη της Ευρώπη.

Πήγαν λοιπόν όλες μαζί στα ολάνθιστα λιβάδια. Εκεί τα κορίτσια κολύμπησαν στο δροσερό νερό και μετά άρχισαν τα τρεχαλητά πάνω στη χλόη και μάζευαν όμορφα ανοιξιάτικα αγριολούλουδα, που τα έριχναν στα καλαμένια καλάθια τους, τα στολισμένα με πολύχρωμες κορδέλες κι άνθη. Μυρωδάτα ζουμπούλια, άσπρα σαν το χιόνι, μενεξεδιές βιολέτες, κόκκινους σαν το αίμα κρόκους, νάρκισσους στο χρώμα του ήλιου, και στη μέση η πριγκίπισσα Ευρώπη διάλεγε με προσοχή μόνο ευωδιαστά τριαντάφυλλα, κατακόκκινα σαν τη φωτιά, που τα έβαζε στο χρυσό καλάθι της, και άστραφτε σαν τη θεά Αφροδίτη από την ομορφιά της μέσα στα λουλούδια.

Όταν την αντίκρισε ο γιος του Κρόνου, ο Δίας, την ερωτεύτηκε τρελά. Τα βέλη του έρωτα, που δαμάζουν ανθρώπους και θεούς, πλήγωσαν την καρδιά του. Και, για να ξεφύγει την οργή της Ήρας της ζηλιάρας, άλλαξε τη θεϊκή μορφή του και μεταμορφώθηκε σε ταύρο. Όχι σαν τους ταύρους, που μπορεί να βρει κανείς σε ένα συνηθισμένο κτήμα ή σε κάποιο λιβάδι της γης. Ήταν ένας ταύρος με απίστευτη ομορφιά, με τρίχωμα χιονάτο, κέρατα γυαλιστερά, με μια βούλα σαν ασήμι καταμεσής στο κούτελο και με μάτια που έλαμπαν από έρωτα. Ξεπρόβαλε ουρανοκατέβατος ανάμεσά τους και ήταν τόσο ήμερος! Άφηνε τα κορίτσια να τον χαϊδολογούν και να του κρεμάνε γιρλάντες από λουλούδια στο λαιμό και στα κέρατα, ενώ εκείνος μουγκάνιζε χαρούμενα, τρίβοντας το μαλλιαρό κορμί του πάνω στα πόδια τους.

 

Αρπαγή της Ευρώπης, 1727, Noel-Nicolas Coype, λάδι σε καμβά, Philadelphia Museum of Art.Gallerix.ru

 

Τα κορίτσια ενθουσιάστηκαν και έτρεξαν ν᾽ αγγίξουν το υπέροχο αυτό ζώο και πιο πολύ απ’ όλες η Ευρώπη, που  στάθηκε μπροστά της και της έγλειφε το λαιμό. Εκείνη  γοητευμένη χάιδεψε απαλά – απαλά τον ταύρο και τον φίλησε στο μέτωπο. Έβγαλε κείνος ένα ήμερο μουγκανητό, στάθηκε γονατιστός μπροστά στην κόρη, γύρισε το σβέρκο του, την κοίταξε και οι ματιές του της έδειξαν την πλάτη του. Εκείνη τότε μίλησε στις κοπελιές και είπε: «Ελάτε, φίλες μου, να παίξουμε μ’ αυτό το όμορφο ζώο, που είναι τόσο ήμερο κι ευγενικό. Ελάτε ν΄ ανεβούμε στην πλάτη του, που θα τη στρώσει κι όλες μας θα μας δεχτεί επάνω στο κορμί του». Και πρώτη – πρώτη ανέβηκε στη ράχη του, για να την πάει βόλτα.

Μα ξαφνικά δίνει έναν πήδο ο ταύρος και άρχισε να μουγκανίζει ακόμα πιο χαρούμενα και να περπατάει ήσυχα τριγύρω με το κορίτσι στη ράχη του, μέχρι που έφτασε στην ακροθαλασσιά. Στάθηκε εκεί για μια στιγμή και ξαφνικά πήδηξε κατά μπρος κι άρχισε να τρέχει πάνω στη θάλασσα προς το πέλαγος. Η Ευρώπη τρομοκρατημένη άρχισε να φωνάζει δυνατά προς τις φίλες της, ν’ απλώνει τα χέρια και να τις παρακαλεί να τη σώσουν. Οι φίλες της την άκουσαν κι έτρεξαν στην ακτή, μα δεν μπορούσαν πια να κάνουν τίποτα για να τη γλιτώσουν.

Αρπαγή της Ευρώπης. Palumba, Giovanni Battista, 1500-1510, χαρακτικό Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο, 1869.

Ο ταύρος απομακρυνόταν από την ακτή βαδίζοντας με τις οπλές του πάνω στα κύματα σαν δελφίνι. Η θάλασσα γαλήνεψε, τα δελφίνια πηδούσαν γύρω από το θεϊκό ταύρο, οι Νηρηίδες χόρευαν, οι Τρίτωνες φυσούσαν μέσα σε μεγάλες κοχύλες και μαζεμένοι γύρω του τραγούδι γάμου λέγανε. Κρατούσε γερά με το ένα χέρι τα κέρατα του ζώου και έσφιγγε το κορμί της πάνω στη ράχη του για να μην πέσει. Με το άλλο χέρι ανασήκωνε το πορφυρό της φόρεμα, για να μη σέρνεται και το βρέχει ο αφρός της θάλασσας, κι εκείνο φούσκωσε πάνω στους ώμους της σαν άρμενο και έκανε το βάρος της πιο ελαφρύ.

Η Ευρώπη είδε με τρόμο πως η ακτή ήταν πια πολύ μακριά και έβαλε τα κλάματα. «Καλέ κι ευγενικέ μου ταύρε,  πού με πας, ποιός είσαι;» ψέλλισε ανάμεσα στα δάκρυα της.  «Δεν είσαι ζώο σαν τα άλλα, είμαι σίγουρη. Δεν περπατάνε στη στεριά δελφίνια, ούτε οι ταύροι στο πέλαγος, όπως εσύ που ατρόμητος πηδάς και τρέχεις πάνω στα κύματα  κι είναι κουπιά οι οπλές σου. Έτσι όπως πας,  θαρρώ, και στον ουρανό θ᾽ ανέβεις και θα πετάς εκεί ψηλά σαν τα γοργόφτερα όρνια. Αν τυχόν είσαι θεός, σε ικετεύω, πες μου τι θέλεις από μένα.  Έχουμε φύγει τόσο μακριά από την ακτή και τώρα μ’ έχει κυριέψει τρόμος σαν σκέφτομαι πως θα πέσει το σκοτάδι και θα είμαι μακριά από το σπίτι μου».

Ο ταύρος τότε της απάντησε ευγενικά με ανδρική φωνή: «Μη φοβάσαι, ομορφούλα μου, της θάλασσας το κύμα. Ο Δίας ο ίδιος είμαι εγώ, κι ας έχω αυτή την όψη. Ο έρωτάς σου μ᾽ έσπρωξε με τη μορφή του ταύρου να κάμω τόσο δρόμο στη θάλασσα. Και θα σε πάω στην Κρήτη, όπου θα ζήσεις ευτυχισμένη και δοξασμένων γιων μητέρα θα σε κάμω, που βασιλιάδες θα γινούν με σκήπτρο αυτοί στον κόσμο. Κι ακόμα περισσότερο, η ήπειρος στην οποία ανήκει η Κρήτη θα πάρει τ’ όνομα σου».

Έτσι ο Δίας πέτυχε το σκοπό του και όλα έγιναν όπως τα είπε ο πατέρας των θεών. Αφού πέρασαν πάνω από πολλά βουνά, λαγκάδια και θάλασσες έφτασαν στην Κρήτη, στον τόπο που πιο πολύ απ’ όλους είχε δικό του ο Δίας, γιατί σ’ αυτόν τον τόπο ο μεγάλος θεός είχε γεννηθεί και είχε μεγαλώσει. Όταν το ταξίδι τέλειωσε, ο ταύρος ακούμπησε την Ευρώπη μαλακά στην ακτή της Κρήτης κι από κει την οδήγησε σ’ ένα παλάτι, όπου έγινε βασίλισσα και έζησε ζωή ευτυχισμένη. Οι Ώρες είχαν ετοιμάσει το νυφικό κρεβάτι , όπου ο ερωτευμένος πατέρας των θεών και των ανθρώπων έσμιξε με την πεντάμορφη θνητή. Καρπός αυτού του θεϊκού έρωτα ήταν τρεις γιοι, ο Μίνωας, ο Ροδάμανθυς και ο Σαρπηδόνας.

Στο μεταξύ ο πατέρας της Ευρώπης λυπήθηκε βαθιά, όταν άκουσε πως ένας ταύρος άρπαξε την κόρη του και εξαφανίστηκε μαζί της στην απέραντη θάλασσα. Κάλεσε τους τρεις γιους του, τον Φοίνικα, τον Κίλικα και τον Κάδμο, και τους είπε: «Θέλω να ταξιδέψετε μέχρι την άκρη του κόσμου, αν χρειαστεί, και να μου φέρετε πίσω την Ευρώπη. Αν δεν τη βρείτε, να μην επιστρέψετε. Δεν θέλω να ξαναδώ κανέναν σας μπροστά μου χωρίς την αδελφή σας ή έστω μια είδηση γι’ αυτή». Έτσι τα τρία παλικάρια του Αγήνορα κίνησαν από τον τόπο τους και πήραν το καθένα δικό του δρόμο. Δεν μπόρεσαν όμως να βρουν την αδελφή τους πουθενά και δεν είχαν το κουράγιο να ξαναγυρίσουν στον πατέρα τους. Έτσι  καθένας απ’ αυτούς εγκαταστάθηκε στο χώρο που τον έφεραν οι περιπλανήσεις του: ο Φοίνικας στη χώρα που από αυτόν ονομάστηκε Φοινίκη, ο Κίλικας στη χώρα που πήρε το όνομα Κιλικία και ο Κάδμος στην Καδμεία, μια πόλη που έχτισε ο ίδιος και αργότερα την είπαν Θήβα [2].

Η Ευρώπη παράμεινε σε όλη τη ζωή της στην Κρήτη και η φήμη των γιων της, που ήταν μεγαλοδύναμοι και σοφοί, απλώθηκε σ’ όλο τον κόσμο. Αφού ο Δίας χάρηκε την αγάπη και την ομορφιά της Ευρώπης, την εγκατέλειψε και πήγε στον Όλυμπο, για να γίνει βασιλιάς θνητών και αθανάτων.  Στην Κρήτη τότε βασίλευε ο  Αστερίων, ο οποίος πήρε για δεύτερο σύζυγό του την Ευρώπη και υιοθέτησε τα παιδιά που είχε αποκτήσει εκείνη από το Δία, γιατί ο ίδιος δεν είχε γιο, για να αφήσει ως διάδοχο. Τα ανέθρεψε όπως τους ταίριαζε και όταν γέρασε τους άφησε το βασίλειό του. Έτσι ο Μίνωας, μετά το θάνατο του Αστερίωνα, έγινε βασιλιάς της Κνωσού, της μεγαλύτερης πόλης της Κρήτης, και κατάφερε να ενώσει όλες τις πόλεις της Κρήτης, που τις κυβέρνησε δίκαια και έφτιαξε τον πρώτο Ευρωπαϊκό Πολιτισμό, το μινωικό πολιτισμό. Μάλιστα, επειδή ήταν πολύ δίκαιος, λένε πως όταν πέθανε έγινε Κριτής του Άδη.

Λένε ακόμα ότι, όταν ο Δίας άφησε την Ευρώπη για να πάει στον Όλυμπο, ο μεγάλος θεός πρόσφερε στην αγαπημένη του τρία μοναδικά δώρα: έναν χάλκινο φτερωτό γίγαντα, τον Τάλω, που προστάτευε όχι μόνο την αγαπημένη του Ευρώπη, αλλά ολόκληρη την Κρήτη, ένα χρυσό σκύλο, το Λαίλαπα, που κανένα θήραμα δεν μπορούσε να του ξεφύγει, και μια φαρέτρα με βέλη, που ποτέ τους δεν αστοχούσαν. Όταν πέθανε η Ευρώπη, την τίμησαν θεοί κι άνθρωποι και προς τιμή της έδωσαν το όνομά της στην ήπειρο που εγκαταστάθηκε. Από την Ευρώπη, λοιπόν, πήρε το όνομά της η ήπειρος που βρίσκεται πάνω από την Κρήτη και λέγεται Ευρώπη.

 

Τι συμβολίζει ο μύθος της Ευρώπης

 

Αρπαγή της Ευρώπης.

Ο μύθος του Δία και της Ευρώπης αναφέρεται στις μυθολογικές ρίζες της Ευρώπης σε σχέση με τον Ελληνικό πολιτισμό, κρύβει, πιθανότατα, ιστορικές πληροφορίες για τις σχέσεις της Κρήτης με την Ανατολή και εξηγεί γιατί στο νησί της Κρήτης, το πιο κοντινό στη Μικρά Ασία, τη Συρία, την αρχαία Φοινίκη και την Αίγυπτο έχει την αρχή του ο πρώτος πολιτισμός της Ευρώπης.

Η Ευρώπη ήταν εγγονή της Ιούς, της όμορφης ιέρειας της Ήρας, που η καταγωγή της κρατούσε από το Άργος. Και τις δύο τις ερωτεύτηκε ο Δίας, ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων. Την προγιαγιά της Ευρώπης, την πανέμορφή Ιώ, τη μεταμόρφωσε σε αγελάδα ο πατέρας των θεών και, αφού περιπλανήθηκε πολύ, διέτρεξε την ακτή του Ιονίου πελάγους (που εξαιτίας της πήρε το όνομά του), έφθασε στην Ιλλυρία, διέσχισε όλη την Σκυθία, πέρασε τη θάλασσα στα στενά του Βόσπορου (βοός + πόρος  = «πέρασμα της αγελάδας»), πλανήθηκε για πολύ καιρό στην Ασία και κατέληξε στην Αίγυπτο.

Κάποια χρόνια αργότερα η δισέγγονη της Ιούς, η πανέμορφη Ευρώπη, φτάνει από τη Φοινίκη στην Κρήτη πάνω στους ώμους ενός ταύρου. Και τα αδέρφια της Ευρώπης κυριαρχούν αντίστοιχα στην Κιλικία, τη Φοινίκη και στη Θήβα της Βοιωτίας. Δημιουργούνται έτσι οι δεσμοί που συνδέουν τον πολιτισμό της Ανατολής με τον πολιτισμό της Κρήτης και της ηπειρωτικής Ελλάδας. Ποια ιστορικά γεγονότα κρύβονται πίσω από αυτές τις μυθολογικές αφηγήσεις;

Ένας από τους παλαιότερους πολιτισμούς της Ευρώπης αναπτύχθηκε στις Κυκλάδες κατά την 3η και 2η χιλιετία π.Χ., δηλαδή την Εποχή του Χαλκού. Σε αυτό συνέβαλε το ήπιο κλίμα τους και κυρίως η ιδιαίτερα προνομιακή γεωγραφική τους θέση. Ουσιαστικά, τα νησιά των Κυκλάδων αποτελούν ένα είδος φυσικής γέφυρας ανάμεσα στην Ευρώπη και στην Ασία. Στη 2η χιλιετία π.Χ. οι Κυκλάδες έχουν επαφές με την ηπειρωτική Ελλάδα αρχικά και με την Κρήτη και μαζί με τα προϊόντα της Εγγύς Ανατολής μεταφέρουν στην Ευρώπη ιδέες, τεχνικές γνώσεις και θρησκευτικές αντιλήψεις. Ο πιο σημαντικός κυκλαδικός οικισμός είναι το Ακρωτήρι στη Θήρα, όπου ο αρχαιολόγος καθηγητής Σπύρος Μαρινάτος θα ανακαλύψει 3.500 χρόνια αργότερα  το θαυμάσιο πολιτισμό  της  περιοχής.

Οι περιπέτειες της Ιούς τοποθετούνται ιστορικά στο 16ο αιώνα π.Χ. Τον αιώνα αυτό οι πολιτισμοί του Αιγαίου και της Κρήτης, που  αριθμούν χιλιετηρίδες ύπαρξης, καταστρέφονται από σεισμό και καταποντισμούς, πιθανότατα  από έκρηξη  του ηφαιστείου της  Θήρας,  στο κέντρο του Αιγαίου, με τεράστια  παλιρροϊκά  κύματα,  που φτάνουν  μέχρι τη  Φοινίκη, την   Ιουδαία και την  Αίγυπτο. Είναι  ο σεισμός  – κατακλυσμός του Νώε.

Για να αντιμετωπίσουν αυτές τις δυσκολίες οι κάτοικοι του Αιγαίου, αναζητούν λύσεις και δημιουργούν συναλλαγές  με γειτονικούς λαούς και πολιτισμούς του Ιονίου πελάγους, της Μαύρης θάλασσας και της νοτιοανατολικής Μεσογείου. Συνδέονται δηλαδή με τις περιοχές, στις οποίες ο μύθος τοποθετεί τις περιπλανήσεις της Ιούς.

 

Η Ευρώπη και ο ταύρος, λάδι σε μουσαμά, Guido Rhenus, Dulwich Picture Gallery.

 

Ιστορικοί της αρχαιότητας μάλιστα, που προσπάθησαν να ερμηνεύσουν το μύθο, υποστήριξαν πως την Ιώ είχαν απαγάγει και είχαν οδηγήσει στην Αίγυπτο Φοίνικες πειρατές ή ήταν ερωμένη του καπετάνιου κάποιου φοινικικού πλοίου και έφυγε μαζί του με τη θέληση της. Στην Αίγυπτο την αγόρασε ο βασιλιάς της χώρας και έστειλε ως αποζημίωση στον πατέρα της, τον  Ίναχο έναν ταύρο. Όταν έφεραν όμως τον ταύρο στην Ελλάδα, ο Ίναχος ήταν νεκρός και οι πρέσβεις τον έδωσαν στους κατοίκους της χώρας, που δεν είχαν ξαναδεί ποτέ ταύρο.

Την Ιώ την καλοδέχτηκαν στην Αίγυπτο και έφερε στον κόσμο τον  Έπαφο, το γιο που είχε από το Δία, γενάρχη ενός πολυάριθμου γένους, στο οποίο περιλαμβάνονται και οι Δαναΐδες. Τα εγγόνια της Ιούς κυριάρχησαν στις κυριότερες χώρες της ανατολικής Μεσογείου, ο Βήλος στην Αίγυπτο και ο Αγήνορας στη Φοινίκη. Είναι προφανές ότι πίσω από τα πρόσωπα του μύθου κρύβονται οι σχέσεις επιγαμίας, που δημιουργήθηκαν στην Αίγυπτο ανάμεσα στους ντόπιους κατοίκους και τους «συγγενείς» της Ιούς, που μετακινήθηκαν εκεί.

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1500 π.Χ., πολύ πριν από τα Τρωικά, πολλοί αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν ότι ξέσπασαν στην Αίγυπτο λοιμώδεις ασθένειες (οι 7 πληγές του Φαραώ, σύμφωνα με την Αγία Γραφή). Οι ντόπιοι απέδωσαν τις ασθένειες στους ασεβείς αλλόφυλους, που ζούσαν στην Αίγυπτο, οι οποίοι φεύγουν μετανάστες σε άλλα μέρη, για να αποφύγουν την οργή των ντόπιων. Οι Εβραίοι με αρχηγό το Μωυσή πήγαν δια ξηράς στην Ιουδαία. Οι Δαναοί με πλοία και με αρχηγό το Δαναό  πήγαν μέσω Ρόδου στο Άργος. Οι Φοίνικες με αρχηγό τον Αγήνορα έφυγαν από τη Θήβα της Αιγύπτου, απ΄όπου και η ονομασία Θηβαίοι, και πήγανε στη Φοινίκη της Ασίας, απέναντι από την Κύπρο. Από εκεί οι Κρήτες έκλεψαν την Ευρώπη, τη μάνα του Μίνωα, και ένα μέρος τους με αρχηγό τον Κάδμο πέρασε σε πολλά ελληνικά νησιά στο Αιγαίο και έφτασε στη Βοιωτία, όπου έκτισαν πόλη, που ονομάστηκε Καδμεία από το όνομα του Κάδμου ή Θήβα από το όνομα της πόλης της Αιγύπτου απ΄ όπου έφυγαν μετανάστες.

Η αρπαγή της Ευρώπης απεικονίζεται στο κέρμα των 2 ευρώ. Η αρπαγή της πριγκίπισσας Ευρώπης από τη Φοινίκη της Ασίας από το Δία που την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα και την άρπαξε παίρνοντας μορφή ταύρου. Καρπός του έρωτα ήταν ο Μίνωας στην Κρήτη.

Η απαγωγή της Ευρώπης είναι πραγματικό γεγονός, όπως πραγματικά πρόσωπα είναι και ο Μίνωας, ο Κάδμος και τα άλλα πρόσωπα του μύθου. Ο Όμηρος  αναφέρει ότι ο  Μίνωας έζησε τρεις γενιές πριν από τον Τρωικό πόλεμο [3]. Σύμφωνα με Πάριο χρονικό (τρεις μεγάλες πλάκες από μάρμαρο Πάρου, όπου οι αρχαίοι έγραφαν τις κυριότερες ημερομηνίες) ο Μίνωας Α’ βασίλευε το  έτος 1470 π.Χ.,  ο Κάδμος ήρθε με Φοίνικες στη Βοιωτία το έτος 1255 και ο  Δαναός με Αιγύπτιους στο Άργος  το έτος 1247 [4].

Το μόνο που δεν είναι αλήθεια είναι ότι την απαγωγή της Ευρώπης την έκανε ο Δίας μεταμορφωμένος σε ταύρο, αλλά ο βασιλιάς των Δωριέων της Κρήτης Αστέριος. Ο λόγος για τον οποίο ειπώθηκε ότι την απαγωγή την έκανε ο Δίας  ήταν άλλος για τους Έλληνες και άλλος για τους Φοίνικες. Αρκετοί αρχαίοι συγγραφείς  (ο Αρριανός, ο Διόδωρος, ο Στράβων κ.α.)  υποστηρίζουν ότι ο Μίνωας και οι άλλοι μεγάλοι αρχαίοι νομοθέτες προσποιούνταν  ότι παίρνουν τους νόμους τους από το θεό ή έλεγαν ότι ήταν γιοι θεού,   προκειμένου οι άνθρωποι να θεωρούν ως θείες εντολές τους νόμους τους. Και οι Φοίνικες, για να δικαιολογήσουν την παρουσία τους στην Ελλάδα, ισχυρίζονταν ότι ο Κάδμος, ο γιος του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα και αδελφός της Ευρώπης, ήρθε στην Ελλάδα με στρατό ψάχνοντας για την Ευρώπη. Επειδή δεν τη βρήκε, από ντροπή δεν ξαναγύρισε πίσω και έκτισε τη Θήβα της Βοιωτίας [5].

Ο Ηρόδοτος είδε την αρπαγή της Ευρώπης ως ένα ακόμα επεισόδιο των αρχαίων πολέμων, που προκαλούνταν εξαιτίας των απαγωγών των γυναικών, και αναφέρει ότι οι λόγιοι των Περσών του είπαν πως Φοίνικες, φτασμένοι από τη θάλασσα που ονομάζεται Ερυθρά, άρχισαν μακρινά ταξίδια μεταφέροντας εμπορεύματα αιγυπτιακά και ασσυριακά σε άλλα λιμάνια και προπαντός στο Άργος. Έτσι έφτασε η Ιώ στην Αίγυπτο και αυτό έγινε η αρχή για τα αδικήματα που ακολούθησαν. Γιατί αργότερα κάποιοι από τους Έλληνες πάτησαν πόδι στην Τύρο της Φοινίκης και άρπαξαν τη θυγατέρα του βασιλιά την Ευρώπη. Ένας Έλληνας βασιλιάς της Κρήτης, που δε θυμούνταν  το όνομά του (βασιλιάς της Κρήτης τότε ήταν ο Αστέριος, γιος του Τέκταμου και εγγονός του Δώρου του Έλληνα) πήγε μαζί με άλλους Κρήτες και απήγαγε την κόρη του βασιλιά της Φοινίκης, την Ευρώπη. «Μία σου και µία µου» δηλαδή. Επειδή φοίνικες έμποροι από την Τύρο είχαν απαγάγει την Ιώ, κόρη του βασιλέα του Άργους, οι Κρήτες έπλευσαν στη Φοινίκη και απήγαγαν µε τη σειρά τους την κόρη του βασιλέα της Τύρου [6].

 

Αρπαγή της Ευρώπης

 

Και τι συμβολίζει ο ταύρος, που εμφανίζεται στις μετακινήσεις της Ιούς από το Άργος στην Αίγυπτο και της Ευρώπης από τη Φοινίκη στην Κρήτη; Ο ταύρος – τον βρίσκουμε σε κεντρικό ρόλο σε όλους τους μύθους  της Κρήτης και άλλων περιοχών της Ελλάδας-, που κουβαλάει στη ράχη του την Ευρώπη, δεν είναι άλλος από τον ωκεανό, που σηκώνει στις πλάτες του τη στεριά [7]. Οπωσδήποτε όμως συνδέεται και με το βασικό ρόλο του στη γεωργική παραγωγή της Ανατολής, αφού με τους ταύρους όργωναν τα χωράφια, για να παράγουν προϊόντα απαραίτητα για την επιβίωση και το εμπόριο. Αν πιστέψουμε μάλιστα την εκδοχή του μύθου ότι οι Αργείοι δεν είχαν ξαναδεί ποτέ ταύρο, φαίνεται ότι η χρησιμοποίησή του στη γεωργική παραγωγή ξεκίνησε από την Ανατολή και αργότερα πέρασε στην Ελλάδα.

Χαρακτηριστικά είναι και τα δώρα, που έκανε ο Δίας στην αγαπημένη του Ευρώπη, πριν φύγει για τον Όλυμπο. Ο χάλκινος γίγαντας Τάλω, που προστάτευε ολόκληρη την Κρήτη, ο χρυσός σκύλος Λαίλαπας, που κανένα θήραμα δεν του ξέφευγε, και η φαρέτρα με βέλη, που ποτέ τους δεν αστοχούσαν.

Ο Τάλως ήταν ένα γιγάντιο χάλκινο δημιούργημα του Ήφαιστου. Είχε όμως ένα αδύναμο σημείο στο σώμα του. Διέθετε μία και μοναδική φλέβα, η οποία ξεκινούσε από το λαιμό και κατέληγε στον αστράγαλό του, όπου ένα χάλκινο καρφί ή βίδα έκλεινε την έξοδό της. Μέσα στη φλέβα του Τάλω κυλούσε ο ιχώρ, δηλαδή «το αίμα των αθανάτων», θείο υγρό που τον καθιστούσε αθάνατο, επειδή είχε τη δυνατότητα να αναζωογονεί το σώμα του [8]. Από άλλους ο Τάλως παρουσιάζεται με φτερά που συμβολίζουν την ταχύτητα με την οποία έτρεχε γύρω από το νησί. Η Ευρώπη τον χάρισε στο Μίνωα. Όταν όμως πέρασαν από την Κρήτη οι Αργοναύτες, ο πατέρας του Φιλοκτήτη, ο Ποίας, τόξευσε το χάλκινο καρφί στη φτέρνα του Τάλω, το έβγαλε από τη θέση του, χύθηκε ο ιχώρ και ο Τάλως πέθανε [9]. Ο Πλάτωνας τον θεωρεί υπαρκτό πρόσωπο, αδελφό του Ροδάμανθυ, και αναφέρει πως ο Τάλως ήταν μια πανίσχυρη μηχανή αποτροπής βίας, που μετατρέπονταν σε πολεμική μηχανή, όταν αυτό ήταν αναγκαίο. Εκτελούσε όμως και χρέη δικαστή περιφερόμενος σε πόλεις και χωριά, φέροντας μαζί του τους νόμους του Μίνωα γραμμένους σε χάλκινες πλάκες. Είχε καθήκον να επισκέπτεται τα χωριά της Κρήτης και να εφαρμόζει το νόμο. Αναχωρούσε από τη βάση του στη Φαιστό και γύριζε τις ακτές του νησιού τρεις φορές την ημέρα και  έδιωχνε τα εχθρικά καράβια πετώντας τους πέτρες. Αν οι εχθροί είχαν αποβιβαστεί, τους έκαιγε με την ανάσα του ή τους αγκάλιαζε σφιχτά πάνω στο πυρακτωμένο χάλκινο σώμα του και τους έκαιγε [10].

Ο χάλκινος ήρωας Τάλως συμβολίζει την τεχνολογική εξέλιξη στον τομέα της μεταλλουργίας στα προϊστορικά-μινωικά χρόνια. Είχαν φτάσει σε τόσο υψηλό επίπεδο, ώστε έφτιαξαν με τη φαντασία τους έναν χάλκινο υπερήρωα να τους προστατεύει. Συμβολίζει επίσης τη ναυτική ισχύ της Μινωικής Κρήτης. Ο Μίνωας ήταν ο  πρώτος στον κόσμο που συγκρότησε πολεμικό ναυτικό και μ’ αυτό εδίωξε από τις Κυκλάδες τους  ληστές και τους πειρατές Κάρες και Φοίνικες και τις εποίκησε με μόνιμους κατοίκους που έφερε από την Κρήτη με αποτέλεσμα από τη μια ο Μίνωας να γίνει ο πρώτος θαλασσοκράτορας και από την άλλη να ελευθερωθούν οι θαλάσσιοι διάδρομοι και έτσι οι Έλληνες  να μπορούν να επικοινωνούν μεταξύ τους, να ασχοληθούν με ναυτικές εργασίες και να πλουτίσουν. Η Κρήτη έγινε η µεγαλύτερη ναυτική δύναµη, πασίγνωστη για τα περίφηµα πλοία της, που  µετέφεραν ανθρώπους, αγαθά και πολιτισµό στις χώρες που κατέπλεαν [11].

Η άλλη πολύ σημαντική ιδιότητα του Τάλω, αυτή του λειτουργού της δικαιοσύνης, υποδηλώνει τη σπουδαιότητα που απέδιδαν στην αρχαία Κρήτη στο θεσμό της δικαιοσύνης. Ο Μίνωας με τον αδελφό του Ραδάμανθυ είναι οι πρώτοι που δημιούργησαν αξιόλογη πολιτεία. Ένωσαν σε ενιαίο σύνολο όλες τις πόλεις – φυλές της Κρήτης, τους αυτόχθονες με τους μετανάστες (Δωριείς, Αχαιούς και Πελασγούς) και καθιέρωσαν πρωτόγνωρους για την εποχή θεσμούς για σωστή διακυβέρνηση. Θεσμοθετήθηκαν για πρώτη φορά σύνταγμα, βουλή,  βουλευτές, κοινά συσσίτια κλπ. Την Κρητική Πολιτεία  αντέγραψαν αργότερα πρώτα οι Σπαρτιάτες με το νομοθέτη Λυκούργο, μετά οι Αθηναίοι με το Σόλωνα και τέλος οι Ρωμαίοι με το νομοθέτη Νουμά. Αυτά όλα ήταν και η αιτία για την οποία Μίνωας και Ραδάμανθυς μετά θάνατο ανακηρύχθηκαν ισόθεοι και κριτές του Άδη. Οι νόμοι τους μάλιστα θεωρούνταν θεϊκοί, αφού ο Μίνωας τους έπαιρνε από τον πατέρα του το Δία, και επομένως η τήρησή τους ήταν απαραίτητη [12]. Ο χρυσός σκύλος Λαίλαπας και η φαρέτρα με τα βέλη, που δεν αστοχούσαν ποτέ, συμβολίζουν την αγάπη των Κρητών για το κυνήγι, αλλά και την υπερηφάνειά τους για τις ξεχωριστές ικανότητες της ονομαστής κυνηγητικής ράτσας σκύλων, που οι αρχαίο συγγραφείς ονόμαζαν «διάπονους», ακούραστους δηλαδή στο τρέξιμο, και «πάριππους», επειδή έτρεχαν με άνεση δίπλα στα γοργοπόδαρα άλογα. Τα στοιχεία αυτά υποδηλώνουν παράλληλα τη μεταβατική περίοδο ανάμεσα στην οικονομία του κυνηγιού, όπου οι άνθρωποι στήριζαν τη ζωή τους στα θηράματα,  και την οικονομία της γεωργίας, όταν στηρίχτηκαν στην καλλιέργεια της γης με τη βοήθεια φυσικά του ταύρου, που μετέφερε και την Ευρώπη στην Κρήτη.

 

Η Ευρώπη και ο Δίας μεταμορφωμένος σε ταύρο πριν την μεταφέρει στην Κρήτη. Τοιχογραφία στην Πομπηία. Museo Archeologico Nazionale di Napoli.

 

Η αρπαγή της Ευρώπης αποτυπώνει το σύνδεσμο μεταξύ της αρχαίας Αιγύπτου και της αρχαίας Ελλάδας. Η Φοινίκη ανήκε στη σφαίρα επιρροής των φαραώ της Αιγύπτου. Ο ∆ίας μεταφέροντας την Ευρώπη από τις ακτές της Φοινίκης στην Κρήτη μετέφερε τους καρπούς των αρχαίων ασιατικών πολιτισµών της Ανατολής στις νέες νησιωτικές αποικίες του Αιγαίου. Ο αδελφός της Ευρώπης Κάδµος, που περιπλανήθηκε σε ολόκληρο τον κόσµο προκειμένου να τη βρει, θεωρείται πως έφερε το αλφάβητο στην Ελλάδα, το φοινικικό αλφάβητο.

Οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τη λέξη «Ευρώπη» ως ονοµασία για την επικράτειά τους δυτικά του Αιγαίου, προκειµένου να τη διακρίνουν από τις παλαιότερες κτήσεις τους στη Μικρά Ασία. Η περιπέτειά της οδήγησε στη θεµελίωση ενός νέου πολιτισµού, που θα έφερε τελικά το όνοµά της και θα εξαπλωνόταν σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή χερσόνησο. Ο  μύθος απαθανατίστηκε σε ελληνικούς αµφορείς και σε τοιχογραφίες της Πομπηίας και ενέπνευσε πολλούς καλλιτέχνες σε πιο σύγχρονες εποχές, όπως τον Τισιανό, τον Ρέµπραντ, τον Ρούµπενς, τον Βερονέζε και τον Κλωντ Λορραίν.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Ο ποιητής Μόσχος από τις Συρακούσες  στο επύλλιον «Ευρώπη» αφηγείται σε 166 δακτυλικούς εξάμετρους  με τρόπο αριστοτεχνικό τον μύθο της αρπαγής της Ευρώπης από το Δία.

[2] Οβιδίου, Μεταµορφώσεις,  τόµ. Β΄, στ. 862 κ.ε., µτφρ. A.D. Melville, Οξφόρδη 1986.

[3] Ομήρου, Ιλιάδα Ν. 445 – 455 και  Ξ 321-322.

[4] Διόδωρος Σικελιώτης, βίβλος Μ, Απόσπασμα 3, βίβλος 1, 23-24 και 28-29.

[5] Αρριανός, Αλεξάνδρου Ανάβασις 2, 29.

[6] Ηρόδοτος Α, 2 – 5.

[7] Ι. Θ. Κακριδής,  ελληνική μυθολογία, οι Ήρωες, σελ. 261. Εκδ. ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ 1986.

[8] Απολλώνιος  Ρόδιος, Αργοναυτικά Δ, 1638 – 1670.

[9] Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη 1,9. εκδ. ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, 2002.

[10] Πλάτων, Μένων – Κλειτοφών – Μίνως, εκδ. ΚΑΚΤΟΣ, 1993, 318 – 320.

[11] Θουκυδίδη, Ιστορία, Ι,4.

[12] ΚΡΑΣΑΝΑΚΗΣ Α., Ναυτική Ιστορία Ελληνικού Έθνους, Αθήνα 2008. NORMAN DAVIES, Ιστορία της  Ευρώπης, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2009.

 

Αλέξης Τότσικας

«Μύθος και Ιστορία», υπό έκδοση.

 

Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »

« Newer Posts - Older Posts »