Η αρχαία Οινόη της Αργολίδας*
Η αρχαία Οινόη ήταν μια μικρή αργείτικη πόλη, που έγινε γνωστή από τη νίκη στην περιοχή αυτή των Αθηναίων και Αργείων εναντίον των Λακεδαιμονίων το 460 π.Χ. Η σημαντική αυτή νίκη απεικονίσθηκε στην Ποικίλη Στοά των Αθηνών [1], ενώ οι Αργείοι δεν παρέλειψαν να στείλουν στους Δελφούς γλυπτά αναθήματα. Η ακριβής θέση της δεν είναι επιβεβαιωμένη μέχρι σήμερα [2].
Ο Παυσανίας προσδιορίζει με σαφήνεια μόνο την περιοχή στην οποία πρέπει να αναζητηθεί [3]. Βαδίζοντας κανείς, λέει, από το Άργος προς τα δυτικά με κατεύθυνση αντίθετη προς το ρεύμα του Ξεριά, συναντούσε την Οινόη, όταν άρχιζε να ανηφορίζει προς τα υψώματα του Αρτεμισίου και νοτιότερα από τον άνω ρουν του Ινάχου. Στην περιοχή αυτή, κοντά στο χωριό Μερκούρι και στη διασταύρωση προς το χωριό Μάζι (Αρία) στη θέση Αγριλόβουνο – Σπηλιά πάνω σε μικρό γήλοφο η αρχαιολόγος Ευαγγελία Δεϊλάκη επεσήμανε αρχαία οικοδομικά λείψανα και αρχιτεκτονικά κατάλοιπα. Συγκεκριμένα μια αναθηματική επιγραφή, που χρονολογείται στο β΄ μισό του 6ου αι. π.Χ. με αναφορά στη λατρεία της Αρτέμιδος, κεραμική αρχαϊκών και κλασικών χρόνων, έναν πολυγωνικό τοίχο υπόστηλης αίθουσας [4], θεμέλια κτηρίων και διάσπαρτα αρχιτεκτονικά μέλη, που αποτελούν αδιάψευστες μαρτυρίες για την ακμή της αρχαίας πόλης που εκτεινόταν στις ανατολικές υπώρειες του όρους Αρτεμίσιο.

Τμήμα χάρτη της Αργολιδοκορινθίας του Αντώνη Μηλιαράκη, 1886. «Η Οινόη, έκειτο επί της οδού της Κλίμακος καλουμένης νυν Σκάλας, της αγούσης εξ Άργους εις Μαντίνειαν. Αυτή αρχομένη από των πυλών του Άργους των προς τη Δειράδι, δηλαδή των βορείων, διήρχετο την κοίτην του Χαράδρου (Παυσ. 2 24,5 και 25.1). Η προς την Τεγέαν δε οδός εξήρχετο εκ των μεσημβρινών πυλών του Άργους». [Αντωνίου Μηλι-αράκη, «Γεωγραφία Πολιτική Νέα και Αρχαία του Νομού Αργολίδος και Κορινθίας», Εν Αθήναις, 1886].
Η πολίχνη της Οινόης εμφανίζεται στις πηγές της αρχαίας ιστορίας με μια μάχη ανάμεσα σε Αργείους και Αθηναίους εναντίον των Σπαρτιατών, που έγινε στην περιοχή αυτή [5]. Συγκεκριμένα , σύμφωνα με πληροφορίες του Παυσανία, δυνάμεις των Σπαρτιατών με αρχηγό το βασιλιά Πλείσταρχο, γιο του Λεωνίδα, το 460 π.Χ. κινήθηκαν εναντίον των Αργείων, πέρασαν τα σύνορα της Αρκαδίας και έφτασαν στην Οινόη, μεταξύ Μαντινείας και Άργους. Οι Αργείοι με τη βοήθεια Αθηναίων «επίκουρων», που έφτασαν έγκαιρα στην Αργολίδα, νίκησαν τους Σπαρτιάτες και έγιναν κύριοι του πεδίου της μάχης [6]. Η νίκη αυτή Αργείων και Αθηναίων εναντίον των Σπαρτιατών στην Οινόη θεωρήθηκε πολύ σπουδαία, γιατί οδήγησε στην κατάρριψη του στρατιωτικού γοήτρου των Σπαρτιατών και της φήμης τους ως ακατανίκητης δύναμης εκείνη την περίοδο. Γι’ αυτό και οι Αθηναίοι ζωγράφισαν στην Ποικίλη Στοά [7] το στρατό τους παρατεταγμένο εναντίον των Σπαρτιατών στην Οινόη, [8] ενώ οι Αργείοι για τη νίκη τους στη μάχη της Οινόης αφιέρωσαν πλούσια αναθήματα στο μαντείο των Δελφών [9].
Ίχνη αμαξήλατων αρχαίων οδών αναδεικνύουν την περιοχή της Οινόης σε οδικό και στρατηγικό κόμβο της βορειοδυτικής Αργολίδας. Οι γραπτές πηγές (Παυσανίας ΙΙ, 25,2) ταυτίζουν τα ευρήματα αυτά με την αρχαία Οινόη, πόλη που σύμφωνα με την παράδοση πήρε το όνομά της από το βασιλιά Οινέα.
Στην ελληνική μυθολογία ο Οινέας (Οινεύς) ήταν βασιλιάς της Καλυδώνας, αρχαίας πόλης της Αιτωλίας, που ήταν χτισμένη στη δυτική όχθη του Εύηνου ποταμού και τα ερείπιά της βρίσκονται σήμερα δυτικά του Ευηνοχωρίου, 11 περίπου χιλιόμετρα από τον Πατραϊκό κόλπο.
Ο Οινέας καταγόταν από τον Αιτωλό, που έδωσε το όνομά του στους Αιτωλούς, ή από τον Δευκαλίωνα, ο γιος του οποίου Ορεσθέας (= «ο άνθρωπος των βουνών») ήταν παππούς του Οινέα και εγκαταστάθηκε στην Αιτωλία ως πρώτος βασιλιάς της λίγο μετά τον κατακλυσμό του ∆ευκαλίωνα. Ο Ορεσθέας είχε μια σκύλα, που μια μέρα γέννησε ένα κομμάτι ξύλου, που ο Ορεσθέας το παράχωσε στο χώμα και απ’ αυτό φύτρωσε το πρώτο κλήμα φορτωμένο με σταφύλια [10]. Σε ανάμνηση αυτού του γεγονότος ο Ορεσθέας ονόμασε το γιο που απέκτησε Φύτιο (= «αυτός που φυτεύει»). Ο Φύτιος ήταν αυτός που διέδωσε την καλλιέργεια του αμπελιού και γιος του ήταν ο Οινέας, που το όνομά του προέρχεται από τη λέξη «οίνη», όπως αποκαλούσαν τότε οι Έλληνες την άµπελο.

Οινέας, Περίβοια, Άγριος, Διομήδης. Ποσειδωνιακή ερυθρόμορφη υδρία του Ζωγράφου του Πύθωνα, περίπου 360-320 π.Χ. Η παράσταση είναι εμπνευσμένη από το χαμένο έργο του Ευριπίδη «Οινέας». Ο Άγριος, αδελφός του Οινέα, είναι δεμένος πάνω σε βωμό. Κάτω από το βωμό εμφανίζεται Ερινύα. Ο Διομήδης, γιος του Τυδέα και εγγονός του Οινέα, προσφέρει στον Οινέα, που οδηγείται από την Περίβοια, σπαθί. Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο.
Σύμφωνα µε άλλο μύθο [11] ο Οινέας είχε ένα βοσκό που τον έλεγαν Στάφυλο. Ο βοσκός αυτός παρατήρησε πως µια από τις κατσίκες του κοπαδιού κάθε μέρα γινόταν παχύτερη και ήταν πάντα πιο ζωηρή από τα άλλα ζώα. Την παρακολούθησε και είδε ότι το ζώο έτρωγε κάποιους καρπούς που ο ίδιος δεν είχε ξαναδεί. Έφαγε και αυτός, τους βρήκε νόστιμους και μάζεψε μερικούς και τους πήγε στον κύριό του. Ο Οινέας έστυψε τον καρπό, ήπιε τον χυμό και… ξανάνιωσε! Από ευγνωμοσύνη στο βοσκό έδωσε στον καρπό το όνομα του παρατηρητικού δούλου του «σταφυλή» (Στάφυλος< σταφύλι) και στο χυμό το δικό του όνομα (Οινέας <οίνος) [12].

Ο Οινέας προσφέρει σταφύλια στο θεό Διόνυσο. Bloemaert, Cornells, χαρακτικό, περίπου 1635-1633. Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο.
Ο Οινέας πήρε για σύζυγο την κόρη του Θέστιου, την Αλθαία, και μαζί απέκτησαν πολλά παιδιά, μεταξύ των οποίων τους Τοξέα, Θυρέα, Κλύμενο και τον ήρωα Μελέαγρο, που λένε ότι τον απέκτησε με τον θεό Άρη. Διηγούνταν μάλιστα ότι στη γέννηση του Μελέαγρου παρουσιάστηκαν και οι τρεις μοίρες, για να πουν το μέλλον του. Η πρώτη Μοίρα, η Κλωθώ, της είπε ότι ο γιος της θα έχει γενναία ψυχή, η δεύτερη, η Λάχεσις, ότι θα είναι ανδρείος, ενώ η τρίτη, η Άτροπος, κοίταξε στη φωτιά ένα ξύλο που καιγόταν και ευχήθηκε να ζήσει μέχρι να καεί εντελώς το ξύλο. Η Αλθαία, έντρομη, άρπαξε το δαυλί, το έσβησε και το έκρυψε με μεγάλη προσοχή σε ένα κιβώτιο που μόνο αυτή ήξερε, για να διατηρήσει το παιδί της στη ζωή [13].
Όταν ο Μελέαγρος μεγάλωσε, πήρε μέρος στο κυνήγι του Καλυδώνιου Κάπρου, ενός φοβερού στο μέγεθος και στη δύναμη αγριογούρουνου, το οποίο έστειλε η θεά Άρτεμις για να τιμωρήσει τον βασιλιά της Καλυδώνας Οινέα, επειδή προσέφερε τους πρώτους ετήσιους καρπούς της χώρας προς όλους τους θεούς εκτός από την Άρτεμη. Ο Κάπρος που έστειλε η θεά, σκότωνε τους γεωργούς όταν πήγαιναν να σπείρουν και προκαλούσε καταστροφές στα υπάρχοντά τους. Τότε ο Μελέαγρος, για να απαλλάξει τη χώρα από το θηρίο, κάλεσε τους περισσότερους ήρωες της Ελλάδας και τους υποσχέθηκε ότι όποιος κατόρθωνε να το σκοτώσει θα έπαιρνε ως έπαθλο το τομάρι και το κεφάλι του θηρίου. Ανάμεσά τους ήταν και μια γυναίκα, η θρυλική Αταλάντη, που πρώτη κατάφερε να πετύχει με τα βέλη της το ζώο στο πίσω μέρος και να το τραυματίσει, και δεύτερος ο Αμφιάραος, που το πέτυχε στο μάτι. Έπειτα ο Μελέαγρος χτύπησε με το ακόντιό του το θηρίο στο πλευρό, το σκότωσε και χάρισε το δέρμα του στην Αταλάντη, που είχε πρώτη τραυματίσει το ζώο.
Η Άρτεμις όμως προκάλεσε διχόνοια μεταξύ αυτών που είχαν πάρει μέρος στο κυνήγι για το ποιος πράγματι είχε δικαίωμα στο τομάρι και το κεφάλι του ζώου. Οι γιοι του Θέστιου, επειδή δεν ανέχονταν να πάρει το βραβείο της ανδρείας μια γυναίκα, ενώ ήταν παρόντες άνδρες, της άρπαξαν το τομάρι, λέγοντας ότι τούς ανήκει. Ακολούθησε μάχη και σε αυτή ο Μελέαγρος σκότωσε τους θείους του (γιους του Θέστιου), τον Τοξέα και τον Πλέξιππο, αδελφούς της μητέρας του, η οποία τότε εξοργίσθηκε τόσο πολύ για τον φόνο των αδελφών της, που άρπαξε τον κρυμμένο δαυλό και τον έκαψε, με αποτέλεσμα να πεθάνει αμέσως και ο γιος της [14]. Αργότερα όμως η Αλθαία μετανόησε και αυτοκτόνησε.

Η Αλθαία καίει τη μοιραία δάδα και ο Μελέαγρος πεθαίνει. Baur, Johann Wilhelm, 1639. Όσοι τον θρήνησαν μεταμορφώνονται σε πουλιά. Σε δεύτερο επίπεδο ο Φιλήμων, η Βαυκίδα μεταμορφώνονται σε δέντρα.

Η Αταλάντη θρηνεί τον Μελέαγρο. Batoni Pompeo, ελαιογραφία περίπου το 1743. The Galleria Nazionale d’Arte Antica, Palazzo Barberini.
Κόρη του Οινέα θεωρείται και η Δηιάνειρα, που λένε ότι η Αλθαία τη γέννησε με τον θεό Διόνυσο. Σύμφωνα πάλι µε τη Μυθολογία, ο θεός Διόνυσος σε μια από τις ατέλειωτες περιπλανήσεις του βρέθηκε στην Αιτωλία και φιλοξενήθηκε από τον Οινέα, βασιλιά της Καλυδώνας. Ευχαριστημένος ο θεός από την υποδοχή και τη φιλοξενία που βρήκε, παρέδωσε στον Οινέα το πρώτο κλήμα για να το φυτέψει, του έμαθε την τέχνη της καλλιέργειας της αμπέλου και, για να τον τιμήσει έδωσε το όνομά του στο χυμό των καρπών της. Έτσι από τον Οινέα το κρασί ονομάστηκε οίνος.
Στην πραγματικότητα ο Διόνυσος είχε βάλει στο μάτι τη βασίλισσα Αλθαία, σύζυγο του Οινέα. Ο Οινέας κατάλαβε την επιθυμία του θεού και έκανε τα στραβά μάτια, για να μην εμποδίσει αυτή την παράνομη σχέση. Προσποιήθηκε πως ήταν υποχρεωμένος να απουσιάσει για κάποια θυσία και άφησε το παράνομο ζευγάρι μόνο του. Διόνυσος και Αλθαία παραδόθηκαν στον έρωτά τους και από τις σχέση τους γεννήθηκε η Δηιάνειρα η μετέπειτα σύζυγος του Ηρακλή.

Ηρακλής, Δηιάνειρα, Οινέας, Αχελώος. Ερυθρόμορφος σικελικός καλυκωτός κρατήρας, περίπου μέσα 4ου αι. π.Χ. Αριστερά κάθεται η Δηιάνειρα κρατώντας τρεις φιάλες. Πίσω της στέκεται η θεραπαινίδα. Στο κέντρο ο Ηρακλής είναι στραμμένος προς τον Οινέα, τον πατέρα της Δηιάνειρας. Πάνω του εικονίζεται ο ποτάμιος θεός Αχελώος. Η Νίκη με το στεφάνι υποδηλώνει τη νίκη του Ηρακλή στη διεκδίκηση της Δηιάνειρας. Lipari, Museo Archeologico Eoliano.

Ο Ηρακλής μάχεται με τον Νέσσο. Αττικός μελανόμορφος αμφορέας της Ομάδας της Μήδειας, περίπου 530-520 π.Χ. Αριστερά η γυναικεία μορφή ταυτίζεται με τη Δηιάνειρα και δεξιά η ανδρική με τον Οινέα. The J. Paul Getty Museum.
Δώρο ευγνωμοσύνης του Διόνυσου προς τον Οινέα ήταν το αμπέλι και η διδασκαλία για τη σωστή καλλιέργεια και χρήση του μεθυστικού ποτού, του κρασιού [15], και το όνομά του σχετίζεται με τον οίνο (κρασί), αφού θεωρείται ότι έμαθε την τέχνη της οινοποιίας από τον ίδιο τον θεό Διόνυσο και την εισήγαγε στην Αιτωλία.
Μετά τον θάνατο της Αλθαίας, ο Οινέας παντρεύτηκε την Περίβοια, κόρη του βασιλιά Ιππόνοου, που ζούσε στις όχθες του Πείρου και αδερφή του Καπανέα, ενός από τους ήρωες των Επτά επί Θήβας [16] και την είχε πάρει σαν σκλάβα, όταν νίκησε τον Ιππόνοο και κυρίευσε την Ώλενο (στην Αιτωλία ή στην Αχαΐα). Φαίνεται όμως ότι την ερωτεύτηκε. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή ο πατέρας της την έστειλε στο βασιλιά της Καλυδώνας Οινέα με την εντολή να την σκοτώσει, επειδή αυτή έμεινε έγκυος από τον Άρη [17]. Εκείνος όμως, που πρόσφατα είχε χάσει τη σύζυγο και το γιο του, προτίμησε να την παντρευτεί. Από τον γάμο αυτό γεννήθηκε ο Τυδέας, πατέρας του ήρωα Διομήδη.
Ο Οινέας είχε αρκετά αδέλφια, ανάμεσα στα οποία και ο Άγριος [18]. Ο Άγριος είχε έξι παιδιά, ανάμεσά τους και τον χωλό Θερσίτη, που έμεινε στην ιστορία ως συνώνυμο της ασχήμιας, της αυθάδειας και της αμετροέπειας. Κάποτε ο Άγριος κατηγόρησε τον Τυδέα ότι δολοφόνησε στο κυνήγι τον θείο του και αδελφό του Άγριου, Αλκάθοο, και τα ανίψια του Άγριου. Με αυτή την αιτία οι γιοι του Αγρίου εισβάλουν στη Καλυδώνα και εκθρονίζουν από το θρόνο τον Οινέα, πατέρα του Τυδέα και καταλαμβάνουν την εξουσία. Ο Τυδέας εκδιώχθηκε από τον θείο του Άγριο και κατέφυγε στον βασιλιά του Άργους Άδραστο.
Όταν έφτασε στο Άργος, ο Άδραστος άκουσε φασαρία στον προθάλαμο του ανακτόρου του και βγήκε ανήσυχος να δει τι συνέβαινε. Βρέθηκε μπροστά σε δύο άνδρες που μάλωναν για το ποιος θα ζητήσει πρώτος τη φιλοξενία του. Ο ένας ήταν ο Πολυνείκης διωγμένος από τον αδελφό του Ετεοκλή από τη Θήβα, που ήθελε να τον βοηθήσει να ξαναγυρίσει στην πατρίδα του ως βασιλιάς, και ο άλλος ο Τυδέας, διωγμένος κι αυτός από τη δική του πατρίδα, την Καλυδώνα, για κάποιο φόνο που είχε διαπράξει κατά λάθος. Ο Πολυνείκης είχε μια ασπίδα με παράσταση λιονταριού, ενώ ο Τυδέας ασπίδα με παράσταση αγριόχοιρου. Ο Άδραστος τους χώρισε και δέχθηκε να φιλοξενήσει και τους δύο στο παλάτι του, γιατί θυμήθηκε πως κάποτε του είχε δοθεί ένας περίεργος χρησμός: να παντρέψει τις κόρες του με ένα λιοντάρι και με ένα αγριόχοιρο. Πίστεψε ότι αυτούς εννοούσε ο χρησμός και πάντρεψε τις δύο κόρες του, την Αργεία με τον Πολυνείκη και τη Διηπύλη με τον Τυδέα με τον οποίο έκανε τον Διομήδη [19].
Ο Τυδέας και ο Πολυνείκης στηριγμένοι στη δύναμη του πεθερού τους Άδραστου κατέστρωσαν σχέδιο να μπουν με στρατό πρώτα στη Θήβα κι έπειτα στην Καλυδώνα και να γίνει ο καθένας βασιλιάς στον τόπο του. Έτσι ξεκίνησε η περίφημη εκστρατεία των «Επτά επί Θήβας», στην οποία ο Τυδέας συμπαραστάθηκε στον Πολυνείκη στην προσπάθειά του να καταλάβει τον θρόνο της Θήβας από τον αδερφό του, Ετεοκλή και διακρίθηκε για το θάρρος του ως ένας από τους «Επτά επί Θήβας», αλλά τελικά σε κάποια μάχη τραυματίσθηκε θανάσιμα και δεν πρόφτασε να διεκδικήσει τη βασιλεία στη δική του χώρα, την Καλυδώνα.
Μετά το θάνατο του Τυδέα, ο γιος του Διομήδης παντρεύτηκε μια Αργεία, την Αιγιαλεία, και εγκαταστάθηκε στο Άργος. Ο Διομήδης έγινε μόνιμος πολίτης του Άργους, συνέχισε όμως την επαφή του με την Καλυδώνα, την πατρίδα του πατέρα του, την οποία διοικούσε ο παππούς του, ο Οινέας, και ήθελε να εκδικηθεί για την εξορία του πατέρα του από την Καλυδώνα. Κάποτε έμαθε ότι οι οικογενειακοί τους εχθροί με πρωταγωνιστή το γιο του Άγριου, το Θερσίτη, οργάνωσαν μια συνωμοσία με σκοπό την πτώση του βασιλιά, παραμέρισαν από την εξουσία τον παππού του Οινέα, τον κακοποίησαν και τον φυλάκισαν. Ο Διομήδης ένιωσε ντροπή να μην κάνει κάτι για τον άτυχο παππού του και ξεκίνησε για την Καλυδώνα. Μπήκε κρυφά στην πόλη, αιφνιδίασε τους εχθρούς του, σκότωσε τα ξαδέρφια του που είχαν σφετεριστεί τον θρόνο του βασιλιά Οινέα, πλην του Θερσίτη που κατάφερε να διαφύγει, και άφησε στο θρόνο του παππού του τον Ανδραίμονα, που είχε παντρευτεί μια κόρη του Οινέα. Φεύγοντας από την Καλυδώνα πήρε μαζί του τον γέρο και ανήμπορο παππού του Οινέα, για να τον φροντίσει στα γεράματά του.
Επιστρέφοντας στο Άργος από τα μέρη της Αρκαδίας, ο Θερσίτης, που είχε γλυτώσει από τα χέρια του Διομήδη και τους ακολουθούσε, κατάφερε να πετύχει και να σκοτώσει τον γέροντα Οινέα λίγο πριν φτάσουν στο Άργος [20]. Ο Διομήδης έθαψε τον παππού του στο μέρος που σκοτώθηκε και για να τον τιμήσει ίδρυσε μια μυθική πόλη στο σημείο εκείνο και την ονόμασε Οινόη από το όνομα του παππού του Οινέα [21].
Αργότερα ο Διομήδης πήρε μέρος στην τρωική εκστρατεία και με την προστασία της Αθηνάς πέτυχε πολλά και θαυμαστά κατορθώματα. Ο Όμηρος μάλιστα τον παρουσιάζει ως τον γενναιότερο των Ελλήνων μετά τον Αχιλλέα. Με τον Οινέα σχετίζεται και το περίφημο επεισόδιο του Γλαύκου και Διομήδη, που περιγράφει στην Ιλιάδα ο Όμηρος [22].

Ο Γλαύκος και ο Διομήδης ανταλλάσσουν τον οπλισμό τους. Αττική πελίκη του «Ζωγράφου του Hasselmann», περ. 420 π.Χ.
Η μονομαχία Γλαύκου – Διομήδη είναι μία από τις 19 μονομαχίες που διαβάζουμε στην Ιλιάδα. Πριν και κατά την διεξαγωγή μιας μονομαχίας οι αντίπαλοι ανταλλάσσουν πολεμικές προκλήσεις και απειλές, για να εκφοβίσουν τον αντίπαλο. Στη μονομαχία αυτή ο Γλαύκος, γιος του Ιππόλοχου, που πολεμούσε με το μέρος των Τρώων στο πλευρό του εξαδέλφου του, του Σαρπηδόνα, βρέθηκε αντιμέτωπος με τον Διομήδη. Πάνω στη μονομαχία ο Διομήδης ρώτησε το Γλαύκο ποιος είναι [23]. Ο Γλαύκος απάντησε ότι ήταν εγγονός του Βελλεροφόντη, που ο παππούς του Διομήδη Οινέας τον είχε κάποτε φιλοξενήσει στο ανάκτορό του και είχαν ανταλλάξει πολύτιμα δώρα. Τότε Διομήδης έμπηξε το κοντάρι του στη γη και του είπε: «Μου είσαι φίλος πατρικός από παλιά, αλήθεια! Όπλα ας ανταλλάξουμε, όλοι αυτοί να ξέρουν πως μια φιλία πατρική ανάμεσά μας είναι». Οι απόγονοι των δύο ανδρών πήδησαν αμέσως από τα άλογα, έδωσαν τα χέρια και ορκίστηκαν φιλία. Αλλά ο Δίας σάλεψε τη σκέψη του Γλαύκου κι έδωσε στο Διομήδη όπλα χρυσά που άξιζαν εκατό κι εννιά βόδια, για να πάρει τα ορειχάλκινα όπλα του Διομήδη, που είχαν πολύ μικρότερη αξία.
Η αρχαία Οινόη, λοιπόν, βρίσκεται στις ανατολικές πλαγιές του Αρτεμισίου από την προϊστορική εποχή. Συνδέεται με την αρχαία μυθολογική παράδοση, με γεγονότα και πρόσωπα της Αιτωλίας και της Αργολίδας από την εποχή του Ηρακλή μέχρι τον τρωικό πόλεμο. Πρωταγωνιστής τους ο βασιλιάς Οινέας από στην Καλυδώνα της Αιτωλίας, που πέθανε στην Αργολίδα, τον έθαψαν στην περιοχή αυτή και της έδωσαν το όνομά του.
Υποσημειώσεις
[1] Παυσανίας, Αττικά, 15,1
[2] Παπαχατζής Νικόλαος, Παυσανία Κορινθιακά, σελ. 185.
[3] «προελθοῦσι δὲ αὐτόθεν διαβάντων ποταμὸν χείμαρρον Χάραδρον καλούμενον ἔστιν Οἰνόη, τὸ ὄνομα ἔχουσα, ὡς Ἀργεῖοί φασιν…» Παυσανία, Κορινθιακά, 25,2
[4] Αρχαιολογικό Δελτίο 26 (1971)
[5] Κοφινιώτης Ιωάννης, «Ιστορία του Άργους από των Αρχαιοτάτων χρόνων μέχρις ημών» Εν Αθήναις, Τυπογραφείον ο «Παλαμήδης» 1892. Επανέκδοση, Εκδ. Εκ Προοιμίου 2008, σελ. 142.
[6] Ιστορία Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τόμος Γ1, σελ. 64
[7] Ποικίλη στοά ή Πεισιανάκτειος στην αρχαία Αθήνα. Ονομάστηκε έτσι από τα πολλά και πολύχρωμα θαυμάσια έργα τέχνης που φιλοξενούσε καθώς και από το όνομα του γαμπρού του Κίμωνος, Πεισιάνακτα.
[8] «αὕτη δὲ ἡ στοὰ πρῶτα μὲν Ἀθηναίους ἔχει τεταγμένους ἐν Οἰνόῃ τῆς Ἀργείας ἐναντία Λακεδαιμονίων», Παυσανίας, Αττικά, 15,1
[9] πλησίον δὲ τοῦ ἵππου καὶ ἄλλα ἀναθήματά ἐστιν Ἀργείων,… Ὑπατοδώρου καὶ Ἀριστογείτονός εἰσιν ἔργα, καὶ ἐποίησαν σφᾶς, ὡς αὐτοὶ Ἀργεῖοι λέγουσιν, ἀπὸ τῆς νίκης ἥντινα ἐν Οἰνόῃ τῇ Ἀργείᾳ αὐτοί τε καὶ Ἀθηναίων ἐπίκουροι Λακεδαιμονίους ἐνίκησαν. Παυσανίας, Φωκικά, Χ,10,3
[10] Παυσανία, Φωκικά, 10,38,1
[11] Κακριδής Ιωάννης, Ελληνική Μυθολογία, τόμος 3, σελ. 153
[12] Το όνομα του βασιλιά της Καλυδώνας έχει παγκοσμίως ταυτιστεί με τον οίνο (Οινεύς – Vin γαλλικά – Vinoι σπανικά – Wein γερμανικά – Wine αγγλικά, κρασί =κεκραμένος οίνος, δηλαδή ανακατεμένος με νερό).
[13] Κακριδής Ιωάννης, Ελληνική Μυθολογία, τόμος 3, σελ.153
[14] Κακριδής Ιωάννης, Ελληνική Μυθολογία, τόμος 3, σελ.154
[15] Καρλ Κερένυι, Η Μυθολογία των Ελλήνων, Εκδόσεις «Εστία», 1995, σελ. 359-367.
[16] Ησίοδου, Ηοίαι, απόσπ. 13
[17] «Ἀλθαίας δὲ ἀποθανούσης ἔγημεν Οἰνεὺς Περίβοιαν τὴν Ἱππονόου. ταύτην δὲ ὁ μὲν γράψας τὴν Θηβαΐδα πολεμηθείσης Ὠλένου λέγει λαβεῖν Οἰνέα γέρας, Ἡσίοδος δὲ ἐξ Ὠλένου τῆς Ἀχαΐας, ἐφθαρμένην ὑπὸ Ἱπποστράτου τοῦ Ἀμαρυγκέως, Ἱππόνουν τὸν πατέρα πέμψαι πρὸς Οἰνέα πόρρω τῆς Ἑλλάδος ὄντα, ἐντειλάμενον ἀποκτεῖναι». Απολλοδώρου, Βιβλιοθήκη, Α 8,4
[18] Ομήρου, Ιλιάδα, Ξ 117
[19] Κακριδής Ιωάννης, Ελληνική Μυθολογία, τόμος 3, σελ.158
[20] «Οἰνέα γὰρ τὸν βασιλεύσαντα ἐν Αἰτωλίᾳ λέγουσιν ὑπὸ τῶν Ἀγρίου παίδων ἐκβληθέντα τῆς ἀρχῆς παρὰ Διομήδην ἐς Ἄργος ἀφικέσθαι. ὁ δὲ τὰ μὲν ἄλλα ἐτιμώρησεν αὐτῷ στρατεύσας ἐς τὴν Καλυδωνίαν, παραμένειν δὲ οὐκ ἔφη οἱ δύνασθαι· συνακολουθεῖν δέ, εἰ βούλοιτο, ἐς Ἄργος ἐκεῖνον ἐκέλευεν. ἀφικόμενον δὲ τά τε ἄλλα ἐθεράπευεν, ὡς πατρὸς θεραπεύειν πατέρα εἰκὸς ἦν, καὶ ἀποθανόντα ἔθαψεν ἐνταῦθα. ἀπὸ τούτου μὲν Οἰνόη χωρίον ἐστὶν Ἀργείοις». Παυσανία, Κορινθιακά,25.3
[21] Κακριδής Ιωάννης, Ελληνική Μυθολογία, τόμος 3, σελ.158
[22] Ομήρου, Ιλιάδα, Ζ, 119-236
[23] «Ποιος είσαι, αρχοντογέννητε, απ’ τους θνητούς ανθρώπους; Δε σ’ είδα ως τώρα καν ποτέ σε μάχη που δοξάζει· μα όλους με το θάρρος σου τους έχεις ξεπεράσει, αφού το μακροΐσκιωτο κοντάρι μου αντέχεις». Ομήρου Ιλιάδα, Ζ, 123-126.
Αλέξης Τότσικας
Φιλόλογος – Συγγραφέας
* Το έναυσμα για να γραφεί το παραπάνω άρθρο προέκυψε μετά από την επαφή μας με τον επιχειρηματία Γεώργιο Δαγρέ, κάτοικο της περιοχής (Μερκούρι), ο οποίος παράλληλα με τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες στο εξωτερικό, θέλησε να γνωστοποίηση και την ιστορία του τόπου απ’ όπου προέρχεται το προϊόν που εμπορεύεται.