Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Διομήδης’

Η αρχαία Οινόη της Αργολίδας*


 

Η αρχαία Οινόη ήταν μια μικρή αργείτικη πόλη, που έγινε γνωστή από τη νίκη στην περιοχή αυτή των Αθηναίων και Αργείων εναντίον των Λακεδαιμονίων το 460 π.Χ. Η σημαντική αυτή νίκη απεικονίσθηκε στην Ποικίλη Στοά των Αθηνών [1],  ενώ οι Αργείοι δεν παρέλειψαν να στείλουν στους Δελφούς γλυπτά αναθήματα. Η ακριβής θέση της δεν είναι επιβεβαιωμένη μέχρι σήμερα [2].

Ο Παυσανίας προσδιορίζει με σαφήνεια μόνο την περιοχή στην οποία πρέπει να αναζητηθεί [3]. Βαδίζοντας κανείς, λέει, από το Άργος προς τα δυτικά με κατεύθυνση αντίθετη προς το ρεύμα του Ξεριά, συναντούσε την Οινόη, όταν άρχιζε να ανηφορίζει προς τα υψώματα του Αρτεμισίου και νοτιότερα από τον άνω ρουν του Ινάχου. Στην  περιοχή αυτή, κοντά στο χωριό Μερκούρι και στη διασταύρωση προς το χωριό Μάζι (Αρία) στη θέση Αγριλόβουνο – Σπηλιά πάνω σε μικρό γήλοφο η αρχαιολόγος Ευαγγελία Δεϊλάκη επεσήμανε αρχαία οικοδομικά λείψανα και αρχιτεκτονικά κατάλοιπα. Συγκεκριμένα μια αναθηματική επιγραφή, που χρονολογείται στο β΄ μισό του 6ου αι. π.Χ. με αναφορά στη λατρεία της Αρτέμιδος, κεραμική αρχαϊκών και κλασικών χρόνων, έναν πολυγωνικό τοίχο υπόστηλης αίθουσας [4], θεμέλια κτηρίων και διάσπαρτα αρχιτεκτονικά μέλη, που αποτελούν αδιάψευστες μαρτυρίες για την ακμή της αρχαίας πόλης που εκτεινόταν στις ανατολικές υπώρειες του όρους Αρτεμίσιο.

 

Τμήμα χάρτη της Αργολιδοκορινθίας του Αντώνη Μηλιαράκη, 1886. «Η Οινόη, έκειτο επί της οδού της Κλίμακος καλουμένης νυν Σκάλας, της αγούσης εξ Άργους εις Μαντίνειαν. Αυτή αρχομένη από των πυλών του Άργους των προς τη Δειράδι, δηλαδή των βορείων, διήρχετο την κοίτην του Χαράδρου (Παυσ. 2 24,5 και 25.1). Η προς την Τεγέαν δε οδός εξήρχετο εκ των μεσημβρινών πυλών του Άργους». [Αντωνίου Μηλι-αράκη, «Γεωγραφία Πολιτική Νέα και Αρχαία του Νομού Αργολίδος και Κορινθίας», Εν Αθήναις, 1886].

 

Η πολίχνη της Οινόης εμφανίζεται στις πηγές της αρχαίας ιστορίας με μια μάχη ανάμεσα σε Αργείους  και Αθηναίους εναντίον των Σπαρτιατών, που έγινε στην περιοχή αυτή  [5]. Συγκεκριμένα , σύμφωνα με πληροφορίες του Παυσανία, δυνάμεις των Σπαρτιατών με αρχηγό το βασιλιά Πλείσταρχο, γιο του Λεωνίδα, το 460 π.Χ. κινήθηκαν εναντίον των Αργείων, πέρασαν τα σύνορα της Αρκαδίας και έφτασαν στην Οινόη, μεταξύ Μαντινείας και Άργους. Οι Αργείοι με τη βοήθεια Αθηναίων «επίκουρων», που έφτασαν έγκαιρα στην Αργολίδα, νίκησαν τους Σπαρτιάτες και έγιναν κύριοι του πεδίου της μάχης [6]. Η νίκη αυτή Αργείων και Αθηναίων εναντίον των Σπαρτιατών στην Οινόη θεωρήθηκε πολύ σπουδαία, γιατί  οδήγησε στην κατάρριψη του στρατιωτικού γοήτρου των Σπαρτιατών και της φήμης τους ως ακατανίκητης δύναμης εκείνη την περίοδο. Γι’ αυτό και οι Αθηναίοι ζωγράφισαν στην Ποικίλη Στοά [7] το στρατό τους παρατεταγμένο εναντίον των Σπαρτιατών στην Οινόη, [8]  ενώ οι Αργείοι για τη νίκη τους στη μάχη της Οινόης αφιέρωσαν πλούσια αναθήματα στο μαντείο των Δελφών [9].

Ίχνη αμαξήλατων αρχαίων οδών αναδεικνύουν την περιοχή της Οινόης σε οδικό και στρατηγικό κόμβο της βορειοδυτικής Αργολίδας. Οι γραπτές πηγές (Παυσανίας ΙΙ, 25,2) ταυτίζουν τα ευρήματα αυτά με την αρχαία Οινόη, πόλη που σύμφωνα με την παράδοση πήρε το όνομά της από το βασιλιά Οινέα.

Στην ελληνική μυθολογία ο Οινέας (Οινεύς) ήταν βασιλιάς της Καλυδώνας, αρχαίας πόλης της Αιτωλίας, που ήταν χτισμένη στη δυτική όχθη του Εύηνου ποταμού και τα ερείπιά της βρίσκονται σήμερα δυτικά του Ευηνοχωρίου, 11 περίπου χιλιόμετρα από τον Πατραϊκό κόλπο.

Ο Οινέας καταγόταν από τον Αιτωλό, που έδωσε το όνομά του στους Αιτωλούς, ή από τον Δευκαλίωνα, ο γιος του οποίου Ορεσθέας (= «ο άνθρωπος των βουνών») ήταν παππούς του Οινέα και εγκαταστάθηκε στην Αιτωλία ως πρώτος βασιλιάς της λίγο μετά τον κατακλυσμό του ∆ευκαλίωνα. Ο Ορεσθέας είχε μια σκύλα, που μια μέρα γέννησε ένα κομμάτι ξύλου, που ο Ορεσθέας το παράχωσε στο χώμα και απ’ αυτό φύτρωσε το πρώτο κλήμα φορτωμένο με σταφύλια [10]. Σε ανάμνηση αυτού του γεγονότος ο Ορεσθέας ονόμασε το γιο που απέκτησε Φύτιο (= «αυτός που φυτεύει»). Ο Φύτιος ήταν αυτός που διέδωσε την καλλιέργεια του αμπελιού και γιος του ήταν ο Οινέας, που το όνομά του προέρχεται από τη λέξη «οίνη», όπως αποκαλούσαν τότε οι Έλληνες την άµπελο.

 

Οινέας, Περίβοια, Άγριος, Διομήδης. Ποσειδωνιακή ερυθρόμορφη υδρία του Ζωγράφου του Πύθωνα, περίπου 360-320 π.Χ. Η παράσταση είναι εμπνευσμένη από το χαμένο έργο του Ευριπίδη «Οινέας». Ο Άγριος, αδελφός του Οινέα, είναι δεμένος πάνω σε βωμό. Κάτω από το βωμό εμφανίζεται Ερινύα. Ο Διομήδης, γιος του Τυδέα και εγγονός του Οινέα, προσφέρει στον Οινέα, που οδηγείται από την Περίβοια, σπαθί. Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο.

 

Σύμφωνα µε άλλο μύθο [11] ο Οινέας είχε ένα βοσκό που τον έλεγαν Στάφυλο. Ο βοσκός αυτός παρατήρησε πως µια από τις κατσίκες του κοπαδιού κάθε μέρα γινόταν παχύτερη και ήταν πάντα πιο ζωηρή από τα άλλα ζώα. Την παρακολούθησε και είδε ότι το ζώο έτρωγε κάποιους καρπούς που ο ίδιος δεν είχε ξαναδεί. Έφαγε και αυτός, τους βρήκε νόστιμους και μάζεψε μερικούς και τους πήγε στον κύριό του. Ο Οινέας έστυψε τον καρπό, ήπιε τον χυμό και… ξανάνιωσε! Από ευγνωμοσύνη στο βοσκό έδωσε στον καρπό το όνομα του παρατηρητικού δούλου του «σταφυλή» (Στάφυλος< σταφύλι) και στο χυμό το δικό του όνομα (Οινέας <οίνος) [12].

 

Ο Οινέας προσφέρει σταφύλια στο θεό Διόνυσο. Bloemaert, Cornells, χαρακτικό, περίπου 1635-1633. Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο.

 

Ο Οινέας πήρε για σύζυγο την κόρη του Θέστιου, την Αλθαία, και μαζί απέκτησαν πολλά παιδιά, μεταξύ των οποίων τους Τοξέα, Θυρέα, Κλύμενο και τον ήρωα Μελέαγρο, που λένε ότι τον απέκτησε με τον θεό Άρη. Διηγούνταν μάλιστα ότι στη γέννηση του Μελέαγρου παρουσιάστηκαν και οι τρεις μοίρες, για να πουν το μέλλον του. Η πρώτη Μοίρα, η Κλωθώ, της είπε ότι ο γιος της θα έχει γενναία ψυχή, η δεύτερη, η Λάχεσις, ότι θα είναι ανδρείος, ενώ η τρίτη, η Άτροπος, κοίταξε στη φωτιά ένα ξύλο που καιγόταν και ευχήθηκε να ζήσει μέχρι να καεί εντελώς το ξύλο. Η Αλθαία, έντρομη, άρπαξε το δαυλί, το έσβησε και το έκρυψε με μεγάλη προσοχή σε ένα κιβώτιο που μόνο αυτή ήξερε, για να διατηρήσει το παιδί της στη ζωή [13].

Όταν ο Μελέαγρος μεγάλωσε, πήρε μέρος στο κυνήγι του Καλυδώνιου Κάπρου, ενός φοβερού στο μέγεθος και στη δύναμη αγριογούρουνου, το οποίο έστειλε η θεά Άρτεμις για να τιμωρήσει τον βασιλιά της Καλυδώνας Οινέα, επειδή προσέφερε τους πρώτους ετήσιους καρπούς της χώρας προς όλους τους θεούς εκτός από την Άρτεμη. Ο Κάπρος που έστειλε η θεά, σκότωνε τους γεωργούς όταν πήγαιναν να σπείρουν και προκαλούσε καταστροφές στα υπάρχοντά τους. Τότε ο Μελέαγρος, για να απαλλάξει τη χώρα από το θηρίο, κάλεσε τους περισσότερους ήρωες της Ελλάδας και τους υποσχέθηκε ότι όποιος κατόρθωνε να το σκοτώσει θα έπαιρνε ως έπαθλο το τομάρι και το κεφάλι του θηρίου. Ανάμεσά τους ήταν και μια γυναίκα, η θρυλική Αταλάντη, που πρώτη κατάφερε να πετύχει με τα βέλη της το ζώο στο πίσω μέρος και να το τραυματίσει, και δεύτερος ο Αμφιάραος, που το πέτυχε στο μάτι. Έπειτα ο Μελέαγρος χτύπησε με το ακόντιό του το θηρίο στο πλευρό, το σκότωσε και χάρισε το δέρμα του στην Αταλάντη, που είχε πρώτη τραυματίσει το ζώο.

Η Άρτεμις όμως προκάλεσε διχόνοια μεταξύ αυτών που είχαν πάρει μέρος στο κυνήγι για το ποιος πράγματι είχε δικαίωμα στο τομάρι και το κεφάλι του ζώου. Οι γιοι του Θέστιου, επειδή δεν ανέχονταν να πάρει το βραβείο της ανδρείας μια γυναίκα, ενώ ήταν παρόντες άνδρες, της άρπαξαν το τομάρι, λέγοντας ότι τούς ανήκει. Ακολούθησε μάχη και σε αυτή ο Μελέαγρος σκότωσε τους θείους του (γιους του Θέστιου), τον Τοξέα και τον Πλέξιππο, αδελφούς της μητέρας του, η οποία τότε εξοργίσθηκε τόσο πολύ για τον φόνο των αδελφών της, που άρπαξε τον κρυμμένο δαυλό και τον έκαψε, με αποτέλεσμα να πεθάνει αμέσως και ο γιος της [14]. Αργότερα όμως η Αλθαία μετανόησε και αυτοκτόνησε.

 

Η Αλθαία καίει τη μοιραία δάδα και ο Μελέαγρος πεθαίνει. Baur, Johann Wilhelm, 1639. Όσοι τον θρήνησαν μεταμορφώνονται σε πουλιά. Σε δεύτερο επίπεδο ο Φιλήμων, η Βαυκίδα μεταμορφώνονται σε δέντρα.

 

Θάνατος του Μελέαγρου. Picart Benard, χαρακτικό, περίπου 1683-1710.

 

Θάνατος του Μελέαγρου. Ρωμαϊκό ανάγλυφο, περίπου 2ος αιώνας μ.Χ. Παρίσι, Μουσείο του Λούβρου.

 

Η Αταλάντη θρηνεί τον Μελέαγρο. Batoni Pompeo, ελαιογραφία περίπου το 1743. The Galleria Nazionale d’Arte Antica, Palazzo Barberini.

 

Κόρη του Οινέα θεωρείται και η Δηιάνειρα, που λένε ότι η Αλθαία τη γέννησε με τον θεό Διόνυσο. Σύμφωνα πάλι µε τη Μυθολογία, ο θεός Διόνυσος σε μια από τις ατέλειωτες περιπλανήσεις του βρέθηκε στην Αιτωλία και φιλοξενήθηκε από τον Οινέα, βασιλιά της Καλυδώνας. Ευχαριστημένος ο θεός από την υποδοχή και τη φιλοξενία που βρήκε, παρέδωσε στον Οινέα το πρώτο κλήμα για να το φυτέψει, του έμαθε την τέχνη της καλλιέργειας της αμπέλου και, για να τον τιμήσει έδωσε το όνομά του στο χυμό των καρπών της. Έτσι από τον Οινέα το κρασί ονομάστηκε οίνος.

Στην πραγματικότητα ο Διόνυσος είχε βάλει στο μάτι τη βασίλισσα Αλθαία, σύζυγο του Οινέα. Ο Οινέας κατάλαβε την επιθυμία του θεού και έκανε τα στραβά μάτια, για να μην εμποδίσει αυτή την παράνομη σχέση. Προσποιήθηκε πως ήταν υποχρεωμένος να απουσιάσει για κάποια θυσία και άφησε το παράνομο ζευγάρι μόνο του. Διόνυσος και Αλθαία παραδόθηκαν στον έρωτά τους και από τις σχέση τους γεννήθηκε η Δηιάνειρα η μετέπειτα σύζυγος του Ηρακλή.

 

Ηρακλής, Δηιάνειρα, Οινέας, Αχελώος. Ερυθρόμορφος σικελικός καλυκωτός κρατήρας, περίπου μέσα 4ου αι. π.Χ. Αριστερά κάθεται η Δηιάνειρα κρατώντας τρεις φιάλες. Πίσω της στέκεται η θεραπαινίδα. Στο κέντρο ο Ηρακλής είναι στραμμένος προς τον Οινέα, τον πατέρα της Δηιάνειρας. Πάνω του εικονίζεται ο ποτάμιος θεός Αχελώος. Η Νίκη με το στεφάνι υποδηλώνει τη νίκη του Ηρακλή στη διεκδίκηση της Δηιάνειρας. Lipari, Museo Archeologico Eoliano.

 

Ο Ηρακλής μάχεται με τον Νέσσο. Αττικός μελανόμορφος αμφορέας της Ομάδας της Μήδειας, περίπου 530-520 π.Χ. Αριστερά η γυναικεία μορφή ταυτίζεται με τη Δηιάνειρα και δεξιά η ανδρική με τον Οινέα. The J. Paul Getty Museum.

 

Δώρο ευγνωμοσύνης του Διόνυσου προς τον Οινέα ήταν το αμπέλι και η διδασκαλία για τη σωστή καλλιέργεια και χρήση του μεθυστικού ποτού, του κρασιού [15], και το όνομά του σχετίζεται με τον οίνο (κρασί), αφού θεωρείται ότι έμαθε την τέχνη της οινοποιίας από τον ίδιο τον θεό Διόνυσο και την εισήγαγε στην Αιτωλία.

Διομήδης -Μουσείο του Λούβρου.

Μετά τον θάνατο της Αλθαίας, ο Οινέας παντρεύτηκε την Περίβοια, κόρη του βασιλιά Ιππόνοου, που ζούσε στις όχθες του Πείρου και αδερφή του Καπανέα, ενός από τους ήρωες των Επτά επί Θήβας [16] και την είχε πάρει σαν σκλάβα, όταν νίκησε τον Ιππόνοο και κυρίευσε την Ώλενο (στην Αιτωλία ή στην Αχαΐα). Φαίνεται όμως ότι την ερωτεύτηκε. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή ο πατέρας της την έστειλε στο βασιλιά της Καλυδώνας Οινέα με την εντολή να την σκοτώσει, επειδή αυτή έμεινε έγκυος από τον Άρη [17]. Εκείνος όμως, που πρόσφατα είχε χάσει τη σύζυγο και το γιο του, προτίμησε να την παντρευτεί. Από τον γάμο αυτό γεννήθηκε ο Τυδέας, πατέρας του ήρωα Διομήδη.

Ο Οινέας είχε αρκετά αδέλφια, ανάμεσα στα οποία και ο Άγριος [18]. Ο Άγριος είχε έξι παιδιά, ανάμεσά τους και τον χωλό Θερσίτη, που έμεινε στην ιστορία ως συνώνυμο της ασχήμιας, της αυθάδειας και της αμετροέπειας. Κάποτε ο Άγριος κατηγόρησε τον Τυδέα ότι δολοφόνησε στο κυνήγι τον θείο του και αδελφό του Άγριου, Αλκάθοο, και τα ανίψια του Άγριου. Με αυτή την αιτία οι γιοι του Αγρίου εισβάλουν στη Καλυδώνα και εκθρονίζουν από το θρόνο τον Οινέα, πατέρα του Τυδέα και καταλαμβάνουν την εξουσία. Ο Τυδέας εκδιώχθηκε από τον θείο του Άγριο και κατέφυγε στον βασιλιά του Άργους Άδραστο.

Όταν έφτασε στο Άργος, ο Άδραστος άκουσε φασαρία στον προθάλαμο του ανακτόρου του και βγήκε ανήσυχος να δει τι συνέβαινε. Βρέθηκε μπροστά σε δύο άνδρες που μάλωναν για το ποιος θα ζητήσει πρώτος τη φιλοξενία του. Ο ένας ήταν ο Πολυνείκης διωγμένος από τον αδελφό του Ετεοκλή από τη Θήβα, που ήθελε να τον βοηθήσει να ξαναγυρίσει στην πατρίδα του ως βασιλιάς, και ο άλλος ο Τυδέας, διωγμένος κι αυτός από τη δική του πατρίδα, την Καλυδώνα, για κάποιο φόνο που είχε διαπράξει κατά λάθος. Ο Πολυνείκης είχε μια ασπίδα με παράσταση λιονταριού, ενώ ο Τυδέας ασπίδα με παράσταση αγριόχοιρου. Ο Άδραστος τους χώρισε και δέχθηκε να φιλοξενήσει και τους δύο στο παλάτι του, γιατί θυμήθηκε πως κάποτε του είχε δοθεί ένας περίεργος χρησμός: να παντρέψει τις κόρες του με ένα λιοντάρι και με ένα αγριόχοιρο. Πίστεψε ότι αυτούς εννοούσε ο χρησμός και πάντρεψε τις δύο κόρες του, την Αργεία με τον Πολυνείκη και τη Διηπύλη με τον Τυδέα με τον οποίο έκανε τον Διομήδη [19].

Ο Τυδέας και ο Πολυνείκης στηριγμένοι στη δύναμη του πεθερού τους Άδραστου κατέστρωσαν σχέδιο να μπουν με στρατό πρώτα στη Θήβα κι έπειτα στην Καλυδώνα και να γίνει ο καθένας βασιλιάς στον τόπο του. Έτσι ξεκίνησε η περίφημη εκστρατεία των «Επτά επί Θήβας», στην οποία ο Τυδέας συμπαραστάθηκε στον Πολυνείκη στην προσπάθειά του να καταλάβει τον θρόνο της Θήβας από τον αδερφό του, Ετεοκλή και διακρίθηκε για το θάρρος του ως ένας από τους «Επτά επί Θήβας», αλλά τελικά σε κάποια μάχη τραυματίσθηκε θανάσιμα και δεν πρόφτασε να διεκδικήσει τη βασιλεία στη δική του χώρα, την Καλυδώνα.

Μετά το θάνατο του Τυδέα, ο γιος του Διομήδης παντρεύτηκε μια Αργεία, την Αιγιαλεία, και εγκαταστάθηκε στο Άργος. Ο Διομήδης έγινε μόνιμος πολίτης του Άργους, συνέχισε όμως την επαφή του με την Καλυδώνα, την πατρίδα του πατέρα του, την οποία διοικούσε ο παππούς του, ο Οινέας, και ήθελε να εκδικηθεί για την εξορία του πατέρα του από την Καλυδώνα. Κάποτε έμαθε ότι οι οικογενειακοί τους εχθροί με πρωταγωνιστή το γιο του Άγριου, το Θερσίτη, οργάνωσαν μια συνωμοσία με σκοπό την πτώση του βασιλιά, παραμέρισαν από την εξουσία τον παππού του Οινέα, τον κακοποίησαν και τον φυλάκισαν. Ο Διομήδης ένιωσε ντροπή να μην κάνει κάτι για τον άτυχο παππού του και ξεκίνησε για την Καλυδώνα. Μπήκε κρυφά στην πόλη, αιφνιδίασε τους εχθρούς του, σκότωσε τα ξαδέρφια του που είχαν σφετεριστεί τον θρόνο του βασιλιά Οινέα, πλην του Θερσίτη που κατάφερε να διαφύγει, και άφησε στο θρόνο του παππού του τον Ανδραίμονα, που είχε παντρευτεί μια κόρη του Οινέα. Φεύγοντας από την Καλυδώνα πήρε μαζί του τον γέρο και ανήμπορο παππού του Οινέα, για να τον φροντίσει στα γεράματά του.

Επιστρέφοντας στο Άργος από τα μέρη της Αρκαδίας, ο Θερσίτης, που είχε γλυτώσει από τα χέρια του Διομήδη και τους ακολουθούσε, κατάφερε να πετύχει και να σκοτώσει τον γέροντα Οινέα λίγο πριν φτάσουν στο Άργος [20]. Ο Διομήδης έθαψε τον παππού του στο μέρος που σκοτώθηκε και για να τον τιμήσει ίδρυσε μια μυθική πόλη στο σημείο εκείνο και την ονόμασε Οινόη από το όνομα του παππού του Οινέα [21].

 

Γενεαλογικός πίνακας

 

Αργότερα ο Διομήδης πήρε μέρος στην τρωική εκστρατεία και με την προστασία της Αθηνάς πέτυχε πολλά και θαυμαστά κατορθώματα. Ο Όμηρος μάλιστα τον παρουσιάζει ως τον γενναιότερο των Ελλήνων μετά τον Αχιλλέα. Με τον Οινέα σχετίζεται και το περίφημο επεισόδιο του Γλαύκου και Διομήδη, που περιγράφει στην Ιλιάδα ο Όμηρος [22].

Ο Γλαύκος και ο Διομήδης ανταλλάσσουν τον οπλισμό τους. Αττική πελίκη του «Ζωγράφου του Hasselmann», περ. 420 π.Χ.

Η μονομαχία Γλαύκου – Διομήδη είναι μία από τις 19 μονομαχίες που διαβάζουμε στην Ιλιάδα. Πριν και κατά την διεξαγωγή μιας μονομαχίας οι αντίπαλοι ανταλλάσσουν πολεμικές προκλήσεις και απειλές, για να εκφοβίσουν τον αντίπαλο. Στη μονομαχία αυτή ο Γλαύκος, γιος του Ιππόλοχου, που πολεμούσε με το μέρος των Τρώων στο πλευρό του εξαδέλφου του, του Σαρπηδόνα, βρέθηκε αντιμέτωπος με τον Διομήδη. Πάνω στη μονομαχία ο Διομήδης ρώτησε το Γλαύκο ποιος είναι [23]. Ο Γλαύκος απάντησε ότι ήταν εγγονός του Βελλεροφόντη, που ο παππούς του Διομήδη Οινέας τον είχε κάποτε φιλοξενήσει στο ανάκτορό του και είχαν ανταλλάξει πολύτιμα δώρα.  Τότε Διομήδης έμπηξε το κοντάρι του στη γη και του είπε: «Μου είσαι φίλος πατρικός από παλιά, αλήθεια! Όπλα ας ανταλλάξουμε, όλοι αυτοί να ξέρουν πως μια φιλία πατρική ανάμεσά μας είναι». Οι απόγονοι των δύο ανδρών πήδησαν αμέσως από τα άλογα, έδωσαν τα χέρια και ορκίστηκαν φιλία. Αλλά ο Δίας σάλεψε τη σκέψη του Γλαύκου κι έδωσε στο Διομήδη όπλα χρυσά που άξιζαν εκατό κι εννιά βόδια, για να πάρει τα ορειχάλκινα όπλα του Διομήδη, που είχαν πολύ μικρότερη αξία.

Η αρχαία Οινόη, λοιπόν, βρίσκεται στις ανατολικές πλαγιές του Αρτεμισίου από την προϊστορική εποχή. Συνδέεται με την αρχαία μυθολογική παράδοση, με γεγονότα και πρόσωπα της Αιτωλίας και της Αργολίδας από την εποχή του Ηρακλή μέχρι τον τρωικό πόλεμο. Πρωταγωνιστής τους ο βασιλιάς Οινέας από στην Καλυδώνα της Αιτωλίας, που πέθανε στην Αργολίδα, τον έθαψαν στην περιοχή αυτή και της έδωσαν το όνομά του.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Παυσανίας, Αττικά, 15,1

[2] Παπαχατζής Νικόλαος, Παυσανία Κορινθιακά, σελ. 185.

[3] «προελθοῦσι δὲ αὐτόθεν διαβάντων ποταμὸν χείμαρρον Χάραδρον καλούμενον ἔστιν Οἰνόη, τὸ ὄνομα ἔχουσα, ὡς Ἀργεῖοί φασιν…» Παυσανία, Κορινθιακά, 25,2

[4] Αρχαιολογικό Δελτίο 26 (1971)

[5] Κοφινιώτης Ιωάννης, «Ιστορία του Άργους από των Αρχαιοτάτων χρόνων μέχρις ημών» Εν Αθήναις, Τυπογραφείον ο «Παλαμήδης» 1892. Επανέκδοση, Εκδ. Εκ Προοιμίου 2008, σελ. 142.

[6] Ιστορία Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών,  τόμος Γ1, σελ. 64

[7] Ποικίλη στοά ή Πεισιανάκτειος στην αρχαία Αθήνα. Ονομάστηκε έτσι από τα πολλά και πολύχρωμα θαυμάσια έργα τέχνης που φιλοξενούσε καθώς και από το όνομα του γαμπρού του Κίμωνος, Πεισιάνακτα.

[8] «αὕτη δὲ ἡ στοὰ πρῶτα μὲν Ἀθηναίους ἔχει τεταγμένους ἐν Οἰνόῃ τῆς Ἀργείας ἐναντία Λακεδαιμονίων», Παυσανίας, Αττικά, 15,1

[9] πλησίον δὲ τοῦ ἵππου καὶ ἄλλα ἀναθήματά ἐστιν Ἀργείων,… Ὑπατοδώρου καὶ Ἀριστογείτονός εἰσιν ἔργα, καὶ ἐποίησαν σφᾶς, ὡς αὐτοὶ Ἀργεῖοι λέγουσιν, ἀπὸ τῆς νίκης ἥντινα ἐν Οἰνόῃ τῇ Ἀργείᾳ αὐτοί τε καὶ Ἀθηναίων ἐπίκουροι Λακεδαιμονίους ἐνίκησαν. Παυσανίας, Φωκικά, Χ,10,3

[10] Παυσανία, Φωκικά, 10,38,1

[11] Κακριδής Ιωάννης, Ελληνική Μυθολογία, τόμος 3, σελ. 153

[12] Το όνομα του βασιλιά της Καλυδώνας έχει παγκοσμίως ταυτιστεί με τον οίνο (Οινεύς – Vin γαλλικά – Vinoι σπανικά – Wein γερμανικά – Wine αγγλικά, κρασί =κεκραμένος οίνος, δηλαδή ανακατεμένος με νερό).

[13] Κακριδής Ιωάννης, Ελληνική Μυθολογία, τόμος 3, σελ.153

[14] Κακριδής Ιωάννης, Ελληνική Μυθολογία, τόμος 3, σελ.154

[15] Καρλ Κερένυι, Η Μυθολογία των Ελλήνων, Εκδόσεις «Εστία», 1995, σελ. 359-367.

[16] Ησίοδου, Ηοίαι, απόσπ. 13

[17] «Ἀλθαίας δὲ ἀποθανούσης ἔγημεν Οἰνεὺς Περίβοιαν τὴν Ἱππονόου. ταύτην δὲ ὁ μὲν γράψας τὴν Θηβαΐδα πολεμηθείσης Ὠλένου λέγει λαβεῖν Οἰνέα γέρας, Ἡσίοδος δὲ ἐξ Ὠλένου τῆς Ἀχαΐας, ἐφθαρμένην ὑπὸ Ἱπποστράτου τοῦ Ἀμαρυγκέως, Ἱππόνουν τὸν πατέρα πέμψαι πρὸς Οἰνέα πόρρω τῆς Ἑλλάδος ὄντα, ἐντειλάμενον ἀποκτεῖναι». Απολλοδώρου, Βιβλιοθήκη, Α 8,4

[18] Ομήρου, Ιλιάδα, Ξ 117

[19] Κακριδής Ιωάννης, Ελληνική Μυθολογία, τόμος 3, σελ.158

[20] «Οἰνέα γὰρ τὸν βασιλεύσαντα ἐν Αἰτωλίᾳ λέγουσιν ὑπὸ τῶν Ἀγρίου παίδων ἐκβληθέντα τῆς ἀρχῆς παρὰ Διομήδην ἐς Ἄργος ἀφικέσθαι. ὁ δὲ τὰ μὲν ἄλλα ἐτιμώρησεν αὐτῷ στρατεύσας ἐς τὴν Καλυδωνίαν, παραμένειν δὲ οὐκ ἔφη οἱ δύνασθαι· συνακολουθεῖν δέ, εἰ βούλοιτο, ἐς Ἄργος ἐκεῖνον ἐκέλευεν. ἀφικόμενον δὲ τά τε ἄλλα ἐθεράπευεν, ὡς πατρὸς θεραπεύειν πατέρα εἰκὸς ἦν, καὶ ἀποθανόντα ἔθαψεν ἐνταῦθα. ἀπὸ τούτου μὲν Οἰνόη χωρίον ἐστὶν Ἀργείοις». Παυσανία, Κορινθιακά,25.3

[21] Κακριδής Ιωάννης, Ελληνική Μυθολογία, τόμος 3, σελ.158

[22] Ομήρου, Ιλιάδα, Ζ, 119-236

[23] «Ποιος είσαι, αρχοντογέννητε, απ’ τους θνητούς ανθρώπους; Δε σ’ είδα ως τώρα καν ποτέ σε μάχη που δοξάζει· μα όλους με το θάρρος σου τους έχεις ξεπεράσει, αφού το μακροΐσκιωτο κοντάρι μου αντέχεις». Ομήρου Ιλιάδα, Ζ, 123-126.

 

Αλέξης Τότσικας

Φιλόλογος – Συγγραφέας

*  Το έναυσμα για να γραφεί το παραπάνω άρθρο προέκυψε μετά από την επαφή μας με τον επιχειρηματία Γεώργιο Δαγρέ, κάτοικο της περιοχής (Μερκούρι), ο οποίος παράλληλα με τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες στο εξωτερικό, θέλησε να γνωστοποίηση και την ιστορία του τόπου απ’ όπου προέρχεται το προϊόν που εμπορεύεται.

 

Read Full Post »

Πανοπλία των Δενδρών


 

Πανοπλία των Δενδρών - Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου

Η Πανοπλία των Δενδρών, που ανακαλύφθηκε το 1960 σε θαλαμοειδή τάφο του νεκροταφείου των Δενδρών – ηλικίας 3.400 ετών –  που ερευνήθηκε την άνοιξη του 1960 από Έλληνες και Σουηδούς αρχαιολόγους (Ν. Βερδελής και Paul Astrom),  εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου μαζί με όλα τα ευρήματα που ήρθαν στο φως μαζί της – μια χάλκινη λεκάνη και μια πρόχους, ένα κάτοπτρο, μια κνημίδα και πήλινα α­λάβαστρα.

Η σφυρήλατη πανοπλία, βάρους 15 κιλών, είναι κατασκευα­σμένη από κράμα χαλκού με κασσί­τερο. Κατά τους μελετητές, ο ιδιο­κτήτης της θα πρέπει να ήταν υψηλά ιστάμενος αξιωματούχος ή αρχηγός αν κρίνουμε και από το γεγονός πως βρέθηκε μέσα σ έναν από τους 16 θαλαμωτούς τάφους του μυκηναϊ­κού νεκροταφείου των Δενδρών, του νεκροταφείου που συνδέεται ά­μεσα με τη αρχαία Μιδέα, την τρίτη σε σημασία οχυρωμένη μυκηναϊκή ακρόπολη μετά τις Μυκήνες και την Τίρυνθα.

Η πανοπλία από τα Δενδρά απο­τελούνταν από εμπρόσθιο και οπί­σθιο έλασμα, στο οποίο προσαρμό­ζονταν ένα περιτραχήλιο και δυο επώμια, μαζί με ένα τριγωνικό έλα­σμα που καλύπτει την περιοχή, ό­που συναντιούνται τα επώμια. Τρία καμπύλα ελάσματα καλύπτουν το κάτω μέρος του κορμού. Αυτό, ή κάτι παρόμοιο, μπορεί να είναι ε­κείνο που θεωρείται πως φορούσε ο Διομήδης στη ραψωδία Ε 99, αν και μια τέτοια πανοπλία θα παρεμπόδι­ζε σημαντικά την κίνηση. Όσο για τη σωματική διάπλαση του ιδιοκτήτη, δεν υπάρχουν ακριβή συμπεράσματα, καθώς πρόκειται για αρθρωτή πανοπλία και οι διαστάσεις της μπορούν να μεταβληθούν. Ά­γνωστη παραμένει, δε, η προέλευση του χαλκού, που πιθανόν λόγω της σύστασης του προερχόταν από την Κύπρο με τη μορφή ταλάντων (όγκοι χαλκού). Στη συνέχεια τον έλειωναν, τον χύτευαν και τον σφυρηλατού­σαν.

Στο Μουσείο προβάλετε η ταινία «ΤΟ.ΡΑ.ΚΕ.» (λέξη της Γραμμικής Β γραφής για τον θώρακα) του Φίλιππου Κουτσάφτη, με θέμα τη χάλκινη μυκηναϊκή πανοπλία των Δενδρών. Η ταινία απέσπασε το ειδικό βραβείο που απονέμει το περιοδικό «Αρχαιολογία». 

 

Κωνσταντίνος Χαρ. Τζιαμπάσης

ΑρχαιολόγοςΕρευνητής Μ.sc. Classical Archaeology University of Naples

«Suor Orsola Benincasa» – In­ternational Research Center for Environ­ment and Cultural Heritage, Naples Italy.

 

Πηγή


  • Εφημερίδα, «Τα Αργολικά», Πέμπτη 26 Μαΐου 2001.

 

Read Full Post »

Διομήδης  

 


  

 Ο Διομήδης, γιος του Τυδέα και σύζυγος της Αιγιάλειας, ανήκε στη γενιά των Επιγόνων μαζί με τον Σθένελο και τον Ευρύαλο. Οι τρεις τους έφτασαν στην Τροία με ογδόντα πλοία επανδρωμένα με άντρες από το Άργος.   

   

Διομήδης

Ο βασιλιάς του Άργους και άλλων αργολικών πόλεων είναι ο ευνοούμενος ήρωας του Ομήρου, ο οποίος αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος της Ε’ ραψωδίας για να εξυμνήσει τα ηρωικά κατορθώματά του. Ως μνηστήρας της Ελένης, είχε χρέος μετά την απαγωγή της να είναι κι αυτός παρών, όπως είχε υποσχεθεί με όρκο στον πατέρα της.  Η μορφή του κυριαρχεί από την αρχή της Ιλιάδας και συναγωνίζεται σε ανδρεία τον Αχιλλέα και τον Αίαντα, μετά τους οποίους θεωρείται «ο ανδρειότατος καν στρατηγικότατος των πάντων».  

Στις μάχες εισορμούσε στις εχθρικές φάλαγγες χωρίς να νοιάζεται αν τον ακολουθεί ο στρατός του και τις διέτρεχε σκορπώντας το θάνατο και διασκορπίζοντάς τες. Απελπισμένος ο Έκτωρ παρακαλούσε την Αθηνά να τον πάρει μακριά από τις μάχες.[1]   

Ο Όμηρος για να εξάρει την ανδρεία του, σε κανένα μέρος της Ιλιάδας δεν βάζει τον Αχιλλέα και τον Διομήδη να πολεμούν μαζί. Όταν διαπρέπει ο ένας στο πεδίο της μάχης, ο άλλος απουσιάζει είτε γιατί έχει τραυματιστεί, είτε για κάποια άλλη αιτία.  

Για την γενναιότητα του είχε διακριθεί επίσης και στην «εκστρατεία των επτά επιγόνων» κατά των Θηβών, όπως μνημονεύει επίσης ο Όμηρος {Ιλ. Δ, 405}.  

Στον Τρωικό πόλεμο πήρε μέρος με 80 πλοία και άνδρες από όλη την επικράτειά του, που εκτός από το Άργος επεκτεινόταν στην Τίρυνθα, την Ασίνη, την Ερμιόνη, την Αίγινα, την Επίδαυρο, την Τροιζήνα και άλλες πολιτείες:  

 

 «Οι δ’ Άργος τ’ είχον Τίρυνθα τε τειχιόεσσαν,  

Ερμιόνην Ασίνην τε, βαθύν κατά κόλπον εχούσας,  

Τροιζήν’ Ηϊόνας τε καί αμπελόεντ’ Επίδαυρον,  

οί τ’ έχον Αίγιναν Μάσητά τε κούροι Αχαιών,  

των αύθ’ ηγεμόνευε βοήν αγαθός Διομήδης  

και Σθένελος, Καπανήος αγακλειτού φίλος υιός».[2]   

 

Ο Διομήδης πληγώνει την θεά Αφροδίτη.

Όταν γύρισε από την Τροία, βρήκε και αυτός τον οίκο του αλλοτριωμένο. Ο γιος του Ναυπλίου Οίαξ είχε ξεκινήσει από την Κλυταιμνήστρα και την Αιγιάλη σύζυγο του Διομήδη, το εκδικητικό έργο του πατέρα του για τον άδικο θάνατο του Παλαμήδη. Στο διάβημά του αυτό ο Οίαξ βρήκε σύμμαχό του την Αφροδίτη, που ήθελε κι αυτή την τιμωρία του Διομήδη, γιατί στη διάρκεια μιας μάχης στην Τροία την είχε τραυματίσει. (Ιλιάς Ε 335).  

Έτσι και με θεϊκή επέμβαση, η Αιγιάλη, αφού συνδέθηκε με πολλούς εραστές, κατέληξε στον γιο του Σθένελου Κομήτη, στον οποίο ο Διομήδης είχε εμπιστευθεί την φροντίδα του οίκου του. Ο Κομήτης και η Αιγιάλη είχαν αποφασίσει να τον εξοντώσουν, στήνοντάς του ενέδρα μόλις γύριζε στο Άργος.  

Η πολεμική πείρα έσωσε τον Διομήδη από την προδοσία, όταν χωρίς τους συντρόφους του ξεκίνησε μόνος και επιφυλακτικός για το παλάτι. Εκεί δέχτηκε την αιφνιδιαστική επίθεση του Κομήτη και των φρουρών του. Απέκρουσε με το ξίφος του την παγίδα και οπισθοχωρώντας πρόλαβε και κατέφυγε ικέτης στον βωμό της Αθηνάς, όπου δεν τόλμησε να τον πλησιάσει ο Κομήτης. Όταν νύχτωσε βγήκε κρυφά για να βρει τους συντρόφους του, που περίμεναν στα πλοία.  

Θα ήταν πολύ εύκολο για τον πορθητή των Επτάπυλων Θηβών και τους παλαίμαχους άνδρες του να πολιορκήσουν το Άργος και να το κυριεύσουν, για να τιμωρήσει όπως τους άξιζε την άπιστη Αιγιάλη και τον αγνώμονα σφετεριστή του θρόνου του Κομήτη. Δεν βαστούσε όμως η καρδιά του να αιματοκυλίσει την δοξασμένη πόλη, που ήταν άλλοτε το βασίλειό του.  

Έτσι την ίδια νύχτα παίρνοντας μαζί του στα Αργείτικα πλοία όσους συντρόφους θέλησαν να αφήσουν και αυτοί την πατρίδα τους και να τον ακολουθήσουν, έφυγε αναζητώντας μια νέα γη για να εγκατασταθεί και να ιδρύσει ένα νέο βασίλειο στη μακρινή Εσπερία.  

Για το τέλος του υπάρχουν διάφορες παραδόσεις.  

Ο Γλαύκος και ο Διομήδης ανταλλάσσουν τον οπλισμό τους. Αττική πελίκη του «Ζωγράφου του Hasselmann», περ. 420 π.Χ.

Σύμφωνα με την επικρατέστερη παραλλαγή ο Διομήδης αποβιβάστηκε στην Απουλία, χώρα της Αδριατικής. Ο βασιλιάς της Δαύνος βρισκόταν σε πόλεμο με τους Μεσσάπιους και ζήτησε τις πολεμικές υπηρεσίες του. Σε αντάλλαγμα του υποσχέθηκε μέρος του βασιλείου του και την κόρη του Ευίππη για σύζυγο. Αφού έλαβε όμως τη βοήθεια, δεν τήρησε την υπόσχεση του.  

Τότε ο Διομήδης κυριεύει την χώρα μόνος του, σημαδεύοντας τα σύνορα του δυτικού βασιλείου του με πέτρες από τα τείχη της Τροίας, που τις είχε χρησιμοποιήσει για έρμα στα καράβια του. Εκεί ίδρυσε πόλεις και την πρώτη την ονόμασε Άργος Ίππιον, (Argirippa) τα δε κοντινά νησιά ονομάστηκαν Διομήδειαι νήσοι.  

Σύμφωνα με άλλη παράδοση, η διαμάχη του με τον Δαύνο απέβη μοιραία, αφού ο τελευταίος κατάφερε με δόλο να τον σκοτώσει. Ο Διομήδης θάβεται σ’ ένα κοντινό νησί που πήρε το όνομά του. Στον τάφο του χάραξαν το εξής επίγραμμα: «Τον πάντεσι κράτιστον επιχθονίοις Διομήδην ήδ’ ιερά κατέχει νήσος επωνυμίη».[3]   

Η Αθηνά όμως του χάρισε την αθανασία, και οι σύντροφοί του επειδή θρηνούσαν απαρηγόρητοι, μεταμορφώθηκαν από την θεά σε ερωδιούς: «έν ή καί τόν Διομήδη μυθεύουσιν αφανισθήναι τίνες καί τούς εταίρους απορνιθωθήναι…[4]  

Την παράδοση αυτή μνημονεύει και ο Πίνδαρος, ο οποίος τον αποκαλεί πολέμοιο νέφος (αστραποσύννεφο πολέμου): τον Διομήδη η γλαυκομάτα ξανθιά θεά, θεό τον κάνει…[5]   

Τα πουλιά – σύντροφοι του Διομήδη – πετούσαν πάνω από τα γύρω νησιά, που γι’ αυτό ονομάστηκαν Διομήδειαι νήσοι. Κάθε φορά – λέει η παράδοση – που αγκυροβολούσαν η περνούσαν από εκεί Ελληνικά πλοία, τα πουλιά πετούσαν χαρούμενα γύρω τους, πλησίαζαν τους Έλληνες ναύτες και άφηναν να τα χαϊδεύουν και να τα ταΐζουν, ενώ απέφευγαν τα πληρώματα των βαρβαρικών πλοίων:  

(Υπάρχει ένα νησί που λέγεται Διομήδεια, και έχει πολλούς ερωδιούς. Αυτοί, λένε, πως τους βαρβάρους ούτε αποστρέφονται αλλά ούτε και τους πλησιάζουν. Εάν όμως φθάσει εκεί Έλληνας ταξιδιώτης, σαν από θεία χάρη τον πλησιάζουν και απλώνοντας τα φτερά τους σαν χέρια, τους καλωσορίζουν και τους αγκαλιάζουν. Και όταν οι Έλληνες τους χαϊδεύουν, δεν φεύγουν αλλά κουρνιάζουν άφοβα στην αγκαλιά τους σαν να υποδέχονται αγαπητούς καλεσμένους.   

Λέγεται λοιπόν ότι αυτοί είναι οι σύντροφοι του Διομήδη, που πήραν μαζί του μέρος στον πόλεμο της Τροίας, και μετά αλλάξανε την προηγούμενη φύση τους και γίνανε πουλιά, αλλά ακόμη και τώρα διαφύλαξαν το να είναι Έλληνες και Φιλέλληνες).[6]  

Στη χώρα που κατέφυγε, σε πολλά μέρη των ανατολικών ακτών της Ιταλίας, στη Βενετία, στη Σαλαμίνα της Κύπρου, στην Κέρκυρα καν σε άλλα μέρη της Ελλάδας, λατρεύτηκε σαν θεός.  

Υπάρχει ακόμη και μια παράδοση που συναντούμε σε λατίνους συγγραφείς (Pompeious Trogus, Siculus Flaccus), ότι οι Κέλτες θεωρούν τον Διομήδη πρόγονό τους και μυθικό αρχηγό τους κατά τις μεταναστεύσεις τους προς την Απουλία.  

Συγκεκριμένα ο S. Flaccus στο έργο του «De condicio nibus agrorum» (= Περί της καταστάσεως των χωρών μας) γράφει: «Συνέβη μετά πλήθη ανθρώπων να βρίσκονται σε συνεχή μεταναστευτική κίνηση, συχνά αλλάζοντας τόπο στην Ιταλία και στις επαρχίες, όπως οι Τρώες στο Lazio, όπως ο Διομήδης με τους Γαλάτες στην Απουλία».[7]   

   

Ιωάννης Κ. Μπίμπης, «Αργολικά Παλαμήδης», Προοδευτικός Σύλλογος Ναυπλίου «Ο Παλαμήδης», Ναύπλιο, 2003.    

   

Υποσημειώσεις  


[1] Αθ. Σταγειρίτου, Ωγυγία. Βίβλος Β’ σελ 425.  

[2] Ιλιάς, Β 559-564.   

[3] Αθ. Σταγερίτου, Ωγυγία, Βίβλος Β’, σελ.430.  

[4] Στράβωνος, Γεωγραφικά, C, 284, βιβλ. ΣΤ’  

[5] Νέμεα 10,8, Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, μετ. Β. Τάσσου:  «Διομήδεα δ’ άμβροτον ξανθά ποτέ Γλαυκώπις έθηκε θεόν…»  

[6] Κλαυδίου Αιλιανού (2ος αι μ.Χ), «Περί Ζώων Ιδιότητος», ελεύθερη απόδοση.  

«Καλείται τις Διομήδεια νήσος, καί ερωδιούς έχει πολλούς. Ούτοι φασί τούς βαρβάρους ούτε αδικούσιν ούτε αυτοίς προσίασιν˙ εάν δε Έλλην κατάρη ξένος, οί δέ θεία τινί δωρεά προσιάσι πτέρυγας απλώσαντες οιονεί χείρας τινές ές δεξίωσιν τε καί περιπλοκάς. Καί απτομένων των Ελλήνων ούχ υποφεύγουσιν, αλλ’ ατρέμουσι καί ανέχονται, καί καθημένων ές τούς κόλπους καταπέτονται, ώσπερ ούν επί ξένια κληθέντες. Λέγονται ούν ούτοι Διομήδους εταίροι είναι καί σύν αυτώ των όπλων των επί τήν Ίλιον μετασχηκέναι, είτα τήν προτέραν φύσιν ές τό των ορνίθων μεταβαλλόντες είδος, όμως έτι καί νύν διαφυλάττειν τό είναι Έλληνες καί Φιλέλληνες.  

 [7] Μηνιαίο περιοδικό «Αναγέννηση», τεύχη 272- 275, 2001.   

 

Read Full Post »

Αργειακός Πολιτισμός


Αναδιφώντας σε μαρτυρίες αρχαίων ιστορικών και στις τοπικές παραδόσεις διαπιστώνουμε ότι στο Άργος πρωτοφεγγοβόλησε από τα πανάρχαια χρόνια η αυγή του πολιτισμού μας και αυτή η αρχαιότερη πόλη είναι το πρώτο φυτώριο και τόπος καταγωγής πολλών από τους γεννήτορες του ελληνικού πολιτισμού.

 

Τα επιτεύγματα του Αργειακού Πολιτισμού


Εκτός από ένα πλήθος σοφών επινοήσεων του ήρωα Παλαμήδη που η γενεαλογική ρίζα του αρχίζει από το Άργος, θα παραθέσουμε στην συνέχεια επιτεύγματα στα γράμματα, τις τέχνες, τις εφευρέσεις και ανακαλύψεις και τις άλλες πολιτισμικές εκφάνσεις, που είδαν το πρώτο φως στην Ιναχία γη.

Από Αργείο ποιητή γράφτηκε το αρχαιότερο έπος «Φορωνίς», που δυστυχώς χάθηκε, αλλά γίνεται λόγος γι’ αυτό από άλλους ιστορικούς. Παρόμοιο περιεχόμενο είχε και ένα ακόμη έπος με τίτλο «Αιγίμιος» που αποδιδόταν στον Ησίοδο, και αναφερόταν στην ίδρυση της βασιλικής και ηρωικής δυναστείας του Άργους.

Επίσης η αρχαιότερη τραγωδία του Ευριπίδη «Ικέτιδες«, έχει ως θέμα της τον ερχομό του Δαναού και των θυγατέρων του, στην προγονική τους γη. Στο Άργος, ως κοιτίδας των Πελασγών, χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά η Πελασγική γραφή, που αναφέρει ο Διόδωρος: «ιδία δέ των Πελασγών πρώτων χρησαμένων τοις μετατεθείσι χαρακτήρσι, πελασγικά προσαγορευθήναι».[1]

Η πρώτη δε υπόμνηση για χρήση γραπτού λόγου με ανακοίνωση αισθημάτων και διανοημάτων, έχει αφετηρία το Άργος. Προηγουμένως οι πινακίδες της Γραμμικής Γραφής Β’ των ανακτορικών αρχείων, είχαν λογιστικό περιεχόμενο και αναφέρονταν σε δοσοληψίες και παραγωγή αγαθών. Ο βασιλιάς της Τίρυνθας Προίτος, δισέγγονος του Δαναού, έστειλε τον Βελλερεφόντη στη Λυκία, για να παραδώσει στον πενθερό του Ιοβάτη δίπτυχο πινάκιο με σήματα λυγρά, με γραπτή δηλαδή μυστική παραγγελία να θανάτωση τον κομιστή του: «και τον έστειλε στη Λυκία, και μέσα σε κλειστό πίνακα του έδωσε σημεία που χάραξε κακόβουλα, με νόημα θανάτου». [2]

Περισσότερο συγκεκριμένος ο Απολλόδωρος αναφέρει ότι ο Προίτος παρέδωσε στον Βελλερεφόντη γραπτές επιστολές:

«Ο Προίτος το πίστεψε και του δίνει γράμμα να το πάη στον Ιοβάτη. Μέσα στο γράμμα του έγραφε να θανατώση τον Βελλερεφόντη. Ο Ιοβάτης όταν το διάβασε, τον προστάζει να πάη να σκοτώση την Χίμαιρα…» [3]

Για πρώτη φορά αναφέρεται ως υλικό γραφής η δίπτυχη ξύλινη πινακίδα ο πτυκτός πίναξ, που ήταν επιστρωμένος εσωτερικά με λεπτό στρώμα κεριού ή ρητίνης, πάνω στο οποίο γινόταν η χάραξη μηνυμάτων.

Οι Αργείοι χρησιμοποιούσαν τοπικό αλφάβητο, το αργολικό, με διαφορές σε ορισμένα γράμματα από τα άλλα ελληνικά. Όμοιο με το αργειακό αλφάβητο ήταν και το παλαιότερο ροδιακό, λόγω εποικισμού της Ρόδου από Αργείους. Σε παραστάσεις που εικόνιζαν σκηνές του Τρωικού πολέμου στην ροδιακή πόλη Κάμιρο, τα ονόματα των ηρώων ήταν γραμμένα με αργειακά γράμματα.

Τα πρώτα σπέρματα δημοκρατίας τα συναντούμε στο αρχαίο Άργος. Όπως γράφει ο Παυσανίας«Οι Αργείοι όμως που από τα παλιά χρόνια αγαπούν την ανεξαρτησία της γνώμης, και την θέληση να αυτοδιοικούνται, περιόρισαν εις το ελάχιστο την βασιλική εξουσία».[4]

Ο γενάρχης βασιλιάς Πελασγός μιλάει σαν δημοκρατικός άρχοντας που υπολογίζει τη γνώμη του λαού: «Λόγο να δώσω μονάχος μου, πριν την γνώμη των πολιτών πάρω δεν πρέπει».[5]

Και λίγο πιο κάτω: «Είπα και πριν: Δεν παίρνω απόφαση χωρίς την γνώμη του λαού, κι ας έχω την εξουσία».[6]

Τα περίφημα πυραμιδοειδή κτίσματα του ελληνικού χώρου ανεγέρθηκαν στην Αργολίδα. Η πυραμίδα των Κεγχρεών (Ελληνικού) και η αναφερόμενη από τον Παυσανία μεταξύ Άργους και Τίρυνθας που ήταν διακοσμημένη με αργολικές ασπίδες, βρίσκονται σε ελάχιστη απόσταση από το Άργος:

«Όσοι έρχονται από το Άργος στην Επίδαυρο, θα βρουν στα δεξιά του δρόμου ένα οικοδόμημα που μοιάζει πολύ με πυραμίδα κι έχει ασπίδες που είναι φκιαγμένες κατά το σχήμα σαν τις Αργολικές».[7]

Σύμφωνα με το πόρισμα ομάδας της Ακαδημίας Αθηνών, που προέβη στην χρονολόγησή τους με την μέθοδο της οπτικής θερμοφωταύγειας και του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου, οι πυραμίδες του Ελληνικού και της Λήσσης (Λυγουριού), προσδιορίζονται χρονικά στα τέλη της 4ης ή στις αρχές της 3ης χιλιετίας π.Χ. Συγκεκριμένα, για την πυραμίδα του Ελληνικού, η μέση ηλικία των μεγαλίθων υπολογίζεται από τα αποτελέσματα των μετρήσεων, στο 2720 (± 580, ± 1050 π.Χ). [8]

Στην αρχαία αμαξιτή οδό που ξεκινώντας από Άργος – Μυκήνες έφτανε στην Επίδαυρο, διασώζεται ακόμη σε άριστη κατάσταση Μυκηναϊκή γέφυρα από λαξευτούς ογκόλιθους, μία από τις αρχαιότερες της Ελλάδας ίσως η αρχαιότερη, κοντά στο χωριό Αρκαδικό, στη θέση Καζάρμα.

Ονομαστό ήταν επίσης το Αργείον Εργαστήριον, από όπου πρόβαλε η αυγή της τέχνης, αφού εκεί πρωτοδημιουργούσαν κάθε λογής καλλιτέχνες, ζωγράφοι, γλύπτες, χαράκτες ξυλουργοί, αγγειοπλάστες. Εκεί οι Αργείοι, τέχνας ειδότες έκ προτέρων όπως γράφει ο Παυσανίας (6,10,5), κατασκεύασαν τα πρώτα ξόανα (ξύλινα ομοιώματα) θεών. Σύμφωνα με την Αργεία παράδοση το αρχαιότερο ξόανο της Ήρας, σκαλισμένο σε ξύλο αχλαδιάς, κατασκευάστηκε στο Άργος και αφιερώθηκε στη θεά, από τον βασιλιά Πείρασο, γιο του Άργου.

Στο Άργος επίσης πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά η μετατροπή της ξοανοποιΐας σε μαρμαρογλυφία από τους γιους ή μαθητές του Δαιδάλου Δίποινο και Σκύλλη, που κατέφυγαν εκεί από την Κρήτη, καθώς μας λένε ο Πλίνιος (36,4) και ο Παυσανίας:

«Στο μέρος αυτό, – στις Κλεωνές – είναι ιερό της Αθηνάς, το δε άγαλμά της είναι της τεχνοτροπίας του Σκύλλη και του Διποίνου, αυτοί δε είναι μαθητές του Δαιδάλου υπάρχουν όμως άλλοι που λένε πως ο Δίποινος και ο Σκύλλης ήταν παιδιά του Δαιδάλου από μια γυναίκα που καταγόταν από τη Γορτυνία».[9]

Στο Αργείον εργαστήριον διέπρεψε ο περίφημος γλύπτης και χαλκοπλάστης Αγελάδας, κοντά στον οποίο μαθήτευσαν οι μετέπειτα μέγιστοι καλλιτέχνες Μύρων, Πολύκλειτος και Φειδίας, στον οποίο αναφέρεται και το εξής επίγραμμα: «Φειδίας ο περίθρυλος ο Αττικός ο πλάστης Ο γεγονώς και μαθητής Γελάδου του Αργείου»[10] 

Αργείος ήταν και ο διάσημος αρχιτέκτων Πολύκλειτος, του οποίου έργο είναι το περίφημο – από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα – για την ακουστική του, την αρμονία, το μέγεθος και την αρχιτεκτονική του, θέατρο της Επιδαύρου, καθώς και η αινιγματική θόλος.

Επίσης ο Αργείος ιεροφάντης Τροχίλος κατασκεύασε το πρώτο άρμα, το οποίο αφιέρωσε κι αυτός στην Ήρα: «Ο Αργείος Τροχίλος είναι ο κατασκευαστής της άμαξας. Αυτό το έργο το αφιέρωσε στην πατρώα Ήρα».[11]

Ο κατασκευαστής του Δουρείου Ίππου Επειός (Οδυσσ. Θ, 492), ήταν γόνος Αργείων που είχαν αποικήσει την Φωκίδα.

Η πρώτη κατά τον Α. Σταγειρίτη μακρά ναυς Αργώ, με την οποία ο Ιάσων και οι Αργοναύτες του πραγματοποίησαν την αρχαιότερη υπερπόντια ναυτική επιχείρηση για το χρυσόμαλλον δέρας, ναυπηγήθηκε από τον Άργο, με την βοήθεια της Αθηνάς ή της Ήρας.[12]

Όπως μας πληροφορούν ο Απολλόδωρος και ο Παυσανίας, στο Άργος εφευρέθηκαν οι ασπίδες και εκεί χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά από τους δίδυμους γιους του βασιλιά Άβαντα Ακρίσιο και Προίτο και τον στρατό τους, στον μεταξύ τους πόλεμο για τον θρόνο του Άργους.

«Λένε πως τότε για πρώτη φορά κι αυτοί κι ο στρατός τους κατά τη μάχη που  έγινε ήταν οπλισμένοι με ασπίδες» [13]

Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο, (Β,2,1) η διαμάχη τους είχε ξεκινήσει ενώ βρίσκονταν ακόμη στην κοιλιά της μητέρας τους, και όταν ανδρώθηκαν ήρθαν σε πόλεμο, κατά τη διάρκεια του οποίου πρωτοχρησιμοποιήθηκαν οι ασπίδες : «Ούτοι καί κατά γαστρός μέν έτι όντες εστασίαζον προς αλλήλους, ώς δέ ανετράφησαν, περί της βασιλείας επολέμουν, καί πολεμούντες εύρον ασπίδας πρώτοι».[14]

Γι’ αυτό οι Αργείοι αποκαλούνται από τον Αισχύλο «ασπιδηφόρος λεώς». Όταν μετά την μάχη οι αδελφοί συνθηκολόγησαν, επειδή κανένας δεν βγήκε νικητής, για να τιμήσουν αυτούς που έπεσαν στο πεδίο της μάχης, ανήγειραν στον ίδιο τόπο κοινό μεγαλοπρεπές μνημείο σε σχήμα πυραμίδας, σύμφωνα με την παράδοση του Παυσανία, το οποίο διακόσμησαν με ανάγλυφες παραστάσεις αργολικών ασπίδων.

Στα Ηραία, εορτή των Αργείων προς τιμήν της πολιούχου των Ήρας, τελούσαν αγώνες, με έπαθλο στον νικητή μια χάλκινη ασπίδα και στέφανο μυρτιάς.

Στην αρχαιότερη ακρόπολή τους, είχαν αναρτήσει μιαν ασπίδα ως σύμβολο της πόλης. Λόγω του σεβασμού των Αργείων προς αυτήν, είχε προέλθει η παροιμιώδης φράση «ώς τήν έν Άργει ασπίδα καθελών σεμνύνεται».[15]

Ο δε ιδρυτής και πρώτος βασιλιάς των Μυκηνών Περσεύς, εγγονός του Ακρίσιου, εφεύρε τον δίσκο και καθιέρωσε το αγώνισμα της δισκοβολίας: «Εκεί ο Περσεύς, νέος και γεμάτος σφρίγος, ,ένιωθε μεγάλη ευχαρίστηση να επιδεικνύη τα χαρίσματά του, και ιδιαίτερα να ρίχνει μπροστά στον πολύ κόσμο τον δίσκο, που ήταν δική του εφεύρεση».[16]

Στους αγώνες που διοργάνωναν μεταξύ τους οι αρχηγοί της Τρωικής εκστρατείας στην Αυλίδα, ο Διομήδης χαιρόταν με το αγώνισμα της δισκοβολίας:

«Είδα και τον Διομήδη ολόχαρο

από του δίσκου την απόλαψη

και πλάι του τον Μηριόνη…,

τον αντρειωμένο πολέμαρχο

που όλοι τον θαυμάζουν»[17]

Αλλά και σε όλους τους πολεμιστές ήταν το πιο προσφιλές άθλημα η δισκοβολία, όπως μαρτυρούν ο Όμηρος και ο Ευστάθιος:

«οι λαοί στην ακροθαλασσιά με δίσκους

ετέρποντο και με ακόντια που έριχναν και τόξα»[18]

Η Νιόβη κόρη του Φορωνέα και εγγονή του Ινάχου ήταν η πρώτη θνητή γυναίκα με την οποία έσμιξε ο Δίας. Από την ένωση τους γεννήθηκαν ο Άργος και ο Πελασγός, από αυτόν δε πρώτοι οι κάτοικοι της Πελοποννήσου πήραν το όνομα Πελασγοί:

«Ο Ζευς και η Νιόβη – ήταν η πρώτη θνητή γυναίκα με την οποία πλάγιασε ο Ζευς – γέννησαν τον Άργο, όπως δε λέγει ο Ακουσίλαος και τον Πελασγό, από τον οποίο οι κάτοικοι της Πελοποννήσου ονομάστηκαν Πελασγοί».[19]

Από τον Άργο πήρε το όνομά της και η πολιτεία που πριν λεγόταν Απία, όπως και όλη η Πελοπόννησος, από τον αδελφό της Νιόβης Άπι.

Στο Άργος πρωτοκαλλιεργήθηκε ο σίτος, γι’ αυτό από τον Όμηρο αποκα­λείται πολύπυρον (πυρός και σπυρός = σίτος) και οι αργείτικοι αγροί «άρουραι πυροφόροι» (Ιλιάς Ξ 121). Τον έφερε ο Άργος από την Λιβύη και δίδαξε στους Αργείτες την καλλιέργειά του (Πολέμων απόσπ. 44).

Οι Αργείοι μετά την Ήρα που κατείχε την πρώτη θέση στην λατρεία τους, τιμούσαν · ιδιαίτερα και την Δήμητρα, και την αποκαλούσαν Εύπυρον, Πυροφόρον, Φιλόπυρον και Λίβυσσαν. Λέγανε μάλιστα πως όταν η θεά ήρθε στο Άργος, την φιλοξένησε ο βασιλιάς Πελασγός.[20]

Ο Φείδων απόγονος του πρώτου Ηρακλείδη βασιλιά του Άργους Τήμενου, είναι ο πρώτος Έλληνας που έκοψε αργυρά και χάλκινα νομίσματα και ίδρυσε το πρώτο νομισματοκοπείο της Ευρωπαϊκής Ηπείρου στην Αίγινα, που ήταν Αργειακή αποικία και υπαγόταν στην εξουσία του Άργους: «Καί μέτρα εξεύρε τά Φειδώνια καλούμενα καί σταθμά καί νόμισμα κεχαραγμένον τό τέ άλλο καί τό αργυρούν»[21]

«Ο δε Έφορος λέγει ότι ο Φείδων έκοψε το πρώτο αργυρό νόμισμα στην Αίγινα».[22]

«άφ’ ου ό Φείδων ό Αργείος εδήμευσε τά μέτρα καί σταθμά, κατεσκεύασε καί νόμισμα αργυρούν έν  Αιγίνη… βασιλεύοντος Αθηνών Φερεκλέους».[23]

Τα πρώτα Αργείτικα νομίσματα εικόνιζαν δύο δελφίνια. Αργότερα αντικαταστάθηκαν από παράσταση λύκου, σύμβολο του Δαναού και της λατρείας του Λυκίου Απόλλωνα, στον ναό του οποίου φυλαγόταν το άσβεστο πυρ του Φορωνέως.[24]

Όπως μας πληροφορεί επίσης το Πάριον Χρονικόν, ο Φείδων όρισε τα μέτρα και τα σταθμά που επεκράτησαν σε όλη την Ελλάδα από τον 7ο  π.Χ. αιώνα. Εκτός από τα μέτρα και τα σταθμά, όρισε και τα μέτρα των υγρών. Καθιέρωσε ακόμη και τον πόδα, ελληνική μονάδα μετρήσεως του μήκους.[25]

Οι πρώτες ελληνικές αποικίες ιδρύθηκαν από Αργείους. Καμιά άλλη πόλη δεν ίδρυσε τόσες πολλές αποικίες και στους πλέον απόμακρους τόπους, από τον καιρό των Πελασγών. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, μας διασώζει μια παράδοση που δείχνει πόσο νωρίς οι Αργείοι ξεκίνησαν τις αποικιακές εξορμήσεις τους:

Όταν εξαφανίστηκε η βασιλοκόρη Ιώ, ο πατέρας της Ίναχος επάνδρωνε πλοία και τα έστελνε να την αναζητήσουν σε στεριές και θάλασσες, με την εντολή να μην επιστρέψουν αν δεν την φέρουν μαζί τους. Όταν οι έρευνες απέβαιναν άκαρπες, οι επικεφαλής των αποστολών αναγκάζονταν να παραμένουν σε ξένη γη και να κτίζουν νέες πόλεις, στις οποίες έδιναν συνήθως το όνομα της γενέτειράς τους. Στην ηπειρωτική Ελλάδα, σε πολλά νησιά του Αιγαίου, στην Κύπρο, στα Μικρασιατικά παράλια, στην Κάτω Ιταλία, υπήρχαν πόλεις με το όνομα Άργος. Στην Κρήτη τελούσαν εορτή τα «Ινάχεια».

Αλλά και η εξιστόρηση των περιπλανήσεων της ίδιας της Ιούς, θεωρείται ως μια εξερευνητική επιχείρηση των Αργείων κατά τους προϊστορικούς χρόνους με σκοπό τον αποικισμό, που κατέληξε στην Αίγυπτο:

Πολυάριθμες είναι οι πόλεις που το Άργος έχτισε και εποίκισε στην Αίγυπτο Με το χέρι του Επάφου.[26]

Και τέλος, κάτι επίσης πολύ σημαντικό, το Άργος υπήρξε η γενέτειρα της βασιλικής γενιάς των Μακεδόνων, εξ ου και Αργεία καταγωγή του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

 

Ιωάννης Κ. Μπίμπης, «Αργολικά Παλαμήδης», Προοδευτικός Σύλλογος Ναυπλίου «Ο Παλαμήδης», Ναύπλιο, 2003. 

  

Υποσημειώσεις


[1] Διοδώρου Σικελιώτου Ιστορική Βιβλιοθήκη, 3,67,1

[2] Ιλιάς Ζ,168. «πέμπε δε μιν Λυκίηνδε, πόρεν δ’ό γε σήματα λυγρά, γράψας έν πίνακι πτυκτώ θυμοφθόρα πολλά,»

[3] Απολλοδώρου Βιβλιοθήκη Β’ ΙΙΙ, Ι Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Μετ. I. Χατζηφώτη.

«Προίτος δέ πιστεύσας έδωκεν επιστολάς αυτώ πρός Ιοβάτην κομίσαι, έν αίς ενεγέγραπτο Βελλερεφόντην αποκτείναι. Ιοβάτης δέ αναγνούς, επέταξεν αυτόν Χίμαιραν κτείναι…».

(Για να προσδιορισθεί χρονικά το περιστατικό, υπενθυμίζουμε ότι ο Αργείος Ταλαός που πήρε μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία, ήταν εγγονός του Προίτου).

[4] Παυσανίου Κορινθιακά 19,2 Εκδ. Ζαχαρόπουλου, μετ. Γιάννη Κορδάτου. » Αργείοι δέ άτε ισηγορίαν καί τό αυτόνομον αγαπώντες έκ παλαιοτάτου, τά της εξουσίας των βασιλέων ές ελάχιστα προήγαγον».

[5] Αισχύλου Ικέτιδες, στιχ.368. «εγώ δ’αν ου κραίνοιμ’ ύπόσχεσιν πάρος αστοίς δε πάσι των δε κοινώσας πέρι».

[6] Αισχύλου Ικέτιδες, στ. 398 μετ. φιλολογική ομάδα ΚΑΚΤΟΥ. «Είπον δέ καί πρίν, ούκ άνευ δήμου τάδε πράξαιμ’ άν ουδέ πέρ κρατών…»

[7] Παυσανίου Κορινθιακά, 25, 7, εκδ. Ζαχαρ. Μετ. Γιάννη Κορδάτου.

«ερχόμενος δέ έξ Άργους ές τήν Επιδαυρίαν εσίν οικοδόμημα έν δεξιά πυραμίδι μάλιστα εικασμένον, έχει δέ ασπίδας σχήμα Αργολικάς επειργασμένας».

[8] Από σχετική ομιλία του καθηγητή Περικλή Σ. Θεοχάρη στο Ναύπλιο, 15/5/95, που περιέχεται στο βιβλίο του Χρήστου Δ. Λάζου «Πυραμίδες στην Ελλάδα» Εκδ. ΑΙΟΛΟΣ, σελ 183.

Ο Χρήστος I. Πιτερός αρχαιολόγος Δ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων, σε μελέτη του με θέμα ΟΙ «ΠΥΡΑΜΙΔΕΣ» ΤΗΣ ΑΡΓΟΛΙΔΑΣ υποστηρίζει ότι οι «πυραμίδες» ήταν διώροφοι ή τριώροφοι οχυρωματικοί πύργοι και τους χρονολογεί στο β’ μισό του 4ου αι. π.Χ. (Βλ. πρακτικά του Ε’ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, τόμ. Γ’, σελ. 370. Άργος-Ναύπλιον 6-10 Σεπτεμβρίου 1995).

[9] Παυσανίου Κορινθιακά, 15,1 εκδ. Ζαχαρόπουλου μτ. Γιάννη Κορδάτου. » Ενταύθα έστιν ιερόν Αθηνάς, τό δέ άγαλμα Σκύλλιδος τέχνη καί Διποίνου μαθητάς  δέ είναι Δαιδάλου σφάς, οί δέ καί γυναίκα έκ Γόρτυνος εθέλουσι λαβείν Δαίδαλον,  καί τόν Δίποινον και Σκύλλον έκ της γυναικός οί ταύτης γενέσθαι».

[10] Ι. Κοφινιώτη, Ιστορία του Άργους, σελ. 251

[11] «Tertullien de spektae 9: Si vero Trohilos argivus auktor est currus patriae Iunoni id opus suum dedicavit». Τερτυλλιανός

[12] Α. Σταγειρίτη Ωγυγία, βιβλ. Θ ‘σελ.143. «Τό δέ σχήμα της Αργούς ήτο επίμηκες. «Οθεν ωνομάσθη μακρά ναύς. Καί πρώτη μακρά ναύς αυτή εφάνη εις τήν Ελλάδα επειδή μέχρι τότε μετεχειρίζοντο μικρά καί στρογγυλοειδή πλοία».

Και κατά τον Απολλώνιο «ταύτην λέγουσιν πρώτην ναύν γεγενήσθαι».

[13] Παυσανίου Κορινθιακά,25,7, εκδ. Ζαχαρόπουλου, μετ. Γ. Κορδάτου. «συμβαλείν δέ σφάς λέγουσιν ασπίσι πρώτον τότε καί αυτούς καί τό στράτευμα οπλισμένους».

[14] Σύμφωνα με ιστορικούς, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι και ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος στην ελληνική ιστορία έχει την αφετηρία του στο Άργος και ξεκίνησε από τον Ακρίσιο και Προίτο απογόνους του Δαναού, από την κόρη του Υπερμνήστρα.

[15] Το Άργος είχε δύο ακροπόλεις: Η αρχαιότερη και σημαντικότερη σ’ όλες τις εποχές ήταν η Λάρισα, ένα τμήμα της οποίας ονομαζόταν στους ιστορικούς χρόνους Ασπίδα (2800- 1900 π.Χ.) ήταν η κύρια ακρόπολη και βορειότερα υπάρχει μια μικρότερη ακρόπολη της Δειράδας (προφήτης Ηλίας).

[16] Παυσανίου Κορινθιακά,25,3, εκδ. Ζαχαρόπουλου, μετ. Γιάννη Κορδάτου.

«καί ό μέν Περσεύς οία ηλικία τε ακμάζων καί τού δίσκου χαίρων τω ευρήματι επεδείκνυτο   εις άπαντας…»

[17] Ευριπίδου Ιφιγένεια η εν Αυλίδι 200, εκδ. Πάπυρος, μετ. Α. Παπαχαρίση.

Διομήδεά θ’ ήδοναίς δίσκον κεχαρημένον, παρά δέ Μηριόνην, Άρεος όζον, θαύμα βροτοίσιν.

[18] Ιλιάς Β, 773 Μετ. Κ. Δούκα.

 λαοί δέ παρά ρηγμίνι θαλάσσης δίσκοισιν τέρποντο καί αιγανέησιν ίέντες τόξοισίν θ’.»

«Δίσκοι δέ ώς καί έν Οδυσσεία, λίθοι στρογγυλοί οις χειριζόμενοι ερρίπτουν εις μήκος οί γυμναζόμενοι. Ει δέ ήν έκ σιδήρου, σόλος τό τοιούτον ελέγετο. Τόν αγώνα τούτον κατ’εξοχήν ηγάπων οί Αχαιοί». [ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ]

[19] Απολλόδωρος Β, 1, εκδ. Βιβλιοθήκη των Ελλήνων μετ. I. Χατζηφώτη.

«Νιόβης δέ καί Διός (ή πρώτη γυναικί Ζεύς θνητή εμίγη), παίς Άργος εγένετο, ώς δέ

Ακουσίλαος φησί, καί Πελασγός, άφ ου κληθήναι τούς τήν Πελοπόννησον οικούντας Πελασγούς».

[20] Παυσανίας 1,14,2: «Λέγεται ούν ώς Δήμητραν ές Άργος ελθούσαν Πελασγός δέξαιτο οίκω».

[21] Στράβων Η, 3,33.

[22] Στράβων Η, 375, 16. » Έφορος δ’ έν Αιγίνη άργυρον πρώτον κοπήναι φησίν υπό Φείδωνος «.

[23] Από το Πάριον Χρονικόν.

[24] Από τα Αιγινήτικα νομίσματα που εικόνιζαν θαλάσσια χελώνη, προήλθε ο στατήρας και από αυτόν το εθνικό ελληνικό νόμισμα η δραχμή. Αυτή υποδιαιρέθηκε σε έξι μέρη, τους οβολούς. Στο Ηραίο (ναό της Ήρας) του Άργους, είχαν αναρτηθεί δείγματα αυτών των αρχαίων μονάδων οι οβελίσκοι: «Πρώτος δέ πάντων Φείδων Αργείος νόμισμα έκοψεν έν Αιγίνη, καί διδούς τό νόμισμα, καί αναλαβών τούς οβελίκους, ανέθηκεν τή έν Άργει Ήρα. Επειδή τότε οι οβελίσκοι τήν χείρα επλήρουν, τουτέστι τήν δράκα, ημείς καίπερ μή πληρούντες τήν δράκα τοις έξ οβολοίς, δραχμήν αυτήν λέγομεν, παρά τό δράξασθαι».

(Ωρίων Ετυμολογικόν, – 5ος αι. μ.Χ. – 118,19, λήμμα οβολός).

[25] Ι. Κοφινιώτη, Ιστορία του Άργους, σελ. 227.

[26] Πινδάρου 10ος Νεμεόνικος στιχ. 5-6, μετ. Β. Λαζανά.  Πολλά δ’Αιγύπτω καταοίκισεν άστη ταις Επάφου παλάμαις»

Read Full Post »