Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Πελασγοί’

Η προέλευση του ονόματος ΆργοςΑπόστολος Β. Χατζηστέρης


 

Προσεγγίσεις στις πιθανές προελεύσεις και ερμηνείες της λέξης Άργος. Η διαχρονικότητα και η εμβέλεια διασποράς της ονομασίας.

 

Α. Εισαγωγή

 

«Βραχύ μοι στόμα πάντ’ αναγήσασθ’ όσων Αργείων έχει τέμενος μοίραν εσθλών…»

 «Ωστόσο η πνοή μου είναι αδύναμη όλες τις δόξες του Άργους ν’ αριθμήσω…»

(Πίνδαρος, Νεμ. 10,4)

 

Η γλώσσα που τελικά επικράτησε και μιλήθηκε στην αργειακή πεδιάδα κατά τα αρχαία ιστορικά χρόνια ήταν το ενιαίο και οργανωμένο γλωσσικό προϊόν που προέκυψε μετά τη διαχρονική φθορά της πελασγικής διαλέκτου. Τη γλώσσα αυτή έφεραν μαζί τους και χρησιμοποίησαν οι πρώτοι «γραμματισμένοι» επισκέπτες – και μετά μόνιμοι κάτοικοι- της πεδιάδας: οι Πελασγοί. [1]

Η βαθμιαία αλλοίωση της πλούσιας, σε λεξιλόγιο και εκφράσεις, ντόπιας πελασγικής γλώσσας ξεκίνησε αμέσως μετά την εμφάνιση στον κάμπο των «επικυρίαρχων» ελληνικών φίλων: [2] των Πρωτοαργείων (2300-2250 π.Χ.), των Δαναών (γύρω στο 2100 π.Χ.) και των Δωριέων (μετά το 1300 π.Χ.).

Η συνεχής «απορρόφηση» και παγίωση άφθονων λεκτικών στοιχείων και συντακτικών δομών, που ανήκαν στη γλώσσα των νεοφερμένων πρωτοελληνικών πληθυσμών, [3] «ανάγκασε» την πελασγική να «υποκύψει» και διαχρονικά να καταλήξει στην ομιλούμενη ελληνική ιδιότυπη αργείτικη διάλεκτο του 5ου π.Χ. αι.

Παράλληλα με την είσοδο των ελληνικών γλωσσικών όρων παρεισέφρησαν και «φώλιασαν» μέσα στη μάνα πελασγική και πολλά «γλωσσήματα» της σημιτικής – κυρίως της φοινικικής διαλέκτου. Ήταν το αποτέλεσμα της συχνότατης επαφής [4] – εμπορικής επικοινωνίας – του Άργους, με τους αναπτυγμένους, γλωσσικά και πολιτιστικά, ναυτικούς λαούς της ανατολικής Μεσογείου.

Έτσι, ήταν αρκετά δύσκολη η εργασία της ανακάλυψης των ορθών ριζών και ερμηνειών πολλών λέξεων, κυρίως τοπωνυμίων, της σημερινής ελληνικής γλώσσας και αρκετών της αρχαίας, χωρίς τη συνδρομή της πελασγικής ή ακόμα των σημιτικών. Δυστυχώς, η πρώτη είναι σήμερα νεκρή γλώσσα και οι άλλες δυσνόητες και δύσχρηστες για τους πολλούς. Χρειάζεται, λοιπόν, καλή διάθεση και καρτερία από τους αναγνώστες, όταν κάποιος – ειδικός στα θέματα – προσπαθώντας να εξηγήσει την προέλευση γεωγραφικών ονομάτων που συναντιούνται στην αργείτικη πεδιάδα, χρησιμοποιήσει άγνωστες ρίζες της λησμονημένης πελασγικής, μιας πανέμορφης γλώσσας, καλά κρυμμένης μέσα στον πλούσιο κόσμο του λεξιλογίου της σημερινής ελληνικής.

Τυπικό παράδειγμα αποτελούν οι λέξεις: Άργος, Αργώ, αργός, άργος κ.ά., που έχουν την ίδια φωνητική ή μορφολογική ομοιότητα «σημαίνοντος», αλλά διαφέρουν αισθητά στη σημασία (διαφορά «σημαινομένου»). Το ιδιότυπο αυτό γλωσσικό φαινόμενο, ειδικά για την προηγούμενη ομάδα λέξεων, έχει τις αρχές του στην ευρεία πελασγική γλώσσα [5] και στις δυσδιάκριτες γραμματικές διαφορές ορισμένων λεκτικών ριζών της.

Η δομή του κειμένου της μελέτης αρχίζει με την παράθεση αρχαίων τόπων και κύριων ονομάτων που συγκροτούν μια πλήρη συλλογή λέξεων μονών ή διπλών, στην αναφορά των οποίων απαντιέται το όνομα Άργος.

Ύστερα «ο καπετάνιος ανοίγεται σε βαθύ και ταραγμένο πέλαγος», όπως μπορεί να περιγράφει μια δυσχερής προσπάθεια προσέγγισης, διαλογής και παρουσίασης της γλωσσολογικής ερμηνείας άγνωστων λεκτικών ριζών της πελασγικής, από τις οποίες προέρχεται πλήθος συναφών λέξεων, ομόηχων και ομοιότυπων με το μόρφωμα ΑΡΓΟΣ, αλλά εντελώς διαφορετικής προέλευσης και σημασίας.

Στη συνέχεια της μελέτης «ο καπετάνιος ξαναγυρίζει στο απάνεμο, γαληνεμένο και οικείο λιμάνι», καθώς παρατίθενται όλες οι γραπτές μαρτυρίες, διαλεγμένες με προσοχή μέσα από την πλουσιοπάροχη σε πληροφορίες αρχαία ελληνική γραμματολογία, στις οποίες διαιωνίζεται η λέξη Άργος. Η ενότητα αυτή θα αποτελέσει το πιο ενδιαφέρον και ευχάριστο κομμάτι της εργασίας. Αμέσως θα γίνει αντιληπτή η εμβέλεια διάχυσης της φήμης του μυθικού ονόματος και διάδοσης της δόξας των ηρωικών τέκνων του δικού μας Άργους αυτής της δόξας που έφτασε, μυθοπλασμένη και χιλιοτραγουδισμένη, στα παράλια της Μικρασίας και μετασχηματίστηκε πάνω στη γραφίδα του χαρισματικού Ομήρου σε γραπτό ποιητικό λόγο και ειδικότερα στην Ε ραψωδία (Διομήδεια) της Ιλιάδας.

Στο τελείωμα της έρευνας θα εφαρμόσουμε την αρχή του εκλεκτικισμού. Θα διαλέξουμε δηλαδή ως πιθανότερη ερμηνεία, για το όνομα της περιοχής που κατοικούμε σήμερα, την πιο ταιριαστή ιδεατή συναρμογή με τη φυσική τοπογραφική θέση της πανάρχαιας πόλης: αυτής που χαρακτηρίστηκε σαν το «Ήρας θεοπρεπές δώμα» [6] και στολίστηκε με τόσα άλλα επίθετα, το ξακουστό ΑΡΓΟΣ.

Σκοπός αυτών των ερευνών είναι ένας και μόνος: η ενημέρωση των κατοίκων και φίλων της πόλης του Άργους για καθετί που αφορά την προϊστορία και ιστορία της. Ειδικότερα αυτή η μελέτη στοχεύει στην άντληση πληροφοριών, μυθικών ή ιστορικών, μέσα από ένα λαβύρινθο αναζήτησης της πιθανότερης προέλευσης του ονόματος ΑΡΓΟΣ.

 

Φανταστική απεικόνιση του Άργους. Άποψη του Άργους με την ακρόπολή του τη Λάρισα και τον ποταμό Ίναχο με το πολύτοξο γεφύρι. Ανιστόρητη χαλκογραφία, Johann Friedrich Gronovius,17ος αιώνας.

 

Β. Η συλλογή

  1. Οι τόποι

 

«Το δε Άργος τούτον τον χρόνον προείχε άπασι των εν τη νύν Ελλάδι καλεσμένη χώρη» [7]

 «Αυτά τα χρόνια το Άργος ήταν η πρώτη πόλη από εκείνες που βρίσκονται σήμερα στον τόπο, ο οποίος ονομάζεται Ελλάδα.»

 (Ηρόδοτος, Κλειώ ΑΙ)

 

Αγγίζοντας το τελείωμα του 17ου αιώνα, η ακμή του προϊστορικού Άργους έφθασε στην κορύφωσή της. Στα χρόνια αυτά, που ο μύθος ήθελε να βασιλεύει ο τελευταίος Ιναχίδης βασιλιάς Γελάνορας, η φήμη του ονόματος της πόλης επεκτάθηκε σε ολόκληρο τον τότε γνωστό ελλαδικό ηπειρωτικό χώρο, λες και όλη η Ελλάδα ήταν μια επικράτεια με μητρόπολη το Άργος. Για την εποχή αυτή οι σύγχρονοι ιστορικοί – ερευνητές επιμένουν ότι πρέπει να επικράτησε γεωγραφική σύγχυση, από τους αρχαίους ιστορικούς της κλασικής εποχής, ως προς την πιστοποίηση και τον εντοπισμό αρκετών πόλεων και τοποθεσιών που είχαν άμεση σχέση με το μυθικό Άργος. Η αιτία ήταν ότι η ονομασία έχασε την εντοπισμένη γεωγραφική σημασία της και σήμαινε οποιοδήποτε σημείο από το Ταίναρο μέχρι τη Μακεδονία. Η φήμη εντάθηκε τόσο, ώστε κατάφερε να «διασχίσει» ανέγγιχτη ακόμα και αυτή την ένδοξη μυθική εποχή των γειτονικών Μυκηνών.

Ενισχύθηκε πάλι τη γεωμετρική εποχή, από τους Αργείους Δωριείς και «ταξίδεψε» αλώβητη στο περιβάλλον της Μικρασίας. Εκεί ο φωτισμένος νους των Ιώνων ποιητών έπλασε τα ενθυμήματα της αργειακής παράδοσης και από προφορικό λόγο τα διαμόρφωσε σε γραπτά αιώνια αριστουργήματα.

Την ίδια σχεδόν εποχή του 8ου π.Χ. αιώνα, η «χρυσή» εποχή του Φείδωνα και η εκτεταμένη επικράτεια του Άργους με τα ασαφή σύνορά της επέτειναν τη γεωγραφική σύγχυση. Έτσι είναι εντελώς φυσιολογικό το γεγονός ότι τα μισά σχεδόν έργα των κλασικών του 5ου π.Χ. αιώνα περιέχουν στις υποθέσεις τους «έργα και ημέρες» από τα μυθικά αριστουργήματα των μυθοπλαστών Αργείων Δωριέων. Λίγο αργότερα, η «σκαπάνη» του Μ. Αλεξάνδρου αποκάλυψε ομώνυμες με το Άργος πόλεις στις εσχατιές της Περσίας.

Η πληθώρα των τόπων, που σαν γεωγραφικοί όροι περιέχουν τη λέξη Άργος, συγκεντρώνεται σε μια συλλογή, όπου καταγράφονται με συντομία δύο πληροφορίες: ο εντοπισμός της περιοχής και η πιθανή χρονολογία πρώτης αναφοράς της. Είναι αμέσως φανερή η δύναμη ακτινοβολίας του ονόματος στα πέρατα, σχεδόν, του γνωστού τότε αρχαίου κόσμου.

  1. Η μητρόπολη της Αργολίδας. Μυθικά χρόνια.
  2. Αμφιλοχικόν Άργος, η μητρόπολη της ευρύτερης Αιτωλίας. Μυθική αποικία.
  3. Αχαϊκόν Άργος, ολόκληρο το κράτος του Αγαμέμνονα ή το σύνολο της αχαϊκής Πελοποννήσου. Ομηρικά χρόνια.
  4. Πελασγικόν Άργος, το κράτος του Αχιλλέα ή ολόκληρη η πεδινή Θεσσαλία. Ομηρικά χρόνια.
  5. Πόλη στο νησί Νίσυρο. Αποικία του 9ου π.Χ. αιώνα.
  6. Άργος των Πελασγών, πόλη στο νησί Κάλυμνος. Αποικία του 9ου π.Χ. αιώνα.
  7. Ίππιον Άργος, πόλη της Απουλίας του Λατίου (Ιταλία). Αποικία του 9ου π.Χ. αιώνα.
  8. Πόλη στο νησί των Φαιάκων. Αποικία του 9ου π.Χ. αιώνα.
  9. 0ρεστικόν Άργος, μητρόπολη της μακεδονικής Ορεστείας, 7ος αι. π.Χ.
  10. Πόλη της Κιλικίας (Μ. Ασία). Αποικία του 6ου π.Χ. αιώνα.
  11. Πόλη της Καρίας (Μ. Ασία). Αποικία του 6ου π.Χ. αιώνα.
  12. Πόλη της Τροιζηνίας. Αποικία του 6ου π.Χ. αιώνα.
  13. Ορεινό φρούριο της Καππαδοκίας (εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου), 4ος π.Χ. αιώνας.
  14. Αρκετές πόλεις στις εσχατιές της εκστρατείας του Μ. Αλεξάνδρου (γραπτές αναφορές των ιστοριογράφων που τον ακολούθησαν), 4ος π.Χ. αιώνας.
  15. Πόλη της Λοκρίδας. Αποικία, αβέβαιης χρονολόγησης.

  

  1. Τα κύρια ονόματα

 

«…Χάριτες,… Άργος υμνείτε. Φλέγεται δ’ αρεταίς μυρίαις, έργων θρασέων ένεκεν…» [8]

 «…Υμνείστε, ω Χάριτες, το Άργος. Δόξα άσβηστη καταυγάζει, χάρις στα κατορθώματα των μυριάδων πάντολμων τέκνων του…»

(Πίνδαρος, Νεμ. 10,2)

 

Στην εκτενέστατη μυθοπλασία και μυθογραφία, όπου συγκεντρώνεται ο πλούτος των παραδόσεων της Αργείας γης, συναντιούνται αρκετά κύρια ονόματα της ίδιας φωνητικής απόδοσης με τη λέξη Άργος αλλά με διαφορετική σημασία. Τα πρόσωπα αυτά πρωταγωνιστούν στα ανθολογήματα των μύθων που πλάστηκαν και διατηρήθηκαν από τους αγαθούς κατοίκους του αργειακού κάμπου, πριν ο ορθός λόγος τιθασεύσει τις υπέρμετρες φαντασιώσεις τους.

Η ταξινόμηση που ακολουθεί καταγράφει τα πρόσωπα αυτά και τα εκλεκτότερα μυθολογήματα που σχετίζονται με την παραμυθένια παρουσία τους. Η ετυμολόγηση των ονομάτων είναι κύριο θέμα έρευνας της επόμενης ενότητας.

α) Ο μυθικός βασιλιάς Άργος, ο τέταρτος στη σειρά του γένους των Ιναχιδών και ευεργέτης του λαού του Άργους. «Εκόμισε» από την εξωτική Αφρική το σπόρο του σταριού. «Εδίδαξε» το ψήσιμο του ψωμιού, το ημέρωμα των άγριων αλόγων των φερμένων από τη γη της Θεσσαλίας, τη συστηματοποίηση της κτηνοτροφίας και την τέχνη παρασκευής των προϊόντων της.

Η εποχή του «κατοπτρίζει» τη χρυσή εποχή της ακμής του μεσοελλαδικού Άργους και την αρχή της εμπορικο-πολιτιστικής σύνδεσής του με τους προηγμένους ναυτικούς λαούς της σημιτικής Ανατολής.

β) Ο Πανόπτης Άργος, ο μυθικός και ταγμένος φύλακας της Ιώς, της μο­ναχοθυγατέρας του μελαψού βασιλιά – θεού Ινάχου. Ανθρωπόμορφο, μελανό – δερμο τέρας, με χίλια φωτεινά μάτια, ακολουθούσε πιστά και παντού την κόρη, παρατηρώντας τα πάντα.

Η ανεξάντλητη απλοϊκή φαντασία των μυθοπλαστών κατοίκων της πλούσιας αργείτικης πεδιάδας «ζωγράφισε» τον τετράμορφο Πανόπτη Άργο πανομοιότυπο με το σκοτεινιασμένο ουράνιο θόλο τον γεμάτο αστροήλιους. Ο έναστρος ουρανός πάντα «προστατεύει» και «ορίζει» τη μηνιαία τροχιά και τις φάσεις της ποικιλόμορφης Ιώς, της φεγγαροθεάς των προϊστορικών Αργείων. Φαίνεται ότι ο μύθος του Πανόπτη Άργου «αντιφεγγίζει» κάποιες εμπειρικές αστρονομικές παρατηρήσεις των Αργείων αστρομαντών εκείνης της μυθικής εποχής.

γ) Ο Βουκόλος Άργος, ο απλοϊκός και αγαθός, προϊστορικός κάτοικος του κάμπου, που καταγινόταν με τις αγροτικές και κτηνοτροφικές φροντίδες. Ήταν, φαίνεται, το άλλο όνομα του γηγενή, του αυτόχθονα, που ζούσε έξω από το συνοικισμό του προϊστορικού Άργους, στα βοσκοτόπια της πεδιάδας.

Το όνομα αντιπροσωπεύει τον πληθυσμό του προελληνικού φύλου των Πελασγών που διαβιούσε στην ύπαιθρο, απομονωμένο και παραγκωνισμένο από τις οργανωμένες ομάδες των πρωτοελλήνων Αργείων. Αυτών που διεύρυναν τους οικισμούς στην πλούσια πεδιάδα και συστηματοποίησαν, με τους δικούς τους κανόνες, την πρωτοελληνική αργείτικη κοινωνία.

δ) Ο ναυπηγός Άργος, ο ξυλουργός κατασκευαστής της ταχύπλοης Αργώς. Μυθικός Αργείος θαλασσομαραγκός, έτρεξε στο κάλεσμα του Θεσσαλού πρίγκιπα Ιάσονα, σκαρώνοντας το πανάλαφρο πλεούμενο που πήγε και γύρισε τους Αργοναύτες από τη μακρινή μαυροθαλασσίτικη Κολχίδα.

Ο πρωτομάστορας Άργος εκπροσωπεί τους φημισμένους Αργείους τεχνίτες κι εργάτες της θάλασσας και την αξεπέραστη γνώση τους στη ναυπηγική τέχνη. Συγχρόνως αποκαλύπτει τα μυστικά της ευδοκίμησης του θαλάσσιου εμπορίου στο μεσοελλαδικό Άργος, που δεν ήταν άλλα από τον ικανότατο στόλο των ελαφρών πλοιαρίων και τις παράτολμες μετακινήσεις του στους εμπορικούς σταθμούς – λιμάνια των νησιών του Αιγαίου και των ακτών της Ανατολής. Εκεί οι Αργείτες εμποροκαπετάνιοι αντάλλασσαν τα φυσικά προϊόντα της πλούσιας αργειακής πεδιάδας και τα χειροτεχνήματα των στοιχειωδών βιοτεχνιών της πόλης και γύριζαν πίσω με τα αμπάρια γεμάτα με όλων των ειδών τα πολιτιστικά αγαθά της εξωτικής χώρας του Λεβάντε.

ε) Ο τετράποδος Άργος, ο μυθικός λευκόθωρος και ταχύτατος σκύλος του Οδυσσέα. Η καταγωγή του ονόματος και η προκύπτουσα σημασία του παρατίθενται στην επόμενη ενότητα.

 

Φανταστική απεικόνιση της πόλης του Άργους, Nicolas Gerbel, 1545.

 

Γ. Οι πιθανές προελεύσεις και ερμηνείες 

  1. Οι πελασγικές ρίζες

 

«Δαναός ο πεντήκοντα θυγατέρων πατήρ ελθών εις Άργος, ώκισ’ Ινάχου πό­λιν, Πελασγιώτας δ’ ωνομασμένους το πριν Δαναούς καλείσθαι νόμον έθηκαν Ελλάδα… [9]

 «Ο Δαναός, ο πατέρας με τις πενήντα κόρες, φτάνοντας στο Άργος παρέμεινε στην πόλη του Ινάχου, γι’ αυτούς, μάλιστα, που τους ονόμαζαν Πελασγούς λένε ότι εφάρμοσαν κανόνες (νόμους) στην Ελλάδα, προτού φανούν οι Δαναοί (οι Πρωτοαργείοι Έλληνες)…»

 (Στράβων Γεωγραφικά 2,21)

 

Η εργασία αναζήτησης των πιθανών προελεύσεων του ονόματος ΑΡΓΟΣ ήταν ορθό να αρχίσει από ρίζες λέξεων της μητρικής πελασγικής γλώσσας. Η επίπονη και επίμονη έρευνα αποκάλυψε διαχρονικές αλλοιώσεις κάποιων πρότυπων – αρχέγονων – ριζών, που προκάλεσαν λεκτικές διασπορές -μορφήματα- και διάφορες καταληκτικές σημασίες, αλλά και συνυπάρξεις εννοιών.

Το αποτέλεσμα της μακρόχρονης μελέτης ήταν, απρόσμενα, ανώτερο από το αναμενόμενο. Αναδύθηκαν και διαχωρίστηκαν όλα τα παρακλάδια – διασπορές – της λέξης που σχημάτισαν τις συλλογές των γεωγραφικών όρων και κύριων ονομάτων και καταχωρήθηκαν στην προηγούμενη ενότητα.

Οι παραλλαγές των ριζών που αναφέρονται, αριθμημένες, στη συνέχεια του κειμένου είναι απαλλαγμένες από πρόσθετα δυσνόητα γλωσσολογικά – σημασιολογικά στοιχεία. Υπάρχει μόνο μια μικρή επέκταση στα συμπεράσματα που προέκυψαν, που όλα όμως σχετίζονται με το κύριο θέμα της μελέτης. Οι επεξηγήσεις ήταν αναγκαίες, ώστε να καταφανεί η μοναδική ικανότητα της ζωντανής ελληνικής γλώσσας να παραλαμβάνει έτοιμη την πρώτη γλωσσική ύλη, να μεταπλάθει, μετασχηματίζει και ενδύει μία και μοναδική ρίζα με τόσους τρόπους, που να προκύπτουν διάφορες λέξεις με χωριστές και ευδιάκριτες έννοιες, χωρίς αοριστίες και αμφιβολίες στην έκφραση και γραφή τους.

  1. Από τη ρίζα «άργκι-ου» = έδρα βασιλιά, πρωτεύουσα χώρας, μητρόπολη, προέρχεται το όνομα «Άργος», που δόθηκε στις μεγαλύτερες σε πληθυσμό και όνομα πόλεις ξεχωριστών τόπων και επικρατειών στον ελλαδικό χώρο (Αμφιλοχικό, Ορεστικό κ.α.), αλλά και έξω απ’ αυτόν (Άργος στην Καρία, Κιλικία κ.α.). Την ίδια καταγωγή έχει και το όνομα του Άργου, του μυθικού βασιλιά της πανάρχαιας μητρόπολης της Αργολίδας.
  2. Από τη ρίζα «άρκ-ου» = αγρυπνώ, ξενυχτώ, κρατάω ανοιχτά τα μάτια, προέρχεται το όνομα του «Πανόπτη Άργου», του φύλακα της Ιώς, με τα μύρια μάτια, αλλά και το όνομα «Αργειφόντης» που δόθηκε στο θεό Ερμή, όταν σκότωσε τον Άργο τον Πανοραματικό (Πανόπτη) και απάλλαξε την Ιώ.
  3. Από τη ρίζα «Ηάρκ-ου» = αεικίνητος, ταχύς, ευέλικτος, ζωηρός, προέρχεται το όνομα του «Άργου», του πιστού σκύλου του Οδυσσέα, καθώς και η ονομασία της ταχύπλοης και ανάλαφρης «Αργώς» των Αργοναυτών.

Από την ίδια ρίζα προέρχεται και η λέξη «αργός», που στην αρχαία ελληνική σήμαινε το ζωηρόχρωμο, λαμπρό, στιλπνό, λευκόθωρο, άσπρο. Από εδώ προέρχεται η λέξη «άργυρος», μέταλλο ανοιχτόχρωμο, ακτινοβόλο, σχεδόν λευκό, αλλά και το ρήμα «αργαίνω» που στην αρχαία ελληνική σήμαινε λευκαίνω, ασπρίζω. Πρόσφατα, σε έγκυρο λεξικό, καταχωρήθηκε η άποψη ότι η ονομασία του προϊστορικού οικισμού του Άργους οφειλόταν στη «λευκή» απόχρωση που έπαιρνε ο κάμπος από τα απλωμένα στάχια τον καιρό του θερισμού. Το στοιχείο αυτό έρχεται σε αντίθεση με το πανέμορφο επίθετο «πολύπορος» (ξανθοκόκκι­νος), που δόθηκε στην πεδιάδα τα αρχαία χρόνια, δανεισμένο από το χρώμα των μεστωμένων σιταγρών (Ιλιάδα Ρ 756 και Αισχύλος, Ικετ. 555).

Οι προηγούμενες – φαινομενικά ξεχωριστές – έννοιες των λέξεων «ταχύς» και «λαμπρός» είναι πρακτικά συναφείς. Αρκεί να ανατρέξουμε στο γνωστό οπτικό φαινόμενο, όπου ένα σώμα ταχύτατα κινούμενο «φαίνεται» κα ξανοίγει το χρώμα του και στιγμιαία να απαστράπτει με συνεχή και έντονη οπτική εντύπωση.

      4. Από τη ρίζα «Fάργ-ου» = ευρύς χώρος, ομαλός τόπος, πεδιάδα, (οι ρηματικοί τύποι πλαταίνω, εκτείνομαι, ευρύνω, εξομαλύνω) προέρχεται το ρήμα της αρχαίας ελληνικής «ορέγω»* που σήμαινε την ευρεία πεδιάδα, την εκτεταμένη πεδινή χώρα.

Από την ίδια ρίζα προέρχεται και το επίθετο «άργος», που στην αρχαία ελληνική σήμαινε ο πεδινός, ο ομαλός, ώστε μερικοί ερευνητές να το σχετίζουν με τη λέξη «αγρός» ή «αγρότης». Εδώ ακριβώς εντοπίζεται και η θέση της σημασίας που είχε το κύριο όνομα του Βουκόλου Άργου, δηλαδή του αγρότη, του γεωργοκτηνοτρόφου.

  1. Από τη ρίζα «όργκι-ου»= αλιεύς, θαλασσινός, ασχολούμενος με τη ναυτιλία, προέρχεται ο «Άργος» ο ναυπηγός και επιβάτης της «Αργώς» των Αργοναυ­τών και «εκπρόσωπος» των ναυτικών – κατασκευαστών του ευκίνητου αργείτικου εμπορικού στόλου των μεσοελλαδικών χρόνων με τα λιγόβαρα σκαριά.

*=εκτείνω. Επίσης και ο γεωγραφικός όρος Φρυγία

 

  1. Η διχοστασία της ερμηνείας κάποιων γεωγραφικών επιθέτων.

 

«Άργος, άειδε θεά πολυδίψιον ένθεν άνακτες…»[10]

 «Τραγούδα θεά το πολυδιψασμένο Άργος, απ’ όπου βασιλιάδες (ξεκίνησαν)…»

(Αισχύλος, Επτά επί Θήβας 35)

 

Η ερμηνεία των περισσότερων γεωγραφικών επιθέτων που συνοδεύουν τη λέξη ΑΡΓΟΣ φαίνεται να συμφωνεί με την περίπτωση Γ(1), που αναπτύχθηκε στην προηγούμενη ενότητα. Όμως, οι γραπτές μαρτυρίες της αρχαίας ελληνικής γραμματολογίας περιέχουν ορισμένα από αυτά που προκάλεσαν διάσταση απόψεων σχετικά με τον εντοπισμό και το γεωγραφικό προσδιορισμό των συγκεκριμένων τόπων, στους οποίους αναφέρονται. Μετά το πεδίο της αναζήτησης και διασάφησης ακολουθεί η παράθεση των σπουδαιότερων περιπτώσεων και οι διάφορες απόψεις που διατυπώθηκαν για καθεμιά.

α) Η πανελλαδική διασπορά της φήμης του Άργους, όπως έφτασε στην Ιωνία, φαίνεται ότι παρέσυρε ακόμα και τον πολυταξιδεμένο Όμηρο. Ο εμπνευσμένος ποιητής, σε αρκετά σημεία των επών του, εκθειάζει το Άργος και το αναγορεύει σε μητρόπολη ολόκληρης της ελληνικής επικράτειας, τους Αργείους μάλιστα σε αντιπροσώπους της ελληνικής φυλής. Δικαιολογημένα, λοιπόν, η παράδοση τον ήθελε να κατάγεται από το Άργος ή τουλάχιστον να επισκέφθηκε τα χώματά του. Θαμπωμένος από το φως και τη δόξα της πόλης, παραδέχτηκε σε πολλά σημεία του κειμένου των επών ότι οι έννοιες Άργος και Ελλάδα ήταν ταυτόσημες γεωγραφικά και εθνολογικά.

Αξιοσημείωτο στοιχείο είναι ότι η λέξη ΑΡΓΌΣ καταμετρήθηκε εκατοντάδες φορές, ενώ η λέξη Ελλάδα μόνο δύο (οι Έλληνες αναφέρονται ως θεσσαλικά φύλα). Έτσι, όταν αναφέρεται η λέξη, παράλληλα αναδύεται το πρόβλημα προσδιορισμού του τόπου που υπονοείται γεωγραφικά. Η δυσκολία είναι εντονότερη, όταν το κείμενο δεν ακολουθείται από συνοδευτικά επικουρικά στοιχεία άμεσου εντοπισμού του τόπου. Το φαινόμενο επαναλαμβάνεται πάμπολλες φορές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, από τα πιο εντυπωσιακά, είναι το παρακάτω. Στην Οδύσσεια (α 282-384) η Πηνελόπη υπενθυμίζει προς τον ποιητή και υμνωδό Φήμιο: «η δόξα του Οδυσσέα είναι απέραντη, απλωμένη στην Ελλάδα και μέσα στο Άργος». Οι ομηριστές φιλόλογοι, μετά από πολλές διαβουλεύσεις, δέχτηκαν ότι ο όρος Άργος δήλωνε ολόκληρη την Πελοπόννησο, οπότε Ελλάδα ήταν ο υπόλοιπος ελλαδικός χώρος.

β) Στην Ιλιάδα αναφέρεται ο γεωγραφικός όρος «Πελασγικόν Άργος»: «… όσσοι το Πελασγικόν Άργος έναιον:.. [11] …των αύ πεντήκοντα νεών ήν αρχός Αχιλλεύς»… [12]

Ο εντοπισμός της τοποθεσίας, που όριζε αυτός ο όρος, προκάλεσε ατέλειωτες συζητήσεις μεταξύ των φιλολόγων ομηριστών. Μερικοί δέχτηκαν την εξήγηση Γ(1)1, οπότε το Πελασγικό Άργος πρέπει να σήμαινε την πρωτεύουσα, την έδρα των Πελασγών που είχαν αρχηγό – ηγεμόνα τον Αχαιό Αχιλλέα, κάποια πόλη δηλαδή της Θεσσαλίας, ίσως κοντά στη σημερινή Λάρισα.

Άλλοι προτίμησαν την ερμηνεία Γ(1)4 ως λογικότερη, οπότε ο όρος παρέπεμπε στη θεσσαλική πεδιάδα ή σε ολόκληρη την αχαϊκή πεδινή επικράτεια του Αχιλλέα κάπως νοτιότερα της Θεσσαλίας.

Οι υπόλοιποι θεώρησαν τον όρο δανεικό, προερχόμενο από το Άργος της Πελοποννήσου. Στήριξαν την άποψή τους στο γεγονός ότι εκτός του Ομήρου και ο τραγικός Ευριπίδης, πολύ αργότερα στην τραγωδία «Φοίνισσαι», [13] ανέφερε το όνομα με σαφή υπόδειξη την πατρίδα των «Εφτά Πολέμαρχων», το Άργος: «Άργος ώ Πελασγικόν, δειμένω τάν σάν αλκάν και το θεόθεν… [14]». (Ευριπ. Φοίνισσαι 256-257).

Μία άλλη αναφορά του όρου «Πελασγικόν Άργος» περιέχεται σε αυθόρμητο(;) χαρακτηρισμό – απάντηση που χρησμοδότησε το μαντείο των Δελφών, ο οποίος τοποθετούσε στην πρώτη θέση την πολεμικότητα των Αργείων:

«Γαίης μέν πάσης τό Πελασγικόν Άργος άμεινον…» [15] (Πυθία)

Στο επίθετο αναγνωρίζεται αναμφίβολα το δωρικό Άργος της Πελοποννήσου.

 Τέλος, ο Στράβων, προσδιορίζοντας τους τόπους κατοικίας των Πελασγών στον ελλαδικό χώρο, πήρε ξεκάθαρη θέση στον εντοπισμό του «Πελασγικού Άργους» και καθόρισε ότι: «…και το Πελασγικόν Άργος ή Θετταλία λέγεται, το μεταξύ των εκβολών τού Πηνειού και των Θερμοπυλών, έως της ορεινής της κατά Πίνδον…» (Στράβων, Γεωγραφικά 2,21).

γ) Στο περιεχόμενο των ομηρικών επών συναντιέται και ο όρος «Αχαϊκόν Άργος». [16] Φαίνεται ότι ο χαρισματικός ποιητής υποχρεώθηκε να «επινοήσει» αυτό το επίθετο για διάκριση από το «Πελασγικόν», μιας και ο εντοπισμός της τοποθεσίας είναι εντελώς διαφορετικός. Με τον όρο «Αχαϊκόν Άργος» ο Όμηρος εννοεί τη μυκηναϊκή επικράτεια του βασιλιά Αγαμέμνονα ή ολόκληρη την αχαϊκή Πελοπόννησο.

 Ο Διονύσιος Αλικαρνασσεύς (1ος π.Χ. -1ος μ.Χ. αι.) μιμήθηκε τον Όμηρο, καθώς αναφέροντας τον όρο Αχαϊκό Άργος εδήλωνε ολόκληρη την Πελοπόννησο. Όμως, συγχέοντας τα πράγματα, όρισε τη γη του Πέλοπα ως κοιτίδα των αρχέγονων προελλήνων Πελασγών: «…ούτοι αυτόχθονες όντες ώκησαν το πρώτον το Αχαϊκόν Άργος … μετέπειτα δε Θεσσαλίαν … πολλής και αγαθής χώρας κρατήσαντες…» (Διον. Αλικαρν., Ρωμαϊκή Αρχαιολογία α 11-26)

δ) Πολύ σπάνια συναντιέται και το επίθετο «Αργόλας», [17] που σήμαινε τον Αργείο στρατιώτη ή ολόκληρο τον αργειακό στρατό.

ε) Μοναδική πληροφορία για τη γραφή του ονόματος Άργος εκτός της επικράτειάς του μας παρέδωσε ο Στράβων. [18] Περιδιαβαίνοντας τα μέρη της Στερεάς Ελλάδας, συνάντησε στη Λοκρίδα τη Φαρυγεία, αργειακή αποικία. Συγκεκριμένα έγραψε (1ος αι. π.Χ.): «…καλείται δε νυν Φαρύγαι ίδρυται δ’ αυτόθι Ήρας Φαρυγαίας ιερόν από τής έν Φαρύγαις τής Αργείας καί δή καί αποικοί φασιν είναι τών Αργείων». [19]

Γίνεται λοιπόν φανερό ότι παλαιότερα (6ος π.Χ. αι.) η λέξη Άργος γραφόταν ως «Fάργ-ος» και η αργεία Ήρα «Fαργ-εία». Στα κατοπινά χρόνια η μορφή αυτή καταργήθηκε στη μητρόπολη, καθώς η εξέλιξη της γραφής συνεχίστηκε, για να καταλήξει στην ιδιωματική αργείτικη γραφή του 4ος π.Χ. αι. Όμως, στις αποικίες οι μεταλλαγές στο γράψιμο ήταν σχεδόν μηδενικές, ακόμα και μέχρι τα χρόνια του Στράβωνα αι. π.Χ.).

 

Δ. Η ολοκλήρωση

Η εκλογή

 

«…Αργείος ανακαλούμενος…»[20]

  «…Αργείος ονομαζόμενος (καταγόμενος από το Άργος)…»

 (Σοφοκλής, Ηλέκτρα 683)

 

Το τελείωμα της επίμονης αναζήτησης και του μακρόχρονου στοχασμού για το ξεδιάλεγμα των ορθών ριζών και ερμηνειών της λέξης ΑΡΓΟΣ, αποκάλυψε ένα δαιδαλώδες δημιούργημα απόψεων και συμπερασμάτων, ένα πολύπλοκο λεκτικό κατασκεύασμα. Διαφορετικές μορφές γραφών και γλωσσικών προελεύσεων, πάντα διανθισμένων με ελκυστικές ερμηνείες και εξωτικές προσεγγίσεις.

Η ερώτηση είναι αυθόρμητη: «Ποια απ’ όλες τις ερμηνείες ταιριάζει για το δικό μας Άργος;» Η απόκριση είναι μοναδική και απρόβλεπτη:«Όλες!» Αναλύοντας τις συνθήκες ίδρυσης του προϊστορικού συνοικισμού και ακολουθώντας τη διαιώνιση της μυθικής και ιστορικής πορείας της πανάρχαιας πόλης, διαπιστώνουμε ότι σχεδόν όλες οι απόψεις συνδυάζονται και συναρμόζονται με κάποιο ή κάποια από τα μυθιστορικά γεγονότα στη μακραίωνη ύπαρξή της. Οι ελάχιστες που παρεκκλίνουν ανταποκρίνονται ακριβώς στις μορφές της φυσικογεωλογικής τοποθεσίας της.

Περιορίζοντας τη γενικότητα της ερώτησης, η μετατροπή της είναι ριζική: «Ποια περίπτωση αξιολογείται ως πιθανότερη;» Το μοναδικό σίγουρο βοήθημα και μέσο επιλογής είναι το αλάνθαστο κριτήριο που παρέχει η παρατήρηση του επικρατέστερου γεωγραφικού γνωρίσματος του γύρω χώρου. Απ’ όλες τις αισθήσεις η όραση είναι εκείνη που καθοδηγεί και καθορίζει με βεβαιότητα. Είναι αυτή που διεγείρει, στο μεγαλύτερο βαθμό, το μηχανισμό της νόησης και τον αναγκάζει να καταλήξει στην ολοκλήρωση της γνώσης: ΑΡΓΟΣ = ΠΕΔΙΑΔΑ. Τελική επιλογή η περίπτωση Γ(1)4.

Πράγματι το εντυπωσιακότερο γεωλογικό στοιχείο στον περιβάλλοντα χώρο του διαχρονικού Άργους ήταν και είναι η πανέμορφη πεδιάδα του, αυτή που ο χαρισματικός Μικρασιάτης ποιητής στόλισε με τον επινοηματικό χαρακτηρισμό: «ούθαρ αρούρης», [21] δηλαδή «μαστάρι της γης» (ζωοδότρα γη).

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Το ινδοευρωπαϊκό φύλο των Πελασγών πρωτομπήκε στην αργειακή πεδιάδα γύρω στο 2800 π.Χ., με τελευταίο σταθμό και αρχή διασποράς στον ελληνικό χώρο τον κάμπο της σημερινής Θεσσαλίας. Ήταν λαός συγγενής των πρωτο­ελληνικών φύλων.

[2] Χατζηστέρης Α., «Τα προ των Αχαιών Ελληνικά Φύλα στην Αργειακή Πεδιάδα» Μελέτη υ.έ., ΑΡΓΟΣ 2003.

[3] Οι Αχαιοί – ινδοευρωπαϊκό ελληνικό φύλλο – άρχισαν, πολύ αραιά στην αρχή, να εμφανίζονται στον κάμπο μετά το 1900 π.Χ., διαβαίνοντας τα βόρεια στενά και δύσβατα περάσματα του όρους Τρητού και εγκαταστάθηκαν στα ΒΑ της πεδιάδας. Εκεί, θεληματικά απομονωμένοι, τελειοποίησαν την ελληνική «μυκηναϊκή» γλώσσα, την οποία, από το 1550 π.Χ. περίπου, άρχισαν να αποτυπώνουν στις «οικονομικο-απογραφικές» πήλινες πινακίδες της Γραμμικής Β γραφής τους. Το γειτονικά «άσπονδο» Άργος φαίνεται ότι δεν επηρεάστηκε γλωσσικά από τους «νεόκοπους» πολιτιστικά Μυκηναίους, ακόμα και στα χρόνια της «πολύχρυσης Μυκήνης». Την εποχή αυτή στο Άργος μιλιόταν ένα παρεφθαρμένο κατάλοιπο της πελασγικής, ενισχυμένο έντονα με άφθονα στοιχεία της πρωτοελληνικής γλώσσας.

[4] Οι επαφές του Άργους και των λαών του Λεβάντ(ε) άρχισαν με την αρχή της 2ης π.Χ. χιλιετίας. Οι εμπορικές και πολιτιστικές ανταλλαγές κορυφώθηκαν γύρω στο 1700 π.Χ.

[5] Περισσότερες λεπτομέρειες: Ελευθεριάδης Ν.Π. «Η Πελασγική Ελλάς», ΑΘΗΝΑΙ 1931.

[6] Πίνδαρος, Νεμ. 10,2 Ο πολυταξιδεμένος στο Άργος λυρικός ποιητής (522-442 π.Χ.) «χαρίζει» στην πόλη ομορφοπλασμένα κοσμητικά επίθετα, τονίζοντας τη θεόσταλτη αγάπη της προστάτιδάς της Ήρας. Χαρακτηρίζει την πόλη ως κατοικία της θεάς, εννοώντας το ναό του Ηραίου, όπου η Ήρα λατρευόταν με τελετές αντάξιες της θεϊκής καταγωγής της.

[7] Ο Ηρόδοτος (485 – μετά το 425 π.Χ.) εγκωμιάζει το Άργος και τη φήμη του, αναπολώντας τα χρόνια της ύστερης μεσοελλαδικής εποχής (1750-1600 π.Χ.), όταν η πόλη έφτασε σε μεγάλο βαθμό ανάπτυξης. Η περιεκτική σε μυθοπλασίες αργειακή παράδοση μας πληροφορεί ότι η καταγωγή των περισσότερων ηγεμόνων των ελληνικών πόλεων, καθώς και πολλών των εκτός της Ελλάδας λαών, ήταν την εποχή αυτή από το Άργος. Η πρώιμη σχέση της πόλης προς όλες τις κατευθύνσεις, με τους ηγεμόνες ολόκληρου του γνωστού κόσμου της μέσης χαλκοκρατίας, συνηγορεί με την άποψη ότι το Άργος κατείχε την πρώτη θέση μεταξύ των πόλεων της Ελλάδας και ήταν πολύ σημαντική διεθνώς.

[8] Ο μέγας λυρικός ποιητής Πίνδαρος (522-442 π.Χ.) εξυμνεί τα παράτολμα κατορθώματα των τέκνων του Άργους και ειδικότερα του αθλητή της πάλης Θεαίου, που νίκησε στους αγώνες των Νεμεών. Χρονολογία, γύρω στο 500 π.Χ. Τόπος, το Άργος. Την εποχή αυτή πολλά ονόματα επιφανών Ελλήνων ανήκαν σε Αργείους διασκορπισμένους μακριά από τον τόπο καταγωγής τους.

[9] Ο ιστορικός και γεωγράφος Στράβων (65 π.Χ.-23μ.Χ.) «προσεγγίζει» την προϊστορία της αργειακής γης, μνημονεύοντας ως πρώτους κατοίκους της τους Πελασγούς. Προσδιορίζει, μάλιστα, το χρόνο κατοίκησης με ακρίβεια, συγκρίνοντάς τον με τη μεταγενέστερη εποχή άφιξης των Δαναών (Πρωτοαργείων). Η φράση «νόμον έθηκαν Ελλάδα» περιέχει σύντομο όσο και περιεκτικό νόημα, που μπορεί να συνοψιστεί σε κάποιο τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας των κοινωνικών δομών μιας πρωτόγονης συνάθροισης ατόμων στην αργειακή πεδιάδα (αρχές Πρωτοελλαδικής εποχής, 2800 π.Χ. περίπου).

[10] Ο άγνωστος ποιητής του χαμένου έπους της «θηβαϊδας» (8ος π.Χ. αι.) «παροτρύνει» τη θεά να τραγουδήσει για το πολυδιψασμένο Άργος και τους εφτά στρατηγούς της, που ξεκίνησαν ενάντια στην εφτάπορτη Θήβα. Ο τραγικός Αισχύλος (525 – 456 π.Χ.) «ενσωμάτωσε» το απόσπασμα αυτό στο έργο του «Επτά επί Θήβας». Το συγκεκριμένο επίθετο «πολυδίψιον» σίγουρα αναφέρεται στο δικό μας Άργος. Υπάρχουν όμως επίθετα, κυρίως γεωγραφικά, που προηγούνται ή ακολουθούν τη λέξη, χωρίς να «εντοπίζουν» την Αργολίδα.

[11] Ιλιάδα, Β 681. «όσοι κατοικούσαν το Πελασγικό Άργος.»

[12] Ιλιάδα, Β 685. Εδώ εντάσσεται η πληροφορία της διάθεσης πενήντα καραβιών από την επικράτεια του Αχιλλέα για τη μεταφορά του στρατού στα μικρασιατικά παράλια της Τροίας: «…τούτων βέβαια των πενήντα καραβιών ήταν επικεφαλής ο Αχιλλεύς…».

[13] O Ευριπίδης (485-406 π.Χ.) έγραψε την τραγωδία το 408 π.Χ.

[14] Η υπέροχη μετάφραση του κειμένου: «Ω Άργος των Πελασγών, φοβάμαι τη δύναμή σου και την εύνοια των θεών (που έχεις)». Οι υπερασπιστές της εφτάπυλης Θήβας ομολογούν έντρομοι το δέος που αισθάνονται μπροστά στη θεά του πάνοπλου αργειακού στρατού των εφτά στρατηγών, που είναι στρατοπεδευμένος στον κάμπο, λίγο πιο έξω από τα θεόρατα τείχη της Καδμείας πόλης.

[15] «Απ’ όλες τις πόλεις της γης (Ελλάδας) το Άργος των Πελασγών (είναι) το καλύτερο (πολεμικότερο)». Μετά την τελική επικράτηση των Δωριέων στην Πελοπόννησο (γύρω στο 1100 π.Χ.) η ονομασία «Πελασγικό Άργος» φαίνεται ότι εξακολουθούσε να διατηρείται ανέπαφη, ακόμα και στα μετέπειτα ιστορικά χρόνια. Οι δωρικές πελοποννησιακές πόλεις Άργος, Κόρινθος, Λακεδαίμων, Μεγαρίς κ.ά. συναγωνίζονταν σε πολεμικότητα, κύριο χαρακτηριστικό τους. Κάποτε οι Μεγαρείς, γύρω στο 530 π.Χ. μετά από μια νικηφόρα μάχη ενάντια στους Αθηναίους, ρώτησαν την Πυθία: «Τίνες κρείττονες είεν των Ελλήνων;» Τότε πήραν την προηγούμενη απάντηση – όχι χρησμό διφορούμενο – που κατέτασσε πρώτο το Άργος και μετά τη Λακεδαίμονα. Όσον αφορά τους Μεγαρείς, η κατάληξη του κειμένου ήταν απρόβλεπτη: «…υμείς δ’ ώ Μεγαρήες, ουδέ τρίτοι, ουδέ τέταρτοι, ουδέ δυωδεκαταίοι ούτ’ έν λόγω ούτ’ εν αριθμώ».

[16] Ιλιάς I 141 και I 283

[17] «Πυραίθει στρατός Αργόλας» (Ευριπίδης, Ρήσος 41 και Αριστοφάνης, Αποσπ. 284) δηλαδή: «Ανάβει φωτιές ο στρατός των Αργείων». Μερικοί ομηριστές εξέφρασαν την άποψη ότι με το επίθετο «Αργόλας» ο Ευριπίδης μιμήθηκε τον Όμηρο και την συνήθειά του να περιλαμβάνει ολόκληρο τον ελληνικό στρατό μέσα στη γενικότερη έννοια της λέξης. Ο Ρήσος ήταν βασιλεύς των Θρακών, σύμμαχος των Τρώων.

[18] Στράβων Γεωγραφικά 4,26

[19] «…τώρα δε (η πόλη) ονομάζεται Φαρυγεία. Εδώ ιδρύθηκε ναός αφιερωμένος στη Φαρυγεία Ήρα, όπως με το ναό της Φαρυγείας στο Άργος Μάλιστα (οι κάτοικοι) λένε ότι είναι άποικοι των Αργείων».

Η γλωσσολογική μετάλλαξη – διερεύνηση της λέξης «αργεία» σε «Φαρυγεία» έχει δυσνόητη εξήγηση και παραλείπεται. Μέχρι τις μέρες μας η θέση της αρχαίας Φαρυγείας δεν έχει εντοπισθεί με σιγουριά, ώστε οι χρονολογήσεις που ενδιαφέρουν να είναι απόλυτα ακριβείς.

[20] Ο Ορέστης συστήνεται στην αδελφή του Ηλέκτρα και αυτή τον αναγνωρίζει. Από μικρή παιδούλα τον περίμενε να γυρίσει στο παλάτι και να εκδικηθεί τους δολοφόνους του πατέρα τους. Στα χρόνια του Σοφοκλή (496-406 π.Χ.) το ένδοξο όνομα της «πολύχρυσης Μυκήνης» μισοξεχάστηκε. Οι ποιητές της εποχής αναγνώριζαν ως Αργείους ακόμα και γνήσια τέκνα των Μυκηνών. Το Άργος του 5ου π.Χ. αι. ήταν μια αναγνωρισμένη από όλους τους Έλληνες ισχυρή δωρική πόλη με μεγάλη επικράτεια, σε αντίθεση με τις Μυκήνες που αποτελούσαν μικρή κώμη.

[21] Ιλιάς I 243.

 

Ενδεικτική βιβλιογραφία


 

Α’ Ελληνική

  • Δορμπαράκης Π., «Λεξικό Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας», Αθήναι 1971.
  • Ελευθεριάδης Ν. Π., «Η Πελασγική Ελλάς», Αθήναι 1931.
  • Κακριδής I., «Ελληνική Μυθολογία», Τόμοι II, III, IV Αθήνα 1986.
  • Κιουπκκλής Κ., «Οι Δωριείς, οι Πελασγοί Αρκάδες, ο Ηρόδοτος», Περιοδικό Ιστορία. Απρίλιος 1973.
  • Μπαμπινιώτης Γ., «Λεξικό Ν. Ελληνικής Γλώσσας», Αθήνα 1997.
  • Μυλωνάς Γ., «Η Νεολιθική Εποχή εν Ελλάδι», Αθήναι 1928.
  • Συριόπουλος Κ. Θ., «Η Προϊστορία της Πελοποννήσου», Αθήναι 1964.
  • Συριόπουλος Κ. Θ., «Οι Μεταβατικοί Χρόνοι από τη Μυκηναϊκή εις την Αρχαϊκή Περίοδο», Αθήναι 1983.
  • Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία (52 τόμοι), Εκδ. ΠΑΠΥΡΟΣ, Αθήνα 1995.
  • Liddel Η. – Scott R., «Μέγα λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης», Αθήναι 1970.

 

 ΒΞένη

 

  • Allen T.W., «Argos in Homer», G. Q 1909 81-90.
  • Caskey J. L., «The early Helladic Period in the Argolid», Hesperia 26. 1960.
  • Cooldstream J. N., «Geometric Greece», London 1977.
  • Crossland R. A., «Immigrants from the North», Cambridge 1967.
  • Desporough V. R., «The last Mycenaeans and their Successors», Oxford 1964.
  • Georgiev P., «Greek Indoeuropeans Toponyms with Greek Origin», Oxford 1972.
  • Gimbutas M., «The beginning of the Bronze Age in Europe and the Indoeuropeans», (3500-2500 b.C.) Ox­ford 1973,
  • Hall H., «The Civilization of Greece in the Bronze Age», London 1928.
  • Huxley G., «Argos et les Derniers Temenides», Paris 1958.
  • Hoffmann J. B., «Ετυμολογικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας», Αθήναι 1970.
  • Kelly Th., «A History of Argos to 500 b.C.», University of Minneapolis 1976.
  • Lichinson O., «The origins of the Mycenaean Civilization», Coteborg 1977.
  • Myres J. L., «Who were the Greeks», Berkeley 1930.
  • Musti D., «Le Origin! dei Greci Dorie Modo Egeo», Roma 1985.
  • Sakellariou M.,
  1. «Dialectes et Ethne Grecs a l’ Age du Bronze», Thessalonica 1973.
  2. «Pelasqes et Autres Peuples Indo – Europeens en Grece a l’ Age du Bronze», Thessalonika 1975.
  3. « Peuples Prehelleniques d’ Origine Inoeuropeanne » Athens 1977
  • Tomlinson F. A., «Argos and the Argolid», London 1972.
  • Van Windekens A. J., «Le pelasqique», Amsterdam 1952.
  • Zerner K., «The Beginning of the Middle Helladic Period at Lerna», N. Carolina 1978.

 

Απόστολος Β. Χατζηστέρης

 Άργος, Ιούνιος 2004

Αργειακή Γη, Επιστημονική και λογοτεχνική έκδοση του Πνευματικού Κέντρου Δήμου Άργους, τεύχος 2, Δεκέμβριος, 2004.

 

Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »

To τοπωνύμιο Λάρισα και Λάρισα η Αργεώτις


 

Τοποθετήσεις πάνω στο θέμα προέλευσης και ερμηνείας της λέξης ΛΑΡΙΣΑ. Σημασιολογική προσέγγιση στην ονομασία του ομώνυμου λόφου του προϊστορικού μεσοελλαδικού και υστεροελλαδικού Άργους.

  1. Η μυθογραφία

 

«Ές αντιλογίαν αφίκετο ανήρ μοι Σιδόνιος, ος εγνωκέναι τα εις το θείον έφασκε Φοίνικας τά τε άλλα ‘Ελλήνων βέλτιον…»

(Παυσανίας Ζ 22)

Όταν κάποτε ο Παυσανίας θέλησε να συνδιαλεχθεί με κάποιον άνδρα από τη Σιδώνα, για να τον πληροφορήσει περί της αρχαίας ελληνικής ιστορίας, αυτός του απάντησε: «αλλ’ ω Παυσανία, εμείς οι Φοίνικες είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τα πράγματα και τη θρησκεία της Ελλάδας πολύ καλύτερα από εσάς τους ίδιους…»

Η αρχή μιας μελέτης – έρευνας με σπάνιο θέμα, λίγο δυσνόητο και κάπως αδιάφορο για τους «πολλούς», όπως αυτή, είναι φρόνιμο να ξεκινά από τα προσιτά στο νου κομμάτια της, σαν να λέμε από τα ευκολότερα ή μάλλον τα ωραιότερα. Τέτοια ακριβώς είναι τα μυθογραφικά στοιχεία, που δεν απαιτούν κόπο σκέψης ή κάποια ιδιαίτερη εισαγωγή, για να γίνουν αντιληπτά.

Η μυθοπλασμένη καταγωγή της ονομασίας «Λάρισα» αγκαλιάζει όλες σχεδόν τις ελληνικές πανάρχαιες παραδόσεις, με παρακλάδια που αγγίζουν μυθιστορίες από την Πελοπόννησο, Στερεά Ελλάδα και Θεσσαλία. Όπως έγραψαν οι αρχαίοι μυθογράφοι (Ησίοδος κ.ά.), Λάρισα λεγόταν η γυναίκα του Ποσειδώνα, μητέρα των ημίθεων αδελφών [1] Αχαιού, Φθία και Πελασγού ή ακόμα η εγγονή της, θυγατέρα του τελευταίου, όπως αναφέρει άλλη εκδοχή του ίδιου μύθου (Παυσανίας II 24,1).

 

Άποψη του Άργους και του κάστρου της Λάρισας, μεταξύ των ετών, 1861-1874. Σχέδιο του Γάλλου, γραμματέα της Γαλλικής Πρεσβείας στην Ελλάδα, Herni Belle.

 

  1. Η διασπορά

 

«Ούτω δε οι Πελασγοί πολλής και αγαθής χώρας κρατήσαντες, πόλεις τε προσέλαβον και άλλας αυτοί κατασκευάσαντες, μεγάλην και ταχείαν επίδοσιν έλαβον εις Ανδρείαν και πλούτον και των άλλων ευτυχίαν…»

(Διονύσιος Αλικαρνασσεύς βιβλ. α’ 25)

 

Οι Έλληνες δε φαντάζονταν τους εαυτούς τους ως τους πρώτους οικήτορες της χώρας τους. Αναγνώριζαν άλλους πρόδρομους λαούς, τους οποίους δε θεωρούσαν στερημένους πολιτισμού ή ανάπτυξης. Με εκείνους, μάλιστα, αισθάνονταν συνδεδεμένοι τόσο στη θρησκευτική πίστη όσο και στα ήθη, όχι όμως στη γλώσσα. Τους ονόμαζαν με ξένα εθνικά ονόματα, κυρίως όμως Πελασγούς, «τής νυν Ελλάδος δε Πελασγίας πρότερον καλεσμένης της αυτής ταύτης…» (Ηρόδοτος Β 51)

Μην μπορώντας να εξηγήσουν και να φανταστούν, όπως ο Διονύσιος Αλικαρνασσεύς, ένα τέτοιο πολυάριθμο και ομοιογενή λαό να προηγείται στην κατοίκηση της χώρας τους, έπλασαν το μύθο ότι: «έτσι λοιπόν οι Πελασγοί, ξεκινώντας πρώτα από την Πελοπόννησο, απλώθηκαν σ’ ολόκληρη την όμορφη Ελλάδα, κατοίκησαν πολλές πόλεις και ίδρυσαν νέες, έδειξαν μάλιστα ευψυχία στους πολέμους και απέκτησαν πλούτη και αγαθά…»

Φαίνεται ότι με την εξάπλωση των Πελασγών συμβάδιζε και η μεγάλη εμβέλεια διάδοσης του ονόματος ΛΑΡΙΣΑ στον ελλαδικό χώρο αλλά και έξω απ’ αυτόν.

Η ονομασία ΛΑΡΙΣΑ ήταν συνηθισμένη, ίσως και προσφιλής, στη γλώσσα των Πελασγών [2] του ελλαδικού χώρου και έξω απ’ αυτόν, τόσο στην Πρωτοελ­λαδική (Ύστερη) [3] όσο και στη Μεσοελλαδική [4] εποχή.

Με τη λέξη αυτή ονομάστηκαν αρκετές πόλεις στην ηπειρωτική Ελλάδα αλλά και στην κοντινή Ασία. Τις παραθέτουμε αριθμημένες, με τη σειρά που βεβαιώθηκαν σε αρχαία κείμενα στα ελληνικά ιστορικά χρόνια, ώστε να αποτελέσουν μια συγκεκριμένη συλλογή:

α) Η μητρόπολη της Θεσσαλίας που υφίσταται μέχρι σήμερα δίπλα στον ποταμό Πηνειό (Ιλιάς Β 841).

β) Η Κρεμαστή Λάρισα ή Πελασγία στη Φθιώτιδα (Στράβων 435).

γ) Πόλη στην Αττική.

δ) Πόλη στην Κρήτη που αργότερα ονομάσθηκε Ιεράπυτνα (Ιεράπετρα) (Στράβων 440).

ε) Πόλη στα σύνορα Αχαΐας και Ήλιδας.

στ) Η ακρόπολη του Άργους με τη διαχρονική μέχρι σήμερα ονομασία της.

ζ) Πόλη στη Τρωάδα (Θουκυδ. Η 101, Όμηρος Ιλ. Β 840).

η) Η Φρικωνίδα Λάρισα στην Αιολίδα (Δ. Μικρασία), κοντά στην Κύμη, δίπλα στον ποταμό Έρμο. (Ηροδ. A 149, Ξενοφών Ελλην. 1,7, Όμηρος Ιλ. Β841).

θ) Πόλη κοντά στην Έφεσο, δίπλα στον ποταμό Κάυστρο [5] της Λυδίας.

ι) Πόλη στη Συρία, έδρα τοπικού άρχοντα.

ια) Πόλη στην Ασσυρία, δίπλα στον ποταμό Τίγρη. [6]

 

Το κάστρο του Άργους, W. Lindon 1856.

 

  1. Η προέλευση

 

«…το Ελληνικόν, εόν ασθενές, από σμικρού την αρχήν ορμώμενον αύξηται εις πλήθος των εθνέων, Πελασγών μάλιστα προσκεχωρησάντων και άλλων εθνέων βαρβάρων συχνών.»

 

(Ηρόδοτος A 57, 8)

Η ομολογία του Ηροδότου κρύβει μια διαπίστωση πέρα για πέρα αληθινή. Μια διεργασία που πραγματοποιήθηκε μέσα σε ικανό χρονικό διάστημα μέχρι την οριστικοποίησή της. «Το ελληνικό (έθνος), ολιγομελές στην αρχή, ξεκίνησε αργά – αργά να αυξάνεται σε αριθμό (ελληνικών) φύλων καθώς οι προσχωρήσεις των Πελασγών και άλλων αλλόγλωσσων ήταν συχνότατες…»

Το ίδιο παραδέχεται και ο Θουκυδίδης όταν γράφει: «…ούτοι γάρ δή Φοίνικες τάς πλείστας των νήσων ώκησαν…» (Θουκυδίδης Α. 8). Ακόμα γενικότερα ο Στράβων: «…και περί τής Πελοποννήσου αυτής φησιν βάρβαροι ώκησαν…, Δαναός εξ Αιγύπτου, …την δε Καδμείαν Φοίνικες…» (Στράβων 321).

Τέλος ο Παυσανίας γράφει: «…πάλαι γάρ τής νύν καλουμένης Ελλάδος βάρβαροι τά πολλά ώκησαν…» (Παυσ. A 41, 8).

Ο συγκερασμός πολλών εθνικών και αλλόγλωσσων στοιχείων είχε ως αποτέλεσμα και η ελληνική ινδοευρωπαϊκή γλώσσα να εμπλουτισθεί αναγκαστικά με αρκετά και διάφορα γλωσσικά μορφώματα, ώστε να μην αποτελεί την παλαιά και αρχική γλώσσα, αλλά νέα γλώσσα, που πρωτομπήκε και αναπτύχθηκε στα καινούργια ελληνικά εδάφη.

Αρκετά γλωσσικά ιδιώματα αποδεικνύουν την αρχαιότατη συγγένεια και καταγωγή πολλών ριζών και λέξεων της ελληνικής από τη σημιτική και μάλιστα τη φοινικική και λιβυκή διάλεκτο, λιγότερο δε την αιγυπτιακή.

Όλα αυτά ήταν συνέπειες της συνεχούς επικοινωνίας από τις εμπορικές και πολιτιστικές συναλλαγές που είχαν αναπτυχθεί από τα προϊστορικά χρόνια μεταξύ των κατοίκων του ελλαδικού χώρου και των σημιτικών λαών της βόρειας Αφρικής και των ανατολικών παραλίων της Μεσογείου. Τα ίδια αποδεικνύουν και μυθικές αργειακές παραδόσεις και τα σημιτικής προέλευσης βασιλικά ονόματα: Ίναχος, Φορωνέας, Άπις, Άργος, Έπαφος, Αίγυπτος, Δαναός κ.ά.

 

Πύργοι του κάστρου της Λάρισας Άργους. (Χαρακτικό) 1810. William Gell, Itinerary of Greece, London 1810.

 

Α. Τα απαραίτητα σημιτικό – φοινικικά γλωσσικά στοιχεία

 

Η πανάρχαια λέξη – ονομασία ΛΑΡΙΣΑ, της οποίας αναζητάμε την προέλευση, είναι πιθανώς σημιτικής καταγωγής και ειδικότερα της φοινικικής διαλέκτου που μιλιόταν στα ανατολικά παράλια της Μεσογείου κατά τη Μεσοελλαδική εποχή, δηλαδή στις αρχές της 2ης π.Χ. χιλιετίας.

Το ιδιαίτερο, μοναδικό και πραγματικά θαυμάσιο πλεονέκτημα της σημιτι­κής γλώσσας, που αναγνωρίζεται από όλους τους ανατολιστές, είναι ο μεγάλος και καταπληκτικός πλούτος των λέξεών της, που φθάνει – μπορούμε να πούμε – στο απεριόριστο. [7] Η ελληνική γλώσσα, η πλουσιότερη των ινδοευρωπαϊκών, συγκρινόμενη με τον πλούτο των λέξεων και ριζών της σημιτικής, μόλις που θα μπορούσε να φθάσει την αναλογία του 10% ή και ακόμα παρακάτω.

Όμως, ενώ η σημιτική πελαγοδρομεί και χάνεται στο σχεδόν άπειρο, η ελληνική, καθώς διατηρεί την καλλιτεχνική αξία της, περιοριζόμενη στο χώρο της, και καθώς ανακτά συνέχεια εσωτερικές δυνάμεις καθιστάμενη κύρια του εαυτού της, ορίζει και περιορίζει χωριστά την έννοια κάθε λέξης, με σκοπό τη σαφήνεια και την ακρίβεια, χωρίς να χάνεται στο άπειρο. Σ’ αυτό ακριβώς οφείλεται ο πλούτος και η ικανότητα της ελληνικής, ότι καθώς παραλαμβάνει έτοιμη την πρώτη γλωσσική ύλη, κατορθώνει να τη μεταπλάθει, να την μετασχηματίζει, να την ενδύει με τρόπους τόσο ποικίλους και με σύστημα πρωτότυπο και ευφυέστατο, ώστε με τη δημιουργία χωριστών και ευδιάκριτων λέξεων να αποφεύγεται κάθε αοριστία και αμφιβολία γύρω από την έκφραση και τη σημασία της [8].

Ο βασικός κανόνας σχηματισμού των λέξεων της σημιτικό – φοινικικής γλώσσας ήταν απλός. Πρώτα σχηματιζόταν ο σκελετός από δύο, τρία ή τέσσερα σύμφωνα και κατόπιν «ντυνόταν» η λέξη με απεριόριστους τρόπους επιλογής της σειράς των φωνηέντων. Έτσι προέκυπτε μια απειρία συνδυασμών και φυσικά λέξεων.

Στη λέξη ΛΑΡΙΣΑ λοιπόν το πρώτο αρχικό γράμμα Λ είναι το λείψανο που απόμεινε από το σημιτικό άρθρο αλ ή ελ, ηλ, υλ και ουλ. Όλες αυτές τις προφορές είχε το άρθρο που γραφόταν με ένα έλεφ [9] και ένα λάμεδ [10]. Λάρισα επομένως είναι η λ’Αρισα.

Επίσης στην ελληνική υπάρχει ένα μόνο σίγμα [11], ενώ στις σημιτικές γλώσσες περισσότερα.

Την ίδια λοιπόν λέξη μπορούμε να γράψουμε και λ’Αριch-α [12] και λ’Αρισ-α [13].

Με βάση αυτές τις γραφές στη σημιτική θα αναζητήσουμε, στην επόμενη ενότητα, τις πιθανές ερμηνείες της λέξης.

 

Άργος, άποψη της Ακρόπολης της Λάρισας, πιθανόν τη δεκαετία του 1950.

 

 

-Β. Οι πιθανές σημασίες

 

  1. 1. Κατά την πρώτη γραφή λ’Αριch σήμαινε κατοικία με στέγη, ανάκτορο, θρόνος βασιλικός και θρόνος του θεού, μέγα αξίωμα. Από παλαιοτάτους χρόνους η κατεξοχήν ιερή πόλη των Αράβων ειδωλολατρών και μετέπειτα των Μουσουλμάνων, η Μέκκα, έφερε και φέρει ακόμα σήμερα τον ποιητικό τίτλο της: λ’Αριch-α, δηλαδή της παλαιάς πρωτεύουσας ή του θρόνου του θεού, ένεκα της ύπαρξης αρχαίων ναών, ανακτόρων και μεγάρων. [14]

Στην περίπτωση αυτή της ερμηνείας εμπίπτουν οι ονομασίες των πόλεων 2δ και2ι.

  1. Κατά τη δεύτερη γραφή λ’Αρισ-α σήμαινε αυλή, πλατεία περιτειχισμένη, μέρος περίφραχτο, οχυρωμένο, φρούριο, ακρόπολη, προμαχώνας. Οι σημασίες αυτές είναι φανερό ότι ταιριάζουν απόλυτα στην ακρόπολη του υστεροελλα­δικού Άργους (2στ). Στην περίπτωση αυτή ανήκουν επίσης οι ονομασίες των πόλεων, 2β, 2γ, 2ε.
  1. Υπάρχει βέβαια μια τρίτη λέξη λ’ Αρσάμ που και αυτή περιλήφθηκε στην ελληνική ως Λάρισα. Λαρσάμ σήμαινε ιδιαίτερα τα ανάκτορα, την ακρόπολη που κείται πάνω σε ύψωμα ή λοφίσκο από χώμα, τεχνητό ή φυσικό, που βρίσκεται μέσα σε πεδιάδα και δεσπόζει στο χώρο, που είναι ορατή στον ορίζοντα από μεγάλη απόσταση και από πολλές διευθύνσεις.

Η λέξη απευθυνόταν και εφαρμοζόταν ειδικότερα σε χώρες πεδινές που τις διέσχιζαν μεγάλοι σε πλάτος ποταμοί, οι λεγόμενες ποταμόχωστες. Απόδειξη είναι ότι τα ονόματα Λαρσάμ και αΛ-αρσhάμ της Μεσοποταμίας οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς (Ξενοφών κ.ά.) μετέγραφαν σε Λάρισες, με αποβολή του τελικού γράμματος μι, πράγμα συνηθισμένο στην αρχαία και νεότερη ελληνική γλώσσα.

Ο Στράβων ειδικότερα γράφοντας για τη Θεσσαλική, Αιολική και Εφεσία Λάρισα ομολογεί ότι: «ποταμόχωστον την χώραν έσχον» (σημ. 5). Από τα γραφό­μενα αυτά είναι εύκολο το συμπέρασμα ότι σε αυτή την περίπτωση περιλαμβά­νονται οι ονομασίες των ποταμόχωστων πόλεων 2α, 2ζ, 2η, 2θ, 2ια αλλά και η αργειακή ακρόπολη (2στ).

Ο ιωνικός τύπος της λέξης συναντιέται ως Λήρισα (Ηρόδ. ΙΧ,Ι και 58)

  1. Παρεμπιπτόντως αναφέρουμε και μια σπάνια αλλά ενδιαφέρουσα άποψη ερμηνείας του ονόματος από το λεξικογράφο και γραμματικό του 5ου μ.Χ. αι. Ησύχιο. Αυτός παραπέμπει την προέλευση στην πελασγική ρίζα «λάστα», που σήμαινε την πέτρινη ακρόπολη, έγραφε μάλιστα τη λέξη ως Λάρεισα. Είναι όμως φανερό ότι και η ρίζα αυτή είναι κάποια παραφθορά από τις προηγούμενες σημιτικές γραφές.

 

Το κάστρο του Άργους, η Λάρισα η Αργεώτις κατά τους αρχαίους, βρίσκεται στα δυτικά της πόλης, σε λόφο με υψόμετρο περίπου 290μ. Από τους αρχαίους χρόνους σώζονται τμήματα από τα κυκλώπεια τείχη, θεμέλια αρχαίων ναών και δεξαμενών νερού. Στην πλαγιά του, η ιστορική εκκλησία Παναγία η Κατακεκρυμμένη. Φωτογραφία: Σαράντος Καχριμάνης.

 

  1. Λάρισα η Αργεώτις

 Ποια είναι, άραγε, η πιθανότερη προέλευση της ονομασίας ΛΑΡΙΣΑ που δόθηκε στην ακρόπολη του προϊστορικού Άργους; Πότε και από ποιους την πήρε;

Ο λόφος και φρούριο είχε και προμαχώνες διέθετε με ισχυρότατη οχύρωση στα προωθημένα τμήματά του, κυρίως στις γωνίες, και μέσα σε ποταμόχωστη πεδιάδα ήταν η θέση του και εμφανέστατη θέα είχε στον ορίζοντα από μεγάλη απόσταση, αλλά κυρίως ήταν ορατός από όλα τα σημεία του κοντινού κόλπου της θάλασσας.

Σίγουρα, η καθαρότατη εικόνα και το εντυπωσιακό, περίεργο, κωνοει­δές σχήμα του ήταν εκείνα τα στοιχεία που προκαλούσαν το θαυμασμό στους ανατολίτες ναυτικούς – κυρίως Φοίνικες – καθώς έμπαιναν και διέσχιζαν με τα μαύρα καράβια τους [15] τον (Αργολικό) Κόλπο, αντικρίζοντας το λόφο στο βάθος του ορίζοντα να εξέχει καμαρωτός. Στην παραλία έβγαζαν και πουλούσαν τα εμπορεύματα, [16] παραμένοντας για πέντε ή έξι μέρες. Όταν ξεπουλούσαν όλη την πραμάτεια τους, άνοιγαν πανιά και παρευθύς έβαζαν πλώρη για τη μακρινή πατρίδα τους, τα σημερινά συροπαλαιστινιακά παράλια. Μαζί τους έπαιρναν «κογχύλην» και «πορφύραν», τις πρώτες ύλες για τη βαφή των πανάκριβων ενδυμάτων των Φοινίκων και Ασσυρίων μεγιστάνων. Πού και πού ξελόγιαζαν και κάποια Αργειτοπούλα πριγκίπισσα, όπως αναφέρει η πλούσια αργειακή μυθική παράδοση. [17]

Λοιπόν, αυτοί οι Σημιτοφοίνικες έδωσαν το όνομα στο λόφο, από λέξη της γλώσσας τους, κυρίως γιατί ήθελαν συγχρόνως να επισημαίνεται και το γεωγραφικό ναυτικό στίγμα εντοπισμού της προϊστορικής πόλης του Άργους από τους νεοφερμένους ναυτικούς και επισκέπτες εμπόρους. Η θέα του κωνικού λόφου αποτελούσε διακριτό και σίγουρο σήμα τερματισμού του ταξιδιού για τα καράβια που πρωτόμπαιναν στον ήσυχο αργειακό κόλπο.

Αυτό θα έγινε στις αρχές της 2ης π.Χ. χιλιετίας (1900-1800 π.Χ.), όταν οι εμπορικές διασυνδέσεις του ανεπτυγμένου μεσοελλαδικού Άργους και των πόλεων του παραλιακού Λεβάντ(ε) (Ανατολής) είχαν αρχίσει να φουντώνουν.

Η λέξη που τελικά διάλεξαν οι Ανατολίτες ως ονομασία του (αργείτικου) λόφου ήταν η περίπτωση 3Β(3), γιατί το Λαρσάμ ήταν απόλυτα ταιριαστό με τις φυσικογεωλογικές ιδιοτυπίες και οπτικές απαιτήσεις που συνυπήρχαν στη σύνθετη σημασία της λέξης με τα πολλά παραπλήσια ομόηχα, αλλά διαφορετικής ερμηνείας μορφώματα.

Οι ντόπιοι δέχτηκαν τον όρο και σιγά σιγά τον ενσωμάτωσαν στο λεξιλόγιό τους ως ΛΑΡΙΣΑ. Η γλωσσική χοάνη της πλουσιότατης και παραστατικότατης πελασγικής τον απορρόφησε και τον έκανε σύμβολό της. Οι Πελασγοί «οικειοποιήθηκαν» τη λέξη και ποιητικότατη όπως ήταν «φώλιασε» στο μυθόκοσμό τους. Από τότε Λάρισα ονομαζόταν η μυθική θυγατέρα του γεννήτορά τους Πελασγού, γι’ αυτό και η ονομασία έγινε προσφιλής στους «απογόνους» του σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο. Έτσι, η λέξη άρχισε να παριστάνει ένδειξη και τεκμήριο εντοπιότητας και εθνικής πελασγικής παρουσίας για κάθε τόπο, όπου αυτή απαντιόταν.

 

Λάρισα – Κάστρο Άργους. Αεροφωτογραφία: Σαράντος Καχριμάνης.

 

Όταν αργότερα οι Πελασγοί στεφάνωσαν την κορυφή του λόφου τους, κτίζοντας την πρώτη ακρόπολη [18], τότε ο όρος Λάρισα άρχισε να διαιωνίζεται. Οριστικά διαμορφωμένος συνέχισε τη σταθερή παρουσία του και στη δωρική διάλεκτο της ελληνικής γλώσσας, που επικράτησε και μιλιόταν στην αργειακή πεδιάδα μετά το 1100 π.Χ. Εντελώς αμετάβλητος άρχισε να γράφεται – μετά το 600 π.Χ. – με το μερικώς ιδιότυπο τοπικό αργειακό λεξιλόγιο, παίρνοντας την ιδιαίτερη επωνυμία «Λάρισα η Αργεώτις», [19] ώστε να διακρίνεται και να ξεχωρίζει από τις άλλες ομώνυμες αλλά διαφορετικές γεωγραφικά πόλεις και θέσεις οχυρών λόφων, όπως της Θεσσαλίας στον ελληνικό λόφο [20] ή της Τρωάδας στη Μικρασία, που θεωρούνταν ισάξιες στη φήμη με την αργειακή Λάρισα.

Σπάνια αλλά ομορφοπλασμένα περιγραφικά επίθετα έχουν διαχρονικά δοθεί και αφιερωθεί στο λόφο του Άργους από αρχαίους συγγραφείς που, σίγουρα, επισκέφθηκαν τον τόπο του και μαγεύτηκαν από το φυσικό περιβάλλον, από το μεγαλείο της θέας και την περίεργη γεωλογικά κωνική μορφή του υψώματος. Το στενό πέρασμα – διάβαση, που χώριζε τους ανισοϋψείς λόφους της Λάρισας και της Δειράδας, ήταν κατάφυτο από πυκνές μυρσίνες και ανθισμένες δάφνες [21]. Η βλάστηση γέμιζε όλους τους χώρους μεταξύ της προϊστορικής νεκρόπολης και των γύρω ιερών, ναών και μαντείων, των αφιερωμένων στον Απόλλωνα Δειραδιώτη, την Οξυδερκή Αθηνά και την Ακραία Ήρα. Ψηλά, στην κορυφή της Λάρισας, δέσποζε ο ασκέπαστος, τεράστιος ναός του Λαρισαίου Δία [22].

Πρώτος ο Αισχύλος, που επισκέφθηκε πολλές φορές το Άργος, αφιέρωσε στο ύψωμα την ονομασία «ικεταδόκος σκοπή» (Ικέτιδες 713), που σήμαινε «ο ψηλός τόπος που δέχεται ικέτες». Προφανώς ο τραγικός ποιητής, επηρεασμένος από τη μυθική υπόθεση του έργου του, εννοούσε όλους εκείνους που ανέβαιναν στην κορυφή του λόφου, για να ζητήσουν στο ιερό του Δία τη συνδρομή του θεού με δεήσεις και ικεσίες.

 

Λάρισα – Κάστρο Άργους. Φωτογραφία: Σαράντος Καχριμάνης

 

Στα ρωμαϊκά χρόνια ο Λατίνος γραμματικός και λεξικογράφος Στάτιος (1ος μ.Χ. αι.), φίλος του Άργους και φιλοξενούμενος από Αργείους πλούσιους εμπόρους, σε χωριστά κείμενά του στόλισε με δύο πρωτότυπες εκφράσεις το λόφο, χαρακτηριστικές της εντυπωσιακής θέας και φήμης του. Η πρώτη ονομασία ήταν: «Palladea Αrx», που σήμαινε «Αψίδα της Παλλάδας». Καθισμένος στα σκαλοπάτια του ναού της Αθηνάς (Παλλάδας) Οξυδερκούς και μαγεμένος από το πανέμορφο θέαμα του αντικρινού λόφου, τον φαντάστηκε σαν μια πανύψηλη τιμητική αψίδα, και τα πολυγωνικά τείχη της ακρόπολης πάνω του σαν πέτρινο στέμμα.

Η δεύτερη ονομασία ήταν: «Larissaeus Apex», που σήμαινε «Λαρισσαία Κορυφή». Η χαρακτηριστικότατη αυτή έκφραση μας δίνει την πολύτιμη πληροφορία ότι και στους χρόνους της μέσης ρωμαϊκής περιόδου η ονομασία Λάρισα ήταν ακόμα σε χρήση (έστω και με δύο σίγμα).

 

Υποσημειώσεις


[1] Τα τρία αδέλφια ήταν γενάρχες, άρχοντες και ονοματοθέτες των ιδιαίτερων περιοχών που βασίλεψαν. Ο Αχαιός της ΒΔ Πελοποννήσου (Αχαΐα), ο Φθίας της ανατολικής Στερεός Ελλάδας (Φθιώτιδα) και ο Πελασγός της Αργολίδας ή λίγο αργότερα της Θεσσαλίας (Πελασγικό Άργος), όπου έφυγε μετανάστης. Όλοι ξεκίνησαν από το Άργος (Διον. Αλικαρν. 1,17).

[2] Το ινδοευρωπαϊκό φύλο των Πελασγών πρωτομπήκε στον ελλαδικό χώρο στις αρχές της 3ης π.Χ. χιλιετίας, με τελευταίο σταθμό και αρχή διασποράς του τον κάμπο της σημερινής Θεσσαλίας. Ήταν λαός συγγενής των πρωτοελληνικών φύλων, δε μιλούσε όμως την ελληνική. Στην αργειακή πεδιάδα εμφανίστηκαν γύρω στο 2800 π.Χ.

[3] Ύστερη Πρωτοελλαδική 2400 -2000 π.Χ.

[4] Μεσοελλαδική 2000 -1600 π.Χ.

[5] Ο Στράβων μας πληροφορεί «ίδιον δέ τι τοις Λαρισαίοις συνέβη τοις τε Καϋστριανοίς και τοις Φρικωνεύσι και τρίτοις τοις εν Θεσσαλία, άπαντες γάρ ποταμόχωστον την χώραν έσχον, οι μεν υπό του Καΰστρου, οι δ’ υπό του Έρμου, οι δ’ υπό του Πηνειού» (Στράβων 621).

[6] Στράβων 440. Περιγραφή της πάλης και του ποταμού κάνει ο Ξενοφών (Κύρου Ανάβασις 4,7).

[7] Όπως αναφέρεται, Άραβας λεξικογράφος είχε την επιμονή και υπομονή να υπολογίσει σε δώδεκα περίπου εκατομμύρια λέξεις την Αραβική και τα αραβικά λεξικά αποτελούν έναν ατέρμονα ωκεανό λέξεων. Μόνο για τη λέξη κάμηλος έχουν αριθμήσει 5.744 λέξεις.

[8] Η ελληνική, παρατηρεί πολύ ορθά ο ιστορικός Ερνέστος Κούρτιος, μοιάζει με το σώμα εξασκημένου παλαιστή, στο οποίο κάθε μυς είναι τόσο αναπτυγμένος, ώστε να λειτουργεί τέλεια. Δεν υπάρχουν πουθενά νωθρές σάρκες, αλλά τα πάντα δείχνουν ρώμη και ζωή (Κούρτιος Ερνέστος, «Ελληνική Ιστορία», Αθήναι, 1898).

[9] Από το σημιτικό άλεφ προέρχεται το δικό μας άλφα, το οποίο κατάντησε στην ελληνική φωνήεν με ένα σταθερό ήχο, ενώ στις σημιτικές θεωρείται σύμφωνο.

[10] Από το σημιτικό λάμεδ προέρχεται το δικό μας λάμδα ή λάμβδα ή λάβδα (με υπέρθεση γραμμάτων).

[11] Το σάμεh των Φοινίκων, το οποίο μετονομάσθηκε σε σίγμα στην ελληνική.

[12] Με το παχύ σίγμα (το chin της σημιτικής), το οποίο δεν υπάρχει στην ελληνική.

[13] Με το ανοιχτό σίγμα (το σσαδ της σημιτικής) το οποίο δεν υπάρχει στην ελληνική.

[14] Υπάρχει και σήμερα στην Αίγυπτο πόλη με το όνομα Αλ-αρich, η οποία θεωρείται ιερή. Στους παλαιοτέρους χρόνους θα έπρεπε να ονομαζόταν επίσης Λάρισα.

[15] «μυρί άγοντες αθύρματα νηί μελαίνη…» (Οδυσ. Ο 416) δηλαδή: «…κουβαλώντας πολλών ειδών προϊόντα με κατάμαυρο καράβι…».

[16]  «…τη τε άλλη χώρη εσαπικνέεσθαι και δη και ες Άργος, το δε Άργος τούτον τον χρόνον προείχε άπασι των εν τη νυν Ελλάδι καλεομένη χώρη, απικομένους δε τούς Φοίνικας ες δη το Άργος τούτο διατίθεσθαι τον φόρτον». (Ηρόδοτος Α.1)

«… έφταναν και σ’ άλλα μέρη, κυρίως όμως στο Άργος. Λοιπόν, το Άργος εκείνη την εποχή είχε τα πρωτεία στο καθετί ανάμεσα στις πόλεις της χώρας που σήμερα ονομάζεται Ελλάδα. Και, πως φτάνοντας τέλος πάντων σ’ αυτό το Άργος οι Φοίνικες έβγαζαν και πουλούσαν τα εμπορεύματά τους».

[17]  «… ελθείν επί την θάλασσαν γυναίκας άλλας τε πολλάς και δη του βασιλέος θυγατέρα… Ιούν την Ινάχου…και τούς Φοίνικας διακελευσαμένους ορμήσαι επ’ αυτάς…την δε Ιούν συν άλλησι αρπασθήναι…αποπλέοντας επ’ Αιγύπτου…» (Ηρόδοτος Α,1)

«… κατηφόρισαν στη θάλασσα και άλλες πολλές γυναίκες και ανάμεσά τους κι η θυγατέρα του βασιλιά… η Ιώ του Ινάχου… κι οι Φοίνικες ξεσηκώνοντας ο ένας τον άλλον όρμησαν απάνω τους…την Ιώ μαζί με άλλες τις άρπαξαν…και παρευθύς έβαλαν πλώρη για την Αίγυπτο».

[18] Αυτό έγινε γύρω στο 1550 π.Χ., όπως βεβαιώνουν οι σχετικοί με την προϊστορία του Άργους αρχαιολόγοι. Τμήματα της προϊστορικής οχύρωσης διακρίνονται στις βάσεις του ΒΔ τμήματος της ακρόπολης σε ύψος 4 μέτρων και μήκος περισσότερο από 25 μέτρα. Είναι κτισμένα με τη γνωστή κυκλώπεια τεχνοτροπία των τειχών προϊστορικών ακροπόλεων (φωτ. 2).

[19] Ο όρος για πρώτη φορά συναντιέται στο έργο του Στέφανου Βυζάντιου: «Εθνικά», ένα είδος γεωγραφικού λεξικού και στην επιτομή «Σχόλια στον Απολλώνιο το Ρόδιο» Α,40.

[20] Λάρισα η Πελασγιώτις.

[21] Πίνδαρος, I 8,147

[22] Παυσανίας, Αρκαδικά 24,1

 

Ενδεικτική Βιβλιογραφία Ελληνική


 

  • Αρχαία Ελληνική Γραμματεία. Εκδ. ΠΑΠΥΡΟΣ, ΑΘΗΝΑ 1985 (Όμηρος, Αισχύλος, Πίνδαρος, Ηρόδοτος, Θουκυδίδης, Ξενοφών, Διονύσιος Αλικαρνασσεύς, Στράβων, Παυσανίας, Στέφανος Βυζάντιος, Ησύχιος).
  • ΓΑΡΔΙΚΑΣ Γ., Επίτομος Ελληνική Γραμματολογία, Αθήναι 1935.
  • ΔΟΡΜΠΑΡΑΚΗΣ Π., Λεξικό Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας. Αθήναι 1971.
  • Εκδοτική Αθηνών, Ιστορία τον Ελληνικού Έθνους. Τομ. A Προϊστορία – Πρωτοϊστορία.
  • ΕΑΕΥΘΕΡΙΑΔΗΣ Ν.Π., Η Πελασγική Ελλάς, Αθήναι 1931.
  • ΖΕΓΚΙΝΗΣ I., Το Άργος δια μέσου των αιώνων, ΠΥΡΓΟΣ 1968.
  • ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ Π., Προϊστορική Αρχαιολογία, Αθήναι 1908.
  • ΚΑΚΡΙΔΗΣ I., Ελληνική Μυθολογία, Τόμ. II, III, Αθήνα 1968.
  • ΘΩΜΟΠΟΥΛΟΣ ΙΑΚ., Πελασγικά, Αθήναι 1912.
  • ΚΛΕΙΩΣΗΣ ΑΓΓ., Αργείων βασιλέων Μέλαθρον, Πρέβεζα 1966.
  • ΚΟΡΔΑΤΟΣ I., Ιστορία της αρχαίας Ελλάδος, Αθήναι 1955.
  • ΚΟΥΡΤΙΟΣ ΕΡΝΕΣΤΟΣ, Ελληνική Ιστορία, Αθήναι 1898.
  • ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ Γ„ Λεξικό Ν. Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 1997.
  • ΠΑΠΑΡΡΗΓΟΠΟΥΛΟΣ Κ., Ιστορία τον Ελληνικού Έθνους, Τόμος Α’ Αθήναι 1935.
  • ΠΑΠΑΧΑΤΖΗΣ Ν., Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις, (μετάφρ. – Σχόλια). Αθήνα 1991.
  • ΣΕΡΓΚΕΦ Σ.Β., Ιστορία της αρχαίας Ελλάδος, Αθήναι 1955.
  • ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΣ Η., Ηροδότου Ιστορίες, Σχολ. Βοήθημα. Αθήνα 2001.
  • ΣΥΡΙΟΠΟΥΛΟΣ Κ.Θ., Η Προϊστορία της Πελοποννήσου, Αθήναι 1964.
  • Υπουργείο Πολιτισμού., Η Ελληνική μια πάντοτε σύγχρονη γλώσσα, Αθήνα 1999.
  • LIDDEL Η. – SCOTT R., Μέγα λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, (Μετάφραση) Αθήναι 1970.

 

Ξενόγλωσση

 

  • BUCK D.C., The Greek Dialects, Chicago 1955.
  • CHADWICK J., The Greek Dialects and Greek Prehistory, Oxford 1956.
  • CLERMONT A. – CANNEAUL B., Les Pheniciens dans le Peloponese, Paris 1877.
  • GEORGIEV P., Greek Indoeuropeans Toponyms with Greek Prigin, London 1972.
  • HARDEN D., The Phoenicians London 1971.
  • HUTTENBACH F. Die Pelasger. Wien 1960.
  • KELLY TH., A History of Argos to 500 b.C., University of Minneapolis 1976.
  • MOSCATI S., V Epopee des Pheniciens, Paris 1971.
  • REMAN E., Histore Generale des Longues Semitiques, Paris 1978.
  • SAKELLARIOU M., Dialectes et Ethne Grecs a l’ Age du Bronze, Athenes 1973.
  • SAKELLARIOU M., Pelasqes et Autres Peuples Indoeuropeens en Grece a l’ Age du Bronze,
  • Athenes 1975.
  • VAN WINDEKENS A.J., Le Pelasgique, Louvain 1962.
  • PIETAT M. – TOUCHAIS G., Argos, une Ville Grecque de 6000 Ans, Paris 1989.

 

Δανάη Ακρισίου

Αργειακή Γη, Επιστημονική και λογοτεχνική έκδοση του Πνευματικού Κέντρου Δήμου Άργους, τεύχος 2, Δεκέμβριος, 2004.

 

Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »

Φορωνέας (μυθολογία)


 

ο Φορωνέας (Φορωνεύς) ήταν ήρωας και ο γενάρχης των Πελασγών της Πελοποννήσου, και βασιλιάς του Άργους.

  

Phoroneus, roi mythique d'Argos qui personnifie la Législation

Phoroneus, roi mythique d'Argos qui personnifie la Législation

Από την Ωκεανίδα Μελία (ή Αργεία) ο Ίναχος απέκτησε τον Φορωνέα, τον Αιγιαλέα και την Ιώ. Ως παιδιά του αναφέρονται ακόμη ο Φηγεύς, ο Πελασγός, ο Άργος και η Μυκήνη. Ο Φορωνεύς που διαδέχτηκε τον Ίναχο, θεωρείται ο γενάρχης της Πελασγικής φυλής. Η βασιλεία του συνέπεσε με τον μεγάλο κατακλυσμό του Ωγύγου:

«Πρώτος παρ’ Αθηναίοις μνημονεύεται Ώγυγος καθ’ όν Έλλησιν ο μέγας και παλαιός ιστορείται κατακλυσμός. Τούτο λέγεται συγχρονίσαι Φορωνεύς ο Ινάχου, Αργείων βασιλεύς»[1].

Ο Παυσανίας διασώζει πληροφορίες από το αρχαιότερο έπος Φορωνίς, σύμφωνα με το οποίο ο Φορωνεύς μετά από αυτόν τον κατακλυσμό, ήταν ο πρώτος που συγκέντρωσε τους ανθρώπους σε έναν τόπο, και τους δίδαξε τον τρόπο του κοινωνικού βίου, ιδρύοντας έτσι την πρώτη πόλη:

«Ο Φορωνεύς δε ο γιος του Ινάχου είναι εκείνος που πρώτος συγκέντρωσε τους ανθρώπους σε κοινότητες, ενώ πριν κατοικούσαν σκόρπιοι ο καθένας μόνος του στα δάση και στα βουνά. Και γι αυτό το μέρος που για πρώτη φορά μαζεύτηκαν ονομάσθηκε «Φορωνικόν»[2]

Προηγουμένως ζούσαν σκόρπιοι και απομονωμένοι όπως οι Κύκλωπες, για τους οποίους ο Όμηρος γράφει:

 

«Δεν έχουν προεστών βουλές, μήτε από νόμους ξέρουν

και κατοικούνε στων βουνών κατακόρυφα τις ράχες,

μέσα σε βαθουλές σπηλιές και τα παιδιά του ορίζει

καθείς και τη γυναίκα του και δεν ψηφάει τους άλλους»[3]

 

Ακόμη για χάρη των ανθρώπων ο Φορωνεύς μεταφέρει τη φωτιά από τον ουρανό με τη συναίνεση του Δία και διδάσκει τους ανθρώπους να την χρησιμοποιούν, κυρίως για να προσφέρουν θυσίες:

«Πιο πέρα από το ομοίωμα (του Βίτωνος) υπάρχει ένας τόπος όπου καίνε φωτιά, που τη λένε φωτιά του Φορωνέα, γιατί οι Αργείοι δεν παραδέχονται πως ο Προμηθεύς έδωσε στους ανθρώπους τη φωτιά, αλλά αποδίδουν την εύρεσή της στο Φορωνέα».[4]

Την φωτιά αυτή διατηρούσαν οι Αργείοι άσβεστη στον ναό του Λυκίου Απόλλωνος και την ονόμαζαν Φορωνικόν πυρ. Ακόμη, όπως γράφει ο Παυσανίας, οι Αργείοι πρόσφεραν θυσίες στον τάφο του Φορωνέα, μέχρι τα δικά του χρόνια.[5]

Από τον Φορωνέα και τη νύμφη Τηλεδίκη γεννήθηκαν ο Άπις και η Νιόβη. Στο μικρό χρονικό διάστημα που βασίλεψε στο Άργος ο Άπις, όλη η Πελοπόννησος ονομαζόταν Απία και οι κάτοικοί της Απιδόνες.

Η Νιόβη ήταν η πρώτη θνητή γυναίκα με την οποία έσμιξε ο Δίας. Από την ένωση αυτή γεννήθηκαν ο Πελασγός και ο Άργος. Από αυτόν τον γιό του Δία και της Νιόβης η πολιτεία αλλά και όλη η Πελοπόννησος μετονομάστηκε από Απία σε Άργος.

 

Υποσημειώσεις


[1] Ευσέβιος Καισαρείας, Χρονικών Α.

[2] Παυσανίου Κορινθιακά, XV,5, Εκδ. Ζαχαρόπουλου, μετ. Γιάννη Κορδάτου. «Φορωνεύς δε ο Ινάχου τους ανθρώπους συνήγαγε πρώτον ες κοινόν, σποράδας τέως και εφ’ εαυτών εκάστοτε οικούντας ˙και το χωρίον ες ο πρώτον ηθροίσθησαν άστυ ωνομάσθη Φορωνικόν».

[3] Οδύσσεια, Ι, 108, Ο.Ε.Σ.Β, μετ. Ι. Σιδέρη.

[4] Παυσαν. Κορινθιακά, XIX, 5, Εκδ. Ι. Ζαχαροπούλου, μετ. Γιάννη Κορδάτου. «Εξής δε της εικόνος ταύτης (του Βίτωνος) πυρ καίουσιν, ονομάζοντας Φορωνέως είναι˙ ού γάρ τί ομολογούσι δούναι πυρ Προμηθέα ανθρώποις, αλλ’ ες Φορωνέα του πυρός μετάγειν εθέλουσι την εύρεσιν».

[5] Παυσανίου Κορινθιακά, XX, 2, εκδ. Ζαχαρόπουλου, μετ. Γιάννη Κορδάτου: «εναγίζουσι δε και ες ημάς έτι τω Φορωνεί».

Σύμφωνα με αυτή την πληροφορία του Παυσανία, οι Αργείοι τιμούσαν τον τάφο του Φορωνέα από την εποχή του κατακλυσμού του Ωγύγου μέχρι τον 2ο μ.Χ. αιώνα.

 

Ιωάννης Κ. Μπίμπης, «Αργολικά Παλαμήδης», Προοδευτικός Σύλλογος Ναυπλίου «Ο Παλαμήδης», Ναύπλιο, 2003. 

  

Read Full Post »