Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Φιλοσοφία’

Ο Όμηρος και η ελληνική σκέψη: Μερικοί στοχασμοί για τη συνάντηση Αχιλλέα και Πριάμου (Ιλιάς, Ω’) – Diane Cuny (Mετάφραση: Γ. Αραμπατζης)


 

Στην αρχή της ραψωδίας Ω’, ο Αχιλλέας εξακολουθεί να είναι ένας βίαιος άνθρωπος, γεμάτος σκληρή αγριότητα. Ο θάνατος του Έκτορα και η κηδεία του Πατρόκλου δεν αρκούν για να τον κατευνάσουν. Μέρα με τη μέρα, ζευγώνει το άρμα του και σέρνει τον Έκτορα γύρω από τον τάφο του Πατρόκλου. Αλλά αυτή η φρικτή εκδίκηση τον αφήνει ανικανοποίητο. Από την άλλη πλευρά, οι θεοί αισθάνονται οίκτο για τον Έκτορα: «Έβλεπαν οι μακάριοι θεοί και τον λυπούνταν». Στέλνουν, λοιπόν, την Θέτιδα στον Αχιλλέα για να του παραγγείλουν να επιστρέψει το σώμα του Έκτορα στον πατέρα του. Σε αυτό το σημείο του έπους, ο αναγνώστης / ακροατής περιμένει από τον Αχιλλέα να επιστρέψει το σώμα του. Αυτό που δεν περιμένει είναι η συμπάθεια που αισθάνεται ο Αχιλλέας, η συγκράτησή του, η θέλησή του να βοηθήσει τον εχθρό του. Δεν περιμένει τον αμοιβαίο θαυμασμό που αισθάνονται οι δύο άνδρες. Αυτή η σκηνή γεμάτη συναισθήματα φαίνεται να δίνει μια μεγαλειώδη κατάληξη σε ολόκληρο το επικό ποίημα.

 

Η Ιλιάδα του Ομήρου, μεταφρασμένη από τον Alexander Pope (1688-1744).Λονδίνο: Τυπώθηκε από τον W. Bowyer, για τον Bernard Lintot, 1715-20.

 

Εδώ, θα ήθελα να μελετήσω τα διδάγματα που φαίνεται να εκφράζει η συνάντηση μεταξύ Αχιλλέα και Πριάμου στο τέλος της Ιλιάδας. Η άποψή μου είναι ότι μπορούμε να επισημάνουμε τρία βασικά διδάγματα σε αυτό το απόσπασμα. Αυτά τα τρία διδάγματα προλέγονται ήδη στον ψόγο του Απόλλωνα για τους θεούς, στην αρχή του βιβλίου (Ιλ., Ω’, 39-54): [1]

 

ἀλλ’ ὀλοῷ Ἀχιλῆϊ θεοὶ βούλεσθ’ ἐπαρήγειν,

ᾧ οὔτ’ ἂρ φρένες εἰσὶν ἐναίσιμοι οὔτε νόημα

γναμπτὸν ἐνὶ στήθεσσι, λέων δ’ ὣς ἄγρια οἶδεν,

ὅς τ’ ἐπεὶ ἂρ μεγάλῃ τε βίῃ καὶ ἀγήνορι θυμῷ

εἴξας εἶσ’ ἐπὶ μῆλα βροτῶν ἵνα δαῖτα λάβῃσιν·

ὣς Ἀχιλεὺς ἔλεον μὲν ἀπώλεσεν, οὐδέ οἱ αἰδὼς

γίγνεται, ἥ τ’ ἄνδρας μέγα σίνεται ἠδ’ ὀνίνησι.

μέλλει μέν πού τις καὶ φίλτερον ἄλλον ὀλέσσαι

ἠὲ κασίγνητον ὁμογάστριον ἠὲ καὶ υἱόν·

ἀλλ’ ἤτοι κλαύσας καὶ ὀδυράμενος μεθέηκε·

τλητὸν γὰρ Μοῖραι θυμὸν θέσαν ἀνθρώποισιν.

αὐτὰρ ὅ γ’ Ἕκτορα δῖον, ἐπεὶ φίλον ἦτορ ἀπηύρα,

ἵππων ἐξάπτων περὶ σῆμ’ ἑτάροιο φίλοιο

ἕλκει· οὐ μήν οἱ τό γε κάλλιον οὐδέ τ’ ἄμεινον.

μὴ ἀγαθῷ περ ἐόντι νεμεσσηθέωμέν οἱ ἡμεῖς·

κωφὴν γὰρ δὴ γαῖαν ἀεικίζει μενεαίνων.

 

Το ‘χετε κάλλιο να συντρέχετε τον άσπλαχνο Αχιλλέα,

που είναι η καρδιά του πάντα αμέρωτη στα στήθη, κι είναι ο νους του

γεμάτος αδικιά, κι η γνώμη του σκληρή, καθώς του λιόντα,

που η γαύρη του τον σπρώχνει δύναμη κι η πέρφανη καρδιά του

στου κόσμου τα κοπάδια πέφτοντας να φάει και να χορτάσει·

παρόμοια κι ο Αχιλλέας συμπόνεση καμιά δεν έχει, μήτε

ντροπή, που αλί στον που την έχασε, χαρά στον που την έχει!

Θαρρώ να χάσει κι άλλος έτυχε και πιο ακριβό δικό του,

για απ’ την κοιλιά την ίδια αδέρφι του για και παιδί του ακόμα·

μ’ αφού τον έκλαψε και δάρθηκε, σωπαίνει και μερώνει,

τι οι Μοίρες την καρδιά στον άνθρωπο βασταγερή τη δώσαν.

Όμως αυτός το θείο τον Έχτορα, σαν πήρε τη ζωή του,

δεμένο πίσω από το αμάξι του στου ακράνη του το μνήμα

τον βωλοσούρνει· τέτοιο φέρσιμο δε θα ‘βγει σε καλό του.

Μην πέσει στη δικιά μας όργητα, με όσην αντρειά κι αν έχει·

τι ό,τι ντροπιάζει αυτός μανιάζοντας ανέψυχο είναι χώμα.»

αφού γην άλαλην αυτός κακοποιεί με λύσσαν.

 

Ο Απόλλων ψέγεται τον Αχιλλέα ότι καταστρέφει τον οίκτο (ἔλεον ἀπώλεσεν, στ. 44) και ότι δεν αισθάνεται σεβασμό. Το πρώτο μου, λοιπόν, σημείο ανάλυσης θα αφορά στη λύπη και το σεβασμό που ο Όμηρος μας διδάσκει να εκτιμούμε πολύ περισσότερο από το θυμό και την εκδίκηση. Ο Απόλλων μιλάει, επίσης, για τη «βασταγερή καρδιά» (στ. 49), που οι μοίρες δίνουν στους θνητούς. Το δίδαγμα ότι η ανθρώπινη ζωή έχει να κάνει πολύ με την αντιμετώπιση του πόνου και ότι ο άνθρωπος οφείλει να έχει απαντοχή θα αποτελούν το δεύτερο σημείο ανάλυσής μου. Ο Απόλλων τονίζει, επίσης, ότι ο Αχιλλέας στο πένθος του υπερβάλλει, καθόσον ο κάθε άνθρωπος χάνει κάποιον αγαπημένο του και αυτός μπο­ρεί να πιο κοντινός απ’ όσο του ήταν ο Πάτροκλος. Το τελευταίο δίδαγμα που θα ήθελα να επισημάνω, αφορά στο πένθος και το γεγονός ότι είναι ανθρώπινο να παίρνει κανείς ένα διάλειμμα από το πένθος.

 

Σχέδιο της Τροίας, στην «Η Ιλιάδα του Ομήρου», του Alexander Pope. Λονδίνο, 1715-20.

 

Α. Ο Όμηρος εκτιμά τον οίκτο και τον σέβεται πολύ περισσότερο από τον θυμό και την εκδικηση

 

Στην ομιλία του, ο Απόλλων δείχνεται να εκτιμά τον οίκτο και το σεβασμό, δύο αισθήματα που είναι βασικά για την κατανόηση της ραψω­δίας Ω’. Η περιγραφή του Αχιλλέα ως άγριου άνδρα που δεν μπορεί να δείξει ούτε κρίμα (ἐλεήσει) ούτε σεβασμό (αἰδέσεται) δίνεται επίσης από την Εκάβη όταν αυτή βλέπει το Πρίαμο να φεύγει για να συναντήσει τον Αχιλλέα (Ιλ., Ω’, 205-208):

 

σιδήρειόν νύ τοι ἦτορ.

εἰ γάρ σ’ αἱρήσει καὶ ἐσόψεται ὀφθαλμοῖσιν

ὠμηστὴς καὶ ἄπιστος ἀνὴρ ὅ γε οὔ σ’ ἐλεήσει,

οὐδέ τί σ’ αἰδέσεται.

 

Καρδιά από σίδερο στα στήθια αλήθεια κλείνεις!

τι αν πέσεις τώρα εσύ στα χέρια του και σε αντικρίσει ομπρός του

ο άπιστος τούτος και σκληρόψυχος, μηδέ

σπλαχνιά θα νιώσει μηδέ ντροπή για σε.

 

Κάτι παρόμοιο βλέπουμε στην ικεσία του Πριάμου προς τον Αχιλλέα (ό.π., 503-504):

 

ἀλλ᾽ αἰδεῖο θεοὺς Ἀχιλεῦ, αὐτόν τ᾽ ἐλέησον

μνησάμενος σοῦ πατρός· ἐγὼ δ᾽ ἐλεεινότερός περ,

 

Έλα, σεβάσου τους αθάνατους, συμπόνεσε και μένα,

τον κύρη σου, Αχιλλέα, θυμάμενος· πιο αξίζω εγώ συμπόνια

 

Ο σεβασμός, εδώ, είναι ένα συναίσθημα που απευθύνεται στους θε­ούς, ενώ το έλεος επιδεικνύεται στους ανθρώπους. Για να συγκινήσει την καρδιά του Αχιλλέα, ο Πρίαμος δέχθηκε μερικές συμβουλές από τον Ερμή που τον συνόδευσε στο κατάλυμα του Αχιλλέα (465-467):

 

τύνη δ’ εἰσελθὼν λαβὲ γούνατα Πηλεΐωνος,

καί μιν ὑπὲρ πατρὸς καὶ μητέρος ἠϋκόμοιο

λίσσεο καὶ τέκεος, ἵνα οἱ σὺν θυμὸν ὀρίνῃς.

Μα εσύ, σα μπεις, από τα γόνατα τον Αχιλλέα να πιάσεις,

και στον πατέρα και στη μάνα του την ομορφομαλλούσα

να τον ξορκίσεις, και στο τέκνο του, να μαλακώσει η οργή του.

 

Βλέπουμε δύο ενδιαφέρουσες αποκλίσεις μεταξύ αυτών που συνέστησε ο Ερμής και όσων πράγματι κάνει ο Πρίαμος όταν συναντά τον Αχιλλέα. Πρώτον, ο Πρίαμος δεν αγγίζει τα γόνατα του Αχιλλέα αλλά, αντί γι’ αυτό, φιλάει τα χέρια του. Η χειρονομία του να φιλάει κανείς τα χέρια δεν είναι μια συνήθης χειρονομία για τους ικέτιδες στον Όμηρο. Η συνηθισμένη χειρονομία θα ήταν να φιλήσει τα γόνατα ή να κρατήσει το πηγούνι με το χέρι του. [2] Αλλά ο ίδιος ο Πρίαμος υπογραμμίζει τη σημασία αυτού που κάνει: φιλάει «χεῖρας ἀνδροφόνους», [3] «χέρια φο­νιά», τα χέρια του ανθρώπου που σφαγιάζει τους γιους του και ιδιαίτερα τον Έκτορα. Η δεύτερη ενδιαφέρουσα παραλλαγή είναι ότι ο Πρίαμος επιλέγει να μην πει ούτε λέξη για τη μητέρα και τον γιο του Αχιλλέα. Εστιάζει μόνο στον πατέρα του, τον Πηλέα, όπως μπορούμε να δούμε σε αυτές τις πρώτες λέξεις που του απευθύνει (ό.π., 486-492):

 

μνῆσαι πατρὸς σοῖο θεοῖς ἐπιείκελ’ Ἀχιλλεῦ,

τηλίκου ὥς περ ἐγών, ὀλοῷ ἐπὶ γήραος οὐδῷ·

καὶ μέν που κεῖνον περιναιέται ἀμφὶς ἐόντες

τείρουσ’, οὐδέ τίς ἐστιν ἀρὴν καὶ λοιγὸν ἀμῦναι.

ἀλλ’ ἤτοι κεῖνός γε σέθεν ζώοντος ἀκούων

χαίρει τ’ ἐν θυμῷ, ἐπί τ’ ἔλπεται ἤματα πάντα

ὄψεσθαι φίλον υἱὸν ἀπὸ Τροίηθεν ἰόντα·

 

Βάλε στο νου, Αχιλλέα θεόμορφε, τον κύρη το δικό σου·

ενός καιρού ‘μαστε, στην τέλειωση των γερατιών των έρμων.

Μπορεί κι αυτός απ’ τους γειτόνους του να τυραννιέται γύρα,

κι ούτε ένα απ’ το κακό κι απ’ το άδικο διαφεντευτή δεν έχει.

Μα εκείνος, ζωντανός ακούγοντας πως είσαι, αναγαλλιάζει

βαθιά στα φρένα, και νυχτόημερα τον δυναμώνει η ελπίδα,

τον ακριβό του υγιό πως κάποτε θα ιδεί απ’ την Τροία να γέρνει

 

Ο Πρίαμος επιμένει στους πόνους που συνδέονται με το γήρας και στο γεγονός ότι ο Πηλέας μπορεί να βρίσκεται σε δύσκολη κατάσταση και να έχει πρόβλημα να συντηρήσει τις δυνάμεις του. Σε μερικές εκδοχές του μύθου, ο Άκαστος ή οι γιοι του Ακάστου αντλούν τη δύναμή τους από αυτόν. Αλλά ο Πρίαμος παρουσιάζει τον Πηλέα ευτυχή επειδή ο Αχιλ­λέας είναι ζωντανός. Υπάρχει, βέβαια, εδώ, μια υποκείμενη ειρωνεία επειδή ο Αχιλλέας δεν πρόκειται να επιστρέψει στο σπίτι του πατέρα του αλλά είναι καταδικασμένος να πεθάνει στην Τροία. Αργότερα, ο Πρίαμος επιμένει στην απώλεια τόσων παιδιών του σε αντίθεση με την επιβίωση του μοναδικού παιδιού του Πηλέα. Περιγράφει τον Έκτορα ως τον μοναδικό γιο που θα μπορούσε να υπερασπιστεί την πόλη του και τώρα αυτός ο γιός είναι νεκρός.

 

Ο Αχιλλέας σύρει το σώμα του Έκτορα γύρω από τα τείχη της Τροίας. Domenico Cunego (1727–1803), Ιταλός τυπογράφος και ζωγράφος.

 

Αυτό που θα ήθελα να τονίσω, εδώ, είναι η επιτυχία της ικεσίας του Πριάμου: κατορθώνει να κάνει τον Αχιλλέα να αισθανθεί έλεος. Για να δείξει ότι δέχεται την ικεσία του Πριάμου, ο Αχιλλέας θα έπρεπε να πάρει το χέρι του, να τον σηκώσει από τη θέση του ως ικέτη και να τον καθίσει δίπλα του. Αλλά δεν είναι αυτό που κάνει αμέσως. Αντ’ αυτού, τον σπρώχνει απαλά μακριά και δημιουργεί ένα χώρο για την κοινή τους θλίψη. Το έλεος έρχεται όταν κλαίνε μαζί και οι δυο (ό.π., 507-516):

 

Ὣς φάτο, τῷ δ’ ἄρα πατρὸς ὑφ’ ἵμερον ὦρσε γόοιο·

ἁψάμενος δ’ ἄρα χειρὸς ἀπώσατο ἦκα γέροντα.

τὼ δὲ μνησαμένω ὃ μὲν Ἕκτορος ἀνδροφόνοιο

κλαῖ’ ἁδινὰ προπάροιθε ποδῶν Ἀχιλῆος ἐλυσθείς,

αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς κλαῖεν ἑὸν πατέρ’, ἄλλοτε δ’ αὖτε

Πάτροκλον· τῶν δὲ στοναχὴ κατὰ δώματ’ ὀρώρει.

αὐτὰρ ἐπεί ῥα γόοιο τετάρπετο δῖος Ἀχιλλεύς,

καί οἱ ἀπὸ πραπίδων ἦλθ’ ἵμερος ἠδ’ ἀπὸ γυίων,

αὐτίκ’ ἀπὸ θρόνου ὦρτο, γέροντα δὲ χειρὸς ἀνίστη

οἰκτίρων πολιόν τε κάρη πολιόν τε γένειον

 

Είπε, και τον καημό του εφούντωσε για το δικό του κύρη,

κι έσπρωξε ανάλαφρα το γέροντα, το χέρι πιάνοντάς του.

Μαζί τους έπνιξαν οι θύμησες, τον έναν του αντρειωμένου

του Εχτόρου, κι έκλαιγεν, ως σούρνονταν μπρος στου Αχιλλέα τα πόδια·

θρηνούσε κι ο Αχιλλέας, τον κύρη του θυμάμενος, και πότε

τον Πάτροκλο, κι ως πέρα οι θρήνοι τους γιόμιζαν το καλύβι.

Μα σύντας ο Αχιλλέας εχόρτασεν ο αρχοντικός το κλάμα,

κι ο πόθος απ’ τα σπλάχνα του έφυγε κι από τα γόνατά του,

πετάχτη απ’ το θρονί κι ανάσκωσε το γέροντα απ’ το χέρι,

ψυχοπονώντας τον για το άσπρο του κεφάλι, τ’ άσπρα γένια

 

Ο Αχιλλέας δεν κλαίει πρωτογενώς για τη σκληρή μοίρα του βασιλιά της Τροίας. Ένας τριπλός πόνος υπονοείται: ο Πρίαμος θρηνεί για τον Έκτορα. Ο Αχιλλέας κλαίει για τον πατέρα του Πηλέα ο οποίος δεν είναι νεκρός αλλά είναι γέρος και δεν έχει κοντά τον γιο του για να τον φροντίζει· οι γνώσεις του για το μέλλον τον κάνουν να προβλέπει ότι δεν θα τον ξαναδεί και ότι δεν θα επιστρέψει στο σπίτι του πατέρα του. Ο Αχιλλέας πενθεί, επίσης, για τον Πατρόκλο. Η επιτυχία του Πριάμου είναι ότι αναγκάζει τον Αχιλλέα να διευρύνει τον πόνο του. Στην αρχή ο Αχιλλέας έκλαιγε μόνο για τον Πατρόκλο· τώρα κλαίει τόσο για τον Πατρόκλο όσο και για τον πατέρα του Πηλέα.

Αναφέροντας τον Πηλέα, ο Πρίαμος βρήκε ένα κλειδί για την καρδιά του Αχιλλέα. Ο Αχιλλέας δεν πενθεί πλέον μόνο το φίλο του που έχασε στη μάχη· καταλαβαίνει ότι και ο πατέρας του θα θρηνήσει αυτόν τον ίδιο που θα χαθεί επίσης στη μάχη. Ο Πηλέας θα βρίσκεται στην ίδια κατάσταση με τον Πρίαμο. Κατά κάποιο τρόπο, ο Πρίαμος προσκαλεί τον Αχιλλέα να αισθανθεί τον πόνο του ως πατέρας. Είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι τόσο ο Πρίαμος όσο και ο Αχιλλέας κλαίνε αλλά για διαφορετικές θλίψεις. Η θλίψη είναι, πρώτιστα, μια ατομική εμπειρία αλλά τα δάκρυα δημιουργούν μια σχέση μεταξύ των ατόμων.

 

Ικεσία του Πριάμου. Schiavonetti, Luigi, 1805, χαλκογραφία. Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο, 1853.

 

Μια ωραία έκφραση για τα συναισθήματα του Αχιλλέα απέναντι στο Πρίαμο θα μπορούσε να είναι η «φιλοφροσύνη». Όταν έφυγε για την Τροία, ο Πηλέας του είχε πει (Ιλ., Ι, 254-258):

 

τέκνον ἐμὸν κάρτος μὲν Ἀθηναίη τε καὶ Ἥρη

δώσουσ’ αἴ κ’ ἐθέλωσι, σὺ δὲ μεγαλήτορα θυμὸν

ἴσχειν ἐν στήθεσσι· φιλοφροσύνη γὰρ ἀμείνων·

ληγέμεναι δ’ ἔριδος κακομηχάνου, ὄφρά σε μᾶλλον

τίωσ’ Ἀργείων ἠμὲν νέοι ἠδὲ γέροντες.

 

Στην Αθηνά τη νίκη χρωστά τη, παιδί μου, και στην Ήρα·

αν θεν αυτές, νικάς· την πέρφανη καρδιά σου εσύ ανακράτα

στο στήθος· το γλυκό το φέρσιμο ποτέ μαθές δε βλάφτει.

Και δίνε τέλος στις κακότροπες μαλιές, οι Αργίτες όλοι,

νιοι και γερόντοι, ακόμα πιότερο να σε τιμούν στ’ ασκέρι.

 

Αυτές οι γραμμές θυμίζουν τον Οδυσσέα στη σκηνή της πρεσβείας [= των Αχαιών στη σκηνή του Οδυσσέα, βλ. Ιλ., Ι’, 181 κ.επ.]. Η φιλοφρο­σύνη μεταφράζεται, εδώ, ως «σεβασμός / ενδιαφέρον» αλλά θα προτι­μούσα να μεταφρασθεί ως «καλοβουλία», «ευγένεια». Ο Αχιλλέας εδώ, επιτέλους, παραιτείται από τη διαμάχη για μια μορφή καλοβουλίας. Η Ιλιάδα είναι ένα έπος που αφορά στην οργή του Αχιλλέα. Στην αρχή του έπους, ο Αχιλλέας είναι θυμωμένος γιατί ο Αγαμέμνονας του πήρε την αιχμάλωτη Βρησυίδα η οποία αποτελεί τιμητικό έπαθλό του αλλά είναι και μια γυναίκα που αυτός αγαπά. Ο Αχιλλέας είναι ένας παράξενος ήρωας σύμφωνα με τα σύγχρονα πρότυπά μας. Είναι θυμωμένος με τον ηγέτη της δικής του παράταξης επειδή αυτός ο ηγέτης προσπάθησε να τον ξεγελάσει. Δεν θυσιάζεται για το κοινό καλό· ο Αχιλλέας είναι ένας ήρωας που αποφασίζει να αποσυρθεί. Επιλέγει να μην πάει στον πόλεμο. Θέλει τους συμμάχους του νεκρούς για να πάρει εκδίκηση. Αλλά ο θάνατος του Πατρόκλου σηματοδοτεί ένα σημείο καμπής: ο θυμός του Αχιλλέα στρέφεται εναντίον του Έκτορα. Ο Αχιλλέας πηγαίνει τότε στη μάχη σαν «άγριος» και σκοτώνει χωρίς έλεος. Ενσαρκώνει την αποκαλυπτική διάσταση του πολέμου, την απεριόριστη βία. Βάφει τον ποταμό κόκκινο με αίμα. Έτσι, στο τέλος του έπους, είναι ανακουφιστικό ο αναγνώστης /ακροατής να βλέπει τον Αχιλλέα ικανό για καλοσύνη.

 

Ο Πρίαμος προσφέρει λύτρα στον Αχιλλέα. Benzoni, Giovanni Maria, 19ος αι. Νέα Υόρκη, Μητροπολιτικό Μουσείο.

 

Στο τέλος της σκηνής, ο Αχιλλέας πηγαίνει ακόμη παραπέρα επειδή αισθάνεται θαυμασμό για τον Πρίαμο. Μετά το γεύμα, αφού έφαγαν και ήπιαν μαζί, ο Πρίαμος και ο Αχιλλέας παίρνουν το χρόνο ώστε να κοιτάξουν ο ένας τον άλλον και ο καθένας τους θαυμάζει τον άλλο (Ιλ., Ω΄, 628-632):

 

αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο,

ἤτοι Δαρδανίδης Πρίαμος θαύμαζ᾽ Ἀχιλῆα

630 ὅσσος ἔην οἷός τε· θεοῖσι γὰρ ἄντα ἐῴκει·

αὐτὰρ ὃ Δαρδανίδην Πρίαμον θαύμαζεν Ἀχιλλεὺς

εἰσορόων ὄψίν τ᾽ ἀγαθὴν καὶ μῦθον ἀκούων.

 

και σύντας του πιοτού θαράπεψαν και του φαγιού τον πόθο,

να καμαρώνει ο Πρίαμος άρχισε τον Αχιλλέα, θωρώντας

πόσο τρανός φαινόταν κι όμορφος, με τους θεούς παρόμοιος.

Ωστόσο κι ο Αχιλλέας καμάρωνε το γέροντα αντικρύ του,

το αρχοντικό του θώρι βλέποντας, το λόγο του γρικώντας.

 

Αισθάνομαι συγκίνηση από αυτόν τον αμοιβαίο θαυμασμό. Μετά από ένα καλό δείπνο όπου σεβάσθηκαν την τελετουργία της φιλοξενίας, οι δύο άνδρες αλλάζουν τον τρόπο που βλέπουν ο ένας τον άλλον. Ο Πρί­αμος και ο Αχιλλέας θα έπρεπε να μισούν ο ένας τον άλλον, αλλά νομίζουν ότι είναι όμορφοι, ευγενείς… Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν τον Αχιλλέα απηχούν το πορτρέτο του Πριάμου για τον Έκτορα, που έμοιαζε σαν θεός. [4] Ακόμη και αν ο Αχιλλέας είναι υπεύθυνος για το θάνατο του Έκτορα, ακόμη και αν ο γιος του Πριάμου σκότωσε τον καλύτερο φίλο του Αχιλλέα, είναι σε θέση να βρίσκουν ο ένας τον άλλον εκπληκτικό.

Ως συμπέρασμα γι’ αυτό το πρώτο σημείο, πιστεύω ότι μπορούμε να υποθέσουμε πως ο Όμηρος εκτιμά το έλεος, το σεβασμό, την καλοβου­λία, τον αμοιβαίο θαυμασμό περισσότερο από το θυμό και την εκδίκηση. Με το να σκέφτεται το δικό του πατέρα, ο Αχιλλέας μπορεί να νιώσει τον πόνο του Πριάμου και να τον λυπηθεί. Ακόμη και δύο εχθροί όπως ο Πρίαμος και ο Αχιλλέας μπορούν να αισθάνονται συμπάθεια και θαυμασμό ο ένας για τον άλλον. Αυτό που θα ήθελα να τονίσω είναι η δύναμη των συναισθημάτων. Δεν είναι η λογική που οδηγεί τον Αχιλλέα να αλλάξει τα συναισθήματά του, είναι κάποια άλλα συναισθήματα.

 

Ο Πρίαμος και η οικογένειά του θρηνούν για το θάνατο του Έκτορα. Στο βάθος ο Αχιλλέας κακοποιεί τη σορό του Έκτορα. Garnier, Étienne Barthélemy, (1759–1849). Νέα Υόρκη, Μητροπολητικό Μουσείο.

 

Β. Δεύτερο δίδαγμα: Η ανθρωπινή ζωή είναι για την αντιμετώπιση του πόνου και ο άνθρωπος πρέπει να δείχνει απαντοχή

 

Στην ομιλία του Απόλλωνα που αναφέρθηκε νωρίτερα, ειπώθηκε, στον στ. 49, ότι «οι Μοίρες την καρδιά στον άνθρωπο βασταγερή τη δώσαν». Αυτό το μάθημα φαίνεται ολοκάθαρα στην ομιλία του Αχιλλέα προς τον Πρίαμο (ό.π., 517-551):

 

ἆ δείλ’, ἦ δὴ πολλὰ κάκ’ ἄνσχεο σὸν κατὰ θυμόν.

πῶς ἔτλης ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν ἐλθέμεν οἶος

ἀνδρὸς ἐς ὀφθαλμοὺς ὅς τοι πολέας τε καὶ ἐσθλοὺς

υἱέας ἐξενάριξα; σιδήρειόν νύ τοι ἦτορ.

ἀλλ’ ἄγε δὴ κατ’ ἄρ’ ἕζευ ἐπὶ θρόνου, ἄλγεα δ’ ἔμπης

ἐν θυμῷ κατακεῖσθαι ἐάσομεν ἀχνύμενοί περ·

οὐ γάρ τις πρῆξις πέλεται κρυεροῖο γόοιο·

ὡς γὰρ ἐπεκλώσαντο θεοὶ δειλοῖσι βροτοῖσι

ζώειν ἀχνυμένοις· αὐτοὶ δέ τ’ ἀκηδέες εἰσί.

δοιοὶ γάρ τε πίθοι κατακείαται ἐν Διὸς οὔδει

δώρων οἷα δίδωσι κακῶν, ἕτερος δὲ ἑάων·

ᾧ μέν κ’ ἀμμίξας δώῃ Ζεὺς τερπικέραυνος,

ἄλλοτε μέν τε κακῷ ὅ γε κύρεται, ἄλλοτε δ’ ἐσθλῷ·

ᾧ δέ κε τῶν λυγρῶν δώῃ, λωβητὸν ἔθηκε,

καί ἑ κακὴ βούβρωστις ἐπὶ χθόνα δῖαν ἐλαύνει,

φοιτᾷ δ’ οὔτε θεοῖσι τετιμένος οὔτε βροτοῖσιν.

ὣς μὲν καὶ Πηλῆϊ θεοὶ δόσαν ἀγλαὰ δῶρα

ἐκ γενετῆς· πάντας γὰρ ἐπ’ ἀνθρώπους ἐκέκαστο

ὄλβῳ τε πλούτῳ τε, ἄνασσε δὲ Μυρμιδόνεσσι,

καί οἱ θνητῷ ἐόντι θεὰν ποίησαν ἄκοιτιν.

ἀλλ’ ἐπὶ καὶ τῷ θῆκε θεὸς κακόν, ὅττί οἱ οὔ τι

παίδων ἐν μεγάροισι γονὴ γένετο κρειόντων,

ἀλλ’ ἕνα παῖδα τέκεν παναώριον· οὐδέ νυ τόν γε

γηράσκοντα κομίζω, ἐπεὶ μάλα τηλόθι πάτρης

ἧμαι ἐνὶ Τροίῃ, σέ τε κήδων ἠδὲ σὰ τέκνα.

καὶ σὲ γέρον τὸ πρὶν μὲν ἀκούομεν ὄλβιον εἶναι·

ὅσσον Λέσβος ἄνω Μάκαρος ἕδος ἐντὸς ἐέργει

καὶ Φρυγίη καθύπερθε καὶ Ἑλλήσποντος ἀπείρων,

τῶν σε γέρον πλούτῳ τε καὶ υἱάσι φασὶ κεκάσθαι.

αὐτὰρ ἐπεί τοι πῆμα τόδ’ ἤγαγον Οὐρανίωνες

αἰεί τοι περὶ ἄστυ μάχαι τ’ ἀνδροκτασίαι τε.

ἄνσχεο, μὴ δ’ ἀλίαστον ὀδύρεο σὸν κατὰ θυμόν·

οὐ γάρ τι πρήξεις ἀκαχήμενος υἷος ἑῆος,

οὐδέ μιν ἀνστήσεις, πρὶν καὶ κακὸν ἄλλο πάθῃσθα.

 

Άμοιρε εσύ και που ποτίστηκες πικρά φαρμάκια τόσα!

Μονάχος να ‘ρθεις πώς το βάσταξες στ’ Αργίτικα καράβια,

τον άντρα ν’ αντικρίσεις, που άμετρους και ψυχωμένους γιους σου

σου χάλασα; Καρδιά από σίδερο στα στήθια αλήθεια κλείνεις!

Μόν’ έλα, στο θρονί για κάθισε, και τους καημούς μας όλους

να γαληνέψουν ας αφήσουμε, κι ας καίγεται η καρδιά μας·

όχι, δε βγαίνει τίποτα όφελος απ’ το φριχτό το κλάμα.

Τέτοια οι θεοί μαθές στους άμοιρους θνητούς εκλώσαν μοίρα,

να ζουν με πίκρες και με βάσανα, κι αυτοί περνούν ανέγνοιοι.

Μπροστά στου Δία την πόρτα βρίσκουνται στημένα δυο πιθάρια,

να ‘χει να δίνει, το ‘να βάσανα, το άλλο αγαθά γεμάτο.

Κι αν δώσει ο Δίας ο κεραυνόχαρος μαζί απ’ τα δυο σε κάποιον,

πότε λαχαίνει τούτος βάσανα, πότε χαρές μεγάλες.

Μ’ απ’ τα κακά μονάχα αν του ‘δωσε, τον πνίγει η καταφρόνια,

τον κυνηγάει λιμάγρα αβάσταχτη στην άγια γης απάνω,

και τριγυρνάει κι απ’ τους αθάνατους κι απ’ τους θνητούς διωγμένος.

Έτσι οι θεοί απ’ τα γεννητάτα του και στον Πηλέα χαρίσαν

δώρα μεγάλα, και ξεχώριζε μες στους ανθρώπους όλους

σε πλούτη κι αγαθά, κι αφέντευε στους Μυρμιδόνες μέσα,

και μια θεά για να ‘χει του ‘δωκαν, θνητός κι ας ήταν, ταίρι.

Όμως ο Δίας με δίχως βάσανα δεν άφησε και τούτον

γιους στο παλάτι του δε γέννησε, του θρόνου κληρονόμους·

έναν υγιό μονάχα αξιώθηκε λιγόχρονο, που μήτε

καν τώρα που γερνά τον γνοιάζομαι, τι απ’ την πατρίδα αλάργα

κάθουμαι εδώ στην Τροία, τα τέκνα σου να τυραννώ και σένα!

Και συ πιο πριν, ακούμε, γέροντα, χαιράμενος περνούσες·

τι απ’ όσους ζουν στη Λέσβο ανάμεσα, στου Μάκαρα τη χώρα,

και στη Φρυγία και στον απέραντον Ελλήσποντο από πάνω,

δε σε νικούσε ούτ’ ένας, γέροντα, σε υγιούς και πλούτη, λένε.

Μ’ απ’ τη στιγμή οι θεοί που σ’ έριξαν σ’ έτοιο κακό, μιαν ώρα

γύρω απ’ το κάστρο δε σου απόλειψαν οι σκοτωμοί κι οι μάχες.

Υπομονέψου ωστόσο, αδιάκοπα μη δέρνεσαι του κάκου·

δε βγαίνει από τη λύπη τίποτα· το γιο σου δε γυρίζεις

πίσω ξανά· πιο πριν απάντεχε κι άλλο κακό να σ’ έβρει!

 

Το κείμενο είναι ένα υπόδειγμα των παραμυθητικών λόγων. Εκφράζει, ταυτόχρονα, συμπάθεια και δείχνει την ανάγκη να σταματήσει η υπερβολική θλίψη. Χρησιμοποιεί επιχειρήματα όπως: το κλάμα δεν έχει καμία πρακτική χρήση, ο πόνος είναι κοινός για όλους…Το κεντρικό ζήτημα είναι η αντοχή του ανθρώπου [5] που συνιστά μια αναγκαιότητα (ο άνθρωπος πρέπει να αντέξει επειδή οι θλίψεις είναι μέρος της ζωής του) και μια ικανότητα: ο άνθρωπος είναι ικανός να αντέχει, έχει μια υπομονετική καρδιά…Η σημασία του θέματος της αντοχής μπορεί να φανεί στην επανάληψη του ρήματος ἄνσχεο και της εκφραστικής ομάδας «σὸν κατὰ θυμόν» στ. 518 και 549. Στο στ. 518, ο Αχιλλέας αναγνωρίζει ότι ο Πρίαμος έχει υπομείνει πολλές θλίψεις στην καρδιά του. Τον χαρακτηρίζει, επίσης, ως άνθρωπο με καρδιά από σίδηρο. Αυτός ήταν ήδη ο τρόπος που η Εκάβη αποκάλεσε τον σύζυγό της όταν έμαθε για το σχέδιό του να πάει και να επισκεφτεί τον Αχιλλέα. Αλλά, εδώ, αυτή η σιδερένια καρδιά θα μπορούσε να είναι ένα προτέρημα, αν ληφθούν υπόψη οι κακοτυχίες που ο άνθρωπος πρέπει να υπομείνει κατά τη διάρ­κεια της ζωής του. Στο στ. 549, η έκφραση ἄνσχεο είναι επιτακτική: «πομονέψου ωστόσο, αδιάκοπα μη δέρνεσαι του κάκου». Η παλιστροφή χρησιμεύει, εδώ, για να δείξει τη σημασία της απαντοχής του ανθρώπου.

Στη μέση, το γνωμολογικό τμήμα με τα πιθάρια του Δία δίνει μια σκοτεινή εικόνα της ανθρώπινης κατάστασης στη γη. Ο Αχιλλέας θυμάται την άβυσσο μεταξύ ανδρών και θεών. Μόνο οι θεοί δεν έχουν θλίψεις. Σε αυτό το όραμα, οι θεοί δεν φαίνονται να επηρεάζονται από τους ανθρώπους. Αλλού, στον Όμηρο, οι προσευχές και οι θυσίες φαίνεται να αγγίζουν τις καρδιές των αθανάτων. Εδώ, τα πεπρωμένα φαίνονται να μοιράζονται με τη γέννηση. Ο Δίας έχει τη δύναμη να δώσει στον άνθρωπο είτε ευλογίες είτε δυστυχίες. Οι άνθρωποι λαμβάνουν είτε ένα μίγμα κακών και ευλογιών είτε απλά συμφορές. Η συνέπεια είναι ότι τα κακά είναι μια αναπόφευκτη εμπειρία στη ζωή του ανθρώπου. Αλλά μερικοί άνδρες είναι αρκετά ατυχείς για να βιώσουν μόνο κακά. Πρέπει να φανούμε προσεκτικοί, όμως, πριν θεωρήσουμε αυτή την αλληγορία ως το ηθικό και φιλοσοφικό συμπέρασμα του ποιήματος. Τη στιγμή που Αχιλλεύς αναπτύσσει αυτή την αλληγορία η οποία φαίνεται να υπονοεί ότι οι θεοί δεν νοιάζονται για τους ανθρώπους, ο Δίας έχει μόλις δη­λώσει ότι οι αρετές του Έκτορα θα πρέπει να τον αξιώσουν την τιμή της ταφής. Ο ίδιος ο Ερμής συνόδευσε το Πρίαμο στη σκηνή του Αχιλλέα. Έτσι, ο Όμηρος δεν συμμερίζεται απαραίτητα την άποψη που εδώ προτείνεται από τον Αχιλλέα ότι οι άνθρωποι λαμβάνουν τη μοίρα τους μια για πάντα και πως ό,τι κάνουν δεν συνδέεται με αυτά που λαμβάνουν από τους θεούς.

Η αντίληψη της ευτυχίας μπορεί να συναχθεί από την περιγραφή της ευτυχίας του Πηλέα και του Πριάμου πριν από την αλλαγή της τύχης τους. Να είσαι ευτυχισμένος, εδώ, σημαίνει να είσαι πλούσιος και ισχυ­ρός και να έχεις πολυάριθμα παιδιά, ειδικά γιους που θα χαρίσουν ένα μέλλον στο βασίλειό σου. Για να είσαι δυστυχισμένος πρέπει να μην έχεις την κατάλληλη αναγνώριση από την κοινωνία, να πεθαίνεις από την πείνα, να περιπλανιέσαι, να μην έχεις ένα γιο. Τα πνευματικά δώρα, οι ηθικές αξίες, η αρμονία ανάμεσα στον άνδρα και τη γυναίκα κάτω από την ίδια στέγη δεν αναφέρονται εδώ όπως γίνεται στην Οδύσσεια.

Όπως εξηγεί ο Αχιλλέας, τόσο ο Πρίαμος όσο και ο Πηλέας είχαν ένα μίγμα ευλογιών και θλίψεων στη ζωή τους: ο Πηλέας έκανε έναν ευτυχισμένο γάμο αλλά ο γιος του θα πεθάνει νέος και δεν θα μπορέσει να τον διαδεχθεί. Ο Πρίαμος ήταν κάποτε ένας ευτυχισμένος βασιλιάς με πολλά παιδιά αλλά τώρα είναι απελπισμένος. Η αλληγορία επιμένει στην αναγνώριση της ευθραυστότητας του ανθρώπου ο οποίος είναι ευάλωτος και εκτεθειμένος στις ανατροπές της τύχης. Οι άνθρωποι πρέπει να βοηθούν ο ένας τον άλλο αφού είναι όλοι τόσο αδύναμοι και μπορούν εύκολα να περιπέσουν σε δυστυχία.

 

Ο Πρίαμος ικετεύει για το σώμα του Έκτορα τον Αχιλλέα. Έργο του Ρώσου ζωγράφου Alexander Andreyevich Ivanov (1806 -1858).

 

Γ. Το τελευταίο δίδαγμα που θα ήθελα να τονίσω είναι πιο συγκεκριμένο: είναι ανθρώπινο να κάνεις ένα διάλειμμα από το πένθος

 

Όπως τόνισε ο Απόλλωνας στις γραμμές που αναφέρθηκαν προηγουμένως, το πένθος πρέπει να διαρκεί μόνο για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα. Δεν είναι καλό να είναι κανείς απαρηγόρητος. Ο άνθρωπος πρέπει να επιστρέφει στη ζωή μετά το πένθος. Αυτό είναι κάτι που ο Αχιλλέας διδάσκει στον Πρίαμο στη σκηνή του.

Ο Αχιλλέας και ο Πρίαμος έχουν πολλά κοινά στον τρόπο που βιώνουν τη θλίψη. Η ραψωδία Ω΄ ξεκινάει με τη θλίψη του Αχιλλέα στην ακρογιαλιά, που δεν μπορεί να βρει ύπνο (ό.π., 1-13):

 

Λῦτο δ’ ἀγών, λαοὶ δὲ θοὰς ἐπὶ νῆας ἕκαστοι

ἐσκίδναντ’ ἰέναι. τοὶ μὲν δόρποιο μέδοντο

ὕπνου τε γλυκεροῦ ταρπήμεναι· αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς

κλαῖε φίλου ἑτάρου μεμνημένος, οὐδέ μιν ὕπνος

ᾕρει πανδαμάτωρ, ἀλλ’ ἐστρέφετ’ ἔνθα καὶ ἔνθα

Πατρόκλου ποθέων ἀνδροτῆτά τε καὶ μένος ἠΰ,

ἠδ’ ὁπόσα τολύπευσε σὺν αὐτῷ καὶ πάθεν ἄλγεα

ἀνδρῶν τε πτολέμους ἀλεγεινά τε κύματα πείρων·

τῶν μιμνησκόμενος θαλερὸν κατὰ δάκρυον εἶβεν,

ἄλλοτ’ ἐπὶ πλευρὰς κατακείμενος, ἄλλοτε δ’ αὖτε

ὕπτιος, ἄλλοτε δὲ πρηνής· τοτὲ δ’ ὀρθὸς ἀναστὰς

δινεύεσκ’ ἀλύων παρὰ θῖν’ ἁλός· οὐδέ μιν ἠὼς

φαινομένη λήθεσκεν ὑπεὶρ ἅλα τ’ ἠϊόνας τε.

 

Λύθηκε η σύναξη· στα γρήγορα καράβια του τ’ ασκέρι

πίσω γυρνάει σκορπώντας, κι όλοι τους το δείπνο να χαρούνε

και το γλυκό τον ύπνο εγνοιάζουνταν. Μόνο ο Αχιλλέας θρηνούσε

το σύντροφο του αναθυμάμενος, κι ουδέ καθόλου ο γύπνος

ο παντοδαμαστής τον έπιανε, μόν’ γύρναε δώθε κείθε,

αναθιβάνοντας του Πάτροκλου την αντριγιά, τη νιότη,

τα όσα κι οι δυο μαζί αντραγάθησαν, τα όσα μαζί ετραβήξαν

μέσα σε τόσα αντροπαλέματα και κύματα αγριεμένα.

Τούτα στο νου του εκλωθογύριζε κι αστέρευτα θρηνούσε,

πα στο πλευρό τη μια κειτάμενος, τ’ ανάσκελα την άλλη,

την άλλη απίστομα· και κάποτε πετιόταν ξάφνου ολόρθος

και στο γιαλό τρογύρναε ξέφρενος. Κι η κάθε αυγή, το κύμα

και το ακρογιάλι γύρα ως φώτιζε, τον έβρισκε στο πόδι.

 

Υπάρχει κάτι πολύ συγκινητικό σε αυτήν την περιγραφή. Ο Όμηρος περιγράφει πολύ καλά την κατάσταση ενός που πενθεί για έναν αγαπημένο, ανίκανος να βρει ύπνο. Ο υπόλοιπος στρατός τρώει δείπνο και στη συνέχεια κοιμάται. Στη θλίψη του, ο Αχιλλέας δεν συμμετέχει στο δείπνο [6] και είναι ανήσυχος. Ο ύπνος φέρει το επίθετο πανδαμάτωρ, «αυ­τός που υποτάσσει όλους». Είναι παράδοξο, εδώ, επειδή ο ύπνος τους υποτάσσει όλους εκτός από τον Αχιλλέα. Ο Αχιλλέας είναι ξαπλωμένος, δηλαδή στην θέση ακριβώς των νεκρών.

Η εμπειρία του πένθους που περιγράφεται με τον Αχιλλέα είναι ακριβώς η εμπειρία που βλέπουμε αργότερα να επαναλαμβάνεται στον Πρία­μο. Στο τέλος της συνάντησής του με τον Αχιλλέα, ο Πρίαμος εξηγεί ότι δεν έχει κοιμηθεί από τον θάνατο του Έκτορα, ένδεκα μέρες νωρίτερα. Αναγνωρίζει επίσης ότι ούτε έτρωγε ούτε έπινε τίποτα (ό.π., 633-642):

 

αὐτὰρ ἐπεὶ τάρπησαν ἐς ἀλλήλους ὁρόωντες,

τὸν πρότερος προσέειπε γέρων Πρίαμος θεοειδής·

λέξον νῦν με τάχιστα διοτρεφές, ὄφρα καὶ ἤδη

ὕπνῳ ὕπο γλυκερῷ ταρπώμεθα κοιμηθέντες·

οὐ γάρ πω μύσαν ὄσσε ὑπὸ βλεφάροισιν ἐμοῖσιν

ἐξ οὗ σῇς ὑπὸ χερσὶν ἐμὸς πάϊς ὤλεσε θυμόν,

ἀλλ’ αἰεὶ στενάχω καὶ κήδεα μυρία πέσσω

αὐλῆς ἐν χόρτοισι κυλινδόμενος κατὰ κόπρον.

νῦν δὴ καὶ σίτου πασάμην καὶ αἴθοπα οἶνον

λαυκανίης καθέηκα· πάρος γε μὲν οὔ τι πεπάσμην.

 

Μα πια σα χόρτασαν θαμάζοντας ο ένας τον άλλο, πρώτος

ο Πρίαμος πήρε ο θεοπρόσωπος κι αρχίνησε να λέει:

Βάλε με τώρα, αρχοντογέννητε, να γείρω σε κλινάρι,

καιρό μη χάνεις, τον ολόγλυκο τον ύπνο να χαρούμε·

τι μάτι ακόμα εγώ δε σφάλιξα στα βλέφαρα από κάτω

από την ώρα που τα χέρια σου νεκρό το γιο μου ερίξαν,

μόν’ όλο κλαίω και τα φαρμάκια μου τα μύρια αναχαράζω,

μες στη φραγμένη αυλή μου ως κείτουμαι, στη λάσπη κυλισμένος.

Μα τώρα και κρασί κατέβασα φλογάτο απ’ το λαιμό μου

και ψωμί γεύτηκα· πρωτύτερα θροφή δεν είχα αγγίξει.

 

Το κείμενο δείχνει επίσης ένα άλλο κοινό σημείο με τον Αχιλλέα: ο Πρίαμος είπε είναι «στη λάσπη κυλισμένος», στην αυλή του. Κατά τον ίδιο τρόπο, ο Αχιλλέας καλύπτει το κεφάλι του με σκόνη και καλύπτει το χιτώνα του με τέφρα όταν μαθαίνει για το θάνατο του Πατρόκλου στη ραψωδία Σ΄ [7]. Και αυτός είναι, επίσης, στη λάσπη κυλισμένος. Και οι δύο άνδρες φαίνεται να έχουν χάσει κάπως την αξιοπρέπειά τους. Θέλουν να υποβαθμιστούν και επιθυμούν να μοιάζουν με τους νεκρούς πολεμιστές που έχασαν. Ένα τελευταίο κοινό σημείο είναι ότι ο Αχιλλέας και το Πρίαμος δεν φαίνεται να θέτουν κάποιο όριο στη θλίψη τους. Είδαμε ότι αυτό ήταν ένας ψόγος που εξέφρασε ο Απόλλων ενάντια στον Αχιλλέα. Όμως, ο ήρωας φαίνεται να έχει διδαχθεί από τη μητέρα του Θέτιδα που του είπε (ό.π., 128-132):

 

τέκνον ἐμὸν τέο μέχρις ὀδυρόμενος καὶ ἀχεύων

σὴν ἔδεαι κραδίην μεμνημένος οὔτέ τι σίτου

οὔτ’ εὐνῆς; ἀγαθὸν δὲ γυναικί περ ἐν φιλότητι

μίσγεσθ’· οὐ γάρ μοι δηρὸν βέῃ, ἀλλά τοι ἤδη

ἄγχι παρέστηκεν θάνατος καὶ μοῖρα κραταιή.

 

Ως πότε, γιε μου, θα πικραίνεσαι και θα χτυπιέσαι; ως πότε

τα σωθικά σου θα σπαράζουνται; κι ουδέ ψωμιού θυμάσαι

κι ουδέ φιλιού; Γλυκό το αγκάλιασμα, να σμίξεις με γυναίκα·

γιατί καιρός πολύς δε σου ‘μεινε πια να μου ζήσεις· κιόλα

δίπλα σου η Μοίρα η τρανοδύναμη κι ο Χάρος παραστέκουν.

 

Η Θέτις βρήκε έναν τρόπο να επαναφέρει τον Αχιλλέα στην κανονική ζωή. Όταν ο Πρίαμος παρουσιάζεται, στη ραψωδία Ω’, ο Αχιλλέας μόλις έχει τελειώσει το δείπνο. Ως προς αυτό, έχει υπακούσει τη μητέρα του Θέτιδα που τον ώθησε να σπάσει την αποχή του από το φαγητό. Όταν έρχεται επίσης η νύχτα, κοιμάται με την Βρησυίδα. Το γεγονός τον δείχνει να υπακούει επίσης στη διαταγή της Θέτιδας να απολαύσει ξανά τη συντροφιά των γυναικών.

Στη συνάντησή του με τον Πρίαμο, ο Αχιλλέας παίζει τον ίδιο ρόλο που έπαιξε ήδη γι’ αυτόν η Θέτις. Βρίσκει έναν τρόπο να βοηθήσει τον Πρίαμο να διακόψει το πένθος του. Στην αρχή του λόγου για τα δυο πιθάρια, ο Αχιλλέας ζητάει από τον Πρίαμο να καθίσει όμως αυτός αρ­νείται. Θα ήθελε μόνο να πάρει το σώμα του Έκτορα και να επιστρέψει στο σπίτι του, αφήνοντας πίσω τα λύτρα. Έχοντας ακούσει το λόγο του Αχιλλέα, υποθέτει ότι αυτός θα του επιστρέψει το σώμα του Έκτορα και αυτό σημαίνει ήδη πολλά γι’ αυτόν. Εκφράζει την ευγνωμοσύνη του με τα παρακάτω λόγια (ό.π., 556-558):

 

σὺ δὲ τῶνδ’ ἀπόναιο, καὶ ἔλθοις

σὴν ἐς πατρίδα γαῖαν, ἐπεί με πρῶτον ἔασας

αὐτόν τε ζώειν καὶ ὁρᾶν φάος ἠελίοιο.

 

δέξου την πλούσια ξαγορά που φέρνουμε· γεια και χαρά σου, πάρ’ τη!

Κι έτσι να γύρεις στην πατρίδα σου γερός, αφού με αφήκες

και μένα ζωντανό, να χαίρουμαι του ήλιου το φως ακόμα.

 

Ο Πρίαμος λέει ότι θα συνεχίζει να ζει αλλά ο Αχιλλέας ζητεί περισσότερα από αυτόν. Θέλει να μοιραστεί μαζί του τη φιλοξενία. Αυτό που προκαλεί έκπληξη στη σύγχρονη ευαισθησία μας είναι ότι ο Αχιλλέας χρησιμοποιεί εδώ απειλή και βία. Υπονοεί ότι εάν ο Πρίαμος δεν κάνει αυτό που του ζητάει, ίσως αυτός να παραβιάσει τη διαταγή του Δία. Δεν είναι αλήθεια ότι ο Αχιλλέας δεν είναι πλέον βίαιος αλλά γίνεται καλός και πολιτισμένος άνθρωπος στο τέλος του έπους. Ο Όμηρος ξέρει την ανθρώπινη φύση αρκετά καλά ώστε να μας διδάσκει ότι η βία είναι ακόμα εκεί και ο Αχιλλέας την χρησιμοποιεί ακόμη για να πάρει αυτό που θέλει. Αλλά η βία είναι εδώ μόνο μια προειδοποίηση. Ο Αχιλλέας δεν χρειάζεται να δράσει βίαια γιατί ο Πρίαμος φοβάται και υπακούει. Το θετικό σημείο είναι ότι ο Αχιλλέας χρησιμοποιεί τη βία για να βοη­θήσει τον εχθρό του. Ο σκοπός του Αχιλλέα είναι να κάνει τον Πρίαμο να δεχτεί τη φιλοξενία του. Ο θρήνος είναι ένας τρόπος να ανήκει κανείς στον κόσμο των νεκρών. Ο Πρίαμος δεν τρέφεται πλέον· δεν κοιμάται· βάζει τη ζωή του σε κίνδυνο. Ο πόνος παίρνει τη θέση όλων των βασι­κών αναγκών: φαγητό, νερό, ύπνος. Με την αποδοχή της φιλοξενίας, ο Πρίαμος θα επιστρέψει στην κανονική ζωή.

 

Ο Πρίαμος ικετεύει τον Αχιλλέα για τη σορό του Έκτορα (1815). Έργο του Δανο-Ισλανδού γλύπτη Άλμπερτ Μπέρτελ Θόρβαλντσεν (1770 – 1844). Thorvaldsens Museum (Θόρβαλντσεν) Κοπεγχάγη, Δανία.

 

Ένα άλλο σημείο είναι ενδιαφέρον σε αυτό το απόσπασμα: ο φόβος του Αχιλλέα ότι ο Πρίαμος δεν θα είναι πλέον σε θέση να ελέγξει το θυμό του εάν δει το σώμα του Έκτορα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο φροντίζει ο ίδιος το σώμα του Έκτορα και δεν το δείχνει στον Πρίαμο. Κατά κάποιον τρόπο, ο Αχιλλέας φοβάται για τον Πρίαμο αυτό που είναι ο ίδιος από την αρχή του έπους: ένας άνθρωπος που τρώγεται από την οργή.

Ο δεύτερος τρόπος για να δεχθεί ο Πρίαμος τη φιλοξενία είναι η ιστορία της Νιόβης (ό.π., 601-620:

 

νῦν δὲ μνησώμεθα δόρπου.

καὶ γάρ τ’ ἠΰκομος Νιόβη ἐμνήσατο σίτου,

τῇ περ δώδεκα παῖδες ἐνὶ μεγάροισιν ὄλοντο

ἓξ μὲν θυγατέρες, ἓξ δ’ υἱέες ἡβώοντες.

τοὺς μὲν Ἀπόλλων πέφνεν ἀπ’ ἀργυρέοιο βιοῖο

χωόμενος Νιόβῃ, τὰς δ’ Ἄρτεμις ἰοχέαιρα,

οὕνεκ’ ἄρα Λητοῖ ἰσάσκετο καλλιπαρῄῳ·

φῆ δοιὼ τεκέειν, ἣ δ’ αὐτὴ γείνατο πολλούς·

τὼ δ’ ἄρα καὶ δοιώ περ ἐόντ’ ἀπὸ πάντας ὄλεσσαν.

οἳ μὲν ἄρ’ ἐννῆμαρ κέατ’ ἐν φόνῳ, οὐδέ τις ἦεν

κατθάψαι, λαοὺς δὲ λίθους ποίησε Κρονίων·

τοὺς δ’ ἄρα τῇ δεκάτῃ θάψαν θεοὶ Οὐρανίωνες.

ἣ δ’ ἄρα σίτου μνήσατ’, ἐπεὶ κάμε δάκρυ χέουσα.

νῦν δέ που ἐν πέτρῃσιν ἐν οὔρεσιν οἰοπόλοισιν

ἐν Σιπύλῳ, ὅθι φασὶ θεάων ἔμμεναι εὐνὰς

νυμφάων, αἵ τ’ ἀμφ’ Ἀχελώϊον ἐῤῥώσαντο,

ἔνθα λίθος περ ἐοῦσα θεῶν ἐκ κήδεα πέσσει.

ἀλλ’ ἄγε δὴ καὶ νῶϊ μεδώμεθα δῖε γεραιὲ

σίτου· ἔπειτά κεν αὖτε φίλον παῖδα κλαίοισθα

Ἴλιον εἰσαγαγών· πολυδάκρυτος δέ τοι ἔσται.

 

καιρός για δείπνο τώρα.

Κι η Νιόβη ακόμα η καλοπλέξουδη στερνά να φάει θυμήθη,

που δώδεκα παιδιά της έχασε στο αρχοντικό της μέσα,

γιους έξι στον ανθό της νιότης τους και θυγατέρες έξι·

τους γιους ο Απόλλωνας τους σκότωσε με το αργυρό δοξάρι

θυμώνοντας της Νιόβης, κι η Άρτεμη τις κόρες η δοξεύτρα,

με τη Λητώ τη ροδομάγουλη καθώς συνεριζόταν,

τάχα παιδιά πολλά πως γέννησε, και δυο η Λητώ μονάχα·

όμως εκείνοι, δυο κι ας ήτανε, της τα σκοτώσαν όλα.

Μέρες εννιά κειτόνταν στο αίμα τους, κι ούτ’ ένας δε βρισκόταν

για να τα θάψει· τι είχε γύρω τους τον κόσμο ο Δίας πετρώσει.

Τέλος, στις δέκα απάνω, τα ‘θαψαν οι αθάνατοι του Ολύμπου·

κι αυτή να κλαίει σαν πια κουράστηκε, στερνά να φάει θυμήθη.

Τώρα σε βράχια κάπου, ανάμεσα σε απάτητα φαράγγια,

στη Σίπυλο, που λεν πως διάλεξαν οι αθάνατες νεράιδες

να ‘χουν λημέρι, και χορεύουνε στον Αχελώο τρογύρα,

κλωσάει τους πόνους τους θεόσταλτους, κι ας έχει γίνει πέτρα.

Ομπρός λοιπόν, σεβάσμιε γέροντα, κι εμείς να φάμε τώρα,

κι έχεις καιρό να κλάψεις έπειτα τον ακριβό το γιο σου,

στο κάστρο ως θα τον μπάσεις· κλάματα πολλά στ’ αλήθεια αξίζει!

 

Ο μύθος χρησιμοποιείται με περίεργο τρόπο. Υπογραμμίζει το γεγονός ότι ακόμη και η Νιόβη, που είχε χάσει δώδεκα παιδιά, έπαυσε προσωρινά τη θλίψη της για να θρέψει τον εαυτό της. Αργότερα, η Νιόβη μεταμορφώθηκε σε πέτρα και έγινε το σύμβολο του αιώνιου πένθους: έκανε αιώνια τη στιγμή της απώλειας. Έγινε το όρος Σίπυλος, ένα βουνό με τρεχούμενο νερό. Έτσι έγινε το σύμβολο του αιώνιου πόνου. Η ιστορία χρησιμοποιείται από τον Αχιλλέα για να δείξει ότι είναι δυνατόν να γίνεται ένα διάλειμμα στο πένθος. Αλλά η ιστορία δείχνει επίσης ότι μερικοί άνθρωποι δεν εγκαταλείπουν ποτέ τη θλίψη.

Στο τέλος του έπους, ο Αχιλλέας αναγνωρίζει τον εαυτό του στον Πρίαμο. Έχει δει σε αυτόν τη δυνατότητα της οργής, αν έβλεπε ποτέ το σώμα του Έκτορα. Εδώ αναγνωρίζει τη δυνατότητα της αιώνιας θλίψης. Βοηθώντας τον Πρίαμο, ο Αχιλλέας βοηθάει και τον εαυτό του. Βάζει τον πατέρα του Έκτορα να φάει, να πιεί και να κοιμηθεί. Τον κάνει να ξεκουραστεί από τον πόνο και να μοιραστεί μαζί του τη φιλοξενία. Η τελετουργική φιλοξενία αναγκάζει τον Πρίαμο να επανασυνδεθεί με την ανθρωπότητα. Αργότερα, ο Πρίαμος θα επιστρέψει στη σύζυγό του, στη νύφη και τους γιους του και θα υπάρξει άλλη ευκαιρία για πένθος. Έτσι ο Όμηρος μας διδάσκει κάτι για το πένθος. Η ρουτίνα της καθημερινής ζωής μπορεί να βοηθήσει τους ανθρώπους να παίρνουν ένα διάλειμμα από τη θλίψη.

Ως συμπέρασμα, πρέπει να πω: είμαι πλήρης θαυμασμού για το έργο του Ομήρου. Είναι εκπληκτικό να πιστεύουμε ότι ένα βιβλίο που γράφτηκε πριν τόσο πολύ καιρό θα μπορούσε να είναι τόσο αληθινό όσον αφορά στην ανθρώπινη εμπειρία. Μπορεί να μας δίνει μαθήματα που είναι χρήσιμα ακόμη και σήμερα. Ο Αχιλλέας τελικά εγκαταλείπει την εκδίκηση και δέχεται να επιστρέψει το σώμα του Έκτορα στον πατέρα του. Ο Πρίαμος δεν είναι πλέον γι’ αυτόν ένας εχθρός. Είναι απλά ένας άνθρωπος με θλίψη που χρειάζεται βοήθεια. Ο Αχιλλέας αναγκάζει το Πρίαμο να φάει, να πιεί και να κοιμηθεί· αυτοί είναι μερικοί βασικοί τρόποι για να επιστρέψει κανείς στη ζωή. Ο Όμηρος μας διδάσκει, επίσης, ότι τα συναισθήματα μπορούν να οδηγήσουν τους ανθρώπους να πράξουν ορθά. Δεν θεωρεί ότι η ανθρώπινη ζωή είναι μόνο γεμάτη θλίψεις. Οι άνθρωποι θα πρέπει να βοηθούν ο ένας τον άλλον επειδή είναι όλοι όμοιοι και μοιράζοντας την εμπειρία του πόνου. Ο Όμηρος μας προσφέρει μια φανταστική ευκαιρία να σκεφτούμε την αδελφοσύνη.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Ιλ., Ω΄, 23, μτφρ. Καζαντζάκη-Κακριδή (την ίδια μετάφραση θα χρησιμοποιούμε παντού στο παρόν κείμενο).

[2] Βλ. N. J. Richardson, The Iliad : A Commentary, vol. 6, books 21-24, Cambridge, Cambridge University Press, 1993, σ. 322. Στην Οδύσσεια, το να φιλάει κανείς τα χέρια είναι σημάδι «τρυφερότητας και καλω­σορίσματος».

[3] Είναι ενδιαφέρον ότι το ίδιο επίθετο αποδίδεται στον Αχιλλέα δυο φορές όταν βάζει τα χέρια του στο στήθος του Πάτροκλου (Σ΄, 317 και Ψ΄, 18). Κατά τ’ άλλα, την ίδια έκφραση συναντούμε 11 φορές στην Ιλιάδα (βλ. Richardson, ό.π., σ. 323).

[4] Βλ. Ω΄, 258: «κι ο μέγας Έχτορας, που φάνταζε θεός στους άντρες μέσα».

[5] Βλ. Ιλ., Ε΄, 382-402, τον παρηγορητικό λόγο της Διώνης στην Αφροδίτη: οι θεοί πρέπει να επιδεικνύουν υπομονή σε όσα υποφέρουν τόσο από τους γίγαντες όσο και από τους θνητούς.

[6] Στη ραψωδία Τ΄, ο Αχιλλέας δεν μπορεί να φάει και να πιεί μετά το θάνατο του Πατρόκλου. Θα επιθυμούσε οι Αχαιοί να πολεμήσουν με άδειο στομάχι (στ. 209-214):

Όμως πιο πριν κρασί δε δύνεται κι ουδέ φαγί ο λαιμός μου

να κατεβάσει· μένα ο σύντροφος σκοτώθη! Σπαραγμένος

με κοφτερό χαλκό μου κείτεται μες στο καλύβι τώρα,

κατά την ξώπορτα κοιτάζοντας, και γύρα του οι συντρόφοι

θρηνούν. Γι’ αυτά λοιπόν δε γνοιάζομαι, που λέτε εσείς, καθόλου·

αίμα ζητώ, σφαγή και γόσματα φριχτά των πολεμάρχων!

[7] Ιλ., Σ΄, 22-27:

Είπε, κι εκείνον τον περίζωσε σα μαύρο γνέφι ο πόνος·

και διπλοπάλαμα αθαλόσκονη φουχτώνοντας τη ρίχνει

πα στο κεφάλι, και την όψη του μολεύει την πανώρια·

κι η στάχτη απά στο μοσκομύριστο του κάθουνταν χιτώνα·

κι αυτός μακρύς φαρδύς ξαπλώθηκε και κείτουνταν στη σκόνη,

και με τα χέρια του ανασκάλευε μαδώντας τα μαλλιά του.

 

Diane Cuny

Mετάφραση: Γ. Αραμπατζης

 «Ο Όμηρος και η Ελληνική Σκέψη», Εκδόσεις εργαστηριού μελέτης του Θεσμικού Λόγου, Ε.Κ.Π.Α., Αθήνα, 2019.

 * Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Read Full Post »

Αίας – Ευάγγελος Πρωτοπαπαδάκης, στο «Ο Όμηρος και η Ελληνική Σκέψη», Εκδόσεις εργαστηριού μελέτης του Θεσμικού Λόγου, Ε.Κ.Π.Α., Αθήνα, 2019.


 

Η αυτοκτονία έχει αποτελέσει τόσο για τον κοινό νου, όσο και για την φιλοσοφία εξόχως ερεθιστικό ζήτημα, το οποίο συ­νήθως είναι αδιαπέραστο από την ανθρώπινη λογική. Ακόμη και ο Σοπενχάουερ, ο γνωστός και ως ο φιλόσοφος της απαισιοδοξίας, δυσκολεύεται να βρει νόημα στο απονενοημένο αυτό διάβημα. Κατά τον Σοπενχάουερ η αυτοκτονία αποτελεί ένα πείραμα: στην απόπειρά της ελλοχεύει ένα άρρητο ερώτημα που ο υποψήφιος αυτόχειρας απευθύνει στην φύση προσπαθώντας να την εξαναγκάσει να απαντήσει. Το ερώτη­μα έχει ως εξής: τι αλλαγή θα μπορούσε να επιφέρει ο θάνατός μου στην κατάστασή μου και στην αντίληψη που έχω για τα πράγματα; Ωστόσο, λέει ο Σοπενχάουερ, το πείραμα είναι αδέξιο και αλυσιτελές. Και τούτο διότι προϋποθέτει την καταστροφή αυτού που θέτει το ερώτημα, ώστε, τελικά, η όποια απάντηση να μην φθάνει ποτέ στον ενδιαφερόμενο. Η δυτική τουλάχιστον διανόηση, τελώντας υπό την έντονη επιρροή του Χριστιανισμού για περισσότερα από δυο χιλιάδες χρόνια, έχει αντιμε­τωπίσει την αυτοκτονία κατά κύριο λόγο είτε με απαξιωτική αμηχανία, είτε με απροκάλυπτη εχθρότητα. Ωστόσο, η αντιμετώπιση της αυτοκτο­νίας δεν ήταν πάντοτε αυτή.

Κατά την αρχαιότητα, ορισμένως, η αυτοκτονία ενίοτε συνιστούσε λε­λογισμένη απόφαση για την διασφάλιση της τιμής και της αξιοπρέπειας του αυτόχειρα. Στην κατηγορία αυτήν κατατάσσεται ένα από τα πρώτα καταγεγραμμένα στην λογοτεχνία αντίστοιχα περιστατικά. Πρόκειται, συγκεκριμένα, για την αυτοκτονία του Αίαντα, βασιλιά της Σαλαμίνας, γιου του Τελαμώνα και εγγονού του Αιακού, την οποία παραδίδουν τα έπη του Ομηρικού κύκλου, συγκεκριμένα η 11η ραψωδία της Οδύσσειας, η Αιθιοπίδα και η Μικρή Ιλιάδα. Αιώνες αργότερα ο Σοφοκλής επιλέγει να καταστήσει την αυτοκτονία του Αίαντα άξονα της τραγωδίας που φέρει το όνομα του μυθικού ήρωα. Κατά τον μύθο, συγκεκριμένα, όταν ο Αχιλλέας πέφτει νεκρός από το βέλος του Πάρι, ο Αίας και ο Οδυσσέας κατορθώνουν να αποκρούσουν τους Τρώες που προσπαθούν να πάρουν το πτώμα του ήρωα στην κατοχή τους ως λάφυρο ή, έστω, να σκυλεύσουν την πανοπλία του. Παρότι ο Αίας είναι εκείνος που με την απαράμιλλη δύναμή του σώζει την σωρό του Αχιλλέα από τους εχθρούς, τα όπλα του ήρωα τελικώς δίδονται ως βραβείο στον Οδυσσέα. Ο Αίας, νιώθοντας αδικημένος και μειωμένος, αδυνατεί να συγκρατήσει την οργή του και αποφασίζει το βράδυ της ίδιας μέρας να σκοτώσει τους αρχηγούς των Αχαιών που τον αδίκησαν. Η Αθηνά, όμως, συσκοτίζει τον νου του και τον στρέφει σε ένα κοπάδι πρόβατα, το οποίο ο Αίας εξολοθρεύει. Το πρωί, όταν καταλαβαίνει τι έχει κάνει, αισθάνεται αφόρητη ντροπή, και σχεδιάζει την αυτοκτονία του με τα εξής λόγια:

Ύστερα θα’ βρω ένα μέρος/ που δεν πατάει ποτέ ποδάρι ανθρώπου/ και αυτό το παρά μισητό σπαθί μου, βαθιά στη γη θα χώσω/ όπου κανένας, δεν θα το ξαναδεί, μονάχα ο Άδης. Και μετά: ἐγὼ γὰρ εἶμ᾽ ἐκεῖσ᾽ ὅποι πορευτέον· καὶ τάχ᾽ ἄν μ᾽ ἴσως πύθοισθε, κεἰ νῦν δυστυχῶ, σεσωσμένον. Δηλαδή: εγώ θα πάω εκεί που πρέπει/ …εσείς, σύντομα θα μάθετε πως έχω πια σω­θεί. Ο Αίας, όντως, πραγματοποιεί τις εξαγγελίες του.

Τα σημεία που αποκαλύπτουν το αξιακό σύστημα του Αίαντα μπο­ρούν να εντοπιστούν στις φράσεις «όποι πορευτέον» και «πύθοισθε με σεσωσμένον». Ο Αίας θεωρεί πως πράγματι οφείλει να πορευθεί έναν συγκεκριμένο δρόμο, αυτόν της αυτοκτονίας, κάτι που εμφαίνεται με την χρήση του ρηματικού επιθέτου «πορευτέον». Επίσης, υποστηρίζει πως η επιλογή της αυτοκτονίας Θα αποτελέσει την σωτηρία του, και πως αυτό θα είναι απολύτως προφανές για όσους πληροφορηθούν τον αυτο­χειριασμό του. Γιατί, όμως, οφείλει ένας λαμπρός πολεμιστής να θέσει τέλος στη ζωή του; Και υπό ποία οπτική η αυτοκτονία θα μπορούσε να εκληφθεί ως σωτηρία; Σωτηρία από τι; Είναι προφανές πως εμείς σή­μερα δεν μοιραζόμαστε τις απόψεις του Αίαντα, και πως το αξιακό μας σύστημα είναι ιεραρχημένο κατά εντελώς διαφορετικό τρόπο. Από τους μέσους χρόνους και εντεύθεν η ανθρώπινη ζωή τοποθετείται παγίως στην κορυφή της αξιολογικής κλίμακας του ηθικού προσώπου. Συνεπώς τίποτα δεν μπορεί να θεωρηθεί τόσο σημαίνον ηθικώς, ώστε να θέσει κάποιος οικειοθελώς τέλος στην ζωή του χάριν αυτού. Οι ήρωες νομι­μοποιούνται, ασφαλώς, να διακινδυνεύουν αυτό το ύψιστο αγαθό χάριν της ελευθερίας. Ωστόσο, για να έχει αξία η διακινδύνευσή τους αυτή, θα πρέπει οι ίδιοι να επιθυμούν να ζήσουν, και όχι να πεθάνουν.

 

Ο Αίαντας αυτοκτονεί. Μετόπη από τον ναό της Ήρας στην αρχαία Ποσειδωνία, περίπου 6ος αι. π.Χ. Ποσειδωνία (Paestum), Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.

 

Κατά την προκλασική, κλασική και ελληνιστική αρχαιότητα, ωστόσο, η ζωή δεν αντιμετωπιζόταν ως το υπέρτατο αγαθό, ούτε περιεβάλετο με την ηθική αξία που σήμερα διαθέτει. Αντιθέτως, αξίες όπως η υστεροφη­μία και η προσωπική τιμή αναγνωρίζονταν ως υπέρτερες, και το ηθικό πρόσωπο όχι μόνον εδικαιούτο, αλλά πολλές φορές υπεχρεούτο να θέτει τέλος στην ζωή του ώστε να διασφαλίσει κάποια από αυτές. Πάμπολλες περιπτώσεις αυτοκτονίας εν ονόματι της τιμής από την αρχαιότητα έχουν διατηρηθεί στην ιστορική μνήμη, άλλες ανταποκρινόμενες σε ιστορικά γεγονότα, και άλλες καλυμμένες από άχλη του μύθου.

Ο Μενοικέας, ο γιος του Κρέοντα, συγκεκριμένα, λέγεται πως όταν άκουσε από τον μάντη Τειρεσία πως μόνον ο θάνατος ενός από τους σπαρτούς μπορούσε να σώσει την πόλη του, την Θήβα, από την πολιορκία των επτά βασι­λέων, ρίχτηκε χωρίς δισταγμό στο σπαθί του. Ο Σωκράτης επέλεξε τον θάνατο ενώ μπορούσε να τον αποφύγει, θέλοντας να τιμήσει την στάση που είχε κρατήσει έως τότε στην ζωή του και να αποφύγει την ατίμωση που θα επέφερε η εκ μέρους του εγκατάλειψη της θέσεως που παγίως και εντόνως πρέσβευε, πως δηλαδή ο πολίτης υποχρεούται να υπακούει ακόμη και σε άδικους ή σκληρούς νόμους. Ο Βρούτος, όταν ηττήθηκε στους Φιλίππους από τον Μάρκο Αντώνιο και τον Οκταβιανό, επέλεξε την αυτοκτονία αντί της ατιμωτικής παράδοσης, λέγοντας κατά τον Πλούταρχο: «πάνυ μεν ουν φευκτέον, άλλα διά των χειρών, ού διά των ποδών», δηλαδή: οπωσδήποτε πρέπει να δραπετεύσουμε, αλλά με τα χέρια, όχι με τα πόδια. Ο Κάτων ο νεώτερος έδωσε τέλος στην ζωή του με ήρεμη αποφασιστικότητα όταν ο Ιούλιος Καίσαρας επικράτησε του Πομπήιου. Ο Καίσαρας λέγεται πως, όταν πληροφορήθηκε το γεγονός, είπε: «Κάτωνα, σε φθονώ για τον θάνατό σου, όπως εσύ θα με φθονούσε εάν σου χάριζα την ζωή». Αυτές, και πολλές άλλες περιπτώσεις αυτο­κτονίας από την αρχαιότητα, ενέπνευσαν ανά τους αιώνες αμέτρητους ζωγράφους, γλύπτες και ποιητές, και πολλάκις εξυμνήθηκαν ως πράξεις ανδρείας, τιμής και ηθικής υπεροχής. Καμία, ωστόσο, αυτοκτονία κατά την αρχαιότητα δεν προβλήθηκε ή υμνήθηκε περισσότερο από αυτήν του Αίαντα, την οποία, μάλιστα, ο Σοφοκλής κατά παράβαση των ειωθότων επέλεξε να αναπαραστήσει επί σκηνής.

Είναι προφανές πως η αυτοκτονία δεν θα αντιμετωπιζόταν κατ’ αυτόν τον τρόπο, εάν δεν υποστηριζόταν από κάποιο συμπαγές και συνεκτικό ηθικό σύστημα ευρείας αποδοχής. Το σύστημα αυτό δεν ήταν άλλο από εκείνο της Στοάς και των εκπροσώπων της, οι οποίοι αναδείχθηκαν σε ένθερμους υποστηρικτές της αυτοκτονίας, της ευλόγου εξαγωγής εκ του βίου, όπως την αποκαλούσαν, όταν οι συνθήκες επέβαλλαν κάτι τέτοιο. Την θέση τους αυτή, μάλιστα, δεν παρέλειπαν να την εφαρμόζουν και οι ίδιοι. Δεν είναι παράδοξο πως οι Στωικοί αποτελούν την φιλοσοφική κάστα με τους περισσότερους αυτόχειρες μεταξύ των μελών της. Ο Ζή­νων από το Κίτιο, ο αρχηγέτης της σχολής, έθεσε ο ίδιος τέλος στην ζωή του κρατώντας την αναπνοή του όταν, ύστερα από μια πτώση του, έχασε τον έλεγχο του σώματός του, όπως παραδίδει ο Διογένης ο Λαέρτιος. Ο Κλεάνθης ο Φρέαντλις από την Ασσό, μαθητής του Ζήνωνος, σε βαθύ γήρας και ύστερα από ένα πρόβλημα υγείας που τον έφερε κοντά στον θάνατο, αρνήθηκε να δεχθεί τροφή με σκοπό να πεθάνει. Δικαιολόγησε την απόφασή του αυτή λέγοντας πως ήδη είχε κάνει την μισή διαδρομή προς τον θάνατο, και δεν σκόπευε να γυρίσει πίσω στην αρχή, ώστε κάποτε να την επαναλάβει ολόκληρη εκ νέου.

Η αδιαφορία αυτή προς τον θάνατο, η οποία ενίοτε μεταφράζεται σε ανοικτή προτίμηση, δεν είναι διόλου ξένη προς την γενικότερη ηθική θεωρία των Στωικών. Συγκεκριμένα, για αυτούς ο ηθικός ορίζοντας του ανθρώπου περιλαμβάνει μόνον δύο σημεία αναφοράς: την αρετή και την κακία. Όλα τα υπόλοιπα για τους Στωικούς είναι αδιάφορα. Ο πλούτος και η υγεία, επί παραδείγματι. Για τον καθημερινό άνθρωπο, και τότε και σήμερα, αποτελούν ευλογία. Όχι, όμως, για έναν Στωικό. Για τους Στωικούς αμφότερα συνιστούν απλώς αδιάφορες καταστάσεις, χωρίς κάποια ιδιαίτερη αξία. Αυτό, βέβαια, στην σκέψη των Στωικών δεν σημαίνει πως ο άνθρωπος δεν δικαιολογείται να τρέφει μια ελαφρά προτίμηση προς την υγεία, ας πούμε, και όχι προς την ασθένεια. Απλώς, η υγεία δεν είναι τόσο σημαντική καθ’ εαυτήν, ώστε να αποτελέσει αυτοσκοπό. Μόνο η αρετή μπορεί να αποτελεί αυτοσκοπό για το ηθικό πρόσωπο. Η υγεία, ο πλούτος, η ένδεια, η ασθένεια, και οποιαδήποτε άλλη κατάσταση αντιμετωπίζουμε στον βίο μας, είναι απλώς ένα μέσον προς την επίτευξη της αρετής, και μόνον ως τέτοιο μπορεί να έχει κάποια ηθική αξία. Η υγεία, στην οποία ήδη αναφερθήκαμε, έχει αξία μόνον εάν μας οδηγεί στην αρετή. Εάν, ωστόσο, μας σπρώχνει προς την κακία, τότε καθίσταται επιζήμια. Για τον Νέρωνα ή τον Χίτλερ, επί παραδείγματι, το γεγονός πως έχαιραν άκρας σωματικής υγείας δεν απο­δείχθηκε καθόλου επωφελές, αφού δεν τους οδήγησε στην αρετή, αλλά στην κακία. Για τον Νίτσε και τον Μπετόβεν, αντιστρόφως, η κακή τους υγεία τους οδήγησε στην αρετή, έστω την καλλιτεχνική ή λογοτεχνική. Ο Χίτλερ, κατά την οπτική των Στωικών, θα ήταν πολύ ευτυχέστερος εάν η υγεία του ήταν τόσο κλονισμένη, ώστε να περιστέλλει την ροπή του στο έγκλημα.

Ακριβώς το ίδιο ισχύει για την ζωή. Αυτή δεν είναι παρά ένα μέσον ώστε το ηθικό πρόσωπο να οδηγείται στην αρετή. Ορισμένες φορές, ωστόσο, η ζωή κατά τους Στωικούς καθίσταται βάρος για τον άνθρωπο, και τροχοπέδη στην επιδίωξη της αρετής. Είναι οι περιπτώσεις εκείνες, επί παραδείγματι, που ο άνθρωπος χάνει τον έλεγχο είτε του σώματός του, είτε της πορείας των γεγονότων της ζωής του. Ο Αίας, ας πούμε, εάν δεν έθετε τέλος στην ζωή του, θα έπρεπε να υποστεί την περιφρόνη­ση ή την συγκατάβαση των συμπολεμιστών του. Δεν ήταν στο χέρι του να μεταβάλλει την κατάσταση αυτή. Πάντοτε θα ήταν ζωντανή στην μνήμη όλων η ατιμωτική θέση στην οποία κάποτε βρέθηκε, σκιάζοντας και απαξιώνοντας κάθε μέχρι τούδε επίτευγμά του, καθώς και κάθε μελλοντικό. Ο μόνος τρόπος του ήρωα ώστε να διατηρήσει την αρετή του, με τον τρόπο, βέβαια, που εκείνος την αντιλαμβάνεται, είναι να θέσει τέλος στην ζωή του.

Ο Κάτων ο νεώτερος, στον οποίον ήδη ανα­φερθήκαμε, εάν δεν επέλεγε τον αυτοχειριασμό, θα ήταν αναγκασμένος να προσβλέπει στην μεγαλοψυχία του εχθρού του, του Ιουλίου Καίσαρα. Και εάν ο Καίσαρας απεδεικνύετο μεγαλόψυχος προς αυτόν, ο Κάτων θα οφείλε είτε να καταστεί φερέφωνο του ευεργέτη του, είτε να σιωπά. Στην σκέψη του, ωστόσο, τίποτα από τα δύο δεν θα συνέτεινε στην δια­φύλαξη της αρετής του. Για τον Κάτωνα, ο οποίος ήταν ο ίδιος Στωικός φιλόσοφος, η ζωή αποτελούσε πλέον βάρος, το οποίο θα τον απέτρεπε από την άσκηση της αρετής. Κάθε φορά που το δίλημμα τίθεται μεταξύ της διατήρησης της ζωής μας ή της διαφύλαξης της αρετής μας, για έναν Στωικό δεν υφίσταται καμία πραγματική δυσκολία. Αυτός απλώς οφείλει να εξαγάγει αυτοβούλως και άμεσα τον εαυτό του εκ του βίου, ώστε να προασπίσει το ύψιστο ανθρώπινο αγαθό, την αρετή του. Αυτή η εξαγωγή εκ του βίου αντιμετωπίζεται από τους Στωικούς ως απολύτως εύλογη, κατά τον ίδιο τρόπο που ο Αίας – παρότι ο ίδιος δεν ήταν, και ούτε άλλωστε, θα μπορούσε να είναι μέλος της Ποικίλης Στοάς – θεωρεί πως όταν οι οικείοι του πληροφορηθούν τον χαμό του, θα τον αντιληφθούν ως σωτηρία για τον ίδιο. Ο αυτοχειριασμός στην περίπτωση αυτή δεν αποτελεί προϊόν παρόρμησης και πάθους, αποτέλεσμα πλεονάζουσας ορμής, αλλά απότοκο έλλογης διεργασίας και διασκεπτικής προσέγγι­σης. Με άλλα λόγια, για τους Στωικούς η αυτοκτονία αποτελεί επιλογή που όχι μόνον συνάδει με τον λόγο, αλλά πολλές φορές επιβάλλεται από αυτόν.

Η έννοια της ευλόγου εξαγωγής εκ του βίου, του έλλογου όσο και λελογισμένου αυτοχειριασμού, συνοψίζεται κατά τον καλύτερο τρόπο στην σκέψη του Επίκτητου. Κατά τον Επίκτητο οι καταστάσεις στην ζωή μας διακρίνονται στις εφ’ ημίν και στις ουκ εφ’ ημίν. Με άλλα λόγια, σε εκείνες που βρίσκονται στον έλεγχό μας, και σε εκείνες που εκ φύσεως αδυνατούμε να ελέγξουμε. Μεταξύ των ουκ εφ’ ημίν ο Επίκτητος κα­τατάσσει τον πλούτο, την υγεία, την καλή τύχη, την καλή ή την κακή φήμη και άλλα. Στα εφ’ ημίν ανήκουν μεταξύ άλλων οι γνώμες μας, οι επιθυμίες και οι επιδιώξεις μας, καθώς και οτιδήποτε άλλο μπορούμε να προκαλέσουμε οι ίδιοι στον εαυτό μας. Ένα από αυτά, είναι κατά τον Επίκτητο ο αυτοχειριασμός, ο οποίος ενίοτε αναδεικνύεται ως εκού­σια αυτολύτρωση. Γράφει συγκεκριμένα: η ζωή είναι ένα δωμάτιο, στο οποίο που και που μπαίνει καπνός. Εάν ο καπνός είναι τόσο λίγος, ώστε να μπορεί ο ένοικος του δωματίου να τον ανεχθεί, τότε ο τελευταίος μπορεί να παραμείνει μέσα στο δωμάτιο, εάν το επιθυμεί. Εάν, ωστόσο, ο καπνός γίνει πυκνός και η ατμόσφαιρα αποπνικτική, τότε ο ένοικος του δωματίου δεν έχει παρά να ανοίξει την πόρτα και να βγει έξω.

Με άλλα λόγια, μας λέει ο Επίκτητος, είναι ανόητο να γαντζώνεται κάποιος σε μια ζωή που δεν έχει πλέον να του προσφέρει τίποτα καλό, αλλά αντίθετα τείνει να γίνει – ή έχει ήδη καταστεί – αφόρητη. Η πλέον εύλογη επιλογή, στην περίπτωση αυτή, είναι η αυτόβουλη εξαγωγή εκ του βίου, ο αυτοχειριασμός. Και τούτο, δεδομένου του γεγονότος πως ουδείς μας αναγκάζει να παραμείνουμε ζωντανοί, εάν οι ίδιοι δεν το επιθυμούμε. Όπως γράφει ο Σενέκας στην έβδομη επιστολή του, «ας είμαστε ευγνώμονες προς τους Θεούς για το γεγονός πως κανείς από εμάς δεν υποχρεούται να διατηρηθεί στην ζωή ενάντια την θέλησή του».

Ο ήρεμος και σταθερός τρόπος με τον οποίον ο Επίκτητος προβάλλει την αυτοκτονία ως διέξοδο από καταστάσεις της ζωής που δεν υπόκεινται στον έλεγχό μας και μας επιβαρύνουν αφόρητα, δείχνει πως αφ’ ενός ο ίδιος πίστευε βαθιά αυτά που υπεστήριζε, αφ’ ετέρου πως στις θέσεις του αποκρυσταλλώνεται μια μακρά και ενεργή φιλοσοφική πα­ράδοση σε σχέση με την αυτοκτονία.

Εντούτοις, το έλλογο της αυτοκτο­νίας ως διεξόδου από τα δεινά του βίου δεν είναι αμάχητο. Απεναντίας, πολλοί φιλόσοφοι, τόσο κατά το απώτερο παρελθόν όσο και πιο πρόσφα­τα, έχουν αμφισβητήσει την ευστάθεια της προσέγγισης των Στωικών. Ορισμένως, πολλοί έχουν κατά καιρούς εντοπίσει ένα αδύναμο σημείο στην εκ μέρους των Στωικών υπεράσπιση της λογικότητος της αυτοκτο­νίας. Συγκεκριμένα, στην προτροπή του Επίκτητου να ανοίξουμε την πόρτα του δωματίου ώστε να γλιτώσουμε από τον καπνό, υποφώσκει μια άρρητη μεν, απτή δε σύγκριση: εντός του δωματίου η κατάσταση εί­ναι αφόρητη, συνεπώς έξω δεν μπορεί παρά να είναι καλύτερη. Και εάν όντως πρόκειται για ένα δωμάτιο που έχει γεμίσει καπνό, η σύγκριση πράγματι ευσταθεί. Και τούτο διότι όλοι γνωρίζουμε πως, ενώ στον περιορισμένο χώρο του δωματίου ο καπνός δεν μας αφήνει να αναπνεύσουμε, έξω από το δωμάτιο είναι αδύνατον η κατάσταση να είναι εξίσου αποπνικτική, αφού ο καπνός δεν συγκεντρώνεται σε ένα σημείο, αλλά διαχέεται στην ατμόσφαιρα. Δεν ισχύει, όμως, το ίδιο σε ό,τι αφορά στην ζωή και στον θάνατο, επομένως η σύγκριση δεν μπορεί να είναι εξ ίσου επιτυχής. Και τούτο διότι, ενώ όλοι γνωρίζουμε και μπορούμε να περιγράφουμε τα δεινά που όσο ζούμε μας μαστίζουν, ουδείς γνωρίζει ή δύναται να περιγράφει την κατάσταση του θανάτου. Συνεπώς, η σύγκρι­ση που ελλοχεύει στην επιλογή της αυτοκτονίας, δυνάμει της οποίας ο θάνατος είναι προτιμότερος από τη ζωή, είναι αυθαίρετη, αφού γνωρί­ζουμε μόνον τη ζωή, αλλά όχι τον θάνατο. Πως είναι δυνατόν, λοιπόν, να τον προτιμούμε από την ζωή; Ακριβώς για τον λόγο αυτό η υπό συνθήκες προτίμηση των Στωικών προς τον θάνατο έχει θεωρηθεί πως στηρίζεται σε μία ασύμμετρη σύγκριση και, συνεπώς, ο αυτοχειριασμός δεν μπορεί να συνιστά έλλογη επιλογή, αλλά απονενοημένο διάβημα, στο οποίο ο αυτόχειρας οδηγείται από μια πλεονάζουσα ορμή, από το στιγμιαίο, δηλαδή, πάθος.

Η προσέγγιση αυτή, βεβαίως, διόλου δεν απαξιώνει την επιλογή του Αίαντα, καθώς και όλων όσοι, όπως αυτός, θέλησαν και πέτυχαν να ξεφύγουν από μια ζωή που ένιωθαν να τους φυλακίζει, χωρίς να τους υπόσχεται τίποτα αγαθό. Και τούτο διότι, ακόμη και εάν ο αυτοχειριασμός είναι είτε ανόητος είτε απλώς ακατανόητος, τα κίνητρα ορισμένων εκ των αυτοχείρων είναι αγαθά. Και στην ηθική τα κίνητρα μιας επιλογής έχουν ενίοτε μεγαλύτερη βαρύτητα από τα αποτελέσματα της εν λόγω επιλογής, ή από την συνεκτικότητα του σκεπτικού που είτε λανθάνει σε αυτήν, είτε ρητώς δηλούται μέσω αυτής. Η αυτοκτονία εν ονόματι της τιμής ή για την διασφάλιση της αρετής σίγουρα δείχνει πως ο αυτόχειρας υπήρξε στην ζωή του ιδιαίτερα ευαίσθητος ως προς τα εν λόγω ιδανικά, και αυτό δεν είναι αξιοκατάκριτο. Αντιθέτως, μορφές όπως ο Αίας, ο γιος του Τελαμώνα, ή ο Βρούτος και ο Σωκράτης, θα ήταν λιγότερο ανάγλυφες στην σκέψη μας εάν είχαν συμβιβασθεί με μια ζωή κατώτερη των ιδίων.

Ευάγγελος Πρωτοπαπαδάκης 

Δρ. Φιλοσοφίας Λέκτωρ Εφαρμοσμένης Ηθικής του Ε.Κ.Π.Α.

«Ο Όμηρος και η Ελληνική Σκέψη», Εκδόσεις εργαστηριού μελέτης του Θεσμικού Λόγου, Ε.Κ.Π.Α., Αθήνα, 2019.

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και η εικόνα που παρατίθεται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

Read Full Post »

Ο Πλατωνισμός του Giambattista Vico – © Ρωξάνη Αργυροπούλου στον τόμο, «Η πρόσληψη των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων από τις απαρχές και μέχρι τον ΙΖ´ αιώνα», Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Φιλοσοφίας της Ακαδημίας Αθηνών, 2017, σ. 156-168.


 

Πορτρέτο του Giambattista Vico (Τζαμπαττίστα Βίκο 1668 -1744), έργο του Francesco Solimena.

Με τo σύγγραμμά του Αρχές για μια νέα επιστήμη περί της κοινής φύσεως των εθνών (Principj di scienza nuova dintorno alla comune natura delle nazioni, ο Giambattista Vico, καθηγητής της ρητορικής στο Πανεπιστήμιο της Νάπολης, έθεσε καινούργιες κατευθύνσεις στη θεωρητική μελέτη της ιστορίας του πολιτισμού· προσπάθησε πρώτος να συλλάβει τους νόμους που την διέπουν χρησιμοποιώντας μιαν πρωτότυπη για εκείνη την εποχή συγκριτική ανθρωπολογική μέθοδο σχετικά με τη θεματολογία των κοινωνικοπολιτιστικών φαινομένων. Σύγχρονος του Montesquieu εγκαινιάζει μια φιλοσοφία της ιστορίας, η οποία διέπεται από δικούς της νόμους. Στη συνολική θεώρηση της ανθρώπινης πολιτισμικής εξέλιξης ο Ναπολιτάνος φιλόσοφος διακρίνει μια κυκλική σπειροειδή κίνηση με «ροές και παλινδρομήσεις» (corsi και ricorsi). Η νέα αυτή επιστήμη της ιστορίας οικοδομείται πάνω στην πνευματική παράδοση και την κοινωνική συλλογικότητα, καθώς ο άνθρωπος, κατά τον Vico, είναι σε θέση να κατανοήσει μόνο όσα ο ίδιος έχει δημιουργήσει. Η επιστήμη αυτή οφείλει να καλύπτει όλες τις εκφάνσεις των δραστηριοτήτων του ανθρώπου στον κοινωνικό βίο, στην πολιτική, στη θρησκεία, στη γλωσσολογία και στην ηθική. Οι βικιανές ερμηνείες, όπως παρατήρησε ο Max Horkheimer συνιστούν πρότυπα για εκείνον που επιδιώκει να μελετήσει τις πολιτιστικές εκδηλώσεις του ανθρωπίνου πνεύματος σε αλληλεπίδραση με τις κοινωνικοπολιτικές σχέσεις που τις καθορίζουν.

Παραμερίζοντας τον αλληλοσυγκρουόμενο προβληματισμό των εμπειριστών και των ορθολογιστών, ο Vico επιδόθηκε στην αμφισβήτηση των φιλοσοφικών διαμαχών οι οποίες αναπτύχθηκαν στον καιρό του με αποτέλεσμα να οδηγηθεί στην οριστική απομάκρυνσή του από αυτές. Εντούτοις με την πάροδο των ετών, οι αντιλήψεις του, παρότι άργησαν να γίνουν ευρύτερα γνωστές στην Ευρώπη, θα αποτελέσουν αντικείμενο ειδικών προσεγγίσεων που, με κίνδυνο όμως τον αναχρονισμό, τείνουν να αποδώσουν μιαν υπέρμετρη σημασία σε ορισμένες κατευθύνσεις του στοχασμού του χωρίς να εκτιμούν ορθά τις περισσότερες φορές την πρωτοτυπία της προσπάθειάς του στη δική του εποχή. Ο λόγος είναι ότι ο πρωτοφανής αριθμός αυτών των προσπαθειών ανταποκρίθηκε σε σύγχρονες φιλοσοφικές τάσεις με αποτέλεσμα οι απόψεις του να περιπλέκονται προσαρμοζόμενες σε ριζικά αντίθετες φιλοσοφικές απόψεις. Πρόκειται για ένα ερμηνευτικό φαινόμενο το οποίο απασχόλησε τον Isaiah Berlin ο οποίος το απέδωσε στη συνθετότητα αλλά και στην περιπλοκότητα της βικιανής θεματολογίας η οποία κάθε άλλο παρά μονοσήμαντη είναι, επιτρέποντας πολλαπλές ερμηνείες εξαιτίας του μεταφορικού του λόγου. Ειδικότερα, εντυπωσιακή περίπτωση αποτελούν οι αντίθετες απόψεις που υποστηρίχθηκαν πρόσφατα από δύο σπουδαίους ιστορικούς των ιδεών, τον Jonathan I. Israel και τον Zeev Sternhell. Kατατάσσοντας τον Vico o πρώτος στον λεγόμενο ριζοσπαστικό Διαφωτισμό και o δεύτερος στο ρεύμα του αντι-Διαφωτισμού.

Με μια φιλοσοφική αντίληψη της ιστορίας, η οποία αντλεί στοιχεία από τη μελέτη των γραπτών μαρτυριών, των μύθων, της θρησκείας, της γλώσσας και του δικαίου, ο Vico ακολούθησε έναν δρόμο προσωπικό και μοναχικό· αρνήθηκε να αποδώσει στον εαυτό του θέση προτύπου και παρέμεινε συνεπώς ο μεγάλος απών του καιρού του στο στερέωμα της διανόησης. Αναμφίβολα το στοιχείο αυτό δηλώνει εκ μέρους του μιαν επιφυλακτικότητα η οποία οφείλεται κυρίως στην αποστασιοποίηση του από την επελθούσα αλλαγή στην εύθραυστη πολιτική συγκυρία του βασιλείου της Νεάπολης στην καμπή του δεκάτου εβδόμου αιώνα. Όταν έναν αιώνα αργότερα οι βικιανές ιδέες ανταποκρίθηκαν στα αιτήματα του ρομαντισμού στον τομέα της ιστορίας, της μελέτης της γλώσσας και της αισθητικής, μεταξύ των πρώτων που αναζωογόνησαν τη δυναμική των θεωρήσεών του και εμπνεύστηκαν από τις ιδέες του, ξεχώρισαν οι διανοητές του Risorgimento καθώς και ο Jules Michelet με τη μετάφρασή του στη γαλλική γλώσσα του Scienza nuova. Για τον πολιτικό και φιλόσοφο Giuseppe Ferrari (1811-1876), στον οποίο οφείλεται η πρώτη κριτική έκδοση των βικιανών Απάντων (1835- 1837), ο Vico συνιστά τον τελευταίο φιλόσοφο της περιόδου της ιταλικής Αναγέννησης, μιαν αντίληψη που επίσης ενστερνίζεται ο Eugenio Garin στην Ιστορία της ιταλικής φιλοσοφίας  και που είχαν αποδεχθεί προγενέ­στεροί του κορυφαίοι μελετητές, όπως οι Benedetto Croce και Giovanni Gentile…

Για την ανάγνωση ολόκληρης της ανακοίνωσης της κυρίας Ρωξάνης Αργυροπούλου πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Ο Πλατωνισμός του Giambattista Vico

 

Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »

Σοφιστές – Σοφιστική


 

Ο 5ος αι. π.Χ., που οριοθετείται από δυο σημαντικά ιστορικά γεγονότα για τους Έλληνες, την Περσική εισβολή και τον Πελοπον­νησιακό πόλεμο, είναι μια εποχή απίστευτης ακμής του πολιτικού και πνευματικού βίου, εποχή έντονου προβληματισμού και ανακατατάξεων, με κέντρο την Αθήνα. Μετά την ανάπτυξη του εμπορίου και της χρημα­τιστικής, που δημιούργησαν νέες οικονομικές μορφές, τους αποικισμούς, που άνοιξαν τον οπτικό ορίζοντα, την ακμή της λυρικής ποίησης, που έ­μαθε τους ανθρώπους να εκφράζονται, η παλιά αριστοκρατική ηθική φαίνεται γερασμένη. Ο άνθρωπος πνίγεται από τα δεσμά της παράδοσης και τις ταξικές προκαταλήψεις και αρχίζει να συνειδητοποιεί τη δύναμή του. Διάχυτη είναι η ροπή για ορθολογική κριτική όλων των σχέσεων. Το κενό αυτό στην πολιτική και πνευματική ζωή της Ελλάδας, και ιδιαίτερα της Αθήνας, ήρθαν να καλύψουν οι σοφιστές [1].

Σκηνή δικαστηρίου στην παλιά Ρώμη. Εκδίωξη των Σοφιστών. Λιθογραφία, Paget, HM (Henry Marriott), 1899.  Συλλογή Mid-Manhattan Library.

Σκηνή δικαστηρίου στην παλιά Ρώμη. Εκδίωξη των Σοφιστών. Λιθογραφία, Paget, HM (Henry Marriott), 1899. Συλλογή Mid-Manhattan Library.

Νεωτεριστές με επαναστατική κοσμοθεωρία, τροφοδότησαν το πνεύ­μα της αδίστακτης κριτικής, που διψούσε για αλλαγή και πρόοδο, συ­μπλήρωσαν την ιωνική ορθολογιστική φιλοσοφία, διερεύνησαν τον άν­θρωπο σαν άτομο και σαν κοινωνικό ον, ανέτρεψαν το δογματισμό και τις παραδοσιακές μορφές θρησκευτικού και ηθικοπολιτικού βίου, έκαναν αντικείμενο της έρευνάς τους τη γνωστική δύναμη του ανθρώπινου νου και μόνο σ’ αυτή έδειξαν απόλυτη εμπιστοσύνη.

Η φιλοσοφία τους εκτό­πισε την ποίηση, που είχε ως τώρα τα πρωτεία, και έγινε ο μοναδικός φο­ρέας της αττικής μόρφωσης. Με τα μαθήματα που έδιναν πηγαίνοντας από πόλη σε πόλη κέντρισαν τους συγχρόνους τους να απαρνηθούν την πολιτιστική πραγματικότητα και να αναζητήσουν την αλήθεια ακολου­θώντας ένα νέο δρόμο. Η πνευματική αυτογνωσία που επιδίωκαν ήταν όρος για την απελευθέρωση του ατόμου από την αριστοκρατική παρά­δοση και τη συνειδητή συμμετοχή του στη διοίκηση του κράτους. Έτσι έγιναν οι πρώτοι θεωρητικοί θεμελιωτές της δημοκρατίας και κατέλαβαν την πρώτη θέση στην ιστορία της πολιτικής μόρφωσης των Ελλήνων.

Η φιλοσοφία τους έχει δυο βασικές διαφορές από την προηγούμενη φιλοσοφία:

α) απευθύνεται σ’ ένα ευρύτερο κοινό, ενώ η προηγούμενη φιλοσοφία έμεινε περιορισμένη σε στενούς κύκλους, σε μια πνευματικά και οικονομικά ανώτερη τάξη.

β) Έχει ως σκοπό το μετασχηματισμό της γνώσης σε ενέργεια, θέτει δηλ. τη γνώση στην υπηρεσία της πρακτικής ζωής, ενώ η προηγούμενη φιλοσοφία θεωρούσε τη γνώση αυτοσκοπό.

Μέθοδος των σοφιστών είναι η επαγωγή. Ξεκινούν από την εμπειρία και με βάση τα εμπειρικά δεδομένα συνάγουν ορισμένα συμπεράσματα θεωρητικού και πρακτικού χαρακτήρα, όπως για το δυνατό ή το αδύνατο ή το σχετικό της γνώσης, για την αρχή, την πρόοδο και το σκοπό του αν­θρώπινου πολιτισμού, για την αρχή και τη δομή της γλώσσας, για τη γέ­νεση και το χαρακτήρα ή την αξία της θρησκείας, για τη διαφορά ελεύ­θερων και σκλάβων, Ελλήνων και βαρβάρων, για τη διαμόρφωση και την αξία των νόμων, για τη γένεση της κοινωνίας κ.λ.π.

Οι σοφιστές διέδωσαν στο λαό φιλοσοφικά αγαθά, ξύπνησαν το γε­νικό ενδιαφέρον των Ελλήνων για τη φιλοσοφία και έγιναν διάσημοι «καθηγητές» που συνετέλεσαν στην ανύψωση του μορφωτικού και πολι­τιστικού επιπέδου του λαού. Οι νεωτεριστικές τους απόψεις ενθουσίαζαν ιδιαίτερα τους νέους της εποχής, που συνωθούνταν για να ακούσουν τους τολμηρούς καθηγητές – φιλόσοφους. Επειδή όμως έδρασαν σε μια εποχή ανακατατάξεων και υπήρξαν καρπός και όργανο μιας αναστάτωσης στη νοοτροπία και στη ζωή των Ελλήνων, που στέκονταν τότε στο κατώφλι μιας νέας εποχής, οδηγήθηκαν και σε μερικά μονόπλευρα, υπερβολικά και ίσως επικίνδυνα συμπεράσματα. Έδωσαν έτσι την ευκαιρία στο κα­τεστημένο της εποχής να τους κατηγορήσει, να τους συκοφαντήσει και να παρουσιάσει στους μεταγενέστερους την εικόνα τους αλλοιωμένη, παρα­ποιημένη και κακογραμμένη. Το γεγονός έχει ιδιαίτερη σημασία αν σκε­φτούμε πως ό,τι ξέρουμε για τους σοφιστές το γνωρίζουμε κυρίως από μαρτυρίες των εχθρών τους, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, που τους παρουσίασαν λίγο-πολύ ως απατεώνες, αγύρτες και ψευτοφιλόσοφους που καπηλεύονταν τη σοφία και την επιστήμη.

Οι σοφιστές είχαν και μια άλλη ατυχία, που έγινε αιτία να καταδι­καστούν σε πνευματικό θάνατο για ολόκληρες χιλιετίες: Έμειναν πλανό­διοι δάσκαλοι και δεν ίδρυσαν σχολές, στις οποίες θα ήταν δυνατό οι μα­θητές να επαγρυπνήσουν για τη διαφύλαξη των συγγραμμάτων τους και την υπεράσπιση της τιμής τους. Τα συγγράμματά τους χάθηκαν ή, το πιο πιθανό, τα κατέστρεψαν οι ολιγαρχικοί που επικράτησαν σ’ όλη την Ελ­λάδα ύστερα από την υποταγή στους Μακεδόνες. Η έκταση όμως των γνώσεων και η δημιουργική μεγαλοφυΐα τους είχαν δημιουργήσει μια ζω­ντανή παράδοση, που έγινε η πιο σημαντική πηγή για τη φιλοσοφική α­νάπτυξη της αρχαιότητας.

Κυριότεροι σοφιστές ήταν ο Πρωταγόρας, ο Γοργίας, ο Πρόδικος, ο Ιππίας, ο Αλκιδάμας, ο Λυκόφρων, ο Αντιφώντας, ο Ιππόδαμος, ο Φα­λέας. Οι εχθροί τους σκόπιμα ανέμειξαν στη σοφιστική κίνηση, ονό­ματα γνωστών πολιτικών εκπροσώπων της ολιγαρχίας, όπως τον Καλλικλή, φανατικό εχθρό των σοφιστών, τον τυχοδιώκτη Κριτία, έναν από τους αιμοσταγείς τριάκοντα τυράννους, και το Θρασύβουλο από τη Χαλκηδόνα, οι οποίοι χρησιμοποίησαν σοφιστικά επιχειρήματα για να κατα­πολεμήσουν τους ασύμφορους για την ολιγαρχία δημοκρατικούς νόμους του Περικλή, ενώ οι θεωρίες τους δεν έχουν την παραμικρή συγγένεια με τη σοφιστική σκέψη.

 

Υποσημειώσεις 


 

[1] Lesky Α., Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, σελ. 481 κ.ε.

– Ντόκα Αγ., Ελληνικός Διαφωτισμός, σελ. 66-74.

– Βέικου Θ., Η Αρχαία Σοφιστική, σελ. 27-35.

 

Αλέξης Τότσικας

Φιλόλογος – Συγγραφέας

«Ανθολόγιο | Δώδεκα Αποσπάσματα Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων», Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα, 1997.

 

Read Full Post »

Ο Αργείος φιλόσοφος Αρποκρατίων και η γενικότερη φιλοσοφική κίνηση

στο κλασικό και ρωμαϊκό Άργος, Αργειακή Γη, τεύχος 4, 2008.

Δρ Γεώργιος Στείρης – Λέκτωρ Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Αθηνών


 

  Αρποκρατίων (2ος αι. μ.Χ.). Πλατωνικός φιλόσοφος από το Άργος. Υπήρξε μαθητής του φιλοσόφου Αττικού, ο οποίος ανήκε στην παράδοση της μέσης πλατωνικής φιλοσοφίας. Έγραψε αναλυτικότατα σχόλια για το σύνολο σχεδόν των κειμένων του Πλάτωνα σε 24 τόμους.

Η πόλη του Άργους υπερηφανεύεται για την πλουσιότατη ιστορία της και την αδιάλειπτη πολιτιστική προσφορά της στο πέρασμα των αιώνων, από την απώτατη προϊστορία έως τη σύγχρονη εποχή. Παρότι όμως έχουν χυθεί τόνοι μελάνης από αξιολογότατους ερευνητές εδώ και αιώνες, το παρελθόν του Άργους δεν έχει ακόμα φωτιστεί επαρκώς. Εξακολουθούν να υπάρχουν περιοχές και θεματικές, οι οποίες δεν έχουν μελετηθεί συστηματικά, περιμένοντας υπομονετικά τα φώτα της έρευνας. Μια τέτοια επιχειρείται να αναδειχθεί στην παρούσα μελέτη, με την προσδοκία της συμβολής στην προβολή μιας υποτιμημένης, αλλά εξόχως ενδιαφέρουσας πτυχής της πνευματικής ιστορίας αυτής της πόλης.

Πλάτων

Πλάτων

Ο Αργείος Αρποκρατίων υπήρξε φιλόσοφος και υπομνηματιστής του 2ου μ.Χ. αιώνα. Όσον αφορά στην καταγωγή του δεν αμφισβητείται από καμιά πηγή. Υπάρχει πάντοτε όμως το δυνητικό ενδεχόμενο να υποστηριχθεί πως ίσως κατήγετο από κάποιο άλλο Άργος, το Αμφιλόχειο, το Ορεστικό ή αυτό στην Κύπρο. Η απουσία όμως οποιουδήποτε επιπρόσθετου γεωγραφικού προσδιορισμού στο όνομα του στις αρχαίες πηγές είναι ικανή να αποδείξει το άτοπο τέτοιων ισχυρισμών, αφού η απλή αναφορά στο Άργος δεν μπορεί παρά να υποδεικνύει τη γνωστότερη από τις συνονόματες πόλεις, το Αργολικό Άργος. Όπως θα φανεί και στη συνέχεια του κειμένου, η στενή σχέση του Αρποκρατίωνα με την οικογένεια των Αττικών, μπορεί κάλλιστα να υποστηριχθεί από την αργειακή του καταγωγή.

Για τη συνέχεια της ανακοίνωσης πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Ο Αργείος φιλόσοφος Αρποκρατίων.

Η ανακοίνωση στα Αγγλικά, από το καταξιωμένο διεθνές περιοδικό για τις κλασσικές σπουδές –   ЗБОРНИК МАТИЦЕ СРПСКЕ  ЗА КЛАСИЧНЕ СТУДИЈЕ | JOURNAL OF CLASSICAL STUDIES MATICA SRPSKA – το οποίο εκδίδεται στη Σερβία. Harpocration, the argive philosopher, and the overall philosophical movement in classical and roman Argos. Double click on the link: Harpocration

Read Full Post »

Μουσούρος Μάρκος (1470 – 1517)


 

Μάρκος Μουσούρος

 Έλληνας φιλόλογος και εκδότης, ο επιφανέστερος ίσως της αναγεννησιακής περιόδου, γεννημένος στο Ηράκλειο Κρήτης. Σπούδασε αρχικά στον Χάνδακα, στο σχολείο της Αγίας Αικατερίνης του Σινά και αργότερα στην Ιταλία. Το 1486 έφυγε για τη Φλωρεντία όπου μαθήτευσε κοντά στο μεγάλο Έλληνα λόγιο Ιανό Λάσκαρι.

 Από το 1494 εγκαταστάθηκε στη Βενετία, όπου γνωρίστηκε με τον εκδότη ουμανιστή Άλδο Μανούτιο, ο οποίος εντυπωσιάστηκε από τις τεράστιες γνώσεις του Μάρκου Μουσούρου για την κλασική ελληνική γραμματεία. Ο Μανούτιος συνεργάστηκε έκτοτε στενά με τον Μουσούρο στις εκδόσεις Ελλήνων φιλοσόφων και ποιητών. Με επιμέλεια του Μάρκου Μουσούρου εκδόθηκαν τα έργα του Αριστοφάνη το 1498, καθώς και δυο τόμοι με τίτλο Έλληνες επιστολογράφοι  το επόμενο έτος.

Ο Μουσούρος έγινε γρήγορα διάσημος. Δίδαξε ελληνική φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Πάντοβας και στην Πλατωνική Ακαδημία της Βενετίας, όπου εγκαταστάθηκε συνδεόμενος με την ανώτερη κοινωνική τάξη της πόλης. Εξέδωσε τραγωδίες του Ευριπίδη το 1503 και το 1513 τα άπαντα του Πλάτωνα. Φλεγόμενος από το πάθος του για την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Τούρκους, προσπάθησε να πείσει τον πάπα Λέοντα I’ να παρέμβει στους Ευρωπαίους ώστε να βοηθήσουν προς το σκοπό αυτό. Η φήμη του στην Ιταλία ήταν τεράστια και ανέλαβε την οργάνωση της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης στη Βενετία. Πέθανε στη Ρώμη το 1517.

  

Φιλόλογος και εκδότης

  

Ο Πέτρος Μπέμπο (Pietro Bembo), (Βενετός καρδινά­λιος και φίλος του Μάρκου Μουσούρου), λέει στους Βενετούς αριστοκράτες: «Γειτονεύουμε με τους Έλληνες και κατέχουμε όχι λίγες από τις πό­λεις και τα νησιά τους, γι’ αυτό και έχετε στη διά­θεσή σας και ανθρώπους και βιβλία για να διδαχθείτε…».

Ο επιφανέστατος Έλληνας φιλόλογος της Αναγέννησης γεννήθηκε στο Ρέθυμνο (π. 1470) και πέθανε στη Ρώμη το 1517. Από μικρός είχε δείξει την κλίση του στα γράμματα και αρχικά σπούδασε την ελληνική γλώσσα στο σχολείο της Αγίας Αι­κατερίνης του Σινά, στον Χάνδακα. Κατόπιν πήγε στη Φλωρεντία (1486), όπου σπούδασε δίπλα στον Ιανό Λάσκαρι.

Τα λατινικά και τα ελληνικά τα έ­μαθε σε εκπληκτικό βαθμό τελειότητας. Επανήλθε για λίγο καιρό στην Κρήτη, αλλά το 1494 είχε επι­στρέψει στην Ιταλία και συγκεκριμένα στη Βενετία.

Εκεί γνώρισε τον εκδότη-τυπογράφο Άλδο Μανούτιο, ο οποίος εκτίμησε τις γνώσεις του νεαρού Μάρκου Μουσούρου και τον προσέλαβε ως βοηθό του και επιστημονικό επόπτη στα έργα που εξέδιδε στο τυπογραφείο του. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Μουσούρος είχε αποκτήσει αρκετή εμπειρία και το 1497 δημοσιεύτηκε από αυτό το τυπογραφείο το Dictionarium graecum copiosissimum με επί­γραμμα του Μουσούρου. Το επόμενο έτος (1498) δημοσιεύθηκαν με επιστασία του Μουσούρου εν­νέα κωμωδίες του Αριστοφάνη και το Μάρτιο του 1499, σε δυο τόμους, οι Έλληνες Επιστολογράφοι.Το έργο περιελάμβανε μια συλλογή επιστολών που αποδίδονταν σε είκοσι έξι κλασικούς και πρώι­μους χριστιανούς συγγραφείς.

Μάρκος Μουσούρος, χαλκογραφία, Reusner, Icones Clarorum Vivorum, 1589.

Πλέον, η φήμη του Μουσούρου ως εκδότη, επιστημονικού επόπτη και γνώστη της αρχαίας ελληνικής και της λατινικής γλώσσας άρχισε να διαδίδεται έξω από τη Βενετία, σε όλη την ουμανιστική Ιταλία. Στις αρχές του 1500, έπειτα από σύσταση του Άλδου Μανούτιου, πήγε στο Κάρπι, μια κωμόπολη κοντά στη Φεράρα, και δίδαξε ελληνικά και λατινικά τον δούκα Αλμπέρ­το Πίο (Alberto Ρίο), ο οποίος έκτοτε έγινε και στενός του φίλος. Η ήσυχη ζωή σε αυτή την κωμό­πολη γρήγορα έκανε τον Μουσούρο να επιθυμήσει πάλι την κοσμοπολίτικη Βενετία, στην οποία και επέστρεψε σύντομα.

Αυτό τον καιρό (1500) είχε ι­δρυθεί από τους Άλδο Μανούτιο, Ιωάννη Γρηγορόπουλο (στενό φίλο του Μουσούρου) και Σκιπίωνα Καρτερόμαχο η λεγόμενη Νέα Ακαδημία, η οποία ήταν μια εταιρεία λογίων της Βενετίας για την προαγωγή των ελληνικών σπουδών. Εκεί πήγαινε αρκετές φορές και ο Μουσούρος και δίδασκε αρκε­τά συχνά τα ελληνικά. Μέλη της Ακαδημίας αυτής ήταν περίπου σαράντα Έλληνες και Ιταλοί ουμανι­στές και όλοι μιλούσαν τα ελληνικά. Η εταιρεία εί­χε σκοπό, πέρα από τα άλλα, τη μελέτη των εκδό­σεων των αρχαίων συγγραφέων.

Στη Βενετία ο Μουσούρος άρχισε να αποκτά φιλίες με μέλη της ανώτερης κοινωνικής τάξης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να εκτιμη­θούν ακόμη περισσότερο οι εξαιρετικές του ικανότητες από αυτή την ίδια τη διοίκηση της Βενετίας. Έτσι, η Βενετική Γερουσία του απέ­νειμε το αξίωμα «Publica Graecarum Literarum Officina» (1503). Στην ουσία επρόκειτο για το α­ξίωμα του Λογοκριτού για τα ελληνικά βιβλία που τυπώνονταν στη Βενετία, σύμφωνα με το οποίο κά­θε ελληνικό βιβλίο που εκδιδόταν στη Βενετία και στις κτήσεις της έπρεπε να έχει την έγκριση του ό­τι ήταν σύμφωνο με τη θρησκεία και την ηθική. Στη θέση αυτή παρέμεινε μέχρι το 1516. Το 1503-1504 ο Άλδος Μανούτιος εξέδωσε δεκαεπτά τραγω­δίες του Ευριπίδη των οποίων την έκδοση επιμελήθηκε πάλι ο Μουσούρος.

Η Βενετική Γερουσία πρέπει να είχε μείνει αρκετά ευχαριστημένη μαζί του, γιατί τον διόρισε (1504) καθηγητή της ελληνι­κής γλώσσας στη Βενετία και αργότερα καθηγητή των ελληνικών στο πανεπιστήμιο της Πάντοβας (1506). Εκεί δίδασκε το πρωί ελληνική γραμματική και το απόγευμα Όμηρο, Ησίοδο, θεόκριτο και άλλους. Επιπλέον, δίδασκε μετάφραση από τα ελληνικά στα λατινικά και αντίστροφα. Κατά τα έτη 1509-1516 η Βενετία ενεπλάκη σε σκληρό πόλεμο με εχθρούς της μέσα στην Ιταλία. Έτσι, ο Μουσούρος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Πάντοβα (1509) και επανήλθε στη Βενετία. Χά­ρη σης ενέργειες του φίλου του και γραμματέα της Γερουσίας Φραγκίσκου Φατζιουόλι (Francenco Fagiuoli) ιδρύθηκε πάλι στη Βενετία η έδρα των ελληνικών και ο Μουσούρος έγινε καθηγητής (1512).

Ο ακάματος Άλδος Μανούτιος, παρά τις δυ­σκολίες που είχε λόγω του πολέμου, δεν σταμάτησε ποτέ το έργο του. Έτσι εξέδωσε με τον Μουσούρο μια γραμματική ελληνικών του Μανουήλ Χρυσολωρά, γνωστή με τον τίτλο Ερωτήματα (1512). Το επόμενο έτος (Σεπτέμβριος του 1513) ο Μανούτιος με τον Μουσούρο εξέδωσαν ίσως το σημαντικότερο από τα έργα τους, τα Άπαντα του Πλάτωνα, με αφιέρωση του Μουσούρου στο φιλόμουσο πάπα Λέ­οντα Ι’ (1513-1521).

Αυτός ήταν γιος του φιλέλληνα και φιλομαθή Λαυρεντίου των Μεδίκων της Φλω­ρεντίας, ο οποίος κατά τον προηγούμενο αιώνα εί­χε δάσκαλο τον περίφημο Έλληνα φιλόλογο και φιλόσοφο Ιωάννη Αργυρόπουλο. Ο Μουσούρος, φλεγόμενος από ελληνικά αισθήματα και επιθυμώντας την απελευθέρωση της Ελλάδας, συνέθεσε στα αρχαία ελληνικά μια ωδή αφιερωμένη στον Πλάτωνα και τη δημοσίευσε στην αρχή της πρώτης έκδοσης των έργων του αρχαίου φιλοσόφου. Με αυτή την ωδή απευθυνόταν στο φίλο του πάπα Λέοντα Ι’, τον επαινούσε και, δια στόματος Πλάτωνα, του ζητούσε να βοηθήσει στην απελευθέρωση των Ελλήνων, αφού έπειθε τους Ευρωπαίους άρχοντες να μονοιάσουν.

Μάρκος Μουσούρος. Τσόκος Διονύσιος, ελαιογραφία, Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Τα επόμενα έτη ο Μανούτιος με τον Μουσούρο εξέδωσαν τον Ησύχιο και τον Αθηναίο (1514) και τον Θεόκριτο (1515). Το βενετικό κράτος εκτιμούσε απεριόριστα πλέον τον Μάρκο Μουσούρο και το 1515 η Βενετική Γερουσία παρέδωσε σε αυτόν και στο Βενετό λόγιο Μπατίστα Ενιάτσιο (Battista Egnazzio) οχτακόσια χειρόγραφα του Βησσαρίωνα (1403-1472) για να τα ταξινομήσουν, δημιουργώντας έτσι τα πρώτα τμήματα της βιβλιο­θήκης που τότε ιδρύθηκε στην πλατεία του Αγίου Μάρκου και που σήμερα ονομάζεται Μαρκιανή.

Αυτό το έτος μια τραγωδία συντάραξε τη ζωή του Μουσούρου, καθώς το Φεβρουάριο πέθανε ο συ­νεργάτης του Άλδος Μανούτιος.

Έτσι, ο Μουσούρος αποφάσισε να μετανα­στεύσει στη Ρώμη (μέσα του 1516) ώστε να βοηθήσει το δάσκαλό του Ιανό Λάσκαρι, στην οργάνωση του Ελληνικού Γυμνασίου και στη διδασκαλία των ελληνικών σε αυ­τό, σκοπό για τον οποίο τον είχε προσκαλέσει ήδη από το 1513 ο πάπας Λέων Ι’.

Στη Ρώμη ο Μουσούρος, παράλληλα με τη διδασκαλία, συνέχισε την επιμελημένη έκδοση και άλλων κλασικών. Από το τυπογραφείο του Βερνάρδου Τζιούντα (Bernardo Giunta) στη Φλωρεντία, εξέδωσε τα Αλιευτικά του Οιππιανού (Ιούλιος 1515), δεκάξι λόγους του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και τον Παυσανία με α­φιερωματική επιστολή στον Ιανό Λάσκαρι (1516). Ο Μάρκος Μουσούρος δεν επέστρεψε ποτέ στη Βενετία.

Στη Ρώμη είχε γίνει και ιερέας, είχε διορισθεί από τον πάπα Λέοντα Ι’ ως επίσκοπος Ιεράπετρας Κρήτης και αργότερα Μονεμβασίας, αλλά δεν πρό­φτασε ποτέ να πάει εκεί. Ύστερα από δίμηνη ασθέ­νεια απεβίωσε ξημερώματα της 25ης Νοεμβρίου 1517 στη Ρώμη, όπου και τάφηκε στην εκκλησία της Σάντα Μαρία ντε Πάτσε (Santa Maria de Pace).

Η είδηση του θανάτου του προκάλεσε μεγά­λη έκπληξη και θλίψη σε όλη την Ιταλία, ιδιαίτε­ρα στους κόλπους των ουμανιστών. Στην κηδεία του παραβρέθηκαν αρκετοί επίσκοποι, ο πρεσβευτής της Πορτογαλίας στη Ρώμη, ο πρεσβευτής της Βε­νετίας Μάρκος Μίνιο (Marco Minio), οι αντιπρό­σωποι του καρδινάλιου Ιουλίου των Μεδίκων (Jules de Mediéis) και μελλοντικού πάπα Κλήμη Ζ’, με τον οποίο ο Μουσούρος ήταν πολύ φίλος, και πολλοί άλλοι.

Σύμφωνα με το διαπρεπή ερευνητή της ελληνι­κής μεσαιωνικής ιστορίας Μανούσο Μανούσακα, ο Μάρκος Μουσούρος ήταν: «…ο μεγαλύτερος φι­λόλογος και εκδότης των κλασικών συγγραφέων που ο Ελληνισμός δώρισε στην Ευρώπη πριν από τον Κοραή». Πράγματι, δεν θα είχαμε και πολλά να προσθέσουμε σε αυτή την άποψη.

Ο Μουσούρος αφιέρωσε τη ζωή του στο να υπηρετεί από το πόστο του τη σκλαβωμένη Ελλάδα. Λιτός, αφιλοχρήματος και μεγάλος εραστής των γραμμάτων, πίστευε ακρά­δαντα ότι τα ελληνικά φώτα και η μόρφωση ήταν τα μόνα εφόδια με τα οποία οι σκλαβωμένοι Έλληνες μπορούσαν σιγά σιγά να αντιληφθούν την κατάστα­ση στην οποία ευρίσκονταν και να ελπίζουν σε κά­τι καλύτερο, δηλαδή την απελευθέρωσή τους.

Ίσως και μόνο αυτή η ωδή που αφιέρωσε το 1513 στον πά­πα Λέοντα Ι’ είναι αρκετή απόδειξη της φιλοπατρίας του. Επιπλέον, το ποίημα αυτό, που είναι άψογο α­πό φιλολογικής απόψεως, συνετέλεσε τα μέγιστα με τις αλλεπάλληλες εκδόσεις του στο να τραβήξει την προσοχή των ουμανιστών στη σκλαβωμένη Ελλάδα. Επιπλέον, καλλιέργησε την ιδέα της ένο­πλης επέμβασης σε αυτή από τη μεριά της Ευρώ­πης για την απελευθέρωση της.

Πέρα από αυτά, η αξία του Μάρκου Μουσούρου ως μεγάλου δασκάλου της ελληνικής και της λατινικής γλώσσας, με εμ­βέλεια που ξεπερνούσε τα όρια της ουμανιστικής Ιταλίας, φαίνεται και από το γεγονός ότι στα μαθήματά του προσέρχονταν αρκετοί φοιτητές, Ιταλοί και Ευρωπαίοι, μερικοί από τους οποίους αργότερα έγι­ναν αρκετά γνωστοί.

Κάποια ονόματα είναι ίσως αρκετά για να πείσουν τον καθένα για αυτό: ο Ιταλός Λάζαρος Μποναμίκο (Bonamico), ο οποίος αργό­τερα διορίστηκε καθηγητής των ελληνικών και λατινικών στην Πάντοβα και στη Ρώμη, ο Γιρόλαμος Αλεάντρο (Girolamo Aleandro), ο οποίος πήγε στο Παρίσι και συνέβαλε στην ίδρυση έδρας για τη διδασκαλία των ελληνικών, ο Γερμανός δομινικα­νός μοναχός και λόγιος Ιωάννης Κόνον (Johan Conon), ο οποίος εισήγαγε τις ελληνικές σπουδές στη Γερμανία, ο Γάλλος λόγιος Ζερμέν ντε Μπρι (Germain de Brie), ο Γάλλος πρεσβευτής στη Βε­νετία Ζαν ντε Πινς (Jean de Pins), ο Ούγγρος αν­θρωπιστής και λόγιος Γιάνους Βέρτεσι (Janus Vertessy), ο Τσέχος ανθρωπιστής Gelenius, ο Πέ­τρος Αλτσιόνιο (Pietro Alcionio), μετέπειτα καθη­γητής ελληνικών στο πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας, και βέβαια ο γνωστός σε όλους Έρασμος, ο ο­ποίος συχνά φιλοξενούσε τον Μουσούρο στο σπίτι του και συνήθιζε να λέει για το δάσκαλό του ότι εί­ναι «…άνδρας πολυμαθέστατος και πανεπιστήμονας, κλειδοκράτορας της ελληνικής γλώσσας και θαυ­μάσιος ειδήμονας της λατινικής φωνής…».

Αλλά και οι σχολιασμένες εκδόσεις του Μουσούρου αποκαλύπτουν την απέραντη αρχαιομάθειά του και την κριτική οξύνοιά του, πράγματα για τα οποία ο Μάρ­κος Μουσούρος αναγνωρίστηκε από τους συγχρό­νους του και τους μεταγενεστέρους ως ο δεινότερος ελληνιστής των χρόνων της Αναγέννησης.

 

Θάνος Κονδύλης,

Διδάκτωρ Μεσαιωνικής Ιστορίας – Συγγραφέας

 

Βιβλιογραφία


 

  • Κ. Σάθας, Νεοελληνική φιλολογία, Αθήνα 1868, σ.σ. 80-92.
  • Γ. Καλιτσουνάκης, «Ματθαίος Δεβαρής και τω εν Ρώμη Ελληνικόν Γυμνάσιον», Αθηνά, 26 (1914), σ.σ. 81-102.
  • Δ. θερειάνος, Αδαμάντιος Κοραής, σ.σ. 14-22, Τεργέστη 1889.
  • Κ. Γιαννακόπουλος, Έλληνες λόγιοι στη Βενετία. Μελέτες επί της διαδόσεως των ελληνικών γραμμάτων από του Βυζαντίου στη Δυτική Ευρώπη, Αθήνα 1965.
  • Γ. Μ. Σηφάκης, «Μάρκου Μουσούρου του Κρητός ποίημα εις τον Πλάτωνα», Κρητικά Χρονικά, 8 (1954), σ.σ. 366-388.
  • E. Legrand, Bibliographie Hellénique, XVe et XVle siecle, Πάρισι 1962, p.p. 108-124
  • J. Berenger, Ph. Contamine, Fr. Rapp, Γενική Ιστορία της Ευρώπης. Η Ευρώπη από το 1300 μέχρι το 1600, μτφ.
  • Π. Παπαδόπουλος, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1980.
  • A. F. Didot, Alde Manuce et l’ Hellénisme à Venice, Paris 1875.
  • Man. Manoussacas, «La date de la morte de Marc Musurus», Studi Veneziani, 12 (1970), σ.σ. 459 – 463.
    Ferrajoli Α. «Il ruolo della corte di Leone X. Prelati domestici», Archivio della Società Romana di Storia Patria, 39 (1916), σ.σ. 544-545.

 

 

Σχετικά θέματα:

Read Full Post »

Σωκράτης (470/469 – 399 π.Χ.)


 

Ένας από τους σημαντικότερους φιλοσόφους της αρχαίας Ελλάδας. Γεννήθηκε στην Αθήνα, ήταν γιος του γλύπτη Σωφρονίσκου, μητέρα του ήταν η μαία Φαιναρέτη και σύζυγός του η Ξανθίππη. Ο ίδιος ήταν εξαιρετικά άσχημος, αλλά και γοητευτικός. Δίδασκε πως η αυτοσυνειδησία, η φιλοπατρία και η υπακοή στους νόμους είναι ο ηθικός ανθρώπινος προορισμός. Έδωσε μάλιστα το προσωπικό του παράδειγμα, πολεμώντας γενναία στον Πελοποννησιακό πόλεμο, λαμβάνοντας μέρος σε μάχες, σώζοντας μάλιστα στην Ποτίδαια τη ζωή του αγαπημένου του μαθητή Αλκιβιάδη. Η σκληρή κριτική του όμως προκάλεσε αντιδράσεις και συγχύσεις, όπως φαίνεται και στον Αριστοφάνη, όπου η μορφή του δασκάλου γίνεται σχεδόν καρικατούρα.

Ίσως το γεγονός πως ανάμεσα στους μαθητές του υπήρχαν και ορισμένοι δηλωμένοι εχθροί της δημοκρατίας, όπως ο Κριτίας, να οδήγησε -μαζί με ορισμένα σημεία της διδασκαλίας του- στην απαγγελία κατηγοριών εναντίον του. Ο Σωκράτης αντιμετώπισε τους κατηγόρους του με αξιοπρέπεια, συνέπεια, αλλά και με ειρωνεία. Η Απολογία του μας είναι γνωστή από το ομώνυμο έργο του μαθητή του Πλάτωνα. Τελικά το δικαστήριο, με ισχνή πλειοψηφία, τον καταδίκασε σε θάνατο και η ποινή εκτελέστηκε το 399 π.Χ., όταν ο Σωκράτης ήπιε το κώνειο. Πολλοί μαθητές του προσπάθησαν χωρίς αποτέλεσμα να τον πείσουν να αποδράσει, αφού ο Σωκράτης δέχτηκε μέχρι τέλους την άδικη ποινή. Ο Σωκράτης δεν άφησε γραπτά κείμενα, αλλά επηρέασε βαθιά όλη τη μεταγενέστερη φιλοσοφία, ιδίως δια μέσου του Πλάτωνα.

 

Η ζωή και η προσωπικότητα του Σωκράτη

 

Σωκράτης

Ο Σωκράτης, γιος του γλύπτη (λιθοξόου) Σωφρονίσκου και της μαίας Φαιναρέτης, γεννήθηκε στην Αθήνα και συγκεκριμένα στο Δήμο Αλωπεκής, το 470 ή το 469 π.Χ. Αυτοδίδακτος στη φιλοσοφία, σχετίστηκε για λί­γο με τους Σοφιστές και σύμφωνα με τη μαρτυρία του Διογένη του Λαέρτιου για ένα μικρό διάστημα έγινε μαθητής του Αναξαγόρα.

Ο ίδιος έθεσε για αποστολή του να ξυπνήσει τους συμπολίτες του από τη διανοητική νάρκη ακολουθώντας μια εσωτερική φωνή, το «δαιμόνιον». Έβλεπε τη φιλοσοφία ως «υπηρεσία στο θεό». Έδειξε παλικαριά στη ζωή, αν και κατά βάση φτω­χός, έχοντας σύντροφο της ζωής του τη δύστροπη Ξανθίππη κι αργότερα την ευγενέστερη Μυρτώ. Από την πρώτη απέκτησε ένα γιο, τον Λαμπροκλή κι από τη δεύτερη, στα ύστερα χρόνια του, άλλους δυο γιους, τον Σωφρονίσκο και τον Μενέξενο. Δεν πήρε ποτέ χρήματα για τη διδασκαλία του· ήταν τύπος ολιγαρκής.

Διακρίθηκε για την ηθική του αγνότητα, τη δικαιοσύνη, την ευσέβεια, την ε­ξυπνάδα, τη φαιδρότητα και τη γαλήνη. Δεν επε­δίωξε να λάβει πολιτικά αξιώματα. Μια φορά μόνο εξελέγη «πρόεδρος εν ταις εκκλησίαις» κατά τη μαρτυρία του Ξενοφώντα, και πιστός τηρητής αυτός των νόμων της πατρίδας «ουκ επέτρεψεν τω δήμω παρά τους νόμους ψηφίσασθαι» κατά τη δίκη των στρατηγών.

Εξεπλήρωσε τα στρατιωτικά του καθή­κοντα κι έλαβε μέρος σε τρεις εκστρατείες: στην Ποτίδαια (432-429 π.Χ.), στο Δήλιο (424 π.Χ.) και στην Αμφίπολη (422 π.Χ.), όπου επέδειξε απαρά­μιλλη ανδρεία. Στους συγχρόνους του έδινε την εντύπωση πε­ρίεργου ανθρώπου, που άλλοτε βυθιζόταν σε βαθιά περισυλλογή κι άλλοτε περπατούσε στους δρόμους υποβάλλοντας χαρακτηριστικές ερωτήσεις στους ανθρώπους.

 

Άγαλμα του Σωκράτη στο προαύλιο του Πανεπιστημίου Αθηνών.

 

Η άσχημη μορφή του, όπως ο ίδιος ο Σωκράτης την περιγράφει στο «Συμπόσιο» του Ξενοφώντα, μαζί με την αδιαφορία για την εξωτερική του εμφάνιση, δημιουργούσε αντίθεση στην ευθιξία της αττικής καλαισθησίας. Αλλά και ο τρόπος της ζωής του ήταν απλός. Ελάμβανε τόση τροφή όση του αρκούσε και έπινε μόνον όταν διψούσε. Υποστήριζε ότι τα πολλά φα­γητά και ποτά βλάπτουν όχι μόνο «τάς κοιλίας, αλλά καί τάς κεφαλάς καί τάς ψυχάς».

Ωστόσο δεν θα μπορούσε κανείς να τον χαρα­κτηρίσει απόκοσμο. Και τις συναναστροφές επεδίωκε και στα συμπόσια, όταν τον καλούσαν, συμ­μετείχε. Σ’ αυτά, παρά τη συνήθειά του, φορούσε κομψά ενδύματα, όπως και οι άλλοι συμποσιαστές. Αν κρίνουμε από τις περιγραφές που διασώζουν στα «Συμπόσιά» τους ο Πλάτων και ο Ξενοφών, η παρουσία του Σωκράτη σ’ αυτά ήταν περιζήτητη.

Αλλά και ο ίδιος, κατά τον Διογένη Λαέρτιο, κα­λούσε Αθηναίους για δείπνο, παρά τις διαμαρτυρίες της Ξανθίππης. Φρόντιζε και για την εξάσκηση του σώματός του και το διατηρούσε σε καλή φυσική κατάσταση. Εί­ναι γνωστό ότι συχνά πήγαινε στα Γυμναστήρια, όχι μόνο για να συζητεί με τους νέους Αθηναίους, αλλά και για να ασκείται ο ίδιος. Η μετρημένη και λιτή ζωή του εξασφάλιζε άριστη υγεία και ενώ οι Αθηναίοι πολλές φορές είχαν προσβληθεί από λοι­μώδεις ασθένειες, αυτός δεν αρρώστησε ποτέ.

Αξιοσημείωτο στη ζωή του Σωκράτη είναι το γε­γονός ότι δεν ένιωσε την ανάγκη να ταξιδεύει, ό­πως έκαναν οι περισσότεροι φιλόσοφοι, εκτός από την περίπτωση που συμμετείχε στις εκστρατείες. Σ’ αυτές έδειξε απαράμιλλη γενναιότητα. Λέγεται ό­τι στη μάχη του Δηλίου πήρε στους ώμους του τον Ξενοφώντα που είχε πέσει από το άλογό του. Τότε ενώ σχεδόν όλοι οι Αθηναίοι ετράπησαν σε άτακτη φυγή, αυτός οπισθοχωρούσε με ηρεμία και γύριζε κάπου κάπου αγριοκοιτάζοντας, έτοιμος να αντεπιτεθεί αν δεχόταν επίθεση. Όλο τον άλλο καιρό ο Σωκράτης παρέμεινε στην Αθήνα, κάνοντας οξύτατες συζητήσεις, προσπαθώντας να μάθει τους Αθηναίους ν’ αναζητούν την α­λήθεια. Υπάρχει βέβαια η μαρτυρία του Ίωνα του Χίου, ότι στα νιάτα του ο Σωκράτης ταξίδεψε στη Σάμο. Ο Αριστοτέλης επίσης ισχυρίζεται ότι πήγε και στους Δελφούς. Μια νεότερη μαρτυρία, που παρουσιάζει ο Φαβωρίνος στα δικά του «Απομνη­μονεύματα», πιστοποιεί ότι ο Σωκράτης πήγε και στον Ισθμό.

Παρ’ όλ’ αυτά, προκαλούσε την προσοχή και το ενδιαφέρον των συμπολιτών του και δεν τους άφη­νε αδιάφορους η παρουσία του, ούτε το περιεχόμενο της διδασκαλίας του. Για τούτο και οι περισσότεροι εξέφραζαν το θαυ­μασμό τους για το αδούλωτο φρόνημα και την εμ­μονή του στις αρχές του. Προκαλούσε όμως και το φθόνο και τη δυσαρέσκεια για τις καινούργιες ιδέ­ες που έβαζε στο προσκήνιο της ζωής των Αθηναί­ων. Έτσι εξηγείται και η διακωμώδησή του στα έρ­γα του Αριστοφάνη («Νεφέλες», «Όρνιθες» κ.α.), αλλά και οι επίσημες κατηγορίες που διατυπώθη­καν αργότερα και τον οδήγησαν τελικά στη δίκη, την καταδίκη και το θάνατο.

 

Σωκράτης, λεπτομέρεια από τη Σχολή των Αθηνών του Ραφαήλ, 1509.

 

Ο ίδιος δεν έγραψε τίποτε και ό,τι γνωρί­ζουμε γι’ αυτόν οφείλεται στους μαθητές του Πλάτωνα και Ξενοφώντα κυρίως, στον Αριστοτέλη και τον Αριστοφάνη κα­τά δεύτερο λόγο, όπως επίσης και στις πληροφορίες που υπάρχουν σε όσα κείμενα διασώ­θηκαν του Αντισθένη του Κυνικού και του Αισχί­νη του Σφήττιου, καθώς και στις μεταγενέστερες συγγραφές του Διογένη του Λαέρτιου.

Υποστηρίζεται επίσης όμως και η εκδοχή ότι ο ί­διος ο Σωκράτης κρατούσε σημειώσεις, που τις οι­κειοποιήθηκε, μετά το θάνατό του, ο Αντισθένης ή κατ’ άλλους ο Αισχίνης. Η προσωπικότητά του, κατά τον Εντ. Τσέλερ (Ed. Zeller) «δείχνει μια περίεργη ένωση κριτικής οξύνοιας και βαθιάς θρησκευτικότητας, νηφάλιου ορ­θολογισμού και μυστικής πίστης».

Στις θρησκευτικές του αντιλήψεις φαίνεται ότι έχει επηρεαστεί α­πό τις απόψεις των προσωκρατικών και ίσως ιδιαί­τερα του Ξενοφάνη για το θείο. Είναι χαρακτηριστι­κή η γνώμη του, που μας τη διασώζει ο Ξενοφών: «Το θείον τουσούτον και τοιούτον εστί, ώσθ’ άμα πάντα οράν και πάντα ακούειν και πανταχού παρείναι και άμα πάντων επιμελείσθαι» (Απομνημ.). Για τούτο και όταν διατυπώθηκε εναντίον του η κατηγορία, δεν κατηγορήθηκε για αθεΐα, αλλά για ασέβεια στους παραδοσιακούς θεούς. Αυτό είναι σαφέστατο: «Ους μεν ή πόλις νομίζει θεούς, ου νομίζων, έτερα δε καινά δαιμόνια εισφέρων». Και είναι απορίας άξιο πως οδηγήθηκε στη δίκη βάσει του νόμου (ψήφισμα) του Διοπείθη που θεω­ρείται ως αδίκημα η αθεΐα.

 

Πίνακας με τον Σωκράτη και τους μαθητές.

 

Κύριο μέλημα του Σωκράτη ήταν πως θα κάνει τους ανθρώπους καλύτερους κι αυτό το εξελάμβανε ως υπέρτατη υποχρέωση που απέρρεε από ειδική εντολή που του δόθηκε από το θεό. Αυτό το επε­δίωκε με την προσωπική επικοινωνία, με το διά­λογο, με το παράδειγμά του και τον τρόπο της ζωής του. Χρησιμοποιούσε ως μέσον διδασκαλίας μια πε­ρίεργη μέθοδο δοκιμής ανθρώπων («εξετάζειν εαυτόν και τους άλλους») που την ασκούσε πρόσω­πο με πρόσωπο, μέθοδο που την είπαν διαλεκτι­κή.

Ταυτόχρονα με τη μαιευτική του ζητούσε να γεννήσει μέσα στους ανθρώπους την ορμή για το καλό. Ορισμένες φορές έδινε την εντύπωση ότι ο ί­διος δεν ήξερε αυτό που ρωτούσε το συνομιλητή του, δεν αργούσε όμως να ξεσκεπάσει την άγνοια των άλλων κι έτσι φαινόταν η στάση του αυτή σαν ειρωνεία. Συζητούσε συνήθως στην Αγορά και συνανα­στρεφόταν τους ώριμους πολίτες, έδειχνε όμως ιδι­αίτερο ενδιαφέρον για τους νέους ανθρώπους, που τους συναντούσε στα γυμναστήρια και τις παλαί­στρες.

Η συναναστροφή του αυτή έδωσε αφορμή να κα­τηγορηθεί ότι «τους νέους διαφθείρει». Όσους συ­ναναστρεφόταν ήξερε να συζητεί μαζί τους θέματα που ενδιαφέρουν όλους τους ανθρώπους και απέ­φευγε να εξετάζει τα φυσικά φαινόμενα. Κατά πως μας παραδίδει ο Ξενοφών: «Αυτός (δηλ. ο Σωκράτης) αεί περί των ανθρώπειων διελέγετο, σκοπών τι καλόν, τι αισχρόν, τι ευσεβές, τι ασεβές, τι δίκαιον, τι άδικον, τι σωφροσύνη, τι μα­νία, τι ανδρεία, τι δειλία, τι πόλις, τι πολιτικός, τι αρχή ανθρώπων, τι αρχικός ανθρώπων…» (Απομν. Α’ α, 16). Για την επίτευξη αυτού του σκοπού χρησιμοποι­ούσε τον κριτικό στοχασμό, αναθεωρούσε το κατε­στημένο και αναζητούσε την αλήθεια με τη δύνα­μη του νου. Υποστήριζε ότι η αλήθεια βρίσκεται έξω από τις προσωπικές απόψεις, είναι αντικειμενική και σ’ αυ­τήν θεμελιώνεται η επιστήμη.

Δίδασκε ότι η αρετή ταυτίζεται με τη σοφία που απ’ αυτήν απορρέουν όλες οι άλλες αρετές, γιατί αυτή είναι το υπέρτατο αγαθό και την αντιπαρέβαλλε στα αγαθά που φάνταζαν αξιοζήλευτα στη λαϊκή συνείδηση: την ομορφιά, τον πλούτο, τη δύ­ναμη, τη δόξα, τη σωματική αλκή, τις ηδονές των αισθήσεων κ.ά.

 

Ο Σωκράτης απομακρύνει τον Αλκιβιάδη από την αγκαλιά της αισθησιακής απόλαυσης. Λάδι σε καμβά του Ζαν Μπατίστ Ρενό, 1791. Μουσείο Λούβρου, Παρίσι.

 

Παρά το γεγονός ότι μετά την κατάλυση της δη­μοκρατίας στην Αθήνα από τους Τριάκοντα δεν αυ­τοεξορίστηκε, υπήρξε ο ίδιος δημοκρατικότατος, ό­πως αποδεικνύεται από πολλά περιστατικά της ζω­ής του και κυρίως από το γεγονός ότι δεν συνέπραξε με το τυραννικό καθεστώς. Όπως μας πληροφο­ρεί ο Διογένης ο Λαέρτιος, με κίνδυνο της ζωής του αρνήθηκε να υπακούσει στους περί τον Κριτία ολιγαρχικούς που τον διέταξαν να συλλάβει, μαζί με άλλους, τον Λέοντα τον Σαλαμίνιο και να τους τον παραδώσει για να τον θανατώσουν.

Όχι μόνο αγνόησε την εντολή, αλλά χωρίς ν’ απαντήσει πήγε στο σπίτι του. Από τότε άρχισε να καταδιώκεται και να εμποδίζεται στην αποστολή που ο ίδιος είχε επιλέξει. Ο Κριτίας ιδιαίτερα, που για ένα διάστημα είχε παρακολουθήσει τη διδα­σκαλία του και που ο Σωκράτης πολλές φορές είχε ελέγξει τις απρέπειές του, τώρα με την ισχύ που του έδινε η εξουσία του, μαζί με τον Χαρικλή σχεδόν του απαγόρευσαν να συναναστρέφεται και να διδά­σκει τους νέους κάτω των τριάντα ετών.

Δυο στοιχεία της βιογραφίας του Σωκράτη παραμένουν αινιγματικά και παράξενα, ό­πως σχολιάζει χαρακτηριστικά ο Αλμπιν Λέσκι (Albin Lesky). Το πρώτο είναι ο δελφικός χρησμός που δόθηκε στον Χαι­ρεφώντα που πρόβαλε τον Σωκράτη ως τον πιο δί­καιο και τον πιο σοφό απ’ όλους τους ανθρώπους. Η διάκριση αυτή εναρμονίζεται απόλυτα με το σε­βασμό που έδειχνε εκείνος απέναντι στο πιο σπου­δαίο μαντείο της Ελλάδας. Το δεύτερο είναι το «δαιμόνιο», αυτή η παράξενη εσωτερική φωνή, που σε κάθε στιγμή της ζωής του τού έδειχνε τι πρέπει ν’ αποφεύγει. Κατά κάποιον ανερμήνευτο τρόπο, ήταν πάντοτε μια αποτρεπτική φωνή.

Ο Εντ. Τσέλερ δίνει τη δική του, ωστόσο, ερμηνεία στο σωκρατικό «δαιμόνιο»: «Ήταν μια ένταση της αίσθησης που έφτανε στο σημείο ώστε το θαμπό συναίσθημα, που από τα νιά­τα του ήδη τον εμπόδιζε από ορισμένες πράξεις, να το παίρνει για θεϊκό σημάδι, για χαρισμένο εσωτε­ρικό μαντείο…» (σ. 124). Ο Λέσκι υποστηρίζει, όμως πως «ήταν ένα άλογο στοιχείο που είχε τη δική του θέση σ’ αυτόν τον άνθρωπο που έβαλε τον εαυτό του με πάθος στην υπηρεσία του λόγου». (σ. 695).

Μια τέτοια προσωπικότητα ήταν φυσικό να δημιουργήσει έντονες αντιδράσεις. Εκείνο που δεν συγ­χώρησαν ποτέ στον Σωκράτη οι επικριτές του, ήταν κυρίως ο ελεγκτικός τρόπος της διδασκαλίας του. Ο ίδιος άλλωστε χαρακτήριζε τον εαυτό του «αλο­γόμυγα» που τσιμπούσε για να ξυπνήσουν από το λήθαργό τους οι άνθρωποι.

Αυτός ήταν βέβαια ένας ισχυρός λόγος για να ε­πισύρει την οργή αρκετών Αθηναίων εναντίον του. Αλλά υπήρχε και άλλος λόγος. Πολλοί πλούσιοι Αθηναίοι έβλεπαν πως ο Σωκράτης εξασκεί τέτοια επίδραση στα παιδιά τους, ώστε αυτά να επαναστα­τούν στο κατεστημένο και να διαλύουν τα σχέδια των γονιών τους γι’ αυτά. Οι περιπτώσεις των δυο από τους κύριους κατήγορους του Σωκράτη, του Άνυτου και του Λύκωνα, είναι αποδεικτικές.

Η αποκαλούμενη φυλακή του Σωκράτη στο λόφο του Φιλοπάππου.

Ο βαθύτερος όμως λόγος της κατηγορίας και της καταδίκης του Σωκράτη πρέπει ν’ αναζητηθεί στην αντίθεση πολλών Αθηναίων και ιδιαίτερα του δη­μοκρατικού κόμματος στο κλίμα ενός πρωτόφαντου για την εποχή νεοτεριστικού διαφωτισμού που εκ­προσωπούσε και δίδασκε ο Σωκράτης. Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δυο άνδρες, ο Αλκι­βιάδης και ο Κριτίας, που η πολιτική τους σταδιοδρομία στο σύνολό της υπήρξε βλαπτική για την Αθήνα, υπήρξαν μαθητές του, έγειρε τελικά την πλάστιγγα της δικαστικής γνώμης κατά του Σω­κράτη.

Ο Μέλητος, με υπόδειξη του Άνυτου που υπήρξε ο βασικός υποκινητής για την κατηγορία με τη συνηγορία του Λύκωνα, υπέβαλε τη μήνυση κατά του Αθώου στο αθηναϊκό δικαστήριο και ο Σωκράτης οδηγήθηκε μπροστά στους κρι­τές του για να δώσει λόγο των ενεργειών του. Η στάση του κατά και μετά τη δίκη υπήρξε όντως φιλοσοφική. Δεν εκλιπάρησε, δεν έκλαψε, δεν κατέφυγε σε απολογητικά τεχνάσματα.

Σ’ όσες «Απολογίες» μας διέσωσαν οι μαθητές του, κυρίως ο Πλάτωνας και ο Ξενοφώντας, η στάση του Σω­κράτη διακρίνεται για την αξιοπρέπεια και την αν­δρεία. Κι όταν εκδόθηκε η καταδικαστική απόφα­ση, τη δέχτηκε ατάραχος, γαλήνιος και με τη φαι­δρότητα που τον διέκρινε. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο δεσμωτήριο -περίπου ένα μήνα- δεν καταδέχτηκε να χρησιμοποιήσει αντιφιλοσοφική μέθοδο και να προβεί σε ενέργεια ατιμωτική, κατά τις υποδείξεις των φίλων του και ιδιαίτερα του Κρίτωνα, για να α­ποδράσει και να σωθεί. Έμεινε εκεί, πιστός στους νόμους που, αν και άδικα, τον υποχρέωσαν να πιει το κώνειο και να πε­θάνει. Ήταν το πρώτο έτος της 95ης Ολυμπιάδας, φθινό­πωρο μάλλον του 399 π.Χ. Ο Σωκράτης όπως έζησε έτσι και πέθανε. Η Ιστο­ρία τον δικαίωσε και τον ανέδειξε ως τον μέγιστο α­νάμεσα στους μέγιστους φιλοσόφους του κόσμου.

 

Η φυλακή του Σωκράτη όπως τη φαντάστηκε ο Νταβίντ. Πίνακας του Zακ-Λουί Νταβίντ (1787) Ο Θάνατος του Σωκράτη. Metropolitan Museum of Art, Νέα Υόρκη.

 

Ο Σωκράτης δεν ίδρυσε σχολή και κανείς δεν μπόρεσε να πάρει απ’ αυτόν συγκε­κριμένο φιλοσοφικό σύστημα και να το αναπτύξει. Ωστόσο η ώθηση που έδωσε στη φιλοσοφία με τον ανθρωπολογικό της προσδιορισμό ήταν ουσιαστική όπως φαίνεται στο έργο των επιγόνων και κυρίως στον Πλάτωνα.

Ο μεγάλος αυτός μαθητής του Σωκράτη, γόνος αρι­στοκρατικής αθηναϊκής οικογένειας, μικρανιψιός του Κριτία και ανιψιός του άλλου εκλεκτού μαθη­τή του Σωκράτη, του Χαρμίδη, έδωσε στη φιλοσο­φία του έκφραση έντονα ιδεαλιστική. Ο δαιμόνιος αυτός μαθητής του Σωκράτη, κατά τον Τσέλερ, δια­πίστωσε ότι η άρρωστη πολιτεία, όπως φανερώθηκε στα μάτια του ύστερα από το θάνατο του Σωκράτη, δεν μπορούσε να σωθεί με καμιά αλλαγή στο πολίτευμα παρά μονάχα με μια νέα αντίληψη, με την ηθική αγωγή του λαού. Στο πλαίσιο αυτής της αντίληψης διαμορφώνει τελικά το φιλοσοφικό σύστημά του, που θα το προ­εκτείνει με την ίδρυση της Ακαδημίας και θα τη διασώσει στα συγγράμματά του. Άλλοι πάλι μαθητές του Σωκράτη, αφορμώμενοι από την ηθική και ανθρωπολογική βάση της σω­κρατικής διδασκαλίας, θα δημιουργήσουν σχολές με αισθητή τη διαφοροποίησή τους.

Αναφερόμαστε στις κυριότερες:

α. Η Μεγαρική με τον Ευκλείδη και τον Στίλπωνα.

 β. Η Ηλιο-Ερετρική με τον Φαίδωνα και τον Μενέδημο.

 γ. Η Κυνική με τον Αντισθένη, τον Διογένη και τον Κράτη.

 δ. Η Κυρηναϊκή με τον Αρίστιππο.

Σπύρος Γ. Μοσχονάς

Φιλόλογος – Συγγραφέας

 

 

Πηγή


  • Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, « Η δίκη του Σωκράτη», τεύχος 86, 7 Ιουνίου 2001.

 

Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »

Αργυρόπουλος Ιωάννης (1394 – 1486)


 

Έλληνες διαπρέψαντες στη Δύση (15ος αιώνας)

Έλληνας λόγιος και κληρικός. Σπούδασε φιλοσοφία και θεολογία στην Πάντοβα. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης έφυγε στη Φλωρεντία, ασπάστηκε τον καθολικισμό και δίδαξε στην πλατωνική ακαδημία στην έδρα της ελληνικής ποίησης και φιλοσοφίας.

 

Ιωάννης Αργυρόπουλος, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα.

Ο Ιωάννης Αργυρόπουλος γεννήθηκε στην Κωνστα­ντινούπολη (1394). Από μικρός τάχθηκε στους κόλπους και στις τάξεις της εκκλησίας. Όταν ήταν ακόμη διάκονος, πήρε μέρος στη Σύνοδο της Φλωρεντίας (1438-1439) και για πρώτη φορά ήρθε σε άμεση επαφή με τους μεγαλύτερους λογί­ους της Δυτικής Ευρώπης του 15ου αιώνα. Λίγα χρόνια αργότερα μετέβη στην Πάντοβα της Ιταλίας (1443), όπου έμεινε αρκετά χρόνια κι έμαθε λατινι­κά. Εκείνα τα χρόνια πρέπει να είχε αναληφθεί ό­τι πλησίαζε το τέλος της Κωνσταντινούπολης, αλλά και το ότι ο Ελληνισμός μπορούσε να επιζήσει και να συντηρηθεί στην Ιταλία, στις αυλές των πλουσίων και των ουμανιστών ηγεμόνων των διάφορων κρατιδίων. Παρά ταύτα, επανήλθε στην Κωνσταντινούπολη που υπεραγαπούσε και δεν έφυγε από αυ­τήν παρά μονάχα μετά την Άλωση της από τους Τούρκους (1453). Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών της παραμονής του στη Βασιλεύουσα διακρί­θηκε ως καθηγητής της ελληνικής φιλολογίας και ως ηγέτης της θρησκευτικοπολιτικής κίνησης για την ένωση των Εκκλησιών.

Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης απλώς επιβε­βαίωσε τις απόψεις του Αργυρόπουλου για την πτωτική πορεία του Ελληνισμού. Έτσι, μετά την Άλωση, μετέβη κι αυτός μαζί με πολλούς άλλους ως πρόσφυγας στη Φλωρεντία, όπου και προσχώρησε στον καθολικισμό. Εκεί βρέθηκε σε ένα φιλικό πε­ριβάλλον, διαμορφωμένο ήδη από τα προηγούμενα ταξίδια του και μπήκε στην προστασία των Μεδί­κων, που την εποχή εκείνη είχαν την εξουσία.

Ηγεμόνας της πόλης ήταν ο Κοσμάς Μέδικος (1434-1464), ο οποίος είχε ονομαστεί και «Περικλής της Φλωρεντίας» λόγω της αγάπης που έδειχνε στις τέχνες και τα γράμματα, ιδιαίτερα δε στην ελληνική φιλοσοφία και διανόηση των κλασικών χρόνων. Μάλιστα, είχε ιδρύσει στη Φλωρεντία την Πλατωνι­κή Ακαδημία, για να διαδώσει τις ιδέες του πολύ γνωστού και διάσημου στην Ιταλία Γεωργίου Γεμι­στού ή Πλήθωνος.

Όταν ο Αργυρόπουλος έφτασε στη Φλωρεντία, εκτιμήθηκε πολύ από τον Κοσμά Μέδικο, ο οποίος τον προσέλαβε ιδιαίτερο δάσκαλο της αρχαίας ελληνικής για το γιο του, Λαυρέντιο. Όταν ο Λαυρέντιος ανέλαβε τη διοίκηση της Φλω­ρεντίας, ανέθεσε στον Αργυρόπουλο τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας και φιλοσοφίας στην Ακα­δημία με την υποστήριξη και του μαθητή του και Ιταλού ουμανιστή Δονάτου Ατσαγιόλι (Donato Acciauoli)- και δίδαξε σε αυτή τη θέση αρκετά χρόνια. Ο Αργυρόπουλος γρήγορα έγινε γνωστός στους λόγιους κύκλους της Ιταλίας κι έτσι ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για τον Λαυρέντιο Μέδικο να δώσει νέα αίγλη στην Ακαδημία, αλλά και στην πόλη του γενικά.

Πράγματι, ο Λαυρέντιος δεν έπεσε έξω σης προβλέψεις του και η επιτυχημένη δι­δασκαλία του Αργυρόπουλου εξέτεινε τη φήμη του σε όλη την Ιταλία. Έτσι, πολλοί μαθητές συνέρρεαν από κάθε γωνιά της Ιταλίας, αλλά και έξω από αυτήν, προκειμένου να ενταχθούν στους κύκλους των μαθημάτων του Ιωάννη Αργυρόπουλου. Μεταξύ των μαθητών του εξέχουσα θέση έχουν οι Δονάτος Ατσαγιόλι και Άγγελος Πολιτσιάνο (Angelo Poli­ziano). Άλλος σημαντικός μαθητής του Αργυρό­πουλου (και συγγενής του γνωστού Ιωάννη Χρυσολωρά) ήταν και ο Ιωάννης Μαρία Φίλελφος, γιος του γνωστού Ιταλού ουμανιστή Φραγκίσκου Φίλελφο (Francesco Filelfo).

Ο Αργυρόπουλος ήταν θαυμαστής κυρίως του Αριστοτέλη, αλλά δεν απέρριπτε και τον Πλάτω­να. Εξάλλου σε όλη τη διδακτική διαδρομή του στην Ιταλία δίδαξε τόσο για τον Πλάτωνα όσο και για τον Αριστοτέλη με την ίδια επιτυχία.

Το μάθημά του στο πανεπιστήμιο ήταν μάλλον πρωτοπορια­κό, καθώς οι μαθητές του κρατούσαν σημειώσεις και αργότερα πήγαιναν στο σπίτι του και μέσα από μια συζήτηση υπέβαλλαν σε αυτόν τις απορίες και τις ερωτήσεις που είχαν. Ο Αργυρόπουλος, πέρα α­πό τις καταπληκτικές γνώσεις φιλοσοφίας που εί­χε, πιο μεγάλη εντύπωση έκανε στους μαθητές του για το γεγονός ότι γνώριζε πολύ καλά τη λατινική γλώσσα, την οποία έμαθε στην Ιταλία όπου και πέ­ρασε πολλά χρόνια της ζωής του, τόσο πριν όσο και μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Και αυτό του έδινε τη δυνατότητα να κρίνει και να σχολιάζει τους Ρωμαίους φιλοσόφους. Ιδιαίτερα δε τον ίδιο τον Κικέρωνα, προς τον οποίο ήταν ιδιαίτερα εχθρικός και του οποίου τη φήμη ως φιλοσόφου τη θεωρούσε μάλλον υπερβολική.

Μάλιστα έλεγε ότι ο Κικέρωνας δεν γνώριζε καλά την ελληνική γλώσσα και δεν μπορούσε να κατανοήσει τα δι­δάγματα των Ελλήνων φιλοσόφων γιατί ήταν ημιμαθής! Αυτή η γνώμη του Αργυρόπουλου κι άλλες παρόμοιες για τους Ρωμαίους φιλοσόφους της Αρχαιότητας επηρέασαν πολύ και τους μαθητές του, οι οποίοι πλέον έβλεπαν μέσα από ένα διαφορετικό πρίσμα τη φιλοσοφία των αρχαίων κλασικών, Ελλήνων και Ρωμαίων.

Ο Ιωάννης Αργυρόπουλος δίδαξε από την έδρα της πλατωνικής φιλοσοφίας μέχρι και το 1471, ο­πότε και εγκατέλειψε τη Φλωρεντία λόγω της πανώλους που έπεσε εκεί και χτύπησε και την οικογένειά του. Εκείνη τη χρονιά έχασε δυο παιδιά του, ενώ δυο άλλα έζησαν. Μετά τη φυγή του από τη Φλωρεντία, ο Αργυρόπουλος πήγε στην αυλή του Ούγγρου βασιλιά Ματθία Κορβίνου για να διδά­ξει ελληνικά, αλλά δεν παρέμεινε για πολύ καιρό.

Ιωάννης Αργυρόπουλος, λιθογραφία, Εθνικόν Ημερολόγιον, 1866.

Ακούραστος καθώς ήταν, από την Ουγγαρία επέ­στρεψε στην Ιταλία και πήγε στη Ρώμη, όπου βρή­κε τον Έλληνα φίλο του, το γνωστό Βησσαρίωνα, αλλά και το νεαρό, και μετέπειτα πάπα, Σίξτο Δ’. Στη Ρώμη ασχολήθηκε με τις μεταφράσεις και δεν είχε πολύ χρόνο για διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας και φιλοσοφίας. Παρά ταύτα, δίδαξε αρ­κετά την αριστοτελική φιλοσοφία με μεγάλη επι­τυχία. Γρήγορα, όμως, τον κυρίεψε η νοσταλγία για την αγαπημένη του πόλη, τη Φλωρεντία, και το οικείο περιβάλλον που είχε εγκαταλείψει λίγα χρόνια πριν. Έτσι, γρήγορα εγκατέλειψε τη Ρώμη και το 1477 βρισκόταν πάλι στη Φλωρεντία, όπου δίδασκε τα ελληνικά. Λίγα χρόνια αργότερα, κου­ρασμένος πια και γέρος, αποσύρθηκε για τελευ­ταία φορά στη Ρώμη. Εκεί, δυστυχώς γι’ αυτόν, έ­πεσε σε έσχατη ένδεια, και μάλιστα έφτασε στο ση­μείο να πουλάει τα βιβλία του για να ζήσει. Ο θά­νατος δεν άργησε να τον βρει γύρω στο 1486.

Ο Ιωάννης Αργυρόπουλος είχε αποκτήσει μεγά­λη φήμη στην Ιταλία, πιο πολύ ως δάσκαλος των ελληνικών και της φιλοσοφίας παρά ως συγγρα­φέας, αντιγραφέας ή μεταφραστής. Παρά ταύτα, το  συγγραφικό του έργο δεν είναι αμελητέο. Επίσης, και οι μεταφράσεις έργων του Αριστοτέλη, όπως τα Πολιτικά και τα Ηθικά από τα ελληνικά στα λατινικά, και διάφορων άλλων έργων κλασικών και θεολογικές μελέτες είναι πολύ σημαντικά έργα.

Αναλυτικότερα, τα σπουδαιότερα συγγράμματά του είναι τα εξής:

1) Εκκλησιαστικά ποιήματα,

2) Πε­ρί συλλογισμού,

3) Περί Αριστοτελικής Φιλοσο­φίας,

4) Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος προς τον Δούκα Νικόλαο Νοταρά,

5) Λόγος πε­ριττής Συνόδου της Φλωρεντίας,

6) Λύσεις φιλοσοφικών ζητημάτων προς τους εκ Κύπρου προ­τείναντας,

7) Σχόλια εις τα Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλους.

Κοντά σε αυτά, οι σπουδαιότε­ρες μεταφράσεις στα λατινικά από τα ελληνικά εί­ναι: 1) Αριστοτέλους: Περί φυσικής ακροάσεως, Ηθικά Νικομάχεια, Περί ουρανού, Περί γενέσε­ως και φθοράς, Μετεωρολογικά, Περί ψυχής, Περί αισθήσεως, Περί μνήμης, 2) Βασιλείου του Μεγάλου Ομιλία εις εξαήμερον.

Η συμβολή του Ιωάννη Αργυρόπουλου στη διάδοση της ελληνικής γλώσσας στην Ευρώπη είναι μεγίστη. Ειδικά στη Φλω­ρεντία, όπου διέμεινε αρκετά χρόνια, τον θεωρούσαν και ήταν από τους πλέον ση­μαντικούς Έλληνες εκπρόσωπους του 15ου αιώνα στη διδασκαλία των ελληνικών και της φιλοσοφίας μαζί με τον Μιχαήλ Μάρουλλο Ταρχανιώτη, με­τά τον Μανουήλ Χρυσολωρά, που δίδαξε στο εκεί πανεπιστήμιο στα τέλη του 14ου αιώνα (1396-1399).

Η εκτίμηση που απολάμβανε στη Φλωρεντία ο Αργυρόπουλος ήταν μεγάλη όχι μόνο από τους λο­γίους της πόλης, αλλά και από τους μαθητές του. Ένας από αυτούς, ο περίφημος λόγιος Δονάτος Ατσαγιόλι έλεγε ότι όταν ο Αργυρόπουλος δίδασκε, τότε φαινόταν να αναγεννώνται οι χρόνοι των αρ­χαίων φιλοσόφων. Ο Αργυρόπουλος στη Φλωρε­ντία ήταν αυτός ο οποίος πραγματικά έδωσε ώθηση στις ελληνικές σπουδές και στη μελέτη της ελληνικής φιλοσοφίας, κάτω από ένα νέο και καινοτό­μο πνεύμα και προοπτική.

Γρήγορα η φήμη του ως δασκάλου της ελληνικής αλλά και της λατινικής γλώσσας διαδόθηκε και πέρα από την Ιταλία και για μερικά χρόνια επισκέφθηκε την αυλή του Ούγ­γρου βασιλιά, για να διδάξει και εκεί. Πέρα από τη διδασκαλία του, που έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στους συγχρόνους του, με τις μεταφράσεις του στα λατινικά των Ελλήνων κλασικών και ιδιαίτερα του Αριστοτέλη, έδωσε τη δυνατότητα στους λογίους Ιταλούς ουμανιστές της εποχής του να γνωρίσουν το ελληνικό πνεύμα και την αρχαία ελληνική δια­νόηση στην πιο τέλεια μορφή τους. Δικαίως θα μπορούσε να πει κάποιος πως αν θεωρήσουμε ότι ο Χρυσολωράς ήταν αυτός από τους Έλληνες ο οποίος συνέβαλε στο ξεκίνημα της αναγέννησης των ελληνικών σπουδών στη Φλωρεντία και την Ιτα­λία, τότε ο Αργυρόπουλος ήταν από τους πιο άξιους συνεχιστές του.

 

Θάνος Κονδύλης,

Διδάκτωρ Μεσαιωνικής Ιστορίας – Συγγραφέας

 

Βιβλιογραφία


 

  • Κ. Σάθας, Νεοελληνική φιλολογία, Αθήνα 1868, σ. 45- 48.
  • Ζαβίρας Γεώργιος, Νέα Ελλάς, Αθήνα 1872, σ. 63-64.
  • Παύλος Καρολίδης, Ιστορία της Νέας Ελλάδας, Αθήνα 1925, σ. 252.
  • Ε. Legrand, Bibliographie Hellénique, XVe et XVle siècle, Παρίσι 1962, pp. 81/97/132.
  • J. Burckhardt, Ο πολιτισμός της Αναγέννησης στην Ιταλία, Νεφέλη, Αθήνα 1997.
  • P. Burke, The Renaissance, Macmillan,Λονδίνο 1987.

 

 Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »

Χαλκοκονδύλης Δημήτριος (1423 – 1511)


 

 Έλληνες διαπρέψαντες στη Δύση (15ος αιώνας)

Έλληνας λόγιος και συγγραφέας των χρόνων της Αναγέννησης γεννημένος στην Αθήνα, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας. Ήταν συγγενής του Βυζαντινού ιστορικού Λαονίκου Χαλκοκονδύλη. Η οικογένειά του έφυγε από την Αθήνα το 1435 και εγκαταστάθηκε στον Μιστρά. Το 1449, ο Χαλκοκονδύλης έφτασε στη Ρώμη, αφού προηγουμένως είχε σπουδάσει κοντά στον Πλήθωνα. Στη Ρώμη μαθήτευσε κοντά στον Θεόδωρο Γαζή, με τον οποίο συνδέθηκε φιλικά. Δίδαξε στην Περούτζια τα έτη 1452-1455 και μετά στη Ρώμη μέχρι το 1463, συμμετέχοντας στη διαμάχη πλατωνιστών και αριστοτελιστών, καθώς ο ίδιος ήταν επηρεασμένος από την πλατωνική σκέψη, αλλά υπεράσπισε επίσης και την αριστοτελική φιλοσοφία.

 

Στην ιστορία της αναβίωσης των ελληνικών γραμμάτων και του ελληνικού πνεύματος στην Ιταλία σημα­ντικό ρόλο διαδραμάτισαν οι Βυζαντινοί λόγιοι που έφυγαν από την Κωνσταντινούπολη και γενι­κότερα από την Ανατολική Αυτοκρατορία πριν και μετά την Άλωση της Πόλης. Από τα τέλη του 14ου μέχρι τα μέσα του 16ου αιώνα έφταναν διαρκώς α­πό την Ανατολή και κατέκλυζαν τις χώρες της Ευ­ρώπης λόγιοι από βυζαντινές ή πρώην βυζαντινές περιοχές.

Η εικόνα που θέλει τον Έλληνα σοφό να φεύγει μπροστά από τον Τούρκο κατακτητή σφίγ­γοντας στα χέρια του πολύτιμα χειρόγραφα και να τα διασώζει μεταφέροντας με αυτό τον τρόπο την αρχαία ελληνική γραμματεία στη Δύση, δεν αντα­ποκρίνεται στην πραγματικότητα. Τα ελληνικά χειρόγραφα αναζητούνταν και αγοράζονταν από τους Δυτικούς πολλά χρόνια πριν από την Άλωση και Βυζαντινοί διανοούμενοι βρέθηκαν στη Δύση, όπου δίδαξαν την ελληνική γλώσσα και διέδωσαν την ελληνική σκέψη δεκαετίες πριν από το 1453.

Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, μεγάλο κύμα λογίων προσφύγων, όπως ήταν φυσικό, κατέφυγε στην Ιταλία για να διδάξει την ελληνική γλώσσα και την ελληνική σκέψη, εφ’ όσον μάλι­στα το κλίμα είχε ήδη διαμορφωθεί νωρίτερα από τις συνεχείς επαφές της δυτικής διανόησης με τα επιτεύγματα της ελληνικής κουλτούρας και αφού είχε προηγηθεί η διάδοση των ελληνικών στην Ιταλική χερσόνησο από τους «πρόδρομους» διδα­σκάλους.

  

Δημήτριος Χαλκοκονδύλης

 

Πορτραίτο του Δημητρίου Χαλκοκονδύλη (Giovio, Paolo, 1483-1552)

Ανάμεσα σε εκείνους, οι οποίοι ακολούθησαν το δρόμο προς τη Δύση και συνέβαλαν στο ουμανι­στικό κίνημα που είχε αρχίσει να αναπτύσσεται, ήταν και ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης (1423-1511), από τους τελευταίους μεγάλους δασκάλους των ελληνικών την εποχή της ιταλικής Αναγέν­νησης και από τους πρώτους λογίους που εκτίμη­σαν την αξία της τυπογραφίας και διείδαν το ρόλο που θα διαδραμάτιζε στην εξάπλωση του ανθρωπιστικού κινήματος.

Ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης, γόνος αρχοντι­κής οικογένειας, γεννήθηκε στην Αθήνα, πιθανόν τον Αύγουστο του 1423. Συγγενής (εξάδελφος) του Βυζαντινού ιστορικού της Άλωσης Λαονίκου Χαλ­κοκονδύλη, ακολούθησε την οικογένειά του στη φυγή της από την πόλη της Παλλάδας, το 1435, ε­ξαιτίας προστριβών με τους Φλωρεντινούς δούκες της Αθήνας, Ατσαγιόλι.

Οι Χαλκοκονδύληδες κατέφυγαν στο Δεσποτάτο του Μορέως, αλλά δεν γνω­ρίζουμε λεπτομέρειες για τη ζωή του Δημητρίου στον Μυστρά. Η πρώτη πληροφορία που υπάρχει προέρχεται από έναν μαθητή του, ο οποίος αναφέ­ρει ότι το 1449 έφτασε στη Ρώμη, αφού είχε σπου­δάσει φιλοσοφία, πιθανότατα κοντά στον Γεώργιο Γεμιστό (Πλήθων). Στην ιταλική πρωτεύουσα συμπλήρωσε τις σπουδές του κοντά στον Θεόδωρο Γαζή, από τον οποίο ίσως διδάχθηκε και λατινικά. Η φιλία που έ­νωσε τους δυο άνδρες επισφραγίστηκε με τη δια­θήκη του Γαζή, ο οποίος κληροδότησε αργότερα στον Δημήτριο την προσωπική βιβλιοθήκη του.

Μεταξύ των ετών 1452 και 1455 ο Χαλκοκονδύ­λης βρισκόταν στην Περούτζια, όπου πιθανότατα παρέδιδε μαθήματα ελληνικής και το 1455 επα­νήλθε στη Ρώμη. Εκεί παρέμεινε ως το 1463 και με την παρουσία του συνέβαλε στην άμβλυνση της διαμάχης που είχε ξεσπάσει μεταξύ των Ελλήνων λογίων γύρω από την προτεραιότητα της αριστοτε­λικής ή της πλατωνικής σκέψης. Ο ίδιος, αν και ο­παδός του Πλάτωνα, υπεραμύνθηκε των θέσεων του Αριστοτέλη με ένα κείμενο, το οποίο όμως δεν δια­σώθηκε. Ας σημειωθεί ότι οπαδός των ιδεών του Αριστοτέλη ήταν ο Θεόδωρος Γαζής, εναντίον του οποίου στρεφόταν ένα μανιφέστο που είχε συντάξει άλλος Έλληνας, ο Μιχαήλ Αποστόλης. Η στάση του Χαλκοκονδύλη να υπερασπιστεί τη φιλοσοφία του Σταγιρίτη φανερώνει τα αισθήματα φιλίας που έτρεφε για τον αριστοτελικό δάσκαλο και προστάτη του, αφού, παρά την προσωπική κλίση του προς τον Πλάτωνα, πήρε μαχητικά το μέρος ενός αρι­στοτελικού.

Από το 1463 ως το 1472 ο Χαλκοκονδύλης έζησε στην Πάντοβα, όπου ανέλαβε την έδρα των ελληνι­κών στο εκεί πανεπιστήμιο. Διασώζονται εναρκτή­ριοι λόγοι της διδασκαλίας του, που αντικατοπτρί­ζουν τα πιστεύω του και αποτελούν πολύτιμο υλικό για το πρόγραμμα διδασκαλίας των μαθημάτων της ελληνικής γλώσσας.

Από τους λόγους αυτούς πα­ρατίθενται χαρακτηριστικά αποσπάσματα (σε μετά­φραση από τα λατινικά του Κ. Γιαννακόπουλου στο έργο Βυζάντιο και Δύση. Η αλληλεπίδραση των αμφιθαλών πολιτισμών στον Μεσαίωνα και στην ιταλική Αναγέννηση, 330-1600, Αθήνα 1985, 372-388):

 

«Όταν, λοιπόν, […] εκλέχθηκα δημόσια να διδάξω ελληνικά γράμματα, νόμισα σωστό να πω κάτι, που δεν είναι εκτός θέματος, πόση χρησιμότη­τα, ύφος και τελειότητα φέρνουν [τα ελληνικά γράμματα] και πως η μελέτη της ελληνικής φιλο­λογίας έχει εξηγήσει και εξηγεί τα λατινικά γράμ­ματα. […] Πιστεύω ότι κανείς από σας δεν αγνοεί ό­τι οι Λατίνοι παρέλαβαν κάθε είδος ελευθερίων τε­χνών από τους Έλληνες. Και άλλο τόσο είναι γνω­στό ότι δημιουργοί όλων αυτών των τεχνών ήταν οι Έλληνες και το ίδιο το όνομα των τεχνών έχει τις ρίζες του στα ελληνικά. […] Εφ’ όσον η λατινική γραμματική συνδέεται με την ελληνική και φαίνε­ται να εξαρτάται από αυτή, πως είναι δυνατόν να έ­χει κανείς μια πλήρη γνώση της, αν δεν γνωρίζει τα ελληνικά γράμματα; […] Κανείς από εκείνους (τους παλαιούς Λατίνους συγγραφείς) δεν αγνοούσε τα ελληνικά γράμματα. Πραγματικά πολλοί από αυ­τούς τιμούσαν την ελληνική λογοτεχνία τόσο βαθιά ώστε αναρωτιέται κανείς αν γνώριζαν καλύτερα την ελληνική ή τη λατινική φιλολογία».

 

Σε άλλον εναρκτήριο λόγο του, στις 10 Νοεμβρί­ου του 1464, ο Χαλκοκονδύλης ήταν τολμηρότερος στην υπεράσπιση της διδασκαλίας της ελληνικής: «Επειδή σχεδόν όλοι εκείνοι [οι Ρωμαίοι] κατανο­ούσαν τη γλώσσα τους όσο και την ελληνική, προ­τιμούσαν να εκφράζουν τις διαθέσεις του πνεύμα­τός τους και την έννοια και υφή των πραγμάτων πιο συχνά στα ελληνικά παρά στα λατινικά». Και τε­λείωνε την ομιλία του προτρέποντας τους ακροατές και μελλοντικούς μαθητές του να στραφούν με επι­μέλεια στην εκμάθηση των ελληνικών, όπως έκα­ναν και οι πρόγονοί τους Ρωμαίοι, οι οποίοι έστελ­ναν τα παιδιά τους στην Αθήνα για να μορφωθούν καλύτερα: «Νέοι εσείς, […] ασκηθείτε και προσθέ­στε τις σπουδές αυτές στις άλλες και είθε σ’ αυτό να μιμηθείτε τους προγόνους σας. […] θα με βρεί­τε πάντα στη διδασκαλία των γραμμάτων αυτών πρόθυμο να σας βοηθήσω. […] Να θεωρείτε σίγου­ρο ότι θα σας εκπαιδεύσω στη σπουδή των γραμ­μάτων αυτών και σε σύντομο χρόνο θα σας παράσχω ίσως όχι ευκαταφρόνητη παιδεία αυτών».

Ανάγλυφο με τη μορφή του Αριστοτέλη, 15ος αιώνας. Επισκοπικό Μέγαρο του Τρέντο.

Δεν είναι γνωστό τι ακριβώς δίδαξε ο Χαλ­κοκονδύλης στην Πάντοβα. Είναι πιθανόν ότι εισήγαγε τους ακροατές του στις φιλο­σοφικές θεωρίες του Πλάτωνα και του Αρι­στοτέλη και ότι μεγάλο μέρος της διδασκα­λίας του αφιέρωσε στην παράδοση της ελληνικής γραμματικής. Εκείνο που γνωρίζουμε είναι ότι από τους επιφανέστερους μαθητές του ήταν ο νεαρός Ια­νός Λάσκαρις, τον οποίο διέκρινε ο καθηγητής από τους άλλους συμμαθητές του.

Το 1472 ο Χαλκοκονδύλης εγκατέλειψε τα πανε­πιστημιακά μαθήματα του στην Πάντοβα και εγκαταστάθηκε στη Φλωρεντία, χωρίς να γίνουν γνωστοί οι λόγοι που τον ώθησαν σε αυτή τη μετακίνηση. Πάντως, η πόλη των Μεδίκων κρατούσε αναμφισβήτητα τα σκήπτρα ως το σπουδαιότερο κέντρο ανθρωπι­στικών σπουδών και επομένως πολλοί Έλληνες λό­γιοι έτρεφαν τη φιλοδοξία να διδάξουν στην πόλη και στο Studium, όπου είχαν διακριθεί ο Χρυσολωράς, ο Τραπεζούντιος και ο Αργυρόπουλος.

Η Φλωρεντία, επιπλέον, ήταν ο χώρος στον οποίο για πρώτη φορά καλλιεργούνταν παράλληλα οι δυο με­γάλες φιλοσοφικές κοσμοθεωρίες, ο αριστοτελισμός και ο πλατωνισμός. Το 1475 ο Χαλκοκονδύλης προ­τάθηκε επίσημα για την περίφημη καθέδρα των ελ­ληνικών στη Φλωρεντία, όπου για δεκάξι χρόνια (ως το 1490) θα περνούσε την πιο ήρεμη περίοδο της ζωής του, διδάσκοντας και αποκτώντας φήμη στην πνευματική κοινότητα της πόλης. Υποθέσεις μόνο μπορούμε να κάνουμε για τα είδη που υπηρέτησε με τη διδασκαλία του ο Χαλκοκονδύλης στο περίφημο Studium: ποίηση (Όμηρο και άλλους επικούς ποι­ητές), ρητορική (κυρίως Ισοκράτη) και φιλοσοφία (Πλάτωνα και Αριστοτέλη, ως οπαδός πλέον της θε­ωρίας του Αργυρόπουλου για τη σύντονη καλλιέρ­γεια των δυο φιλοσοφιών).

Ανάμεσα στο πλήθος των μαθητών του ξεχωρίζουν οι Ιταλοί: Τζοβάνι Πίκο ντελα Μιράντολα (Giovanni Pico della Mirandola), Τζοβάνι Μέντιτσι (Giovanni Medici) – ο μελλοντικός πάπας Λέων Ι’- και ο Πέτρος των Μεδίκων, γιος του Λαυρεντίου, καθώς και πολλοί ξένοι που ήλθαν να τον ακούσουν, όπως ο Γιόχαν Ρόιχλιν (Johann Reuchlin), ο περιφημότερος από τους Γερμανούς ανθρωπιστές.

Στη Φλωρεντία, ο Έλληνας λόγιος, εκτός από τη διδασκαλία, αφοσιώθηκε και στην έκδοση ολό­κληρου του σωζόμενου ποιητικού έργου του Ομή­ρου. Το Ομήρου τα σωζόμενα αποτελεί την απαρ­χή της ενασχόλησης του Χαλκοκονδύλη με την έκ­δοση βιβλίων, εργασία πολύ κοπιαστική, αν αναλογιστεί κανείς τις δυσκολίες να συγκεντρωθεί το χειρόγραφο υλικό και να τύχει της ανάλογης μελέ­της. Ο ίδιος ο εκδότης σημείωνε ότι για να αποκα­ταστήσει το κείμενο χρησιμοποίησε πολλές πηγές και ότι συμβουλεύθηκε τα υπομνήματα του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Ευσταθίου.

Το 1491 ο Δημήτριος εγκαινίασε την τρίτη φάση της σταδιοδρομίας του. Βρέθηκε στο Μιλάνο, χωρίς και πάλι να είναι γνωστοί οι λόγοι για τους οποίους εγκατέλειψε τη θέση του στη Φλωρεντία. Ανέλαβε διδακτικά καθήκοντα στην αυλή του δούκα Λουδο­βίκου Σφόρτσα και έγινε δεκτός με ενθουσιασμό α­ποκτώντας νέους μαθητές σε ένα κέντρο στο οποίο δεν είχαν καλλιεργηθεί συστηματικά τα ελληνικά γράμματα, παρ’ όλο που στην πόλη είχαν διδάξει για λίγο χρονικό διάστημα οι Μανουήλ Χρυσολωράς και Κωνσταντίνος Λάσκαρις.

Η ανακάλυψη της τυπογραφίας έδωσε μεγάλη ώθηση στην διάδοση των ελληνικών γραμμάτων στη Δύση.

Στην πρωτεύουσα της Λομβαρδίας παρέμεινε μέ­χρι το 1500 και συνέχισε το εκδοτικό έργο του, με την παρουσίαση τριών βιβλίων: Ισοκράτης, Λόγοι, Χαλκοκονδύλης, Ερωτήματα, Λεξικό Σουίδας. Όταν τα γαλλικά στρατεύματα του Λουδοβίκου ΙΒ’ κατέλαβαν το Μιλάνο (1499), ο Δημήτριος εγκατέλειψε την πόλη και προσπάθησε ανεπιτυχώς να α­ναλάβει την έδρα των ελληνικών στη Βενετία. Στη συνέχεια κατέφυγε στη Φεράρα, απ’ όπου ανακλήθηκε το 1501 από τη γαλλική κυβέρνηση για να ασκήσει πάλι διδακτικά καθήκοντα στην πόλη. Στη λομβαρδική πρωτεύουσα συνέχισε να διδά­σκει μέχρι το θάνατό του σε βαθιά γεράματα, στην ηλικία των ογδόντα οκτώ ετών, το 1511.

Ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης παντρεύτηκε σε μεγάλη ηλικία, όταν βρισκόταν στη Φλωρεντία, και από το γάμο του είχε αποκτήσει δέκα παιδιά, πολλά από τα οποία πέθαναν στη διάρκεια της πα­ραμονής του στο Μιλάνο, γεγονός που σκίασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Η σταδιοδρομία του Χαλκοκονδύλη ως δασκάλου σε τρεις από τις σημαντικότερες πόλεις της ιταλικής Αναγέννησης, την Πάντοβα, τη Φλωρεντία και το Μιλάνο, συνέπεσε με το χρόνο που οι πόλεις αυτές βρίσκονταν στο κέντρο της ουμανιστικής παιδείας.

Δίδαξε συνολικά περίπου τριάντα πέντε χρόνια και απέκτησε εκατοντάδες μαθητές, μεταξύ των οποίων ήταν και άνθρωποι που συνέχισαν το έργο του, όπως ο Άγγελος Πολιτιανός (Angelo Poli-ziano), ο ο­ποίος έθρεψε μια μεγάλη ομάδα ελληνιστών, ο Μαρσίλιο Φιτσίνο (Marsillio Ficino), στενός συνεργάτης του στην πολύχρονη προετοιμασία της μετάφρασης του πλατωνικού έργου, και ο Άλδος Μανούτιος, ο οποίος παρακολούθησε μαθήματά του στο Μιλάνο. Η προσπάθειά του για τη διάδοση του ελ­ληνικού πνεύματος κορυφώθηκε με την αδιάκοπη ενασχόλησή του με τη μετάφραση και έκδοση ελ­ληνικών κειμένων.

Έργα του

Ο Χαλκοκονδύλης υπήρξε ο πρώτος Έλληνας εκδότης στη Φλωρεντία και στο Μιλάνο. Κυκλοφόρησε τέσσερα βιβλία: Ομήρου τα σωζόμενα (1488), Ισοκράτης, Λόγοι (1493), Χαλκοκονδύλης, Ερωτήματα (περ. 1494), Λεξικό Σουίδας (1499). Είχε συναίσθηση του γεγονότος ότι για τη διάδοση των ελληνικών σπουδών δεν αρκούσαν μόνον καλοί καθηγητές και επιμελείς μαθητές, αλ­λά χρειάζονταν πλήρεις εκδόσεις των ελληνικών κειμένων και σωστό μεταφραστικό έργο, έτσι ώστε να υπάρξει η κατάλληλη υποδομή. Σ’ αυτό το σκο­πό αφοσιώθηκε ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης και με την παράλληλη προσφορά του στη διδασκαλία αναδείχθηκε σε σημαντικό παράγοντα της διάδοσης της ελληνικής σκέψης και παιδείας στην Ιταλία.

  

Ειρήνη Χρήστου

Διδάκτωρ Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών

  

Βιβλιογραφία


  • Κ. Γιαννακόπουλος, Βυζάντιο και Δύση. Η αλληλεπίδραση των αμφιθαλών πολιτισμών στον Μεσαίωνα και στην ιταλική Αναγέννηση (330-1600), Αθήνα 1985.
  • Κ. Στ. Στάικος, Χάρτα της Ελληνικής Τυπογραφίας. Η εκδοτική δραστηριότητα των Ελλήνων και η συμβολή τους στην πνευματική Αναγέννηση της Δύσης, Αθήνα 1989.
  • Ν. G. Wilson, Από το Βυζάντιο στην Αναγέννηση, Αθήνα 1994.

 

Πηγή


  • Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, «Έλληνες διαπρέψαντες στη Δύση (15ος αιώνας)», τεύχος 221, 29 Ιανουαρίου 2004.

  

Σχετικά θέματα:

Read Full Post »

Αριστοτέλης  (384 – 322 π.Χ.)


 Η ζωή και το έργο του

Ο Σταγιρίτης Αριστοτέλης, γεννημένος στην ομώνυμη πόλη το 384 π.Χ., υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους θεμελιωτές της φιλοσοφικής επιστήμης, η γέφυρα ανάμεσα στον κλασικό κόσμο και το μεσαιωνικό και νεότερο στοχασμό. Σπουδασμένος στην Ακαδημία του Πλάτωνα, όπου και παρέμεινε για περίπου 20 χρόνια, κλήθηκε από το βασιλιά Φίλιππο της Μακεδονίας για ν’ αναλάβει την εκπαίδευση του Αλέξανδρου, μετά την ενθρόνιση του οποίου κατεβαίνει ξανά στην Αθήνα. Εκεί, ανάμεσα στον Λυκαβηττό και τον Ιλισό, κοντά στο ναό του Λυκείου Απόλλωνα, ιδρύει την περίφημη «Περιπατητική» σχολή, διότι ο δάσκαλος παρέδιδε πολλές φορές μάθημα περπατώντας στον κήπο. Ένα χρόνο μετά το θάνατο του Αλέξανδρου (το 323 π.Χ.) ο Αριστοτέλης θα πεθάνει στη Χαλκίδα, όπου είχε αποσυρθεί για να μην έχει την τύχη του Σωκράτη, αφού μια μερίδα Αθηναίων τον είχε κατηγορήσει για ασέβεια.

Η ζωή του

Ο ανδριάντας του Αριστοτέλη, στον φυσικό του χώρο, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Ο Αριστοτέλης γεννήθηκε στα Στάγιρα της Χαλ­κιδικής το 384 π.Χ. Ο πατέρας του Νικόμαχος ήταν γιατρός στην αυλή του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ’. Ορφανός από χρόνια ο Αριστοτέλης, ήρθε το 367 π.Χ. στην Αθήνα να σπουδάσει στην Ακαδημία, τη σχολή του Πλάτωνα. Ο Πλάτων ό­μως βρισκόταν τότε (για δεύτερη φορά) στη Σικε­λία, σε μια προσπάθεια να υλοποιήσει εκεί τις πολιτικές του ιδέες και διδασκαλίες. Όταν δυο χρόνια αργότερα επέστρεψε στην Αθήνα, συνάντησε στη σχολή του το Μακεδόνα Αριστοτέλη, στον οποίο δεν άργησε, κατά τις αρχαίες πληροφορίες μας, να προσδώσει, από θαυμασμό για την «αγχίνοιά» του, όπως λέει η βιογραφική παράδοση, το παρωνύμιο «ο Νους», «ο νους της σχολής».

Ήταν όμως πράγ­ματι το παρωνύμιο αυτό αποτέλεσμα θαυμασμού; Οι αναλύσεις που έχουν επιχειρηθεί, σε συνδυασμό μάλιστα και με το γεγονός ότι ο Πλάτων είχε προσ­δώσει στον Αριστοτέλη άλλο ένα παρωνύμιο (τον αποκαλούσε «αναγνώστη»), κάνουν ίσως φανερό, ακόμη και αν οι αρχαίες αυτές διηγήσεις είναι με­ταγενέστερα πλαστά δημιουργήματα, ότι ήδη από την εποχή αυτή είχε αρχίσει να διαφαίνεται μια ό­χι ασήμαντη διαφορά στην προσωπικότητα των δυο ανδρών και στη γενικότερη στάση τους απέναντι στη γνώση και στη φιλοσοφία.

Στα είκοσι χρόνια που ο Αριστοτέλης έμεινε στην Ακαδημία κύριο έργο του,  μετά τη συμπλήρωση των σπουδών του, εί­χε την επιστημονική έρευνα και τη διδασκαλία. Οι ιδέες του συχνά τον έφεραν αντιμέτωπο με τους συ­ναδέλφους του στην Ακαδημία. Και του Πλάτωνα οι βασικές διδασκαλίες δεν ξέφυγαν τον έλεγχό του. Έντονη ήταν και η κριτική του σε βάρος άλλων σχολών και των εκπροσώπων τους. Ο χαρακτήρας του δεν θα ήταν ασφαλώς, άσχετος με αυτό, σχεδόν όμως τις περισσότερες φορές ήταν η βαθιά του πίστη πως οι δικές του απόψεις βρίσκονταν πιο κοντά στην αλήθεια που τον εξωθούσε στην αυστηρή κριτική των απόψεων των άλλων. Ο ίδιος μας βεβαιώνει πως όταν είχε να διαλέξει ανάμεσα στους φίλους και στην αλήθεια, θεωρούσε «όσιον προτιμάν την αλήθειαν».

 

Εικ. 1. Η σχολή των Αθηνών, Ραφαήλ ή Ραφαέλο Σάντσιο, το έργο δημιουργήθηκε μεταξύ του 1508 και 1511. Τοιχογραφία. Ανάκτορα του Βατικανού, Ρώμη.

 

Εικ. 1. Ένα σύνολο ζωηρών αντρών, νέων και ηλικιωμένων, συνωστίζεται στην τεράστια είσοδο μιας αίθουσας. Πέντε φιγούρες είναι σκυμμένες πάνω ένα διαβήτη και μια πλάκα γραφής και μελετούν προβλήματα γεωμετρίας, ενώ κάποιοι άλλοι δίπλα τους συζητούν για την αστρονομία. Οι δυο φιγούρες στο κέντρο της σύνθεσης, που περπατούν προς το μέρος μας με σιγουριά και αποπνέουν μια πλασματική αίσθηση ηρεμίας, είναι ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης. Τον Οκτώβριο του 1508 ο πάπας Ιούλιος Β’ ανέθεσε σε μια ομάδα καλλιτεχνών την επαναδιακόσμηση των ιδιωτικών του διαμερισμάτων. Η Σχολή των Αθηνών και άλλες νωπογραφίες της Στάντζα ντέλα Σενιατούρα πήραν περίπου τρία χρόνια για να ολοκληρωθούν.

Αμέσως μετά το θάνατο του Πλάτωνα (Μάιος του 347 π.Χ.) ο Αριστοτέλης εγκατέλειψε και την Ακα­δημία και την Αθήνα. Δύσκολα πια δέχεται σήμε­ρα κανείς την εξήγηση του Β. Γιέγκερ (W. Jeager-1923) ότι η αναχώρηση του Αριστοτέλη από την πό­λη του δασκάλου του ήταν στην πραγματικότητα η έκφραση μιας εσωτερικής κρίσης στη ζωή του: με την απομάκρυνσή του αυτή ο Αριστοτέλης έδινε έκ­φραση στην ιδεολογική του διάσταση προς το δά­σκαλό του. Η σημερινή έρευνα τονίζει με έμφαση το γεγονός ότι καμιά σχετική μαρτυρία δεν ανευρίσκεται ούτε στα έργα του Αριστοτέλη ούτε σε έργα συγχρόνων του ούτε καν στο πλούσιο βιογραφικό υλικό που έφτασε ως εμάς από την αρχαιότητα.

Η σημερινή έρευνα δύσκολα επίσης δέχεται και την άλλη διδασκαλία του Γιέγκερ, ότι ο Αριστοτέλης εγκατέλειψε την Ακαδημία γιατί πικράθηκε, που μετά το θάνατο του Πλάτωνα τη διεύθυνση της σχο­λής δεν την ανέλαβε αυτός, ο πιο άξιος μαθητής του, αλλά ο Σπεύσιππος, ο ανεψιός του Πλάτωνα α­πό την αδελφή του.

Ο Ινγκ. Ντίρινγκ (Ing. Düring) υπέδειξε ότι η ανάδειξη του Σπεύσιππου σε διευθυντή της σχολής ήταν ό,τι στην πραγματι­κότητα θα περίμενε κανείς σύμφωνα με το αττικό δίκαιο˙ γι’ αυτό, άλλωστε, δεν μαρτυρούνται για την περίσταση εκείνη εκλογές (κάτι που ήταν η τυ­πική διαδικασία στην Ακαδημία μόνο ύστερα από το θάνατο του Σπεύσιππου).

Ίσως λοιπόν πιο λογική μένει να είναι η εξήγηση ότι η αναχώρηση του Αριστοτέλη από την Αθήνα ύστερα από το θάνατο του Πλάτωνα οφειλόταν σε λόγους καθαρά πολιτι­κούς (είναι η εποχή που ισχυροποιείται στην Αθή­να το αντιμακεδονικό κόμμα με επικεφαλής τον Δημοσθένη, ενώ ο Αριστοτέλης δεν έχει διακόψει ποτέ τις σχέσεις του με τη βασιλική αυλή της Μα­κεδονίας).

Καλεσμένος από τον Ερμία, το φίλο του τύραννο του Αταρνέα, ο Αριστοτέλης εγκαταστάθηκε στην Άσσο, μια πόλη στην παραλία της Μ. Ασίας απέ­ναντι από τη Βόρεια Λέσβο, κλείνοντας έτσι την πρώτη περίοδο της φιλοσοφικής του δραστηριότη­τας.

Στην Άσσο τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα στράφηκαν προς νέους στόχους: ο Αριστοτέλης α­νακάλυψε τον κόσμο των ζώων και των φυτών. Στην Άσσο ή στη Μυτιλήνη, όπου εγκαταστάθηκε λίγο αργότερα (345 π.Χ.), συνάντησε και τον πιο πιστό α­πό κει και πέρα μαθητή, φίλο και συνεργάτη του, τον Θεόφραστο.

 

Ο Αριστοτέλης με το δάσκαλό του Πλάτωνα στην Ακαδημία, λεπτομέρεια από το έργο «Η σχολή των Αθηνών», νωπογραφία του Ραφαήλ.

 

Με πρόσκληση του βασιλιά Φίλιππου ο Αριστο­τέλης εγκαταστάθηκε το 343 π.Χ. στη Μακεδονία, αναλαμβάνοντας την αγωγή του Αλέξανδρου, του τότε δεκατριάχρονου διαδόχου του θρόνου. Μπορεί να μην είμαστε σε θέση να πούμε πολύ συγκεκρι­μένα πράγματα για το πόσο τελικά επηρέασε ο φι­λόσοφος την πολιτική συμπεριφορά του Αλέξανδρου, για ένα όμως πράγμα φαίνεται ότι μπορούμε να είμαστε βέβαιοι: η αγωγή που πήρε από τον Αριστοτέλη ο Αλέξανδρος έκανε να ριζώσει στην ψυχή του μια βαθιά σχέση με τη γενικότερη παι­δεία των Ελλήνων, προπάντων με τη μεγάλη τους ποίηση (οι πληροφορίες που έχουμε μιλούν για μια έκδοση της Ιλιάδας, που ετοίμασε ο δάσκαλος για το μαθητή του).

Το 335 π.Χ. ο Αριστοτέλης επέστρεψε στην Αθή­να: το κλίμα που επικρατούσε τώρα εκεί ευνοούσε, πράγματι, την επάνοδό του στην πόλη, που είχε γί­νει γι’ αυτόν μια δεύτερη πατρίδα. Στην Αθήνα συ­νέχισε τις έρευνές του, παράλληλα όμως ασκούσε και διδακτικό έργο – όχι πια στην Ακαδημία, που τη διηύθυνε τώρα ο Ξενοκράτης, αλλά στο Λύκειο, ένα δημόσιο γυμναστήριο στον Λυκαβηττό.

Η νεότερη έρευνα έδειξε ότι ήταν τελικά αποτέλεσμα σύγχυσης – που υπήρχε ήδη στην αρχαία παράδοση – η άποψη ότι με την επιστροφή του στην Αθήνα ο Αριστοτέλης ίδρυσε δική του σχολή στο Λύ­κειο, τον Περίπατο. Στην πραγματικότητα ο Περί­πατος, η σχολή που θα διαφύλαττε την αριστοτελική διδασκαλία και παράδοση, ιδρύθηκε το 318 (με­τά, επομένως, το θάνατο του Αριστοτέλη), όταν ο Δημήτριος ο Φαληρέας εξασφάλισε για τον Θεό­φραστο το απαραίτητο οικόπεδο.

Statue of Aristotle (1915) by Cipri Adolf Bermann at the University of Freiburg im Breisgau, Germany.

Η αναγγελία του θανάτου του Αλέξανδρου στα 323 π.Χ. σήμανε το τέ­λος της ήρεμης και αποδοτικότατης αυτής (τρίτης) περιόδου της φιλοσοφικής δραστηριότητας του Αρι­στοτέλη: ο φιλόσοφος κατηγορήθηκε για ασέβεια, επειδή είχε γράψει στη μορφή ενός παιάνα, του παραδοσιακού ύμνου στο θεό Απόλλωνα, ένα ποίημα αφιερωμένο στο φίλο του Ερμία, που είχε βρει στο μεταξύ μαρτυρικό θάνατο – οι Αθηναίοι, ας μην το έλεγαν, είχαν βαθύτατα ενοχληθεί από το γεγονός ότι το ποιητικό αυτό σχήμα είχε χρησιμοποιηθεί για να υμνηθεί ένας δηλωμένος φίλος του βασιλιά της Μακεδονίας. Ο Αριστοτέλης υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα, «για να μη δώσει στους Αθηναίους την ευκαιρία να σφάλουν για δεύτερη φορά σε βάρος της φιλοσοφίας», «τo περί Σωκράτην πάθος αινιττόμενος και τον καθ’ εαυτόν κίνδυνον», όπως λέει η αρχαία πηγή μας.

Τη φορά αυτή ο Αριστοτέλης πήγε να ζήσει στη Χαλκίδα, στο σπίτι που είχε εκεί από τη μητέρα του Φαιστίδα. Ο θάνατος τον βρήκε εκεί την επόμενη χρονιά. Ήταν το έτος 322 π.Χ.  

Ο Αριστοτέλης είχε στην αρχαιότητα λίγους φί­λους και πολλούς εχθρούς. Αυτή η εχθρική, συχνά σχεδόν εμπαθής στάση που τήρησαν πολλοί απέναντι στο φιλόσοφο, άφησε σαφέστατα ίχνη στη σχετική με αυτόν αρχαία Βιογραφική παράδοση. Το αποτέλεσμα είναι, φυσικά, για μας συχνά μια σύγχυση και μια δυσκολία (καμιά φορά αδυναμία) να σχηματίσουμε μέσα μας την πιο σαφή εικόνα για τον άνδρα.

 

Το έργο του

Ήδη στην αρχαιότητα τα έργα του Αριστοτέλη διακρίνονταν σε δυο ομάδες: στα εξωτερικά (ή εκδεδομένα) και στα ακροατικά (ή μη εκδεδομένα). Με τα πρώτα – πολλά από αυτά (κατά μίμηση του Πλάτωνα;) σε διαλογική μορφή- ο Αριστοτέλης α­πευθυνόταν σε ένα πλατύτερο αναγνωστικό κοινό, πέρα από τους χώρους όπου δίδασκε· τα δεύτερα είναι τα έργα του που μας σώθηκαν ολόκληρα. Από τα πρώτα έχουμε μόνο αποσπάσματα, που πολύ λί­γο μας βοηθούν να σχηματίσουμε ακριβή εικόνα για το περιεχόμενο των έργων από τα οποία προήλθαν. Τα δεύτερα πρέπει να ήταν, στην πραγματικό­τητα, τα ίδια τα χειρόγραφα που είχε μαζί του ο Αριστοτέλης στην αίθουσα διδασκαλίας- μερικά μάλιστα από αυτά δεν είναι παρά σημειώσεις – στη συντομότερη δυνατή μορφή- του ίδιου του δασκά­λου, απλή βοήθεια για τη μνήμη του κατά την ώ­ρα της διδασκαλίας.

Η μυθιστορηματική διάσωση των ακροατικών έργων του Αριστοτέλη, η οποία στέφθηκε από την έκδοσή τους, στο δεύτερο πια μισό του 1ου αι. π.Χ., από το Ροδίτη Ανδρόνικο, μια έκδοση που έδωσε το έναυσμα για μια συστηματική πλέον απασχόληση με τα έργα και τη φιλοσοφία του Αριστοτέλη. Σ’ αυτό ακριβώς το ζωηρό ενδιαφέρον χρωστούμε εμείς σήμερα τα έργα του Αριστοτέλη που έχουμε. Την ίδια όμως στιγμή είμαστε υποχρεωμένοι να πούμε ότι το εν­διαφέρον για τα έργα που αποκάλυψε στον κόσμο ο Ανδρόνικος έκανε να ξεχαστούν όλα τα άλλα έρ­γα του Αριστοτέλη, αυτά που είχαν γνωρίσει τη με­γάλη δημοσιότητα. Αν, πάντως, έχουν με αυτόν τον τρόπο χαθεί, οριστικά πλέον για μας, κάποια κα­θόλου ασήμαντα έργα του Αριστοτέλη, φαίνεται ότι μπορούμε τελικά να είμαστε βέβαιοι ότι «χαμένος» για μας σήμερα Αριστοτέλης στην πραγματικότητα δεν υπάρχει: στα έργα του Αριστοτέλη που μας σώ­θηκαν πρέπει να έχουμε το σύνολο των διδασκα­λιών του.

Τα σημαντικότερα από τα χαμένα έργα του:

1. Περί φιλοσοφίας: Διάλογος (σε 3 βιβλία), όπου γινόταν κυρίως μια γενική επισκόπηση της ιστορικής εξέλιξης της φιλοσοφίας.

2. Προτρεπτικός: Εγκώμιο της φιλοσοφικής γνώσης και προτροπή για πνευματική ζωή.

3. Εύδημος: Διάλογος με θέμα την ψυχή.

4. Περί Ιδεών: Έκθεση των απόψεων του Αριστοτέλη για την πλατωνική θεωρία των Ιδεών.

 

Τα έργα του Αριστοτέλη που σώθηκαν:

 

1. Λογικά έργα

Ο Αριστοτέλης δεν θεωρούσε τη λογική κλάδο της φιλοσοφίας, αλλά μια προπαιδεία για τις κύριες φιλοσοφικές ενασχολήσεις. Στα έργα Κατηγορίαι και Περί ερμηνείας ε­ξετάζονται οι έννοιες και οι κρίσεις. Στα Αναλυτικά του μελέτησε εξονυχιστικότατα το συλλογισμό· μαζί διερεύνησε τα θέματα του ορισμού των εννοιών και της επιστημο­νικής απόδειξης. Τέλος, στα Τοπικά μελέτησε θέ­ματα διαλεκτικής (το ένατο βιβλίο των Τοπικών μας παραδόθηκε και με τον τίτλο Σοφιστικοί έ­λεγχοι). Εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι το ότι τη νόηση ο Αριστοτέλης τη μελέτησε σε άμεση συ­νάρτηση προς το λόγο.

2. Φυσικά και κοσμολογικά έργα

Τα Φυσικά (Φυσικής ακροάσεις, 8 βιβλία), ένα από τα λαμπρότερα έργα του φιλοσόφου, αρχίζει με το λόγο του για τις τέσσερις βασικές αρχές (αρχαί, αίτια) της δικής του ερμηνείας της φύσης: ύλη, είδος = μορφή, κίνησις, τέλος = τελικός προ­ορισμός, τελικός σκοπός (causa materialis, causa formalis, causa efficiens, causa finalis). Η θεω­ρία του Αριστοτέλη περί τέλους είναι ό,τι για τον Πλάτωνα η θεωρία των Ιδεών. Σ’ αυτά τα συμφρα­ζόμενα ανήκει η πλασμένη από τον Αριστοτέλη λέξη εντελέχεια, με την οποία δήλωνε τη στιγμή της πραγμάτωσης του τέλους, τη στιγμή της κορύ­φωσης. Στο ίδιο έργο ο Αριστοτέλης μελέτησε με μεγάλη ευστοχία και τα θέματα του χώρου και του χρόνου. Το Περί ουρανού (4 βιβλία) είναι έργο καθαρά κοσμολογικού περιεχομένου. Στα Μετεωρολογικά εξετάζονται πρώτα τα φαινόμενα που παρατηρού­νται κάτω από το φεγγάρι ως το εσωτερικό της γης, και στη συνέχεια διερευνώνται οι αλληλεπιδρά­σεις των τεσσάρων «δυνάμεων» ψυχρού-θερμού, υγρού-ξηρού. Σ’ αυτή την ομάδα ανήκει και το Πε­ρί γενέσεως και φθοράς.

3. Ψυχολογικά έργα

Στο έργο Περί ψυχής (3 βιβλία) ο λόγος για την ψυχή δεν αναφέρεται μόνο στον άνθρωπο, αλλά σε όλα τα ζωντανά όντα: η ψυχή, ως μορφή του ζώντος οργανισμού, είναι συγχρόνως και η εντελέχειά του. Εδώ ανήκει και μια ομάδα μικρότερων έργων, που συγκεντρώθηκαν κάτω από το γενικό τίτλο Μικρά φυσικά: όλα τους έχουν θέματα σχετικά με την ψυχή και (συγχρόνως) με το σώμα.

 

Αρχαίοι σοφοί στην Ακαδημία του Πλάτωνα: Ηρακλής Ποντικός, Σπεύσιππος, Πλάτων, Εύδοξος, Ξενοκράτης και Αριστοτέλης. Ψηφιδωτό από την Πομπηία. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Νάπολης.

 

4. Ζωολογικά-βιολογικά έργα

Περί τα ζώα ιστορίαι (10 βιβλία: μια εκπληκτι­κή σε όγκο συλλογή ζωολογικού υλικού), Περί ζώ­ων γενέσεως (5 βιβλία: κύρια θέματα η γένεση και η κληρονομικότητα· η αρχή, στην ουσία, της ση­μερινής επιστήμης της βιολογίας), Περί ζώων πο­ρείας, Περί ζώων κινήσεως, Περί ζώων μορίων (εντυπωσιακό το 5ο κεφάλαιο του 1ου βιβλίου!).

5. «Πρώτη φιλοσοφία»

Η ανθρωπότητα φαίνεται ότι χρωστά στο Ροδίτη Ανδρόνικο τη σημαντικότατη και λειτουργικότατη λέξη μεταφυσική: η λέξη μπορεί να γεννήθηκε όταν ο Ανδρόνικος, εκδίδοντας τα αριστοτελικά έργα, αποφάσισε να τοποθετήσει αμέσως μετά τα Φυ­σικά μια, δίχως φανερή εσωτερική ενότητα, σειρά πραγματειών (14), που α) περιείχαν χρησιμότατες αναδρομές στους παλαιότερους φιλοσόφους, β) συ­ζητούσαν την έννοια του είναι και της ουσίας, γ) παρουσίαζαν την αριστοτελική σύλληψη του θεού (ο θεός του Αριστοτέλη, το πρώτον κινούν ακίνητον, είναι απόλυτα αποδεσμευμένος από την ύλη· είναι μορφή χωρίς ύλη, καθαρή ενέργεια = η πρώ­τη αρχή και η πρώτη ουσία· δεν είναι ούτε ο δημι­ουργός ούτε ο κυβερνήτης του κόσμου). Ο ίδιος ο Αριστοτέλης ονόμαζε το μέρος αυτό της φιλοσοφίας του «πρώτην φιλοσοφίαν».

6. Ηθικά έργα

Τη διδασκαλία του Αριστοτέλη για την αρετή, που μόνο αυτή οδηγεί τον άνθρωπο στην ευδαιμο­νία, εμείς σήμερα τη διαβάζουμε σε τρία έργα του: στα Ηθικά Νικομάχεια (10 βιβλία), στα Ηθικά Ευδήμια (7 βιβλία) και στα Ηθικά μεγάλα (2 βιβλία) [ τα βιβλία 5-7 των Ηθικών Νικομαχείων είναι ίδια με τα βιβλία 4-6 των Ηθικών Ευδημίων].

 

Το έργο του Αριστοτέλη «Ηθικά Νικομάχεια» σε αντίγραφο (1458-59).

 

Αρετής υπάρχουν, λέει, δυο είδη: η διανοητική (σοφία, φρόνηση) και η ηθική. Η ηθική αρετή ονομάζεται έτσι, επειδή «περιγίνεται εξ έθους», δηλαδή κερ­δίζεται με τον εθισμό, άρα με την ομοιότροπη επα­νάληψη σωστών ενεργειών. Είναι στη φύση του αν­θρώπου να δέχεται την αρετή, η τελείωσή του όμως σ’ αυτήν γίνεται με την προσωπική του άσκηση. Η αρετή, κατά τον Αριστοτέλη, είναι μεσότητα ανάμεσα στην υπερβολή και την έλλειψη. Η συμπε­ριφορά του ανθρώπου είναι σωστή, αν η κάθε του πράξη γίνεται «τη στιγμή που πρέπει, κάτω από τις συνθήκες που πρέπει, εν σχέσει με τους ανθρώ­πους που πρέπει, για το λόγο που πρέπει, με τον τρόπο που πρέπει».

7. Πολιτικά έργα

Η θεωρητική απασχόληση του Αριστοτέλη με τα «πολιτικά» πράγματα είχε αρχίσει από παλιά και ήταν αδιάλειπτη. Το μαρτυρούν οι τίτλοι των σχετι­κών έργων του: Πολιτικός, Περί δικαιοσύνης, Πε­ρί βασιλείας, Αλέξανδρος ή περί αποίκων, Πολιτείαι, Πολιτικά. Εκτός από το τελευταίο, όλα τα άλλα ανήκουν στα χαμένα έργα του (σε ένα παπυ­ρικό εύρημα του 1891 χρωστούμε το μεγαλύτερο μέ­ρος της Αθηναίων πολιτείας, μιας από τις 158 πα­ρόμοιες «πολιτείες» = «συντάγματα πόλεων» που είχε συγκεντρώσει ο Αριστοτέλης).

Η πολιτική φιλοσοφία του Αριστοτέλη εί­ναι, στην πραγματικότητα, το δεύτερο κε­φάλαιο της «περί τα ανθρώπεια φιλοσο­φίας» του (το πρώτο ήταν η ηθική φιλο­σοφία του). Αυτό κατά βάθος σημαίνει ό­τι τα Ηθικά Νικομάχεια και τα Πολιτικά πραγ­ματεύονται ενιαίο θέμα, δηλαδή το θέμα της συ­μπεριφοράς του ανθρώπου: η ηθική αρετή ήταν για τον Αριστοτέλη (όπως για κάθε αρχαίο Έλληνα, άλλωστε) πολιτική αρετή  με άλλα λόγια: το κάθε συγκεκριμένο άτομο φροντίζει να κάνει δικές του τις επί μέρους αρετές, για να μπορέσει να λει­τουργήσει σωστά ως πολίτης = ως συμπολίτης.

8. Ρητορικά έργα

Το κύριο ρητορικό έργο του Αριστοτέλη, η Ρητο­ρική τέχνη, αποτελείται από 3 βιβλία. «Τέχνη» (=εγχειρίδιο ρητορικής) είναι κυρίως τα δυο πρώτα βιβλία. Κύριο θέμα τους, οι αποδείξεις (πίστεις), που διακρίνονται σε λογικές = αντικειμενικές και ηθικές = υποκειμενικές. Πολύ ενδιαφέρουσα η δι­δασκαλία του περί ενθυμήματος = ρητορικού συλ­λογισμού = συλλογισμού που ξεκινά από πιθανές προτάσεις, δηλαδή από προτάσεις που ζητούν να πείσουν, όχι να αποδείξουν.

Πολύ ενδιαφέρουσες επίσης οι διδασκαλίες του για τα ανθρώπινα πάθη, για το πώς αυτά ξεσηκώνονται στην ψυχή του αν­θρώπου την κατάλληλη στιγμή και πώς καταλα­γιάζουν όταν έχουν κάνει την εμφάνισή τους σε α­κατάλληλη στιγμή, και για τα ήθη, τα νομοτελει­ακά ψυχικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου κατά η­λικία. Το τρίτο βιβλίο της Ρητορικής έχει για θέ­μα του πρώτα την λέξιν (=το ύφος) και ύστερα την τάξιν, τη σωστή διάταξη των μερών του ρητορικού λόγου.

9. Ποιητική

Του Αριστοτέλη οι απόψεις για την ποίηση δεν ήταν καθόλου ίδιες με τις απόψεις του δασκάλου του. Άνθρωπος αιτιολογώτατος, όπως ήταν ο Αρι­στοτέλης, δηλαδή άνθρωπος που θεωρούσε αληθι­νή μόνο τη γνώση του διότι και των αιτιών, θα ή­ταν περίεργο να μην ψάξει να βρει το λόγο της ύ­παρξης της ποίησης και να μη διερευνήσει τους νόμους της ποιητικής δημιουργίας κυρίως να μην προσπαθήσει – ελεύθερος από τις πολιτικές και παιδαγωγικές σκοπιμότητες του δασκάλου του- να αξιολογήσει την ποίηση και την επίδρασή της. Στο τμήμα της Ποιητικής που μας σώθηκε δια­βάζουμε όσα ο φιλόσοφος δίδαξε για την επική ποίηση και για την τραγωδία, και έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι στο χαμένο κομμάτι της ο λόγος θα ήταν για την ιαμβική ποίηση και για την κωμωδία. Στο κεφ. 6 ο περίφημος ορισμός της τραγωδίας, που προκάλεσε ατελείωτες συζητήσεις.

10. Έργα αμφίβολης γνησιότητας.

Στο Αριστοτελικό Corpus περιλαμβάνονται και έργα, για τη γνησιότητα των οποίων δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι.

 

Δημήτριος Λυπουρλής

Ομότιμος καθηγητής

Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας ΑΠΘ

 

Βιβλιογραφία


Εν γένει για την προσωπικότητα και τις διδασκαλίες του Αριστοτέλη:

  • W. Jaeger, Aristoteles. Grundlegung einer Geschichte seiner Entwicklung,Berlin 1923 (1955) (αγγλ. μετάφρ. R. Robinson, Aristotle. Fundamentals of his Development,Oxford 1947)·  W.
  • D. Ross, Aristotle,London1923 (1945· ελλην. μετάφρ. Μαριλ. Μητσού, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 1991)·
  • Κ. Δ. Γεωργούλης, Αριστοτέλης ο Σταγιρίτης, θεσσαλονίκη 1962·
  • Ing. Düring, Aristoteles. Darstellung und Interpretation seines Denkens, Heidelberg 1966 (ελλην. μετάφρ. Π. Κοτζιά-Παντελή και Α. Γεωργίου-Κατσιβέλα: Ο Αριστοτέλης. Παρουσίαση και ερμηνεία της σκέψης του, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 2 τόμοι: 1991, 1994)·
  • Μ. Adler, Aristotle for Everybody. Difficult Thought Made Easy, 1978 (ελλην. μετάφρ. Π. Κοτζιά-Παντελή: Ο Αριστοτέλης για όλους. Δύσκολος στοχασμός σε απλοποιημένη μορφή, Αθήνα, Παπαδήμας, 1996).

  

Πηγή


  • Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, « Αριστοτέλης», τεύχος 262, 2 Δεκεμβρίου 2004.

Read Full Post »

Older Posts »