Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Άργος – Ιστορικά’

Σπηλιωτόπουλου Αδελφοί


Δημητσάνα

 

Πολύ μεγάλη ιστορική αξία έχει η κωμόπολη της Γορτυνίας Δημητσάνα. Το όνομά της πρωτοσυναντάται το 963π.Χ. Άκμαζε επί Τουρκοκρατίας, κατοικούμενη από 1500 κατοίκους και έχοντας σουλτανικά προνόμια. Μεγάλη δόξα γνώρισε και από την ίδρυση της περίφημης Σχολής της το 1764, στην οποία συνέρρεε η νεολαία της Ελλάδας στο σύνολό της και η οποία λόγω της πλουσιότατης βιβλιοθήκης της μετατράπηκε σε λαμπρό πνευματικό φυτώριο του υποδουλωμένου Έθνους. Υπήρξε κοιτίδα πολλών μεγάλων ανδρών, ανάμεσα στους οποίους και 6 πατριάρχες, 70 αρχιερείς, ο εθνομάρτυρας πατριάρχης Γρηγόριος Ε’, οι Καράκαλοι, ο περίφημος μητροπολίτης Λακεδαίμονας Ανανίας Λαμπάρδης και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός.

Η Δημητσάνα διευκόλυνε με έξοχο τρόπο τον Ιερό Αγώνα, αποτελώντας το πολεμικό του εργοστάσιο. Η γη της ήταν πλούσια στην παραγωγή νίτρου, από το οποίο κατασκευάζεται η πυρίτιδα. Το φυσικό αυτό πλεονέκτημα της χώρας αυτής είχαν εκτιμήσει οι Τούρκοι και οι Βενετοί. Οι Τούρκοι της ΙΖ’ εκατονταετηρίδας είχαν εγκαταστήσει εκεί δημόσιο πυριτιδοποιείο. Αλλά και οι ντόπιοι ασχολούνταν κατ’ οίκον με την τέχνη αυτή και βαθμιαία εξελίχθηκαν σε καλούς πυριτιδοποιούς. Ο μητροπολίτης Ανανίας έκτισε εκεί, γύρω στα μέσα του ΙΗ’ αιώνα, δύο πυριτιδόμυλους, τους οποίους όμως κατέστρεψαν οι Τούρκοι το 1767.

Ανάμεσα στους θαυμαστούς γόνους της Δημητσάνας συγκαταλέγονται και οι αδελφοί Νικόλαος και Σπυρίδων Σπηλιωτόπουλος, λαμπροί αστέρες της Επανάστασης, αγνοί και ανεκτίμητοι πατριώτες. Πριν το 1821 ήταν εγκατεστημένοι ως έμποροι στην Ύδρα. Ωστόσο, από το 1818, μετά την κατήχηση από τον Αναγνωσταρά, έγιναν μέλη της Φιλικής Εταιρείας και αναδείχθηκαν σε θερμότατους επαναστάτες, στο έπακρο του σωβινισμού (υπερβολικού και αλαζονικού πατριωτισμού) και παρείχαν τεράστιες εξυπηρετήσεις και θυσίες στην πατρίδα.

Πρωτίστως είχαν την πατριωτική ιδέα να αναστήσουν το πυριτιδοποιείο της Δημητσάνας, χάριν της επανάστασης, αναλαμβάνοντας και αναπτύσσοντας το κατεστραμμένο έργο του μητροπολίτη Ανανία ή, όπως λέει ο Μιχαήλ Οικονόμου, μετατρέποντας την περιουσία τους σε νίτρο και θείο. Για τον σκοπό αυτό διέλυσαν το εμπορικό κατάστημά τους στην Ύδρα και έφυγαν για τη Δημητσάνα. Με τη συνδρομή των ίδιων και άλλων Φιλικών Εταίρων ανοικοδομήθηκαν οι ερειπωμένοι πυριτιδόμυλοι του Ανανία. Με τον ίδιο τρόπο μεταποίησαν και άλλους υδρόμυλους της κωμόπολης και τους εμπλούτισαν με μεγάλη ποσότητα απαιτούμενων υλικών για την παραγωγή πυρίτιδας. Στους απορημένους δε Τούρκους δικαιολογούνταν, λέγοντας πως εργάζονται για το εμπόριο πυρίτιδας στα νησιά.

Έτσι τον Φεβρουάριο του 1821, παραμονές της Επανάστασης, εργάζονταν δραστήρια στη Δημητσάνα πέντε πυριτιδόμυλοι, αποταμιευόταν δε πυρίτιδα σε μοναστήρια, απρόσιτα σπήλαια, απομακρυσμένους ληνούς και διάφορα υπόγεια. Η εργασία αυτή δεν ήταν εντελώς ακίνδυνη, όμως η ευφυΐα και ο πατριωτισμός των Δημητσανιτών έκαναν τα πάντα πραγματοποιήσιμα. Συνέβη να προδοθεί η εργασία αυτή στην εξουσία και να καταγγελθεί ότι κατασκευαζόταν πυρίτιδα για τον αποστάτη Αλή πασά των Ιωαννίνων, με συνέπεια να αποσταλεί από την Τρίπολη μπουμπασίρης (ανακριτής) για εξέταση της υπόθεσης. Ωστόσο εκείνος επέστρεψε άπρακτος, διαψεύδοντας την καταγγελία, η οποία απέβη άγονη, διότι οι Σπηλιωτόπουλοι εξαγόρασαν αδρώς την εύνοια και σιωπή του ανακριτή και του καϊμακάμη (τοποτηρητή) του απόντα τότε βαλή του Μωρηά στην Τρίπολη.

Μετά την έκρηξη της επανάστασης οι πυριτιδόμυλοι αυτοί αυξήθηκαν σε 14 και παρήγαγαν, με αδιάκοπη εργασία, μεγάλη ποσότητα πυρίτιδας, με την οποία τροφοδοτούσαν τα στρατεύματα της επανάστασης. Υπολογίσθηκε δε η καθημερινή αυτή παραγωγή σε 150 οκάδες άριστης πυρίτιδας σε κάποιους και 300-500 σε άλλους. Το εργοστάσιο αυτό χορήγησε πολεμοφόδια κατά τον αγώνα σε Πελοπόννησο, Στερεά, Θεσσαλία, Κρήτη, Κασσάνδρα και Άθω.

Εντός του έτους 1821 οι αδελφοί Νικόλαος και Σπυρίδων Σπηλιωτόπουλος προσέφεραν δωρεά στην Πελοπόννησο μόνο, ανερχόμενη σε 13.106 οκάδες πυρίτιδας, 3.510 οκάδες σφαιρών και 804.320 φυσίγγια, όπως επιβεβαιώνουν οι ιστορικοί.

Οι Σπηλιωτόπουλοι εντούτοις δεν περιορίσθηκαν μόνο στην πυριτιδοποιία, αν και μόνο από αυτή θα μπορούσαν να αναδειχθούν σε μεγάλους ευεργέτες του Έθνους. Αλλά αμέσως μετά την έκρηξη της επανάστασης, γύρω στα τέλη Μαρτίου, μετέβησαν σε μέρη ευρύτερης δράσης.

Πρώτος ο Νικόλαος κατευθύνθηκε στο Άργος, όπου με τον Παπαφλέσσα και τους προκρίτους συνέστησαν την επαναστατική τοπική διοίκηση υπό το όνομα Καγγελαρία και ξεκίνησαν την πολιορκία του Ναυπλίου. Τόσο ενθουσιώδης ήταν ο Νικόλαος ώστε εκπαίδευε κάθε μέρα τους Αργείους στα όπλα, χωρίς να έχει ο ίδιος καμία γνώση της τακτικής, όπως λέει ο Σπηλιάδης.

Από το Άργος έφυγε για την Ύδρα και συνεργάστηκε με τον φίλο του αρχιεπαναστάτη Αντώνιο Οικονόμου για την εξέγερσή της, η οποία πραγματοποιήθηκε τη 16η Απριλίου. Από εκεί επανήλθε στο Άργος και κατόπιν μετέβη στους Καλτεζούς, όπου την 26η Μαΐου συμμετείχε στην πρώτη Εθνική Συνέλευση που συγκροτήθηκε εκεί και τον Ιούνιο στο στρατόπεδο των Βερβαίνων.

Ο δε Σπύρος, αφού τακτοποίησε τις εργασίες του πυριτιδοποιείου, στρατολόγησε σώμα αποτελούμενο από Δημητσανίτες και θέτοντας τον εαυτό του επικεφαλής τους, έφυγε με προορισμό τον Κολοκοτρώνη, υπό τις εντολές του οποίου αγωνίστηκε έκτοτε, εκτελώντας μάλιστα την εμπιστευτική υπηρεσία του υπασπιστή του. Σύντομα προστέθηκε σε αυτή την ομάδα και ο Νικόλαος.

Την 14η Ιουνίου οι Σπηλιωτόπουλοι έγραψαν από τα Τρίκορφα στην Ύδρα προς τον προσφάτως αφιχθέντα Υψηλάντη θερμότατο γράμμα με πατριωτικούς χαιρετισμούς και συγχαρητήρια για την αίσια άφιξή του, αποκαλώντας τον άλλο Μωυσή και λαμπρότατο προστάτη του ελληνικού γένους και έγραφαν συν τοις άλλοις ότι «η Πελοπόννησος αναπνέει τώρα τον ζωογόνο αέρα της χρηστής ελπίδας και παρηγοριά της». Ο δε Υψηλάντης απάντησε με ωραία επιστολή, γράφοντας ότι είναι ευτυχής, ότι έζησε για να αγωνισθεί υπέρ της φίλτατης πατρίδας και είναι ακόμα ευτυχέστερος που βρήκε τέτοιους συναγωνιστές.

Οι Σπηλιωτόπουλοι αγωνίσθηκαν με ενθουσιασμό σε όλους τους Δραμαλικούς πολέμους. Κατά τη διάρκεια αυτών ο Σπύρος εκτελούσε χρέη υπασπιστή του Αρχηγού, διορίσθηκε όμως επισήμως τον Σεπτέμβριο του 1822 με το εξής έγγραφο:

Ο αρχιστράτηγος της Πελοποννήσου.

Με την παρούσα διορίζω τον κ. Σπύρο Σπηλιωτόπουλο αγιουτάντε μου και τον διατάσω να φροντίζει να καταμετρά όσα στρατεύματα καταφθάνουν ή κατευθύνονται προς το γενικό στρατόπεδο ή οποιαδήποτε άλλη περίσταση να τα αναφέρει με ραπόρτο του προς τη Σεβαστή Γερουσία και προς εμένα. Ομοίως να εκτελεί και κάθε άλλη υπουργική αρμοδιότητα, που ήθελε να του αναθέτω. Όλοι οι καπεταναίοι και στρατιώτες γνωρίζοντας τον πρέπει να ακολουθείτε την καταμέτρησή του και τις οδηγίες του, γιατί κατά την καταμέτρησή του θα δίδονται τα ταΐνια.

Την 25η Σεπτεμβρίου 1822 στην Τριπολιτσά

(Τ.Σ.) θεοδορίς κολοκοτρώνης

Οι πατριώτες αδελφοί, κατά τη διάρκεια της επανάστασης, θυσίασαν για την πατρίδα, σύμφωνα με υπολογισμούς, περισσότερα από 300.000 γρόσια.

Ο δε Σπύρος σημείωσε και πολιτική δράση. Διετέλεσε πληρεξούσιος Ναυπλίου στην Γ’ Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου του 1826 και της Πρόνοιας του 1832.

Κατά την έλευση του Κυβερνήτη το 1828 ήταν δημογέροντας Ναυπλίου. Αλλά τον Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 1831 στο Ναύπλιο, καταδιώχθηκε με πολλούς άλλους, λόγω της αντίθεσής του προς τον Κυβερνήτη, συνελήφθη ως ύποπτος συνωμότης, φυλακίσθηκε στο φρούριο Μπούρτζι, από όπου όμως δραπέτευσε με λέμβο και κατέφυγε στην Ύδρα, την εστία των αντικαποδιστριακών.

Οι Σπηλιωτόπουλοι είχαν και αδελφή, ονόματι Ελεούσα, η οποία παντρεύτηκε τον Αργείο κτηματία Νικόλ. Παναγόπουλο.

Από τους δύο αδελφούς ο μεγαλύτερος, ο Νικόλαος, παντρεύτηκε στην Ύδρα, πέθανε δε κατά τα πρώτα έτη της επανάστασης ή κατ’ άλλους τον Ιούλιο του 1828 στο Ναύπλιο.

Και  ο Σπύρος, στην αρχή του αγώνα, παντρεύτηκε την Κατήγκω, κόρη του προκρίτου συμπολίτη του Αθαν. Αντωνόπουλου, έχοντας παράνυμφο τον Θεόδ. Κολοκοτρώνη, ύστερα όμως, αφού πέθανε η σύζυγός του, πραγματοποίησε δεύτερο γάμο το 1828 με την Αλεξάνδρα, κόρη του επιφανέστατου Αργείου Θεοδωράκη Βλάσση, έχοντας παράνυμφο τον Κανέλλο Δεληγιάννη.

Με αυτήν απέκτησε τρία παιδιά, τον Τιμολέοντα, πρωτοδίκη και εισαγγελέα, την Αβροκόμη και την Χαρίκλεια σύζυγο του διαπρεπούς Αθηναίου Πέτρου Πανταζή, εφέτη και δικηγόρου στο Ναύπλιο. Ο Σπύρος, μετά τον νέο του γάμο, εγκαταστάθηκε στο Άργος, αργότερα δε το 1841 στο Ναύπλιο, όπου απολάμβανε τη μέγιστη υπόληψή του. Δημιούργησε αρκετά μεγάλη περιουσία, ιδίως στη Σικυώνα, το Άργος και το Ναύπλιο, όπου είχε δύο κατοικίες, στη μία από τις οποίες δημιουργήθηκε η πρώτη δημοτική λέσχη την 8η Απριλίου 1834, βρίσκονταν δε και οι δύο στη μεγαλύτερη οδό της πόλης, που οδηγούσε από τα ανάκτορα στην πλατεία Συντάγματος και προς τον νότον, η μία στο σημερινό δημαρχείο (1913), η άλλη στην πλατεία των ανακτόρων, όπου κατόπιν ήταν το φαρμακείο του Βονιφάτιου Βοναφίν.

Τέλος ο Σπύρος πέθανε την 5η Αυγούστου 1841 στο Ναύπλιο από κακοήθη πυρετό, ακριβώς την ημέρα κατά την οποία διορίσθηκε δήμαρχος Ναυπλίου, η δε σύζυγός του τον ακολούθησε κατά το έτος 1875.

  

Το αρχοντικό των αδελφών Σπηλιωτόπουλων


  

Το αρχοντικό των αδελφών Σπηλιωτόπουλων στη Δημητσάνα, είναι συνδεδεμένο με πολλά σημαντικά γεγονότα κατά την Τουρκοκρατία και την Επανάσταση.

Στους ευρύτερους χώρους του, θόλους και υπόγεια, είχαν αποθηκεύσει μεγάλες ποσότητες πρώτων υλών αναγκαίων για την κατασκευή πυρίτιδας, όταν εγκαταστάθηκαν στη Δημητσάνα το 1819 χάριν του Αγώνα, μετά το κλείσιμο της μεγάλης εμπορικής επιχείρησής τους στην Ύδρα. Επίσης, σε αυτό το σπίτι αποθήκευαν και κατεργασμένη πυρίτιδα, όταν άρχισαν να επισκευάζουν τους κατεστραμμένους μπαρουτόμυλους και εκείνους που οι ίδιοι με φροντίδα τους δημιούργησαν πριν από την εξέγερση, για να τους κάνουν δεκατέσσερις μετά  το ξέσπασμα της Εθνεγερσίας.

Στην αυλή του σπιτιού τους λειτουργούσε φούρνος που παρασκεύαζε ψωμί για την τροφοδοσία των μαχόμενων Ελλήνων και στα υπόγεια του λειτουργούσε χυτήριο που μετέβαλλε τα μεταλλικά σκεύη σε βόλια.

Το σπίτι αυτό ήταν ο δέκτης μηνυμάτων για την πορεία του Αγώνα. Ακόμα ήταν ο δέκτης παραγγελιών που έστελναν οι αρχηγοί των στρατοπέδων, των μαχόμενων τμημάτων των εξεγερθέντων Ελλήνων και οι Εκπρόσωποι της Προσωρινής Κυβέρνησης για τον εφοδιασμό τους με πολεμικά εφόδια, τρόφιμα και άλλα είδη.

Ο συγγραφέας Επ. Σπηλιωτόπουλος αναφέρει ότι  σε αυτό το σπίτι οι προγονοί του Αδελφοί Σπηλιωτόπουλοι «εφιλοξένησαν πολλάκις τον Κολοκοτρώνην, τον Ανδρούτσον, τον Καραϊσκάκην, τους Μαυρομιχαλαίους και τον συγγενήν των Σταϊκόπουλον κ.λπ. αγωνιστάς, αι προσωπογραφίαι των οποίων παρά διασήμου ζωγράφου εκόσμουν αίθουσάς των, διατηρηθείσαι μέχρι σήμερον (1972) εις χείρας μου και είδον ημέρας σπανιωτάτης ευκλείας και τιμής».*

  

Οι μπαρουτόμυλοι


 

Ερείπιο μπαρουτόμυλου

«Πολλοί Δημητσανίτες εφτιάνανε μπαρούτι. Στον Αγώνα του Εικοσιένα η Δημητσάνα ήτανε “μπαρουταποθήκη”. Τότε, οι αδελφοί Σπηλιωτόπουλοι, που ήσαντε Δημητσανίτες, ήρθανε από την Ύδρα κι εφτιάσανε  στη Δημητσάνα αρκετούς μπαρουτόμυλους. Μόλις άρχισε η επανάσταση, οι μύλοι εγινήκανε πιο πολλοί και, μάλιστα, λένε πως μπαρούτι εφτιάνανε και στα σπίτια τους ακόμα πολλοί Δημητσανίτες, εκτός από τους μπαρουξήδες που εδουλεύανε στους μύλους, και το κοπανάγανε στα χαβάνια που είχανε στο σπίτι.

Λένε πως τους δυο πρώτους μπαρουτόμυλους στη Δημητσάνα τους έφτιασε πριν από το 1770 ο μητροπολίτης Λακαιδεμόνιος Ανανίας Λαμπάρδης. Υπήρχανε πολλοί μπαρουξήδες (μπαρουτοποιοί) στη Δημητσάνα, που είχε βγει και επώνυμο Μπαρουξής.

Το υλικό για το μπαρούτι ήτανε το κάρβουνο, το νίτρο και το θειάφι. Το κάρβουνο εγινότανε από κλίματα, σπαρτά, αλλά το καλύτερο υλικό ήταν η ασφάκα (σφάκα). Το νίτρο μαζευότανε δύσκολα. Το επαίρνανε από τις ακαθαρσίες των ζώων. Το νίτρο το ονομάζανε “βοτάνι” και γι’ αυτό εκείνοι που το μαζεύανε ελεγόσαντε βοτανιαραίοι. Εμαζεύανε τη κοπριά των γιδοπροβάτων, αλλά ήτανε πολύ καλό υλικό οι κοτσιλιές από τα πουλιά και ιδίως από τα αγριοπερίστερα. Μετά από αυτή τη λεπτομέρεια να ειπούμε ότι τις ακαθαρσίες τις ερίνανε σε καζάνια κι ανάβανε και φωτιά και  με νερό αυτό έβραζε και το νίτρο έβγαινε πάνω – πάνω.

Πολλοί εμαζώχνανε το νίτρο. Μόλις το ετοιμάζανε, το παραδίνανε στην εκκλησία, για να πάρουνε την αμοιβή τους. Από την εκκλησία επηγαίνανε το νίτρο στους μπαρουτόμυλους. Το τειάφι (θειάφι) οι Δημητσανίτες το επέρνανε από τι εμπόριο. Αυτά τα τρία υλικά το νίτρο, το τειάφι και το κάρβουνο, τα εκοπανάγανε στα ξύλινα χαβάνια.

Κάθε μπαρουτόμυλος είχε το σύστημα αυτό που κοπανιότανε το μπαρούτι, δηλαδή τα χαβάνια, τα κοπάνα και τη φτερωτή.

Μουσείο Υδροκίνησης

Πάνω στη φτερωτή πέφτει το νερό με ορμή και κινάει το μύλο και έτσι ανεβοκατεβαίνουνε τα ξύλινα κόπανα και κοπανάνε τα τρία υλικά. Δηλαδή, τα κόπανα συνδέονται με ένα κεντρικό άξονα και αυτός με τη φτερωτή. Εκεί υπάρχει ένα “χωνί” (ξύλινο κωνικό βαρέλι, που η διάμετρος του στο σημείο εκροής στενεύει συστηματικά για να αυξάνεται η ταχύτητα του νερού), που μέσα σε αυτό έπεφτε με δύναμη το νερό από ψηλά κι εκίναγε τη φτερωτή. Έτσι “επέρνανε  μπρος” και τα κόπανα και ανεβοκατεβαίνανε και “εζυμώνανε” το υλικό. Κάθε μπαρουτόμυλος είχε μέχρι δεκατέσσερα γουδιά (κόπανα με τα χαβάνια). Το κάθε χαβάνι εχώραγε δέκα οκάδες. Τα χαβάνια ήσαντε στερεωμένα μέσα στο έδαφος. Οι μπαρουτόμυλοι (κόπανα, φτερωτή, άξονας κ.λπ.) εφτιαχνόσαντε με ξύλο. Στον ίδιο τόπο, εκτός από το μπαροτόμυλο, υπήρχε μια χαμωκέλα που  εβάνανε πρωτύτερα τα υλικά, μια αποθήκη που εβάνανε το μπαρούτι  μόλις εγινότανε και πιο μακρύτερα οι μπαρουξήδες είχανε το μαγειρείο τους και την τραπεζαρία τους. Εκεί εξεκουραζόσαντε.

Με τον καιρό αλλάξανε οι μπαρουτόμυλοι και το μπαρούτι έβγαινε αλλιώτικα. Είχανε πια ένα λιθάρι που γυρνάει γύρω – γύρω και λιώνει το υλικό του μπαρουτιού. Το λιθάρι εκινιότανε πάλι με τη φτερωτή κι απάνω της ερχότανε με πίεση το  νερό. Εφτιάνανε δυο λογιώνε μπαρούτι. Το ένα  ήτανε μπαρούτι κυνηγιού και το άλλο ήτανε μπαρούτι για υπονόμους (φουρνέλα).

Οι μπαρουξήδες είχανε ένα καντάρι που εζυγιάζανε τα υλικά, μεγάλες σκάφες  που εζημώνανε το μπαρούτι και κοσκινά, για να ξεχωρίζουνε ποιο μπαρούτι ήτανε για το κυνήγι και ποιο για τα φουρνέλα. Για το ξεχαβάνιασμα είχανε ξύλινες κουτάλες. Είχανε ακόμα φτυάρια, για να ανακατώνουνε το υλικό και κάτι βούρτσες, για να σκουπίζουνε το υλικό που έβγαινε έξω από τα χαβάνια και να το ξαναρίνουνε μέσα.

Το κοπανισμένο μπαρούτι μετά το λιάζανε  στις “λιάστρες” (λινά πανιά) και μετά το κοσκινάγανε οι μπαρουξήδες το εγυαλίζανε σκέτο και αργότερα με γραφίτη  (δηλαδή αρχικά βάζανε το μπαρούτι μέσα σε βαρέλι προορισμένο στον οριζόντιο άξονα της φτερωτής. Aπό τη συνεχή τριβή των κόκκων του μπαρουτιού μεταξύ τους και με την επιφάνεια του βαρελιού επιτυγχάνεται το γυάλισμα. Αργότερα μαζί με το μπαρούτι ρίχνανε στο περιστρεφόμενο βαρέλι και γραφίτη). Το μπαρούτι πια είναι έτοιμο».**

  

Υποσημειώσεις


 * Α. Καρδάσης, Δημητσάνα, μια δοξασμένη πόλη, Αθήνα, 1988, σελ. 386-7.

** Μαρτυρία Σπύρου Σεργόπουλου, συμπληρωμένη με στοιχεία από το Μουσείο Υδροκίνησης.  

 

Πηγές


  • Δημητρίου Κ. Βαρδουνιώτου, « Καταστροφή του Δράμαλη », Εκ των τυπογραφείων Εφημερίδος ¨Μορέας¨, Εν Τριπόλει 1913.    
  • Δήμητρα Αγγελοπούλου, «Δημητσάνα, Λαογραφώντας τη μνήμη», εκδόσεις ergo, Αθήνα, 2006.

 

  

Read Full Post »

O Μακρυγιάννης στο Άργος


Το Άργος, μετά την Αθήνα, είναι η πολιτεία εκείνη που συνδέθηκε περισσότερο στενά με το Ρουμελιώτη αγωνιστή της Παλιγγενεσίας Γιάννη Μακρυγιάννη, κι αυτό όχι τόσο  εξαιτίας των δεσμών του μαζί της – ο αλαφροΐσκιωτος αυτός επαναστάτης μάλλον έμεινε στο περιθώριο της κοινωνικής και όχι μόνον ζωής του τόπου – όσο εξαιτίας του γεγονότος ότι στο Άργος παρέμεινε αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα και εκεί άρχισε να γράφει τα απομνημονεύματά του, ένα έργο που όχι άδικα έφθασε να γίνει το ευαγγέλιο του νέου ελληνισμού.

 

«Από τα ’26, που έπεσαν στα χέρια μου τα «Απομνημονεύματα», ως τα σήμερα» – δηλαδή στα 1943 – «δεν πέρασε μήνας χωρίς να ξαναδιαβάσω λίγες σελίδες τους, δεν πέρασε εβδομάδα χωρίς να συλλογιστώ αυτή την τόσο ζωντανή έκφραση», μας εξομολογείται ο Γιώργος Σεφέρης στο γνωστό κείμενό του που δημοσιεύτηκε στον πρώτο τόμο των Δοκιμίων του.[1]

Ιωάννης Μακρυγιάννης, ξυλογραφία του Α. Τάσσου.

Το ποιος ήταν ο Μακρυγιάννης δε θα είχε ιδιαίτερη σημασία, αν κάποια στοιχεία απ’ τη ζωή του δε μας επέτρεπαν να εκτιμήσουμε σφαιρικότερα το έργο του. Ήταν ένας απλός αλλ’ αντιπροσωπευτικός άνθρωπος του λαού στα ύστερα χρόνια της Τουρκοκρατίας και σαν τέτοιο θα πρέπει να τον αντιμετωπίζουμε, για λόγους που θα επιχειρήσουμε να εξηγήσουμε στη συνέχεια. Όχι ότι δεν ήταν χαρισματική προσωπικότητα. Ήταν, όπως ήταν και πάρα πολλές άλλες στα δύσκολα εκείνα χρόνια του ελληνισμού.

Γιος του αρματολού Δημήτρη Τριανταφύλλου, γεννήθηκε στα 1797 κάτω από δύσκολες συνθήκες, σε ένα μικρό χωριό, το Αβορίτι του Λιδωρικού, και λόγω ύψους πήρε το παρωνύμιο «Μακρυγιάννης», με το οποίο πέρασε στην ιστορία. Ο πατέρας του χάθηκε  στα 1804, κατά το μεγάλο διωγμό της κλεφτουργιάς, και η οικογένεια χάρη στην αυταπάρνηση της μάνας κατόρθωσε να καταφύγει στη Λειβαδιά. Εκεί τον έβαλαν υπηρέτη σ’ ένα σπίτι. Τα αφεντικά  όμως, γράφει ο ίδιος, «ήθελαν να κάνω κι άλλες δουλειές ταπεινές του σπιτιού και να περιποιώμαι τα παιδιά. Τότε αυτό ήταν ο θάνατός μου».[2]

Στα δεκατέσσερά του οι δικοί του τον έστειλαν στην Άρτα, υπηρέτη στο σπίτι του Θανάση Λιδωρίκη, ενός από τους γραμματικούς του Αλή. Εκεί ασχολήθηκε με το εμπόριο, έμπορας και δανειστής, με αποτέλεσμα στις παραμονές της επανάστασης να έχει αποκτήσει σημαντική περιουσία και συνείδηση μικροαστού.

Καταδιώχθηκε από τα σουλτανικά στρατεύματα, που πολιορκούσαν το Σατράπη των Ιωαννίνων και κατέφυγε στον παλιό αρματολό Γώγο Μπακόλα, τον οποίο και ακολούθησε στις πρώτες φάσεις της επανάστασης. Ο Μπακόλας, παρ’ ότι τελικά κατέφυγε στους Τούρκους, υπήρξε ο μοναδικός οπλαρχηγός που όχι μόνο ξέφυγε από τον ψόγο του Μακρυγιάννη αλλά απέσπασε τα εγκώμιά του.[3]

Τον Απρίλη του 1822, επικεφαλής τεσσάρων χωριών των Σαλώνων, έφθασε στην Ανατολική Ελλάδα και έλαβε μέρος σε διάφορες επιχειρήσεις, για να καταλήξει τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου στη Αθήνα. Εκεί θα τεθεί υπό τις διαταγές του Οδυσσέα Ανδρούτσου και θα συνεργασθεί με τον Γιάννη Γκούρα. Όμως, είτε  γιατί απογοητεύτηκε από την τυραννική   συμπεριφορά των πρώην αρματολών είτε γιατί δίπλα τους  δεν υπήρχαν περιθώρια διάκρισης και ικανοποίησης των φιλοδοξιών του – κι ο Μακρυγιάννης ήταν φιλόδοξος όσο κι αν προσπαθεί να το διαψεύσει στο κείμενό του – πήρε το δρόμο για την Πιάδα κι από εκεί  θα φθάσει στις 25 Οκτωβρίου 1823 στο Άργος.

Έκτοτε, για μεγάλα χρονικά διαστήματα, με κάποιες ενδιάμεσες διακοπές ως το Δεκέμβρη του 1831, το Άργος και ο κάμπος του θα είναι ο χώρος της δράσης του. Εκεί αργότερα θα αρχίσει να γραφεί τα Απομνημονεύματά του.

«1829. Φλεβαρίου 26, Άργος. Είμαι διορισμένος», γράφει, «από την κυβέρνηση του Κυβερνήτη Καποδίστρια Γενικός Αρχηγός της Εκτελεστικής δύναμης της Πελοπόννησος και Σπάρτης. Ο σταθμός είναι εδώ εις Άργος κάθομαι και αγρικιώμαι με την κυβέρνηση και παντού εις τις επαρχίες μ’ αρχές κι’ αξιωματικούς… και εξακολουθώ τα χρέη μου καθήμενος τον περισσότερον καιρόν εδώ. Και για να μην τρέχω εις τους καφενέδες και σε άλλα τοιαύτα και δεν τα συνηθώ… εφαντάστηκα να γράψω τον βίον μου… και να τα γλέπουν οι νεότεροι και οι μεταγενέστεροι νάχουν περισσότερη αρετή και πατριωτισμόν. Η πατρίδα του κάθε ανθρώπου και η θρησκεία είναι το παν…».[4]

Για το έργο αυτό του Μακρυγιάννη έχει γίνει λόγος πολύς, προεξαρχόντων του Γιώργου Θεοτοκά (1941) και του Γιώργου Σεφέρη (1943). Ο πρώτος τοποθετεί τα Απομνημονεύματα στο κέντρο της συζήτησης γύρω από τους στόχους της λογοτεχνικής γενιάς του ΄30, ενώ ο δεύτερος δε θα διστάσει να μας πει πως ο «Μακρυγιάννης είναι ο πιο σημαντικός πεζογράφος της νέας ελληνικής λογοτεχνίας, αν όχι ο πιο μεγάλος, γιατί έχουμε τον Παπαδιαμάντη».

Πράγματι πρόκειται για μια γνήσια λαϊκή έκφραση, η οποία όμως είχε τα προηγούμενά της. Κι αυτά τα βρίσκουμε σε σειρά κειμένων λαϊκής επιστολογραφίας των χρόνων της τουρκοκρατίας, στα οποία, ατυχώς, δε δόθηκε η πρέπουσα σημασία. Για παράδειγμα: «Ένα τουφέκι όρισες και τόδωκα˙ μ’ ας είναι καλά οπού θα μου το φτιάσουν ασημένιο˙ και α δε μου αξίζει το φιλεύω», γράφει κάποιος άσημος Έλληνας του ΙΗ΄ αιώνα.[5]

Δίπλα όμως στο έργο του Μακρυγιάννη στέκονται και οι πίνακές του. Εδώ η εικόνα ζωντανεύει τη γραφή, όπως η αγιογραφία έδινε ψυχή στα παλιά συναξάρια και έκανε τους τοίχους της εκκλησιάς να μιλούνε για τα πάθη του Χριστού και τα μαρτύρια των αγίων. Με αυτόν, τον ίδιο αφηγηματικό τρόπο της μεταβυζαντινής αγιογραφίας, θα μας δώσει ο Παναγιώτης Ζωγράφος το στοχασμό του ρουμελιώτη στρατηγού.[6]

Εμείς όμως  δε θα σταθούμε – είναι εξάλλου πέρα από τις δυνατότητές μας – στη λογοτεχνική αξία των Απομνημονευμάτων  του Μακρυγιάννη. Μας ενδιαφέρει η καθαρά ιστορική τους πλευρά. Και εδώ, χωρίς να αμφισβητήσουμε την πρόθεση του αφηγητή να σημειώσει «γυμνή την αλήθεια και χωρίς πάθος»,[7] είμαστε εντούτοις υποχρεωμένοι να σταθούμε κριτικά απέναντι στο κείμενό του.

 

Το Άργος, τα πρώτα χρόνια μετά την επανάσταση. Εδώ εγκαταστάθηκε, το 1828, ο Μακρυγιάννης ως γενικός αρχηγός της εκτελεστικής δυνάμεως της Πελοποννήσου και έναν χρόνο αργότερα άρχισε να γράφει τα απομνημονεύματά του. (Λιθογραφία του H. Belle).

 

Ο Γιάννης Βλαχογιάννης, ο εκδότης  των Απομνημονευμάτων, υποστήριξε τη φιλαλήθεια και την ειλικρίνεια του Μακρυγιάννη. Αρετές όμως που τις διαχώρισε από την αντικειμενικότητα και την αμεροληψία. Και πράγματι έτσι είναι. Ο ρουμελιώτης αγωνιστής καταθέτει – έτσι πιστεύει πως κάνει – την αλήθεια. Όμως πρόκειται για τη δική του αλήθεια, μια αλήθεια κάθε άλλο παρά απαλλαγμένη από το πάθος.[8] Στην αφήγησή του δε θα βρει κανείς ούτε ίχνος συμπάθειας ή κατανόησης για πρόσωπα με τα οποία συγκρούστηκε, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που θα δώσει μισή την αλήθεια, για να μην πιστωθούν τη δόξα οι αντίπαλοί του. Εύγλωττη απόδειξη η περίπτωση της εισβολής του Δράμαλη στο Μοριά ή η ταύτιση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνημε τονΚιαμίλμπεη της Κορίνθου.[9]

Είναι αναγκαίο επίσης να αναφερθούμε και στους ιδεολογικούς άξονες του Μακρυγιάννη. Η πατρίδα και η θρησκεία κατέχουν κυρίαρχη θέση στη σκέψη και στο έργο του. Η πατρίδα όμως είναι ταυτισμένη με τους νόμους και την τάξη. Τότε μονάχα υπάρχει πατρίδα, όταν υπάρχουν νόμοι καλοί.  Η ευταξία ήταν γι’ αυτόν το παν. Γι’ αυτό αναδέχεται  με προθυμία καθήκοντα αστυνομικά[10], γι’ αυτό και διαμορφώνει μια σχέση μεταφυσική με το «Σύνταγμα». Εδώ εντοπίζεται η μικροαστική  του συνείδηση, συνείδηση διαμορφωμένη μέσα στα πλαίσια της προεπαναστατικής εμπορικής του δραστηριότητας, και η αντίθεσή του με την αυταρχική έκφραση του αρματολισμού.

«Κι αυτά τα καπετανλίκια», γράφει, «ήταν κλέφτικα πράγματα, όταν ήταν οι Τούρκοι στην πατρίδα μας αφεντάδες»[11]. Αυτός προσβλέπει μόνο στους νοικοκυραίους, που τους θεωρεί ραχοκοκαλιά του έθνους. Επίσης κύριο ρόλο στην ψυχοσύνθεση του Μακρυγιάννη παίζει η αίσθηση της αδικίας. Η βία των κατακτητών σημάδεψε τα παιδικά του χρόνια. Οι Τούρκοι θα χαθούν, γιατί αδίκησαν το ραγιά. Ο Αρβανίτης Σμαήλμπεης Κόνιτζα λέει σε μια συγκέντρωση στην Άρτα: «Πασάδες και μπέηδες…θα χαθούμε!Αδικήσαμε το ραγιά και από πλούτη και από τιμή  και τον αφανίσαμε˙ και μαύρισαν τα μάτια του και μας σήκωσε ντουφέκι»[12].

Με ιδιαίτερη μάλιστα αυστηρότητα κρίνει τις αδικίες των Ελλήνων κι αυτό θα τον φέρει σε αντίθεση με τον Ανδρούτσο, το Γκούρα και το Μαμούρη. Συνεχίζει ο ρουμελιώτης αγωνιστής  μια πανάρχαιη ελληνική αντίληψη που πρωτοσυναντιέται στους Πέρσες του Αισχύλου. Η «ύβρις» στην περίπτωση του Ξέρξη, οι «αμαρτίες» των βυζαντινών αργότερα και οι αδικίες τέλος των Τούρκων θα επιφέρουν την καταστροφή τους. Τέλος ιδιαίτερα στενή και άμεση είναι η σχέση του με τη θρησκεία. Από το πανηγύρι τ’ Αγιαννιού στη Δεσφίνα, σε ηλικία δεκατεσσάρων χρόνων, όπου πρωτόκανε συμφωνίες με τον άγιο[13], και στη συνέχεια η σχέση του Μακρυγιάννη με την Παναγία και τους Αγίους είναι καθημερινή και προσωπική, για να κορυφωθεί στο τέλος της ζωής του, στο θρησκευτικό παραλήρημα των Οραμάτων και θαμάτων του[14]. Εξάλλου δεν είναι άσχετο το γεγονός ότι στη θεία παρέμβαση για τη νεκρανάσταση της Ελλάδας αφιέρωσε το πρώτο από τα κάδρα του.

Παρ’ όλο που ο Μακρυγιάννης φθάνει στην Αργολίδα μετά από ένα χρόνο, εντούτοις η πρώτη του αναφορά στον τόπο γίνεται με την καταγραφή της εισβολής του Δράμαλη. Πρόκειται για ένα κομβικό σημείο του έργου του, που έχει άμεση σχέση με την αντικειμενικότητα και την αξιοπιστία του. Κατ’ αυτόν η καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη οφείλετο αποκλειστικά στον έλεγχο των Μεγάλων Δερβενιών από τους Ρουμελιώτες. «Τους σκότωναν αυτούς εις τα στενά», γράφει, «και δεν πήγαν οι ζαϊρέδες εις την Πελοπόννησο και χαθή ο Δράμαλης. Αν είχε ζαϊρέ, τι λόγο θα είχε να χαθή;».[15]

Αναμφίβολα ο Οδυσσέας, οι Βιλιώτες και οι Περαχωρίτες, αν και δε κατάφεραν να εμποδίσουν την κάθοδο του Δράμαλη στο Μοριά – και σ’ αυτό συνετέλεσαν οι ραδιουργίες του Αρείου Πάγου – εντούτοις στη συνέχεια παρεμπόδισαν αποτελεσματικά τις αποστολές εφοδίων από την Κεντρική Ελλάδα. Όμως, η καταστροφή της τουρκικής στρατιάς υπήρξε αποτέλεσμα της στρατιωτικής ιδιοφυΐας του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη αλλά και της απροθυμίας του Χορσέφ πασά, επικεφαλής του οθωμανικού στόλου, να σπεύσει σε βοήθειά της. Αν και στα Απομνημονεύματα δε δίνει την οφειλόμενη σημασία στη μεγάλη αυτή νίκη, αφιερώνει εντούτοις μια από τις εικόνες του στις μάχες εκείνων των ημερών.

Πρόκειται για μια θαυμάσια άποψη του αργολικού πεδίου, όπου η ποιητική άδεια δεν αλλοιώνει την τοπογραφία της περιοχής. Στο υπόμνημα όμως του πίνακα υποτιμάται προκλητικά η συμβολή του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη και η άμυνα του φρουρίου του Άργους, ενώ η ιδέα του αποκλεισμού των στενών αποδίδεται στο Νικηταρά, στο μοναδικό από τους Πελοποννήσιους οπλαρχηγούς που ο Μακρυγιάννης είχε κάποια συμπάθεια, περισσότερο εξαιτίας των πολλών εξόδων του στη Ρούμελη.

Εδώ θα πρέπει να τονιστεί η αντίθεση Ρουμελιωτών και Μοραϊτών προκρίτων και οπλαρχηγών, αντίθεση που κορυφώθηκε το δεύτερο εξάμηνο του 1824, όταν κατά τον εμφύλιο πόλεμο τα ρουμελιώτικα στρατεύματα που έφερε η κυβέρνηση στο Μοριά, για να καταστείλει την αντίσταση των Πελοποννησίων – και σ’ αυτό ο Μακρυγιάννης έπαιξε καθοριστικό ρόλο – λειτούργησαν σαν στρατός κατοχής. Το ίδιο έγινε και κατά την αναρχία, που ακολούθησε τη δολοφονία του Καποδίστρια. Οι Μοραΐτες κατηγορούσαν τους Ρουμελιώτες για τη λεηλασία του τόπου τους και ότι πολέμησαν πάντα με μισθό, ενώ αντίθετα οι Ρουμελιώτες τους Πελλοπονήσιους ότι τους ήθελαν για είλωτες και πως δεν ενδιαφέρονταν για την απελευθέρωση της Ρούμελης.

Ο Μακρυγιάννης μάλιστα με τη γνωστή αφέλειά του αποδίδει την κατηγορία αυτή και στον Καποδίστρια. Ενώ ήταν γνωστές, και όφειλε και ο ίδιος να τις γνωρίζει, οι προσπάθειες του άτυχου Κυβερνήτη για την απελευθέρωση της Στερεάς Ελλάδας και για το ζήτημα των συνόρων. Το σημαντικό, όμως, στην αντιπαλότητα αυτή είναι ότι δεν εστιάζεται στις σχέσεις  των μεγάλων καπεταναίων της εποχής, Κολοκοτρώνη, Οδυσσέα, και Καραϊσκάκη, οι οποίοι είχαν πολύ καλές σχέσεις, ίσως γιατί ένιωθαν ότι τους απειλούσαν κοινοί κίνδυνοι, αλλά σε οπλαρχηγούς δεύτερης και τρίτης τάξης, στους πρόκριτους και στους πολιτικούς. Και σε αυτή τη κατηγορία άνηκε και ο Μακρυγιάννης.

Η παραμονή του Μακρυγιάννη στη περιοχή του Άργους διακρίνεται σε δύο περιόδους. Η πρώτη αρχίζει τον Οκτώβριο του 1823, όταν πρωτοφτάνει στο Άργος, και τελειώνει με τη μετάβασή του στην Αθήνα για να γιατρευτεί από τις πληγές του τον Ιούλιο του 1825, μετά τη μάχη των Μύλων. Εκεί στα τέλη του 1825 θα παντρευτεί την Αικατερίνη, θυγατέρα του Αθηναίου προύχοντα Χατζηγεωργαντά Σκουζέ. Κατά την περίοδο αυτή ο ρουμελιώτης αγωνιστής θα εμπλακεί στον εμφύλιο, στο πλευρό των κυβερνητικών, και μετά την επικράτησή τους θα πολεμήσει κατά του Ιμπραήμ στο Νιόκαστρο και στους Μύλους[16].

Η δεύτερη  περίοδος ταυτίζεται με την άφιξη του Καποδίστρια στην Ελλάδα και διαρκεί ως το Μάιο του 1833, οπότε φεύγει για την Αθήνα. Κατά τη δεύτερη περίοδο θα εγκατασταθεί οικογενειακώς στην πόλη του Άργους, όπου θα παραμείνει ως τη ρήξη του Δεκεμβρίου 1831, οπότε στα δραματικά γεγονότα εκείνης της εποχής μόλις θα κατορθώσει να στείλει την οικογένειά του στο Ναύπλιο, ενώ η περιουσία του – «όλο μου το πράμα» καθώς γράφει – αν δε διαγουμίστηκε απ’ τους αντιπάλους του έγινε παρανάλωμα του πυρός. Μετά τη ρήξη του Άργους ακολούθησε τους Συνταγματικούς στην Περαχώρα και επέστρεψε μαζί τους, στο Ναύπλιον πλέον, στα τέλη Μαρτίου του 1832.

Κατά τη διάρκεια της δεύτερης περιόδου ο Μακρυγιάννης με έδρα το Άργος θα είναι αρχηγός της Εκτελεστικής δύναμης της Πελοποννήσου μέχρι και το Μάιο του 1830, οπότε θα αντικατασταθεί από το Νικηταρά, και στη συνέχεια – από 1 Ιανουαρίου 1831 – θα διοριστεί, πάλι με έδρα το Άργος, μέλος του Αναθεωρητικού [Στρατιωτικού] Δικαστηρίου. Εκεί, από τις 26 Φεβρουαρίου 1829 μέχρι και το φθινόπωρο του 1831, γράφηκε και το πρώτο βιβλίο και το δεύτερο κεφάλαιο του δεύτερου βιβλίου των Απομνημονευμάτων του, δηλαδή ως τη δολοφονία του Καποδίστρια. Στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο – τα μετά θάνατο του Καποδίστρια – όλες οι αναφορές στα γεγονότα γίνονται σε χρόνο αόριστο, γεγονός που μας επιτρέπει να υποθέσουμε  ότι γράφτηκε στο Ναύπλιο  μετά την επιστροφή του Μακρυγιάννη και την ανάρρωσή του από τις κακουχίες του χειμώνα του 1831 προς 1832.

Όταν ο Μακρυγιάννης έφθασε στο Άργος (Οκτώβριος 1823) το Βουλευτικό και το Εκτελεστικό βρίσκονταν στα πρόθυρα της ρήξης. Ήδη το πρώτο είχε κινήσει τη διαδικασία για την ανατροπή του δεύτερου, διαδικασία που κατά τρόπο αναμφισβήτητα παράνομο ολοκληρώθηκε το Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου. Ήδη όλο το δεύτερο εξάμηνο του 1823 είχε σημαδευτεί από την αντίθεσή τους. Τα δυο Σώματα μετακινούνταν συνεχώς. Τελευταία το Εκτελεστικό από τις 26.9.1823 βρισκόταν στο Ναύπλιο, το οποίο κρατούσε ο Πάνος Κολοκοτρώνης, ενώ το Βουλευτικό από 17.10.1823 στο Άργος.

Το Βουλευτικό υπό την καθοδήγηση του Μαυροκορδάτου εξέφραζε τους πρόκριτους των νησιών, τους ισχυρούς πρόκριτους της Πελοποννήσου  Ανδρέα Ζαΐμη και Ανδρέα Λόντο αλλά και άλλους σημαντικούς τοπικούς παράγοντες, ενώ το Εκτελεστικό με βασικό του έρεισμα τον Θ. Κολοκοτρώνη εξέφραζε ένα κράμα μοραΐτικου τοπικισμού και στρατιωτικού πνεύματος.

«Ήρθα εδώ», γράφει ο Μακρυγιάννης. «Ήταν το βουλευτικόν σώμα. Στάθηκα κάμποσες ημέρες˙ παρουσιάστηκα και τους είπα˙  δεν μεταθέλουμε όλοι όσοι ήρθαμε να ξέρουμε από καπεταναίους˙  ό,τι διαταγές είναι από την κυβέρνησιν, εκείνο είμαστε πρόθυμοι να κάμωμε, να πάμε ομπρός»[17].

Διατέθηκε στη δύναμη του Κολοκοτρώνη, ο οποίος τον διέταξε να «σταθεί με τον Γενναίον τον υγιόν του» γράφει ο Μακρυγιάννης φανερά ενοχλημένος από το νεαρό της ηλικίας του Γενναίου[18]. Τους χώρισαν 8 χρόνια, παρά ταύτα αρχικά τα ταίργιασαν. Παρόλο όμως που ανήκε στη δύναμη του Εκτελεστικού, ο Μακρυγιάννης από την αρχή στάθηκε με το μέρος του Βουλευτικού. «Με το Βουλευτικόν», γράφει, «ήταν το δίκαιον και η πατρίδα»[19]. Δε γνώριζε ο Μακρυγιάννης ποιός είχε το δίκιο; Αναμφίβολα ναι. Όμως «δεν ήταν με το πνεύμα των καπεταναίων», όπως ο Οδυσσέας είχε προειδοποιήσει έγκαιρα τον Κολοκοτρώνη.

Έτσι η πρώτη του δράση ήταν, κατ’ αυτόν, η προστασία των αρχείων του Βουλευτικού. «…με έκραξε», σημειώνει, «το Βουλευτικόν και μου είπε όλα τα αίτια και πως οι άλλοι θέλαν να τους πάρουν τ’ αρχεία…Μου ζήτησε βοήθεια. Τότε μιλάμε με τον καλόν πατριώτη Θοδωρή Ζαχαρόπουλον και συμφώνως και οι δυο μας παίρνουμε τ’ αρχεία  όλα του Βουλευτικού και τα κρύψαμε, και δεν τα πήραν οι άλλοι…»[20].

Η πραγματικότητα όμως δε συμφωνεί με το ρουμελιώτη αγωνιστή. Σε μια προσπάθεια συνδιαλλαγής, μετά την παράνομη καθαίρεση των 2 μελών του Εκτελεστικού, του Ανδρέα Μεταξά και του Χαραλάμπη Περρούκα, στις 26.11.1823 οι Πάνος Κολοκοτρώνης, Νικηταράς και Τσόκρηςεμφανίστηκαν ενώπιον του Βουλευτικού στο Άργος και, όταν απέτυχαν να πείσουν τα μέλη του, τους αφαίρεσαν τα αρχεία και τη σφραγίδα, τα οποία όμως στη συνέχεια κατάφερε με απάτη να τα παραλάβει και να τα επιστρέψει ο πολιτάρχης του Άργους  Θ. Ζαχαρόπουλος.

Οι βουλευτές τη νύχτα της 30.11.1823 πήγαν για λόγους ασφαλείας στοΚρανίδι, όπου διόρισαν νέο Εκτελεστικό, στο πλευρό του οποίου τάχθηκε αμέσως – στην αρχή κρυφά και  στη συνέχεια φανερά – ο Μακρυγιάννης για να προκαλέσει την οργή των Κολοκοτρωναίων για την παρασπονδία του. «Οι Κολοκοτρωναίγοι φοβέριζαν εμένα, αν με πιάσουνε θα με γδάρουνε ζωντανόν», γράφει[21]. Καθ’ όλη τη διάρκεια του πρώτου εμφυλίου, το πρώτο εξάμηνο του 1824, ο Μακρυγιάννης θα πολεμήσει κατά των «αντικυβερνητικών» και στον κάμπο του Άργους θα κερδίσει τις πρώτες του στρατιωτικές δάφνες.

Ήδη στις 6.3.1824 τα κυβερνητικά στρατεύματα καταλαμβάνουν τους Μύλους, όπου εγκαθίσταται, το νέο Εκτελεστικό, και στις 13.3.1824 το Άργος, οι κάτοικοι του οποίου – ή σημαντικό τουλάχιστον μέρος τους – διέκειντο φιλικά προς τη νέα Διοίκηση. Το Μ. Σάββατο φθάνει ο Μακρυγιάννης νικητής από τη Τρίπολη στο Άργος, όπου είναι συγκεντρωμένο όλο το Βουλευτικό και αναλαμβάνει την ευθύνη της φρουράς του γιατί «οι καπεταναίοι της Ρούμελης ήταν όλοι ενωμένοι με τον Κολοκοτρώνη και η συντροφιά τους να γένη σύστημα καθώς το θέλαν αυτήνοι, κι ετοιμάζονταν να μπούνε μέσα. Έφθασε  ο Δυσσέας εις το Κουτζοπόδι κι ένα σώμα του Καραϊσκάκη, κι όταν έμαθαν οπού παραδόθη η Τριπολιζτά ενέκρωσαν»[22].

Τότε θα επιτύχει με την επίδειξη των λιρών να αποσπάσει τους στρατιώτες από τους καπεταναίους τους. «Μήνα είναι εδώ ο Δυσσσέας», τους λέει «ο Γκούρας, ο Καραϊσκάκης, να μην σας πληρώνουν ποτές; Εδώ είναι Κουντουριώτης, οπούφερε ένα καράβι γιομάτο τάλαρα. Νόμους θέλει καλούς να γένουν δια την πατρίδα και χρήματα ξοδιάζει όσα θέλει κάθε Έλληνας»[23]. Τα επιχειρήματά του ήταν πειστικότατα. Όλοι έσπευσαν να στηρίξουν τους «καλούς νόμους» του Κουντουριώτη.

Τα κυβερνητικά στρατεύματα, συνεχώς πλέον ενισχυόμενα, άρχισαν να πολιορκούν το Ναύπλιον, που κρατούσε ο Πάνος Κολοκοτρώνης. Μια προσπάθεια διάσπασης της πολιορκίας και ενίσχυσης του φρουρίου με εφόδια από τους Νικηταρά, Γενναίο Κολοκοτρώνη, Πλαπούτα και Απ. Κολοκοτρώνη το πρώτο δεκαήμερο του Μάη αποτυγχάνει. Και ο Μακρυγιάννης από τους βασικούς συντελεστές της αποτυχίας. Οι μάχες κράτησαν από τις 8 ως της 12 Μάη του 1824 με επίκεντρο τους οδικούς άξονες Κουτσοπόδι – Δαλαμανάρα – Ναύπλιο και Μπέρπακα – Κούτσι – Ναύπλιο και συνετέλεσαν αποφασιστικά στην παράδοση του Ναυπλίου.

Από το Κουτσοπόδι κινήθηκαν οι Νικηταράς και Πλαπούτας και από το Ναύπλιο οι Π. Κολοκοτρώνης και Δ. Τσόκρης, οι οποίοι συναντήθηκαν στη Δαλαμανάρα. Εκεί δέχτηκαν την επίθεση των κυβερνητικών στρατευμάτων υπό τον Κ. Σκούρτη και του ιππικού υπό τον Χατζηχρήστο και αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Ανάλογη απόπειρα της επόμενης μέρας οδήγησε σε σύγκρουση κοντά στο Κούτσι. Και πάλι κυβερνητικά στρατεύματα αναδείχθησαν νικηφόρα. Οι μάχες συνεχιστήκαν με αποτέλεσμα τον  τραυματισμό του Τσόκρη, και την παρ’ ολίγο σύλληψη του Νικηταρά.

«Σε δυο μέρες μας πλάκωσαν όλοι»,  διηγείτε ο Μακρυγιάννης.

«Πολεμήσαμε˙ αυτήνοι ήθελαν να πιάσουνε την κούλια της Νταλαμανάρας˙ βαρεθήκανε εκεί από μας, σκοτωθήκανε καμπόσοι. Έπιασα την κούλια μαζί με τον Χατζηχρήστο, την βαστήξαμε ένα μερόνυχτον˙ πολεμούσαμε νύχτα και ημέρα… Τότε έβαλα ένα πάτερον στην κούλιαν και κολλήσαμε απάνου, ότι δεν είχε πάτωμα˙ και κολλώντας απάνου τους βαρούγαμε είς το κρέας˙ κι άφησαν το χωριόν˙ ότ’ ήθελαν να το βαστούνε, νάχουν την είσοδο από το Κούτζι εις τ’ Ανάπλι να μπάζουνε ζωοτροφές των δικώνε τους. Σαν τους χτυπήσαμε, άφησαν το χωριόν την Νταλαμανάραν εις την εξουσίαν μας κι αυτήνοι όλοι πήγαν εις το Μπέρμπακα και σ’ εκείνα τα χωριά ολόγυρα…Κινήθηκαν τότε αυτήνοι με τον ζαϊρέ να μπούνε εις τ’ Ανάπλι. Πήγε ο Χατζηχρήστος αναντίον τους, τον μπλόκαραν. Σηκώθηκα να πάγω ένα μιντάτι του Χατζηχρήστου˙ εις τον δρόμον οπούνε το χωριόν του Χατζηχρήστου, το Μπολάτι, τόχε πιασμένο ο φίλος μου ο Νικήτας να μας βαρέση. Τους ριχτήκαμε απάνου τους και τους τζακίσαμε και τους πήγαμε κυνηγώντας κοντά εις το Μπέρμπακα˙ κοντέψαμε να φάμε το βράδυ ψωμί με τον αδελφό μου Νικήτα˙ παρά τρίχα γλύτωσε»[24].

Οι μάχες του κάμπου υπήρξαν καταλυτικές για την τύχη του Ναυπλίου, το οποίο παραδόθηκε από τον Π. Κολοκοτρώνη, και στις 12 Ιουνίου το «άτι του Μοριά» όπως το έλεγε ο Θ. Κολοκοτρώνης, βρισκόταν στα χέρια Κουντουριώτη. Ο Μακρυγιάννης έγινε αντιστράτηγος και η Διοίκηση του χάρισε ένα άλογο για τη συμβολή του στη επικράτησή της. Στην περίπτωση αυτή της πρώτης φάσης του εμφυλίου επιδείχθηκε μακροθυμία και στις 2.7.1824 δόθηκε γενική αμνηστία. Δεν άργησε όμως να ξεσπάσει νέος εμφύλιος.

Το Εκτελεστικό υπό την επιρροή πλέον του Ιωάννη Κωλέτη προέβη σε όλες τις «αναγκαίες» για την επίσπευσή του ενέργειες. Και σ’ αυτή τη φάση ο Μακρυγιάννης θα παίξει το ρόλο του και θα συντελέσει στην είσοδο ρουμελιώτικων στρατευμάτων στο Μοριά υπό τον Γκούρα και άλλους καπεταναίους. Τα στρατεύματα αυτά, ακόμη και οι άνδρες του Μακρυγιάννη, αντιμετώπισαν την Πελοπόννησο ως κατεχόμενη χώρα, γεγονός που προκάλεσε το μίσος των Πελοποννησίων αλλά και την αγανάκτηση του ίδιου του ρουμελιώτη αγωνιστή[25], ο οποίος περιγράφει με τα μελανότερα χρώματα τις λεηλασίες και συμφορές που ακολούθησαν.

«Είπα της κυβέρνησης ότι εγώ σε εφύλιον πόλεμον, και νόμους φκιάνοντας, δεν ματαμπαίνω˙  μπεζέρισα˙ να μου δώσουνε μίαν διαταγή να πάγω εις Ρούμελη ν’ αγωνιστώ δια τους Τούρκους, ειδέ να διαλύσω το σώμα μου… Μου είπαν να λάβουν σκέψη δι’ αυτό˙ και το σώμα μου να το τοποθετήσω εις τα χωριά, εις τ’ Άργος», γράφει στα Απομνημονεύματά του αναφερόμενος στο Γενάρη του 1825[26].

 

Ιωάννης Μακρυγιάννης, σχέδιο Benjamin Mary, 30 Απριλίου 1840.

 

Στο Άργοςδεν έμεινε πολύ, γιατί το Φεβρουάριο διατάχθηκε να μεταβεί στην Αρκαδία  για την αποκατάσταση της τάξης. Πριν όμως φτάσει εκεί, αποβιβάστηκε ο Ιμπραήμ – 11 και 12 Φεβρουαρίου – στη Μεθώνη. Τα αρχικά σχέδια ανατράπηκαν, ακολούθησε η τραγελαφική εκστρατεία  του Κουντουριώτη και η ήττα των Ελλήνων στο Κρεμμύδι.

Οι Έλληνες κλείστηκαν στα κάστρα – Νιόκαστρο και Παλιοναβαρίνο – κι ανάμεσά τους ο Μακρυγιάννης και ο Τσόκρης. Ο πρώτος θα μείνει στο Νιόκαστρο ώς το τέλος, ενώ ο άλλος θα βγει στο «νησί», στη Σφακτηρία, και μετά την τραγική κατάληξη της 26ης Απριλίου – της φαρμακερής εκείνης μέρας για την πατρίδα – θα μπει στο Παλιοναβαρίνο, όπου και θα αναλάβει της διαπραγματεύσεις με τον Ιμπραήμ για την παράδοσή του στις 30 Απριλίου. Το ίδιο θα κάνει λίγο αργότερα, στις 11 Μαΐου, και ο Μακρυγιάννης για το Νιόκαστρο. Ο Μακρυγιάννης θα επιστρέψει στο Ναύπλιο και, όταν ο Κολοκοτρώνης θα προσπαθήσει να κρατήσει τον Αιγύπτιο ηγέτη στην Τραμπάλα (5-7 Ιουνίου), αυτός θα βρίσκεται στον Αχλαδόκαμπο με τον Υπουργό πολέμου σε ρόλο επιμελητείας.

Και σ’ αυτή την περίπτωση δε χάνει την ευκαιρία να διαστρεβλώσει κατά τρόπο εξόφθαλμα άδικο την αλήθεια, για να κατηγορήσει τον Κολοκοτρώνη και τους άνδρες του. «Ευτύς οπού τον είδαν μπροστά τους», γράφει, «άφησαν τις θέσες τους και πήραν τα βουνά. Και πέρασε ο Μπραΐμης εις τα Ντερβένια απολέμιστος. Εφύλιους πολέμους και φατρίες ΄πιτηδεύεται ο Αρχηγός να κάνη, Τούρκους δεν έχει κώλο να πλησιάζη κοντά τους»[27].

Εδώ, όσο κι αν φαίνεται από πρώτη άποψη απλό, είναι δύσκολο να αποφανθεί κανείς αν πρόκειται για την «αλήθεια του Μακρυγιάννη» ή για σκόπιμη συκοφαντία. Φαίνεται όμως πως ο ρουμελιώτης αγωνιστής είχε μια ιδιότυπη, παράξενη σχέση με την πραγματικότητα.

Τελικά θα αποσυρθεί στους Μύλους, όπου θα προετοιμάσει την άμυνά τους για ενδεχόμενη επίθεση των Αιγυπτίων. Ο Ιμπραήμ με μια ταχύτατη προέλαση θα μπει τα ξημερώματα τις 11ης Ιουνίου στην Τριπολιτσά και την επομένη θα βρεθεί στον αργολικό κάμπο. Το απόγευμα τις 13ης οι Αιγύπτιοι θα επιτεθούν στην ελληνική φρουρά των Μύλων, η οποία θα ανταπεξέλθει νικηφόρα με ελάχιστες απώλειες.

Αναμφίβολα ο Μακρυγιάννης υπήρξε ο κύριος συντελεστής της πρώτης ελληνικής νίκης, μιας νίκης όμως που, αν ιδωθεί με καθαρά στρατιωτικούς όρους, δεν έχει τις διαστάσεις που συνήθως της αποδίδουμε. Είναι απολύτως πλέον βέβαιο πως η κατάληψη των Μύλων δεν υπήρξε βασικός στόχος του Ιμπραήμ. Η αποτελεσματική όμως άμυνα των Ελλήνων τους πρόσφερε την αναγκαία ηθική επικουρία, την πεποίθηση ότι οι Αιγύπτιοι δεν ήταν αήττητοι.

 

Η μάχη των Μύλων της Ναυπλίας. Μακρυγιάννη Ιωάννη – Ζωγράφου Παναγιώτη (Εικόνες του Αγώνος).

Ο Μακρυγιάννης διηγείται με τρόπο εύγλωττο και συναρπαστικό τα προ, τα κατά και τα μετά τη μάχη. Περισσότερο όμως  συναρπαστικός είναι ο σχετικός  πίνακάς του. Εδώ ο στοχασμός του αγωνιστή και το χέρι του Παναγιώτη Ζωγράφου ξαναζωντανεύουν με χρώματα δυνατά το χώρο και τη μάχη. Προκαλούν μάλιστα τον ερευνητή σε μια απόπειρα σύγκρισης της τότε με τη σημερινή τοπογραφία του κρίσιμου χώρου.

Παρόλο που έκτοτε έχουν μεσολαβήσει σημαντικές αλλαγές, όπως η κατασκευή του σιδηροδρομικού σταθμού, υδρευτικά και εγγειοβελτιωτικά έργα, εντούτοις πιστεύουμε πως υπάρχει δυνατότητα για μια τέτοια απόπειρα. Και το ζήτημα επείγει, αφού οι τελευταίες μνήμες κινδυνεύουν να σβήσουν για πάντα. Ο Μακρυγιάννης δεν ενδιαφέρεται ειδικότερα για τις κινήσεις του Αιγύπτιου ηγέτη στον αργολικό κάμπο, δεν προβληματίζεται για την αιφνιδιαστική κάθοδό του σ’ αυτόν, ούτε ακολουθεί κάποια χρονολογική τάξη στη βραχεία σχετική αναφορά του. «Την ίδια βραδυά», γράφει, «έφυγε από κει ο Μπραΐμης δια νυχτός. Αφάνισε και σκλάβωσε όλα τα χωριά. Και το Άργος το έκαψε και σκλάβωσε πολλούς, ότι οι αρχηγοί τ’ Άργους, ο Τζόκρης κι οι άλλοι, πήραν τις σπηλιές. Από εκεί πήγε ο Μπραΐμης απ’ όξω τ’ Ανάπλι˙ έκαμαν ολίγον ακροβολισμόν κι έφυγαν και πήγαν εις την Τριπολιτζά»[28].

Τα πράγματα όμως εξελίχτηκαν κάπως διαφορετικά. Ο Ιμπραήμ το βράδυ της μάχης διανυκτέρευσε στο Κεφαλάρι, το πρωινό της επομένης έστειλε ανιχνευτές προς Κουτσοπόδι και Ναύπλιο και την αυγή της 15ης Ιουλίου βρέθηκε στον Προφήτη Ηλία, στη Γλυκιά. Οι ιππείς του αποπειράθηκαν ανεπιτυχώς να κόψουν το νερό της πόλης και αφού απωθήθηκαν υπό την πίεση των πολυβόλων του Παλαμηδιού, επέστρεψε στο Άργος, το οποίο παρέδωσε στις φλόγες πριν αναχώρησει την ίδια ημέρα για την Τριπολιτσά.

Ο Μακρυγιάννης εδώ αναφέρεται ευθέως υποτιμητικά στον Τσόκρη, ότι πήρε τις σπηλιές, υπαινισσόμενος την οχύρωση εκ μέρος του Αργείτη οπλαρχηγού των σπηλαίων της Ανάληψης και της Αγίας Ιερουσαλήμ, γεγονός που λειτούργησε σωτήρια για τους κατοίκους της περιοχής τόσο κατά την περίοδο της παρουσίας του Ιμπραήμ στο Μοριά όσο και κατά τον εμφύλιο που ακολούθησε τη δολοφονία του Καποδίστρια. Ο Μακρυγιάννης αδικεί κατάφορα τον Αργείτη οπλαρχηγό, συμπολεμιστή του στο Νιόκαστρο, παρόλο που γνώριζε πολύ καλά τη συμβολή του στην υπεράσπιση της Σφακτηρίας και του Παλιοναβαρίνου υπό ακραία τραγικές συνθήκες[29].

Λίγο αργότερα ο Μακρυγιάννης θα αναχωρήσει στην Αθήνα, για να θεραπεύσει το τραύμα του χεριού του από τη μάχη των Μύλων, ενώ ο Τσόκρης θα παραμείνει στην περιοχή, φυλάσσοντας τα περάσματα από τον κάμπο της Τριπολιτσάς σε εκείνον του Άργους. Ταυτόχρονα θα επισκευάσει το φρούριο της πόλης και θα την προστατέψει από τις αυθαιρεσίες των μετακινουμένων, ρουμελιώτικων κυρίως, στρατευμάτων ως την άφιξη του Καποδίστρια. Τα ρουμελιώτικα στρατεύματα είχαν εξελιχθεί σε πραγματική μάστιγα στην Αργολίδα καθ ̉ όλη τη διάρκεια του 1827. Στο Ναύπλιο ο Γρίβας και ο Φωτομάρας, ελέγχοντας το Παλαμήδι και το Ιτς Καλέ αντίστοιχα, μετέβαλαν την πόλη σε πεδίο μάχης.

Η απελπισία των χωρικών οδήγησε σε ένοπλες ρήξεις, όπως στις «Σκηνές της Δαλαμανάρας» τον Αύγουστο του 1827, όταν οι αγανακτισμένοι χωρικοί σκότωσαν δύο ρουμελιώτες άτακτους, και στη σύγκρουση στο Μπουγιάτι το Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου, όταν οι Αργείτες επιτέθηκαν εναντίον των ανδρών του οπλαρχηγού Ι. Στράτου που ζητούσαν να πάρουν 100 σφαχτά. Η άφιξη του Καποδίστρια στην Ελλάδα ομαλοποίησε αμέσως την κατάσταση. Οι κάτοικοι μετά από χρόνια άρχισαν να βλέπουν μέρες καλύτερες. Ο Κυβερνήτης προσπάθησε να ενεργοποιήσει όλες τις δυνάμεις του επαναστατημένου έθνους.

Στα πλαίσια αυτά διόρισε το Μακρυγιάννη αρχηγό της Εκτελεστικής δύναμης Πελοποννήσου, ένα είδος Χωροφυλακής, με έδρα το Άργος[30]. Ο ρουμελιώτης αγωνιστής ήταν ο πλέον κατάλληλος για τα καθήκοντα αυτά, αφού όλη του τη ζωή, μετά την πατρίδα και τη θρησκεία, θέλησε να υπηρετήσει τους «νόμους»[31].

Για το Άργος της εποχής εκείνης, που έσφυζε από ζωή, ο Μακρυγιάννης δεν μας δίνει πολλές πληροφορίες. Κάποια στιγμή μόνον μιλάει για Μεσολογγίτισσες που ζητιάνευαν στην πόλη. Φαίνεται πως ήταν αποκομμένος από την κοινωνική ζωή του τόπου και οι συναναστροφές του περιορίζονταν σε κάποιους συμπατριώτες του. Τον πρώτο καιρό υπηρέτησε πιστά τον Κυβερνήτη. Διετέλεσε πληρεξούσιος των Αρτινών στην Δ’ Εθνική Συνέλευσηστα 1829 και φαίνεται ενοχλημένος που η φρουρά της ανατέθηκε στο Νικηταρά. Το πρώτο όμως εξάμηνο του 1830 προσχώρησε στην αντιπολίτευση, γεγονός που ανάγκασε τον Καποδίστρια να τον αντικαταστήσει με το Νικηταρά και να επιχειρήσει να τον στείλει αρχηγό της Εκτελεστικής δύναμης στα νησιά. Τελικά θα παραμείνει στο Άργος, αλλά τόσο αυτός όσο και άλλοι ρουμελιώτες θα έλθει σε αντίθεση όχι μόνο με την κυβέρνηση αλλά και με τους ντόπιους.

«Εδώ εις τ’ Άργος», σημειώνει την άνοιξη του 1831, «ο Τζόκρης, ο Καλλέργης, οι άλλοι όλοι ήταν ένα˙ είπαν κι έκαναν μίαν μυστική συνέλεψη οι Αργίτες να διώξουν από τ’ Ανάπλι κι από δω όλους τους αναντίους κι εμένα»[32].

Θα παρουσιαστεί όμως στον Καποδίστρια και θα αποτρέψει την προοπτική αυτή. Στο εξής η καταφορά του κατά του Κυβερνήτη, κυρίως όμως εναντίον των αδελφών του και του Κολοκοτρώνη, θα είναι χωρίς έλεος και θα φθάσει στα όρια τις μονομανίας. Θα καταθέσει μάλιστα μέσω του Μιαούλη στην αντιπολίτευση της Ύδρας την πρόταση κατάληψης του Παλαμηδιού, για να εκβιάσουν τον Καποδίστρια να συγκαλέσει νέα, πατριωτική, Εθνική Συνέλευση. Φαίνεται όμως ότι ως ένα σημείο είχε κάποιο δίκιο.

 «Σας λέγω ως τίμιος άνθρωπος», γράφει αναφερόμενος στον κυβερνήτη, «ποτέ δεν θέλησα να είμαι αναντίος του, ότι μπεζερίσαμεν από τις ακαταστασίες. Αλλά οι Κολοκοτρωναίγοι και η συντροφιά τους με κατάτρεχαν δια μέσον του Κυβερνήτη κι αδελφών του».[33]

Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, το Άργος θα γίνει και πάλι θέατρο δραματικών σκηνών. Τις ταραγμένες εκείνες μέρες του Νοεμβρίου του 1831 άρχισαν να φτάνουν στην πόλη για τη συγκρότηση της Ε’ Εθνικής Συνέλευσης πληρεξούσιοι άγνωστου αριθμού και προέλευσης και ασαφούς νομιμότητας. Οι κυβερνητικοί που προωθούσαν την εκλογή του Αυγουστίνου ως νέου κυβερνήτη άρχισαν με το πρόσχημα της τήρησης της τάξης να μεταφέρουν στρατεύματα στο Άργος. «Από τ’ Ανάπλι, οπού το είχαν δικοί τους», σημειώνει ο Μακρυγιάννης, «κρυφά δια νυκτός κουβαλούσαν κανόνια, πολεμοφόδια και τάβαναν εις την καζάρμα όπου ήταν το ιππικό. Αρχηγός του ιππικού ήταν ο Καλλέργης. Κι όλο ετοιμαζόταν.

Κι εμείς κοιμόμαστε»[34].

Κανείς όμως δεν κοιμόταν. Το Άργος στις αρχές του Δεκεμβρίου, όπως γράφει ο Λασάνης, «επαράσταινε μάλλον στρατόπεδο παρά τόπον εθνικής συνελεύσεως». Τότε θα εκδηλωθεί και απόπειρα δολοφονίας κατά του Μακρυγιάννη. «Τότε κυρίως πιάσαν ένα σπίτι και το τρύπησαν, και την νύχτα οπού θα διαβώ, οπού ήμουν εις τους φίλους, να ρίξουν να με σκοτώσουν» γράφει[35]. Ειδοποιήθηκε όμως έγκαιρα και σώθηκε.

Οι εργασίες της Εθνικής Συνέλευσης άρχισαν στις 5 Δεκεμβρίου. Οι κυβερνητικοί συνεδρίαζαν στο καποδιστριακό σχολείο, ενώ οι συνταγματικοί σε άλλο, άγνωστο οίκημα. Η αναμενόμενη ρήξη επήλθε αμέσως μετά την εκλογή του «μπεκρή και παραλυμένου» κατά τον Μακρυγιάννη, Αυγουστίνου ως Προέδρου της Ελληνικής Κυβερνήσεως.

Το πρωινό της 9ης Δεκεμβρίου οι κάτοικοι της πόλης πανικοβλημένοι άρχισαν να παίρνουν το δρόμο προς το Ναύπλιο και τον κάμπο. «Ούτε από την Τριπολιτσάν του Ιβραΐμ πασά», γράφει ο Κασομούλης, «δεν έφευγεν ούτως ο κόσμος…». Στις 2 το μεσημέρι άρχισαν οι συγκρούσεις.

Να πως περιγράφει ο Μακρυγιάννης τις δραματικές εκείνες στιγμές:

«Διατάζει ο νέος Κυβερνήτης τον αρχηγόν της καβαλαρίας μ’ όλο το σώμα του και το πεζικόν της γραμμής και κανόνια κι άταχτον και ρίχνονται άξαφνα εις το σπίτι μου. Έκαμεν ο θεός και ήταν καμπόσοι αξιωματικοί εκεί γύρα την γειτονιά και είχαν ανθρώπους. Πιάστη το ντουφέκι˙ βαρούγαν το σπίτι μου με κανόνια. Συγχρόνως βάρεσε κι ο γενναίος Τζαβέλας  εις το παζάρι όπου ήμαστε…Εκεί οπού πολεμούσαμεν εις το παζάρι, όπου μας βάρεσαν άξαφνα, ήρθαν και μου είπαν βαρούνε το σπίτι μου. Τότε πήγα εκεί. Αρχίσαμεν και πολεμούσαμεν – και βαρούσαν με τα κανόνια. Τους χαλάσαμεν ένα δύο φορές. Πολέμησαν ώς το βράδυ. Σαν είδαν οπού δεν μπόρεσαν να κάμουν τον σκοπόν τους (ότι τους είχε διαταμένους ο νέος κυβερνήτης εμένα να βαρέσουνε διότι γύρισα τους πληρεξούσιους και την φρουρά του), αφού δεν έκαμαν τίποτας εις το σπίτι μου, τζακίστηκαν και πάνε στην κατάρα του θεού˙ μεγάλη χάρη χρεωστούμεν οι στρατιωτικοί και πολιτικοί εις τους αγαθούς Έλληνες οπού ήταν με τα τάματα και τους είπαν να μας βαρέσουν και δεν θέλησαν. Τους είπανε. “Δεν βαρούμεν τους πληρεξουσίους της πατρίδος μας και αρχηγούς μας”. Τότε γύρισαν με τ’ εμάς όπου δεν είχαμεν τελείως δύναμιν. Από το μισό παζάρι κι απάνου, όλο εκείνο το μέρος το βαστούσαν εκείνοι ώς το κάστρο. Από το παζάρι το μισό και κάτου το βαστούσαμεν εμείς. Αυτήνοι γύμνωσαν όλο το μέρος οπούταν   μ’αυτούς και φεύγαν οι φαμελιές με το βιον τους και έρχοταν σ΄εμάς˙ μίαν τρίχαν δεν έχασαν. Τέτοια ευλογία ήταν. Το ντουφέκι δούλεψε τόσα μερόνυχτα. Σκοτώθηκαν από τόνα μέρος κι από τ’ άλλο περίπου από τρακόσοι πενήντα, όλο τ’ άνθος…»[36]

Οι συνταγματικοί, όμως, δεν άντεχαν την πίεση τον κυβερνητικών στρατευμάτων και πρότειναν στον Αυγουστίνο να τους επιτρέψει να φύγουν ασφαλείς στη Στερεά. Η πρόταση, παρά την αντίθετη γνώμη κάποιων ακραίων στοιχείων του κυβερνητικού στρατοπέδου, έγινε δεκτή και στις 12 Δεκεμβρίου οι πολιορκούμενοι συνταγματικοί αναχώρησαν. Δυο φάλλαγες 2.000 περίπου ανδρών – στη μέση οι πληρεξούσιοι κι ο Κωλέτης – πήραν το δρόμο για την Κόρινθο. Στο Άργος επανήλθε πρόσκαιρα η ησυχία, το σπίτι όμως του Μακρυγιάννη φαίνεται πως καταστράφηκε. «…ο Καλλέργης εις τ’ Άργος», γράφει λίγο αργότερα, « κι οι σύντροφοί του δεν μ’ άφησαν ούτε στάχτη εις το σπίτι μου[37]. Και μας καταδίκασαν όλους εις θάνατον, διατί δεν σταθήκαμεν εις τ’ Άργος να μας σκοτώσει ο Αυγουστίνος Καποδίστριας»[38].

«Μακρυγιάννης» του Γιώργου Αγγελόπουλου, χαλκογραφία με καλέμι.

Ο Μακρυγιάννης θα επιστρέψει στο Άργος με τα στρατεύματα των συνταγματικών στις 26 Μαρτίου 1832. Οι κάτοικοι βγήκαν και τους «καρτέρεσαν με δάφνες»[39]. Δεν είχαν άλλη επιλογή. Παρά όμως την κυβερνητική αλλαγή στο Ναύπλιο, τα πράγματα δε βελτιωθήκαν. Οι γαλλικές λόγχες, που έφερε ο Κωλέτης εξασφάλιζαν την τάξη στην πόλη, η συμπεριφορά τους, όμως, απέναντι στους Έλληνες ήταν προκλητικά περιφρονητική. Ήταν φανερό ότι δεν εγγυώντο πλέον την τάξη, αλλά ασκούσαν πολιτική. Έξω από τα τείχη της πόλης βασίλευε η αυθαιρεσία των στρατιωτικών. Το Άργος είχε παραδοθεί στη διάκριση του φοβερού Θεοδωράκη Γρίβα, ο οποίος νεμόταν τις προσόδους του.

 Μέσα σ’ αυτή τη γενική αναρχία το Σεπτέμβριο του 1832 συστήθηκε στο Άργος μια Στρατιωτική Επιτροπή, για να κατανείμει τα συγκεντρωμένα στην Αργολίδα στρατεύματα στις διάφορες επαρχίες, αφενός για να τηρήσουν την τάξη και αφετέρου για να συντηρηθούν.

 «…πήγαμεν εις Άργος και συστήσαμεν μίαν στρατιωτική επιτροπή δια να κονομήση τ΄ αναγκαία των ανθρώπων και να βάλη τα σώματα εις χωριά. Διορίσαμεν τον Κολοκοτρώνη, τον Νότη, τον Κριτζώτη, τον Τζόκρη, τον Στράτον, τον Τζαβέλα, τον Χατζηχρήστον και μέρασαν το κάθε σώμα εις χωριά. Διόρισαν κι εμένα εις τα χωριά της Κόρθος», σημειώνει ο Μακρυγιάννης[40].

Η στάση των γαλλικών στρατευμάτων είχε εξοργίσει όλους τους στρατιωτικούς, εκτός από τον Μακρυγιάννη, ο οποίος φανατικός οπαδός της τάξης – ή μάλλον της τάξης του Κωλέτη εκείνη την εποχή – είχε ταχθεί αναφανδόν στο πλευρό τους παρά τη γενική κατακραυγή εναντίον τους.

«Τ ̉Ανάπλι», γράφει, «πρέπει να ευγνωμονή εις τον Κωλέτη, ό,τι θα πάθαιναν ό,τι έπαθαν και τ’ άλλα μέρη της πατρίδας. Αυτήνοι οι γενναίγοι άντρες οι Γάλλοι βάσταξαν την ησυχίαν. Χάριτες τους χρωστάγει η πατρίδα αυτηνών των γενναίων αντρών, και γκενεραλαίων κι αξιωματικών, γκενεράλ Γκενώ και γκενεράλ Κορβέ κι αλλουνών»[41].

Στα τέλη του 1832 στο Άργος, εν αναμονή της άφιξης του βασιλιά, είχε συγκεντρωθεί πλήθος άτακτων στρατευμάτων. Ο Κωλέτης με τη συνδρομή των αντιπρέσβεων των Μεγάλων Δυνάμεων έστειλε στο Άργος 4 λόχους του 21ου Γαλλικού Συντάγματος Πεζικού με 2 κανόνια με τη δικαιολογία ότι έπρεπε να εκκενωθούν χώροι για την υποδοχή βαυαρικών στρατευμάτων. Στην πραγματικότητα όμως η μεταφορά αποσκοπούσε στην επέκταση του κυβερνητικού ελέγχου. Για το σκοπό αυτό μεταφέρθηκαν και άλλοι 4 γαλλικοί λόχοι από τη Μεσσηνία  με επικεφαλής  το συνταγματάρχη Stoffel.

Η κατάσταση στην πόλη του Άργους ήταν εκρηκτική και το μίσος κατά των Γάλλων αβυσσαλέο. Η αφορμή δεν άργησε να δοθεί από τους άτακτους του Τσόκρη και του Κριεζιώτη. Έτσι η 4η Ιανουαρίου του 1833 εξελίχτηκε στην πλέον αποφράδα ημέρα για το Άργος. Τριακόσιοι περίπου άνθρωποι – αθώοι άμαχοι, κυρίως  γυναικόπαιδα – υπήρξαν τα θύματα της γαλλικής αντίδρασης[42].

Ο Μακρυγιάννης, που την ημέρα εκείνη βρισκόταν στο Ναύπλιο, υπερβάλλει και πάλι το ρόλο του.

«Σε λίγες μέρες», γράφει, «ανταίνει ο Κριτζώτης κι ο Τζόκρης εις τ’ Άργος και είχαν ένα σώμα μεγάλο – και οι Φρατζέζοι ολίγοι. Και τους δίνουν αιτίαν των Φρατζέζων – και βάνουν τα κανόνια και ντουφέκια και σκοτώνονται άντρες και γυναικόπαιδα περίπου από τριακόσιοι. Τότε μου είπε η Διοίκηση και πήρα τον Ντεληγιώργη και Δανήλη Πανά και πήγαμεν κι ανταμώσαμεν  τους γκενεραλαίους κι άλλους αξιωματικούς και τους μιλήσαμεν την μεγάλη λύπη οπού δοκίμασαν όλα τα μέλη της κυβερνήσεως και οι πληρεξούσιοι κι όλοι οι κάτοικοιτ’ Αναπλιού δι’ αυτό το τρελό κίνημα αυτηνών των ανόητων, όπου πάντοτες ταράττουν την ησυχίαν, και ήμαστε βοηθοί τους όλοι μας. Τότε ησύχασαν˙ και ήρθαμεν όλοι μαζί εις το Ανάπλι – και αν κάμη χρεία να τους χτυπήσωμεν όλοι. Όμως εκείνοι οι γενναίγοι ήρωες διαλύθηκαν κακώς κακού…»[43].

Όμως  τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά και όλα δείχνουν – μόνο ο Μακρυγιάννης ίσως δεν το είδε – ότι οι Γάλλοι περίμεναν την αφορμή των ατάκτων για να την αξιοποιήσουν κατάλληλα. Και μόνον όταν η γαλλική φρουρά του Ναυπλίου τον αφόπλισε άρχισε να κατανοεί κάπως την κατάσταση, αλλά και τότε η οργή του εντοπίζεται μόνον στον αφοπλισμό των οπλαρχηγών. «Ποίον βάρβαρον έθνος», λέγει διαμαρτυρόμενος στον κομαντάτη της πιάτζας, «έκαμε όσα κάνει το γαλλικόν έθνος σ’ εμάς τους Έλληνες; Όλους μας έκαμαν άτιμους και άναντρους και μας ξαρματώνουν με την δύναμή τους και μας κάνουν γυναίκες…»[44].

Ο εύπιστος ρουμελιώτης αγωνιστής ενθουσιάζεται με την άφιξη του βασιλιά.

«Σήμερα ξαναγεννιέται η πατρίδα κι ανασταίνεται, οπού ήταν τόσον καιρό χαμένη και σβημένη», γράφει εν είδει ημερολογίου στα Απομνημονεύματά του. «Σήμερα ανασταίνονται οι αγωνισταί, πολιτικοί, θρησκευτικοί και στρατιωτικοί, ότι ήρθε ο Βασιλέας μας, οπού αποχτήσαμεν με την δύναμη του θεού. Δόξα νάχη το πανάγαθό σου όνομα, Κύριε, παντοδύναμε πολυέλαιγε, πολυέσπλαχνε! Τα 1833 Γενάρη 18 άραξε εις τ’ Ανάπλι…»[45].

Η απογοήτευση όμως δε θα αργήσει να’ρθει. Του πρότειναν να μπει στη Χωροφυλακή υπό την αρχηγία του Γάλλου σαινσιμονιστή Graillard και να βάλει τα «στενά». «Ούτε εις την οδηγίαν του Γραλλιάρη μπαίνω”, τους είπα ʺούτε τα φορέματά μου βγάζω”. Τότε σαν δεν θέλησα να μπώ εις αυτήνη την ΄πηρεσία, πήρα την άδεια και με την φαμελιά μου πέρασα εις την Αθήνα, ότι είδα ότι του κάκου κοπιάζαμεν. Και η  δυστυχία εμάς και της πατρίδα μας»[46].

Ήταν τέλη Μαΐου του 1833. Ο Μακρυγιάννης δεν θα ξαναγυρίσει πλέον στον αργολικό κάμπο. Μπροστά του ανοίγονται νέοι ορίζοντες , νέοι αγώνες για την πατρίδα και τη θρησκεία.

Οι συνεχείς αναφορές στις εμφύλιες συγκρούσεις είναι πράγματι απογοητευτικές. Όμως αυτή ήταν η πραγματικότητα στην ταραγμένη περίοδο 1823- 1833 και φαίνεται πως τα πράγματα, κάτω από την πίεση συγκεκριμένων αναγκών και συμφερόντων, δεν μπορούσαν να εξελιχτούν διαφορετικά. Οι ισχυροί πρόκριτοι του Μοριά κυρίως και δευτερευόντως της Ρούμελης φιλοδοξούσαν να πάρουν τη θέση του απερχόμενου Τούρκου τιμαριούχου και υπό αυτήν την προοπτική ήταν φυσικό να νιώθουν ως άμεση απειλή τη λαϊκή απαίτηση για διανομή των εθνικών γαιών.

Οι στρατιωτικοί ηγέτες διεκδικούσαν μεγαλύτερο ρόλο στη διεύθυνση των υποθέσεων της εξεγερμένης πατρίδας από εκείνο που ήταν σε θέση να διεκπεραιώσουν. Οι πλούσιοι προύχοντες των ναυτικών νησιών με δοσμένη την αγγλική οικονομική και πολιτική υποστήριξη απαιτούσαν τον πρώτο λόγο στη διακυβέρνηση της χώρας, ενώ οι πολιτικοί, σχεδόν όλοι ετερόχθονες, προσπαθούσαν να επικρατήσουν κτίζοντας διαρκώς νέες συμμαχίες και ισορροπίες. Μέσα σε αυτόν τον κυκεώνα του ανταγωνισμού και των παθών δεν έμενε χώρος για αγίους και είναι σφάλμα να εξιδανικεύουμε πρωταγωνιστικές μορφές του αγώνα, είτε ο Ιωάννης Καποδίστριας είναι αυτός είτε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Μακρυγιάννης ή οποιοσδήποτε άλλος.

Αντίθετα, όπως απαιτεί ο ποιητής, το έθνος θα πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό. Ίσως τότε μόνον μπορέσει κι η ιστορία να επιτελέσει το σκοπό της, δηλαδή να διδάξει. Και το Άργος κομβικό γεωπολιτικά σημείο της επαναστατημένης Ελλάδας, ήταν φυσικό να γνωρίσει τις συνέπειες της επανάστασης και του εμφυλίου σπαραγμού. Τις καταστροφές του Καχαγιάμπεη, του Δράμαλη και του Ιμπραήμ ήλθαν να συμπληρώσουν οι λεηλασίες των Μανιατών και των άταχτων, ρουμελιώτικων κυρίως, στρατευμάτων. Παρά όμως τις συνεχείς συμφορές είναι αξιοσημείωτη η πίστη των κατοίκων σε ένα καλύτερο αύριο και η ευκολία με την οποία ξανάκτιζαν τη ζωή, πριν ακόμη πάψουν τα ερείπια να καπνίζουν.

Κώστας Δανούσης

«Αργειακή Γη», Επιστημονική και λογοτεχνική έκδοση του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Άργους, Τεύχος 3, Δεκέμβριος 2005.

Υποσημειώσεις


[1] Γεωργίου Σεφέρη, «Ένας Έλληνας – Ο Μακρυγιάννης» στο Δοκιμές, εκδ. Ίκαρος, τ. Α’, Αθήνα 1984, σελ. 228-263 και ειδικότερα 228.

 [2] Βασική έκδοση των απομνημονευμάτων του είναι: Αρχεία Νεωτέρας Ελληνικής Ιστορίας. Εκδίδονται επιμέλεια Ιωάννου Βλαχογιάννη. Β’, Αρχείον του Στρατηγού Ιωάννου Μακρυγιάννη, εν Αθήναις, εκ του τυπογραφείου Σ. Κ. Βλαστού, 1907. Έκτοτε το έργο είδε πολλές επανεκδόσεις. Στην περίπτωσή μας χρησιμοποιείται η έκδοση Α. Καραβία, Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα. Εισαγωγή – σχόλια Σπύρου Ι. Ασδραχά (χ.τ.χ.), σελ. 16. Εδώ θα πρέπει να επισημανθεί η εξαίρετη εισαγωγή του νεαρού τότε ιστορικού Σπύρου Ι. Ασδραχά (σ.θ’-λζ’).

[3] «Ήτανε πολλά άξιος και γενναίος ο Γώγος…», ό.π., σ. 32-5,39.

[4] Ό.π., σ. 11.

[5] Σπύρου Ασδραχά, «Δύο μαρτυρίες από την Τουρκοκρατία», Επιθεώρηση Τέχνης, 5 (1957), και ό.π., σ. κδ’.

[6] Μαρίνας Λαμπράκη – Πλάκα, Στοχασμός Μακρυγιάννη, χειρ. Παναγιώτη Ζωγράφου, Εικονογραφία του Εικοσιένα, εκδ. Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, Αθήναι 1976, και της ίδιας «Εικονογραφία του Αγώνα», στο Ιωάννης Μακρυγιάννης. Ο πολεμιστής και συγγραφέας. Καθημερινή. Επτά ημέρες, 8.6. 1997, σ. 16 – 21.

[7] Ό.π., σ. 13.

[8] Κυριάκου Σιμόπουλου, Ιδεολογία και αξιοπιστία του Μακρυγιάννη, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1986, και Γιώργου Γιαννακόπουλου, Διαβάζοντας τον Μακρυγιάννη. Η κατασκευή ενός μύθου από τον Βλαχογιάννη, τον Θεοτοκά, τον Σεφέρη και τον Λορεντζάτο, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2003.

[9] «Ήταν ο Κιαμίλμπεγης εδώ εις την Πελοπόννησο και οι άλλοι οι Τούρκοι πλουσιώτατοι, έγινε ο Κολοκοτρώνης και οι άλλοι συγγενείς και φίλοι πλούσιοι από γες, εργαστήρια, μύλους, σπίτια, σταφίδες και άλλα πλούτη των Τούρκων», ό.π., σ. 13-14. Εδώ, βέβαια, τίθεται και το ζήτημα της περιουσίας του Μακρυγιάννη στην Αθήνα.

[10] Κώστα Δανούση – Γεωργίου Καραβίτη, Ιστορία της Ελληνικής Αστυνομίας, Αθήνα 1997,σ.26

[11] Ό.π., σ. 94.

[12] Ό.π., σ. 30-31.

[13] Ό.π., σ. 16.

[14] Στρατηγού Μακρυγιάννη, Οράματα και θάματα. Εισαγωγή, κείμενο, σημειώσεις Άγγελου Παπακώστα. Πρόλογος Λίνου Πολίτη, έκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1983. Βλέπετε επίσης Αθανασόπουλου, «Τα νυχτερινά απομνημονεύματα του Στρατηγού Μακρυγιάννη», στον τόμο Πράματα και οράματα στρατηγού Μακρυγιάννη, σειρά Τετράδια «Ευθύνης», αρ. 30, Αθήνα 1994, σ. 11- 43.

[15] Ό.π., σελ. 67.

[16] Ό.π., σ. 191, 204 επόμ. Επίσης Ελευθερίου Πρεβελάκη, Η εκστρατεία του Ιμπραήμ πασά στην Αργολίδα, εκδ. Αετός.

[17] Ό.π., σ. 133.

[18] Ό.π., σ. 133.

[19] Ό.π., σ. 134.

[20] Ό.π., σ. 135.

[21] Ό.π., σ. 143,158.

[22] Ό.π., σ. 144.

[23] Ό.π., σ. 144.

[24] Ό.π., σ. 147.

[25] «Την επανάστασίν μας θα την καταντήσουμε ληστεία και η πατρίς κατάντησε η παλιόψαθα των ατίμων». Ό.π., σ. 175.

[26] Ό.π., σ. 180.

[27] Ό.π., σ. 204.

[28] Ό.π., σ. 216.

[29] Ό.π., σ. 216, 304.

[30] Ό.π., σ. 285.

[31] «Είκοσι έξι μήνες έκαμα σ’ αυτήνη την ΄πηρεσίαν…» Ό.π., σ. 302.

[32] Ό.π., σ. 304.

[33] Ό.π., σ. 307.

[34] Ό.π., σ. 313.

[35] Ό.π., σ. 314.

[36] Ό.π., σ. 315 – 316.

[37] Για το σπίτι του Μακρυγιάννη κατά τη διαμονή του στο Άργος υποστηρίχθηκε ότι ήταν ανατολικά από το ναό του Αγίου Ιωάννου και το αντίστοιχο κτίριο κηρύχθηκε διατηρητέο μνημείο. Βλέπετε Β. Δωροβίνη, «Το σπίτι του Μακρυγιάννη», Οικολογία και Περιβάλλον, Φεβρουάριος 1984, σ. 19, και του ίδιου «Το σπίτι του Μακρυγιάννη στο Άργος», Νέα Εστία, τχ. 1448 (1.11.1987), σ. 1439-1440. Το ζήτημα, όμως, παραμένει ανοιχτό για παραπέρα έρευνα και συζήτηση.

[38] Ό.π., σ. 320.

[39] Ό.π., σ. 319.

[40] Ό.π., σ. 328.

[41] Ό.π., σ. 323.

[42] Δημητρίου Κ. Βαρδουνιώτη, «Η εν Άργει σφαγή κατά το 1833», Παρνασσός, 14 (1891), σ. 37 επόμ. Ιωάννου Ερν. Ζεγκίνη, Το Άργος διαμέσου των αιώνων, Αθήναι 1996, σ. 297 – 301, και Κώστα Δανούση, «Η σφαγή του Άργους (1833). Η απολογία της Στρατιωτικής Επιτροπής». Δελτίον Ιστορικών Μελετών Ναυπλίου, 50 (1992), σ. 196 – 200.

[43] Ό.π., σ. 329 – 330.

[44] Ό.π., σ. 331.

[45] Ό.π., σ. 339.

[46] Ό.π., σ. 352.

Διαβάστε επίσης:

 


Read Full Post »

Ο Ιωάννης Κ. Κοφινιώτης και η Ιστορία του Άργους


  

Ένα νέο βιβλίο από τις εκδόσεις «Εκ Προοιμίου», με τίτλο « Ο Ιωάννης Κ. Κοφινιώτης και η «Ιστορία του Άργους».  Βιογραφικά – γύρω από την έκδοση – συλλογή άρθρων του. Αργείοι λόγιοι και ιστορική μνήμη», έρχεται να προστεθεί στη βιβλιογραφία του Άργους. Το περιεχόμενο του βιβλίου είναι το αποτέλεσμα της ερευνητικής δουλειάς του δικηγόρου – ιστορικού Βασίλη Δωροβίνη  και στόχο έχει να διαλευκάνει τον τρόπο και τις συνθήκες  συγγραφής της «Ιστορίας του Άργους» αφ ενός και αφετέρου να ρίξει φως στη ζωή, την προσωπικότητα και το συνολικό έργο του συγγραφέα.

 

Ιστορία του Άργους από των Αρχαιοτάτων Χρόνων Μέρχις Ημών. 

 

Το έτος 1892,  ο φιλόλογος Ιωάννης Κοφινιώτης, παρέδιδε στον Αργειακὸ λαὸ την ιστορία του. Το έργο αυτό αποτελούσε και αποτελεί σημαντική πρόδρομη εργασία για την  ιστορία και τοπογραφία του αρχαίου Άργους. Κι΄ αυτό ακριβώς μαρτυρά την ευθύνη και τον μόχθο του Ιωάννη Κοφινιώτη, να συγγράψει μία τεκμηριωμένη αλλά και γλαφυρή λεπτομερή ιστορία της πόλης.

«Πέραν τοῦ Ἄργους οὐδὲν δεικνύει τὸ ἱστορικὸν τηλεσκόπιον. Ἐκ τῆς μεγαλοπρεποῦς ἀκροπόλεως τοῦ ἀγλαοθρόνου Δαναοῦ ἀνέτειλεν ἡ Ἠώς τοῦ πολιτισμοῦ καὶ περεσκευάσθη ἡ κολυμβήθρα, ἐν ᾗ ἐτελέσθη τὸ μυστήριον τῆς ἀπαλλαγῆς καὶ ἀπολυτρώσεως τῆς ἀνθρωπότητας ἐκ τοῦ σκότους τῆς ἀμαθίας καὶ  τοῦ πρότερον ἀγροίκου βίου». Με αυτὴν την μεστὴ πρόταση μάς εισάγει στην ιστορία του ὁ σπουδαίος αυτός δάσκαλος.

Η «Ιστορία του Άργους από των Αρχαιοτάτων Χρόνων Μέρχις Ημών», το σπουδαίο αυτό  βιβλίο  επανεκδόθηκε από τις εκδόσεις «Εκ Προοιμίου» το 2008,  όπως ακριβώς κατετέθη στην Ελληνική γραμματολογία από τον συγγραφέα του, πριν από 116 χρόνια.

Όμως ο αναγνώστης του βιβλίου σε κάποια στιγμή νοιώθει μετέωρος αφού ανακαλύπτει ότι μόνο μέχρι τους χρόνους της Ρωμαϊκής κατοχής τον « ξεναγεί» ο συγγραφέας.  Σαφώς και γνωρίζει ότι πρόκειται για τον Α΄τόμο. Το αίσθημα όμως του κενού και της έλλειψης της συνέχειας υπάρχει. Τι έγινε; Τι συνέβη; Πότε θα εκδοθεί ο Β΄τόμος; Αλλά και ερωτήματα σχετικά με τον συγγραφέα αναφύονται στην πορεία. Ποιος ήταν ο Κοφινιώτης; Τι τελικά γνωρίζουμε γι’ αυτόν;

 

Ο Ιωάννης Κ. Κοφινιώτης και η «Ιστορία του Άργους».

 

Αυτή η ανάγκη απαντήσεων λοιπόν, οδήγησε τις εκδόσεις «Εκ Προοιμίου» στη συγγραφή και έκδοση ενός «επίτομου πονήματος», που βάζει τα πράγματα στην θέση τους, αλλά και στην επέκταση του σε ορισμένους άλλους Αργείους λογίους, εν πολλοίς ξεχασμένους σήμερα, ορισμένους με ακτινοβολία όσο έζησαν, πέρα από το Άργος, που συνέβαλαν ώστε να κρατηθεί ζωντανά η ιστορική μνήμη της πόλης.  

Οδήγησε στην συγγραφή και  έκδοση του βιβλίου,  Ο Ιωάννης Κ. Κοφινιώτης και η «Ιστορία του Άργους».  Βιογραφικά – γύρω από την έκδοση – συλλογή άρθρων του.  Αργείοι λόγιοι και ιστορική μνήμη, από τον ερευνητή της ιστορίας και  διακεκριμένο δικηγόρο, Βασίλη Δωροβίνη.

Στο πρώτο μέρος του βιβλίου αναλύεται  το ιστορικό της γραφής της Ιστορίας του Άργους από τον Κοφινιώτη, ενώ στο  τέλος  παρατίθεται  παράρτημα  με κείμενα προδρομικά της «Ιστορίας», εργογραφία  του  Κοφινιώτη  και  τις  θέσεις  του για το « γλωσσικό ζήτημα» της εποχής. Στο δεύτερο μέρος ακολουθεί μια σύντομη  μελέτη για λογίους του Άργους που, από το τέλος του 19ου αιώνα μέχρι και  μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ασχολήθηκαν με την ιστορία του Άργους, άλλοι ως ιστορικοί και άλλοι ως ιστοριοδίφες.

Το βιβλίο 104 σελίδων σχήματος (17 Χ 24), τιμάται 10 ευρώ και βρίσκεται σε όλα τα ενημερωμένα  βιβλιοπωλεία. Η κεντρική διάθεση γίνεται από τις εκδόσεις «Εκ Προοιμίου» στο Άργος  ( τηλ. 27510  20419 ).

 

 

Read Full Post »

Η σχολή Ικάρων στο αεροδρόμιο του Άργους στον πόλεμο του 1940


 

Fairey Battle

Το αεροδρόμιο του Άργους, όπως αναφέρεται στην πολεμική ιστοριογραφία στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940, συνέβαλε τα μέγιστα στη διατήρηση της ελληνικής αεροπορίας ως πολεμικής μηχανής, ωστόσο αποτελεί βαρύνουσα ιστορική και πολιτικής αξία, ιδωμένο μέσα από το  πρίσμα της ηθικής αναπτέρωσης και τόνωσης των νέων ικάρων, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στο αεροδρόμιο του Άργους στο νέο εκπαιδευτικό κέντρο ιπταμένων, όπου συνέχισαν την εκπαίδευσή τους πυρετωδώς, για να αναδειχτούν ολοκληρωμένοι  και πλήρως  εκπαιδευμένοι ιπτάμενοι αξιωματικοί.

Το κείμενο που ακολουθεί αποτυπώνει με ακρίβεια και στερεή τεκμηρίωση την ιστορική περίοδο, κατά την οποία επιτυγχάνεται η απήχηση της αποδοχής των Αργείων στους νέους ικάρους, οι οποίοι με τα αεροπλάνα τους κατέκλυσαν τον αργολικό ουρανό.

Το πρώτο αεροδρόμιο του Άργους (νότια του Κουτσοποδίου) υπήρξε το 1916-1917 το επίκεντρο χρήσης των πρώτων Ελλήνων αεροπόρων των Καμπέρου και Μητούση, όπου εκτελέστηκαν οι πρώτες πτήσεις με μαθητές που φοίτησαν στη Σχολή Καμπέρου.

Στον πόλεμο του 1940 επιλέγεται από το Υπουργείο των Στρατιωτικών ως καταλληλότερο για την εκπαίδευση των ικάρων. Το αεροδρόμιο ευρίσκετο σε ομαλή πεδιάδα, κλεισμένη από βόρεια με βουνά, όπου υπάρχουν χαρακτηριστικά ανοίγματα κατάλληλα για την προσέγγιση των αεροσκαφών. Οι νότιοι άνεμοι είναι χαμηλής έντασης δίχως βίαιους πλάγιους ανέμους ή κάθετους , ώστε  να εμποδίζουν ή να καθιστούν επικίνδυνες τις προσγειώσεις ή απογειώσεις αεροσκαφών. Λόγω του ανοίγματος της πεδιάδας προς τη θάλασσα, οι νότιοι ή οι βόρειοι άνεμοι παρασύρουν τις χαμηλές  νεφώσεις.

Έτσι, η ευρύτερη περιοχή καθίσταται κατάλληλος χώρος πτήσεως δίχως εμπόδια στην ορατότητα. Γενικά, το αεροδρόμιο δεν έκρυβε κινδύνους για τους νέους αεροπόρους. Βεβαίως, υπήρχαν ελλείψεις και ο έλεγχος  της εναέριας κυκλοφορίας είχε υποτυπώδη οργάνωση. Ως στρατηγικό δε σημείο της Νότιας Ελλάδας το Αεροδρόμιο αποτέλεσε σημείο αναφοράς και οργάνωσης των αεροπορικών δυνάμεων.

 

Η σχολή Ικάρων στο Άργος στον πόλεμο του 1940

 

Συμπληρώθηκε περίπου ένας μήνας από την εισαγωγή των μαθητών της 10ης σειράς των Ικάρων από τις 15 Σεπτεμβρίου του 1940 και πριν ξεκινήσουν τις πρώτες πτήσεις, η φασιστική Ιταλία άρχισε κατά της Ελλάδας απειλές, παραβιάζοντας συνεχώς κατά τρόπο προκλητικό τον εναέριο χώρο της.

Η Ελληνική Πολεμική Αεροπορία αναγκάσθηκε να λάβει μέτρα άμυνας και πολεμικής προετοιμασίας. Έτσι, διέταξε την αραίωση των αεροπλάνων της διά της μετακινήσεώς των στα προβλεπόμενα αεροδρόμια, από τα οποία θα ήταν δυνατή η δράση αλλά και η εξασφάλιση μιας ενδεχόμενης αιφνιδιαστικής προσβολής.

Potez 633

Στα πλαίσια αυτά επιβαλλόταν η προετοιμασία μετακίνησης της Σχολής Ικάρων σε άλλο αεροδρόμιο. Ως τέτοιο αεροδρόμιο ορίστηκε, από τα υπάρχοντα σχέδια, το αεροδρόμιο του Άργους. Η φοίτηση στη Σχολή ήταν τριετής. Οι τελειόφοιτοι της όγδοης σειράς είχαν σχεδόν ολοκληρώσει την πτητική τους εκπαίδευση και στα μέσα Νοεμβρίου ονομάζονταν Ανθυποσμηναγοί, έτοιμοι να επανδρώσουν τις Μοίρες καταδιωκτικών αεροσκαφών Ρ.Ζ.L. P 24 G και βομβαρδιστικών POTEZ-63, BLENHEIMS, FAIREY-BATTLE, ώστε να τιμήσουν τις υποχρεώσεις τους, κατά τον καλύτερο τρόπο, σε όλους τους εθνικούς αγώνες. Οι δευτεροετείς – ένατη σειρά – απαιτούνταν να συνεχίσουν την εκπαίδευσή τους και βεβαίως δεν ήταν έτοιμοι να δώσουν τον υπέρ πάντων αγώνα, διότι αντιλαμβάνονταν ότι η εκπαίδευση τους δεν ήταν επαρκής, για να λάβουν δράση σε πολεμικές επιχειρήσεις. Έτσι, περίμεναν τη μεταφορά της  στο Άργος όπως τους το ανακοίνωσαν, για να ολοκληρωθεί η εκπαίδευσή τους και  να γίνουν ετοιμοπόλεμοι αεροπόροι. Οι δε πρωτοετείς – δέκατη σειρά – δύσκολα μπορούσαν να εκτιμήσουν τις συνέπειες και τη μετακίνηση της Σχολής σε άλλο αεροδρόμιο με τα τεράστια προβλήματα μιας τέτοιας επιλογής.

Η μεταφορά της Σχολής στο Άργος έγινε με όλα τα μέσα συγκοινωνίας. Η εγκατάσταση του προσωπικού, γραφείων, υπηρεσιών, συνεργείων, αποθηκών έγινε σε σχολεία, σπίτια, δημόσια κτίρια. Το Διοικητήριο εγκαταστάθηκε στο 2ο δημοτικό σχολείο Άργους, γνωστό ως σχολείο Πειρούνη. Η γύρω περιοχή κατακλύστηκε από τα υλικά της Σχολής, αναγκαία για την εκπαίδευση.

Θυμάται ο αντιπτέραρχος ε.α. Γεώργιος Τσιτσόγλου της 10ης σειράς Σχολής Ικάρων:

«Ως πρωτοετής μπήκα στη Σχολή Ικάρων-Σχολή Αεροπορίας- το Σεπτέμβριο του ΄40 και πριν οι Ιταλοί χτυπήσουν το αεροδρόμιο του Τατοΐου, μετακινηθήκαμε στο αεροδρόμιο του Άργους. Εκεί κατακλύσαμε διάφορα κτίρια της γύρω περιοχής. Αρχίσαμε τις πτήσεις ως μαθητές πρωτοετείς κάτω από δύσκολες συνθήκες. Όταν κατέρρευσε το Μέτωπο, φύγαμε για την Κρήτη. Σχεδόν είχαμε ολοκληρώσει την πτητική μας εκπαίδευση.

Στις 21 και 22 Μαΐου- δε θυμάμαι καλά- μπήκαμε σ’ ένα βαπόρι εγγλέζικο και φύγαμε για το Πορτ Σαντ. Οι Γερμανοί  μας χτυπήσανε  στο δρόμο ανεπιτυχώς. Εμείς ήμασταν με τα σωσίβια πάνω στο κατάστρωμα, έτοιμοι να πέσομε στη θάλασσα, αλλά ευτυχώς δεν χρειάστηκε. Δεν προλάβαμε την ολοκλήρωση της εκπαίδευσης  δευτέρου και τρίτου έτους, πήγαμε στη Νότια Ροδεσία, τη σημερινή Ζιμπάμπουε. Ξεκινήσαμε εκπαίδευση με Τiger Moth και μετά με τα Harrard. Όταν τελειώσαμε με αυτά, πήγαμε στην προκεχωρημένη ζώνη να γίνουμε πλέον μάχιμοι. Άλλοι πήγανε στα Oxford κι άλλοι στα Hurricane, τα καταδιωκτικά».

Διοικητής του εκπαιδευτικού Κέντρου ιπταμένων ήταν ο Σμήναρχος Γ. Φαλκονάκης. Οι πτήσεις άρχιζαν εντατικά περί το τέλος Νοεμβρίου, σ΄ ένα αεροδρόμιο με μεγάλες ελλείψεις. Ουσιαστικά, ήταν ένα ισοπεδωμένο χωράφι. Η βελτίωση των εγκαταστάσεων ήταν δύσκολη, είτε γιατί δεν υπήρχαν κατάλληλοι δρόμοι, είτε γιατί έλειπαν μεταφορικά μέσα. Μακριά από ανέσεις και ευκολίες η νέα εγκατάσταση έφερνε μεγάλες δυσκολίες και οι ελλείψεις οι οποίες  ήταν φυσικές , επηρέαζαν εν μέρει τη ζωή και την εκπαίδευση των νέων αεροπόρων.

Όμως, το ηθικό και η αντοχή των μαθητών και των εκπαιδευτών υπερκάλυπτε τα κενά και τις ελλείψεις που δημιούργησε η νέα εγκατάστασή τους. Η εκπαίδευση- πτητική και θεωρητική- προχώρησε με γοργούς ρυθμούς και προς το τέλος Μαρτίου ολοκληρώθηκε  η εκπαίδευση μεγάλου αριθμού εκπαιδευομένων.

Το επιτελούμενο έργο για την παραγωγή νέων αεροπόρων ήταν τεράστιο και ποιοτικό. Ο φόρτος εργασίας δεν πτοούσε κανέναν, αν και οι εκπαιδευτές ήταν λίγοι και οι μαθητές πολλοί. Τα αεροπλάνα «αβρο-γιούτορ» πετούσαν συνεχώς. Ο κάθε εκπαιδευτής είχε χρεωθεί έναν αριθμό μαθητών και όφειλε να τους ετοιμάσει, να τους μάθει την πτητική τέχνη με όλες τις ασκήσεις.

Farman III

Ο ουρανός της Αργολικής γης έσφυζε κυριολεκτικά από τα εκπαιδευτικά αεροπλάνα και η ευρύτερη περιοχή δονούνταν από το θόρυβο των κινητήρων. Επρόκειτο για πυκνή αεροπορική δραστηριότητα των νέων αεροπόρων, οι οποίοι στο βάθος χρόνου έθεταν τα θεμέλια της νέας αεροπορίας σ’ ένα χώρο κατάλληλο για πτητική δραστηριότητα. Στον ίδιο χώρο το 1917 οι πρώτοι Έλληνες αεροπόροι δοκίμαζαν τα «ΦΑΡΜΑΝ» , ανοίγοντας ελπίδες στους ελληνικούς ουρανούς, θέτοντας τα θεμέλια για την έναρξη της χρησιμότητας των αεροπλάνων ως μέσου προστασίας και διαφύλαξης του πάτριου εδάφους. Η Αργολική γη άνοιξε τις πύλες στους πρώτους αεροπόρους των «ΦΑΡΜΑΝ», από τα οποία κτίστηκε στα επόμενα χρόνια  η νέα αεροπορία.  Το δεύτερο μήνα λειτουργίας του εκπαιδευτικοί κέντρου ιπταμένων, τοποθετήθηκαν στο Άργος νέοι αξιωματικοί έμπειροι ιπτάμενοι, αφού έκλεισαν τον κύκλο τους σε προκεχωρημένες μονάδες στα POTEZ-63  (31η Μοίρα βομβαρδισμού). Οι νέοι εκπαιδευτές ήταν αξιωματικοί ικανοί και δυναμικοί και άρχισαν αμέσως την οργάνωση και τη συγκέντρωση  των διάσπαρτων επιστασιών, αφού από την αρχή της εγκατάστασής τους είχαν απλωθεί διάσπαρτα σχεδόν  σ’ όλη την πεδιάδα. Συγκέντρωσαν αρχικά τα καταλύματα  κοντά στο αεροδρόμιο και στη συνέχεια, αφού περιόρισαν το πρόβλημα της διασποράς του προσωπικού που είχε απλωθεί στα Φίχτια, στις Μυκήνες, στο Κουτσοπόδι και στο Άργος, συγκέντρωσαν τα διάφορα υποστηρικτικά υλικά σε κτίρια προσβάσιμα. Έτσι, διευκολύνθηκε κατά κάποιο τρόπο  το επιτελούμενο εκπαιδευτικό έργο τους.

Henschel Hs 126K-6

Το νέο αεροδρόμιο του Άργους σχεδόν ήταν τετράγωνο. Παρ’ ότι δεν είχε όλες τις διευκολύνσεις, υπήρξε το καταλληλότερο για τους μαθητές της εποχής. Οι νέοι αεροπόροι μαθητές  είχαν την ευκαιρία να ασκηθούν στην πτήση στην ευρύτερη νότια περιοχή προς τη θάλασσα και τη ΒΑ πλευρά. Τα αναγνωρίσιμα σημεία επιστροφής ήταν ορατά, χρήσιμα για κάθε μαθητή, κυρίως στο αρχικό στάδιο πτήσης. Εύκολος προσανατολισμός, ευρύτητα επίπεδης περιοχής. Έτσι, οι εκπαιδευτές μπορούσαν να παρακολουθήσουν βήμα προς βήμα την πρόοδο των νεοσσών αεροπόρων.

Οι εκπαιδευτές παρακολουθούσαν από κοντά την πτήση του κάθε μαθητή. Γνώρισαν βεβαίως τις δυσκολίες και τους κινδύνους και ήταν αμετακίνητοι στο θέμα  της εφαρμογής των κανόνων πτήσης. Ζούσαν την αγωνία και τη συγκίνηση του μαθητή, αφού οι περιστάσεις το απαιτούσαν. Γενικά, το νέο αεροδρόμιο δεν έκρυβε πολλούς κινδύνους, παρ’ ότι υπήρχαν σοβαρές ελλείψεις σε βοηθήματα. Ο έλεγχος της εναέριας κυκλοφορίας είχε υποτυπώδη οργάνωση. Ένα ανεμούριο καθόριζε  τη χρήση του διαδρόμου και βεβαίως ήταν εύκολο να δημιουργηθούν συνθήκες σύγχυσης, κατά την απογείωση, ή προσγείωση των αεροπλάνων.

Αν ληφθεί υπόψη η κόπωση των εκπαιδευτών και μαθητών, σε συνδυασμό με τη σκόνη που σηκωνόταν κατά την απογείωση πολύ εύκολα θα μπορούσε να συμβεί το λάθος. Γι ̉αυτό οι εκπαιδευτές, λόγω αυτών των συνθηκών, εμψύχωναν και συμμερίζονταν την αγωνία των μαθητών, κυρίως όταν πετούσαν μόνοι τους. Μέχρι το τελικό σταμάτημα μετά την προσγείωση ήταν χρόνος δύσκολος για κάθε μαθητή σε ένα καινούριο αεροδρόμιο.

Και τα ατυχήματα στο αεροδρόμιο του Άργους δεν έλειπαν, αλλά υπήρχαν σχετικά ανώδυνα. Τα δυο πιο σοβαρά ατυχήματα  προκλήθηκαν από  «παράβαση» των κανόνων πτήσεως.

Ο. Ν. Παπαποστόλου, αρχηγός  της όγδοης σειράς, θυμάται: «…Σε μια διατεταγμένη πτήση, για εξάσκηση στα ρολλς (βραδεία περιστροφή περί τον άξονα της πτήσης) έχασα την ταχύτητά μου και λόγω του χαμηλού ύψους δεν μπόρεσα να ανακτήσω άνωση, πέφτοντας καρφωτός κοντά στον Πασσά, 2 χιλιόμετρα ΝΑ του αεροδρομίου. Είχα παρασυρθεί σε συνεχόμενα ρολλς και έχασα ύψος,  που αυτό ήταν η αιτία του δυστυχήματος. Το αεροπλάνο καταστράφηκε και εγώ τραυματίστηκα σοβαρά. Βρέθηκα στο Β’ στρατιωτικό νοσοκομείο Αθηνών, ξαναβρίσκοντας τις αισθήσεις μου μετά από 48 ώρες…»

Στη δεύτερη περίπτωση ένας δόκιμος υπαξιωματικός, σε ένα από τα πρώτα του «σόλο» με ελάχιστη πείρα, απομακρύνθηκε από την περιοχή πτήσεων περί το αεροδρόμιο του Άργους και πήγε στη Νεμέα όπου το χωριό του, και κάνοντας χαμηλές  διελεύσεις  για επίδειξη, χτύπησε  πάνω σε ένα δέντρο, με αποτέλεσμα να καταστρέψει το αεροπλάνο και να βρεθεί  ο ίδιος κρεμασμένος από τις ζώνες του αλεξιπτώτου πάνω στα κλαδιά του δέντρου. Με κατάγματα μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο του Ναυπλίου. Αυτές οι επιπολαιότητες – κλασικές παραβάσεις κανόνων πτήσεων, έβαλαν τέλος στις φιλοδοξίες των δύο χειριστών, για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στη πατρίδα.

Το θεαματικότερο, όμως, ατύχημα και ασφαλώς το μοναδικό στο είδος του, είναι εκείνο που έγινε σε μία εκπαίδευση ακροβατικών με έναν μαθητή και τον εκπαιδευτή Α. Αθανασούλα.

 «…Πετούσα στη μπροστινή θέση και ο δάσκαλος μου επισμηναγός Α. Αθανασούλας μου έκανε έλεγχο στα ακροβατικά. Κάναμε όλη τη σειρά των ακροβατικών. Σε όλα έμεινε ικανοποιημένος εκτός από τα ρολλ που κατά την ανάστροφη θέση έπεφτε η κεφαλή του αεροπλάνου κάτω από τον ορίζοντα.

Είναι αλήθεια ότι είχα αυτή την αδυναμία. Το ρολλ ποτέ δεν το κατάφερα πολύ καλά, το έκανα βεβιασμένα. Σε μια στιγμή θέλησε να μου δείξει τη σωστή διόρθωση. Δικό μου το αεροπλάνο – μου είπε στο φωναγωγό – και άφησα το χειριστήριο.

Χώρος πτήσης πάνω στο Άργος. Άρχισε την περιστροφή (ρολλ) και μόλις φθάσαμε ανάποδα το αεροπλάνο άρχισε να βυθίζετε και έβλεπα το έδαφος να πλησιάζει με ταχύτητα. Τότε ασυνείδητα έπιασα το χειριστήριο και το έβγαλα από την ανάστροφη βύθιση. Βρισκόμενο σε στροφή γύρισα πίσω αλλά η θέση ήταν άδεια. Σκέφθηκα μήπως ο δάσκαλός μου ήταν σκυμμένος αλλά ξαφνικά είδα ένα λευκό όγκο που έπεφτε και κατάλαβα τι είχε γίνει.

Παρακολούθησα το αλεξίπτωτο και είδα που έπεσε σε ένα λόφο (Άγιος Ηλίας) κοντά σε μία εκκλησία  (προφανώς εννοεί την Παναγία Κατακεκρυμμένη) λίγο έξω από το Άργος. Γύρισα στο αεροδρόμιο ταραγμένος. Έσβησα τη μηχανή και πήγα αμέσως στο Διοικητή Αντισμήναρχο Ξ. Οικονόμου, που παρακολουθούσε τις πτήσεις. Έχασα τον εκπαιδευτή  μου κύριε Διοικητά, έπεσε σε ένα λόφο πού βρίσκεται λίγο έξω από το Άργος. Αφού του έδωσα περισσότερες πληροφορίες για το ατύχημα, πείσθηκε ότι κάτι ασυνήθιστο είχε συμβεί. Διέθεσε το αυτοκίνητο του και πήγε να βρει τον αεροπόρο. Εκείνος, αφού μάζεψε το αλεξίπτωτό του, δέχθηκε τη βοήθεια κάποιου πολίτη της περιοχής, ο οποίος τον ανέβασε πάνω σε μία αγροτική «σούστα» και τον οδήγησε προς το αεροδρόμιο. Η αγωνία του ήταν μεγάλη, αφού δεν γνώριζε την τύχη του μαθητή του. Ψάχνοντας με το αυτοκίνητό του συναντήθηκαν σε κάποιο σημείο επιστροφής. Το συμβάν αυτό έδωσε ένα μάθημα για εκπαιδευτές με μεγάλη  πείρα».

Στα μέσα Μαρτίου συμπληρώνεται στο αεροδρόμιο του Άργους η βασική εκπαίδευση της ένατης σειράς των Ικάρων. Η κατάληψη της Αλβανίας από τους Ιταλούς τον Απρίλιο του 1939 έδωσε μια μικρή πίστωση χρόνου στις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις  να προετοιμαστούν για τον επικείμενο πόλεμο. Η εκδηλωθείσα  Ιταλική επίθεση δεν αιφνιδίασε την ελληνική αεροπορία ούτε και τη σχολή Αεροπορίας, που τη βρήκε κάπως προετοιμασμένη, πλην όμως υπήρχε τεράστια αριθμητική διαφορά σε αεροπλάνα και δυναμικό. Συζητήθηκε δε η εκδοχή συνέχισης του πολέμου εκτός Ελλάδος στο πλευρό της Αγγλικής αεροπορίας με πιλότους που φοιτούσαν στο εκπαιδευτικό κέντρο ιπταμένων του αεροδρομίου Άργους, το οποίο ήταν υπολογίσιμα δυναμικό.

PZL P.24

«Την 6η Απριλίου 1941, γράφει ο τότε υφυπουργός Αεροπορίας Πέτρος Οικονομάκος, έκαναν έναρξη της εισβολής τους οι Γερμανοί».  Ο ουρανός της Ελλάδος άρχισε να σκοτεινιάζει  από τα φτερά της ανίκητης μέχρι τότε «Λουφτβάφφε». Η μέχρις εκείνη τη στιγμή δράση της Ελληνικής Αεροπορίας υπήρξε μεγάλη συμβολή  στο νικηφόρο  αγώνα κατά της Ιταλίας, με αποκορύφωμα το ηρωικό κατόρθωμα αεροπόρου, μοναδικού στα αεροπορικά κατορθώματα Έλληνα πιλότου, χειριστή καταδιωκτικών Ρ.Ζ.L. ο οποίος αφού απέμεινε από πυρομαχικά, εμβόλισε εκουσίως το εχθρικό αεροπλάνο και το κατέρριψε.

Όμως, από το σημείο αυτό της γερμανικής επέμβασης δεν ήταν δυνατό να αμυνθούμε αποτελεσματικά με τα αεροσκάφη που διαθέταμε. Οι Έλληνες αεροπόροι αναδιπλωμένοι  αντιμετώπισαν τη συντριπτικά υπερέχουσα «Λουφτβάφφε». Το Υπουργείο Αεροπορίας προβαίνει σε μία επιβαλλόμενη από τα πράγματα λύση και βγάζει  την από 13-4-1941 Α.Π. Γενική Διαταγή.

 «Λαβόντες υπ ̉όψιν την δημιουργηθείσαν κατάστασιν, εντελλόμεθα τα κάτωθι: Αι Αεροπορικαί μονάδες, υπηρεσίαι και καταστήματα παραλήπται της παρούσης να μεριμνώσι διά την εν καιρώ αχρήστευσιν παντός υλικού και εφοδίων, να καταστρέψωσιν τα μη μετακινούμενα αεροσκάφη. Άπαντες οι Αξιωματικοί ιπτάμενοι και μηχανικοί υπαξιωματικοί πλην των ορισθησομένων υπό των Διοικητών και Διευθυντών θα αναχωρήσωσι δι’ Εκπαιδευτικόν Κέντρον Ιπταμένων Αεροδρόμιο Άργους…»

  Ο Πρόεδρος Κυβερνήσεως

Και Υπουργός Αεροπορίας  

ΑΛΕΞ. ΚΟΥΡΟΥΤΗΣ

Με βάση αυτή τη διαταγή άρχισε η σύμπτυξη των αεροπορικών Μονάδων, που κάτω από τα σφυροκοπήματα  της Γερμανικής Αεροπορίας άρχισε να μετακινείται προς το  αεροδρόμιο του Άργους. Τα εναπομείναντα ελληνικά καταδιωκτικά  εξακολουθούσαν το έργο τους, σε μια καταδικασμένη προσπάθεια να αναχαιτίσουν τη γερμανική «Λουφτβάφφε». Αυτή ήταν η φοβερή Γερμανική Πολεμική Αεροπορία αποτελούμενη από μονάδες βομβαρδισμού «ΓΙΟΥΝΚΕΡΣ 88», «ΧΕΝΚΕΛ 111» καθέτου εφορμήσεως «94-87 (SΤUKAS)»  και διώξεως «109» και «110» καθώς και από μονάδες μεταφορών «Ju 52», συνολικού αριθμού 1000 αεροσκαφών, συγχρονισμένων τύπων, η οποία  ενεργούσε κατά μάζας  επιδρομές απανταχού της χώρας. Έναντι τούτων, η Ελληνική Αεροπορία διέθετε μικρό αριθμό αεροσκαφών  και με τα αεροσκάφη αυτά οι αεροπόροι μας εξακολουθούσαν να μάχονται με αμείωτο ηθικό και δεν σταμάτησαν να μάχονται οι τελευταίοι αυτοί πολεμιστές του έπους της Αλβανίας, παρά μόνο αφού έδωσαν την αερομαχία των Τρικάλων έναντι των Γερμανικών «ΜΕ-109» στις 15 Απριλίου. Φτάνουν με κάθε μέσο τμήμα Μονάδων και αυτόματα μπαίνουν κάτω από τη Διοίκηση του Σμηνάρχου Φίλιππα:

  Αρ. πρωτ.2953/16-4-41

  ΔΙΑΤΑΓΗ

  Τίθημι υπό τας διαταγάς υμών άπαντας τους μετακινουμένους βάσει της υπ ̉αριθ. 2952/Δ/γης Υ.Α.

Οι ανωτέρω και άπαν το προσωπικόν του υφ ̉υμάς κέντρου  θέλουσι επιβιβασθεί  εις Ναύπλιον  προς μεταφοράν.

Διά την επιβίβασαν ταύτην θέλετε διατάξει και ενεργήσει τα δέοντα συνεννοούμενοι προς τούτο μετά των υπό του Υπουργείου των Ναυτικών εντεταλμένων αξιωματικών εις τρόπον ώστε να συντελεσθεί αυτή κατά το ταχύτερον και ασφαλέστερον τρόπον.

Εν περιπτώσει μη υπάρξεως επαρκών πλωτών μέσων , καθορίζω ως κατωτέρω την σειράν προτεραιότητος κατά την επιβίβασιν. α) Αξιωματικοί β) Μαθηταί γ) Μηχανοσυνθέται δ) λοιπαί ειδικότητες ε) λοιπόν προσωπικόν.

αποδέκται: Εκπαιδευτικόν Κέντρον.

Ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ

Π. ΟΙΚΟΝΟΜΑΚΟΣ

Υποστράτηγος

Hawker Hurricane

Hawker Hurricane

Η τελευταία αυτή διαταγή που καθόριζε τις προτεραιότητες, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε ανησυχίες και ταραχές, ιδιαίτερα γιατί υπήρχαν άγνοια και αμφιβολίες για τις δυνατότητες μεταφοράς των πλωτών μέσων. Η  πειθαρχία διασαλεύτηκε σοβαρά, ιδιαιτέρα γιατί πέραν από τις ανησυχίες, προθέσεις σκέψεις και αποφάσεις που είχαν αφορμές ή ελατήρια υπηρεσιακά ή ατομικά συμφέροντα, επέδρασαν και άλλοι παράγοντες αντικαθεστωτικών. Ιδιαίτερα κρίσιμη ήταν η κατάσταση, όταν διαδόθηκε στο Άργος ότι η κυβέρνηση με το βασιλιά είχαν φύγει στο εξωτερικό.

Λίγες ημέρες πριν ολοκληρωθεί η Γερμανική κατοχή στην Ηπειρωτική Ελλάδα, το εκπαιδευτικό κέντρο ιπταμένων στο Άργος προετοιμάζεται για την μεταφορά του στην Κρήτη με δύο πλοία, που βρίσκονταν στο Ναύπλιο. Τα εκπαιδευτικά αεροπλάνα «Αβρό-621» και Μπρεγκέ καταστράφηκαν, αφού τα καύσιμα δεν επαρκούσαν να φθάσουν στην Κρήτη. Αυτή ήταν μια σκληρή πραγματικότητα και οι Ίκαροι δεν μπορούσαν να το καταλάβουν, μια και πετούσαν με τα «Μπρεγκέ» στους ουρανούς της Αργολικής γης.

Ο Σμήναρχος ε.α. Χάρης Παρασκάκης, σε μια από τις μαρτυρίες του στη ταραγμένη περίοδο  της μαζικής φυγής της Αεροπορίας, περιγράφει τη φυγή ως ακολούθως:

«Το Αλβανικό με βρήκε δόκιμο Αξιωματικό στη Σχολή Αεροπορίας. Μετακομίσαμε από το Τατόι στο Άργος και αφού ολοκληρώσαμε την εκπαίδευση στο μεγαλύτερο μέρος της, τη Μεγάλη Πέμπτη του ̉41 φύγαμε από το Ναύπλιο για την Κρήτη. Η Αεροπορία και η Σχολή χωριστά από τον Στρατό. Σε άλλα πλοία. Μόλις φθάσαμε στη Σούδα  δεχόμεθα ισχυρό βομβαρδισμό από τα Stukas. Εκεί ο διοικητής μας είπε: «ο σώζων ευατόν σωθήτω!» Εγώ πήγα και χώθηκα  κάτω από έναν βράχο. Την άλλη μέρα μετέδωσαν τα ραδιόφωνα ότι τα Stukas βύθισαν το πλοίο που μετέφερε τους αεροπόρους από το Άργος. Στην πραγματικότητα χτύπησαν το πλοίο που μετέφερε το Στρατό. Έκτοτε οι γονείς μου διαρκούσης της κατοχής, έπαιρναν επίδομα ως θύματα πολέμου. Εγώ δεν μπορούσα να τους ειδοποιήσω. Με διαταγή πήγαμε στη Μέση Ανατολή στην Έρημο του Κασασίν και στη συνέχεια στη Ροδεσία. Εκεί συνεχίσαμε την εκπαίδευση, αφού στο Άργος δεν την ολοκληρώσαμε. Εκεί κάναμε στοιχειώδη εκπαίδευση τεχνικής φύσεως. Ήταν πολύ δύσκολα, όμως μας άρεσε. Αγαπούσαμε το αεροπλάνο».

Την όλη επιχείρηση συγκέντρωσης των μαθητών και άλλων αεροπόρων την είχε αναλάβει ο Σμήναρχος Στ. Φίλιππας. Το Άργος υπήρξε σημείο εκκίνησης για τη μεγάλη φυγή προς τη Μέση Ανατολή. Η μονάδα της Αεροπορίας είχε δοθεί εντολή να διαλυθεί και να γίνει διανομή του υλικού  στους κατοίκους της περιοχής. Όλα τα υλικά, κρεβάτια, στρώματα, ιματισμό και ό,τι στρατιωτικό υλικό υπήρχε σε χρόνο ρεκόρ! μοιράστηκαν στους Αργείτες. Στην απόφαση αυτή οδηγήθηκε ο φρούραρχος της περιοχής να τα μοιραστούν καλύτερα οι Αργείτες παρά να τα κατασχέσουν και να τα χρησιμοποιήσουν οι Γερμανοί.

Η σχολή πολυβολητών  ασυρματιστών στο αεροδρόμιο του Άργους

Avro 626

Για την ικανοποίηση των αναγκών της Πολεμικής Αεροπορίας σε πλήρωμα, λειτούργησε η Σχολή Πολυβολητών – Ασυρματιστών, με έδρα το Ελληνικό (Χασάνι). Με την είσοδο, όμως , των Γερμανών και τη ραγδαία κατάρρευση της ελληνικής αμυντικής προσπάθειας, η παρουσία των εκπαιδευτικών αεροπλάνων «ΑΒΡΟ» στο Ελληνικό δεν είχε κανένα πρακτικό σκοπό, αντίθετα αποτελούσαν με τα άλλα αεροπλάνα της RAF  ελκυστικό στόχο των Γερμανών.

Έτσι, σε εφαρμογή διαταγής  του Υπουργείου Αεροπορίας, ο Διοικητής της Μοίρας Σμηναγός Λουκίδης διέταξε την μεταφορά των έξι εκπαιδευτικών αεροσκαφών στο Αεροδρόμιο του Άργους, όπου εκεί είχε μεταφερθεί και η Σχολή του Κέντρου Εκπαίδευσης Ιπταμένων. Για τη μεταφορά αυτή ανταποκρίθηκαν πέντε υπαξιωματικοί πιλότοι, οι Γαλανόπουλος Δ., Φράγκος Ν., Καβουρίνος Ν., Πολυμέρης Δ. και Παναγουλάκης Ηλ., και ο έφεδρος επισμηνίας Αδοσίδης.

Πέταξαν Μεγάλη Πέμπτη, την ώρα που σε άλλους χώρους του αεροδρομίου καταστρέφονταν και καίγονταν υλικά από αποθήκες που δεν έπρεπε να πέσουν στα χέρια του εχθρού. Όταν προσγειώθηκαν στο αεροδρόμιο του Άργους, πληροφορηθήκαν ότι υπήρχε εντολή να καούν όσα αεροπλάνα και υλικά δεν μπορούσαν να μεταφερθούν. Η είδηση αυτή γέμισε πικρία  τους έξι πιλότους, που τα είχαν μεταφέρει στο Άργος και είχαν αποφασίσει να τα διασώσουν, μεταφέροντας τα στην Κρήτη.

Χαράλαμπος Μαυρίδης

Αξιωματικός Πολεμικής Αεροπορίας

«Αργειακή Γη», Επιστημονική και λογοτεχνική έκδοση του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Άργους, Τεύχος 3, Δεκέμβριος 2005.

 

Βιβλιογραφία 

Ηλία Δ. Καρταλαμάκη,  Η αεροπορία στον πόλεμο του 1940, Αθήνα 1990.

Έκθεσις της πολεμικής ιστορίας των Ελλήνων.

Εφ. «Καθημερινή» Επτά ημέρες,  «Πολεμική Αεροπορία 1951-1944»,  14 Νοεμβρίου 2004.

Στρατιωτική Ναυτική – Αεροπορική Εγκυκλοπαίδεια.

Read Full Post »

Οικογένεια Τσόκρη ή Τσώκρη


 

 

Δημήτριος Τσόκρης  Εξέχουσα πολεμική και πολιτική φυσιογνωμία του Αγώνα υπήρξε ο στρατηγός του Άργους Δημήτριος Τσόκρης. Η οικογένειά του ήταν από τις παλαιότερες στο Άργος. Ο πατέρας του Πανάγος Τσόκρης εμφανίζεται από τα μέσα περίπου της ΙΗ’ εκατονταετηρίδας. Είναι γνωστοί δε και άλλοι με το ίδιο επώνυμο, όπως ο Νικολός Τσόκρης πιθανώς παππούς του στρατηγού, Αναγνώστης, ο γιος του Γιάννης, Κυριακός ή Τσιράκος και Ανδριανός, Αντρανός ή Ντάνος Τσόκρης (1761-1828). Ο Πανάγος Τσόκρης είχε τρεις γιους, τον Γεώργιο, τον Αναστάσιο ή Τάσο και τον Δημήτριο. Από αυτούς ο πρώτος έφυγε από παιδί για την Κωνσταντινούπολη, όπου πλούτισε ως έμπορος και επανήλθε στο Άργος το 1817. Ο Τάσος έμεινε  στο Άργος και μετά την έκρηξη της επανάστασης έγινε στρατιωτικός και αγωνιστής. Ο δε Δημήτριος, ο νεότερος όλων διέπρεψε.

Ο Δημήτριος από παιδί μετέβη στη Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη και Ρωσία, όπου και αυτός επιδόθηκε στο εμπόριο. Κατά την τοπική παράδοση, σε εφηβική ηλικία, έζησε κάποια χρόνια και ασκήθηκε στα πολεμικά σε καταδρομικά ελληνικά πλοία, τα οποία πριν την επανάσταση διατηρούσαν τη σημαία και το πνεύμα της ελευθερίας, ως αρματωλοί της θάλασσας. Με την έκρηξη δε της επανάστασης ήρθε στην Ύδρα, έμπειρος ως προς τα πολεμικά. Ήταν συνάμα πνευματώδης, ρέκτης, φιλελεύθερος και φιλόπατρις. Έσπευσε από την Ύδρα στο Άργος γύρω στα μέσα Απριλίου 1821. Με τη συμβολή των συγγενών του και ιδίως του πλουσιότατου αδελφού του Γεωργίου στρατολόγησε αμέσως σώμα Αργείων και έθεσε τον εαυτό του επικεφαλής αυτών.

Οι Αργείοι εκτίμησαν τον άνδρα και τον ανέδειξαν. Η οικογένεια Περρούκα μόνο ήταν σε θέση να τους επισκιάσει, όμως απουσίαζε από το Άργος, ενώ ο μόνος που βρισκόταν εκεί, ο Χαραλάμπης, δυσφημιζόταν από τους επαναστάτες ως δήθεν φιλότουρκος. Γι’ αυτόν τον λόγο οι προύχοντες, με πρωτοστάτες τους αδελφούς Θεοφανοπούλου, τον περιστοίχισαν ενθουσιωδώς. Οι δε μικροί αλλά ανδρείοι καπετάνιοι του Άργους, από τους οποίους διακρινόταν ο Μήτρος Μεντής, ο περίφημος ιππέας, όπως λέγεται, είχε προσφάτως ασκηθεί στην ιππασία καθώς υπηρέτησε στο Ρωσικό Ιππικό και είχε τη δυνατότητα να ιππεύει χωρίς χαλινάρια και να τιθασεύει τα αγριότερα άλογα και να περιστρέφεται γύρω από την κοιλιά τους, καλπάζοντας πολύ γρήγορα. Ο Κωνσταντίνος Κακάνης, ο Γεώργιος Μπεκιάρης από τα Μπούντια Άργους, ο Τάσος Νέζος από το Κουτσοπόδι των Μυκηνών και ο Αναστάσιος Τσόκρης (αδελφός του) τάχθηκαν στο πλευρό του και ανακήρυξαν αυτόν με τη σύμφωνη γνώμη όλων αρχηγό των όπλων της επαρχίας και αγωνίσθηκαν μαζί αχώριστοι και αφοσιωμένοι μέχρι το τέλος.*

Ο Δημήτριος Τσόκρης ήταν τότε σε ηλικία 25 ετών και ήταν εύσωμος, ανδρείος, εμπειροπόλεμος, συνετός και επιβλητικός. Συμμετείχε άμεσα στις πολεμικές εργασίες της επανάστασης, ως οπλαρχηγός των Αργείων και προσέφερε πολύτιμη βοήθεια μέχρι το τέλος του Αγώνα, έγινε δε η επιφανέστερη στρατιωτική δόξα του Άργους.

Τον αναγνώρισε επίσημα η Καγγελαρία (τοπική διοίκηση) του Άργους ως οπλαρχηγό των Αργείων και συγχρόνως τον διόρισε διευθυντή της από την 4η Απριλίου 1821 πολιορκίας του Ναυπλίου. Ο Τσόκρης τακτοποίησε την πολιορκία πάραυτα. Συμμετείχε δε με τους άλλους πολιορκητές στην αντίσταση του Άργους τον ίδιο μήνα, στην εισβολή του Κεχαγιάμπεη, στην οποία διέσωσε πάμπολλα γυναικόπαιδα και κατάλαβε τους Μύλους.

Αργότερα και η Πελοποννησιακή Γερουσία τον κατέστησε αρχηγό της πολιορκίας του Ναυπλίου και των επικουρικών στρατευμάτων. Η δε Διοίκηση τον διόρισε χιλίαρχο.

Από τον Μάιο του ίδιου έτους και αφού απομακρύνθηκε ο Κεχαγιάμπεης από την Αργολίδα,  πραγματοποιήθηκε ξανά πολιορκία από τους Νικηταρά, Στάικο, Τσόκρη και Παπαρσένη Κρέστα, ενώ ο Τσόκρης διέπρεψε σε ανδρεία και στρατιωτική αρετή.

Οι πολιορκημένοι Τούρκοι, που υπέφεραν από τον αποκλεισμό, πραγματοποιούσαν πολλές εξόδους από το φρούριο και επιθέσεις εναντίον των Ελλήνων, ώστε να τους αναγκάσουν να λύσουν την πολιορκία. Σε μία από αυτές τις εξόδους αρίστευσε ο Τσόκρης. Με εξήντα επίλεκτους οπλίτες του κατέλαβε τον Πύργο του Κατώγλη κοντά στο Ναύπλιο και τον προάσπισε πολεμώντας ηρωικά επί επτά συνεχείς ώρες απέναντι σε πολλαπλάσιους Τούρκους, τους οποίους ανάγκασε να επανέλθουν στο κτίριο.  

Κατά τα τέλη Μαΐου 1821 οι Τούρκοι του Ναυπλίου επιτέθηκαν με όλο τους τον στρατό κατά των πολιορκητών για να θερίσουν και να συγκεντρώσουν από τα χωράφια δημητριακά για τη διατροφή τους. Όμως ο Τσόκρης, μαζί με τους άλλους πολιορκητές, όχι μόνο τους απέκρουσε μέχρι τα τείχη του φρουρίου, αλλά είχε και την ευφυΐα να κάψει όλα τα σπαρτά που υπήρχαν κοντά στο Ναύπλιο, όσα δεν είχαν θεριστεί και όσα υπήρχαν στα αλώνια, με τρόπο τέτοιο ώστε οι Τούρκοι να μην καταφέρουν να τα συγκεντρώσουν προς όφελός τους και να πεινάσουν. Το ίδιο επανέλαβε με επιτυχία και στο Άργος, κατά την εισβολή του Δράμαλη.

Κατά την Εθνική Συνέλευση του Άργους την 1η Δεκεμβρίου 1821 ο Τσόκρης ήταν γενικός αρχηγός των αρμάτων όλης της επαρχίας Άργους και πολιτάρχης της. Εξακολουθούσε εν τούτοις να αγωνίζεται στην πολιορκία του Ναυπλίου μέχρι την εισβολή του Δράμαλη. Επειδή δε ένεκα αυτής διακόπηκε και πάλι η πολιορκία, κατέφθασε με στράτευμά του στο ελληνικό στρατόπεδο των Μύλων και συμμετείχε στο Δραμαλικό πόλεμο του Άργους και των Δερβενακίων.

Το 1823 προβιβάσθηκε από τη Διοίκηση σε αντιστράτηγο και το 1825 σε στρατηγό. Κατά δε το 1824-1825 εξελέγη από όλους τους δημογέροντες και προκρίτους της μητρόπολης και των χωριών της επαρχίας Ναυπλίου γενικός αρχηγός των αρμάτων της.

Εκτός από τα Δραμαλικά, ο Τσόκρης συμμετείχε και σε διάφορες άλλες εκστρατείες και μάχες, όπως στα Μεγάλα Δερβένια, Αθήνα, Αμπλιανή, Ναύπακτο και στους πολέμους κατά του Ιμπραήμ πασά στο Κρομμύδι, Νεόκαστρο, Σφακτηρία, Ναυαρίνο, Μιστρά, Δερβένι Λεονταρίου, Δραμπάλα, Καρύταινα, Τρίπολη, Μαντζαγρά, Δαβιά, Τρίκορφα, Στενό, Τσιπιανά, Βέρβαινα και στην επαρχία Κυνουρία και προστάτευσε τις Σπέτσες από κάθε επιδρομή των Αράβων.

Στους εμφύλιους πολέμους ακολούθησε τον Κολοκοτρώνη, με τον οποίο τον συνέδεε στενή και ειλικρινής φιλία και ο οποίος τον εκτιμούσε και τον αγαπούσε σε τέτοιο βαθμό που στις επιστολές του τον αποκαλούσε παιδί του και υπέγραφε ως πατέρας του. Τέτοια ήταν η δράση του στρατηγού Τσόκρη στον Ιερό Αγώνα, φιλότιμη και πατριωτική.**

Ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας τον εκτιμούσε και τον υπεραγαπούσε. Ως εκ τούτου, κάθε φορά που ερχόταν στο Άργος έμενε στην οικία του, στην οποία του είχε παραχωρηθεί ιδιαίτερη και μόνιμη αίθουσα, η νοτιοδυτική και όπου σώζεται μικρό γραφείο του Κυβερνήτη ως πολύτιμο κειμήλιο της οικογένειας.

Ο αοίδιμος Κυβερνήτης, ως γνωστόν, κατήργησε όλους τους βαθμούς των στρατηγών του Αγώνα, εκτός του Θ. Κολοκοτρώνη. Ως εκ τούτου, διόρισε τον τέως στρατηγό Τσόκρη χιλίαρχο εν ενεργεία και αρχηγό της πολιτικής φρουράς Πελοποννήσου. Τον Ιούνιο του 1831 τον διόρισε μέλος του Πελοποννησιακού Στρατιωτικού Δικαστηρίου ή Συμβουλίου των Ελαφρών και αντιπρόεδρο αυτού. Ο Τσόκρης προέδρευσε σε διάσημες δίκες, ανάμεσα στις οποίες και αυτή των δολοφόνων του Καποδίστρια και διαφύλαξε τη δημόσια τάξη στο Άργος κατά την πολύ δύσκολη εκείνη εποχή.

Στον τομέα της πολιτικής αναδείχθηκε επιφανέστατος και πανίσχυρος στην επαρχία του. Διετέλεσε πληρεξούσιος της επαρχίας Άργους στις Εθνικές Συνελεύσεις, στην Δ’ του Άργους (1829) και την Ε’ του Ναυπλίου (1831).

Όταν κατά το πολύ δύσκολο έτος 1832 η Πελοπόννησος δεινοπαθούσε από το κόμμα των Συνταγματικών στο Ναύπλιο και η Αργολίδα βασανιζόταν από το διαβόητο στράτευμα του Θεοδ. Γρίβα από τη Στερεά Ελλάδα, ο Κολοκοτρώνης ενεργώντας ως Γενικός Αρχηγός της Πελοποννήσου, για να την προστατεύσει, συνέστησε τον Σεπτέμβριο του 1832 τη Στρατιωτική Επιτροπή που έδρασε έως την έλευση του Όθωνα. Στην επιτροπή αυτή συμμετείχε και ο Τσόκρης, ως μέλος του Γ’ Τμήματος, που σχηματίσθηκε από αυτόν και τους στρατηγούς Ν. Κριεζώτη και Ι. Στράτο με γραμματέα των Ι. Φιλήμονα. Προστάτευσε μεν τη δημόσια τάξη στο Άργος από την εισβολή των Ρουμελιωτών, δεν κατάφερε δε να τη σώσει και από αυτή των Γάλλων, που αποτέλεσαν ανύποπτους και απροσδόκητους εχθρούς. Και αυτό γιατί είχε τη θλιβερή ατυχία να δει τους συμπολίτες του την 4η Ιανουαρίου 1833 μανιωδώς και χωρίς αιτία σφαγμένους από τον Γαλλικό στρατό του Μαίζωνα, αποτέλεσμα των ραδιουργιών και μηχανορραφιών των Συνταγματικών του Ναυπλίου και ιδίως του πασίγνωστου Ι. Κωλέττη.

Τον Αύγουστο του 1834 ο Τσόκρης καταδιώχθηκε μαζί με τον Νικηταρά και άλλους οπαδούς του Κολοκοτρώνη από την Αντιβασιλεία για τη Μεσσηνιακή επανάσταση του Γκρίτζαλη και Τζαμαλή και φυλακίστηκε κατηγορούμενος ως συνένοχός τους. Ωστόσο τον Νοέμβριο του 1834 απαλλάχθηκε από τις κατηγορίες από το στρατοδικείο της Πύλου.

Στην κορυφή της πολιτικής ισχύος του ανυψώθηκε μετά το 1834. Ασφαλώς μπορεί κανείς να πει πως έγινε ο πολιτικός και δημοφιλής αρχηγός της επαρχίας Άργους μέχρι τον θάνατό του, αν και ήταν επικεφαλής αυτής από το 1821, όπως είδαμε. Έτσι άκμασε στο Άργος για όλη του τη ζωή, επί μισό αιώνα και παραπάνω, ο υπέροχος αυτός πολιτικός άνδρας, ο οποίος είχε την επιρροή και δύναμη, όχι μόνο να θεωρείται νικητής στους πολιτικούς αγώνες, αλλά και να αναδεικνύει συγγενείς και λοιπούς και να είναι η πολιτική Πυθία της επαρχίας του και ασυναγώνιστος κομματάρχης.

Διετέλεσε βουλευτής της επαρχίας Άργους σε όλες τις επί Όθωνα βουλευτικές περιόδους, πλην δύο, αυτή του 1847 και 1861, όπως και σε αυτές του 1865 και 1874-1875 επί Γεωργίου Α’. Κατά το 1868 αναδείχθηκε βουλευτής ο γιος του Νικόλαος (ο οποίος ήταν πληρεξούσιος Άργους στη Β’ Εθνική Συνέλευση της Αθήνας το 1863) και παρέμεινε επί πέντε συνεχείς περιόδους, μέχρι τον θάνατό του. Κατά την περίοδο δε 1875-1885 εκλεγόταν συνεχώς ο άλλος γιους του, Γεώργιος, και αυτός μέχρι τον θάνατό του. Ο Τσόκρης προώθησε επίσης ως δήμαρχο τον σύγαμπρό του Κωνστ. Βόκο (1838-1841 και 1852-1855), τον αδελφό του Γεώργιο (1841-1848), που έγινε και βουλευτής, αλλά και τον άλλο σύγαμπρό του Κωνστ. Ροδόπουλου (1848-1852), έχοντας με αυτό τον τρόπο και τη δημοτική αρχή του τόπου από το 1838 έως και το 1855 στα χέρια του.

Ο Τσόκρης είχε τιμηθεί και με άλλα αξιώματα. Εκτός του ότι έφερε και τα παράσημα του αργυρού και χρυσού σταυρού του Σωτήρος και των Ταξιαρχών, έγινε το 1844 συνταγματάρχης, στις 25 Ιανουαρίου 1847 υποστράτηγος της ενεργού φάλαγγας και στις 17 Δεκεμβρίου 1864 επίτιμος υπασπιστής του βασιλέως Γεωργίου Α’.

Υπήρξε μέλος της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρίας της Αθήνας (1837), της Εταιρίας Ωραίων Τεχνών της Αθήνας (1845), του Συστήματος της Αφρικής (εταιρίας που είχε σκοπό τον αποικισμό της Αφρικής και την αναγέννηση της αφρικανικής φυλής, μέσω της κατάργησης της σωματεμπορίας και της δουλείας, 1847) και της Αρχαιολογικής Εταιρίας της Αθήνας (1858), ενώ το 1841 διετέλεσε πρόεδρος του Επαρχιακού Συμβουλίου Άργους, κ.λ.π.

Τέλος, κατά τη Ναυπλιακή επανάσταση της 1ης Φεβρουαρίου 1862 υπήρξε από τους πρώτους επαναστάτες και γι’ αυτό πρώτος εξαιρέθηκε της αμνηστίας από τον βασιλιά Όθωνα και εξορίστηκε στη Σμύρνη και από εκεί στη Μεσσήνη της Σικελίας. Δυστυχώς όμως στην επανάσταση εκείνη παρεξηγήθηκε και αδικήθηκε από τους άλλους επαναστάτες, ως μη ειλικρινής απέναντί τους, διότι δεν ανταπεξήλθε ενάντια στους χιλιάδες του Βασ. Στρατού, χωρίς να έχει ούτε ένα στρατιώτη. Αργότερα όμως δικαιώθηκε από τους ίδιους επαναστάτες, όταν τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, μετά την έξωσή του από τον Όθωνα, επέστρεψε από την εξορία στο Ναύπλιο και στο Άργος, όπου τον τίμησαν με μεγαλοπρεπή και πανηγυρική υποδοχή.

Ο στρατηγός Τσόκρης παντρεύτηκε τον Ιανουάριο του 1827 την αρχοντοπούλα Μαριγώ, κόρη του Αναγνώστη Ιατρού και απέκτησε πολυμελή οικογένεια. Ο πεθερός του καταγόταν από το Μπουγιάτι της Αλέας του Άργους, αλλά ήταν εγκατεστημένος στο Άργος από πολλά χρόνια, όπου είχε διακριθεί ως προύχοντας, φορώντας μάλιστα τζουμπέ, που ήταν το διακριτικό ένδυμα των κοτζαμπάσηδων. Ονομαζόταν δε Αναγνώστης Μπόνης, αλλά επειδή ήταν εμπειρικός γιατρός, μετονομάσθηκε Αναγνώστης Ιατρός. Είχε ένα γιο, τον Νικόλαο, ο οποίος υπήρξε βουλευτής Άργους επί τρεις βουλευτικές περιόδους (1847-1850 και 1853-1859) και σπούδασε ιατρική στο περιβόητο πανεπιστήμιο της Βονωνίας (Βολωνίας) της Ιταλίας, διότι, όπως έλεγαν εκείνη την εποχή «είναι αδύνατο να γίνει κάποιος τέλειος γιατρός, εάν δεν πάει στη Μπολώνια».

Ως εκ τούτου, στον Νικόλαο δόθηκε το προσωνύμιο Μπολώνιας, που διατήρησε σε όλη του τη ζωή στο Άργος. Παντρεύτηκε τη Φωτεινή Θ. Βλάσση, του πρώτου μινίστρου του Δικαίου και μετά τον θάνατό της (1837), την Αικατερίνη, κόρη του στρατηγού Δ. Πλαπούτα. Τέλος ο Αναγν. Ιατρός είχε τέσσερεις κόρες, τη Μαριγώ, Μαργαρίτα, Ευφροσύνη και Φωτεινή. Από αυτές παντρεύτηκε τη Μαριγώ ο στρατηγός Δ. Τσόκρης, τη Μαργαρίτα ο Νικόλ. Ζεγκίνης, ταμίας (σενδίκ εμίνης) επί Τουρκοκρατίας και μετά από αυτήν δημογέροντας, ειρηνοδίκης και συμβολαιογράφος, ο οποίος είχε τη φήμη του πνευματώδη και απαράμιλλου είρωνα, την Ευφροσύνη ο Κωνστ. Ροδόπουλος, έγκριτος Βυτιναίος, ανιψιός του κατά την επανάσταση επιφανούς μητροπολίτη Κορίνθου Κυρίλλου και μεγαλοκτηματίας, που διατέλεσε και δήμαρχος Άργους και τη Φωτεινή ο Αργείος προύχοντας Κωνστ. Βώκος, γαιοκτήμονας που διετέλεσε και δήμαρχος Άργους.

Ο Τσόκρης απέκτησε πολλά παιδία, έξι γιους και τρεις κόρες, από τις οποίες όλες, εκτός από μία, πέθαναν πρόωρα στην ακμή της ζωής τους και σχεδόν όλες ανύπαντρες. Εκτός από δύο γιους, στους οποίους έδωσε το όνομα του πατέρα του και που πέθαναν σε βρεφική ηλικία, απέκτησε τον Νικόλαον, που διετέλεσε πληρεξούσιος και βουλευτής Άργους (†1874), τον Χρήστο (†1869), τον Γεώργιο, που υπήρξε και βουλευτής Άργους (†1885), τον Κωνσταντίνο (†1898), την Πηνελόπη, που παντρεύτηκε τον επιφανή πολιτευτή Γορτυνίας και δικηγόρο Ιωάννη Ν. Ταμπακόπουλο και πέθανε, χωρίς να αποκτήσει παιδιά, το 1859 και την Αγγελική, διαπρεπή Αργεία, που πέθανε το 1903. Η νεότερη θυγατέρα του Ελένη ήταν πρόεδρος του Συλλόγου των Κυριών Άργους και σύζυγος του Ανδρέα Καρατζά. 

Τέλος, ο στρατηγός Τσόκρης, αφού έθαψε και τη σύζυγό του, που πέθανε το 1867, μετά τον γεμάτο δράση και δόξα, αλλά και ταλαιπωρία από τις πολλές περιπέτειες, συμφορές και θλίψεις, μακρύ βίο του, κοιμήθηκε ειρηνικά τον αιώνιο ύπνο, σε μεγάλη ηλικία, την 3η Απριλίου 1875. Κηδεύτηκε στο Άργος και η σορός του ετάφη στα ανατολικά του περιβόλου του ναού του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, σε τάφο που αναπαύονται και τα οστά όλων των μελών της οικογένειάς του.

  

Υποσημειώσεις


 

* Από αυτούς ο Μεντής πληγώθηκε βαριά στην πολιορκία του Ναυπλίου, στη θέση Γλυκειά, σε αψιμαχία τον Αύγουστο του 1822 και πέθανε μετά από μερικές ημέρες στους Μύλους, όπου τον μετέφερε ο Τσόκρης για να θεραπευτεί. Ο Κακάνης πολέμησε και κατά του Ιμπραήμ πασά και έπεσε με τον Παπαφλέσσα στο Μανιάκι την 20η Μαΐου 1825. Ο Μπεκιάρης μετέβη τον Μάρτιο του 1827 στην Αττική επικεφαλής 180 Αργείων, όπου και έπεσε στη μάχη του Φαληρικού πεδίου μαζί με τον Γ. Καραϊσκάκη. Ο Νέζος διακρίθηκε για την πολεμική του ανδρεία και γι’ αυτό η Διοίκηση το 1823 τον προήγαγε σε υποχιλίαρχο (†1859). Ο δε Αναστ. Τσόκρης για τον ίδιο λόγο έγινε λοχαγός της φάλαγγας το 1845 (†1849).

** Από την οικογένειά του σώθηκε τουρκική παραξιφίδα (γιαταγάνι), λάφυρο του Αγώνα. Έχει μήκος 0,78 και πλάτος 0,03 του μέτρου. Η λαβή είναι από ελέφαντα και άργυρο, έως και την επάργυρη θήκη, η οποία έχει στο κάτω άκρο κεφάλι δράκου. Η λαβή φέρει και στις δύο πλευρές τουρκικές επιγραφές. Η μία από αυτές λέει «Μουσταφά Μεχμέτ, ο δούλος του Θεού, κατασκεύασεν», ενώ η άλλη «Ευλόγησον, Ύψιστε, την μαχαίραν ταύτην και κραταίωσον τον φέροντα αυτήν».

  

Πηγή


  •  Δημητρίου Κ. Βαρδουνιώτου, « Καταστροφή του Δράμαλη », Εκ των τυπογραφείων Εφημερίδος ¨Μορέας¨, Εν Τριπόλει 1913.    

Read Full Post »

Οικογένεια Βλάσση


 

Γνωστός γενάρχης της ιστορικής και επιφανούς οικογένειας του Άργους είναι ο  Χρήστος Βλασσόπουλος ο οποίος καταγόταν από την κοντινή στη Σπάρτη κωμόπολη Κοτίτσα,* που άλλοτε άκμαζε και τώρα έχει ερημώσει. Μετά το 1770 μετοίκησε** αυτός  και τα παιδιά του στο Άργος και αναδείχθηκαν σε πλουσιότατους, δυνατούς και διάσημους προύχοντες.

Ο Άγγλος περιηγητής William Gell, που ήρθε τρεις φο­ρές στην Ελλάδα από το 1801 μέχρι το 1806, αναφερόμενος στο Άργος ση­μειώνει: «…Ελάχιστοι Τούρκοι ζούσαν στην πολιτεία. Ο ξένος μπορούσε να βρει κατάλυμα στο σπίτι του άρχοντα Βλασσόπουλου, πλούσιου εμπόρου, προ­στατευόμενου των Άγγλων. Υποδεχόταν τους ξένους με φιλοφροσύνη και συ­γκέντρωνε την εκτίμηση των συμπατριωτών του».***

Μνεία επίσης για το Βλασσόπουλο κάνει και η λαίδη Έλγιν (σύζυγος του λόρδου Έλγιν, πρεσβευ­τή στην Κωνσταντινούπολη), που ταξίδεψε στις αρχές Απριλίου του 1802 στην Ελλάδα: «Στο Άργος θα καταλύσουν στο αρχοντικό του κοτσάμπαση Βλασσόπουλου που ήταν μπαρατάριος (προστατευόμενος) των Άγγλων». Επίσης είναι γνωστό ότι ο Βλασσόπουλος «έκανε ανασκαφές στην περιοχή (Άργος) για λογαριασμό του Έλγιν. Επιστολή του επικεφαλής των συνεργείων της λεηλασίας Lusieri προς τον Έλγιν (4-7-1804) αναφέρει ότι πλήρωσε 655 γρόσια στο Βλασσόπου­λο για τις ανασκαφές στον τάφο του Αγαμέμνονα».****

Γιος του ήταν ο Θεοδωράκης Χρ. Βλάσσης, επιφανέστατος και μεγαλοκτήμων προεστός της Πελοποννήσου και έγκριτος πατριώτης. Μέλος της Φιλικής Εταιρίας και της Α’ Συνελεύσεως της Επιδαύρου, έγινε το 1822 ο πρώτος Μινίστρος (Υπουργός) του Δικαίου. Πέθανε τον Απρίλιο του 1822. Από τη σύζυγό του Ασημίνα κόρη Σταμ. Γιαννακόπουλου, από την Κοτίτσα, γεννήθηκαν 11 παιδιά:

Ο Χρήστος, μέλος της Φιλικής Εταιρίας, ο οποίος και ήταν παρών στην Α’ και Β’ Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου, το 1822 ήταν μέλος της Προσωρινής Διοικήσεως, με την οποία συνεργάστηκε κατά τα Δραμαλικά, αλλά και της Βουλής. Το 1823 διετέλεσε έπαρχος Ναυπλίου, μέλος της Γ’ Εθνικής Συνέλευσης της Τροιζήνας, της Πρόνοιας το 1832 και στη συνέλευση του 1843 σύμβουλος της Επικράτειας. Επίσης υπήρξε 1ος δήμαρχος Άργους (1834) και γερουσιαστής (1844).

 

Η οικία του πρώτου Δημάρχου της πόλης του Άργους Χρήστου Βλάσση (1834-1838), νότια του Ιερού Ναού Αγίας Αικατερίνης.

 

Ο Ιωάννης, περίφημος ιατρός, με σπουδές στην Πατάβια της Ιταλίας, μέλος της Φιλανθρωπικής Εταιρίας του 1825, δήμαρχος Άργους το 1854 και βουλευτής το 1844, 1859 και 1861.

Ο Κωνσταντίνος, κτηματίας του Άργους, ο οποίος έγινε και δήμαρχος.

Ο Νικόλαος, κτηματίας του Άργους.

Η Αλεξάνδρα σύζυγος Σπ. Σπηλιωτόπουλου, του αγωνιστή από τη Δημητσάνα.

Η Μαρία σύζυγος Ιω. Ζωϊόπουλου, Κορίνθιου ευπατρίδη.

Η Ευδοκία σύζυγος Παναγ. Κοτήρα.

Η Ευφροσύνη σύζυγος Αλεξ. Πλατύκα.

Η Αικατερίνη σύζυγος Π. Πολυδώρου και

Η Φωτεινή σύζυγος Νικολ. Αν. Ιατρού.

Άλλα παιδιά του Χρήστου Βλασσόπουλου ήταν η Ελένη,  ο Γεώργιος, ο Νικήτας, ο Διονύσιος και μία κόρη, η οποία παντρεύτηκε τον Γ. Θεοδωρόπουλο ή Κουρούπη από την Κοτίτσα και απέκτησε με αυτόν μία κόρη, τη Μαρίτσα, σύζυγο του Δημητράκη Κάββα, γόνου της ομώνυμης μεγάλης οικογένειας του Άργους.

Ο Φωτάκος γράφει: Η πολυμελής αυτή οικογένεια των Βλάσιδων συνεισέφερεν εξ ιδίων εις τον αγώνα, και πολιτικώς υπηρέτησαν αυτόν. Ο δε Χρήστος υπήρξε πληρεξούσιος των Εθνικών Συνελεύσεων, βουλευτής και γερουσιαστής. 

 

Υποσημειώσεις


 

* Κοτίτσα. Στην είσοδο του Λογκανίκου από το δρόμο της Σπάρτης βρίσκεται ο ιστορικός οικισμός της Κοτίτζας ή Κοτίτσας. Ένας τόπος προικισμένος γεωλογικά με πανέμορφα μαγευτικά τοπία, θεωρείται από τα υγιεινότερα θέρετρα της περιοχής.

Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές, ο συνοικισμός άκμασε μετά το 15ο αιώνα και κατοικήθηκε από γνωστές οικογένειες του βυζαντινού και μεταβυζαντινού Μυστρά. Ήταν πατρίδα αρχόντων και πραματευτάδων που πήραν ενεργό μέρος στην επανάσταση του 1821. Το χωριό καταστράφηκε εντελώς από τους Τουρκαλβανούς μετά τα Ορλωφικά (1770).  Σώζονται μόνο ερείπια κτισμάτων και ναών της Βυζαντινής περιόδου, που μαρτυρούν την αρχοντιά της  Κοτίτσας.

** Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά την Επανάσταση του 1770 φτά­νουν στο Άργος σημαντικοί μετέπειτα άρχοντες (Βλασσόπουλος, Αντωνό­πουλος). Το γεγονός αυτό θα πρέπει να συνδυαστεί με το ειδικό καθεστώς που ίσχυε για το βιλαέτι του Άργους, όπως αναφέρει ο περιηγητής Leake (1804-1810). Ο Κυριάκος Σιμόπουλος σημειώνει χαρακτηριστικά: «Το βιλαέτι του Άργους ήταν φέουδο μιας σουλτάνας και για πολλά χρόνια είχε απαλ­λαγεί από την υποχρέωση να προσφέρει καταλύματα στους ταξιδιώτες. Ακόμη και πασάδες που περνούσαν από τον κάμπο έπρεπε να σταθούν έξω από την πόλη για ν’ αλλάξουν τα άλογα τους. Τα προνόμια αυτά είχαν προσελκύσει στο Άργος πολλούς εύπορους Έλληνες».

*** Κυριάκου Σιμόπουλου, «Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα», τ. Γ1 (1800-1810), Αθήνα 1999, 122.

**** Κυριάκου Σιμόπουλου, ό.π, τ. Γ2 (1810-1821), Αθήνα 1999, 315-316.

  

Πηγή


  • Δημητρίου Κ. Βαρδουνιώτου, « Καταστροφή του Δράμαλη », Εκ των τυπογραφείων Εφημερίδος ¨Μορέας¨, Εν Τριπόλει 1913.
  • Βασίλης Τσιλιμίγκρας, «Ιστορική Γενεαλογία στην Τουρκοκρατία», Δαναός, Τόμος ΙΙΙ, Άργος, 2003.

Read Full Post »

Διομήδης  

 


  

 Ο Διομήδης, γιος του Τυδέα και σύζυγος της Αιγιάλειας, ανήκε στη γενιά των Επιγόνων μαζί με τον Σθένελο και τον Ευρύαλο. Οι τρεις τους έφτασαν στην Τροία με ογδόντα πλοία επανδρωμένα με άντρες από το Άργος.   

   

Διομήδης

Ο βασιλιάς του Άργους και άλλων αργολικών πόλεων είναι ο ευνοούμενος ήρωας του Ομήρου, ο οποίος αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος της Ε’ ραψωδίας για να εξυμνήσει τα ηρωικά κατορθώματά του. Ως μνηστήρας της Ελένης, είχε χρέος μετά την απαγωγή της να είναι κι αυτός παρών, όπως είχε υποσχεθεί με όρκο στον πατέρα της.  Η μορφή του κυριαρχεί από την αρχή της Ιλιάδας και συναγωνίζεται σε ανδρεία τον Αχιλλέα και τον Αίαντα, μετά τους οποίους θεωρείται «ο ανδρειότατος καν στρατηγικότατος των πάντων».  

Στις μάχες εισορμούσε στις εχθρικές φάλαγγες χωρίς να νοιάζεται αν τον ακολουθεί ο στρατός του και τις διέτρεχε σκορπώντας το θάνατο και διασκορπίζοντάς τες. Απελπισμένος ο Έκτωρ παρακαλούσε την Αθηνά να τον πάρει μακριά από τις μάχες.[1]   

Ο Όμηρος για να εξάρει την ανδρεία του, σε κανένα μέρος της Ιλιάδας δεν βάζει τον Αχιλλέα και τον Διομήδη να πολεμούν μαζί. Όταν διαπρέπει ο ένας στο πεδίο της μάχης, ο άλλος απουσιάζει είτε γιατί έχει τραυματιστεί, είτε για κάποια άλλη αιτία.  

Για την γενναιότητα του είχε διακριθεί επίσης και στην «εκστρατεία των επτά επιγόνων» κατά των Θηβών, όπως μνημονεύει επίσης ο Όμηρος {Ιλ. Δ, 405}.  

Στον Τρωικό πόλεμο πήρε μέρος με 80 πλοία και άνδρες από όλη την επικράτειά του, που εκτός από το Άργος επεκτεινόταν στην Τίρυνθα, την Ασίνη, την Ερμιόνη, την Αίγινα, την Επίδαυρο, την Τροιζήνα και άλλες πολιτείες:  

 

 «Οι δ’ Άργος τ’ είχον Τίρυνθα τε τειχιόεσσαν,  

Ερμιόνην Ασίνην τε, βαθύν κατά κόλπον εχούσας,  

Τροιζήν’ Ηϊόνας τε καί αμπελόεντ’ Επίδαυρον,  

οί τ’ έχον Αίγιναν Μάσητά τε κούροι Αχαιών,  

των αύθ’ ηγεμόνευε βοήν αγαθός Διομήδης  

και Σθένελος, Καπανήος αγακλειτού φίλος υιός».[2]   

 

Ο Διομήδης πληγώνει την θεά Αφροδίτη.

Όταν γύρισε από την Τροία, βρήκε και αυτός τον οίκο του αλλοτριωμένο. Ο γιος του Ναυπλίου Οίαξ είχε ξεκινήσει από την Κλυταιμνήστρα και την Αιγιάλη σύζυγο του Διομήδη, το εκδικητικό έργο του πατέρα του για τον άδικο θάνατο του Παλαμήδη. Στο διάβημά του αυτό ο Οίαξ βρήκε σύμμαχό του την Αφροδίτη, που ήθελε κι αυτή την τιμωρία του Διομήδη, γιατί στη διάρκεια μιας μάχης στην Τροία την είχε τραυματίσει. (Ιλιάς Ε 335).  

Έτσι και με θεϊκή επέμβαση, η Αιγιάλη, αφού συνδέθηκε με πολλούς εραστές, κατέληξε στον γιο του Σθένελου Κομήτη, στον οποίο ο Διομήδης είχε εμπιστευθεί την φροντίδα του οίκου του. Ο Κομήτης και η Αιγιάλη είχαν αποφασίσει να τον εξοντώσουν, στήνοντάς του ενέδρα μόλις γύριζε στο Άργος.  

Η πολεμική πείρα έσωσε τον Διομήδη από την προδοσία, όταν χωρίς τους συντρόφους του ξεκίνησε μόνος και επιφυλακτικός για το παλάτι. Εκεί δέχτηκε την αιφνιδιαστική επίθεση του Κομήτη και των φρουρών του. Απέκρουσε με το ξίφος του την παγίδα και οπισθοχωρώντας πρόλαβε και κατέφυγε ικέτης στον βωμό της Αθηνάς, όπου δεν τόλμησε να τον πλησιάσει ο Κομήτης. Όταν νύχτωσε βγήκε κρυφά για να βρει τους συντρόφους του, που περίμεναν στα πλοία.  

Θα ήταν πολύ εύκολο για τον πορθητή των Επτάπυλων Θηβών και τους παλαίμαχους άνδρες του να πολιορκήσουν το Άργος και να το κυριεύσουν, για να τιμωρήσει όπως τους άξιζε την άπιστη Αιγιάλη και τον αγνώμονα σφετεριστή του θρόνου του Κομήτη. Δεν βαστούσε όμως η καρδιά του να αιματοκυλίσει την δοξασμένη πόλη, που ήταν άλλοτε το βασίλειό του.  

Έτσι την ίδια νύχτα παίρνοντας μαζί του στα Αργείτικα πλοία όσους συντρόφους θέλησαν να αφήσουν και αυτοί την πατρίδα τους και να τον ακολουθήσουν, έφυγε αναζητώντας μια νέα γη για να εγκατασταθεί και να ιδρύσει ένα νέο βασίλειο στη μακρινή Εσπερία.  

Για το τέλος του υπάρχουν διάφορες παραδόσεις.  

Ο Γλαύκος και ο Διομήδης ανταλλάσσουν τον οπλισμό τους. Αττική πελίκη του «Ζωγράφου του Hasselmann», περ. 420 π.Χ.

Σύμφωνα με την επικρατέστερη παραλλαγή ο Διομήδης αποβιβάστηκε στην Απουλία, χώρα της Αδριατικής. Ο βασιλιάς της Δαύνος βρισκόταν σε πόλεμο με τους Μεσσάπιους και ζήτησε τις πολεμικές υπηρεσίες του. Σε αντάλλαγμα του υποσχέθηκε μέρος του βασιλείου του και την κόρη του Ευίππη για σύζυγο. Αφού έλαβε όμως τη βοήθεια, δεν τήρησε την υπόσχεση του.  

Τότε ο Διομήδης κυριεύει την χώρα μόνος του, σημαδεύοντας τα σύνορα του δυτικού βασιλείου του με πέτρες από τα τείχη της Τροίας, που τις είχε χρησιμοποιήσει για έρμα στα καράβια του. Εκεί ίδρυσε πόλεις και την πρώτη την ονόμασε Άργος Ίππιον, (Argirippa) τα δε κοντινά νησιά ονομάστηκαν Διομήδειαι νήσοι.  

Σύμφωνα με άλλη παράδοση, η διαμάχη του με τον Δαύνο απέβη μοιραία, αφού ο τελευταίος κατάφερε με δόλο να τον σκοτώσει. Ο Διομήδης θάβεται σ’ ένα κοντινό νησί που πήρε το όνομά του. Στον τάφο του χάραξαν το εξής επίγραμμα: «Τον πάντεσι κράτιστον επιχθονίοις Διομήδην ήδ’ ιερά κατέχει νήσος επωνυμίη».[3]   

Η Αθηνά όμως του χάρισε την αθανασία, και οι σύντροφοί του επειδή θρηνούσαν απαρηγόρητοι, μεταμορφώθηκαν από την θεά σε ερωδιούς: «έν ή καί τόν Διομήδη μυθεύουσιν αφανισθήναι τίνες καί τούς εταίρους απορνιθωθήναι…[4]  

Την παράδοση αυτή μνημονεύει και ο Πίνδαρος, ο οποίος τον αποκαλεί πολέμοιο νέφος (αστραποσύννεφο πολέμου): τον Διομήδη η γλαυκομάτα ξανθιά θεά, θεό τον κάνει…[5]   

Τα πουλιά – σύντροφοι του Διομήδη – πετούσαν πάνω από τα γύρω νησιά, που γι’ αυτό ονομάστηκαν Διομήδειαι νήσοι. Κάθε φορά – λέει η παράδοση – που αγκυροβολούσαν η περνούσαν από εκεί Ελληνικά πλοία, τα πουλιά πετούσαν χαρούμενα γύρω τους, πλησίαζαν τους Έλληνες ναύτες και άφηναν να τα χαϊδεύουν και να τα ταΐζουν, ενώ απέφευγαν τα πληρώματα των βαρβαρικών πλοίων:  

(Υπάρχει ένα νησί που λέγεται Διομήδεια, και έχει πολλούς ερωδιούς. Αυτοί, λένε, πως τους βαρβάρους ούτε αποστρέφονται αλλά ούτε και τους πλησιάζουν. Εάν όμως φθάσει εκεί Έλληνας ταξιδιώτης, σαν από θεία χάρη τον πλησιάζουν και απλώνοντας τα φτερά τους σαν χέρια, τους καλωσορίζουν και τους αγκαλιάζουν. Και όταν οι Έλληνες τους χαϊδεύουν, δεν φεύγουν αλλά κουρνιάζουν άφοβα στην αγκαλιά τους σαν να υποδέχονται αγαπητούς καλεσμένους.   

Λέγεται λοιπόν ότι αυτοί είναι οι σύντροφοι του Διομήδη, που πήραν μαζί του μέρος στον πόλεμο της Τροίας, και μετά αλλάξανε την προηγούμενη φύση τους και γίνανε πουλιά, αλλά ακόμη και τώρα διαφύλαξαν το να είναι Έλληνες και Φιλέλληνες).[6]  

Στη χώρα που κατέφυγε, σε πολλά μέρη των ανατολικών ακτών της Ιταλίας, στη Βενετία, στη Σαλαμίνα της Κύπρου, στην Κέρκυρα καν σε άλλα μέρη της Ελλάδας, λατρεύτηκε σαν θεός.  

Υπάρχει ακόμη και μια παράδοση που συναντούμε σε λατίνους συγγραφείς (Pompeious Trogus, Siculus Flaccus), ότι οι Κέλτες θεωρούν τον Διομήδη πρόγονό τους και μυθικό αρχηγό τους κατά τις μεταναστεύσεις τους προς την Απουλία.  

Συγκεκριμένα ο S. Flaccus στο έργο του «De condicio nibus agrorum» (= Περί της καταστάσεως των χωρών μας) γράφει: «Συνέβη μετά πλήθη ανθρώπων να βρίσκονται σε συνεχή μεταναστευτική κίνηση, συχνά αλλάζοντας τόπο στην Ιταλία και στις επαρχίες, όπως οι Τρώες στο Lazio, όπως ο Διομήδης με τους Γαλάτες στην Απουλία».[7]   

   

Ιωάννης Κ. Μπίμπης, «Αργολικά Παλαμήδης», Προοδευτικός Σύλλογος Ναυπλίου «Ο Παλαμήδης», Ναύπλιο, 2003.    

   

Υποσημειώσεις  


[1] Αθ. Σταγειρίτου, Ωγυγία. Βίβλος Β’ σελ 425.  

[2] Ιλιάς, Β 559-564.   

[3] Αθ. Σταγερίτου, Ωγυγία, Βίβλος Β’, σελ.430.  

[4] Στράβωνος, Γεωγραφικά, C, 284, βιβλ. ΣΤ’  

[5] Νέμεα 10,8, Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, μετ. Β. Τάσσου:  «Διομήδεα δ’ άμβροτον ξανθά ποτέ Γλαυκώπις έθηκε θεόν…»  

[6] Κλαυδίου Αιλιανού (2ος αι μ.Χ), «Περί Ζώων Ιδιότητος», ελεύθερη απόδοση.  

«Καλείται τις Διομήδεια νήσος, καί ερωδιούς έχει πολλούς. Ούτοι φασί τούς βαρβάρους ούτε αδικούσιν ούτε αυτοίς προσίασιν˙ εάν δε Έλλην κατάρη ξένος, οί δέ θεία τινί δωρεά προσιάσι πτέρυγας απλώσαντες οιονεί χείρας τινές ές δεξίωσιν τε καί περιπλοκάς. Καί απτομένων των Ελλήνων ούχ υποφεύγουσιν, αλλ’ ατρέμουσι καί ανέχονται, καί καθημένων ές τούς κόλπους καταπέτονται, ώσπερ ούν επί ξένια κληθέντες. Λέγονται ούν ούτοι Διομήδους εταίροι είναι καί σύν αυτώ των όπλων των επί τήν Ίλιον μετασχηκέναι, είτα τήν προτέραν φύσιν ές τό των ορνίθων μεταβαλλόντες είδος, όμως έτι καί νύν διαφυλάττειν τό είναι Έλληνες καί Φιλέλληνες.  

 [7] Μηνιαίο περιοδικό «Αναγέννηση», τεύχη 272- 275, 2001.   

 

Read Full Post »

Αργειακός Πολιτισμός


 

Αναδιφώντας σε μαρτυρίες αρχαίων ιστορικών και στις τοπικές παραδόσεις διαπιστώνουμε ότι στο Άργος πρωτοφεγγοβόλησε από τα πανάρχαια χρόνια η αυγή του πολιτισμού μας και αυτή η αρχαιότερη πόλη είναι το πρώτο φυτώριο και τόπος καταγωγής πολλών από τους γεννήτορες του ελληνικού πολιτισμού.

 

Τα επιτεύγματα του Αργειακού Πολιτισμού


 

Εκτός από ένα πλήθος σοφών επινοήσεων του ήρωα Παλαμήδη που η γενεαλογική ρίζα του αρχίζει από το Άργος, θα παραθέσουμε στην συνέχεια επιτεύγματα στα γράμματα, τις τέχνες, τις εφευρέσεις και ανακαλύψεις και τις άλλες πολιτισμικές εκφάνσεις, που είδαν το πρώτο φως στην Ιναχία γη.

Από Αργείο ποιητή γράφτηκε το αρχαιότερο έπος «Φορωνίς», που δυστυχώς χάθηκε, αλλά γίνεται λόγος γι’ αυτό από άλλους ιστορικούς. Παρόμοιο περιεχόμενο είχε και ένα ακόμη έπος με τίτλο «Αιγίμιος» που αποδιδόταν στον Ησίοδο, και αναφερόταν στην ίδρυση της βασιλικής και ηρωικής δυναστείας του Άργους.

Επίσης η αρχαιότερη τραγωδία του Ευριπίδη «Ικέτιδες«, έχει ως θέμα της τον ερχομό του Δαναού και των θυγατέρων του, στην προγονική τους γη. Στο Άργος, ως κοιτίδας των Πελασγών, χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά η Πελασγική γραφή, που αναφέρει ο Διόδωρος: «ιδία δέ των Πελασγών πρώτων χρησαμένων τοις μετατεθείσι χαρακτήρσι, πελασγικά προσαγορευθήναι».[1]

Η πρώτη δε υπόμνηση για χρήση γραπτού λόγου με ανακοίνωση αισθημάτων και διανοημάτων, έχει αφετηρία το Άργος. Προηγουμένως οι πινακίδες της Γραμμικής Γραφής Β’ των ανακτορικών αρχείων, είχαν λογιστικό περιεχόμενο και αναφέρονταν σε δοσοληψίες και παραγωγή αγαθών. Ο βασιλιάς της Τίρυνθας Προίτος, δισέγγονος του Δαναού, έστειλε τον Βελλερεφόντη στη Λυκία, για να παραδώσει στον πενθερό του Ιοβάτη δίπτυχο πινάκιο με σήματα λυγρά, με γραπτή δηλαδή μυστική παραγγελία να θανάτωση τον κομιστή του: «και τον έστειλε στη Λυκία, και μέσα σε κλειστό πίνακα του έδωσε σημεία που χάραξε κακόβουλα, με νόημα θανάτου». [2]

Περισσότερο συγκεκριμένος ο Απολλόδωρος αναφέρει ότι ο Προίτος παρέδωσε στον Βελλερεφόντη γραπτές επιστολές:

«Ο Προίτος το πίστεψε και του δίνει γράμμα να το πάη στον Ιοβάτη. Μέσα στο γράμμα του έγραφε να θανατώση τον Βελλερεφόντη. Ο Ιοβάτης όταν το διάβασε, τον προστάζει να πάη να σκοτώση την Χίμαιρα…» [3]

Για πρώτη φορά αναφέρεται ως υλικό γραφής η δίπτυχη ξύλινη πινακίδα ο πτυκτός πίναξ, που ήταν επιστρωμένος εσωτερικά με λεπτό στρώμα κεριού ή ρητίνης, πάνω στο οποίο γινόταν η χάραξη μηνυμάτων.

Οι Αργείοι χρησιμοποιούσαν τοπικό αλφάβητο, το αργολικό, με διαφορές σε ορισμένα γράμματα από τα άλλα ελληνικά. Όμοιο με το αργειακό αλφάβητο ήταν και το παλαιότερο ροδιακό, λόγω εποικισμού της Ρόδου από Αργείους. Σε παραστάσεις που εικόνιζαν σκηνές του Τρωικού πολέμου στην ροδιακή πόλη Κάμιρο, τα ονόματα των ηρώων ήταν γραμμένα με αργειακά γράμματα.

Τα πρώτα σπέρματα δημοκρατίας τα συναντούμε στο αρχαίο Άργος. Όπως γράφει ο Παυσανίας«Οι Αργείοι όμως που από τα παλιά χρόνια αγαπούν την ανεξαρτησία της γνώμης, και την θέληση να αυτοδιοικούνται, περιόρισαν εις το ελάχιστο την βασιλική εξουσία».[4]

Ο γενάρχης βασιλιάς Πελασγός μιλάει σαν δημοκρατικός άρχοντας που υπολογίζει τη γνώμη του λαού: «Λόγο να δώσω μονάχος μου, πριν την γνώμη των πολιτών πάρω δεν πρέπει».[5]

Και λίγο πιο κάτω: «Είπα και πριν: Δεν παίρνω απόφαση χωρίς την γνώμη του λαού, κι ας έχω την εξουσία».[6]

Τα περίφημα πυραμιδοειδή κτίσματα του ελληνικού χώρου ανεγέρθηκαν στην Αργολίδα. Η πυραμίδα των Κεγχρεών (Ελληνικού) και η αναφερόμενη από τον Παυσανία μεταξύ Άργους και Τίρυνθας που ήταν διακοσμημένη με αργολικές ασπίδες, βρίσκονται σε ελάχιστη απόσταση από το Άργος:

«Όσοι έρχονται από το Άργος στην Επίδαυρο, θα βρουν στα δεξιά του δρόμου ένα οικοδόμημα που μοιάζει πολύ με πυραμίδα κι έχει ασπίδες που είναι φκιαγμένες κατά το σχήμα σαν τις Αργολικές».[7]

 

Otto Magnus von Stackelberg, «Ερείπιον πυραμίδος παρά το Άργος», 1834.

 

Σύμφωνα με το πόρισμα ομάδας της Ακαδημίας Αθηνών, που προέβη στην χρονολόγησή τους με την μέθοδο της οπτικής θερμοφωταύγειας και του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου, οι πυραμίδες του Ελληνικού και της Λήσσης (Λυγουριού), προσδιορίζονται χρονικά στα τέλη της 4ης ή στις αρχές της 3ης χιλιετίας π.Χ. Συγκεκριμένα, για την πυραμίδα του Ελληνικού, η μέση ηλικία των μεγαλίθων υπολογίζεται από τα αποτελέσματα των μετρήσεων, στο 2720 (± 580, ± 1050 π.Χ). [8]

Στην αρχαία αμαξιτή οδό που ξεκινώντας από Άργος – Μυκήνες έφτανε στην Επίδαυρο, διασώζεται ακόμη σε άριστη κατάσταση Μυκηναϊκή γέφυρα από λαξευτούς ογκόλιθους, μία από τις αρχαιότερες της Ελλάδας ίσως η αρχαιότερη, κοντά στο χωριό Αρκαδικό, στη θέση Καζάρμα.

Ονομαστό ήταν επίσης το Αργείον Εργαστήριον, από όπου πρόβαλε η αυγή της τέχνης, αφού εκεί πρωτοδημιουργούσαν κάθε λογής καλλιτέχνες, ζωγράφοι, γλύπτες, χαράκτες ξυλουργοί, αγγειοπλάστες. Εκεί οι Αργείοι, τέχνας ειδότες έκ προτέρων όπως γράφει ο Παυσανίας (6,10,5), κατασκεύασαν τα πρώτα ξόανα (ξύλινα ομοιώματα) θεών. Σύμφωνα με την Αργεία παράδοση το αρχαιότερο ξόανο της Ήρας, σκαλισμένο σε ξύλο αχλαδιάς, κατασκευάστηκε στο Άργος και αφιερώθηκε στη θεά, από τον βασιλιά Πείρασο, γιο του Άργου.

Στο Άργος επίσης πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά η μετατροπή της ξοανοποιΐας σε μαρμαρογλυφία από τους γιους ή μαθητές του Δαιδάλου Δίποινο και Σκύλλη, που κατέφυγαν εκεί από την Κρήτη, καθώς μας λένε ο Πλίνιος (36,4) και ο Παυσανίας:

«Στο μέρος αυτό, – στις Κλεωνές – είναι ιερό της Αθηνάς, το δε άγαλμά της είναι της τεχνοτροπίας του Σκύλλη και του Διποίνου, αυτοί δε είναι μαθητές του Δαιδάλου υπάρχουν όμως άλλοι που λένε πως ο Δίποινος και ο Σκύλλης ήταν παιδιά του Δαιδάλου από μια γυναίκα που καταγόταν από τη Γορτυνία».[9]

Στο Αργείον εργαστήριον διέπρεψε ο περίφημος γλύπτης και χαλκοπλάστης Αγελάδας, κοντά στον οποίο μαθήτευσαν οι μετέπειτα μέγιστοι καλλιτέχνες Μύρων, Πολύκλειτος και Φειδίας, στον οποίο αναφέρεται και το εξής επίγραμμα: «Φειδίας ο περίθρυλος ο Αττικός ο πλάστης Ο γεγονώς και μαθητής Γελάδου του Αργείου»[10] 

Αργείος ήταν και ο διάσημος αρχιτέκτων Πολύκλειτος, του οποίου έργο είναι το περίφημο – από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα – για την ακουστική του, την αρμονία, το μέγεθος και την αρχιτεκτονική του, θέατρο της Επιδαύρου, καθώς και η αινιγματική θόλος.

 

Θέατρο Ασκληπιείου Επιδαύρου επιχρωματισμένη λιθογραφία, Rey Étienne, 1843.

 

Επίσης ο Αργείος ιεροφάντης Τροχίλος κατασκεύασε το πρώτο άρμα, το οποίο αφιέρωσε κι αυτός στην Ήρα: «Ο Αργείος Τροχίλος είναι ο κατασκευαστής της άμαξας. Αυτό το έργο το αφιέρωσε στην πατρώα Ήρα».[11]

Ο κατασκευαστής του Δουρείου Ίππου Επειός (Οδυσσ. Θ, 492), ήταν γόνος Αργείων που είχαν αποικήσει την Φωκίδα.

Η πρώτη κατά τον Α. Σταγειρίτη μακρά ναυς Αργώ, με την οποία ο Ιάσων και οι Αργοναύτες του πραγματοποίησαν την αρχαιότερη υπερπόντια ναυτική επιχείρηση για το χρυσόμαλλον δέρας, ναυπηγήθηκε από τον Άργο, με την βοήθεια της Αθηνάς ή της Ήρας.[12]

Όπως μας πληροφορούν ο Απολλόδωρος και ο Παυσανίας, στο Άργος εφευρέθηκαν οι ασπίδες και εκεί χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά από τους δίδυμους γιους του βασιλιά Άβαντα Ακρίσιο και Προίτο και τον στρατό τους, στον μεταξύ τους πόλεμο για τον θρόνο του Άργους.

«Λένε πως τότε για πρώτη φορά κι αυτοί κι ο στρατός τους κατά τη μάχη που  έγινε ήταν οπλισμένοι με ασπίδες» [13]

Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο, (Β,2,1) η διαμάχη τους είχε ξεκινήσει ενώ βρίσκονταν ακόμη στην κοιλιά της μητέρας τους, και όταν ανδρώθηκαν ήρθαν σε πόλεμο, κατά τη διάρκεια του οποίου πρωτοχρησιμοποιήθηκαν οι ασπίδες : «Ούτοι καί κατά γαστρός μέν έτι όντες εστασίαζον προς αλλήλους, ώς δέ ανετράφησαν, περί της βασιλείας επολέμουν, καί πολεμούντες εύρον ασπίδας πρώτοι».[14]

Γι’ αυτό οι Αργείοι αποκαλούνται από τον Αισχύλο «ασπιδηφόρος λεώς». Όταν μετά την μάχη οι αδελφοί συνθηκολόγησαν, επειδή κανένας δεν βγήκε νικητής, για να τιμήσουν αυτούς που έπεσαν στο πεδίο της μάχης, ανήγειραν στον ίδιο τόπο κοινό μεγαλοπρεπές μνημείο σε σχήμα πυραμίδας, σύμφωνα με την παράδοση του Παυσανία, το οποίο διακόσμησαν με ανάγλυφες παραστάσεις αργολικών ασπίδων.

Στα Ηραία, εορτή των Αργείων προς τιμήν της πολιούχου των Ήρας, τελούσαν αγώνες, με έπαθλο στον νικητή μια χάλκινη ασπίδα και στέφανο μυρτιάς.

Στην αρχαιότερη ακρόπολή τους, είχαν αναρτήσει μιαν ασπίδα ως σύμβολο της πόλης. Λόγω του σεβασμού των Αργείων προς αυτήν, είχε προέλθει η παροιμιώδης φράση «ώς τήν έν Άργει ασπίδα καθελών σεμνύνεται».[15]

Περσέας (Μπενβενούτο Τσελίνι).

Ο δε ιδρυτής και πρώτος βασιλιάς των Μυκηνών Περσεύς, εγγονός του Ακρίσιου, εφεύρε τον δίσκο και καθιέρωσε το αγώνισμα της δισκοβολίας: «Εκεί ο Περσεύς, νέος και γεμάτος σφρίγος, ,ένιωθε μεγάλη ευχαρίστηση να επιδεικνύη τα χαρίσματά του, και ιδιαίτερα να ρίχνει μπροστά στον πολύ κόσμο τον δίσκο, που ήταν δική του εφεύρεση».[16]

Στους αγώνες που διοργάνωναν μεταξύ τους οι αρχηγοί της Τρωικής εκστρατείας στην Αυλίδα, ο Διομήδης χαιρόταν με το αγώνισμα της δισκοβολίας:

«Είδα και τον Διομήδη ολόχαρο

από του δίσκου την απόλαψη

και πλάι του τον Μηριόνη…,

τον αντρειωμένο πολέμαρχο

που όλοι τον θαυμάζουν»[17]

Αλλά και σε όλους τους πολεμιστές ήταν το πιο προσφιλές άθλημα η δισκοβολία, όπως μαρτυρούν ο Όμηρος και ο Ευστάθιος:

«οι λαοί στην ακροθαλασσιά με δίσκους

ετέρποντο και με ακόντια που έριχναν και τόξα»[18]

Η Νιόβη κόρη του Φορωνέα και εγγονή του Ινάχου ήταν η πρώτη θνητή γυναίκα με την οποία έσμιξε ο Δίας. Από την ένωση τους γεννήθηκαν ο Άργος και ο Πελασγός, από αυτόν δε πρώτοι οι κάτοικοι της Πελοποννήσου πήραν το όνομα Πελασγοί:

«Ο Ζευς και η Νιόβη – ήταν η πρώτη θνητή γυναίκα με την οποία πλάγιασε ο Ζευς – γέννησαν τον Άργο, όπως δε λέγει ο Ακουσίλαος και τον Πελασγό, από τον οποίο οι κάτοικοι της Πελοποννήσου ονομάστηκαν Πελασγοί».[19]

Από τον Άργο πήρε το όνομά της και η πολιτεία που πριν λεγόταν Απία, όπως και όλη η Πελοπόννησος, από τον αδελφό της Νιόβης Άπι.

Στο Άργος πρωτοκαλλιεργήθηκε ο σίτος, γι’ αυτό από τον Όμηρο αποκα­λείται πολύπυρον (πυρός και σπυρός = σίτος) και οι αργείτικοι αγροί «άρουραι πυροφόροι» (Ιλιάς Ξ 121). Τον έφερε ο Άργος από την Λιβύη και δίδαξε στους Αργείτες την καλλιέργειά του (Πολέμων απόσπ. 44).

Οι Αργείοι μετά την Ήρα που κατείχε την πρώτη θέση στην λατρεία τους, τιμούσαν · ιδιαίτερα και την Δήμητρα, και την αποκαλούσαν Εύπυρον, Πυροφόρον, Φιλόπυρον και Λίβυσσαν. Λέγανε μάλιστα πως όταν η θεά ήρθε στο Άργος, την φιλοξένησε ο βασιλιάς Πελασγός.[20]

Ο Φείδων απόγονος του πρώτου Ηρακλείδη βασιλιά του Άργους Τήμενου, είναι ο πρώτος Έλληνας που έκοψε αργυρά και χάλκινα νομίσματα και ίδρυσε το πρώτο νομισματοκοπείο της Ευρωπαϊκής Ηπείρου στην Αίγινα, που ήταν Αργειακή αποικία και υπαγόταν στην εξουσία του Άργους: «Καί μέτρα εξεύρε τά Φειδώνια καλούμενα καί σταθμά καί νόμισμα κεχαραγμένον τό τέ άλλο καί τό αργυρούν»[21]

«Ο δε Έφορος λέγει ότι ο Φείδων έκοψε το πρώτο αργυρό νόμισμα στην Αίγινα».[22]

«άφ’ ου ό Φείδων ό Αργείος εδήμευσε τά μέτρα καί σταθμά, κατεσκεύασε καί νόμισμα αργυρούν έν  Αιγίνη… βασιλεύοντος Αθηνών Φερεκλέους».[23]

Τα πρώτα Αργείτικα νομίσματα εικόνιζαν δύο δελφίνια. Αργότερα αντικαταστάθηκαν από παράσταση λύκου, σύμβολο του Δαναού και της λατρείας του Λυκίου Απόλλωνα, στον ναό του οποίου φυλαγόταν το άσβεστο πυρ του Φορωνέως.[24]

Όπως μας πληροφορεί επίσης το Πάριον Χρονικόν, ο Φείδων όρισε τα μέτρα και τα σταθμά που επεκράτησαν σε όλη την Ελλάδα από τον 7ο  π.Χ. αιώνα. Εκτός από τα μέτρα και τα σταθμά, όρισε και τα μέτρα των υγρών. Καθιέρωσε ακόμη και τον πόδα, ελληνική μονάδα μετρήσεως του μήκους.[25]

Οι πρώτες ελληνικές αποικίες ιδρύθηκαν από Αργείους. Καμιά άλλη πόλη δεν ίδρυσε τόσες πολλές αποικίες και στους πλέον απόμακρους τόπους, από τον καιρό των Πελασγών. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, μας διασώζει μια παράδοση που δείχνει πόσο νωρίς οι Αργείοι ξεκίνησαν τις αποικιακές εξορμήσεις τους:

Όταν εξαφανίστηκε η βασιλοκόρη Ιώ, ο πατέρας της Ίναχος επάνδρωνε πλοία και τα έστελνε να την αναζητήσουν σε στεριές και θάλασσες, με την εντολή να μην επιστρέψουν αν δεν την φέρουν μαζί τους. Όταν οι έρευνες απέβαιναν άκαρπες, οι επικεφαλής των αποστολών αναγκάζονταν να παραμένουν σε ξένη γη και να κτίζουν νέες πόλεις, στις οποίες έδιναν συνήθως το όνομα της γενέτειράς τους. Στην ηπειρωτική Ελλάδα, σε πολλά νησιά του Αιγαίου, στην Κύπρο, στα Μικρασιατικά παράλια, στην Κάτω Ιταλία, υπήρχαν πόλεις με το όνομα Άργος. Στην Κρήτη τελούσαν εορτή τα «Ινάχεια».

Αλλά και η εξιστόρηση των περιπλανήσεων της ίδιας της Ιούς, θεωρείται ως μια εξερευνητική επιχείρηση των Αργείων κατά τους προϊστορικούς χρόνους με σκοπό τον αποικισμό, που κατέληξε στην Αίγυπτο:

Πολυάριθμες είναι οι πόλεις που το Άργος έχτισε και εποίκισε στην Αίγυπτο Με το χέρι του Επάφου.[26]

Και τέλος, κάτι επίσης πολύ σημαντικό, το Άργος υπήρξε η γενέτειρα της βασιλικής γενιάς των Μακεδόνων, εξ ου και Αργεία καταγωγή του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

 

Ιωάννης Κ. Μπίμπης, «Αργολικά Παλαμήδης», Προοδευτικός Σύλλογος Ναυπλίου «Ο Παλαμήδης», Ναύπλιο, 2003. 

  

Υποσημειώσεις


[1] Διοδώρου Σικελιώτου Ιστορική Βιβλιοθήκη, 3,67,1

[2] Ιλιάς Ζ,168. «πέμπε δε μιν Λυκίηνδε, πόρεν δ’ό γε σήματα λυγρά, γράψας έν πίνακι πτυκτώ θυμοφθόρα πολλά,»

[3] Απολλοδώρου Βιβλιοθήκη Β’ ΙΙΙ, Ι Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Μετ. I. Χατζηφώτη.

«Προίτος δέ πιστεύσας έδωκεν επιστολάς αυτώ πρός Ιοβάτην κομίσαι, έν αίς ενεγέγραπτο Βελλερεφόντην αποκτείναι. Ιοβάτης δέ αναγνούς, επέταξεν αυτόν Χίμαιραν κτείναι…».

(Για να προσδιορισθεί χρονικά το περιστατικό, υπενθυμίζουμε ότι ο Αργείος Ταλαός που πήρε μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία, ήταν εγγονός του Προίτου).

[4] Παυσανίου Κορινθιακά 19,2 Εκδ. Ζαχαρόπουλου, μετ. Γιάννη Κορδάτου. » Αργείοι δέ άτε ισηγορίαν καί τό αυτόνομον αγαπώντες έκ παλαιοτάτου, τά της εξουσίας των βασιλέων ές ελάχιστα προήγαγον».

[5] Αισχύλου Ικέτιδες, στιχ.368. «εγώ δ’αν ου κραίνοιμ’ ύπόσχεσιν πάρος αστοίς δε πάσι των δε κοινώσας πέρι».

[6] Αισχύλου Ικέτιδες, στ. 398 μετ. φιλολογική ομάδα ΚΑΚΤΟΥ. «Είπον δέ καί πρίν, ούκ άνευ δήμου τάδε πράξαιμ’ άν ουδέ πέρ κρατών…»

[7] Παυσανίου Κορινθιακά, 25, 7, εκδ. Ζαχαρ. Μετ. Γιάννη Κορδάτου.

«ερχόμενος δέ έξ Άργους ές τήν Επιδαυρίαν εσίν οικοδόμημα έν δεξιά πυραμίδι μάλιστα εικασμένον, έχει δέ ασπίδας σχήμα Αργολικάς επειργασμένας».

[8] Από σχετική ομιλία του καθηγητή Περικλή Σ. Θεοχάρη στο Ναύπλιο, 15/5/95, που περιέχεται στο βιβλίο του Χρήστου Δ. Λάζου «Πυραμίδες στην Ελλάδα» Εκδ. ΑΙΟΛΟΣ, σελ 183.

Ο Χρήστος I. Πιτερός αρχαιολόγος Δ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων, σε μελέτη του με θέμα ΟΙ «ΠΥΡΑΜΙΔΕΣ» ΤΗΣ ΑΡΓΟΛΙΔΑΣ υποστηρίζει ότι οι «πυραμίδες» ήταν διώροφοι ή τριώροφοι οχυρωματικοί πύργοι και τους χρονολογεί στο β’ μισό του 4ου αι. π.Χ. (Βλ. πρακτικά του Ε’ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, τόμ. Γ’, σελ. 370. Άργος-Ναύπλιον 6-10 Σεπτεμβρίου 1995).

[9] Παυσανίου Κορινθιακά, 15,1 εκδ. Ζαχαρόπουλου μτ. Γιάννη Κορδάτου. » Ενταύθα έστιν ιερόν Αθηνάς, τό δέ άγαλμα Σκύλλιδος τέχνη καί Διποίνου μαθητάς  δέ είναι Δαιδάλου σφάς, οί δέ καί γυναίκα έκ Γόρτυνος εθέλουσι λαβείν Δαίδαλον,  καί τόν Δίποινον και Σκύλλον έκ της γυναικός οί ταύτης γενέσθαι».

[10] Ι. Κοφινιώτη, Ιστορία του Άργους, σελ. 251

[11] «Tertullien de spektae 9: Si vero Trohilos argivus auktor est currus patriae Iunoni id opus suum dedicavit». Τερτυλλιανός

[12] Α. Σταγειρίτη Ωγυγία, βιβλ. Θ ‘σελ.143. «Τό δέ σχήμα της Αργούς ήτο επίμηκες. «Οθεν ωνομάσθη μακρά ναύς. Καί πρώτη μακρά ναύς αυτή εφάνη εις τήν Ελλάδα επειδή μέχρι τότε μετεχειρίζοντο μικρά καί στρογγυλοειδή πλοία».

Και κατά τον Απολλώνιο «ταύτην λέγουσιν πρώτην ναύν γεγενήσθαι».

[13] Παυσανίου Κορινθιακά,25,7, εκδ. Ζαχαρόπουλου, μετ. Γ. Κορδάτου. «συμβαλείν δέ σφάς λέγουσιν ασπίσι πρώτον τότε καί αυτούς καί τό στράτευμα οπλισμένους».

[14] Σύμφωνα με ιστορικούς, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι και ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος στην ελληνική ιστορία έχει την αφετηρία του στο Άργος και ξεκίνησε από τον Ακρίσιο και Προίτο απογόνους του Δαναού, από την κόρη του Υπερμνήστρα.

[15] Το Άργος είχε δύο ακροπόλεις: Η αρχαιότερη και σημαντικότερη σ’ όλες τις εποχές ήταν η Λάρισα, ένα τμήμα της οποίας ονομαζόταν στους ιστορικούς χρόνους Ασπίδα (2800- 1900 π.Χ.) ήταν η κύρια ακρόπολη και βορειότερα υπάρχει μια μικρότερη ακρόπολη της Δειράδας (προφήτης Ηλίας).

[16] Παυσανίου Κορινθιακά,25,3, εκδ. Ζαχαρόπουλου, μετ. Γιάννη Κορδάτου.

«καί ό μέν Περσεύς οία ηλικία τε ακμάζων καί τού δίσκου χαίρων τω ευρήματι επεδείκνυτο   εις άπαντας…»

[17] Ευριπίδου Ιφιγένεια η εν Αυλίδι 200, εκδ. Πάπυρος, μετ. Α. Παπαχαρίση.

Διομήδεά θ’ ήδοναίς δίσκον κεχαρημένον, παρά δέ Μηριόνην, Άρεος όζον, θαύμα βροτοίσιν.

[18] Ιλιάς Β, 773 Μετ. Κ. Δούκα.

 λαοί δέ παρά ρηγμίνι θαλάσσης δίσκοισιν τέρποντο καί αιγανέησιν ίέντες τόξοισίν θ’.»

«Δίσκοι δέ ώς καί έν Οδυσσεία, λίθοι στρογγυλοί οις χειριζόμενοι ερρίπτουν εις μήκος οί γυμναζόμενοι. Ει δέ ήν έκ σιδήρου, σόλος τό τοιούτον ελέγετο. Τόν αγώνα τούτον κατ’εξοχήν ηγάπων οί Αχαιοί». [ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ]

[19] Απολλόδωρος Β, 1, εκδ. Βιβλιοθήκη των Ελλήνων μετ. I. Χατζηφώτη.

«Νιόβης δέ καί Διός (ή πρώτη γυναικί Ζεύς θνητή εμίγη), παίς Άργος εγένετο, ώς δέ

Ακουσίλαος φησί, καί Πελασγός, άφ ου κληθήναι τούς τήν Πελοπόννησον οικούντας Πελασγούς».

[20] Παυσανίας 1,14,2: «Λέγεται ούν ώς Δήμητραν ές Άργος ελθούσαν Πελασγός δέξαιτο οίκω».

[21] Στράβων Η, 3,33.

[22] Στράβων Η, 375, 16. » Έφορος δ’ έν Αιγίνη άργυρον πρώτον κοπήναι φησίν υπό Φείδωνος «.

[23] Από το Πάριον Χρονικόν.

[24] Από τα Αιγινήτικα νομίσματα που εικόνιζαν θαλάσσια χελώνη, προήλθε ο στατήρας και από αυτόν το εθνικό ελληνικό νόμισμα η δραχμή. Αυτή υποδιαιρέθηκε σε έξι μέρη, τους οβολούς. Στο Ηραίο (ναό της Ήρας) του Άργους, είχαν αναρτηθεί δείγματα αυτών των αρχαίων μονάδων οι οβελίσκοι: «Πρώτος δέ πάντων Φείδων Αργείος νόμισμα έκοψεν έν Αιγίνη, καί διδούς τό νόμισμα, καί αναλαβών τούς οβελίκους, ανέθηκεν τή έν Άργει Ήρα. Επειδή τότε οι οβελίσκοι τήν χείρα επλήρουν, τουτέστι τήν δράκα, ημείς καίπερ μή πληρούντες τήν δράκα τοις έξ οβολοίς, δραχμήν αυτήν λέγομεν, παρά τό δράξασθαι».

(Ωρίων Ετυμολογικόν, – 5ος αι. μ.Χ. – 118,19, λήμμα οβολός).

[25] Ι. Κοφινιώτη, Ιστορία του Άργους, σελ. 227.

[26] Πινδάρου 10ος Νεμεόνικος στιχ. 5-6, μετ. Β. Λαζανά.  Πολλά δ’Αιγύπτω καταοίκισεν άστη ταις Επάφου παλάμαις»

Read Full Post »

Οικογένεια Περρούκα


Υπήρξε επιφανέστατη οικογένεια που άκμασε στο Άργος. Τα μέλη της κατείχαν πολιτικά και κοινωνικά πλεονεκτήματα κατά την εποχή των Βενετών και των Τούρκων και ήταν πλουσιότατοι μεγιστάνες και προεστοί του τόπου, τον οποίο στην ουσία κυβερνούσαν. Ήταν δε τόσο γνωστό το οίκημα που διέμεναν, ώστε λεγόταν «το Αρχοντικόν του Μωρέως Περρουκαίικον». Αξίζει να σημειωθεί ότι με πρωτοβουλία της συγκεκριμένης οικογένειας, ιδρύθηκε στο Άργος το πρώτο ελληνικό σχολείο το έτος 1798.

Θέα του Άργους και του κάστρου της Λάρισας.

Ο πρώτος μέχρι σήμερα γνωστός γενάρχης της επιφανούς αυτής οικογένειας ήταν ο Γιαννάκης Περρούκας, ο οποίος έζησε επί Βενετών και πιθανώς επί της προ του 1687 Τουρκοκρατίας. Στα μέσα όμως του 18ου αιώνα αναφαίνεται ο γιος του Αποστόλης Περρούκας και ο γιος του κυρ Δημήτρης Περρούκας, μεγαλογαιοκτήμονες και τοκιστές. Ο κυρ Δημήτρης απέκτησε τέσσερεις γιους, τους Νικολή, Γεωργαντά, Σωτήρη και Απόστολο και υπήρξε ο πρώτος από όλους που διέπρεψε.

Ο Νικόλαος Περρούκας ήταν από την 18η εκατονταετηρίδα επιφανέστατος Αργείος, ο οποίος διετέλεσε και βεκίλης* της επαρχίας παρά τη Υψηλή Πύλη. Παντρεύτηκε την Αγγελική Ιωάν. Συλλιβέργου (της οποίας η μητέρα Ευδοκία ήταν γόνος της οικογένειας των Νοταράδων στην Κορινθία) και μετά την αρχοντική ζωή που έζησε, πέθανε την 12η Απριλίου 1822.

Απέκτησε δε λαμπρούς γιους, τον Ιωάννη, Δημήτριο και Χαραλάμπη και δύο κόρες, την Ευγενία, σύζυγο του δοτόρου Χριστόδουλου Σεβαστού, γιατρού και αδελφού του μητροπολίτη Κορίνθου Ζαχαρίου (1783 – 1819) και την Ευδοκία, σύζυγο του προεστού της Κερπίνης Δημητράκη Ζαήμη ή Ζαήμογλου, γιου του περίφημου εθνομάρτυρα Ανδρούτσου Ζαήμη, γενικού προεστού της Πελοποννήσου.

Οι γιοι του Νικολάου Περρούκα υπήρξαν λαμπροί απόγονοι της οικογένειας. Μεγάλοι επί Τουρκοκρατίας, μεγάλοι και κατά την επανάσταση. Ήταν μέλη της Φιλικής Εταιρείας και προεστοί και πήραν μέρος στην επανάσταση και στην προετοιμασία της.

Ο πρεσβύτερος και διαπρεπέστερος, ο Ιωάννης Περρούκας ανήκει στους εθνομάρτυρες. Ως προεστός του Άργους, κυβέρνησε κυρίως κατά την τελευταία δεκαετηρίδα της Τουρκοκρατίας και το 1821 φυλακίσθηκε στην Τρίπολη μαζί με τους υπόλοιπους προεστούς και αρχιερείς της Πελοποννήσου. Στη φυλακή υπέστη οδυνηρά μαρτύρια επί έξι μήνες και πέθανε λίγο μετά την άλωση της Τρίπολης και 12 ημέρες μετά την αποφυλάκισή του, την 4η Οκτωβρίου 1821 και θάφτηκε στο Άργος, σε τάφο που ανήκε στην οικογένειά του. Ήταν ο μοναδικός από όλα τα αδέλφια που παντρεύτηκε το 1814 την Ελένη Θεοδώρου Βλάσση, του επιφανέστατου Αργείου, με την οποία όμως δυστυχώς δεν απέκτησε παιδί.

Ο νεότερος αδελφός Χαραλάμπης Περρούκας ήταν από το 1816 μεγαλέμπορος στην Πάτρα. Όταν ήταν μικρός, πριν από την Επανάσταση, ήρθε στο Άργος, όπου και δημιούργησε εμπορικό κατάστημα, το οποίο όμως και κατέλαβαν οι Τούρκοι αργότερα με την έκρηξη της επανάστασης. Στον αγώνα προσέφερε ό,τι μπορούσε. Τον Ιούνιο του 1821 διορίσθηκε από τη Γερουσία της Πελοποννήσου έφορος της επαρχίας και του στρατεύματος του Άργους και γερουσιαστής. Συμμετείχε στις μάχες κατά του Δράμαλη. Το 1823 διορίσθηκε υπουργός των Οικονομικών. Πέθανε την 27η Οκτωβρίου 1824.

Ο δε Δημήτριος Περρούκας ξεπέρασε όλους σε προσωπική εξοχότητα και δόξα. Ήταν μορφωμένος και γνώριζε κάλλιστα, εκτός της ελληνικής γλώσσας, την τουρκική, τη γαλλική και την ιταλική. Σπούδασε Νομική και ιδίως Πολιτικές επιστήμες.

Ήταν προεστός της Πελοποννήσου και διετέλεσε από το 1812-1821 βεκίλης του Μωρηά, παρά τη Υψηλή Πύλη στην Κωνσταντινούπολη. Υπηρέτησε τον Αγώνα, ως πολιτικός άνδρας, σε Ελλάδα και Ευρώπη. Τον Δεκέμβριο του 1821 ψηφίσθηκε ως μέλος της Α’ Βουλής του Έθνους.

Επί Κυβερνήτη γνώρισε μεγάλη δόξα, αφού έγινε μέλος της Πανελληνίου και Πρώτος Γραμματέας του για τα εσωτερικά και δικαστικά θέματα, μέλος του Υπουργικού Συμβουλίου, πρόεδρος του θαλάσσιου Δικαστηρίου, γερουσιαστής και νομοθέτης του νεοσύστατου έθνους. Σε αυτόν οφείλονται οι νόμοι του Δημοσίου Δικαίου και οι Δικαστικοί, η διοικητική διαίρεση της Πελοποννήσου και πολλά άλλα.

Ο βασιλιάς Όθωνας τον ανέδειξε και ως Σύμβουλο της Επικρατείας το 1843. Ο διάσημος άνδρας υπήρξε μέλος της Δ’ και Ε’ Εθνικής Εθνοσυνέλευσης (1829 και 1831) έως και σε αυτή του 1843, έλαβε δε και πολλά αξιώματα, ενώ με τη φιλία και την εκτίμησή τους τον τίμησαν όλες οι εξέχουσες προσωπικότητες της Ελλάδας, της Ανατολής, αλλά και πολλές από την Ευρώπη. Επί πλέον διατήρησε μέχρι και τον θάνατό του όλη ανελλιπώς την απέραντη αλληλογραφία του ως μέγιστο ιστορικό αρχείο, το οποίο έγινε πλούσια πηγή ιστορικής ύλης.

Δυστυχώς όμως για τον τόπο ο μεγάλος Αργείος δολοφονήθηκε στο σπίτι του στο Άργος τη 13η Νοεμβρίου 1851, στην ακμή της σπουδαίας ζωής του.

 

Υποσημείωση


 *Βεκίλης: Αντιπρόσωπος, πληρεξούσιος, είδος βουλευτή. Πληρεξούσιος και αντιπρόσωπος των Πελοποννησίων στην Κωνσταντινούπολη. Λόγω των σχέσεων που δημιουργούσαν με ισχυρά πρόσωπα μπορούσαν ακόμα και να περιορίζουν την εξουσία του βεζίρη. Κατά τις διάφορες εξεγέρσεις των ραγιάδων, οι βεκίλες θανατώνονταν από τους Τούρκους.

 

Πηγή


  • Δημητρίου Κ. Βαρδουνιώτου, « Καταστροφή του Δράμαλη », Εκ των τυπογραφείων Εφημερίδος ¨Μορέας¨, Εν Τριπόλει 1913.    

 

Read Full Post »

Η Εκκλησία του Άργους στα χρόνια της Τουρκοκρατίας


Υπό Αρχιμ. Καλλινίκου Δ. Κορομπόκη

Ιεροκήρυκος Ι. Μητροπόλεως Αργολίδος

 

Αναδρομή στο χρόνο

Το Άργος κατέλαβαν οι Τούρκοι την 3η Απριλίου 1463, ημέρα Κυριακή, των Βαΐων, και έμεινε υπό την Α’ τουρκική κυριαρχία 223 χρόνια, έως τον Αύγουστο του έτους 1686. Τότε οι Ενετοί ανακαταλαμβάνουν το Άργος και το Ναύπλιο και αρχίζει έτσι η Β’ ενετική κυριαρχία (1686-1715).

Την 9η Δεκεμβρίου 1714 ο Σουλτάνος Αχμέτ ο Γ’ κηρύττει πόλεμο κατά της Ενετίας. Ο τουρκικός στρατός την 28η Ιουνίου 1715, ημέρα Τρίτη μετά το μεσημέρι, καταλαμβάνει το Άργος χωρίς αντίσταση εντελώς έρημο από κατοίκους και αρχίζει η Β’ τουρκική κυριαρχία, που θα διαρκέσει έως, το 1821. δηλαδή 106 χρόνια. Βλέπουμε επομένως, ότι οι Τούρκοι κυριάρχησαν στο Άργος συνολικά 329 χρόνια επηρεάζοντας βεβαίως και τα εκκλησιαστικά πράγματα.

Ποιους τόπους περιελάμβανε η εκκλησία του Άργους

Η αρμοδιότητα της εκκλησίας Ναυπλίου και Άργους επί τουρκοκρατίας περιελάμβανε:

Άργος, ο πύργος των Φράγκων

Την επαρχία Άργους με τους έξι δήμους, εις τους οποίους ήταν διηρημένη προ της εφαρμογής του νόμου ΔΝΖ/1912. Δηλαδή τον τ. δήμο Άργους (Άργος, Δαλαμανάρα, Κουρτάκι, Πυργέλα, Λάλουκα, Κιβέρι, Μύλοι, Σκαφιδάκι), τον τ. δήμο Αλέας (Μπουγιάτι, Τάτσι, Γυμνό, Φρουσούνα, Άγιος Νικόλαος, Δούκα, Σκοτεινή), τον τ. δήμο Λυρκείας (Καρυά, Κάτω Μπέλεσι, Επάνω Μπέλεσι, Καπαρέλι, Βρούστι, Μάζι, Νεοχώριον, Στέρνα), τον τ. δήμο Μυκηνών (Κουτσοπόδι, Φίχτια, Χαρβάτι, Πρίφτανι, Μαλανδρένι, Σχινοχώρι, Μπόρσια, Πλέσια, Βραζέρκα), τον τ. δήμο Προσυμναίων (Μπερμπάτι, Λίμνες, Χώνικα, Άνω Μπούτια, Κάτω Μπούτια, Πασιά, Βαρδουβά), και τον τ. δήμο Υσιών (Αχλαδόκαμπο, Ανδρίτσα, Κρύα Βρύση, Μπούγα, Τουρνίκι). Επίσης την επαρχία Ναυπλίου και τις επαρχίες Αγίου Πέτρου Κυνουρίας και κάτω Ναχαγιέ Ερμιονίδος.

Η εκκλησιαστική διοίκηση προ του έτους 1540

Το έτος 1212 το Άργος και το Ναύπλιο καταλαμβάνονται από τους σταυροφόρους. Η ορθόδοξος ιεραρχία καταργείται και στο Άργος εγκαθίσταται λατίνος επίσκοπος που εξαρτάται από το λατίνο αρχιεπίσκοπο Κορίνθου. Κατά τη διάρκεια της Φραγκοκρατίας (1212-1540) παρότι σχολάζουσα η ορθόδοξη μητρόπολη Άργους αναφέρεται εις τα «τακτικά» της εποχής αυτής. Η ρωμαϊκή εκκλησία έως το 1540 εξακολούθησε να εκλέγει επισκόπους, οι οποίοι από το 1397, δηλαδή μετά την καταστροφή του Βαγιαζήτ, εδρεύουν στο Ναύπλιον.

Από το 1540, οπότε το Ναύπλιο παραδόθηκε στους Τούρκους, και μέχρι σήμερα εκλέγονται τιτουλάριοι επίσκοποι Άργους από τη λατινική εκκλησία.

Για τα θέματα των ορθοδόξων υπήρχε υπό την έγκριση του λατίνου επισκόπου ένας πρωτοπαπάς διορισμένος από τους Ενετούς. Υπό τους Ενετούς ο οίκος Μαλαξού έδωσε λογίους, πρωτοπαπάδες και υμνογράφους, όπως και ο οίκος Ζυγομαλά. Αλλά των περισσοτέρων η δράση μεταφέρθηκε εκτός Ναυπλίου μετά την απομάκρυνση των Ενετών το 1540. Το 1540 το Ναύπλιον παραδίδεται από τους Ενετούς στους Τούρκους. Το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων καταφεύγουν στα Βενετοκρατούμενα νησιά της Κρήτης, Κυθήρων και Κερκύρας.

Ανασύσταση της μητροπόλεως

Το 1541 ο Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίας Α’ (1522-1545) δέχτηκε στην Κωνσταντινούπολη πρεσβεία από Αργείους και Ναυπλιείς εναπομείναντας στο Ναύπλιο. Ζήτησαν από τον πατριάρχη την ανασύσταση της μητροπόλεως, που από το 1212 ήταν σχολάζουσα. Δηλαδή για 329 χρόνια. Του λόγου το ασφαλές μαρτυρεί συνοδικό πατριαρχικό γράμμα του Ιερεμίου Α’ το Μάιο του 1541 απ’ όπου πληροφορούμεθα έγκυρα τις ενέργειες των κατοίκων της περιοχής και της αποφάσεις που ελήφθησαν. Το γράμμα παρέλαβε στα χέρια του, ως φαίνεται, ο νέος μητροπολίτης Δωρόθεος, και σ’ αυτό του παραγγέλλει ο πατριάρχης να μεταβεί στην επαρχία του, ν’ αναλάβει τα καθήκοντά του και να τα ασκεί κατά τη διαγραφομένη τάξη.

Οι χριστιανοί εξ άλλου οφείλουν να δεικνύουν την επιβαλλομένη υποταγή. Έδρα της ανασυσταθείσης μητροπόλεως έγινε πλέον το Ναύπλιο. Ο τίτλος όμως της επαρχίας παρέμεινε ως «μητρόπολις Άργους και Ναυπλίου».

Η εκκλησιαστική διοίκηση μετά την ανασύσταση της μητροπόλεως

Πρώτος μητροπολίτης Άργους και Ναυπλίου κατεστάθη ο Δωρόθεος το 1541, ο οποίος καθαιρέθηκε το 1550. Διάδοχος του Δωροθέου αναφέρεται ο Γερμανός, ο οποίος αναλαμβάνει το έτος 1550. Από το Ναυπλιέα Θεοδόσιο Ζυγομαλά πληροφορούμεθα ότι περί το 1578 ο μητροπολίτης Ναυπλίου είχε υπό τη δικαιοδοσία του 150 ιερείς και 4000 οικογένειες χριστιανών.

Ο αρχιερεύς που μαρτυρημένα ποιμαίνει την επαρχία επί μακρόν και κάπως ήρεμα είναι λόγιος, ονόματι Διονύσιος, του οποίου το όνομα απαντά από το έτος 1579.

Ποιος και κατά ποιο έτος διεδέχθη το Διονύσιο δεν τεκμηριώνεται. Σύμφωνα με τις ειδήσεις που υπάρχουν, το 1691 ποίμαινε την επαρχία ιεράρχης Παρθένιος μετατεθείς από την μητρόπολη Παλαιών Πατρών. Αυτός παραιτείται το 1600, ημέρα Δευτέρα 29 Οκτωβρίου.

Διάδοχός του προκρίνεται ο ιερομόναχος Άνθιμος, που παραμένει μέχρι το 1604, οπότε καταλαμβάνει το θρόνο των Αθηνών. Στις 12 Φεβρουαρίου 1604, Ναυπλίου εξελέγη ο πρώην Νέων Πατρών Παρθένιος. Αν πρόκειται για τον παραιτηθέντα το έτος 1600 ή είναι απλή συνωνυμία δεν μπορεί να τεκμηριωθεί. Πάντως το Μάιο του 1607 ο Ναυπλίου Παρθένιος καθαιρείται.

Το Μάιο του 1607 εκλέγεται Ναυπλίου ο οικονόμος της μητροπόλεως, ιερομόναχος Σωφρόνιος, ο οποίος μόλις συμπλήρωσε 15ετία παραιτήθηκε λόγω γήρατος.

Τον διαδέχεται ο Θεοφάνης που εκλέγεται στις 29 Απριλίου 1624. Μόλις συμπληρώθηκε 30ετία, Οκτώβριο του 1654 καθαιρείται λόγω καθυστερήσεως των προς το πατριαρχείο υποχρεώσεων. Μετά πάροδο ενός έτους το πατριαρχείο αποφασίζει συνοδική συγχώρηση. Όμως ήδη έχει εκλεγεί μητροπολίτης Ναυπλίου και Άργους ο Μακάριος.

 Για το Μακάριο γνωρίζουμε ότι τον Αύγουστο του 1656 απεκατεστάθη στη μικρή μητρόπολη Μηθύμνης. Έτσι ο Θεοφάνης παραμένει μητροπολίτης Άργους και Ναυπλίου άλλα δέκα χρόνια και καθαιρείται οριστικά το Νοέμβριο του 1665 με κατηγορίες ότι ήταν φιλοχρήματος, δεν κήρυττε τις Κυριακές και συγχωρούσε τετραγαμίες. Το Θεοφάνη διαδέχεται αμέσως ο Γεράσιμος προερχόμενος από τους πατριαρχικούς κύκλους. Αυτός καθαιρείται το Σεπτέμβριο του 1669 για οικονομικά παραπτώματα.

Στα χρόνια της Β’ ενετικής κυριαρχίας (1686-1715) η έδρα της μητροπόλεως έρχεται στο Άργος έως το 1715. Ως πρώτος μητροπολίτης αναφέρεται ο Κύριλλος το 1671. Κατόπιν ο Σίλβεστρος που διαποιμαίνει από το 1686 έως το 1698 και τέλος ο Αμβρόσιος από το 1698 έως το 1715 οπότε αρχίζει η Β’ τουρκική κυριαρχία στην Πελοπόννησο.

Μετά το 1715 παρουσιάζεται κάποιο κενό στην ιστορία της εκκλησίας Αργολίδος. Έδρα γίνεται το Μέρμπακα. Αναφέρεται μητροπολίτης ο Γαβριήλ Ταταράκης που διέμενε στην Κωνσταντινούπολη και μετείχε κινήσεως εναντίον του πατριάρχου Ιερεμίου Γ’. Αυτός καθαιρείται μετά τη 10η Φεβρουαρίου 1720 και το 1724 υπογράφει ως «πρώην Ναυπλίου και Πρόεδρος Μήλου και Κιμώλου Γαβριήλ και έξαρχος πατριαρχικός».

Το Γαβριήλ καθαιρεθέντα το 1720 διαδέχεται αμέσως ο Μελέτιος. Αυτός ποιμαίνει για είκοσι χρόνια τη μητρόπολη Άργους και Ναυπλίου. Το 1741 αρχίζει η αρχιερατεία του Νεόφυτου του οποίου την παρουσία βρίσκουμε σε έγγραφα μέχρι το έτος 1756. Πιθανώς η θητεία του να παρετάθη πέραν του 1756.

Κατεβαίνουμε λίγα χρόνια και το 1766 συναντάμε νέο αρχιερέα, το Βενέδικτο που υπογράφει έγγραφα κατά τα έτη 1766, 1767 και 1768 ως μέλος της πατριαρχικής συνόδου.

Μετά έχουμε κενό, διότι αναφέρεται ο Βενέδικτος στις προετοιμασίες της εξέγερσης του 1770, αλλά κατόπιν δε φαίνεται να μετέχει σε επιχειρήσεις. Ένεκα των Ορλωφικών τα εκκλησιαστικά πράγματα της Πελοποννήσου βρίσκονται σε αποδιοργάνωση.

Από το 1770 έδρα της μητροπόλεως γίνεται το Άργος και το 1776 έχουμε μια μνεία μητροπολίτου Ναυπλίου Νικοδήμου. Όμως από το αμέσως επόμενο έτος 1777 έως το 1786 σε έγγραφα απαντά μητροπολίτης Μελέτιος Β’, συνοδικός συνέχεια σχεδόν.

Το Μελέτιο, αφού παραιτήθηκε, διαδέχτηκε ο Ιάκωβος ο οποίος μαρτυρείται από το 1787 έως το 1800. Ήταν μάλλον από την Καλαμάτα. Επί των ημερών του κτίσθηκε κοντά στον παλαιό ναό Αγίου Πέτρου, μητροπολιτικό οίκημα του οποίου ερείπια σώζονται μέχρι προ ολίγων δεκαετιών στον περίβολο της οικίας της Αδελαΐδος Νανοπούλου στο Άργος, επί της οδού Μυστακοπούλου. Σήμερα ο χώρος έχει ισοπεδωθεί και λειτουργεί ως parking αυτοκινήτων.

Η ιδιοκτησία του οικοπέδου μετά την Αδελαΐδα Νανοπούλου περιήλθε  στον Ιωάννη Κουκούλη και από αυτόν στους Χρήστο και Ιωάννη Κουρουνιώτη, οι οποίοι τον κατέχουν μέχρι σήμερα.

Ο Ιάκωβος είχε ως γραμματέα, έκειρε μοναχό και χειροτόνησε εις διάκονο, τον εκ Δημητσάνης ανεψιό του Γερμανό, μετέπειτα επίσκοπο Παλαιών Πατρών. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός εκάρη μοναχός πιθανότατα εις την Παναγία Κατακεκρυμμένη.

Μετά το θάνατο του Ιακώβου εξελέγη διάδοχός του τον Ιανουάριο του 1800 ο αρχιμανδρίτης της μητροπόλεως Νικομήδειας Γεράσιμος, που μετά από κάποιες δυσκολίες παραιτήθηκε στις 22 Ιανουαρίου 1800, οπότε επληρώθη ο θρόνος δια μεταθέσεως του Παλαιών Πατρών Γρηγορίου.

Στο έτος 1810 τίθεται εκλογή μητροπολίτου Παρθενίου αντί αποθανόντος Γρηγορίου. Αυτός ο Γρηγόριος ήταν από τη Λακεδαίμονα και έχτισε μία ακόμη μητροπολιτική οικία κοντά σ’ αυτήν που είχε ανεγείρει ο Ιάκωβος. Την παρέλαβε ο ανεψιός και διάδοχός του εις το θρόνο, Γρηγόριος ο Καλαμαράς, καταγόμενος από τη Μεσσηνιακή Σίτζοβα.

Αυτός εργάσθηκε για το έθνος, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και πέθανε (19 Σεπτεμβρίου 1821) στη φυλακή της Τριπολιτσάς ως εθνομάρτυρας. Η προτομή του βρίσκεται από το 1967, αριστερά της δυτικής εισόδου του ναού Αγίου Πέτρου Άργους. Με τον εθνομάρτυρα Γρηγόριο τερματίζεται η ιστορική πορεία της μητροπόλεως Άργους και Ναυπλίου μέχρι την έκρηξη της ελληνικής επανάστασης. Από το 1821 έως το 1829 αναλαμβάνει εκκλησιαστικός τοποτηρητής της χηρευούσης μητροπόλεως Ναυπλίου και Άργους ο Αθανάσιος Σολιώτης, αρχιδιάκονος – πρωτοσύγκελλος του Γρηγορίου Καλαμαρά.

Η έδρα της μητροπόλεως

Το 1189 η μέχρι τότε επισκοπή Άργους και Ναυπλίου ανυψώθηκε σε μητρόπολη με έδρα το Άργος. Από το 1212 αρχίζει η φραγκοκρατία και η βίαιη κατάργηση της ορθοδόξου ιεραρχίας.

Στο Άργος εγκαθίσταται λατίνος επίσκοπος ο οποίος εξαρτάται από τον αρχιεπίσκοπο Κορίνθου. Η έδρα του λατίνου επισκόπου θα μεταφερθεί στο Ναύπλιον από το έτος 1367. Είναι το έτος που οι οθωμανοί αιχμαλωτίζουν πάνω από το μισό πληθυσμό του Άργους.

Κατά την περίοδο μέχρι το 1540 για τα ορθόδοξα πράγματα υπήρχε ένας πρωτοπαπάς, τον οποίο διόριζαν οι Ενετοί. Το 1541 έγινε η ανασύσταση της μητροπόλεως με έδρα το Ναύπλιο.

Το Ναύπλιο παραμένει ως έδρα της μητροπόλεως μέχρι το 1686 οπότε καταλαμβάνεται για δεύτερη φορά από τους Ενετούς και η έδρα μεταφέρεται στο Άργος και παραμένει εκεί μέχρι το 1715 περίπου. Από το 1715 έδρα της μητροπόλεως γίνεται το Μέρμπακα (Αγία Τριάδα).

Πιθανώς εκεί που βρίσκεται ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου του 12ου αιώνος. Όταν το 1989 είχε ξεκινήσει η επισκευή του δαπέδου του ναού, ανακαλύφθηκε κρύπτη κάτω από το Ιερό Βήμα. Η είσοδος της κρύπτης είναι ένα άνοιγμα θολωτό στο μπροστά μέρος της Ωραίας Πύλης, δομημένο με κεραμιδάκι, ενώ στο πίσω μέρος της αγίας Τράπεζας υπάρχει κι άλλο ένα μικρό άνοιγμα που οδηγεί στην κρύπτη. Πιθανώς η κρύπτη ήταν χώρος όπου αναπαύονταν τα λείψανα κεκοιμημένων κληρικών. Επίσης έγινε και απόξεση της μεταγενέστερης αγιογραφίας και βγήκαν στην επιφάνεια οι πρώτες εικόνες του ναού, έργα του 16ου αιώνα, εξαιρετικής τέχνης, αλλά με φθορές οι οποίες δυστυχώς χρησίμευσαν προκειμένου να κολλήσουν επάνω οι μεταγενέστερες αγιογραφίες.

Στην κόγχη της προθέσεως εικονίζεται ο Άγιος Πέτρος, επίσκοπος Άργους, αριστερά της προθέσεως ο Χριστοφόρος, επίσκοπος Άργους, και μεταξύ προθέσεως και Αγίας Τράπεζας ο Κωνσταντίνος, επίσης επίσκοπος Άργους (920 μ.Χ.).

Το αξιόλογο είναι ότι εικονίζονται ως άγιοι με φωτοστέφανο οι επίσκοποι Άργους, ενώ εμείς τιμάμε ως άγιο μόνο τον Πέτρο.

Ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου Μέρμπακα εχρησιμοποιείτο ως νεκροταφιακός μέχρι το 2000, οπότε ολοκληρώθηκε η μεταφορά των μνημείων στο κοιμητήριο του νεοανεγερθέντος ναού του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, έξω από το χωριό, προς το Παναρίτι.

Η έδρα λοιπόν της μητροπόλεως παρέμεινε στο Μέρμπακα μέχρι το 1770, οπότε έχουμε επιδρομή Αλβανών και καταστροφές που επιβάλλουν τη μεταφορά της στο Άργος. Το Άργος θα είναι η έδρα της μητροπόλεως έως τις ημέρες της ελληνικής επαναστάσεως του 1821. Μετά την επανάσταση, μέχρι σήμερα έδρα της μητροπόλεως είναι το Ναύπλιο.

 Δαναός ΙΙΙ, «Το Άργος στα χρόνια της Τουρκοκρατίας», Σύλλογος Αργείων «Ο Δαναός», Άργος, 2003.

Read Full Post »

« Newer Posts - Older Posts »