Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Άργος – Ιστορικά’

Ημέρες του ’40

 


(Μνήμες πολέμου στρατιώτη Δημητρίου Ι. Σιώτου)

Η ιστορική έρευνα έχει καταγράψει με λεπτομέρειες τις στιγμές του ελληνοϊταλικού πολέμου, του έπους της Αλβανίας, μιας λαμπρής σελίδας στην ιστορία του ελληνικού λαού και του αγώνα του κατά του φασισμού. Όμως οι μαρτυρίες των ίδιων των πολεμιστών ή ακόμα και των αμάχων που έζησαν τα γεγονότα, αποτελούν μια επιπλέον ηρωική πράξη αφού μας μεταφέρουν εικόνες και εμπειρίες που δύσκολα μπορεί κανείς να βρει στα μεγάλα βιβλία της Ιστορίας.

Ένας απλός άνθρωπος που μόλις είχε τελειώσει την τέταρτη τάξη του δημοτικού σχολείου, δε στάθηκε μόνο ηρωικά στα πεδία των μαχών, αλλά έγραψε και κατέγραψε μοναδικές στιγμές από τις μέρες του ’40 με το δικό του μοναδικό τρόπο.

Ο Δημήτριος Ι. Σιώτος ξεκίνησε από το χωριό του, τα Σταθέικα του σημερινού Δήμου Κουτσοποδίου, για το μέτωπο της Αλβανίας και ξαναγύρισε σ’ αυτό έχοντας αποτυπώσει κάποιες άγνωστες στιγμές  μιας μεγάλης εποποιΐας. Σας παρουσιάζουμε ορισμένα αποσπάσματα προσπαθώντας να διατηρήσουμε, όσο είναι δυνατό για την ευκολία της ανάγνωσης, τον αρχικό συγγραφικό χαρακτήρα.

 Στη μνήμη όσων θυσιάστηκαν για να ζούμε σήμερα ελεύθεροι.

 

Επιστράτευση

 


 

Δημήτριος  Σιώτος : Κληρωτός του 1936, έφυγε για το μέτωπο όπως χιλιάδες άλλοι πατριώτες με την επιστράτευση (28/10/1940).

Δημήτριος Σιώτος : Κληρωτός του 1936, έφυγε για το μέτωπο όπως χιλιάδες άλλοι πατριώτες με την επιστράτευση (28/10/1940).

«Εις τας 24/10/40 εκηρύχθη  η επιστράτεψη ημέρα Δευτέρα. Και στις 28/10/40 έφυγα για να πάω να καταταγώ. Αφού πήγα στο Άργος στην πλατεία του Αγίου Πέτρου εμπήκα στο αυτοκίνητο με άλλα πολλά παιδιά και κατεβήκαμε στο Ναύπλιον. Εκεί πήγα με τον Γεώργιον Σωτηρόπουλον, τον Κωνσταντίνον Σωτηρόπουλον, τον Ιωάννην Παπαδόπουλον, τον Βασίλειον Μπούρην στο ξενοδοχείο όλοι μαζί να φάμε. Αφού φάγαμε και ήπιαμε καλά ξεκινήσαμε να πάμε για το Σύνταγμα να ντυθούμε. Αφού πήγαμε εκεί μας πήραν τα στοιχεία και μας κατάταξαν σε διάφορους λόχους. Εγώ, ο Κωνσταντίνος Σωτηρόπουλος, ο Ιωάννης Μιτσάκος, ο Δημήτριος Μπέλος, ο Ιωάννης Μπουλούκος, ο Γεώργιος Ντεβές, ο Νικόλαος Παπαδόπουλος καταταγήκαμε στον 10 λόχο του 3 Τάγματος και αμέσως ο σύνδεσμος του 10 λόχου μας καθοδήγησε για τον 10 λόχο ο οποίος έμενε απέξω από το χωρίον Ασίνη». (…)

«Στις 10/11/40 το προΐ μας λένε να μην απομακριθούμε διότι θα φύγουμε. Και όλην αυτήν την ημέραν μας εσημπλήρωσαν τας ελλείψεις που είχε ο καθένας και το βραδάκι ήμασταν έτοιμοι να φύγουμε. Αφού μας δόσαν κουραμάνα και τυρί για δυο ημέρες μας βάλαν στη γραμμή και τον δημόσιο δρόμο. Στας 10 η ώρα φθάσαμε στο Ναύπλιον». (…)

«…στις 11/11/40 στις 10 η ώρα το προΐ φθάσαμε στην Αθήνα και εξεπεζέψαμε στον σταθμό του Ρουφ. Εκεί κατεβήκαμε από το τρένο και καθήσαμε έως τας 3 η ώρα το απόγευμα ήμασταν έτοιμοι να φύγουμε.

Εκεί να ήβλεπες τι γίνονταν από τον Στρατό. Άλοι αποβιβάζονταν, άλοι κατέβεναν , από ότι σώμα ήθελες ήβλεπες εκεί ιππικό, πυροβολικό, πεζικό, μεταγωγικά και διάφορα άλλα είδη που από το ένα κατέβεναν στο άλλο ανέβεναν. Και εκτός του ενθουσιασμό του άμαχου πληθυσμού, άλλος έδινε τσιγάρα, άλλος γλυκά και διάφορα άλλα και μας αποχαιρετούσαν στο καλό κλαίοντας και συνγκινιόντας. Αφού εμπήκαμε στο τρένο της Λαρίσης και ετοιμάστη καλά, εξεκινήσαμε για το ωραίο μας ταξίδι. Και δίναμε τους τελευταίους μας αποχαιρετισμούς στην Αθήνα. Και ως που να βγουμε  έξω από την Αθήνα το ένα μέρος και το άλλο της γραμμής ήταν ο κόσμος σωρό και μας αποχαιρέταγαν στο καλό και με τη νίκη, μας πέταγαν τσιγάρα και λουλούδια και ότι είχε ο καθένας εύκαιρο…. Ταξιδεύοντας ενύχτωσε και δεν έβλεπες τίποτε πλέον, ήταν σκοτάδι και όπως ήμασταν ένας απάνω στον άλλο σε κάτι φορτηγά βαγόνια, ούτε να ξυστούμε δεν μπορίγαμε». (…)

  

Πορεία προς το μέτωπο

 


  

(Από Καλαμπάκα)

«Αφού φύγαμε στις 14/11/40 και προχωράγαμε όλην την ημέρα… φθάσαμε σε ένα χωριουδάκι Ορθοβούνι το βράδι. Εκεί κατασκηνώσαμε ως το προΐ αλλά είχε ξαστερώσει και έριξε έναν πάγο που το προΐ ήμασταν όλοι παγωμένοι σαν τσίχλες. Αφού φώτισε στις 15/11/40 πήραμε το τσάι και λίγες σταφίδες και ξεκινήσαμε πάλι τον ίδιο σκοπό, προχωρήσαμε όλο σε κάτι πλαγιές του βουνού που πήγαινε ο δρόμος και όλο κάτι στροφές και χαράδρες, το μεσημέρι φθάσαμε σε ένα χωριό Τρυγόνα… εφύγαμε και πήγαμε σε ένα χωριουδάκι Παλαιά Κουτσιούφλιανη αποπάνω και καταβλήσαμε. Εκεί έμενε και ο 1 λόχος Πολυβόλου και είδα τον Ανδρέα Φλίνο, τον Νικόλαον Νικολίτσαν οι οποίοι ήταν έτοιμοι και έφευγαν» (…)

Λίγο πριν να φτάσουν στο μέτωπο : «Σόμα δίχος ψυχή – κορμί και δεν κινήτε – ενθίμιο Στρατού – ποτές δεν λισμονήτε».

Λίγο πριν να φτάσουν στο μέτωπο : «Σόμα δίχος ψυχή – κορμί και δεν κινήτε – ενθίμιο Στρατού – ποτές δεν λισμονήτε».

«Στας 23/10/40 το βράδι εξεκίνησε όλο το Σύνταγμα να φύγει, πήραμε έναν ατραπό δρόμο ένας πίσω τον άλλον μέσα σε κάτι ρεματιές και σε κάτι δάση  που δεν έβλεπες ούτε Θεό από τις οξιές. Δω να μείνουμε κει να φθάσουμε, που να μείνουμε, άλλος έπεφτε δώθε, άλλος γλίστραγε κείθε από τις λάσπες και την κακοτοπιά, άλλο μουλάρι ήβλεπες είχε ντουμπαρίση και είχε πάει στο ρέμα, άλλο τα είχε γυρίσει και το σήκωναν, τι να έβλεπες χάλια αδιόρθωτα. Στας 12 η ώρα τη νύχτα ανεβένουμε στην κορυφή ενός ψηλού βουνού και καθήσαμε να ξεκουραστούμε μα που να καθόσουν είχε μια πασπάλα χιόνι ρίξει και κατόπιν πάγο, μας έκοψε το κρύο, ξεκινήσαμε και προχωρήσαμε ακόμη λίγη ανηφοριά και κατόπιν παίρνουμε μια κατηφοριά και κάτι λάσπες πιο χειρότερες που ούτε να σταθείς δεν μπόρηγες…. κολήσαμε το απέναντι μέρος στο άλλο βουνό. Εκεί καθίσαμε και και ανάψαμε φωτιά διότι ήταν ο πάγος  μια πιθαμή, ήταν ξημέρωμα στις 24/11/40 καθίσαμε όλην την ημέρα και σε όλο αυτό το διάστημα μόνον ένα χωριό είδαμε πιο πέρα έως 2 ώρες μακριά, το οποίον λεγόταν Μέτσοβο. Καθήσαμε όλην την ημέραν χωρίς ψωμί….. Στας 26/11/40… ετοιμαστήκαμε να φύγουμε και το βραδάκι ξεκινήσαμε τον Δημόσιο δρόμο βαδίζοντας όλη τη νύχτα. Δω να μείνουμε κει να μείνουμε, δεν μας άφηναν πουθενά από την κούραση πέσαμε κάτω…».

«…το προΐ στις 3/12/40 αφού φώτησε σηκωθήκαμε να πάμε να βρούμε το λόχο…μόλις φτιάξαμε το αντίσκηνο μας λένε να το χαλάσουμε γιατί θα φύγουμε. Εκεί πιο κάτω είχε πέσει ένα αεροπλάνο, οι σκοτωμένοι φαινόντουσαν τα μνημεία που τους είχαν ενταφιάσει, μουλάρια, άλογα, τανξ κατεστραμένα όλα… Εις τας 3/12/40 το μεσημέρι ξεκινήσαμε και τον δημόσιο δρόμο στο αλβανικό έδαφος φθάνουμε σε μια γέφυρα η οποία ήταν χαλασμένη, ήταν η γέφυρα της κακαβιάς, αφού περάσαμε και όσο προχωράγαμε δεν μας άφηνε η βροχή να κάνουμε βήμα, το ήφερνε από εμπρός φυσητό και μας στράβονε και ήμασταν γινομένοι μουσκίδι έως τα εσώρουχα…»

«…το προΐ στις 7/12/40 ήφερε κάτι ρεβίθια ο λόχος και μόλις τα έβαλαν οι μαγείροι να τα μαγειρέψουν δεν είχαν ακόμη μουσκέψη, ήρθε διαταγή να φύγουμε αμέσως, χύνουν το νερό και μας δόσαν από μια χούφτα στον καθέναν και τα φάγαμε έτσι άβραστα και αμέσως ετοιμαστήκαμε να φύγουμε».

 

Στο μέτωπο

 


 

Στο μέτωπο της Αλβανίας : Μια στιγμή ξεκούρασης μπροστά από το αντίσκηνο (αρχείο: Ι. Καράμπελα)

Στο μέτωπο της Αλβανίας : Μια στιγμή ξεκούρασης μπροστά από το αντίσκηνο (αρχείο: Ι. Καράμπελα)

«…αρχίσαμε να ανεβένουμε προς την κορυφή του βουνού αλλά όσο απάνω και πιο σκούρα τα βρίσκουμε από το χιόνι. Αφού φθάσαμε στην κορυφή του βουνού μας λένε διάταξη μάχης και αμέσως λάβαμε θέσεις και προχωρήσαμε και καταλάβαμε εμπρός μας ένα άλλο ύψωμα, εμείναμε εκεί αμυνόμενοι έως το βράδυ….. έρχουνται και μας πέφτουν απάνου καμιά 30 Ιταλοί και τους πιάσαμε και εμπρός μας σε μακρινή απόσταση έφευγαν οι Ιταλοί, όλο έφευγαν τους βάνει το πυροβολικό μας και τους διέλυσε καμπόσους…..».

«…στις 13/12/40 κάνουμε μιαν επίθεση χωρίς να έχουμε αντίσταση, αφού προχωρήσαμε κάμποσα υψώματα εκεί λάβαμε αντίσταση και αμυνθήκαμε όλην την ημέρα και την νύχτα και την άλλη μέρα εκεί αμυνόμενοι στις 14/12/40 και δεν μας άφηναν να σηκώσουμε κεφάλι και στις 15/12/40 ήρθε ένας όλμος δικός μας  να μας ενισχύσει και σε αυτόν τον όλμον ήταν και ο Γιώργης ο Λαμπάδας… και αφού τους εξουδετέρωσε ο δικός μας όλμος και έφυγαν και εμείς κάναμε την επίθεση… εκεί που ήμουν στο οπλοπολυβόλο έρχεται μια οβίδα από όλμο και σκάζει 10 μέτρα πιο πέρα αλλά ευτυχώς δε μας σκότωσε μόνον τα χιόνια και τα χώματα μου έπεσαν απάνω…».

Σπάνια φωτογραφία ενός Gloster Gladiator MK 2 (καταδιωκτικό) που επιχειρούσε από το αεροδρόμιο της Παραμυθιάς : Καράμπελας Ιωάννης του Αναστασίου, Διαβιβαστής.

Σπάνια φωτογραφία ενός Gloster Gladiator MK 2 (καταδιωκτικό) που επιχειρούσε από το αεροδρόμιο της Παραμυθιάς : Καράμπελας Ιωάννης του Αναστασίου, Διαβιβαστής.

«Εις τας 18/12/40 το προΐ τους άρχιζε το πυροβολικό το δικό μας και τους αλόνησε, αλλά και το δικό τους πυροβολικό δε σταμάτησε καθόλου, το πυροβολικό τους, οι όλμοι τους και τα πολυβόλα τους γινόταν ανάστα ο κύριος. Το μεσημέρι τους κάνουμε μια επίθεση και τους καταλαμβάνουμε το ύψωμα που κάτεχαν αυτοί αλλά δεν είχε είδηση το πυροβολικό μας ότι θα πάμε εμείς εκεί και μας βάνει και αμέσως βάνουμε τις φωνές και κουνάγαμε τις κουβέρτες μας και τότε πήρε χαμπάρι και σταμάτησε αλλιός θα μας έκανε σκουπιδόχορτο… Αφού φώτησε στις 19/12/40 το προΐ βγάζω τα άρβηλα και τι να δω, ήταν πρησμένα και μελανά σαν να τα είχε το φίδι δαγγάσει από το χιόνι. Έρχετε ο γιατρός του το λέω, μου λέει δεν έχεις τίποτα θα περάσουν…το προΐ ο λόχος μετακινιότανε προς τα δεξιά διότι εκεί μας βάλουν από δυο μεριές και πηγαίναμε πιοπέρα σε ένα υψωματάκι αλλά εγώ δεν μπόρηγα να περπατήσω, ήταν στις 20/12/40 το λέω στο λοχαγό, στον υποδιοικητή ότι δεν μπορώ να πάω κοντά και μου λεν αν θέλω να ακολουθήσω το λόχο ήτε να μείνω να πεθάνω εκεί χάμω στο έλεος του Θεού…».

«Εις τας 24/12/40 το προΐ… μας δόσαν από ένα τέταρτο κουραμάνα και πήραμε σιγά σιγά σαν τίποτα γέρους ακουμπόντας με κάτι παλιόξυλα… και φθάσαμε στο ορεινό χειρουργείο και μας λέει ο γιατρός να κατεβούμε στη γέφυρα που ήταν άλλος γιατρός και περιλάβενε τους τραυματίες…».

Ενθύμιον από το Νοσοκομείο Τριπόλεως.

Ενθύμιον από το Νοσοκομείο Τριπόλεως.

«Εις τας 25/12/40 … πήγαμε στο γιατρό, αμέσως μας βάνει στο αυτοκίνητο και μας κατήφθηνε στα Γιάνενα και το βράδυ στις 10 η ώρα πήγαμε στα Γιάνενα, αμέσως μας κάναν από μια ένεση αντιτετανικού ορού… αλλά μόλις βγάλαν την κάλτσα εβγήκε η επιδερμίδα μαζί με την κάλτσα όλου του ποδιού από την πτέρνα έως τα νύχια και τα νύχια μαζί βγήκαν όπως γδέρνεις το αρνί. Ε μας τα δέσαν με γάζες και βαμπάκια και επιδέσμους και μας στρώσαν χάμω να κοιμηθούμε, μας δόσαν κρέας με ρύζι να φάμε και πέσαμε να κοιμηθούμε. Το νοσοκομείο το λέγαν Αρκαδία. Αφού κοιμηθήκαμε το προΐ στις 26/12/40 είπαν και μας διόξαν για την Άρτα».

 

Η επιστροφή

 


 

«Εις τας 27/12/40 το προΐ μας δόσαν το γάλα και αμέσως μας βάλαν στο αυτοκίνητο και πηγαίναμε για το Αγρίνιο… εκεί κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο και μπήκαμε στο τρένο  και στις 7 το βράδι φθάσαμε στο Μεσολόγγι, εκεί ήταν έτοιμο το πλοίο… και στις 10 η ώρα ξεκινήσαμε για τον Πειραιά….».

Στο εξώφυλλο του τετραδίου που χρησιμοποιείται από τον στρατιώτη Δ. Σιώτο, εικονίζεται ο Ι. Μεταξάς να μιλάει στους φαντάρους.

Στο εξώφυλλο του τετραδίου που χρησιμοποιείται από τον στρατιώτη Δ. Σιώτο, εικονίζεται ο Ι. Μεταξάς να μιλάει στους φαντάρους.

«Εις τας 28/12/40 στις 11 η ώρα πήγα στον Ευαγγελισμόν νοσοκομείον… μου γλύτωσαν τα πόδια. Εις τας 28/1/41 το βράδυ με διακόμησαν σε άλλο νοσοκομείο και με πήγαν  στο 15, φοιτητική λέσχη, 2 όροφος, 5 θάλαμος και εκεί πέρασα πολύ καλά… εκάθησα έως τας 14/3/41 και μας διεκομίζουν για την Τρίπολη… μας πήγαν στες στρατώνες του 11 Συντάγματος σε κάτι θάλαμους που πρωτύτερα βάναν αιχμαλώτους… στας 25/4/41 πήγα και πήρα το απολυτήριο ανικανότητος… στας 26/4/41 σηκώθηκα και πήγα στην πλατεία μήπως κανά αυτοκίνητο και φύγω… αφού είχε νυχτώσει καλά νάσου ένα φορτηγό το σταματάμε και μας πήρε και ολονυχτίς στο δρόμο… στη 1 η ώρα κατέβηκα στο Άργος και τόκοψα στα πόδια και το προΐ με τον ήλιο έφθασα στο χωριό στο σπίτι, αλλά ήταν όλοι χωμένοι στις τρούπες από τους βομβαρδισμούς και τρόμαξα να τους ενθαρύνω και να τους συγγεντρώσω να μαζευτούν στο σπίτι και τελειώνει το βίος του ελληνοΐταλικού πολέμου.

Τέλος

Στις 27/5/41 έφθασα στο σπίτι.

 

Επιμέλεια : Γεώργιος Κόνδης

 

Read Full Post »

Μάχη των Μύλων (1825)


  

Στο βάθος του μυχού του Αργολικού κόλπου και Νοτιοδυτικά του Νομού Αργολίδας, δίπλα στις ιστορικές πόλεις του Άργους και του Ναυπλίου, βρίσκεται  ο σύγχρονος οικισμός των Μύλων, όπου  μαζί με το Κιβέρι, το Σκαφιδάκι και την ορεινή  Ανδρίτσα αποτελούν τα Δημοτικά Διαμερίσματα του Δήμου Λέρνας.  Ο Δήμος Λέρνας είναι τόπος γεμάτος ιστορία, ιδιαίτερο φυσικό κάλος και πλούσια αγροτική παραγωγή.

Η μάχη των Μύλων της Ναυπλίας.  Μακρυγιάννη Ιωάννη – Ζωγράφου Παναγιώτη (Εικόνες του Αγώνος).

Η μάχη των Μύλων της Ναυπλίας. Μακρυγιάννη Ιωάννη – Ζωγράφου Παναγιώτη (Εικόνες του Αγώνος).

Κατά τη διάρκεια της επανάστασης, οι κυβερνήσεις που είχαν έδρα το Ναύπλιο, είχαν εγκαταστήσει στους Μύλους τις αποθήκες των δημητριακών, μέσω των οποίων σιτιζόταν το Ναύπλιο και τροφοδοτούνταν τα στρατεύματα και μεγάλο μέρος της Αργολίδας και της Κορινθίας. Κατά το έτος 1825, μετά την αποβίβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο και τις αλλεπάλληλες νίκες των Αιγυπτίων κατά των Ελλήνων, οι Μύλοι δέχτηκαν αιφνίδια επίθεση τη 13η Ιουνίου από αιγυπτιακή φάλαγγα, πραγματοποιήθηκε μάχη, η οποία έθεσε σε τραγική κρισιμότητα την τύχη του Ναυπλίου και της επανάστασης. Αιγυπτιακή φάλαγγα, αποτελούμενη από δύο χιλιάδες πεζούς και χίλιους πεντακόσιους ιππείς με πυροβολικό, εμφανίσθηκε από την οδό Τριπόλεως το πρωί της 12ης κατευθυνόμενη προς την αργολική πεδιάδα. Φόβος και ταραχή κατέλαβε τους πάντες στο Ναύπλιο, όπου είχαν συγκεντρωθεί πάνω από είκοσι χιλιάδες γυναικόπαιδα, ασθενείς και άμαχος πληθυσμός, ελάχιστα δε στρατιωτικά μέσα άμυνας υπήρχαν. Αλλά ο Ιμπραήμ δε σκόπευε να επιτεθεί κατά του Ναυπλίου, προέβαινε απλώς σε σοβαρή επιθετική αναγνώριση. Οι Έλληνες εντούτοις, που αγνοούσαν τις προθέσεις του εχθρού, έσπευσαν να συγκεντρώσουν μεγάλο μέρος της μάχιμης δύναμης στους Μύλους, κατά των οποίων κινήθηκε ισχυρή εχθρική φάλαγγα πεζών και ιππέων.

Οι Μύλοι ήταν ανοχύρωτοι παρά τη σπουδαιότητα που είχαν για την τροφοδοσία και την ύδρευση του Ναυπλίου σε περιπτώσεις πολιορκίας. Ο φιλέλληνας αξιωματικός Μοντανέλλι είχαν αναλάβει με εντολή της κυβέρνησης τη μελέτη οχύρωσης των Μύλων, αλλά λόγω της ραγδαίας εξέλιξης των γεγονότων, η οχύρωση δεν είχε πραγματοποιηθεί. Είχε πραγματοποιηθεί χάραξη μόνο δύο αμυντικών περιβολών και συγκεντρώθηκε υλικό από πέτρες το οποίο και εγκαταλείφθηκε.

Μακρυγιάννης - Λιθογραφία του Karl Krazeisen

Μακρυγιάννης - Λιθογραφία του Karl Krazeisen

Την 11η ο Μακρυγιάννης, που επανήλθε από δύο άτυχες περιπέτειες στη Μεσσηνία και την Αρκαδία, κατέλαβε με 150 άνδρες τους Μύλους, οχυρώθηκε  σε μία από τις δύο περιβολές, της οποίας την άμυνα ενίσχυσε με ξερολιθιές (τοίχοι από πέτρες) και ανοίγοντας τουφεκίστρες (παράθυρα). Τη 12η, μετά την αναγγελία των απειλητικών κινήσεων του Ιμπραήμ, έφθασε στους Μύλους ο Δημήτριος Υψηλάντης μαζί με τους φιλέλληνες που είχαν βρεθεί στο Ναύπλιο και οι οποίοι ήταν γύρω στους δεκαεπτά, ανάμεσα σε αυτούς οι γενναιότεροι από τους άτακτους, οι οποίοι είχαν επίσης συγκεντρωθεί στο Ναύπλιο και ο λόχος των ευζώνων αποτελούμενος από διακόσιους περίπου άνδρες υπό τον Κάρπο,* δηλαδή δύναμη όχι μεγαλύτερη σε σύνολο των 500 ανδρών. Σ’ αυτή τη δύναμη προστέθηκαν και τα πυροβόλα τριών μικρών πολεμικών βρικίων (τύπος ιστιοφόρου πλοίου), τα οποία παρατάχθηκαν κοντά στην ακτή, ώστε να ενισχυθεί η άμυνα.

Αλλά ο μεγάλος κίνδυνος στον οποίο τέθηκε το Ναύπλιο και η επανάσταση, έφερε προς το Ναύπλιο και τους Μύλους τους δύο μοιράρχους του αγγλικού και γαλλικού στόλου, τον Άμιλτον και τον Ριγνύ. Ο μεν Άμιλτον αγκυροβόλησε πριν το Ναύπλιο, ο δε Ριγνύ πριν τους Μύλους.

Ο Υψηλάντης, ο Μακρυγιάννης, οι Φιλέλληνες και ο Κάρπος κατέλαβαν τις περιβολές (κούλιες /πύργοι που χρησιμοποιούνταν ως παρατηρητήρια) και τις δύο μεγάλες αποθήκες. Ο εχθρός με τετραπλάσια δύναμη, επιτέθηκε στους Μύλους γύρω στο μεσημέρι της 13ης. Η επίθεση έγινε σφοδρότερη στα δύο πιο ασθενή σημεία της άμυνας, του κέντρου το οποίο υπεράσπιζε ο Μακρυγιάννης και του δεξιού στο οποίο αμυνόταν ο Υψηλάντης με πολλούς τακτικούς και δεκάδες φιλέλληνες.

Η ρήξη του κέντρου θα έθετε στον κίνδυνο γενικής σφαγής τους άτακτους του Μακρυγιάννη και τους αμυνόμενους στα δεξιά, η δε ήττα του δεξιού τμήματος με επί κεφαλής τον Υψηλάντη θα απέκλειε την υποχώρηση των Ελλήνων προς την παραλία, από την οποία και μόνο θα μπορούσαν να σωθούν σε περίπτωση ήττας. Αποκρούσθηκαν τρεις επιθέσεις του εχθρικού πεζικού και μία του ιππικού, το εχθρικό πυροβολικό τότε γκρέμισε με εύστοχες βολές μέρος του μετώπου της κούλιας του Μακρυγιάννη, ενώ λόχος Αιγυπτίων επιτέθηκε με ορμή υπερπηδώντας τα ερείπια.

Κατά τις κρίσιμες εκείνες στιγμές ο Μακρυγιάννης με πέντε Φιλέλληνες και λίγους εκλεκτούς άτακτους επιτέθηκε με ξίφη κατά των Αράβων και κατέσφαξαν τους πρώτους που διείσδυσαν στην περιβολή και έτρεψαν τους άλλους σε φυγή. Μετά από αυτή την αποτυχία τους, οι Αιγύπτιοι δεν επανέλαβαν τις εφόδους, ο ήλιος άλλωστε είχε σχεδόν δύσει και ενώ το σκοτάδι πλησίαζε, αποσύρθηκαν εκτός βολής πυροβόλου, έφυγαν για το Άργος εγκαταλείποντας περίπου πενήντα νεκρούς και παίρνοντας μαζί τους διπλάσιους περίπου τραυματίες. Οι Έλληνες είχαν απώλεια επτά νεκρών, ανάμεσα στους οποίους και ενός φιλέλληνα και είχαν τριπλάσιους τραυματίες μεταξύ των οποίων και τον Μακρυγιάννη.

Κατά τη διάρκεια της κρίσιμης εφόδου, η γαλλική ναυαρχίδα υπό τον Ριγνύ σάλπισε πολεμικό συναγερμό και έστρεψε τα πυροβόλα της κατά των Αιγυπτίων, ενισχύοντας το ηθικό των Ελλήνων, οι οποίοι πίστεψαν πως θα κατέλθει στον αγώνα. Η νίκη των Μύλων υπήρξε σημαντική, διότι περιέσωσε τον άρτο όσων βρίσκονταν στο Ναύπλιο και ανύψωσε το ηθικό των επαναστατών.

 

Υποσημείωση


 

* Την 21η Ιουνίου 1825 ο Δημ. Υψηλάντης γράφει τα εξής από τους Μύλους προς το Υπουργείο του Πολέμου. «Ο Λοχαγός Κύριος Καρπός με τον υπό την οδηγίαν του λόχον έφθασε μετά τα μέσα της μάχης της εν Μύλοις και όχι μόνον εγκαρδίωσεν τους κατ’ εκείνην την ώραν μαχομένους Έλληνας, αλλά και αυτοί έκαμαν ως γενναίοι πατριώται και καλοί στρατιώται το χρέος των. Μετά δε την μάχην εφύλαξαν τακτικώς τα της πειθαρχίας χρέη των, οδηγούμενοι από τον ρηθέντα λοχαγόν εις τα οδηγητικά χρέη των. Διό αναφερόμεθα εις το Έξοχον Υπουργείον τούτο δια να γνωρίση τους αξίους στρατιώτας, οίτινες δεν έλειψαν από τα χρέη των».

Και ο συνταγματάρχης Π.Γ. Ρόδιος παρατηρεί «ότι ο λόχος των Ευζώνων, και τινες άλλοι στρατιώται εκ των λοιπών λόχων του 1ου Συντάγματος, οδηγούμενοι από τον λοχαγόν Κύριον Κάρπον Παπαδόπουλον, του οποίου αξιωματικός εστάλη ο Κύριος Παναγιώτης Πίσσας, πόσον εμψύχωσεν η παρουσία τούτων τους λοιπούς Έλληνας, και πόσον συνεισέφερον με την ανδρείαν και ευτολμίαν των εις την διατήρησιν των Μύλων» και προτείνει τούτους εις το Υπουργείον Πολέμου δια την ανάλογον ηθικήν αμοιβήν.

( Κ. Α. Διαμάντη, Θράκες αγωνισταί κατά την Επανάστασιν του 1821, Β’ Αθήναι, 1963, σελ. 160—161).

 

Πηγή


Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια, Τόμος 4ος, Αθήνα, 1930. 

Read Full Post »

Δαναοί (μυθολογία)


 

Η Λιβύη κόρη του Έπαφου και βασίλισσα της ομώνυμης χώρας, γέννησε με τον Ποσειδώνα δίδυμους γιους τον Αγήνορα και τον Βήλο. Ο Αγήνωρ αναχώρησε για τη Φοινίκη όπου ίδρυσε βασίλειο και έγινε γενάρχης μιας μεγάλης γενιάς. Ο Βήλος πήρε το βασίλειο της Αιγύπτου, παντρεύτηκε την κόρη του Νείλου Αγχινόη και απέκτησε κι αυτός δίδυμους γιους τον Αίγυπτο και τον Δαναό, στον οποίο έδωσε το βασίλειο της Λιβύης, τον δε Αίγυπτο όρισε για διάδοχό του. Από το γάμο τους με πολλές γυναίκες τα δύο αδέλφια απέκτησαν πολλά παιδιά. Πενήντα γιους ο Αίγυπτος, πενήντα κόρες ο Δαναός.

Μετά τον θάνατο του πατέρα τους, τα αδέλφια ήρθαν σε ρήξη, εξαιτίας των επεκτατικών βλέψεων του Αίγυπτου στην πατρική κληρονομιά. Θέλοντας να συμφιλιωθούν, ο Αίγυπτος πρότεινε στον Δαναό να νυμφευθούν οι γιοι του τις πενήντα κόρες του.

Εκτός από τις διαφορές για τα όρια των κρατών τους, ο Δαναός απέρριπτε κατηγορηματικά την πρόταση του αδελφού του να νυμφευθούν οι ανεψιοί του τις πενήντα κόρες του, θεωρώντας τους αιμόμικτους αυτούς γάμους ανόσια πράξη.

Ένας ακόμη λόγος ήταν ότι είχε πάρει χρησμό από έναν Αιγύπτιο μάντη, πως θα θανατωνόταν από έναν γιο του αδελφού του. Για να απαλλαγεί από την ασφυκτική επιμονή του αδελφού του και να γλιτώσει από την εκπλήρωση του θανατηφόρου χρησμού, ο Δαναός αποφάσισε να εγκαταλείψει το βασίλειό του, και να ζητήσει καταφύγιο στην προγονική του κοιτίδα.

Με τις οδηγίες της Αθηνάς ναυπήγησε πρώτος μια πεντηκόντορον (πενηντάκωπο πλοίο) την Δαναΐδα,[1] και παίρνοντας τις κόρες του αναχώρησε με προορισμό το αργολικό λιμάνι: «Δαναός τους Αιγύπτου παίδας δεδοικώς, υποθεμένης Αθηνάς αυτώ ναύν κατεσκεύασε πρώτος και τας θυγατέρας ενθέμενος έφυγε»[2]

Έτσι εκπληρώθηκε μια ακόμη προφητεία που είχε δώσει ο Προμηθεύς στην πρόγονο του Δαναού Ιώ«Πέμπτη μετά από αυτόν (τον Έπαφο) γενιά γυναικεία, με τις πενήντα κόρες πάλι στο Άργος αθέλητά της θα’ ρθη, των ξαδέρφων γάμο συγγενικό για να ξεφύγει˙ κι αυτοί ξεφρενιασμένοι από τον πόθο, σαν τα γεράκια θα ριχτούν ξοπίσω σε περιστέρες, κυνηγώντας γάμους αταίριαστους.»[3]

Στο Άργος βασίλευε ο Γελάνωρ της γενιάς των Ιναχιδών, από τον οποίο ο Δαναός ζήτησε να πάρει την εξουσία, αφού του έκανε γνωστή την καταγωγή του. Ο γέροντας και χωρίς διάδοχο Γελάνωρ έφερε αντιρρήσεις, με την επέμβαση όμως του αργειακού λαού του παρεχώρησε τον θρόνο.

Είχε προηγηθεί μια πάλη μεταξύ λύκου και ταύρου, προστάτη μιας αγέλης βοδιών, που έβοσκε μπροστά στα τείχη (Παυσαν. Κορινθ. 19, 3). Στην πάλη αυτή νικητής αναδείχθηκε ο λύκος. Οι Αργείοι που είχαν συγκεντρωθεί και παρακολουθούσαν, ταύτισαν τον ταύρο με τον Γελάνορα, και έκριναν ότι ο μοναχικός λύκος αντιπροσώπευε τον ξενόφερτο Δαναό.

Αφού έγινε κύριος του Άργους ο Δαναός, έχτισε την ακρόπολη με τεράστιους λαξευτούς ογκόλιθους, που ονομάσθηκε Λάρισα από την κόρη του βασιλιά Πελασγού. Στην κορυφή της έχτισε ναό προς τιμήν του Λαρισαίου Διός, όπου τοποθετήθηκε ξόανο (ξύλινο ομοίωμα) του θεού. Στην πόλη θεμελίωσε ναό προς τιμή του Λυκείου Απόλλωνος, γιατί πίστευε ότι ο θεός αυτός έστειλε τον λύκο εναντίον του κοπαδιού των βοδιών.

Σε λίγο καιρό κατέπλευσε ο Αίγυπτος με τους πενήντα γιους του, και αξίωσε να πραγματοποιηθούν με τη βία οι αιμόμικτοι γάμοι. Ο Δαναός προσποιήθηκε ότι δέχεται. Αφού έγινε κλήρωση για να γνωρίζει ο κάθε νέος ποια νύμφη θα παντρευτεί, ακολούθησαν οι γαμήλιες τελετές. Ο Δαναός παράθεσε και συμπόσιο, όπου για πρώτη φορά εψάλη ο Υμέναιος.

Τη νύχτα όμως του γάμου ο Δαναός, κατατρυχόμενος ακόμη από το φόβο της εκπληρώσεως του χρησμού, έδωσε σε κάθε κόρη του ένα εγχειρίδιο με την εντολή να θανατώσουν τους συζύγους στον ύπνο τους. Οι Δαναΐδες υπάκουσαν και πραγματοποίησαν την πατρική προσταγή.

Δύο όμως από αυτές, δεν μπόρεσαν να υψώσουν δολοφονικό χέρι και να βάψουν το ξίφος με το αίμα των εξαδέλφων – συζύγων τους. Η Ρόδη (ή Βεβρύκη) σύζυγος του Ιππόλυτου και η Υπερμνήστρα που είτε γιατί ο σύζυγος και εξάδελφός της Λυγκεύς την σεβάστηκε είτε γιατί  υπερίσχυσε ο πόθος της μητρότητας κατά τον Αισχύλο, δεν τον θανάτωσε. Από το χέρι του Λυγκέα βρήκε τελικά τον θάνατο ο Δαναός, και έτσι επαληθεύτηκε ο χρησμός του Αιγύπτιου μάντη.

Ο Δαναός όρισε με νόμο, οι Αργείοι από Πελασγοί στο εξής να λέγονται Δαναοί, ονομασία που στα Ομηρικά έπη συμπεριλαμβάνει το σύνολο των Ελλήνων της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας, χαρακτηρίζοντας «ποιητική αδεία» τους Έλληνες ως μίαν ολότητα: «κατ’ Ευριπίδην, Πελασγιώτας δ’ ονομασμένους το πρίν, Δαναούς καλείσθαι νόμον έθηκαν᾽ Ελλάδα».[4]

Οι Δαναΐδες, αφού καθαρίστηκαν από το ανοσιούργημά τους από την Αθηνά και τον Ερμή, ήρθαν σε δεύτερο γάμο με εντόπιους νέους. Ο Δαναός προκήρυξε γαμήλιους αγώνες, τα «Σθένεια». Στον νικητή έδινε για έπαθλο μια κόρη του. Έτσι έκανε γαμβρούς τους άριστους από τους Αργείους νέους, και οι Δαναΐδες έγιναν μητέρες των θηλυσπόρων απογόνων του Δαναού, από τους οποίους προήλθε μια μεγάλη γενιά ένδοξων ηρώων, μεταξύ των οποίων και ο Παλαμήδης. Ένας ακόμη ο Ηρακλής, θα γινόταν ο λυτρωτής του καρτερόθυμου Τιτάνα Προμηθέα, όπως ο ίδιος είχε προαναγγείλει στην Ιώ: «Απ’ τη σπορά της (της Υπερμνήστρας), κάποιος αντρειωμένος άντρας θα γεννηθεί, δεινός τοξότης που απ’ τα πάθη αυτά θα με λυτρώσει»[5]

Η εγκατάσταση του αγλαόθρονου Δαναού και των θυγατέρων του στο Άργος, υπήρξε ευεργετική και συνέβαλε σημαντικά στην περαιτέρω ανάπτυξη του υπάρχοντος εγχώριου πολιτισμού. Θέσπισαν τελειότερους νόμους, στους οποίους υπήγαγαν θέματα του κοινωνικού και θρησκευτικού βίου. Καθιέρωσαν την λατρεία της Αθηνάς και τα θεσμοφόρια. Δίδαξαν την ναυπήγηση νέου τύπου πλοίων, καταλληλότερων για μακρινά ταξίδια. Η αργείτικη γη ξαναζωντάνεψε, με την ανόρυξη φρεάτων και με τα αρδευτικά έργα που δίδαξαν στους Αργείους ο Δαναός και οι κόρες του. Όπως μας πληροφορεί ο Στράβων,

 «έχει όμως και πολλά φρέατα τα οποία οφείλει στην ευτυχή ανακάλυψη των θυγατέρων του Δαναού. Διά τούτου δε αναφέρουν στον στίχο (του Ησιόδου): «το Άργος ήταν στερημένο από νερό, αλλά χάρις στις Δαναΐδες απέκτησε και κατέστη ένυδρο».[6]

Αύξησαν επίσης τον φυτικό πλούτο, με την καλλιέργεια νέων άγνωστων φυτών που μετέφεραν από την προηγούμενη πατρίδα τους. Με τα έργα αυτά αρδεύτηκε η διψασμένη αργολική πεδιάδα και πλουτίσθηκε, ώστε να ονομασθεί για την γονιμότητα και την πολυφορία της ούθαρ αρούρης (μαστάρι της γης) από τον Όμηρο.

Οι Αργείοι, για να δείξουν την ευγνωμοσύνη τους στον ευεργέτη τους Δαναό, τον ενταφίασαν στο κέντρο της αγοράς, και κόσμησαν τον τάφο του με λαμπρό μνημείο το οποίο ονόμασαν «Πλίνθιον», ενώ στους Δελφούς έστησαν ανδριάντα του μαζί με της Υπερμνήστρας με την επιγραφή:

 «Οι ανδριάντες αυτοί εικονίζουν ήρωες˙ τον ισχυρότερο βασιλιά του Άργους Δαναό και την Υπερμνήστρα, η οποία μόνη από τις αδελφές της είχε τα χέρια αμόλυντα».[7]

Οι Δαναΐδες λατρεύτηκαν σαν νύμφες των πηγών. Παρά τον εξαγνισμό τους όμως, όπως αναφέρει μια μεταγενέστερη παράδοση, στον Άδη καταδικάστηκαν με την αιώνια τιμωρία να γεμίζουν με νερό έναν πίθο χωρίς πυθμένα: «Εις τον των Δαναΐδων πίθον υδροφορείν» έλεγε μια αρχαία παροιμία, για αυτούς που οι προσπάθειες που κατέβαλαν για να πετύχουν κάτι, απέβαιναν μάταιες.

Από τις πενήντα Δαναΐδες ξεχωριστή θέση στην Αργολική Μυθολογία παίρνουν η Υπερμνήστρα και η μητέρα του πρώτου Ναυπλίου Αμυμώνη.

 

Ιωάννης Κ. Μπίμπης, «Αργολικά Παλαμήδης», Προοδευτικός Σύλλογος Ναυπλίου «Ο Παλαμήδης», Ναύπλιο, 2003. 

  

Υποσημειώσεις


[1] Κατά τον Αθ. Σταγειρίτη η ναυς του Δαναού ονομαζόταν «Αργώ». Ο ίδιος θεωρεί πιθανό από αυτήν την πρώτη Αργώ να πήρε το όνομά της και η μεταγενέστερη της Αργοναυτικής εκστρατείας: «Ωνομάσθη δε ως είρηται από του ναυπηγού Άργου ή από της πόλεως Άργους ή επειδή εναυπηγήθη, ως η ναύς του Δαναού, Αργώ καλουμένη και εκείνηּη επειδή είχε Αργείους ηγεμόνας….»  (Ωγυγία βιβλ. Θ’ σελ. 143)

[2] Απολλοδώρου Βιβλιοθήκη Β, 12.

[3] Αισχύλου Προμ. Δεσμώτης 864-870, εκδ. Κάκτου, μετ. Τάσου Ρούσσου.

[4] Στράβων Γεωγραφικά. Η,371,9.

[5] Αισχύλου Προμ. Δεσμώτης 882-885, εκδ. Κάκτου, μετ. Τ. Ρούσσου.

[6] Γεωγραφικά, Η, 371, 8, Εκδ. Πάπυρος, μετ. Κ. Αραπόπουλου: «φρεάτων δ’ ευπορείν α ταις Δαναΐσιν ανάπτουσιν ως εκείνων εξευρουσών αφ’ ού και το έπος ειπείν τούτο «Άργος άνυδρον εόν, Δαναοί θέσαν Άργος ένυδρον»

[7] Παυσανίου, 10,10, 2 Εκδ. Ζαχαρόπουλου, μετ. Γιάννη Κορδάτου: «Ηρώων δε εισίν αι εικόνες, Δαναός μέν ισχύσας των εν Άργει μέγιστον, Υπερμνήστρα δε α τε καθαράς χείρας μόνη των αδελφών».


Read Full Post »

Αλέξανδρος ο Μέγας και η Αργεία καταγωγή του


 

 Ο Αλέξανδρος Γ’ γεννήθηκε το 356 π.Χ στην Πέλλα, την πρωτεύουσα τότε του Μακεδονικού βασιλείου. Ήταν γιος του Μακεδόνα Φιλίππου Β και της Ολυμπιάδας, Πριγκίπισσας των Μολοσσών στην Ήπειρο. Πέθανε στην Βαβυλώνα, στο παλάτι του Ναβουχοδωνώσορα Β’ στις 11 Ιουνίου του 323 π.Χ., σε ηλικία ακριβώς 32 ετών και 8 μηνών. Βασιλιάς της Μακεδονίας, συνέχισε το έργο του πατέρα του, του Φιλίππου Β’. Ο Φίλιππος Β’ ήταν ιδιαίτερα ικανός στρατηγός, πολιτικός και διπλωμάτης, αναμορφωτής του μακεδονικού στρατού και του μακεδονικού κράτους.

 

Μέγας Αλέξανδρος

Μέγας Αλέξανδρος

Από τα πανάρχαια χρόνια, Αργείοι άποικοι είχαν εγκατασταθεί στη Μακεδονία και ιδρύσει μεγάλο και ισχυρό κράτος. Πολύ αργότερα ο Κάρανος, αδελφός του βασιλιά του Άργους Φείδωνος, από την γενιά των Ηρακλειδών, ήρθε κι αυτός στη Μακεδονία και ίδρυσε δικό του βασίλειο. «Την δε χώρα που εκτείνεται από την θάλασσα και που σήμερα καλείται Μακεδονία, κατέκτησαν αρχικά και βασίλευαν σ’ αυτήν ο πατέρας του Περδίκα Αλέξανδρος και οι πρόγονοί του Τημενίδαι, καταγόμενοι παλαιότατα από το Άργος, αφού πρώτα εξεδίωξαν με τα όπλα από μεν την Πιερία τους Πίερας…» [1]

«Η Πέλλα υπήρξε πρωτεύουσα του Αλεξάνδρου. Τούτο πρόπαππος επί Μαρδονίου υπήρξεν Αλέξανδρος ο Αμύντου, του δε Αλεξάνδρου τούτου έβδομος πρόπαππος υπήρξεν Περδίκκας Τημενίδης, ελθών εξ’ Άργους εις την άνω Μακεδονίαν» [2]

Από τη γενιά του Τημενίδη Κάρανου, από την οποία κατάγεται ο βασιλικός οίκος των Μακεδόνων βασιλέων και τη γενιά των Αιακιδών από την πλευρά της μητέρας του, (την γενιά του Νεοπτολέμου γιου του ημίθεου και Τρωικού ήρωα Αχιλλέα, του και Τελαμώνιου Αίαντα), κατάγεται ο γιος του Φιλίππου Μέγας Αλέξανδρος: «Αλέξανδρος ότι τω γένει προς πατρός μέν ην Ηρακλείδης από Καράνου, προς μητρός δε  Αιακίδης από Νεοπτολέμου, των πάνυ πεπιστευμένων εστί». (Λεξικό Σουίδα, λ. Κάρανος).

Επίσης ο Αυτοκράτωρ Ιουλιανός θαυμαστής του αρχαίου Άργους και βαθύς γνώστης της ιστορίας του, στην επιστολή του προς τους Αργείους γράφει: «Αν ήθελε να τιμήσει κανείς την πόλη των Αργείων, θα μπορούσε να αναφέρει πολλά, παλαιά και καινούργια γεγονότα…. Ακόμη στην πόλη τούτη, ανήκει η τιμή των κατορθωμάτων των Μακεδόνων εναντίον των Περσών, γιατί είναι πατρίδα των προγόνων του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου, αυτών των δύο ηρώων».[3]

Alexander is from the mosaic of the battle of Issus from the Museo Nazionale, Naples, Italy.

Alexander is from the mosaic of the battle of Issus from the Museo Nazionale, Naples, Italy.

Για την Αργεία καταγωγή του Μ. Αλέξανδρου ο Ηρόδοτος επίσης γράφει: «Ο Αλέξανδρος (ο Α’)[4] θέλησε να πάρει μέρος σ’ αυτούς (τους Ολυμπιακούς αγώνες) και γι’ αυτό το σκοπό είχε έρθει στην Ολυμπία. Οι Έλληνες όμως οι οποίοι επρόκειτο να συναγωνισθούν μαζί του εναντιώθηκαν, λέγοντας ότι ο αγώνας δεν είναι για βαρβάρους αλλά για Έλληνες. Ο Αλέξανδρος όμως αφού απέδειξε ότι είναι Αργείος, θεωρήθηκε Έλληνας και έτσι συμπεριελήφθη στο αγώνισμα δρόμου του ενός σταδίου και μάλιστα (στέφθηκε Ολυμπιονίκης), φθάνοντας στο τέρμα ταυτόχρονα με τον πρώτο δρομέα». (Ένα στάδιο = 184,87 μ.)[5].

Ο Φίλιππος στην κάθοδό του με σκοπό να γίνει κύριος όλης της Ελλάδος έδειξε ιδιαίτερη εύνοια προς την πόλη του Άργους αναγνωρίζοντας ότι είναι το λίκνο της καταγωγής του και μητρόπολη της Μακεδονίας. Το ίδιο και ο Αλέξανδρος υπερηφανευόταν για την Αργεία καταγωγή του και στις εκστρατείες του επεφύλασσε ιδιαίτερη μεταχείριση στους Αργείους που συναντούσε. Όταν κατέλαβε την πόλη Μαλλόν την οποία είχε αποικίσει ο Αργείος μάντης Αμφίλοχος μετά τον Τρωικό πόλεμο, πρώτα πρόσφερε θυσίες προς τιμήν του, όπως αρμόζει σε ήρωα. Έπειτα κατέπαυσε τις έριδες από τις οποίες σπαρασσόταν η πόλη και τους απάλλαξε, από τους φόρους που έδιναν στον Δαρείο, επειδή οι μεν Μαλλωτοί ήσαν άποικοι των Αργείων, του ίδιου δε η καταγωγή, όπως έκανε γνωστό, ήταν από το Άργος, από την γενιά των Ηρακλειδών:

 «Εντεύθεν δε εις Μαλλόν αφίκετο και Αμφιλόχω, όσα ήρωι ενήγισεּκαι στασιάζοντας καταλαβών την στάσιν αυτοίς κατέπαυσε και τους φόρους ούς βασιλεί Δαρείω απέφερον ανήκε, ότι Αργείων μέν Μαλλωτοί άποικοι ήσαν, αυτός δε απ’ Άργους των Ηρακλειδών είναι ηξίου». (Αρριανού Αλεξάνδρου Ανάβασις, Β’, 9).

 

Ιωάννης Κ. Μπίμπης, «Αργολικά Παλαμήδης», Προοδευτικός Σύλλογος Ναυπλίου «Ο Παλαμήδης», Ναύπλιο, 2003. 

 

Ονομασία των Σκοπίων – Καταγωγή των Μακεδόνων


 

347 Ακαδημαϊκοί λένε όχι στην Σκοπιανή προπαγάνδα και στον σφετερισμό της Ελληνικής Ιστορίας…. σε επιστολή που απεστάλλει στις 18-5-2009 προς τον πρόεδρο Ομπάμα, τον αντιπρόεδρο Μπάιντεν, τη Χίλαρι Κλίντον, και υπογράφεται από κορυφαίους ακαδημαϊκούς απ΄ όλο τον κόσμο και αφορά το θέμα της ονομασίας των Σκοπίων. Καθηγητές από πανεπιστήμια όπως το Χάρβαρντ, το Πρίνστον, το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, το Μπέρκλει, αλλά και πολλών ακόμα πανεπιστημιακών ιδρυμάτων από ΗΠΑ, Γερμανία, Ελβετία, Αυστρία, Ιταλία, Καναδά, με ένα κείμενο που δεν αφήνει αναπάντητο κανένα ερώτημα και αποτελεί την καλύτερη απάντηση στη σκοπιανή προπαγάνδα των τελευταίων 18 χρόνων.

 18 Μαΐου, 2009

Προς τον Αξιότιμο Πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα

 Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής

 Λευκός Οίκος, 1600 Pennsylvania Avenue, NW, Washington, DC 20500

Αξιότιμε κύριε Πρόεδρε,

Με την παρούσα επιστολή, οι υπογράφοντες ζητούμε με κάθε σεβασμό την παρέμβασή σας για να τακτοποιηθούν συντρίμμια ιστορικής αταξίας που άφησε πίσω της στη νοτιοανατολική Ευρώπη η προηγούμενη κυβέρνηση των ΗΠΑ. Στις 4 Νοεμβρίου 2004, δύο ημέρες μετά την επανεκλογή του Προέδρου George W. Bush, η κυβέρνησή του ομόφωνα αναγνώρισε τη «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Αυτή η πράξη όχι μόνο κατέλυσε γεωγραφικά και ιστορικά δεδομένα, αλλά και έδωσε έναυσμα να ξεσπάσει μια επικίνδυνη επιδημία ιστορικού ρεβιζιονισμού, του οποίου το πιο προφανές σύμπτωμα είναι η καταχρηστική οικειοποίηση από την κυβέρνηση των Σκοπίων του πιο διάσημου Μακεδόνα, του Μέγα Αλέξανδρου.

Πιστεύουμε ότι αυτή η ανοησία έχει ξεπεράσει κάθε όριο και ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν καμιά δουλειά να υποστηρίζουν την παραποίηση της ιστορίας. Ας κάνουμε μια ανασκόπηση των δεδομένων. (Η τεκμηρίωση αυτών των δεδομένων που απεικονίζονται εδώ με έντονα γράμματα, βρίσκεται στο http://macedonia-evidence.org/documentation.html).

Η εν λόγω περιοχή, με τη σύγχρονη πρωτεύουσά της τα Σκόπια, ονομαζόταν στην αρχαιότητα Παιονία. Τα όρη Βαρνούς και Όρβηλος (που σχηματίζουν σήμερα τα βόρεια σύνορα της Ελλάδας) αποτελούν ένα φυσικό όριο που χώριζε και χωρίζει τη Μακεδονία από τη βόρεια γείτονά της. Η μόνη πραγματική σύνδεση βρίσκεται κατά μήκος του Αξιού/Βαρδάρη ποταμού αλλά ακόμα και αυτή η κοιλάδα ‘δε σχηματίζει μία δίοδο επικοινωνίας γιατί τέμνεται από χαράδρες’. Αν και είναι αλήθεια ότι οι Παίονες υποτάχθηκαν στο Φίλιππο Β΄, πατέρα του Μέγα Αλέξανδρου, το 358 π.Χ., δεν ήταν Μακεδόνες και δεν ζούσαν στη Μακεδονία. Παρομοίως, για παράδειγμα, οι Αιγύπτιοι που κατακτήθηκαν από τον Αλέξανδρο, μπορεί μεν να κυβερνούνταν από τους Μακεδόνες, συμπεριλαμβανομένης και της γνωστής Κλεοπάτρας, αλλά δεν υπήρξαν ποτέ οι ίδιοι Μακεδόνες και η Αίγυπτος δεν ονομάστηκε ποτέ Μακεδονία.

Αντίθετα, η Μακεδονία και οι Μακεδόνες Έλληνες βρίσκονταν για τουλάχιστον 2500 χρόνια εκεί ακριβώς όπου είναι η σύγχρονη ελληνική περιφέρεια της Μακεδονίας. Ακριβώς η ίδια σχέση ισχύει για την Αττική και τους Αθηναίους Έλληνες, το Άργος και τους Αργείους Έλληνες, την Κόρινθο και τους Κορίνθιους Έλληνες κ.ο.κ.

Δεν κατανοούμε πώς οι σύγχρονοι κάτοικοι της αρχαίας Παιονίας, που μιλούν Σλάβικα—μια γλώσσα που εισήχθη στα Βαλκάνια περίπου μια χιλιετία μετά το θάνατο του Αλέξανδρου—μπορούν να διεκδικούν τον Αλέξανδρο για εθνικό τους ήρωα. Ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν εξολοκλήρου και αδιαμφισβήτητα Έλληνας. Ο προ-προ-προπάππος του, Αλέξανδρος Α΄, αγωνίστηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες όπου η συμμετοχή επιτρεπόταν μόνο σε Έλληνες.

Ακόμα και πριν από τον Αλέξανδρο Α΄οι Μακεδόνες τοποθετούσαν τις προγονικές τους ρίζες στο Άργος και πολλοί από τους βασιλείς τους χρησιμοποιούσαν την κεφαλή του Ηρακλή—του κατεξοχήν Έλληνα ήρωα- στα νομίσματά τους.

Ο Μέγας Αλέξανδρος νικά το Δαρείο στη μάχη της Ισσού. Ψηφιδωτή διακόσμηση στο πάτωμα της «exedra» της οικίας του Πάν στην Πομπηία, σήμερα στο Εθνικό Μουσείο Νεάπολης.

Ο Μέγας Αλέξανδρος νικά το Δαρείο στη μάχη της Ισσού. Ψηφιδωτή διακόσμηση στο πάτωμα της «exedra» της οικίας του Πάν στην Πομπηία, σήμερα στο Εθνικό Μουσείο Νεάπολης.

Ο Ευριπίδης—που πέθανε και θάφτηκε στη Μακεδονία—έγραψε το έργο του Αρχέλαος προς τιμήν του μεγάλου θείου τού Αλέξανδρου και το έγραψε στα ελληνικά. Όσο βρισκόταν στη Μακεδονία, ο Ευριπίδης έγραψε ακόμα τις Βάκχες, επίσης στα ελληνικά. Κατά συνέπεια, το Μακεδονικό κοινό μπορούσε να καταλάβει τι έγραψε και τι άκουγαν.

Ο πατέρας του Αλέξανδρου, Φίλιππος, κέρδισε αρκετές νίκες σε ιππικούς αγώνες στην Ολυμπία και τους Δελφούς, τα δύο πιο ελληνικά από όλα τα ιερά της αρχαίας Ελλάδας, όπου δεν επιτρεπόταν σε μη-Έλληνες να αγωνιστούν. Ακόμα πιο σημαντικό, ο Φίλιππος ορίστηκε διοργανωτής των Πύθιων Αγώνων στους Δελφούς το 346 π.Χ. Με άλλα λόγια, ο πατέρας του Μέγα Αλέξανδρου και οι πρόγονοί του ήταν εξολοκλήρου Έλληνες. Η ελληνική γλώσσα ήταν η γλώσσα που χρησιμοποιούσε ο Δημοσθένης και η πρεσβεία του από την Αθήνα όταν επισκέπτονταν τον Φίλιππο επίσης το 346 π.Χ. Ένας άλλος Έλληνας του Βορρά, ο Αριστοτέλης, πήγε να σπουδάσει για περίπου 20 χρόνια στην Ακαδημία του Πλάτωνα. Στη συνέχεια, επέστρεψε στη Μακεδονία και έγινε ο δάσκαλος του Αλέξανδρου Γ΄. Μιλούσαν Ελληνικά στην σχολή που σώζεται ακόμα και σήμερα κοντά στη Νάουσσα στην Ελληνική Μακεδονία.

Ο Αλέξανδρος είχε μαζί του σε όλες του τις εκστρατείες την έκδοση του Αριστοτέλη της Ιλιάδας του Ομήρου. Ο Αλέξανδρος διέδωσε την ελληνική γλώσσα και τον πολιτισμό σε όλη του την αυτοκρατορία, ιδρύοντας πόλεις και εγκαθιστώντας εκπαιδευτικά κέντρα. Εξού και βρίσκουμε επιγραφές που αφορούν χαρακτηριστικούς ελληνικούς θεσμούς όπως είναι το γυμνάσιο τόσο μακριά όσο στο Αφγανιστάν. Είναι γραμμένες στα Ελληνικά.

Προκύπτουν οι εξής ερωτήσεις: Γιατί ήταν η Ελληνική γλώσσα η lingua franca σε όλη την επικράτεια του Αλέξανδρου αν αυτός ήταν «Μακεδόνας»; Γιατί γράφτηκε η Καινή Διαθήκη στα Ελληνικά;

 Οι απαντήσεις είναι ξεκάθαρες: ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν Έλληνας, όχι Σλάβος, και οι Σλάβοι και η γλώσσα τους δεν σχετίζονταν με τον Αλέξανδρο ή την πατρίδα του παρά 1000 χρόνια αργότερα. Αυτό μας φέρνει πίσω στη γεωγραφική περιοχή που ήταν γνωστή στην αρχαιότητα ως Παιονία. Γιατί οι άνθρωποι που κατοικούν σε αυτήν την περιοχή σήμερα αποκαλούν τους εαυτούς τους Μακεδόνες και τη χώρα τους Μακεδονία; Γιατί να κλέψουν μια απόλυτα ελληνική μορφή για εθνικό τους ήρωα; Οι αρχαίοι Παίονες μπορεί να ήταν ή να μην ήταν Έλληνες, πάντως σίγουρα έγιναν ελληνίζοντες, και δεν υπήρξαν ποτέ Σλάβοι. Επίσης δεν ήταν Μακεδόνες. Η αρχαία Παιονία ήταν ένα μέρος του Μακεδονικού κράτους, όπως ήταν η Ιωνία και η Συρία και η Παλαιστίνη και η Αίγυπτος και η Μεσοποταμία και η Βαβυλωνία και η Βακτρία και πολλές άλλες περιοχές. Μπορεί λοιπόν να έγιναν προσωρινά ‘Μακεδονικές’ αλλά καμιά δεν ήταν ποτέ ΄Μακεδονία΄. Η κλοπή του Φίλιππου και του Αλέξανδρου από μια χώρα που δεν ήταν ποτέ η Μακεδονία δεν μπορεί να δικαιολογηθεί.

 Οι παραδόσεις της αρχαίας Παιονίας ωστόσο θα μπορούσαν να υιοθετηθούν από τους τωρινούς κατοίκους αυτής της γεωγραφικής περιοχής με αρκετά αιτιολογικά. Η επέκταση του γεωγραφικού όρου ‘ Μακεδονία’ ώστε να καλύπτει τη νότια Γιουγκοσλαβία δεν μπορεί. Ακόμα και στον ύστερο 19ο αι. αυτή η λάθος χρήση υπονοούσε μη υγιείς εδαφικές βλέψεις. Το ίδιο κίνητρο βρίσκεται και σε σχολικούς χάρτες που δείχνουν την ψευδο-μεγάλη Μακεδονία να εκτείνεται από τα Σκόπια μέχρι τον Όλυμπο και να επιγράφεται στα Σλαβικά. Ο ίδιος χάρτης και οι διεκδικήσεις του βρίσκεται σε ημερολόγια, αυτοκόλλητα αυτοκινήτων, χαρτονομίσματα κλπ που κυκλοφορούν στο νέο κράτος από τότε που διακήρυξε την ανεξαρτησία του από τη Γιουγκοσλαβία το 1991. Γιατί να επιχειρεί μια τέτοια ιστορική ανοησία μια φτωχή νέα χώρα, εσωτερική και περικυκλωμένη από στεριά; Γιατί να κοροϊδεύει θρασύτατα και να προκαλεί τη γείτονά της;

Όπως και να θέλει κανείς να χαρακτηρίσει μια τέτοια συμπεριφορά, σίγουρα δεν πρόκειται για πίεση για ιστορική ακρίβεια, ούτε για σταθερότητα στα Βαλκάνια. Είναι λυπηρό ότι οι ΗΠΑ έχουν ενισχύσει και ενθαρρύνει τέτοια συμπεριφορά. Στρεφόμαστε σε Εσάς, Κύριε Πρόεδρε, για να ξεκαθαρίσετε στην κυβέρνηση των Σκοπίων ότι δεν μπορεί να εισέλθει στην οικογένεια των χωρών της ΕΕ και του ΝΑΤΟ όσο επιχειρεί να οικοδομήσει την εθνική της ταυτότητα εις βάρος της ιστορικής αλήθειας. Η κοινωνία μας από κοινού δεν μπορεί να επιβιώσει όταν η ιστορία αγνοείται, πολύ λιγότερο δε όταν η ιστορία κατασκευάζεται για να εξυπηρετήσει αμφίβολα κίνητρα.

 

Υποσημειώσεις


[1] Θουκυδίδη 2,99 Εκδ. Ι. Ζαχαρόπουλου, μετ. Π. Ξιφαρά. «Την δε παρά θάλασσαν νύν Μακεδονίαν Αλέξανδρος ο Περδίκκου πατήρ και οι πρόγονοι αυτού Τημενίδαι το αρχαίον όντες εξ Άργους πρώτον εκτήσαντο και εβασίλευσαν, αναστήσαντες μάχη εκ μέν Πιερίας Πίερας»

[2] Ηρόδοτος viii, 137.

[3] Ιουλιανός Αργείοις 198, Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, μετ. Όλγας Ρομπάκη. «Υπέρ της των Αργείων πόλεως πολλά μέν αν τις ειπείν έχοι σεμνύνειν αυτήν εθέλων, παλαιά και νέα πράγματα… Αλλά δή και τα τοσαύτα περί τους Πέρσας υπό των Μακεδόνων γενόμενα ταύτη προσήκειν τη πόλει δικαίως αν τις υπολάβοι… Φιλίππου τε γάρ και Αλεξάνδρου των πάνυ των προγόνων πατρίς ην αύτη»

[4] Από την εποχή του Αλέξανδρου Α’, που έμεινε στην ιστορία με το παρατσούκλι ο Φιλλέλην’, οι Μακεδόνες Βασιλείς μετείχαν στους Ολυμπιακούς αγώνες, στους οποίους ως γνωστόν μόνο Έλληνες μπορούσαν να πάρουν μέρος. Λίγο πολύ θα έχουμε ακούσει όλοι μας την ιστορία του Αλέξανδρου Α’ και την διαμαρτυρία των συναθλητών του σχετικά με το ότι ήταν βάρβαρος και δεν θα έπρεπε να λάβει μέρος. Όταν του ζητήθηκαν εξηγήσεις, ο Αλέξανδρος απόδειξε την Ελληνική καταγωγή του, αναφερόμενος στην ιστορία των Τημενιδών και από τότε ποτέ δεν αμφισβητήθηκε ξανά.

[5] Ηροδ. Ιστορία Ε, 22, εκδ. Ζαχαρόπουλου, μετ. Ε. Πανέτσου».

 

Read Full Post »

Άργος (Οι ρίζες)


 

«Υπὲρ τῆς Ἀργείων πόλεως πολλὰ μὲν ἄν τις εἰπεῖν ἔχοι,

σεμνύνειν αὐτὴν ἐθέλων, παλαιὰ καὶ νέα πράγματα»

——————-

 «Αν ήθελε κανείς να τιμήσει την πόλη των Αργείων,

θα μπορούσε να αναφέρει πολλά, παλαιά και καινούρια γεγονότα…»[1]

 

Δυτικά της αργολικής πεδιάδας κτισμένο κάτω από τα τείχη της Λάρισας και της Δειράδας και κοντά στις πολύχρυσες Μυκήνες, βρίσκεται το αρχαίο και δοξασμένο Άργος της ηρωικής εποχής, το όνομα του οποίου στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια του Ομήρου έχει υποκαταστήσει ολόκληρη την Ελλάδα και τα ένδοξα ονόματα Αργείος και Δαναός είναι συνώνυμα με το εθνικό όνομα Έλληνας, γεγονός που υποδεικνύει ότι στους χρόνους αυτούς το Άργος ήταν η καρδιά του Ελλαδικού και Αιγαιακού κόσμου.

Ανάμεσα στις πόλεις που πρωταγωνίστησαν κατά την αρχαιότητα στην εθνική μας πορεία, το κλυτόν και πολυθρύλητον  Άργος κατέχει κορυφαία θέση. Κατά τις τοπικές παραδόσεις είναι η αρχαιότερη όλων των ελληνικών πόλεων, και η έδρα των πρώτων θεογενών βασιλέων, γιατί εκεί πρωτοεγκαθίδρυσαν τους θρόνους τους.

Φρονούσαν  ακόμη  οι  Αργείοι ότι  από  αυτούς έλκει τις ρίζες του το ελληνικό γένος: «Εντεύθεν Άργος παλαιόν ονομάζεται και οι Αργείοι παλαιότατοι των Ελλήνων αξιούσι και πρωτογενείς αντιποιούνται είναι».[2]

Ο δε Ευριπίδης αρχίζει την τραγωδία του Ηλέκτρα με τον χαιρετισμό, «Ω γης παλαιόν Άργος, Ινάχου ροαί».

Η ιστορία των πρώτων χρόνων του Άργους συνυφασμένη με τους τοπικούς θρύλους φτάνει σε τόσο βάθος χρόνου που, όπως είδαμε στον Ίναχο, αγγίζει τις απαρχές της μυθολογικής εθνοφυλετικής μας Γενέσεως.

Όπως όλες οι αρχαίες πόλεις, έτσι και το Άργος έχει τον ιστορικό του μύθο, δηλαδή την ιστορία του καταγεγραμμένη κατά μυθικό τρόπο. Καμιά όμως ιστορία άλλης πόλης δεν συνοδεύεται με τόσες παραδόσεις, τόσους σαγηνευτικούς μύθους, που μορφώνουν, διδάσκουν, και ψυχαγωγούν αλλά και μας βοηθούν ερμηνεύοντας τις ωραίες αυτές παραδόσεις, κάτω από τις οποίες κρύβεται ο πυρήνας των ιστορικών γεγονότων, να βρούμε τα ίχνη και το φως της ιστορικής αλήθειας. Και οι ηρωικοί μύθοι που σχετίζονται με την πόλη του Άργους είναι τόσοι πολλοί και έχουν τύχει καθολικής αποδοχής από τον κόσμο της κλασσικής αρχαιότητας, αφού υπήρξαν αστείρευτη πηγή εμπνεύσεως για τους μεγάλους μας ποιητές της αρχαιότητας.

Από την ανεξάντλητη και συναρπαστική αργολική μυθολογία και ιστορία δημιούργησαν αθάνατα και ανυπέρβλητα λογοτεχνικά έργα ο Όμηρος, οι τραγικοί ποιητές μας Αισχύλος, Σοφοκλής και Ευριπίδης, ο Ησίοδος, ο Πίνδαρος, η λαϊκή Μούσα.

Η ηρωική αργεία μυθολογία μας πείθει για το ρόλο που έπαιξε η πόλη από τα πανάρχαια χρόνια, ενώ λίγες Ελληνικές πόλεις αξιώθηκαν με τόσους πολλούς επαίνους από τα αρχαιότατα χρόνια, ακόμη και από τους θεούς.

 

Εικόνα του Αρχαίου Άργους, Chaiko, 1790. Ο σχεδιαστής φαίνεται να είχε επισκεφτεί το Άργος το οποίο ίσως να ήταν κατεστραμμένο τότε. Έτσι προτίμησε να σχεδιάσει μια ρομαντική, φανταστική εικόνα του Αρχαίου Άργους, βάσει των αφηγήσεων του Παυσανία.

 

Ο Όμηρος συγκαταλέγει το Άργος ανάμεσα στις τρεις πιο αγαπημένες πόλεις της θεάς Ήρας: «Ήτοι εμοί τρεις μεν πολύ φίλταταί εισί πόληες Άργος τε Σπάρτη τε και ευρυάγεια (=πλατύδρομη) Μυκήνη».[3] 

Ακόμη το Άργος περιλαμβάνεται ανάμεσα στις επτά πόλεις που φιλονικούσαν για το ποια είναι γενέτειρα του Ομήρου: «Επτά πόλεις μάρναντο σοφήν διά ρίζαν Ομήρου Σμύρνα, Χίος, Κολοφών, Ιθάκη, Πύλος, Άργος, Αθήναι».[4]  

Ο μεγάλος λυρικός ποιητής Πίνδαρος σε μια ωδή του επικαλείται τις χάριτες να υμνήσουν την πόλη αυτή, του Δαναού και των αγλαοθρόνων θυγατέρων του, την θεϊκή κατοικία της Ήρας, γιατί κοσμείται από αμέτρητη δόξα και θαυμαστά έργα:

 

«Υμνείστε ω Χάριτες, του Δαναού την πόλη

Και τις πενήντα λαμπρόθρονες τις κόρες του.

Υμνείστε το Άργος όπου η Ήρα έχει το λαμπρό το δώμα,

αντάξιο της θείας καταγωγής της.

Από δόξα άφθαρτη το Άργος απαστράπτει χάρις

στα επιτεύγματα των πάντολμων τέκνων του».[5]

 

Η μεταγενέστερη ονομασία Άργος που πήρε η πόλη από τον ομώνυμο βασιλιά, εγγονό του Φορωνέα, το θεοπρεπές δώμα της Ήρας κατά τον Πίνδαρο, συνοδεύεται από τα πανάρχαια χρόνια από πλήθος ακόμη επιθέτων:

 

Ιναχία γη, Φορωνικόν, κλυτόν, κοίλον, πολυδίψιον, Ίασον, Ίππιον, Ιππόβοτον, Πελοποννήσιον, παλαιόν, πολύπυρον (πλούσιο σε σιτάρι), ούθαρ αρούρης, φιλτάτη πόλις της Ήρας.

 

Από τα προϊστορικά ακόμη χρόνια το Άργος είχε την αγαθή τύχη να κυβερνηθεί από ονομαστούς και φημισμένους βασιλείς όπως ο Ίναχος, ο Φορωνεύς, ο Πελασγός, ο Δαναός, οι Ηρακλείδες, με πιο φημισμένο τον Τήμενο, (πρόγονο του Μεγάλου Αλεξάνδρου), ο Φείδων, ο Διομήδης και άλλοι ακόμη, που ο καθένας τους ξεχωριστά είχε πολύτιμη προσφορά στην μεγαλειώδη ιστορική πορεία του Αργείου κράτους. Όπως μας πληροφορεί ο Ηρόδοτος (1,1), από την παλαιότατη εποχή, σε όλο τον ελληνικό χώρο που σήμερα ονομάζεται Ελλάδα, το Άργος υπερείχε όλων των πόλεων: «Το δε Άργος τούτον τον χρόνον προείχε άπασι των εν τη νυν Ελλάδι καλεομένη χώρη»

Το Άργος θεωρείται η κοιτίδα των Πελασγών, των αυτοχθόνων Πρωτοελλήνων, που ξεκινώντας από εκεί δημιούργησαν στα πέρατα της γης, πελασγικά βασίλεια, και σκόρπισαν τα πρώτα φεγγοβολήματα του πελασγικού πολιτισμού: «Ήν γάρ δή και το των Πελασγών γένος Ελληνικόν, εκ Πελοποννήσου το αρχαίον». (Διονύσιος Αλικαρνασεύς, Ιστοριών, 17) 

Με υπερηφάνεια για την πανάρχαιη πελασγική καταγωγή του αποκρίνεται ο βασιλιάς του Άργους στις κόρες του Δαναού:

 

«Γιατί του ντόπιου Παλαίχθονα ο γιος

ο Πελασγός εγώ είμαι αυτής της χώρας ο άρχοντας

και που από μένα το βασιλιά τους φυσικά ονοματισμένοι

οι Πελασγοί καρπίζονται τη χώρα τούτη».[6]

 

Υπάρχει δε και μια παράδοση, ότι ο ίδιος ο Όμηρος ήρθε στο Άργος και θέλοντας να τιμήσει τα κατορθώματα των Αργείων Ηρώων που τον ενέπνευσαν στα έπη του, ραψωδούσε στίχους της Ηλιάδος:

 

«Της πυργόστηθης Τίρυνθας και τ’ Άργους τους λεβέντες

κι όσους μες στη βαθύκολπη Ασίνη κι Ερμιόνη

και στην Τροιζήνα κάθονταν, κι όσοι στην Ηιόνα

και στην αμπελοφύτευτη Επίδαυρο μα κι όσους

στην Αίγινα και Μάσητα[7] των Αχαιών λεβέντες

τρεις τους οδήγουν, ο γέρος Διομήδης και το τέκνο

του Καπανέα του τρανού ο Σθένελος και τρίτος

του Μηκιστέα το παιδί, ο Ευρύαλος, τ’ αγγόνι

του Ταλαού κι όλων αυτών ο Διομήδης πρώτος

κι είχαν μαζί τους μελανά ογδόντα πλοία φέρει» [8]

 

Οι Αργείοι άρχοντες ακούγοντας το γένος τους από τον πιο δοξασμένο ποιητή, τόσο ενθουσιάστηκαν, ώστε τον τίμησαν με πλούσια και ακριβά δώρα, αποφάσισαν ομόφωνα να τελούν θυσίες προς τιμήν του και του έστησαν ανδριάντα όπου τοποθέτησαν χάλκινη εικόνα του, κάτω από την οποία χάραξαν την επιγραφή:

 

«Εδώ βρίσκεται ο θεϊκός Όμηρος

ο οποίος την πολυφημισμένη Ελλάδα

όλη με γλαφυρή σοφία εκόσμησε.

Ιδιαίτερα δε τους Αργείους,

που την θεόκτιστη Τροία γκρέμισαν

ως τιμωρία για την καλλίκομη Ελένη

για χάρη του ο μεγάλος μας δήμος

του έστησε αυτόν (τον ανδριάντα)

και με τιμές αθανάτων τον περιβάλλει».[9]

(ελεύθερη απόδοση)

 

Υπήρχε μάλιστα διαμάχη ανάμεσα στους Αθηναίους και τους Αργείους για το ποια πόλη έχει τα πρωτεία της αρχαιότητας και την μεγαλύτερη εύνοια των θεών. Κατά τον Στέφανο Βυζάντιο, «πρώτοι γάρ Αθηναίοι τα άστη και τάς πόλεις ευρείν ιστορούνται», κατά δε τον Παυσανία: «Από τους Έλληνες, εκείνοι που αμφισβητούν πιο πολύ απ’ όλους στους Αθηναίους την αρχαιότητα και τα δώρα που λένε ότι έχουν από τους θεούς, είναι οι Αργείοι».[10]

Η από τα πανάρχαια χρόνια ονομασία της πόλεως Άργος προέρχεται από τη ρίζα αργ -που για τους αρχαίους σήμαινε φωτεινός, λευκός, λαμπρός, ταχύς, ευκίνητος.

Οι παραδόσεις που μας μεταφέρουν οι αρχαίοι συγγραφείς σχετικά με τον Πελασγό διαφέρουν. Την καταγωγή του διεκδικούν από τους Αργείους οι Αρκάδες.

Σύμφωνα με την Αργεία παράδοση ο Πελασγός ήταν γιος του Ινάχου, που ίδρυσε μεταξύ Πηνειού και Ολύμπου την Πελασγιώτιδα. Κατά τον Ησίοδο, ο πρώτος βασιλιάς υπήρξε ο Αρκάς στην Πελοπόννησο, ο οποίος ήταν αυτόχθων και γενάρχης του αρχαιότερου ελληνικού γένους, των Πελασγών.

Και ο Παυσανίας μεταφέροντας την Αρκαδική παράδοση, θέλει τον Πελασγό πρώτο κάτοικο και βασιλιά της Αρκαδίας: «Οι Αρκάδες λένε ότι ο πρώτος κάτοικος της χώρας τους ήταν ο Πελασγός. Είναι φυσικό να υποθέσει κανείς, ότι ο Πελασγός δεν ήρθε μόνος, αλλά με άλλους μαζί…»

Ο ποιητής Άσιος λέει γι’ αυτόν: «Το ισόθεο Πελασγικό έθνος στα ψηλόκορφα όρη Η μαύρη γη γέννησε, για να δημιουργηθεί το ανθρώπινο γένος».[11]

Επίσης και ο Απολλώνιος ο Ρόδιος τους θεωρεί προσέληνους και τους αποκαλεί «βαλανηφάγους»:

 

«Προτού ακόμα υπάρξουν όλα τ’ αστέρια

που τριγυρίζουν στον ουρανό

κι ούτε ακόμα θα μπορούσε κανείς, ακόμα κι αν ρώταγε

ν’ ακούσει για το ιερό γένος των Δαναών,

υπήρχαν μόνοι οι Αρκάδες οι Απιδανοί,

οι Αρκάδες που, κατά την παράδοση,

ζούσαν πριν κι από την σελήνη,

κι έτρωγαν βελανίδια στα βουνά.

Ούτε η γη των Πελασγών είχε ακόμα την εποχή εκείνη,

άρχοντες, τους δοξασμένους γιους του Δευκαλίωνα».[12]

 

Άλλες όμως μυθολογικές παραδόσεις αναφέρουν ότι τον πρώτο Αρκαδικό οικισμό ίδρυσαν Αργείοι άποικοι. Κατά τον Απολλόδωρο επίσης (Γ΄, 96) οι βασιλείς της Αρκαδίας Λυκάων, Νύκτιμος – στα χρόνια του οποίου έγινε ο κατακλυσμός του Δευκαλίωνος – και Αρκάς, ήταν απόγονοι του Πελασγού, που γεννήθηκε από τον Δία και την κόρη του Φορωνέως Νιόβη. Επίσης σύμφωνα με τον Ευσέβιο, ο Λυκάων που θεωρείται ο ιδρυτής της Λυκόσουρας – της πρώτης πόλης που αντίκρισε ο ήλιος κατά τον Παυσανία, έζησε πέντε γενιές μετά τον Φορωνέα. (Fragm. Χρον. Α, CI, CII, τ.20, σελ.170).

 

Υποσημειώσεις


[1] Ιουλιανός Αργείοις 198, Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, μετ. Όλγας Ρομπάκη.

[2] Ιωάν. Κοφινιώτη, Ιστορία του Άργους, πρόλογος.

[3] Ιλιάς, Δ, 51

[4] Ελληνική Ανθολογία, 3

[5] Πινδάρου Επίνικοι, Νέμεα 10, 1, μετ. εκδ. Β. Λαζανά.

«Δαναού πόλιν αγλαοθρόνων τε πεντήκοντα κοράν Χάριτες, Άργος Ήρας δώμα θεοπρεπές υμνείτε. Φλέγεται δ’ αρεταίς μυρίαις έργων θρασέων ένεκεν».

[6] Αισχύλου Ικέτιδες, στιχ. 250 – 254, Μετ. Ι. Γρυπάρη, εκδ. «Εστία».

 «Του γηγενούς γάρ είμ’ εγώ Παλαίχθονος  ίνις Πελασγός, τήσδε γης αρχηγέτης,

  εμού δε άνακτος ευλόγως επώνυμον  γένος Πελασγών τήνδε καρπούται χθόνα».

[7] Οι Ηιόνες και Μάσητες ήταν κάτοικοι της Ακτής. Ακτή ονόμαζαν οι αρχαίοι την χερσόνησο      που σχηματίζεται στο βορειοανατολικό άκρο της Πελοποννήσου (Επιδαυρία, Ερμιονίδα, Τροιζηνία).

[8] Ιλιάς Β’ 559-564 Μταφρ. Πάικου Νικολαΐδη.

[9] Ι. Κοφινιώτη,Ιστορία του Άργους, πρόλογος, σελ. στ’

«Θείος Όμηρος οδ’ εστίν ος Ελλάδα την μεγαλαύχην πάσαν  εκόσμησεν καλλιεπώς σοφίη,

έξοχα δ’ Αργείους, οι την θεοτειχέαν Τροίην ήρειψαν ποινήν ηϊκόμου Ελένης˙

ου χάριν έστησεν δήμος μεγαλόπτολις αυτόν, ενθάδε και τιμαίς αμφέπει αθανάτων»

[10] Παυσαν. 1,14,2 Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, μετ. Α. Γεωργιάδη.

«Ελλήνων οι μάλιστα αμφισβητούντες Αθηναίους ες αρχαιότητα και δώρα παρά θεών φασίν έχειν, εισίν Αργείοι»

[11] Παυσανίου Αρκαδικά, 1, 4-5 Εκδ. Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, μετ. Α. Γεωργιάδη

«Φασί δε Αρκάδες ως Πελασγός γένοιτο εν της γης ταύτης πρώτος. Εικός δε έχει του λόγου και άλλους ομού του Πελασγού, μηδέ αυτού τω Πελασγώ γενέσθαι μόνον….

πεποίηται δε και Ασίω τοιάδε εις αυτόν. Αντίθεον δε Πελασγικόν εν υψικόμοισιν όρεσι

Γαία μέλαιν’ ανέδωκεν, ίνα θνητών γένος είη.

[12] Απολλων. Ροδίου Αργοναυτικά, Δ, 264, μετ. φιλολογική ομάδα Κάκτου.

«ούπω τείρεα πάντα τα τ’ ουρανώ, ειλίσσονται, ουδέ τι πω Δαναών ιερόν γένος ήεν ακούσαι

πευθομένοις˙ ּοίοι δ’ έσαν Αρκάδες Απιδονήες, Αρκάδες, οί και πρόσθε σεληναίης υδέονται

ζώειν, φηγόν έδοντες εν ούρεσιν, ουδέ Πελασγίς χθών τότε κυδαλίμοισιν ανάσσετο Δευκαλίδησιν».

 

Ιωάννης Κ. Μπίμπης, «Αργολικά Παλαμήδης», Προοδευτικός Σύλλογος Ναυπλίου «Ο Παλαμήδης», Ναύπλιο, 2003. 

 

Read Full Post »

Καρίγιαννης Αθανάσιος (Οπλαρχηγός)


 

Μανιάτης οπλαρχηγός που διακρίθηκε για τον ηρωισμό του κατά την επανάσταση του 1821. Όταν τον Ιούλιο του 1822 τα πρώτα τμήματα της στρατιάς του Μαχμούτ πασσά Δράμαλη επιτέθηκαν στο αργολικό πεδίο, το οποίο και είχαν εκκενώσει οι Έλληνες, ο Καρίγιαννης, ο οποίος βρισκόταν στο Άργος εκείνες τις ημέρες της φυγής και του τρόμου, πήρε δέκα οπλίτες και ανέβηκε άφοβα στο φρούριο του Άργους υψώνοντας την σημαία του σ’ αυτό.

Όταν μετά από λίγες ημέρες είδε 50 Τούρκους ιππείς να εισέρχονται στο Άργος, τους επιτέθηκε σκοτώνοντας κάποιους από αυτούς και τρέποντας τους υπόλοιπους σε φυγή. Το παράδειγμα του γενναίου Καρίγιαννη βρήκε μετά από λίγες μέρες και άλλους γενναίους μιμητές.

Οι οπλαρχηγοί Μπαρμπιτσιώτης, Κατσάκος, Κουμουστιώτης και Ζαχαρόπουλος ανέβηκαν με 200 οπλίτες στο φρούριο, το οποίο και αργότερα ενισχύθηκε από άλλους 500 με τους Δημήτριο Υψηλάντη, Γεώργιο και Ιωάννη Μαυρομιχάλη και Πάνο Κολοκοτρώνη.

 

 

Ο Υψηλάντης υπερασπίζεται ανδρείως την πόλιν Άργος – Peter Von Hess

Ο Υψηλάντης υπερασπίζεται ανδρείως την πόλιν Άργος – Peter Von Hess

 

 

Μετά την κάθοδο της στρατιάς του Δράμαλη στο αργολικό πεδίο και τον αποκλεισμό του φρουρίου του Άργους από τον πολυάριθμο στρατό του εχθρού, οι Έλληνες με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και των Αντ. Μαυρομιχάλη προσπάθησαν, πλησιάζοντας τον τουρκικό στρατό, να βοηθήσουν την έξοδο των Ελλήνων από το φρούριο.

Οι Έλληνες, επωφελούμενοι το σύντομο χρονικό διάστημα που είχαν στη διάθεσή τους, κατάφεραν να βγουν από το φρούριο όλοι σώοι και αβλαβείς, εκτός από τον Καρίγιαννη, ο οποίος κοιμόταν αμέριμνος σε κάποια γωνιά. Όταν ξύπνησε και συνειδητοποίησε πως ήταν μόνος ανάμεσα στον εχθρό, που εκείνη την ώρα συγκέντρωνε λάφυρα, δεν έχασε την ψυχραιμία του. Καλύπτοντας το κεφάλι του με μία κατσαρόλα και έχοντας στα χέρια του το όπλο του και άλλα ασήμαντα σκεύη, πέρασε τραγουδώντας και χορεύοντας ανάμεσα στους Τούρκους που τον θεώρησαν συμπατριώτη τους που μετέφερε τα λάφυρά του. Έτσι ο Καρίγιαννης ενώθηκε και πάλι με τους συντρόφους του χωρίς καν να τραυματιστεί.  

 

Ο Τρικούπης γράφει:

«Κατήντησε δε εις τόσην αδυναμίαν, ώστε ούτε καν τον άργυρον να προφυλάξη εδυνήθη, τον εκ των εκκλησιών και μοναστηρίων συναχθέντα και κατατεθέντα εν τινι πλοίω, όθεν τον ήρπασαν ναύται έξωθεν ορμήσαντες επί λόγω οφειλομένων μισθών. Μόνος ο Θανάσης Καρίγιαννης, Μανιάτης, ευρεθείς εν ΄Αργει ταις ημέραις εκείναις της φυγής, της αρπαγής, της καταπιέσεως και του τρόμου, και ευρών δέκα ομόφρονάς του ανέβη αυθόρμητος και άφοβος εις το φρούριον του ΄Αργους και ύψωσε σημαίαν”.

 

Στον Άγγλο Φίνλεϋ διαβάζουμε:

» Όταν ο Δράμαλης εγκατέστησε το στρατηγείο του στο ΄Αργος, είχε περίπου δέκα χιλιάδες άνδρες κάτω από την άμεση διοίκησή του, και οι μισοί σχεδόν από αυτούς είτανε ιππείς. Ενώ οι υπουργοί, οι γερουσιαστές και οι καπετανέοι της Ελλάδας τα σκάγανε στα πλοία που είτανε αγκυροβολημένα στη Λέρνα και οι οπαδοί λεηλατούσαν την πόλη, ένα σώμα εθελοντών έπιασε το ερειπωμένο κάστρο της Λάρισας, όπου βρισκότανε η αρχαία Ακρόπολη του Άργους. Η πατριωτική στάση αυτών των ανδρών μέσα στο γενικό πανικό, είναι τόσο αξιέπαινη, ώστε θα έπρεπε το όνομα του καθενός να παραδοθεί στην ευγνωμοσύνη της Ελλάδας. Ένας Μανιάτης αξιωματικός ο Αθανάσιος Καρίγιαννης, υπερηφανευόταν ότι είταν ο πρώτος που μπήκε στη θέση και ο τελευταίος που την εγκατέλειψε”.

 

Πηγές


  • Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 11, έκδοσις δευτέρα δια συμπληρωμάτων, Εκδοτικός Οργανισμός «Ο Φοίνιξ», 1926-1934, 24 τόμοι.
  • Αναργύρου Γ. Κουτσιλιέρη, «Ιστορία της Μάνης», Εκδόσεις Δ. Ν. Παπαδήμα, Αθήνα, 1996.

 

 

Read Full Post »

Ο Προτεστάντης ιεραπόστολος  Ιλάϊας Ρίγκς, η αποστολή του στην Ελλάδα και τα Σχολεία του στο Άργος.


  

Ποιος ήταν

    

Ιλάϊας Ρίγκς ( Elias Riggs)

Ιλάϊας Ρίγκς ( Elias Riggs)

Ο Προτεστάντης ιεροκήρυκας Ιλάϊας Ρίγκς ( Elias Riggs) γεννήθηκε στο Νιού Πρόβιντενς της πολιτείας του Νιού Τζέρσεϊ της Αμερικής στις 19 Νοεμβρίου 1810 και πέθανε στην Κωνσταντινούπολη στις 17 Ιανουαρίου 1901. Στην Ελλάδα ήρθε για πρώτη φορά στις 27 Ιανουαρίου 1832 σε ηλικία μόλις 21 ετών. Υπήρξε σημαντικός διανοούμενος, ενώ θα μπορούσαμε  να τον χαρακτηρίσουμε ως ιδιαίτερα χαρισματικό άτομο αφού από τεσσάρων μόλις ετών γνώριζε να διαβάζει ενώ στα εννέα του άρχισε να μαθαίνει ελληνικά και στα δεκατρία του εβραϊκά. Η εταιρεία του (American Board of Commissioners for Foreign Missions)*, πολύ νωρίς τον διόρισε ως ιεραπόστολο εκτιμώντας μεταξύ των άλλων προσόντων του την άριστη γνώση της ελληνικής, της εβραϊκής, της αρμενικής και της βουλγαρικής γλώσσας, αλλά και την επαρκή γνώση της τουρκικής και της αραβικής.

Είχε αποφοιτήσει από το Κολέγιο Άμχερστ και υπήρξε ακούραστος και ικανός μεταφραστής. Γι’ αυτό και η ιεραποστολική εταιρεία της οποίας ήταν στέλεχος, τον επέλεξε για να μεταφράσει την Βίβλο στη σύγχρονη αρμενική και βουλγαρική. Σημαντική εργασία που έτυχε ξεχωριστών επαίνων κυρίως γιατί τα κείμενα ήταν ιδιαιτέρως εύληπτα. Οι Βούλγαροι διανοούμενοι θεωρούν ότι ο ιερωμένος Ρίγκς έθεσε σε μεγάλο βαθμό τις βάσεις της σύγχρονης αρμενικής και βουλγαρικής γλώσσας.

Ο Ρίγκς μετέφρασε από τα αγγλικά στα ελληνικά, στα τουρκικά, στα αρμενικά και στα βουλγαρικά πολλούς λαοφιλείς ύμνους, ενώ συνέταξε λεξικό στην αρμενική και τουρκική. Στην Ελλάδα παρέμεινε έξη χρόνια ενώ στην Τουρκία εξήντα τρία. Για πενήντα πέντε χρόνια τον συντρόφεψε και εργάστηκε μαζί του η σύζυγός του Μάρθα, μέχρι τον θάνατό της το 1887. Τον βοήθησε δε σημαντικά στο μεταφραστικό του έργο.

 

Δράση

    

Μετά από παραμονή 2 σχεδόν ετών στην Αθήνα, ο Ρίγκς με την σύζυγό του Μάρθα ήρθαν στο Άργος με σκοπό την δημιουργία ενός σχολείου θηλέων. Στο Άργος λειτουργούσε ήδη ένα σχολείο θηλέων (ιδιαίτερο παρθεναγωγείο). Η εκπαίδευση των κοριτσιών είχε ιδιαίτερα αναπτυχθεί τότε στο Άργος, όπως στην Αίγινα, στο Ναύπλιο και στην Ερμούπολη της Σύρου.

Μετά από παραμονή έξη μηνών ο Ρίγκς διατηρεί ισχυρές επιφυλάξεις για την επιτυχία της προσπάθειάς του, εκφράζοντας την υποψία ότι εκείνοι που αντιδρούσαν στην ίδρυση του σχολείου του είχαν ισχυρές προσβάσεις στην Κυβέρνηση. Παρ’ όλα αυτά, συμπληρώνοντας ένα χρόνο παραμονής και λειτουργίας στο Άργος, στο σχολείο του φοιτούν 40 μαθήτριες. Φιλοδοξεί να ιδρύσει Ελληνικό σχολείο ενώ σχεδιάζει το σχολείο του να διαθέτει τρία τμήματα.

Α. Νηπιαγωγείο

Β. Αλληλοδιδακτικό και

Γ. Διδασκαλείο, για την επιμόρφωση διδασκαλισσών.

Οι ιεραπόστολοι στα πλαίσια των μορφωτικών και εκπαιδευτικών σχεδιασμών τους, στρέφονται προς τις γυναίκες των μικρότερων αστικών κέντρων για δύο βασικούς λόγους. Ο πρώτος λόγος ήταν ο ανταγωνισμός που συνεχώς αύξανε μεταξύ των σχολείων στα μεγάλα αστικά κέντρα. Ο δεύτερος ήταν το γεγονός ότι οι γυναίκες – στα πλαίσια των συνεχών αλλαγών των κοινωνικών συνθηκών- επεδίωκαν να μορφωθούν προκειμένου να αποκτήσουν κάποιο επάγγελμα και κατ’ επέκταση να εργαστούν.

Βέβαια, ένα άλλος σημαντικός λόγος που οι ιεραπόστολοι άρχισαν να απευθύνονται στις γυναίκες ήταν η γρήγορη εξάπλωση των σχολείων σε όλη την Ελλάδα αλλά μόνο σε επίπεδο σχεδιασμών και προοπτικής και σ’ ένα περιβάλλον εχθρικό αφού ήδη είχαν αρχίσει οι έντονες αντιδράσεις της Εκκλησίας και οι παρεμβάσεις του Κράτους. Αποτέλεσμα αυτής της τακτικής ήταν η ψήφιση του Νόμου της 6ης/ 18ης Φεβρουαρίου 1834, ο οποίος έδινε άδεια διδασκαλίας αποκλειστικά στους αποφοίτους του Δημόσιου Διδασκαλείου στο Ναύπλιο.     

Το άσχημο κλίμα του 1834 ανατρέπεται στα τέλη του 1835. Οι ιεραπόστολοι βλέπουν τις συνθήκες να βελτιώνονται αισθητά αλλά δεν παύουν να υπάρχουν διακυμάνσεις. Άλλοτε ευνοϊκές και άλλοτε εχθρικές.

Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, ο ιερομόναχος Γερμανός με την συμπαράσταση κάποιων πολιτών, λιθοβόλησαν το σχολείο του Ρίγκς με την δικαιολογία ότι στο Αμερικανικό σχολείο γινόταν προσηλυτισμός. Ο εισαγγελέας εφετών Ναυπλίου σε έγγραφό του αναφέρει ότι «φρόνιμον να μη γενή περαιτέρω εξέτασις περί του συμβάντος».

Παρά τις αντιδράσεις και το αμφιλεγόμενο κλίμα που επικρατεί, οι ιεραπόστολοι Ρίγκς και Κίνγκ συνεχίζουν το έργο τους και μάλιστα παίρνουν την πρωτοβουλία, περισσότερο παρακινούμενοι από την ιδιότητα του δασκάλου παρά του ιεροκήρυκα – χωρίς την έγκριση της εταιρείας τους- να προγραμματίσουν την αποστολή τριών Ελληνοπαίδων στην Αμερική για να μορφωθούν σε εκεί πανεπιστήμια, με το σκεπτικό ότι άξιζαν αυτή την βοήθεια επειδή ήταν επιδεκτικά στην καλή, ηθική διδασκαλία και η επιμέλεια και η επιθυμία τους ήταν δοκιμασμένη.

Τα ονόματά τους ήταν: Λουκάς Οικονόμος, Κωνσταντίνος Μεναίος, Αναστάσιος Μεναίος ενώ ένα τέταρτος με το όνομα Αργυρός δεν ήταν βέβαιο ότι θα σταλεί με τους άλλους.

Από επιστολή του προς τους προϊσταμένους του στην Αμερική, προκύπτει ότι στις αρχές του 1836 ο Ρίγκς διατηρεί δύο σχολεία κοριτσιών με 70 μαθήτριες εκ των οποίων οι 50 παρακολουθούν συστηματικά. Ακόμη τους πληροφορεί ότι τα σχολεία του στο Άργος προοδεύουν ενώ ήδη έχουν οργανώσει ένα ανώτερο τμήμα στο οποίο φοιτούν 9 κορίτσια, το οποίο λειτουργεί με την δική τους αποκλειστική ευθύνη.

Στα μέσα του 1836 το ανώτερο αυτό τμήμα που αποκαλούν « Σεμινάριο» έχει 14 μαθήτριες οι οποίες μετά την αποφοίτηση τους θα γίνουν βοηθοί. Το τμήμα επομένως θα αποτελούσε ένα είδος Υποδιδασκαλείου και οι απόφοιτες θα βοηθούσαν στα σχολεία του.

Παρ’ όλες τις προόδους, ο Αμερικανός ιερωμένος εκφράζεται με επιφυλάξεις για το μέλλον των σχολείων και δείχνει απαισιόδοξος λόγω της παρέμβασης του Κράτους, το οποίο προγραμματίζει την ανάρτηση εικόνων στα σχολεία και την διδασκαλία της κατήχησης από Ορθόδοξους ιερείς. Αν αυτό συμβεί, τότε το μέλλον προδιαγράφεται δυσοίωνο για τα μισιοναρικά σχολεία. Βέβαια, μια άλλη κίνηση ιεραποστόλων, των επισκοπιανών, έχουν ήδη δεχτεί Ορθόδοξο ιερέα στα σχολεία τους και εύκολα- σύμφωνα με την γνώμη του Ρίγκς- θα δεχτούν και τις εικόνες.

Στα τέλη του 1836 οι ιεραπόστολοι της Αμερικανικής αποστολής (A.B.C.F.M.) οργανώθηκαν σε σώμα. Με την άφιξη ενός ακόμη ιεραποστόλου, του Νάθαν Μπέντζαμιν η ιεραποστολή ενισχύθηκε σημαντικά.

Ομόφωνα αποφασίστηκε ο Μπέντζαμιν να παραμείνει στο Άργος μαζί με τον Ρίγκς, ενώ παράλληλα πάρθηκε απόφαση για την έκδοση μιας θρησκευτικής εφημερίδας, της οποίας την ευθύνη της έκδοσης θα ανελάμβανε κάποιος ενάρετος Έλληνας.

Κι ενώ οι αντιδράσεις στο Άργος συνεχίζονται και κάποιος Ορθόδοξος ιερομόναχος ξεσηκώνει τον κόσμο να κάψουν τους ιεραπόστολους, τα σχολεία λειτουργούν κανονικά με ελάχιστες αποχωρήσεις μαθητριών. 40 μαθήτριες φοιτούν κανονικά και μάλιστα η σύζυγος του Ρίγκς, ιδρύει νηπιαγωγείο με 25 περίπου νήπια.

 

 

Οι Μαθητές των σχολείων των Ρίγκς στο Άργος

 

 1834. Ίδρυση αλληλοδιδακτικού σχολείου θηλέων.

1835. Αλληλοδιδακτικό θηλέων. 40 μαθήτριες.

1836. Οι Ρίγκς διαθέτουν δύο σχολεία αλληλοδιδακτικά. 70 μαθήτριες.

1836. Ανώτερο τμήμα, Υποδιδασκαλείο. 14 μαθήτριες.

1837. Νηπιαγωγείο. 25 νήπια.

1838. Διακοπή των προτεσταντικών σχολείων Ρίγκς.

Επόμενη κίνηση του προτεστάντη ιερέα είναι η δημιουργία Ελληνικού σχολείου. Ζητά από τα κεντρικά γραφεία την ενίσχυσή του με 500 δολάρια προκειμένου να χρηματοδοτηθεί η νέα του πρωτοβουλία. Ο ιδιοκτήτης του ακινήτου όμως, ο οποίος είναι και πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου της πόλης, ανατρέπει τα σχέδια του Ρίγκς. Του προτείνει να στηρίξουν το δημόσιο Ελληνικό σχολείο.

Ο Ρίγκς συμφώνησε με την προϋπόθεση να διδάσκουν το μάθημα της Αγίας Γραφής οι ιεραπόστολοι όπως εκείνοι νόμιζαν, όπως γινόταν στα Ελληνικό σχολείο της Αθήνας. Ο Δήμαρχος συμφώνησε, όμως τα σχέδια του Ρίγκς για την δημιουργία Ελληνικού σχολείου αρρένων στο Άργος δεν υλοποιήθηκε. Τελικά, ο Ρίγκς χωρίς αιτιολογία, ειδοποίησε την εταιρεία του ότι δεν χρειαζόταν πλέον την επί πλέον χρηματοδότηση, αφού ο σχεδιασμός για σχολείο ματαιώθηκε. Προφανώς ο λόγος ματαίωσης της συνεργασίας ήταν το αίτημα του ιεραπόστολου που αφορούσε στην διδασκαλία της Αγίας Γραφής από τους προτεστάντες.

Το έτος 1837 τα σχολεία των Ρίγκς και Μπέντζαμιν συνεχίζουν να λειτουργούν ενώ το σχολείο του Κίνγκ στην Αθήνα έχει κλείσει από τις αρχές του 1837.

Ένα χρόνο αργότερα, το 1838 θα κλείσει και τα σχολεία του Άργους. Στην διακοπή της λειτουργίας των σχολείων των προτεσταντών στο Άργος,  οδήγησαν κυρίως κοινωνικοί λόγοι. Στο περιοδικό « The Missionary Herald» αναφέρεται ότι « Η παράδοξα μη ευνοϊκή διάθεση του πληθυσμού στο  Άργος μας έκανε να πάρουμε μια τέτοια απόφαση».

Ο Ν. Μπέντζαμιν πήγε κοντά στον Ιωνά Κίνγκ και συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο Σταθμό της Αθήνας ενώ ο Ιλάϊας Ρίγκς με την οικογένειά του μετέβη στην Σμύρνη κι ύστερα στην Κωνσταντινούπολη για να συνεχίσει εκεί.

  

Υποσημείωση

  

 * Στις αρχές  του ΙΘ’ αιώνος, παρατηρήθηκε ζωηρή κίνηση Προτεσταντών Μισσιοναρίων προς Ανατολάς. Η αποκατάσταση της τάξεως στην Μεσόγειο διευκόλυνε την εγκατάστασή τους, ενώ η δυστυχία, η φτώχεια και η αμάθεια, οι οποίες επικρατούσαν σε αυτόν τον γεωγραφικό χώρο, απέβησαν ευκόλως αντικείμενο εκμεταλλεύσεως προς επικράτησή τους. Δυτικοί Προτεστάντες διαφόρων εθνικοτήτων – Άγγλοι, Αμερικανοί, Γερμανοί, Ελβετοί κ.α.- αλλά και Παπικοί ίδρυσαν πολυάριθμους ιεραποστολικούς σταθμούς – σφύζουσες δυτικές Εστίες – στα σπουδαιότερα εκκλησιαστικά και πολιτικά κέντρα της ελευθέρης και υποδούλου Ελλάδας, τέλεια οργανωμένους, «κατεργαζόμενοι  μεθοδευμένα τον δυτικότροπο κοινωνικοπολιτικό μετασχηματισμό της».

 Κυρία οδός αυτής της προσπάθειας τους, απετέλεσε η Εκπαίδευση του αμόρφωτου λαού και μάλιστα των νέων, και η ίδρυση σχολείων, τα οποία ευρίσκοντο υπό την άμεση εποπτεία τους, καθώς η προσφερομένη σε αυτά παιδεία – οργανωμένη εκ των ιδίων – βάσει συγκεκριμένου προγράμματος, διευκόλυνε την διάδοση των ιδεών τους, αφ’ ού στους μαθητές εύρισκαν τα ευήκοα ώτα, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα αντιστάσεως από τους διαπλαθομένους και συνεπώς ευάλωτους νέους, οι οποίοι, αφ’ ενός θα διέδιδαν τις νέες σε αυτούς διδασκόμενες ιδέες, στους – συχνά αμόρφωτους – γονείς τους, κατ’ επέκτασιν δε και σε όλη την κοινωνία, αφ’ ετέρου οι ίδιοι θα αποτελούσαν την ελληνική κοινωνία του μέλλοντος, εξοικειωμένοι εξ απαλών ονύχων μετά του δυτικού περιβάλλοντος και με διαμορφωμένο αναλόγως το φρόνημα τους! Ταυτοχρόνως, στους χώρους της εκπαιδεύσεως υπήρχε πρόσφορο έδαφος για διακίνηση των προπαγανδιστικών τους εντύπων και μεταφράσεων. Έτσι οι Μισσιονάριοι, ανέπτυξαν  ένα τεράστιο εκπαιδευτικό έργο στην Ελλάδα.

   

Πηγές

 

  •  Θαναηλάκη Πόλλη, «Αμερική και Προτεσταντισμός», Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2005.
  • Georgi Genov, «American Elias Riggs and his contribution to the Bulgarian National Revival», Historical Archives. Sofia, Issue 9-10, November 2000 – May 2001. (in Bulgarian)

  

Read Full Post »

Το εν Άργει Κεντρικόν Σχολείον της Ελλάδος


 

 Από το Αργολικόν Ημερολόγιον του 1910 φιλοξενούμε εργασία του Δημ. Βαρδουνιώτη, η οποία περιέχει αξιόλογα ιστορικά στοιχεία της επαναστατικής κυρίως περιόδου, ίσως άγνωστα σε πολλούς από εμάς.

 

Από  των πρώτων ετών της Επαναστάσεως το Έθνος εμερίμνησε περί μορφώ­σεως της νεολαίας. Εν μέσω των μυρίων περιπετειών της χώρας οι διέποντες τας τύχας αυτής έλαβον σοβαράν πρόνοιαν και περί της δημοσίας εκπαιδεύσεως, ην εθεώρησαν ως αναγκαιότατη ν διά την ευδαιμονίαν του Έθνους. Η εν Άστρει Β’ Εθνική Συνέλευσις, τον Απρίλιον 1823 έθετο την δημοσίαν εκπαίδευσιν υπό την προστασίαν του Βουλευτικού Σώματος και εθεσπίσατο την εισαγωγήν και οργάνωσιν αυτής καθ’ όλην την Επικράτειαν.

Μετά δύο μήνας περίπου διωρίσθη υπό της Προσωρινής Διοικήσεως Γενικός Έφορος της Παιδείας και Ηθικής ανατροφής των παίδων ο διαπρεπής λόγιος και τεσσαρακοντούτης κληρικός Θεόκλητος Φαρμακίδης, ο ύστερον καθηγητής της Θεολογίας εν τη Ιονίω Ακαδημία Γυλφόρδ. Ο Γενικός Έφορος αυτός είχε την εξουσίαν να εποπτεύη και διευθύνη όλα τα εν Ελλάδι Σχολεία και διατάσση παν μέτρον, συντελούν εις την διαπαι­δαγώγησιν και μόρφωσιν της νεολαίας. Αλλ’ ο Φαρμακίδης μετά έν έτος (τη 21 Ιουνίου 1824) παρητήθη του υπουργήματος αυτού. Τη δε 10η Ιουλίου 1824 διωρίσθη αντ’ αυτού ο διάσημος Γρηγόριος Κωνσταντάς.

Ο Κωνσταντάς ήτο επιφανής σοφός, έξοχος πατριώτης και σεβάσμιος κληρικός. Εκ Μηλεών της Θετταλομαγνησίας καταγόμενος, ηλικίας 71 ετών, συγγραφεύς, διδάσκα­λος του Γένους και μέλος όλων των Εθνικών Συνελεύσεων και Βουλών, επεβάλλετο γενικώς και ενέπνεεν εις πάντας εμπιστοσύνην απεριόριστον. Ως δε χαρακτηρίζει αυτόν ο σοφός μαθητής του, ο αείμνηστος καθηγητής της Φιλοσοφίας Φίλιππος Ιωάννου, είχεν ήθος αληθούς φιλοσόφου και τρόπον αρχαϊκόν. Ήτο απλούς, ακέραιος, ειλικρινής, ενάρετος, έντιμος, οξυδερκής, ευεργετικός, σεμνός, ακαλλώπιστος, διηγηματικός και ευφυέστατος.

Πολύτιμους υπηρεσίας προσήνεγκεν ο Κωνσταντάς εις την Δημοσίαν Εκπαίδευσιν του Έθνους και την μόρφωσιν της νεολαίας, μετά μεγίστου ζήλου και πατριωτισμού ερ­γασθείς. Διωργάνωσε τα Σχολεία και τον τρόπον της Εκπαιδεύσεως και εμόρφωσε τους διδασκάλους και τους μαθητάς. Κατήρτισε δε μετ’ ου πολύ Κανονισμόν περί των καθη­κόντων και δικαιωμάτων του Υπουργήματός του, ον ενέκρινε το Βουλευτικόν παμψη­φεί. Δι’ αυτού συν πολλοίς και άλλοις εμερίμνησε και περί συστάσεως βιβλιοθηκών και αρχαιολογικών μουσείων.

Δύο σχεδόν μήνας προ του διορισμού του Γρηγορίου Κωνσταντά, ως Γενικού Εφόρου της Παιδείας, τη 19η Μαΐου 1824, το Βουλευτικόν Σώμα μετά μικράν συζήτησιν περί συστάσεως σχολείων διώρισε πενταμελή επιτροπήν, ίνα κατάρτιση και υποβάλη νομοσχέδιον «περί της Κοινής Παιδείας του Έθνους». Η Επιτροπή δε αυτή κατηρτίσθη εξ αν­δρών, διαπρεπών επί γράμμασι, των Ανθίμου Γαζή, Πανούτσου Νοταρά, Μιχαήλ Κάββα, Σπυρίδωνος Τρικούπη και Κ. Λιβερίου.

Η Επιτροπή αυτή εξετέλεσε μετά ζήλου και φιλοτιμίας το ανατεθέν αυτή έργον και υπέβαλε τον Ιούλιον 1824 εις το Βουλευτικόν Σώμα το περί της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως νομοσχέδιον δι’ εκθέσεως αυτής, δι’ ης προέτεινε τα εξής:

Να συστηθώσιν εν τη Ελληνική Επικράτεια τρία είδη σχολείων. Το πρώτον να περιλαμβάνη τα σχολεία της Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως, δι’ ης ο μαθητής να διδάσκηται ανάγνωσιν, γραφήν και αριθμητικήν.

Το δεύτερον να περιλαμβάνη τα Λύκεια, συστηθησόμενα εν τη πρωτευούση εκά­στης επαρχίας ή καν των σημαντικωτέρων. Εν αυτοίς δε να διδάσκηται ο μαθητής την αρχαίαν Ελληνικήν γλώσσαν, την Λατινικήν και Γαλλικήν και στοιχειώδη μαθήματα των επιστημών και της φιλοσοφίας.

Το δε τρίτον και τελευταίον ήτο να συστηθή εν τουλάχιστον πανεπιστήμιον εν Ελλάδι, περιλαμβάνον τους τεσσάρας μεγάλους κλάδους της επιστημονικής Παιδείας, ήτοι της Θεολογίας, Φιλοσοφίας, Νομικής και Ιατρικής, και εν τω οποίω να σπουδάζωσιν όσοι, περατούντες τα μαθήματα των Λυκείων, ήθελον να τελειοποιηθώσιν είς τινα επιστήμην και έχωσιν αυτήν ως επάγγελμα.

Ούτω προετάθη η πλάσις σχολείων της Στοιχειώδους, Μέσης και Ανωτάτης εκ­παιδεύσεως. Εκ τούτων τα πρώτα ήσαν τα λεγόμενα Αλληλοδιδακτικά, τα κατόπιν Δημοτικά Σχολεία, τα δε της Μέσης εκπαιδεύσεως περιελάμβανον τα μαθήματα των κατόπιν Γυμνασίων. Τα δε των νεωτέρων Ελληνικών σχολείων εδιδάσκοντο εις τ’ Αλληλοδιδακτικά ή τα Λύκεια ή και εις αμφότερα. Το σχέδιον αυτό της δημοσίας εκπαιδεύσεως ήτο πλήρες και τέλειον.

Αλλ’ η Επιτροπή σκεφθείσα και περί της εκτελέσεως αυτού, είδεν, ότι αι τότε περι­στάσεις του Έθνους δεν επέτρεπον την πλήρη εφαρμογήν του και συνεπώς την σύστασιν όλων αυτών των εκπαιδευτηρίων. Και διά τούτο περιωρίσθη μόνον εις την Στοιχειώδη εκπαίδευσιν, την κοινώς ονομαζομένην Αλληλοδιδασκαλίαν, ήτις ήτο αναγκαιότατη και κοινωφελεστάτη εις την Ελλάδα, άμα δε και ολιγοδάπανος διά την Επικράτειαν και ανέ­ξοδος διά τους μαθητάς. Υπέδειξε δε και τον τρόπον της εισαγωγής και διαδόσεως της εκπαιδεύσεως αυτής προς εκτέλεσιν του υπ’ αυτής καταρτισθέντος σχεδίου.

Προς τούτο προέτεινε να συστηθή εν πρώτοις εν μόνον αλληλοδιδακτικόν σχολείον να συγκροτηθή όμως καθώς πρέπει, και ούτως, ώστε ν’ αποβή μεγάλη πηγή εξ ής να εκρεύσωσι τα νάματα της αλληλοδιδασκαλίας εις όλην την Ελληνικήν Επικράτειαν.

Προς επίτευξιν του σκοπού αυτού εκρίθη επάναγκες, όπως, εκτός των εντοπίων και άλλων παιδιών, των όλως αγραμμάτων, φοιτήσωσιν εις το Σχολείον αυτό και ολίγοι άξιοι και χρηστοήθεις νέοι, εγκρατείς οπαδοί της Ελληνικής γλώσσης. Οι νέοι ούτοι, τελειοποιούμενοι ταχέως, να στέλλωνται ως διδάσκαλοι, εις άλλας επαρχίας, αντικαθί­στανται δε εν τω σχολείω δι’ άλλων, έως ου εκάστη επαρχία της Ελλάδος απόκτηση ένα διδασκάλον εκ του σχολείου αυτού. Αφετέρου δε οι διδάσκαλοι ούτοι εγκαθιστάμενοι εις τας πρωτεύουσας των διαφόρων επαρχιών και ανοίγοντες σχολεία να προσλάβωσιν ωσαύτως εις αυτά, εκτός των εντοπίων και άλλων παιδιών, και άλλους νέους εκ των χωρίων της επαρχίας, οίτινες, γυμναζόμενοι, να επιστρέφωσιν εις τα χωρία των, ως διδά­σκαλοι. Διά του τρόπου τούτου, ως έκρινεν η Επιτροπή, θα εξηπλούτο ταχέως εις όλο το Έθνος η Στοιχειώδης Εκπαίδευσις, ήτις ηδύνατο κατόπιν να επεκταθή και εις τα θήλεα διά της συστάσεως Παρθεναγωγείων.

Αυτά προέτεινεν εις το Βουλευτικόν Σώμα η επί της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως επι­τροπή και υπέδειξε το Άργος, ως τόπον κατάλληλον προς σύστασιν του πρώτου δημο­σίου σχολείου της Ελλάδος. Περί τα μέσα Οκτωβρίου του αυτού έτους το Βουλευτικόν, επιληφθέν και πάλιν του ζητήματος, απεφάσισε να συστηθή εν μόνον κεντρικόν σχολείον κατά το παρόν εις την Ελλάδα και τούτο πλησίον της Διοικήσεως. Διώρισε δε επιτροπήν εκ των Γρηγορίου Κωνσταντά, γενικού Εφόρου της Παιδείας, Θεοφίλου Καΐρη, Γεωργίου Γενναδίου, διαπρεπέστατων διδασκάλων του Γένους, Αναγνώστου Διδασκάλου και Γεωργίου Καλαρά, εγκρίτων λογίων και βουλευτών, όπως επεξεργασθή το περί του Οργανισμού των Σχολείων νομοσχέδιον, όπερ είχεν υποβληθή από του Ιουλίου. Και η νέα επιτροπή ενέκρινε το νομοσχέδιον αυτό, ως είχεν’ ενέκρινε δε αυτό και το Βουλευτικόν. Κατά τας ημέρας εκείνας εν τούτοις έλαβε χώραν γεγονός, εξόχως τιμών την φιλοπατρίαν των Ελλήνων.

Είχεν αφιχθή προ μικρού εις Ναύπλιον εκ Ρωσσίας ο φιλογενέστατος Ψαριανός Ιωάννης Ανδρεάδης Βαρβάκης, γέρων ζάπλουτος και ενθουσιώδης πατριώτης. Εγεννήθη το 1750 έτος και από της επαναστάσεως του 1769 διεκρίθη, ως πλοίαρχος βρικίου κατα­δρομικού. Μετά δε την επανάστασιν εκείνην κατέφυγεν εις Ρωσσίαν, όπου επεδόθη εις το εμπόριον. Και δι’ αυτού απέκτησε μεγάλην περιουσίαν, δι’ ης ευηργέτησε τα Ψαρά και την όλην Ελλάδα.

Ο μέγας αυτός πατριώτης μετέβη εις την Συνέλευσιν και εισήλθεν εις την αίθουσαν της συνεδριάσεως αυτής. Η φήμη του ονόματος του, αι χάριν της πατρίδος θυσίαι του είχον περιβάλει αυτόν δι’ εξόχου αίγλης και βαρύτητος. Όλοι οι βουλευταί υπεδέχθησαν αυτόν μετά σεβασμού και τον ήκουσαν εν βαθεία σιγή. Ο έξοχος πατριώτης εδήλωσεν ότι αφιεροί ποσότητα χρημάτων, ικανήν προς σύστασιν ενός κεντρικού σχολείον εις την Ελλάδα και ότι τα χρήματα αυτά θα καταθέσει εις τον πάγκον (Τράπεζαν) της Ρωσσίας επί τόκω διά να πληρώνωνται εξ αυτού οι μισθοί των διδασκάλων. Το Βουλευτικόν Σώμα ήκουσε ταύτα μετά ρίγους συγκινήσεων και δακρύων. Αφού δε τον ηυχαρίστησε διά τας προς την πατρίδα προσφοράς του, υπεσχέθη, ότι «η Διοίκησις θα φροντίση περί κτιρίου και διδασκάλων σοφών και πεπαιδευμένων».

Μετά τινας δε ημέρας ο Βαρβάκης απέστειλε προς το Βουλευτικόν το από 8ης Νοεμβρίου 1824 αφιερωτικόν γράμμα του, όπερ ανεγνώσθη εν πλήρει συνεδριάσει και συγκινήσει των βουλευτών. Δι’ αυτού ο λαμπρός πατριώτης εξήγησε και επεκύρωσε τα της Εθνικής δωρεάς του προς σύστασιν του Κεντρικού Εθνικού Σχολείου. Εδήλωσε συν άλλοις, ότι αφιεροί εις το Έθνος ρούβλια 300.000, άτινα θα κατάθεση εις το Βασιλικόν ταμείον της Μόσχας, ως κεφάλαιον αιωνίως άθικτον ο δε τόκος αυτών προς 5 τοις 100 (ρούβλια 15.000) θα διατίθηται ετησίως εις μισθούς και τροφάς των διδασκάλων. Το αφιέρωμα δε αυτό θ’ αρχίση να δίδεται, αφ’ ης ώρας γίνη έναρξις της επισκευής του σχολείου, όπερ ωρίσθη παρά της Διοικήσεως κατά το παρόν εν Αργεί. Το Βουλευτικόν, τιμών τον πατριωτισμόν του ανδρός, ανεκήρυξεν αυτόν τη 20η Νβρίου 1824 μέγαν ενεργέτην του ‘Εθνους.

Ούτως η ιδέα υπερωρίμασε πλέον και υπελείπετο μόνον η επίσημος σύστασις του Κεντρικού Εθνικού Σχολείου, ην και εθέσπισε το Βουλευτικόν τη 22α Δεκεμβρίου 1824 διά της εξής πράξεως του.

 

«Βουλευτικόν συνέδριον»

 Τη 22α Δεκεμβρίου.

Προεδρεύοντος του κυρίου Πανούτσου Νοταρά εκινήθη το περί συστάσεως του εν Άργει σχολείου κοινή γνώμη και αποφάσει της Συνελεύσεως όθεν εστάλη Προβούλευμα εις το Εκτελεστικόν μετά του Θεσπίσματος, το οποίον έχει επί λέξεως ουτωσί.

 

Προσωρινή Διοίκησις της Ελλάδος

 

Επειδή η εν Άστρει Εθνική Συνέλευσις, γνωρίζουσα, καλώς, ότι διά της παιδείας αυξάνουσιν, ευτυχούσιν, ενδυναμούνται και στερεώνονται τα Έθνη, ενομοθέτησεν εις τον Οργανικόν Νόμον  ότι η δημόσιος εκπαίδευσις είναι υπό την προστασίαν του Βουλευτικού Σώματος και  ότι συστηματικώς να οργανισθή η εκπαίδευσις της νεο­λαίας από την Διοίκησιν.

 

Το Βουλευτικόν εθεσπίσατο

 

Α’. Εις την πόλιν του Άργους να συστηθή σχολείον κεντρικόν της Ελληνικής Επικρατείας, εις το οποίον να παρεισαχθώσι διάφορα είδη μαθήσεως.

Β’. Ο Υπουργός των Εσωτερικών να ενεργήση το παρόν Θέσπισμα.

Γ. Το παρόν Θέσπισμα να δημοσιευθή διά του τύπου και να καταχωρισθή εις τον Κώδικα των Θεσπισμάτων.

Τη 22 Δεκεμβρίου 1824 εν Ναυπλίω.

 

Ο πρόεδρος

Πανούτσος Νοταράς

Ο Β. Γραμματεύς

Ανδρ. Παπαδόπουλος».

 

Ως έδρα του πανελληνίου αυτού Κεντρικού Σχολείου ωρίσθη το Άργος. Και τούτο, διότι η πόλις αυτή ήτο πλησίον της εν Ναυπλίω εδρευούσης Διοικήσεως και έκ των σημαντικωτέρων της Πελοποννήσου. Εκτός δε τούτου εν Άργει υπήρχεν από Τουρκοκρατίας και ελειτούργει από του έτους 1800, εξαίρετον σχολείον κοινοτικόν, έχον αίθουσαν ευρύχωρον και κατάλληλον διά την διδασκαλίαν και περίβολον ευρύν και περιτετειχισμένον προς άσκησιν και σωματικήν γύμνασιν των νέων. Και συνεπώς ελήφθη το μέτρον να εγκατασταθή το νυν ιδρυόμενον Κεντρικόν Εθνικόν Σχολείον εν τη οικοδομή του κοινοτικού. Έκειτο δε το κοινοτικόν αυτό σχολείον κατά το νοτιοανατολικόν άκρον της σήμερον πλησίον και νοτίως του ναού του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου δημοτικής πλατείας, ήτις περικλείεται υπό των οικιών Ευαγγ. Δρίτσα, Θεωναίων και άλλων.

Πρωτίστη μέριμνα της Διοικήσεως ήτο η εύρεσις αξίου διδασκάλου και διευθυντού του Κεντρικού Εθνικού Σχολείου. Και απέβλεψεν ευστόχως προς τον αείμνηστον διδάσκαλον του Γένους Γεώργιον Γεννάδιον, ελθόντα εξ Οδησσού εις Ναύπλιον περί τας αρχάς Σεπτεμβρίου 1824. Επειδή δε η σύστασις του άνω σχολείου εθεωρείτο τετελεσμένον γεγονός από του παρελθόντος Ιουλίου, ότε υπέβαλε το περί αυτού σχέδιον η επί της Εκπαιδεύσεως Επιτροπή, το Βουλευτικόν τη 14η Σεπτεμβρίου ενέκρινε να διορισθή αρχιδιδάσκαλος και διευθυντής του Σχολείου αυτού ο διάσημος Γεννάδιος, «ως πολυμαθής και ικανός εις το σχολαρχείον».

Ο επιφανής διδάσκαλος απεδέχθη προθύμως τον διορισμόν του αυτόν. Πλην δεν ηδυνήθη ν’ αναλάβει τα καθήκοντα του. Ένεκα της συρροής πολλών προσφύγων εκ δια­φόρων μερών της Τουρκίας ενέσκηψεν εν Ναυπλίω από του Αυγούστου 1824 επιδημία τυφοειδούς πυρετού, ήτις μετεδόθη και εις το Άργος της ενταύθα μετοικήσεως πολλών ασθενών. Εκ της επιδημίας δε αυτής ενόσησε και ο Γεννάδιος και ως εκ τούτου ηναγκάσθη να καταλίπη την Αργολίδα και απέλθη εις Αθήνας. Αναχωρήσαντος δε του Γενναδίου διωρίσθη διδάσκαλος και διευθυντής του Κεντρικού Σχολείου ο Δημήτριος Πλατανίτης. Ο διδάσκαλος ούτος ήτο έγκριτος λόγιος και είχε διδαχθή την αλληλοδιδακτικήν μέθοδον εν Βουκουρεστίω παρά του Γεωργίου Κλεοβούλου, σπουδάσαντος αυτήν εν Παρισίοις.

Εκτός τούτου διωρίσθησαν και επιστάται άμισθοι είδος εφορευτικής επιτροπής του Σχολείου, κατά πρότασιν της αυτής επί της εκπαιδεύσεως επιτροπής, ο ηγούμενος της εν Άργει Μονής της Παναγίας της Κατακεκρυμμένης Παρθένιος και ο βουλευτής Αργούς και ιατρός Μιχαήλ Κάββας. Οι επιστάται ούτοι είχον καθήκον «να φροντίζωσι τα περί του σχολείου και περί της εκπληρώσεως των χρεών του διδασκάλου και των μαθητών.

Ο διευθυντής δε και οι επιστάται αυτοί μετά του γενικού Εφόρου της Παιδείας, Γρηγορίου Κωνσταντά, φιλοτίμως συνεργασθέντες, διωργάνωσαν και κατέστησαν έτοιμον καθ’ όλα το εν Άργει Κεντρικόν Εθνικόν Σχολείον. Και υπό τας ευχάς πάντων των Ελλήνων και την πάνδημον και ενθουσιώδη υποστήριξιν των Αργείων ετελέσθησαν τα εγκαίνια αυτού τον Δεκέμβριον 1824.

Ούτω το Σχολείον αυτό υπό τας ρηθείσας συνθήκας και τον ένθερμον και αδιάπτωτον ζήλον του διευθυντού αυτού ελειτούργησε και ηυδοκίμησε θαυμασίως. Δεν ήτο δε απλώς Σχολείον της Αλληλοδιδακτικής, αλλ’ ανώτερον Εκπαιδευτήριον, αφού εδιδάσκοντο εν αυτώ διάφορα είδη μαθήσεως και μάλλον Διδασκαλείον, καθόσον ήτο το φυτώριον όλων εν γένει των διδασκάλων του Έθνους.

Ενωρίς απέκτησε φήμην αρίστην και ευρυτάτην. Πολλοί νέοι αυθόρμητοι έσπευδον πολλαχόθεν να καταταχθώσιν, ως μαθηταί αυτού, διά να διδαχθώσι την νέαν διδακτικήν μέθοδον και διδάξωσι αυτήν κατόπιν εις άλλα μέρη της ελευθέρας Ελλάδος. Τόση δε ήτο η συρροή αυτών, ώστε περί τα μέσα Φεβρουαρίου 1825 οι μαθηταί υπερέβησαν τους 150.

Εξ αυτών πολλοί διεκρίθησαν εις τα γράμματα. Μεταξύ δε τούτων αναφέρεται, ως αριστεύς, ο Ιωάσαφ Καΐρης, αδελφός του διασήμου σοφού και μεγάλου διδασκάλου του Γένους Θεοφίλου Καΐρη. Ο Ιωάσαφ αυτός, τελειοποιηθείς, έλαβε τακτικόν δίπλωμα του εν Άργει Σχολείου και τόσω διεφημίσθη πανταχού η ικανότης του, ώστε κατέστη πε­ριζήτητος διδάσκαλος και προσεκλήθη εις διάφορα μέρη της Ελλάδος πάντων όμως προετίμησε την ιδιαιτέραν πατρίδα του Άνδρον, όπως σχολαρχήση εν αυτή.

Κατά το έαρ του 1825 το εν Αργεί Κεντρικόν Σχολείον ήκμασε. Κατήλθε τότε εις την Ελλάδα ο φιλέλλην κόμης Ιωσήφ Πέκκιος, όστις επεσκέφθη και το  Άργος  και το Σχολείον του. Ο ευγενής ξένος απεκόμισεν εξ αυτών αρίστας εντυπώσεις. Είδεν, ότι το Σχολείον ήτο εκτισμένον κατά το σχέδιον των Αγγλικών σχολείων, είχε δε πλησίον και την κατοικίαν του διδασκάλου’ αλλ’ ήτο υπέρ το δέον μικρόν διά την πληθύν των μαθητών του, οίτινες ανήρχοντο τότε εις διακόσιους. Προστίθησι δε, ότι εφοίτων εις αυτό παιδία άρρενα και θήλεα, σπουδάζοντα εν τούτοις χωριστά, και ότι κυρία τις εκ Χίου, θέλουσα να παράσχη εις τα θήλεα αγωγήν καταλληλοτέραν διά το φύλον αυτών, προετίθετο να κτίση παραπλεύρως ίδιον δι’ αυτά σχολείον και ότι εγίνετο τότε εν Αργεί σκέψις περί της πραγματοποιήσεως του σχεδίου αυτού.

Ο φιλέλλην κόμης διηγείται και άλλην περίεργον λεπτομέρειαν. Φαίνεται, ότι το ιδεώδες του Βαρβάκη ήτο η διά της μεγάλης δωρεάς του ίδρυσις ανωτάτου εκπαι­δευτηρίου, ήτοι Πανεπιστημίου εν Ελλάδι. Τοιαύτην δε είχε βεβαίως έννοιαν και σκοπόν, έστω και απώτερον, και το θέσπισμα του βουλευτικού, δι’ ου συνεστήθη εν Άργει «Κεντρικόν Σχολείον της Ελληνικής Επικρατείας, εις το οποίον να παρεισαχθώσι διά­φορα είδη μαθήσεως».

Αλλά το Σχολείον αυτό ιδρύθη εν τη πόλει του Άργους  και το οικοδόμημα του δεν επήρκει εις τας ανάγκας ανωτέρου εκπαιδευτηρίου. Τούτου ένεκα οι Αργείοι, περί πολ­λού ποιούμενοι την εν τη πόλει αυτών ανέγερσιν Πανεπιστημίου, ανέπτυξαν έκτακτον φιλομουσίαν, ενεκολπώθησαν την ιδέαν μετ’ ενθουσιασμού και εφρόντισαν δραστηρίως περί του καταλλήλου προς τούτο γηπέδου. Είχον δ’ εκλέξει ήδη τοιούτον, όπερ ηγόρασεν η πόλις του Άργους  προς τον ρηθέντα σκοπόν και όπου ο διοικητής και οι προεστώτες της πόλεως εξενάγησαν τον ευγενή φιλέλληνα.

Το γήπεδον αυτό απετέλει και αποτελεί το προαύλιον ή μάλλον μεσαύλιον του έτι και νυν σωζόμενου στρατώνος του Ιππικού. Είναι δε ούτως αρχαία και πελώρια διώ­ροφος οικοδομή, λιθόκτιστος, εν μέσω κεντρικής, μεγίστης και ευρύτατης πλατείας, και σχεδόν τετράγωνος περικλείει δε χώρον λιθόστρωτον, έχοντα εμβαδόν Β. μέτρων 5.278,20 και εν τω μέσω αρχαίαν κρήνην τετράπλευρον και τετράκρουνον. Άγνωστον, εν τούτοις, αν τότε εφράσσετο και πώς η βόρεια πλευρά ή πρόοψις του μεγίστου κτιρίου, ήτις είνε μήκους Β. μ. 76 και αν αρχήθεν τούτο είχεν ως σήμερον, δύο εισόδους, ανά μίαν εις το μέσον της βόρειας και νοτιάς πλευράς. Αλλ’ αι λοιπαί πλευραί, η μεν νοτία μήκους Β. μ. 76, η δε ανατολική και δυτική ανά μ. 69,45, υπήρχον αρχήθεν και είχον εκάστη ανά μίαν διπτέρυγον μεγάλην λιθίνην κλίμακα εξωτερικώς εν τω περιβάλω δι’ ων ανήρχο­ντο εις τους ευρύτατους θαλάμους αυτών.

Είνε ιστορικόν διά την πόλιν του Άργους  το εν λόγω οικοδόμημα. Κατά τοπικήν παράδοσιν, ήτο Ενετικόν, κτισθέν κατά την τελευταίαν Ενετοκρατίαν της Πελοποννήσου (1687-1715) και χρησίμευσαν αρχικώς, ως νοσοκομείον, διευθυνόμενον υπό Αδελφών τον Ελέους. Επί της Τουρκοκρατίας δε μετεβλήθη εις Μπεζεστένι (αγοράν) και εν αυτώ ετελείτο μάλιστα κατά Κυριακήν αγορά επαρχιακή. Υπήρχε δι’ εν αυτώ και το ταχυδρομείον (Μεντζή – χανέ) της πόλεως.*

Δυστυχώς, ου μόνον ουδέποτε ιδρύθη Πανεπιστήμιον εν Αργεί, αλλά και αυτό το συστηθέν Κεντρικόν Σχολείον κατεστράφη ταχέως. Το χρυσούν όνειρον των Αργείων του 1826 διέλυσαν απρόοπτα ατυχήματα.

Ο Αιγύπτιος Αττίλας, ο φοβερός Ιμβραήμ πασάς, επιδραμών εις την Πελοπόννησον και ενσπείρων πανταχού το πυρ και την φρίκην, εισέβαλε και εις το Άργος περί τα μέσα Ιουνίου 1825. Έθετο δε πυρ εις την πόλιν και μετά πλείστων οικιών αυτής έκαυσε και το Κεντρικόν Εθνικόν Σχολείον, όπερ απετεφρώθη άρδην μεθ’ όλων των εν αυτώ δι­δακτικών επίπλων, οργάνων και βιβλίων. Και ουδέν άλλο εξ αυτού διεσώθη, ειμή μό­νον η θέσις, ήτις και έμεινεν ιστορική. Επί πολλά έτη ύστερον και ότε ακόμη ο χρόνος εσάρωσε τα ίχνη της οικοδομής της, η θέσις εκείνη επωνομάζετο Παλαιόν ή Ελληνικόν Σχολείον.

Εν τούτοις το περιώνυμον εκείνο εκπαιδευτήριον, εις ο ητένισε μετά μεγάλων παλ­μών και ελπίδων ολόκληρος η Ελλάς, δεν ανηγέρθη εκ της τέφρας του. Αι εθνικαί πε­ριστάσεις μετεβλήθησαν έκτοτε πολύ. Περί ιδρύσεως Πανεπιστημίου εν Άργει ουδέ λόγος καν εγένετο πλέον ουδείς δ’ εσκέφθη ν’ ανεγείρη επί τέλους το αποτεφρωθέν Κεντρικόν Εθνικόν Σχολείον.

Το Άργος απώλεσε τους φίλους και προστάτας του. Ο εξαιρέτως αγαπήσας αυτό Κυβερνήτης Καποδίστριας περιωρίσθη εις τα σχολεία της Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως. Ο δε βασιλεύς Όθων έστρεψε τον νουν και την καρδίαν αυτού προς τας Αθήνας, όπου και μετέθεσεν εκ Ναυπλίου την καθέδραν του βασιλείου. Η νέα πρωτεύουσα απερρόφησεν όλην την Ελλάδα, συγκεντρώσασα εν αυτή πάντα τα μεγάλα και άξια λόγου δημόσια ιδρύματα.

Διά τας Αθήνας ωσαύτως εχρησιμοποιήθη και το κληροδότημα του Βαρβάκη. Ο εθνικός ευεργέτης ανεχώρησε τη 26 Νοεμβρίου  1824 εκ Ναυπλίου εις Ζάκυνθον. Εκεί δ’ ενόσησε. Και αφού τη 10 Ιανουαρίου 1825 συνέταξε κωδίκελλον, συμπληρωματικόν της από 22 Μαΐου 1824 διαθήκης του και του από 8 Νοεμβρίου 1824 προς την Διοίκησιν της Ελλάδος αφιερωτικού γράμματος αυτού, απέθανεν εν τω λοιμοκαθαρτηρίω Ζακύνθου τη 12η Ιανουαρίου 1825. Πολλά δ’ έτη ύστερον διά Βασ. Διατάγματος της 26 Φεβρουαρίου 1843 το προς ανέγερσιν και συντήρησιν Λυκείου και εκπαίδευσιν της Ελληνικής νεολαί­ας κληροδότημα του αοιδίμου ανδρός, ανερχόμενον εις δραχ. 1.988.992,97% διετέθη εις ίδρυσιν και συντήρησιν του εν Αθήναις Βαρβακείου Λυκείου.

Τοιαύτη υπήρξεν η φορά των πραγμάτων και η τύχη του εν Άργει Κεντρικού Εθνικού Σχολείου. Αλλ’ επί πάσιν η πόλις του Άργους  δικαιούται να σεμνύνηται, ότι έσχε την τιμήν και την δόξαν να γίνη η πρώτη λαμπρά εστία, αφ’ ης ηκτινοβόλησε και διεχύθη το φως της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως ανά πάσαν την αναγεννηθείσαν Ελλάδα.

 

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Κ. ΒΑΡΔΟΥΝΙΩΤΗΣ

Δικηγόρος

 Διατηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτοτύπου.

Υποσημείωση


 

 *Κατά το 1829 ο Κυβερνήτης Ιω. Καποδίστριας έκτισε την βορειαν πρόοψιν, πλάτους μ. 14,50 μετά κλίμακος, ομοίας των λοιπών και ούτως όλη η ανατολική πλευρά έλαβε μήκος μ. 83,95. Μετέβαλε δε την όλην οικοδομήν εις στρατώνα Ιππικού. Όλων των πλευρών τα εισόγαια διεσκευάσθησαν εις σταύλους, τα δε ανώγαια, της μεν βορείας προόψεως εις γραφεία και θαλάμους αξιωματικών, των δε λοιπών πλευρών εις θαλάμους στρατιωτών. 0 στρατών αυτός είνε συνδεδε­μένος μετά μεγάλων γεγονότων του Άργους. Εξ αυτού εδόθη τη 4η Ιανουαρίου 1833 το απαίσιον πρόσταγμα της υπό των Γάλλων σφαγής των Αργείων. Μέχρι του 1862 ήτο διαρκώς στρατών Ιππικού, μετά ταύτα δε κατά διαλείμματα. Εν αυτώ κατά το 1866 ετελέσθη το πρώτον η τότε συστάσα ετησία εμπορική πανήγυρις της πόλεως. Εν αυτή και κατά το 1899 ενηργήθη υπό την προεδρείαν του Βασιλέως η πρώτη Κτηνοτροφική Έκθεσις κ.λ,π.

 

 Πηγή


  •  Αργολικόν Ημερολόγιο 1910. Εκδιδόμενων υπό του εν Αθήναις συλλόγου των Αργείων. Εν Αθήναις, εκ του τυπογραφείου Δημ. Τερζόπουλου 1910.

H Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη

Ιστορίας και Πολιτισμού

ενημερώνει τους επισκέπτες της ότι διαθέτει

άδετα ανάτυπα των πιο κάτω βιβλίων:

 

  • Αργολικόν Ημερολόγιο 1910. Εκδιδόμενων υπό του εν Αθήναις συλλόγου των Αργείων. Εν Αθήναις, εκ του τυπογραφείου Δημ. Τερζόπουλου 1910.
  • Δημητρίου Κ. Βαρδουνιώτου, « Καταστροφή του Δράμαλη », Εκ των τυπογραφείων Εφημερίδος ¨Μορέας¨, Εν Τριπόλει 1913.    

Read Full Post »

Ιδιαίτερο Παρθεναγωγείο Άργους (1828-1832)


 

Η εκπαίδευση στο Άργος επί Καποδίστρια (1828-1832)

 Ιδιαίτερο Παρθεναγωγείο Άργους

 

Γενικά

Η εκπαιδευτική πολιτική της κυβέρνησης του Καποδίστρια ιεράρχησε την ίδρυση αλληλοδιδακτικών σχολείων σε σύγκριση με τα ελληνικά. Επειδή οι αντικειμενικές συνθήκες δεν επέτρεπαν στο κράτος την ίδρυση ξεχωριστών σχολείων για την εκπαίδευση των κοριτσιών, επιτρεπόταν η συνεκπαίδευση των δύο φύλων. Κατά την καποδιστριακή περίοδο σημαντικός αριθμός κοριτσιών φοίτησε στα σχολεία, τα δε ποσοστά συμμετοχής των μαθητριών στα σχολεία αυτά παρατηρούνται αρκετά αυξημένα στα νησιά του Αιγαίου σε σύγκριση με την Ηπειρωτική Ελλάδα. Παράλληλα λειτούργησαν και ξεχωριστά σχολεία θηλέων, τα οποία ανταποκρίνονταν στις ανάγκες και ιδιαιτερότητες της γυναικείας εκπαίδευσης.

Τα σχολεία αυτά, που ιδρύθηκαν στην Ερμούπολη, Τήνο, Αθήνα, Άργος, Ναύπλιο και Αίγινα, στηρίχθηκαν στην ιδιωτική πρωτοβουλία, εκτός από το τελευταίο που ίδρυσε η δούκισσα της Πλακεντίας και που ήταν το πρώτο δημόσιο αλληλοδιδακτικό θηλέων. Η ίδρυση των παρθεναγωγείων αυτών στις ηπειρωτικές πόλεις ήταν αποτέλεσμα των καινούριων νοοτροπιών που επικράτησαν μετά την εκεί προσέλευση προσφύγων από τις περιοχές του ελληνισμού που παρέμειναν υπό τον Τουρκικό ζυγό αλλά και Ελλήνων από τις παροικίες του εξωτερικού.

 

[…] και άνδρες και γυναίκες επίσης

πρέπει να παιδεύωνται την παιδείαν

ταύτην χωρίς πρόφασιν καμμίαν […]

                          Αδαμάντιος Κοραής

 

Παρθεναγωγείο Άργους

 

Στο παρθεναγωγείο του Άργους δίδασκε η μητέρα του δασκάλου του αλληλοδιδακτικού Μαρία ΠαπαΧατσή Παναγ. Φανδρίδη, η οποία πληρωνόταν από τους γονείς των μαθητριών. Μετά την ανοικοδόμηση του διδακτηρίου, η διδασκαλία γινόταν στο κοντινό οίκημα που είχε κτισθεί για κατοικία του δασκάλου. Στις υπάρχουσες πηγές δε γίνεται αναφορά στα παραδιδόμενα μαθήματα, αλλά είναι βέβαιο ότι θα διδάσκονταν εκτός από τα καθιερωμένα μαθήματα των σχολείων της στοιχειώδους εκπαίδευσης και γυναικεία εργόχειρα.*

Από μαθητικό κατάλογο του σχολείου με ημερομηνία 17 Οκτωβρίου του 1829 μαθαίνουμε ότι τότε φοιτούσαν 20 κορίτσια ηλικίας 6-13 ετών, εκ των οποίων τα δώδεκα ήταν από το Άργος, δηλαδή το 60% του συνόλου των μαθητριών. Αν σκεφθούμε ότι τον ίδιο μήνα στο δημόσιο αλληλοδιδακτικό φοιτούσαν 183 αγόρια, το ποσοστό αυτό των 20 μαθητριών ήταν σχετικά μικρό. Θα πρέπει δε να τονισθεί ότι καμιά μαθήτρια δε φοιτούσε στο δημόσιο αλληλοδιδακτικό και οι γονείς – όσοι μπορούσαν – προτιμούσαν να πληρώνουν για τη μόρφωση των κοριτσιών τους παρά να τα στέλνουν δωρεάν στο δημόσιο αλληλοδιδακτικό. Αυτό σημαίνει ότι στο ιδιωτικό παρθεναγωγείο φοιτούσαν μόνο τα κορίτσια των σχετικά ευκατάστατων οικογενειών και είναι πολύ χαρακτηριστικό για την αντίληψη της κοινωνίας του Άργους για τη γυναικεία εκπαίδευση και τη θέση της γυναίκας.

Στο  γειτονικό Ναύπλιο τον ίδιο χρόνο στο δημόσιο αλληλοδιδακτικό της πόλης σε σύνολο 179 μαθητών φοιτούσαν και 21 κορίτσια, ενώ στο ιδιωτικό παρθεναγωγείο της Ελένης Δανέζη, που λειτουργούσε παράλληλα, κατά το 1830 σε σύνολο 47 μαθητριών μόνο δύο κατάγονταν από το Ναύπλιο, δηλαδή το 4,25% του συνόλου των μαθητριών.**

  

Υποσημειώσεις

 

* Ο Καποδίστριας έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον και για τη μόρφωση της γυναίκας. Παρόλο που η πρόθεσή του και των συνεργατών του ήταν η συνεκπαίδευση των αγοριών και των κοριτσιών, εντούτοις η φοίτηση των κοριτσιών σε μεικτά σχολεία ήταν μικρή και σποραδική με εξαίρεση το σχολείο της Τήνου, όπου το 34% του μαθητικού δυναμικού ήταν κορίτσια. Οι γονείς της εποχής αυτής και ιδιαίτερα της εύπορης τάξης έστελναν τα κορίτσια τους σε αμιγή ιδιωτικά αλληλοδιδακτικά σχολεία, τα Παρθεναγωγεία, ώστε να διαπαιδαγωγούνται, κατά την άποψή τους, απερίσπαστα. Την ίδρυση ιδιωτικών σχολείων νομικά στήριζε και το Σύνταγμα της Τροιζήνας, και ο Κυβερνήτης, όπως φαίνεται, δεν αντιδρούσε στη λειτουργία τους.

Σκοπός της γυναικείας εκπαίδευσης, κατά τους συνεργάτες του Καποδίστρια, ήταν «να δαμασθεί η παχυλή αμάθεια των κοριτσιών, χωρίς να αμφισβητηθεί η διαφοροποίηση των δύο φύλων, δεδομένου ότι δίνουν έμφαση στην οικιακή ευδαιμονία και στην αρετή, στη μητρότητα και στη γυναικεία φύση». 

 Δημήτριος Διαμαντής, Σχολικός Σύμβουλος Π.Ε. 1ης Εκπαιδευτικής Περιφέρειας Καρδίτσας, Διδάκτωρ Παντείου Πανεπιστημίου, «Η εκπαίδευση κατά τον Καποδίστρια», Επιστημονικό Bήμα, τ. 6, Ιούνιος 2006

 

 **Το Ναύπλιο ως πρωτεύουσα της κυβέρνησης συγκέντρωνε, όπως ήταν φυσικό, περισσότερους επήλυδες Έλληνες από περιοχές που εξακολουθούσαν να είναι υπό τουρκική κατοχή, από Έλληνες των παροικιών του εξωτερικού αλλά και από ελληνικά και ξένα στρατεύματα που είχαν καταυλίσει τότε στην πόλη.

  

Αννίτα Κορδατζή – Πρασσά, «Η εκπαίδευση στο Άργος επί Καποδίστρια (1828-1832)», Περιοδικό Ελλέβορος « Πρώτο Αφιέρωμα στο Άργος», σελ. 89-90, τεύχος 11, 1994.

Read Full Post »

Δημόσιο Αλληλοδιδακτικό Σχολείο Άργους (1828-1832)


  

Η εκπαίδευση στο Άργος επί Καποδίστρια (1828-1832)

Δημόσιο Αλληλοδιδακτικό Σχολείο Άργους

 

Ιωάννης Κοκκώνης

Ιωάννης Κοκκώνης

Για την ίδρυση του σχολείου αυτού πληροφορούμαστε από την υπ’ αριθμ. 1 έκθεση του επιθεωρητή της εκπαιδεύσεως I. Κοκκώνη, που υποβλήθηκε στη Γραμματεία της Παιδείας, στις 8 Οκτωβρίου του 1830. Κατά την έκθεση αυτή το σχολείο ιδρύθηκε το 1828, μετά την άφιξη του Καποδίστρια, από τον αλληλοδιδάσκαλο Νικόλαο Φανδρίδη «βοηθεία της δημογεροντίας». Ο Φανδρίδης ήταν Κρητικός, 21 ετών (το 1828 ) και, σύμφωνα με δηλώσεις του ίδιου προς τον παιδαγωγό Κοκκώνη*, είχε διδαχθεί στην πατρίδα του για δύο χρόνια αρχαία ελληνικά «παραδοθείς έως τον Β’ τόμον της Εγκυκλοπαίδειας· ήρχισε και τον Ξενοφώντα». Την αλληλοδιδακτική μέθοδο διδάχθηκε το 1825 στα Κύθηρα.

Ο μηνιαίος μισθός του ήταν 250 γρόσια ( 100 φοίνικες ), τον οποίο μέχρι και τον Αύγουστο του 1830 κατέβαλλε κατά ένα μέρος η δημογεροντία (200 γρόσια ) από τα εισοδήματα της κοινότητας που προέρχονταν από τους εθνικούς μύλους, ενώ το υπόλοιπο ποσό ο Καποδίστριας. Στο εξής όμως καταβαλλόταν από τον Τοποτηρητή του Άργους. Ο Φανδρίδης αποδείχθηκε ικανός δάσκαλος παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε, για τις οποίες γίνεται λόγος στη συνέχεια και οι οποίες ήταν κοινές και συνήθεις για όλους σχεδόν τους συναδέλφους του κατά την εποχή εκείνη. Το γεγονός δε ότι παρέμεινε στο ίδιο σχολείο καθ’ όλη την εξεταζόμενη περίοδο, συνέβαλε κατά πολύ στο θετικό αποτέλεσμα.

Οι κρίσεις για τις ικανότητες του σχηματίζονται από σχετικές επισκέψεις και επιθεωρήσεις. Συγκεκριμένα, στις 20 Οκτωβρίου του 1829, ο Γραμματεύς της Παιδείας Ν. Χρυσόγελος κοινοποιούσε στο δάσκαλο την ικανοποίηση του Κυβερ­νήτη, ο οποίος «ευαρεστηθείς εκ νέου, ότε προλαβόντως επεσκέφθη το οποίον διευθύνεις σχολείον, με διέταξε να σοι εκφράσω την άκραν του ευχαρίστησιν». Πέντε μήνες αργότερα ο Χρυσόγελος παραβρέθηκε στις δημόσιες εξετάσεις του σχολείου που διεξήχθηκαν στις 24 Μαρτίου του 1830 για τις οποίες ανέφερε προς τον Καποδίστρια την επόμενη μέρα εκφράζοντας την ικανοποίηση του. Ο Φανδρίδης, εκτός από τα μαθήματα που πρόβλεπε ο Οδηγός της αλληλοδιδακτικής**, δίδασκε επιπλέον σε όλους τους μαθητές του και «τα στοιχεία της Γενικής Γραμματικής», ώστε «οι μεταβαίνοντες εκ τούτων εις την σπουδήν της ελληνικής προδιατεθειμένοι όντες, εισάγονται με μεγάλην ευκολίαν εις τούτο το μάθημα», όπως δήλωσαν στο Χρυσόγελο οι δάσκαλοι των ελληνικών σχολείων.

Στο ίδιο έγγραφο έγινε αναφορά και στις δυσκολίες που συναντούσε ο αλληλοδιδάσκαλος και οι οποίες εμπόδιζαν την εύρυθμη λειτουργία του σχολείου. Συνίσταντο δε στο γεγονός ότι ο χώρος ήταν δυσανάλογος ως προς τον αριθμό των μαθητών, με αποτέλεσμα « η διαίρεσις εις κλάσεις [ = τάξεις ] και ο εσωτερικός οργανισμός δεν είναι κατά τους απαιτουμένους κανόνας», στην έλλειψη των αναγκαίων βιβλίων, αφού στο σχολείο υπήρχε μόνο η αγγλική μετάφραση του Ευαγγελίου και μέρος της περιληπτικής μετάφρασης του στα ελληνικά από το Νεόφυτο Νικητόπουλο στην ελλιπή φοίτηση των μαθητών, για την οποία γίνεται λόγος πιο κάτω.

Ιωάννου Π. Κοκκώνη. Γεωγραφία Στοιχειώδης, πρώτη έκδοση 1836.

Ιωάννου Π. Κοκκώνη. Γεωγραφία Στοιχειώδης, πρώτη έκδοση 1836.

Ο Ιω. Κοκκώνης, ο οποίος επισκέφθηκε το σχολείο ως επιθεωρητής της δημοτικής εκπαίδευσης στις 6 Οκτωβρίου του 1830, ανέφερε προς τη Γραμματεία της Παιδείας για το δάσκαλο ότι ήταν «πολλά ήμερος και γλυκύς προς τους μαθητάς του και επιμελής και προσεκτικός εις το έργον του».*** Κατά την ίδια αναφορά, ο Φανδρίδης ακολουθούσε την αλληλοδιδακτική μέθοδο του Γάλλου Sarazin, αλλά η ακριβής εφαρμογή της προσέκρουε σε εγγενείς δυσχέρειες, όπως ήταν η «αγυμνασία των μερικών πρωτοσχόλων» και η έλλειψη του απαραίτητου εποπτικού υλικού. Ο Κοκκώνης ανέφερε στην έκθεση του χαρακτηριστικά: «Το υλικόν του σχολείου είναι άθλιον, ελλιπές και κακώς διατεταγμένον . Οι μαθηταί φέρουσιν έξωθεν πλάκας, χαρτία κ.λ,π. Ο μεν έχει πλάκα ακέραιον, ο δε έν τεμάχιον πλακός, άλλος στερείται πλακοκονδύλου ή χαρτίου και άλλος άλλου». Για την αποφυγή «της προερχομένης εκ της ελλείψεως αυτών βλάβης και αταξίας», ο επιθεωρητής συνέστησε στον αλληλοδιδάσκαλο να συνεννοηθεί με τους εφόρους του σχολείου και να ζητήσει από τη Γραμματεία της Παιδείας τα προβλεπόμενα από τον Οδηγό αναγκαία εποπτικά μέσα διδασκαλίας.

Ο Κοκκώνης διαπίστωσε παράλληλα και σχετική έλλειψη των αναγκαίων διδακτικών βιβλίων. Στο σχολείο υπήρχαν 20 Ευαγγέλια τυπωμένα στο Λονδίνο, 20 Χρηστοήθειες του Πύρου, 4 αντίτυπα της Ιεράς Κατήχησης του Κισινίου και 4 περιλήψεις του Ευαγγελίου από το Ν. Νικητόπουλο. Τα υπάρχοντα βιβλία ήταν ελάχιστα για τους 128 μαθητές που αριθμούσε τότε το σχολείο. Επειδή μάλιστα η Ιερά Κατήχηση του Κισινίου δεν ήταν από τα εγκεκριμένα βιβλία, ο επιθεωρητής της εκπαίδευσης ζήτησε από το δάσκαλο να μη διδάξει στο εξής από αυτή και του έδωσε ένα αντίτυπο της Κατήχησης που είχε εγκρίνει η επί της Προπαιδείας Επιτροπή καθώς επίσης και ανά ένα αντίτυπο του Προσευχηταρίου και της σύνοψης της Ιεράς Ιστορίας. Επίσης ζήτησε από τη Γραμματεία να στείλει στο σχολείο 5 Προσευχητάρια, 5 Συνόψεις Ιεράς Ιστορίας, 12 Κατηχήσεις και από τα βιβλία του Στέφ. Κομμητά Εκκλησιαστική Ιστορία, Ιερά Ιστορία και Κατήχηση.

Το πρώτο γνωστό ελληνικό αλφαβητάριο, τυπωμένο στη Βιέννη το 1771, με δαπάνη του Κ.Α Φιλιππίδου.

Το πρώτο γνωστό ελληνικό αλφαβητάριο, τυπωμένο στη Βιέννη το 1771, με δαπάνη του Κ.Α Φιλιππίδου.

Στο ίδιο έγγραφο του Κοκκώνη έγινε λόγος και για τους εφόρους του σχολείου και είναι η μόνη φορά που θίγεται το θέμα αυτό στις υπάρχουσες πηγές. Χρέη σχολικών εφόρων έκαναν οι δημογέροντες της πόλης, χωρίς όμως να έχουν διοριστεί  γι’ αυτό το σκοπό από την κυβέρνηση. Στο σημείο αυτό θεωρείται σκόπιμο να αναφερθεί ότι ο Καποδίστριας επιδιώκοντας την απαγκίστρωση της εκπαίδευσης από την επιρροή των προκρίτων και δημογερόντων, είχε εκδώσει την υπ’ αριθ. 64 εγκύκλιο στις 23 Οκτωβρίου του 1829, κατά την οποία οι σχολικοί έφοροι έπρεπε να προέρχονται από τους «ευηποληπτοτέρους» πολίτες, «διαστελλόμενοι μεταξύ των άλλων διά τα φώτα, δια την αρετήν και πατριωτισμόν» τους και επιλέγοντο από κατάλογο υποψηφίων που ενεχείριζαν στην κυβέρνηση οι κατά τόπους  εκπρόσωποι της. Στην περίπτωση του Άργους δε φαίνεται να έγινε σχετική ενέργεια διορισμού της σύμφωνα με τις πιο πάνω διαδικασίες. Το γεγονός δε ότι οι δημογέροντες εκτελούσαν συγχρόνως χρέη σχολικών εφόρων, ερμηνεύεται από το ότι οι ίδιοι πρωταγωνίστησαν στην ίδρυση του αλληλοδιδακτικού σχολείου, όπως προαναφέρθηκε.

 Για τα παραδιδόμενα μαθήματα οι πληροφορίες μας προέρχονται από δύο πηγές. Κατ’ αρχήν ο Χρυσόγελος, στις 25 Μαρτίου του 1830, μετά τις δημόσιες εξετάσεις, ανέφερε προς τον Κυβερνήτη ότι ο Φανδρίδης δίδασκε Ανάγνωση, Γραφή, Αριθμητική, Κατήχηση, Ευαγγέλιο και Γεωγραφία. Στις 6 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου, ο Κοκκώνης στη μνημονευθείσα ήδη υπ’ αρ. 1 έκθεση του έκανε λόγο μόνο για Γραφή, Ανάγνωση και Αριθμητική. Προφανώς ο δάσκαλος περιοριζόταν σ’ αυτά λόγω έλλειψης των απαιτούμενων διδακτικών βιβλίων.

 Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί ότι κατά την εξεταζόμενη περίοδο στο Άργος ανοικοδομήθηκε διδακτήριο κατά τους όρους της αλληλοδιδακτικής μεθόδου, του οποίου τα εγκαίνια έγιναν τον Ιούνιο του 1831. Μέχρι τότε ο Φανδρίδης δίδασκε σε «οίκημα προσωρινόν»**** το οποίο ήταν «πολλά στενόν και υποκείμενον εις τας μεταβολάς του καιρού». Αρχιτέκτων ήταν αρχικά ο De Vaud και κατόπιν ο Λάμπρος Ζαβός, ενώ τέκτων ο Χαρίτων Κάππος. Κοντά δε στο διδακτήριο ανοικοδομήθηκε και οίκημα για κατοικία του δασκάλου.

 Όπως έχει προαναφερθεί, η φοίτηση των μαθητών του δημόσιου αλληλοδιδακτικού δεν ήταν τακτική, αλλά και ο αριθμός των εγγεγραμμένοι μαθητών δεν ήταν σταθερός. Έτσι σε κατάλογο της 17ης Οκτωβρίου του 1829 φαίνονται εγγεγραμμένοι 183 μαθητές ( μόνο αγόρια) ηλικίας 6-23 ετών, έκτων οποίων οι 105 ήταν Αργείοι, ενώ οι 114 από την ευρύτερη περιοχή του Άργους, δηλαδή το 62.3% του συνόλου των μαθητών. Στις 25 Μαρτίου του επόμενου χρόνου αναφέρονται 170 μαθητές, ενώ σε μεταγενέστερο κατάλογο της 21ης Ιουνίου του 1830, ήταν εγγεγραμμένοι 155 μαθητές ηλικίας 5-18 ετών, εκ των οποίων οι 70 ήταν Αργείοι, δηλαδή το 45,15 % του μαθητικού πληθυσμού. Μετά από τρισήμιση μήνες ο αριθμός των μαθητών παρουσιάζεται περισσότερο ελαττωμένος. Πράγματι στις 8 Οκτωβρίου, ο I. Κοκκώνης ανέφερε στην υπ’αριθμ. 1 έκθεση του ότι ήταν εγγεγραμμένοι 128 μαθητές, αλλά κατά την ημέρα της επίσκεψης του ήταν παρόντες 95.

Ο Χρυσόγελος, ο οποίος είχε επισκεφθεί το σχολείο στις 24 Μαρτίου του 1830 και είχε διαπιστώσει από κοντά τα προβλήματα του, απέδιδε την ελλιπή φοίτηση των μαθητών στην άγνοια των γονέων, οι οποίοι κατά το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα απασχολούσαν τα παιδιά τους «άκοντα» σε γεωργικές κυρίως εργασίες παρά τις συμβουλές του αλληλοδιδασκάλου. Ο τελευταίος δεν μπορούσε να ασκήσει πίεση, όπως είχε το δικαίωμα, γιατί «θέλει μείνει χωρίς κανένα ή με πολλά ολίγους μαθητάς». Παράλληλα οι γονείς μόλις διαπίστωναν ότι τα παιδιά τους είχαν αρχίσει να μαθαίνουν να γράφουν, να διαβάζουν και να αριθμούν διέκοπταν τη φοίτηση τους, «πριν τελειοποιηθώσιν» πιστεύοντας ότι οι στοιχειώδεις αυτές γνώσεις ήταν αρκετά εφόδια για τη ζωή τους. Στο ίδιο έγγραφο αναφέρεται επίσης ότι η ελάττωση του αριθμού των μαθητών οφειλόταν στην ύπαρξη αμαθών «γραμμα­τοδιδασκάλων», οι οποίοι δυσφημούσαν την αλληλοδιδακτική μέθοδο διαδίδοντας στους γονείς ότι τα παιδιά τους «δεν διδάσκονται γράμματα εις το Αλληλοδιδακτικόν, αλλά τακτικήν», και κατ ‘ αυτό τον τρόπο προσέλκυαν αρκετούς μαθητές του δημόσιου αλληλοδιδακτικού. Το ίδιο πρόβλημα υφίστατο και σε άλλες περιοχές του ελεύθερου ελληνικού κράτους.

Σύμφωνα με το μαθητικό κατάλογο της 21ης Ιουνίου του 1830, οι μαθητές του σχολείου ήταν χωρισμένοι σε οκτώ κλάσεις ( = τάξεις ) με ανώτερη την Α’  όπως υπαγόρευε ο Οδηγός της αλληλοδιδακτικής μεθόδου. Η προαγωγή σε ανώτερη τάξη γινόταν κατά μάθημα και όχι κατά το σύνολο των μαθημάτων.

Κατά την εξεταζόμενη περίοδο στις υπάρχουσες πηγές εντοπίζουμε δύο εξετάσεις. Σ’ αυτές της 24ης Μαρτίου του 1830 παραβρέθηκε ο Χρυσόγελος, ο οποίος και ανέφερε τα αποτελέσματα προς τον Κυβερνήτη. Έτσι μαθαίνουμε ότι εξετάσθηκαν οι τάξεις και των 170 μαθητών του σχολείου στα μαθήματα της Ανάγνωσης και Αριθμητικής και οι μαθητές των τριών πρώτων τάξεων στην Αριθμητική, στις αρχές της Κατήχησης, στην Ιερή Ιστορία του Ευαγγελίου και στις αρχές της Γεωγραφίας. Κατά τις εξετάσεις αυτές «ευδοκίμησαν» 15 μαθητές. Οι δεύτερες εξετάσεις έγιναν από τον Ιω. Κοκκώνη, ο οποίος στις 6 Οκτωβρίου είχε επισκεφθεί το σχολείο για επιθεώρηση. Στην υπ’ αριθμ. 1 έκθεση που έκανε, σημείωσε τα ονόματα οκτώ μαθητών που διακρίθηκαν, για τους οποίους ανέφερε συγκεκριμένα:

 «Γεώργιος Βλάσης γενικός Πρωτόσχ. της αριθμητ. σπουδάζει 2 έτη.

Μιχ. I. Χιλιώτου – της Αναγνώσεως 20 μήνας εβραβεύθη εις τας εξετάσεις.

Σταύρος Ηλιακόπουλος – Αναγινώσκει καλώς.

Ν. Λαγοδημόπουλος, 14 ετών, ήλθεν αρχάριος και αναγινώσκει τώρα εις την Ζ’ μετά 7  μηνών σπουδήν.

Ν. Μαυραΐδης αναγινώσκει καλώς εις το Β’ τμήμα της Η’.46

Π. Σαραντόπουλος ομοίως ετών 14.

Χ. Μιχαλόπουλος ομοίως.

Θεμιστοκλής Βαλβίου εις το Β’ τμήμα της Η’».

Ο Κοκκώνης σημείωνε στην έκθεση του ότι εκτός από τους προαναφερθέντες μαθητές υπήρχαν και άλλοι «προχωρημένοι», αλλά δεν ανέφερε τα ονόματα τους γιατί δε φοιτούσαν τακτικά στο σχολείο «εμποδιζόμενοι υπό των συγγενών των». Επιχειρώντας μάλιστα να τους παρακινήσει, τους ανακοίνωσε ότι η κυβέρνηση δεν επρόκειτο να είναι αρωγός τους σε περίπτωση ελλιπούς φοίτησής τους. Ζήτησε δε από τη Γραμματεία της Παιδείας να στείλει δωρεάν οκτώ συνόψεις της Ιεράς Ιστορίας ως βραβείο για τους μαθητές που διακρίθηκαν. Κατά την εξεταζόμενη περίοδο εκτός από τους μαθητές αυτούς στο σχολείο φοίτησαν και στρατιωτικοί, όπως διαπιστώνουμε από έγγραφο του ίδιου του αλληλοδιδασκάλου προς τη Γραμματεία της Παιδείας, στις 9 Ιανουαρίου του 1833, όπου αναφέρεται ότι του είχε ζητηθεί να δεχθεί στο σχολείο του στρατιωτικούς από το τακτικό ιππικό σώμα του Άργους, για να τους διδάξει γραφή, ανάγνωση και πρακτική αριθμητική. Τα μαθήματα έγιναν κατά το χρονικό διάστημα από 2 Ιανουαρίου του 1830 μέχρι Μάρτιο του 1832, επί δύο ώρες καθημερινά (12:00-14:00 μ. μ.). Κατά το Φανδρίδη, οι στρατιωτικοί σημείωσαν αξιόλογη πρόοδο, για την οποία έγινε λόγος και σε σχετικό άρθρο της Γενικής Εφημερίδας τον Ιούνιο του 1831, απ’ όπου διαπιστώνεται η πρόοδος 184 υπαξιωματικών και στρατιωτικών.

Κατά την ίδια εποχή η κυβέρνηση είχε αναθέσει και σε άλλους αλληλοδιδασκάλους, όπου υπήρχαν στρατιωτικά σώματα, να δεχθούν στα σχολεία τους στρατιωτικούς, όπως συνέβη στο Ναύπλιο και την Καλαμάτα. Οι δάσκαλοι αυτοί είχαν αναφερθεί εγκαίρως προς την κυβέρνηση και τους είχε προσδιορισθεί μηνιαίος μισθός 60 φοινίκων, ενώ ο Φανδρίδης είχε αμελήσει αρκούμενος σε προφορικές υποσχέσεις. Για το λόγο αυτό ζητούσε με τη μνημονευθείσα αναφορά του της 9ης Ιανουαρίου του 1833 να πληρωθεί αναδρομικά.

Σε γενικές γραμμές μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η λειτουργία του δημοσίου αλληλοδιδακτικού σχολείου κατά την εξεταζόμενη περίοδο ήταν ικανοποιητική παρά τις όποιες δυσκολίες, οι οποίες ήταν λίγο ως πολύ κοινές για όλα τα σχολεία. Στο θετικό αποτέλεσμα συνέβαλε ο ζήλος και η επιμονή του αλληλοδιδασκάλου και το γεγονός ότι παρέμεινε στην ίδια θέση καθ’ όλη τη διάρκεια λειτουργίας του σχολείου. Τρισήμιση μήνες πριν από τη δολοφονία του Κυβερνήτη, στο άρθρο που δημοσιεύθηκε στη Γενική Εφημερίδα με αφορμή τα εγκαίνια του νέου διδακτηρίου, που έγιναν στις 12 Ιουνίου του 1831, αναφέρεται ότι μέχρι τότε στο σχολείο είχαν φοιτήσει συνολικά 1017 μαθητές. Από αυτούς οι 145 εξακολουθούσαν να φοιτούν, ενώ από τους υπόλοιπους οι 500 ήταν «προπαρασκευασμένοι εις την σπουδήν ανωτέρων μαθημάτων, εις τα Ελληνικά Σχολεία, εις το Κεντρικόν της Αιγίνης ή εις άλλα επαγγέλματα».

 

Υποσημειώσεις 

  

* Ιωάννης Κοκκώνης, εκπαιδευτικός και παιδαγωγός μεγάλου κύρους.  

 Η πρώτη πρόταση για ίδρυση Πανεπιστημίου Αθηνών. Στις 22 Μαρτίου 1833 η Αντιβασιλεία εξέδωσε διάταγμα «περί συστάσεως επιτροπής προς διοργανισμόν των σχολείων». Μέλη της επιτροπής ορίζονταν: ο νομομαθής φαναριώτης Κωνσταντίνος Σχινάς που το 1837 διορίστηκε πρώτος Πρύτανης του νεοσυσταθέντος Πανεπιστημίου, ο δικαστικός και πολιτικός Αναστάσιος Πολυζωίδης, ο παιδαγωγός Ιωάννης Κοκκώνης, ο γνωστός φαναριώτης ποιητής Αλέξανδρος Σούτσος, ο κλασικός φιλόλογος Ιωάννης Βενθύλος, ο Γερμανός επιγραφολόγος Johann Franz. Στο σχέδιο που υπέβαλαν (στις 3 Ιουλίου 1833), εκτός από τα άρθρα που αφορούσαν στην ίδρυση δημοτικών, γυμνασίων και λυκείων, υπήρχε και πρόταση για την ίδρυση Μουσείου, δηλαδή Πανεπιστημίου. Στο τέταρτο λοιπόν άρθρο γίνεται αρχικά μια θεωρητική προσέγγιση του θέματος (σκοποθεσία και διαίρεση των επιστημών), ενώ στη συνέχεια αναφέρονται τα μαθήματα που θα έπερεπε να διδάσκονται κατά σχολές. Παραθέτουμε τους τίτλους των εβδομήντα μαθημάτων, γιατί αντικατοπτρίζουν το επιστημονικό γίγνεσθαι της εποχής εκείνης: «1. Φιλοσοφική Σχολή: Γενική εισαγωγή εις την σπουδήν της φιλοσοφίας, Ιστορία της παλαιάς και νέας φιλοσοφίας, Η φιλοσοφία της φύσεως, Λογική και Μεταφυσική, Ανθρωπολογία, Φιλοσοφική Ηθική, Αισθηματική, ήτοι θεωρία του καλού, Μαθηματική, 2. Θεολογική Σχολή: Εγκυκλοπαιδεία και Μεθοδολογία της θεολογίας, Ιστορία της θεολογίας, Πολιτική και θρησκευτική ιστορία των Εβραίων, Ερμηνεία των θεοπνεύστων Γραφών, Αρχαί, ήτοι κανόνες της ερμηνείας της Καινής Διαθήκης, Εκκλησιαστική Iστορία, Ιστορία των Χριστιανικών Δογμάτων, Χριστιανική Ηθική, Ποιμαντική διδασκαλία, Νομική Εκκλησιαστική, 3. Ιστορική Σχολή: Εισαγωγή εις την σπουδήν της Iστορίας, Ιστορία των παλαιών και νέων Εθνών, Φιλολογία, Εισαγωγή εις την σπουδήν της φιλολογίας, Εγκυκλοπαιδεία της φιλολογίας, Φιλόσοφος έκθεσις περί των παλαιών γλωσσών, μάλιστα περί της Ελληνικής, Ερμηνευτική και Κριτική περί τα παλαιά, και εξήγησις συγγραφέων και ποιητών, οίον Αισχύλου, Πινδάρου, Θουκυδίδου, Πλάτωνος, Αριστοτέλους, Τακίτου, Περσίου κτλ., Μετρική των Ελλήνων και Ρωμαίων, Ιστορία των δύο Εθνών Ελλήνων και Ρωμαίων, Μυθολογία των δύο Εθνών, Αρχαιότητες Ελληνικαί και Ρωμαϊκαί, Αρχαιολογία, Ιστορία της Ελληνικής και Ρωμαϊκής Φιλολογίας, Ανατολικαί γλώσσαι (Εβραϊκή, Αραβική, Περσική, Τουρκική), Νεώτεραι Γλώσσαι, 4. Νομική Σχολή: Εγκυκλοπαιδεία και Μεθοδολογία του Δικαίου, Εισηγήσεις του Ιουστινιανού, Πανδέκται, Ιστορία του Ρωμαϊκού Διακαίου, Εξήγησις των εισηγήσεων του Γαΐου, Ιδιωτικόν Δίκαιον, Δημόσιον Δίκαιον, Φυσικόν Δίκαιον, Πολιτική δικολογία, Ποινικόν δίκαιον και Ποινική δικονομία, Εγκληματικόν δίκαιον και Εγκληματική δικονομία, Εθνική και Πολιτική Oικονομία, Δίκαιον Εθνών, Ιατρική δίκη, 5. Φυσική Σχολή: Εισαγωγή εις την σπουδήν της Φυσικής, Πειραματική Φυσική, Χημεία και πρακτικαί γυμνάσεις εις την χημείαν, Φυσιογραφία, Oρυκτολογία, Γεωγνωσία, Βοτανική, Ζωολογία, Αγρονομική, 6. Ιατρική Σχολή: Ιστορία της Ιατρικής, Εγκυκλοπαιδεία και Μεθοδολογία της Ιατρικής, Γενική και μερική ανατομία, Γενική παθολογία και θεραπεία μετά της σημειωτικής, Ανατομικαί γυμνάσεις, Ειδική θεραπεία, Φαρμακολογία και περί ύλης φαρμάκων, Χειρουργία, περί εργαλείων χειρουργικών, περί δεσμών, Φυσιολογία ανθρώπου και φυσιολογία συγκριτική με αποδείξεις, πειράματα γινόμενα επί ζώων, Ιατρική κλινική, Χειρουργία και οφθαλμιατρική κλινική, Μαιευτική, Πρακτικαί γυμνάσεις εις την Μαιευτικήν (εις τα ανδρείκελα), Εξήγησις των γνησίων Ιπποκράτους συγγραμμάτων, Περί δηλητηρίων». Σήμερα, η αναγραφή των διδασκόμενων μαθημάτων στα τριάντα Τμήματα του Πανεπιστημίου καταλαμβάνει 100 περίπου σελίδες στον τόμο Πανόραμα του Πανεπιστημίου Αθηνών (Δομή-Λειτουργία-Εκπαιδευτικό έργο), Αθήνα 2002. 

 Υλικό από το βιβλίο του Δαυίδ Αντωνίου, « Οι απαρχές του Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού στο Νεοελληνικό Κράτος: Το Σχέδιο της Επιτροπής του 1833», Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 1992).

 

** Η αλληλοδιδακτική μέθοδος χρησιμοποιήθηκε από τα μέσα του 17ου αιώνα στην Αγγλία, τελειοποιήθηκε τον 18ο αιώνα στη Γαλλία του Sarazin. Ονομάστηκε έτσι για το λόγο ότι με την καθοδήγηση του δασκάλου χρησιμοποιούνταν οι καλύτεροι μαθητές (οι πρωτόσχολοι) για να διδάσκουν τους υπόλοιπους. Την αλληλοδιδακτική στην Ελλάδα εισήγαγε επίσημα ο Ιωάννης Κοκκώνης στα χρόνια του Καποδίστρια, μεταφράζοντας (1830) τον οδηγό της αλληλοδιδακτικής μεθόδου του Σαραζίνου (Sarazin).

Ο Καποδίστριας ως απεσταλμένος του τσάρου Αλέξανδρου θα συναντηθεί το 1814 με τον φημισμένο Παιδαγωγό Emanuel von Fellenberg. Οι εντυπώσεις που αποκόμισε ο Καποδίστριας τον έκαναν ενθουσιώδη οπαδό του συστήματος του Fellenberg. Ο συνδυασμός Πνευματικής και Χειρωνακτικής εργασίας, η προώθηση της επαγγελματικής εκπαίδευσης στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, αλλά και η προσπάθεια για πνευματική σύμπνοια ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις με στόχο την κοινωνική Ειρήνη θα βρουν σύμφωνο τον Καποδίστρια. Ως Κυβερνήτης της Ελλάδας έριξε όλο το βάρος των προσπαθειών του στην επέκταση του πρωτοβάθμιου σχολικού δικτύου σε εθνική κλίμακα. Το ψήφισμα για την παιδεία που εκδόθηκε το 1829 στη διάρκεια της Δ’ εθνοσυνέλευσης στο Άργος αναφέρεται ρητά στην προώθηση των αλληλοδιδακτικών σχολείων. Εκτός των άλλων προβλέπει ακόμα τα εξής: Τη σύσταση του λεγόμενου «Γαζοφυλακίου» οι πόροι του οποίου θα προορίζονταν για την οικονομική ενίσχυση των σχολείων, τη σύσταση δευτεροβάθμιων σχολείων τα οποία ονόμαζε «πρότυπα» ή «τυπικά», ενώ παράλληλα διατηρήθηκαν και τα λεγόμενα Ελληνικά σχολεία.

 Το ψήφισμα του 1829 δεν εφαρμόστηκε ως προς όλα τα σημεία. Ο ίδιος πάντως πίστευε ότι χωρίς την εξάπλωση της λαϊκής μόρφωσης θα επικρατούσε πάντοτε το «δίκαιο του ισχυρότερου στηριζόμενο εις την αμαθίαν και αποκτήνωσιν του πλήθους».
Σύμφωνα με την έκθεση του Ν. Χρυσόγελου, γραμματέα των εκκλησιαστικοί και της δημόσιας εκπαίδευσης, χα λιγοστά σχολεία του αγώνα είχαν αυξηθεί μέχρι το 1831 σε 121, ενώ ο αριθμός των μαθητών σε 9.246 από τους οποίους οι 6.718 φοιτούσαν στα 75 αλληλοδιδακτικά που λειτουργούσαν την περίοδο αυτή στη χώρα.

 
 Αναγνωρίζοντας ότι το σύστημα Fellenberg απαιτούσε πολλούς δασκάλους, ειδικές κτιριακές εγκαταστάσεις και ανάλογα οικονομικά μέσα, ο Καποδίστριας υποστήριξε την εισαγωγή της αλληλοδιδακτικής στην Ελλάδα και ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το ζήτημα της ενιαίας εφαρμογής της στα σχολεία. Τον Οκτώβριο του 1829 προχώρησε στην σύσταση τριών ειδικών επιτροπών που θα επιδίδονταν «εις την μετάφρασιν και σύστασιν βιβλίων στοιχειωδών και εις την αναθεώρησιν συγγράμματος ήδη μεταφρασμένων, συντεινόντων προς ομοιόμορφον και τελειότερον οργανισμόν των αλληλοδιδακτικών και τυπικών σχολείων».

Μία από τις τρεις επιτροπές και συγκεκριμένα η «Επιτροπή επί της προπαιδείας» έκανε τις απαραίτητες ενέργειες ώστε να συγκεντρώσει όσα εγχειρίδια αναφέρονταν στην οργάνωση των σχολείων και την αλληλοδιδακτική μέθοδο.

Τα εγχειρίδια που συγκεντρώθηκαν από την επιτροπή είναι τα εξής:

1) Η ερμηνεία του Κλεόβολου ο οποίος τελικά δεν κατάφερε να την τυπώσει με αποτέλεσμα να περιφέρεται χειρόγραφο από χέρι σε χέρι. Το πρώτο μέρος της ερμηνείας αναφερόταν στο διδακτικό υλικό, στα κατάστιχα που έπρεπε να συμπληρώσουν οι δάσκαλοι και στους κανόνες της σχολικής οργάνωσης. Ενώ στο δεύτερο μέρος της ερμηνείας περιέγραφε τον μηχανισμό των προσταγμάτων με τα οποία οι πρωτόσχολοι καθοδηγούσαν τους μαθητές στη διάρκεια της παράδοσης των μαθημάτων και των ασκήσεων.

2) Η ερμηνεία του Πολίτη: ο οποίος υπήρξε εισηγητής της αλληλοδιδακτικής στα Επτάνησα. Συνέταξε ένα συνοπτικό εγχειρίδιο για τους Επτανήσιους δασκάλους, το οποίο εκδόθηκε στην Κέρκυρα το 1820 με τον τίτλο «Εγχειρίδιον της αλληλοδιδακτικής μεθόδου εις χρήσιν των κατά το Ιόνιον Κράτος παιδαγωγών». Φαίνεται ότι κυκλοφόρησε και αυτό στην Ελλάδα ως χειρόγραφο αντιγραμμένο από το πρωτότυπο διότι, κατά τα λεγόμενα του Κοκκώνη, η επιτροπή μελέτησε το έργο του Πολίτη Βάσει ενός χειρογράφου που δανείστηκε ο ίδιος από κάποιον δάσκαλο στην Αίγινα.

3) Η ερμηνεία του Συνέσιου. Το χειρόγραφο του, το οποίο ήταν και το πρωτότυπο προμήθευσε στην επιτροπή η Γραμματεία Εκπαιδεύσεως. Ο Συνέσιος πραγματευόταν το μάθημα της αριθμητικής με έναν δικό του τρόπο. Παρόλο που αποτελούσε αντιγραφή αντίστοιχων κεφαλαίων της ερμηνείας του Πολίτη. Στο τέλος της Ερμηνείας αφιέρωνε 4-5 σελίδες στις ποινές των μαθητών, τον προβιβασμό τους από την μια κλάση στην άλλη, τα καθήκοντα του θυρωρού του σχολείου. την οικοδομή του σχολείου και παρέθετε δυο υποδείγματα καταλόγων για την πρόσκληση και τον γενικό έλεγχο της προόδου των μαθητών.

4) Η ερμηνεία με τίτλο Σύστημα αγγλικών δια τα σχολεία ή εύκολος μέθοδος δια την διδασκαλίαν των παιδιών η οποία εκδόθηκε το 1827 από την Αγγλικανική Ιεραποστολή της Μάλτας. Χωρίζεται σε τέσσερα μέρη που αφορούν: α) στο σχήμα της σχολικής αίθουσας, το κτίριο του σχολείου και το διδακτικό υλικό, β) στη μέθοδο διδασκαλίας, τη διαίρεση των μαθητών σε κλάσεις και πρέπει να γίνεται η διδασκαλία των τριών μαθημάτων, γ) στα χρέη των πρωτόσχολων, τις εξετάσεις των μαθητών για τον προβιβασμό από την μια κλάση στην άλλη, δ) στη γενική οργάνωση του σχολείου. Είναι η μόνη Ερμηνεία που αναφέρεται στην εκπαίδευση των κοριτσιών για τα οποία προβλέπει εκτός από τα τρία γνωστά μαθήματα και διδασκαλία ραπτικής.

Η επιτροπή εισηγήθηκε στη Γραμματεία να στείλει ειδική εγκύκλιο προς τους δασκάλους με την οποία αφενός να ζητά πληροφορίες σχετικά με την οργάνωση των σχολείων τους, τον τρόπο με τον οποίο δίδασκαν, τα βιβλία και τους πίνακες που έγραφαν και αφετέρου τις προτάσεις για αλλαγές που θεωρούσαν αναγκαίες. Η εγκύκλιος εστάλη στις 14.11.1829 μετά από επιμονή του Νικητόπουλου, αφού ο Καποδίστριας δεν ήταν σύμφωνος.

Πίστευε ότι αυτού του είδους οι ενέργειες είναι άσκοπες αφού ήταν γνωστή η έλλειψη γνώσεων και η απειρία των δασκάλων. Η σύνθεση των μελών της επιτροπής πολύ γρήγορα δημιούργησε εντάσεις: από την μια πλευρά ο Νικητόπουλος, δάσκαλος με φιλελεύθερες αντιλήψεις. Από την άλλη, ο Κοκκώνης και ο Μουστοξύδης αφοσιωμένοι στον Καποδίστρια και στις αυταρχικές του επιλογές. Η θέση του Νικητόπουλου σχετικά με το πώς έπρεπε να χειριστεί η επιτροπή το ζήτημα του εγχειριδίου της αλληλοδιδακτικής υπήρξε αφορμή διαφωνίας μεταξύ τους, ιδιαίτερα επιφορτίστηκε με το καθήκον να μελετήσει τις παρατηρήσεις των δασκάλων και να υποβάλει σχετική αναφορά στην επιτροπή. Είκοσι δάσκαλοι ανταποκρίθηκαν στην εγκύκλιο του Υπουργείου και συμφωνα με τον Νικητόπουλου «αποδεικνύονται ότι γνωρίζουν την αλληλοδιδακτική μεθόδον, καθώς είμαι βεβαιωμένος και από άλλα των γραμμάτων ιδιαίτερα εις εμέ».

(Λυδίας Παπαδάκη, Η αλληλοδιδακτική μέθοδος διδασκαλίας στην Ελλάδα του 19ου αιώνα.
Χρ. Λέφα, Ιστορία της Εκπαιδεύσεως. Ελευθερία Γκαρή ).

 ***Δασκαλάκη, ό.π., Β’, σ. 1391-1395 ( = Γ.Α.Κ., Υπ. Θρησκείας, φάκ. 32, Σχολικά, 8 Οκτωβρίου 1830). Χαρακτηριστικός για την ιστορία του θεσμού των επιθεωρητών και την επικρατούσα νοοτροπία είναι ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάσθηκε ο Κοκκώνης στον αλληλοδιδάσκαλο και γι’ αυτό παρατίθεται αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα:

 « Την 6 του παρόντος περί την 4 ώραν από μεσημβρ. φθάσας εις Άργος επήγα αμέσως εις το Αλληλ. σχολείον, εις τον διδάσκαλον του οποίου επαρουσιάσθην ως ξένος ταξιδιώτης περίεργος να ίδω το σχολείον του. Είχε τελειώσει εκείνην την ώραν το μάθημα της γραφής και έμελλε ν’ αρχίσει την ανάγνωσιν.  Περιεργάσθην τους τρόπους καθ’ ούς γίνεται το μάθημα τούτο από ημικύκλκιον εις ημικύκλιον διαβαίνων και τα προστάγματα εν ταυτώ· εύρηκα δε και ταύτα και εκείνα γινόμενα όχι ακριβώς κατά τον οδηγόν. Τον ηρώτησα « τίνος μέθοδον ακόλουθη » και μ’ απεκρίθη ότι του Σαραζίνου, δεν είναι όμως ακριβώς βαλμένα εις πράξιν, διότι οι πρωπόσχολοί του δεν εγυμνάσθησαν ακόμη ικανώς εις τούτο. Μάθημα αριθμητικής δεν έκαμεν, επειδή διατρίψας πολύ εις την Γραφήν είχεν εξορίσει. Τη επαύριον επαρουσιάσθην το πρωί, πριν αρχίση έτι το μάθημα οδηγηθείς εις το σχολείον παρά του γραμματέως του Τοποτηρητού … ». [ ό.π.].

**** Το δημόσιο αλληλοδιδακτικό σχολείο στο Άργος σύμφωνα με μαρτυρίες λειτούργησε σε οικία – μετόχι, που ανήκε στην έγγεια περιουσία της μονής της Κατακεκρυμμένης στο Μπεκίρ Μαχαλά (Ν. Δ. συνοικία του Άργους). Την είχε αφιερώσει στο μοναστήρι τα πρώτα χρόνια του ΙΘ΄ αιώνα η Αγγελίνα, σύζυγος του Αθανασίου Μπούρα. Η οικία αυτή επισκευάστηκε από τη δημογεροντία του Άργους και χρησιμοποιήθηκε ως «κοινόν αλληλοδιδακτικόν σχολείον». Το οίκημα αυτό, που σύμφωνα με έκθεση του Ιω. Κοκκώνη, ήταν «πολλά στενόν και υποκείμενον εις τας μεταβολάς του καιρού» φαίνεται πως εγκαταλείφθηκε το καλοκαίρι του 1831, όταν έγιναν στο Άργος τα εγκαίνια του νέου σχολείου, που ανεγέρθηκε σύμφωνα με τις απαιτήσεις της αλληλοδιδακτικής μεθόδου. (Δανούση Κ., Ιδιοκτησιακά της μονής Κατακεκρυμμένης στο Άργος, ΕΛΛΕΒΟΡΟΣ, τ. 12, σελ. 65)

Ο Γιάννης Χελιώτης και Νικόλαος Ζεγκίνης αναφέρουν ότι «η προειρημένη οικία, ανακαινισθείσα και επιδιωρθωθείσα παρά των τότε δημογερόντων της πόλεως ταύτης εχρησίμευε δια σχολείον κοινόν αλληλοδιδακτικόν» και «κατά το 1828, ερείπιον ον, το έκτισαν και το κατασκεύασαν και εχρησίμευσε δια σχολείον κοινόν αλληλοδιδακτικόν.»

 

Αννίτα Κορδατζή – Πρασσά, «Η εκπαίδευση στο Άργος επί Καποδίστρια (1828-1832)», Περιοδικό Ελλέβορος « Πρώτο Αφιέρωμα στο Άργος», σελ. 83-89, τεύχος 11, 1994.

 

Επιμέλεια: Τσάγκος Αναστάσιος  

 

Read Full Post »

« Newer Posts - Older Posts »