Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Αρχαιολογία’

Αυτό το περιεχόμενο είναι προστατευμένο με Συνθηματικό. Για να το δείτε, παρακαλώ εισάγετε το Συνθηματικό παρακάτω.

Read Full Post »

Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου


 

Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου – H επανέκθεση

Ευαγγελία Παππή

Αρχαιολόγος, Δ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων

  

Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου

Η τριώροφη, πέτρινη αποθήκη του ενετικού στόλου που κτίστηκε το 1713, κατά την περίοδο της β΄ Ενετοκρατίας στο Ναύπλιο, από τον Προβλεπτή του στόλου Αυγουστίνο Σαγρέδο, φιλοξενεί από το 1933 στους ορόφους της το αρχαιολογικό μουσείο της πόλης.*

Από το 2003 έως το 2008 πραγματοποιήθηκε ανακαίνιση του μουσείου στο πλαίσιο του έργου «Βελτίωση – Αναβάθμιση Αρχαιολογικού Μουσείου Ναυπλίου» με τη συγχρηματοδότηση της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνολικού προϋπολογισμού 886.750 €. Το έργο περιλάμβανε έργα υποδομής (ηλεκτρομηχανολογικός εξοπλισμός, πρόσβαση για ΑμεΑ κ.λπ.) και επανέκθεση.**

Η νέα έκθεση του μουσείου διαρθρώνεται σε θεματικές ενότητες οι οποίες παρουσιάζουν τους πολιτισμούς που αναπτύχθηκαν στην Αργολίδα από την απώτατη προϊστορία έως και την ύστερη αρχαιότητα και περιλαμβάνει ευρήματα των ελληνικών ανασκαφών αλλά και του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, του Σουηδικού Ινστιτούτου στην Αθήνα και της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών.

Τα 2.000 περίπου εκθέματα, νέα στην πλειονότητά τους, παρουσιάζονται σε οκτώ εννοιολογικά αυτοτελείς ιστορικές και πολιτισμικές ενότητες. Στην έκθεση αντιπροσωπεύεται ολόκληρη η Αργολίδα, με εξαίρεση το Άργος και τη γειτονική του Λέρνα, τις Μυκήνες και το ιερό του Ασκληπιού στην Επίδαυρο που παρουσιάζονται στα αντίστοιχα τοπικά μουσεία.

Οι έννοιες του χώρου και του χρόνου διατρέχουν τη δομή της έκθεσης. Ο χώρος, το κατεξοχήν πολυσήμαντο πεδίο στο οποίο εγγράφεται η ανθρώπινη δράση, παίρνει μέρος στη μουσειακή αφήγηση κυρίως με τη μορφή εποπτικών πινάκων που πλαισιώνουν τα εκθετικά σύνολα, λειτουργώντας ως παλίμψηστο στο οποίο αποτυπώνονται τα ίχνη των πολιτισμών.

Οι ενότητες αναπτύσσονται γραμμικά στον εκθεσιακό χώρο όχι με την έννοια του πολιτισμικού εξελικτισμού, αλλά υπονοώντας την ευθύγραμμη αντίληψη που έχει ο δυτικός άνθρωπος για το χρόνο. H ανάπτυξη αυτή υπογραμμίζεται από την ένθετη χάλκινη ταινία κατά μήκος του δαπέδου των αιθουσών η οποία, σε μια σύμπραξη μουσειολογικού σκεπτικού και μουσειογραφικής εφαρμογής, τονίζει τη γραμμικότητα του κτηρίου και σηματοδοτεί την ευθύγραμμη κίνηση των επισκεπτών μέσα σε αυτό.

Γενική άποψη της νέας έκθεσης

Από τις στρατηγικές επιβίωσης των παλαιολιθικών κυνηγών και των νεολιθικών γεωργοκτηνοτρόφων στο σπήλαιο Φράγχθι της Ερμιονίδας, ως τη δομή του μυκηναϊκού ανακτορικού συστήματος, όπως παρουσιάζεται μέσα από τα μυκηναϊκά κέντρα της Τίρυνθας και της Μιδέας, και από την εποχή του Ομήρου, ως τις αρχαίες πόλεις των Αλιέων της Ερμιόνης και της Επιδαύρου, ξετυλίγεται η μουσειακή αφήγηση σε μια διαδρομή στο χώρο και το χρόνο που παρουσιάζει τις συνέχειες και τις ασυνέχειες, τις μακρές διάρκειες και τις τομές που οδηγούν στην πολιτιστική αλλαγή.

Στόχος του σκεπτικού της επανέκθεσης είναι μια παρουσίαση της ιστορίας και του πολιτισμού της Αργολίδας ανθρωποκεντρική, κοινωνικά σημαίνουσα, που προσπαθεί να καταδείξει ότι τα εκθέματα δεν είναι άθροισμα ευρημάτων αλλά αντιπροσωπεύουν τα χαρακτηριστικά στοιχεία ενός πολιτισμού.

Τα εκθέματα πλαισιώνονται από συμβατικά εποπτικά μέσα (κείμενα, υπομνηματισμό, εικόνες, πλαστικά ομοιώματα και αναπαραστατικές μονάδες) και νέες τεχνολογίες (προβολές, ηλεκτρονικά πολυμέσα κ.λπ.), που δημιουργούν διαφορετικά επίπεδα ανάγνωσης των εκθεμάτων. Στην αίθουσα πολυμέσων δύο προβολές συμπληρώνουν τη μουσειακή εμπειρία: η εφαρμογή πολυμέσων «Από τα σπήλαια στα ανάκτορα. Η προϊστορική Αργολίδα» και το ντοκιμαντέρ του Φίλιππου Κουτσαφτή «ΤΟ.RA.KE» που πραγματεύεται την πανοπλία των Δενδρών.***

Η μόνιμη έκθεση αναπτύσσεται σε δύο αίθουσες όμοιας κάτοψης στους δύο ορόφους του κτηρίου. Διατηρώντας τη βασική κατηγοριοποίηση της παλιάς έκθεσης, στην αίθουσα του πρώτου ορόφου παρουσιάζονται τα ευρήματα των προϊστορικών χρόνων ενώ στην αίθουσα του δεύτερου ορόφου τα ευρήματα των ιστορικών χρόνων.

Η αφήγηση ξεκινά με την παρουσίαση ενός συμπλέγματος παλαιολιθικών εστιών από τις βραχοσκεπές στο φαράγγι της Κλεισούρας στην Πρόσυμνα (32000-21000 π.Χ.), ένα από τα πρωιμότερα παραδείγματα περίπλοκης πολιτισμικής συμπεριφοράς του ανθρώπου.

Ευρήματα του σπηλαίου Φράγχθι στην Ερμιονίδα τεκμηριώνουν τη μετάβαση από τη θηρευτική στην παραγωγική οικονομία. Εκτίθενται λίθινα και οστέινα εργαλεία, υπολείμματα της διατροφής των κατοίκων του σπηλαίου, όπως όστρεα και οστά ζώων και ψαριών, κοσμήματα από όστρεο, οστό και λίθο, αλλά και τα πρώτα χειροποίητα νεολιθικά αγγεία από πηλό, καθώς και μια αντιπροσωπευτική σειρά πήλινων ανθρωπόμορφων και ζωόμορφων ειδωλίων. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναπαράσταση ταφής βρέφους της Μέσης Νεολιθικής.

Ακολουθεί η παρουσίαση του πρωτοελλαδικού πολιτισμού μέσα από τα ευρήματα σημαντικών κέντρων όπως η Τίρυνθα, η Ασίνη και το Μπερμπάτι αλλά και άλλων λιγότερο γνωστών στην έρευνα οικισμών, όπως αυτός της Παλαιάς Επιδαύρου. Εκτός από τη χαρακτηριστική κεραμική της εποχής, κωνικά κύπελλα, ραμφόστομες φιάλες, υδρίες, αμφορείς, πυξίδες, κανθάρους, ασκούς και πρόχους, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει ο μοναδικός ψυκτήρας (2600-2200 π.Χ.) της Τίρυνθας, εκτίθενται τμήματα αγγείων που φέρουν τη χαρακτηριστική διακόσμηση από σφραγιδοκύλινδρο, σφραγίδες από λίθο, πηλό και χαλκό καθώς και σφραγίσματα, που συνδέονται με ένα σύστημα διαχείρισης και διακίνησης προϊόντων. Εκτίθενται ακόμη λίθινα πηνιόσχημα σταθμά, οστέινα εργαλεία, ασκός με παράσταση σκορπιών, μαρμάρινα πρωτοκυκλαδικά ειδώλια, καθώς και η πήλινη εστία από το «μέγαρο» της Πρωτοελλαδικής ΙΙ εποχής στο Μπερμπάτι.

Στη συνέχεια παρουσιάζεται ο μεσοελλαδικός οικισμός τα της Ασίνης. Αγγεία και άλλα τέχνεργα από τον οικισμό και τους τάφους, καλύπτουν ολόκληρο το χρονολογικό φάσμα της Μεσοελλαδικής εποχής (2100-1600 π.Χ.). Παράλληλα παρουσιάζουν τους δύο κύριους τύπους της κεραμικής, τη μινυακή και την αμαυρόχρωμη, ενός πολιτισμού που αποτέλεσε το υπόβαθρο του μυκηναϊκού.

Στα κτερίσματα ενός ιδιαίτερα πολυτελούς τάφου των αρχών του 16ου αι. π.Χ. από το ανατολικό νεκροταφείο της Ασίνης είναι πρόδηλη η συγκέντρωση πλούτου στα χέρια μιας ολιγάριθμης αριστοκρατίας και παραπέμπει στους σύγχρονούς του ταφικούς κύκλους των Μυκηνών. Η ενότητα συμπληρώνεται με άλλα παραδείγματα ταφών του 17ου-16ου αι. π.Χ. από την Πρόνοια Ναυπλίου, τη Μιδέα και την Τίρυνθα, και ολοκληρώνεται με την αναπαράσταση ενός λακκοειδούς τάφου από το μεσοελλαδικό νεκροταφείο στο Μπερμπάτι (λόφος Μαστού).

Το τμήμα δαπέδου από ασβεστοκονίαμα με παράσταση δελφινιών από το ανάκτορο της Τίρυνθας εισάγει συμβολικά τον επισκέπτη στον μυκηναϊκό πολιτισμό.

Άποψη της ενότητας «Η μυκηναϊκή ανακτορική εξουσία και διοίκηση».

Η δομή της μυκηναϊκής ανακτορικής εξουσίας και διοίκησης σκιαγραφείται μέσα από τα ευρήματα των δύο μεγάλων μυκηναϊκών κέντρων, της Τίρυνθας και της Μιδέας, αλλά και από τον μυκηναϊκό οικισμό της Ασίνης. Εκτίθενται τα σύμβολα εξουσίας, κοσμικής και θρησκευτικής, του άνακτα και της άρχουσας τάξης, πήλινο ομοίωμα θρόνου, εικονιστικοί κρατήρες με παραστάσεις αρμάτων, πήλινο ομοίωμα φορείου και μια τράπεζα προσφορών από ασβεστοκονίαμα από την Τίρυνθα, πολυτελή επίμηλα τελετουργικών ξιφών από τη Μιδέα, ρυτά και άλλα τελετουργικά σκεύη, τα εντυπωσιακά τροχήλατα γυναικεία ειδώλια από την Τίρυνθα και τη Μιδέα, καθώς και ο περίφημος «άρχοντας της Ασίνης».

Οι πινακίδες της Γραμμικής Β, οι ενεπίγραφοι αμφορείς κι ένα μολύβδινο σφραγιστικό δαχτυλίδι από την Τίρυνθα καθώς και τα πήλινα πρισματικά σφραγίσματα από τη Μιδέα παρουσιάζουν το γραφειοκρατικό μυκηναϊκό σύστημα ελέγχου και διακίνησης των αγαθών.

Πλήθος αντικειμένων αποτελούν αδιάψευστους μάρτυρες του εμπορίου, των επαφών και των αλληλεπιδράσεων που διαμόρφωσαν τη φυσιογνωμία του μυκηναϊκού πολιτισμού: χάντρες από ήλεκτρο της Βαλτικής, μιταννικοί σφραγιδοκύλινδροι από την Εγγύς Ανατολή, ένα αιγυπτιακό ειδώλιο που φέρει δέλτο του Φαραώ Αμενχοτέπ Β΄, μινωικοί σφραγιδόλιθοι, εμπορικοί αμφορείς από τη Χαναάν και τη μινωική Κρήτη, ένα τάλαντο χαλκού, πιθανότατα από την Κύπρο.

Η ενότητα συμπληρώνεται με αποθηκευτικά αγγεία, ενώ μια μήτρα από στεατίτη για την κατασκευή κοσμημάτων, λίθινα, οστέινα και χάλκινα εργαλεία και ελεφάντινα έργα μικροτεχνίας παρουσιάζουν διάφορα στάδια της εργαστηριακής παραγωγής των μυκηναϊκών κέντρων.

Ειδώλιο καθιστής γυναίκας από το Φράγχθι, π. 5300-4500 π.Χ.

Ακολουθούν τα νεκροταφεία θαλαμωτών τάφων της Ευαγγελίστριας Ναυπλίου, της Ασίνης, των Δενδρών, της Παλαιάς Επιδαύρου καθώς και ο θολωτός τάφος της Καζάρμας. Λίθινα, μετάλλινα και πήλινα αγγεία, πήλινα ειδώλια των χαρακτηριστικών τύπων Φ, Ψ, Τ αλλά και ένθρονες μορφές, κουροτρόφοι, ζωόμορφα ειδώλια, ελεφάντινα έργα, σφραγιδόλιθοι και κοσμήματα από χρυσό, ημιπολύτιμους λίθους, ήλεκτρο, φαγεντιανή και γυαλί φωτίζουν τις μυκηναϊκές ταφικές πρακτικές και αποτυπώνουν τον πλούτο και την ποικιλία των κτερισμάτων, που αντανακλούν τη διαστρωμάτωση της μυκηναϊκής κοινωνίας. Ξεχωρίζουν οι αμφοροειδείς κρατήρες με παραστάσεις άρματος και κιθαρωδού αντίστοιχα και ο κάλαθος-ρυτό με παράσταση αιγάγρου από την Ευαγγελίστρια Ναυπλίου.

Σε ξεχωριστή προθήκη παρουσιάζεται το θέμα του πολέμου και του κυνηγιού που αποτελούσαν μέσο επίδειξης δύναμης και γοήτρου της μυκηναϊκής άρχουσας τάξης. Εκτίθενται χάλκινα και λίθινα όπλα, χαύλιοι οδοντόφρακτου κράνους, τμήματα εικονιστικών κρατήρων με παραστάσεις από τον πόλεμο και το κυνήγι, μια πινακίδα της Γραμμικής Β που αναφέρεται σε πανοπλίες καθώς και ένα ελεφάντινο ομοίωμα οκτώσχημης ασπίδας.

Η χάλκινη πανοπλία των Δενδρών, το κορυφαίο, εμβληματικού χαρακτήρα έκθεμα του μουσείου, μετά τη νέα του συντήρηση εκτίθεται σε ξεχωριστή περίοπτη προθήκη μαζί με τα υπόλοιπα εντυπωσιακά κτερίσματα του τάφου στον οποίο βρέθηκε, εξαρτήματα του οπλισμού του πολεμιστή, χάλκινα σκεύη, πήλινα αγγεία.

Στην αίθουσα του δεύτερου ορόφου η παρουσίαση ξεκινά με τα υλικά κατάλοιπα της Εποχής του Σιδήρου. Τα εκθέματα, κυρίως κεραμική, αφενός καταδεικνύουν τη συνέχεια και αφετέρου παρουσιάζουν τους νεωτερισμούς της Πρωτογεωμετρικής περιόδου. Περίοπτη θέση κατέχει το χάλκινο κράνος και τα υπόλοιπα χάλκινα και σιδερένια όπλα από τον περίφημο υπομυκηναϊκό τάφο της Τίρυνθας (11ος αι. π.Χ.).

Σφραγίδα από στεατίτη από την Ασίνη, 2700-2200 π.Χ.

Τρεις αμφορείς της Υπομυκηναϊκής της Μέσης Γεωμετρικής και της Ύστερης Γεωμετρικής εποχής αντιπροσωπεύουν διαδοχικά καλλιτεχνικά στάδια της κεραμικής και της αγγειογραφίας από το 1100 ως το 700 π.Χ., μιας περιόδου που χαρακτηρίζεται από έντονες κοινωνικές ανακατατάξεις, οι οποίες θα οδηγήσουν στη δημιουργία της πόλεως.

Η Γεωμετρική εποχή σκιαγραφείται μέσα από τα ευρήματα των τάφων της Πρόνοιας Ναυπλίου, της Τίρυνθας, της Ασίνης και του Μπερμπατίου. Ξεχωριστή θέση ανάμεσά τους κατέχει ένα ομοίωμα ροδιού από την Άνω Επίδαυρο, σύμβολο γονιμότητας και αναγέννησης. Το πιο χαρακτηριστικό αργειακό εικονογραφικό θέμα, τα άλογα με τον ιππηλάτη, αποτυπώνει το ηρωικό πνεύμα, ενώ παραστάσεις καραβιών, τελετουργικών χορών, ζώων και πτηνών συνθέτουν την εικόνα της ομηρικής εποχής.

Οι λατρείες της αρχαϊκής εποχής παρουσιάζονται κυρίως μέσα από τα ευρήματα της Τίρυνθας. Έργα κοροπλαστικής, όπως ένθρονες γυναικείες θεότητες, αναθέτριες, ένας ασπιδοφόρος ιππέας, μικρογραφικά αγγεία, άνθη, καρποί και στεφάνια, σχετίζονται με τη λατρεία της Ήρας.

Με τη λατρεία της Αθηνάς, αντίστοιχα, συνδέονται χάλκινα ομοιώματα αρχαϊκών κρανών και κνημίδας, πήλινη κεφαλή ειδωλίου Αθηνάς του 4ου αι. π.Χ. καθώς και τμήματα κρατήρων του 5ου αι. π.Χ. με αφιερωματικές επιγραφές για τη θεά που βρέθηκαν στην Τίρυνθα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι περίφημες πήλινες αναθηματικές ασπίδες με μυθολογικές σκηνές του 7ου αι. π.Χ. και τα πήλινα τελετουργικά προσωπεία από τον λεγόμενο «Βόθρο» της Τίρυνθας καθώς και ο χάλκινος κούρος από το Κεφαλάρι του Άργους (560-540 π.Χ.), ανάθημα προφανώς σε κάποιο ιερό, ίσως του Διονύσου.

Χάλκινο πτυκτό κάτοπτρο με παράσταση λουόμενων γυναικών από την αρχαία πόλη της Επιδαύρου, β΄ μισό 3ου-2ος αι. π.Χ.

Ακολουθεί η ενότητα των αρχαίων πόλεων της Επιδαύρου, της Ερμιόνης, των Αλιέων, καθώς και η αρχαία Ασίνη. Τα ευρήματα, πήλινα και γυάλινα αγγεία, ειδώλια, βαρύτιμα κοσμήματα, χάλκινα κάτοπτρα, στλεγγίδες, χάλκινα σκεύη, σκιαγραφούν όψεις της ζωής και του θανάτου στις αρχαίες αυτές πόλεις. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει το χάλκινο αγαλμάτιο κόρης (γύρω στο 600 π.Χ.) από το ιερό της Αρτέμιδος στην πόλη της Επιδαύρου.

Από τα ευρήματα της Ερμιόνης ξεχωρίζουν το χάλκινο κάτοπτρο στον τύπο των Καρυατίδων (490-470 π.Χ.), έργο του εργαστηρίου χαλκοτεχνίας της Σικυώνας, το εξαιρετικής διατήρησης χάλκινο, κορινθιακού τύπου,

Στην αίθουσα του δεύτερου ορόφου η παρουσίαση ξεκινά με τα υλικά κατάλοιπα της Εποχής του Σιδήρου. Τα εκθέματα, κυρίως κεραμική, αφενός καταδεικνύουν τη συνέχεια και αφετέρου παρουσιάζουν τους νεωτερισμούς της Πρωτογεωμετρικής περιόδου. Περίοπτη θέση κατέχει το χάλκινο κράνος και τα υπόλοιπα χάλκινα και σιδερένια όπλα από τον περίφημο υπομυκηναϊκό τάφο της Τίρυνθας (11ος αι. π.Χ.).

Από τα ευρήματα της Ερμιόνης ξεχωρίζουν το χάλκινο κάτοπτρο στον τύπο των Καρυατίδων (490-470 π.Χ.), έργο του εργαστηρίου χαλκοτεχνίας της Σικυώνας, το εξαιρετικής διατήρησης χάλκινο, κορινθιακού τύπου, κράνος, καθώς και αττικοί μελανόμορφοι σκύφοι του 5ου αι. π.Χ. με θέματα μυθολογικά ή από την αγροτική ζωή. Μια μαρμάρινη ενεπίγραφη στήλη του 2ου αι. π.Χ. αναφέρεται στην επίλυση, από διαιτησία Μιλησίων και Ροδίων, της διαμάχης μεταξύ της Επιδαύρου και της Ερμιόνης σχετικά με τα σύνορά τους.

Τροχήλατα γυναικεία ειδώλια από την Τίρυνθα και τη Μιδέα, 12ος-13ος

Ξεχωριστή θέση  ανάμεσα στα ευρήματα της αρχαίας πόλης των Αλιέων κατέχουν τρία συσσωματωμένα από τη διάβρωση σιδερένια κλειδιά, ένα από τα οποία φέρει επιγραφή ΤΑΠΟΛΛΟN. Τα κλειδιά προέρχονται από το ναό του Απόλλωνα, το κύριο ιερό της πόλης. Από τις νεκροπόλεις των Αλιέων προέρχεται η λακωνική κύλικα με παράσταση δελφινιού και ψαριών που αποδίδεται στο Ζωγράφο του Βορέως (575-570 π.Χ.).

Ανάμεσα στα ευρήματα από την Ασίνη, κυρίως αγγεία, παραδείγματα κοροπλαστικής και νομίσματα, που χρονολογούνται από την αρχαϊκή ως την ελληνιστική εποχή, ξεχωρίζει ένα ζεύγος «καττυμάτων», που προέρχεται από τάφο των αρχών του 5ου αι. π.Χ.

Η περιήγηση ολοκληρώνεται με την παρουσίαση μιας αγροικίας του 6ου αι. μ.Χ. στο Πύργουθι, στην κοιλάδα του Μπερμπατίου. Μέσα στα ερείπια ελληνιστικού πύργου, που ενσωματώθηκε στην αγροικία, εγκαταστάθηκε ληνός. Εκτίθενται τα σκεύη και τα εργαλεία που σχετίζονται με τη διαδικασία παραγωγής κρασιού αλλά και με τις άλλες αγροτικές ασχολίες των ενοίκων της αγροικίας.

Σε ξεχωριστή ενότητα εκτίθενται οι Συλλογές του Μουσείου. Παρουσιάζονται αττικά, βοιωτικά και κορινθιακά αγγεία και ειδώλια που προέρχονται από τις Συλλογές των φιλάρχαιων δωρητών Γλυμενοπούλου, Ποταμιάνου, Αρχιεπισκόπου Νικάνδρου και Θερμογιάννη. Περίοπτη θέση ανά μεσά τους κατέχει ο παναθηναϊκός αμφορέας, έργο του Ζωγράφου του Μαστού (530-520 π.Χ.).

Πήλινη αναθηματική ασπίδα με παράσταση Αμαζονομαχίας από το «Βόθρο» στην Άνω Ακρόπολη της Τίρυνθας, αρχές 7ου αι. π.Χ.

Η σκηνή του φόνου της Κλυταιμνήστρας από τον Ορέστη απεικονίζεται σε αττική ερυθρόμορφη υδρία (π. 440 π.Χ.). Ένας βοιωτικός ψευδοερυθρόμορφος καβειρικός σκύφος απεικονίζει μια παρωδία του μύθου της φιλοξενίας του Οδυσσέα στο παλάτι της Κίρκης (425-400 π.Χ.), ενώ παράσταση σπονδής στο νεκροταφείο για τον νεκρό ήρωα κοσμεί βοιωτικό επίσης κάνθαρο που αποδίδεται στο Ζωγράφο του Άργου (425-400 π.Χ.).

Ο διάδρομος του πρώτου ορόφου και ο προθάλαμος του δεύτερου ορόφου προορίζονται για περιοδικές εκθέσεις, οι οποίες θα πλαισιώνουν τη μόνιμη έκθεση αναδεικνύοντας διάφορες όψεις της διαδικασίας ανασκαφής, τεκμηρίωσης, συντήρησης και έκθεσης των αρχαιολογικών ευρημάτων.

Η πρώτη περιοδική έκθεση που εγκαινιάστηκε μαζί με τη μόνιμη έκθεση του μουσείου, τον Μάρτιο του 2009, έχει ως θέμα φωτογραφίες του Νικόλαου Τομπάζη (1952-1954) στις οποίες ο φωτογράφος αποτυπώνει με την ιδιαίτερη ματιά του αρχαιολογικά θέματα της Αργολίδας καθώς και στιγμιότυπα από την καθημερινότητα της αρχαιολογικής ανασκαφής.****

  

Πληροφορίες

Διεύθυνση: Πλατεία Συντάγματος, 21100 Ναύπλιο

Τηλ.: 27520 27502

Fax: 27520 24690

Ωράριο λειτουργίας μουσείου

Τρίτη – Κυριακή: 8:30-15.00

  

Υποσημειώσεις


* Σ. Καρούζου, Το Ναύπλιο, 1979· Ε. Σπαθάρη, Ναύπλιο-Παλαμήδι. Ιστορικός και αρχαιολογικός οδηγός, 2000.

**  Τη μουσειολογική μελέτη εκπόνησε η υπογράφουσα η οποία είχε, σε συνεργασία με τον Χαράλαμπο Αντωνιάδη, τοπογράφο μηχανικό ΤΕ, την ευθύνη του έργου. Βασικοί συνεργάτες του έργου ήταν οι: Μαρία Κεχρινιώτη (αρχιτεκτονικός σχεδιασμός), Πηνελόπη Ταρατόρη (συντήρηση, στήριξη εκθεμάτων, μελέτη και εφαρμογή περιβαλλοντικών παραμέτρων), Βασίλειος Γαλάνης, Γεωργία Καψάλη, Κων/νος Πιτερός, Μαργαρίτα Σοφού, Μαρία Σπυροπούλου (συντήρηση εκθεμάτων), Μαρία Παλαιοδήμου (υπεύθυνη αποθηκών), Ιωάννης Δαμίγος και Κων/νος Πανταζής (στήριξη των εκθεμάτων), Χαράλαμπος Σχοινάς (σχεδιασμός εποπτικού υλικού), Ι.Γ. Χριστόπουλος και Ι. Κουρούπης (εκτυπώσεις), Tool EΠΕ, Τάσος Μπέλλας, Radiant Technologies (ψηφιακές εφαρμογές), Deves Group, Goppion (κατασκευή προθηκών), Φωτόνιο – Α. Κουϊκόγλου (φωτισμός).

***  Ε. Παππή, Χ. Αντωνιάδης, Μ. Κεχρινιώτη, Δ. Ψυχογιός, «Η εφαρμογή των νέων τεχνολογιών στα Μουσεία. Το παράδειγμα του αρχαιολογικού Μουσείου Ναυπλίου», Τα οπτικοακουστικά μέσα ως πολιτιστική κληρονομιά και η χρήση τους στα μουσεία. 3ο Διεθνές Συνέδριο Μουσειολογίας, Μυτιλήνη, 5-9 Ιουνίου 2006, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Πολιτισμικής Τεχνολογίας & Επικοινωνίας (υπό έκδοση).

****  Το φωτογραφικό υλικό παραχώρησε το Φωτογραφικό Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη.

  

Πηγή


  • Περιοδικό, Αρχαιολογία & Τέχνες, τεύχος 113, Δεκέμβριος 2009.

Read Full Post »

Κριτζάς Β. Χαράλαμπος 


 

 Επίτιμος Διευθυντής του Επιγραφικού Μουσείου,  τέως Επιμελητής Αρχαιοτήτων Αργολίδας.

 

Κριτζάς Β. Χαράλαμπος

Ο Χαράλαμπος Β. Κριτζάς γεννήθηκε το 1944 στο Ηράκλειον της Κρήτης, όπου και τελείωσε τις γυμνασιακές του σπουδές. Είναι πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας) και έχει κάνει επί διετία μεταπτυχιακές σπουδές στην Επιγραφική και Διαλεκτολογία στο Παρίσι (Ecole Normale Superieure, Universite de Paris I, Ecole Pratigue des Hautes Etudes, Ive Section).

Από  το 1970, μετά από σχετικό διαγωνισμό, είναι μέλος της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Έχει υπηρετήσει διαδοχικά στη Δ’ Εφορεία Αρχαιοτήτων Αργολιδοκορινθίας (1970 – 1977), στο Τμήμα Αρχαιολογικών Χώρων του Υπουργείου Πολιτισμού (1978 – 1981), στη Γ’ Εφορεία Αρχαιοτήτων Αθηνών (1983 – 1987), στην ΚΓ’ Εφορεία Αρχαιοτήτων Ηρακλείου και το αντίστοιχο Μουσείο ως προϊστάμενος (1988 – 1993), ενώ από τον Ιανουάριο του 1994 ανέλαβε την διεύθυνση του Επιγραφικού Μουσείου. Συνταξιοδοτήθηκε το έτος 2005.

Εκτός από τις ανασκαφικές εκθέσεις για τις πολυάριθμες, κυρίως σωστικές ανασκαφές που έχει πραγματοποιήσει, τα περίπου 90 επιστημονικά του δημοσιεύματα αφορούν κυρίως σε θέματα επιγραφικής και υποβρύχιας αρχαιολογίας. Έχει λάβει μέρος σε πολλά Συνέδρια και έχει δώσει κατά καιρούς διαλέξεις σε ελληνικά και ξένα Πανεπιστήμια.

Είναι Εταίρος της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρίας, μέλος του Comite της  Association Internationale  d’ Epigraphie Grecgue et Latine, μέλος της Association des Etudes Grecgues, αντεπιστέλλον μέλος του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, ιδρυτικό μέλος του Ινστιτούτου Εναλίων Αρχαιολογικών Ερευνών, μέλος της Εταιρίας Κρητικών Ιστoρικών Μελετών, καθώς και άλλων μορφωτικών σωματείων.

  

Αρχαιολογικά δημοσιεύματα 


           

 Α. Μελέτες

 

  • «Το βυζαντινόν ναυάγιον Πελαγοννήσου – Αλοννήσου», Αρχαιολογικά Ανάλεκτα Αθηνών (ΑΑΑ), IV, 2 (1971), 176 – 182.
  • «Νέα εκ της πόλεως Επιδαύρου», ΑΑΑ, V,2 (1972), 186 – 199.
  • «Ηρακλής Πανκάμης», Αρχαιολογική Εφημερίς 1973, 106 – 119.
  • «Μυκηναϊκό πηγάδι με σκελετούς στο Άργος», Πρακτικά του Α΄Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, τόμ. Β΄(1976), 173 – 180.
  • «Κατάλογος πεσόντων από το Άργος», ΣΤΗΛΗ, Τόμος εις μνήμην Ν. Κοντολέοντος, (1979), 497 – 510.
  • «Η υποβρύχια αρχαιολογία στην Ελλάδα», ειδικό κεφάλαιο στην ελληνική έκδοση του βιβλίου του Hans Wolf Rackl, Βουτιά στα περασμένα, Αθήναι (1978), 414 – 429.
  • «Muses delphiques à Argos», BCH, Suppl. VI [Études Argiennes], (1980), 195 – 209.
  • «Νεώτερες έρευνες για τον εντοπισμό της Ελίκης», Αρχαία Ελίκη, Πρακτικά του Α΄Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου διά την Αρχαίαν Ελίκην, Αίγιον 14 – 16 Δεκεμβρίου 1979, [Αθήνα (1981)], 97 – 104.
  • «Remarques sur trois inscriptions de Cynourie», BCH CIX, (1985), 709 – 716.
  • «Κόλιξ – κύλιξ», Ηόρος V, (1986), 162 – 165.
  • «Boupyga – Kassotis», BCH CX-II, (1986), 611 – 617.
  • «Το πρώτο μεγαρικό όστρακον», Ηόρος V, (1987), 59 – 73.
  • «Νέα ανάγνωση της IG IV2 1, 711», Ηόρος VI, (1988), 65 – 67.
  • «Τα ταξίδια μιας αργείτικης υδρίας», Πρακτικά του Β΄Συνεδρίου Αργολικών Σπουδών, Άργος 30 Μαΐου – 1 Ιουνίου 1986 [Αθήναι (1989)], 161 -166.
  • «Remarks on an inscribed anchor stock from Aegina (IG IV, 176)», in H.Tzalas (ed.), TROPIS I (=Proceedings of the 1st Symposium on Ship Construction in Antiquity, Piraeus 1985), [1989], 203 – 206.
  • «Κατάλογος πεσόντων από τα Μέγαρα», Φίλια Έπη εις Γ.Ε.Μυλωνάν, τόμ. Γ΄, Αθήναι (1989), 167 – 187.
  • «Στα Χίλια Οχτακόσα Ογδοήντα Εννέα…», Παλίμψηστον Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης Ηρακλείου, 9/10, (Δεκ. 1989 / Ιούν. 1990), 239 – 262.
  • «Recherches sur les amphores crétoises II: Les centres de fabrication d’amphores en Crète Centrale» (en collaboration avec J. – Y. Empereur et A. Marangou), BCH CXV (1991), 481 – 523.
  • «Aspects de la vie politique et économique d’Argos au Ve siècle avant J.– C.», in M. Piérart (éd.), Polydipsion Argos. Argos de la fin des palais mycéniens à la construction de l’État classique, BCH, Suppl. XXII, (1992), 231 – 240.
  • «Δύο επιγράμματα από το Πετρί Νεμέας», Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου για την Αρχαία Θεσσαλία στη μνήμη του Δημήτρη Ρ. Θεοχάρη, Βόλος 1987, [Αθήνα (1992)], 398 – 413.
  • «Κρητικές επιγραφές», Κρητικά Χρονικά, τόμ. Λ΄(1990), 7 – 17.
  • «Παλαιοχριστιανική επιγραφή από τη Γόρτυνα», ΛΟΙΒΗ, εις μνήμην Ανδρέα Γ. Καλοκαιρινού, Ηράκλειον (1994), 253 – 260.
  • «Ἀνὴρ φέρων ταῦρον. Επιγραφικά σχόλια σε ένα μνημείο της αγοράς του Άργους», Πρακτικά του Ε΄Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, Ναύπλιο, 6 – 10 Σεπτ. 1995, Αθήναι (1997), 33 – 42.
  • «Επισκόπιση των επιγραφικών μαρτυριών για σχέσεις Κύπρου και Αργολίδος – Επιδαυρίας», Πρακτικά του Διεθνούς Συνεδρίου «Κύπρος και Αιγαίο στην Αρχαιότητα», Λευκωσία, 8 – 10 Δεκ. 1995, [Λευκωσία (1997)], 313 – 322.
  • «Νέα επιγραφικά στοιχεία για την ετυμολογία του Λασυθίου», Πεπραγμένα του Η΄Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, Ηράκλειον, 9 – 14 Σεπτ. 1996, [Ηράκλειο (2000)], 81 – 97.
  • «Nouvelle inscription provenant de l’Asclépieion de Lebena (Crète)», Annuario della Scuola Archeologica di Atene, vol. LXX – LXXI (1992 – 93) [1998], 275 – 290.
  • «Νέο δικαστικό πινάκιο από την Αθήνα», ΤΙΜΑΙ, τιμητικός τόμος Ιω. Τριανταφυλλόπουλου, Αθήνα (2000), 101 – 107.
  • «La dédicace argienne attribuée à Wriknidas», PHILOKYPROS, Mélanges O. Masson, [MINOS Suppl. 16], Salamanca (2000),191 – 195.
  • «Αναθηματική επιγραφή από τη Χερσόνησο», ΣΗΜΑ Μενελάου Παρλαμά, Αθήνα (2002), 267 – 280. Για την ίδια επιγραφή βλ. τροποποιημένο άρθρο «A new dedicatory inscription of imperial times from Chersonesos, Crete», Acta XII Congressus Internationalis Epigraphiae Graecae et Latinae, Barcelona, Sept. 2002,[2007], 793 – 796.
  • «Nuova copia da Gortina del trattato fra Gortinii, Hierapytnii e Priansii», EPIGRAPHICA, Atti delle Giornate di Studio di Roma e di Atene in memoria di Margherita Guarducci (1902 – 1999), Roma (2003), 107 – 125.
  • «Ρωμαϊκό επιτύμβιο ανάγλυφο από την περιοχή Τυμπακίου – Γόρτυνος», Atti del Congresso Internationale «Creta Romana e Protobizantina», Iraklion, 23 – 30 settembre 2000, Padova, (2004), vol. III/2, 1089 – 1102. Συνοπτικά το ίδιο άρθρο στα αγγλικά «A roman funerary stele with a representation of a ship from the Tymbaki area in Crete»,  ΕΝΑΛΙΑ VI, (2002), 66 – 72.
  • «Αναθηματικό βάθρο λαμπάδος», Αττικαί Επιγραφαί. Πρακτικά Συμποσίου εις μνήμην Adolf Wilhelm (1864 – 1950), (επιμ. Α. Ματθαίου), Αθήναι (2004), 271 – 289.
  • «The “bilingual” inscription from Psychro (Crete). A coup de grâce», ΜΕΓΑΛΑΙ ΝΗΣΟΙ. Studi dedicate a Giovanni Rizza per il suo ottantesimo compleanno, vol. I, Catania (2005), 255 – 261.
  • «Επιτύμβια επιγραφή από το Ναό Αγίων Πάντων Αμπελοκήπων (Αθηνών)», ΘΩΡΑΚΙΟΝ, τόμος εις μνήμην Παύλου Λαζαρίδη, Αθήνα (2004), 205 – 218.
  • «Νέο τεμάχιο της συνθήκης Λυττίων και Ολουντίων του 111/110 π.Χ. (IC I, XVIII, 9) από τη Χερσόνησο» (ευρεία περίληψη ανακοίνωσης), Πεπραγμένα του Θ΄Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, Ελούντα, Οκτ. 2001, τόμ. Α5, [Ηράκλειο (2006)], 267 – 272.
  • «Απολογισμός και προοπτικές των κρητολογικών ερευνών. Οι ιστορικοί χρόνοι», Πεπραγμένα του Θ΄Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, Ελούντα, Οκτ. 2001, τόμος Κεντρικών Εισηγήσεων, [Ηράκλειο (2006), 169 – 192.
  • «Sur quelques noms argiens rares ou nouveaux», XXXX Nommer les hommes XXXX, Athènes déc. 2002 (sous presse).
  • «Ενδείξεις αρχαίας λατρείας στην κορυφή της Ίδης», Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου «Ο Μυλοπόταμος από την αρχαιότητα ως σήμερα», Οκτ. 2006 (επιμ. Ειρ. Γαβριλάκη, Γ. Τζιφόπουλος), τόμ. ΙΙΙ, Αρχαίοι Χρόνοι. Ιδαίο Άντρο, [Ρέθυμνο (2006)], 183 – 203.
  • «Literacy and Society. The case of Argos», Proceedings of the International Symposium on Ancient Mediterranean World, Tokyo 16 – 18 Apr. 2004, KODAI 13/14 (2003/2004), 53 – 60.
  • «Οι χαλκοί ενεπίγραφοι πίνακες του Άργους», Αργειακή Γη 3 (Δεκ. 2005), 13 – 26.
  • «Nouvelles inscriptions d’Argos: les archives des comptes du trésor sacré (IVe siècle av. J. – C.», CRAI 2006 I, 397 – 434. Ελληνική μετάφραση του ίδιου άρθρου στα Πρακτικά του Διεθνούς Συνεδρίου της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής «Sur les pas de W. Vollgraff / Στα βήματα του W. Vollgraff», Αθήνα 2003, (επιμ. Α. Μπανάκα, S. Huber) (υπό εκτύπωση).
  • «Ετυμολογικές παρατηρήσεις σε νέα επιγραφικά κείμενα του Άργους», Φωνής χαρακτήρ εθνικός. Actes du Ve Congrès International de dialectologie grecque (Athènes 28 – 30 sept. 2006), (sous la direction de M.B. Hatzopoulos) [ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ 52], Athènes (2007), 135 – 160.
  • «Οβολοί αργολικοί», Κερμάτια φιλίας. Τιμητικός τόμος για τον Ιωάννη Τουράτσογλου, (επιμ. Δ. Ευγενίδου κα.), Αθήνα (2009), Α, 9-23.
  • «Αττικό επιτύμβιο επίγραμμα», Ψηφίδες. Μελέτες ιστορίας, αρχαιολογίας και τέχνης στη μνήμη της Στέλλας Παπαδάκη – Oekland, Ηράκλειο (2009), 61-72.
  • «Κύπρο – αργολικά», Τιμητικός τόμος Ινούς Νικολάου. (υπό εκτύπωση).
  • «Κρητικές επιγραφές ΙΙ», Ηόρος ΩΩΩ (υπό εκτύπωση).
  • «New Names from Argos», τιμητικός τόμος Elaine Matthews. (υπό εκτύπωση).
  • «Συνθήκη Λυττίων και Ολουντίων», Πεπραγμένα Ι΄Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, Χανιά 2006 (υπό εκτύπωση).
  • «Φοινικήια Γράμματα: Νέα αρχαϊκή επιγραφή από την Έλτυνα» (υπό εκτύπωση).
  • «Επιγραφικές ενδείξεις για την ιππάφεσιν του ιπποδρόμου των Δελφών», τιμητικός τόμος Φανουρίας Δακορώνια (υπό εκτύπωση).

  

Β. Χρονικά – ανασκαφικές εκθέσεις – συνεργασίες σε λεξικά – διάφορα

  • «Αρχαιότητες και μνημεία Αργολιδοκορινθίας», Αρχ. Δελτίον 27 (1971), Χρονικά, Β1, 192 – 219.
  • «Αρχαιότητες και μνημεία Αργολιδοκορινθίας», Αρχ. Δελτίον 28 (1972), Χρονικά, Β1, 122 – 135.
  • «Αρχαιότητες και μνημεία Αργολιδοκορινθίας», Αρχ. Δελτίον 29 (1973 – 74), Χρονικά, Β2, 212 – 249.
  • «Αρχαία θέατρα Αργολιδοκορινθίας», THESPIS 7 (1973).
  • «Σύντομο χρονικό των ερευνών στο Άβατο Επιδαύρου», στο τεύχος Η στοά του Αβάτου στο Ασκληπιείο της Επιδαύρου, (επιμ. Β.Λαμπρινουδάκης, έκδοση ΥΠΠΟ), Αθήνα (1987), 11 – 14.
  • «Δία, σκιαγραφία μιας ερημονήσου», Ναυτική Παράδοση, τόμ. 1, τεύχ. 2 (1988), 8 – 9.
  • «Υποβρύχια αρχαιολογία στην Ελλάδα», [εναρκτήρια ομιλία στο 31ο Συνέδριο CIESM (=Comité International pour l’exploration scientifique de la Méditerranée), Αθήνα, 1988], Ναυτική παράδοση, τόμ. 1, τεύχ. 6, (1988), 8 – 12.
  • «Συνέχιση της αναγνωριστικής έρευνας [στο ναυάγιο Δοκού] (1977)», Ενάλια, τόμ. 1, τεύχ. Β (1988),10 – 11.
  • «L’organisation territoriale de l’archéologie en Grèce», in V. Negri (éd.), L’organisation territoriale de l’archéologie en Europe. Actes des rencontres européennes de l’archéologie, Montpellier 22 – 23 – 24 mai 1991, [Paris (1992)], 105 – 111.
  • «Αρχαίων νόστοι», Μέντωρ 32, (1994), 211 – 214.
  • «ΚΓ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων», Αρχ. Δελτίον 47 (1992)[1997], Χρονικά, Β2, 555.
  • «Επιγραφικό Μουσείο», Αρχ. Δελτίον 49 (1994), Χρονικά, Β1, 16 – 17.
  • «Επιγραφικό Μουσείο», Αρχ. Δελτίον 50 (1995), Χρονικά, Β1, 16 – 18.
  • «Επιγραφικό Μουσείο», Αρχ. Δελτίον 51 (1996), Χρονικά, Β1, 19 – 22.
  • «Επιγραφικό Μουσείο», Αρχ. Δελτίον 52 (1997), Χρονικά, Β1, 19 – 21.
  • «Επιγραφικό Μουσείο», Αρχ. Δελτίον 53 (1998), Χρονικά, Β1, 18 – 19.
  • «Επιγραφικό Μουσείο», Αρχ. Δελτίον 54 (1999), Χρονικά, Β1, (υπό εκτύπωση).
  • «Επιγραφικό Μουσείο», Αρχ. Δελτίον 55 (2000), Χρονικά, Β1, 34-35.
  • «Επιγραφικό Μουσείο», Αρχ. Δελτίον 56 (2001), Χρονικά, Β1, (υπό εκτύπωση).
  • «Επιγραφικό Μουσείο», Αρχ. Δελτίον 57 (2002), Χρονικά, Β1, (υπό εκτύπωση).
  • «Επιγραφικό Μουσείο», Αρχ. Δελτίον 58 (2003), Χρονικά, Β1, (υπό εκτύπωση).
  •  Περί τα 100 λήμματα νέων ονομάτων της Αργολίδος στο Lexicon of Greek Personal Names, vol. III A, (P.M.Fraser, E Matthews eds.) Oxford (1997).
  • «Ο ψυχολογικός παράγοντας στη θεραπεία των ασθενών κατά την αρχαιότητα: μερικά παραδείγματα», Η ψυχανάλυση, τεύχ. 2 (1996).
  • «Ευτυχία Καλή. Στοιχεία για τα ευετηριακά έθιμα των Αρχαίων», Αρχαιολογία, τεύχ. 65, (Δεκ. 1997), 74 – 80.
  • «The Archaeological Sites and Monuments as Elements for Sustainable Development», in M.J. Scoullos (ed.), “Environment and Society. Education and Public Awareness for Sustainability”.Proceedigs of the Thessaloniki International Conference Organized by UNESCO and the Government of Greece (8 – 12 Dec. 1997), Athens (1998), 688 – 689.
  • «Το Επιγραφικό Μουσείο», Αρχαιολογία, τεύχ. 73 (Δεκ. 1999), 107 – 110.
  • «Η Αρχαιολογία στον ελλαδικό χώρο κατά τον 20ο αιώνα», στον τόμο «Η Ελλάδα στο γύρισμα του εικοστού αιώνα» των Εκπαιδευτηρίων Γείτονα, Αθήνα (2000), 341 – 351.
  • Λήμματα για επιγραφές στον κατάλογο της έκθεσης «Κρήτη – Αίγυπτος. Πολιτιστικοί δεσμοί τριών χιλιετιών» (επιμ. Α. Καρέτσου κα.), Ηράκλειο (2000).
  • Λήμματα για επιγραφές στον κατάλογο της έκθεσης «Η πόλη κάτω από την πόλη», (επιμ. Λ. Παρλαμά, Ν. Σταμπολίδης), Αθήνα (2000).
  • Λήμματα για επιγραφές στον κατάλογο της έκθεσης «Καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο», (επιμ. ΩΩΩΩΩ), Αθήνα (2002).
  • Λήμμα για επιγραφές στον κατάλογο της έκθεσης «Αρχαίες ελληνικές επιγραφές τεχνολογικού περιεχομένου», (επιμ. Επιγραφικό Μουσείο), Αθήνα (2002), 52 – 61.
  • Κεφάλαια του βιβλίου The Greek Script / Die griechische Schrift,Αθήνα (2001). Ελληνική έκδοση Η Ελληνική Γραφή, Αθήνα (2002).
  • Εισαγωγικό κεφάλαιο και λήμματα στο βιβλίο Η Ελληνική Γραφή. Κατάλογος Εκθέσεως Αντιγράφων (ελληνικά και αγγλικά), Αθήνα (2002).
  • «Les Programmes éducatifs du Musée Épigraphique», Acta XII Congressus Internationalis Epigraphiae Graecae et Latinae, Barcelona, Sept. 2002,[2007], 797 – 800.
  • Εισαγωγικό κεφάλαιο για τη γραφή στον κατάλογο εκθέσεως του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης (Ιδρυμα Ν. Γουλανδρή) «Πλόες», (επιμ. Ν. Σταμπολίδης), Αθήνα (2003).
  • Λήμματα στον κατάλογο Ελληνική και Ρωμαϊκή Γλυπτική από τις συλλογές του Μουσείου Μπενάκη, (επιμ.Σ,Βλίζος), Αθήνα (2004).
  • «Illegale Archäologie –die Situation in Griechenland», στα Πρακτικά του Διεθνούς Συνεδρίου Illegale Archäologie?, Berlin 23 – 25.5.2003, (W.-D. Heilmeyer, J.-C. Eule eds), Berlin (2004), 178 – 180.
  • Κεφάλαιο “Fortune et infortune” στο ThesCRA, troisième niveau, XXXXX (σε συνεργασία με τον Μ. Βουτυρά) ΧΧΧΧΧ. (υπό εκτύπωση).

  

Γ. Νεκρολογίες

 

  • «Peter Throckmorton, an Odysseus of the Deep», ΕΝΑΛΙΑ Suppl. 2 (1991), 15 – 23. [Ελληνική μετάφραση στη Ναυτική Παράδοση, τόμ. 3, τεύχ. 10 (1991), 10 – 13.
  • «Το μεγάλο ταξίδι ενός αρχαιολόγου. Νικόλαος Πλάτων (1909 – 1992)», περιοδικό Η Λέξη, 108 (1992), 275 – 276.
  • «Επιτύμβιο στον Doro Levi, Κρητικά Χρονικά, τόμ. Λ΄(1990), 162 – 164
  • «Σέμνη Παπασπυρίδη – Καρούζου (1897 – 1994)». ΕΝΑΛΙΑ IV (1992), 35.
  • «Paul Courbin», περιοδικό Αναγέννηση, τεύχ. 319 (Ιούν. 1994) και ημερήσιος τύπος του Άργους.
  • «J.-Y. Cousteau», ΕΝΑΛΙΑ V (1993) [1998], τεύχη 1/2, 42 – 45.
  • «Δημήτρης Πλάκας, ο Δάσκαλος», στον τόμο Δημήτρης Πλάκας, ο μάγος δάσκαλος. Μνήμης χάριν, Βιβλιοθήκη Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων, Αθήνα 2001, 31 – 35.
  • «Νίκος Τσούχλος», ΕΝΑΛΙΑ VII (2003),22 – 24.
  • «Μαρία Αναγνωστοπούλου», ΕΝΑΛΙΑ VII (2003), 11 – 12.

Read Full Post »

 

Ήρα


 

 

Η πολιούχος θεά του Άργους, η ιερή βασίλισσα του Ολύμπου, προστάτιδα του γάμου, της οικογενειακής ζωής και των χρηστών ηθών. Πρωτότοκη κόρη του Κρόνου και της Ρέας, σύζυγος του υψίστου των θεών, κατέχει την πρώτη, εξέχουσα θέση ανάμεσα στις θεές του Ολύμπου.

 

 

Δίας και Ήρα, λάδι σε μουσαμά , James Barry (1741–1806)

Γεννήθηκε, όπως ένας μύθος υποστηρίζει, στο Άργος, ενώ άλλες παραδόσεις θεωρούν γενέτειρά της τη Σάμο, την Αρκαδία και την Κόρινθο. Η Ήρα ήταν η ιδανική γυναίκα, ωραία, σεμνή και απόλυτα αφοσιωμένη στον άντρα της. Ουδέποτε σύναψε άλλη ερωτική σχέση, γι’ αυτό απαιτούσε από αυτόν να της είναι πιστός. Οι αναρίθμητες περιπέτειές του όμως την έκαναν ζηλότυπη[1] και οι συζυγικοί καβγάδες τους ήταν συχνότατοι και ιδιαίτερα έντονοι. Σε τέτοιες στιγμές αγανάκτησης η Ήρα γέννησε μόνη της, με την απλή επαφή ενός άνθους, το θεό του πολέμου Άρη.  

Αλλά χωρίς ερωτική συνεύρεση, λένε κάποιοι μύθοι, συνέλαβε και τη θεά της αιώνιας νιότης, την Ήβη– μετά από ένα γεύμα με μαρούλια.[2] Με τον ίδιο τρόπο έφερε στο φως την Ειλείθυια, τη θεά των τοκετών. Βέβαια άλλοι μύθοι αποδίδουν στο Δία και την Ήρα πολλά παιδιά και θεωρούν τον Ήφαιστο καρπό της προγαμιαίας σχέσης τους, ενώ αναφέρουν ότι ο Άρης γεννήθηκε μετά το γάμο, όπως και η Άγγελος που ανήκει στον υποχθόνιο κόσμο.

 

Οι διάφοροι μύθοι, στους οποίους αναφέρεται η Ήρα, δίνουν ως κύρια γνωρίσματα του χαρακτήρα της τον εγωισμό, την αυστηρότητα, τη φιλόνικη διάθεση και τη ζηλοτυπία[3].

 

Η Ήρα λατρευόταν σε όλες τις ελληνικές πόλεις και τις αποικίες της Μεγάλης Ελλάδας. Γιορτές αφιερωμένες στην Ήρα είναι τα Δαίδαλα, τα Καλλιστεία, τα Εκατόμβοια.

 

Ονομαστός ναός αφιερωμένος στην Ήρα ήταν το Ηραίο του Άργους[4], από τα αρχαιότερα ιερά.[5] Αρκετά φημισμένος ήταν και ο ναός της στην Ολυμπία, όπως και στις Μυκήνες, στην Τίρυνθα, στη Σπάρτη και το Ναύπλιο. Την τιμούσαν επίσης και στην Εύβοια όπου, κατά την παράδοση, είχε ανατραφεί, στη Θράκη, στη Σάμο, στη Λέσβο, στην Κνωσό της Κρήτης, καθώς και στη Σικελία, στον Ακράγαντα και τις Συρακούσες. 

 

 

Ηραία


 

Γιορτές προς τιμήν της θεάς Ήρας, που τελούνταν στις πόλεις όπου λατρευόταν η θεά (Άργος, Ήλιδα, Σάμο, Αθήνα, Κόρινθο, Κω, Δελφούς, Αμοργό, Ρώμη και αλλού).

 

Τα πιο ονομαστά Ηραία τελούνταν στο Άργος, όπου γιορτάζονταν με ιδιαίτερη λαμπρότητα, αφού η θεά λατρευόταν στην πόλη ως πολιούχος. Κατά τη διάρκεια της γιορτής τελούνταν αθλητικοί, μουσικοί και ρητορικοί αγώνες. Κυριότερος θεωρούνταν ο «Χάλκεος», τον οποίο είχαν θεσπίσει – σύμφωνα με την παράδοση – οι αδελφοί Ακρίσιος και Προίτος. Ο νικητής στον αγώνα αυτό έπαιρνε ως έπαθλο χάλκινη ασπίδα και στεφάνι από μυρτιά. Μετά το τέλος των αγώνων ακολουθούσε μεγαλοπρεπής πομπή από το Άργος προς το ναό της θεάς. Προπορευόταν αγέλη εκατό βοδιών, που θα θυσιάζονταν, γι’ αυτό και η γιορτή ονομαζόταν και «εκατόμβαια».

 

Ακολουθούσε η πρώτη ιέρεια της θεάς, η οποία έδινε και το όνομά της στο έτος της θητείας της, ανεβασμένη σε άρμα που το έσερναν λευκά βόδια, ακολουθούσαν οι υπόλοιπες ιέρειες, οι λεγόμενες Ηρεσίδες, και πολύς κόσμος.

 

Η γιορτή γινόταν κάθε τέσσερα χρόνια, στο μέσον του δεύτερου έτους κάθε ολυμπιάδας, και διατηρήθηκε μέχρι τον 3ο αιώνα. μ.Χ., όπως μαρτυρούν αργείτικα νομίσματα με την επιγραφή ΗΡΑΙΑ.

 

 

Το Ηραίον του Άργους


 

 

Της αρχαιολόγου Όλγας Ψυχογυιού.

 

 

Ήρα

Το Ηραίο του Άργους βρίσκεται ανάμεσα στο Άργος και τις Μυκήνες, στις πλαγιές του λόφου που λεγόταν Αετόβουνο ή Εύβοια. Θεωρείται το κέντρο της λατρείας της Ήρας, της θεάς »Αργείας», όπως την ονομάζει ο Όμηρος. Το ιερό ιδρύθηκε στα μισά του 8ου αι. π.Χ. σε μία θέση που δεσπόζει στην αργολική πεδιάδα, αρχικά ως θρησκευτικό κέντρο της περιοχής και από τις αρχές του 7ου αι. π.Χ. ως επίσημο θρησκευτικό κέντρο αποκλειστικά της πόλης του Άργους.  

Η λατρεία ήταν μυστηριακή και είχε ως βασική γιορτή, τα Εκατόμβοια. Πιθανόν να λατρευόταν στην περιοχή μία προϊστορική χθόνια θεά, συνδεμένη με τη φύση, με την οποία ταυτίστηκε αργότερα η Ήρα. Σύμφωνα με την παράδοση κτίστηκε από τον ήρωα Άργο ή το Φορωνέα γιο του ποταμού θεού – Ινάχου. Η περίοδος ακμής του ιερού αν κρίνουμε από την αρχιτεκτονική του εξέλιξη τοποθετείται στις αρχές του 6ου αι. π.Χ. και κυρίως στο δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π.Χ.


Το ηραίο κτίστηκε σε τρία άνδηρα στην νοτιοδυτική πλαγιά ενός υψώματος στους πρόποδες του όρους Αετόβουνο που ορίζει την ανατολική πλευρά της Αργολικής πεδιάδας. Στην περιοχή του ιερού, που ονομάζεται Πρόσυμνα, εντοπίστηκαν κατάλοιπα οικισμού της νεολιθικής και της Εποχής του Χαλκού καθώς και ένα εκτεταμένο μυκηναϊκό νεκροταφείο με ενδείξεις μεταγενέστερης λατρείας των προγόνων. Η περιοχή αυτή είχε πάντως ιδιαίτερη σημασία για τους Μυκηναίους αφού ένας διαμορφωμένος οδικός άξονας, μήκους 5 χιλ. την συνέδεε με τις Μυκήνες.

Κατά τον 8ο αι. π.Χ. το ψηλότερο άνδηρο ενισχύθηκε με έναν κυκλώπειο αναλημματικό τοίχο. Πιθανόν να υπήρχε αρχικά σ’ αυτό ένας υπαίθριος βωμός ή ένα μικρό οικοδόμημα, ανάλογο μ’ ένα πήλινο ομοίωμα που βρέθηκε εκεί. Στις αρχές του 7ου αι. π.Χ. η επιφάνεια του ανδήρου επεκτάθηκε με εκβραχισμούς και πάνω του οικοδομήθηκε ένας από τους πρώτους περίπτερους δωρικούς ναούς, τόσο σεβαστός που διατήρησε τους αρχαϊκούς ξύλινους κίονες έως την καταστροφή του το 423 π.Χ, πιθανώς από την πυρκαγιά που προκάλεσε η απροσεξία της ιέρειας Χρυσηίδας.

 

Το φημισμένο σ’ όλο τον αρχαίο κόσμο ιερό της Ήρας ήταν αφιερωμένο στη θεά που ευλογεί την αφθονία και προστατεύει στον πόλεμο. Στις αρχές του 6ου αι. π.Χ. οικοδομήθηκαν στο μεσαίο άνδηρο, όπου πιθανόν να υπήρχε ήδη βωμός, δύο δωρικές στοές κάτω από τον κυκλώπειο αναλημματικό τοίχο με την πρόσοψή τους προς τα νότια, καθώς και ένα κτήριο συμποσίων, το »Δυτικό κτήριο». Μετά από μία περίοδο ύφεσης όπου την οδήγησε ο πόλεμος με την Σπάρτη και η βαριά ήττα της Σηπίας, η πόλη του Άργους γνωρίζει και πάλι την ανάπτυξη στα μέσα του 5ου αι. π.Χ., έχοντας κατακτήσει τις μικρότερες πόλεις της Αργολικής πεδιάδας, την Τίρυνθα και τις Μυκήνες. Το ιερό θα αποκτήσει τότε μνημειακό χαρακτήρα με τη διαμόρφωση της επίσημης εισόδου καθώς και την ανέγερση μίας τρίτης στοάς, δυτικά των αρχαϊκών, και του »ανατολικού κτηρίου», το οποίο θυμίζει το Τελεστήριο της Ελευσίνας. Τα έργα ολοκληρώνονται με την οικοδόμηση στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. ενός νέου δωρικού ναού, έργου του αρχιτέκτονα Ευπόλεμου, που θα αντικαταστήσει τον καταστραμμένο ναό, του οποίου τα κατάλοιπα σώζονται. Αργότερα προσθέτονται στα δυτικά του ιερού ένα ελληνιστικό γυμνάσιο και ρωμαϊκά λουτρά.


Στο ηραίο τελείτο η πιο φημισμένη εορτή αφιερωμένη στην Ήρα, τα Ηραία ή Εκατόμβοια, που άρχιζαν με πομπή από την πόλη του Άργους, γνωστή από το επεισόδιο του Κλέοβι και Βίτωνα. Από τον 6ο αιώνα π.Χ., όπου ο Ηρόδοτος τοποθετεί την απαρχή τους, έως τον 3ο αιώνα π.Χ. όποτε μεταφέρονται στο Άργος, διεξάγονταν επίσης στο ιερό αγώνες που συμπεριλήφτηκαν στην ομάδα των μεγάλων πανελλήνιων, των οποίων οι νικητές ονομάζονται »περιοδονίκαι». Ήταν γνωστοί στη διαχρονική τους εξέλιξη, αρχικά απλά ως »Παρ Ήρας Αργείας» και μετέπειτα ως Εκατόμβοια με έπαθλα, χάλκινα αντικείμενα (υδρίες, λέβητες, τρίποδα, ασπίδες και κρατήρες). Μετά την μεταφορά τους στο Άργος, όπου τελούνταν μαζί με τα Νέμεα, με έπαθλα το στεφάνι μυρτιάς και τη χάλκινη ασπίδα, ονομάζονται: «Ηραία τα εν Αργεί», και αργότερα «Η εξ Άργους ασπίς».


Μάρτυρες της μεγάλης σημασίας του Ηραίου είναι ο βασισμένος στον κατάλογο των ιερατείων υπολογισμός της τοπικής χρονολογίας, μίας από τις γνωστότερες της αρχαιότητας, καθώς και τα πλούσια αναθήματα του Νέρωνα και του Αδριανού. Η ακτινοβολία και η φήμη του επεκτάθηκαν σ’ όλον τον αρχαίο κόσμο και διατηρήθηκαν έως την απαγόρευση της αρχαίας θρησκείας. Κατά τον Βιτρούβιο -Ρωμαίο αρχιτέκτονα (88π.Χ. – 26μ.Χ.)- τον αρχαϊκό δωρικό περίπτερο ναό της Ήρας έκτισε ο Δώρος.

Ανασκαφές διενεργήθηκαν στην περιοχή από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή και από τον Αμερικανό αρχαιολόγο Blegen. Οι ανασκαφές οδήγησαν στην ανακάλυψη του ναού του Απόλλωνα κοντά στην ακρόπολη, του βουλευτηρίου, λουτρών, ενός ηρώου ρωμαϊκής εποχής, ενός νεκροταφείου και του ηραίου που ήταν κέντρο λατρείας της πολιούχου Ήρας.

 

 

 

 

Υποσημειώσεις

 

[1] Η οργή της Ήρας ξεσπούσε κάθε φορά στις ερωμένες του Δία ή στους καρπούς του έρωτά του. Τέτοιες μορφές είναι η μητέρα του Ηρακλή Αλκμήνη και ο ίδιος ο Ηρακλής, η μητέρα του Απόλλωνα και της Άρτεμης Λητώ, η κόρη του Ινάχου Ιώ, η μητέρα του Διόνυσου Σεμέλη και άλλες.

 

[2] Όμηρος Ιλιάς Δ 441· Οβίδιος Ημερολόγιων ν 255′ πρώτος Βα­τικανός μυθογράφος 204.

 

[3] Ένας από τους πιο παλιούς μύθους και πολύ γνωστός είναι αυτός που αναφέρεται στα πρώτα «καλλιστεία», κατά τα οποία ο Πάρης έδωσε το μήλο της Έριδος στην Αφροδίτη. Οι άλλες δυο θεές, η Αθηνά και η Ήρα, χολώθηκαν και έκτοτε αντιμάχονταν τους Τρώες με σφοδρότητα, ευρισκόμενες πάντα στο πλευρό των Ελλήνων. Στην Ιλιάδα η Ήρα προβάλλεται ως δυναμική γυναικεία προσωπικότητα και κατορθώνει με την εξυπνάδα και πονηριά της αλλά και με τον ερωτισμό της να πείθει ή να εξαπατά τον πανίσχυρο Δία. Είναι πάντα νέα, όμορφη και δυναμική. Κάθε χρόνο λουζόταν στην πηγή Κάναθο, κοντά στο Ναύπλιο, και αποκτούσε εκ νέου την παρθενία της, ανανεώνοντας έτσι συμβολικά τον ιερό γάμο με τον Δία.

 

[4] Επίσης, στην πόλη του Άργους υπήρχε ναός της Ανθείας Ήρας (Παυσ. ΙΙ 22, 1) και γινόταν γιορτή την άνοιξη, τα λεγόμενα «Ηροσάνθεια», κατά την οποία τα κορίτσια έφερναν λουλούδια στο ναό και ιερουργούσαν με τη συνοδεία αυλών. Τέλος, υπήρχε και το ιερό της Ακραίας Ήρας (Παυσ. ΙΙ, 24, 1) απέναντι από τον Απόλλωνα Δειραδιώτη, κοντά στην Παναγιά την Πορτοκαλούσα.

 

[5] Μέσα στο σηκό του περίστυλου, δωρικού ρυθμού, νεότερου ναού – αρχιτέκτονας του οποίου αναφέρεται ότι ήταν ο Αργείος Ευπόλεμος – βρισκόταν το περίφημο χρυσελεφάντινο άγαλμα της θεάς, έργο του Αργείου γλύπτη Πολύκλειτου.

Η Ήρα απεικονιζόταν καθιστή σε θρόνο, κρατώντας στο χέρι της σκήπτρο. Αργότερα, ο αδελφός του Πολύκλειτου, ο Ναυκύδης, κατασκεύασε χρυσελεφάντινο επίσης άγαλμα της Ήβης, που έστησε πλάι στην Ήρα. Δυστυχώς, ο παντοκαταλύτης χρόνος δεν διέσωσε κανένα μέλος από τα αγάλματα.

 

 

 

Πηγές


  • Αρχαιολογία και Τέχνες, Δρ. Βάλια Ξενίδου, «Η Ήρα: Παρθένος τέλεια και χήρα», τεύχος 68, Σεπτέμβριος 1998.
  • Οδυσσέα Κουμαδωράκη, « Άργος το πολυδίψιον » Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος 2007.
  • Larousse, «Θρησκεία – Μυθολογία», τομ. 9, Τα Νέα 2008.
  • Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού, «Ηραίον Άργους», Όλγα Ψυχογυιού, αρχαιολόγος.
  • Ιωάννου Κ. Κοφινιώτου, «Ιστορία του Άργους από των Αρχαιοτάτων χρόνων μέχρις ημών », Εν Αθήναις, Τυπογραφείον ο «Παλαμήδης» 1892. Επανέκδοση, εκδ. Εκ Προοιμίου 2008. 

 

Read Full Post »

Γεννάδιος Γεώργιος (Σηλυβρία 1786 – Αθήνα 1854)


Εκπαιδευτικός και λόγιος με εθνική δράση.
Πρώτος διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης
 
Από τις κορυφαίες ελληνικές προσωπικότητες. Σπούδασε στα Δολιανά, στα Γιάννενα και αργότερα στο Λάμπρο Φωτιάδη στη Δακία και τελείωσε τις σπουδές του στη Λειψία. Το 1820 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Το 1821 αγωνίσθηκε μαζί με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Μετά την καταστροφή στο Δραγατσάνι έφυγε στη Γερμανία και επέστρεψε το 1824. Επί Καποδίστρια ο Γεννάδιος οργάνωσε το Ορφανοτροφείο και το κεντρικό σχολείο στην Αίγινα. Ήταν από τους ιδρυτές του Εθνικού Τυπογραφείου και της Εθνικής Βιβλιοθήκης.

Βίος

Γεννάδιος Γεώργιος

Γεννάδιος Γεώργιος

Ηπειρώτης, γεννημένος όμως στα 1786 στη Σηλυβρία της Θράκης.  Εκεί είχαν καταφύγει οι γονείς του, ο ιερέας Αναστάσιος και η σύζυγός του Σωσάννα, εξαιτίας των πιέσεων που ασκούσαν οι Οθωμανοί κρατούντες των Δολιανών της Ηπείρου στους χριστιανούς της περιοχής.  Διδάχθηκε τα κοινά γράμματα στον τόπο καταγωγής του, στα Δολιανά του Ζαγορίου, και επέστρεψε στα Ιωάννινα, όπου άρχισε το δεύτερο κύκλο των σπουδών του. Το 1797, σε ηλικία έντεκα ετών, ο Γεννάδιος στάλθηκε σε θείο του ηγούμενο σε μοναστήρι του Βουκουρεστίου και μαθήτευσε κοντά στο διάσημο δάσκαλο και λόγιο Λάμπρο Φωτιάδη (1752-1805). Το 1804 ξεκίνησε τις σπουδές του στη φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας κοντά στον Ερνέστο Ουέβερο (Wilhelm Ernst Weber) και, όταν τις ολοκλήρωσε το 1814, επέστρεψε στο Βουκουρέστι.
 

Δράση

Το 1815 ο Νεόφυτος Δούκας (1760-1845), σχολάρχης στην Αυθεντική Σχολή του Βουκουρεστίου, προσκάλεσε το Γεννάδιο βοηθό του. Εκεί γνωρίστηκε και ανέπτυξε βαθιά φιλία με το Χριστόδουλο Κλωνάρη και τον Ιωάννη Μακρύ. Μαζί με τον τελευταίο, το 1817, αναχώρησε για την Οδησσό, ύστερα από πρόσκληση της εκεί ελληνικής κοινότητας και του Ιωάννη Καποδίστρια για την οργάνωση της ελληνεμπορικής σχολής.
Τα τρία χρόνια που παρέμεινε στην Οδησσό, εργάστηκε σκληρά «τόσο διά την ευταξίαν των μαθητιών των, όσο και διά την εισαγωγήν της στοιχειώδους και συστηματικής παιδείας».4 Μετέφρασε από τα ιταλικά το έργο του Φραγκίσκου Σοαβίου (Francesco Soave) Περί Χρεών του Ανθρώπου και συνεργάστηκε με το Γεώργιο Λασσάνη για τη συγγραφή της εξάτομης Στοιχειώδους Εγκυκλοπαίδειας των Παιδικών Μαθημάτων, η οποία χρησιμοποιήθηκε στη δεύτερη και τρίτη τάξη της σχολής.

Το 1820 ο Γεννάδιος επέστρεψε στο Βουκουρέστι, όταν ο ηγεμόνας Αλέξανδρος Σούτσος τον κάλεσε μαζί με τον Κωνσταντίνο Βαρδαλάχο και το Γεώργιο Κλεόβουλο, για να προσφέρει τις γνώσεις και την εμπειρία του στην αναδιοργάνωση της Σχολής του Βουκουρεστίου. Ο Γεννάδιος πρέπει ήδη να είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία και ως εκ τούτου επιδόθηκε με πολύ ζήλο όχι μόνο στη μόρφωση της ελληνικής νεολαίας αλλά και στην καλλιέργεια πατριωτικών αισθημάτων. Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία του μαθητή του Αλεξάνδρου Ρίζου Ραγκαβή (1809-1892) ότι: «…και μας ωμίλησε περί της τύχης της Ελλάδος, ήτις ην άλλοτε η μήτηρ της δόξης και της ελευθερίας, επ’ εσχάτων δε κατέκειτο δούλη περιφρονουμένη, και ηυχήθη, μέχρις ου δάκρυα ανέβλησαν εις τους οφθαλμούς του…».

Πολλοί μαθητές του επηρεασμένοι από τις απόψεις του στελέχωσαν λίγο αργότερα τον Ιερό Λόχο. Ο ίδιος ο Γεννάδιος δεν έλαβε μέρος στη μάχη στο Δραγατσάνι, καθώς εκείνο το διάστημα βρισκόταν στην Τρανσυλβανία. Μετά την ήττα των Ιερολοχιτών, κατέφυγε αρχικά στην Οδησσό και στη συνέχεια στη Δρέσδη, όπου και εργάστηκε ως οικοδιδάσκαλος έως το 1824.

Ελλάδα

Η δράση του, όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, υπήρξε πολυσχιδής. Κεντρικός άξονας παρέμενε πάντα η ανάπτυξη της ελληνικής παιδείας και εκπαίδευσης. Παρά ταύτα, ακολουθώντας τον επιστήθιο φίλο του γάλλο φιλέλληνα και στρατιωτικό Φαβιέρο (Charles Fabvier), συμμετείχε στην ατυχή εκστρατεία στην Κάρυστο το 1826. Σημαντικότερη πάντως έχει κριθεί η συμβολή του στα γεγονότα του Ναυπλίου (Ιούνιος 1826), όταν με την παρέμβασή του αποσοβήθηκε ο κίνδυνος αναρχίας και ανυπακοής προς τις Αρχές από απλήρωτους Σουλιώτες και Ρουμελιώτες, δυσαρεστημένους στρατιώτες και καταπτοημένους αμάχους, στων οποίων τις ανάγκες αδυνατούσε να ανταποκριθεί το δημόσιο ταμείο. Την κατάσταση αποφόρτισε η ομιλία του Γενναδίου στην κεντρική πλατεία του Ναυπλίου, όπου παρότρυνε το συγκεντρωμένο πλήθος να βοηθήσει από το υστέρημά του και έδωσε πρώτος το παράδειγμα.

Η έκκληση του Γ. Γεννάδιου στον πλάτανο της πλατείας του Ναυπλίου μετά την πτώση του Μεσολογγίου:

«Η πατρίς καταστρέφεται, ο αγών ματαιούται, η ελευθερία εκπνέει. Απαιτείται βοήθεια σύντονος. Πρέπει οι ανδρείοι αυτοί (οι ήρωες – πρόσφυγες του Μεσολογγίου), οίτινες έφαγον πυρίτιν και ανέπνευσαν φλόγας, και ήδη αργοί και λιμώττοντες μας περιστοιχίζουσιν σπεύσωσιν όπου νέος κίνδυνος τους καλεί. Προς τούτο απαιτούνται πόροι και πόροι ελλείπουσιν. Αλλ΄αν θέλωμεν να έχωμεν πατρίδα, αν ήμεθα άξιοι να ζώμεν άνδρες ελεύθεροι, πόρους ευρίσκομεν. Ας δώσει έκαστος ό,τι έχει και δύναται. Ιδού η πενιχρή εισφορά μου. Ας με μιμηθεί όστις θέλει!» 

(εκκένωσε κατά γής το ισχνόν του βαλάντιον, το μόνον προϊόν των επιπόνων οικονομιών του). 

«Αλλ’ όχι! Η συνεισφορά αύτη είναι ουτιδανή! Οβολόν άλλον δεν έχω να δώσω, αλλ΄ έχω εμαυτόν και ιδού τον πωλώ! Τις θέλει διδάσκαλον επί τέσσερα έτη δια τα παιδία του; Ας καταβάλη το τίμημα!»  

Συμμετείχε δε ως εκπρόσωπος των Ηπειρωτών στη συνέλευση της Τροιζήνας. Η στενή του σχέση με την ιδιαίτερη πατρίδα του τον οδήγησε το 1854, την περίοδο δηλαδή του Κριμαϊκού πολέμου, να συμμετάσχει στο βραχύβιο επαναστατικό κίνημα των Ηπειρωτών ως πρόεδρος της επαναστατικής επιτροπής τους.

 

 «Βίοι Παράλληλοι των επί της αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών»,  Υπό Αναστασίου Ν. Γούδα, . Τόμος Β': Παιδεία. Εν Αθήναις: Εκ του Τυπογραφείου Μ. Π. Περίδου, 1870.

 

 

Όσον αφορά τον τομέα της εκπαίδευσης, ήδη από το 1824 το βουλευτικό τον διόρισε δάσκαλο στο υπό σύσταση κεντρικό σχολείο του Άργους, προσπάθεια που δεν ευοδώθηκε. Ωστόσο, λίγα χρόνια αργότερα ο κυβερνήτης της Ελλάδας Ιωάννης Καποδίστριας επιστράτευσε το Γεννάδιο αναθέτοντάς του (μαζί με το Γρηγόριο Κωνσταντά και τον Ιωάννη Βένθυλο) τη σύνταξη γραμματικής και ανθολογίας των εγκύκλιων μαθημάτων της ελληνικής γλώσσας, όπως και τη διδασκαλία και οργάνωση της Κεντρικής Σχολής της Αίγινας (1829) και του Ορφανοτροφείου. Ο Γεννάδιος ανέλαβε τη διδασκαλία στην Κεντρική Σχολή, αλλά φρόντισε παράλληλα και για την ίδρυση Δημόσιας Βιβλιοθήκης συγκεντρώνοντας βιβλία και έντυπο υλικό, έθεσε δε τις βάσεις και του Νομισματικού Μουσείου. Και τα δύο ιδρύματα μεταφέρθηκαν στην Αθήνα (1835) μαζί με την Κεντρική Σχολή, η οποία μετονομάσθηκε σε Γυμνάσιον, με διευθυντή το Γεννάδιο.

Αν και το ενδιαφέρον του ήταν εστιασμένο στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, δίδαξε και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών γενική ιστορία. Σύντομα ωστόσο παραιτήθηκε προκειμένου να αναλάβει και να οργανώσει τη Ριζάρειο Σχολή. Υπήρξε από τους ενθερμότερους ιδρυτές της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας και εργάστηκε ως διδάσκαλος στην Αρσάκειο. Ήταν επίσης και από τους θεμελιωτές και για ένα διάστημα αντιπρόεδρος της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας. Τέλος, ο Γεννάδιος συνέβαλε ουσιαστικά και στην ολοκλήρωση της ανοικοδόμησης του ναού της Ζωοδόχου Πηγής στην Αθήνα.

Συνεργασίες

Ο Γεννάδιος συνεργάστηκε με τους Γερμανούς λόγιους φιλέλληνες Ειρηναίο Θείρσιο (Friedrich W. Thiersch 1784-1860) και Θεόδωρο Κιντ (Karl Theodor Kind 1799-1868). Η θέση που κατείχε στη Ριζάρειο Σχολή τον έφερε επίσης σε επαφή με σημαντικές προσωπικότητες του εκκλησιαστικού χώρου, όπως με το Θαβωρίου Ιερόθεο και τον Ουγγροβλαχίας Νεόφυτο. Προσωπικά συνδεόταν επίσης με το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη (1770-1843), τον Ιωάννη Γκούρα (1771-1826), τον Αλέξανδρο Σούτσο (1803-1868), το Νεόφυτο Δούκα, το Γρηγόριο Κωνσταντά κ.ά., ενώ μαθητές του αναδείχτηκαν σε σημαντικές προσωπικότητες της ελληνικής διανόησης, με χαρακτηριστικότερη περίπτωση τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο (1815-1891) και τον Αλέξανδρο Ρ. Ραγκαβή.

Ο Γεννάδιος παντρεύτηκε την Άρτεμη Μπενιζέλου, κόρη του Προκοπίου Μπενιζέλου της μεγάλης αθηναϊκής οικογένειας των Μπενιζέλων, και απέκτησε μαζί της 8 παιδιά (4 γιους και 4 κόρες), τα περισσότερα από τα οποία διακρίθηκαν στην πολιτική, στις τέχνες και στα γράμματα.

Το 1854 πέθανε στην Αθήνα κατά τη διάρκεια μιας επιδημίας χολέρας.

 

Εργογραφία:

 

Έγραψε: “Γραμματική της αρχαίας Ελληνικής γλώσσης” (1832) και επιμελήθηκε τη “Σύνοψιν της Ιεράς Ιστορίας” (1835) και την “Κατήχησιν ή Ορθόδοξον διδασκαλίαν της Ανατολικής Εκκλησίας”(1835).

Μετέφρασε τα έργα: “Πρώτη τροφή του υγιούς ανθρωπίνου νοός” (1819), “Ελληνικά τα εξαιρετώτερα της Ελληνικής Ιστορίας μέχρι του Πελοποννησιακού πολέμου”(1850), “Ελληνική Γραμματολογία”(1851) και “Στοιχειώδης πραγματεία περί των χρεών του ανθρώπου” (1853).

Μερικά από τα σημαντικότερα βιογραφικά σημειώματα για το Γεώργιο Γεννάδιο εντοπίζονται στα ακόλουθα έργα: Γούδας, Α., Βίοι παράλληλοι των επί της αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών 2 (Αθήνα 1874), σελ. 311-338, και Σφώκος, Κ., «Γεώργιος Γεννάδιος», Εθνικόν Ημερολόγιον 6 (1891), σελ. 193-204, και B.J., “Georges Gennadios”, La Bibliophilie 11-12 (1883), σελ. 291-293, και B.J., “Georges Gennadios”, La Bibliophilie 13 (1883), σελ. 330-332, και Αναστασιαδής, Ξ. (Γεννάδιος Ιωάννης), Γεωργίου Γενναδίου βίος, έργα, επιστολαί (Παρίσι 1926).

 

Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος
 
 
 
 Εθνική Βιβλιοθήκη Αθηνών  1895H Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος (ΕΒΕ) ιδρύθηκε τυπικά με το Διάταγμα, που εκδόθηκε στις 15 Μαΐου 1832,  με την επωνυμία «Δημοσία Βιβλιοθήκη» και με Διευθυντή το Γεώργιο Γεννάδιο, που έφερε τον τίτλο του «Επιστάτου». Οι πρώτες «Σκέψεις περί σχηματισμού Εθνικής Ελληνικής Βιβλιοθήκης» δημοσιεύτηκαν από το φιλέλληνα Ιω. Μάγερ σε άρθρο του στα «Ελληνικά Χρονικά» του Μεσολογγίου, τον Αύγουστο του 1824. Η ιδέα υλοποιήθηκε το 1829 από τον Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος συμπεριέλαβε τη Βιβλιοθήκη μαζί με τα άλλα πνευματικά Ιδρύματα -Σχολεία, Εθνικό Μουσείο, Τυπογραφία- στο Ορφανοτροφείο της Αίγινας, και ανέθεσε την επιστασία της στον Ανδρέα Μουστοξύδη, Πρόεδρο της Επιτροπής του Ορφανοτροφείου, Έφορο και Διευθυντή του Εθνικού Μουσείου, Έφορο του Κεντρικού Σχολείου κ.λπ.

Στο τέλος του 1830 η Βιβλιοθήκη, που χαρακτηριζόταν από τον ίδιο το Μουστοξύδη ως Εθνική Βιβλιοθήκη, αριθμούσε 1.018 τόμους εντύπων βιβλίων, που είχαν συλλεγεί μετά από έκκληση των Αρχών προς όλους τους Έλληνες και φιλέλληνες, προς τους διοικητές και προς τις μονές της χώρας. Το 1834 η Βιβλιοθήκη μεταφέρθηκε στη νέα πρωτεύουσα του Κράτους, την Αθήνα, και στεγάστηκε προσωρινά στο κτίσμα του Λουτρού (στη Ρωμαϊκή Αγορά) και αργότερα στην εκκλησία του Αγίου Ελευθερίου (δίπλα στη Μητρόπολη) και σε άλλα κτίρια.

Παράλληλα με την κρατική μέριμνα για τον εμπλουτισμό της με αγορές ιδιωτικών βιβλιοθηκών, όπως αυτή του Δημ. Ποστολάκα (1.995 τόμοι), η Βιβλιοθήκη δέχτηκε πολλές δωρεές βιβλίων, όπως αυτές των Χριστόφ. και Κωνστ. Σακελλαρίου (5.400 τόμοι), του Μάρκου Ρενιέρη (3.401 τόμοι) κ.ά. Το 1842 η Δημόσια Βιβλιοθήκη (με 35.000 τόμους) ενοποιήθηκε με τη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου (15.000 τόμους) και συστεγάστηκαν, μαζί με τη Νομισματική Συλλογή, στο νέο κτίριο του Οθώνειου Πανεπιστημίου. Πρώτος Έφορος (Διευθυντής) ορίστηκε ο Γεώργιος Κοζάκης-Τυπάλδος, που παρέμεινε στη θέση αυτή ως το 1863. Την εποχή αυτή η Βιβλιοθήκη εμπλουτίστηκε με σημαντικές δωρεές σπάνιων ξενόγλωσσων βιβλίων. Με το βασιλικό διάταγμα του 1866 οι δύο Βιβλιοθήκες συγχωνεύτηκαν και διοικητικά σε μία, με τον τίτλο «Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος«.

Στις 16 Μαρτίου 1888 τέθηκε ο θεμέλιος λίθος του νεοκλασσικού μαρμάρινου κτηρίου, που χρηματοδοτήθηκε από τους Κεφαλλήνες αδελφούς Παναγή, Μαρίνο και Ανδρέα Βαλλιάνο. Η Βιβλιοθήκη παρέμεινε στο κτήριο του Πανεπιστημίου μέχρι το 1903, οπότε μεταφέρθηκε στο νέο λαμπρό κτήριο, που σχεδιάστηκε από το Θεόφιλο Χάνσεν και οικοδομήθηκε με γενική επίβλεψη του Ερνέστου Τσίλλερ.

Σήμερα η Εθνική Βιβλιοθήκη εξακολουθεί να στεγάζεται στο Βαλλιάνειο κτίριο, στο κέντρο της Αθήνας (Πανεπιστημίου 32, Αθήνα) καθώς και σε δύο άλλα κτίρια (Αγία Παρασκευή – Νέα Χαλκηδόνα) και η πολύτιμη, στο σύνολό της, Συλλογή του υλικού της περιλαμβάνει το γραπτό εθνικό πολιτιστικό θησαυρό της Ελλάδας.

Πηγές

  • «Βίοι Παράλληλοι των επί της αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών»,  Υπό Αναστασίου Ν. Γούδα, . Τόμος Β’: Παιδεία. Εν Αθήναις: Εκ του Τυπογραφείου Μ. Π. Περίδου, 1870.
  • Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού.
  • «Γεννάδειο» 1ο Πειραματικό Γενικό Λύκειο Αθηνών.
  •  Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος.

Read Full Post »

Καρούζου-Παπασπυρίδη Σέμνη, «Το Ναύπλιο».

 

 

Περιγραφή:

Καρούζου-Παπασπυρίδη Σέμνη, «Το Ναύπλιο».Σέμνη Καρούζου (18898 Δεκεμβρίου 1994). Το Ναύπλιο, η γραφική αυτή πόλη του Μοριά, είναι γεμάτη με μνήμες ιστορικές. Η συγγραφέας, από τις πρώτες Ελληνίδες αρχαιολόγους, αφηγείται τους αρχαίους μύθους που σχετίζονται με το Ναύπλιο και προχωρεί στο ξετύλιγμα της ιστορίας, από την αρχαιότητα ως τη Βενετοκρατία και την Τουρκοκρατία και, τέλος, ως τα χρόνια του Κλασικισμού, στον 19ο αιώνα, όταν το Ναύπλιο ανακηρύχθηκε πρώτη πρωτεύουσα του νεοελληνικού κράτους.

Εκδόσεις: Εμπορικής Τράπεζας

Χρονολογία Έκδοσης:

 1979
Σελίδες: 216

Read Full Post »

Richard Chandler (1738-1810)

 

Άγγλος λόγιος και αρχαιολόγος, που επισκέφθηκε την Ελλάδα στο διάστημα 1764-66. Η αγγλική αρχαιόφιλη εταιρεία των Dilettanti τον όρισε επικεφαλής τής πρώτης επιστημονικής αποστολής που πραγματοποιήθηκε στον ελλαδικό χώρο. Ο Τσάντλερ συνοδευόταν στο ταξίδι του από τον αρχιτέκτονα Nicholas Revett και το ζωγράφο William Pars. Στην αρχή οι τρεις συμπατριώτες επισκέφθηκαν τις αρχαιότητες των παραλίων της Μ. Ασίας.

Στη συνέχεια περιηγήθηκαν την Αττική, την Πελοπόννησο, τους Δελφούς στη Στερεά. Τα κείμενα του Τσάντλερ απέκτησαν εξαιρετική φιλολογική αξία, οι παρατηρήσεις του εμπλούτισαν με πλήθος στοιχείων τις γνώσεις μας για τη γεωγραφία του ελλαδικού χώρου και τη χωροθέτηση των αρχαιοτήτων. Επίσης ο Τσάντλερ ανέδειξε μέσα από το έργο του τους χαρακτήρες των σύγχρονων Ελλήνων, τα ήθη και τις νοοτροπίες τους, κι αυτό συνιστά σημαντική συμβολή του Τσάντλερ στη διαμόρφωση της δυτικής συναντίληψης για τον Ελληνισμό του 18ου αιώνα.

 

 

Πήγες

 

 

  • Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, « Περιηγητές Ι», τεύχος 43, 10 Αυγούστου 2000.
  • «Travels in Greece», Richard Chandler
  • Wikipedia, Richard Chandler 

 

 

Read Full Post »

Θόλος/ Θυμέλη Ασκληπιείου Επιδαύρου

 

 

«Απέναντι από τον ναό (του Ασκληπιού) είναι ο τόπος που κοιμούνται οι προσκυνητές του Θεού. Ένα κυκλικό οικοδόμημα, κτισμένο εκεί κοντά, από μάρμαρο, η λεγόμενη θόλος, είναι άξιο θέας.. Μέσα στην Θόλο υπάρχει ζωγραφική παράσταση του Παυσίου, που παριστά τον Έρωτα να έχει παρατημένα τα βέλη και το τόξο και να έχει πάρει και να κρατεί την λύρα. Είναι επίσης ζωγραφισμένη η Μέθη εδώ να πίνει από γυάλινη κούπα, έργο και τούτο του Παυσίου. Η κούπα φαίνεται σαν αληθινή γυάλινη και μπορεί κανείς να ιδεί διά μέσου αυτής το πρόσωπο  της γυναίκας».

                                                                                   Παυσανίου Κορινθιακά 27, 3

 

Η Θόλος του Ασκληπιείου της Επιδαύρου

Η Θόλος του Ασκληπιείου της Επιδαύρου

 

Η Θόλος του Ασκληπιείου της Επιδαύρου ή Θυμέλη σύμφωνα με τη σχετική οικοδομική επιγραφή, οικοδομήθηκε μεταξύ των ετών 365 και του 335 π.Χ., στο πλαίσιο του μεγάλου οικοδομικού προγράμματος του Ιερού, αμέσως μετά την ολοκλήρωση κατασκευής του ναού του Ασκληπιού. Ο Παυσανίας, περιηγητής του 2ου αιώνα μ.Χ., αναφέρει ότι αρχιτέκτονας της Θόλου ήταν ο Πολύκλειτος από το Άργος.


Η Θόλος της Επιδαύρου έχει έως σήμερα τη φήμη του τελειότερου κυκλικού οικοδομήματος της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής. Το κτίριο χαρακτηρίζεται από διατάξεις αρχιτεκτονικών στοιχείων σε τριμερή οργάνωση. Η ανωδομή του αποτελείτο από τρεις ομόκεντρους κυκλικούς δακτυλίους. Εξωτερικά υπήρχε πώρινη περίσταση από 26 δωρικούς κίονες, η οποία περιέβαλε έναν πώρινο σηκό. Μια δεύτερη κυκλική κιονοστοιχία από 14 μαρμάρινους κίονες με κορινθιακό κιονόκρανο διακοσμούσε το εσωτερικό του σηκού. Το δάπεδο στο εσωτερικό της κορινθιακής κιονοστοιχίας διαμορφωνόταν από λευκές και μαύρες ρομβοειδείς πλάκες σε ένα μοναδικής σύλληψης γεωμετρικό σχέδιο. Σύμφωνα με τον Παυσανία, στο εσωτερικό του σηκού υπήρχαν ζωγραφικές παραστάσεις του ζωγράφου Παυσία. Τόσο το δωρικό πτερό όσο και το κορινθιακό περιστύλιο στήριζαν οροφή με μαρμάρινα φατνώματα φυτικής διακόσμησης. Το κτίριο στεγαζόταν από κωνική ξύλινη στέγη καλυμμένη με ένα πολύπλοκο σύστημα μαρμάρινων κεραμίδων ενώ στην κορυφή της στέγης είχε τοποθετηθεί ένα περίτεχνο κεντρικό φυτικό ακρωτήριο.

Κάτω από το περίπλοκο δάπεδο υπήρχε ένας τριμερής υπόγειος χώρος. Οι κυκλικοί διάδρομοι που τον αποτελούσαν επικοινωνούσαν μεταξύ τους με ανοίγματα ενώ φράγματα στις κατάλληλες θέσεις ανάγκαζαν τον εισερχόμενο να ακολουθήσει μαιανδροειδή πορεία. Το κυκλικό σχήμα του κτιρίου, που συνήθως χαρακτηρίζει ταφικά οικοδομήματα, καθώς και η λαβυρινθώδης μορφή του υπογείου με τους σκοτεινούς διαδρόμους παραπέμπει στο χθόνιο χαρακτήρα του Ασκληπιού, επιτρέποντας την ερμηνεία της Θόλου ως κτίριο που στέγαζε την υπόγεια κατοικία του Θεού. Εξάλλου, σύμφωνα με το μύθο, ο Θεός θεράπευε τους πιστούς του μέσα από τη γη.

Προβλεπόμενη μερική αναστήλωση της Θόλου.

Προβλεπόμενη μερική αναστήλωση της Θόλου.

 

Η Θόλος, σημαντικό οικοδόμημα στη μυστηριακή λατρεία του Ασκληπιού και σε άμεση γειτνίαση με το ναό του Ασκληπιού και τη στοά του Αβάτου, ενσωματώθηκε στα κτίρια που περιέβαλε η στοά των υστερορωμαϊκών χρόνων. Καταστράφηκε για πρώτη φορά από το μεγάλο σεισμό του 6ου μ. Χ. ενώ γύρω στο 18ο αιώνα άρχισε η διαρπαγή των πώρινων μελών, η ασβεστοποίηση των μαρμάρων και η αφαίρεση των μεταλλικών στοιχείων της. Υλικό από τη Θόλο βρέθηκε επίσης εντοιχισμένο σε βυζαντινά μνημεία της ευρύτερης περιοχής. Μετά τις ανασκαφές του τέλους του 19ου αιώνα, από το μνημείο σώζονταν μόνο οι τρεις στερεοβάτες της ανωδομής και η υπόγεια τριμερής κατασκευή του λαβυρίνθου. Σημαντικό μέρος των διάσπαρτων αρχιτεκτονικών μελών της ανωδομής χρησιμοποιήθηκε σε συνεπτυγμένες αποκαταστάσεις των αρχών του 20ου αιώνα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Επιδαύρου. Η Επιτροπή Συντήρησης Μνημείων Επιδαύρου εκτελεί από το 1994 πρόγραμμα μερικής αποκατάστασης του κτιρίου, στα πλαίσια του οποίου διαλύθηκαν οι παραπάνω αποκαταστάσεις. Σήμερα στο μουσείο εκτίθεται μόνο το κορινθιακό κιονόκρανο – παράδειγμα, που βρέθηκε προσεκτικά θαμμένο κοντά στο μνημείο.

 

Επιτροπή Συντήρησης Μνημείων Επιδαύρου

 

 

θόλος ο [θólos] & θόλος η [θólos] : 1. καμπυλόσχημη, συνήθ. λίθινη κατασκευή για την κάλυψη ενός χώρου, της οποίας η πιο συνηθισμένη μορφή είναι η κυλινδρική: Hμισφαιρικός ~, τρούλος. Ο ~ με μικρό πλάτος λέγεται αψίδα. Kλειδί* του θόλου. ~ από πλίνθους / από μέταλλο / από τσιμέντο. Οι θόλοι των βυζαντινών ναών. Ο ~ του Πανθέου της Ρώμης. Ο ~ του αστεροσκοπείου. 2. για κτ. που μοιάζει με θόλο. α. (αστρον.) ουράνιος ~, νοητή κοίλη ημισφαιρική επιφάνεια που φτάνει ως τη γραμμή του ορίζοντα. β. (ανατ.) ονομασία για διάφορες κοιλότητες του σώματος: ~ του κρανίου / διαφράγματος. 3. (αρχαιολ.) κυκλικό οικοδόμημα με ημισφαιρική ή κωνική στέγη, που συνήθ. το περιέβαλλε μια σειρά κιόνων. 

[ελνστ. ὁ θόλος < αρχ. ἡ θόλος (μεταπλ. κατά τα άλλα αρσ. σε -ος)· λόγ. < αρχ. ἡ θόλος· λόγ. θόλ(ος) -ίσκος]

θυμέλη η [θiméli] : βωμός που βρισκόταν στο κέντρο της ορχήστρας των αρχαίων ελληνικών θεάτρων.

 

Λεξικό Τριανταφυλλίδη

 

Πηγή

 

  • Υπουργείο Πολιτισμού

 

 

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

  • Παναγής Καββαδίας, « Το ιερόν του Ασκληπιού εν Επιδαύρω και η θεραπεία των ασθενών», Αθήνησιν, 1900
  • Αγλαϊα Αρχοντίδου Αργύρη, Αρχαιολόγος, Επίδαυρος Εκδ. ΑΠΟΛΛΩΝ
  • Burford, A, The Greek Temple Builders at Epidauros 1969
  • Νικ. Παπαχατζή, Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησης, Βιβλίο 2 και 3, Κορινθιακά και Λακωνικά, Αθήνα 1976, 204-216
  • ΥΠΠΟ-ΤΔΠΕΑΕ, Το έργο των επιστημονικών επιτροπών αναστήλωσης, συντήρησης και ανάδειξης μνημείων., Αθήνα 2006, 37

 

Read Full Post »

Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου – Ανασκαφές του 1881-83


 

«Επιδαυρίους δε έστι θέατρον εν τω ιερώ μάλιστα εμοί δοκεί θέας άξιον.

Τα μεν γαρ Ρωμαίων πολύ δη τι υπερείχε των πανταχού τω κόσμω μεγέθει

δε Αρκάδων το εν τη Μεγάλη πόλει· αρμονίας δε ή κάλλους

ένεκα αρχιτεκτόνων ποίος ες άμιλλαν Πολυκλείτω γένοιτ’ αν αξιόχρεως;

Πολύκλειτος γαρ και θέατρον τούτο και οίκημα το περιφερές

ο ποιήσας ην». (Παυσανίας)

 

Παναγής Καββαδίας (1850-1928), αρχαιολόγος και καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Μέχρι το 1881 το θέατρο της Επιδαύρου θαμμένο στην χαράδρα του Κυνάρτειου όρους, έμενε σιωπηλό κρατώντας μυστική την αρχαία του δόξα. Ένας Κεφαλλονίτης όμως, ο Παναγής Καββαδίας, μετά τις σπουδές του, έταξε σκοπό της ζωής του την αποκάλυψη των αρχαιοτήτων  της Επιδαύρου και την δημιουργία Μουσείου. Βαθύς γνώστης όλων των σχετικών πληροφοριών και των αρχαίων συγγραφέων, στις 15 Μαρτίου του 1881 έφτασε στον ιερό χώρο του Ασκληπιού.

Ο Καββαδίας γρήγορα εντόπισε την θέση του θεάτρου. Το σχήμα της περιοχής μαρτυρούσε το μυστικό. Το κοίλο του θεάτρου πρόβαλλε νοερά ανάγλυφο στα μάτια του αρχαιολόγου. Όλος ο χώρος ήταν πυκνά δασωμένος και δύσβατος. Ήταν αδύνατο να προχωρήσει κανείς για να φτάσει στην κορυφή του. Αμέσως άρχισε η κοπή των δέντρων και σε μια εβδομάδα ο τόπος είχε καθαριστεί.

Χώματα και βράχοι είχαν συσωρευτεί στην πλαγιά. Τίποτα δεν μαρτυρούσε την ύπαρξη θεάτρου ή μέρους του. Ο χρόνος είχε παίξει το δικό του παιχνίδι. Ο Καββαδίας επέμενε. Άρχισε να σκάβει προσεκτικά. Μετά από πολλή προσπάθεια και συστηματική εργασία φάνηκε το κοίλο. Ανασκάφηκε η ορχήστρα και το υποσκήνιο. Σε βάθος 1,50 μέτρου. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Γαλλική Επιστημονική Αποστολή του Μορέως 1829


 

Από το 1821 και μετά, τα πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα, που συνδέονταν με την ελληνική Επανάσταση και τον αγώνα για την ανεξαρτησία, προκάλεσαν ένα μεγάλο ρεύμα φιλελληνισμού και ενδιαφέροντος για τα ελληνικά πράγματα.

Ο Νικόλαος – Ιωσήφ Μαιζών, Γρεναδιέρος στο 1ο τάγμα του Παρισιού το 1792, έργο του Γάλλου ζωγράφου Λεόν Κονιέ (Léon Cogniet, 1794 – 1880). Palace of Versailles.

Το 1828 η γαλλική κυβέρνηση, κατόπιν συμφωνίας των Μ. Δυνάμεων, αποφάσισε να βοηθήσει τους Έλληνες στέλνοντας μια στρατιωτική αποστολή 14.000 ανδρών υπό τις διαταγές του στρατηγού Νικολάου Μαιζών (Nicolas Joseph Maison), που αποβιβάστηκε στις 29 Αυγούστου νοτιοδυτικά της Πελοποννήσου, με σκοπό να εκκαθαρίσει την περιοχή από τις τουρκικές-αιγυπτιακές κατοχικές δυνάμεις.

Με τη μεσολάβηση του Εντγκάρ Κινέ (Edgar Quinet),[1] η βοήθεια αυτή συνοδεύτηκε από μία επιστημονική αποστολή, κατά το πρότυπο αυτής που είχε συνοδεύσει το εκστρατευτικό σώμα του Βοναπάρτη στην Αίγυπτο, και της οποίας το πιο αξιόλογο αποτέλεσμα ήταν η εικονογραφημένη πολύτομη έκδοση Description de l’Égypte (Περιγραφή της Αιγύπτου).

 

Ο Γαλλικός Στρατός στο Μοριά (1828-1830). Δημοσιεύεται στο: René Puaux, «Grèce, Terre aimée des Dieux, Παρίσι, 1932.

 

Η Επιστημονική Αποστολή, που έφτασε στο Μοριά το 1829, περιελάμβανε πολλές ειδικότητες: ένα τμήμα φυσικών επιστημών με επτά ερευνητές και ένα ζωγράφο, υπό τη διεύθυνση του συνταγματάρχη Jean-Baptiste Bory de Saint-Vincent (Ζαν-Μπατίστ Μπορύ ντε Σεν-Βενσάν), ένα τμήμα αρχαιολογίας με τη συμμετοχή ειδικά του Qui­net, ο οποίος όμως λόγω ασθενείας πολύ σύντομα σταμάτησε να εργάζεται αποτελεσματικά, και ένα τμήμα αρχιτεκτονικής υπό τη διεύθυνση του αρχιτέκτονα Guillaume-Abel Blouet (Γκιγιώμ-Αμπέλ Μπλουέ), στον οποίο οφείλουμε τα κυριότερα επιστημονικά αποτελέσματα της Αποστολής σε αρχαιολογικά θέματα,  χάρη στην ποιότητα των αποτυπώσεων τους, η μελέτη των αρχαιοτήτων του Άργους πέρασε στο χώρο της επιστήμης. (περισσότερα…)

Read Full Post »

« Newer Posts - Older Posts »