Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Εκλογές’

Οι εκλογικές αναμετρήσεις στη νεότερη Ελλάδα


  

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, αποδεχόμενη τις εκατοντάδες προτάσεις των επισκεπτών της και επιθυμώντας να συμβάλλει στην επίκαιρη ενημέρωσή τους, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Διαβάστε στο «Ελεύθερο Βήμα», άρθρο του Φιλόλογου – Συγγραφέα, Αλέξη Τότσικα, που δημοσιεύεται στο βιβλίο του «Δεύτερη Ανάγνωση» με θέμα:

«Οι εκλογικές αναμετρήσεις στη νεότερη Ελλάδα»

  

Σε 165 χρόνια, από το 1844 και τις πρώτες βουλευτικές εκλογές έως και τις τελευταίες του 2009, έχουν διεξαχθεί στην Ελλάδα 61 εκλογικές αναμετρήσεις και έχουν αναδειχθεί 188 κυβερνήσεις με πρωθυπουργούς 90 διαφορετικά πρόσωπα.

Η ιστορία των εκλογών στην Ελλάδα ξεκινάει με τη σύσταση της Α΄ Εθνοσυνέλευσης, που άρχισε στο Αι – Γιάννη του Άργους το Δεκέμβρη του 1821 και ολοκληρώθηκε στην Επίδαυρο τον Ιανουάριο του 1822, όπου ψήφισε το «προσωρινό πολίτευμα της Επιδαύρου» και καθιέρωσε τρεις εξουσίες: Τη νομοθετική με μία βουλή εβδομήντα βουλευτών, την εκτελεστική που θα ασκούσε μία 5μελής κυβέρνηση, και τη δικαστική. Η θητεία του Βουλευτικού και του Νομοτελεστικού ήταν για 1 έτος. Ακολούθησαν αντίστοιχες αποφάσεις στη Β΄ εθνοσυνέλευση του Άστρους το 1823 και στην Γ΄ εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας το 1827.

Μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους οι εκλογικές αναμετρήσεις ξεκινούν ουσιαστικά και «οργανωμένα» το 1844. Χρειάστηκε να περάσουν 23 χρόνια από την επανάσταση του ’21, ώσπου οι Έλληνες ν’ αποκτήσουν το δικαίωμα να εκλέγουν τους εκπροσώπους τους στη Βουλή. Και, όταν το 1844 το απέκτησαν, το καταυχαριστήθηκαν. Οι πρώτες εκλογές, που διενεργήθηκαν στο ανεξάρτητο ελληνικό κράτος, διήρκεσαν 10 μήνες, αφού προκηρύχθηκαν το Νοέμβριο του 1843 και τελείωσαν τον Αύγουστο του 1844!

Νύχτα, 3ης Σεπτεμβρίου 1843. Φανταστικός πινάκας αγνώστου ζωγράφου της εποχής. Ο ζωγράφος παρουσιάζει σε πρώτο πλάνο το συνταγματάρχη Δημήτριο Καλλέργη έφιππο έξω από τα ανάκτορα, να ζητά Σύνταγμα, από το βασιλέα Όθωνα και την Αμαλία. (Συλλογή Λάμπρου Ευταξία)

Νύχτα, 3ης Σεπτεμβρίου 1843. Φανταστικός πινάκας αγνώστου ζωγράφου της εποχής. Ο ζωγράφος παρουσιάζει σε πρώτο πλάνο το συνταγματάρχη Δημήτριο Καλλέργη έφιππο έξω από τα ανάκτορα, να ζητά Σύνταγμα, από το βασιλέα Όθωνα και την Αμαλία. (Συλλογή Λάμπρου Ευταξία)

Η εθνοσυνέλευση, που προέκυψε μετά την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου, δημιούργησε το πρώτο Σύνταγμα της Ελλάδας, που καθιέρωνε τη συνταγματική βασιλεία, και ψήφισε τον πρώτο εκλογικό νόμο της χώρας, ο οποίος, συμβολικά, δημοσιεύτηκε στις 25 Μαρτίου και ήταν ο πιο προοδευτικός στον κόσμο, ως την ώρα εκείνη:

Απαγόρευε το δικαίωμα του «εκλέγεσθαι» στις γυναίκες, στους νέους κάτω των 25 χρόνων, σ’ όσους είχαν δοσοληψίες με την Δικαιοσύνη (υπόδικους ή καταδικασμένους) και στους τεμπέληδες! Για να γινόταν κάποιος υποψήφιος βουλευτής, έπρεπε να έχει επάγγελμα ικανό να τον θρέψει ή κτηματική περιουσία στην εκλογική του περιφέρεια. Όριζε ένα βουλευτή σε κάθε 10.000 κατοίκους, εκτός από την Ύδρα που, τιμητικά, εξέλεγε τρεις, και τις Σπέτσες και τα Ψαρά, που, επίσης τιμητικά, εκλέγανε από δύο.

Οι εκλογές έπρεπε να διεξαχθούν σε 8 ημέρες. Ο νόμος όμως δεν ξεκαθάριζε, αν αυτές οι οχτώ μέρες έπρεπε να είναι κοινές για όλη τη χώρα ή όχι, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει η εκλογική διαδικασία τον Απρίλη του 1844 και να συνεχίζεται μέχρι το Σεπτέμβρη σε ορισμένες περιοχές. Στις περισσότερες περιοχές, οι εκλογές έγιναν Μάιο και Ιούνιο, ενώ στην Αθήνα τέλη Ιουλίου και αρχές Αυγούστου.

Ο νόμος όριζε ότι μετά την ολοκλήρωση της κάθε ψηφοφορίας, οι κάλπες έπρεπε να σφραγιστούν και να μεταφερθούν στις πρωτεύουσες των νομών για καταμέτρηση. Το πώς έφταναν στον προορισμό τους, το περιγράφει ο Μακεδόνας δημοσιογράφος και συγγραφέας Νικόλαος Δραγούμης: «Οι κάλπες έφταναν στον τόπο της καταμέτρησης με σπασμένα σανίδια ή λιμαρισμένες τις σφραγίδες, ενώ, σε πολλές περιπτώσεις, οι ψήφοι μεταφέρονταν σε «σαπουνοσακούλες».

Στη Βουλή, όταν ο «εκλεγμένος» ήταν του κόμματος που κέρδιζε τις εκλογές, σηκωνόταν κάποιος και εξηγούσε ότι το σπάσιμο των σανιδιών οφειλόταν στο νόμο της συστολής των στερεών σωμάτων και η λιμαρισμένη σφραγίδα ήταν τυχαία σπασμένη κατά τη μεταφορά, ενώ η «σαπουνοσακούλα» ήταν κάλπη και την καταμέτρηση έκανε άτομο, που είχε το σεβασμό και την εκτίμηση των κατοίκων της περιοχής του. Για τους ηττημένους βέβαια αρκούσε μια γρατσουνιά στην κάλπη, για να ξεσπάσει θύελλα καταγγελιών ότι είχαν να κάνουν με καραμπινάτη περίπτωση νοθείας!

Η πρώτη, έστω και με τέτοιον τρόπο, εκλεγμένη Βουλή των Ελλήνων συνεδρίασε για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1845 και πρώτος εκλεγμένος πρωθυπουργός ήταν ο Ιωάννης Κωλέττης, που εξάντλησε την πρώτη του τριετία, κέρδισε και τις επόμενες εκλογές (1847) με συντριπτική πλειοψηφία, αλλά αμέσως μετά πέθανε από νεφρίτιδα σε ηλικία 73 χρόνων.

Στην περίοδο της Συνταγματικής Μοναρχίας (1844-1862) έγιναν συνολικά 9 εκλογικές αναμετρήσεις, αλλά το ποιος θα γινόταν πρωθυπουργός εξαρτιόταν από το ποιος ήταν ο ευνοούμενος του Όθωνα και της πρεσβείας, που τύχαινε να έχει το πάνω χέρι στην κρίσιμη στιγμή.

Οι πρώτες μετά το Σύνταγμα του 1864 εκλογές ορίστηκαν να ξεκινήσουν στις 14 Μαΐου 1865 με μια διαδικασία, που απέκλειε κάθε χρήση βίας και νοθείας. Μόνο που ήταν κάπως χρονοβόρα.

Σε κάθε εκλογικό τμήμα στήνονταν τόσες κάλπες, όσοι και οι υποψήφιοι βουλευτές. Κάθε κάλπη ήταν χωρισμένη στα δύο, η μισή άσπρη με μια ταμπέλα, που έλεγε «ναι» και η μισή μαύρη με ταμπέλα «όχι». Δυο σωληνάκια οδηγούσαν το ένα στην άσπρη πλευρά και το άλλο στη μαύρη. Πίσω από κάθε κάλπη στεκόταν εκπρόσωπος του υποψηφίου στον οποίο ανήκε η κάλπη. Ο ψηφοφόρος έπρεπε να πάρει τόσα μολυβένια μπαλάκια, όσα και οι κάλπες. Όταν έφτανε μπροστά σε κάθε κάλπη, ο αντιπρόσωπος φώναζε δυνατά το όνομα του υποψήφιου, στον οποίο αυτή ανήκε. Ο ψηφοφόρος έβαζε το μπαλάκι ή στο σωλήνα που οδηγούσε στην άσπρη μεριά ή σ’ εκείνον που οδηγούσε στη μαύρη. Η διαδικασία επαναλαμβανόταν με όλες τις κάλπες. Απαγορευόταν από το νόμο να προσπεραστεί μια κάλπη χωρίς να ριχτεί σ’ αυτήν μπαλάκι και ο παραβάτης πλήρωνε πρόστιμο επιτόπου!

Στη διαλογή μετρούσαν πρώτα αν τα μπαλάκια στην άσπρη και στη μαύρη πλευρά κάθε κάλπης είχαν άθροισμα ίσο με τον αριθμό των ψηφισάντων. Αν τα μπαλάκια ήταν παραπάνω, η επιτροπή αφαιρούσε τα περισσευούμενα από την άσπρη μεριά! Βουλευτές ανακηρύσσονταν όσοι είχαν τα περισσότερα μπαλάκια στην άσπρη μεριά και εκλέγονταν τόσοι, όσους έβγαζε κάθε περιοχή. Υπήρχε δηλαδή απόλυτη και ανόθευτη απλή αναλογική, χωρίς περιορισμό επιλογής για τους ψηφοφόρους, που επέλεγαν όσους ήθελαν και «μαύριζαν» (από εκεί βγήκε η έκφραση «έριξα μαύρο») με την ψυχή τους, όποιον ήταν ανεπιθύμητος.

Αλέξανδρος Κουμουνδούρος

Αλέξανδρος Κουμουνδούρος

Στις εκλογές αυτές πλειοψήφησε ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, που παραιτήθηκε το φθινόπωρο, για να διοριστούν από το βασιλιά 6 συνολικά Πρωθυπουργοί μέσα στη δύσκολη αυτή χρονιά του 1865! Συνολικά από τις εκλογές του 1844 έως το 1875, οπότε ο Χαρίλαος Τρικούπης υποχρέωσε τον βασιλιά Γεώργιο Α’ να δεχτεί την «αρχή της δεδηλωμένης», έγιναν δεκαπέντε εκλογικές αναμετρήσεις, αλλά η πρωθυπουργία άλλαξε χέρια 39 φορές!

Σιγά – σιγά οι Έλληνες πολιτικοί ωρίμαζαν και η Ελλάδα προχωρούσε προς αυτό που, δέκα χρόνια αργότερα, ο Χαρίλαος Τρικούπης θα ονόμαζε «αρχή της δεδηλωμένης»: Να απολαμβάνει, δηλαδή, ο πρωθυπουργός της χώρας τη δεδηλωμένη εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας του κοινοβουλίου κι όχι την εύνοια του ανώτατου άρχοντα.

Στις εκλογικές αναμετρήσεις από το 1875 ως το 1920 κυριαρχεί αρχικά το δίδυμο Χαρίλαου Τρικούπη και Θεόδωρου Δηλιγιάννη και στη συνέχεια η Α΄ περίοδος κυριαρχίας του Ελευθέριου Βενιζέλου, μια περίοδος που διπλασίασε την Ελλάδα, αλλά κατέληξε με τη μικρασιατική περιπέτεια και καταστροφή.

Εκλογές, Αθήνα 11 Φεβρουαρίου 1934. Εκλογικό τμήμα ανδρών. Αρχείο ΕΛΙΑ.

Εκλογές, Αθήνα 11 Φεβρουαρίου 1934. Εκλογικό τμήμα ανδρών. Αρχείο ΕΛΙΑ.

Το 1924 γίνεται μεταβολή του πολιτεύματος σε Αβασίλευτη Δημοκρατία, αλλά δεν μπορεί να διατηρηθεί παρά την δημοκρατική ωριμότητα του Αλέξανδρου Παπαναστασίου και ακολουθούν η δικτατορία του Θ. Πάγκαλου, ο Βενιζέλος γίνεται εκ νέου πρωθυπουργός (εκλογές 1928 και 1933), η πολιτική κατάσταση εκτροχιάζεται και οδηγείται στη δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά. Ακολουθούν ο πόλεμος του 1940-44 και ο εμφύλιος σπαραγμός (1946-49). Οι επόμενες εκλογές θα διεξαχθούν ένα χρόνο αργότερα στις 5 Μαρτίου 1950 και Θα σχηματιστεί Βουλή δεκακομματική.

Νικόλαος Πλαστήρας

Νικόλαος Πλαστήρας

Στις εκλογές του 1951 ο Αλέξανδρος Παπάγος αναδεικνύεται νικητής με το 35,6% των ψήφων, κυβέρνηση όμως σχηματίζεται υπό τον στρατηγό Νικόλαο Πλαστήρα, ενώ για πρώτη φορά συμμετείχε σε εκλογές και η ΕΔΑ αποσπώντας το 10,57% των ψήφων.

Στις εκλογές του 1952 ψηφίζουν για πρώτη φορά και γυναίκες, αφού με το νόμο 2159 του 1952 κατοχυρώνεται το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι για τις Ελληνίδες. Μετά τον αιφνίδιο θάνατο του Στρατηγού Παπάγου νέος πρωθυπουργός αναλαμβάνει ο μέχρι τότε υπουργός Συγκοινωνιών Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο οποίος θα κυβερνήσει τη χώρα για τα επόμενα 8 χρόνια και θα διαμορφώσει σε μεγάλο βαθμό την εικόνα της σύγχρονης Ελλάδας.

 Στη δεκαετία του 1960 η πολιτική ζωή της Ελλάδας καθοριζόταν από τις ΗΠΑ και το Παλάτι, που είχε στον έλεγχό του το στρατό, την αστυνομία, τη δημόσια διοίκηση και χιλιάδες χαφιέδες, που φακέλωναν όσους απλούς πολίτες δεν ήταν οπαδοί τους. Το 1958 ο λαός έδωσε στην ενωμένη αριστερά (ΕΔΑ) τη θέση της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Αυτό θορύβησε το κατεστημένο της εποχής και μπήκε σε ενέργεια ένα σχέδιο αποτροπής του κομουνιστικού κινδύνου.

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στο Ναύπλιο, αρχές 1959. Αρχείο: Κυριάκος Καλκάνης.

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στο Ναύπλιο, αρχές 1959. Αρχείο: Κυριάκος Καλκάνης.

Η πρώτη φάση ήταν οι εκλογές βίας και νοθείας του 1961. Έβαζαν τότε τους φαντάρους στα στρατιωτικά οχήματα και με τα ψηφοδέλτια στα χέρια τους γυρνούσαν σε όλα τα εκλογικά τμήματα και ψήφιζαν δεκάδες φορές ο καθένας. Σε μια Μαύρη Βίβλο, που εκδόθηκε αργότερα, τεκμηριώθηκαν χιλιάδες περιπτώσεις νοθείας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι πως σε ένα περιφραγμένο χωράφι με δύο δέντρα στη λεωφόρο Καβάλας είχαν δηλώσει πως διέμεναν 500 περίπου ανύπαρκτοι ψηφοφόροι. Τότε βγήκε και το σύνθημα πως στην Ελλάδα ψηφίζουν και τα δέντρα.

Στις εκλογές του 1964 η Ένωση Κέντρου αναδείχθηκε πρώτο κόμμα με 52,72% καταλαμβάνοντας 170 έδρες στη Βουλή. Η υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ και η παραίτηση του Γεωργίου Παπανδρέου (1965) οδηγούν στην δικτατορία του 1967 (21-4-1967), ενώ είχαν προκηρυχθεί εκλογές για τις 28-5-1967.

Στη Γ’ Ελληνική Δημοκρατία (1974-2012) έγιναν 13 εκλογικές αναμετρήσεις. Οι εκλογές της 6 Μαΐου 2012 είναι οι 14ες που διεξάγονται κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης. Στις 13 προηγούμενες έχει επικρατήσει 7 φορές η Νέα Δημοκρατία και 6 το ΠΑΣΟΚ. Συνολικά έχουν ορκιστεί 9 πρωθυπουργοί. Οι εκλογές της μεταπολίτευσης στην πλειοψηφία τους ήταν πρόωρες. Μόνο τρεις έχουν διεξαχθεί στο τέλος της τετραετίας.

Τα τελευταία χρόνια δεν είχαμε εκλογές, στις οποίες να ψηφίζουν πεθαμένοι ή δέντρα. Δεν είχαμε χωροφύλακα να κοιτάζει τι ρίχνουμε στην κάλπη, βία και νοθεία, ούτε εκλογικά συστήματα που βγάζουν νικητές τους ηττημένους. Αυτές είναι οι εκλογικές αναμετρήσεις της νεότερης Ελλάδας, για να θυμούνται οι παλιότεροι και να μαθαίνουν οι νεότεροι.

Αλέξης Τότσικας

Δεύτερη Ανάγνωση, σελ. 27-33, Έκδοση: Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Άργος, Απρίλιος 2013.

Διαβάστε ακόμη:

Οικονομικές κρίσεις και  χρεοκοπία (19ος – 20ος αιώνας)

Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος (1897 -1978) – 81 χρόνια υποτέλειας και εξάρτησης

Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843

 

Read Full Post »

Η Δημαρχοκρατία στην Ελλάδα κατά τον 19ον αιώνα – Η περίπτωση του Άργους

    


 

 Ο δήμος Αργείων σχηματίσθηκε με το νόμο του 1834, ως δήμος της επαρχίας Άργους. Κατατάχθηκε στη Β’ τάξη, με πληθυσμό 6.694 κατοίκους και έδρα το Άργος. Ο δημότης ονομάσθηκε Αργείος.  Στη συνέχεια ακολούθησαν μια σειρά προσαρτήσεις για το δήμο Άργους, όπως του δήμου Τημενίου, και του δήμου Γενεσίου, και το 1840 με το νόμο «περί συγχωνεύσεως των δήμων της επαρχίας Άργους», οι δήμοι Τημενίου και Γενεσίου συγχωνεύθηκαν στο δήμο Άργους, ο οποίος με τη νέα σύστασή του κατατάχθηκε στην Α’ τάξη, με πληθυσμό 10.243 κατοίκους και την ίδια έδρα την πόλη του Άργους.

 

1. Εισαγωγή

Στην ανακοίνωση αυτή θα αναφερθούμε στο φαινόμενο της δημαρχοκρατίας στην Ελλάδα το οποίο κατά κοινή ομολογία, παρατηρήθηκε στην Ελλάδα τον 19ον αιώνα παραθέτοντας ως παράδειγμα την Επαρχία του Άργους. Για να επιτύχουμε τις αναγκαίες διαμεσολαβήσεις ανάμεσα στο ειδικό και το γενικό, κρίνουμε σκόπιμο εισαγωγικά να παρατεθεί σύντομα, η διαχρονική εξέλιξη γενικά του θεσμού της τοπικής αυτοδιοίκησης. Εξάλλου, ο θεσμός της τοπικής αυτοδιοίκησης όλο και περισσότερο αποκτά μεγαλύτερη βαρύτητα στο σύστημα Δημόσιας Διοίκησης. Η καταγωγή του όμως χάνεται στα βάθη των αιώνων. [1]

Πολλοί μελετητές υποστηρίζουν την άποψη ότι ο θεσμός της Τοπικής Αυτοδιοίκησης έλκει την καταγωγή του στην αρχαία Ελλάδα και στις μεταρρυθμίσεις του Αθηναίου πολιτικού Κλεισθένη, ο οποίος διένειμε τους Αθηναίους σε 10 Φυλές, 30 Τριττύες και 100 Δήμους[2].

Αντιθέτως άλλοι μελετητές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο θεσμός της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και κατ’ επέκταση ο κοινοτισμός αναπτύχθηκε κατά την διάρκεια του Βυζαντίου[3]. Η επικρατέστερη όμως άποψη την οποία και υποστηρίζουμε είναι ότι ο θεσμός της Τοπικής Αυτοδιοίκησης αναπτύχθηκε με την σημερινή του μορφή κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας [4].

 

2. Οι Ελληνικές Κοινότητες της Τουρκοκρατίας

 

 

Οι Τούρκοι κατακτητές με την παραχώρηση μιας σειράς δημοσιονομικών και διοικητικών «προνομίων», ανάμεσα στα άλλα, συγκαταλέγονταν και η αναγνώριση στους ραγιάδες ενός ελάχιστου πλαισίου αυτοδιοίκησης. Μάλιστα κατά την διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε ορισμένες περιοχές, είτε ως τοπική αυτοδιοίκηση των ελλήνων, είχε οργανωθεί από τους Έλληνες κατά Επαρχία, είτε με τη μορφή της ομοσπονδίας κοινοτήτων τοπική αυτοδιοίκηση δευτέρου βαθμού [5].

Η αναγνώριση μιας κάποιας κοινοτικής αυτοδιοίκησης στους χριστιανούς βοήθησε το οθωμανικό κράτος να λειτουργήσει αποτελεσματικά το διοικητικό του σύστημα, χωρίς ωστόσο να απαλλοτριώσει τα δημοσιονομικά και άλλα δικαιώματα τα οποία απέρρεαν από τη λογική της κατάκτησης[6].

Τα πράγματα διευκολύνθηκαν προς την κατεύθυνση αυτή από το γεγονός ότι στην ισλαμική ιδεολογία η έννοια της κατάκτησης ολοκληρώνεται κατά έναν τρόπο με την καταβολή του κεφαλικού φόρου. [7]  Στο πλαίσιο αυτό έχουμε ομοσπονδία κοινοτήτων στα 46 Ζαγοροχώρια στην Ήπειρο,  κάτι ανάλογο στα  Μαντεμοχώρια της Χαλκιδικής. Η ομοσπονδία των Μαντεμοχωριών απαρτίζονταν από 12 κωμοπόλεις και 360 χωριά. Στο Πήλιο έχουμε συνένωση 24 κοινοτήτων οι οποίες όφειλαν κυρίως την ευημερία τους στην επεξεργασία και την εμπορία της μετάξης. Τα Αμπελάκια στη Λάρισα απετέλεσαν, την κατεξοχήν παραγωγική ένωση, η οποία υφάνθηκε γύρω από τον κοινωνικοπολιτικό ιστό του κοινοτικού συστήματος αυτοδιοίκησης [8].

Με βάση την κοινωνική ζωή της περιόδου της Τουρκοκρατίας  η Συνέλευση των Καλτεζών με την «Εγκύκλιο» της Γερουσίας της Πελοποννήσου η οποία εκδόθηκε στις 30/3/1821 η νέα διοίκησης της Πελοποννήσου βασιζόταν στην επαρχιακή και την κοινοτική οργάνωση που ήταν ήδη γνωστή κατά την αμέσως προηγούμενη περίοδο της Τουρκοκρατίας. Έτσι, συγκροτήθηκαν οι «Εφορίες» στα χωριά και οι «Γενικές Εφορίες» στην πρωτεύουσα της κάθε Επαρχίας. Κατά  την διάρκεια της επανάστασης του 1821 συγκροτήθηκε λοιπόν σύστημα Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τόσο κοινοτικό, όσο και επαρχιακό, στη βάση και στη συνέχεια του προηγούμενου συστήματος [9].

 
 
 

Θέα του Άργους και του κάστρου της Λάρισας.

 

 

3. Η δημαρχοκρατία του Maurer  

 

Στη συνέχεια, ο θεσμός της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στην Ελλάδα κατά την διάρκεια του 19ου αιώνα φέρει βαριά την σφραγίδα του βασιλιά Όθωνα και της αντιβασιλείας του. Η πρώτη μετά τη σύσταση του ελληνικού κράτους, διαίρεση της χώρας σε διοικητικές περιφέρειες έγινε το Απρίλιο του 1833 όπου ακυρώνεται η προηγούμενη διοικητική δομή, και η χώρα διαιρέθηκε σε 10 νομούς και 47 επαρχίες. Κατά τα γαλλικά πρότυπα. Με τον νόμο του 1833 «περί συστάσεως των Δήμων» της 27ης Δεκεμβρίου οι βαυαροί έδωσαν το στίγμα της εξουσίας τους και για τον θεσμό της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

Αξίζει να επισημανθεί ότι ο νόμος των Maurer,  Armansperg και  Heideck [10] παρέμεινε σε ισχύ μέχρι την ψήφιση από τον Ελευθέριο Βενιζέλο του  νόμου  ΔΝΖ/1912. Με τον νόμο του 1833 οι βαυαροί επέκτειναν τον συγκεντρωτικό χαρακτήρα της διοίκησης  και στον χώρο της Αυτοδιοίκησης, με τη δημιουργία νέων οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) που ονομάσθηκαν δήμοι και οι οποίοι σχηματίσθηκαν με την συνένωση των χωριών και των μικρών συνοικισμών.

Οι χιλιάδες κοινότητες της Τουρκοκρατίας καταργήθηκαν και οι συνοικισμοί τους ενσωματώθηκαν διοικητικά σε 750 περίπου Δήμους. Οι νέοι, ολιγάριθμοι και πληθυσμιακά εύρωστοι (μέσος όρος: 1.000 κάτοικοι) για τα  μέτρα της εποχής ΟΤΑ, αποστερούσαν από πολλούς παραδοσιακούς τοπάρχες την «επιχειρησιακή» τους βάση. Μετά την πικρή εμπειρία των εμφυλίων πολέμων και της δολοφονίας του Ι. Καποδίστρια από γόνους παραδοσιακών προεστών («μπέηδων»), οι βαυαροί σάρωσαν με γερμανική πυγμή τις κοινότητες – εμπόδια στη συγκρότηση ενός συγκεντρωτικού και αυταρχικού κράτους. Η επικράτεια διαιρέθηκε σε δήμους που διακρίνονταν σε τρεις τάξεις, ανάλογα με τον πληθυσμό τους. Δήμοι α’ τάξεως, όσοι είχαν τουλάχιστον 10.000 κατοίκους, δήμοι β’ τάξεως, όσοι είχαν 2.000 κατοίκους και γ’ τάξεως οι υπόλοιποι.

Η μάλλον άκριτη μεταφύτευση θεσμών που είχαν ανδρωθεί μέσα σε εντελώς διαφορετικές κοινωνικοοικονομικές (αλλά και γεωγραφικές) συνθήκες ενείχε, ωστόσο, το σπέρμα της φαλκίδευσής τους από την αδυσώπητη ελληνική πραγματικότητα της εποχής. Ελλείψει αντίστοιχης τάξεως αστών που θα αναλάμβαναν «αμισθί και τιμής ένεκεν» τα δημοτικά λειτουργήματα – όπως στην Δ. Ευρώπη – οι θεσμοί εκφυλίστηκαν πολύ γρήγορα σε μηχανισμούς – κλειδιά του πελατειακού συστήματος που άρχισε να αναπτύσσεται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς μετά την επάνοδο των κομμάτων κατά το 1844 [11].

Το γεγονός ότι η εκλογική περιφέρεια στην Ελλάδα ταυτίστηκε λίγο πολύ με την  επαρχία, όπου λίγοι δήμαρχοι (οι δήμαρχοι μειώθηκαν αργότερα σε 250 περίπου επί συνόλου 47 επαρχιών) δέσποζαν στο πελατειακό σύστημα και συχνά ασκούσαν ασφυκτική επιρροή στον τοπικό βουλευτή, οδήγησε αργότερα σε διαπιστώσεις περί «δημαρχοκρατίας».

Ο Δήμαρχος συχνά βρισκόταν πάνω από τον βουλευτή. Αυτή η «αιχμαλωσία» των βουλευτών από τους δημάρχους δηλητηρίαζε τον κοινοβουλευτισμό, ενώ οι αναμνήσεις από τον «χαμένο παράδεισο» των Κοινοτήτων παρέμειναν ζωντανές.[12] Η παντοδυναμία του βουλευτή συνδυασμένη με την τοπική δύναμη του δημάρχου οδήγησαν σε καταστάσεις που δίκαια καταδικάστηκαν στην ιστορική συνείδηση της εποχής και κατέληξε στο νόμο ΔΝΖ’ του Βενιζέλου [13].

Μια μορφή «αναβίωσης» των παλαιών κοινοτήτων προτάθηκε ακόμα το 1863 με το σχέδιο της Επιτροπής Αινιάν.  Το εν λόγω σχέδιο προέβλεπε την αναγνώριση των κοινοτήτων ως υποδιαιρέσεων των δήμων και την εγκαθίδρυση αντίστοιχου συστήματος «δημοτικής αποκέντρωσης». Αν και το σχέδιο Αινιάν δεν υιοθετήθηκε τότε, αργότερα τον 1884, μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας, στις λεγόμενες νέες χώρες αναγνωρίσθηκαν οι Κοινότητες ως βαθμίδα αποκέντρωσης των δήμων. Τελικά η αναγέννηση των κοινοτήτων πραγματοποιήθηκε 79 χρόνια αργότερα από τον Ε. Βενιζέλο ο οποίος για την εξυγίανση του κοινοβουλευτισμού επανέφερε τις κοινότητες της Τουρκοκρατίας καταφέρνοντας ισχυρό πλήγμα στην «δημαρχοκρατία».

Ο Ελ. Βενιζέλος την 5η Σεπτεμβρίου 1910, στον πρώτο του λόγο στην Αθήνα, έλεγε:

«Σύστημα δημοτικόν στηριζόμενον επί του δήμου, ο οποίος απετελέσθη από τμήμα της χώρας αυθαιρέτως χαραχθέν επί του γεωγραφικού χάρτου και ο οποίος δια τούτο εστερημένος οργανικής ζωής, απέβη κατά μακρόν, από παράγοντας κοινωνικής ζωής, κοινωνικής προόδου, από σχολείον διαπαιδαγωγήσεως του Λαού, δια την χρήσιν των ελευθέρων θεσμών, όργανον καταδυναστεύσεως των φατριών».

Ενώ στο λόγο του στη Λάρισα, την 14ην Νοεμβρίου 1910, τόνιζε:

«Η κυβέρνησης της ανορθώσεως θέλει επιδιώξη την εξυγίανσιν της διοικήσεως δια της αναπτύξεως του κοινοτικού θεσμού, ο οποίος αποτελεί την βάσιν της αληθούς αυτοδιοικήσεως».[14]

Βασική επιδίωξη των φιλελευθέρων υπήρξε βέβαια ο πάση θυσία δραστικός περιορισμός της επιρροής των δήμαρχων – τοπαρχών και η εγκαθίδρυση ενός αυστηρά μονοκεντρικού πολιτικού συστήματος με την ελπίδα ότι έτσι θα εξυγιαίνονταν ο κοινοβουλευτισμός. Με βάση το νόμο ΔΝΖ/1912 η χώρα κατακερματίστηκε σε 6000 περίπου ΟΤΑ.

Με  τον νόμο των βαυαρών του 1833, οι δήμαρχοι διορίζονταν απ’ το βασιλιά, από κατάλογο υποψηφίων  που υποδείκνυε ένα ειδικό «δημαιρεσιακό συμβούλιο» κάθε δήμου και το οποίο αποτελούνταν απ’ τα μέλη του δημοτικού συμβουλίου κι από ίσο αριθμό «των πλέον φορολογουμένων και εχόντων το δικαίωμα ψηφοφορίας δημοτών. Τα δημοτικά συμβούλια εκλέγονταν όχι από απ’ το σύνολο των ενηλίκων πολιτών, αλλά από συνέλευση των «μάλλον φορολογουμένων και εχόντων το δικαίωμα της ψηφοφορίας δημοτών»[15].

Την διοίκηση του δήμου αποτελούσε ο δήμαρχος, ο πάρεδρος και το δημοτικό συμβούλιο. Ο αριθμός των παρέδρων ανήρχετο από 1 έως 6 και των δημοτικών συμβούλων, ανάλογα με την τάξη του δήμου, από 6 έως 18.

Ο δήμαρχος ήταν«η πρώτη εκτελεστική αρχή» του δήμου, ενώ οι πάρεδροι ήταν κυρίως βοηθοί του. Το δημοτικό συμβούλιο ήταν «συμβουλευτική και συνεπιτηρούσα αρχή», που βοηθούσε το δήμαρχο στο έργο του. Οι δημοτικοί σύμβουλοι εκλέγονταν για 9 έτη με άμεση εκλογή και κάθε 3 έτη γινόταν ανανέωση του δημοτικού συμβουλίου κατά το 1/3. Εκλογείς δεν ήταν όλοι οι δημότες που είχαν δικαίωμα ψήφου, αλλά μόνον οι ευκατάστατοι, δηλαδή όσοι μπορούσαν να καταβάλουν την πληρωμή των φόρων.

Ο βασιλιάς μπορούσε να παύσει οποτεδήποτε οριστικά τον δήμαρχο. Προσωρινά μπορούσε να παύσει το δήμαρχο και ο νομάρχης. Επίσης ο βασιλιάς είχε το δικαίωμα να διαλύσει οποτεδήποτε και κατά την ελεύθερη κρίση του κάθε δημοτικό συμβούλιο. Πολύ αργά με την διάταξη του άρθρου 105 του Συντάγματος του 1864 οι δημοτικές αρχές έπρεπε να εκλέγονται με «άμεση, καθολική και μυστική δια σφαιριδίων ψηφοφορία».  

Κατά κοινή ομολογία ο νόμος του 1833 των βαυαρών, κατηγορήθηκε από το ελληνικό συνταγματικό «κίνημα» ως νόμος συγκεντρωτικός και προϊόν του αυταρχισμού, αντιδημοκρατικού πνεύματος των βαυαρών [16]. Σε κάθε περίπτωση ο συγκεντρωτισμός των βαυαρών τσάκισε με σιδερένια γροθιά τον όποιο κοινοτισμό που προϋπήρχε. Εξ’ άλλου, όσο περιορισμένη είναι η περιφέρεια, εντός της οποίας πρέπει να γίνει η εκλογή, τόσο δυσκολότερη καταντά η αναζήτηση των αρίστων τοπικών αρχόντων.

      

4. Ο Νομός Αργολίδος και Κορινθίας τον 19ον αιώνα




 

 Στο πλαίσιο αυτό ο νομός Αργολίδος και Κορινθίας, σχηματίσθηκε με βάση τον νόμο του 1833 «περί διαιρέσεως του Βασιλείου και της διοικήσεώς του»  και περιελάμβανε έξι επαρχίες οι οποίες ήσαν οι εξής: [17]

1. Ναυπλίας με πρωτεύουσα τη Ναύπλιο, 2. Άργους, με πρωτεύουσα το Άργος, 3. Κορινθίας, με πρωτεύουσα την Κόρινθο 4. Ύδρας, με πρωτεύουσα την Ύδρα, 5. Ερμιονίδος, με πρωτεύουσα τις Σπέτσες,  και 6. Τροιζήνας, με πρωτεύουσα τον Πόρο.

Με το ίδιο διάταγμα, σχηματίσθηκαν οι 65 δήμοι του νομού. Σύμφωνα με το  νόμο ΒΧΔ΄ της 6ης Ιουλίου 1899, «περί διοικητικής διαιρέσεως του Κράτους», ο νομός Αργολίδος και Κορινθίας, διαιρέθηκε σε δύο νομούς. Το νομό Αργολίδος, αποτελούμενο από τις επαρχίες Ναυπλίας, Άργους, Σπετσών, Ερμιονίδος, Ύδρας και Τροιζηνίας με έδρα το Ναύπλιο και το νομό Κορινθίας. Με τον ίδιο νόμο, η επαρχία Κυθήρων, υπάχθηκε διοικητικά στο νομό Λακωνίας. Ενώ το 1909 με το νόμο, «περί διοικητικής διαιρέσεως του Κράτους», ανασυστάθηκε ο νομός Αργολίδος και Κορινθίας και περιέλαβε την επαρχία Κυθήρων η οποία αποσπάσθηκε ξανά, από το νομό Λακωνίας. Όπως παρατηρούμε, ανεξάρτητο νομό Αργολίδος τον 19ον αιώνα, έχουμε μόνο κατά το χρονικό διάστημα 1899-1909. Ο πληθυσμός του νομού Αργολίδος και Κορινθίας το έτος 1838 ανήρχετο  σε 82.571 κατοίκους το 1854 σε 108.886 και το 1896 σε 157.578.[18] Το 1834 η πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους μεταφέρθηκε από το Ναύπλιο στην Αθήνα.

 

5. Η Επαρχία Άργους

   

Με το νόμο του 1834, «περί της οροθεσίας και της εις δήμους διαιρέσεως του νομού Αργολίδος και Κορινθίας», σχηματίσθηκαν οι 15 δήμοι της επαρχίας Άργους ως εξής: [19]

1. Αργείων, 2. Αλέας, 3. Λιμνών, 4. Γενεσίου, 5. Μυσίας, 6. Λυρκείας, 7. Οινόης, 8. Ορνεών, 9. Ιναχίας, 10. Θορνακίου, 11. Κηλώσσης, 12. Τημενίου, 13. Υσιών, 14. Μυκηνών και 15. Γυμνού.

Στη συνέχεια δέκα έτη αργότερα με το νόμο του 1844, «περί συγχωνεύσεως των δήμων της επαρχίας Άργους», οι 15 δήμοι που ίσχυαν ως τότε συγχωνεύθηκαν σε 6 ως εξής:

1. Αργείων, 2. Υσιών, 3. Λυρκείας, 4. Αλέας, 5. Μυκηνών και 6. Ιναχίας. Ο πληθυσμός της Επαρχίας Άργους το έτος 1839 ανήρχετο σε 18.535 κατοίκους, το 1854 αυξήθηκε σε 19.864 και το 1896 σε 27.637. Η συγκέντρωση και η συγκεντροποίηση του συστήματος τοπικής αυτοδιοίκησης από τους βαυαρούς φαίνεται ανάγλυφα και στην περίπτωση της επαρχίας του Άργους,  δηλαδή, λιγότερα δημαρχεία και ταυτόχρονη αύξηση του πληθυσμού. Πρόκειται για την κατάργηση των μισών σχεδόν δήμων της Ελλάδας που έγιναν με τις συγχωνεύσεις του 1840.   

 

6. Ο Δήμος Αργείων το 19ον αιώνα

 

Ο δήμος Αργείων σχηματίσθηκε με το νόμο του 1834, ως δήμος της επαρχίας Άργους. Κατατάχθηκε στη Β’ τάξη, με πληθυσμό 6.694 κατοίκους και έδρα το Άργος. Ο δημότης ονομάσθηκε Αργείος.  Στη συνέχεια ακολούθησαν μια σειρά προσαρτήσεις για το δήμο Άργους, όπως του δήμου Τημενίου, και του δήμου Γενεσίου, και το 1840 με το νόμο «περί συγχωνεύσεως των δήμων της επαρχίας Άργους», οι δήμοι Τημενίου και Γενεσίου συγχωνεύθηκαν στο δήμο Άργους, ο οποίος με τη νέα σύστασή του κατατάχθηκε στην Α’ τάξη, με πληθυσμό 10.243 κατοίκους και την ίδια έδρα την πόλη του Άργους.  

 

Σημείωση Βιβλιοθήκης:

 

 

Δήμος Άργους,  αρχική σύσταση: Άργος (6644), Μονή Κατακεκρυμμένη, Κεφαλάρι (μύλοι του Ερασίνου ποταμού) (50).

 

Μεταγενέστερες προσαρτήσεις: Δήμος Τημενίου [Τημένιον (Μύλοι) (66), Τημένιον (Σκαφιδάκι) (137), Τσακίρι (25), Κυβέρι (70), Κρόι (45)].

 

Ο Δήμος Τημενίου σχηματίσθηκε με το Β.Δ. της 28ης Απριλίου ( 10 Μαΐου) 1834 (ΦΕΚ 19), ως δήμος της επαρχίας Άργους. Κατατάχθηκε στη Γ τάξη, με πληθυσμό 343 κατοίκους και έδρα το Τημένιον (Μύλοι). Ο δημότης ονομάσθηκε Τημενιεύς. Το όνομα του δήμου προήλθε από το Τημένιο, αρχαία κωμόπολη της Αργολίδος που όφειλε το όνομά της, στον Τήμενο, γιο του Αριστομάχου (Ι. Ρ. Ραγκαβή, «Τα Ελληνικά», τα, Β., σελ. 268).

Δήμος Γενεσίου [Γενέσιον (Δαλαμανάρα) (260), Κουρτάκι (200), Πυργέλα (117), Λάλουκα (140)] και Ιπποφορβείον, Πυριτοποιείον, Σιδηρουργείον, Κόκλα, Καλαμανή, Λέρνη ή Μύλοι.

Ο Δήμος Γενεσίου σχηματίσθηκε με το Β. Δ. της 28ης Απριλίου (10 Μαΐου) 1834 (ΦΕΚ 19), ως δήμος της επαρχίας Άργους. Κατατάχθηκε στη Γ’ τάξη, με πληθυσμό 717 κατοίκους και έδρα το Γενέσιον (Δαλαμανάρα). Ο δημότης ονομά­σθηκε Γενέσιος. Το όνομα του δήμου προήλθε από «… τόπο παραθαλάσσιο ονομαζόμενο Γεννέσιον, μεταξύ της Λέρνης και των Αποβάθμων… όπου υπήρχε και μικρός ναός του Ποσειδώνος επί της θαλάσσης..». (Ι. Ρ. Ραγκαβή, «Τα Ελληνι­κά», τ. Β’, σελ. 228).

 

Ο πληθυσμός που συνοδεύει τα χωριά και τους συνοικισμούς των δήμων Τημενίου και Γενεσίου, αφορά το χρόνο σχηματισμού τους (1834).

 

Κυριάκος Κατσαρός

Οικονομολόγος υπ. Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου

Τρύφων Κωστόπουλος

Επ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Μακεδονίας 

Πρακτικά του Ά Συνεδρίου Αργειακών Σπουδών, «Το Άργος κατά τον 19ο αιώνα», Άργος 5-7 Νοεμβρίου 2004, Έκδοση, «Σύλλογος Αργείων ο Δαναός», Άργος, 2009.

 

Διαβάστε ακόμη:

 
 
 
Υποσημειώσεις

[1] βλ.  Κοσμάς Ψυχοπαίδης, «Η τοπική αυτοδιοίκηση ως πολιτικός θεσμός», Τοπική Αυτοδιοίκηση, τεύχος 6/1982.

[2] βλ. Αντώνης Αντωνακόπουλος, Η συνεισφορά της πολιτικής μεταρρύθμισης του Κλεισθένη του Αθηναίου εις τον σχηματισμό του κράτους, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1979.

[3] βλ. Αντώνης Αντωνακόπουλος, Η συμβολή του Βυζαντίου στη δυτική αναγέννηση και στη διαμόρφωση του ελληνικού πολιτισμού, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα  -Κομοτηνή, 1980.[4] Γιώργος  Κοντογιώργης, Οι ελληνικές κοινότητες της τουρκοκρατίας, εκδ. Νέα Σύνορα – Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα, 1982.

[5] Θεόδωρου Θεοδώρου, Η ελληνική τοπική αυτοδιοίκηση, εκδ. Αφοί Τολίδη, Αθήνα, 1995, σελ. 19.

[6] Γιώργος  Κοντογιώργης, Οι ελληνικές κοινότητες της τουρκοκρατίας, εκδ. Νέα Σύνορα -Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα, 1982. σελ. 30.

[7] Γιώργος  Κοντογιώργης, ο.π. σελ. 30

[8] Γιώργος Κοντογιώργης ο.π. σελ. 185-191.

[9] Θεόδωρου Θεοδώρου, ο. π. σελ. 20.

[10] Τριμελές Συμβούλιο Αντιβασιλείας, του Όθωνα, το οποίο το αποτελούσαν, ο κόμης Joseph von Armansperg  ως πρόεδρος, ο καθηγητής  Ludwig von Maurer, και ο αντιστράτηγος Karl Wilhelm von Heideck. Ο βασιλιάς και οι αντιβασιλείς αποβιβάσθηκαν στο Ναύπλιο τον Φεβρουάριο 1833.

[11] Νίκος – Κομνηνός Χλέπας, «Παρελθόν και μέλλον των συνενώσεων ΟΤΑ στην Ελλάδα», Επιθεώρηση Τοπικής Αυτοδιοίκησης, εκδ. ΚΕΔΚΕ τεύχος 92/1997.

[12] Νίκος – Κομνηνός Χλέπας ο.π.

[13] Σπύρου Φλογαϊτη, Κλασικά κείμενα και βασική νομοθεσία για την τοπική αυτοδιοίκηση, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1986, σελ. 8.

[14] Θεόδωρου Θεοδώρου, «Η νομικοπολιτική θέση της τοπικής αυτοδιοίκησης», Θέματα της τοπικής αυτοδιοίκησης, εκδ. Αφοί Τολίδη, Αθήνα, 1982, σελ. 16.

[15] Θεόδωρου Θεοδώρου, «Η νομικοπολιτική θέση της τοπικής αυτοδιοίκησης», Θέματα της τοπικής αυτοδιοίκησης, εκδ. Αφοί Τολίδη, Αθήνα, 1982, σελ. 14.

[16] Σπύρου Φλογαϊτη, Κλασικά κείμενα και βασική νομοθεσία για την τοπική αυτοδιοίκηση, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1986, σελ. 8.

[17] Ελευθέριος Σκιαδάς, Ιστορικό διάγραμμα των δήμων της Ελλάδος 1833-1912, Αθήνα, 1994, σελ. 256

[18] Ελευθέριος Σκιαδάς, ο.π. σελ. 257.

[19] Ελευθέριος Σκιαδάς, ο.π. σελ. 264.

 

 



Read Full Post »

« Newer Posts