Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Greek politician’

Οι κυβερνήσεις συνεργασίας στην Ελλάδα


 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, αποδεχόμενη τις εκατοντάδες προτάσεις των επισκεπτών της και επιθυμώντας να συμβάλλει στην επίκαιρη ενημέρωσή τους, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Διαβάστε στο «Ελεύθερο Βήμα», επίκαιρο άρθρο του Φιλόλογου – Συγγραφέα, Αλέξη Τότσικα, που δημοσιεύεται στο βιβλίο του «Δεύτερη Ανάγνωση» με θέμα:

«Οι κυβερνήσεις συνεργασίας στην Ελλάδα»

  

Ο ελληνικός κοινοβουλευτισμός υπήρξε ευθύς εξαρχής πλειοψηφικός. Σε αυτό συνέτειναν και οι εκλογικοί νόμοι, που από την εποχή του «σφαιριδίου» (1864-1923) καθιέρωναν ποικίλες εκδοχές πλειοψηφικών συστημάτων. Δεν είναι έτσι τυχαίο ότι σε πάνω από τις μισές εκλογές της νεότερης Ιστορίας το πρώτο κόμμα πετύχαινε αυτοδύναμη πλειοψηφία συγκεντρώνοντας ποσοστά ακόμα και πολύ κατώτερα του 45%.

Αντίθετα οι κυβερνήσεις συνεργασίας ήταν η εξαίρεση. Στις κρισιμότερες καμπές όμως της πολιτικής ιστορίας μας στην εξουσία βρέθηκαν, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, συναινετικά κυβερνητικά σχήματα. Σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα κατά το 19ο αιώνα το ζήτημα του σχηματισμού κυβέρνησης λύθηκε μ’ έναν πολύ απλό τρόπο: τη συμμετοχή προσωπικά των ίδιων των πολιτικών αρχηγών σε κυβέρνηση συνεργασίας. Ο πρώιμος και «καθυστερημένος» νεοελληνικός κοινοβουλευτισμός φαίνεται ότι μερικές φορές ήταν πιο… προχωρημένος από το σημερινό.

Έτσι ο κοινοβουλευτικός βίος στη νεότερη Ελλάδα άρχισε το 1843-44, τα χρόνια του Όθωνα, με κυβέρνηση συνεργασίας όλων των τότε πολιτικών φορέων), ανεξαρτήτως αν ήταν ευκαιριακή και θνησιγενής, λόγω διαφορετικών στοχεύσεων και αγεφύρωτων κομματικών και προσωπικών συμφερόντων. Τα τρία κόμματα (Ρωσικό, Γαλλικό και Αγγλικό) συνέπραξαν στην πρώτη κυβέρνηση, που αναγκάστηκε να διορίσει ο μονάρχης αμέσως μετά την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου. Μετείχαν σ’ αυτήν και οι τρεις αρχηγοί τους (Α. Μεταξάς, Αλ. Μαυροκορδάτος και Ι. Κωλέττης).

Το φαινόμενο θα επαναληφθεί κατά την έξωση του Όθωνα στο διάστημα της μεσοβασιλείας 1862-63. Στη διακομματική «Προσωρινή Κυβέρνηση» υπό τον Δ. Βούλγαρη μετείχαν όλοι οι επικεφαλείς των υπαρκτών πολιτικών φορέων της εποχής, που πήραν μέρος στην αντιδυναστική «Οκτωβριανή Επανάσταση».

 

Η ελληνική βουλή στα τέλη του 19ου αιώνα (πίνακας του Ν. Ορλώφ 1930)

Η ελληνική βουλή στα τέλη του 19ου αιώνα (πίνακας του Ν. Ορλώφ 1930)

 

Έκτοτε συνολικά οκτώ κυβερνήσεις «εθνικής ενότητας» ή «οικουμενικές κυβερνήσεις» με τη συνεργασία κομμάτων της Βουλής έχουν υπάρξει στη νεότερη ιστορία του ελληνικού Κράτους. Η πρώτη τέτοια κυβέρνηση συγκροτήθηκε το 1877 και η τελευταία το Νοέμβριο του 1989.

Για πρώτη φορά ο όρος «οικουμενική κυβέρνηση» χρησιμοποιήθηκε το Μάιο του 1877, όταν ο ναύαρχος και πολιτικός Κωνσταντίνος Κανάρης σχημάτισε κυβέρνηση με την ενίσχυση των αρχηγών των τότε πολιτικών κομμάτων και συμμετείχαν σ’ αυτή οι Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, Χαρίλαος Τρικούπης, Θεόδωρος Δηλιγιάνης, Επαμεινώνδας Δεληγιώργης και Θρασύβουλος Ζαΐμης Η κυβέρνηση σχηματίστηκε υπό την πίεση της κοινής γνώμης, η οποία ανησυχούσε για την τύχη των υπόδουλων Ελλήνων στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που βρισκόταν σε πόλεμο με τη Ρωσία.

Η δεύτερη «οικουμενική κυβέρνηση» στην ιστορία συγκροτήθηκε το 1926, μετά τη μικρασιατική καταστροφή του 1922, Οι εκλογές της 7ης Νοεμβρίου 1926 δεν ανέδειξαν αυτοδύναμη κυβέρνηση, λόγω της απλής αναλογικής. Τα τέσσερα πρώτα κόμματα (δύο βενιζελικά και δυο αντιβενιζελικά) αποφάσισαν να συνεργαστούν σχηματίζοντας οικουμενική κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Αλέξανδρο Ζαΐμη. Ο σχηματισμός της γέννησε ελπίδες ότι η πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας θα εισέλθει σε περίοδο ομαλότητας, σε μία στιγμή που είχαν σωρευτεί πολλά και δυσεπίλυτα προβλήματα από τη μικρασιατική καταστροφή. Όμως από την πρώτη μέρα άρχισαν οι τριβές λόγω διαφωνιών σε θέματα οικονομικής πολιτικής και τελικά οδήγησαν στην πτώση της στις 17 Αυγούστου 1927. Πρόλαβε πάντως να θέσει σε εφαρμογή το νέο Σύνταγμα, το οποίο χαρακτηρίστηκε ως το αρτιότερο και προοδευτικότερο από τα έως τότε ελληνικά Συντάγματα.

Αμέσως μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τη ναζιστική Γερμανία το 1944 ο Γεώργιος Παπανδρέου σχημάτισε κυβέρνηση εθνικής ενότητας (18 Οκτωβρίου 1944) με συμμετοχή και εκπροσώπων του ΕΑΜ. Τα αιματηρά Δεκεμβριανά, που ακολούθησαν, προκάλεσαν την πτώση της κυβέρνησης Παπανδρέου στις 3 Ιανουαρίου 1945.

Οι πρώτες μεταπολεμικές εκλογές της 31ης Μαρτίου 1946 δεν ανέδειξαν αυτοδύναμη κυβέρνηση. Και, ενώ ο Εμφύλιος Πόλεμος μαινόταν, ο διατελέσας κατά το παρελθόν διοικητής της Εθνικής Τράπεζας Δημήτριος Μάξιμος (στην ιδιοκτησία του οποίου ανήκε το σημερινό κυβερνητικό «Μέγαρο Μαξίμου») ορίσθηκε εξωκοινοβουλευτικός πρωθυπουργός κυβέρνησης συνασπισμού, που συγκροτήθηκε απ’ όλα τα κόμματα της Βουλής με σκοπό την αντιμετώπιση της «κομμουνιστικής απειλής». Εξαιτίας της πολυκομματικής στήριξης έμεινε στην ιστορία ως «Επτακέφαλος Κυβέρνησις». Μεταξύ άλλων συμμετείχαν οι Κωνσταντίνος Τσαλδάρης, Σοφοκλής Βενιζέλος, Κωνσταντίνος Καραμανλής, Γεώργιος Παπανδρέου, Παναγιώτης Κανελλόπουλος και Ναπολέων Ζέρβας. Στη διάρκεια της επτάμηνης θητείας της, μέχρι τις 29 Αυγούστου 1947, η Βρετανία ανακοίνωσε την αποχώρηση των στρατευμάτων της από την Ελλάδα και ο Αμερικανός πρόεδρος Χάρι Τρούμαν το περίφημο δόγμα του, με το οποίο εγκαινιάστηκε η περίοδος του Ψυχρού Πολέμου.

 

Δημήτριος Μάξιμος (1873-1955). Τραπεζικός, βουλευτής, αριστίνδην γερουσιαστής, υπουργός και εξωκοινοβουλευτικός Πρωθυπουργός σε κυβέρνηση εθνικής ενότητας το 1947 (Επτακέφαλος Κυβέρνησις). Το 1952 έδωσε το Μέγαρο Μαξίμου στη μισή τιμή από αυτή που είχε εκτιμηθεί από επιτροπή στο Ελληνικό Κράτος, κάνοντας δώρο τα έπιπλα τους πίνακες και ότι άλλο υπήρχε μέσα, με τον όρο να χρησιμοποιηθεί σαν Κυβερνητικό Μέγαρο. Από το 1982 το «Μέγαρο Μαξίμου» χρησιμοποιείται ως επίσημη κατοικία και γραφείο του εκάστοτε πρωθυπουργού.

Δημήτριος Μάξιμος (1873-1955). Τραπεζικός, βουλευτής, αριστίνδην γερουσιαστής, υπουργός και εξωκοινοβουλευτικός Πρωθυπουργός σε κυβέρνηση εθνικής ενότητας το 1947 (Επτακέφαλος Κυβέρνησις). Το 1952 έδωσε το Μέγαρο Μαξίμου στη μισή τιμή από αυτή που είχε εκτιμηθεί από επιτροπή στο Ελληνικό Κράτος, κάνοντας δώρο τα έπιπλα τους πίνακες και ότι άλλο υπήρχε μέσα, με τον όρο να χρησιμοποιηθεί σαν Κυβερνητικό Μέγαρο. Από το 1982 το «Μέγαρο Μαξίμου» χρησιμοποιείται ως επίσημη κατοικία και γραφείο του εκάστοτε πρωθυπουργού.

 

Η πολιτική ανωμαλία της Αποστασίας τερματίστηκε το Δεκέμβρη του 1966 με τη συμφωνία των ηγετών της Ένωσης Κέντρου, Γεωργίου Παπανδρέου, και της ΕΡΕ, Παναγιώτη Κανελλόπουλου, για το σχηματικό μεταβατικής κυβέρνησης μεταξύ των δύο κομμάτων με πρωθυπουργό τον τραπεζίτη Ιωάννη Παρασκευόπουλο, που θα οδηγούσε τη χώρα σε εκλογές. Στις 3 Απριλίου 1967 η ΕΡΕ απέσυρε την εμπιστοσύνη της από την κυβέρνηση Παρασκευόπουλου και την πρωθυπουργία ανέλαβε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο οποίος ανετράπη από τους πραξικοπηματίες της 21ης Απριλίου.

Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας προέκυψε και αμέσως μετά την πτώση της Χούντας (24 Ιουλίου 1974) με πρωθυπουργό των Κωνσταντίνο Καραμανλή. Σ’ αυτή συμμετείχαν πολιτικοί από την προδικτατορική ΕΡΕ και Ένωση Κέντρου και προσωπικότητες, που αναδείχτηκαν από τον αντιδικτατορικό αγώνα. Ο βίος της τερματίσθηκε στις 17 Νοεμβρίου, όταν έγιναν οι πρώτες εκλογές μετά την μεταπολίτευση, τις οποίες κέρδισε η Νέα Δημοκρατία.

Στις εκλογές της 18ης Ιουνίου 1989, όταν η χώρα συγκλονιζόταν από το σκάνδαλο Κοσκωτά και παλλαϊκή απαίτηση ήταν η κάθαρση, σχηματίζεται κυβέρνηση συνεργασίας υπό τον Τζαννή Τζαννετάκη μεταξύ της Νέας Δημοκρατίας και του ενιαίου, τότε, Συνασπισμού, η συγκυβέρνηση ΝΔ – Συνασπισμού.

Η τελευταία κυβέρνηση συνεργασίας, που έμεινε γνωστή ως «οικουμενική κυβέρνηση», σχηματίστηκε το 1989, όταν στις εκλογές της 5 Νοεμβρίου 1989 και πάλι δεν προκύπτει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Η οικουμενική κυβέρνηση υπό την υπέργηρο οικονομολόγο Ξενοφώντα Ζολώτα καταρρέει το Φεβρουάριο του 1990, όταν αποτυγχάνει να εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας και προκηρύσσονται νέες εκλογές για τις 8 Απριλίου 1990. Μετά τις εκλογές αυτές η Νέα Δημοκρατία, με την προσχώρηση του μοναδικού βουλευτή της ΔΗΑΝΑ Θεόδωρου Κατσίκη, συγκεντρώνει το μαγικό αριθμό 151, που δίνει την πολυπόθητη αυτοδυναμία στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη.

Ακολούθησε μια 20ετία μονοκομματικών κυβερνήσεων μέχρι να φτάσουμε στις εκλογές του Ιουνίου 2012, που δεν έδωσαν την απόλυτη πλειοψηφία σε κανένα κόμμα και οδήγησαν στο σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας τριών κομμάτων με προγραμματική συμφωνία μεταξύ τους και με προοπτική τετραετίας. Μια λύση που με τα σημερινά πολιτικά δεδομένα φαίνεται ότι θα αποτελεί συχνό φαινόμενο στο ορατό μέλλον.

 

Αυτοδυναμία ή συμβιβασμός;

 

Οι τελευταίες βουλευτικές εκλογές δεν εξασφάλισαν την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή σε κανένα κόμμα. Το αποτέλεσμά τους οδήγησε στο σχηματισμό κυβέρνησης, που στηρίζεται από τρία κόμματα. Πολλοί διερωτώνται μήπως έκλεισε ο κύκλος των μονοκομματικών κυβερνήσεων και περνάμε σε μια περίοδο κυβερνήσεων συνεργασίας χωρίς «μεταβατική λογική» για πρώτη φορά μετά το 1926-28 (κυβέρνηση Ζαΐμη).

Αν αυτό συμβεί και σε επόμενες εκλογές, αν δηλαδή στα χρόνια που έρχονται κανένα κόμμα δεν προσεγγίζει την αυτοδύναμη πλειοψηφία, θα έχει ασφαλώς συντελεστεί η σημαντικότερη αλλαγή στη λειτουργία του κοινοβουλευτικού μας πολιτεύματος εδώ και πολλές δεκαετίες.

Όταν στα περισσότερα κράτη της Ευρώπης οι κυβερνήσεις συνεργασίας αποτελούν τον κανόνα ή είναι σύνηθες μοντέλο διακυβέρνησης, στην Ελλάδα παραμένει ταμπού, ως συνέπεια μιας βαθιά ριζωμένης πολιτικής κουλτούρας με κύριο χαρακτηριστικό την πόλωση. Ο ελληνικός κοινοβουλευτισμός υπήρξε ευθύς εξαρχής πλειοψηφικός. Σε αυτό συνέτειναν και οι εκλογικοί νόμοι, που από την εποχή του «σφαιριδίου» (1864-1923) καθιέρωναν ποικίλες εκδοχές πλειοψηφικών συστημάτων. Δεν είναι τυχαίο ότι σε πάνω από τις μισές εκλογές της νεότερης Ιστορίας το πρώτο κόμμα πετύχαινε αυτοδύναμη πλειοψηφία συγκεντρώνοντας ποσοστά πολύ κατώτερα και του 45%.

Αντίθετα, οι κυβερνήσεις συνεργασίας ήταν η εξαίρεση στην ιστορική διαδρομή της Νεότερης Ελλάδας. Μετρημένες στα δάχτυλα των δύο χεριών. Οι ελάχιστες που σχηματίστηκαν ήταν κυβερνήσεις «ακινησίας» με κύριο χαρακτηριστικό τον βραχύ βίο τους. Έτσι αντιμετωπίστηκαν περισσότερο ως «ανωμαλία» και «παρένθεση», που αργά ή γρήγορα θα έπρεπε να κλείσει, παρά ως θετικό προηγούμενο.

Οι αιτίες είναι πολλές: Καχεκτική δημοκρατία, έλλειψη κουλτούρας συνεννόησης και διαλόγου, παρουσία προσωποκεντρικών κομμάτων, εκλογικοί νόμοι που ευνοούν το σχηματισμό ισχυρών μονοκομματικών κυβερνήσεων και, κυρίως, το μεγάλο «κουσούρι» της φυλής μας, ο ανταγωνισμός. Στον τόπο μας οι διαφορές προσωποποιούνται και συνήθως μεγεθύνονται ακόμη και όταν είναι ασήμαντες. Οι συγκλίσεις σπανίζουν και η ελληνική γλώσσα είναι η μόνη στην Ευρώπη, στην οποία η λέξη «συμβιβασμός» έχει αρνητικό περιεχόμενο. Σχεδόν ισοδυναμεί με τη λέξη «προδοσία».

Ο Άγγλος Έντουαρντ Τρελόνι, ένας φίλος του λόρδου Βύρωνα, που ήρθε μαζί του στην επαναστατημένη Ελλάδα, έγινε πρωτοπαλίκαρο του Οδυσσέα Ανδρούτσου και έζησε σημαντικές στιγμές της Επανάστασης του ’21, μιλώντας για τον Οδυσσέα Ανδρούτσο είχε σκιαγραφήσει τον Έλληνα οπλαρχηγό ως εξής:

 «Ήταν άνθρωπος με φλογερή ψυχή, παρορμητικός, γοργός στις πράξεις και τις αποφάσεις του, όσο και στα πόδια. Ήταν ο πιο παθιασμένος και ειλικρινής πατριώτης. Πλην όμως, τον πατριωτισμό έτσι τον καταλάβαινε: να ριχτεί στη μάχη, να πεθάνει ένδοξα σαν τον Μάρκο Μπότσαρη, αλλά να μην αφήσει άλλον οπλαρχηγό να γίνει ανώτερός του ή να τον διοικήσει. Ούτε παραχωρούσε χάριν της πατρίδας τη θέση του στον άλλο. Με άλλα λόγια το αρχηγιλίκι και η φιλοδοξία ήταν υπεράνω κάθε άλλου συναισθήματος».

Οι διαπιστώσεις του Τρελόνι φαίνονται να ισχύουν μέχρι τις μέρες μας, τουλάχιστον όσον αφορά τις πολιτικές ηγεσίες των μεγάλων κομμάτων της χώρας. Οι αντιθέσεις, από την πρώτη στιγμή της προσπάθειας δημιουργίας του νεοελληνικού κράτους, ήταν πολλές και ποικίλες. Αντιθέσεις μεταξύ «Φράγκων» και οπλαρχηγών, μεταξύ βασιλέων και εσωτερικών πολιτικών δυνάμεων, μεταξύ πλουσίων και φτωχών, αριστερών και δεξιών μέχρι χθες, μνημονιακών και αντιμνημονιακών σήμερα.

Το κύριο χαρακτηριστικό της νεότερης πολιτικής μας ιστορίας είναι ο συγκρουσιακός χαρακτήρας της πολιτικής αντιπαράθεσης. Οι εμφύλιοι πόλεμοι άρχισαν στη διάρκεια της Επανάστασης του ’21. Δεν πρόλαβε να ιδρυθεί το νέο ελληνικό κράτος και ο πρώτος κυβερνήτης της χώρας Ιωάννης Καποδίστριας δολοφονήθηκε από τους πολιτικούς του αντιπάλους. Εμφύλιος πόλεμος και μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα στρατιωτικά πραξικοπήματα, που εκδηλώθηκαν στην Ελλάδα του 20ού αιώνα, δεν ήταν λίγα. Πραξικόπημα και εμφύλιος το 1974 οδήγησαν στην κατοχή της μισής Κύπρου από τους Τούρκους. Συμφορές επί συμφορών στο όνομα του ανταγωνισμού και της προσωπικής φιλοδοξίας.

Το παρελθόν όμως δείχνει ότι πολιτικά δεν έχει ιστορική βάση το δίλημμα «αυτοδυναμία ή ακυβερνησία». Παρακολουθώντας τις περιπτώσεις συνεργασίας των κομμάτων εξουσίας προκύπτει σαφώς ότι η μη ανάδειξη αυτοδύναμης κυβέρνησης από τις εκλογές δεν οδήγησε ούτε σε ακυβερνησία ούτε σε χάος. Αντίθετα, σε δύσκολες περιόδους οι μονοκομματικές κυβερνήσεις παραχωρούσαν τη θέση τους σε συναινετικές χωρίς ποτέ να υπάρξει πολιτικό χάος. Το δίλημμα επομένως διαχρονικά είναι ψευδές και κατασκευασμένο για τις ανάγκες του δικομματισμού.

Στις τελευταίες κάλπες ο ελληνικός λαός έδωσε εντολή για συμβιβασμό και συνεργασία. Η εντολή αυτή υλοποιήθηκε με το σχηματισμό κυβέρνησης, που στηρίζεται σε τρία κόμματα. Η λύση αυτή φαίνεται περισσότερο πιθανή και αναγκαία και στις εκλογικές αναμετρήσεις, που θα ακολουθήσουν. Αν τα κόμματα της Βουλής δεν αναπτύξουν κουλτούρα συνεννόησης, τότε τόσο το χειρότερο και για την Ελλάδα και για τα ίδια. Την αποτυχία σχηματισμού κυβέρνησης θα χρεώνονται εκείνοι, που θα επιλέγουν την αντιπαράθεση και την ανέξοδη καταγγελτική ρητορεία, αντί για την αναζήτηση ενός κοινού παρονομαστή απαραίτητου για την συναινετική διακυβέρνηση και την ανάταξη της χώρας.

Όπως φάνηκε στις τελευταίες εκλογές βαδίζουμε προς την ανανέωση του πολιτικού προσωπικού και την αποστρατεία των βασικών υπόλογων της διάλυσης της οικονομίας και του κράτους. Οι πολίτες είναι αποφασισμένοι να φέρουν στη Βουλή πρόσωπα νέα, άφθαρτα και ικανά να ανατρέψουν την κατάσταση που ζει η χώρα σήμερα. Η τάση αυτή θα συνεχιστεί όχι μόνο για να σταματήσει ο οικονομικός και κοινωνικός κατήφορος, αλλά και για να επικρατήσουν άλλα ήθη στην πολιτική ζωή της χώρας με κύρια στοιχεία τη συναίνεση και τη συνεργασία, στοιχεία που διακρίνουν και τον πολιτικό πολιτισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέλος της οποίας είναι και η Ελλάδα.

 

Αλέξης Τότσικας

Δεύτερη Ανάγνωση, σελ. 27-33, Έκδοση: Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Άργος, Απρίλιος 2013.

 

Διαβάστε ακόμη:

Οι εκλογικές αναμετρήσεις στη νεότερη Ελλάδα

Οικονομικές κρίσεις και  χρεοκοπία (19ος – 20ος αιώνας)

Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος (1897 -1978) – 81 χρόνια υποτέλειας και εξάρτησης

Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843

 

Read Full Post »

Οι εκλογικές αναμετρήσεις στη νεότερη Ελλάδα


  

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, αποδεχόμενη τις εκατοντάδες προτάσεις των επισκεπτών της και επιθυμώντας να συμβάλλει στην επίκαιρη ενημέρωσή τους, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Διαβάστε στο «Ελεύθερο Βήμα», άρθρο του Φιλόλογου – Συγγραφέα, Αλέξη Τότσικα, που δημοσιεύεται στο βιβλίο του «Δεύτερη Ανάγνωση» με θέμα:

«Οι εκλογικές αναμετρήσεις στη νεότερη Ελλάδα»

  

Σε 165 χρόνια, από το 1844 και τις πρώτες βουλευτικές εκλογές έως και τις τελευταίες του 2009, έχουν διεξαχθεί στην Ελλάδα 61 εκλογικές αναμετρήσεις και έχουν αναδειχθεί 188 κυβερνήσεις με πρωθυπουργούς 90 διαφορετικά πρόσωπα.

Η ιστορία των εκλογών στην Ελλάδα ξεκινάει με τη σύσταση της Α΄ Εθνοσυνέλευσης, που άρχισε στο Αι – Γιάννη του Άργους το Δεκέμβρη του 1821 και ολοκληρώθηκε στην Επίδαυρο τον Ιανουάριο του 1822, όπου ψήφισε το «προσωρινό πολίτευμα της Επιδαύρου» και καθιέρωσε τρεις εξουσίες: Τη νομοθετική με μία βουλή εβδομήντα βουλευτών, την εκτελεστική που θα ασκούσε μία 5μελής κυβέρνηση, και τη δικαστική. Η θητεία του Βουλευτικού και του Νομοτελεστικού ήταν για 1 έτος. Ακολούθησαν αντίστοιχες αποφάσεις στη Β΄ εθνοσυνέλευση του Άστρους το 1823 και στην Γ΄ εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας το 1827.

Μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους οι εκλογικές αναμετρήσεις ξεκινούν ουσιαστικά και «οργανωμένα» το 1844. Χρειάστηκε να περάσουν 23 χρόνια από την επανάσταση του ’21, ώσπου οι Έλληνες ν’ αποκτήσουν το δικαίωμα να εκλέγουν τους εκπροσώπους τους στη Βουλή. Και, όταν το 1844 το απέκτησαν, το καταυχαριστήθηκαν. Οι πρώτες εκλογές, που διενεργήθηκαν στο ανεξάρτητο ελληνικό κράτος, διήρκεσαν 10 μήνες, αφού προκηρύχθηκαν το Νοέμβριο του 1843 και τελείωσαν τον Αύγουστο του 1844!

Νύχτα, 3ης Σεπτεμβρίου 1843. Φανταστικός πινάκας αγνώστου ζωγράφου της εποχής. Ο ζωγράφος παρουσιάζει σε πρώτο πλάνο το συνταγματάρχη Δημήτριο Καλλέργη έφιππο έξω από τα ανάκτορα, να ζητά Σύνταγμα, από το βασιλέα Όθωνα και την Αμαλία. (Συλλογή Λάμπρου Ευταξία)

Νύχτα, 3ης Σεπτεμβρίου 1843. Φανταστικός πινάκας αγνώστου ζωγράφου της εποχής. Ο ζωγράφος παρουσιάζει σε πρώτο πλάνο το συνταγματάρχη Δημήτριο Καλλέργη έφιππο έξω από τα ανάκτορα, να ζητά Σύνταγμα, από το βασιλέα Όθωνα και την Αμαλία. (Συλλογή Λάμπρου Ευταξία)

Η εθνοσυνέλευση, που προέκυψε μετά την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου, δημιούργησε το πρώτο Σύνταγμα της Ελλάδας, που καθιέρωνε τη συνταγματική βασιλεία, και ψήφισε τον πρώτο εκλογικό νόμο της χώρας, ο οποίος, συμβολικά, δημοσιεύτηκε στις 25 Μαρτίου και ήταν ο πιο προοδευτικός στον κόσμο, ως την ώρα εκείνη:

Απαγόρευε το δικαίωμα του «εκλέγεσθαι» στις γυναίκες, στους νέους κάτω των 25 χρόνων, σ’ όσους είχαν δοσοληψίες με την Δικαιοσύνη (υπόδικους ή καταδικασμένους) και στους τεμπέληδες! Για να γινόταν κάποιος υποψήφιος βουλευτής, έπρεπε να έχει επάγγελμα ικανό να τον θρέψει ή κτηματική περιουσία στην εκλογική του περιφέρεια. Όριζε ένα βουλευτή σε κάθε 10.000 κατοίκους, εκτός από την Ύδρα που, τιμητικά, εξέλεγε τρεις, και τις Σπέτσες και τα Ψαρά, που, επίσης τιμητικά, εκλέγανε από δύο.

Οι εκλογές έπρεπε να διεξαχθούν σε 8 ημέρες. Ο νόμος όμως δεν ξεκαθάριζε, αν αυτές οι οχτώ μέρες έπρεπε να είναι κοινές για όλη τη χώρα ή όχι, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει η εκλογική διαδικασία τον Απρίλη του 1844 και να συνεχίζεται μέχρι το Σεπτέμβρη σε ορισμένες περιοχές. Στις περισσότερες περιοχές, οι εκλογές έγιναν Μάιο και Ιούνιο, ενώ στην Αθήνα τέλη Ιουλίου και αρχές Αυγούστου.

Ο νόμος όριζε ότι μετά την ολοκλήρωση της κάθε ψηφοφορίας, οι κάλπες έπρεπε να σφραγιστούν και να μεταφερθούν στις πρωτεύουσες των νομών για καταμέτρηση. Το πώς έφταναν στον προορισμό τους, το περιγράφει ο Μακεδόνας δημοσιογράφος και συγγραφέας Νικόλαος Δραγούμης: «Οι κάλπες έφταναν στον τόπο της καταμέτρησης με σπασμένα σανίδια ή λιμαρισμένες τις σφραγίδες, ενώ, σε πολλές περιπτώσεις, οι ψήφοι μεταφέρονταν σε «σαπουνοσακούλες».

Στη Βουλή, όταν ο «εκλεγμένος» ήταν του κόμματος που κέρδιζε τις εκλογές, σηκωνόταν κάποιος και εξηγούσε ότι το σπάσιμο των σανιδιών οφειλόταν στο νόμο της συστολής των στερεών σωμάτων και η λιμαρισμένη σφραγίδα ήταν τυχαία σπασμένη κατά τη μεταφορά, ενώ η «σαπουνοσακούλα» ήταν κάλπη και την καταμέτρηση έκανε άτομο, που είχε το σεβασμό και την εκτίμηση των κατοίκων της περιοχής του. Για τους ηττημένους βέβαια αρκούσε μια γρατσουνιά στην κάλπη, για να ξεσπάσει θύελλα καταγγελιών ότι είχαν να κάνουν με καραμπινάτη περίπτωση νοθείας!

Η πρώτη, έστω και με τέτοιον τρόπο, εκλεγμένη Βουλή των Ελλήνων συνεδρίασε για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1845 και πρώτος εκλεγμένος πρωθυπουργός ήταν ο Ιωάννης Κωλέττης, που εξάντλησε την πρώτη του τριετία, κέρδισε και τις επόμενες εκλογές (1847) με συντριπτική πλειοψηφία, αλλά αμέσως μετά πέθανε από νεφρίτιδα σε ηλικία 73 χρόνων.

Στην περίοδο της Συνταγματικής Μοναρχίας (1844-1862) έγιναν συνολικά 9 εκλογικές αναμετρήσεις, αλλά το ποιος θα γινόταν πρωθυπουργός εξαρτιόταν από το ποιος ήταν ο ευνοούμενος του Όθωνα και της πρεσβείας, που τύχαινε να έχει το πάνω χέρι στην κρίσιμη στιγμή.

Οι πρώτες μετά το Σύνταγμα του 1864 εκλογές ορίστηκαν να ξεκινήσουν στις 14 Μαΐου 1865 με μια διαδικασία, που απέκλειε κάθε χρήση βίας και νοθείας. Μόνο που ήταν κάπως χρονοβόρα.

Σε κάθε εκλογικό τμήμα στήνονταν τόσες κάλπες, όσοι και οι υποψήφιοι βουλευτές. Κάθε κάλπη ήταν χωρισμένη στα δύο, η μισή άσπρη με μια ταμπέλα, που έλεγε «ναι» και η μισή μαύρη με ταμπέλα «όχι». Δυο σωληνάκια οδηγούσαν το ένα στην άσπρη πλευρά και το άλλο στη μαύρη. Πίσω από κάθε κάλπη στεκόταν εκπρόσωπος του υποψηφίου στον οποίο ανήκε η κάλπη. Ο ψηφοφόρος έπρεπε να πάρει τόσα μολυβένια μπαλάκια, όσα και οι κάλπες. Όταν έφτανε μπροστά σε κάθε κάλπη, ο αντιπρόσωπος φώναζε δυνατά το όνομα του υποψήφιου, στον οποίο αυτή ανήκε. Ο ψηφοφόρος έβαζε το μπαλάκι ή στο σωλήνα που οδηγούσε στην άσπρη μεριά ή σ’ εκείνον που οδηγούσε στη μαύρη. Η διαδικασία επαναλαμβανόταν με όλες τις κάλπες. Απαγορευόταν από το νόμο να προσπεραστεί μια κάλπη χωρίς να ριχτεί σ’ αυτήν μπαλάκι και ο παραβάτης πλήρωνε πρόστιμο επιτόπου!

Στη διαλογή μετρούσαν πρώτα αν τα μπαλάκια στην άσπρη και στη μαύρη πλευρά κάθε κάλπης είχαν άθροισμα ίσο με τον αριθμό των ψηφισάντων. Αν τα μπαλάκια ήταν παραπάνω, η επιτροπή αφαιρούσε τα περισσευούμενα από την άσπρη μεριά! Βουλευτές ανακηρύσσονταν όσοι είχαν τα περισσότερα μπαλάκια στην άσπρη μεριά και εκλέγονταν τόσοι, όσους έβγαζε κάθε περιοχή. Υπήρχε δηλαδή απόλυτη και ανόθευτη απλή αναλογική, χωρίς περιορισμό επιλογής για τους ψηφοφόρους, που επέλεγαν όσους ήθελαν και «μαύριζαν» (από εκεί βγήκε η έκφραση «έριξα μαύρο») με την ψυχή τους, όποιον ήταν ανεπιθύμητος.

Αλέξανδρος Κουμουνδούρος

Αλέξανδρος Κουμουνδούρος

Στις εκλογές αυτές πλειοψήφησε ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, που παραιτήθηκε το φθινόπωρο, για να διοριστούν από το βασιλιά 6 συνολικά Πρωθυπουργοί μέσα στη δύσκολη αυτή χρονιά του 1865! Συνολικά από τις εκλογές του 1844 έως το 1875, οπότε ο Χαρίλαος Τρικούπης υποχρέωσε τον βασιλιά Γεώργιο Α’ να δεχτεί την «αρχή της δεδηλωμένης», έγιναν δεκαπέντε εκλογικές αναμετρήσεις, αλλά η πρωθυπουργία άλλαξε χέρια 39 φορές!

Σιγά – σιγά οι Έλληνες πολιτικοί ωρίμαζαν και η Ελλάδα προχωρούσε προς αυτό που, δέκα χρόνια αργότερα, ο Χαρίλαος Τρικούπης θα ονόμαζε «αρχή της δεδηλωμένης»: Να απολαμβάνει, δηλαδή, ο πρωθυπουργός της χώρας τη δεδηλωμένη εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας του κοινοβουλίου κι όχι την εύνοια του ανώτατου άρχοντα.

Στις εκλογικές αναμετρήσεις από το 1875 ως το 1920 κυριαρχεί αρχικά το δίδυμο Χαρίλαου Τρικούπη και Θεόδωρου Δηλιγιάννη και στη συνέχεια η Α΄ περίοδος κυριαρχίας του Ελευθέριου Βενιζέλου, μια περίοδος που διπλασίασε την Ελλάδα, αλλά κατέληξε με τη μικρασιατική περιπέτεια και καταστροφή.

Εκλογές, Αθήνα 11 Φεβρουαρίου 1934. Εκλογικό τμήμα ανδρών. Αρχείο ΕΛΙΑ.

Εκλογές, Αθήνα 11 Φεβρουαρίου 1934. Εκλογικό τμήμα ανδρών. Αρχείο ΕΛΙΑ.

Το 1924 γίνεται μεταβολή του πολιτεύματος σε Αβασίλευτη Δημοκρατία, αλλά δεν μπορεί να διατηρηθεί παρά την δημοκρατική ωριμότητα του Αλέξανδρου Παπαναστασίου και ακολουθούν η δικτατορία του Θ. Πάγκαλου, ο Βενιζέλος γίνεται εκ νέου πρωθυπουργός (εκλογές 1928 και 1933), η πολιτική κατάσταση εκτροχιάζεται και οδηγείται στη δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά. Ακολουθούν ο πόλεμος του 1940-44 και ο εμφύλιος σπαραγμός (1946-49). Οι επόμενες εκλογές θα διεξαχθούν ένα χρόνο αργότερα στις 5 Μαρτίου 1950 και Θα σχηματιστεί Βουλή δεκακομματική.

Νικόλαος Πλαστήρας

Νικόλαος Πλαστήρας

Στις εκλογές του 1951 ο Αλέξανδρος Παπάγος αναδεικνύεται νικητής με το 35,6% των ψήφων, κυβέρνηση όμως σχηματίζεται υπό τον στρατηγό Νικόλαο Πλαστήρα, ενώ για πρώτη φορά συμμετείχε σε εκλογές και η ΕΔΑ αποσπώντας το 10,57% των ψήφων.

Στις εκλογές του 1952 ψηφίζουν για πρώτη φορά και γυναίκες, αφού με το νόμο 2159 του 1952 κατοχυρώνεται το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι για τις Ελληνίδες. Μετά τον αιφνίδιο θάνατο του Στρατηγού Παπάγου νέος πρωθυπουργός αναλαμβάνει ο μέχρι τότε υπουργός Συγκοινωνιών Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο οποίος θα κυβερνήσει τη χώρα για τα επόμενα 8 χρόνια και θα διαμορφώσει σε μεγάλο βαθμό την εικόνα της σύγχρονης Ελλάδας.

 Στη δεκαετία του 1960 η πολιτική ζωή της Ελλάδας καθοριζόταν από τις ΗΠΑ και το Παλάτι, που είχε στον έλεγχό του το στρατό, την αστυνομία, τη δημόσια διοίκηση και χιλιάδες χαφιέδες, που φακέλωναν όσους απλούς πολίτες δεν ήταν οπαδοί τους. Το 1958 ο λαός έδωσε στην ενωμένη αριστερά (ΕΔΑ) τη θέση της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Αυτό θορύβησε το κατεστημένο της εποχής και μπήκε σε ενέργεια ένα σχέδιο αποτροπής του κομουνιστικού κινδύνου.

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στο Ναύπλιο, αρχές 1959. Αρχείο: Κυριάκος Καλκάνης.

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στο Ναύπλιο, αρχές 1959. Αρχείο: Κυριάκος Καλκάνης.

Η πρώτη φάση ήταν οι εκλογές βίας και νοθείας του 1961. Έβαζαν τότε τους φαντάρους στα στρατιωτικά οχήματα και με τα ψηφοδέλτια στα χέρια τους γυρνούσαν σε όλα τα εκλογικά τμήματα και ψήφιζαν δεκάδες φορές ο καθένας. Σε μια Μαύρη Βίβλο, που εκδόθηκε αργότερα, τεκμηριώθηκαν χιλιάδες περιπτώσεις νοθείας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι πως σε ένα περιφραγμένο χωράφι με δύο δέντρα στη λεωφόρο Καβάλας είχαν δηλώσει πως διέμεναν 500 περίπου ανύπαρκτοι ψηφοφόροι. Τότε βγήκε και το σύνθημα πως στην Ελλάδα ψηφίζουν και τα δέντρα.

Στις εκλογές του 1964 η Ένωση Κέντρου αναδείχθηκε πρώτο κόμμα με 52,72% καταλαμβάνοντας 170 έδρες στη Βουλή. Η υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ και η παραίτηση του Γεωργίου Παπανδρέου (1965) οδηγούν στην δικτατορία του 1967 (21-4-1967), ενώ είχαν προκηρυχθεί εκλογές για τις 28-5-1967.

Στη Γ’ Ελληνική Δημοκρατία (1974-2012) έγιναν 13 εκλογικές αναμετρήσεις. Οι εκλογές της 6 Μαΐου 2012 είναι οι 14ες που διεξάγονται κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης. Στις 13 προηγούμενες έχει επικρατήσει 7 φορές η Νέα Δημοκρατία και 6 το ΠΑΣΟΚ. Συνολικά έχουν ορκιστεί 9 πρωθυπουργοί. Οι εκλογές της μεταπολίτευσης στην πλειοψηφία τους ήταν πρόωρες. Μόνο τρεις έχουν διεξαχθεί στο τέλος της τετραετίας.

Τα τελευταία χρόνια δεν είχαμε εκλογές, στις οποίες να ψηφίζουν πεθαμένοι ή δέντρα. Δεν είχαμε χωροφύλακα να κοιτάζει τι ρίχνουμε στην κάλπη, βία και νοθεία, ούτε εκλογικά συστήματα που βγάζουν νικητές τους ηττημένους. Αυτές είναι οι εκλογικές αναμετρήσεις της νεότερης Ελλάδας, για να θυμούνται οι παλιότεροι και να μαθαίνουν οι νεότεροι.

Αλέξης Τότσικας

Δεύτερη Ανάγνωση, σελ. 27-33, Έκδοση: Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Άργος, Απρίλιος 2013.

Διαβάστε ακόμη:

Οικονομικές κρίσεις και  χρεοκοπία (19ος – 20ος αιώνας)

Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος (1897 -1978) – 81 χρόνια υποτέλειας και εξάρτησης

Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843

 

Read Full Post »

Δεληγιάννης Κανέλλος (Λαγκάδια Γορτυνίας, 1780 – Αθήνα, 1862) 


 

Κανέλλος Δεληγιάννης, ελαιογραφία.

 

Αγωνιστής του 1821 και πολιτικός, συγγραφέας Απομνημονευμάτων. Γεννήθηκε το 1780 στα Λαγκάδια της Γορτυνίας και ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στη Δημητσάνα και στην Κωνσταντινούπολη. Τα πρώτα γράμματα διδάχτηκε από τον επίσκοπο Ακόβων Δανιήλ, κατόπιν μητροπολίτη Τριπόλεως.  Ήταν ο πέμπτος γιος του Ιωάννη Μωρόγιαννη. Έγινε μάλιστα προεστός μετά τον αποκεφαλισμό του πατέρα του. Ήταν αδελφός του προέδρου της Γερουσίας στην περίοδο του Όθωνα Αναγνώστη Δεληγιάννη. Ως χαρακτήρας ήταν πιο ήπιος και διαλλακτικός από τον αδελφό του.

Στα Απομνημονεύματα ο Κανέλλος εν συντομία αναφέρει σχετικά με τη γέννησή του τα εξής: « … εγεννήθην κατά το έτος 1780, Φεβρουαρίου 14, εις την πατρίδα μου κωμόπολιν των Λαγκαδιών της επαρχίας Γόρτυνος ή Καρύταινας και ανετράφην εις αυτήν. Εκεί εδιδάχθην και μικρά τινα μαθήματα εκ του σχολείου της Δημητσάνης παρά του Επισκόπου Ακόβων Δανιήλ, υπάρχοντος κατ’ αρχάς οικοδιδασκάλου της οικογενείας μας το οποίον προήξεν ο πατήρ μας εις αυτήν την υψηλήν θέσιν».

Για τη νεανική του ζωή οι πληροφορίες είναι πενιχρές, τις παραμονές όμως της Επανάστασης βρισκόταν στην Κων­σταντινούπολη με τον αδερφό του Αναγνώστη. Ο ίδιος γράφει στα Απομνημονεύματά του ότι «… ευρισκό­μενος εν και ήμισυ έτος εις Κων­σταντινούπολιν και λαβών σχέσεις μετά του Πελοποννησίου Παναγιώτου Σέκερη και δι’ αυτού μετά του Κουμπάρη και του Αλ. Μαύρου εκατηχήθη παρά του πρώτου εις το μυστήριον της Εταιρείας».

Στον κατά­λογο, εντούτοις, των Φιλικών του Αρχείου Σέκερη, αναγράφεται ότι ο Κανέλλος Παπαγιαννόπουλος (Δε­ληγιάννης) μυήθηκε στην Τριπολιτσά από τον Παναγιώτη Αρβάλη στις 10 Σεπτεμβρίου 1819. Στη συνέχεια από τον Κανέλλο Δεληγιάννη μυή­θηκαν οι αδερφοί του Δημήτριος και Κωνσταντίνος.

Το Φεβρουάριο του 1821 ο Κα­νέλλος Δεληγιάννης συναντήθηκε στα Λαγκάδια με τον Παπαφλέσσα, με τον οποίο διαφώνησε για τη δυ­νατότητα άμεσης έναρξης του Αγώ­να, όπως ο ίδιος γράφει. Στις 23 Μαρτίου όμως με τους αδερφούς του και με τους Πλαπουταίους κήρυξε την Επανάσταση στη Γορτυνία και πολιόρκησε τους Τούρκους στην Καρύταινα. Στις 7 Απριλίου 1821 συμμετέχει στη συγκρότηση ενός από τα πρώτα στρατόπεδα των επαναστατών στην Πιάνα, τον ίδιο μήνα παίρνει την κρίσιμη απόφαση να εξοντωθούν οι μουσουλμάνοι των Λαγκαδιών, προκειμένου να αποκλειστεί κάθε δυνατότητα συνδιαλλαγής με τους Τούρκους. Αναλαμβάνει την εφορεία της Καρύταινας και παραδίδει την αρχηγία του στρατοπέδου στο Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.  

Συμμετέχει ενεργά στην πολιορκία και κατάληψη της Τριπολιτσάς, ελευθερώνεται ο αδελφός του Θεόδωρος, που ήταν όμηρος των Τούρκων, αλλά πεθαίνει μετά από λίγο από τις κακουχίες που υπέστη κατά την φυλάκισή του.

Στην Α΄ Εθνοσυνέλευση εκλέγεται μέλος του εκτελεστικού και το Μάρτιο του 1822 παίρνει μέρος στην πολιορκία του κάστρου της Πάτρας και ένα μήνα αργότερα εκστρατεύει στη Δυτική Ελλάδα όπου λαμβάνει μέρος στη μάχη του Πέτα (2 Ιουνίου), στην οποία οι ελληνικές δυνάμεις ηττήθηκαν. Ονομάζεται από την Προσωρινή Διοίκηση  στρατηγός  (17 Μαΐου 1822) και αναλαμβάνει την εκστρατεία στη Στερεά Ελλάδα, όπου επιδεικνύει ιδιαίτερες ικανότητες.

Στη διάρκεια της Επανάστασης, ο Δεληγιάννης συγκρούστηκε με τους Κολοκοτρωναίους – οι οποίοι προεπαναστατικά υπήρξαν «κάποι» που προσέφεραν στρατιωτικές υπηρεσίες στην οικογένεια των Δεληγιάννηδων έναντι αμοιβής – εξαιτίας της αυτονόμησης του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και του ρόλου του ως στρατιωτικού ηγέτη. Οι πολιτικές σχέσεις αυτού του τύπου, όπως λόγου χάρη των Δεληγιανναίων με τους Κολοκοτρωναίους, εκείνη την περίοδο και ιδιαίτερα κατά τους εμφύλιους πολέμους χαρακτηρίζονταν από αστάθεια.

Είναι αξιοσημείωτο ότι, ο Κανέλλος Δεληγιάννης συναίνεσε στην ανάθεση ηγετικού στρατιωτικού ρόλου στον Κολοκοτρώνη, μάλιστα το Μάιο του 1823 σε μια απόπειρα σύναψης συμμαχίας μεταξύ των δύο ισχυρών οικογενειών αρραβωνιάζει την κόρη του με τον μικρό γιό του Θ. Κολοκοτρλωνη, Κολίνο, όμως  ο λιγότερο διαλλακτικός αδελφός του Αναγνώστης ήταν εξαρχής αντίθετος στην ανάθεση τέτοιων αξιωμάτων σε πρόσωπα έξω από την κοινωνική ομάδα των προκρίτων.

Διετέλεσε πληρεξούσιος στη Β’ Εθνοσυνέλευση του Άστρους εκπροσωπώντας τους στρατιωτικούς, όπως και στη Γ’ Εθνοσυνέλευση – Επίδαυρος 1826 και Τροιζήνα 1827 – καθώς και στην Α’ εν Αθήναις Εθνοσυνέλευση, μετά την αλλαγή του πολιτεύματος το 1843-1844. Στράφηκε κατά των ευρωπαϊκής παιδείας πολιτικών που ήρθαν στην Ελλάδα μετά την έκρηξη της Επανάστασης για να αναλάβουν ηγετικούς ρόλους. Επίσης, εναντιώθηκε εξαρχής στον ηγετικό ρόλο του Δημήτριου Υψηλάντη, τον οποίο θεωρούσε υπεύθυνο και, για την άφιξη εκείνων.

Επιπλέον διαμαρτυρήθηκε έντονα για την ανάληψη της προεδρίας του Βουλευτικού από τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο τον Ιούλιο του 1823. Μετά το 1824 συμμάχησε με τον Ιωάννη Κωλέττη και εντάχθηκε στο «γαλλικό» κόμμα. Αποσύρθηκε από την πολεμική δράση μετά την ήττα των Πελοποννησίων στο δεύτερο εμφύλιο πόλεμο. Μάλιστα, αφού συνελήφθη από την κυβέρνηση Κουντουριώτη, όπως και ο Κολοκοτρώνης, κρατήθηκε στη Μονή του Προφήτη Ηλία της Ύδρας.

Παρά τις αντιρρήσεις του Κουντουριώτη, ελευθερώθηκε με την αμνηστία που δόθηκε το Μάιο του 1825, όταν ο Αιγύπτιος Ιμπραήμ πασάς απειλούσε την Πελοπόννησο. Ήταν ανάμεσα σε εκείνους που υπέγραψαν την «πράξη υποτέλειας» προς την Αγγλία το καλοκαίρι του 1825. Το 1827, κατά την Γ’ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, συγκρούστηκε με τους Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και Γεώργιο Κουντουριώτη για το θέμα της διανομής των εθνικών γαιών, οι οποίες πριν από την Επανάσταση βρίσκονταν στην ιδιοκτησία των Οθωμανών.

Μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους παρέμεινε στο «γαλλικό» κόμμα και αναμίχθηκε στην πολιτική ζωή. Κατά τη δίκη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στο Ναύπλιο, υπήρξε βοηθός του Σκώτου εισαγγελέα Εδουάρδου Μάσσον στη  διεξαγωγή των ανακρίσεων εναντίον του Γέρου του Μοριά  την περίοδο της Αντιβασιλείας, το 1834, όταν ο τελευταίος κατηγορήθηκε για συνωμοσία του «ρωσικού» κόμματος κατά του Όθωνα. Αργότερα, ωστόσο, και ο ίδιος ο Κανέλλος Δεληγιάννης φαίνεται πως προσχώρησε στο «ρωσικό» κόμμα για κάποιο διάστημα.

Στις εκλογές που ακολούθησαν την ψήφιση του Συντάγματος του 1844, το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, συμμάχησε εκλογικά στη Γορτυνία με το Γενναίο Κολοκοτρώνη και το Δημήτριο Πλαπούτα, αφού άφησε πίσω τις διαμάχες τους από την περίοδο της Επανάστασης. Βρήκαν μάλιστα τους οπαδούς τους ανάμεσα στο φτωχό αγροτικό πληθυσμό, καταφερόμενοι κατά των «Φράγκων» και των «φραγκοφορεμένων», στηριζόμενοι στη σχετική άγνοια και τις προκαταλήψεις των οπαδών τους.

Το Δεκέμβριο του 1844, μετά την επικράτηση του «γαλλικού» κόμματος στις βουλευτικές εκλογές που προηγήθηκαν, και την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Ιωάννη Κωλέττη, ο Κανέλλος Δεληγιάννης εκλέχθηκε πρόεδρος της Βουλής στις 20 Δεκεμβρίου 1844, διαδεχόμενος τον προσωρινό πρόεδρο Νικηταρά. Η θητεία του έληξε ένα χρόνο αργότερα στις 31 Οκτωβρίου 1845.

Τα Απομνημονεύματά του, παρόλο το πάθος και την υπερβολή που τα χαρακτηρίζουν, αποτελούν χρήσιμη πηγή για την κατανόηση των εσωτερικών διαδικασιών, των σχέσεων και των αντιλήψεων που διακατείχαν πολλούς στον αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία. Στα κείμενά του προσπαθεί ταυτόχρονα να αποκαταστήσει την τιμή της οικογένειάς του, όπως και της κοινωνικής ομάδας των προυχόντων της Πελοποννήσου στην οποία ανήκε.

Αυτό το έκανε στρεφόμενος κατά των στρατιωτικών αρχηγών και ιδίως του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, που δεν έπαυε να βλέπει αφ’ υψηλού, αλλά και κατά των «ξενόφερτων» πολιτικών που επιδίωκαν την εισαγωγή δυτικών θεσμών στη μετεπαναστατική Ελλάδα. Τα Απομνημονεύματα  άρχισε να τα γράφει σε ηλικία 74 χρονών, το 1854. Τα χειρόγραφα παρέμειναν ανέκδοτα μέχρι το 1957, όταν εκδόθηκαν σε τρεις τόμους.

Από  τον γάμο του με τη Αθανασία Αναγν. Παπατσώνη, απέκτησε μια κόρη, τη Μαρία, την οποία έχασε το 1854. Πρόκειται για την επτάχρονη κοπέλα που αρραβωνιάστηκε τον δωδεκάχρονο γιο του Κολοκοτρώνη.  Αργότερα η Μαρία παντρεύτηκε τον Διονύσιο Χρυσοσπάθη,  γιο του φιλικού και αγωνιστή Ηλία Χρυσοσπάθη.

Ο Κανέλλος Δεληγιάννης μετά την εγκατάσταση της βασιλείας στο ελληνικό κράτος διετέλεσε συνταγματάρχης – ακόλουθος, Νομοεπιθεωρητής Μεσσηνίας και συνταξιοδοτήθηκε με τον τίτλο του Αντιστράτηγου. Επίσης στις 20 Δεκεμβρίου 1844 εκλέχτηκε πρόεδρος της Βουλής. Το 1859 το Ελληνικό κράτος αποφασίζει να του χορηγήσει ένα είδος σύνταξης ως αναγνώριση για την συνολική προσφορά του στο αγώνα της ανεξαρτησίας. Πέθανε στην Αθήνα το 1862 σε ηλικία 82 ετών.  

 

Πηγές 


 

  • «Πρόεδροι της Βουλής, Γερουσίας και Εθνοσυνελεύσεων 1821-2008», Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα, 2009.
  •  Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, «Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό», τόμος 3ος,  Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1985.
  •  Στάθης Κουτρουβίδης, «Κανέλλος Δεληγιάννης», Ιστορική Βιβλιοθήκη, Τα Νέα, Αθήνα, 2010.
  •  Κωστής Παπαγιώργης, «Κανέλλος Δεληγιάννης», Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2001.

Read Full Post »