Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Prime Minister’

Οι κυβερνήσεις συνεργασίας στην Ελλάδα


 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, αποδεχόμενη τις εκατοντάδες προτάσεις των επισκεπτών της και επιθυμώντας να συμβάλλει στην επίκαιρη ενημέρωσή τους, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Διαβάστε στο «Ελεύθερο Βήμα», επίκαιρο άρθρο του Φιλόλογου – Συγγραφέα, Αλέξη Τότσικα, που δημοσιεύεται στο βιβλίο του «Δεύτερη Ανάγνωση» με θέμα:

«Οι κυβερνήσεις συνεργασίας στην Ελλάδα»

  

Ο ελληνικός κοινοβουλευτισμός υπήρξε ευθύς εξαρχής πλειοψηφικός. Σε αυτό συνέτειναν και οι εκλογικοί νόμοι, που από την εποχή του «σφαιριδίου» (1864-1923) καθιέρωναν ποικίλες εκδοχές πλειοψηφικών συστημάτων. Δεν είναι έτσι τυχαίο ότι σε πάνω από τις μισές εκλογές της νεότερης Ιστορίας το πρώτο κόμμα πετύχαινε αυτοδύναμη πλειοψηφία συγκεντρώνοντας ποσοστά ακόμα και πολύ κατώτερα του 45%.

Αντίθετα οι κυβερνήσεις συνεργασίας ήταν η εξαίρεση. Στις κρισιμότερες καμπές όμως της πολιτικής ιστορίας μας στην εξουσία βρέθηκαν, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, συναινετικά κυβερνητικά σχήματα. Σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα κατά το 19ο αιώνα το ζήτημα του σχηματισμού κυβέρνησης λύθηκε μ’ έναν πολύ απλό τρόπο: τη συμμετοχή προσωπικά των ίδιων των πολιτικών αρχηγών σε κυβέρνηση συνεργασίας. Ο πρώιμος και «καθυστερημένος» νεοελληνικός κοινοβουλευτισμός φαίνεται ότι μερικές φορές ήταν πιο… προχωρημένος από το σημερινό.

Έτσι ο κοινοβουλευτικός βίος στη νεότερη Ελλάδα άρχισε το 1843-44, τα χρόνια του Όθωνα, με κυβέρνηση συνεργασίας όλων των τότε πολιτικών φορέων), ανεξαρτήτως αν ήταν ευκαιριακή και θνησιγενής, λόγω διαφορετικών στοχεύσεων και αγεφύρωτων κομματικών και προσωπικών συμφερόντων. Τα τρία κόμματα (Ρωσικό, Γαλλικό και Αγγλικό) συνέπραξαν στην πρώτη κυβέρνηση, που αναγκάστηκε να διορίσει ο μονάρχης αμέσως μετά την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου. Μετείχαν σ’ αυτήν και οι τρεις αρχηγοί τους (Α. Μεταξάς, Αλ. Μαυροκορδάτος και Ι. Κωλέττης).

Το φαινόμενο θα επαναληφθεί κατά την έξωση του Όθωνα στο διάστημα της μεσοβασιλείας 1862-63. Στη διακομματική «Προσωρινή Κυβέρνηση» υπό τον Δ. Βούλγαρη μετείχαν όλοι οι επικεφαλείς των υπαρκτών πολιτικών φορέων της εποχής, που πήραν μέρος στην αντιδυναστική «Οκτωβριανή Επανάσταση».

 

Η ελληνική βουλή στα τέλη του 19ου αιώνα (πίνακας του Ν. Ορλώφ 1930)

Η ελληνική βουλή στα τέλη του 19ου αιώνα (πίνακας του Ν. Ορλώφ 1930)

 

Έκτοτε συνολικά οκτώ κυβερνήσεις «εθνικής ενότητας» ή «οικουμενικές κυβερνήσεις» με τη συνεργασία κομμάτων της Βουλής έχουν υπάρξει στη νεότερη ιστορία του ελληνικού Κράτους. Η πρώτη τέτοια κυβέρνηση συγκροτήθηκε το 1877 και η τελευταία το Νοέμβριο του 1989.

Για πρώτη φορά ο όρος «οικουμενική κυβέρνηση» χρησιμοποιήθηκε το Μάιο του 1877, όταν ο ναύαρχος και πολιτικός Κωνσταντίνος Κανάρης σχημάτισε κυβέρνηση με την ενίσχυση των αρχηγών των τότε πολιτικών κομμάτων και συμμετείχαν σ’ αυτή οι Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, Χαρίλαος Τρικούπης, Θεόδωρος Δηλιγιάνης, Επαμεινώνδας Δεληγιώργης και Θρασύβουλος Ζαΐμης Η κυβέρνηση σχηματίστηκε υπό την πίεση της κοινής γνώμης, η οποία ανησυχούσε για την τύχη των υπόδουλων Ελλήνων στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που βρισκόταν σε πόλεμο με τη Ρωσία.

Η δεύτερη «οικουμενική κυβέρνηση» στην ιστορία συγκροτήθηκε το 1926, μετά τη μικρασιατική καταστροφή του 1922, Οι εκλογές της 7ης Νοεμβρίου 1926 δεν ανέδειξαν αυτοδύναμη κυβέρνηση, λόγω της απλής αναλογικής. Τα τέσσερα πρώτα κόμματα (δύο βενιζελικά και δυο αντιβενιζελικά) αποφάσισαν να συνεργαστούν σχηματίζοντας οικουμενική κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Αλέξανδρο Ζαΐμη. Ο σχηματισμός της γέννησε ελπίδες ότι η πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας θα εισέλθει σε περίοδο ομαλότητας, σε μία στιγμή που είχαν σωρευτεί πολλά και δυσεπίλυτα προβλήματα από τη μικρασιατική καταστροφή. Όμως από την πρώτη μέρα άρχισαν οι τριβές λόγω διαφωνιών σε θέματα οικονομικής πολιτικής και τελικά οδήγησαν στην πτώση της στις 17 Αυγούστου 1927. Πρόλαβε πάντως να θέσει σε εφαρμογή το νέο Σύνταγμα, το οποίο χαρακτηρίστηκε ως το αρτιότερο και προοδευτικότερο από τα έως τότε ελληνικά Συντάγματα.

Αμέσως μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τη ναζιστική Γερμανία το 1944 ο Γεώργιος Παπανδρέου σχημάτισε κυβέρνηση εθνικής ενότητας (18 Οκτωβρίου 1944) με συμμετοχή και εκπροσώπων του ΕΑΜ. Τα αιματηρά Δεκεμβριανά, που ακολούθησαν, προκάλεσαν την πτώση της κυβέρνησης Παπανδρέου στις 3 Ιανουαρίου 1945.

Οι πρώτες μεταπολεμικές εκλογές της 31ης Μαρτίου 1946 δεν ανέδειξαν αυτοδύναμη κυβέρνηση. Και, ενώ ο Εμφύλιος Πόλεμος μαινόταν, ο διατελέσας κατά το παρελθόν διοικητής της Εθνικής Τράπεζας Δημήτριος Μάξιμος (στην ιδιοκτησία του οποίου ανήκε το σημερινό κυβερνητικό «Μέγαρο Μαξίμου») ορίσθηκε εξωκοινοβουλευτικός πρωθυπουργός κυβέρνησης συνασπισμού, που συγκροτήθηκε απ’ όλα τα κόμματα της Βουλής με σκοπό την αντιμετώπιση της «κομμουνιστικής απειλής». Εξαιτίας της πολυκομματικής στήριξης έμεινε στην ιστορία ως «Επτακέφαλος Κυβέρνησις». Μεταξύ άλλων συμμετείχαν οι Κωνσταντίνος Τσαλδάρης, Σοφοκλής Βενιζέλος, Κωνσταντίνος Καραμανλής, Γεώργιος Παπανδρέου, Παναγιώτης Κανελλόπουλος και Ναπολέων Ζέρβας. Στη διάρκεια της επτάμηνης θητείας της, μέχρι τις 29 Αυγούστου 1947, η Βρετανία ανακοίνωσε την αποχώρηση των στρατευμάτων της από την Ελλάδα και ο Αμερικανός πρόεδρος Χάρι Τρούμαν το περίφημο δόγμα του, με το οποίο εγκαινιάστηκε η περίοδος του Ψυχρού Πολέμου.

 

Δημήτριος Μάξιμος (1873-1955). Τραπεζικός, βουλευτής, αριστίνδην γερουσιαστής, υπουργός και εξωκοινοβουλευτικός Πρωθυπουργός σε κυβέρνηση εθνικής ενότητας το 1947 (Επτακέφαλος Κυβέρνησις). Το 1952 έδωσε το Μέγαρο Μαξίμου στη μισή τιμή από αυτή που είχε εκτιμηθεί από επιτροπή στο Ελληνικό Κράτος, κάνοντας δώρο τα έπιπλα τους πίνακες και ότι άλλο υπήρχε μέσα, με τον όρο να χρησιμοποιηθεί σαν Κυβερνητικό Μέγαρο. Από το 1982 το «Μέγαρο Μαξίμου» χρησιμοποιείται ως επίσημη κατοικία και γραφείο του εκάστοτε πρωθυπουργού.

Δημήτριος Μάξιμος (1873-1955). Τραπεζικός, βουλευτής, αριστίνδην γερουσιαστής, υπουργός και εξωκοινοβουλευτικός Πρωθυπουργός σε κυβέρνηση εθνικής ενότητας το 1947 (Επτακέφαλος Κυβέρνησις). Το 1952 έδωσε το Μέγαρο Μαξίμου στη μισή τιμή από αυτή που είχε εκτιμηθεί από επιτροπή στο Ελληνικό Κράτος, κάνοντας δώρο τα έπιπλα τους πίνακες και ότι άλλο υπήρχε μέσα, με τον όρο να χρησιμοποιηθεί σαν Κυβερνητικό Μέγαρο. Από το 1982 το «Μέγαρο Μαξίμου» χρησιμοποιείται ως επίσημη κατοικία και γραφείο του εκάστοτε πρωθυπουργού.

 

Η πολιτική ανωμαλία της Αποστασίας τερματίστηκε το Δεκέμβρη του 1966 με τη συμφωνία των ηγετών της Ένωσης Κέντρου, Γεωργίου Παπανδρέου, και της ΕΡΕ, Παναγιώτη Κανελλόπουλου, για το σχηματικό μεταβατικής κυβέρνησης μεταξύ των δύο κομμάτων με πρωθυπουργό τον τραπεζίτη Ιωάννη Παρασκευόπουλο, που θα οδηγούσε τη χώρα σε εκλογές. Στις 3 Απριλίου 1967 η ΕΡΕ απέσυρε την εμπιστοσύνη της από την κυβέρνηση Παρασκευόπουλου και την πρωθυπουργία ανέλαβε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο οποίος ανετράπη από τους πραξικοπηματίες της 21ης Απριλίου.

Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας προέκυψε και αμέσως μετά την πτώση της Χούντας (24 Ιουλίου 1974) με πρωθυπουργό των Κωνσταντίνο Καραμανλή. Σ’ αυτή συμμετείχαν πολιτικοί από την προδικτατορική ΕΡΕ και Ένωση Κέντρου και προσωπικότητες, που αναδείχτηκαν από τον αντιδικτατορικό αγώνα. Ο βίος της τερματίσθηκε στις 17 Νοεμβρίου, όταν έγιναν οι πρώτες εκλογές μετά την μεταπολίτευση, τις οποίες κέρδισε η Νέα Δημοκρατία.

Στις εκλογές της 18ης Ιουνίου 1989, όταν η χώρα συγκλονιζόταν από το σκάνδαλο Κοσκωτά και παλλαϊκή απαίτηση ήταν η κάθαρση, σχηματίζεται κυβέρνηση συνεργασίας υπό τον Τζαννή Τζαννετάκη μεταξύ της Νέας Δημοκρατίας και του ενιαίου, τότε, Συνασπισμού, η συγκυβέρνηση ΝΔ – Συνασπισμού.

Η τελευταία κυβέρνηση συνεργασίας, που έμεινε γνωστή ως «οικουμενική κυβέρνηση», σχηματίστηκε το 1989, όταν στις εκλογές της 5 Νοεμβρίου 1989 και πάλι δεν προκύπτει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Η οικουμενική κυβέρνηση υπό την υπέργηρο οικονομολόγο Ξενοφώντα Ζολώτα καταρρέει το Φεβρουάριο του 1990, όταν αποτυγχάνει να εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας και προκηρύσσονται νέες εκλογές για τις 8 Απριλίου 1990. Μετά τις εκλογές αυτές η Νέα Δημοκρατία, με την προσχώρηση του μοναδικού βουλευτή της ΔΗΑΝΑ Θεόδωρου Κατσίκη, συγκεντρώνει το μαγικό αριθμό 151, που δίνει την πολυπόθητη αυτοδυναμία στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη.

Ακολούθησε μια 20ετία μονοκομματικών κυβερνήσεων μέχρι να φτάσουμε στις εκλογές του Ιουνίου 2012, που δεν έδωσαν την απόλυτη πλειοψηφία σε κανένα κόμμα και οδήγησαν στο σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας τριών κομμάτων με προγραμματική συμφωνία μεταξύ τους και με προοπτική τετραετίας. Μια λύση που με τα σημερινά πολιτικά δεδομένα φαίνεται ότι θα αποτελεί συχνό φαινόμενο στο ορατό μέλλον.

 

Αυτοδυναμία ή συμβιβασμός;

 

Οι τελευταίες βουλευτικές εκλογές δεν εξασφάλισαν την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή σε κανένα κόμμα. Το αποτέλεσμά τους οδήγησε στο σχηματισμό κυβέρνησης, που στηρίζεται από τρία κόμματα. Πολλοί διερωτώνται μήπως έκλεισε ο κύκλος των μονοκομματικών κυβερνήσεων και περνάμε σε μια περίοδο κυβερνήσεων συνεργασίας χωρίς «μεταβατική λογική» για πρώτη φορά μετά το 1926-28 (κυβέρνηση Ζαΐμη).

Αν αυτό συμβεί και σε επόμενες εκλογές, αν δηλαδή στα χρόνια που έρχονται κανένα κόμμα δεν προσεγγίζει την αυτοδύναμη πλειοψηφία, θα έχει ασφαλώς συντελεστεί η σημαντικότερη αλλαγή στη λειτουργία του κοινοβουλευτικού μας πολιτεύματος εδώ και πολλές δεκαετίες.

Όταν στα περισσότερα κράτη της Ευρώπης οι κυβερνήσεις συνεργασίας αποτελούν τον κανόνα ή είναι σύνηθες μοντέλο διακυβέρνησης, στην Ελλάδα παραμένει ταμπού, ως συνέπεια μιας βαθιά ριζωμένης πολιτικής κουλτούρας με κύριο χαρακτηριστικό την πόλωση. Ο ελληνικός κοινοβουλευτισμός υπήρξε ευθύς εξαρχής πλειοψηφικός. Σε αυτό συνέτειναν και οι εκλογικοί νόμοι, που από την εποχή του «σφαιριδίου» (1864-1923) καθιέρωναν ποικίλες εκδοχές πλειοψηφικών συστημάτων. Δεν είναι τυχαίο ότι σε πάνω από τις μισές εκλογές της νεότερης Ιστορίας το πρώτο κόμμα πετύχαινε αυτοδύναμη πλειοψηφία συγκεντρώνοντας ποσοστά πολύ κατώτερα και του 45%.

Αντίθετα, οι κυβερνήσεις συνεργασίας ήταν η εξαίρεση στην ιστορική διαδρομή της Νεότερης Ελλάδας. Μετρημένες στα δάχτυλα των δύο χεριών. Οι ελάχιστες που σχηματίστηκαν ήταν κυβερνήσεις «ακινησίας» με κύριο χαρακτηριστικό τον βραχύ βίο τους. Έτσι αντιμετωπίστηκαν περισσότερο ως «ανωμαλία» και «παρένθεση», που αργά ή γρήγορα θα έπρεπε να κλείσει, παρά ως θετικό προηγούμενο.

Οι αιτίες είναι πολλές: Καχεκτική δημοκρατία, έλλειψη κουλτούρας συνεννόησης και διαλόγου, παρουσία προσωποκεντρικών κομμάτων, εκλογικοί νόμοι που ευνοούν το σχηματισμό ισχυρών μονοκομματικών κυβερνήσεων και, κυρίως, το μεγάλο «κουσούρι» της φυλής μας, ο ανταγωνισμός. Στον τόπο μας οι διαφορές προσωποποιούνται και συνήθως μεγεθύνονται ακόμη και όταν είναι ασήμαντες. Οι συγκλίσεις σπανίζουν και η ελληνική γλώσσα είναι η μόνη στην Ευρώπη, στην οποία η λέξη «συμβιβασμός» έχει αρνητικό περιεχόμενο. Σχεδόν ισοδυναμεί με τη λέξη «προδοσία».

Ο Άγγλος Έντουαρντ Τρελόνι, ένας φίλος του λόρδου Βύρωνα, που ήρθε μαζί του στην επαναστατημένη Ελλάδα, έγινε πρωτοπαλίκαρο του Οδυσσέα Ανδρούτσου και έζησε σημαντικές στιγμές της Επανάστασης του ’21, μιλώντας για τον Οδυσσέα Ανδρούτσο είχε σκιαγραφήσει τον Έλληνα οπλαρχηγό ως εξής:

 «Ήταν άνθρωπος με φλογερή ψυχή, παρορμητικός, γοργός στις πράξεις και τις αποφάσεις του, όσο και στα πόδια. Ήταν ο πιο παθιασμένος και ειλικρινής πατριώτης. Πλην όμως, τον πατριωτισμό έτσι τον καταλάβαινε: να ριχτεί στη μάχη, να πεθάνει ένδοξα σαν τον Μάρκο Μπότσαρη, αλλά να μην αφήσει άλλον οπλαρχηγό να γίνει ανώτερός του ή να τον διοικήσει. Ούτε παραχωρούσε χάριν της πατρίδας τη θέση του στον άλλο. Με άλλα λόγια το αρχηγιλίκι και η φιλοδοξία ήταν υπεράνω κάθε άλλου συναισθήματος».

Οι διαπιστώσεις του Τρελόνι φαίνονται να ισχύουν μέχρι τις μέρες μας, τουλάχιστον όσον αφορά τις πολιτικές ηγεσίες των μεγάλων κομμάτων της χώρας. Οι αντιθέσεις, από την πρώτη στιγμή της προσπάθειας δημιουργίας του νεοελληνικού κράτους, ήταν πολλές και ποικίλες. Αντιθέσεις μεταξύ «Φράγκων» και οπλαρχηγών, μεταξύ βασιλέων και εσωτερικών πολιτικών δυνάμεων, μεταξύ πλουσίων και φτωχών, αριστερών και δεξιών μέχρι χθες, μνημονιακών και αντιμνημονιακών σήμερα.

Το κύριο χαρακτηριστικό της νεότερης πολιτικής μας ιστορίας είναι ο συγκρουσιακός χαρακτήρας της πολιτικής αντιπαράθεσης. Οι εμφύλιοι πόλεμοι άρχισαν στη διάρκεια της Επανάστασης του ’21. Δεν πρόλαβε να ιδρυθεί το νέο ελληνικό κράτος και ο πρώτος κυβερνήτης της χώρας Ιωάννης Καποδίστριας δολοφονήθηκε από τους πολιτικούς του αντιπάλους. Εμφύλιος πόλεμος και μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα στρατιωτικά πραξικοπήματα, που εκδηλώθηκαν στην Ελλάδα του 20ού αιώνα, δεν ήταν λίγα. Πραξικόπημα και εμφύλιος το 1974 οδήγησαν στην κατοχή της μισής Κύπρου από τους Τούρκους. Συμφορές επί συμφορών στο όνομα του ανταγωνισμού και της προσωπικής φιλοδοξίας.

Το παρελθόν όμως δείχνει ότι πολιτικά δεν έχει ιστορική βάση το δίλημμα «αυτοδυναμία ή ακυβερνησία». Παρακολουθώντας τις περιπτώσεις συνεργασίας των κομμάτων εξουσίας προκύπτει σαφώς ότι η μη ανάδειξη αυτοδύναμης κυβέρνησης από τις εκλογές δεν οδήγησε ούτε σε ακυβερνησία ούτε σε χάος. Αντίθετα, σε δύσκολες περιόδους οι μονοκομματικές κυβερνήσεις παραχωρούσαν τη θέση τους σε συναινετικές χωρίς ποτέ να υπάρξει πολιτικό χάος. Το δίλημμα επομένως διαχρονικά είναι ψευδές και κατασκευασμένο για τις ανάγκες του δικομματισμού.

Στις τελευταίες κάλπες ο ελληνικός λαός έδωσε εντολή για συμβιβασμό και συνεργασία. Η εντολή αυτή υλοποιήθηκε με το σχηματισμό κυβέρνησης, που στηρίζεται σε τρία κόμματα. Η λύση αυτή φαίνεται περισσότερο πιθανή και αναγκαία και στις εκλογικές αναμετρήσεις, που θα ακολουθήσουν. Αν τα κόμματα της Βουλής δεν αναπτύξουν κουλτούρα συνεννόησης, τότε τόσο το χειρότερο και για την Ελλάδα και για τα ίδια. Την αποτυχία σχηματισμού κυβέρνησης θα χρεώνονται εκείνοι, που θα επιλέγουν την αντιπαράθεση και την ανέξοδη καταγγελτική ρητορεία, αντί για την αναζήτηση ενός κοινού παρονομαστή απαραίτητου για την συναινετική διακυβέρνηση και την ανάταξη της χώρας.

Όπως φάνηκε στις τελευταίες εκλογές βαδίζουμε προς την ανανέωση του πολιτικού προσωπικού και την αποστρατεία των βασικών υπόλογων της διάλυσης της οικονομίας και του κράτους. Οι πολίτες είναι αποφασισμένοι να φέρουν στη Βουλή πρόσωπα νέα, άφθαρτα και ικανά να ανατρέψουν την κατάσταση που ζει η χώρα σήμερα. Η τάση αυτή θα συνεχιστεί όχι μόνο για να σταματήσει ο οικονομικός και κοινωνικός κατήφορος, αλλά και για να επικρατήσουν άλλα ήθη στην πολιτική ζωή της χώρας με κύρια στοιχεία τη συναίνεση και τη συνεργασία, στοιχεία που διακρίνουν και τον πολιτικό πολιτισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέλος της οποίας είναι και η Ελλάδα.

 

Αλέξης Τότσικας

Δεύτερη Ανάγνωση, σελ. 27-33, Έκδοση: Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Άργος, Απρίλιος 2013.

 

Διαβάστε ακόμη:

Οι εκλογικές αναμετρήσεις στη νεότερη Ελλάδα

Οικονομικές κρίσεις και  χρεοκοπία (19ος – 20ος αιώνας)

Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος (1897 -1978) – 81 χρόνια υποτέλειας και εξάρτησης

Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843

 

Read Full Post »

Οι εκλογικές αναμετρήσεις στη νεότερη Ελλάδα


  

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, αποδεχόμενη τις εκατοντάδες προτάσεις των επισκεπτών της και επιθυμώντας να συμβάλλει στην επίκαιρη ενημέρωσή τους, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Διαβάστε στο «Ελεύθερο Βήμα», άρθρο του Φιλόλογου – Συγγραφέα, Αλέξη Τότσικα, που δημοσιεύεται στο βιβλίο του «Δεύτερη Ανάγνωση» με θέμα:

«Οι εκλογικές αναμετρήσεις στη νεότερη Ελλάδα»

  

Σε 165 χρόνια, από το 1844 και τις πρώτες βουλευτικές εκλογές έως και τις τελευταίες του 2009, έχουν διεξαχθεί στην Ελλάδα 61 εκλογικές αναμετρήσεις και έχουν αναδειχθεί 188 κυβερνήσεις με πρωθυπουργούς 90 διαφορετικά πρόσωπα.

Η ιστορία των εκλογών στην Ελλάδα ξεκινάει με τη σύσταση της Α΄ Εθνοσυνέλευσης, που άρχισε στο Αι – Γιάννη του Άργους το Δεκέμβρη του 1821 και ολοκληρώθηκε στην Επίδαυρο τον Ιανουάριο του 1822, όπου ψήφισε το «προσωρινό πολίτευμα της Επιδαύρου» και καθιέρωσε τρεις εξουσίες: Τη νομοθετική με μία βουλή εβδομήντα βουλευτών, την εκτελεστική που θα ασκούσε μία 5μελής κυβέρνηση, και τη δικαστική. Η θητεία του Βουλευτικού και του Νομοτελεστικού ήταν για 1 έτος. Ακολούθησαν αντίστοιχες αποφάσεις στη Β΄ εθνοσυνέλευση του Άστρους το 1823 και στην Γ΄ εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας το 1827.

Μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους οι εκλογικές αναμετρήσεις ξεκινούν ουσιαστικά και «οργανωμένα» το 1844. Χρειάστηκε να περάσουν 23 χρόνια από την επανάσταση του ’21, ώσπου οι Έλληνες ν’ αποκτήσουν το δικαίωμα να εκλέγουν τους εκπροσώπους τους στη Βουλή. Και, όταν το 1844 το απέκτησαν, το καταυχαριστήθηκαν. Οι πρώτες εκλογές, που διενεργήθηκαν στο ανεξάρτητο ελληνικό κράτος, διήρκεσαν 10 μήνες, αφού προκηρύχθηκαν το Νοέμβριο του 1843 και τελείωσαν τον Αύγουστο του 1844!

Νύχτα, 3ης Σεπτεμβρίου 1843. Φανταστικός πινάκας αγνώστου ζωγράφου της εποχής. Ο ζωγράφος παρουσιάζει σε πρώτο πλάνο το συνταγματάρχη Δημήτριο Καλλέργη έφιππο έξω από τα ανάκτορα, να ζητά Σύνταγμα, από το βασιλέα Όθωνα και την Αμαλία. (Συλλογή Λάμπρου Ευταξία)

Νύχτα, 3ης Σεπτεμβρίου 1843. Φανταστικός πινάκας αγνώστου ζωγράφου της εποχής. Ο ζωγράφος παρουσιάζει σε πρώτο πλάνο το συνταγματάρχη Δημήτριο Καλλέργη έφιππο έξω από τα ανάκτορα, να ζητά Σύνταγμα, από το βασιλέα Όθωνα και την Αμαλία. (Συλλογή Λάμπρου Ευταξία)

Η εθνοσυνέλευση, που προέκυψε μετά την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου, δημιούργησε το πρώτο Σύνταγμα της Ελλάδας, που καθιέρωνε τη συνταγματική βασιλεία, και ψήφισε τον πρώτο εκλογικό νόμο της χώρας, ο οποίος, συμβολικά, δημοσιεύτηκε στις 25 Μαρτίου και ήταν ο πιο προοδευτικός στον κόσμο, ως την ώρα εκείνη:

Απαγόρευε το δικαίωμα του «εκλέγεσθαι» στις γυναίκες, στους νέους κάτω των 25 χρόνων, σ’ όσους είχαν δοσοληψίες με την Δικαιοσύνη (υπόδικους ή καταδικασμένους) και στους τεμπέληδες! Για να γινόταν κάποιος υποψήφιος βουλευτής, έπρεπε να έχει επάγγελμα ικανό να τον θρέψει ή κτηματική περιουσία στην εκλογική του περιφέρεια. Όριζε ένα βουλευτή σε κάθε 10.000 κατοίκους, εκτός από την Ύδρα που, τιμητικά, εξέλεγε τρεις, και τις Σπέτσες και τα Ψαρά, που, επίσης τιμητικά, εκλέγανε από δύο.

Οι εκλογές έπρεπε να διεξαχθούν σε 8 ημέρες. Ο νόμος όμως δεν ξεκαθάριζε, αν αυτές οι οχτώ μέρες έπρεπε να είναι κοινές για όλη τη χώρα ή όχι, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει η εκλογική διαδικασία τον Απρίλη του 1844 και να συνεχίζεται μέχρι το Σεπτέμβρη σε ορισμένες περιοχές. Στις περισσότερες περιοχές, οι εκλογές έγιναν Μάιο και Ιούνιο, ενώ στην Αθήνα τέλη Ιουλίου και αρχές Αυγούστου.

Ο νόμος όριζε ότι μετά την ολοκλήρωση της κάθε ψηφοφορίας, οι κάλπες έπρεπε να σφραγιστούν και να μεταφερθούν στις πρωτεύουσες των νομών για καταμέτρηση. Το πώς έφταναν στον προορισμό τους, το περιγράφει ο Μακεδόνας δημοσιογράφος και συγγραφέας Νικόλαος Δραγούμης: «Οι κάλπες έφταναν στον τόπο της καταμέτρησης με σπασμένα σανίδια ή λιμαρισμένες τις σφραγίδες, ενώ, σε πολλές περιπτώσεις, οι ψήφοι μεταφέρονταν σε «σαπουνοσακούλες».

Στη Βουλή, όταν ο «εκλεγμένος» ήταν του κόμματος που κέρδιζε τις εκλογές, σηκωνόταν κάποιος και εξηγούσε ότι το σπάσιμο των σανιδιών οφειλόταν στο νόμο της συστολής των στερεών σωμάτων και η λιμαρισμένη σφραγίδα ήταν τυχαία σπασμένη κατά τη μεταφορά, ενώ η «σαπουνοσακούλα» ήταν κάλπη και την καταμέτρηση έκανε άτομο, που είχε το σεβασμό και την εκτίμηση των κατοίκων της περιοχής του. Για τους ηττημένους βέβαια αρκούσε μια γρατσουνιά στην κάλπη, για να ξεσπάσει θύελλα καταγγελιών ότι είχαν να κάνουν με καραμπινάτη περίπτωση νοθείας!

Η πρώτη, έστω και με τέτοιον τρόπο, εκλεγμένη Βουλή των Ελλήνων συνεδρίασε για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1845 και πρώτος εκλεγμένος πρωθυπουργός ήταν ο Ιωάννης Κωλέττης, που εξάντλησε την πρώτη του τριετία, κέρδισε και τις επόμενες εκλογές (1847) με συντριπτική πλειοψηφία, αλλά αμέσως μετά πέθανε από νεφρίτιδα σε ηλικία 73 χρόνων.

Στην περίοδο της Συνταγματικής Μοναρχίας (1844-1862) έγιναν συνολικά 9 εκλογικές αναμετρήσεις, αλλά το ποιος θα γινόταν πρωθυπουργός εξαρτιόταν από το ποιος ήταν ο ευνοούμενος του Όθωνα και της πρεσβείας, που τύχαινε να έχει το πάνω χέρι στην κρίσιμη στιγμή.

Οι πρώτες μετά το Σύνταγμα του 1864 εκλογές ορίστηκαν να ξεκινήσουν στις 14 Μαΐου 1865 με μια διαδικασία, που απέκλειε κάθε χρήση βίας και νοθείας. Μόνο που ήταν κάπως χρονοβόρα.

Σε κάθε εκλογικό τμήμα στήνονταν τόσες κάλπες, όσοι και οι υποψήφιοι βουλευτές. Κάθε κάλπη ήταν χωρισμένη στα δύο, η μισή άσπρη με μια ταμπέλα, που έλεγε «ναι» και η μισή μαύρη με ταμπέλα «όχι». Δυο σωληνάκια οδηγούσαν το ένα στην άσπρη πλευρά και το άλλο στη μαύρη. Πίσω από κάθε κάλπη στεκόταν εκπρόσωπος του υποψηφίου στον οποίο ανήκε η κάλπη. Ο ψηφοφόρος έπρεπε να πάρει τόσα μολυβένια μπαλάκια, όσα και οι κάλπες. Όταν έφτανε μπροστά σε κάθε κάλπη, ο αντιπρόσωπος φώναζε δυνατά το όνομα του υποψήφιου, στον οποίο αυτή ανήκε. Ο ψηφοφόρος έβαζε το μπαλάκι ή στο σωλήνα που οδηγούσε στην άσπρη μεριά ή σ’ εκείνον που οδηγούσε στη μαύρη. Η διαδικασία επαναλαμβανόταν με όλες τις κάλπες. Απαγορευόταν από το νόμο να προσπεραστεί μια κάλπη χωρίς να ριχτεί σ’ αυτήν μπαλάκι και ο παραβάτης πλήρωνε πρόστιμο επιτόπου!

Στη διαλογή μετρούσαν πρώτα αν τα μπαλάκια στην άσπρη και στη μαύρη πλευρά κάθε κάλπης είχαν άθροισμα ίσο με τον αριθμό των ψηφισάντων. Αν τα μπαλάκια ήταν παραπάνω, η επιτροπή αφαιρούσε τα περισσευούμενα από την άσπρη μεριά! Βουλευτές ανακηρύσσονταν όσοι είχαν τα περισσότερα μπαλάκια στην άσπρη μεριά και εκλέγονταν τόσοι, όσους έβγαζε κάθε περιοχή. Υπήρχε δηλαδή απόλυτη και ανόθευτη απλή αναλογική, χωρίς περιορισμό επιλογής για τους ψηφοφόρους, που επέλεγαν όσους ήθελαν και «μαύριζαν» (από εκεί βγήκε η έκφραση «έριξα μαύρο») με την ψυχή τους, όποιον ήταν ανεπιθύμητος.

Αλέξανδρος Κουμουνδούρος

Αλέξανδρος Κουμουνδούρος

Στις εκλογές αυτές πλειοψήφησε ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, που παραιτήθηκε το φθινόπωρο, για να διοριστούν από το βασιλιά 6 συνολικά Πρωθυπουργοί μέσα στη δύσκολη αυτή χρονιά του 1865! Συνολικά από τις εκλογές του 1844 έως το 1875, οπότε ο Χαρίλαος Τρικούπης υποχρέωσε τον βασιλιά Γεώργιο Α’ να δεχτεί την «αρχή της δεδηλωμένης», έγιναν δεκαπέντε εκλογικές αναμετρήσεις, αλλά η πρωθυπουργία άλλαξε χέρια 39 φορές!

Σιγά – σιγά οι Έλληνες πολιτικοί ωρίμαζαν και η Ελλάδα προχωρούσε προς αυτό που, δέκα χρόνια αργότερα, ο Χαρίλαος Τρικούπης θα ονόμαζε «αρχή της δεδηλωμένης»: Να απολαμβάνει, δηλαδή, ο πρωθυπουργός της χώρας τη δεδηλωμένη εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας του κοινοβουλίου κι όχι την εύνοια του ανώτατου άρχοντα.

Στις εκλογικές αναμετρήσεις από το 1875 ως το 1920 κυριαρχεί αρχικά το δίδυμο Χαρίλαου Τρικούπη και Θεόδωρου Δηλιγιάννη και στη συνέχεια η Α΄ περίοδος κυριαρχίας του Ελευθέριου Βενιζέλου, μια περίοδος που διπλασίασε την Ελλάδα, αλλά κατέληξε με τη μικρασιατική περιπέτεια και καταστροφή.

Εκλογές, Αθήνα 11 Φεβρουαρίου 1934. Εκλογικό τμήμα ανδρών. Αρχείο ΕΛΙΑ.

Εκλογές, Αθήνα 11 Φεβρουαρίου 1934. Εκλογικό τμήμα ανδρών. Αρχείο ΕΛΙΑ.

Το 1924 γίνεται μεταβολή του πολιτεύματος σε Αβασίλευτη Δημοκρατία, αλλά δεν μπορεί να διατηρηθεί παρά την δημοκρατική ωριμότητα του Αλέξανδρου Παπαναστασίου και ακολουθούν η δικτατορία του Θ. Πάγκαλου, ο Βενιζέλος γίνεται εκ νέου πρωθυπουργός (εκλογές 1928 και 1933), η πολιτική κατάσταση εκτροχιάζεται και οδηγείται στη δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά. Ακολουθούν ο πόλεμος του 1940-44 και ο εμφύλιος σπαραγμός (1946-49). Οι επόμενες εκλογές θα διεξαχθούν ένα χρόνο αργότερα στις 5 Μαρτίου 1950 και Θα σχηματιστεί Βουλή δεκακομματική.

Νικόλαος Πλαστήρας

Νικόλαος Πλαστήρας

Στις εκλογές του 1951 ο Αλέξανδρος Παπάγος αναδεικνύεται νικητής με το 35,6% των ψήφων, κυβέρνηση όμως σχηματίζεται υπό τον στρατηγό Νικόλαο Πλαστήρα, ενώ για πρώτη φορά συμμετείχε σε εκλογές και η ΕΔΑ αποσπώντας το 10,57% των ψήφων.

Στις εκλογές του 1952 ψηφίζουν για πρώτη φορά και γυναίκες, αφού με το νόμο 2159 του 1952 κατοχυρώνεται το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι για τις Ελληνίδες. Μετά τον αιφνίδιο θάνατο του Στρατηγού Παπάγου νέος πρωθυπουργός αναλαμβάνει ο μέχρι τότε υπουργός Συγκοινωνιών Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο οποίος θα κυβερνήσει τη χώρα για τα επόμενα 8 χρόνια και θα διαμορφώσει σε μεγάλο βαθμό την εικόνα της σύγχρονης Ελλάδας.

 Στη δεκαετία του 1960 η πολιτική ζωή της Ελλάδας καθοριζόταν από τις ΗΠΑ και το Παλάτι, που είχε στον έλεγχό του το στρατό, την αστυνομία, τη δημόσια διοίκηση και χιλιάδες χαφιέδες, που φακέλωναν όσους απλούς πολίτες δεν ήταν οπαδοί τους. Το 1958 ο λαός έδωσε στην ενωμένη αριστερά (ΕΔΑ) τη θέση της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Αυτό θορύβησε το κατεστημένο της εποχής και μπήκε σε ενέργεια ένα σχέδιο αποτροπής του κομουνιστικού κινδύνου.

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στο Ναύπλιο, αρχές 1959. Αρχείο: Κυριάκος Καλκάνης.

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στο Ναύπλιο, αρχές 1959. Αρχείο: Κυριάκος Καλκάνης.

Η πρώτη φάση ήταν οι εκλογές βίας και νοθείας του 1961. Έβαζαν τότε τους φαντάρους στα στρατιωτικά οχήματα και με τα ψηφοδέλτια στα χέρια τους γυρνούσαν σε όλα τα εκλογικά τμήματα και ψήφιζαν δεκάδες φορές ο καθένας. Σε μια Μαύρη Βίβλο, που εκδόθηκε αργότερα, τεκμηριώθηκαν χιλιάδες περιπτώσεις νοθείας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι πως σε ένα περιφραγμένο χωράφι με δύο δέντρα στη λεωφόρο Καβάλας είχαν δηλώσει πως διέμεναν 500 περίπου ανύπαρκτοι ψηφοφόροι. Τότε βγήκε και το σύνθημα πως στην Ελλάδα ψηφίζουν και τα δέντρα.

Στις εκλογές του 1964 η Ένωση Κέντρου αναδείχθηκε πρώτο κόμμα με 52,72% καταλαμβάνοντας 170 έδρες στη Βουλή. Η υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ και η παραίτηση του Γεωργίου Παπανδρέου (1965) οδηγούν στην δικτατορία του 1967 (21-4-1967), ενώ είχαν προκηρυχθεί εκλογές για τις 28-5-1967.

Στη Γ’ Ελληνική Δημοκρατία (1974-2012) έγιναν 13 εκλογικές αναμετρήσεις. Οι εκλογές της 6 Μαΐου 2012 είναι οι 14ες που διεξάγονται κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης. Στις 13 προηγούμενες έχει επικρατήσει 7 φορές η Νέα Δημοκρατία και 6 το ΠΑΣΟΚ. Συνολικά έχουν ορκιστεί 9 πρωθυπουργοί. Οι εκλογές της μεταπολίτευσης στην πλειοψηφία τους ήταν πρόωρες. Μόνο τρεις έχουν διεξαχθεί στο τέλος της τετραετίας.

Τα τελευταία χρόνια δεν είχαμε εκλογές, στις οποίες να ψηφίζουν πεθαμένοι ή δέντρα. Δεν είχαμε χωροφύλακα να κοιτάζει τι ρίχνουμε στην κάλπη, βία και νοθεία, ούτε εκλογικά συστήματα που βγάζουν νικητές τους ηττημένους. Αυτές είναι οι εκλογικές αναμετρήσεις της νεότερης Ελλάδας, για να θυμούνται οι παλιότεροι και να μαθαίνουν οι νεότεροι.

Αλέξης Τότσικας

Δεύτερη Ανάγνωση, σελ. 27-33, Έκδοση: Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Άργος, Απρίλιος 2013.

Διαβάστε ακόμη:

Οικονομικές κρίσεις και  χρεοκοπία (19ος – 20ος αιώνας)

Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος (1897 -1978) – 81 χρόνια υποτέλειας και εξάρτησης

Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843

 

Read Full Post »

Τρικούπης Σπυρίδων ( 1788- 1873)


 

Ο Σπυρίδων Τρικούπης γύρω στα 1860.

Πρωτότοκος γιος του Ιωάννη Τρικούπη και της Αλεξάνδρας Παλαμά. Γεννήθηκε στο Μεσολόγγι το 1788 και πέθανε στην Αθήνα το 1873. Αποτελεί σπουδαία και πολυμερή φυσιογνωμία πολιτικού, λόγιου, ρήτορα και ιστοριογράφου της Ελληνικής Επανάστασης. Υπήρξε ο πρώτος Πρωθυπουργός του ελεύθερου ελληνικού κράτους. Μαθήτευσε στην ακμάζουσα σχολή των Παλαμάδων* που λειτουργούσε στο Μεσολόγγι, ύστερα πήγε στην Πάτρα, όπου έμαθε Ιταλικά, Αγγλικά και Γαλλικά και προσελήφθη ως υπάλληλος του εκεί αγγλικού προξενείου. Από τη θέση αυτή απέκτησε πολλές και καλές σχέσεις αλλά και αξιόλογη τριβή με τα πολιτικά πράγματα. Σχετίσθηκε με τον φιλέλληνα Άγγλο λόρδο Guilford, έγινε γραμματέας του και εστάλη ως υπότροφος του στη Ρώμη και σε άλλα κέντρα της Ευρώπης για ανώτερες σπουδές, ενώ προοριζόταν για τη θέση του εφόρου και οργανωτή της υπό του Γκύλφορδ ιδρυθείσας στην Κέρκυρα Ιονίου Ακαδημίας. Η οικειότητα που είχε με τον Γκύλφορδ έδωσε την ευκαιρία στον Τρικούπη να γνωρίσει πολλούς επιφανείς άνδρες, κυρίως Άγγλους, μεταξύ των οποίων και τον Γεώργιο Κάνινγγ του οποίου ο φιλελληνισμός τον είχε βαθύτατα συγκινήσει.

Ενώ ετοιμαζόταν για την Ιόνιο Ακαδημία, τράβηξε το ενδιαφέρον του η Επανάσταση του 1821, προς την οποία ο Τρικούπης αφιέρωσε όλες του τις δυνάμεις. Μετέχοντας με τον πατέρα του στην εκστρατεία του Μαυροκορδάτου το 1822, πήγαινε όπου τον καλούσαν οι ανάγκες τις πατρίδας, στην Τρίπολη, τη Ζάκυνθο, την Κέρκυρα, το Μεσολόγγι και πάλι στην Τρίπολη, όπου είχε και την έδρα της η διοίκηση.

Η επιφανής Οικογένεια Τρικούπη, προσέφερε σημαντικές υπηρεσίες στον Αγώνα και κυρίως στην γενέτειρά της πόλη, το Μεσολόγγι.  Κατά την περίφημη έξοδο της 10ης Απριλίου ο στρατιωτικός Κωνσταντίνος Τρικούπης έπεσε νεκρός από σφαίρα ενώ ο Σπυρίδων Τρικούπης, κατέφυγε στο Ναύπλιο. Εγκαταστάθηκε στο χωριό Αβδίμπεη, το οποίο είχε αγοράσει και εκεί παρέμεινε για πέντε χρόνια. 

Από το 1824 εκλεγόμενος συνεχώς βουλευτής και πληρεξούσιος του Μεσολογγίου, έγινε το 1826 μέλος της προσωρινής επαναστατικής κυβέρνησης και εξακολούθησε καθ’ όλο τον Αγώνα να μετέχει στην πρώτη γραμμή της πολιτικής κίνησης, κατέληξε ένας από τους σπουδαιότερους άνδρες του έθνους, οι οποίοι διηύθυναν και τα εσωτερικά, αλλά ιδίως τα εξωτερικά ζητήματα της κρίσιμης και ιστορικής εκείνης εποχής.

Ο Τρικούπης παντρεύτηκε το 1826 την Αικατερίνη Μαυροκορδάτου ( Κων/πολη 1800- Αίγινα 1871), αδελφή του Αλέξανδρου, με την οποία απέκτησαν έξι παιδιά, από τα οποία δύο θα πεθάνουν σε βρεφική ηλικία και δύο, η Αγλαΐα** και ο Όθων,*** σε εφηβική. Θα επιζήσουν ο Χαρίλαος (1832- 1896), μετέπειτα πρωθυπουργός της Ελλάδας, και η Σοφία (1838-1916).             

Επί Καποδίστρια, διορίσθηκε γενικός γραμματέας της επικράτειας και συνεργάσθηκε κατ’ αρχήν αρμονικά με τον Κυβερνήτη, διαφώνησε όμως αργότερα ως προς την εσωτερική πολιτική αυτού και αφού παραιτήθηκε, δέχτηκε να διατηρήσει – την χάρη σ’ αυτόν- ιδρυθείσα θέση του γραμματέα της Επικράτειας επί των Εξωτερικών υποθέσεων.

Το 1829, αφού πούλησε τις ιδιοκτησίες του στο χωριό Αβδίμπεη, έκτισε δύο οικίες. Μία στο Ναύπλιο και μία στο Άργος, όπου και εγκαταστάθηκε. Εκεί, είχε τότε συγκεντρωθεί ο πυρήνας της κατά του Κυβερνήτη αντιπολίτευσης, της οποίας επιφανές μέλος ήταν και ο Σπυρίδων Τρικούπης. 

Στο Άργος τότε είχαν μετακομίσει ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο Νέγρης, ο Πωλυζωΐδης, ο Ιατρού κ.α. που πλαισίωναν και στήριζαν την πολιτική του Τρικούπη. Κατόπιν νέων έντονων διαφωνιών για τα μέτρα που εφαρμόζονταν από τον Κυβερνήτη και ιδίως για τις περί των πληρεξουσίων αντιλήψεις του, παραιτήθηκε και από τη θέση του πληρεξουσίου Μεσολογγίου και από τη θέση του στη γραμματεία των Εξωτερικών Υποθέσεων.

Ο Καποδίστριας, πληροφορηθείς τις ύποπτες συναθροίσεις στο Άργος, που τον ενοχλούσαν έντονα, αποφάσισε να διαλύσει το συνωμοτικό αυτό κέντρο. Απέστειλε λοιπόν τον αρχηγό του Ιππικού Δημήτριο Καλλέργη με ισχυρή στρατιωτική δύναμη και με την διαταγή να διαλύσει την αντιπολιτευτική αυτή ομάδα και να εξορίσει από την πόλη τους δύο αρχηγούς της κίνησης, τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και τον Σπυρίδωνα Τρικούπη.

Ο Καλλέργης ενημέρωσε τον Τρικούπη, ο οποίος υπακούοντας στην διαταγή και μη έχοντας άλλη επιλογή, αναγκάσθηκε να καταφύγει μαζί με τον Μαυροκορδάτο αλλά και άλλους  αντιπολιτευόμενους αρχικά στην Μήλο. Μετά από ένα μήνα όμως μετέβη στην Ύδρα όπου υπήρχε άλλο αντιπολιτευτικό κέντρο, υπό τον Κουντουριώτη.  Στο Ναύπλιο επέστρεψε μετά το φόνο του Κυβερνήτη και ανέλαβε πρωτεύοντα ρόλο στα κυβερνητικά πράγματα. Έγινε υπουργός των Εξωτερικών και διηύθυνε τις διαπραγματεύσεις, οι οποίες κατέληξαν στην εκλογή του βασιλιά Όθωνα.

Κατά την αντιβασιλεία (1833) διορίσθηκε πρωθυπουργός και υπουργός των Εξωτερικών και Εκκλησιαστικών, αλλά επειδή ήταν εμπόδιο στις απολυταρχικές διαθέσεις των Βαυαρών, διορίσθηκε (1834-1837) πρέσβης στο Λονδίνο, όπου νέες και μεγάλες υπηρεσίες προσέφερε προς την πατρίδα, απολαμβάνοντας μεγάλη εμπιστοσύνη και υπόληψη εκ μέρους των Άγγλων, ιδίως δε από το λόρδο Πάλμερστον ο οποίος ασκούσε μεγάλη επιρροή στα πράγματα της Ανατολής.  

Ακριβώς λόγω των εξαιρετικών τιμών με τις οποίες τον περιέβαλε η Αγγλική κυβέρνηση, περιέπεσε στη δυσμένεια του Όθωνα και απομακρύνθηκε το 1838 από τη θέση του πρεσβευτή στο Λονδίνο, στην οποία επανήλθε το 1841. Παρέμεινε μέχρι την κατάργηση των πρεσβειών το 1843, οπότε επέστρεψε στην Ελλάδα και μετέχοντας στην εθνοσυνέλευση συνετέλεσε αρχικά στην ψήφιση του Συντάγματος και διορίσθηκε υπουργός των Εξωτερικών και της Παιδείας της πρώτης κυβέρνησης που συγκροτήθηκε υπό τον Μαυροκορδάτο προς εφαρμογή του Συντάγματος.

Όταν ανατράπηκε αυτή, ο Τρικούπης ως γερουσιαστής και αντιπρόεδρος της γερουσίας επί πενταετία (1844 – 1849), διηύθυνε την αντιπολίτευση του λεγόμενου αγγλικού κόμματος, από το οποίο όμως έφυγε όταν έδειξε αυτό στασιαστικές διαθέσεις και ήρθε σε ρήξη και με τον πρέσβη της Αγγλίας Λάϋονς και με τον αδελφό της γυναίκας του και παλιό του συνεργάτη το Μαυροκορδάτο. Υποστήριξε την κυβέρνηση του Γ. Κουντουριώτη και συνέδραμε πατριωτικά τον Όθωνα σ’ αυτή την περίσταση.

Τήρησε απόλυτη ανεξαρτησία και αντιτάχθηκε σε άλλες μετέπειτα εκδηλωθείσες αυθαιρεσίες του βασιλιά, τάχθηκε στο πλευρό του κατά τα Παρκερικά, οπότε αγωνίσθηκε σθεναρά και στη γερουσία και στο Παρίσι, όπου εστάλη για να αποκρούσει την ανελεύθερη ξενική επέμβαση (1850).

Όταν έγινε η ανασύσταση των Πρεσβειών το 1849, ο Τρικούπης επανήλθε ως πρέσβης στο Λονδίνο, όπου διαφωτίζοντας την αγγλική δημόσια γνώμη για τα ελληνικά πράγματα, καλλιέργησε την ιδέα της παραχώρησης της Επτανήσου στην Ελλάδα, εξυπηρετώντας εν γένει την εθνική πολιτική. Συγχρόνως δε συγγράφοντας την «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», διέμεινε μέχρι το 1862, οπότε για λόγους υγείας εγκατέλειψε εκουσίως τη θέση του πρεσβευτή στο Λονδίνο και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα σε μια εποχή μεγάλων πολιτικών ανωμαλιών.

Με τη μεταπολίτευση και την ένωση της Επτανήσου τερματίζεται το πολιτικό στάδιο του επίλεκτου άνδρα, ο οποίος δεν έπαψε και ως ιδιώτης να παρέχει πολύτιμες γνώμες και συμβουλές σε όσους νεώτερους πολιτευόμενους τις επικαλούντο για σπουδαία και γενικά πολιτικά ζητήματα μέχρι το θάνατό του, το 1873.

Ο Τρικούπης, τον οποίο χαρακτήριζε γνήσια και άδηλη φιλοπατρία, ανεξαρτησία φρονήματος και παρρησία γνώμης, ειλικρινής σεβασμός προς τους νόμους και προς τη θέληση του ένθους, θερμή αγάπη προς τους φιλελεύθερους θεσμούς και διπλωματική ευφυΐα, διαλλακτικότητα και αποστροφή προς τα βίαια μέτρα και τις κομματικές διαμάχες, αποτελεί υπόδειγμα πολιτικού ανδρός, που εργάσθηκε περισσότερο από κάθε άλλον στην αποκατάσταση της ελευθερίας και στη παγίωση της τάξης, κατά την πρώτη, την ασταθή και πολυτάραχη περίοδο της πολιτικής ζωής της χώρας.

Αλλά, πλην των πολιτικών είχε και φιλολογικές αρετές μεγάλες και σπάνιες ο Τρικούπης. Θούρια όπως «ο καιρός αδελφοί της ελευθερίας φθάνει», τραγούδια όπως «Ο Δήμος» και η «Λίμνη του Μεσολογγίου» και άλλα δείχνουν την ποιητική διάθεση και φαντασία του, ο οποίος συν τοις άλλοις, υπήρξε ένας από τους πρώτους λάτρεις και θαυμαστές της δημοτικής ποίησης.

Σ’ αυτόν χρωστάει το έθνος τον Σολωμό, γιατί αυτός τον έπεισε να γράφει τα ποιήματά του αντί της Ιταλικής, στην ελληνική και μάλιστα στη δημοτική γλώσσα, της οποίας τον χειρισμό δίδαξε στο μεγάλο της νεώτερης Ελλάδας ποιητή και της οποίας τη χάρη και την αξία διέκρινε έκτοτε, καταπολεμώντας την τάση της επικράτησης της καθαρεύουσας, προς την οποία όμως – όπως ο ίδιος ομολογεί – αθέλητα παρασύρεται.

Η ευγλωττία του και το μέγα ρητορικό του τάλαντο είχαν αναδείξει τον Τρικούπη εθνικό ρήτορα του Αγώνα. Αυτός νεκρολόγησε τον Καραϊσκάκη, τον Άστιγγα, τον Ανδρέα Ζαΐμη, τον Πετρόμπεη, τον Νοταρά, ο δε περίφημος εκείνος επικήδειος του στο Βύρωνα (1824) έγινε γνωστός στα πέρατα του κόσμου. Αυτός πανηγύρισε τις νίκες του Καφηρέα, της Αράχωβας, του Ναυαρίνου, την ανάκτηση του Μεσολογγίου, επωφελούμενος δε από την αμνηστία του 1825 εξεφώνησε τον εμπνευσμένο «περί ομονοίας» λόγο.

Οι ρητορικοί λόγοι του Τρικούπη (β’ εκδ. Αθήνα 1862) εκ των οποίων οι περισσότεροι αυτοσχέδιοι, αποτελούν απαράμιλλα μνημεία της νεοελληνικής ρητορικής λογοτεχνίας. Το σπουδαιότερο όμως έργο του Τρικούπη είναι η τετράτομος «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» η οποία εκδόθηκε για πρώτη φορά στο Λονδίνο το 1856. Αν και δεν την χαρακτηρίζει μεγάλη κριτική δύναμη, την χαρακτηρίζει όμως σαφήνεια και γλαφυρότητα έκφρασης και ευσυνείδητη προσπάθεια του συγγραφέα να ιστορήσει με αλήθεια και ακρίβεια πράγματα, πρόσωπα και γεγονότα της Επανάστασης, όπως αυτός που ήταν αυτόπτης τα είδε και τα γνώρισε.

 

Υποσημειώσεις


 

* Παλαμαία σχολή. Ιδρύθηκε το 1760 από τον Παναγιώτη Παλαμά και αρχικά το συντηρούσε η κοινότητα του Μεσολογγίου. Στη συνέχεια μετονομάστηκε Μεσολλογγίτις Ακαδημία. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης λειτουργούσε κανονικά, με εξαίρεση την περίοδο 1825-29. Η σχολή στεγαζόταν στο σπίτι των Παλαμάδων. Το 1825 καταστράφηκε από τις οβίδες των Τούρκων και επαναλειτούργησε το 1829 με πρωτοβουλία του Ιωάννη Καποδίστρια. Η σχολή απέκτησε στα χρόνια της τουρκοκρατίας αλλά και στα μεταεπαναστατικά χρόνια μεγάλη φήμη και έφτασε να αριθμεί 300 μαθητές. Από τη σχολή αυτή αποφοίτησαν μεγάλες μορφές των γραμμάτων όπως οι: Κωστής Παλαμάς, Δροσίνης, Μαλακάσης, Γκόλφης κ.α.

** Αγλαΐα Τρικούπη. Γεννημένη στο Άργος το 1830, μετά τον θάνατο δύο βρεφών, η Αγλαΐα ήταν η μεγαλύτερη κόρη της οικογένειας και διακρινόταν για την εξυπνάδα της. Ιδιαίτερα μελετηρή, αποτελούσε παράδειγμα όχι μόνο για τα υπόλοιπα παιδιά της οικογένειας Τρικούπη, αλλά και για τα εξαδέλφια της, τα παιδιά των Μαυροκορδάτων. Θα πεθάνει σε ηλικία δώδεκα ετών, το καλοκαίρι του 1842, στο Λονδίνο, όπου ζούσε τότε η οικογένεια. Η Αγλαΐα θα ταφεί στην ελληνική πτέρυγα του νεκροταφείου του West Norwood, όπου σώζεται ο απέριττος τάφος της.

*** Το αγγελτήριο του θανάτου του γιου τους Όθωνα, που πέθανε στην Αθήνα το 1844 μετά από σύντομη ασθένεια, σε ηλικία έντεκα ετών.

 Ο υπεραγάπητος ημών υιός Όθων Τρικούπης, ενδεκαετής την ηλικίαν, ετελεύτησε χθές περί την 11 ώραν της νυκτός μετά οκταήμερον οδυνηράν νόσον, αρπαχθείς προ ώρας παρά του αδυσωπήτου θανάτου από τον πατρικών και μητρικών αγκαλών, και αφήκεν εις τους γονείς λύπην απαρηγόρητον διά τα φυσικά αυτού προτερήματα. Οι κατατεθλιμμένοι γονείς, αναγγέλλοντας εις πάντας τους συγγενείς και φίλους και γνωρίμους την οδυνηράν ταύτην είδησιν, παρακαλούσιν αυτούς, να συνοδεύσωσι τον νεκρόν κηδευόμενον αύριον, πέμπτην του Νοεβρίου, την 10ην ώρα π.μ.

Σ. Τρικούπης

  

Πηγές


  • Παύλος Δρανδάκης, «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια», Τόμος 23ος, Εκδοτικός Οργανισμός «Ο Φοίνιξ», Αθήναι, χ.χ.  
  • Γεώργιος Τσοκόπουλος, «Χαρίλαος Τρικούπης», Εκδοτικόν Κατάστημα Γεωργίου Δ. Φέξη, Εν Αθήναις, 1896.
  • Λύντια Τρίχα, «Χαρίλαος Τρικούπης / Μια Βιογραφική Περιήγηση», Εκδόσεις Καπόν, Αθήνα, 2009.

                                                                                                            

Read Full Post »