Οι κυβερνήσεις συνεργασίας στην Ελλάδα
«Ελεύθερο Βήμα»
Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.
Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, αποδεχόμενη τις εκατοντάδες προτάσεις των επισκεπτών της και επιθυμώντας να συμβάλλει στην επίκαιρη ενημέρωσή τους, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.
Διαβάστε στο «Ελεύθερο Βήμα», επίκαιρο άρθρο του Φιλόλογου – Συγγραφέα, Αλέξη Τότσικα, που δημοσιεύεται στο βιβλίο του «Δεύτερη Ανάγνωση» με θέμα:
«Οι κυβερνήσεις συνεργασίας στην Ελλάδα»
Ο ελληνικός κοινοβουλευτισμός υπήρξε ευθύς εξαρχής πλειοψηφικός. Σε αυτό συνέτειναν και οι εκλογικοί νόμοι, που από την εποχή του «σφαιριδίου» (1864-1923) καθιέρωναν ποικίλες εκδοχές πλειοψηφικών συστημάτων. Δεν είναι έτσι τυχαίο ότι σε πάνω από τις μισές εκλογές της νεότερης Ιστορίας το πρώτο κόμμα πετύχαινε αυτοδύναμη πλειοψηφία συγκεντρώνοντας ποσοστά ακόμα και πολύ κατώτερα του 45%.
Αντίθετα οι κυβερνήσεις συνεργασίας ήταν η εξαίρεση. Στις κρισιμότερες καμπές όμως της πολιτικής ιστορίας μας στην εξουσία βρέθηκαν, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, συναινετικά κυβερνητικά σχήματα. Σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα κατά το 19ο αιώνα το ζήτημα του σχηματισμού κυβέρνησης λύθηκε μ’ έναν πολύ απλό τρόπο: τη συμμετοχή προσωπικά των ίδιων των πολιτικών αρχηγών σε κυβέρνηση συνεργασίας. Ο πρώιμος και «καθυστερημένος» νεοελληνικός κοινοβουλευτισμός φαίνεται ότι μερικές φορές ήταν πιο… προχωρημένος από το σημερινό.
Έτσι ο κοινοβουλευτικός βίος στη νεότερη Ελλάδα άρχισε το 1843-44, τα χρόνια του Όθωνα, με κυβέρνηση συνεργασίας όλων των τότε πολιτικών φορέων), ανεξαρτήτως αν ήταν ευκαιριακή και θνησιγενής, λόγω διαφορετικών στοχεύσεων και αγεφύρωτων κομματικών και προσωπικών συμφερόντων. Τα τρία κόμματα (Ρωσικό, Γαλλικό και Αγγλικό) συνέπραξαν στην πρώτη κυβέρνηση, που αναγκάστηκε να διορίσει ο μονάρχης αμέσως μετά την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου. Μετείχαν σ’ αυτήν και οι τρεις αρχηγοί τους (Α. Μεταξάς, Αλ. Μαυροκορδάτος και Ι. Κωλέττης).
Το φαινόμενο θα επαναληφθεί κατά την έξωση του Όθωνα στο διάστημα της μεσοβασιλείας 1862-63. Στη διακομματική «Προσωρινή Κυβέρνηση» υπό τον Δ. Βούλγαρη μετείχαν όλοι οι επικεφαλείς των υπαρκτών πολιτικών φορέων της εποχής, που πήραν μέρος στην αντιδυναστική «Οκτωβριανή Επανάσταση».
Έκτοτε συνολικά οκτώ κυβερνήσεις «εθνικής ενότητας» ή «οικουμενικές κυβερνήσεις» με τη συνεργασία κομμάτων της Βουλής έχουν υπάρξει στη νεότερη ιστορία του ελληνικού Κράτους. Η πρώτη τέτοια κυβέρνηση συγκροτήθηκε το 1877 και η τελευταία το Νοέμβριο του 1989.
Για πρώτη φορά ο όρος «οικουμενική κυβέρνηση» χρησιμοποιήθηκε το Μάιο του 1877, όταν ο ναύαρχος και πολιτικός Κωνσταντίνος Κανάρης σχημάτισε κυβέρνηση με την ενίσχυση των αρχηγών των τότε πολιτικών κομμάτων και συμμετείχαν σ’ αυτή οι Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, Χαρίλαος Τρικούπης, Θεόδωρος Δηλιγιάνης, Επαμεινώνδας Δεληγιώργης και Θρασύβουλος Ζαΐμης Η κυβέρνηση σχηματίστηκε υπό την πίεση της κοινής γνώμης, η οποία ανησυχούσε για την τύχη των υπόδουλων Ελλήνων στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που βρισκόταν σε πόλεμο με τη Ρωσία.
Η δεύτερη «οικουμενική κυβέρνηση» στην ιστορία συγκροτήθηκε το 1926, μετά τη μικρασιατική καταστροφή του 1922, Οι εκλογές της 7ης Νοεμβρίου 1926 δεν ανέδειξαν αυτοδύναμη κυβέρνηση, λόγω της απλής αναλογικής. Τα τέσσερα πρώτα κόμματα (δύο βενιζελικά και δυο αντιβενιζελικά) αποφάσισαν να συνεργαστούν σχηματίζοντας οικουμενική κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Αλέξανδρο Ζαΐμη. Ο σχηματισμός της γέννησε ελπίδες ότι η πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας θα εισέλθει σε περίοδο ομαλότητας, σε μία στιγμή που είχαν σωρευτεί πολλά και δυσεπίλυτα προβλήματα από τη μικρασιατική καταστροφή. Όμως από την πρώτη μέρα άρχισαν οι τριβές λόγω διαφωνιών σε θέματα οικονομικής πολιτικής και τελικά οδήγησαν στην πτώση της στις 17 Αυγούστου 1927. Πρόλαβε πάντως να θέσει σε εφαρμογή το νέο Σύνταγμα, το οποίο χαρακτηρίστηκε ως το αρτιότερο και προοδευτικότερο από τα έως τότε ελληνικά Συντάγματα.
Αμέσως μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τη ναζιστική Γερμανία το 1944 ο Γεώργιος Παπανδρέου σχημάτισε κυβέρνηση εθνικής ενότητας (18 Οκτωβρίου 1944) με συμμετοχή και εκπροσώπων του ΕΑΜ. Τα αιματηρά Δεκεμβριανά, που ακολούθησαν, προκάλεσαν την πτώση της κυβέρνησης Παπανδρέου στις 3 Ιανουαρίου 1945.
Οι πρώτες μεταπολεμικές εκλογές της 31ης Μαρτίου 1946 δεν ανέδειξαν αυτοδύναμη κυβέρνηση. Και, ενώ ο Εμφύλιος Πόλεμος μαινόταν, ο διατελέσας κατά το παρελθόν διοικητής της Εθνικής Τράπεζας Δημήτριος Μάξιμος (στην ιδιοκτησία του οποίου ανήκε το σημερινό κυβερνητικό «Μέγαρο Μαξίμου») ορίσθηκε εξωκοινοβουλευτικός πρωθυπουργός κυβέρνησης συνασπισμού, που συγκροτήθηκε απ’ όλα τα κόμματα της Βουλής με σκοπό την αντιμετώπιση της «κομμουνιστικής απειλής». Εξαιτίας της πολυκομματικής στήριξης έμεινε στην ιστορία ως «Επτακέφαλος Κυβέρνησις». Μεταξύ άλλων συμμετείχαν οι Κωνσταντίνος Τσαλδάρης, Σοφοκλής Βενιζέλος, Κωνσταντίνος Καραμανλής, Γεώργιος Παπανδρέου, Παναγιώτης Κανελλόπουλος και Ναπολέων Ζέρβας. Στη διάρκεια της επτάμηνης θητείας της, μέχρι τις 29 Αυγούστου 1947, η Βρετανία ανακοίνωσε την αποχώρηση των στρατευμάτων της από την Ελλάδα και ο Αμερικανός πρόεδρος Χάρι Τρούμαν το περίφημο δόγμα του, με το οποίο εγκαινιάστηκε η περίοδος του Ψυχρού Πολέμου.

Δημήτριος Μάξιμος (1873-1955). Τραπεζικός, βουλευτής, αριστίνδην γερουσιαστής, υπουργός και εξωκοινοβουλευτικός Πρωθυπουργός σε κυβέρνηση εθνικής ενότητας το 1947 (Επτακέφαλος Κυβέρνησις). Το 1952 έδωσε το Μέγαρο Μαξίμου στη μισή τιμή από αυτή που είχε εκτιμηθεί από επιτροπή στο Ελληνικό Κράτος, κάνοντας δώρο τα έπιπλα τους πίνακες και ότι άλλο υπήρχε μέσα, με τον όρο να χρησιμοποιηθεί σαν Κυβερνητικό Μέγαρο. Από το 1982 το «Μέγαρο Μαξίμου» χρησιμοποιείται ως επίσημη κατοικία και γραφείο του εκάστοτε πρωθυπουργού.
Η πολιτική ανωμαλία της Αποστασίας τερματίστηκε το Δεκέμβρη του 1966 με τη συμφωνία των ηγετών της Ένωσης Κέντρου, Γεωργίου Παπανδρέου, και της ΕΡΕ, Παναγιώτη Κανελλόπουλου, για το σχηματικό μεταβατικής κυβέρνησης μεταξύ των δύο κομμάτων με πρωθυπουργό τον τραπεζίτη Ιωάννη Παρασκευόπουλο, που θα οδηγούσε τη χώρα σε εκλογές. Στις 3 Απριλίου 1967 η ΕΡΕ απέσυρε την εμπιστοσύνη της από την κυβέρνηση Παρασκευόπουλου και την πρωθυπουργία ανέλαβε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο οποίος ανετράπη από τους πραξικοπηματίες της 21ης Απριλίου.
Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας προέκυψε και αμέσως μετά την πτώση της Χούντας (24 Ιουλίου 1974) με πρωθυπουργό των Κωνσταντίνο Καραμανλή. Σ’ αυτή συμμετείχαν πολιτικοί από την προδικτατορική ΕΡΕ και Ένωση Κέντρου και προσωπικότητες, που αναδείχτηκαν από τον αντιδικτατορικό αγώνα. Ο βίος της τερματίσθηκε στις 17 Νοεμβρίου, όταν έγιναν οι πρώτες εκλογές μετά την μεταπολίτευση, τις οποίες κέρδισε η Νέα Δημοκρατία.
Στις εκλογές της 18ης Ιουνίου 1989, όταν η χώρα συγκλονιζόταν από το σκάνδαλο Κοσκωτά και παλλαϊκή απαίτηση ήταν η κάθαρση, σχηματίζεται κυβέρνηση συνεργασίας υπό τον Τζαννή Τζαννετάκη μεταξύ της Νέας Δημοκρατίας και του ενιαίου, τότε, Συνασπισμού, η συγκυβέρνηση ΝΔ – Συνασπισμού.
Η τελευταία κυβέρνηση συνεργασίας, που έμεινε γνωστή ως «οικουμενική κυβέρνηση», σχηματίστηκε το 1989, όταν στις εκλογές της 5 Νοεμβρίου 1989 και πάλι δεν προκύπτει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Η οικουμενική κυβέρνηση υπό την υπέργηρο οικονομολόγο Ξενοφώντα Ζολώτα καταρρέει το Φεβρουάριο του 1990, όταν αποτυγχάνει να εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας και προκηρύσσονται νέες εκλογές για τις 8 Απριλίου 1990. Μετά τις εκλογές αυτές η Νέα Δημοκρατία, με την προσχώρηση του μοναδικού βουλευτή της ΔΗΑΝΑ Θεόδωρου Κατσίκη, συγκεντρώνει το μαγικό αριθμό 151, που δίνει την πολυπόθητη αυτοδυναμία στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη.
Ακολούθησε μια 20ετία μονοκομματικών κυβερνήσεων μέχρι να φτάσουμε στις εκλογές του Ιουνίου 2012, που δεν έδωσαν την απόλυτη πλειοψηφία σε κανένα κόμμα και οδήγησαν στο σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας τριών κομμάτων με προγραμματική συμφωνία μεταξύ τους και με προοπτική τετραετίας. Μια λύση που με τα σημερινά πολιτικά δεδομένα φαίνεται ότι θα αποτελεί συχνό φαινόμενο στο ορατό μέλλον.
Αυτοδυναμία ή συμβιβασμός;
Οι τελευταίες βουλευτικές εκλογές δεν εξασφάλισαν την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή σε κανένα κόμμα. Το αποτέλεσμά τους οδήγησε στο σχηματισμό κυβέρνησης, που στηρίζεται από τρία κόμματα. Πολλοί διερωτώνται μήπως έκλεισε ο κύκλος των μονοκομματικών κυβερνήσεων και περνάμε σε μια περίοδο κυβερνήσεων συνεργασίας χωρίς «μεταβατική λογική» για πρώτη φορά μετά το 1926-28 (κυβέρνηση Ζαΐμη).
Αν αυτό συμβεί και σε επόμενες εκλογές, αν δηλαδή στα χρόνια που έρχονται κανένα κόμμα δεν προσεγγίζει την αυτοδύναμη πλειοψηφία, θα έχει ασφαλώς συντελεστεί η σημαντικότερη αλλαγή στη λειτουργία του κοινοβουλευτικού μας πολιτεύματος εδώ και πολλές δεκαετίες.
Όταν στα περισσότερα κράτη της Ευρώπης οι κυβερνήσεις συνεργασίας αποτελούν τον κανόνα ή είναι σύνηθες μοντέλο διακυβέρνησης, στην Ελλάδα παραμένει ταμπού, ως συνέπεια μιας βαθιά ριζωμένης πολιτικής κουλτούρας με κύριο χαρακτηριστικό την πόλωση. Ο ελληνικός κοινοβουλευτισμός υπήρξε ευθύς εξαρχής πλειοψηφικός. Σε αυτό συνέτειναν και οι εκλογικοί νόμοι, που από την εποχή του «σφαιριδίου» (1864-1923) καθιέρωναν ποικίλες εκδοχές πλειοψηφικών συστημάτων. Δεν είναι τυχαίο ότι σε πάνω από τις μισές εκλογές της νεότερης Ιστορίας το πρώτο κόμμα πετύχαινε αυτοδύναμη πλειοψηφία συγκεντρώνοντας ποσοστά πολύ κατώτερα και του 45%.
Αντίθετα, οι κυβερνήσεις συνεργασίας ήταν η εξαίρεση στην ιστορική διαδρομή της Νεότερης Ελλάδας. Μετρημένες στα δάχτυλα των δύο χεριών. Οι ελάχιστες που σχηματίστηκαν ήταν κυβερνήσεις «ακινησίας» με κύριο χαρακτηριστικό τον βραχύ βίο τους. Έτσι αντιμετωπίστηκαν περισσότερο ως «ανωμαλία» και «παρένθεση», που αργά ή γρήγορα θα έπρεπε να κλείσει, παρά ως θετικό προηγούμενο.
Οι αιτίες είναι πολλές: Καχεκτική δημοκρατία, έλλειψη κουλτούρας συνεννόησης και διαλόγου, παρουσία προσωποκεντρικών κομμάτων, εκλογικοί νόμοι που ευνοούν το σχηματισμό ισχυρών μονοκομματικών κυβερνήσεων και, κυρίως, το μεγάλο «κουσούρι» της φυλής μας, ο ανταγωνισμός. Στον τόπο μας οι διαφορές προσωποποιούνται και συνήθως μεγεθύνονται ακόμη και όταν είναι ασήμαντες. Οι συγκλίσεις σπανίζουν και η ελληνική γλώσσα είναι η μόνη στην Ευρώπη, στην οποία η λέξη «συμβιβασμός» έχει αρνητικό περιεχόμενο. Σχεδόν ισοδυναμεί με τη λέξη «προδοσία».
Ο Άγγλος Έντουαρντ Τρελόνι, ένας φίλος του λόρδου Βύρωνα, που ήρθε μαζί του στην επαναστατημένη Ελλάδα, έγινε πρωτοπαλίκαρο του Οδυσσέα Ανδρούτσου και έζησε σημαντικές στιγμές της Επανάστασης του ’21, μιλώντας για τον Οδυσσέα Ανδρούτσο είχε σκιαγραφήσει τον Έλληνα οπλαρχηγό ως εξής:
«Ήταν άνθρωπος με φλογερή ψυχή, παρορμητικός, γοργός στις πράξεις και τις αποφάσεις του, όσο και στα πόδια. Ήταν ο πιο παθιασμένος και ειλικρινής πατριώτης. Πλην όμως, τον πατριωτισμό έτσι τον καταλάβαινε: να ριχτεί στη μάχη, να πεθάνει ένδοξα σαν τον Μάρκο Μπότσαρη, αλλά να μην αφήσει άλλον οπλαρχηγό να γίνει ανώτερός του ή να τον διοικήσει. Ούτε παραχωρούσε χάριν της πατρίδας τη θέση του στον άλλο. Με άλλα λόγια το αρχηγιλίκι και η φιλοδοξία ήταν υπεράνω κάθε άλλου συναισθήματος».
Οι διαπιστώσεις του Τρελόνι φαίνονται να ισχύουν μέχρι τις μέρες μας, τουλάχιστον όσον αφορά τις πολιτικές ηγεσίες των μεγάλων κομμάτων της χώρας. Οι αντιθέσεις, από την πρώτη στιγμή της προσπάθειας δημιουργίας του νεοελληνικού κράτους, ήταν πολλές και ποικίλες. Αντιθέσεις μεταξύ «Φράγκων» και οπλαρχηγών, μεταξύ βασιλέων και εσωτερικών πολιτικών δυνάμεων, μεταξύ πλουσίων και φτωχών, αριστερών και δεξιών μέχρι χθες, μνημονιακών και αντιμνημονιακών σήμερα.
Το κύριο χαρακτηριστικό της νεότερης πολιτικής μας ιστορίας είναι ο συγκρουσιακός χαρακτήρας της πολιτικής αντιπαράθεσης. Οι εμφύλιοι πόλεμοι άρχισαν στη διάρκεια της Επανάστασης του ’21. Δεν πρόλαβε να ιδρυθεί το νέο ελληνικό κράτος και ο πρώτος κυβερνήτης της χώρας Ιωάννης Καποδίστριας δολοφονήθηκε από τους πολιτικούς του αντιπάλους. Εμφύλιος πόλεμος και μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα στρατιωτικά πραξικοπήματα, που εκδηλώθηκαν στην Ελλάδα του 20ού αιώνα, δεν ήταν λίγα. Πραξικόπημα και εμφύλιος το 1974 οδήγησαν στην κατοχή της μισής Κύπρου από τους Τούρκους. Συμφορές επί συμφορών στο όνομα του ανταγωνισμού και της προσωπικής φιλοδοξίας.
Το παρελθόν όμως δείχνει ότι πολιτικά δεν έχει ιστορική βάση το δίλημμα «αυτοδυναμία ή ακυβερνησία». Παρακολουθώντας τις περιπτώσεις συνεργασίας των κομμάτων εξουσίας προκύπτει σαφώς ότι η μη ανάδειξη αυτοδύναμης κυβέρνησης από τις εκλογές δεν οδήγησε ούτε σε ακυβερνησία ούτε σε χάος. Αντίθετα, σε δύσκολες περιόδους οι μονοκομματικές κυβερνήσεις παραχωρούσαν τη θέση τους σε συναινετικές χωρίς ποτέ να υπάρξει πολιτικό χάος. Το δίλημμα επομένως διαχρονικά είναι ψευδές και κατασκευασμένο για τις ανάγκες του δικομματισμού.
Στις τελευταίες κάλπες ο ελληνικός λαός έδωσε εντολή για συμβιβασμό και συνεργασία. Η εντολή αυτή υλοποιήθηκε με το σχηματισμό κυβέρνησης, που στηρίζεται σε τρία κόμματα. Η λύση αυτή φαίνεται περισσότερο πιθανή και αναγκαία και στις εκλογικές αναμετρήσεις, που θα ακολουθήσουν. Αν τα κόμματα της Βουλής δεν αναπτύξουν κουλτούρα συνεννόησης, τότε τόσο το χειρότερο και για την Ελλάδα και για τα ίδια. Την αποτυχία σχηματισμού κυβέρνησης θα χρεώνονται εκείνοι, που θα επιλέγουν την αντιπαράθεση και την ανέξοδη καταγγελτική ρητορεία, αντί για την αναζήτηση ενός κοινού παρονομαστή απαραίτητου για την συναινετική διακυβέρνηση και την ανάταξη της χώρας.
Όπως φάνηκε στις τελευταίες εκλογές βαδίζουμε προς την ανανέωση του πολιτικού προσωπικού και την αποστρατεία των βασικών υπόλογων της διάλυσης της οικονομίας και του κράτους. Οι πολίτες είναι αποφασισμένοι να φέρουν στη Βουλή πρόσωπα νέα, άφθαρτα και ικανά να ανατρέψουν την κατάσταση που ζει η χώρα σήμερα. Η τάση αυτή θα συνεχιστεί όχι μόνο για να σταματήσει ο οικονομικός και κοινωνικός κατήφορος, αλλά και για να επικρατήσουν άλλα ήθη στην πολιτική ζωή της χώρας με κύρια στοιχεία τη συναίνεση και τη συνεργασία, στοιχεία που διακρίνουν και τον πολιτικό πολιτισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέλος της οποίας είναι και η Ελλάδα.
Διαβάστε ακόμη:
Οι εκλογικές αναμετρήσεις στη νεότερη Ελλάδα
Οικονομικές κρίσεις και χρεοκοπία (19ος – 20ος αιώνας)
Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος (1897 -1978) – 81 χρόνια υποτέλειας και εξάρτησης
Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843