Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Μυκήνες’

Παπαδημητρίου Άλκηστις – Μυκήνες


 

Μυκήνες - Άλκηστις Παπαδημητρίου

Μυκήνες – Άλκηστις Παπαδημητρίου

Αφιερωματικό τόμο στις «Μυκήνες» εξέδωσε το Κοινωφελές Ίδρυμα Ιωάννη Σ. Λάτση, συνέχεια του εκδοτικού προγράμματος του «Ο Κύκλος των Μουσείων» που ξεκίνησε το 1997 και έχει στόχο να προβάλει τον πλούτο του πολιτιστικού αποθέματος που διαθέτει η Ελλάδα. Συγγραφέας η Άλκηστις Παπαδημητρίου, αρχαιολόγος, Προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αργολίδας.

Ο τόμος προσφέρει μια συνολική αφήγηση της ιστορίας του τόπου που γέννησε έναν σπουδαίο πολιτισμό, από τα πρώτα σημάδια κατοίκησης, τις εποχές της ανάπτυξης και της ακμής, αλλά και τους δύσκολους αιώνες που ακολούθησαν. Στο βιβλίο υπάρχουν τα ιδιαίτερα γνωστά ευρήματα που φιλοξενούνται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος προσφέρει στον αναγνώστη μια ξενάγηση στα άγνωστα εκθέματα του Μουσείου των Μυκηνών ξετυλίγοντας παράλληλα μια παρουσίαση της καθημερινής ζωής των ανθρώπων (συνήθειες, λατρεία των θεών, αρχιτεκτονική, ταφές των νεκρών, συστήματα εξουσίας κ.α.).

 

Η «Μυκηναία». Τοιχογραφία από την περιοχή του Θρησκευτικού Κέντρου. 1250 π.Χ. Η πανέμορφη γυναίκα με την περίτεχνη κόμμωση, το επίσημο ένδυμα και τα πλούσια κοσμήματα στο λαιμό και τα χέρια απεικονίζει προφανώς μια θεά. Καθιστή και μεγαλοπρεπή θα υποδεχόταν την πομπή των πιστών που θα της έφερνε τις πολύτιμες προσφορές.

Η «Μυκηναία». Τοιχογραφία από την περιοχή του Θρησκευτικού Κέντρου. 1250 π.Χ. Η πανέμορφη γυναίκα με την περίτεχνη κόμμωση, το επίσημο ένδυμα και τα πλούσια κοσμήματα στο λαιμό και τα χέρια απεικονίζει προφανώς μια θεά. Καθιστή και μεγαλοπρεπή θα υποδεχόταν την πομπή των πιστών που θα της έφερνε τις πολύτιμες προσφορές.

 

Γυναικεία κεφαλή από ασβεστοκονίαμα. Περιοχή θρησκευτικού κέντρου, 13ος αι. π.Χ.

Γυναικεία κεφαλή από ασβεστοκονίαμα. Περιοχή θρησκευτικού κέντρου, 13ος αι. π.Χ.

 

Η συγγραφέας του τόμου, κυρία Άλκηστις Παπαδημητρίου, σημειώνει: «Πολλές γενιές επιστημόνων, μετά τις εντυπωσιακές ανακαλύψεις του Ερρίκου Σλήμαν, επωμίστηκαν το βαρύ φορτίο της δόκιμης αρχαιολογικής έρευνας, της δημοσίευσης των αποτελεσμάτων των ανασκαφών αλλά και της συντήρησης και προστασίας των μνημειακών καταλοίπων του τόπου που έδωσε το όνομά του σε έναν από τους σημαντικότερους πολιτισμούς της ελληνικής προϊστορίας. Ως κορύφωση αυτής της πορείας ανασύστασης της ιστορικής αλήθειας και κοινωνικοποίησης της γνώσης ιδρύθηκε το 2003 ένα νέο τοπικό μουσείο κοντά στον αρχαιολογικό χώρο. Αποδεχόμενη την πρόταση του Κοινωφελούς Ιδρύματος Ιωάννη Σ. Λάτση να παρουσιάσω τις Μυκήνες στη δημοφιλή σειρά των διακεκριμένων εκδόσεων «Ο Κύκλος των Μουσείων» αισθάνθηκα πως για μία ακόμη φορά έλαχε σε μένα ο κλήρος να προβάλω τα επιτεύγματα των προγόνων μου και να τιμήσω το τιτάνιο έργο σπουδαίων ερευνητών της αρχαιότητας».

 

Ανθρωπόμορφο είδωλο (1250-1180 π.Χ.), κοσμεί το εξώφυλλο της έκδοσης.

Ανθρωπόμορφο είδωλο (1250-1180 π.Χ.), κοσμεί το εξώφυλλο της έκδοσης.

 

Αεροφωτογραφία της ακρόπολης των Μυκηνών. Άποψη από νοτιοδυτικά.

Αεροφωτογραφία της ακρόπολης των Μυκηνών. Άποψη από νοτιοδυτικά.

 

Μυκήνες. Η Πύλη των Λεόντων.

Μυκήνες. Η Πύλη των Λεόντων.

 

Η νέα έκδοση γίνεται στην ελληνική και αγγλική γλώσσα και λόγω του μη εμπορικού χαρακτήρα της διανέμεται δωρεάν στις υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού, σε όλα τα πανεπιστήμια της χώρας, σε βιβλιοθήκες, μουσεία, ερευνητικά κέντρα και φορείς επιστήμης και πολιτισμού στην Ελλάδα. Παράλληλα, με σκοπό την προβολή της Ελλάδας, υλοποιείται ευρύ πρόγραμμα αποστολής στο εξωτερικό που συμπεριλαμβάνει τα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου, φημισμένα πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα, διεθνείς οργανισμούς και φορείς για τις τέχνες.

Το βιβλίο «Μυκήνες» αριθμεί συνολικά 328 σελίδες και εικονογραφήθηκε με 482 φωτογραφίες του Σωκράτη Μαυρομμάτη.

Η ηλεκτρονική έκδοση του τόμου είναι ελεύθερα προσβάσιμη στα ελληνικά και τα αγγλικά εδώ.

Παπαδημητρίου Άλκηστις

Μυκήνες

Έκδοση: Κοινωφελές Ίδρυμα Ιωάννη Σ. Λάτση. Αθήνα, 2015

Σελίδες 328, σχήμα 33Χ25

ISBN 978-960-98364-9-4

Read Full Post »

Xάβος (Γουβιά ή Χώνια) – Ποταμός Μυκήνες


  

H χαράδρα των Μυκηνών

 

Με το όνομα αυτό, είναι γνωστή στους νεότερους χρόνους ξερή βραχώδης χαράδρα, που οριοθετεί από Ν.Α. τις αρχαίες Μυκήνες. Ξεκινά με τη μορφή νεροσυρμής από τις νότιες υπώρειες του όρους Τρητός [Ζ(Σ)άρας], για να βαθύνει σταδιακά, μετατρεπόμενη σε μικρό φαράγγι κοντά στην ακρόπολη. Χαμηλότερα ενώνεται στα αριστερά του με το Βαθύρεμα και κατευθύνεται προς το ρέμα Δερβένι, αλλά σήμερα η βραχύβια κοίτη του σβήνει στα χωράφια του σημερινού χωριού, λίγο πριν να προσεγγίσει το φυσικό αποδέκτη της. Ο Wordsworth τον περιγράφει να κυλά κατά μήκος της νότιας βάσης της Ακρόπολης και από εκεί να πέφτει στον φυσικό υποδοχέα των γειτονικών ορεινών χειμάρρων, την Αργολική πεδιάδα.

The Citadel of Mycenas.

The Citadel of Mycenas.

Οκτακόσια μέτρα νότια της Ακρόπολης, κοντά στο νεκροταφείο του χωριού, ανατολικά του σημερινού δρόμου βρέθηκαν στην αριστερή του όχθη ίχνη αναλημματικού τοίχου και κυκλώπειου γεφυριού, καθώς και αρχαίας οδού, που περνούσε πάνω του οδηγώντας στο Άργος, στην Τίρυνθα αλλά και στο Ηραίο και στην Πρόσυμνα. Το γεφύρι, του οποίου σώζεται το ανατολικό τμήμα χωρίς ίχνη τόξου, είναι φτιαγμένο από μικρές σχετικά πέτρες και πρέπει να κατασκευάστηκε περί τα μέσα του 12ου π.Χ. αιώνα. Σύμφωνα με την άποψη του καθηγητή J. Knauss, η γέφυρα αυτή προοριζόταν και για άλλη χρήση, αυτής του φράγματος, προστατευτικού του δρόμου και ταυτόχρονα νεροτριβείου. Χωρίς τόξο, με δυο μικρές τρύπες στο δυτικό της άκρο, επέτρεπε στο περίσσευμα του νερού να εκρέει και μάλιστα με τέτοια ορμή, που να μπορούσε να ξεπλύνει αποτελεσματικά ρούχα, τοποθετημένα σε δυο ορατές και σήμερα φυσικές κοιλότητες του λείου βράχου της κοίτης. Ο Steffen, που μελέτησε διεξοδικά την ευρύτερη περιοχή, βρήκε ίχνη μικρότερων κυκλώπειων γεφυριών στο Βαθύρεμα και σε άλλα ασήμαντα ρέματα του δρόμου προς το Ηραίο.

 

Η πόλη και το ποτάμι

 

Στη νοτιοανατολική πλευρά της Ακρόπολης, το εκεί μέγαρο των ανακτόρων και συγκεκριμένα η θέση όπου βρισκόταν ο θρόνος και τμήμα του τείχους κατέρρευσαν στη ρεματιά του. Εκεί, κοντά μεταξύ μεγάρου και ενός κλιμακοστασίου, κατέληγε ένας μεγάλος αποχετευτικός αγωγός. Υπήρχαν και άλλα αποχετευτικά δίκτυα που τελείωναν σε ανοίγματα του τείχους και φαίνεται ότι μερικά από αυτά παρoχέτευαν τα λύματα στην κοίτη του Χάβου. Στο Ν.Α. άκρο του τείχους κατέληγε μια στοά, που οδηγούσε στην όχθη της χαράδρας. Στην αρχή έγινε η υπόθεση ότι επρόκειτο για μυστική δίοδο, που αποσκοπούσε σε έξοδο στρατιωτικών τμημάτων, αλλά η ύπαρξη εκεί καταλοίπων ανδήρου, που κάλυπτε τον ανώμαλο βράχο, πλάτους 10μ. και μήκους 23μ., δημιουργεί τη βεβαιότητα ότι από εκεί κατοπτευόταν το φαράγγι για λόγους ασφάλειας, ίσως και αναψυχής.

Η ρεματιά του Χάβου μαζί με τη χαράδρα της Κοκκορέτσας[1] βορειοδυτικότερα, με την οποία σχεδόν σχηματίζει γωνία, περιβάλλουν τον λόφο της Ακρόπολης, συμβάλλοντας στην οχυρότητα της θέσης, αποτελώντας οργανικό τμήμα της όλης, μεγαλόπρεπης στη λιτότητά της, εικόνας. Οι αρχαίες πέτρες, τα κτίρια, οι βράχοι, τα ξερόχορτα, ο λόφος και οι άνυδρες ρεματιές σχηματίζουν ακόμη και χρωματικά ένα τόσο ισχυρά ενιαίο σύνολο, που αν αφαιρεθεί κάτι από αυτά το τοπίο θα μοιάζει απορφανισμένο.

  

Η Περσεία πηγή

 

Το ρέμα του Χάβου τροφοδοτείται από μία πηγή που ξεπηδά από πλάτωμα των δεξιών πρανών της χαράδρας, 450 μέτρα ανατολικά των τειχών και γύρω στα 12 μέτρα ψηλότερα από την κορυφή της Ακρόπολης, πέρα από τους ευκάλυπτους, στους οποίους οδηγεί χωματόδρομος, που ξεκινά βόρεια του τείχους. Σήμερα, από την πηγή μέχρι την κοίτη του Χάβου, σχηματίζεται από τα πλεονάζοντα νερά μικρό ρυάκι μεγάλης κλίσης, στεγασμένο κάτω από συστοιχία διψασμένων θάμνων. Το νερό της διοχετεύεται με αγωγό στο κοντινό χωριό Χαρβάτι (τώρα Μυκήνες), για την ύδρευσή του. Το ίδιο συνέβαινε και τον περασμένο αιώνα, μόνο που ο αγωγός ήταν δυτικότερα. Ο Πουκεβίλ, περιεργαζόμενος τα ερείπια, νόμισε πως πρόκειται για την πηγή του Ελευθερίου, …το νερό της οποίας διοχετεύεται σήμερα, μέσα από κάποιο αυλάκι στο χωριό Χαρβάτι. Ο ίδιος καταγράφει επιγραφή που βρέθηκε στο χωριό, την οποία θα πρέπει να συσχετίσουμε με την πηγή των Μυκηνών:

ΠΗΓΗ ΧΑΙΡΕ

ΤΙΚΤΟΜΑΙ ΕΝ ΑΓΑΙΣ ΚΑΙ ΟΥΝΝΟ…

 

Ο περίφημος ταξιδιωτικός οδηγός του Baedeker σημειώνει ερειπωμένο τουρκικό υδραγωγείο στο Χαρβάτι.

 

Αρχαιολογικός χώρος Μυκηνών: σκαλοπάτια που οδηγούν στην Περσεία πηγή, 1960, Φωτογραφία, Draper, Gordon & Maria, Ελληνικό Λογοτεχνικό & Ιστορικό Αρχείο.

Αρχαιολογικός χώρος Μυκηνών: σκαλοπάτια που οδηγούν στην Περσεία πηγή, 1960, Φωτογραφία, Draper, Gordon & Maria, Ελληνικό Λογοτεχνικό & Ιστορικό Αρχείο.

 

Είναι φανερό πως τα νερά της πηγής δεν αφέθηκαν, όταν η περιοχή κατοικούνταν, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος τους, να πέφτουν στο Χάβο, αφού σε μια τόσο άνυδρη περιοχή ήταν πολύτιμα για την υδροδότηση της πόλης των Μυκηνών ή του νεότερου χωριού. Άρα, δεν μπορεί να αφορούν στον Χάβο τα λόγια που είπε ο Ορέστης στον Αίγισθο, που διέταξε τους υπηρέτες να φέρουνε νερό, για να λουστεί «Πριν λίγο λουστήκαμε σε καθαρά ποταμίσια νερά» [2].

Η πηγή αυτή, που είχε το πλεονέκτημα να βρίσκεται ψηλότερα από το λόφο της ακρόπολης (ταυτόχρονα και μειονέκτημα αφού μπορούσε να αποκοπεί εύκολα από τυχόν πολιορκητές), πρέπει να υπήρξε και η αιτία, σε συνδυασμό με την οχυρότητα, για να χτισθεί εδώ μια τόσο σπουδαία ακρόπολη, αφού η θέση στερείται μεγάλης στρατηγικής σπουδαιότητας. Πράγματι, στη βόρεια πλαγιά της ακρόπολης έχει επισημανθεί μυκηναϊκό λιθόκτιστο υδραγωγείο, που μετέφερε, ακολουθώντας το νόμο της βαρύτητας, το νερό στην ακρόπολη. Η πηγή μνημονεύεται από τον Παυσανία [3], που περιγράφει πως ο μυθικός ιδρυτής των Μυκηνών Περσέας, εγγονός του Αργείου βασιλιά Ακρίσιου, δίψασε και είδε στο σημείο αυτό έναν μύκητα (μανιτάρι), τον οποίο ξερίζωσε, οπότε ξεπήδησε η πηγή. Σύμφωνα με μια εκδοχή, ευχαριστημένος ο ήρωας έδωσε στον τόπο το όνομα Μυκήνες [4]. Ο περιηγητής αναφέρει και κρήνη Περσεία [5], που εντόπισε στα ερείπια των Μυκηνών. Πιθανόν να εννοεί μια βρύση ελληνιστικής θεμελίωσης, της οποίας λείψανα σώζονται λίγο δυτικότερα από την πύλη των λεόντων, κοντά στον χωματόδρομο που οδηγεί εκεί. Ενδέχεται η κρήνη να έπαιρνε νερό από την πηγή, αφού η ονομασία της παραπέμπει στην ανακάλυψη του Περσέα. Τέλος, στο Β.Α. άκρο του τείχους υπάρχει υπόγεια κρήνη σε βάθος 18 μέτρων, στην οποία οδηγεί μια σκάλα και η οποία πιθανόν να τροφοδοτούνταν κι αυτή από την πηγή.

Η θέση ήταν κατοικημένη το αργότερο από την 3η χιλιετηρίδα, σε ακμή από το 1600 π.Χ., χωρίς να ερημωθεί ούτε το 468 π.Χ., οπότε οι κάτοικοι υποχρεώθηκαν από τους Αργείους σε φυγή, αφού εποικίστηκε σε μικρή κλίμακα από τους κατακτητές. Ο Παυσανίας δεν αναφέρει στην εποχή του συνοικισμό, και φαίνεται πως μέχρι την ίδρυση επί Τουρκοκρατίας του Χαρβατιού, πρέπει να θεωρούμε την περιοχή σχεδόν ακατοίκητη. Αυτό σημαίνει πως τα νερά της πηγής θα ήταν ελεύθερα να κυλούν στην κοίτη του Χάβου.

 

Τι σημαίνει Χάβος

 

Το όνομα Χάβος φέρουν και αριστερός παραχείμαρρος του φενεατικού Όλβιου, ο δεξιός χείμαρρος Μεγάλο Ρέμα του Ευρώτα, καθώς και ρεματιά που ενώνεται με το Μαριόρεμα της Λακωνίας. Το συναντάμε και σε ορεινές ρεματιές της Θεσπρωτίας, της Εύβοιας κλπ.

Η λέξη απαντάται συχνά ως τοπωνύμιο [6] και σημαίνει γκρεμός, προερχόμενη πιθανότατα από το αρχαίο χάος με ανάπτυξη του γράμματος β, ανάμεσα στα δύο φωνήεντα της λέξης. Στην αρχαία Αργολίδα το βουνό από το οποίο πήγαζε ο Ερασίνος, ονομαζόταν Χάον. Στο λεξικό του Ησύχιου διαβάζουμε: Χαβόν: καμπύλον, στενόν. Δυστυχώς, το αρχαίο όνομα του φαραγγιού των πολύχρυσων Μυκηνών – τολμούμε να εικάσουμε Χάραδρος ή Χαράδρα – δεν έφτασε ως εμάς. Τα άλλα δυο ονόματά του Χώνια και Γουβιά, τα οποία καταγράφει και ο Steffen στον χάρτη Μυκηνών και περιχώρων, παραπέμπουν κι αυτά σε χώρο βαθύ. [7]

 

 Υποσημειώσεις


 

[1] Κοκκορέτσα σημαίνει άγρια φυστικιά (Βλ. Δ. Βαγιακάκου: Γλωσσικαί…έρευναι..Κορινθίας», Πελοποννησιακά 1975). Πιο σωστά ίσως, Κοκκορέτσεζα, αλβανικής προέλευσης. Βλ. Ι. Χ. Πούλου «Συμβολή εις το τοπωνυμικόν της Κορινθίας», Πελοποννησιακά 1960. Είναι χαρακτηριστικό πως η Κοκκορέτσα ενώνεται με τα νερά της χαράδρας της Αγριοσυκιάς (χάρτες Steffen).

[2] Ευριπίδη «Ηλέκτρα» 794.

[3] 2, 16 3.

[4] Άλλοι απέδιδαν την ονομασία αυτή, στον μυκηθμό της βοϊδόμορφης κόρης του Ινάχου.

[5] 2, 16, 6. O V. Georgiev ετυμολογεί την λέξη από την αρχ. Ινδ. prst=σταγών.

[6] Στην Αργολίδα το βρίσκουμε στις περιοχές των χωριών: Κουτσοπόδι, Σχινοχώρι, Στέρνα και Καπαρέλι. Βλ. στα «Πελοποννησιακά» των 1978-’79, άρθρο του Σ. Γ. Κατσουλέα για τα τοπωνύμια της Αργολίδας.

[7] Χώνια, από το χωνί. Συναφής και η Χούνη. Βλ. π. Ρασίνα και π. Μαριόρεμα. Γουβιά κατά τον Schropfer από το σλαβικό guba=κλίση, καμπή. Ο Δ. Ι. Γεωργακάς (Τα τοπωνύμια…), παρατηρεί όμως πως η γούβα, είναι λέξη που βρίσκομε και στην Κύπρο, όπου δεν πάτησε Σλάβος.

 

 

Κωνσταντίνος Π. Δάρμος

Κωνσταντίνος Π. Δάρμος, «Οι Αρχαίοι Ποταμοί της Αργολίδας». Έκδοση: Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Άργος, Δεκέμβριος, 2013.

 

Read Full Post »

Οι Θολωτοί Τάφοι των Μυκηνών


 

Οι Μυκήνες  αποτελούν το σημαντικότερο αρχαιολογικό  χώρο της Πελοποννήσου και έναν από τους πιο σημαντικούς της Ελλάδας, γνωστό σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο. Oι Mυκήνες ήταν κατοικημένες από το 2.500 π.X. Η λαμπρότερη όμως εποχή της ιστορίας και της ακμής τους συμπίπτει με την Ύστερη Εποχή του Xαλκού από το 1600 μέχρι το 1110 π.X. περίπου. Στην περίοδο αυτή αντιστοιχούν και τα περισσότερα ορατά μέχρι σήμερα οικοδομικά λείψανα.

O λόφος των Mυκηνών, που έχει υψόμετρο 280 περίπου μέτρα από τη θάλασσα, καλύπτει μία έκταση 30 περίπου στρεμμάτων, που περικλείεται από κυκλώπεια τείχη, τα οποία ακολουθούν ουσιαστικά το φυσικό σχηματισμό του λόφου. Tο μέσο πάχος των τειχών είναι 5,20 περίπου μέτρα, ενώ το αρχικό ύψος τους υπολογίζεται στα 12 μέτρα. Το τείχος αρχικά ήταν κτισμένο με ακανόνιστους και ακατέργαστους ογκόλιθους και τα κενά, που σχηματίζονταν μεταξύ των ογκόλιθων, τα γέμιζαν με μικρότερες πέτρες και πηλό. Αργότερα προστέθηκαν τμήματα χτισμένα με ακανόνιστους λίθους, που εφάπτονται μεταξύ τους χωρίς να αφήνουν κενά, και στην τελευταία φάση χτίζονται με πελεκημένους ογκόλιθους σε σχήμα ορθογώνιου παραλληλόγραμμου, που εφάπτονται αρμονικά μεταξύ τους. Χαρακτηριστικό σημείο, όπου μπορούμε να διακρίνουμε σήμερα και τις τρεις τεχνικές κατασκευής των μυκηναϊκών τειχών, είναι το τμήμα του τείχους νοτιοδυτικά της Πύλης των Λεόντων.

 

Τείχη Μυκηνών

Τείχη Μυκηνών

 

Η αρχαία πόλη των Μυκηνών ήταν χτισμένη σε σπουδαίο στρατηγικό σημείο μεταξύ δυο κορυφών, του προφήτη Ηλία και της Σάρας, που εποπτεύει τη σπουδαιότερη οδική αρτηρία μεταξύ Άργους, Φλειούντα, Νεμέας, Κλεωνών και Κορίνθου, η οποία περνούσε από τους δυτικούς πρόποδες του λόφου.

Μυκήνες -  Porta di Micene, λιθογραφία,  αρχές 19ου αιώνα

Μυκήνες – Porta di Micene, λιθογραφία, αρχές 19ου αιώνα

Ιδρυτής των Μυκηνών ήταν ο Περσέας, ο οποίος ονόμασε τη νέα πόλη Μυκήνες  είτε επειδή εκεί έπεσε ο μύκης (μύκης = θήκη) του ξίφους του είτε επειδή εκεί αποκάλυψε μια πηγή με άφθονο νερό, την Περσεία πηγή, κάτω από τη ρίζα ενός μύκητα (μύκης = μανιτάρι). Άλλοι θεωρούν ότι η ετυμολογία της λέξης Μυκήνες προέρχεται από τη λέξη μυχός (= το πιο βαθύ και εσωτερικό σημείο ενός πράγματος, μιας τοποθεσίας, κλπ) και προσδιορίζει τη φυσική της θέση. Αρχαίοι συγγραφείς αποδίδουν το όνομα Μυκήνες στην ηρωίδα Μυκήνη, κόρη του Ινάχου, μυθολογικού βασιλιά του Άργους. Τέλος κάποιοι γλωσσολόγοι τη συσχετίζουν με το τοπωνύμιο Μυκαλησσός και Μύκαλη, τα οποία θεωρούνται προελληνικά.

Σύμφωνα με την αρχαιοελληνική παράδοση τον ιδρυτή των Μυκηνών Περσέα (γιο του Δία και της Δανάης) διαδέχτηκαν στο θρόνο ο γιος του Σθένελος και ύστερα ο Ευρυσθέας, γνωστός από τους άθλους του Ηρακλή, τον οποίο σκότωσε ο γιος του Ηρακλή, ο Ύλλος. Έτσι τη δυναστεία των Περσειδών διαδέχτηκε η δυναστεία των Πελοπιδών. Απόγονος της δυναστείας αυτής ήταν ο Ατρέας, πατέρας του Αγαμέμνονα και του Μενέλαου και ιδρυτής της γενιάς των Ατρειδών. Στα χρόνια της βασιλείας του Αγαμέμνονα, που ήταν αδελφός του Μενέλαου βασιλιά της Σπάρτης- και αρχηγός της εκστρατείας στη Τροία, το κράτος των Μυκηνών έφτασε στη μεγαλύτερη ακμή του. Ο Όμηρος, ο πρώτος που ανέφερε τις Μυκήνες, περιγράφει τους πλατείς δρόμους τους, τα ωραία οικοδομήματα και τον πλούτο τους.

Μετά την κάθοδο των Ηρακλειδών, η οποία πραγματοποιήθηκε στο διάστημα της βασιλείας του Tισσαμενού, ο οποίος ήταν γιος του Ορέστη και εγγονός του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας, οι Μυκήνες περιήλθαν σε δεύτερη μοίρα και σημαντικότερη πόλη της αργολικής πεδιάδας αναδείχτηκε το Άργος. Διατήρησαν βέβαια την ανεξαρτησία τους και σε υστερότερους χρόνους, όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι έστειλαν 80 άντρες στη μάχη των Θερμοπυλών και τετρακόσιους (μαζί με την Τίρυνθα) στις Πλαταιές, για να γραφτεί το όνομά τους στην αναθηματική πλάκα που έστησαν οι Πανέλληνες στους Δελφούς. Το 468 π.Χ. τις κατέλαβε, ύστερα από μακρά πολιορκία, το πάντοτε εχθρικό προς αυτούς Άργος και, σύμφωνα με τους αρχαίους ιστορικούς, οι κάτοικοι κατέφυγαν οι μισοί στη Μακεδονία και οι υπόλοιποι στις Κλεωνές και στην Κερύνεια.

Από τότε οι Μυκήνες ερήμωσαν. Κάποια μικρή κώμη δημιουργήθηκε κατά τον 3ο– 2ο αι. π.Χ. αλλά δεν διατηρήθηκε. Το 1ο αι. π.Χ. επισκέφτηκε τα μυκηναϊκά ερείπια ο περιηγητής Παυσανίας, ο οποίος περιέγραψε την περιοχή, αναφέροντας τα τείχη και τη Πύλη των Λεόντων, την Περσεία κρήνη, τους θησαυρούς του Ατρέα και των γιων του καθώς επίσης τους τάφους του Ατρέα, του Ευρυμέδοντα, της Ηλέκτρας, της Κλυταιμνήστρας και του Αιγίσθου. Περιηγητές επισκέφτηκαν τις Μυκήνες και στα νεότερα χρόνια και περιέγραψαν ή απεικόνισαν τα μνημεία.

Heinrich Schliemann

Heinrich Schliemann

Ο χώρος των Μυκηνών αναδύθηκε στην επιφάνεια στα τέλη του 19ου αι. (το 1874) από τις ανασκαφές του Γερμανού Ερρίκου Σλήμαν, ο οποίος εντόπισε την περιοχή οδηγούμενος από τη περιγραφή του περιηγητή Παυσανία και από ανασκαφές, που έκαναν αργότερα Γερμανοί, Άγγλοι και Έλληνες αρχαιολόγοι. Οι ανασκαφές αυτές έφεραν στο φως σημαντικά ευρήματα τόσο εντός των τειχών της μυκηναϊκής ακρόπολης, όσο και στην ευρύτερη περιοχή έξω από τα τείχη.

Τα πιο ενδιαφέροντα λείψανα έξω από την ακρόπολη των Μυκηνών είναι οι τάφοι όλων των ειδών, οι οποίοι δημιουργήθηκαν κατά την μακραίωνη μυκηναϊκή περίοδο. Στη μυκηναϊκή ταφική αρχιτεκτονική κυριαρχούν τρεις τύποι τάφων: ο λακκοειδής, ο θαλαμωτός και ο θολωτός.

λακκοειδείς τάφοι είναι απλοί λάκκοι, οι μεγαλύτεροι και βαθύτεροι με ξερολιθιά στα πλάγια, πάνω στην οποία πατούσαν τα οριζόντια δοκάρια της στέγης του τάφου.  Ο νεκρικός θάλαμος είναι υπόγειος με χτιστά τοιχώματα και πρόσβαση από πάνω. Μετά την τοποθέτηση του νεκρού το άνοιγμα καλύπτεται με ξύλινα δοκάρια και πλάκες και στο τέλος ο τάφος καλύπτεται με τεχνητή επίχωση, που σχηματίζει ένα μικρό λοφίσκο, τον τύμβο. Συχνά    οι λακκοειδείς τάφοι κατασκευάζονταν κατά συστάδες, πάνω από τις οποίες σχηματιζόταν ένας ενιαίος κυκλικός τύμβος. Δύο τέτοιοι κύκλοι, ο ταφικός κύκλος Α και ο ταφικός κύκλος Β, που περιείχαν βασιλικές ταφές, βρέθηκαν στις Μυκήνες.

Ο ταφικός περίβολος Α, το νεκροταφείο των ηγεμόνων των Μυκηνών, στα νοτιοανατολικά της πύλης των Λεόντων.

Ο ταφικός περίβολος Α, το νεκροταφείο των ηγεμόνων των Μυκηνών, στα νοτιοανατολικά της πύλης των Λεόντων.

Ο ταφικός κύκλος Α ήταν το βασιλικό νεκροταφείο των Μυκηναίων ηγεμόνων της πρώιμης εποχής του Μυκηναϊκού Πολιτισμού κατά τον 16ο αιώνα π.Χ.. Αρχικά βρισκόταν εκτός των οχυρώσεων των Μυκηνών και ήταν μία συστάδα λακκοειδών βασιλικών τάφων, που την περιέβαλε ένας χαμηλός περίβολος από ξερολιθιά διαμέτρου 27,50 μ.  Όταν το 13ο αιώνα π.Χ χτίστηκε ψηλότερα η Πύλη των Λεόντων και το δυτικό τείχος, οι τάφοι βρέθηκαν στο βάθος ενός τεχνητού κοιλώματος. Τότε χτίστηκε γύρω τους ένας ισχυρός επικλινής τοίχος, ο οποίος συγκράτησε την επίχωση που γέμιζε το κοίλωμα, σκέπασε τους τάφους και έφερε τον κύκλο στην στάθμη της Πύλης. Στην κορυφή του τοίχου στήθηκαν δύο ομόκεντρες σειρές από όρθιες πλάκες σε απόσταση 1,20 μ, μεταξύ τους και το διάστημα μεταξύ τους σκεπάστηκε από όμοιες πλάκες, που σχημάτισαν ένα κυκλικό θωρακείο με είσοδο στη βόρεια πλευρά, προς την Πύλη των Λεόντων. Έτσι με την επέκταση των τειχών ο ταφικός κύκλος Α συμπεριλήφθηκε στα τείχη και σήμερα βρίσκεται μέσα στην ακρόπολη, νοτιοανατολικά και σε μικρή απόσταση από την Πύλη των Λεόντων.

Προσωπίδα "του Αγαμέμνονα"

Προσωπίδα «του Αγαμέμνονα»

Ο χώρος ήρθε στην επιφάνεια από τον αρχαιολόγο Ερρίκο Σλήμαν το 1876 και περιλαμβάνει 6 ορθογώνιους κάθετους λακκοειδείς τάφους με διαστάσεις από 3 Χ 3,50 μ. έως 4,50 Χ 6,40 μ. Oι νεκροί θάβονταν ντυμένοι και στολισμένοι με πλούσια δώρα, χρυσά κοσμήματα και αγγεία, χάλκινα ξίφη με χρυσές και ελεφάντινες λαβές, εγχειρίδια με χρυσή και ασημένια διακόσμηση και αγγεία, που μαρτυρούν επαφές των μυκηναίων με την Kρήτη και τις Kυκλάδες, επιβεβαιώνουν το σημαντικό ρόλο που έπαιξαν οι Μυκήνες εκείνη την εποχή και δικαιώνουν τον Ομηρικό χαρακτηρισμό των Μυκηνών ως «πολύχρυσων». Ο πλούτος των κτερισμάτων μαρτυρεί την υψηλή κοινωνική θέση των νεκρών και τον πολεμικό τους χαρακτήρα. Ανάμεσα στα πλούσια ευρήματα ανακαλύφθηκε και σειρά χρυσών νεκρικών προσωπείων, ένα από το οποίο είναι γνωστό ως Μάσκα του Αγαμέμνονα. Την ονομασία έδωσε ο ίδιος ο Σλήμαν, όπως αποδείχτηκε όμως αργότερα το προσωπείο άνηκε σε ηγεμόνα, που έζησε τρεις αιώνες νωρίτερα από την εποχή του μυθικού Αγαμέμνονα.

O ταφικός κύκλος B βρίσκεται δυτικά της ακρόπολης των Μυκηνών και αποτελούσε τμήμα του προϊστορικού νεκροταφείου της περιοχής και άρχισε να χρησιμοποιείται στα τέλη της Μεσοελλαδικής περιόδου (1650 π.Χ.) και αποκαλύφθηκε το 1952. Περιβάλλεται από χτιστό κύκλο διαμέτρου 28μ. και περιλαμβάνει 24 τάφους, από τους οποίους οι 14 είναι βασιλικοί  κάθετοι λακκοειδείς και οι υπόλοιποι τετράπλευροι μικροί, λαξευμένοι στο βράχο. Οι κιβωτιόσχημοι είναι μικροί τάφοι σκαμμένοι στο βράχο και περιέχουν συνήθως ένα σκελετό. Οι λακκοειδείς τάφοι είναι μεγαλύτερου μεγέθους, ορθογώνιου σχήματος και οι πλευρές τους είναι επενδυμένες με τοίχους. Οι τάφοι αυτοί περιέχουν αρκετούς σκελετούς. Οι 4 από αυτούς τους τάφους είχαν επιτύμβιες στήλες. Το έθιμο των επιτύμβιων στηλών ως σήμα για την ύπαρξη τάφου, που εμφανίζεται για πρώτη φορά στον Ελλαδικό χώρο, υιοθετήθηκε από τις επόμενες γενιές και χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα.
Στους λακκοειδείς βρέθηκε πλήθος κτερισμάτων και αντικείμενα, όπως προσωπίδες, χρυσά περιδέραια, όπλα, αγγεία χρυσά, ασημένια, χάλκινα, πήλινα και λίθινα καθώς και σφραγίδες κ.α. Τα σημαντικότερα που βρέθηκαν στο χώρο αυτό είναι μια μοναδική νεκρική προσωπίδα από ήλεκτρο, ένα αγγείο από κρύσταλλο με λαβή σε σχήμα κεφαλής πάπιας και ένας σφραγιδόλιθος με παράσταση γενειοφόρου.  Οι λακκοειδείς τάφοι του μυκηναϊκού κόσμου εγκαταλείφθηκαν με την εμφάνιση των λαξευτών θαλαμοειδών και την εξάπλωση των θολωτών τάφων.

Οι μυκηναϊκοί θαλαμωτοί ή θαλαμοειδείς τάφοι έχουν ακανόνιστο σχήμα, λαξεύονται στο μαλακό πέτρωμα στις πλαγιές υψωμάτων και αποτελούνται από δύο τμήματα. Το δρόμο, ο οποίος  κατέληγε σε μια θύρα με υπέρθυρο, και τον κυρίως θάλαμο. H είσοδος στο θάλαμο μετά την ταφή φραζόταν με ξερολιθιά, την οποίαν αφαιρούσαν και ξανάχτιζαν για κάθε νέα ταφή.  Oι θάλαμοι ήταν διαφόρων μεγεθών και σχημάτων, συνήθως τετράπλευροι και κάποτε στρογγυλοί, και ήταν σκαμμένοι μέσα σε πέτρωμα  αρκετά μαλακό ώστε να σκάβεται και αρκετά συμπαγές ώστε να μη βυθίζεται. Κάποιοι απ’ αυτούς περιλάμβαναν και ένα πλευρικό ταφικό δωμάτιο.

Οι θαλαμωτοί ήταν μάλλον οικογενειακοί τάφοι, χρησιμοποιούνταν από τα μεσαία στρώματα του πληθυσμού και κατασκευάζονταν κατά συστάδες σχηματίζοντας νεκροταφεία. Υπάρχουν όμως και αρκετοί μεμονωμένοι θαλαμωτοί τάφοι διασκορπισμένη στην ευρύτερη περιοχή του μυκηναϊκού χώρου. H δυτική πλαγιά του λόφου της ακρόπολης των Μυκηνών, ο λόφος της Παναγίτσας και ολόκληρη η περιοχή βόρεια και δυτικά της είναι κυριολεκτικά διάτρητες από τάφους λακκοειδείς, θαλαμοειδείς και θολωτούς. Συνολικά οι αρχαιολόγοι έχουν σκάψει περισσότερους από 130 τέτοιους τάφους γύρω στην ακρόπολη των Μυκηνών, ο ακριβής αριθμός τους όμως είναι άγνωστος.

 

Οι αρχαιολόγοι Λέβεντορ, Ντέρπφελντ και Σλήμαν στις Μυκήνες το 1885.

Οι αρχαιολόγοι Λέβεντορ, Ντέρπφελντ και Σλήμαν στις Μυκήνες το 1885.

 

Οι θολωτοί τάφοι είναι υπόγειοι, διαθέτουν δρόμο, καλύπτονται με τεχνητή επίχωση, τον τύμβο, και συγκαταλέγονται χωρίς αμφιβολία στα πιο λαμπρά αρχιτεκτονήματα του Μυκηναϊκού Πολιτισμού. Συνολικά, οι θολωτοί τάφοι που έχουν βρεθεί στην ηπειρωτική Ελλάδα είναι 120.  Οι μεγαλύτεροι απ’  αυτούς θεωρούνται σημαντικά αρχιτεκτονικά επιτεύγματα, καθώς οι θολωτές κατασκευές αντιμετώπιζαν σοβαρά στατικά προβλήματα, όταν η διάμετρός τους ξεπερνούσε τα 6 μ. Συγκεκριμένα το στόμιό τους κινδύνευε να καταρρεύσει από το υπερβολικό βάρος του υπέρθυρου. Μια προστατευτική τεχνική που εφαρμόστηκε για να αποφευχθεί αυτό το πρόβλημα ήταν η επινόηση του ανακουφιστικού τριγώνου, που μετέφερε το βάρος του υπέρθυρου στις παραστάδες και στις πλευρές της θόλου.
Πρόκειται για υπόγεια κυκλικά κτίσματα με ισόδομους λίθους και σχήμα κωνικό. Διαθέτουν και  αυτοί δρόμο, θύρα και στόμιο. Ο μακρύς δρόμος είναι σκαμμένος οριζόντια στην πλαγιά λόφου και μέσω του στομίου οδηγεί σ’ ένα θάλαμο κυκλικής κάτοψης, στεγασμένο με θόλο. Ο δρόμος ήταν διαμορφωμένος ανάλογα με το μέγεθος και την ποιότητα της κατασκευής των τάφων, ως μια μικρή δίοδος λαξεμένη στο βράχο ή μια επιμελημένη λιθόκτιστη κατασκευή. Τα τοιχώματα του δρόμου είναι κάθετα. Μετά από κάθε ταφή έφραζαν την εξωτερική άκρη (στόμιο) του δρόμου με πέτρες και γέμιζαν το εσωτερικό του με χώμα.

Η είσοδος και ο θάλαμος είναι οικοδομημένοι με ογκόλιθους, άλλοτε πάνω από την επιφάνεια του εδάφους, οπότε σκεπάζονται με χώμα δίνοντας την όψη τύμβου, και άλλοτε σε βαθύ κυκλικό σκάμμα ανοιγμένο στην πλαγιά ενός λόφου. Η είσοδος είναι μνημειακή, με χτιστές παραστάδες, μονολιθικά  ανώφλια και υπέρθυρα με ανακουφιστικό τρίγωνο. Η είσοδος των θόλων σφραγιζόταν συνήθως με τοίχο και πολύ σπάνια με θύρα. Ιδιαίτερη επιμέλεια έδιναν στην κατασκευή της πρόσοψης, παρόλο που η είσοδος ήταν μόνο για ένα μικρό διάστημα ορατή, από τη στιγμή της αποπεράτωσης του τάφου μέχριτον πρώτο ενταφιασμό.  θόλος είναι χτισμένος με μεγάλες πλάκες τοποθετημένες κατά στρώσεις με τέτοιο τρόπο, ώστε κάθε στρώση να εξέχει λίγο περισσότερο προς το εσωτερικό του θόλου από την αμέσως κατώτερή της (εκφορικό σύστημα), έτσι ώστε το άνοιγμα να στενεύει προς τα πάνω, έως ότου έμενε μόνο μια οπή. Ο μεγάλος λίθος της κορυφής του θόλου, που έκλεινε την οπή, λέγεται «κλειδί», επειδή εξασφαλίζει τη συνοχή σ’ ολόκληρο το οικοδόμημα.

 

The Citadel of Mycenas.

The Citadel of Mycenas.

 

Οι θόλοι είναι κυκλικοί στην κάτοψη με διάμετρο που ποικίλλει από τα 3,50 μ. έως τα 14,50 μ και, επειδή θυμίζουν εσωτερικά κυψέλη, ονομάζονται και κυψελόσχημοι.  Γύρω από τη θόλο συσσωρεύονταν χώματα και πέτρες για να είναι ανθεκτική στις πιέσεις και ενδιαμέσως έμπαινε μια επίστρωση πηλού για στεγανοποίηση. Οι λάκκοι που βρίσκονται στο δάπεδό τους χρησίμευαν ως τάφοι ή ως εγκαταστάσεις για την υποδοχή νεκρικών σπονδών και προσφορών. Στην περίμετρο των θόλων προστίθενται μερικές φορές και ορθογώνιοι θάλαμοι που χρησιμοποιούνταν ως νεκρικοί θάλαμοι. Οι τάφοι καλύπτονταν από ένα τεχνητό λοφίσκο από χώμα και πέτρες, σαν τύμβο, που προστάτευε την κατασκευή από τη φυσική φθορά και μαζί με τη στήλη, που τοποθετούσαν στη συνέχεια, λειτουργούσε και ως ταφικό σήμα.

Oι λακκοειδείς τάφοι ανάγονται στην περίοδο 1600-1500 π.X. , οι παλαιότεροι θολωτοί φθάνουν στα 1500 π.X. και εξακολουθούν να κατασκευάζονται έως το 13ο αι. π.X., ενώ οι θαλαμοειδείς είναι περίπου σύγχρονοι με τους θολωτούς, αλλά εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται ακόμη και στον 12ο αι. π.X. Γενικά οι τάφοι ήσαν οικογενειακοί. Στο σύνολό τους ανήκουν σε ανθρώπους διαφόρων τάξεων, εποχών και κατηγοριών και δείχνουν την συνέχεια της κατοικήσεως του τόπου καθώς και ότι ο πληθυσμός του ευημερούσε και διέθετε πολύτιμα προσωπικά αντικείμενα, πολλά από τα οποία τα είχαν εισάγει από το εξωτερικό. Κάθε θολωτός τάφος ανήκει σε μια μόνο οικογένεια και μπορεί να θεωρηθεί τάφος ατομικός, προορισμένος για τον ηγεμόνα και τα μέλη της οικογένειάς του. Χωρίς αμφιβολία πρόκειται για τάφους βασιλικούς ή για τάφους υψηλών αξιωματούχων και αποτελούν ένδειξη εξέχουσας θέσης στην κοινωνική ιεραρχία. 

Εννέα θολωτοί τάφοι βρέθηκαν στις Μυκήνες (Τάφος του Αίγισθου, Τάφος Επάνω Φούρνου, Τάφος των Κυκλώπων, Τάφος Παναγιάς, Τάφος Κάτω Φούρνων, Τάφος των Λεόντων, Τάφος των Δαιμόνων, ο Θησαυρός του Ατρέως και ο Τάφος της Κλυταιμνήστρας) και χρονολογούνται μεταξύ 1550 και 1200 π.Χ. , ενώ η απόδοσή τους σε συγκεκριμένα μέλη των μυθολογικών δυναστειών από τον Ερρίκο Σλήμαν είναι εντελώς φανταστική. Έξι από τους εννέα θολωτούς τάφους των Mυκηνών βρίσκονται στις πλαγιές της Παναγίτσας και των γύρω της υψωμάτων, ενώ οι άλλοι τρεις, του Aιγίσθου, της Kλυταιμνήστρας και των Λεόντων, χτίστηκαν στους πρόποδες της ακρόπολης, κοντά στην πύλη των Λεόντων, και βρίσκονται σήμερα εντός του αρχαιολογικού χώρου. Οι παλαιότεροι (Τάφος του Αιγίσθου, Τάφος Επάνω Φούρνου, Τάφος των Κυκλώπων) χρονολογούνται στην περίοδο 1600-1400 π.Χ.. Μια δεύτερη ομάδα (Τάφος Παναγιάς, Τάφος Κάτω Φούρνων, Τάφος των Λεόντων) χρονολογείται στην περίοδο 1400-1300 π.Χ.  Στην περίοδο 1300-1200 π.Χ.  ανήκουν ο Τάφος των Δαιμόνων, ο Θησαυρός του Ατρέως και ο Τάφος της Κλυταιμνήστρας, που είναι οι νεότεροι.

 

Κάτοψη της περιοχής των Μυκηνών με τους θολωτούς τάφους: 1. Θησαυρός του Ατρέα 2. Τάφος της Κλυταιμνήστρας 3. Τάφος του Αίγισθου 4. Τάφος των Λεόντων 5. Τάφος των Δαιμόνων 6. Τάφος των Κυκλώπων  7. Τάφος κάτω Φούρνος 8. Τάφος πάνω Φούρνος  9. Τάφος της Παναγίτσας

Κάτοψη της περιοχής των Μυκηνών με τους θολωτούς τάφους: 1. Θησαυρός του Ατρέα 2. Τάφος της Κλυταιμνήστρας 3. Τάφος του Αίγισθου 4. Τάφος των Λεόντων 5. Τάφος των Δαιμόνων 6. Τάφος των Κυκλώπων 7. Τάφος κάτω Φούρνος 8. Τάφος πάνω Φούρνος 9. Τάφος της Παναγίτσας

 

Κάτοψη της περιοχής των Μυκηνών με τους θολωτούς τάφους.  

    1. Θησαυρός του Ατρέα 2. Τάφος της Κλυταιμνήστρας 3. Τάφος του Αίγισθου 4. Τάφος των Λεόντων 5. Τάφος των Δαιμόνων 6. Τάφος των Κυκλώπων   7. Τάφος κάτω Φούρνος 8. Τάφος πάνω Φούρνος  9. Τάφος της Παναγίτσας

 

Ο θησαυρός του Ατρέα

 

Ο θησαυρός του Ατρέα που παλιότερα τον ονόμαζαν και τάφο του Αγαμέμνονα είναι το πιο μνημειώδες κτίσμα της μυκηναϊκής εποχής και διατηρείται σε άριστη κατάσταση. Πρόκειται για έναν από τους μεγαλύτερους και τελειότερους μυκηναϊκούς θολωτούς τάφους και τον πιο εντυπωσιακό από τους 9, που συνολικά έχουν βρεθεί στις Μυκήνες. Δέσποζε στα ΝΔ της ακρόπολης των Μυκηνών, επάνω στον οδικό άξονα που συνέδεε τις Μυκήνες με το Ηραίο του Άργους. Χρονολογείται μεταξύ 1350-1250 π.Χ. και θεωρείται μαζί με την Πύλη των Λεόντων, με την οποίαν είναι σύγχρονος, από τα λαμπρότερα και εντυπωσιακότερα δείγματα της μυκηναϊκής αρχιτεκτονικής στην εποχή της ακμής της. Χρησιμοποιήθηκε για την ταφή κάποιου σημαντικού μέλους της βασιλικής οικογένειας των Μυκηνών και από την εποχή του περιηγητή Παυσανία (2ος αιώνας μ.Χ.), οι κάτοικοι της περιοχής γνώριζαν το μνημείο ως «θησαυρό του Ατρέα», δηλαδή ως θησαυροφυλάκιο του ιδρυτή της μυθικής μυκηναϊκής ακρόπολης .

Σχεδιαστική τομή του θησαυρού του Ατρέως

 

Σχεδιαστική τομή του θησαυρού του Ατρέως

Σχεδιαστική τομή του θησαυρού του Ατρέως

 

Ένας δρόμος λαξευμένος στο βράχο με μήκος 36μ. και πλάτος 6μ. οδηγεί στην είσοδο του τάφου, που έκλεινε με μια ξύλινη, δίφυλλη και πιθανόν επενδυμένη με χαλκό θύρα. Η πρόσοψη έχει ύψος 10,50μ., ενώ η είσοδος έχει ύψος 5,40μ. και πλάτος 2,66μ. στο κάτω μέρος της και 2,46 επάνω.  Ήταν διακοσμημένη με ημικίονες, από τους οποίους σήμερα σώζονται μόνο οι τετράγωνες βάσεις δεξιά και αριστερά από την είσοδο. Το υπέρθυρο της εισόδου αποτελούν δύο τεράστιοι λίθοι, από τους οποίους ο εσωτερικός έχει μήκος 8 μ., πλάτος 5 μ. και βάρος περίπου 120 τόνων. O δρόμος του τάφου ντύθηκε με λείους προσεκτικά κομμένους και καλοταιριασμένους  ογκολίθους σε οριζόντιες ισοδομικές στρώσεις, που συνεχίζονται στην πρόσοψη και στη θόλο. Πρόκειται για ξηρολιθιά με λίθινους όγκους τέλεια προσαρμοσμένους μεταξύ τους, χωρίς συγκολλητικό υλικό. Μερικοί έχουν τεράστιες αναλογίες και ένας έχει μήκος 6 μέτρα και 1,2 μέτρα ύψος.  Το  βάθος της  εισόδου είναι 5,20μ. Στις δύο πλευρές της εισόδου διατηρούνται βάσεις, όπου στηρίζονταν ημικιόνια.  Στην κορυφή υπάρχει ανακουφιστικό τρίγωνο, που χρησίμευε για την εξουδετέρωση των πιέσεων. Γλυπτή διακόσμηση, που σήμερα δεν υπάρχει,  κάλυπτε το ανώτερο τμήμα της και το άνοιγμα του  ανακουφιστικού τριγώνου.

Ο θησαυρός του Ατρέα

Ο θησαυρός του Ατρέα

Κατόπιν εισερχόμαστε στο μεγάλο θάλαμο, ο οποίος είναι στρογγυλός  με μια θόλο ύψους 13,30 μέτρων και διαμέτρου 14,60 μέτρων, καλύπτεται με κυψελοειδή θόλο και είναι κτισμένος με 33 αλλεπάλληλες σειρές από λείους επιμήκεις λίθους, τέλεια συναρμολογημένους κατά το εκφορικό σύστημα, ώστε ο καθένας να εξέχει ελάχιστα από τον κατώτερο και να στενεύει προς την κορυφή, για να καταλήξει σε ένα στενό άνοιγμα. Ο τελευταίος λίθος, το «κλειδί», φράζει την οπή στην κορυφή της θόλου εξασφαλίζοντας την ισορροπία και τη συνοχή της. Το εσωτερικό της θόλου διακοσμούσαν χάλκινοι ρόδακες στους αρμούς των λίθων, από τους οποίους έχουν παραμείνει στη θέση τους μόνο τα καρφιά από την τρίτη σειρά και επάνω. Στη βόρεια πλευρά της θόλου ανοίγεται μικρός, ορθογώνιος, πλευρικός θάλαμος, λαξευμένος στο βράχο (6,50Χ6 μ. και 5 μ. ύψος), όπου έμπαινε κανείς από στενή είσοδο με ανακουφιστικό τρίγωνο στο υπέρθυρο.  Στο δάπεδο του θαλάμου, που είναι φυσικός βράχος, ήταν λαξευμένοι δύο λάκκοι, ενώ δύο λίθινες βάσεις δείχνουν ότι και εδώ υπήρχαν κίονες.  Η όλη κατασκευή πάνω από τη θόλο καλυπτόταν με τύμβο, που δημιουργήθηκε με τη συσσώρευση χωμάτων και στηριζόταν στη βάση του περιμετρικά με τοίχο κτισμένο στην πρόσοψη με ορθογώνιους πωρόλιθους.

Oι αρμονικές αναλογίες, που παρά το κολοσσιαίο του μέγεθος τον συγκρατούν στην ανθρώπινη κλίμακα, η επιβλητική και κομψή πρόσοψή του, η αγέρωχη ανάταση της εσωτερικής του καμπύλης και η θαυμάσια ποιότητα της κατασκευής του τον κατατάσσουν στα λαμπρότερα ταφικά μνημεία όλων των αιώνων. Ο επισκέπτης βλέποντας την είσοδο του τάφου αναλογίζεται τη δύναμη των βασιλιάδων, που έχτιζαν τέτοια επιβλητικά μνημεία στην εποχή του χαλκού, και αναρωτιέται πόσους θησαυρούς έθαβαν μαζί με τους άρχοντες στα επιβλητικά αυτά κοιμητήρια.

Το μνημείο αυτό μετά τη μυκηναϊκή εποχή δε χρησιμοποιήθηκε πια ως τάφος. Όταν τον επισκέφθηκε ο Παυσανίας το 2ο αιώνα μ.Χ., είχε ήδη λεηλατηθεί και ήταν εν μέρει καταχωμένος.  Στους επόμενους αιώνες κάποιοι βοσκοί τον χρησιμοποιούσαν ως καταφύγιο και αφαίρεσαν το «κλειδί», για να έχει διέξοδο ο καπνός από τις φωτιές τους, που άφησε τα ίχνη του στις παρειές της θόλου.

 

Θολωτός τάφος

Θολωτός τάφος

 

Ο τάφος της «Κλυταιμνήστρας» 

 

Ο θολωτός τάφος, που είναι γνωστός με το συμβατικό όνομα «τάφος της Κλυταιμνήστρας», είναι ο νεότερος από τους τάφους των Μυκηνών, ο δεύτερος σε μέγεθος μετά τον τάφο του Ατρέα και απλούστερος στην κατασκευή του. Βρίσκεται έξω από την Ακρόπολη, αλλά εντός του αρχαιολογικού χώρου  των Μυκηνών, είναι λίγο μεταγενέστερος από το «Θησαυρό του Ατρέως» και χρονολογείται γύρω στα 1220 π.Χ.

Ο τάφος της «Κλυταιμνήστρας»

Ο τάφος της «Κλυταιμνήστρας»

Ο τάφος αυτός καλά κρυμμένος, έμεινε αθέατος στους μυκηναϊκούς και ιστορικούς χρόνους και ένα μικρό ελληνιστικό θέατρο κτίσθηκε στην επίχωση του δρόμου του. Μια σειρά από τα καθίσματα του θεάτρου διατηρείται μέχρι σήμερα δεξιά και αριστερά του δρόμου του τάφου. Έμεινε άγνωστος μέχρι το 1809 και ανακαλύφτηκε τυχαία από τους χωρικούς, που έχτιζαν το υδραγωγείο του Χαρβατιού, όπως λεγόταν τότε το σημερινό χωριό Μυκήνες. Το υδραγωγείο πέρασε τυχαία πάνω από τη θόλο του τάφου και βρέθηκε η πλάκα, που κάλυπτε το άνοιγμα της κορυφής του. Ο τότε πασάς του Ναυπλίου Βελή έδωσε διαταγή να γκρεμίσουν το ψηλότερο τμήμα της θόλου και από εκεί άδειασαν τον τάφο. Αν και δε γνωρίζουμε τι βρήκαν, η φαντασία των χωρικών δημιούργησε το μύθο των θησαυρών, που για τη μεταφορά τους χρειάστηκαν πολλά ζώα.

Αφού καταστράφηκε και συλήθηκε από τον Βελή πασά του Ναυπλίου, οι βροχές και οι κακοκαιρίες αποτελείωσαν το έργο, έως ότου το 1951 αναστηλώθηκε από την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Τώρα φαίνεται όπως πραγματικά ήταν, εφάμιλλος του «Θησαυρού του Ατρέως» με την εξαιρετική του κατασκευή, τον ωραίο δρόμο και τη μεγαλοπρεπή είσοδο.

Ο δρόμος του έχει μήκος 37μ. και πλάτος 6μ. Τα πλευρά του δρόμου είναι ντυμένα με κανονικά κομμένους ισοϊψείς δόμους, όπως και η θόλος. H πρόσοψή της έχει θύρα με τριπλό κατώφλι και κουφιστικό τρίγωνο φραγμένο εξωτερικά με γλυπτές λίθινες πλάκες και εσωτερικά με ελαφρό ξερότοιχο. Ήταν πλαισιωμένη με ραβδωτά ημικιόνια από γυψόλιθο από τα οποία σώθηκαν στη θέση τους μόνο οι βάσεις. Ελάχιστα στοιχεία σώζονται από τον γλυπτό διάκοσμο της πρόσοψης. Το στόμιο με μήκος  5,40 μ. έκλεινε με δίφυλλη θύρα, όπως δείχνουν οι κοιλότητες της στρόφιγγας στο υπέρθυρο.

Ο θάλαμός του έχει διάμετρο 13,50μ. και το ύψος της μετά την αναστήλωσή της φτάνει τα 13 μ. Μέχρι το ύψος των 8,55 μ. η θόλος διατηρείται στην αρχική της μορφή. Το ανακουφιστικό τρίγωνο στο εσωτερικό του θαλάμου κλείνει με τοίχο. Αξιοσημείωτο είναι ότι έχει σύστημα αποχέτευσης των ομβρίων. Δε γνωρίζουμε ποιοι τάφηκαν σ’ αυτό το μνημείο, αλλά η φαντασία των χωρικών του χάρισε το όνομα της βασίλισσας Κλυταιμνήστρας.

 

Ο τάφος του Αίγισθου 

 

Πολύ κοντά στον τάφο της Κλυταιμνήστρας, προχωρώντας στα νότια και αριστερά στο μονοπάτι, σε βαθύτερο επίπεδο, συναντάμε έναν άλλο τάφο, που είναι γνωστός με το όνομα τάφος του Αιγίσθου. Η ονομασία και αυτού του τάφου είναι συμβατική.

Ο τάφος του Αίγισθου

Ο τάφος του Αίγισθου

Ο τάφος του Αιγίσθου ανήκει στον πρώτο τύπο των θολωτών και ίσως χτίστηκε στο 1500 π.Χ. Το ύψος της θόλου του υπολογίζεται στα 14,50 μ. και για την κατασκευή της χρησιμοποιήθηκαν μικρότεροι λίθοι. Ο θάλαμος έχει διάμετρο γύρω στα 13,50 μ.  Η κορυφή του θόλου και του τάφου αυτού έχει καταρρεύσει έως το ύψος των 8μ. Μόνο από το τμήμα που έχει απομείνει διδασκόμαστε τον τρόπο της  κατασκευής της θόλου.  Είναι χτισμένη από ξερολιθιά, αλλά με μεγαλύτερες πέτρες και είναι ο μόνος από τους τάφους της εποχής του (Kυκλώπειος, Eπάνω Φούρνος, Aίγισθος) που διατήρησε την ανωδομή της προσόψής του.

Ο δρόμος του λαξευμένος σε μαλακό φυσικό πέτρωμα έχει πλάτος 4-5 μ. και μήκος 22 μ.  Αργότερα τα τοιχώματα του δρόμου επενδύθηκαν στα σημαία που το πέτρωμα ήταν χαλαρό και κατασκευάστηκε μία δεύτερη πρόσοψη από αμυγδαλόπετρες και πωρόλιθους, που σκέπασε την παλιά και που διατηρείται σήμερα μόνο στην δεξιά παραστάδα. O τάφος είχε συληθεί ήδη κατά τους ελληνιστικούς χρόνους.

Τα τελευταία χρόνια έγιναν έργα για τη διαμόρφωση των πρανών του δρόμου, την καθαίρεση σαθρών τμημάτων της λιθοδομής του θόλου και τη στερέωση του στομίου, επειδή διαπιστώθηκε ότι υπάρχει έντονη παραμόρφωση και απόκλιση περίπου 28 εκ. από την κατακόρυφο της δυτικής και ανατολικής ακμής των εσωτερικών παραστάδων και είχαν θραυστεί οι δυο από τους 3 μεγαλίθους  στο υπέρθυρο του στομίου.

Ο τάφος πήρε αυθαίρετα το όνομα του Αίγιστου, ο οποίος έζησε γύρω στο 1200 π.Χ., ενώ ο τάφος χρονολογείται στο 1500 π.Χ.

 

Ο τάφος των Λεόντων

 

Ο τάφος των Λεόντων

Ο τάφος των Λεόντων

Ο τρίτος θολωτός τάφος που βρίσκεται εντός του σημερινού αρχαιολογικού χώρου των Μυκηνών είναι ο λεγόμενος τάφος των Λεόντων, βόρεια από την είσοδο του αρχαιολογικού χώρου, στο δρόμο που οδηγεί στο σημερινό μουσείο των Μυκηνών και σε μικρή απόσταση απ’ αυτό. Η ονομασία του είναι συμβατική και οφείλεται πιθανότατα στο γεγονός ότι βρέθηκε πολύ κοντά στην πύλη των Λεόντων. Χρονολογείται στο 1350 π.X. και έχει δρόμο με επένδυση από ισοδομικούς πωρόλιθους.  Το  ανώφλι του είναι τετραπλό από αμυγδαλόπετρες,  ενώ εσωτερικά, στο πλευρό της εισόδου και σε μία ζώνη στα θεμέλια, είναι χτισμένος με ισοδομικούς κροκαλοπαγείς ογκολίθους.

Οι 4 αυτοί θολωτοί τάφοι των Μυκηνών είναι οι γνωστότεροι, γιατί βρίσκονται μέσα στο σημερινό αρχαιολογικό χώρο οι τρεις απ’ αυτούς (Αίγισθου, Κλυταιμνήστρας, Λεόντων) και στην ανατολική πλαγιά του λόφου της Παναγίτσας, αριστερά του δρόμου που οδηγεί στον αρχαιολογικό χώρο, ο τέταρτος και πιο γνωστός, ο θησαυρός του Ατρέα. Οι υπόλοιποι 5 σωζόμενοι θολωτοί τάφοι των Μυκηνών παραμένουν άγνωστοι στους πολλούς, γιατί βρίσκονται στη δυτική πλαγιά του λόφου της Παναγίτσας μέσα στους ελαιώνες  της περιοχής.  Η προσπέλαση σε τρεις απ’ αυτούς γίνεται από τον αγροτικό ασφαλτόδρομο, που ξεκινάει από το κέντρο του σημερινού οικισμού των Μυκηνών ή από το σημερινό νεκροταφείο των Μυκηνών και διασχίζει τον ελαιώνα στη δυτική πλαγιά του λόφου της Παναγίτσας με κατεύθυνση βορειοδυτικά. Σε απόσταση 1.000 περίπου μέτρων από τη μια ή την άλλη αφετηρία του δρόμου βρίσκονται ο τάφος των Δαιμόνων και ο τάφος των Κυκλώπων.

 

O Tάφος των Δαιμόνων

 

O Tάφος των Δαιμόνων

O Tάφος των Δαιμόνων

Πρόκειται για σπουδαίο μνημείο, που χτίστηκε την ίδια περίοδο (μέσα 13ου αι. π.X.) με τους τάφους του Aτρέα και της Kλυταιμνήστρας και διατηρεί ανέπαφη τη θόλο του. Βρίσκεται μέσα στον ελαιώνα, 50 περίπου μέτρα πάνω από το δρόμο, χωρίς όμως να είναι ορατός από το δρόμο και, καθώς δεν υπάρχει καμιά σήμανση, είναι αδύνατο να τον εντοπίσει κανείς, αν δεν τον ξέρει, όσες φορές και αν περάσει από το δρόμο αυτό.

O Tάφος των Δαιμόνων είναι ο παλαιότερος και ο μικρότερος της ομάδας αυτής και από τους πιο καλά διατηρημένους. Ένας  δρόμος μήκους 15 μέτρων και πλάτους 3 μέτρων οδηγεί στην είσοδο του τάφου, που έχει 3 μέτρα βάθος και 3 μέτρα ύψος και είναι χτισμένη με 8 σειρές κανονικούς λίθους. Tα πλευρά του δρόμου του έχουν επένδυση από μικρές, σχετικά ακατέργαστες πέτρες, οι παραστάδες της προσόψεως είναι χτισμένες από  τετραγωνισμένους, ισοδομικά τοποθετημένους αμυγδαλόλιθους και το στόμιό του φραζόταν από ξύλινη θύρα. Το υπέρθυρο αποτελείται από 2 ογκόλιθους από αμυγδαλόπετρα.   H θόλος του έχει διάμετρο. 8,40 μέτρα και αποτελείται από 27 συμμετρικά κομμένες ισοδομικές στρώσεις από αμυγδαλόλιθο, προσαρμοσμένες στην εσωτερική καμπύλη της. Στο δάπεδο του θαλάμου διακρίνονται σκαμμένοι τάφοι, όπου είχαν τοποθετηθεί νεκροί. Tο κουφιστικό τρίγωνο είναι φραγμένο εμπρός από πλάκες με το ίδιο υλικό.

Οι χωρικοί τον ονομάζουν και τάφο του Ορέστη, αλλά δεν είναι ο τάφος εκείνου του βασιλιά, γιατί χτίστηκε στο πρώτο μισό του 13ου αι. π.Χ., ενώ ο Ορέστης βασίλεψε στις αρχές του 12ου αιώνα.

 

Ο τάφος των Κυκλώπων

 

Ο τάφος των Κυκλώπων

Ο τάφος των Κυκλώπων

Στο ίδιο σημείο και σε απόσταση 40 περίπου μέτρων νοτιότερα του τάφου των Δαιμόνων βρίσκονται τα ερείπια του τάφου των Κυκλώπων. Οι τοίχοι του δρόμου, που οδηγεί στον τάφο, έχουν καταρρεύσει, όπως και η είσοδος του τάφου, που τη φράζουν οι ογκόλιθοι του υπέρθυρου. Ο θάλαμος με διάμετρο 9 περίπου μέτρα διατηρεί τους τοίχους του από ακατέργαστες σχετικά πέτρες, που δείχνουν ότι ο τάφος χρονολογείται στην πρώιμη περίοδο (1600- 1400 π.Χ.). Η θόλος του έχει καταρρεύσει, όπως και ένα κομμάτι του τοίχου στη βορειοδυτική πλευρά του θαλάμου.  Πολλές από τις πέτρες του τάφου είναι σωρευμένες ως μαντρότοιχοι δεξιά και αριστερά του δρόμου του!

Επανερχόμενος στον ασφαλτόδρομο ο επισκέπτης έχει την ευκαιρία να δει Δεξιά και αριστερά του δρόμου θαλαμωτούς τάφους και λακκοειδείς τάφους, οι οποίοι παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

 

Ο τάφος κάτω Φούρνος

 

Ο τάφος κάτω Φούρνος

Ο τάφος κάτω Φούρνος

Συνεχίζοντας τον ασφαλτόδρομο και σε απόσταση 500 περίπου μέτρων από το σημείο που βρίσκονται οι δυο αυτοί τάφοι συναντάμε 30 μέτρα αριστερά του δρόμου μέσα στις ελιές τον τάφο κάτω Φούρνος. Ανήκει στη δεύτερη ομάδα και είναι σύγχρονος με τον τάφο  των Λεόντων και τον τάφο της Παναγίτσας (1400-1300 π.Χ.).  

Ο δρόμος που οδηγεί στην είσοδο έχει μήκος 12 μέτρα και πλάτος 3 μέτρα με τις πλευρές του χτισμένες με μεγάλους παραλληλόγραμμους λίθους που, επειδή κινδυνεύουν να καταρρεύσουν, έχουν στηριχτεί με ξύλινες αντηρίδες από την αρμόδια αρχαιολογική υπηρεσία τα τελευταία χρόνια. Η είσοδος του τάφου, χτισμένη με παρόμοιους με το δρόμο, αλλά μεγαλύτερους  λίθους, έχει μήκος 3,50 μέτρα και ύψος 4 μέτρα και διατηρεί στην κορυφή της το υπέρθυρο, που αποτελείται από 2 μεγάλους αμυγδαλωτούς ογκόλιθους και έναν μικρότερο. Ο θάλαμος έχει διάμετρο 10 περίπου μέτρων και είναι χτισμένος από μικρότερους κανονικού σχήματος λίθους σε 25 σειρές μέχρι το ύψος του υπέρθυρου.

 

Ο τάφος πάνω φούρνος

 

Ο τάφος πάνω φούρνος

Ο τάφος πάνω φούρνος

Βρίσκεται στη δυτική πλαγιά του λόφου της Παναγίτσας και είναι προσβάσιμος από ένα χωματόδρομο, που ξεκινάει από τη νοτιοδυτική άκρη του πάρκινγκ των Μυκηνών απέναντι από την σημερινή είσοδο του αρχαιολογικού χώρου, κατηφορίζει ως τον τάφο και συνεχίζει περνώντας από την ανατολική πλευρά του τάφου. Χρονολογείται στους παλαιότερους τάφους και είναι χτισμένος την ίδια εποχή με εκείνον του Αιγίσθου και των Κυκλώπων, την περίοδο 1600-1400 π.Χ. Ο διάδρομος με προσανατολισμό νοτιοανατολικό έχει μήκος 14 περίπου μέτρα και ήταν χτισμένος με ξερολιθιά, που στο μεγαλύτερο μέρος της έχει καταρρεύσει και είναι σήμερα αδιάβατος, αφού είναι γεμάτος μπάζα και αγριόχορτα. Η είσοδος είναι στενή σε σχέση με τους υπόλοιπους τάφους (1,5-2 μέτρα), αλλά το ύψος της φτάνει τα 4 μέτρα. Στην κορυφή της διατηρείται 1 μεγάλος και 1 μικρότερος ογκόλιθος, που αποτελούσαν το υπέρθυρο μαζί με 1 ακόμα μεγάλο ογκόλιθο, που βρίσκεται πεσμένος στο εσωτερικό του θαλάμου. Ο θάλαμος έχει διάμετρο 12 περίπου μέτρα και είναι χτισμένος με ακανόνιστους λίθους, που στερεώνονται με μικρές σφήνες και λάσπη, δείγμα της παλαιότερης αρχιτεκτονικής των μυκηναϊκών τοιχών.

 

Ο τάφος της Παναγίτσας

 

Ο τάφος της Παναγίτσας

Ο τάφος της Παναγίτσας

Βρίσκεται κι αυτός στη δυτική πλαγιά του λόφου της Παναγίτσας, κάτω ακριβώς από το σημερινό εξωκλήσι, που βρίσκεται στην κορυφή του λόφου και από το οποίο προφανώς πήρε το όνομά του και ο λόφος και ο συγκεκριμένος τάφος. Ανήκει στη δεύτερη ομάδα τάφων και είναι σύγχρονος με τους τάφους του Kάτω Φούρνου και των Λεόντων, που ανάγονται στο 1450 π.X. περίπου. Είναι κατασκευασμένος από μεγαλύτερες και κανονικότερες πέτρες, με ανώφλια κομμένα, ώστε να προσαρμόζονται στην εσωτερική καμπύλη της θόλου. Είχε κι αυτός κουφιστικό τρίγωνο, πρόσοψη από πελεκημένους ισοδομικούς αμυγδαλόλιθους και δρόμο με επένδυση ξερολιθιάς.

Οι 5 τελευταίοι τάφοι στη δυτική πλαγιά του λόφου της Παναγίτσας είναι εγκαταλελειμμένοι, άγνωστοι στους περισσότερους, χαμένοι μέσα σε κτήματα με ελιές  και χρειάζεται σίγουρα οδηγό όποιος επιθυμεί να τους επισκεφτεί.  Είναι δύσκολο να κατανοήσει και να εξηγήσει κανείς την αδιαφορία των υπευθύνων γι αυτά τα τόσο σημαντικά μνημεία, που έχουν αφεθεί στην τύχη τους και στη φθορά του χρόνου. Χωρίς σήμανση και χωρίς συντήρηση καταρρέουν απροστάτευτα, ενώ κακοποιήθηκαν από περαστικούς και ντόπιους και πολλές φορές οι πέτρες τους χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή μαντρότοιχων από τους ιδιοκτήτες των κτημάτων, μέσα στα οποία βρίσκονται, αφού έχουν κηρυχθεί ως προστατευόμενοι αρχαιολογικοί χώροι, αλλά μέχρι σήμερα δεν έχουν απαλλοτριωθεί και κινδυνεύουν από την εγκατάλειψη, τη βλάστηση και την υγρασία.

Οι μεγαλοπρεπείς και επιβλητικές αυτές ταφικές κατασκευές αποτυπώνουν την επιθυμία των ανθρώπων να τοποθετούν το νεκρό σε μια μνημειώδη κατασκευή αντίστοιχη με την επίγεια κατοικία του.  Οι θολωτοί τάφοι της μυκηναϊκής εποχής, που συγκαταλέγονται χωρίς αμφιβολία στα πιο λαμπρά αρχιτεκτονικά επιτεύγματα του Μυκηναϊκού Πολιτισμού, αντιπροσωπεύουν για την Ελλάδα  ό,τι εκπροσωπούν για την Αίγυπτο οι πυραμίδες. Οι μνημειώδεις διαστάσεις, αντοχή στο χρόνο, προηγμένη τεχνολογία, την αγωνία του ανθρώπου να χτίσει μια άφθαρτη αιώνια κατοικία και να προβάλει ένα σύμβολο επίγειας ισχύος και γοήτρου. Είναι τα μεγαλύτερα θολωτά μνημεία του αρχαίου κόσμου, που το ύψος τους ξεπεράστηκε μόνο με την κατασκευή του Πάνθεον στη Ρώμη.

Η χρήση των θολωτών τάφων σταματάει κατά την Υστεροελλαδική ΙΙΙΓ (1300-1200 π.Χ.) περίοδο. Από το διάστημα αυτό και μέχρι το τέλος της Μυκηναϊκής περιόδου επικρατούν οι θαλαμοειδείς τάφοι μαζί με επιβιώσεις παλαιότερων ταφικών τύπων, μάλλον επειδή οι νέες οικονομικές συνθήκες δεν επέτρεπαν την κατασκευή τόσο περίπλοκων ταφικών μνημείων.

  

Βιβλιογραφία


 

  • Βασιλικού Ντ., «Μυκηναϊκός πολιτισμός», Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας αρ.152, Αθήνα, 1995.
  • H KAΘHMEPINH, Επτά Ημέρες – Kυριακή 31 Mαΐου  1998.
  • Ιακωβίδης Σπ., «Αι μυκηναϊκαί ακροπόλεις», Εκδόσεις Πανεπιστημίου Αθηνών: Αθήνα 1973.
  • ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, Τόμος Α΄, ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΪΣΤΟΡΙΑ
  • Λάμψα Γιάννη,  «ΛΕΞΙΚΟ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, Εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ.
  • Μανιατέας Η. – Τεγόπουλος Ι., «Ιστορία των Ελλήνων Ι. Προϊστορικοί χρόνοι», Εκδόσεις «Δομή» Α.Ε.: Αθήνα χ.χ.
  • Μυλωνάς Γ., «ΜΥΚΗΝΑΙ τα μνημεία και η ιστορία τους», ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ, Αθήναι, 2002.
  • Παπασταύρου Ιω., «ΑΡΧΑΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ», Τόμος Α΄, ΑΡΧΑΙΑ ΑΝΑΤΟΛΗ-ΕΛΛΑΣ ΜΕΧΡΙ ΤΩΝ ΜΗΔΙΚΩΝ, 1950.
  • Σπαθάρη Ε., «Ιστορικός και αρχαιολογικός οδηγός των Μυκηνών», Αθήνα, 2001.
  • Χαμηλάκη Κατ., «Μυκήνες,  Ερευνητές,» Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, Αθήνα, 2004.

 

Αλέξης Τότσικας

Φιλόλογος – Συγγραφέας

 

Read Full Post »

«Κλυταιμνήστρες» της Αλεξίας Πετροπούλου στο Φεστιβάλ Άργους Μυκηνών 2013


 Η θεατρική ομάδα «Δέκατα» παρουσιάζει την ιλαροτραγωδία – μιούζικαλ «Κλυταιμνήστρες» της Αλεξίας Πετροπούλου. Πρεμιέρα το Σάββατο 10 Αύγουστου στις 9 το βράδυ στον Αρχαιολογικό χώρο Μυκηνών, στα πλαίσια του Φεστιβάλ Άργους- Μυκηνών 2013.

«Κλυταιμνήστρες». Μια σύντομη και ανατρεπτική περιήγηση στην ιστορία των Ατρειδών.

 

"Κλυταιμνήστρες"

«Κλυταιμνήστρες»

 

Στο πρώτο μέρος του έργου, παρουσιάζεται η κατάσταση που βρίσκεται το παλάτι και οι Μυκηναίοι κατά την επιστροφή του Αγαμέμνονα από την Τροία, η αποκάλυψη της θυσίας της Ιφιγένειας, η εκδίκηση και ο φόνος της Κλυταιμνήστρας προς τον άντρα της, βασιλιά Αγαμέμνονα. Στο δεύτερο μέρος του έργου οι «Κλυταιμνήστρες»  για να σταματήσουν την αιματοχυσία και να μην μείνουν ακέφαλες οι Μυκήνες αποδρούν μέσω Διακτίνησης (Διός ακτίνες) και βρίσκονται κατηγορούμενες σε κάποιες φυλακές της Αμερικής.

Κείμενο: Αλεξία Πετροπούλου

Σκηνοθεσία: Μαριλία Μερσινιάδη – Χριστίνα Σαχτούρη

Στίχοι – Μουσική: Μαριλία Μερσινιάδη

Διανομή με σειρά εμφάνισης – Ά Μέρος

Χορός- εφιάλτης-φόνισσες: Μαρία Μπαρούτα – Δέσποινα Παπαχριστοπούλου – Χριστίνα Παχή – Μάνια Σπαθή

Ιφιγένεια: Δέσποινα Παπαχριστοπούλου

Φύλακας: Γιώργος Τάτσης

Κλυταιμνήστρα: Αλεξία Πετροπούλου

Αγαμέμνων: Χριστόφορος Δίκας

Κασσάνδρα: Χριστίνα Σαχτούρη

Β’ Μέρος

Χορός- φόνισσες: Μαρία Μπαρούτα – Δέσποινα Παπαχριστοπούλου – Χριστίνα Παχή – Μάνια Σπαθή

Δεσμοφύλακας: Γιώργος Τάτσης

Κλυταιμνήστρα: Αλεξία Πετροπούλου

Δικηγόρος: Γιώργος Κεμερλής

Διάρκεια έργου: 90 λεπτά.
Πληροφορίες: 27510 67895

Read Full Post »

Ο λέων ως πολιτικό σύμβολο – Ένα ζώο ταυτόσημο της δύναμης και της εξουσίας


Ο θυρεός της Αρμενίας. Φέρει λέοντα και αετό που υποβαστάζουν μια ασπίδα με σύμβολα του αρμενικού έθνους (μεταξύ των οποίων εμφανίζονται επίσης λέοντες, ενώ στο κέντρο δεσπόζει το όρος Αραράτ).

Ο θυρεός της Αρμενίας. Φέρει λέοντα και αετό που υποβαστάζουν μια ασπίδα με σύμβολα του αρμενικού έθνους (μεταξύ των οποίων εμφανίζονται επίσης λέοντες, ενώ στο κέντρο δεσπόζει το όρος Αραράτ).

Το λιοντάρι από τους αρχαί­ους ήδη πολιτισμούς θεωρήθηκε ταυτόσημο της δύναμης και της εξουσίας. Με το ζώο αυτό συνδέ­θηκαν αρετές οι οποίες έπρεπε να διακρίνουν έναν ηγεμόνα, όπως γενναιότητα, δύναμη και μεγαλο­πρέπεια. Για τον λόγο αυτό χρησι­μοποιήθηκε ως σύμβολο της βασι­λικής εξουσίας. Έχει υποστηρι­χθεί ότι η αρχαιότερη εμφάνιση λεόντων στην ανθρώπινη τέχνη εντοπίζεται σε σπηλαιογραφίες στη Γαλλία, χρονολογούμενες περί το 30.000 π.Χ., όπου εμφανίζονται δείγματα του εξαφανισμένου πλέον ευρωπαϊκού λέοντα των σπηλαίων (panthera leo spelaea). Σε τοιχογραφία, επίσης, της 5ης χι­λιετίας π.Χ. από τη νότια Αίγυπτο, εμφανίζονται δύο λιοντάρια που στέκονται όρθια στα πίσω πόδια τους να πλαισιώνουν μια μορφή που ταυτίζεται πιθανώς με κάποια θεότητα.

Το σύμβολο της Ιερουσαλήμ έλκει την καταγωγή του από τον λέοντα που συμβόλιζε για τους Εβραίους τη φυλή του Ιούδα.

Το σύμβολο της Ιερουσαλήμ έλκει την καταγωγή του από τον λέοντα που συμβόλιζε για τους Εβραίους τη φυλή του Ιούδα.

Ο λέοντας εξάλλου κατείχε σημαντική θέση στην αιγυπτιακή τέχνη και κατά τους επόμενους αιώνες, καθώς εμ­φανίζεται με τη μορφή της σφίγγας, του τερατό­μορφου πλάσματος με σώμα λέαινας και ανθρώπι­νη κεφαλή. Η σφίγγα πέρασε και στην αρχαία ελλη­νική μυθολογία και θρησκεία, στην οποία συναντά­ται κυρίως με την προσθήκη φτερών. Στο αιγυπτια­κό πάνθεο, επίσης, υπήρχαν δύο θεές με μορφή λέαινας, η Μπαστέτ, η οποία απεικονιζόταν συνή­θως ως λέαινα ή γάτα, και η Σεχμέτ, με σώμα γυ­ναίκας και κεφαλή λέαινας. Εξίσου σημαντική θέση κατείχε η μορφή του λιονταριού ως συμβόλου και στους πολιτισμούς της Μεσοποταμίας, ειδικά στους Σουμέριους και στους Βαβυλώνιους, ενώ η χρήση του εξαπλώθη­κε στη συνέχεια στους Χετταίους και στους Πέρ­σες. Στην εβραϊκή παράδοση επίσης το λιοντάρι ήταν σύμβολο της φυλής του Ιούδα.

 

Παράσταση λέοντα από το ανάκτορο των βασιλέων της αρχαίας Περσίας στην Περσέπολη.

Παράσταση λέοντα από το ανάκτορο των βασιλέων της αρχαίας Περσίας στην Περσέπολη.

 

Στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό το λιοντάρι συνδέθηκε με την ισχύ της εξουσίας από την ύστερη εποχή του χαλκού (1600-1100 π.Χ.), με πα­ράδειγμα το γνωστό ανάγλυφο της «Πύλης των Λεόντων» στις Μυκήνες. Είναι μάλιστα χαρακτηρι­στικό ότι ανάλογη πύλη με παραστάσεις λεόντων υπάρχει και στη Χαττούσα, την πρωτεύουσα των Χετταίων, λαού με τον οποίο οι Μυκηναίοι είχαν στενές επαφές. Επιπλέον, το λιοντάρι συναντάται στους άθλους του Ηρακλή, του σημαντικότερου ήρωα των αρχαίων Ελλήνων: η δορά του λιονταρι­ού της Νεμέας έγινε ένα από τα πιο αντιπροσω­πευτικά σύμβολα του ήρωα. Μέσω των Ελλήνων ή των Περσών, η χρήση του λιονταριού ως συμβόλου μεταφέρθηκε στην Ινδία.

 

Μυκήνες – Πύλη των Λεόντων. Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη. Φωτογραφία: Σαράντος Καχριμάνης.

Μυκήνες – Πύλη των Λεόντων. Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη. Φωτογραφία: Σαράντος Καχριμάνης.

 

Το σύμπλεγμα των «Λεόντων του Ασόκα» το οποίο χρησιμοποιείται στη σύγχρονη εποχή ως σύμβολο της Ινδίας.

Το σύμπλεγμα των «Λεόντων του Ασόκα» το οποίο χρησιμοποιείται στη σύγχρονη εποχή ως σύμβολο της Ινδίας.

Χαρακτηριστικό δείγμα αποτελούν οι «Λέο­ντες του Ασόκα», μια σύνθεση τεσσάρων λιοντα­ριών που ακουμπούν τις πλάτες τους και στρέφο­νται προς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Το γλυπτό αυτό βρισκόταν στην κορυφή μιας στήλης που είχε τοποθετηθεί στη βορειοανατολική Ινδία γύρω στο 250 π.Χ. από τον αυτοκράτορα Ασόκα, σε μια περίοδο κατά την οποία η ινδική τέχνη και σκέψη είχε επηρεαστεί έντονα από την ελληνική, λόγω της πρόσφατης εξάπλωσης των Ελλήνων στην περιοχή με την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τη δημιουργία ελληνοϊνδικών βα­σιλείων.

Ο φτερωτός λέων του Αγίου Μάρκου, έργο του Βιττόρε Καρπάτσιο (Vittore Carpaccio) στο ανάκτορο των δόγηδων.

Ο φτερωτός λέων του Αγίου Μάρκου, έργο του Βιττόρε Καρπάτσιο (Vittore Carpaccio) στο ανάκτορο των δόγηδων.

Με την επικράτηση του Χριστιανισμού, το λιο­ντάρι αναγνωρίστηκε ως σύμβολο του ευαγγελιστή Μάρκου. Ο ευαγγελιστής Μάρκος ανακηρύχθηκε το 828 πολιούχος της Βενετίας, μετά τη μεταφορά των λειψάνων του στην πόλη αυτή από την Αλεξάν­δρεια το ίδιο έτος, οπότε το φτε­ρωτό λιοντάρι του χρησιμοποιή­θηκε ως σύμβολο της Γαληνότα­της Δημοκρατίας. Παράλληλα, κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, η αναπαράσταση του λιονταριού, σε διάφορες στά­σεις και συνθέσεις, χρησιμοποιή­θηκε ως σύμβολο και από πολ­λούς ηγεμόνες. Σε κάποιες περι­πτώσεις, μάλιστα, η μορφή του λέοντα συγχεόταν με αυτή της λεοπάρδαλης, όπως συμβαίνει στους θυρεούς των βασιλείων της Αγγλίας και της Δανίας.

Στον ελληνικό χώρο, η περίο­δος της Λατινοκρατίας συνετέλε­σε στη συχνή εμφάνιση του βενε­τικού φτερωτού λέοντα στα οχυρά που κατείχαν οι Βενετοί. Ανα­παράσταση λιονταριού έφερε στο οικόσημό της και η φλωρεντι­νή οικογένεια των Ατσαγιόλι (Acciaioli), που ηγεμόνευσε στο δουκάτο της Αθήνας στο πρώτο μισό του 15ου αιώνα. Λέοντες, που αντλούσαν την καταγωγή τους από αντίστοιχα γερμανικά σύμβολα, εμφανίζονταν επίσης και στο βασιλικό οικόσημό του Όθωνα.

Το σύμβολο της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου της Αγγλίας φέρει τους τρεις λέοντες (αναφέρονται και ως λεοπαρδάλεις) που εμφανίζονταν κατά τον Μεσαίωνα στον θυρεό των Άγγλων βασιλέων.

Το σύμβολο της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου της Αγγλίας φέρει τους τρεις λέοντες (αναφέρονται και ως λεοπαρδάλεις) που εμφανίζονταν κατά τον Μεσαίωνα στον θυρεό των Άγγλων βασιλέων.

Στη σύγχρονη εποχή, οι λέο­ντες συναντώνται σε πλήθος συμβόλων κρατών, περιοχών και πόλεων. Στην Ευρώπη εμφανίζονται ιδιαίτερα στα βρετανικά νησιά, στις Κάτω Χώρες, αλλά και στη Βοη­μία και στη Βουλγα­ρία. Εξάλλου, η ενί­σχυση της αυτονο­μίας περιοχών, όπως η Σκωτία και η Φλάν­δρα, οδήγησε στην ανα­βίωση της χρήσης παλαιών συμβόλων τους, στα οποία εμφα­νίζονταν λέοντες.

Το ίδιο εκτεταμένη είναι η χρήση των λεόντων ως συμβόλων και στην Ανατολή. Η Ινδία χρησι­μοποιεί ως σύμβολο τους «Λέο­ντες του Ασόκα», ενώ στον θυρεό της Αρμενίας εμφανίζεται ένας λέοντας και ένας αετός, σύμβολα τα οποία χρησιμοποιούσε το αρμενι­κό έθνος από την αρχαιότητα. Ο λέο­ντας επίσης χρησιμοποιείτο ως σύμβολο της Περσίας και της βασιλικής της δυναστείας έως την επανάσταση που ανέτρεψε τον σάχη το 1979, ενώ εμφανίζεται πλέον στο σύμβολο του Τα­τζικιστάν, μιας περιοχής που διατηρεί στενούς εθνικούς και πολιτιστικούς δεσμούς με την Περσία. Αναπαραστάσεις λεόντων συναντώνται επίσης και στα σύμβολα της Σρι Λάνκα και του Θιβέτ.

Δημήτρης Σ. Μπελέζος

Ιστορικά Θέματα, τεύχος 108, Νοέμβριος 2011.

Read Full Post »

Η μυκηναϊκή Ακρόπολη της Μιδέας


 

 

 Κυκλοφορεί από το Υπουργείο Πολιτισμού – Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, το ενδιαφέρον βιβλίο των Καίτης Δημακοπούλου και Νικολέττας  Διβάρη-Βαλάκου, «Η μυκηναϊκή Ακρόπολη της Μιδέας». Έτος έκδοσης 2010, σελίδες 44.

  

Η μυκηναϊκή Ακρόπολη της Μιδέας

Η μυκηναϊκή Ακρόπολη της Μιδέας

Η Ακρόπολη της Μιδέας αποτελεί το τρίτο σε σπουδαιότητα ισχυρό κέντρο της Μυκηναϊκής Αργολίδας μετά τις δυο άλλες κυκλώπειες ακροπόλεις, τις Μυκήνες και την Τίρυνθα. Η σημασία της ως μεγάλου Μυκηναϊκού κέντρου μαρτυρείται από την κυκλώπεια οχύρωσή της, τα ευρήματα των ανασκαφών, τη θέση της στη μυθολογία και τη σύνδεσή της με το πλούσιο Μυκηναϊκό νεκροταφείο στα γειτονικά Δενδρά.

Η Μιδέα, εκτός από την αρχαία γραμματεία, αναφέρεται και από περιηγητές και ερευνητές του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, που περιέγραψαν τα ορατά ανά τους αιώνες ερείπια της οχύρωσης.

Μικρή έρευνα στην ακρόπολη πραγματοποιήθηκε το 1907 από το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο. Ωστόσο, οι πρώτες δοκιμαστικές ανασκαφές στη Μιδέα άρχισαν το 1939 από τον Σουηδό αρχαιολόγο Axel Persson, τον ανασκαφέα των Δενδρών και της Ασίνης. Περιορισμένη έρευνα έγινε και το 1963 από τους Νικόλαο Βερδελή και Paul Astrom, ενώ οι συστηματικές ανασκαφές στην ακρόπολη, ως κοινό Ελληνοσουηδικό πρόγραμμα, άρχισαν το 1983, αρκετά πρόσφατα σε σύγκριση με τις έρευνες στις Μυκήνες και την Τίρυνθα, που ξεκίνησαν έναν αιώνα ενωρίτερα.

Η ακρόπολη ιδρύθηκε σε λόφο με υψόμετρο 268 μ., που δεσπόζει στο βορειοανατολικό μυχό της Αργολικής πεδιάδας. Η στρατηγική της θέση με την απεριόριστη θέα προς όλες τις κατευθύνσεις παρείχε τη δυνατότητα ελέγχου ολόκληρης της πεδιάδας και του Αργολικού κόλπου, πράγμα που συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στην εξέλιξη και την ακμή της Μιδέας κατά τη Μυκηναϊκή εποχή. Όπως δείχνουν τα σωζόμενα ίχνη του Μυκηναϊκού οδικού δικτύου στην περιοχή, η ακρόπολη συνδεόταν με τα άλλα μεγάλα κέντρα της Αργολίδας…

Read Full Post »

Διάλεξη του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Harvard, “Events Series 2012”


 

Το Κέντρο Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Harvard  σε συνεργασία με το Δήμο Άργους-Μυκηνών, διοργανώνει διάλεξη με θέμα: «Μυκήνες, Πολιτική και Ιστορική εξέλιξη».

Για το παραπάνω θέμα, η κυρία  Ελένη Παλαιολόγου, Αρχαιολόγος Δ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, θα μιλήσει  στην Αίθουσα του Συλλόγου Αργείων «Ο Δαναός», οδός Αγγελή Μπόμπου 8, στο  Άργος, την  Τετάρτη 25 Απριλίου  2012 και ώρα 20.00.

Η σειρά εκδηλώσεων «Events Series 2012» πραγματοποιείται σε συνεργασία με τους Δήμους Ναυπλιέων, Άργους-Μυκηνών και Ερμιονίδας.

 

Read Full Post »

Ντόντουελ Έντουαρντ – «Προς το Άργος», 1805


 

Ο Edward Dodwell, (1767 – 1832) υπήρξε μία πολυσχιδής προσωπικότητα, με σπουδαία μόρφωση, αρχαιολόγος και ζωγράφος. Καταγόταν από παλαιά και πολύ πλούσια οικογένεια της Ιρλανδίας. Στην Ελλάδα πραγματοποίησε τρία ταξίδια το 1801, το 1805 και 1806. Στα δύο τελευταία ταξίδια συνοδεύεται από τον ζωγράφο Simone Pomardi, του οποίου σχέδια κοσμούν τα βιβλία του.   

Το Δεκέμβριο του 1805 βρίσκεται στην Κόρινθο και από εκεί επισκέπτεται το Άργος, τις Μυκήνες, την Τίρυνθα, την Επίδαυρο, το Κρανίδι και άλλες περιοχές της Αργολίδας.  Για  τις εντυπώσεις του στην Αργολίδα αφιερώνει 100 περίπου σελίδες, στον δεύτερο τόμο του έργου του με τίτλο  «A Classical and Topographical Tour through Creece», το οποίο εξέδωσε το 1819 στο Λονδίνο. Ας πάρουμε μια εικόνα του Άργους, λίγα χρόνια πριν τον αγώνα για την ανεξαρτησία…

 

Άργος. Άποψη της Λάρισας από το λόφο της Δειράδας 1810.

[…] Πλησιάζοντας το Άργος η θέα ήταν ιδιαίτερα μεγαλειώδης. Οι βράχοι της ακρόπολης υψώνονταν κοντά στα δε­ξιά μας, με ένα μοναστήρι χτισμένο πάνω σε μια μυτερή κορφή ενός από­κρημνου γκρεμού, στ’ αριστερά μας ή­ταν μια στρογγυλή προεξοχή μετρίου ύψους, πιθανόν ο …λόφος. Μπροστά μας ήταν η πόλη του Άργους, σε κοντι­νή απόσταση από τον κάμπο και τον κόλπο.

Πήγαμε στο χάνι, το οποίο ήταν πιο βρόμικο απ’ ότι ο νους μπορεί να συλλάβει και γι’ αυτό υποχρεωθήκαμε να μείνουμε στο σπίτι ενός τρελού Έλ­ληνα ο οποίος μας φέρθηκε με ευγέ­νεια και φροντίδα αλλά μας αποσπού­σε με το θόρυβο και τ’ αστεία του, κα­θώς η τρέλα του ήταν απ’ το εύθυμο και αβλαβές είδος. Οι Τούρκοι έδει­χναν μεγάλο σεβασμό σε τρελούς και μανιακούς σχεδόν όπως στους αγίους και πίστευαν πως ήταν κάτω από την άμεση προστασία του προφήτη τους. Σ’ έναν τρελό Έλληνα συμπεριφέρο­νται πολύ καλύτερα απ’ ότι σε έναν γνωστικό Έλληνα, και κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες το να κάνεις τον τρελό έ­δειχνε σοφία και υποπτεύθηκα ότι ο τρελός οικοδεσπότης μας δεν ήταν α­νόητος.

Αυτή η κάποτε τιμημένη πόλη, αυτόν τον καιρό δεν έχει ούτε τους μισούς κατοίκους απ’ όσους έχει η Αθήνα. Οι κάτοικοί της δεν υπερβαίνουν τους 5.000, η πλειονότητα των οποίων είναι Έλληνες. Το Άργος καταλαμβάνει ένα τελείως επίπεδο χώρο στο Νότιο – Ανατολικό πρόποδα της αρχαίας ακρόπο­λης. Τα σπίτια είναι μικρά και χαμηλά αλλά μαζί με πολλούς κήπους είναι α­πλωμένα σ’ αρκετό χώρο, έχουν την μορφή ενός σκόρπιου χωριού. Αυτή η πόλη έχει δυο τζαμιά και πολ­λές εκκλησίες και διοικείται από έναν αγά ο οποίος έχει σαράντα χωριά στην εξουσία του.

Τα περισσότερα απ’ τα αρχαία μνημεία με τα οποία το Άρ­γος ήταν τόσο πλούσια και μεγαλόπρεπα στολισμένο έχουν εξαφανιστεί τόσο, ώστε μπαίνοντας στην πόλη ο ταξιδιώτης νιώθει την ανάγκη να ρωτή­σει που είναι οι τριάντα ναοί, τ’ ακριβά μνήματα, το γυμναστήριο, το στάδιο και τα πολλά μνημεία που έχει περι­γράψει ο Παυσανίας. Έχουν εξαφανι­στεί για πάντα, αφού για τα περισσό­τερα δεν βρίσκεται ούτε ίχνος. Η σιω­πηρή καταστροφή του χρόνου, ή το οργισμένο μένος των βαρβάρων έχει ι­σοπεδώσει τα πάντα. Εκτός απ’ το Θέατρο, την Ακρόπολη και μερικές μάζες Ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής. Το Θέατρο βρίσκεται στο νότιο – ανατολικό πρόποδα της Ακρόπολης. Τα καθίσματα, τα οποία είναι λαξεμένα στο βράχο, είναι καλά διατηρημένα, και είναι θαυμαστών διαστάσεων.

Μπροστά από το θέατρο είναι ένας με­γάλος Ρωμαϊκός τοίχος από τούβλο, που τώρα ονομάζεται «Παλαιό Τεκκέ», ο ένας Τούρκος αγάς, που ανυπομο­νούσε να επιδείξει τις γνώσεις του πά­νω στις αρχαιότητες, και την ίδια στιγ­μή να μεταδώσει πληροφορίες, με βε­βαίωσε ότι προηγούμενα ήταν το σε­ράι, ή το παλάτι ενός βασιλιά του Άρ­γους και αυτό που νόμιζα πως ήταν θέ­ατρο, ήταν το ντιβάνι του. Ένας άλλος Τούρκος, ωστόσο, που ήταν παρών, διόρθωσε το φίλο του και είπε ότι ήταν «χτισμένο για δέκα χιλιάδες (αγριο­γούρουνα;) Έλληνες, που συνήθιζαν να συγκεντρώνονται σ’ αυτό με το σκο­πό να ακούσουν ανθρώπους να τρα­γουδούν και να χορεύουν και να γε­λοιοποιούν τους εαυτούς τους».

Μπήκαμε στο σπίτι ενός Τούρκου κοντά στα ερείπια και οδηγηθήκαμε σε ορισμένα υπόγεια θολωτά δώματα στρωμένα με χοντρό μωσαϊκό σε μαύρο και άσπρο χρώμα. Η διάβασή μας σ’ ένα πέρασμα σταμάτησε από ένα νεώτερο τοίχο, μας βεβαίωσαν ότι συ­νεχιζόταν για πολύ κάτω από τη γη και τελείωνε σε κάποια άλλα ερείπια από τούβλο όπου βρίσκεται επίσης ένα ό­μοιο πάτωμα.

Ο Απολλόδωρος, ο Παυ­σανίας και άλλοι, αναφέρουν το υπό­γειο οικοδόμημα του Ακρίσιου και το μπρούτζινο «θάλαμο», στον οποίο η κόρη του Δανάη ήταν φυλακισμένη. Στην εποχή του Παυσανία περιείχε το μνημείο του Κρότωπου και το ναό του Βάκχου. Εφόσον δεν μπορούσαμε να προχω­ρήσουμε άλλο σ’ αυτό το πέρασμα, γυ­ρίσαμε στο θέατρο κοντά στο οποίο παρατηρήσαμε μια λεπτή μάζα από τείχος απ’ την καλά συνδεδεμένη πο­λυγωνική κατασκευή. Σε δυο από τα τείχη υπάρχουν χαραγμένες επιγρα­φές, οι οποίες όμως έχουν διαβρωθεί τόσο ώστε μόνο τα παρακάτω γράμ­ματα μπορούν να διαβαστούν:

Ε- ΙΤΕΛΙΔΕ             ΑΔΩΜΠΑΝ

ΔΑ- Λ- ΣΙΕΣΑΤΟ       ΣΟΑ

Α- ΟΙΠΑΤΕΙΑ

Πάνω απ’ το πρώτο υπάρχει ένα α­νάγλυφο σχεδόν κατεστραμμένο, που προφανώς απεικονίζει δυο γυναικείες μορφές σε καθιστή στάση. Αυτές οι ε­πιγραφές φαίνονται πολύ μεταγενέ­στερες από την κατασκευή του τεί­χους. Αυτό το ερείπιο τώρα ονομάζε­ται Λυμιάρτη. Λίγο ψηλότερα στο λόφο της ακρό­πολης υπάρχει ένα ερείπιο από τού­βλο χτισμένο πάνω σ’ ένα επίπεδο, λαξεμένο βράχο. Ένα από τα εσωτερικά τείχη περιέ­χει ένα κυκλικό κοίλωμα για άγαλμα, το οποίο ίσως μια ανασκαφή να φέρει στο φως.

Μερικά χρόνια αφού είχα κάνει αυτό το οδοιπορικό στην Ελλά­δα, ο Βελή Πασάς, διοικητής του Μο­ριά, διέταξε μια ανασκαφή κοντά στο θέατρο, όπου ανακαλύφθηκαν δεκαέξι μαρμάρινα αγάλματα και προτομές σε καλή κατάσταση, ιδιαίτερα ένα της Α­φροδίτης και ένα άλλο του Ασκληπιού. Δεν ήταν ούτε στο μισό απ’ το αληθινό μέγεθος. Σε ένα από τα αγάλματα υ­πήρχε η επιγραφή ΑΤΤΑΛΟΣ. Ο Παυ­σανίας αναφέρει έναν Αθηναίο γλύπτη μ’ αυτό το όνομα ο οποίος έφτιαξε το άγαλμα του Απόλλωνα Λυκείου στο Άρ­γος.

Οι πιο διάσημοι γλύπτες στο Άργος ήταν ο Αγελάδας, ο Ελάδας, ο Πολύ­κλειτος, ο Φράδμων, Ασεπόδορος, Α­ντιφάνης και Μουκίδας. Διάφορα χρυσά μετάλλια από τον Αυτοκράτορα Βαλεντανό βρέθηκαν ε­πίσης σ’ ένα τάφο κοντά σε αυτό το σημείο.

Πύργοι του κάστρου της Λάρισας Άργους. (Χαρακτικό) 1810. William Gell, Itinerary of Greece, London 1810.

Η Ακρόπολη βρίσκεται σε μια μυτε­ρή βραχώδη ανηφοριά, σε αρκετό ύψος: οι τοίχοι και οι πύργοι φαίνονται εντυπωσιακοί από χαμηλά: αλλά πλη­σιάζοντας αυτό τα οικοδομήματα ο τα­ξιδιώτης απογοητεύεται καθώς ανακα­λύπτει το μεγαλύτερο μέρος τους ν’ α­ποτελείται από μικρές πέτρες και τσι­μέντο, έργο του Μεσαίωνα. Ανεβήκαμε από ένα μονοπάτι και παρατηρήσαμε πολύ λίγα ίχνη στο δρόμο μας, παρ’ ότι ο Παυσανίας ανα­φέρει ένα στάδιο και πέντε ναούς μέσα στην ακρόπολη ή στο δρόμο προς αυτήν.

Απ’ αυτούς τους ναούς ο πιο δοξα­σμένος ήταν αυτός της Αθηνάς, στον οποίο υπήρχε ο τάφος του Ακρίσιου. Υπάρχουν ακόμη πάνω στην Ακρόπολη ορισμένα ερείπια πολυγωνικής κατασκευής, τα οποία πιθανώς είναι τα Κυ­κλώπεια τείχη που αναφέρονται από τον Ευριπίδη. Δεν έχουμε λόγους να υ­ποθέσουμε ότι τα καλά συνδεδεμένα πολύγωνα δεν περιέχονταν σ’ αυτήν την ονομασία, όπως τα απομεινάρια της τραχιάς, και λιγότερο πολύπλοκης Τιρυνθιακής μορφής. Ο Ευριπίδης έχει ορισμένα κείμενα σχετικά με την Κυκλώπεια δομή αυτής της πόλης, τα οποία αναφέρονται σε υποσημείωση. Αυτός ο τρόπος δομής σημειώνεται κι από διάφορους άλλους συγγρα­φείς, πιο συγκεκριμένα τον Απολλόδω­ρο, Στράβωνα, Σενέκα, Στάτιο και τον Παυσανία, αλλά ο τελευταίος είναι ο μόνος όπου συγκεκριμένα τον περι­γράφει, όταν μιλάει για τα τείχη της Τί­ρυνθας. Επίσης γίνεται κάποια νύξη απ’ τον Βιργίλιο.

Ο Πλίνιος λέει ότι σύμφωνα με τον Α­ριστοτέλη, οι πύργοι εφευρέθηκαν α­πό τους Κύκλωπες, και σύμφωνα με το Θεόφραστο, από τους Τιρύνθιους. Ο σχολιαστής του Στάτιου ισχυρίζεται πως ό,τι ήταν αξιοθαύμαστο για το με­γάλο του μέγεθος λεγόταν ότι φτιά­χτηκε από τους Κύκλωπες. Η μεγάλη δυσκολία, ωστόσο, είναι να πούμε με βεβαιότητα ποιοι ήταν οι Κύκλωπες – από που κατάγονται και σε ποια περί­οδο ήκμασαν. Δεν θα κάνω μεγάλη συζήτηση πάνω σ’ αυτό το θέμα, ελπίζοντας ότι θα διε­ρευνηθεί πλήρως από τον πληροφορη­μένο υποστηρικτή αυτού του συστήμα­τος, όπου η δουλειά του, η οποία ανα­μένεται διακαώς, χωρίς αμφιβολία θα ρίξει φως σ’ αυτό το σκοτεινό και για πολύ παραμελημένο τμήμα της προϊ­στορίας.. Προς το παρόν, αρκεί να πα­ρατηρήσουμε ότι ο Στράβων είχε τόσο μπερδεμένες ιδέες για τους Κύκλωπες 18 αιώνες πριν, όσο έχουμε εμείς σή­μερα. Λέει ότι ήταν επτά στον αριθμό, κι ότι ήρθαν από τη Λυσία. Ο σχολιαστής του Ευριπίδη, ωστόσο, διατηρεί την άποψη ότι ήταν ένα έθνος από τη Θράκη, που ονομάστηκε έτσι από έ­ναν απ’ τους βασιλιάδες τους κι ότι ή­ταν οι καλύτεροι «Τεχνίται» την εποχή που έζησαν.

Φαίνεται ότι ήταν ιδιαίτε­ρα επιδέξιοι στην κατασκευή στρατιω­τικών φρουρίων, και στο να διασκορπί­σουν την αρχιτεκτονική τους γνώση σ’ όλη την Ελλάδα και σε πολλά μέρη της Ιταλίας, της Σικελίας και της Ισπανίας. Σ’ αυτές τις χώρες υπήρχαν αποικίες από τους Πελασγούς της Ελλάδας, οι οποίοι έμαθαν την τεχνική της στρα­τιωτικής κατασκευής από τους Θρά­κες, αλλά είναι πιο πιθανό ότι οι Κύ­κλωπες οι ίδιοι ήταν Πελασγοί, οι οποί­οι εγκαταστάθηκαν στην Πελο­πόννησο, γιατί είναι γενικά παραδεκτό ότι ήταν ξένοι και όχι αυτόχθονες. Υπάρχουν διάφορα ερείπια αρχαί­ων τειχών στην Ακρόπολη του Άργους, που απαρτίζονται από δεύτερης τε­χνοτροπίας, ή καλά συνδεδεμένα πο­λύγωνα, αλλά όχι το παραμικρό ίχνος της τραχιάς Τιρυνθιακής τεχνοτροπί­ας. Αν τα τείχη κατασκευάζονταν αρχι­κά απ’ αυτές τις τραχιές και ανθεκτι­κές μάζες, δεν θα ήταν δυνατόν να εί­χαν καταστραφεί τόσο ολοκληρωτικά και να μην μείνει ούτε μια πέτρα. Και δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι τα τείχη που υπάρχουν και σήμερα είναι τα ίδια μ’ αυτά που ο Ευριπίδης αποδίδει στους Κύκλωπες.

Τα τείχη περικλείουν την κορυφή της Ακρόπολης, και το σύγχρονο Κάστρο, που αποτελείται α­πό προμαχώνες και πύργους χτισμέ­νους με μικρές πέτρες και ασβεστόλασπη υψώνεται πάνω στ’ αρχαία ερεί­πια, στα οποία τα χαμηλότερα μέρη α­πό ορισμένους κυκλικούς ή τετράγω­νους πύργους είναι ορατά. Η Ακρόπο­λη είναι εντελώς έρημη, χωρίς κατοί­κους. Η θέα έχει μεγάλο ενδιαφέρον και έ­κταση αλλά το θέαμα από μεγάλο ύψος είναι πιο γραφικό. Ολόκληρος ο κάμπος του Άργους, με την πρωτεύου­σα, τα χωριά και τον κόλπο, με τις Μυ­κήνες, την Τίρυνθα και τη Ναυπλία μπορεί να διακριθεί όπως σ’ ένα χάρ­τη. Το όρος Τράπεζα (;) κοντά στη Νε­μέα είναι επίσης ορατό.

Αρχαίο Θέατρο Άργους, E. Rey 1843

Κατεβήκαμε από έναν άλλο δρόμο, και σε μισή ώρα φτάσαμε στο θέατρο. Υπήρχαν δυο ακροπόλεις στο Άργος, από τις οποίες η κυριότερη πάνω από το θέατρο, ονομάζονταν Λάρισα και Α­σπίς: χρωστούσαν η πρώτη το όνομα στην κόρη του Πελασγού και η δεύτε­ρη στο παιχνίδι της Ασπίδας, το οποίο τελείτο εδώ. Το δεύτερο κάστρο βρισκόταν σε μια βραχώδη κορυφή μετρίου ύψους, βορειοανατολικά της Λάρισας: αυτός πρέπει να είναι ο λόφος του Φορονέως καθώς δεν υπάρχει άλλο ύψωμα στο Άργος, ή στην κοντινή περιοχή, κατάλ­ληλο για τη θέση ενός φρουρίου. Το μοναστήρι, το οποίο βρίσκεται πάνω σ’ έναν απότομο βράχο, στη βό­ρεια πλευρά της Λάρισας, προφανώς έχει την τοποθεσία ενός αρχαίου να­ού. Κάτω από το μοναστήρι υπάρχουν μερικά σπήλαια, που περιέχουν πηγή νερού, το οποίο πιθανόν βρίσκει διέξο­δο από υπόγεια περάσματα, κάτω στην κωμόπολη, όπου τροφοδοτεί πη­γάδια και κρήνες.

Ο Παυσανίας αναφέρει έναν ναό στο Άργος αφιερωμένο στον Κηφισό, κάτω από τον οποίο έτρεχε αυτός ο ποταμός. Ο ναός του Απόλλωνα ήταν στο δρό­μο προς τη Λάρισα και βρισκόταν σ’ έ­να σημείο που ονομαζόταν Δειράς, α­πό τη θέση του στην άκρη ενός βρά­χου, η οποία ανταποκρίνεται στη θέση του μοναστηριού.

Ο Φουρμόντ περιγράφει μια υπόγεια είσοδο, η οποία λέει διαπερνά 3000 βήματα το βράχο της Λάρισας, όπου ανοίγεται μέσα από ένα σκούρο πέ­τρωμα, γεμάτο απολιθωμένες αχιβά­δες: λέει ότι το πέρασμα είναι τελείως ευθύ, αλλά έχει κοιλώματα σε κάθε πλευρά, όχι απέναντι το ένα στο άλλο. Ο Πλούταρχος μας πληροφορεί ότι ο Κλεομένης άνοιξε τα υπόγεια περά­σματα κάτω από την Ασπίδα, και έτσι μπήκε στην πόλη.

Η ακόλουθη πολύ αρχαία επιγραφή βρίσκεται στη Λάρισα. Φαίνεται ν’ αποτελείται από κύρια ονόματα. Είναι σημαντικά διαβρωμένη, αλλά τα παρακάτω ονόματα μπορούν να αποκρυπτογραφηθούν: Σθενέλαος – Ιπομεδων – Αρχέμιχος – Άδραστος – Βορθανόρας – Κρήτος – Ομίντονος – Δεστόμαχος. Φαίνεται ότι υπάρχουν άλλα επτά ονόματα τα οποία είναι μη αναγνώσιμα…

Η προσέγγιση προς το Άργος προ­στατευόταν από δυο μακρά τείχη, που εκτείνονται προς τη θάλασσα, όπως στην Αθήνα, την Ελευσίνα, τα Μέγαρα, την Κόρινθο και την Πάτρα. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο Αλκιβιάδης συμ­βούλεψε τους Αργείτες να ενώσουν την πόλη τους με τη θάλασσα με μα­κρά τείχη. Και γι’ αυτό το σκοπό τους έστειλε χτίστες από την Αθήνα. Κατα­σκευάστηκαν στον δέκατο – πέμπτο χρόνο του Πελοποννησιακού πολέμου. Βρίσκουμε ότι το Άργος ήταν εξαρ­τημένο στις Μυκήνες από πολύ παλιά, τουλάχιστον την εποχή του Περσέα.

Η Πύλη των Λεόντων (The Gate of the Lions at Mycenae) – Edward Dodwell, 1834.

Ο Βασιλιάς των Μυκηνών ονομαζόταν α­πό τον Όμηρο «ο βασιλιάς πολλών νη­σιών και ολόκληρου του Άργους», το οποίο, μερικοί είναι της γνώμης, ση­μαίνει ολόκληρη την Πελοπόννησο. Ο Αγαμέμνονας αύξησε το βασίλειό του, κατακτώντας την Λακωνία και την Κορινθία.

Η ίδρυση του Άργους από τον Ίναχο πιθανόν έλαβε χώρα περίπου 232 χρόνια μετά απ’ αυτήν της Σικιώνας, τα οποία αναλογούν σε 1856 χρό­νια πριν από την εποχή μας. Ήταν για πολύ καιρό η πιο ακμάζουσα πόλη στην Ελλάδα, και εμπλουτίστηκε με το εμπόριο της Ασσυρίας και της Αιγύ­πτου. Στον καιρό του Στράβωνα ακόμα συνέχισε να είναι μια από τις πρώτες πόλεις στην Πελοπόννησο, και λόγω της γονιμότητας του εδάφους του, και τα πλεονεκτήματα της θέσης του, πι­θανόν δεν εγκαταλείφθηκε ποτέ ως την εποχή του Βαγιαζήτ.

Σήμερα, ολό­κληρος ο κάμπος είναι πολύ ανθυγιει­νός τους Φθινοπωρινούς μήνες, και η ελονοσία προκαλεί μεγαλύτερη συμ­φορά σ’ αυτήν την όμορφη περιοχή απ’ αυτούς που συνέβησαν από τη Λερναία Ύδρα, ή το λιοντάρι της Νεμέ­ας. Βρίσκουμε ότι το Άργος και η Ναυ­πλία ανήκαν, κατά τον δέκατο τέταρτο αιώνα, στον Πιέτρο ντι Φεντερίκο Κορ­νάρο, έναν ευγενή Βενετό: μετά το θά­νατό του η χήρα του Βόννη(;) ή Μαίρη ντ’ Ενγκιέν, τα παρεχώρησε στη δημο­κρατία της Βενετίας το 1388, με τη γη τους και τα φρούρια τους, για το σύνο­λο των 700 Βενετικών δουκάτων σε χρυσό, όπου θα πληρώνονταν σ’ αυτήν ετησίως, εκτός από τα 2000 δουκάτα σε χρυσό κατά την πράξη της εκχώρη­σης. Το έτος 1397, το Άργος κατελήφθει από τον Βαγιαζήτ. Τότε ερημώθη­κε τελείως και τα τείχη του καταστρά­φηκαν. Ξαναχτίστηκε από τους Βενε­τούς – από τους οποίους το πήραν οι Τούρκοι το 1463- και αφού το ξαναπή­ραν οι Βενετοί, την ίδια χρονιά επανα­κτήθηκε από τους Τούρκους.

Ο ποταμός Ίναχος του οποίου η α­ποξηραμένη κοίτη είναι ένας σύντομος δρόμος για τα βορειοανατολικά του Άργους, τροφοδοτείται με παροδικές πλημμύρες μόνο μετά από δυνατές βροχές, κι όταν λειώνουν τα χιόνια στα γύρω βουνά. Η πηγή του σύμφωνα με τον Στράβωνα ήταν στο όρος Λούρκιο, κοντά στην Κυνουρία, και σύμφωνα με τον Παυσανία, στο όρος Αρτεμίσιον. Α­κόμα και τον μήνα Δεκέμβριο, όταν ή­μουν στο Άργος δεν υπήρχε σταγόνα νερό στο κανάλι του, και όπως ο Ισμένος και ο Ιλισσός, έχει πιο συχνά ακου­στεί για τη γλιστερή απαλότητα ή την ορμητική βιασύνη του ρεύματός του στην ποιητική φαντασία, παρά στην πραγματικότητα της ύπαρξης. Ήταν πράγματι στην καλύτερη μορφή του, τίποτα περισσότερο από ένας τυχαίος χείμαρος και γι’ αυτό ονομάστηκε χαραδρώδης από τον Στράβωνα. Το τωρινό του όνομα είναι Ζέρια, λέξη που αποδίδεται στην αποξηραμένη κοίτη του. Πηγάζει περίπου δέκα μίλια από το Άργος, σε ένα μέρος που ονομάζε­ται Μούσι, στο δρόμο προς την Τριπολιτσά στην Αρκαδία. Το χειμώνα μερι­κές φορές κατεβαίνει από τα βουνά σε μια κυλιόμενη μάζα, όπου κάνει σημα­ντική ζημιά στην πόλη. Ο Λουκιανός παρατηρεί ότι τα ποτάμια πεθαίνουν ό­πως οι άνθρωποι και οι πόλεις, και ότι ο Ίναχος δεν έχει αφήσει ούτε ίχνη για να θυμίζουν την εξαφανισμένη ζωτικό­τητά του.

Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, το πρώτο όνομα του Ίναχου ήταν Καρμάνωρ, το οποίο άλλαξε σε Αλιάκμων, α­πό την ονομασία του Τιρύνθιου ήρωα που χάθηκε στο ρεύμα του. Ο Ίναχος, ένας γιος του Ωκεανού, έπειτα πνίγηκε σ’ αυτόν και του έδωσαν το όνομά του. Ο Στράβων δικαιώνει το Άργος από τον κάποτε παροιμιώδη καταλογισμό ζήτησης νερού, βεβαιώνοντας ότι είναι καλά τροφοδοτούμενο, και αναφέρο­νται μερικές πηγές μέσα στην πόλη.

Σήμερα υπάρχουν διάφορα αρχαία και νεώτερα πηγάδια στο Άργος και σε σχεδόν κάθε τμήμα της πόλης και της κοντινής περιοχής, νερό βρίσκεται, χωρίς σκάψιμο σε σημαντικό βάθος. Ο Παυσανίας παρατηρεί ότι δεν υ­πάρχει άλλο νερό απ’ αυτό της Λέρνας σ’ αυτό το μέρος της περιοχής κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών. Φαίνεται να έχει ξεχάσει το μόνιμο ρεύμα του Ερασίνου, το οποίο είναι πολύ πιο κοντά στο Άργος από τη λί­μνη της Λέρνας.

Στη συνέχεια ο περιηγητής επισκέπτεται τον Ερασίνο, τη Λέρνα, τις Μυκήνες, το Ναύπλιο  και σχεδόν ολόκληρη την Αργολίδα…

 

Μετάφραση: Αφροδίτη Ιωαν. Μπιμπή

 

Πηγή


  • Περιοδικό, «Αναγέννηση», τεύχος 382, Απρίλιος 2002.

 

Σχετικά θέματα: 

 

Read Full Post »

Ντόντουελ Έντουαρντ  – Edward Dodwell (1767 – 1832)


 

 

Edward Dodwell

Ο Edward Dodwell, υπήρξε ζωγράφος, περιηγητής, αρχαιοδίφης και συγγραφέας. Καταγόταν από παλαιά και πολύ πλούσια οικογένεια της Ιρλανδίας. Γεννήθηκε το 1767 στο Δουβλίνο, σπούδασε φιλολογία και αρχαιολογία στο Trinity College του Cambridge και συνέχισε τις σπουδές του αποκτώντας το πτυχίο του Bachelor of Arts. Κάτοχος σημαντικής περιουσίας, χωρίς επαγγελματική υποχρέωση, επιδίδεται απερίσπαστος στη μελέτη των πολιτισμών της Μεσογείου.

Επισκέφτηκε την Ελλάδα τρεις φορές:  το 1801, το 1805 και το 1806. Το 1819  εξέδωσε το, «A Classical and Topographical Tour through Creece», μια λεπτομερής έκθεση των ταξιδιών του σε δύο μεγάλους τόμους, που αποτελεί πολύτιμη πηγή πληροφοριών πάνω στις συνθήκες ζωής της Ελλάδας πριν τον αγώνα για την ανεξαρτησία. Συνοδευόταν από τον προσωπικό του ζωγράφο τον Ιταλό Simone Pomardi, του οποίου σχέδια κοσμούν τα βιβλία του. Το Δεκέμβριο του 1805 βρίσκεται στην Κόρινθο και από εκεί επισκέπτεται το Άργος, τις Μυκήνες, την Τίρυνθα, την Επίδαυρο, το Κρανίδι και άλλες περιοχές της Αργολίδας.  Για  τις εντυπώσεις του στην Αργολίδα αφιερώνει 100 περίπου σελίδες, στον δεύτερο τόμο του έργου του.     

Όπως λέει και ο τίτλος, η εργασία του Dodwell ήταν, στο μεγαλύτερο μέρος της,  τοπογραφική και αρχαιολογική σε έκταση. Έχοντας αποκτήσει μια τυπική κλασσική εκπαίδευση στο Trinity College, του Cambridge, ήταν ικανός να εφαρμόσει τη γνώση του πάνω στις πηγές σε αρχαιολογικά θέματα για να συλλέξει ένα τεράστιο όγκο υλικών που το κατηγοριοποίησε με τρόπο λεπτομερή και πολυμαθή.

Στη γερμανική του μετάφραση το, «A Classical and Topographical Tour through Creece», 1821,  περιλαμβάνει τριάντα έγχρωμα χαρακτικά με τοπία της χώρας. Η ακρίβεια στην απόδοση των τοπίων, των αρχαίων ερειπίων και των ανθρωπίνων μορφών με τις ενδυμασίες τους καθιστούν τις γκραβούρες του πραγματικές μαρτυρίες της εποχής. Η ακρίβεια και η παρουσία χρώματος καθιστά, δύο αιώνες μετά τη δημιουργία τους, τα έργα του Ντόντουελ δυσεύρετα και πολύτιμα.

Το δεύτερο έργο του «Views in Creece», εκδόθηκε στο Λονδίνο το 1821, με πολλές γκραβούρες, δίνοντας  έτσι μια ολοκληρωμένη άποψη της Ελλάδας του 19ου αιώνα.

Με την ολοκλήρωση των περιηγήσεών του ζει στην Ιταλία, κυρίως  στη Ρώμη και τη Νεάπολη, ευνοούμενος του Βατικανού. Το 1830 όταν εξερευνά τα όρη της Ιταλίας προσβάλλεται από σοβαρή ασθένεια από την οποία και πέθανε στις 13 Μαΐου 1832 στη Ρώμη. Η τριάντα χρόνια νεότερη σύζυγός του Theresa, κόρη του Count Giraud, έγινε γνωστή σαν η «όμορφη» κόμισσα του Spaur, και έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην πολιτική ζωή της παπικής πόλης.

Η τελευταία του δουλειά, «Views and Descriptions of Cyclopian or Pelasgic Remains in Italy and Creece », κυκλοφόρησε μετά το θάνατό του, στο Λονδίνο το 1834.

Πηγές


 

Σχετικά θέματα:

 

 

Read Full Post »

Γκραβούρα – Μυκήνες –  Porta di Micene, λιθογραφία,  αρχές 19ου αιώνα 

 

Μυκήνες - Porta di Micene, λιθογραφία, αρχές 19ου αιώνα

 

Οι «Πολύχρυσες Μυκήνες», το βασίλειο του μυθικού Αγαμέμνονα, που πρώτος ύμνησε ο Όμηρος στα έπη του, είναι το σημαντικότερο και πλουσιότερο ανακτορικό κέντρο της Ύστερης Εποχής του Χαλκού στην Ελλάδα. Το όνομά τους έχει δοθεί σε έναν από τους λαμπρότερους πολιτισμούς της ελληνικής προϊστορίας, το μυκηναϊκό, και οι μύθοι που συνδέονται με την ιστορία τους διαπέρασαν τους αιώνες με τα ομηρικά έπη και τις μεγάλες τραγωδίες της κλασικής εποχής, ενώ ενέπνευσαν και συνεχίζουν να εμπνέουν παγκοσμίως την πνευματική δημιουργία και την τέχνη.

Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »

« Newer Posts - Older Posts »