Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Museum’

«Μουσείο, Σχολείο και Eκπαίδευση για Όλους». Δρ Βασιλική Σ. Ιωαννίδη, Β.Α., Ph.D., Φιλολογία, ειδίκευση: «Μεσαιωνική και Νεοελληνική Φιλολογία». Διδάκτωρ Παιδαγωγικής, ειδίκευση: «Ειδική Αγωγή» / Ι.Κ.Υ., Φιλοσοφική Σχολή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών


 

 

«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, αποδεχόμενη τις εκατοντάδες προτάσεις των επισκεπτών της και επιθυμώντας να συμβάλλει στην επίκαιρη ενημέρωση τους, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

 Δημοσιεύουμε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα» άρθρο της Δρ. Βασιλικής Ιωαννίδη, Διδάκτωρ Φιλοσοφίας στο αντικείμενο της Παιδαγωγικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, με θέμα:

«Μουσείο, Σχολείο και Eκπαίδευση για Όλους»

 

Η Μουσειοπαιδαγωγική αποβλέπει στην επιστημονική διερεύνηση των παιδαγωγικών και μουσειολογικών αρχών και όρων, οι οποίοι διέπουν την παιδαγωγική και εκπαιδευτική πολιτική των μουσείων, αποσκοπώντας αφενός στη δημιουργική αξιοποίηση του υλικού πολιτισμού γενικά και των μουσείων ειδικότερα αφετέρου στην καλλιέργεια ατόμων και κοινωνικών ομάδων, ανεξάρτητα από προέλευση και ικανότητες. Η Μουσειοπαιδαγωγική διαμορφώνει το πλαίσιο για τον καλύτερο δυνατό σχεδιασμό και την καλύτερη δυνατή εφαρμογή και αξιολόγηση εκπαιδευτικών προγραμμάτων που διευκολύνουν κοινωνικές ομάδες με διαφορετικότητα, προκειμένου να κατανοούν, να ερμηνεύουν και να αξιοποιούν δημιουργικά μουσειακούς και άλλους πολιτισμικούς χώρους. Απώτερος στόχος της είναι η προώθηση της μουσειακής παιδείας στο σύνολο της κοινωνίας μέσα από την καλλιέργεια της κριτικής σκέψης και των πολύπλευρων αισθητικών, συναισθηματικών, σωματικών, κοινωνικών παραστάσεων και κωδίκων επικοινωνίας. Υπό αυτό το πρίσμα, η Μουσειοπαιδαγωγική δεν ενδιαφέρει μόνο τα μουσεία και τα εκπαιδευτικά τμήματά τους, αλλά και άλλους εκπαιδευτικούς, πολιτισμικούς και κοινωνικούς θεσμούς (Νάκου, 2001).

Αρχαιολογικό Μουσείο Άργους. Εσωτερικό πρώτου ορόφου, ελληνορωμαϊκά γλυπτά.  Επιλογή εικόνας: Αργολική Βιβλιοθήκη.

Αρχαιολογικό Μουσείο Άργους. Εσωτερικό πρώτου ορόφου, ελληνορωμαϊκά γλυπτά. Επιλογή εικόνας: Αργολική Βιβλιοθήκη.

Για την εκπλήρωση των στόχων της η Μουσειοπαιδαγωγική στηρίζεται αφενός στις αρχές της σύγχρονης μουσειολογίας και της θεωρίας του υλικού πολιτισμού αφετέρου στα πορίσματα της σύγχρονης παιδαγωγικής και διδακτικής, που αφορούν κυρίως την πολυσημία των μουσειακών χώρων και των αντικειμένων, καθώς επίσης προεκτάσεις της διασταυρώνονται σε κοινωνικές και επιστημολογικές διαστάσεις της γνώσης, της μάθησης και της επικοινωνίας. Ωστόσο, παρά τις ποικίλες διασυνδέσεις της με τη μουσειολογία, τη θεωρία του υλικού πολιτισμού και τις επιστήμες εκπαίδευσης και συμπεριφοράς, η μουσειοπαιδαγωγική αναπτύσσεται ως ιδιαίτερος επιστημονικός κλάδος με ερευνητικές προσεγγίσεις, οι οποίες αποσκοπούν στην καλύτερη αξιοποίηση της παιδευτικής σημασίας του υλικού πολιτισμού μέσω εναλλακτικών μορφών επικοινωνίας και μάθησης σε σχέση με τη σύγχρονη πολυπολιτισμική πραγματικότητα (Νάκου, ό.π.)

Ειδικότερα, η συνισταμένη του παιδαγωγικού έργου που επιτελείται μέσα σε ένα μουσείο, καθώς και η αποστολή τής εκάστοτε εκπαιδευτικής δραστηριότητας μπορεί να αναλυθεί σε τρεις συνιστώσες (Potvin, 2000, σελ. 41 κ.εξ.):

(α) την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, ώστε να χρησιμοποιήσουν και περαιτέρω το σχολικό χρόνο για να μεταδώσουν γνώση,

(β) τη γνωριμία και την εξοικείωση των μαθητών στο μέτρο του δυνατού με εικαστικές προτάσεις συγγενικές του τρόπου εργασίας των επιλεγμένων καλλιτεχνών∙ γεγονός όμως που δεν γίνεται αποδεκτό από όλους καθώς κυριαρχεί η άποψη ότι δεν πρέπει να είναι κανείς καλλιεργημένος για να έρθει σε επαφή και να συγκινηθεί από έργα Τέχνης,

(γ) την καλλιέργεια της αισθητικής ευαισθησίας ως βασικό προορισμό της Τέχνης για ο,τιδήποτε μας περιβάλλει και δεν είναι αντικείμενο Τέχνης.

Οι παιδαγωγικές πρακτικές στα μουσεία είναι διαφορετικές από εκείνες των σχολείων. Η οριακή εφαρμογή αυτής της λογικής φαίνεται στην απόρριψη του γραψίματος κατά την υλοποίηση ενός εκπαιδευτικού προγράμματος στο μουσείο και στην εύνοια της αγωγής του βλέμματος της παρατήρησης. Η παιδαγωγική που υιοθετείται και εφαρμόζεται στα μουσειοπαιδαγωγικά προγράμματα χαρακτηρίζεται ως μια παιδαγωγική που μεταχειρίζεται τα παιδιά ως ώριμα άτομα και όχι ως εκτελεστές εντολών. Έτσι, η κεντρική ιδέα αναφορικά με τις αναπαραστάσεις των στελεχών των μουσείων διαμορφώνεται γύρω από τους εξής άξονες (Ζαφειράκου, 2000, σελ. 103 κ.εξ.):

  • Το μουσείο έχει ανάγκη το σχολείο, διότι του παρέχει το μελλοντικό του κοινό.
  • Το μουσείο εφαρμόζει καινοτόμες παιδαγωγικές πρακτικές που βασίζονται στην «παιδαγωγική του βλέμματος».
  • Η μουσειακή γνώση ενέχει όχι μόνο γνωστική αλλά και συναισθηματική και αισθητική διάσταση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, είναι πιο ολοκληρωμένη και συνδέεται με τις απαιτήσεις της καθημερινής ζωής.
Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου, γενική άποψη της νέας έκθεσης. Επιλογή εικόνας: Αργολική Βιβλιοθήκη.

Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου, γενική άποψη της νέας έκθεσης. Επιλογή εικόνας: Αργολική Βιβλιοθήκη.

Είναι γεγονός ότι τα Μουσεία στο μέλλον θα λειτουργούν ως χώροι συγκέντρωσης για κοινωνική αλληλεπίδραση και εμπλοκή. Η πρόκληση θα είναι πώς θεσμικά θα ενισχύσουν τον κοινωνικό τους ρόλο υπό τη διάσταση της κοινωνικής ανάπτυξης και συνοχής. Παράλληλα, η ταχέως εξελισσόμενη πρόοδος στην τεχνολογία έχει βαθιά επίδραση στον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι έχουν πρόσβαση στη χρήση και τη λήψη πληροφοριών. Τα Μουσεία, λοιπόν, θα πρέπει να καθορίσουν το ρόλο τους μέσα από την εξέλιξη της πολιτικής τους, αναφορικά με την πνευματική ιδιοκτησία, την ψηφιοποίηση, τη συντήρηση, την πρόσβαση στο περιεχόμενό τους κ.λπ. Επιπλέον, τα Μουσεία μπορούν να συνεχίσουν να εμπλουτίζουν την εκπαίδευση και να οικοδομούν τη γνώση στην κοινωνία με συνειδητή προσαρμογή των υπηρεσιών τους μέσω νέων τρόπων, με τους οποίους οι άνθρωποι θέλουν να αναζητήσουν, να συγκεντρώσουν και να ερμηνεύσουν πληροφορίες δημιουργώντας νοήματα στον 21ον αιώνα. Τέλος, η συνεργασία είναι απαραίτητη για τη βιωσιμότητα και τη μελλοντική ανάπτυξη των μουσείων και μπορεί να αυξήσει την ικανότητα των θεσμικών οργάνων για την αντιμετώπιση των ευκαιριών και των προκλήσεων του 21ου αιώνα, με απώτερο σκοπό την πλήρωση των αναγκών της κοινότητας. Η διαδικασία καθορισμού για το σχεδιασμό ενός βιώσιμου μέλλοντος δεν θα είναι μόνο σε οικονομικό επίπεδο, αλλά και σε συσχέτιση με τον κόσμο που εξυπηρετούν. Η ανάπτυξη κατάλληλων και αποτελεσματικών μετρήσεων μπορεί να είναι ένα βασικό εργαλείο για τη διασφάλιση της αξίας των μουσείων προκειμένου να διασφαλίσουν μελλοντική επιτυχία (Pastore, 2009).

Προς την κατεύθυνση αυτή, ενισχυτικά θα λειτουργήσουν επιλογές και ενέργειες, όπως (πρβλ. Χάιτας, Ιωαννίδη, 2008):

  • Ζητήματα μουσειακής εκπαίδευσης μπορούν να υλοποιηθούν χρησιμοποιώντας τη διαφορετικότητα των ανθρώπων εποικοδομητικά, στηριζόμενοι στη θεωρία των πολλαπλών τύπων ευφυϊας. Ο HowardGardner (1993) αναφέρει ότι οι ευφυΐες σχετίζονται με τη δυνατότητα του ατόμου να αντιληφθεί τον κόσμο γύρω του μέσα από μία διαδικασία αποθήκευσης και ερμηνείας της πληροφορίας. Με τη διάκριση των πολλαπλών τύπων νοημοσύνης που διακρίνει ο Gardner (γλωσσική, μαθηματική/ λογική, μουσική, χωρική, σωματική/ κινησιακή, διαπροσωπική και ενδοπροσωπική) είναι δυνατή η δημιουργία ενός συνδυαστικού πλαισίου διερεύνησης και έκφρασης ατομικών κλίσεων και δυνατοτήτων σε επίπεδο μουσειακής εκπαίδευσης, με σκοπό την ένταξη των ατόμων με μαθησιακές και κοινωνικο-πολιτισμικές διαφορές.
  • Παράλληλα, η έλλειψη θετικών εμπειριών που βοηθούν το άτομο στην κοινωνική του συναναστροφή είναι ένα άλλο στοιχείο που χαρακτηρίζει άτομα που έχουν αναπτύξει αποκλίνουσα ως προς τις κοινωνικές νόρμες, συμπεριφορά. Τέτοιες θετικές εμπειρίες μπορούν να δοθούν μέσα από την πρόσβαση στο μουσειακό χώρο. Επιπλέον, βασιζόμενοι στη θεωρία του δομισμού (Hein,1998), όπου η δυνατότητα του ατόμου για ερμηνεία του κόσμου που το περιβάλει σχετίζεται με την ανάκληση και τη χρήση των προηγούμενων εμπειριών, θεωρούμε ότι το μουσείο μπορεί να λειτουργήσει ως κρίκος σύνδεσης παιδιών και εφήβων με αποκλίνουσα συμπεριφορά με τους κοινωνικούς θεσμούς, χρησιμοποιώντας τις προηγούμενες εμπειρίες τους ως υλικό που «ερεθίζει» την περιέργειά τους και τα ενδιαφέροντά τους και πλουτίζει τις γνώσεις τους. Η επεξεργασία των εμπειριών αυτών θα αποτελέσει το εφαλτήριο για τη βελτίωση των ατομικών τους γνώσεων, δεξιοτήτων και ικανοτήτων και ενδεχομένως και επαγγελματικών προοπτικών.
  • Επίσης, μέσα από το μουσείο μπορεί να επιτευχθεί δημιουργική αξιοποίηση του χρόνου, ενεργοποιώντας εθελοντικές συμπεριφορές των ατόμων με δυσχέρειες κοινωνικής προσαρμογής. Τα άτομα αυτά μπορούν, αφού έχουν λάβει μία σφαιρική εκπαίδευση όσον αφορά σε θέματα πολιτισμού και επικοινωνίας, να συμβάλουν στη λειτουργία του φορέα-μουσείου, συμμετέχοντας σε κάποιες από τις δραστηριότητες και παροχές του, όπως είναι τα εκπαιδευτικά προγράμματα, η δημιουργία ιστοσελίδων και έντυπου υλικού, η διευκόλυνση επισκεπτών με ειδικές ανάγκες, η παροχή πληροφοριών κ.ά.
  • Καταλήγοντας, θέλουμε να επισημάνουμε ότι η ένταξη μπορεί να επιτευχθεί μέσα από ποικίλες δράσεις του μουσείου σε συνεργασία με τις κοινωνικές ομάδες. Ιδιαίτερα, το μουσείο οφείλει να δημιουργήσει τις γέφυρες συνύπαρξης, ως πόλος επικοινωνίας της διαφορετικότητας μέσα στην ίδια την κοινωνία, ενεργό μέλος της οποίας είναι. Είναι βέβαιο ότι η γνώση καταπολεμά το φόβο άρα και τον κοινωνικό αποκλεισμό, το ρατσισμό και την περιθωριοποίηση. Το μουσείο πρέπει πρώτο να καταρρίψει τους μύθους του παρελθόντος, δημιουργώντας τις κατάλληλες συνθήκες ισότιμης συνύπαρξης και συνεκπαίδευσης περιθωριοποιημένων κοινωνικών ομάδων με τον υπόλοιπο κοινωνικό ιστό. Μπορεί να δημιουργήσει δραστηριότητες δια βίου εκπαίδευσης, θέτοντας παράλληλα βάσεις προσωπικής και κοινωνικής εξέλιξης των ατόμων και ιδίως αυτών που αντιμετωπίζουν προβλήματα κοινωνικής αποξένωσης και απομόνωσης.

Βασικές παιδαγωγικές αρχές μιας τέτοιας κοινωνικής και πολιτισμικής συμπερίληψης είναι:

  • η δημοκρατική στάση και η ευαισθητοποίηση απέναντι στη διαφορετικότητα,
  • ο εκπολιτισμός και η άνευ όρων αποδοχή όλων των μελών ανεξαιρέτως χαρακτηριστικών και ιδιαιτεροτήτων,
  • η αυτονομία και η αξιοπρέπεια ως αναφαίρετο δικαίωμα όλων,
  • η καλλιέργεια της ικανότητας του ατόμου για διερεύνηση, αναζήτηση, επικοινωνία και μάθηση.

Καταλήγοντας, η σύνδεση μουσείου και σχολείου, και δη η σχέση της μουσειακής αγωγής με το εν γένει εκπαιδευτικό έργο, προωθεί εκτός των άλλων και μια δυναμική κοινωνική εξωστρέφεια του ίδιου του σχολικού θεσμού αλλά και των μουσειακών χώρων. Η σύζευξη αυτή εγγυάται την ευοίωνη εξέλιξη και τη βιωσιμότητά τους ως χώρους κοινωνικής συναλλαγής και αειφόρου ανάπτυξης ατόμου και κοινωνίας.

 

Βιβλιογραφία


 

  • Ζαφειράκου, Α. (2000). Πώς το Μουσείο βλέπει το Σχολείο. Στο: Ζαφειράκου, Α. (επιμέλεια). Μουσεία & Σχολεία. Διάλογος & Συνεργασίες. Αναπαραστάσεις & Πρακτικές (σελ. 85-107). Αθήνα: Τυπωθήτω – Γ. Δαρδανός.
  • Hein, G. (1998). Learning in the Museum. London: Routledge.
  • Gardner, H. (1993). Frames of Mind: The Theory of Multiple Intelligences. New York: Basic Books. 
  • Νάκου, Ε. (2001). Μουσεία: Εμείς, τα Πράγματα και ο Πολιτισμός. Αθήνα: Νήσος.
  • Pastore, E. (2009). The Future of Museums and Libraries. ADiscussionGuide. Institute of Museum and LibraryServices. Washington, D.C.USA.
  • Potvin, M. (2000). Πτυχές στην Ελληνική Γλυπτική: Μια Παιδαγωγική Πρόταση στο Λούβρο. Στο: Ζαφειράκου, Α. (επιμέλεια). Μουσεία & Σχολεία. Διάλογος & Συνεργασίες. Αναπαραστάσεις & Πρακτικές (σελ. 37-47). Αθήνα: Τυπωθήτω – Γ. Δαρδανός.
  • Χάϊτας, Χ., Ιωαννίδη, Β. (2008). Προς μια δια βίου εκπαίδευση ειδικών ομάδων πληθυσμού στο πλαίσιο του μουσείου: σύνδεση και κατάργηση ορίων. Το παράδειγμα των ανήλικων παραβατών. Πρακτικά του Πανελληνίου Επιστημονικού Συνεδρίου με Διεθνή Συμμετοχή “Δια βίου μάθηση για την ανάπτυξη, την απασχόληση και την κοινωνική συνοχή” (σελ. 341-343). Οργάνωση: Γενική Γραμματεία Εκπαίδευσης Ενηλίκων. Ινστιτούτο Διαρκούς Εκπαίδευσης Ενηλίκων. Συνεργασία: Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.

 

Βασιλική Ιωαννίδη,

Δρ Παιδαγωγικής 

 

Read Full Post »

1961-2011:Μισός αιώνας λειτουργίας του Μουσείου Άργους


 


Μουσείο στο Άργος:Η αρχή και η εξέλιξή του

 

Τον Ιούνιο του 1961 εγκαινιαζόταν το σημερινό μουσείο αρχαιοτήτων του Άρ­γους [1], ενώ από τα μέσα του 1959 είχε τελειώσει η ανακαίνιση – διαμόρφωση του κτιρίου της οικίας του Δημητρίου Καλλέργη σε αίθουσα μουσείου, στο ισόγειο της οποίας εκτέθηκαν τα ευρήματα της Λέρνας [2]. Ήδη από το τέλος του 19ου αιώνα είχε διαμορφωθεί το αίτημα, από λογίους της πόλης, για ίδρυση στο Άρ­γος μουσείου άξιου της ιστορίας του, ενώ οι ανασκαφές του Ολλανδού Wilhelm Vollgraff (για λογαριασμό της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών) κατά πρώτο στην αρχή του 20ού αιώνα, και έπειτα στη δεκαετία του 1930, αναζωπύ­ρωσαν το ενδιαφέρον, τώρα και από τις στήλες του τοπικού Τύπου.

Δημήτριος Καλλέργης. Φωτογραφία του Γάλλου André-Adolphe-Eugène Disdéri (1819-1890), Παρίσι 1865.

Ο νέος κύκλος ανασκαφών της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής στο Άργος, από την αρχή της δεκαετίας του 1950, ώθησε το από πολλές πλευρές πια ενδιαφέ­ρον, στη διαμόρφωση του σημερινού αρχαιολογικού μουσείου, με έξοδα του Γαλ­λικού Κράτους, αλλά και με την παραχώρηση της χρήσης της οικίας Καλλέργη,αυτής σε ερειπιώδη κατάσταση, από τον Δήμο Άργους, στον οποίο είχε δωρηθεί το κτίριο από τους απώτερους κληρονόμους του Καλλέργη.

Στο άρθρο αυτό θα εκθέσουμε την «πορεία» μουσείου για τις αρχαιότητες του Άργους από τα μέσα του 19ου αιώνα, όπου βρίσκονται οι πρώτες πληροφορίες για στεγασμένη αρχαιολογική συλλογή στο Άργος, μέχρι τις μέρες μας. Αλλά είναι ανάγκη να προσθέσουμε ότι μόλις τώρα (πιθανόν 2012) δημιουργείται μουσείο για τις βυζαντινές αρχαιότητες (του Άργους, αλλά και της υπόλοιπης Αργολίδας), σε αίθουσες των Στρατώνων Καποδίστρια, ενώ δεν γίνεται καν, ακόμα, σοβαρά και οργανωμένα λόγος, για μουσείο της νεότερης ιστορίας και της λαογραφίας τηςπόλης.

Ο συντάκτης του άρθρου, τα τελευταία τριάντα χρόνια, έχει επανειλημμέ­να, σε διάφορα άρθρα του, τονίσει την ανάγκη για δημιουργία τέτοιου μουσείου, οργανωμένου βεβαίως με τις σύγχρονες μουσειολογικές αντιλήψεις. Τούτο ση­μαίνει ότι πρέπει να δημιουργηθεί μουσείο που δεν θα περιορίζεται σε έκθεση αντικειμένων, αλλά στόχο θα έχει την πρόκληση μέθεξης στους επισκέπτες, σε μία πόλη που δεν έπαψε να ζει συνεχώς με την πάροδο των χρόνων και των αιώ­νων. Ας ελπίσουμε ότι πρώτα ο Δήμος Άργους θα ενστερνισθεί την ιδέα αυτή, μέσα στο πλαίσιο μιας ευρύτερης κατανόησης της κοινωνικής και οικονομικής αξίας της πολιτισμικής ανάπτυξης.

1. Οι απαρχές

Ο Δημήτριος Βαρδουνιώτης, ανάμεσα στα σκόρπια άρθρα και σημειώματά του, τόσο στον αργειακό όσο και στον αθηναϊκό Τύπο, δημοσίευσε με τα αρχικά του και με την άκρα σεμνότητα που τον διέκρινε, στην εφημερίδα «Δαναΐς» του Δημ. Δεσμίνη, μικρό άρθρο με τον τίτλο «Το εν Άργει Αρχαιολογικόν Μουσείον»[3], όπου με τη γνωστή αντικειμενικότητά του εκθέτει συνοπτικά τις απαρχές της στέγασης μιας πρώτης αρχαιολογικής συλλογής στο Άργος.

Μεταξύ άλλων γράφει ο Βαρδουνιώτης:

«Αι Αργείαι αρχαιότητες ήσαν διεσπαρμένοι τήδε κακείσε, μηδενός μεριμνώντος περί αυτών μέχρι 1 Δεκεμβρίου 1878. Τότε ο αείμνηστος έφορος των αρχαιοτήτων και ευλαβέστατος και ενθουσιώδης λάτρης αυτών Πανα­γιώτης Σταματάκης συνεκέντρωσε αυτάς και υπό το κατάστημα της Δημαρ­χίας μας συνέστησε και ετακτοποίησε πρώτος το αρχαιολογικόν της πόλεως ημών Μουσείον. Περιέλαβε δε τούτο 526 τεμάχια αρχαίων εκ του Ηραίου και του Άργους προ πάντων, μεταξύ των οποίων ήσαν και τινα πολλού λόγου άξια.

 Έκτοτε το Μουσείον μας εξηκολούθει πλουτιζόμενον εκ διαφόρων εκά­στοτε αρχαίων, τα πλείονα των οποίων προήλθον εκ των ανασκαφών της Λυκώνης, του θεάτρου, του λόφου της Ασπίδος κλπ.

 Η φύλαξις του Μουσείου αυτού ήτο ανατεθειμένη αρχήθεν εις τον εκάστο­τε κλητήρα της δημαρχίας. Και είχε μεν διορισθή δημοτικός τις Έφορος του Μουσείου υπό του δημοτικού συμβουλίου και του δημάρχου, αλλ’ ο διορισμός ούτος ήτο μάλλον τιμητικός τίτλος, κενός πάσης εξουσίας και ενεργείας, σχεδόν ΙΝ ΡΑRTIBUS μέχρι Σεπτεμβρίου 1899, ότε ο δημοτικός αυτός έφο­ρος παρητήθη.

 Τούτου ένεκα και διευκολύνθησαν απώλειαί τίνες των εν τω Μουσείω αυτώ αρχαιοτήτων. Κατά δε τον Αύγουστον του 1900 εγένετο σοβαρά κλοπή τοιούτων, αίτινες όμως μετ’ ου πολύ ανεκαλύφθησαν σχεδόν πάσαι.

Κατά την εποχήν εκείνην αφίκοντο ένεκα της ως άνω κλοπής εξ Αθηνών οι κ.κ. Καββαδίας και Τσούντας οίτινες και έλαβον μετά του κ. Νομάρχου Αργολίδος μέτρα διασώσεως των καλλιτέρων αρχαιοτήτων, αφού δεν ήσαν ασφαλείς εν τω Μουσείω μας, ως υπέδειξεν η κλοπή. Μόλις δε τον Οκτώβριον 1901 το Υπουργείον της Παιδείας διώρισε τακτικόν επιμελητήν των εν Άργει αρχαιοτήτων, όστις και μεριμνά και εργάζε­ται όσον δύναται διά το εν λόγω Μουσείον μας.

Λέγω όσον δύναται, διότι το Μουσείον έχει ήδη πλείστας αρχαιότητας σωρευθείσας πολλάς εν μια μόνη αιθούση. Και είναι απόλυτος ανάγκη, ει μη νέου ειδικού οικοδομήματος, τουλάχιστον μιας έτι αιθούσης και ερμαρίων προς αραίωσιν, τακτοποίησιν και νέαν απογραφήν και απαρίθμησιν των αρ­χαιοτήτων. Ο δήμαρχος Αργείων κ. Α. Καρατζάς, μεθ’ ου αρκετά περί τούτου συνωμιλήσαμεν, υπεσχέθη φιλοτιμίας την παραχώρησιν της δευτέρας αιθού­σης, ήτις παράκειται τη πρώτη».

Τελειώνοντας το άρθρο του, ο Δημ. Βαρδουνιώτης καταλήγει ότι πρέπει να γίνουν επισκευές για την ανάδειξη του μουσείου, ότι ο Δήμος δεν έχει τα οικονομικά μέσα και ότι είναι ανάγκη να συνεισφέρει και το κράτος. Διαπιστώνει ότι το μου­σείο είναι γεμάτο σκόνη και απεριποίητο και ότι αν οι αρμόδιοι ευνοούν να το εγκαταλείψουν στην κατάσταση αυτή, είναι καλύτερα να το διαλύσουν και να μεταφέρουν αλλού τις αρχαιότητες. Πράγμα που προφανώς έγινε το 1900. Ως προς τον έφορο – επιμελητή αρχαιοτήτων του μουσείου, εντοπίζουμε σε δημοσιεύματα της εποχής [4] ότι το λειτούργημα αυτό είχε αναλάβει ακριβώς ο Δημ. Βαρδουνιώτης. Τα στοιχεία που παρέχει ο Δημ. Βαρδουνιώτης είναι δυνατό να διασταυρωθούν επωφελώς με όσα παραθέτει στο άρθρο που μνημονεύσαμε προηγουμένως, η Β. Χατζημιχάλη στο «Βήμα», και προφανώς τα μεταφέρει από το Δελτίον της Εν Αθή­ναις Αρχαιολογικής Εταιρείας.

Βαρδουνιώτης Δημήτριος

Σύμφωνα με αυτά, η περισυλλογή και έκθεση αρχαιοτήτων στο Άργος έγινε το 1872, αναφέροντας ότι στη Γεν. Συνέλευση της Εταιρείας της 18ης Ιουνίου, ο Γεν. Γραμματέας της δήλωσε ότι αποφασίσθηκε για πρώτη φορά η επιθεώρηση όλων των αρχαιοτήτων του κράτους, μάλιστα στις επαρχίες, που προέρχονταν «εξ αγροικίας τινός ή πλεονεξίας, ηύξανον δ’ επιφόβως οσημέραι, ένεκα της ακηδίας των κατά τόπους αρχών». Και επειδή κανένα από τα τότε μέλη της Εταιρείας δεν μπορούσε να απουσιά­σει από τα καθήκοντά του στην Αθήνα, επιφορτίσθηκαν άλλα κατάλληλα πρόσω­πα, και συγκεκριμένα ο σχολάρχης της Ερμούπολης Α. Βλαστός και ο βοηθός του «αρχαιολογικού γραφείου» του Υπουργείου Παιδείας Παν. Σταματάκης.

Τον Ιούλιο του 1871 ο Α. Βλαστός επισκέφθηκε και το Άργος και τακτοποίησε την συλλογή των αρχαίων. Το 1878 – και εδώ επιβεβαιώνεται εν μέρει ο Βαρδου­νιώτης- ο Π. Σταματάκης, που είναι πλέον έφορος αρχαιοτήτων στο Υπουργείο, κατεβαίνει στο Άργος, συγκεντρώνει αρχαία που ήταν διασκορπισμένα στην πόλη και τα περίχωρά της και τα μεταφέρει στην «δημοτικήν συλλογήν».

Στο μεταξύ είχαν αρχίσει στις Μυκήνες οι ανασκαφές του Ερρίκου Σλήμαν και η Αργολίδα βρέθηκε στο προσκήνιο ευρωπαϊκού, πια, ενδιαφέροντος. Όμως από το 1831 εί­χαν γίνει περιορισμένες ανασκαφές στην αργολική πεδιάδα, μάλιστα στο Ηραίον, από τον γνωστό μας Τόμας Γκόρντον, που τότε ήταν επικεφαλής του ελληνικού στρατού και είχε κτίσει το σπίτι του στο Άργος (σήμερα έδρα της Γαλλικής Αρ­χαιολογικής Σχολής στην πόλη) από το 1829.

Η αρχαιολογική συλλογή του Άργους είναι, όμως, πλέον βέβαιο, μετά τη γνω­στοποίηση της διατριβής του Michel Seve [5], ότι είχε σχηματισθεί τουλάχιστον από τα μέσα του 19ου αιώνα και στεγασθεί από τότε ήδη στο υπόγειο του κτιρίου της Δημαρχίας [6]. Αυτό μαρτυρείται κατά πρώτο στην επίσκεψη του Ερνέστ Μπρε­τόν, το 1859 στο Άργος: «μια από τις αίθουσες της Δημαρχίας περιέχει μικρό μουσείο αγγείων, γλυπτών και διαφόρων αποσπασμάτων, που συνελέγησαν στις ανασκαφές».

Έπειτα, κατά την επίσκεψη του Σαρλ Σωμπ, το 1862 («Επισκέφθηκα στο κτί­ριο της κοινότητας, ένα μικρό δωμάτιο, γεμάτο από αρχαία υπολείμματα, όμως δεν είδα τίποτε το εντυπωσιακό»!). Συνεχίζοντας, όμως, με τους ταξιδιώτες που περνούν από το Άργος, σύμφωνα με την μαρτυρία του Εμίλ Ιζαμπέρ, το 1873, διαβάζουμε ότι:

«… μερικά ενδιαφέροντα υπολείμματα της αρχαιότητας είναι ακόμα διά­σπαρτα στη σύγχρονη πόλη, ανάμεσα στα άλλα και στο σπίτι του στρατηγού Τσώκρη, ένα ανάγλυφο που απεικονίζει την περίφημη ποιήτρια Τελέσιλλα» (sic από την πλευρά μας). «Στα κτίρια της δημαρχίας βρίσκεται μικρό μου­σείο το οποίο περιλαμβάνει ορισμένες επιγραφές, κυρίως όμως άξια προσο­χής είναι αποσπάσματα γλυπτικής της μετώπης του Ηραίου, έργα της σχολής του Πολυκλείτου που αποκαλύφθηκαν πριν ορισμένα χρόνια, στις ανασκα­φές που διευθύνονταν από τον κ. Ραγκαβή. Πρόκειται για αποσπασματικά υπολείμματα, κεφαλές, μέλη, τμήματα ενδυμάτων, που δεν δοκίμασαν διόλου να συσχετίσουν για να αναστηλώσουν τις μορφές. Όμως αυτά τα υπολείμματα, άκρως ενδιαφέροντα για την ιστορία της τέ­χνης, έχουν τέτοιαν ομορφιά ύφους, ώστε μπορούν να ανταγωνιστούν τα γλυπτά του Παρθενώνα».

Ο Γερμανός Φον Φραντς Πετί επισκέπτεται το Άργος το 1878, τότε που πιθανόν ο Σταματάκης έχει ήδη συνθέσει την αρχαιολογική συλλογή της πόλης. Αναφέρει ότι «το Άργος κατέχει, έτσι, μερικούς θησαυρούς της τέχνης της γλυπτικής, που αποκα­λύφθηκαν πρόσφατα και σχηματίζουν την αρχή μιας συλλογής. Μέχρι να αποκτήσει η πόλη ένα μουσείο, οι θησαυροί αυτοί διατηρούνται στο κτίριο του δικαστηρίου». Η μαρτυρία αυτή υποδεικνύει ότι στο κτίριο του Δημαρχείου είχε ξαναβρεί στέγη και η πρώτη λειτουργία του, του 1831, ως δικαστικού καταστήματος, παράλληλα με τη στέγαση της δημοτικής Αρχής. Ο Πετί συνεχίζει με το ότι ένας δημοτικός υπάλ­ληλος τον συνόδευσε:

«… σε ένα γραφείο προς τα πίσω, όπου διατηρούνται οι θησαυροί. Σε μια γωνιά έσκυβε μελαγχολικά ένα αντίγραφο της Αφροδίτης της Μήλου. Το α­ντίγραφο είναι αρκετά ασήμαντο, μόνο που το άγαλμα, με ύψος ενάμισο πό­δι, έχασε το κεφάλι του στο πέρασμα του χρόνου. Στο πλάι, μια ορθογώνια πλάκα με ανάγλυφη γυναικεία κεφαλή. Η έκφραση του προσώπου είναι ενερ­γητική, το μέτωπο είναι ισχυρό, τα μάτια ορθάνοιχτα, στα πλάγια βρίσκονται δύο φίδια, στραμμένα στην αρχή προς τα πάνω και έπειτα προς τα κάτω(…). Άλλη πλάκα παρουσιάζει ένα νεαρό σε άλογο, κι αυτόν σε ανάγλυφο και προ­φανώς καλής εποχής. Άλλα αποσπάσματα και πολυάριθμα κεραμικά και μπρούτζινα έχουν τοποθετηθεί σε ψηλές ντουλάπες, ανάμεσα σε σκονισμένα αρχεία. Στην αυλή του κτιρίου υπήρχαν πολλά κομμάτια κιόνων και επιστυλίων, που κατά το μεγαλύτερο μέρος τους προέρχονται από το Ηραίον».

 

Την ίδια χρονιά επισκέπτεται το Άργος ο Ζοζέφ Ρενάκ και γράφει ότι «θα επισκε­φθούμε ένα μικρό μουσείο αρχαίων αποσπασμάτων, που αποκαλύφθηκαν στο Η­ραίον και συγκεντρώθηκαν στη Δημαρχία (σημείωση: «μου γράφουν από την Αθή­να ότι η πλατεία του Δημαρχείου του Άργους μόλις πήρε το όνομα πλατεία Γαμ­βέτα – Μάρτιος 1879» χρονολογία έκδοσης του βιβλίου του Ρενάκ):

Όταν μπήκαμε, το δημοτικό συμβούλιο συνεδρίαζε, με πουκάμισα, γύρω από ένα τραπέζι κουζίνας. Βλέποντάς μας, αυτοί οι ταπεινοί διάδοχοι των Ατρειδών, σηκώθηκαν και με χάρη μας παρουσίασαν την αξία του μουσείου τους. Εντυπωσιάστηκα ζωηρά από ένα μικρό μαρμάρινο άγαλμα, που η στά­ση του είναι ίδια με της Αφροδίτης της Μήλου, λίγο πιο όρθιο(…).

Αργότερα, το 1886, ο Άγγλος Τζον Ήντουιν Σάντυς, γράφει ότι επισκέφθηκε πρώ­τα «το μουσείο, ένα δωμάτιο στο ισόγειο της Δημαρχίας, στο ίδιο κτίριο με το τοπι­κό σχολείο. Ο δάσκαλος ξεκλείδωσε την πόρτα» και είδε πολυάριθμα αποσπάσμα­τα γλυπτικής, κυρίως από το Ηραίον. Επισημαίνει και αυτός το μικρό άγαλμα που μοιάζει με την Αφροδίτη της Μήλου και ένα άλλο που αναπαριστά νύμφη, όπως και πολλές επιγραφές.

Τέλος, το 1896, οι μαρτυρίες δύο άλλων ταξιδιωτών μας οδηγούν και πάλι στην αρχαιολογική συλλογή του μουσείου. Ο Γκυστάβ Λαρουμέ γράφει ότι «στο Δημαρχείο υπάρχουν ορισμένα όμορφα θραύσματα γλυπτικής, που σχηματίζουν μικρό μουσείο», ενώ ο αββάς Ε. Λε Καμύ, αφού πρώτα ταυτίζει τη σημερινή πλατεία του Αγίου Πέτρου, με τον νεόκτιστο τότε ομώνυμο ναό, με την … αρχαία αγορά του Άργους (ακόμα δεν είχε ανασκαφεί η πραγματική θέση της), αναφέρει ότι «το μουσείο, σε μία από τις αίθουσες της Δημαρχίας, είναι μέτριου ενδιαφέροντος», τα περισσότερα εκτιθέμενα ευρήματα προέρχονται από το Ηραίον.

«Τα αποσπάσμα­τα που συνελέγησαν θα έπρεπε να μας δώσουν μία ιδέα για τους δύο μεγάλους καλ­λιτέχνες που συνέδεσαν το όνομά τους με αυτό το αριστούργημα (σημ. τον ναό της Ήρας). Δυστυχώς αυτό δεν συμβαίνει. Αυτά τα αποσυνδεμένα υπολείμματα, κεφα­λές, μέλη, επιτάφιοι λίθοι, μετόπες, επιγραφές, όλα θλιβερά κομματιασμένα, δεν λέ­νε σπουδαία πράγματα» (….). «Και αφού ξαναβρήκαν ένα ανάγλυφο που αναπαρι­στά την Τελέσιλλα (sic, από την πλευρά μας, φαίνεται ότι ήδη είχε εμπεδωθεί ο σχε­τικός μύθος), την ποιήτρια και πατριώτισσα που υπήρξε από τις δόξες του Άργους, γιατί δεν βρίσκεται εδώ; Ένας πλούσιος ιδιοκτήτης της πόλης το κράτησε και το φυλάει στο σπίτι του, μαζί με άλλα πολύτιμα αντικείμενα».

Πριν κλείσουμε αυτή την ενότητα, μεταφέρουμε εδώ μία περίεργη σημείωση του Γιάννη Βλαχογιάννη από το αρχείο του[7], μεταφορά από φύλλο της εφημερί­δας «Εφημερίς», σύμφωνα με την οποία το 1854 οι Μπούρσιαν και Ραγκαβής έσκαψαν στο Ηραίο και βρήκαν «χιλιάδες κουκλών και άλλας αρχαιότητας, αίτινες εξετέθησαν εν τω δημαρχιακώ καταστήματι Άργους. Εκ τούτων σήμερον ου­δεμία υπάρχει, άπασαι δ’ απωλέσθησαν». Τη σημείωσή του έχει τιτλοφορήσει «Αρχαιοκαπηλεία εν Άργει».

Στο Ημερολόγιον του Σκόκου, δώδεκα χρόνια αργότερα [8], μεταφέρεται από­σπασμα από έργο του Εδουάρδου Έγγελ, στο οποίο αναφέρεται ότι το «μουσείον εύρηται έν τινι πενιχρά οικοδομή» και ότι «αξιόλογος κατάλογος των εν αυτώ, εκ­πονηθείς υπό του εν Βερολίνω πρέσβεως Αλ. Ραγκαβή» βρίσκεται στο μουσείο, τέλος δε ότι οι Αργίτες δεν κρατούν όσα αρχαία βρίσκουν, αλλά τα παραδίδουν στο μουσείο.

Οι πληροφορίες αυτές είναι πάρα πολύ ενδιαφέρουσες, όπως θα δού­με στη συνέχεια, μάλιστα για την ύπαρξη καταλόγου, ο οποίος στα 1911, όταν γράφει ο Βαρδουνιώτης, προφανώς είχε πια υπερκερασθεί από το πλήθος των νέ­ων ευρημάτων, ιδίως μετά τις ανασκαφές στο Άργος.

Για «μουσείο ενός δωματί­ου» κάνει λόγο και η Ίζαμπελ Άρμστρονγκ, σύμφωνα με σχετικά πρόσφατη δημο­σίευση αποσπάσματος βιβλίου της σε τοπικό περιοδικό [9]. Τέλος, ως προς τη φύλαξη του μουσείου είναι χαρακτηριστικό, μικρό σημεί­ωμα τοπικής εφημερίδας, σύμφωνα με το οποίο, όταν ο τότε ανασκαφέας του Η­ραίου Βαλστάιν επισκέφθηκε το μουσείο, διαπίστωσε ότι έλειπαν αγγεία που είχε δει σε προηγούμενη επίσκεψη του κι όταν ρώτησε τον «επιστάτη» τι απέγιναν, αυτός απάντησε ότι ξένοι επισκέπτες «χάριν φαίνεται ενθυμήσεως λαμβάνουσιν από ταύτα»! Και η εφημερίδα προσθέτει ειρωνικά ότι «Ημείς νομίζομεν ότι δεν πρέπει να γίνηται λόγος περί αυτών, διότι είναι μικρά αντικείμενα ανάξια φυλάξε­ως!!!» (εφημ. «Αγαμέμνων», 10-4-1854).

2. Στις αρχές του 20ού αιώνα

Η κλοπή που σημειώθηκε στην αρχαιολογική συλλογή του Άργους, η οποία, από όσα εκθέσαμε ήδη, φαίνεται ότι δεν είχε τύχει ιδιαίτερης φροντίδας και φύλαξης, μετά την οργάνωσή της από τον Π. Σταματάκη και την σύνταξη καταλόγου από τον Ραγκαβή, σφράγισε την τύχη της κατά το πέρασμα στον 20ό αιώνα. Σε εφημερίδες της εποχής η κατάσταση παρουσιάζεται με αρκετά ανάγλυφο τρόπο. Δημο­σιεύεται η είδηση, στα μέσα του 1901 [10], ότι η συλλογή πρόκειται να μεταφερθεί στο Ναύπλιο, είδηση που συνοδεύεται από σχόλιο ότι «Δεν μας αφήκαν τίποτε. Μας έχουν διαγράψει όλους (οι) επάνω. Μας αφήρεσαν όλα τα οποία είχομεν. Μας αφήκαν έρημον τον στρατώνα. Μας κοροϊδεύουν όλους.

» Και αφού τίποτε, τίποτε δεν έχομε, μας αφαιρούν και το Μουσείον μας. Σημείον ότι στο μέλλον θα βάλουν φωτιά να μας κάψουν. Ο άμοιρος αυτός και άτυχος τόπος είναι διαγεγραμμένος από τους αρμοδίους.»

 

Βεβαίως, παρόμοια σχόλια δεν έπαψαν να δημοσιεύονται στον τοπικό Τύπο του Άργους, όχι μόνο για το μουσείο αλλά και για πλείστα όσα θέματα της πόλης. Η εποχή του Δημάρχου Σπ. Καλμούχου, που προίκισε την πόλη με την νεοκλασι­κή αγορά, το κτίριο παράπλευρα του Δημαρχείου, και με την ίδια την αναμόρφω­ση του δημαρχιακού κτιρίου (αρχιτέκτονάς τους ο από τους σημαντικούς αρχιτέ­κτονες της εποχής Π. Καραθανασόπουλος, 1889-1890), είχε παρέλθει. Και η νοο­τροπία ότι οι άλλοι «φταίνε για το κατάντημα του Άργους», όμως ουδείς από τους τοπικούς αρμοδίους και «φυσικά» κανένας από τους κατοίκους του, μία νοοτροπία που δεν έχει εξαφανιστεί ούτε στις μέρες μας, διαπιστώνεται πως έχει βαθιές τις ρίζες της. Αντίστοιχή της είναι εκείνη για τη «διεθνή συνωμοσία» κατά της Ελλά­δας και των Ελλήνων, πλήρως ανεύθυνων και αθώων κατ’ αυτήν…

Πέντε μήνες αργότερα, από την ίδια εφημερίδα [11] πληροφορούμαστε ότι το μου­σείο είχε κλειστεί περίπου προ μιας διετίας, λόγω της κλοπής τριών αγαλμάτων. Οι δράστες της κλοπής, μη κατονομαζόμενοι και προσδιοριζόμενοι, είχαν ανακαλυφθεί και τιμωρηθεί (δεν αναφέρεται η τύχη των ίδιων των αγαλμάτων, ούτε ποια ακριβώς ήταν), όμως η σχετική ανάκριση που δεν είχε ολοκληρωθεί κρατούσε το μουσείο κλειστό. Και γίνεται έκκληση προς τον δήμαρχο να φροντίσει να ξανανοίξει το μου­σείο, ώστε να μη μειώνεται η υπόληψη της πόλης έναντι των ξένων.

Λίγες μέρες αργότερα [12] δίδεται η είδηση ότι εισαγγελέας είχε ζητήσει από το Υπουργείο Παιδείας να ορίσει έφορο, που να παρευρίσκεται κατά τη στιγμή της «αποσφράγισης» της αρχαιολογικής συλλογής, αλλά και το ότι ο μόνος έφορος του μουσείου που υπήρχε είχε παραιτηθεί προ καιρού και κανένας δεν είχε ζητή­σει την αντικατάστασή του.

Όμως λίγους μήνες αργότερα το Υπουργείο διόρισε «Επιμελητήν των εν Αργεί αρχαιοτήτων» τον Δημ. Βαρδουνιώτη, ενώ πλέον κατο­νομάζεται ο δεύτερος από τους αρχαιοκάπηλους, ο σιδηρουργός Π. Λιμνιάτης, που καταδικάσθηκε στο Ναύπλιο σε 8 μήνες φυλακή [13]. Το μουσείο συνέχισε να παραμένει κλειστό [14], αλλά τον Ιούλιο 1902 ο δήμαρχος Εμμ. Ρούσσος είχε λάβει πρόνοια για επισκευή της αίθουσας και προστασία των παραθύρων της με σιδερένια κιγκλιδώματα. Η εφημερίδα που αναφέρει την είδη­ση [15], συντασσόμενη από τον ίδιο τον Βαρδουνιώτη, δίνει επίσης τις πληροφορίες ότι κατατέθηκαν και άλλες αρχαιότητες στη συλλογή και ότι ο ίδιος ο Βαρδουνιώτης, με ένταλμα Ειρηνοδίκη, κατέσχε στην οικία του Θ. Κοντογιάννη και μετέφερε στη συλ­λογή δύο ανάγλυφα, πήλινα ειδώλια, αγγεία και αρχαία νομίσματα.

Άλλα μεγάλα αγγεία είχαν κατασχεθεί «εις χείρας γυναικός τινος». Ο Βαρδου­νιώτης είχε αρχίσει την ειδολογική τακτοποίηση των αντικειμένων, για τα μικρά από τα οποία είχε παραγγείλει μεγάλες ντουλάπες. Μετά την τακτοποίηση θα ακο­λουθούσε γενική απογραφή και ακριβής κατάλογος, εκφραζόταν δε η ελπίδα ότι έτσι το μουσείο θα γινόταν ένα από τα καλύτερα επαρχιακά.

Εννέα χρόνια αργότερα, δηλαδή το έτος που ο Βαρδουνιώτης δημοσιεύει στη «Δανάϊδα» το εμπεριστατωμένο άρθρο του, σε άλλη τοπική εφημερίδα [16]δημοσιεύεται πολύ σημαντικό σχόλιο, που περιγράφει την κατάσταση στο μουσείο:

… Κανένας δε ζητεί να το επισκεφθεί, επειδή όλα τα αξιόλογα αντικείμενά του είχαν μεταφερθεί στην Αθήνα, ώστε οι εκεί αρχαιολόγοι να τα μελετή­σουν. Μόνο θραύσματα αγγείων και αρχαίες επιγραφές είχαν παραμείνει σε αυτό, πράγμα που συνεχιζόταν και το επόμενο έτος[17], παρά τη δεύτερη περίο­δο των ανασκαφών του Φόλγκραφ. Γι’ αυτό και η εφημερίδα τόνιζε ότι καλύ­τερα να έκλεινε το μουσείο, που κατελάμβανε «ασκόπως» μια αίθουσα του Δημαρχείου, ή να «πλουτισθεί και να γίνει τέλειον», με την επιστροφή και των αντικειμένων που παρέμεναν στην Αθήνα. Ανάλογα τονίζονται και το επόμενο έτος[18], ενώ το 1915 κρούεται ο κώδωνας του κινδύνου ότι αν το μουσείο δεν μεταφερθεί σύντομα σε καταλληλότερη αίθουσα, θα μεταφερ­θούν τα αντικείμενα στο μουσείο του Ναυπλίου. Λίγες μέρες νωρίτερα ο Επό­πτης Αρχαιοτήτων στην Αργολιδοκορινθία Φιλαδελφεύς είχε επιθεωρήσει το μουσείο και «απεκόμισεν» κακές εντυπώσεις, κυρίως για το ότι οι αρχαιότη­τες ήταν τοποθετημένες σε εντελώς ακατάλληλο χώρο του Δημαρχείου[19].

Βρισκόμαστε πλέον στην περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και σε όσα τον ακολούθησαν. Διχασμός, εκστρατεία στη Μ. Ασία, Μικρασιατική Καταστροφή, ενώ σε τοπικό επίπεδο παύει να εκδίδεται κάθε τοπική εφημερίδα. Μόνον ενδελε­χής έρευνα στα δημοσιεύματα της Αρχαιολογικής Εταιρείας και στα τυχόν διασωζόμενα αρχεία του Υπουργείου Παιδείας ενδεχομένως θα μπορούσε να μας παρά­σχει στοιχεία για την αρχαιολογική συλλογή του Άργους μέχρι τον προχωρημένο Μεσοπόλεμο.

3. Η περίοδος του Μεσοπολέμου

Στις εφημερίδες του Άργους που αρχίζουν να εκδίδονται μετά το 1925 εντοπίζου­με ότι η αρχαιολογική συλλογή συνεχίζει να στεγάζεται στο ισόγειο του Δημαρ­χείου και ότι μεταφέρεται σε αίθουσα του παράπλευρου κτιρίου, επί της σημερι­νής οδού Βασ. Σοφίας (όπου σήμερα στεγάζονται υπηρεσίες του Δήμου), που τότε στέγαζε το Ελληνικό Σχολείο[20].

Κομβικό, όμως, για την ίδρυση μουσείου στο Άργος είναι το έτος 1931, οπότε με Υπουργό Παιδείας τον Γεώργιο Παπανδρέου σχεδιάζεται και αρχίζει να υλο­ποιείται εντατικά κτιριακό πρόγραμμα για την ανέγερση ολόκληρης σειράς νέων σχολικών κτιρίων. Έτσι, δίδεται η πληροφορία ότι διάταγμα του Υπουργείου Παιδείας πρόβλεψε την ίδρυση μουσείου στο Άργος[21], ενώ ο τότε δήμαρχος Κ. Μπόμπος φαίνεται να πέτυχε την χορήγηση πίστωσης 600.000 δραχμών από το ίδιο Υπουργείο, για την ίδρυση του μουσείου στην οικία Καλλέργη[22].

Οικία στρατηγού Δημήτρη Καλλέργη 1932.

Σε λίγες μέρες, ειδική επιτροπή για το μουσείο Άργους, υπό την προεδρία του Νομάρχη Παπαδάμ και μέλη την Έφο­ρο Αρχαιοτήτων Σέμνη Καρούζου (που μέχρι το τέλος της ζωής της δεν έπαψε να ενδιαφέρεται για το Άργος), τον πρόεδρο του Ιατρικού Συλλόγου Αρ. Παιδάκη και τον γυμνασιάρχη (μόνιμα μέλη), και με αιρετά μέλη τους Γεώργιο Μέντζο, Γ. Κωνσταντόπουλο και Ανδρέα Καρατζά, επισκέφθηκε την οικία Καλλέργη και γνω­μάτευσε πως είναι κατάλληλη για να στεγάσει το μουσείο[23].

Σέμνη Καρούζου

Δύο χρόνια αργότερα, κι όταν έχουν μεσολαβήσει οι γνωστές ανώμαλες πολιτι­κές εξελίξεις, με στρατιωτικά κινήματα κλπ., δεν έχει σημειωθεί καμία εξέλιξη στο ζήτημα του μουσείου, ενώ τοπική νέα εφημερίδα [24], υπό τον εύγλωττο τίτλο «Υπάρ­χει Μουσείον διεκτραγωδεί την υπάρχουσα κατάσταση και ζητά να τακτοποιη­θούν οι αρχαιότητες στην αίθουσα όπου έχουν μεταφερθεί, να καθορισθούν ώρες για την επίσκεψή της και να τοποθετηθεί πινακίδα που να δείχνει πού βρίσκεται… Η ίδια εφημερίδα, και μέχρι να πάψει την έκδοσή της με τον Β’ Παγκόσμιο Πό­λεμο, δεν παύει να δημοσιεύει άρθρα για την επιτέλους ίδρυση μουσείου στο Άρ­γος [25]. Από άρθρο της του 1935 μαθαίνουμε ότι στο Υπουργείο Παιδείας υπήρχαν «δύο σχέδια», από τα οποία το ένα αφορούσε τη μετατροπή της οικίας Καλλέργη και το δεύτερο την οικοδόμηση νέου κτιρίου (λύση που πρόκρινε και η ίδια).

Αργότερα, το 1936, πληροφορεί ότι από τον Δεκέμβριο του 1933 ο Δήμος Άργους είχε λάβει απόφαση, και την γνωστοποίησε στο Υπουργείο, ότι δώριζε οικόπεδο κοντά στο κτίριο Καλλέργη, όπου θα μπορούσε να ανεγερθεί «μεγαλοπρεπές κτίριον», με δα­πάνη και του Υπουργείου Συγκοινωνιών, «εις το ισόγειον του οποίου θα εστεγάζετο το Μουσείον και εις τους άνω ορόφους αι υπηρεσίαι 3Τ» (ταχυδρομείο, τηλεγραφείο, τηλεφωνείο).

Από τότε είχε αρχίσει η εκτόξευση «φαεινών» κτιριακών ιδεών, που μέχρι σήμερα δεν παύουν να εκτοξεύονται, υπό νέες βεβαίως μορφές, ταλανί­ζουν το Άργος, προκαλούν διαρκείς αναβολές στην εκπόνηση οιασδήποτε ορθολο­γικής πρότασης για χρήση σημαντικών κτιρίων και, σε τελευταία ανάλυση, προκα­λούν θυμηδία και ειρωνικά σχόλια για το πολιτισμικό επίπεδο της πόλης… Σε άλλα σχόλια της ίδιας της εφημερίδας, επί δικτατορίας Μεταξά, το 1938, δημοσιεύονται οι πληροφορίες ότι το κονδύλι του Υπουργείου Παιδείας για το μουσείο δύο φορές είχε εγγραφεί στους ετήσιους προϋπολογισμούς του και δύο φορές είχε διαγραφεί, διότι… δεν υπήρχε νόμος για την ανέγερση μουσείων, παρά μόνο για επισκευές ή συμπληρώσεις τους (sic). Γι ‘ αυτό και το δημοτικό συμβούλιο αποφάσισε να δωρίσει το ίδιο το κτίριο Καλλέργη, πράγματι προέβη στη δωρεά, αλλά κεντρικά κρίθηκε ακατάλληλο για τον σκοπό αυτό. Ο Δήμος Άργους φαίνεται ότι συνεχίζει αμέθοδες προσπάθειες, που τελικά αποδεικνύονται πλήρως ατελέσφορες, όπως και εκείνη, την ίδια εποχή, για ίδρυση Πνευματικού Κέντρου στην πόλη.

4. Η αρχαιολογική συλλογή κατά την Κατοχή

 

Ισόγειο

Σε αχρονολόγητο τμήμα επίσημης έκθεσης του ελληνικού κράτους, όπου καταγρά­φονται οι καταστροφές που προκάλεσαν στη χώρα οι Αρχές Κατοχής (σχετικά εκδόθηκε στα αγγλικά και «Μαύρη Βίβλος», σε μεγάλο σχήμα), περιλαμβάνεται και μνεία για το ότι κατά την περίοδο αυτή κλάπηκαν ευρήματα τα οποία απόκεινταν στο μουσείο Άργους. Η αρχαιολογική συλλογή είχε επανέλθει στο ισόγειο του Δημαρ­χείου, είχε εμπλουτισθεί με ευρήματα των νέων ανασκαφών Φόλγκραφ, κατά τη δεκαετία του 1930 [26], αλλά παραμένει εντελώς άγνωστο αν είχε συνταχθεί νέος κα­τάλογος των αποκειμένων αντικειμένων ή, επιτέλους, αν είχε ενημερωθεί ο παλαιός, που σίγουρα υφίστατο από την εποχή των Σταματάκη – Ραγκαβή – Βαρδουνιώτη.

Έτσι, παραμένει στο σκοτάδι τι ακριβώς αφαιρέθηκε από την συλλογή αυτή, αν εντοπίστηκαν μεταπολεμικά, στις πρώην χώρες Κατοχής της χώρας μας, αντι­κείμενα ή έστω στοιχεία για τα αφαιρεθέντα αντικείμενα, όπως και αν και πώς και με ποιο αποτέλεσμα τυχόν διεκδικήθηκαν από τις ελληνικές Αρχές. Κυκλοφόρη­σαν, βεβαίως, και εξακολουθούν να κυκλοφορούν ακόμα στην πόλη, ιδιαίτερα μεταξύ των παλαιοτέρων, «πληροφορίες» για κλοπές και για κλοπείς Γερμανούς και Ιταλούς, αλλά χωρίς τίποτε το συγκεκριμένο.

Τέλος, δεν έχει ποτέ διευκρινισθεί πόσα και ποια, τελικά, αντικείμενα της αρ­χαιολογικής συλλογής όδευσαν προς το Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών και αν, ποια και πότε τυχόν «επέστρεψαν» στο Άργος. Αλλά και δεν έχω πληροφόρηση αν εκείνα τα αντικείμενα που εντοπίζονται στην αρχαιολογική συλλογή κατά τον 19ο αιώνα, από ξένους ταξιδιώτες, βρίσκονται σήμερα στο μουσείο.

Ισόγειο, ευρήματα Λέρνας.

5. Η μεταπολεμική ίδρυση του μουσείου (και η συνέχεια)

 

Με την επανέκδοση της εφημερίδας «Ασπίς», υπό την αποκλειστική διεύθυνση πια του τυπογράφου I. Ψωμαδάκη, επαναλαμβάνεται τακτική αρθρογραφία, από το 1950, και λίγο πριν ξαναρχίσει η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή συστηματικές ανασκαφές στο Άργος, αλλά και η δική μας Αρχαιολογική Υπηρεσία τις σωστικές ανασκαφές, για την ίδρυση του αρχαιολογικού μουσείου[27].

Σε φύλλο της 16-5-1954 δημοσιεύε­ται επίσημη απάντηση του τότε Γεν. Γραμματέα του Υπουργείου Παιδείας Κων­σταντίνου Γεωργούλη, του γνωστού φιλολόγου, ότι καταρχήν αποφασίσθηκε να ι­δρυθεί Μουσειακή Συλλογή (sic) στο Άργος, υπό την προϋπόθεση (που όμως .. .απο­τελούσε δεδομένο, μετά την απόφαση περί δωρεάς από τον Δήμο Άργους) να εγκα­τασταθεί στο «μέγαρο Καλλέργη» και «εφόσον τούτο ήθελεν επισκευασθεί».

Τελικά η ανέγερση του νέου μουσείου αναλαμβάνεται με έξοδα του Γαλλικού κράτους, σε σχέδια του ρώσου αρχιτέκτονα της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών Φομίν, με αξιοποίηση του κτιρίου Καλλέργη και με την ανέγερση νέας πτέρυγας, που ο Φομίν όχι μόνο πρόβλεψε ανατολικά του Καλλέργειου, αλλά τη «σφήνωσε» στην πλευρά του προς νότο. Δυστυχώς εξαφάνισε και όλες τις ιστορι­κές πλέον τοιχογραφίες στο εσωτερικό του ερειπωμένου κτιρίου, ενώ δεν πρόβλεψε την αναστήλωση του προστυλίου του, για το οποίο δεν υπήρχαν μεν τότε διαθέσιμες οι αναπαραστάσεις του, όπως του Στάντεμαν, όμως ήταν σαφέστατα ορατές οι βάσεις στήριξης των δοκών αυτού του προστυλίου, που ο Φομίν τις έχει αποτυπώ­σει, ενώ στο καποδιστριακό σχέδιο πόλης σαφώς και εμφανίζεται το προστύλιο σε κάτοψη.

Εσωτερικό πρώτου ορόφου, ελληνορωμαϊκά γλυπτά.

Θεωρώ ότι κατά τη μελλοντική ανασυγκρότηση του μουσείου Άργους, που έχει προγραμματισθεί, θα πρέπει να αποκατασταθεί η ανατολική πλευρά του «Καλλέργειου» και να απελευθερωθεί από τη «σφήνα», καθώς και ότι ο Δήμος θα πρέπει να το απαλλάξει από το βάρβαρο πρόσκτισμα, στη νότια πλευρά, που πα­λαιότερα το είχε νοικιάσει σε σιδηρουργείο και σήμερα σε φαστφουντάδικο. Η αντίληψη του μπουρδουκλώματος μουσείου – «3Τ»- και όποιας άλλης χρήσης, κολλητά στο μουσείο, είναι καιρός να πάρει τέλος.

Μέσα σε ένα χρόνο  (1956-1957) είχαν λυθεί όποια ζητήματα παρουσιάστηκαν για τη δημιουργία του μουσείου και είχε επισκευασθεί το «Καλλέργειο» [28], στο ισόγειο του οποίου εκτέθηκαν τα ευρήματα από τις ανασκαφές στη Λέρνα, από τον Τζον Κάσκυ [29], ενώ τελείωσε στις αρχές του 1959 η νέα πτέρυγα, όπου άρχισαν να τοποθετούνται προθήκες, για να μεταφερθούν οι αρχαιότητες από το ισόγειο του κτιρίου της Εμπορικής Σχολής (παλαιότερα, του Ελληνικού Σχολείου), όπου και πάλι είχαν μετακομίσει από το ισόγειο του Δημαρχείου [30].

Έτσι, στις 25 Ιουνίου 1961 έγιναν με κάθε επισημότητα τα εγκαίνια του συνό­λου συγκροτήματος του μουσείου Άργους [31]. Ανακαίνιση του Μουσείου, περιορι­σμένης έκτασης, έγινε το 1991 [32], ενώ από το 1995 άρχισαν να εμφανίζονται desiderata, δίχως όμως χωροταξική και τεχνική θεμελίωση, για δημιουργία νέου μουσείου, στον ευρύτερο χώρο της Αρχαίας Αγοράς.

Το σημερινό μουσείο είναι αλήθεια ότι έχει υπερκορεσθεί από τη συγκέντρωση αρχαιοτήτων και μία προσω­ρινή λύση για μεταφορά μέρους των αρχαιοτήτων σε αποθήκη του Δήμου Άργους παρουσιάζει πλήθος μειονεκτημάτων. Το 2005, σε θερινή επίσκεψη του στο Άρ­γος, ο τότε υφυπουργός Πολιτισμού Π. Τατούλης δήλωσε ότι «το Υπουργείο ήταν αποφασισμένο να προχωρήσει στη δημιουργία ενός νέου μεγάλου και σύγχρονου μουσείου, που θα ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των καιρών και θα διαθέτει, παράλληλα, σύγχρονους αποθηκευτικούς χώρους».

Πέντε χρόνια νωρίτερα, πάλι σε θερινή επίσκεψη, ο τότε Υπουργός Πολιτι­σμού Θ. Πάγκαλος δήλωσε ότι: «Για το μουσείο Άργους: καταλήξαμε στην απόφαση ότι πρέπει να δημιουρ­γηθεί νέο μουσείο. Ο δήμαρχος θα προτείνει τους υπάρχοντες χώρους στο νέο σχέδιο του Άργους, το κατάλληλο ακίνητο, εντός του οποίου θα ξεκινήσουμε τη διαδικασία, ελπίζοντας να γίνει έναρξη των εργασιών μέσα στην τετραετία» [33]. Τελικά, τον Απρίλιο του 2010 ανακοινώθηκε ο εκσυγχρονισμός του υπάρχοντος μουσείου και ότι το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο ενέκρινε τη σχετική αρχι­τεκτονική μελέτη [34].

Στέγαστρο, οπού και τα ελληνορωμαϊκά μωσαϊκά.

6. Ως κατάληξη

Στο Άργος συγκροτείται μια πρώτη αρχαιολογική συλλογή και στεγάζεται, ίσως και πριν τα μέσα του 19ου αιώνα, σε αίθουσα του ισογείου του κτιρίου του Δημαρχείου Άργους, που κτίσθηκε το 1830 και στέγασε αρχικά το «Ανέκκλητον Δικαστήριον» του νέου ελληνικού κράτους. Υπάρχουν πολλές, αλλά όχι λεπτομερείς πληροφορίες για τα αντικείμενα του μουσείου και, πάντως, μπορούμε να παρακολουθήσουμε την εξέλιξή του μέσα στο χρόνο, μέσα από πολύτιμες πληροφορίες που δημοσιεύονται στον τοπικό Τύπο (άρθρα, σχόλια, ειδήσεις).

Οι Π. Σταματάκης και Αλ. Ραγκαβής ήταν αυτοί που κατέταξαν τα αντικείμενα της αρχαιολογικής συλλογής και συνέτα­ξαν τους πρώτους καταλόγους, ενώ ο ιστορικός του νεότερου Άργους Δημ. Βαρδουνιώτης διετέλεσε Επιμελητής-Έφορός της και μερίμνησε στη συνέχεια για τη συλ­λογή αυτή. Ήδη από την αρχή του 20ού αιώνα διαμορφώθηκε το αίτημα για δημιουργία μουσείου στην πόλη. Κατά τον Μεσοπόλεμο αναλήφθηκαν συγκεκριμένες ενέρ­γειες για τον σκοπό αυτό και γράφηκε σχετικό κονδύλι στον προϋπολογισμό του Υπουργείου Παιδείας. Εσωτερικές ασυστηματοποίητες και δίχως προφανή συνέχεια ενέργειες και γνώμες, αλλά και κεντρικές ανωμαλίες εμπόδισαν την υλοποίη­ση της δημιουργίας του.

Μεταπολεμικά, με δαπάνες του Γαλλικού κράτους, συ­γκροτήθηκε το σημερινό Μουσείο Άργους, αλλά με ασύμβατες επεμβάσεις στε­γάσθηκε στο ιστορικό κτίριο του Δημ. Καλλέργη (κτίσθηκε το 1830). Σήμερα σχε­διάζεται ο εκσυγχρονισμός του, ενώ κατά τη διαρρεύσασα δεκαετία γενικές προ­τάσεις για δημιουργία νέου μουσείου και υπουργικές υποσχέσεις φαίνεται να επα­ναλαμβάνουν, με αναπάντεχο τρόπο, την «πορεία» του μουσείου κατά την περίο­δο του Μεσοπολέμου.

Αθήνα, Οκτώβριος 2010

Προσθήκη

Στις αρχές του 2012 κυκλοφόρησε το έργο της Ντόρας Βασιλικού «Το χρονικό της ανασκαφής των Μυκηνών, 1870-1878» (έκδοση της Αρχαιολογικής Εταιρείας). Στο έργο αυτό αναδεικνύεται ο σημαντικός ρόλος του αρχαιολόγου Παν. Σταματάκη και αξιοποιείται το αρχείο του, όσον αφορά τις ανασκαφές των Μυκηνών κατά τη δεκαετία του 1870. Μεταξύ άλλων δίδεται η πληροφορία ότι, το φθινόπωρο του 1878, ξεκίνησε έρευνες στο Άργος και στο Ναύπλιο, αρρώστησε βαριά από ελονοσία, η οποία και τον οδήγησε στο θάνατο το 1885 (σελ. 185, 105,81).

Αλλά και πριν το 1878 ο Σταματάκης βρισκόταν σε επαφή με το Άργος, όπως το 1873, από όπου γράφει επιστολή στον Στέφ. Κουμανούδη (σελ. 83, σημ. 193), το 1876, από όπου συντάσσει επιστολή προς τον Νομάρχη Αργολίδας και το 1877, οπότε συντάσσει άλλη επιστολή προς τον πρόεδρο της Αρχ. Εταιρείας (σελ. 204-205). Σύμφωνα με τα Πρακτικά της Αρχ. Εταιρείας (συνεδρίαση της 24-11-1876), οι Αργείοι ήθελαν να κρατήσουν τα αρχαία των Μυκηνών επί τόπου, αλλά αντέδρασε ο αντιπρόεδρός της Φιντικλής, που βρισκόταν για λίγες μέρες στις Μυκήνες, διότι στο Άργος δεν υπήρχε κατάλληλος χώρος ούτε για εναπόθεση ούτε για μελέτη (σελ. 137).

Έτσι, ενισχύονται οι πληροφορίες του Βαρδουνιώτη που δημοσιεύουμε στη μελέτη μας, ιδιαίτερα όσον αφορά την παραμονή του Σταματάκη στο Άργος και την τακτοποίηση από αυτόν της αρχαιολογικής συλλογής της πόλης, το Νοέμβριο του 1878, αλλά και την κατά καιρούς διαπιστωνόμενη έλλειψη επαρκούς χώρου για τις αρχαιότητες.

(Β.Κ.Δ, 23-2-2012)

Βασίλης Κ. Δωροβίνης

Δικηγόρος, πολιτικός επιστήμων, ιστορικός

 Αργειακή Γη, Επιστημονική και λογοτεχνική έκδοση της Κοινωφελούς Επιχείρησης Δήμου Άργους – Μυκηνών, τεύχος 5, Μάρτιος 2012.

 Υποσημειώσεις


[1] Εκτός από τον τοπικό Τύπο της εποχής, και ο αθηναϊκός έδωσε επαρκή δημοσιότη­τα στο γεγονός, βλ. γ. π. εκτενές άρθρο της Β. Χατζημιχάλη στο «Βήμα» της 25-6-1961.

[2] Βλ. άρθρο-έρευνα του Μ. Παρασκευαΐδη στην «Καθημερινή» της 4-7-59. Για την ιστορία του κτιρίου του Δημ. Καλλέργη, βλ. σειρά άρθρων μου στο περιοδικό «Αρχαιολο­γία», τεύχη 36 (Σεπτ. 1990), 38 (Μάρτ. 1991) και 74 (Ιούν. 2000). Βασίστηκαν στην απο­δελτίωση του τοπικού Τύπου, σε υλικό αρχείων και σε εικονογράφηση εποχής. Αναδημο­σιεύουμε εδώ τμήμα του εικονογραφικού αυτού υλικού.

[3]«Δαναΐς», φύλλο της 18-11-1911, με υπογραφή «Εν Άργει, Δ.Κ.Β.». Έχουμε συγκε­ντρώσει και κατατάξει δεκάδες άρθρων του Βαρδουνιώτη, θα μπορούσαν δε να εκδοθούν μόνο τα ιστορικά του, με τη σχετική εργογραφία του, βιβλιογραφία κλπ.

[4]Βλ. σ.χ. εφημερίδα «Άργος» φ. II, 1-1-1903, σελ. 4.

[5] Διατριβή 3ου Κύκλου στο Πανεπιστήμιο 10 του Παρισιού (Ναντέρ), υπό τη διεύθυν­ση του Ρενέ Ζινουβές, 1979, υπό τον τίτλο (μετάφραση) «Μαρτυρίες ταξιδιωτών και καλ­λιτεχνών για την πόλη και τις αρχαιότητες του Άργους, 16ος -19ος αιώνας». Το έργο αυτό, επεξεργασμένο από τον συγγραφέα, πρόκειται να εκδοθεί προσεχώς στα ελληνικά.

[6] Για την ιστορία του κτιρίου της Δημαρχίας βλ. στο περιοδικό «Αρχαιολογία» τη μελέτη μου «Το «Δημόσιον Κατάστημα», σήμερα συγκρότημα όπου το Δημαρχείο Άρ­γους», τχ. 30 (Μάρτ. 1989) και 31 (Ιούν. 1989). Δυστυχώς, από τεχνικό λάθος, έχει γίνει αντιμετάθεση παραγράφων στην αρχή του κειμένου, την οποία ο αναγνώστης πρέπει να λάβει υπόψη για την ομαλή ανάγνωσή του.

[7] ΓΑΚ/Βλαχ./κουτί 60. από το φύλλο της εφημερίδας «Εφημερίς», της 25-11-1876.

[8]«Ημερολόγιον» Σκόκου, 1888, σελ. 68.

[9] «Ελλέβορος» τχ. II, «Πρώτο αφιέρωμα στο Άργος» σελ. 39, δίχως καμία αναφορά τίτλου του βιβλίου, έτους έκδοσης, μετάφρ. Αρίστης Κούρτογλου.

[10] Εφημ. «Μυκήναι», που διευθυνόταν από τον λόγιο Κ. Ολύμπιο, φ. 6, 6-5-1901.

[11] Εφημ. «Μυκήναι», φ. 28, 7-10-1901.

[12] Εφημ. «Μυκήναι», φ. 30, 21-10-1901

[13]Εφημ. «Ίναχος», φ. 8, 25-1-1902.

[14] Εφημ. «Μυκήναι», φ. 48, 17-3-1902

[15]Εφημ. «Ίναχος», φ. 9-10, 6-7-1902.

[16] Εφημ. «Άργος», φ. 126, 25-5-1911.

[17]Εφημ. «Άργος», φ. 168, 27-4-1912.

[18] Εφημ. «Άργος», φ. 176, 21-6-1912.

[19] Εφημ. «Άργος», φ. 19-3-1915.

[20] Εφημ. «Αλήθεια», 13-4-1927, «Παναργειακή» 3-6-1928 και «Αγροτική Αργολίς» επίσης 3-6-1928.

[21] Εφημ. «Χρονικά του Άργους», 26-7-1931.

[22] Εφημ. «Αγροτ. Αργολίς», 2-8-31

[23]Εφημ. «Αγροτ. Αργολίς», 30-8-1931.

[24]«Ασπίς τον Άργους», 22-10-1933.

[25] «Ασπίς του Άργους», φύλλα των 7-10-1934, 24-2-1935, 3-3-1936, 19-7-1936, 21-2-1937, 23-5-1937, 6-3-1938, 25-3-1938, 26-9-1938.

[26]Για την απήχηση των ανασκαφών Φόλγκραφ στο Άργος βλ. μελέτη μου που πρόκειται να δημοσιευθεί στα Πρακτικά του συνεδρίου για τον Φόλγκραφ.

[27] Από το φύλλο της 3-9-1950 και συνεχής αρθρογραφία μέχρι και την ολοκλή­ρωση του μουσείου.

[28] Βλ. χαρακτηριστικά απάντηση του τότε Υπουργού Παιδείας Κ. Τσάτσου εφημ. «Ασπίδα» της 13-1-1957.

[29] Βλ. «Ασπίδα» 10-8-58.

[30]«Ασπίς» 24-5-59.

[31]Βλ. σημ. 1.

[32]«Φείδων», 22-5-91, «Αργειακό Βήμα» 3-7-91.

[33]Οι δηλώσεις Τατούλη στην «Αργολίδα» της 20-8-05, στο «Αργειακό Βήμα» της 24-8-05 και στον «Φείδωνα» της 7-9-05. Οι δηλώσεις Πάγκαλου στα «Νέα της Αργολίδας» και στον «Παρατηρητή» της 17-7-2000.

[34]«Τα Αργολικά» της 1-4-2010.

Σχετικά θέματα:

 

 

Read Full Post »