Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Archive for 2011

Κουλιγκάς Βασίλης (1909- 2001)


 

Ο συγγραφέας Βασίλης Κουλιγκάς, με την οικογένειά του. Δημοσιεύεται στο: «Κίος η αλησμόνητη», Εκδόσεις Δωδώνη, 1995.

Γεννήθηκε στην Κίο της Μικράς Ασίας το 1909. Γονείς του ήταν ο Παναγιώτης Κουλιγκάς και η Αναστασία Σαρηβαλάση. Ο πατέρας του είχε παντοπωλείο στην Κίο, αλλά υπηρετούσε και στο λεγόμενο «Σεφκιέτι», Επιμελητεία στα Ελληνικά, υπηρεσία για το ψάρεμα και το πάστωμα της παλαμίδας για την προμήθεια του τουρκικού στρατού [1]. Συχνά ταξίδευε λοιπόν στην Πόλη και συνδύαζε την επίσκεψη αυτή με την ολοκλήρωση δουλειών για το μαγαζί που διατηρούσε στην Κίο. Έτσι, 5 χρονών ο Βασίλης, έκανε το πρώτο ταξίδι του με ελληνικό πλοίο στην Κωνσταντινούπολη συνοδεύοντας τον πατέρα του [2]. Ο Παναγιώτης Κουλιγκάς επιπλέον μαζί με τον αδελφό του Ευστράτιο, είχαν αγοράσει στην Κίο οικόπεδο από τον πατέρα του Τζελάλ Μπαγιάρ, μετέπειτα πρόεδρο της Τουρκικής Δημοκρατίας, στο οποίο ανέγειραν, Μεταξοσκωληκοτροφείο ( «Μποτζελίκι» στα τούρκικα ) [3] και μαγαζιά.

Το 1914-1915 ο Βασίλης Κουλιγκάς φοίτησε στην Πρώτη τάξη του Δημοτικού Σχολείου στην Κίο. Συνέχισε τη φοίτηση στο Αρρεναγωγείο της Κίου με διευθυντή τον Παναγιώτη Πινάτση. Αφηγείται ο ίδιος στα βιβλία του, την καλή του επίδοση στα Τουρκικά, απαραίτητο μάθημα στα ελληνικά σχολεία της Κίου, για την οποία βραβεύτηκε με επαίνους [4]. Ήταν μέλος των προσκόπων αλλά και του Μουσικού Συλλόγου. Έψελνε στην Κοίμηση της Θεοτόκου και συμμετείχε στην εκκλησιαστική λατρεία [5]. «Σαν παιδιά ζούσαμε σε ένα περιβάλλον οικογενειακό και ανεξάρτητα από την οικονομική άνεση της κάθε οικογένειας, ήμασταν όλοι Κιώτες», έλεγε συχνά στα παιδιά του. Το καλοκαίρι του 1918 , θυμάται ανάμεσα στ’ άλλα, ότι ο πατέρας του έστειλε την οικογένεια, μητέρα και δύο παιδιά για παραθερισμό σε τουρκόφωνο χωριό με Έλληνες χριστιανούς κατοίκους κοντά στην Προύσσα, το Τεπετζίκι. Ο Βασίλης Κουλιγκάς έπαιζε με την μπάντα του Μουσικού Συλλόγου κατά την είσοδο στην πόλη του αγγλικού στόλου και του ελληνικού απελευθερωτικού στρατού τον Ιούλιο του 1920. Η μέρα αυτή, όπως δήλωνε, ήταν η ευτυχέστερη της ζωής του.

 

Κίος, τελευταία μέρα πριν από την εγκατάλειψη. Δημοσιεύεται στο: «Κίος η αλησμόνητη», Εκδόσεις Δωδώνη, 1995.

 

Τον Αύγουστο του 1922, μετά την κατάρρευση του μετώπου, μαζί με πολλές άλλες οικογένειες περίμενε στο λιμάνι της Κίου, με τη μητέρα και τα δυο μικρότερα αδέλφια του, Γιώργο και Μανώλη, το πλοίο που θα τους μετέφερε στην Πόλη. Ο πατέρας του αρχικά έμεινε πίσω για να βρει μεγάλο μεταφορικό μέσο προκειμένου να φορτώσει τα είδη του σπιτιού και του μαγαζιού. Τελικά έφυγε την επόμενη μέρα ύστερα από πληροφορίες για την κατάσταση του Μετώπου. Έτσι, στις 26 Αυγούστου 1922,  δυο   μέρες  πριν  από   την αναχώρηση του ελληνικού στρατού, τελικά έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη με μικρό πλοίο υπό αγγλική σημαία, που είχαν στείλει Πολίτες συγγενείς τους.

 

Κίος, η παραλία του Μπαλουκπαζαριού, έρημη με τα δέματα εγκαταλειμμένα. Δημοσιεύεται στο: «Κίος η αλησμόνητη», Εκδόσεις Δωδώνη, 1995.

Ο Πρωθυπουργός Δημήτριος Γούναρης και ο αρχιστράτηγος Γεώργιος Χατζηανέστης, στην Κίο, λίγο πριν από την καταστροφή. Δημοσιεύεται στο: «Κίος η αλησμόνητη», Εκδόσεις Δωδώνη, 1995.

 

Ήδη στην Κίο είχε φτάσει ο συνταγματάρχης Ζήρας με δύο τάγματα στρατού και είχε δημιουργήσει την ελπίδα στους κατοίκους ότι η αναχώρηση από την Κίο ήταν προσωρινή, αφού ο τουρκικός στρατός θα αναχαιτιζόταν από τον ελληνικό. Ο μικρός Βασίλης με θάρρος και τη σιγουριά της νίκης μίλησε σε Τούρκους ανώτερους υπαλλήλους που τον ρώτησαν για την κατάσταση στην Κίο. Το φθινόπωρο του ’22 ο Βασίλης Κουλιγκάς βρέθηκε με την οικογένειά του πρόσφυγας στη Θεσσαλονίκη. Όπως αναφέρει ο ίδιος [6], η αναχώρηση των προσφύγων από την Προποντίδα έγινε σε δύο στάδια: τον Αύγουστο του 1922 από τις πατρίδες τους στην Ανατολική Θράκη ( Ρεδαιστός, Ηράκλεια, Συλίβρια ), πρώτο στάδιο και τον Σεπτέμβριο από την Αν. Θράκη στην Ηπειρωτική Ελλάδα, δεύτερο στάδιο.

Οι αναμνήσεις ενός Μικρασιάτη

Έτσι, στη Ρεδαιστό είχε φτάσει αρχικά η Αναστασία Κουλιγκά με τους τρεις γιους της. Εκεί συναντήθηκε με το σύζυγό της, Παναγιώτη Κουλιγκά, που είχε καθυστερήσει την αναχώρησή του από την Κίο. Όλοι μαζί έφυγαν για την Θεσσαλονίκη. Ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή της οικογένειας Κουλιγκά και του μικρού Βασίλη ξεκινάει εκεί. Τραγικές ήταν οι πρώτες μέρες της εγκατάστασης στην πόλη, αγωνιώδεις οι προσπάθειες για προσωρινή στέγαση και για «επαγγελματική τακτοποίηση» στη συνέχεια. Η Θεσσαλονίκη, είχε μετατραπεί σε προσφυγούπολη, σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου.

Φοιτά στο «Ανατόλια», το Αμερικανικό Κολλέγιο, και κερδίζει μετάλλια από την ενασχόλησή του με τον αθλητισμό. Καλλιεργεί την ατομική πειθαρχία και πλάθει έναν δυναμικό και γεμάτο θέληση χαρακτήρα, όπως αφηγείται σήμερα ο γαμπρός του, Κωνσταντίνος Παύλου. Αποφοιτά από το κολλέγιο το 1929 με επαίνους. Το καλοκαίρι αυτής της χρονιάς δημιουργείται ένας σύλλογος αποφοίτων από τους πρώτους 25 μαθητές του «Ανατόλια» που μόλις είχαν αποφοιτήσει. Όπως διηγούνταν ο ίδιος ο Κουλιγκάς, η τάξη του πραγματοποίησε εκδρομή στο τέλος του σχολικού έτους, στο ημιτελές κτίριο του νέου σχολείου. Φύτεψαν όλοι από ένα δέντρο. Τη συνήθεια αυτή ακολούθησαν οι απόφοιτοι και των επόμενων ετών.

Κίος η αλησμόνητη

«Οι δεσμοί μας με το αγαπημένο μας σχολειό, με το οποίο συνδεθήκαμε έξη ολόκληρα χρόνια (μπήκαμε παιδιά και βγήκαμε παλικάρια) ήταν τόσο μεγάλοι, που δεν θέλαμε να αποχωριστούμε οριστικά» λέει ο ίδιος. «Θέλαμε να διατηρήσουμε ένα δεσμό που να συνεχίζεται και μετά την αποφοίτησή μας. Για αυτό, αρκετό καιρό σκεπτόμασταν και μελετούσαμε για τη δημιουργία του Συλλόγου Αποφοίτων. Και το κατορθώσαμε το καλοκαίρι του 1929». Μαζί με τα άλλα ιδρυτικά μέλη του Συλλόγου βρήκαν και συμπεριέλαβαν στο Σύλλογο αποφοίτων και μαθητές παλιότερων ετών, που ήρθαν ως πρόσφυγες στη Θεσσαλονίκη και την Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, μια και το αρχικό κολλέγιο λειτουργούσε στη Μερζιφούντα του Πόντου. Πολλοί από αυτούς δεν είχαν κατορθώσει να αποφοιτήσουν μετά τα γεγονότα της Μ. Ασίας και τη μεταφορά του κολλεγίου Ανατόλια στην Ελλάδα [7].

Σκόρπιες μνήμες

Ο Κουλιγκάς μετά την αποφοίτησή του εργάζεται στην οικογενειακή επιχείρηση εμπορίου παστών προϊόντων. Μετακομίζει στη συνέχεια στην Αθήνα. Εκεί ασχολείται με το εμπόριο καταναλωτικών προϊόντων και μετά από λίγο καιρό συνεργάζεται με το φίλο του από την Κίο, Φρίξο Θεοδωρίδη, στο ναυτιλιακό του γραφείο. Γνωρίζει και παντρεύεται τη Ζωζώ Αυγουστίνου, μια «αριστοκρατική νέα», όπως έλεγε ο ίδιος, από την Κίο, ήδη εγκατεστημένη στον Πειραιά. Η χαρά του ήταν μεγάλη, μια και η καταγωγή της ήταν από την Κίο. Παντρευτήκανε στην εκκλησία της Αγίας Φωτεινής στην Νέα Σμύρνη και εγκατασταθήκανε στο Παλαιό Φάληρο. Απέκτησαν δύο παιδιά, τον Παναγιώτη και τη Μαρία Κουλιγκά.

Ο Παναγιώτης ασχολήθηκε με τον αθλητισμό, όπως και ο πατέρας του. Εκπροσώπησε την Ελλάδα σε 3 Ολυμπιάδες και αναδείχτηκε Ολυμπιονίκης στην ιστιοπλοΐα. Σήμερα διατηρεί σχολή ιστιοπλοΐας στο Παλαιό Φάληρο. Η Μαρία τον φρόντισε μέχρι το τέλος της ζωής του. Στα τρία εγγόνια του (Χριστιάνα, Βασίλη Κουλιγκά και Τζώρτζη Παύλου) διηγούνταν με λεπτομέρειες τη ζωή του στην Κίο, αλλά και όσα έζησε με τη γυναίκα του, με την οποία ήταν πολύ δεμένος. Όταν την έχασε, επέλεξε να ζει μόνος του στο Παλαιό Φάληρο. Αφιερώνεται από τότε στην Κίο. Καταγράφει τις αναμνήσεις του, ψάχνει τα αίτια και τις αφορμές για την καταστροφή. Γράφει έτσι σταδιακά τρία βιβλία, γεμάτα μνήμες ζωής για την αλησμόνητη πατρίδα του. Τα αφιερώνει στη γυναίκα του.

  • Κίος, 1912-22, Οι αναμνήσεις ενός Μικρασιάτη, Βασίλη Κουλιγκά, Εκδ. ΔΩΔΩΝΗ, 1988.
  • Κίος, 1912-22, Σκόρπιες μνήμες, Βασίλη Κουλιγκά, Εκδ. ΔΩΔΩΝΗ, 1993.
  • Κίος η αλησμόνητη, Από όσα ακόμα θυμάμαι, Εκδ. ΔΩΔΩΝΗ, 1995.

Έλεγε, «Ποιος περίμενε ότι θα γίνω συγγραφέας;». Όταν έγραψε το πρώτο βιβλίο, τον πίεσαν να γράψει και τα επόμενα. Σημειώνει χαρακτηριστικά: «Ένας λόγος που με ανάγκασε να γράψω είναι ότι οι περισσότεροι επιζήσαντες από την καταστροφή ολιγοστεύουν. Φεύγει ο ένας μετά τον άλλον και εμείς, τα παιδιά τότε , αποτελούμε την τελευταία γενιά. Θα φύγουμε κι εμείς μια μέρα όπως φύγανε οι μεγαλύτεροί μας και δε θα υπάρχει κανείς επιζών για να διηγηθεί στους απογόνους μας περιστατικά και λεπτομέρειες από τη χαμένη μας πατρίδα. Για να μάθουν τα παιδιά των παιδιών μας, γεννημένα από Κιώτες γονείς, περισσότερα για το μικρασιατικό πολιτισμό, που δυστυχώς δεν υπάρχει πια.»

Ο στρατηγός Αλέξανδρος Μαζαράκης – Αινιάν, διοικητής της Μεραρχίας Σμύρνης που έδρευε στην Κίο, με τον Τούρκο στρατηγό Τζαφέρ Ταγιάρ ο οποίος είχε συλληφθεί αιχμάλωτος στην Θράκη. Δημοσιεύεται στο: «Οι αναμνήσεις ενός Μικρασιάτη», Εκδόσεις Δωδώνη, 1988.

Το 1988 σε εκδηλώσεις μνήμης για την Κίο της Μ. Ασίας λέει ο ίδιος: «Την περιγραφή την έκανα από τις αναμνήσεις μου. Από όσα θυμάμαι. Και θυμάμαι πολλά. Διότι αγαπούσα πολύ την πατρίδα μου. Και όποιος αγαπά, θυμάται. Γι’ αυτό, όσα γράφω, είναι όλα σωστά, όλα αληθινά». «Όπου κι αν πάγω, όπου κι αν βρεθώ, Κίο μου πάντα εσένα νοσταλγώ», γράφει το 1990 σε ποίημα αφιερωμένο στην Κίο με τον τίτλο «Νοσταλγία». [8] Τα τελευταία χρόνια επισκεπτόταν συχνά τη Νέα Κίο. Αποτελούσε το τιμώμενο πρόσωπο σε τοπικές πολιτιστικές εκδηλώσεις. Συμμετείχε στο Σύλλογο Απανταχού Κιωτών. Είχε χαρίσει μάλιστα στο Λαογραφικό Μουσείο Ν. Κίου έναν πίνακα κεντημένο από τη μητέρα του, Αναστασία Σαρηβαλάση, με τα μαλλιά της. Διοργανώθηκε ειδικά από το Σύλλογο εκδήλωση για να τονιστεί η σημασία της δωρεάς αυτής.

Όπως αναφέρει ο ίδιος σε συνέντευξή του για το Αρχείο Μαρτυριών του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού [9], στις 14-3-1997, επί τρία χρόνια τουλάχιστον δεν κοιμόταν, αλλά ονειρευόταν πότε θα πάει να δει την Κίο. Όταν κάποια στιγμή ταξίδεψε στην πατρίδα του, το 1982, συμφιλιωμένος με την πραγματικότητα, δε γύρισε στενοχωρημένος, αλλά με χαμόγελο , γιατί ξαναβρέθηκε στους χώρους στους οποίους μεγάλωσε, γιατί αντίκρισε ξανά την πολυαγαπημένη του Κίο. Πέθανε στην Αθήνα το 2001. «Βασίλης Κουλιγκάς» έχει προταθεί να ονομαστεί το Νηπιαγωγείο Ν. Κίου, που βρίσκεται μπροστά από την οδό Β. Κουλιγκά. Η οδός αυτή ονομάστηκε έτσι το 2001 μετά το θάνατο του Κουλιγκά. Είναι η τρίτη παράλληλος της παραλιακής οδού Ναυπλίου – Κίου – Μύλων.  Το Δημοτικό Συμβούλιο αιτιολόγησε την απόφασή του για την συγκεκριμένη ονοματοδοσία της οδού, με το σκεπτικό ότι τα τρία βιβλία του Κουλιγκά αποτελούν «μεγάλη προσφορά για τους νεώτερους, προκειμένου να γνωρίσουν την ιστορία της αλησμόνητης πατρίδας» (Πρακτικά Δήμου Ν. Κίου, απ. 90/2001 ).

  

Υποσημειώσεις


[1] Η υπηρεσία στο Σεφκιέτι, καθαρά ελληνική υποχρέωση, ήταν ένας τρόπος για τους Έλληνες κατοίκους της περιοχής να αποφύγουν τα λεγόμενα Αμελέ Ταμπουρού, τα τάγματα εργασίας. Οι Κιώτες ψαράδες εγκαταστάθηκαν στο συνοικισμό «ΧαμντίΜπεϊ» και με την εμπειρία τους, έφτιαξαν γρι γρι και γέμισαν, όπως αναφέρει στο βιβλίο του, Κίος η αλησμόνητη, Από όσα ακόμα θυμάμαι, Εκδ. ΔΩΔΩΝΗ, 1995, ο Κουλιγκάς, την αγορά με ψάρια.

[2] Θυμάται ένα ζέπελιν στον ουρανό της Πόλης, γερμανικό αερόπλοιο, ενδεικτικό των καλών σχέσεων της Γερμανίας με την Τουρκία, όπως σχολιάζει και ο ίδιος. Θυμάται ακόμα ελληνικά πλοία στον Βόσπορο αλλά και τη βασιλική πομπή του Σουλτάνου, όταν περνούσε τη γέφυρα του Γαλατά.

[3] Το Μποτζελίκι βρήκε ανέπαφο στην επίσκεψη στην Κίο το 1982 ο Βασίλης Κουλιγκάς.

[4] Αναφέρει μάλιστα ότι η μητέρα του είχε προσλάβει μια Εβραία δασκάλα στο σπίτι. Σ’ αυτήν οφειλόταν η καλή γνώση της τουρκικής γλώσσας. Μετά τη συνθηκολόγηση της Τουρκίας κατά το τέλος του πολέμου, τα διπλώματα αυτά ο Βασίλης Κουλιγκάς τα έσκισε όπως λέει ο ίδιος (Κίος η αλησμόνητη, σελ. 41).

[5] Οι γονείς του ήταν «Θεοφοβούμενοι», όπως αναφέρει ο ίδιος.

[6] «Κίος η αλησμόνητη», Δωδώνη, 1995.

[7] Επίσημα αναγνωρίστηκε ο Σύλλογος από το κράτος το 1937. Ουσιαστικά όμως ιδρύθηκε το 1929.

[8] σελ. 124, Βασίλη Κουλιγκά, Κίος 1912-1922, Σκόρπιες μνήμες, Εκδ. Δωδώνη.

[9] Ο Β. Κουλιγκάς το Μάρτιο του 1997 είχε δώσει συνέντευξη στο αρμόδιο τμήμα ιστορικών τεκμηρίων του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού. Στη διεύθυνση http://www.ikaros.fhw.gr βρίσκονται τα video στα οποία ο Κουλιγκάς, αφηγείται χαρακτηριστικά περιστατικά από τη ζωή του στην Κίο, αλλά και από το τελευταίο του ταξίδι στην πατρίδα της Μ. Ασίας.

 

Πηγή


  • Γυμνάσιο Νέας Κίου, «Η εντεύθεν και εκείθεν του Αιγαίου Κίος», Νέα Κίος, 2010.

Read Full Post »

Οι γνώσεις δίνουν φτερά στην έμπνευση – Σπύρος Καραμούντζος


 

Στο συγκεκριμένο βιβλίο ο ποιητής Σπύρος Καραμούντζος δεν καταθέτει ποιήματά του. Καταθέτει όμως το απαύγασμα της πολύχρονης πείρας του ως εκπαιδευτικού, καταθέτει τις σκέψεις και τις απόψεις του με σαφήνεια, γλαφυρότητα και διακριτικότητα όσα ως λειτουργός της τέχνης βιώνει, όσα ως άνθρωπο τον απασχολούν, όσα ως πολίτη τον πληγώνουν.

 

«…ο ποιητής δε γεννιέται μόνο, αλλά και γίνεται. Για να καρποφορήσει το δέντρο, θέλει πολύχρονη καλλιέργεια. Οι γνώσεις δίνουν φτερά στην έμπνευση».

Στις πενήντα συν μία πολυθεματικές και καίριες ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν από την αξιόλογη λογοτέχνιδα και μεταφράστρια Ζαχαρούλα Γαϊτανάκη, ο Σπύρος Καραμούντζος ξεδιπλώνει με ευλάβεια όλη την πορεία της ζωής του και απαντά σε μια σειρά ερωτήσεων με ειλικρίνεια και σεμνότητα.

 

Οι γνώσεις δίνουν φτερά στην έμπνευση

 

«… Καλύτερος μαθητής, πρέπει να το πούμε προκαταβολικά, δεν είναι πάντοτε αυτός που δεν κάνει ορθογραφικά λάθη και παίρνει άριστα στους βαθμούς, χωρίς να αποκλείεται και αυτό. Για να είναι ο καλύτερος, θα πρέπει να έχει μία σειρά και από άλλες αρετές. Να είναι δηλαδή: Επιμελής, εργατικός, ομαδικός, ευγενής, συνεργάσιμος, φιλότιμος, κόσμιος, αυτενεργός, κοινωνικός, να έχει νοητικές και πρακτικές ικανότητες, στόχους στη ζωή του, συναισθηματικές ευαισθησίες κλπ. Θα τελειώσω λέγοντας ακόμη ότι θα είναι ο καλύτερος μαθητής , αν είναι καταπώς λέει ο λαός μας, «καλό παιδί».

Το βιβλίο περιέχει επτά θεματολογικές ενότητες στις οποίες ο λογοτέχνης αναθυμιέται τις κακοτράχαλες ατραπούς αλλά και τους εύφορους λειμώνες που διάβηκε, νοσταλγεί την πατρώα γη, αναλογίζεται τα χρόνια που ήταν δάσκαλος και παρουσιάζει διεξοδικά τις θέσεις του με παρρησία, υπευθυνότητα και τόλμη, χωρίς περιστροφές και υπεκφυγές για την σύγχρονη ελληνική κατάσταση.

 

«… Ο Νεοέλληνας κυριεύτηκε από απληστία. Ακόμη και όταν δεν είχε χρήματα, με δάνεια και με δόσεις, προκαλούμενος από τα μεγαλοκαταστήματα και τις διαφημίσεις, «με μία πεντάρα στου Κωνσταντάρα…», αγόραζε για ν’ αγοράσει καθετί  που πουλιότανε. Ούτε τα χρέη λογάριαζε, γιατί υπολόγιζε ότι κάποιος θα του τα χάριζε, ούτε και αποταμίευση έκανε. Το αποτέλεσμα το βιώνουμε σήμερα και ως άτομα και πιο πολύ ως χώρα.

Δεν άργησε λοιπόν να γεμίσει το σπίτι του με υλικά πάσης φύσεως. Από τη στέρηση πήγε στην αφθονία. Κάποια στιγμή γεμίσανε  ντουλάπες, αποθήκες, ψυγεία κλπ., με υλικά που δε τα χρησιμοποίησε ποτέ. Ο καθένας μας έχει  προσωπική γνώμη από το δικό του σπιτικό.    Βρήκε  όμως μία προσωρινή λύση, μερικά απ’ αυτά (παπούτσια, φούστες, παντελόνια, τσάντες, παιδικά παιγνίδια) ολοκαίνουργα να τα αφήνει έξω από τους σκουπιδοτενεκέδες.

Ήταν όμως και η αλλαγή της μόδας και της επιδειξιομανίας του λεγόμενου νεόπλουτου, που τον υποχρέωνε να κάνει και αναγκαστικά ανακαίνιση. Έπρεπε να κάνει το κομμάτι του. «Ήθελε η μούρη του να φορέσει σέλα και να καμαρώνει με το σύρε κι έλα…», καταπώς λέει και ένα τραγούδι για τον αφελή γαϊδαράκο. Έπρεπε να πληρώσει ακόμη και τον παλιατζή, για να τα πετάξει τα παλιά (έπιπλα, στρώματα, κουζίνες, ψυγεία, ρουχισμό, ζωγραφικούς πίνακες κλπ.), μια και δε ταίριαζαν και δε χωρούσαν  στο σαλόνι της μοντέρνας νοικοκυράς.

Παρ’ όλα αυτά και με ό,τι άλλο πανάκριβο υλικό αγαθό αγόραζε, χρυσό ή πολύτιμο πετράδι, αυτό που λέμε πληρότητα στη ζωή του, δεν την ένιωσε. Η αφθονία των αγαθών δεν ήτανε αυτό που είπατε και σεις, «η ζωή του όλη».

Ανάγκη λοιπόν, πριν είναι πολύ αργά, να βρει αυτό που έχασε, δηλαδή «το μέτρο». Η αποφυγή των ακροτήτων και των υπερβολών θα είναι η ορθότερη  στάση του. Εξάλλου το είχε πει και ο Κλεόβουλος, ένας από τους επτά σοφούς τον 6ον π.Χ. αιώνα, «μέτρον άριστον».

Είμαστε ιδιαίτερα ευτυχείς που ο δάσκαλος και ποιητής Σπύρος Καραμούντζος, μας εμπιστεύτηκε την έκδοση του νέου του βιβλίου « Οι γνώσεις δίνουν φτερά στην έμπνευση». Το βιβλίο διατίθεται δωρεάν από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και πολιτισμού.

Στα πλαίσια των δραστηριοτήτων της Αργολικής Αρχειακής Βιβλιοθήκης Ιστορίας και πολιτισμού εντάσσεται και η έκδοση ιστορικών, λογοτεχνικών ή άλλου είδους  βιβλίων που άπτονται των ενδιαφερόντων της.

 

 

Read Full Post »

Έτος 1 μ.Χ.


 

Ο Χρόνος, που μας φαίνεται με ποτάμι που κυλά, δεν είναι παρά ένα αχανές και στατικό τοπίο. Εκείνο που κινείται δεν είναι παρά το μάτι του θεατή». Thornton Wilder, «Η όγδοη μέρα της Δημιουργίας».

 

Τα χρόνια που διαδραμάτισαν αποφασιστικό ρόλο, όπως και οι αποφασιστικές μάχες, συνιστούσαν ανέκαθεν προσφιλές για τους ιστορικούς θέμα. Το γιατί, γίνεται φανερό για ορισμένα από αυτά τα έτη – 1453, 1789, 1914: οι καλά πληροφο­ρημένοι της εποχής ένιωθαν ότι κάτι σημαντικό συ­νέβαινε, παρ’ όλο που δεν μπορούσαν να προβλέ­ψουν όλες τις συνέπειές του. Συχνότερα, ωστόσο, οι μεγάλες ιστορικές διεργασίες ξεκινούν άδηλα και μόνον πολύ αργότερα, κοιτώντας πίσω, είναι εφικτό να εντοπιστεί η κρίσιμη ημερομηνία. Τέτοιο έτος είναι το Έτος 1. Μάλιστα, από όλα τα σημαντικά έ­τη της Ιστορίας είναι το πλέον περίεργο, διότι ου­δείς ζων την εποχή εκείνη αλλά και αιώνες αργό­τερα είχε την παραμικρή ιδέα ότι εκείνο το έτος ή­ταν το Έτος 1. Εάν ποτέ αναφέρονταν στο έτος αυτό, εννοούσαν το έτος κατά το οποίο δημιουργήθηκε ο κόσμος, και όχι ό,τι εμείς εννοούμε με το1 A. D. (Anno Domini: Έτος του Κυρίου μας ή μ.Χ.)

 

Ιησούς

 

Για παράδειγμα, τι έτος αναγραφόταν σε ένα πι­στοποιητικό γεννήσεως, σε μια συμβολαιογραφική πράξη γάμου, σε μια εμπορική συμφωνία που συ­ντάχθηκαν το Έτος 1; Στο ερώτημα αυτό δεν μπο­ρούμε να δώσουμε μία και μόνη απάντηση, καθώς για τις περισσότερες δραστηριότητες της καθημερι­νής ζωής γινόταν χρήση ημερομηνιών ανάλογα με το γεωγραφικό μήκος και πλάτος του κόσμου. Στη Ρώμη ένα συμβόλαιο θα μπορούσε να έχει ημερο­μηνία «επί υπατείας του Ιουλίου Καίσαρα, γιου του Αυγούστου και του Αιμιλίου Παύλου, γιου του Παύ­λου». Σε άλλα σημεία του κόσμου τα έτη καθορίζο­νταν από τις βασιλείες ή από τη θητεία ντόπιων αρ­χόντων και ιερέων.

Σε μας όλα αυτά μπορεί να φαίνονται χαώδη, καθώς είμαστε συνηθισμένοι σε ένα συνεχές, σταθερό ημερολόγιο, το οποίο λίγο πολύ χρησιμοποιείται σε όλον τον κόσμο, αλλά τελικά (εκείνο το σύστημα) ήταν αρκετά λειτουργικό. Μόνον οι λόγιοι αντιμετώπιζαν σύγχυση, αυτοί που απαιτούσαν ακριβή απάντηση στην ερώτηση «πόσο χρόνο πριν» ή εκείνοι που επιθυμούσαν να συγχρονίσουν τα γεγονότα στην ελληνική και ρωμαϊκή Ιστορία. Προς ικανο­ποίησή τους εφευρέθηκαν αρκετά συστήματα.

Στη Ρώμη, οι λόγιοι μετρούσαν συχνά τα γεγονότα από τη θρυλούμενη ίδρυση της πόλης του Ρωμύλου, το έτος που έχουμε ονομάσει 753 π.Χ. Στην Ελλάδα χρησιμοποιούσαν μονάδες χρονικών περιόδων ανά 4 χρόνια, τις Ολυμπιάδες, αρχίζοντας από τους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες το 776 π.Χ. Στα δύο αυτά συστήματα, το Έτος 1 ήταν αντίστοιχα το 754 από κτήσεως Ρώμης (AB URBE CONDITA) και το πρώ­το έτος της 195ης Ολυμπιάδας.

Κανένα σύστημα δεν ήταν επίσημο: κάθε λόγιος και ιστορικός ήταν ελεύθερος να επιλέξει εκείνο που προτιμούσε, ένα μόνο ή συνδυασμό. Ως εκ τούτου δεν προκαλεί έκπληξη ότι οι Χριστιανοί χρειάστηκαν πολύ χρόνο για να διαμορφώσουν και να εισαγάγουν δικό τους σύστημα. Η τιμή ανήκει σε έναν ανατολικό ελληνόφωνο μοναχό, τον Διονύσιο το Μικρό, που έζησε στη Ρώμη στο πρώτο μισό του έκτου αιώνα.

Αυτός υπολόγισε ότι ο Χρι­στός γεννήθηκε το 754 από κτίσεως Ρώμης, ονόμασε το έτος αυτό anno Domini (a.D.) «Έτος του Κυρίου μας» (μ.Χ) και μέτρησε τα έτη που προηγήθηκαν του συγκεκριμένου έτους ως τόσα ante Christum «προ Χριστού». Η μέτρησή του ήταν ελαφρώς ανακριβής. Οι μόνες πραγματικές ενδείξεις υπάρχουν σε δύο από τα τέσσερα Ευαγγέλια και δυστυχώς είναι συγκρουόμενες και ασυμβίβαστες. Αν ο Ματθαίος ορθώς ορίζει την ημερομηνία της εξόδου προς την Αίγυπτο, τότε ο Ιησούς γεννήθηκε λίγο πριν ή κατά το τελευταίο έτος της βασιλείας του Ηρώδη του Μεγάλου, ο οποίος πέθανε το 4 π.Χ. Εάν όμως ο Λουκάς έχει δίκιο, συνδέοντας τη Γέννηση με μια απογραφή – «Όλοι πήγαν να εγ­γραφούν, ο καθείς στην πόλη του»- τότε η ημερο­μηνία θα πρέπει να είναι το6 a.D. (μ.Χ.) ή ίσως και το7 a.D. Σε καμία από τις δύο περιπτώσεις το1 a.D. δεν θεωρείται πιθανό.

Ωστόσο, το χρονολογικό σύστημα του Διονυσίου επεκτάθηκε σταδιακά, πρώτα στη Δύση και με πιο αργούς ρυθμούς στην Ανατολή, μέχρι που καθιερώθηκε σχεδόν ανά την υφήλιο. Το Έτος 1 – όποιο κι αν ήταν – κατέστη σημαντικό έτος, για πολλούς το σημαντικότερο της Ιστορίας. Εάν το 6 a.D. είναι το ορθό έτος, τότε ο Ιησούς γεννήθηκε στην νεοϊδρυθείσα ρωμαϊ­κή επαρχία της Ιουδαίας. Τη χρονιά αυτή, οι Ρωμαίοι καθαίρεσαν τον γιο του Ηρώδη Αρχέλαο, κατέλαβαν την Ιουδαία και έστειλαν εκεί τον κυβερνήτη της Συρίας Κυρήνιο, ο οποίος έλαβε διαταγή να οργανώσει την πρώτη απογραφή. Η Γαλιλαία, από την άλλη, αφέθηκε ελεύθερη να συνεχίσει υπό την εξουσία της οικογένειας του Ηρώδη για ακόμη μία γενεά.

Η αρκετά περίπλοκη αυτή πολιτική κατάσταση δεν ήταν πρωτόγνωρη για τις επαρχίες στο ανατολικό σύνορο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όπου η πολιτική της αυτοκρατορίας ταλαντευόταν ανάμεσα στη στήριξη των τοπικών πελατών – βασιλέων και την απευθείας διακυβέρνηση. Στο κάτω κάτω η Παλαιστίνη ήταν πολύ μακριά από τη Ρώμη και, πολύ πιο κοντά, στην πατρίδα, τα προβλήματα ήταν πιεστικά: εκείνη την εποχή μεγάλες δυνάμεις ήταν απασχολημένες με την επιχείρηση ενσωμάτωσης του γερμανικού εδάφους μεταξύ Ρήνου και Έλβα. Εξολοθρεύτηκαν τελικά το9 a.D. με μια προδοτική ενέδρα του Αρμινίου, ενός Γερμανού λήσταρχου που είχε υπηρετήσει στα ρωμαϊκά βοηθητικά στρατεύματα και του είχε δοθεί τιμητικά η ρωμαϊκή υπηκοότητα.

Η καταστροφή αυτή, στο Δάσος του Τόιτεμπουργκ, προκάλεσε τελικά τη μετατόπιση του βορείου συνόρου της αυτοκρατορίας στη γραμμή Ρήνου – Δούναβη, η οποία αργότερα μεταβλήθηκε αρκετές φορές για να περιλάβει και τη Βρετανία μετά την κατάληψή της. Δυτικό σύνορο ήταν ο Ατλαντικός Ωκεανός και νότιο τα Όρη του Άτλαντα, η Σαχάρα και οι καταρράκτες του Νείλου – παρ’ ότι πολλά από τα τμήματα της βόρειας Αφρικής είχαν πανομοιότυπη μεταβλητή πολιτική ιστορία όπως η Ιουδαία.

Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν μια αυτοκρατορία με τη στενότερη δυνατή έννοια του όρου. Ο «ρω­μαϊκός λαός» – δηλαδή οι Ρωμαίοι πολίτες, που ήταν κατά το μάλλον συγκεντρωμένοι στη Ρώμη και την κεντρική και βόρεια Ιταλία – εξουσίαζαν όλους τους υπολοίπους ως υποτελείς. Η αυτοκρατορία εκτός Ιταλίας ήταν χωρισμένη στις ούτω καλούμενες provinciae, που δεν ήταν επαρχίες κατά τον τρόπο που σήμερα το Οντάριο είναι επαρχία του Καναδά, αλλά μάλλον αποικίες, όπως η Ινδία ή η Νιγηρία ήταν βρετανικές αποικίες πριν κερδίσουν την ανεξαρτησία τους. Η συνολική επιφάνεια της αυτοκρατορίας το1 a.D. ήταν περίπου 1.250.000 τετραγωνικά μίλια με πληθυσμό ίσως 60.000.000.

 

Ρωμαϊκή αυτοκρατορία το 395 μ. Χ. (Historical Atlas by William R. Shepherd, 1911).

 

Είναι άκρως αμφίβολο εάν οποιοσδήποτε εντός ή εκτός της διοίκησης ήξερε τον πραγματικό αριθμό του πληθυσμού. Απογραφές γίνονταν, αλλά σε άτακτα διαστήματα, σε διαφορετικό χρόνο και σε διαφορετικές επαρχίες. Αποκλειστικός δε στόχος των απογραφών ήταν να ενημερώσουν τους φορολογικούς καταλόγους: ο φοροσυλλέκτης μαζί με το στρατιώτη ήταν ο πλέον εμφανής και πανταχού παρών σύνδεσμος μεταξύ των επαρχιών και της Ρώμης.

Η Ρώμη είχε αρχίσει κιόλας από τον 3ο αιώνα π.Χ. την κατάκτηση επαρχιών και η διαδικασία δεν ολοκληρώθηκε παρά το δεύτερο αιώνα της χριστιανικής εποχής. Τα κίνητρα της επέκτασης της αυτοκρατορίας είναι συχνά παραπλανητικά, διότι η άμυνα και η στρατηγική μπορούν με εύσχημο τρόπο να προβληθούν ως δικαιολογία: όσο περισσότερο επεκτείνονται τα σύνορα τόσο μειώνονται και οι απειλές – πραγματικές ή φανταστικές. Αλλά στην αρχαιότητα γενικώς και μεταξύ των Ρωμαίων ειδικότερα, φαίνεται πως η προσπάθεια συγκάλυψης ή άρνησης της (ιμπεριαλιστικής) εκμετάλλευσης από πλευράς αυτοκρατορίας ήταν πολύ μικρότερη από ό,τι στους σύγχρονους καιρούς.

Όποιοι κι αν ήταν οι λόγοι που ευλαβώς προβάλλονταν για την κατάκτηση και την ενσωμάτωση (εδαφών) σε διάφορες χρονικές στιγμές, το δικαίωμα άμεσης αποκόμισης ωφελημάτων από τα κατακτημένα εδάφη ήταν αβίαστα αναγνωρισμένο. Αυτό σήμαινε όχι μόνον κρατικούς φόρους – σε αγαθά, υπηρεσίες και κεφάλαια – αλλά συχνά και σημαντικά ατομικά εισοδήματα, νόμιμα ή παράνομα, για τους ανώτατους αξιωματούχους και τα μέλη των συντεχνιών είσπραξης φόρων. Η Ρώμη είχε συμφέρον να διατηρεί την αυτοκρατορία της ειρηνική και πειθαρχημένη με όσο το δυνατόν αποτελεσματικές τοπικές διοικήσεις. Για την επιτυχία αυτού του τελευταίου, εξαρτιόταν κυρίως από τις τοπικές ηγετικές τάξεις – αφού δεν είχε ανθρώπους δικούς της – οι οποίες έπαιζαν συνήθως το φιλορωμαϊκό εξισορροπητικό ρόλο για την αποτροπή μιας εξέγερσης.

Από την αρχή της επέκτασης της Ρώμης, οι ταγοί της είχαν υιοθετήσει την πολιτική της μέγιστης δυνατής μη παρέμβασης σε κοινωνικούς και πολιτιστικούς θεσμούς, όχι τόσο ορμώμενοι από την ευρεία θεωρία ή την αρχή της ανοχής, αλλά από μια πολύ πιο απλή σκέψη. Ποιος ο λόγος να ασχοληθούμε; Η Ρώμη δεν είχε καμία «αποστολή» – ο μύθος αυτός καθιερώθηκε αναδρομικά, πολύ αργότερα. Η Ρώμη ήθελε να διοικεί αποτελεσματικά και επανειλημμένως διαπίστωνε ότι η ελάχιστη επέμβαση την αποζημίωνε. Παρ’ όλο που ο Ρωμαίος έπαρχος διατήρησε στην ουσία απόλυτη εξουσία και δεν δίσταζε να τη χρησιμοποιεί όποτε το έκρινε αναγκαίο, όπως όταν επέβαλε τη θανατική ποινή. Υπό κανονικές συνθήκες, οι καθημερινές ζωές πάρα πολλών ανθρώπων ελάχιστα επηρεάζονταν από τη ρωμαϊκή διακυβέρνηση. Αυτό ίσχυε σε μεγάλο βαθμό στα ανατολικά τμήματα της αυτοκρατορίας, που είχαν αναπτυγμένο πολιτισμό πολύ πριν έρθουν οι Ρωμαίοι. Οι περιοχές αυτές παρέμειναν διαφορετικές – μεταξύ τους, αλλά και σε σχέση με τη Δύση- τόσο διαφορετικές όσο ήταν και την εποχή της ανεξαρτησίας τους.

Το ημερολόγιο είναι τελείως συμπτωματικό, το ίδιο και η γλώσσα. Φυσικά τα λατινικά ήταν η επίσημη γλώσσα του ρωμαϊκού κράτους. Δεν ήταν όμως η γλώσσα που μιλιόταν στην Ανατολή ή ακόμη και σε ορισμένες περιοχές της Δύσης όπως η Σικελία και η Λιβύη. Εκεί, οι ηγετικές τάξεις και οι διανοούμενοι μιλούσαν, έγραφαν και σκέπτονταν στα ελληνικά, οι δε υπόλοιποι στη μητρική γλώσσα τους – σε ορισμένα μέρη ελληνικά, σε άλλα αραμαϊκά ή αιγυπτικά κ.λπ. Οι μορφωμένοι Ρωμαίοι γνώριζαν σε κάποιο βαθμό τα ελληνικά, αλλά οι ισότιμοί τους στις ανατολικές επαρχίες σπανίως έμπαιναν στον κόπο να μάθουν λατινικά εξίσου καλά.

Όταν ο Ιώσηπος – γόνος μιας ιουδαϊκής ιερατικής οικογένειας, με υψηλή μόρφωση, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ιουδαία – έγραψε το «Περί του Ιουδαϊκού Πολέμου», φιλορωμαϊκή μαρτυρία από την πτώση της Ιερουσαλήμ στα χέρια των Ρωμαίων και την καταστροφή του Να­ού το70 a.D., η πρώτη εκδοχή του διατυπώθηκε στα αραμαϊκά και η δεύτερη στα ελληνικά.

Ο Ιώσηπος ήταν Φαρισαίος και γι’ αυτόν οι φαύλοι του λαού του ήταν οι ζηλωτές, οι οποίοι υποδαύλισαν και ηγήθηκαν της εξέγερσης κατά της Ρώμης. Η αγαπημένη του λέξη ήταν «ληστές», οπότε οι ληστές, οι ζηλωτές και οι χαμηλότερες τάξεις είναι ουσιαστικά συνώνυμα στα βιβλία του. Οι ισχυροί Ρωμαίοι χρειάστηκαν τέσσερα χρόνια για να καταστείλουν την εβραϊκή εξέγερση – ακριβώς διότι η κοινωνική εξέγερση, η επιθυμία για ανεξαρτησία και η θρησκευτική διαμάχη αποτελούσαν ένα σύμπλεγμα. Βρισκόμαστε σε μια εποχή που μια ομάδα λίγων, στη μια πλευρά της όχθης, ευημερούσαν, ενώ η συντριπτική πλειονότητα στην άλλη πλευρά επιβίωνε σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας.

Το γαργαντούικο συ­μπόσιο που παραθέτει ο απελεύθερος Τριμαλχίων οτο «Σατυρικόν» του Πετρώνιου είναι αστείο χάρη στην υπερβολή του: η περιγραφή γελοιοποιεί, αλλά δεν είναι τελείως φανταστική. Η περιουσία του Η­ρώδη του Μεγάλου αποτελούσε ανεξάντλητο θέμα σχολιασμού για τον Ιώσηπο. Αλλά οι υφαντές λινών της Ταρσού – οι ειδικευμένοι ελεύθεροι δεξιοτέχνες, που τα προϊόντα τους είχαν ζήτηση σε ολόκληρη την αυτοκρατορία – δεν μπορούσαν ποτέ να πληρώσουν το μικρό ποσόν που απαιτείτο προκειμένου να λάβουν την ιθαγένεια στην πόλη τους. Εκτός Ιουδαίας σπανίως γίνονταν σοβαρές εξεγέρσεις. Υπήρχε δυστυχία και γκρίνια στους εκμεταλλευόμενους λαούς του ιμπέριουμ, που δεν επαρκούσε όμως στο να καταγραφεί στις επίσημες Δέλτους: πως η Ιστορία τείνει να είναι η ιστορία των νι­κητών με τους ηττημένους λαούς σε έναν παθητικό, σε μεγάλο βαθμό σιωπηρό και απρόσωπο ρόλο…

Το Έτος 1, οι Ρωμαίοι απολάμβαναν τη θέση τους με ικανοποίηση. Ήταν οι ηγέτες του πολιτισμένου – όπως ήθελαν να πιστεύουν – κόσμου αλλά είχαν καταφέρει επίσης να εξέλθουν με επιτυχία από μια μακρά, απελπιστικά βίαιη και επικίνδυνη περίοδο εμφυλίου πολέμου. Ο δημοκρατικός μηχανισμός της διοίκησης, του οποίου ηγείτο αποκλειστικά η ολιγαρχική Σύγκλητος – που έστελνε τις νικηφόρες ρωμαϊκές λεγεώνες στα ανατολικά, τα δυτικά, τα βόρεια και τα νότια και που διαμόρφωσε τη μεγαλύτερη αυτοκρατορία που υπήρξε ποτέ στον κόσμο – είχε αποδιοργανωθεί από το τέλος του 2ου αιώνα π.Χ. Ποικίλες προσπάθειες για την αναβίωσή της απέτυχαν, μέχρι που ο μικρανιψιός και υιοθετημένος γιος του Ιουλίου Καίσαρα, ο Οκτάβιος, αντικατέστησε τελικά το παλαιό σύστημα με τη μοναρχία – παρ’ ότι η επίσημη ορολογία του βασιλείου διατηρούνταν προσεκτικά, καθώς ανακατασκευάζονταν ένα δημοκρατικό προσωπείο, με Σύγκλητο, Δή­μους, Δημάρχους, λαϊκή συνέλευση, υπάτους, πραίτορες κ.ο.κ. Το προσωπείο αυτό, όμως, δεν είναι τίποτα περισσότερο από ό,τι λέει η λέξη: «προσωπείο». Στόχος του ήταν να συγκαλύπτει την πραγματικότητα που υπήρχε πίσω από αυτό.

Αύγουστος

Τον Ιανουάριο του 27 π.Χ., η Σύγκλητος επικύρωσε επισήμως τη θέση που ο Οκτάβιος κέρδισε με τα όπλα και του έδωσε νέο όνομα, Αύγουστος, με το οποίο είναι έκτοτε γνωστός. Ταυτόχρονα, επελέγη ένας κατ’ ευφημισμόν τίτλος γι’ αυτόν, princeps (σ.μ.: ηγεμών) – μέχρι τότε, κοινή λατινική λέξη που το λεξικό ορίζει ως «ο πρώτος ηγέτης, κύριος, το πλέον διακεκριμένο πρόσωπο» – τίτλος που ήταν απαλλαγμένος από τις ανεπιθύμητες προεκτάσεις του REX (βασιλιάς). Ήταν επίσης Imperator (σ.μ.: αυτοκρά­τωρ στρατηγός), στρατιωτικός τίτλος που εχρησιμοποιείτο συχνά για να δηλώσει την ειδική σχέση με τη λαϊκή βάση και την εγγύηση της εξουσίας του: το στρατό, που αποτελούνταν κατά το ήμισυ από Ρω­μαίους πολίτες στις λεγεώνες και κατά το ήμισυ από βοηθητικά στρατεύματα που στρατολογούνταν στις λιγότερο «εκρωμαϊσμένες» επαρχίες.

Είκοσι επτά χρόνια αργότερα, ο Αύγουστος είχε το σταθερό έλεγχο μιας αυτοκρατορίας που ο ίδιος είχε σημαντικά επεκτείνει. Περιορισμένες εξεγέρσεις, υποκινούμενες από αντιμοναρχικά αισθήματα κατεστάλησαν και κάθε χρονίζουσα παρανόηση αναφορικά με την πραγματική φύση της εξουσίας του ήρθη. Το 2 π.Χ. του δόθηκε ο τίτλος pater patriae, Πατέρας της Πατρίδας, που θύμιζε στους Ρωμαίους πολίτες τη δεσποτική εξουσία του Ρωμαίου πάτερ φαμίλια τόσο όσο και την πατρική μεγαλοθυμία. Έζησε ως το 14 a.D., προσβλέποντας σε μία μόνο τιμή: την επίσημη θεοποίησή του μετά θάνατον (όπως είχε ήδη γίνει με τον Ιούλιο Καίσαρα). Εξίσου σημαντικοί με την απόκτηση τίτλων ήταν οι εμφανείς ελιγμοί του για την εγκατάσταση μιας βασιλικής δυναστείας: ο Αύγουστος και ουδείς άλλος θα επέλεγε το διάδο­χό του και στη διαδικασία αυτή ποδοπάτησε μερικές από τις βαθιά ριζωμένες ρωμαϊκές παραδόσεις.

Το 4 π.Χ. η Σύγκλητος απεφάνθη με διάταγμα ότι οι δύο εγγονοί του (και υιοθετημένοι γιοι του) ο Γάιος και ο Λεύκιος θα ονομαστούν ύπατοι σε ηλικία δεκαπέντε ετών και θα αναλάβουν μόλις γίνουν είκοσι. Και οι δύο πήραν τον τίτλο «ηγεμόνες της Νεολαίας». Αυτό το μωρολόγημα σήμαινε στην πραγματικότητα πρίγκιπας (σ.μ.: διάδοχος του θρόνου).

Το Έτος 1, ο Γάιος που είχε συμπληρώσει τα 20, εξελέγη ύπατος μαζί με τον άνδρα της αδελφής του, Αιμίλιο Παύλο. Τότε η τύχη του Αυγούστου τον εγκατέλειψε: ο Λεύκιος πέθανε τον επόμενο χρόνο και ο Γάιος το 4 a.D. Ο ασθενής και γηραιός αυτοκράτορας κίνησε διαδικασία για την υιοθεσία του Τιβέριου, καθιστώντας σαφές ότι δεν το έκανε με χαρά. Ο Τιβέριος τελικά τον διαδέχτηκε. Η ομαλή και ειρηνική ανάληψη της εξουσίας από τον Τιβέριο αποτυπώνει την πλήρη διάσταση της επιτυχίας του Αυγούστου. Οι ιστορικοί αποκαλούν ορθώς τον Αύγουστο «αρχιτέκτονα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας». Όταν ο  επεκτατισμός το αποδεκτό μοντέλο, η αναφορά στο όνομά του ήταν σαφώς κολακευτική.

Τώρα, όμως, η κοινή γνώμη μεταστράφηκε, αν και λιγότερο για ορισμένους ίσως από ό,τι για άλλους – ο Ε. Μ. Φόρστερ αποκαλεί τον Αύγουστο «έναν από τους πλέον μισητούς επιτυχημένους άνδρες του κόσμου». Δύσκολα διαβάζει κάποιος σήμερα ευχάριστα τους παρακάτω στίχους:

«Και ιδού, ιδού ο άν­δρας, ο υπεσχημένος πού γνωρίζετε / ο Καίσαρας Αύγουστος, γιος του θεού, προορισμένος να κυβερ­νήσει / Όπως ο Κρόνος κυ­βέρνησε στο Λάτιο, και ε­κεί / Να φέρει πίσω την επο­χή του χρυσού: η αυτοκρατο­ρία του θα επεκταθεί /Πέρα από τους Γαράμαντες[i] και τους Ινδιάνους, στη γη πέρα από το ζωδιακό / κύκλο».

Ο Βιργίλιος [ii] και ο Οράτιος ήταν οι δεσπόζουσες φυσιογνωμίες του φιλολογικού κύκλου, τους οποίους υποστήριζε ένας από τους στενότερους και πλουσιότερους φίλους του Αυγούστου, ο «διαπλεκόμενος» Μαικήνας. (Δεν είναι τυχαίο που το όνομα Μαικήνας έγινε κοινή λέξη στις ευρωπαϊκές γλώσσες).

 

Ο Αύγουστος της Πρίμα Πόρτα, μια από τις διασημότερες απεικονίσεις του πρώτου Αυτοκράτορα της Ρώμης. Μουσείο Βατικανού.

 

Ο Αύγουστος είχε σκεφθεί τα πάντα: τόσο η κοινή γνώμη όσο και τα οικονομικά, οι ρυθμίσεις για τη δυναστεία, η προμήθεια σε τρόφιμα και ο στρατός δεν μπορούσαν να αγνοηθούν. Επιστρατεύθηκε ακόμη και η κοπή νομισμάτων. Όταν του δόθηκε ο τίτλος pater patriae, για παράδειγμα, το κεντρικό νομισματοκοπείο στο Λούγκντουνουμ (Λιόν) άρχισε να κόβει ασημένια νομίσματα που έφεραν την κεφαλή του με την επιγραφή pater pa­triae στη μία όψη. Στην άλλη, εικονίζονταν οι δύο νεαροί εγγονοί του με τηβέννους, με τα εμβλήματα του ιερατείου και την επιγραφή «Γάιος και Λεύκιος Καίσαρ, γιοι (από υιοθεσία) του Αυγούστου, μελλοντικοί ύπατοι, ηγεμόνες της νεολαίας». Τα νομίσματα κυκλοφόρησαν ταχέως και η ανταπόκριση δεν ήταν αργή. Το θέμα το δανείστηκαν οι ποιητές, ενώ οι γλειψιματίες ιδιώτες και κοινότητες το χρησιμοποίησαν σε αφιερωματικές επιγραφές στα μνημεία των πόλεών τους. Θα ήταν όμως λάθος να μιλήσουμε κυνικά για εκπορνευμένη τέχνη.

Πόπλιος Βιργίλιος Μάρων

Ούτε ο Βιργί­λιος ούτε ο Οράτιος, που απεβίωσαν το 19 και το 8 π.Χ. αντίστοιχα, ούτε και ο ιστο­ρικός Λίβιος, που το Έτος 1 συνέγραφε ακόμη την τεράστια επική ιστορία της Ρώμης, αγοράστηκαν με την πραγματική έννοια του όρου. Ο Οράτιος ήταν γιος ενός πλούσιου πρώην σκλάβου, ενώ ο Βιργίλιος και ο Λίβιος προέρχονταν από τις ευκατάστατες μεσαίες τάξεις της βόρειας Ιταλίας. Οι τάξεις αυτές είχαν υποφέρει πολύ κατά τη διάρκεια των εμφυλίων πολέμων, αλλά τώρα η ειρήνη – η pax Augusta – είχε επανέλθει, μαζί και η ζωηρή ελπίδα για το μέλλον, τόσο στη Ρώμη όσο και στην αυτοκρατορία. Με την αίσθηση του αναβιωμένου κύρους θα ερχόταν και η ηθική κάθαρση και αναγέννηση. Αυτή η τελευταία ήταν αγαπημένο θέμα του Αυγούστου. Εκφραζόταν σε πολλά νομοθετικά διατάγματα, που συντάχθηκαν με στόχο να καμφθεί η υπερβολικά φθοροποιός προσωπική ζωή, η ακολασία και η διαφθορά στις ανώτερες τάξεις.

 Στόχος ήταν να επιστρέψουν οι ανώτερες τάξεις – όχι στην ελευθερία και την ισχύ που είχαν στα χρόνια της Δημοκρατίας, αλλά στην υπεύθυνη συμμετοχή στο στρατό και τη δημόσια διοίκηση υπό τους πρίγκιπες. Ο ίδιος ο Αύγουστος, κατά το βιογράφο του Σουητώνιο,[iii] παρακολουθούσε απαγγελίες ποιημάτων και αναγνώσεις Ιστορίας και μάλιστα τις ευχαριστιόταν «αν ήταν σοβαρές και ο συγγραφέας πρώτης γραμμής». Δεν είναι εύκολο να κρίνει κανείς τις ηθικές σταυροφορίες: οι σταθερές, τα κίνητρα και η πραγματικότητα είναι σαν τα παγόβουνα. Ασφαλώς η ορατή πλευρά του κλίματος της εποχής έδειχνε τη διαφθορά, ακόμη και αν ληφθούν υπόψη οι διαφορές μεταξύ των παλαιών και των σύγχρονων αξιών. Επαρκής απόδειξη είναι ο εξοστρακισμός – σε διαφορετικές περιόδους – της κόρης και της εγγονής του Αυγούστου για σεξουαλική διαφθορά.

Ένας αριθμός υψηλόβαθμων αξιωματούχων εξορίστηκαν μαζί με την κόρη του Αυγούστου ως συνεργοί της. Ο δε σύζυγος της εγγονής, Αιμίλιος Παύλος (που ήταν ο δεύτερος ύπατος το Έτος 1), εκτελέστηκε. Υπάρχει ωστόσο κάτι μυστηριώδες αναφορικά και με τις δύο υποθέσεις. Δεν υφίσταται ιδιαίτερος λόγος να απαλλάξουμε κάποια από τις δύο Ιουλίες, αλλά δεν μπορούμε να μην πούμε ότι μια συνωμοσία από το δυναστικό παλάτι διαδραμάτισε το σημαντικότερο ρόλο.

Οβίδιος

Η συνωμοσία ήταν ενδημική στην αυτοκρατορία και δεν είναι επουσιώδες ότι συνιστούσε την εσώτερη ψυχή του καθεστώτος από την εποχή της βασιλείας του ιδρυτή της. Ένα από τα θύματα της νεαρότερης Ιουλίας ήταν ο ποιητής Οβίδιος, ο οποίος εξορίστηκε στην Τόμι (Κωστάντζα) της Μαύρης θάλασ­σας και αναγκάστηκε να ζήσει εκεί τα υπόλοιπα δέκα χρόνια της ζωής του παραπονούμενος, μεμψιμοιρώντας και εκλιπαρώντας με τους πιο γλοιώδεις τρόπους να του δοθεί χάρις, πράγμα που δεν έγινε ποτέ. Κατά μία έννοια, ο Οβίδιος συνοψίζει στην καριέρα του το μεγάλο παράδοξο της Ρώμης των ημερών του. Τι έκανε για να αξίζει τόσο σοβαρή τιμωρία; Απ’ ό,τι ξέρουμε τίποτα ή, στη χειρότερη περίπτωση, κάτι μηδαμινό.

Δέκα χρόνια νωρίτερα, όμως, είχε γράψει την «Τέχνη του έρωτος» και κατά τη διάρκεια της λαμπερής του καριέρας – ήταν τρομερά δημοφιλής – ανήκε σε έναν κύκλο ποιητών και διανοουμένων οι οποίοι είχαν προσφέρει μόνον με τα λόγια υπηρεσίες στις νίκες του νέου βασιλείου, ενώ στην προσωπική τους ζωή -ω, ποία ντροπή! – απολάμβαναν τις χαρές του έρωτα, ενώ ο αυτοκράτορας ζητούσε ηθική αναγέννηση.

 Η pax Augusta εφαρμόστηκε με στρατιωτική πυγμή, η φιλολογική αναγέννηση έπρεπε να ευθυγραμμιστεί, η έννομος τάξη μπορούσε να παραβιαστεί ανάλογα με την επιθυμία του ηγέτη. Οι κτηνωδίες δεν ενοχλούσαν κανέναν. Ο κατάλογος με τις μαζικές φιλανθρωπίες του Αυγούστου, που διαμορφώθηκε για να εκδοθεί μετά το θάνατό του, περιελάμβανε τη χορηγία οκτώ τερατωδών εκδηλώσεων στις οποίες έλαβαν μέρος δέκα χιλιάδες μονομάχοι, ο μεγαλύτερος αριθμός που έχει καταγραφεί ποτέ.

Ήταν ο δημοφιλέστερος τύπος δημοσίου θεάματος στην Αυτοκρατορία. Αν το θέατρο ήταν το χαρακτηριστικό κοσμικό οικοδόμημα του κλασικού ελληνικού πολιτισμού, το ρωμαϊκό αμφιθέατρο ήταν το αντίστοιχό του. Οι επικριτές του αυτοκρατορικού συστήματος (οι λίγες φωνές που ακούμε) δεν έβαλαν κατά της βαναυσότητάς του, αλλά κατά της αυθαιρεσίας και της δουλοπρέπειας που καλλιεργούσε. Αυτοί καλλιεργούσαν την αναπόφευκτη συνωμοτική ατμόσφαιρα. Παρ’ όλα αυτά, υπήρχε μια σημαντική πολιτιστική αναγέννηση την εποχή του Αυγούστου. Και επικρατούσε ειρήνη σε όλη την αυτοκρατορία για το μεγαλύτερο διάστημα, ειρήνη δίχως την πολιτική ελευθερία, όπως κάποτε την είχαν εννοήσει οι Έλληνες, ούτε ακόμη την ελευθερία με τη στενή έννοια του όρου και με βάση την εμπειρία της δημοκρατικής Ρώμης, αλλά ειρήνη με διάρκεια ίσως πολύ μεγαλύτερη από ό,τι ποτέ είχε γνωρίσει ο μεσογειακός κόσμος.

Η ρωμαϊκή και ιταλική αντίδραση τεκμηριώνεται από λογοτεχνικά και γλυπτά μνημεία και καθίσταται εύκολα κατανοητή. Τι γινόταν όμως με τους «επαρχιώτες», τους υποτελείς και ειδικότερα τι συνέβαινε με τη μεγάλη μάζα αυτών, οι οποίοι δεν ήταν τοπικοί μεγιστάνες που υποστήριζαν τη Ρώμη σε αντάλλαγμα για τα οφέλη που απεκόμιζαν; Η απάντηση, που αφορά κυρίως την Ανατολή, μπορεί σε έναν βαθμό να είναι η εξής: άρχισαν να λατρεύουν τον Αύγουστο Σεβαστό, Ευεργέτη και Αντιπρόσωπο του θεού, ακριβώς όπως είχαν θεοποιηθεί τους προηγούμενους αιώνες Πτο­λεμαίους, Σελευκίδες και άλλους ηγέτες.

Για τους Ρωμαίους, ο Αύγουστος έπρεπε να πεθάνει για να κερδίσει τη θεοποίηση και εν τω μεταξύ μόνον ο γενέθλιός του δαίμων (daemon), το αθάνατο πνεύμα που ζούσε μέσα του, δικαιούταν έναν βωμό. Στην Ανατολή όμως με τις διαφορετικές παραδόσεις, χτίζονταν ναοί προς τιμήν του θεού Αυγού­στου. Αυτή η θρησκευτική λατρεία της εξουσίας δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί ούτε να παρεξηγηθεί. Ήταν λατρεία με τη στενή έννοια, όσο κι αν είναι σήμερα δύσκολο να την αντιληφθούμε. Δεν σήμαινε ότι υπήρχε ευρέως λαϊκός ενθουσιασμός για τον ηγέτη ως πρόσωπο ούτε κάτι πιο θετικό από την απλή αποδοχή των γεγονότων της ζωής. Η ισχύς έπρεπε να είναι αντικείμενο λατρείας, τούτο ήταν αυτονόητο: η ισχύς των φυσικών δυνάμεων. Δηλαδή το Πεπρωμένο ή η Τύχη, οι τόσοι θεοί και οι θεές με τα διάφορα πρόσωπα τους και η μεγάλη εξουσία στη Γη. Διαφορετική συμπεριφορά θα ήταν ανόητη και θα επέφερε κάποια τιμωρία, αν και η ανταμοιβή για όποιον επιδείκνυε σεβασμό δεν ήταν δυστυχώς εγγυημένη, τουλάχιστον εν ζωή.

Σε μια τόσο μονόπλευρη σχέση, σε έναν κόσμο με ελάχιστες ελπίδες υλικής επιτυχίας για την πλειονότητα του ελεύθερου πληθυσμού (ας μη μιλήσουμε για τους δούλους) και όπου η γήινη εξουσία ήταν τόσο κοντά στο δεσποτισμό, ο φόβος και όχι η αγάπη ήταν συχνά το κυρίαρχο συναίσθημα πίσω από τη λατρεία, στην καλύτερη περίπτωση δε φόβος και αγάπη μαζί. Η θρησκεία στράφηκε στη σωτηρία στον άλλο κόσμο, ενώ άλλοτε ενδιαφερόταν κατά κύριο λόγο για τη ζωή σε αυτόν εδώ τον κόσμο. Όσο περίπλοκη κι αν ήταν η ψυχολογία, η λατρεία του αυτοκράτορα συνιστούσε το συνεκτικό κρί­κο της αυτοκρατορίας.

 

Μ. I. Finley

Μετάφραση: Έρση Βατού

Το κείμενο είναι του Μ. I. Finley, από το Aspects of Antiquity-Discoveries and Controversies, σελίδες 185-199, (δεύτερη έκδοση, Εκδοτικός οίκος Penguin Books in association with Chatto & Windus.)

Ο M. I. Finley ήταν Οικονομικός Ιστορικός. Γεννήθηκε το 1912 στις ΗΠΑ. Σπούδασε στο Κολούμπια και σταδιοδρόμησε στην Αγγλία, όπου κατέφυγε το 1954 ως πρόσφυγας των μακαρθικών διώξεων. Το 1970 έγινε καθηγητής της αρχαίας Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, όπου και δίδαξε μέχρι το θάνατό του το 1986. Οι κύριοι τομείς των επιστημονικών του ενδιαφερόντων ήσαν η κοινωνική δομή του ελληνο-ρωμαϊκού κόσμου, η οικονομική του συγκρότηση – λειτουργία και ο θεσμός της δουλείας. Τα Βιβλία του: «Αρχαία Οικονομία» (1973) και «Αρχαία Δουλεία και Σύγχρονη Ιδεολογία» (1980) χαρακτηρίσθηκαν από την κριτική ως εξόχως σημαντικά.

 
 
Υποσημειώσεις


[i] Γαράμαντες: μεγάλη λιβυκή εθνότητα, που κατοικούσε στις οάσεις της ανατολικής Σαχάρας. Τις πρώτες πληροφορίες για το λαό μας δίνει ο Ηρόδοτος. Οι Γαράμαντες ήταν άγριος και αμιγής φυλετικά λαός και κατεδίωκαν με τέθριππα τους Αιθίοπες τρωγλοδύτες. Η περιοχή όπου ζούσαν, το σημερινό Φεζάν, περιήλθε στη ρωμαϊκή κυριαρχία το 21 π.Χ.

[ii] Ο Βιργίλιος αναφέρεται ως Βεργίλιος στην εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, η οποία αποτέλεσε την «πυξίδα» για την ορθή απόδοση όρων, τοπωνυμίων και ονομάτων στα ελληνικά.

[iii] Σουητώνιος: Ρωμαίος βιογράφος και αρχαιοδίφης, που έζησε πιθανότατα στη Ρώμη από το 69 μ.Χ. έως το 122 μ.Χ. Το πλήρες όνομά του ήταν Γάιος Σουητώνιος Τράγκιλλος. Στα έργα του περιλαμβάνεται το De viris Ulustribus «Περί επιφανών ανδρών» (συλλογή Βιογραφιών περίφημων πνευματικών μορφών της Ρώμης), από το οποίο αντλήσαμε όλη τη γνώση περί τη ζωή των διακεκριμένων συγγραφέων της Ρώμης. Το έργο του De vita Caesarum «Βίοι Καισάρων» (γύρω από τη ζωή των 11 πρώτων αυτοκρατόρων) ήταν γεμάτο σκανδαλολογίες και του χάρισε φήμη. Ήταν προστατευόμενος του Πλινίου του Νεώτερου, χάρις στον οποίο εξασφάλισε θέση χιλιάρχου στο στρατό, την οποία όμως εγκατέλειψε.

 

Πηγή


  • Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, « Έτος 1 μ.Χ.», τεύχος 11, 30 Δεκεμβρίου 1999.

  

Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »

Aργυροπούλου Δ. Pωξάνη


 

Pωξάνη Aργυροπούλου

Η Pωξάνη Δ. Aργυροπούλου, κόρη του Αργείου διπλωμάτη Δημητρίου Αργυρόπουλου και της Μυρώς Παλαιολόγου από τη Σμύρνη, είναι ομότιμη Διευθύντρια Eρευνών στο Ινστιτούτο Nεοελληνικών Eρευνών του Eθνικού Iδρύματος Eρευνών, γεννήθηκε στην Aθήνα το 1942· απόφοιτος του Αμερικανικού Κολλεγίου Pierce, σπούδασε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Παρισίων (Σορβόννη) και είναι διδάκτωρ στην ιστορία της φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Καθοριστική για τη μετέπειτα πορεία της υπήρξε η γνωριμία της, το 1966, με τον Κωνσταντίνο Θ. Δημαρά, διευθυντή του Κέντρου Νεοελληνικών Ερευνών του τότε Βασιλικού Ιδρύματος Ερευνών, ο οποίος προσανατόλισε τα ενδιαφέροντά της προς ζητήματα της νεοελληνικής παιδείας, ιδιαίτερα κατά την περίοδο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Από τότε εντάχθηκε στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών με επίκεντρο των ερευνών της τη νεοελληνική διανόηση από τον δέκατο όγδοο ως τις αρχές του εικοστού αιώνα, εντάσσοντας συγκριτικά τις ιδεολογικές εκδηλώσεις της στο ευρωπαϊκό περίγραμμα· έχει επίσης ασχοληθεί με θέματα της ευρωπαϊκής σκέψης (Βίκο, Βολταίρος, Κοντορσέ, κυρία ντε Στάλ, κ.ά.)

Έχει συγγράψει πάνω από διακόσιες μελέτες, ανακοινώσεις σε συνέδρια και άρθρα σε ελληνικά και ξένα περιοδικά, εγκυκλοπαίδειες και συλλογικά έργα. Ασχολήθηκε με τη μετάφραση φιλοσοφικών κειμένων και τελευταία δημοσίευσε, με εκτενή εισαγωγή και σχόλια, τη πρώτη ελληνική μετάφραση του έργου του Βολταίρου, Ο αδαής φιλόσοφος, (Αθήνα, εκδ. Πόλις, 2009).

Σε συνεργασία με την Άννα Tαμπάκη εξέδωσε το έργο, Tα ελληνικά προεπαναστατικά περιοδικά. Eυρετήρια Γ’ «Eιδήσεις δια τα Aνατολικά μέρη 1811. Eλληνικός Tηλέγραφος 1812-1836. Φιλολογικός Tηλέγραφος 1817-1821 (Αθήνα, KNE-EIE, 1983). Η κόρη  της Αλεξάνδρα Λουγγή είναι ψυχολόγος και μητέρα του Κωστή-Αχιλλέα Στόκα.

Eίναι συγγραφέας των εξής βιβλίων:

  • Marco Renieri, «Armonie Della Storia Dell’ Umanità», Ακαδημία Αθηνών, Κέντρον Έρευνης της Ελληνικής Φιλοσοφίας, Αθήναι, 2014.
  • O Bενιαμίν Λέσβιος και η ευρωπαϊκή σκέψη του δεκάτου ογδόου αιώνα (Αθήνα, ΙNE-EIE,  2003).
  • N. Kαζάζης, H Γαλλική Eπανάστασις. Mέρος έκτον. Eισαγωγή-έκδοση κειμένου-σχόλια (Αθήνα, KNE-EIE-Tροχαλία, 1993).
  • Bενιαμίν Λέσβιος, Στοιχεία ηθικής, Eισαγωγή-σχόλια-κριτικό υπόμνημα (Αθήνα, KNE-EIE, 1994).
  • H Φιλοσοφική σκέψη στην Eλλάδα από το 1820 ως το 1922 (Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών 1999). Τόμος A’: Eυρωπαϊκές επιδράσεις και προσπάθειες μιάς εθνικής φιλοσοφίας (1828-1875). Τόμος B’: H φιλοσοφία μεταξύ επιστήμης  και θρησκείας, 1876-1922 (Αθήνα, Γνώση,  1995-1998,).
  • Les intellectuels grecs à la recherche de Byzance (1860-1912)  (Αθήνα, ΙNE-EIE, 2001).
  • O νεοελληνικός ηθικός και πολιτικός στοχασμός. Aπό τον Διαφωτισμό στον Pομαντισμό (Θεσσαλονική, Bάνιας, 2003).
  • Προσεγγίσεις της νεοελληνικής φιλοσοφίας (Θεσσαλονίκη, Bάνιας, 2004).
  • La période italienne de Marco Renieri et ses premières années en Grèce (Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών, 2019)

 

Πηγή


  • Αρχείο, Αργολικής Βιβλιοθήκης Ιστορίας & Πολιτισμού.

 

Read Full Post »

Γάλλοι πρόξενοι, του Μοριά την εποχή της δεύτερης Τουρκοκρατίας


 

Ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά της Τουρκοκρατίας είναι η ελευθέρια του εμπορίου. Αντίθετα από την αποκλειστικότητα της βενετικής εμπορικής πολιτικής η τουρκική αντίληψη επέτρεπε σε οποιονδήποτε να εμπορεύεται μέσα στα εδάφη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας με ελάχιστο φόρο, που για τους ξένους μάλιστα ήταν μικρότερος [1]. Ύστερα λοιπόν από την κατάκτηση του Μοριά από τους Τούρκους στα 1715 κάθε εμπορική επαφή της χώρας αυτής με το εξωτερικό στην αρχή σταμάτησε, αφού οι Βενετοί έμποροι διώχτηκαν και οι καταστροφές που είχε φέρει ο πόλεμος είχαν σχεδόν εκμηδενίσει την παραγωγή. Έπρεπε να περάσουν δυο χρόνια, για να αρχίσει πάλι να κινηθεί το εμπόριο.

Οι πρώτοι έμποροι που ήρθαν μετά την Τουρκική κατάκτηση στο Μοριά ήταν Γάλλοι. Ο Joseph Maillet από τη Μασσαλία επιφορτισμένος να οργανώσει το Γαλλικό γενικό προξενείο του Μοριά ήρθε τότε και ίδρυσε πέντε υποπροξενεία: Μεθώνη, Κο­ρώνη, Καλαμάτα, Ναύπλιο και Πάτρα [2]. Εξαντλημένος από τους κόπους του ταξιδιού πέθανε στη Μεθώνη στις 21 Ιουλίου 1717. Τον διαδέχτηκαν στην αρχή ο νεαρός γιος του Pierre Mathieu Maillet και ο Ιππότης Roze που ανακλήθηκε γρήγορα, έπειτα ο Jean de Clairembault, που έμεινε στη Μεθώνη 26 χρόνια και πέθανε κι αυτός εκεί (12 Νοεμβρίου 1745) και τέλος ο Le Prestre (1745 – 1747). Ο νέος γενικός πρόξε­νος d’Amirat μετέφερε στα 1748 την έδρα του γενικού προξενείου από τη Μεθώνη όπου είχε μείνει 30 χρόνια, στην Κορώνη όπου έμεινε έως την επανάσταση του Ορλώφ.

 

Μεθώνη ή Μοθώνη (Methoni or Modon) – Χαλκογραφία του Olfert Dapper, 1688.

 

Τα πολεμικά εκείνα γεγονότα που ξετυλίχτηκαν στο ΝΔ τμήμα του Μοριά κι επέφεραν τόσες καταστροφές ανάγκασαν στα 1770 τον τότε γενικό πρόξενο Le Maire να εγκαταλείψει την έδρα του της Κορώνης μαζί με όλη τη Γαλλική παροικία την εγκατεστημένη στα Μυθωνοκόρωνα. Μετά 13 χρόνια η έδρα του γενικού προξενείου, που είχε μεταφερθεί στο Ναύπλιο (1774 – 1783), ξαναγυρίζει πάλι στην Κορώνη (1783 -1809). Στα 1809 ύστερα από αίτηση του διοικητή των Ιονίων νήσων στρατηγού Dan­zelot η έδρα μεταφέρεται στην Πάτρα. Γενικός πρόξενος του Μοριά ήταν την εποχή εκείνη ο Esprit Vial, που τρία χρόνια πρωτύτερα είχε φιλοξενήσει το Chateau­briand στο πέρασμά του από την Κορώνη κατά την περίφημη οδοιπορία του από το Παρίσι στα Ιεροσόλυμα. Στην Πάτρα, τη νέα του έδρα, ο Vial δεν έμεινε παρά ένα χρόνο. Αντικαταστάθηκε από το Roussel στα 1810.

 

Κορώνη - Coronelli Maria Vincenzo, 1685

 

Γεννημένος στη Bagnols (Gard) το 1758 ο Joseph – J – Β – Hercul de Roussel έλαβε μέρος πρώτα στην εκστρατεία του Λουξεμβούργου, ανθυπολοχαγός έπειτα στο σύνταγμα των δραγώνων. Προσκολλημένος στην Πρεσβεία της Κωνσταντινούπολης στα 1778, διορίστηκε λίγο ύστερα υποπρόξενος στα Δαρδανέλια. Ταξίδεψε στην Αγγλία και στην Ολλανδία. Διορίστηκε υποπρόξενος στην Κορώνη το 1786, έπειτα στο Ναύπλιο. Αιχμάλωτος στον πόλεμο με την Αίγυπτο. Πρόξενος στα Χανιά το 1802. Διωγμένος από την Κρήτη από μια επανάσταση, κατά την επιστροφή του στη Γαλλία πιάστηκε στη Ζάκυνθο αιχμάλωτος από τους Άγγλους. Μετά την απελευθέρωσή του διορίστηκε γενικός πρόξενος του Μοριά στην Πάτρα.

Στην «Ιστορία της πόλεως Πατρών» του Θωμοπούλου [3] αναφέρεται ότι ο Rous­sel στα 1811 αντικαταστάθηκε από το Roustant [4]. Από τα τρία όμως γράμματά του που ακολουθούν φαίνεται ότι ο Roussel κρατούσε τη θέση του γενικού προξένου μέχρι το 1813. Τα γράμματα αυτά που βρίσκονται σήμερα στην κατοχή του Μεθωναίου δικη­γόρου κ. Ν. Βασοπούλου απευθύνονται προς τον Leoni πράκτορα (agent) της Γαλ­λίας στο Ναβαρίνο.

Ο Ange Leoni γεννήθηκε στο Santa Reparata της Κορσικής και πέθανε στο Ναβαρίνο κατά την πολιορκία του από τους Έλληνες το 1821. Είχε παντρευτεί στα 1803 στη Μεθώνη την Αρετή Παυλοπούλου θυγατέρα του I. Παυλοπούλου και της Σοφίας Κουροπούλου και είχε αποκτήσει επτά παιδιά από τα οποία το ένα μόνο, ο Jean – François – Felix, παρέμεινε στην Ελλάδα (πέθανε άγαμος στο Ναβαρίνο σε προχωρημένη ηλικία), για να κατανάλωση όλη του τη ζωή σε δικαστικούς αγώνες για τη συγκράτηση της μεγάλης ακίνητης περιουσίας, που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του στις δυο πόλεις, Μεθώνη και Ναβαρίνο. Ένα πηγάδι στη Μεθώνη φέρει και σήμερα το όνομα «το πηγάδι του Λεόνι» και μια σειρά μαγαζιά στη δυτική πλευρά της μεγάλης πλατείας του Ναβαρίνου διατηρεί επίσης το όνομά του «τα μαγαζιά του Λεόνι».

 

Τάκης Δεμόδος

 

Υποσημειώσεις


[1] Μιχαήλ Β. Σακελλαρίου, Η Πελοπόννησος κατά την δευτέραν Τουρκοκρατίαν, Αθήναι 1939, Μέρος Β’, κεφάλ. Α’.

[2] Auguste Β ο p p e, Le consulat général de Morée et ses dépendances (Revue des Étu­des Grecques, Tom. XX [1907]).

[3] Στεφάνου Ν. Θωμοπούλου, Ιστορία της πόλεως Πατρών από αρχαιοτάτων χρό­νων μέχρι 1821. Έκδοσις Β’ με επιμέλειαν Κ. Ν. Τριανταφύλλου. Πάτραι 1950, σελ. 556.

[4] Ο Β ο p p e, ένθ’ ανωτέρω, φέρει το Roustant κατά την εποχή αυτή υποπρόξενο Κορώνης.

  

Πηγή


  • Πελοποννησιακά, τόμος Α, Αθήναι, 1956.   

Read Full Post »

Μαντζώρος Χρήστος


 

Χρήστος Μαντζώρος

Ο Χρήστος Μαντζώρος είναι καθηγητής της Παθολογίας και Ενδοκρινολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ και καθηγητής Δημόσιας Υγείας στη Σχολή Δημόσιας Υγείας του ίδιου Πανεπιστημίου. Είναι ο πρώτος επιστήμονας ελληνικής καταγωγής που έχει εκλεγεί καθηγητής σε δύο σχολές του πανεπιστημίου Χάρβαρντ. Στην Ιατρική Σχολή και στη Σχολή Δημόσιας Υγείας. Παράλληλα  είναι Διευθυντής : Στο Τμήμα / Κλινική της Ενδοκρινολογίας και Μεταβολισμού των τριών Νοσοκομείων του πανεπιστημίου Χάρβαρντ Boston VA Healthcare System καθώς και στη μονάδα Διατροφής του τμήματος Ενδοκρινολογίας και Μεταβολισμού του νοσοκομείου Beth Israel Deaconess Medical Center και του κέντρου Joslin Diabetes Center στη Βοστώνη Μασσαχουσέτης.

Ο Χρήστος Μαντζώρος γεννήθηκε το 1963 στο Ναύπλιο,  αποφοίτησε  από το 2ο Λύκειο Ναυπλίου και στη συνέχεια  από την Ιατρική Σχολή Αθηνών με «Άριστα» όπου και ολοκλήρωσε τις διδακτορικές σπουδές του λαμβάνοντας το τίτλο του διδάκτορα (DSc).

Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία ως έφεδρος αξιωματικός και κατόπιν μετέβη στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου σε συνολικό χρονικό διάστημα 7 ετών απέκτησε δύο Masters και τρείς τίτλους ειδικοτήτων. Έλαβε πιστοποίηση από την Παναμερικανική Ιατρική Επιτροπή για την επιτυχή εκπαίδευση του στις ειδικότητες:  της Παθολογίας, της Ενδοκρινολογίας- Διαβήτη- Μεταβολισμού καθώς και της Κλινικής Διατροφολογίας. Την ίδια χρονική περίοδο και παράλληλα με την άσκηση ειδικότητας στις Η.Π.Α., απέκτησε δύο μεταπτυχιακούς τίτλους Μάστερ στον τομέα της Επιδημιολογίας από τη Σχολή Δημόσιας Υγείας,  και στον Τομέα Κλινικής Έρευνας / επιστήμες Υγείας από την Ιατρική Σχολή  του πανεπιστημίου Χάρβαρντ.

Λόγω των επιδόσεών του, το Πανεπιστήμιο Harvard του πρότεινε να ενταχθεί στο Καθηγητικό του Προσωπικό και εισηγήθηκε στην Αμερικανική Κυβέρνηση – η οποία και στη συνέχεια έλαβε απόφαση – να απαλλαγεί από την (βάσει του Αμερικανικού Νόμου) υποχρέωσή του να επιστρέψει στην Ευρώπη και του εδόθη -τιμής ένεκεν- η Αμερικανική Υπηκοότητα επιπλέον της Ελληνικής. Ο Χρήστος Μαντζώρος ανήλθε όλες τις ακαδημαϊκές βαθμίδες και έφθασε στις κορυφαίες θέσεις του πρώτου αξιολογικά Πανεπιστημίου παγκοσμίως μέσα σε λιγότερο από δώδεκα έτη μετά την εκπαίδευσή του, πράγμα που αποτελεί σπάνια επίδοση, χρόνο ρεκόρ.

Στα πλαίσια της εργασίας του και του ρόλου του στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, όχι μόνον ασκεί τα προαναφερθέντα διοικητικά καθήκοντα, οργανώνοντας και διοικώντας  σειρά κλινικών και εκπαιδευτικών μονάδων, αλλά και εργάζεται ως κλινικός ιατρός, αναλαμβάνοντας την παρακολούθηση εξωτερικών και εσωτερικών ασθενών.  Παράλληλα με το κλινικό του έργο και στα πλαίσια της καθηγητικής του ιδιότητας, διδάσκει ειδικευόμενους ιατρούς καθώς και φοιτητές της Ιατρικής σχολής και Σχολής Δημόσιας Υγείας του Χάρβαρντ.

Έχει επίσης επιδείξει μεγάλη δραστηριότητα στον ερευνητικό τομέα  με πρωτοποριακό και διεθνώς αναγνωρισμένο έργο στην παχυσαρκία, τη νόσο του διαβήτη και άλλων μεταβολικών νοσημάτων.  Το ερευνητικό του ενδιαφέρον ιδιαιτέρως επικεντρώνεται στη φυσιολογία, τη παθοφυσιολογία και στη θεραπευτική χρήση ορμονών που εκκρίνονται από τον λιπώδη ιστό και παρέμεναν άγνωστες μέχρι πρόσφατα. Οι νέες αυτές ορμόνες αποκαλούνται αδιποκίνες, συμπεριλαμβάνουν γενικότερα γνωστές ορμόνες όπως η λεπτίνη και η αδιπονεκτίνη.  Η ομάδα του ήταν η πρώτη που απέδειξε  τη θεραπευτική ιδιότητα τους σε ασθένειες όπως ο διαβήτης, καρκίνοι και καρδιαγγειακές νόσοι. Θέτοντας τους παραπάνω στόχους, το εργαστήριο του καθηγητή Χρήστου Μαντζώρου  διεξάγει βασική και κλινική έρευνα η οποία χρηματοδοτείται από την Αμερικανική Κυβέρνηση μέσω του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ και των Νοσοκομείων του.

Είναι αναγνωρισμένος σε παγκόσμιο επίπεδο για την εξειδίκευση και την τεχνογνωσία του στον τομέα της Παθολογίας και της Ενδοκρινολογίας- Διαβήτη- Μεταβολισμού, αλλά και παράλληλα  έχει αναδειχθεί για την πληθώρα και το κύρος  των δημοσιεύσεών του.

Είναι συγγραφέας δύο βιβλίων με τίτλους: «Παχυσαρκία και Διαβήτης» και «Διατροφή και Μεταβολισμός».  

Οι δημοσιεύσεις του περιλαμβάνουν: περισσότερα από 330 επιστημονικά δημοσιευμένα ιατρικά ερευνητικά άρθρα τα οποία επίσης αναφέρονται  στο δίκτυο «Medline», περισσότερα από 65 δημοσιευμένες ιατρικές μελέτες μέσα στα πλαίσια της συνεργασίας του με την ερευνητική ομάδα «Look Ahead» καθώς και πάνω από 100 κεφάλαια σε βιβλία και άρθρα-ανασκοπήσεις. Είναι αξιοσημείωτο πως οι παραπάνω δημοσιεύσεις έχουν χρησιμοποιηθεί πάνω από 15.000 φορές ως παραπομπές από άλλους ερευνητές, αριθμός μοναδικός στον τομέα του.

Επιπρόσθετα, έχει αναλάβει τη θέση του έκδοτη του περιοδικού «Metabolism», στο οποίο έχουν δημοσιευθεί κλασσικές επιστημονικές εργασίες οι οποίες έχουν ανοίξει νέους δρόμους στη θεραπεία πολλών νόσων,  ενώ ταυτόχρονα συμμετέχει και ως μέλος της συντακτικής επιτροπής διαφόρων περιοδικών, συμπεριλαμβανημένου του ευρείας κυκλοφορίας ιατρικού περιοδικού «Journal of Clinical Endocrinology and Metabolism”.

Έχει λάβει μεγάλο αριθμό άλλων βραβείων και διακρίσεων, όπως:

  • Το βραβείο Frontiers in Science από τον επιστημονικό  σύλλογο των Αμερικανών Ενδοκρινολόγων (American Association of Clinical Endocrinology).
  • Το βραβείο στην έρευνα για το Διαβήτη και τα νοσήματα μεταβολισμού Novartis από την Αμερικανική Διαβητολογική Εταιρεία.
  • Το βραβείο Lilly από τον επιστημονικό ιατρικό σύλλογο North American Association for the Study of Obesity.
  • Το βραβείο Mead Johnson από τον Αμερικανικό σύλλογο Διατροφολόγιας.
  • Το βραβείο «HypoCCS» στο Παρίσι απο την Διεθνή Ένωση Ενδοκρινολόγων.
  • Το βραβείο «Wilhelm Friedrich Bessel» από το ίδρυμα Humboldt της Γερμανίας.
  • Το βραβείο «Υγεία» από τον ιατρικό και οδοντιατρικό σύλλογο Νέας Αγγλίας, καθώς και
  • το βραβείο για διακεκριμένο ερευνητή από την Αμερικανική Ομοσπονδία Ιατρικής Έρευνας.
  • Επίσης έχει λάβει το βραβείο αριστείας για την άρτια  επιστημονική καθοδήγηση νέων επιστημόνων από το πανεπιστημιακό νοσοκομείο Beth Israel Deaconess Medical Center και από την ιατρική σχολή του Χάρβαρντ. Τέλος, έχει τιμηθεί με το βραβείο «Berson» από τον Αμερικανικό επιστημονικό  σύλλογο Φυσιολογίας και την Ομοσπονδία όλων των Αμερικανικών Επιστημονικών Εταιρειών (FASEB Society).

Έχει διατελέσει σύμβουλος σε διαφορές φαρμακευτικές εταιρίες και εταιρίες διαγνωστικών τεχνολογιών. Είναι επίσης  ο επιστημονικός συνιδρυτής και πρόεδρος της επιστημονικής συμβουλευτικής επιτροπής  της εταιρίας «InteKrin Metabolic Therapeutics», η όποια μόλις ολοκλήρωσε τις δοκιμές φάσης ΙΙ για το κύριο σκεύασμά της / νέο φάρμακο για τον διαβήτη και  έχει λάβει την έγκριση του Αμερικανικού Οργανισμού Φαρμάκων (FDA) για να προχωρήσει στις κλινικές δόκιμες τελικού σταδίου ΙΙΙ για τον έλεγχο του διαβήτη σε ανθρώπους.

Γενικότερα, ερευνητικά, ο Χρήστος Μαντζώρος είναι πρωτοπόρος στην ανακάλυψη του λιπώδους ιστού ως ενδοκρινούς αδένα. Πιο συγκεκριμένα, τα τελευταία χρόνια  που συνειδητοποιήθηκε πως ο λιπώδης ιστός δεν είναι ένα ανενεργές αποθηκευτικό όργανο αλλά εκκρίνει ορμόνες, η ομάδα του έχει αποδοθεί σε έναν αγώνα δρόμου ώστε να αποσαφηνίσει τις ορμόνες που είναι υπεύθυνες για κάθε μια από τις ασθένειες συνδέονται στενά με τόσο με τη παχυσαρκία (καρδιαγγειακά νοσήματα, διαβήτης, νεοπλασίες) όσο και με τη νευρογενή ανορεξία. Η μελέτη πολλών από αυτές τις ορμόνες, έχει οδηγήσει στην ανακάλυψη καινούργιων διαγνωστικών εργαλείων, αλλά και καινούργιων φαρμάκων για τη θεραπεία αυτών των ασθενειών. Δύο από αυτά τα φάρμακα (λεπτίνη, ΙΝΤ131) βρίσκονται στη τελευταία φάση κλινικών δοκιμών (φάση ΙΙΙ) πριν τη χρησιμοποίηση τους στη καθημερινή κλινική πράξη.

Κλείνοντας, θα πρέπει να αναφερθεί ότι έχει – πέραν του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ -, διδάξει ως Επισκέπτης Καθηγητής σε πολλά Πανεπιστημιακά Ιδρύματα, όχι μόνο των ΗΠΑ και της Ελλάδας, αλλά και διεθνώς, όπως στην Ιαπωνία, τη Γερμανία, την Κύπρο, κ.λ.π. Παράλληλα ο επιβλέπει την εκπόνηση Διδακτορικών Διατριβών από φοιτητές, όχι μόνο στις ΗΠΑ αλλά και στην Ευρώπη (Γερμανία, Σουηδία, Ελλάδα) και στο παρελθόν έχει εκπαιδεύσει και αναδείξει πληθώρα νέων επιστημόνων, πολλοί από τους οποίους κατέχουν σήμερα θέσεις ευθύνης, ως Διευθυντές μεγάλων Ιατρικών Εταιριών ή ως καθηγητές Ιατρικής σε κορυφαία Πανεπιστήμια, σε πολλές χώρες, οι οποίες περιλαμβάνουν πέραν της Ελλάδας, τις Η.Π.Α., τη Γερμανία, την Αυστρία, την Κύπρο, την Κορέα, την Κίνα, τη Σιγκαπούρη, και άλλες χώρες που βρίσκονται στο δρόμο της επιστημονικής και οικονομικής προόδου.

 

Πηγή


Read Full Post »

Χαβιαράς Στρατής (Νέα Κίος Αργολίδας 28 Ιουνίου 1935 – Αθήνα 3 Μαρτίου 2020)


 

Στρατής Χαβιαράς

Ποιητής και πεζογράφος. Γεννήθηκε στα τέλη Ιουνίου του 1935 στη Νέα Κίο Αργολίδας. Ο  πατέρας του, ενταγμένος στο ΕΑΜ εκτελέστηκε από τους Γερμανούς το 1944 στην Κόρινθο. Η μητέρα του εστάλη σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ο ίδιος μένει μόνος και βιώνει την πείνα και τις κακουχίες.

« Η οικογένεια του πατέρα μου ήταν απ’ την Αρχαία Κίο στον Ελλήσποντο (σήμερα Γκεμλίκ), αλλά της μητέρας μου από το Καράμπουρνο και το Μποϊνάκι, κοντά στη Σμύρνη. Θυμάμαι καλά τις αφηγήσεις της γιαγιάς μου για τα χωριά της περιοχής: Βουρλά, Μενεμένη, Μελί. Και θυμάμαι ακόμα τους Μελιώτες στη Νέα Κίο της Αργολίδας όπου γεννήθηκα και την παράξενη προφορά τους με τις μακρόσυρτες καταλήξεις».

Μετά την απελευθέρωση, η οικογένεια κατατρεγμένη από τους χίτες, ανεβαίνει στην Αθήνα και εγκαθίσταται σ’ έναν προσφυγικό συνοικισμό, το Δουργούτι. Ο Στρατής εργάζεται στις οικοδομές. Είχε προλάβει όμως να τελειώσει το Δημοτικό αν και η δασκάλα του στο χωριό τον θεωρούσε καθυστερημένο.

«Ήμουν φαντασιόπληκτος. Το μυαλό μου έτρεχε αλλού. Χωρίς τους γονείς μου, πεινασμένος, βλέποντας γύρω μου τόσους σκοτωμούς και τόση προδοσία, μου ήταν αδύνατο να συγκεντρωθώ σε οτιδήποτε. Ταξίδευα συνεχώς».

Όταν το 1949, θέλησε να επισκεφθεί την Εθνική Βιβλιοθήκη, άκουσε από τον φύλακα ένα περιφρονητικό « Άντε χάσου». Ήταν ένα 14χρονο παιδί με κοντά παντελονάκια. Ο Στρατής πικράθηκε πολύ. Όμως ο δρόμος του είχε χαραχθεί.

Συνεχίζει να δουλεύει στην οικοδομή. Φωτεινά διαλλείματα της ζοφερής πραγματικότητας η αφοσίωσή του στο διάβασμα και την ποίηση. Δημοσιεύει την πρώτη του ποιητική συλλογή. Γνωρίζεται με τον σπουδαίο ελληνιστή Κίμωνα Φράϊερ που εκείνη την εποχή μεταφράζει την «Οδύσσεια» και την «Ασκητική» του Καζαντζάκη. Του προτείνει να τον ακολουθήσει στην Νέα Υόρκη. Αυτός θα του πλήρωνε τα δίδακτρα σε μια σχολή βιομηχανικού σχεδίου και ο Στρατής θα τον βοηθούσε στην μετάφραση. Δέχτηκε.

«Στα 1959, μαθητευόμενος ακόμη στα γράμματα, βρέθηκα στη Νέα Υόρκη, βοηθός γνωστού μελετητή της αμερικανικής ποίησης, δεινού στην καλλιέργεια γνωριμιών με κάθε λογής διασημότητες: Ezra Pound, Archibald McLeish, Arthur Miller, Lee Strasberg και πάει λέγοντας».

Στην Ελλάδα επιστρέφει δυο χρόνια αργότερα. Εργάζεται ως σχεδιαστής σε μια αμερικανική κατασκευαστική εταιρεία. Καιροί δύσκολοι και αντιφατικοί. Η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα έκρυθμη και χαώδης. Η στρατιωτικοί αρπάζουν την εξουσία.

«Ως μοναδικό αρσενικό της οικογένειας, φοβούμενος ότι θα με συλλάβουν, αποφάσισα να γυρίσω στις ΗΠΑ».

Αρχίζει μια νέα ζωή. Σπουδάζει συγγραφική τέχνη και μετάφραση στο πανεπιστήμιο Goddard. Εργάζεται ως υπάλληλος στη βιβλιοθήκη του Harvard ενώ συγχρόνως αναπτύσσει αντιδικτατορική δράση, μέσω ενός ραδιοφωνικού σταθμού της Βοστόνης. Υφίσταται τον πόλεμο της « συμμορίας του Τόμ Πάπας» και του φιλοχουντικού κατεστημένου. Αρθρογραφεί στο μηνιαίο περιοδικό « Ελευθερία». Το 1974, διορίζεται στο ίδιο πανεπιστήμιο διευθυντής της αίθουσας σύγχρονης ποίησης Woodberry και της βιβλιοθήκης Farnsworth. Σταδιακά απομακρύνεται από το ελληνικό περιβάλλον και τα ελληνικά του αρχίζουν να «σκουριάζουν».

« Για πολύ καιρό απέφευγα να έρθω, επειδή ο τόπος συμβόλιζε το χειρότερο μισό της ζωής μου. Βλέποντας όμως τους Έλληνες να προκόβουν και τη χώρα να ευημερεί, βλέποντας ακόμα κι αυτήν την πρωτοφανή εκδοτική έκρηξη, η ευχαρίστηση που αντλώ είναι τεράστια. Σιγά- σιγά οι πληγές επουλώνονται…».  

Στο πάρτι των 24ων γενεθλίων του ο Στρατής Χαβιαράς γνώρισε πολύ κόσμο. Ποιητές, δοκιμιογράφους, εκδότες, σκηνοθέτες κ.α. Ο ίδιος μας λέει: « Εκεί γνώρισα και τον ιδρυτή της μεγάλης εκδοτικής εταιρείας Simon & Schuster, ο οποίος μετά τις συστάσεις με ρώτησε:

« Εσείς τι γράφετε;».

Ο Στρατής Χαβιαράς σε φωτογραφία από την εποχή της γνωριμίας του με την Μαίριλυν Μονρόε.

Πρόσφατα είχε δημοσιευτεί σ’ ένα ελληνικό περιοδικό το πρώτο μου κείμενο, ένα δοκίμιο για την επιτυχία της Οδύσσειας του Καζαντζάκη στην Αμερική. Όμως, όπως έσπευσα να διευκρινίσω, αυτό ήταν μόνο το «πρώτο σκαλί» και, αν τα πράγματα πήγαιναν καλά, σύντομα θα έγραφα και μυθιστόρημα. «Ωραία» μου αποκρίθηκε ο Μαξ Λίνκολν Σούστερ, «αν όλα πάνε καλά και το γράψεις, θα σ’ το εκδώσω εγώ. Σύντομα», πρόσθεσε και τσουγκρίζοντας τα ποτήρια μας γελάσαμε.

« Τι θα πει σύντομα; Μου πήρε είκοσι χρόνια να το γράψω. Είκοσι ακριβώς. Και όμως τον Ιούνιο του 1979, όταν ο Μαξ μας είχε αφήσει χρόνους προ πολλού και η εταιρεία του είχε περιέλθει στην ιδιοκτησία της Gulf & Western, ήταν η Simon & Schuster που τελικά εξέδωσε το πρώτο μου μυθιστόρημα « Όταν τραγουδούσαν τα δέντρα». Καμιά φορά παίρνει είκοσι χρόνια για τη μετατροπή μιας υπόσχεσης σε πράξη».

Εκείνη η βραδιά του επεφύλασσε μια μεγάλη έκπληξη. Σε κάποια στιγμή φτάνουν στο πάρτι ο θεατρικός συγγραφέας Άρθουρ Μίλερ και η σταρ του σινεμά, τότε στο απόγειο της δόξας της, Μέριλιν Μονρόε.

«Η φυσική της ομορφιά ήταν ακόμη πιο ακτινοβόλα απ’ ότι στην οθόνη. Είχε κατέβει από τους ουρανούς, απ’ τις ταξιαρχίες των αγγέλων, να καταπολεμήσει το σκοτάδι, την ασκήμια, το κακό του κόσμου, να δώσει φως στους τυφλούς».

Σήμερα, ο Στρατής Χαβιαράς περνάει τον περισσότερο καιρό του στην Ελλάδα. Από το 1985 διευθύνει το εργαστήρι συγγραφικής τέχνης (μυθιστόρημα) στο θερινό πρόγραμμα του Harvard. Το 2000 δίδαξε την συγγραφική τέχνη στο ΕΚΕΜΕΛ ενώ το 2006 ξεκίνησε να συνεργάζεται με το ΕΚΕΒΙ ως συντονιστής και δάσκαλος στα Εργαστήρια Τέχνης και Λόγου. Ήταν μέλος του Συλλόγου Αμερικανών Συγγραφέων και της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων. H κηδεία του, έγινε στη γενέτειρά του Νέα Κίο Αργολίδας, στον Ιερό Ναό «Θεομάνας  – Οδηγήτριας».

 

Εργογραφία


 

Το έργο του Στρατή Χαβιαρά, χωρίζεται σε τρεις κατηγορίες. Στο Μυθιστόρημα, την Ποίηση, την Μετάφραση.

Πεζογραφία:

Όταν τραγουδούσαν τα δέντρα. Αθήνα, Ερμής, 1980. Καστανιώτης, 1999.

Τα ηρωικά χρόνια. Αθήνα, Bell,1984. Καστανιώτης, 1999.

Πορφυρό και μαύρο νήμα. Αθήνα, Κέδρος, 2007.

Ποίηση:
Η κυρία με την πυξίδα. Αθήνα, 1963.
Βερολίνο. Αθήνα, Φέξης, 1965.
Η νύχτα του ξυλοπόδαρου, 1967.
Νεκροφάνεια. Αθήνα, Κέδρος, 1972.

Έργα στα αγγλικά:
Crossing the river twice, ποιήματα, Cleveland State University, 1976
When the tree sings, πεζό, Simon & Schuster, New York, 1979
The Heroic Age, πεζό, Simon & Schuster, New York, 1984
Millenial afterlives, διηγήματα, Wells College, New York, 2000

Μεταφράσεις
Προς τα ελληνικά:
Heaney, Seamus. Το αλφάδι. Αθήνα, Ερμής, 1999.
Προς τα αγγλικά:
C. P. Cavafy: The Canon, The Original One Hundred and Fifty-Four Poems [επιμέλεια: Dana Bonstrom]. Αθήνα, Ερμής, 2004.

Συλλογικά έργα:

Σύγχρονη ελληνική πεζογραφία: διεθνείς προσανατολισμοί και διασταυρώσεις [επιμέλεια: Α. Σπυρόπουλου, Θ. Τσιμπούκη]. Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2002.

Αληθινές ιστορίες [συλλογή διηγημάτων]. Αθήνα, Μεταίχμιο, 2003.

 

 «Τα ηρωικά χρόνια»


 

Η Μάρη Θεοδοσοπούλου είναι κριτικός λογοτεχνίας. Στο πιο κάτω ενδιαφέρον κείμενό της ανιχνεύει και εντοπίζει τις περιπέτειες του μυθιστορήματος «Τα ηρωικά χρόνια» του Στρατή Χαβιαρά. Η Αργολική Βιβλιοθήκη το αναδημοσιεύει με την πεποίθηση ότι το κείμενο αυτό, βοηθά τον αναγνώστη ή ερευνητή να κατανοήσει και να εντοπίσει κι άλλες παραμέτρους σχετικές με το  έργο του συγγραφέα.

 

Τα ηρωικά χρόνια

Ατυχείς συγκυρίες κυνηγούν Τα ηρωικά χρόνια του Στ. Χαβιαρά. Και οι δύο εκδόσεις του βιβλίου στα ελληνικά, με απόσταση μεταξύ τους μία 15ετία, συμπίπτουν με μια ήδη διαμορφωμένη επικαιρότητα που στέκεται κάθε φορά καθοριστική για την ανάγνωση. Η πρώτη ελληνική έκδοση εμφανίζεται την άνοιξη του 1985, όταν ήδη η Ελένη του Νίκου Γκατζογιάννη έχει αναζωπυρώσει τις συζητήσεις γύρω από τον ελληνικό εμφύλιο. Στην Ελλάδα η Ελένη κυκλοφορεί τον Δεκέμβριο του 1983, όταν το πανελλήνιο, στην ευεξία των πρώτων χρόνων διακυβέρνησης του ΠαΣοΚ, με την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, καλαφατίζει τις τελευταίες ρωγμές του διχασμού.

Κατά σύμπτωση, το μυθιστόρημα του Στ. Χαβιαρά κυκλοφορεί και στις ΗΠΑ και στην Ελλάδα με απόσταση λίγων μηνών από την Ελένη και αναπόφευκτα διαβάζεται ως αντίλογος. Ανεξάρτητα αν η συγγραφή του έχει αρχίσει χρόνια πριν και αν πρόκειται, λίγο-πολύ, για ένα ιστορικό μυθιστόρημα ποιητικής πνοής. Ένα ευρύτερο κοινό καθηλώνεται στο γεγονός ότι και τα δύο μυθιστορήματα εκτυλίσσονται τα δύο τελευταία χρόνια του Εμφυλίου σε γειτονικούς τόπους: Μουργκάνα – Γράμμος. Άλλωστε η Ελένη προκαλεί πολύ θόρυβο, όπως εισάγεται από τις ΗΠΑ έτοιμο μπεστ σέλερ· βιβλίο-ντοκουμέντο ενός δημοσιογράφου της εφημερίδας «The New York Times» που πραγματοποίησε και επιτόπια έρευνα. Στη συνέχεια γίνεται ταινία αμερικανικών προδιαγραφών, που οξύνει περαιτέρω τα πνεύματα, προκαλώντας έντονες αντιπαραθέσεις. Ως τον Δεκέμβριο του 1987, όταν ο πρόεδρος Ρίγκαν υπογράφει με τον Γκορμπατσόφ τη συμφωνία για τους εξοπλισμούς, αναφέρεται στην Ελένη ως ένα βιβλίο-σύμβολο.

Σήμερα όλα αυτά είναι μια παλαιά ιστορία. Μάλιστα η πρώτη έκδοση των Ηρωικών χρόνων (από τις εκδόσεις Bell σε μετάφραση Νέστορα Χούνου) ούτε καν μνημονεύεται. Υπάρχει μόνο αναφορά στη νεοϋορκέζικη έκδοση (φθινόπωρο 1984) από τους Σάιμον και Σούστερ, που είχαν εκδώσει το 1979 και το πρώτο μυθιστόρημα του Στ. Χαβιαρά, Όταν τραγουδούσαν τα δέντρα (πρώτη ελληνική έκδοση Ερμής, 1980, σε μετάφραση του συγγραφέα).

Μια διαφορετική συγκυρία φαίνεται να παρασέρνει στη δίνη της τη δεύτερη έκδοση. Οι καινούργιοι αναγνώστες, όπως και οι δημοσιογράφοι, αγνοούν ή ξεχνούν τις ιδεολογικές αντιπαλότητες του 1985. Άλλωστε οι κάτω των 40 ετών, στην πλειονότητά τους, μόλις που έχουν ακουστά τον ελληνικό εμφύλιο. Αντιθέτως, γνωρίζουν με κάθε λεπτομέρεια τον εμφύλιο στη Γιουγκοσλαβία με τον οποίο και καθημερινώς συμπάσχουν. Ίσως οι δύο εμφύλιοι να μην έχουν πολλά κοινά σημεία. Ωστόσο το μυθιστόρημα του Στ. Χαβιαρά θυμίζει ότι και τότε ΗΠΑ και Βρετανία έκαναν πρόβα καινούργιων οπλικών συστημάτων.

Οι συγκλονιστικότερες σελίδες του μυθιστορήματος περιγράφουν το στρατόπεδο των ανταρτών στον Γράμμο, όταν ο Τίτο κλείνει τα σύνορα. Μισό αιώνα αργότερα μόνο υποθέσεις υπάρχουν για τις σχέσεις του Τίτο με τις ΗΠΑ και την τότε ελληνική κυβέρνηση, καθώς πολλά αρχεία μένουν απόρρητα, μεταξύ αυτών και τα σερβικά. Ωστόσο παραμένει γεγονός ότι ο Τίτο ήθελε πάση θυσία να σώσει την ακεραιότητα της Γιουγκοσλαβίας. Πέραν των συγκυριών, η δεύτερη έκδοση του βιβλίου συμπίπτει με την επέτειο των 50 χρόνων από την επίσημη λήξη του Εμφυλίου, που συντελέστηκε σε εκείνη τη μάχη στον Γράμμο που πλέκει στο μυθιστόρημά του ο Στ. Χαβιαράς.

Το 1984 ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, μεταφραστής της Ελένης, σημειώνει: «Γενικά η μεταπολεμική πεζογραφία μας στερείται τίτλων σχετικά με τον Εμφύλιο. Είναι ένα θέμα που απωθεί, δεν αντέχουμε να μιλάμε γι’ αυτό». Μερικά μυθιστορήματα και διηγήματα. Σε αυτή την ισχνή σοδειά προστίθενται τα μυθιστορήματα των Στ. Χαβιαρά και Ν. Γκατζογιάννη, συγγραφέων της ίδιας γενιάς.

Πιστός στα ιστορικά γεγονότα ο συγγραφέας τα αναβιώνει μετουσιώνοντάς τα σε αφήγηση. Με περισσότερο λυρισμό στο «όταν τραγουδούσαν τα δέντρα» που διαδραματίζεται στα χρόνια της ναζιστικής κατοχής στη γενέτειρα του συγγραφέα, τη Νέα Κίο της Αργολίδας. Με μεγαλύτερη οικονομία στα «Ηρωικά χρόνια» που πιάνει τον μίτο και συνεχίζει. Ο αφηγητής και τρία ακόμη αγόρια στην «ηρωική ηλικία», από έξι ως δεκατεσσάρων χρόνων, εγκαταλείπουν το χωριό τους. Στον δρόμο προστίθεται και ένα Εβραιόπουλο από τα Γιάννενα, ένας μυθιστορηματικός ήρωας πολλαπλώς φορτισμένος που φαίνεται να δίνει ιστορική προοπτική στα συμβαίνοντα.

Ποιητική αδεία, από το Ηραίον δίπλα στη Νέα Κίο, βρίσκονται να ακολουθούν τον Μόρνο. Τραβάνε βόρεια, όπως και ο κυβερνητικός στρατός. Συναντούν κεφαλοκυνηγούς με τα κοφίνια τους γεμάτα πολύτιμη πραμάτεια, τα κομμένα κεφάλια ανταρτών, αλλά και έναν τελευταίο της ομάδας του Βελουχιώτη, λαβωμένο σε μια σπηλιά και προάγγελο κακών. Τα παιδιά θέλουν να ξεφύγουν από τον πόλεμο, τελικά όμως αγωνίζονται δίπλα στους αντάρτες. Μια απελπισμένη μάχη παιδιών με πρωτόγονα μέσα ενάντια σε αδίστακτους μεγάλους.

Σε ολόκληρο το μυθιστόρημα λανθάνει ο αλληγορικός παραλληλισμός ανάμεσα στα παιδιά και στη χώρα. Όλοι οι ήρωες είναι παιδιά, ακόμη και οι ασπρομάλληδες αντάρτες και οι ναυτόπαιδες, που αποτελούν τη φρουρά στον Αντικάλαμο, το στρατόπεδο στο οποίο οδηγούνται όσα παιδιά επιζούν για να ανανήψουν από την πλάνη του κομμουνισμού σπάζοντας πέτρα. Αθωότητα ως αφέλεια, ευπιστία και ορμητικότητα, δεν χαρακτηρίζουν μόνο τα παιδιά αλλά και την Ελλάδα της εποχής, ιδίως την Αριστερά. Με τους μεγάλους είναι αμείλικτος ο Στ. Χαβιαράς· σατιρίζει τους Συμμάχους και τη βασίλισσα Φρειδερίκη, ενώ καταδικάζει διακωμωδώντας τα όργανα του κόμματος ως τον Ζαχαριάδη.

Ένα μυθιστόρημα εφηβείας, χωρισμένο σε δύο μέρη. Το πρώτο και συναρπαστικότερο είναι η ανάβαση στον Γράμμο, το δεύτερο το καθαρτήριο στον Αντικάλαμο. Ο συγγραφέας διασκεδάζει την αγριότητα του πολέμου με κωμικά περιστατικά, δένοντας τον θάνατο με τα ερωτικά σκιρτήματα της εφηβείας. Ο τίτλος θα μπορούσε να παραπέμπει στην Eroica του Κοσμά Πολίτη, μόνο που αυτά εδώ είναι τα παιδιά δύσκολων καιρών, πρόωρα μεγαλωμένα, που δεν παίζουν αλλά κάνουν πόλεμο. Οι περιγραφές δεν είναι στεγνά ρεαλιστικές αλλά απογειώνονται μυθοποιώντας, με απροσδόκητους συνειρμούς και λυρικές αναπνοές. Ο Στ. Χαβιαράς θέλει να δώσει την πεισματική προσπάθεια ενός παιδιού να διαφύγει από τη σκληρή πραγματικότητα, πετώντας σαν πουλί προς φανταστικούς κόσμους.

Ιδιαίτερη αναφορά απαιτεί ο γλωσσικός διάπλους του μυθιστορήματος. Η πρώτη μετάφραση για Τα ηρωικά χρόνια του Ν. Χούνου ήταν ένα εύληπτο κείμενο με λίγο-πολύ εύστοχες αποδόσεις των ιδιωματικών φράσεων. Η πρόσφατη, δεύτερη μετάφραση παρέμεινε πλησιέστερα στο πρωτότυπο, με αποτέλεσμα σε ορισμένα σημεία, ευτυχώς λίγα, να δημιουργεί ασαφείς εικόνες, όπως για παράδειγμα όταν η συμμορία των παιδιών απειλεί με «το καπάκι από ένα κονσερβοκούτι». Να σημειώσουμε ακόμη ότι στις προηγούμενες εκδόσεις για να δοθεί το κλίμα της εποχής τα κεφάλαια του βιβλίου ανοίγουν με ένα κολλάζ από την ειδησεογραφία εφημερίδων της εποχής, με μία είδηση κάθε φορά μεγεθυσμένη. Η πρόσφατη έκδοση κράτησε μόνο, ως μότο κάθε κεφαλαίου, τη συγκεκριμένη είδηση, χάνοντας κομμάτι από τις εντυπώσεις.

Πέρα από τις μεγαληγορίες του αμερικανικού Τύπου, ο οποίος αντιμετωπίζει τις τοπικές συρράξεις σε μακρινές χώρες σαν εξωτικά συμβάντα, στα καθ’ ημάς μάλλον ήρθε ο καιρός να εγγράψουμε τον Στ. Χαβιαρά στα κατάστιχα της νεοελληνικής πεζογραφίας.

 

« Όταν τραγουδούσαν τα δέντρα»


  

Όταν τραγουδούσαν τα δέντρα

Όταν τραγουδούσαν τα δέντρα, το πρώτο μυθιστόρημα που έγραψε ο Στρατής Χαβιαράς στην αγγλική γλώσσα, είναι το επικό αφήγημα ενός παιδιού που μεγαλώνει σ’ ένα παραθαλάσσιο χωριό της Ελλάδας στα χρόνια της γερμανικής κατοχής. O συγγραφέας έχει διαρθρώσει το έργο αυτό σε σύντομα επεισόδια. Το λυρικό ταλέντο του είναι τέτοιο, που το κάθε μικρό κεφάλαιο μπορεί να διαβαστεί σαν μια ποιητική ενότητα. Όμως τα επεισόδια διαπνέονται από μια ψυχολογική διεισδυτικότητα και ευαισθησία, καθώς καταγράφουν την ολοένα αυξανόμενη αντίσταση των χαρακτήρων, μέσα σε μια ατμόσφαιρα εξωπραγματικότητας και παράκρουσης επηρεασμένη από τη φοβερή πείνα που γνώρισε η Ελλάδα στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετάφραση από τα Αγγλικά Παύλος Μάτεσις. Εκδόσεις Καστανιώτη.

Μια επιλογή από τις σελίδες του:

Το άλογο δεν το αλλάζω μ’ όποιο και να μου δίνανε, ετούτο θέλω εγώ, είναι δουλευταράς και φιλαράκι. Αχαριστία μου να το παραδώσω στον εχθρό επειδή το πήρανε τα χρόνια. Βλέπεις ο εχθρός δεν νογάει να ξεχωρίσει άνθρωπο από ζωντανό και τούτο εδώ είναι πρόσωπο της οικογένειάς μας. (σελ. 64)

Την είδαμε ίσα πέρα να προχωράει με περίσκεψη μέσα στις αφάνες, τα μαλλιά της κοκκινωπός χρυσός πάνω από τις αφάνες και ανάμεσά τους ένας κυματισμός, το λιγνό άσπρο της κορμί. Και καθώς πλησίαζε, η απόσταση σαν να αύξαινε παρά να λιγοστεύει και ο θείος Ιάσων έφερε το χέρι του σκιάδιο πάνω από τα μάτια του. Το φως βλέπεις, είπε, τα σπμπαραλιάζει όλα. (σελ. 73)

Το τραίνο σφύριξε. Ένα αγόρι της κλούβας μου έδειχνε το μπράτσο του: είχε ένα περιβραχιόνιο μ’ ένα μεγάλο κίτρινο άστρο. Όταν θα ‘παιζε «πόλεμο» στην γειτονιά του με τα γειτονόπουλα, θα πρέπει να ήταν στρατηγός τους – στρατάρχης. Γι’ αυτό τον έπιασε ο εχθρός. Στάθηκα προσοχή, να δει ότι του παραδέχομαι τον βαθμό του, και του έκανα το σχήμα. (σελ. 103)

Το άγριο άχτι του για εκδίκηση, που σπιρούνιζε την φαντασία κάθε συντοπίτη μου, δεν με μάγευε πια: με τάραζε. Αδύνατο να καταλάβω, ποια η σχέση ανάμεσα σε εκδίκηση και τον αγώνα μας να κρατηθούμε ζωντανοί. Ίσα-ίσα: την ιδέα για εκδίκηση έπρεπε να την βάλουμε στην πάντα αν θέλαμε να επιζήσουμε. (σελ. 114)

Το πετσί μας αργασμένο, για τις γρατζουνιές γιατρειά ήταν το αλάτι κι ο άνεμος. Και κανενού το πετσί δεν λαμπύριζε σαν το δικό μας. (σελ.123)

Μια μέρα έβαλα μπρος από πολύ πρωί και κοντά μεσημέρι είχα τελειώσει ένα ψηφιδωτό που παράσταινε την Αγγέλικα, τη δεύτερη θυγατέρα του παπά, ως γοργόνα. Είχα βάλει κάτασπρα σαν μάρμαρο βότσαλα για το πανωκόρμι, και άλλα σε μουντό γκρίζο για την ουρά, μαύρα για φρύδια και ματοτσίνορα. Τα μαλλιά τα ‘κανα να κυματίζουν στον άνεμο. Οι ματόχαντρες σκουροπράσινες. Τα χείλια και οι ρώγες σε ανοιχτό τριανταφυλλί. Στο χρώμα ετούτο δεν έβρισκα βότσαλα και τι να κάνω, έσπαζα κεραμίδι για να βάλω τις κατάλληλες ψηφίδες. Γύρω-γύρω γαλανές κυματιστές γραμμές και για αφρό, αράδες από άσπρα χαλίκια στο κάτω μέρος της ζωγραφιάς. (σελ. 126)

Η Ξανθή έστεκε και δεν μίλαγε. Μια στάλα φως από μια χαραμάδα ανάμεσα στις σανίδες του τροχόσπιτου ήρθε και έκατσε στο αριστερό της μάγουλο, σαν σημάδι από μαχαιριά. (σελ. 142)

Αμίλητοι απέναντι στον άνεμο που σφύριζε, τα χέρια στις τσέπες και χαζεύαμε το κάρρο των σκουπιδιών, που κουβαλούσε τον γέρο τραγουδιστή πέρα, έξω από το χωριό μας. Κειτόταν ξάπλα πάνω στα σκουπίδια και το σκυλί να τον ξεπροβοδίζει, ο σκύλος, ο μόνιμος σύντροφος στα πένθη. (σελ. 168)

Αγκαλιαστήκαμε. Το κορμί του, ή εκείνη η αλλόκοτη στολή του, έβγαζε μια βαριά μυρουδιά, τη μυρουδιά που είχαν οι αντάρτες. Στο αριστερό του μπράτσο είχε πληγή από σφαίρα. (σελ. 175)

. . . Με συγχωρείς που δεν έχουμε τίποτα στο σπίτι να σε φιλέψουμε. Μονάχα κάτι λέξεις μοιραζόμαστε.  (σελ. 181)

Η γη εδώ ετούτη, μια φτενή λουρίδα είναι, με ανάμεσά της βράχους και πελάγη, τόσους λίγους μονάχα μπορεί να ανασταίνει. Δεν έχει δένδρα, νερό δεν έχει, ονείρεμα μονάχα δένδρων και πηγών έχει, είχε πει ο παππούς. (σελ. 268).

Αποστακτήριο λέξεων – http://selideslogotexnias.blogspot.com

 

« Πορφυρό και μαύρο νήμα»


 

Πορφυρό και μαύρο νήμα

Το «Πορφυρό και μαύρο νήμα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Κέδρος» σε μετάφραση της Ρένας Χατχούτ. Είναι το παραμύθι της ζωής του Στρατή Χαβιαρά και ταυτόχρονα είναι το μυθιστόρημα της γέννησης ενός συγγραφέα ο οποίος αναδύε­ται μέσα από την προφορική παράδοση του τόπου του.

Σαν τους παλιούς παραμυθάδες πράγματι, αλλά και σαν τους μεταμοντέρνους καλλιτέ­χνες, ο Χαβιαράς αντιμετωπίζει με τον ίδιο σεβασμό την πραγματικότητα και τους μύθους της. Και πλέκει μεταξύ τους τα γεγονότα που σημάδεψαν τα παιδικά του χρόνια (προσφυ­γιά, κατοχή, πείνα, βία, αντάρτικο, ορφάνια), τις αδελφοκτόνες σελίδες της ιστορίας από την Εικονομαχία ως τον Εμφύλιο, τους βυζα­ντινούς θρύλους για τον Διγενή Ακρίτα ή για τον νόθο γιο της Κασσιανής με τον αυτοκρά­τορα Θεόφιλο, και τέλος τη φαντασία του.

Σε κάθε κεφάλαιο, δυο ή τρεις ιστορίες εναλ­λάσσονται και τελικά συναντώνται έτσι που το παρόν της αφήγησης αποκτά προοπτική προς το παρελθόν και προς το μέλλον, με σταθ­μούς τα έτη 1942, 842, 2002. «θα σας διηγηθώ μια ιστορία που κάποιος άλλος μου είπε κάποτε, όταν κι εγώ ήμουνα κάποιος άλλος», λέει ο συγγραφέας και δίνει τον λόγο σε ένα 11χρονο αγόρι από Μικρα­σιάτικη γενιά προσφύγων.

Ο μικρός Βασίλης ζει με τη γριά θεία του σε ένα φανταστικό ξε­ρονήσι νότια της Σαλαμίνας, όταν καταφθά­νουν οι Γερμανοί «με τους Έλληνες ρουφιάνους τους», επιτάσσουν τα πάντα, κτίζουν δε­ξαμενές καυσίμων και σκοτώνουν ή οδηγούν στον θάνατο και τους 32 κατοίκους του. Μόνο ο Βασίλης επιζεί, για να διηγηθεί εκείνη την ιστορία και μαζί τις παλιές ιστορίες με τις οποίες ξεγελούσε την πείνα του τα βράδια που έβραζε χόρτα και ρίζες για την παραμυ­θού δασκάλα θεία του.

Εφημερίδα ΤΑ ΑΡΓΟΛΙΚΑ, Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2011.

 

Πηγές


  • Εθνικό Κέντρο Βιβλίου.
  • Εταιρεία Ελλήνων Συγγραφέων.
  • Εφημερίδα ΒΗΜΑ. Δημοσίευση 11/08/2002
  • Εφημερίδα ΒΗΜΑ. Δημοσίευση 06/02/2011.
  • Μάρη Θεοδοσοπούλου, κριτικός λογοτεχνίας.
  • Αποστακτήριο λέξεων – http://selideslogotexnias.blogspot.com
  • Εφημερίδα ΑΡΓΟΛΙΚΑ. 5/11/2011.

Read Full Post »

Αυτό το περιεχόμενο είναι προστατευμένο με κωδικό. Για να το δείτε εισάγετε τον κωδικό σας παρακάτω:

Read Full Post »

Αργυρόπουλος Π. Δημήτριος (1892-1972)


 

Δημήτριος Αργυρόπουλος

O Δημήτριος Π. Αργυρόπουλος (1892-1972) ήταν Έλληνας πρέσβης. Γεννήθηκε στο Άργος το 1892. Γονείς του ήσαν ο  Παναγιώτης Αργυρόπουλος, έμπορος και ιδρυτικό μέλος του πολιτιστικού συλλόγου «Δαναός» και η Ελένης Γκότση· βαπτίστηκε από τον Δημήτριο Βαρδουνιώτη, διακεκριμένο νομικό και ιστορικό του Άργους. Mικρότερος από τα αδέλφια του, στενά συνδεόταν με τη μεγαλύτερή του αδελφή Αναστασία Χαρ. Μαυράκη και τα παιδιά της.

Ο Δ. Αργυρόπουλος σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Nεώτατος επιδόθηκε στη δημοσιογραφία και, προετοιμαζόμενος για τις εξετάσεις  του Υπουργείου των Εξωτερικών, υπήρξε συντάκτης της εφημερίδας «Εστία» των Αθηνών, που ανήκε τότε στη βενιζελική παράταξη.  Eισάγεται το 1918 στο Υπουργείο Εξωτερικών. Λόγω της διπλωματικής ιδιότητάς του, η ζωή του χαρακτηριζόταν από συνεχείς μετακινήσεις· γνώρισε τον ελληνισμό της διασποράς στην ακμή του αλλά και στις τελευταίες του αναλαμπές.

Mετά την αποκατάσταση των ελληνοαλβανικών σχέσεων στάλθηκε το 1925 στην Αλβανία για την εγκατάσταση των ελληνικών Προξενείων στο Αργυρόκαστρο και  Αγίους Σαράντα και τον Σεπτέμβριο του ιδίου έτους απετέλεσε μέλος της μόνιμης ελληνικής αντιπροσωπείας στη Κοινωνία των Εθνών στη Γενεύη· εκεί συμμετέχει στις ενέργειες για τη ματαίωση του ελληνο-βουλγαρικού πρωτοκόλλου Πολίτη-Καλφώφ (1924), το οποίο ο Ελευθέριος Βενιζέλος, τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας, σε λόγο του στην Κοινωνία των Εθνών,  αποκάλεσε  θνησιγενές.

Τοποθετείται μέλος της Υπάτης Αρμοστείας στη Κωνσταντινούπολη,  γραμματέας πρεσβείας στο Παρίσι, στη Βέρνη, υποπρόξενος στη Λυών, στη Μασσαλία, πρόξενος στην Αδριανούπολη, στη Φιλιππούπολη, στην Αλεξάνδρεια, στο Ζαγαζίκ, στο Πορτ-Σάϊδ,  γενικός πρόξενος στο Αμβούργο, σύμβουλος πρεσβείας στη Βαρσοβία. Toν Σεπτέμβριο 1939,  αναλαμβάνει καθήκοντα  γενικού προξένου στα Τίρανα  όπου παρέμεινε  έως  τις 4 Νοεμβρίου 1940, μιαν εβδομάδα μετά τη κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου.

Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στα Τίρανα, ο Δημήτριος Αργυρόπουλος, με κίνδυνο της ζωής του, είχε αναπτύξει ένα δίκτυο συλλογής πληροφοριών τηρώντας ενήμερη την ελληνική Κυβέρνηση  μέχρι και της τελευταίας λεπτομέρειας για την επικείμενη εισβολή της φασιστικής Ιταλίας, με αποτέλεσμα η ημερομηνία της επίθεσης κατά της Ελλάδος να ήταν ήδη γνωστή. Για τη δράση του αυτή τιμήθηκε στις 31 Μαρτίου 1945 (υπουργός Στρατιωτικών Ν. Πλαστήρας) με το Μετάλλειο Εξαιρέτων Πράξεων «διά τας πολυτίμους υπηρεσίας ας προσέφερεν εις την πατρίδα». Κατά το διάστημα της ιταλικής και γερμανικής κατοχής παραιτείται από το Yπουργείο Εξωτερικών, στο οποίο ανακλήθηκε το 1944. Το 1945, προάγεται σε πρέσβη και το 1946, συμμετείχε στη πρώτη συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) στο Λονδίνο. Την ίδια χρόνια διορίζεται πρέσβης της Ελλάδος στο Ρίο Ιανέιρο, όπου παρέμεινε ως το 1951.

Ως Διευθυντής υποθέσεων Eκκλησιών και Aπόδημου Ελληνισμού στο Υπουργείο Εξωτερικών συμμετέχει το 1953 στις διαπραγματεύσεις με την ιταλική κυβέρνηση για την  ίδρυση του Ελληνικού Ινστιτούτου Bυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας. Tο 1954, τοποθετείται πρέσβης στη Βέρνη. Τον Ιούλιο του 1955 μετέχει της ελληνικής αντιπροσωπείας στη Πρώτη Διεθνή Διάσκεψη για τις ειρηνικές εφαρμογές της ατομικής ενέργειας που οργάνωσε στη Γενεύη ο διάσημος νομπελίστας φυσικός Ν. Bohr.

Τιμήθηκε με τον Μεγαλόσταυρο του τάγματος του Φοίνικος, με τους Μεγαλόσταυρους Βραζιλίας και Αιθιοπίας,  με τον ανώτερο ταξιάρχη Ιταλίας, καθώς και με άλλα παράσημα· έφερε τον τίτλο του πρέσβη επί τιμή. Πέθανε στην Αθήνα το 1972. Ήταν παντρεμένος από το 1941 με τη Μυρώ Μ. Παλαιολόγου· κόρη τους είναι η Ρωξάνη Αργυροπούλου, ιστορικός και ομότιμη Διευθύντρια Ερευνών  Ε.Ι.Ε. (Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών).

 

Πηγή


  • Αρχείο Οικογένειας Αργυρόπουλου – Ρωξάνη Αργυροπούλου

Read Full Post »

Αυτό το περιεχόμενο είναι προστατευμένο με κωδικό. Για να το δείτε εισάγετε τον κωδικό σας παρακάτω:

Read Full Post »

Older Posts »