Σαβινιύ – Σχινά Μπεττίνα (Bettina Savigny 1805-1835 )
Μια Βερολινέζα στο Ναύπλιο. Στιγμιότυπα από τη ζωή στην πρώτη πρωτεύουσα της Ελλάδας (1834/35)
Η Μπεττίνα (Bettina) (1805-1835), κόρη του Φρίντριχ Καρλ φον Σαβινιύ (Friedrich Carl von Savigny, 1779-1861), καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου και ιδρυτή της περίφημης «Ιστορικής Σχολής του Δικαίου» γεννήθηκε στο Βερολίνο, την πρωτεύουσα του Πρωσικού κράτους. Το 1834, η Μπεττίνα παντρεύτηκε τον Κωνσταντίνο Σχινά (1801-1857) απόγονο από φαναριώτικη οικογένεια της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος, το 1833/34, κατείχε διάφορα υψηλά αξιώματα στην κυβέρνηση της Αντιβασιλείας και ο οποίος θα γίνει, το 1837, ο πρώτος πρύτανης του νεοϊδρυθέντος Πανεπιστημίου των Αθηνών.
[ Ο Κωνσταντίνος Σχινάς ήταν απόγονος του Κωνσταντινουπολίτικου κλάδου της μεγάλης οικογένειας των Σχινάδων. Με τα έκτροπα και τις σφαγές στην πόλη τον Απρίλιο του 1821 έχασαν την περιουσία τους και κατέφυγαν στη Βεσσαραβία. Από εκεί ο φιλομαθής Κωνσταντίνος πήγε στη Γερμανία για νομικές και ιστορικές σπουδές ].
Το ζεύγος γνωρίστηκε το 1824 στο Βερολίνο, όπου ο Σχινάς σπούδαζε τότε. Ήταν φοιτητής του φον Σαβινιύ, αγαπητός φίλος και συχνά φιλοξενούμενος της οικογένειας του.
[ Ο Κ. Σχινάς, ως φοιτητής κέρδισε την εμπιστοσύνη του καθηγητή του, μπήκε στο σπίτι του και ερωτεύθηκε τη 19χρονη τότε Μπεττίνα.(1824).Ο Σχινάς όμως ήταν άφραγκος και επειδή δεν μπορούσε να αποκαταστήσει την αγαπημένη του οι γονείς της του επέβαλαν να συνεχίσει τις σπουδές του αλλού και να επικοινωνεί με την κόρη τους μόνο μέσω αλληλογραφίας με τους ίδιους. Περιηγήθηκε όντως πικραμένος τη Γερμανία και κατέληξε στο Παρίσι, από όπου το 1828 πήγε στην Ελλάδα. Τότε διακόπτει χωρίς εξηγήσεις την αλληλογραφία με το Βερολίνο. Δεν τους είχε απαρνηθεί, όπως νόμιζαν, αλλά προετοίμαζε τη θριαμβευτική του επάνοδο στην οικογένεια. Επί Καποδίστρια διορίζεται πάρεδρος στη Γραμματεία Εσωτερικών, αλλά η μεγάλη στιγμή έρχεται τον Οκτώβριο του 1833, όταν διορίζεται υπουργός Δικαιοσύνης ως έμπιστος του Λούντβιχ φον Μάουρερ, μέλους της Αντιβασιλείας. Τότε, για πρώτη φορά μετά από πέντε χρόνια, ξαναγράφει στους Φον Σαβινιύ, ζητώντας το χέρι της Μπεττίνας. Μοιράζουν την απόσταση μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδας. Το ζεύγος φον Σαβινιύ μαζί με έναν αδελφό της είχαν συνοδέψει τη Μπεττίνα μέχρι εκεί. Παντρεύονται στην Αγκώνα στις 9 Οκτωβρίου του 1834, στο σπίτι του Έλληνα προξένου Ντουρούτι και αναχωρούν αμέσως για το Ναύπλιο ].
Τότε αρχίζει μια πολύ εκτενής αλληλογραφία της Μπεττίνα με τους γονείς της στο Βερολίνο. Αυτή η αλληλογραφία σώθηκε στα προσωπικά κατάλοιπα της οικογένειας φον Σαβινιύ, φυλάσσεται στο Τμήμα χειρογράφων της πανεπιστημιακής βιβλιοθήκης του Μύνστερ και εκδόθηκε σε έναν τόμο με πλούσια εικονογράφηση από τις Εκδόσεις Cay Lienau στο Μύνστερ της Γερμανίας το 2002.
Η Μπεττίνα έζησε με το σύζυγο της πέντε μήνες στο Ναύπλιο, από την αρχή του Νοεμβρίου του 1834 μέχρι το τέλος του Μαρτίου του 1835. Μετά, το ζεύγος Σχινά μετακόμισε στην Αθήνα που είχε ορισθεί πρωτεύουσα της Ελλάδας ήδη από το τέλος του 1833.
Η μετακόμιση των πιο πολλών κυβερνητικών και ξένων εκπροσώπων έγινε πριν το τέλος του 1834. Η Μπεττίνα γράφει:
«Τη 12η Δεκεμβρίου ο βασιλιάς έφυγε από το Ναύπλιο. Έφυγαν και όλοι οι άλλοι υπάλληλοι, διπλωμάτες κτλ., έτσι ώστε η ζωή έγινε εδώ πολύ ήσυχη και μονότονη, ακριβώς όπως θα σου άρεσε εσένα, μανούλα μου.»
Για τη μετακόμιση σημειώνει ακόμη στο ημερολόγιο της:
«Στις 7 το πρωί ο βασιλιάς έφυγε με άλογο, εντελώς σιωπηλά. Θα πάει μέχρι την Επίδαυρο, απ’ όπου θα πάρει το πλοίο. Υπήρχε η ιδέα να ριχτούν πυροβολισμοί από τα δυο φρούρια, αλλά ο βασιλιάς δεν το επέτρεψε. Δεν ήθελε να θεωρηθεί η αποχώρηση του ως εορτή. Αυτή η διακριτικότητα ήταν ευχάριστη.»
Τα μακρά γράμματα της Μπεττίνας περιέχουν ένα πλουσιότατο υλικό. Πέραν των προσωπικών συναισθημάτων της η νεαρή Γερμανίδα περιγράφει με εξαιρετική λεπτομέρεια όλες τις καινούργιες εντυπώσεις της, τα τοπία, το ταξίδι με πλοίο και με άλογο, τους ανθρώπους που γνωρίζει, την εμφάνιση τους και τη συμπεριφορά τους. Οι συνθήκες ζωής στο Ναύπλιο φωτίζονται με κάθε λεπτομέρεια κάτω από το βλέμμα της ξένης γυναίκας. Περιγράφει πώς ντύνονται οι άνθρωποι, πώς τρέφονται, πώς ψωνίζουν (και με ποιες τιμές), σε ποια σπίτια μένουν και πώς επιπλώνουν τα σπίτια τους, τέλος πάντων πού και πώς προμηθεύονται όλα τα είδη της καθημερινής ανάγκης. Περιγράφει επίσης πώς εορτάζει και πώς διασκεδάζει ο απλός λαός και παρά πολλά άλλα ακόμη.
Για την παρούσα μελέτη διάλεξα μόνο λίγα στιγμιότυπα, που μας δείχνουν πώς ζούσαν οι άνθρωποι στο Ναύπλιο πριν από 175 χρόνια. Ίσως για κάποιους από τους αξιότιμους αναγνώστες τα στιγμιότυπα αυτά να αποτελούν μέρος της ιστορίας των απ’ ευθείας προγόνων τους.
Άφιξη στο Ναύπλιο
Με το πλοίο φτάνουν, μετά από ενδιάμεσους σταθμούς στην Κέρκυρα και την Πάτρα, στην Κόρινθο. Από εκεί ξεκινούν την 30η Οκτωβρίου πρωί-πρωί πριν ξημερώσει για το Ναύπλιο. Οι αποσκευές φορτώνονται σε 4 άλογα και σε δύο απ’ αυτά ανεβαίνουν η Γερμανίδα υπηρέτρια και ο Έλληνας υπηρέτης. Η Μπεττίνα ιππεύει σε ένα άλογο, στο οποίο έχουν τοποθετήσει τη δική της αγγλική σέλλα και ο Σχινάς ιππεύει σε ένα όμορφο μουλάρι του έπαρχου. Το ταξίδι διαρκεί 12 ώρες με ένα μόνο διάλειμμα 45 λεπτών το μεσημέρι.
Ο δρόμος είναι δύσκολος, δυο φορές έπρεπε να ανεβοκατεβούν απότομα ψηλά βουνά. Αυτό που κάνει εντύπωση στη Μπεττίνα είναι ότι η περιοχή είναι εντελώς έρημη: λίγα σπίτια, δυο με τρία μικρά χωριά και καθόλου δένδρα. Το θέαμα του Ναυπλίου και της Πρόνοιας «με το μεγαλειώδη φόντο και το όμορφα σχηματισμένο περιβάλλον» το βρίσκει παρά πολύ εντυπωσιακό, αλλά πάλι την εκπλήσσει η απόλυτη έλλειψη βλάστησης.
Στο Ναύπλιο η αδελφή του Σχινά, η Ελένη με το σύζυγο της το Δημήτριο Σούτσο, υποδέχονται το ζεύγος Σχινά. Η Μπεττίνα γράφει σχετικά:
«Η Ελένη ήρθε στις 7 κι έμεινε μέχρι τις 9. Ήταν τόσο συγκινημένη που ξανάδε τον αδελφό της μαζί με μένα που στην αρχή δεν μπορούσε να μιλήσει καθόλου, με φίλησε πάλι και πάλι και το μόνο που έλεγε για πολλή ώρα ήταν «ma soeur bien aimée» [αγαπημένη μου αδελφή] . Ήταν και είναι συνεχώς γεμάτη από την πιο ειλικρινή και εγκάρδια αγάπη. Χθες, όταν με κοίταξε εμένα και το Σχινά για πολλή ώρα, τα μάτια της γέμισαν με δάκρυα. Μου έσφιξε το χέρι και είπε: Σκέφθηκα αυτή τη στιγμή πόσο ευτυχισμένοι θα ήταν οι γονείς μου αν έβλεπαν τον αδελφό μου μαζί σας και ότι θα σας αγαπούσαν με όλη την καρδιά τους σαν δικό τους παιδί».
Γνωριμία με τον Κωλέττη
Την πρώτη μέρα στο Ναύπλιο, την 31η Οκτωβρίου, ο Σχινάς βγαίνει αμέσως για να κάνει διάφορες επισκέψεις.
Η Μπεττίνα μένει στο σπίτι και ασχολείται με την τακτοποίηση των πραγμάτων και την καταγραφή των εντυπώσεων της:
«Το μεσημέρι, όταν έγραφα, άνοιξε η πόρτα και μπήκε ένας κολοσσιαίος άνδρας με ελληνική ενδυμασία, δηλαδή φορούσε πολύ απλά διακοσμημένα περικνήμια, άσπρη φουστανέλα, ένα απλά κεντημένο γιλέκο, από πάνω μια ζακέτα από γούνα και ένα ψηλό κόκκινο σκούφο με μπλε φούντα. Πλησίασε μέχρι το τραπέζι μου. Μου έκαναν φοβερή εντύπωση το ύφος και η έκφραση του: ζωηρό, ερευνητικό, ανοικτό και ευθύ βλέμμα ελεύθερο, ευγενές μέτωπο ωραία μαλλιά που εμφανίστηκαν σε μερικά σημεία κάτω από το σκούφο του˙ όμορφο στόμα. Το πρόσωπο του δεν είναι κομψό και φίνο, αλλά σημαντικό και έξοχο στο σύνολο του. Αυτή την έκφραση δεν μπορώ να την περιγράψω με λόγια, καλή συνείδηση, θάρρος, τέλος πάντων όλα τα ευγενικά χαρακτηριστικά μαζί. Στο χέρι του έπαιζε άσπρα μαργαριτάρια που μοιάζουν με τα δικά μας ροζάρια (αυτό το κάνουν άλλωστε πολλοί κύριοι εδώ). Με ρώτησε στα γαλλικά μήπως ο Σχινάς δεν είναι στο σπίτι και μήπως έχει μπροστά του την γυναίκα του. Όταν του είπα «ναι «, και τον ρώτησα εγώ, πώς λέγεται, απάντησε «Κωλέττης«.
Εγώ στάθηκα κοντά στο τραπέζι, αυτός πλησίασε στον καναπέ, για να μού επισημάνει ότι είχε σκοπό να μείνει και έτσι κάθισα εγώ και αυτός επίσης. Το βλέμμα του ήταν σαν να ήθελε να διαβάσει μέσα μου, έμεινε πάνω από μισή ώρα και η συζήτηση μού έκανε μεγάλη χαρά. Φυσικά με ρώτησε πώς μου φαίνεται η Ελλάδα και τι ιδέες είχα πριν γι ‘αυτή. Με ρώτησε με πολύ ενδιαφέρον για τον πατέρα και αν αυτός έχει τις ίδιες ιδέες με μένα για την Ελλάδα κτλ. κτλ. Χάρηκα που τον είδα μόνο του, αλλιώς θα είχε μιλήσει αμέσως ελληνικά με το Σχινά, παρόλο που ξέρει πολύ καλά γαλλικά.
Όταν ο Σχινάς πήγε να επισκεφθεί τον Κωλέττη, δεν τον βρήκε στο σπίτι του, έτσι τού έγραψε μετά, πότε θα μπορούσε σίγουρα να τον συναντήσει. Ο Κωλέττης απάντησε γραπτώς, όρισε την ώρα και έγραψε, πόσο χάρηκε που με γνώρισε. (Μη με παρεξηγήσετε και με λέτε ματαιόδοξη, το γράφω μόνο διότι νομίζω ότι θα το χαρείτε και εσείς. Εμένα πάντως, ειλικρινά, μου έδωσε μεγάλη χαρά). Παρακάλεσε το Σχινά να δώσει τα σέβη του στην αξιαγάπητη, εξαιρετική γυναίκα του, στην οποία βρήκε, προς μεγάλη του χαρά, τόσο ωραίες ιδέες για την Ελλάδα. Τον συγχάρηκε με όλη του την καρδιά για μια τέτοια γυναίκα.»
Η αυθόρμητη αμοιβαία συμπάθεια μεταξύ του Κωλέττη και της Μπεττίνας εκδηλώνεται, επίσης, τις αμέσως επόμενες μέρες. Τη 2α Νοεμβρίου η Μπεττίνα γράφει:
«Είμαι περήφανη που ο Κωλέττης μου έκανε πάλι μια επίσκεψη για αρκετή ώρα. Μου μίλησε τόσο εγκάρδια και τόσο οικεία ρωτώντας με ακόμα για το πώς αισθάνομαι που έφυγα από σας. Μίλησε με μεγάλο ενδιαφέρον για τον πατέρα, του έδειξα την εικόνα του και χάρηκε. Μου είπε να στείλω χίλια χαιρετίσματα στον πατέρα, τον οποίον είχε ακουστά και τον οποίον γνώρισε τώρα δια μέσου εμού. Πιστεύει ότι σε μένα ξαναβρήκε τις ιδέες του πατέρα, τις οποίες εκτιμά πολύ. Μου ζήτησε ακόμα να παρακαλέσω στο όνομα του τον πατέρα να ‘ρθεί να επισκεφθεί την καινούργια πατρίδα μου. Είμαι σίγουρη ότι αυτός ο εξαίρετος και ευγενής άνδρας θα σας άρεσε πάρα πολύ.
Στη δεξίωση του φον Άρμανσμπεργκ [την 4η Νοεμβρίου το βράδυ] (όπου ο Κωλέττης εμφανίστηκε απλά ντυμένος, όπως πάντοτε, με σκούρα περικνήμια και σκούρα ζακέτα) ήρθε πάλι κοντά μου και μίλησε πολλή ώρα με μένα. Αυτό είναι μια μεγάλη διάκριση, διότι συνήθως του είναι βαρετό να μιλάει με κυρίες.»
Το τελευταίο γεγονός ο Κωλέττης το διευκρινίζει αργότερα και στο Σχινά που τον επισκέφθηκε πάλι:
«Ο Κωλέττης με παίνευε πάλι και κατ’ επανάληψη είπε, ότι δεν έχει δει ποτέ γυναίκα σαν εμένα, διότι δεν μιλάω συνεχώς για κοσμήματα, ενδύματα και για την έλλειψη θεάτρου κτλ. Η γνωριμία με μένα τον ενδιαφέρει πολύ και θέλει να μας επισκέπτεται πού και πού το βράδυ για τσάι.»
Ο Ιωάννης Κωλέττης ( 1773-1847) γεννήθηκε στο Συρράκο της Ηπείρου. Ήταν γιατρός και πολιτικός, μέλος της Κυβέρνησης μέχρι την άφιξη του Όθωνα. Το 1833 ανέλαβε Υπουργός Ναυτιλίας, το 1834 Υπουργός Εσωτερικών και Πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου, από το 1835 μέχρι το 1843 πρεσβευτής στο Παρίσι. Στις 6 Αυγούστου του 1844 ανέλαβε την πρωθυπουργία στην Κυβέρνηση συνασπισμού του Γαλλικού και του Ρωσικού Κόμματος. Στις 14 Απριλίου του 1847 ο Όθωνας προκήρυξε εκλογές για το τέλος Ιουλίου. Ο Κωλέτης εξασφάλισε την απόλυτη πλειοψηφία. Πέθανε από νεφρίτιδα στις 31 Αυγούστου 1847.
Πρώτες επισκέψεις και αντεπισκέψεις
Ενώ τις πρώτες μέρες μετά την άφιξη του στο Ναύπλιο το ζεύγος Σχινά έκανε τις καθιερωμένες επισκέψεις – άλλοτε ο Σχινάς μόνος του, άλλοτε μαζί με τη Μπεττίνα – τη 2α Νοεμβρίου έπρεπε να μείνουν στο σπίτι τους για να δεχθούν τις αντεπισκέψεις, όπως συνηθιζόταν.
Η Μπεττίνα γράφει στους γονείς της:
« Δεν ξέρω πού είναι το κεφάλι μου. Από τις 9 μέχρι τις 2 δέχθηκα επισκέπτες. Δυο θέσεις στον καναπέ και 10 με 12 καρέκλες ήταν συνεχώς πιασμένες. Είδα πολύ περισσότερους από 100 ίσως και 200 ανθρώπους. Ο Σχινάς με παρουσίασε σε όλους. Θυμάμαι ονόματα, όπως και πρόσωπα, αλλά αμφιβάλλω, αν θα μπορέσω να τα συνδέσω όλα σωστά, όταν θα τους ξαναδώ.
Είχα μπροστά μου όλες τις ενδυμασίες, γαλλικές, μια μόνο βαυαρική στολή μέχρι τώρα, μια τούρκικη σε ένα γέρο άνδρα σεβαστό απ’ όλους, το Δεληγιάννη που είναι από τις πρώτες οικογένειες. Είναι ο αδελφός αυτού που μας φιλοξένησε στην Κόρινθο. Επίσης, είδα ελληνικές ενδυμασίες, στολές παλικαριών, υδραίικες ενδυμασίες, στρατιώτες, άλλη ελληνική ενδυμασία, Εκκλησιαστικούς. Όσον αφορά τις γυναίκες, είδα μόνο Έλληνιδες μέχρι τώρα, άλλες ντυμένες όπως εμείς, άλλες με μια κόκκινη σκούφια με τα μαλλιά καρφωμένα επάνω της ή με ένα είδος πολύ κακόγουστου σαρικιού, δηλαδή με ένα εξόγκωμα από κρέπι, τούλι ή κάτι παρόμοιο γυρισμένο γύρω από το κεφάλι και με άλλα εξογκώματα στις δυο πλευρές που βγαίνουν μισό πήχη.
Ανάμεσα σε άλλες γυναίκες με ελληνική ενδυμασία, ήταν μια κάπως ηλικιωμένη εξαιρετικά όμορφη Σπαρτιάτισσα, πολύ ψηλή και γερή που φορούσε ένα σαρίκι στενό και ψηλό από ανοικτό κίτρινο μαλακό μάλλινο ύφασμα, του οποίου το κόκκινο κράσπεδο τελείωμα ήταν γυρισμένο μπροστά σαν ένα κουμπί, μια φούστα με πιέτες από ύφασμα σε χρώμα κόκκινο-καφέ με μπορντούρα σε πιο ανοικτό κόκκινο χρώμα, μια ωραία κομμένη ζακέτα σαν επανωφόρι κουμπωμένη γύρω από το λαιμό και ένα κεντημένο άσπρο σάλι που έπεφτε σε πιέτες πάνω στο στήθος και τυλιγόταν μέσα στην φούστα. Οι Υδραίοι και οι γυναίκες τους είναι όσον αφορά τη χάρη, την καθαριότητα και την απλότητα οι πιο ελκυστικοί που μπορεί κανείς να φανταστεί, όλοι ευγενείς και όμορφοι με μάτια φλογερά και συγχρόνως καλόκαρδα».
Υποδοχή της ξένης γυναίκας από τους Έλληνες
Στις προηγούμενες ενότητες είδαμε ήδη, με ποια εξαιρετική εγκαρδιότητα και τρυφερότητα οι άνθρωποι υποδέχθηκαν τη Μπεττίνα στην Ελλάδα. Ένα γεγονός που συνέβαλε επί πλέον στην αυθόρμητη εγκαρδιότητα των Ελλήνων, την οποίαν αισθάνθηκαν άλλωστε οι πιο πολλοί ξένοι που ήρθαν στην χώρα, ήταν η εμφάνιση της. Ήδη στον πρώτο σταθμό του ζεύγους Σχινά στην Κέρκυρα ένας νεαρός περιηγητής, ο κόμης Λούντσι, που έκανε αμέσως ένα πορτρέτο της Μπεττίνας, παρατήρησε ότι στο ζεύγος Σχινά η Μπεττίνα μοιάζει με Ελληνίδα, ενώ ο Σχινάς μοιάζει με Γερμανό.
Στους γονείς της η Μπεττίνα γράφει σχετικά:
«Θα ήθελα να μπορούσατε να βλέπατε και να ακούγατε, πόσες φορές και με πόση αγάπη ο Σχινάς μου δείχνει και μου εκφράζει με λόγια ότι αισθάνεται πολύ ευτυχισμένος μαζί μου. Του κάνει πάντοτε μεγάλη χαρά να ακούει από τόσο πολλούς ανθρώπους, πόσο τους αρέσει να βρίσκουν τον ελληνικό τύπο στα μάτια και στα άλλα χαρακτηριστικά μου. Πράγματι θα ήθελα να μπορούσατε να βλέπατε με πόση αγάπη και πόση ευθυμία ένας μεγάλος αριθμός φίλων μάς υποδείχθηκε εδώ.»
Σε ένα άλλο σημείο η Μπεττίνα γράφει:
«Εδώ υπάρχει ένας νεαρός άνδρας όπως ο δικός μας Πύκλερ που έχει μια πολύ οξεία γλώσσα και έχει σκοπό να δυσφημεί τους ανθρώπους και να κουτσομπολεύει όλη την πόλη. Πέρασε και αυτός από εδώ με τους πολλούς επισκέπτες. Η αδελφή του Σχινά μου το ανέφερε χθες και πρόσθεσε, ότι προς μεγάλη έκπληξη όλων, για πρώτη φορά μίλησε μόνο ευνοϊκά για μένα προσπαθώντας συγχρόνως να το διαδώσει παντού.»
Ο ίδιος ο Σχινάς, ο οποίος προσθέτει πού και πού μια παράγραφο στα γράμματα της γυναίκας του, γράφει στα πεθερικά του:
«Η Μπεττίνα αρέσει σε όλους χωρίς εξαίρεση, σε άνδρες και γυναίκες, σε άτομα όλων των πολιτικών χρωμάτων και φρονημάτων. Ο Κωλέττης είναι ενθουσιασμένος και ο Χαϊντενστάμ [ο Γενικός Πρόξενος της Σουηδίας στην Ελλάδα] με συγχάρηκε με όλη του την καρδιά για μια τέτοια σύντροφο. Στους ντόπιους αρέσει η μετριοφροσύνη της και η καταδεκτικότητά της, στους ξένους αρέσει η μόρφωση της, η αδελφή μου κλαίει συχνά από τη χαρά της και εγώ είμαι από κάθε άποψη απερίγραπτα ευτυχισμένος.»
Καμία φορά ο τόσος ενθουσιασμός και τα τόσα κομπλιμέντα βάζουν τη Μπεττίνα σε σκέψεις, η οποία γράφει σχετικά:
«Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι μερικές φορές δεν ξέρω τι να σκεφθώ, δηλαδή αν είμαι μια άλλη γυναίκα ή αν όλοι οι άνθρωποι έχουν τυφλωθεί, τόσα ακούω για την εμφάνιση μου, τα μάτια μου. Σε όλους αρέσει ότι δεν έχω μάτια σαν γυαλί και κατάξανθα μαλλιά, αλλά ελληνική έκφραση και ελληνικά χρώματα και χαρακτηριστικά. Πολλοί πιστεύουν πως η τωρινή μοίρα μου ήταν προσδιορισμένη από την εμφάνιση μου. Μέχρι τώρα δεν έχω χάσει ακόμα το μυαλό μου και πιστεύω σταθερά στην ευχάριστη ασχήμια, δεν δένομαι με αυτά που μου λένε, αλλά δέχομαι με ευγνωμοσύνη όλα αυτά, σαν ένδειξη αγάπης των ανθρώπων. Πάντως είμαι έτοιμη και δεν θα είμαι δυστυχισμένη αν κάποτε όλα αυτά σταματήσουν».
Πώς βλέπει η Μπεττίνα τους Έλληνες
Όπως είδαμε κυρίως στην προηγούμενη ενότητα τη σχετική με την υποδοχή της Μπεττίνας, αυτό που προκάλεσε τη μεγαλύτερη έκπληξη στην ξένη γυναίκα ήταν η πρωτοφανής εγκαρδιότητα των Ελλήνων. Το αναφέρει ξανά και ξανά στις επιστολές προς τους γονείς της.
Ενώ το ένα γράμμα της τελειώνει, το αμέσως επόμενο αρχίζει με αυτή την κατευθυντήρια ιδέα:
«Δεν μπορείτε να φανταστείτε πώς εκατοντάδες άνθρωποι μας επισκέπτονται από το πρωί μέχρι το βράδυ και μας δείχνουν την πιο μεγάλη αγάπη και εκτίμηση τους. Τόσο πολλούς διακεκριμένους ανθρώπους από απόψεως χαρακτήρα, ενέργειας και μόρφωσης δεν ήλπισα να συναντήσω ποτέ και δεν έχω δει ποτέ τόσους μαζί, όπως σε αυτές τις λίγες μέρες στους δικούς μου τοίχους.»
«Με πιο μεγάλη αγάπη και προθυμία απ’ όση υποδέχθηκαν εμένα δεν θα μπορούσαν να υποδεχθούν κανένα άλλο. Ντρέπομαι πραγματικά και δεν ξέρω αν το αξίζω. Ντόπιοι, με τους οποίους δεν μπορώ να μιλήσω, με επισκέπτονται για δεύτερη ή τρίτη φορά, κάθονται δίπλα μου, με κοιτάζουν ευγενικά και μου σφίγγουν το χέρι και δια μέσου του Σχινά μου λένε τα πιο ευχάριστα πράγματα.
Όλοι οι επίσκοποι και εκκλησιαστικοί της Συνόδου που συγκεντρώθηκαν τώρα εδώ, με ευλόγησαν όλοι με τον πιο ευγενικό τρόπο. Άνθρωποι πηγαίνουν στην κουνιάδα μου για να της πουν πόσο τους αρέσω. Οι κύριοι και οι κυρίες από το διπλωματικό σώμα και την ξένη κοινωνία δείχνουν, επίσης, τόση ευγένεια και εγκαρδιότητα προς εμένα που σπάνια έχω ζήσει κάτι παρόμοιο. Από τους ντόπιους πρώτος απ’ όλους ο γέρος Δεληγιάννης (με τούρκικη ενδυμασία) και η γυναίκα του μου δείχνουν τόση στοργή όπως σε μια δική τους κόρη. Και οι δυο είναι κάθε άλλο παρά όμορφοι, αλλά έχουν μια σπάνια έκφραση εύνοιας και κάτι πολύ αξιοπρεπές στο χαρακτήρα τους. Προσπαθούν να μου μάθουν τα ελληνικά, μιλούν αργά κτλ. Τα παιδιά τους μιλούν πολλές γλώσσες. Ο ένας γιος τους σπούδασε στο Παρίσι. Από τις άλλες κυρίες και τους κυρίους, αναφέρω ιδιαιτέρως τους Κατακάζηδες που δεν είναι μόνο ευγενικοί αλλά πράγματι εγκάρδιοι, έμπιστοι και γεμάτοι στοργή. Η γυναίκα είναι γοητευτική. Μια κοντή ξανθή που μου θυμίζει λίγο την κυρία φον Λίνντεν, απλή, μετριόφρων, φιλική, εγκάρδια, στοργική, η πιο τρυφερή μητέρα και σύζυγος, και με όλα αυτά τόσο φυσική και ειλικρινής. Επί πλέον γεμάτη ταλέντα, τραγουδάει εξαιρετικά κτλ. Με επισκέφτηκε ξανά αμέσως και ήταν πολύ απογοητευμένη, όταν έμαθε ότι δεν θα μετακομίσω αμέσως στην Αθήνα. Για αυτό με παρακάλεσε να την επισκέπτομαι όσο πιο συχνά μπορώ, με περιμένει κάθε βράδυ. (Δια μέσου του Σχινά έμαθα ότι οι Δεληγιάννηδες έλεγαν στους άλλους ): Περίμεναν ότι δεν θα είμαι μια συνηθισμένη γυναίκα, αφού ο Σχινάς με είχε εκλέξει, αλλά δεν περίμεναν πως θα έχω τέτοια εμφάνιση και κυρίως τέτοια μάτια.»
Μετά από αυτές τις έντονες πρώτες εντυπώσεις η Μπεττίνα σχηματίζει γρήγορα μια πολύ θετική εικόνα των Ελλήνων:
«Σε πολλούς ανθρώπους εδώ λείπει χωρίς αμφιβολία η μόρφωση, γεγονός το οποίο εξηγείται λόγω των γενικών συνθηκών. Αυτή η έλλειψη βρίσκει όμως το ισότιμο της σε μια τόσο καθαρή και από ξένα συστατικά ανόθευτη έκφραση της ψυχής και του πνεύματος τους, όπως δεν μπορείς να το βρεις σε μας. Ο καθένας έχει το δικό του χαρακτήρα, αυτό κάνει ιδιαίτερη εντύπωση τουλάχιστον σε μένα και συχνά με συγκινεί. Στις οικογένειες υπάρχει ένας μεγάλος σεβασμός απέναντι στον αρχηγό, συνήθως τον πιο μεγάλο, τον οποίο σέβονται, επίσης, οι παράπλευροι συγγενείς. Υπάρχει μια φιλοξενία που δεν μπορεί να τη φανταστεί, όποιος δεν την έχει ζήσει. Υπάρχει μια μεγάλη ολιγάρκεια σε όλες τις ζωτικές ανάγκες και απ’ αυτή μαζί με τις κλιματικές συνθήκες προκύπτει μια αμεριμνησία και απερισκεψία της ζωής. Όλα αυτά είναι χαρακτηριστικά που τα συναντάει κανείς συχνά και που είναι ευχάριστα».
Ο Βασιλιάς Όθων
Για να ολοκληρώσουμε τον κύκλο των πρώτων εντυπώσεων της Μπεττίνας για την Ελλάδα, ας αναφέρουμε ακόμη τις ιδέες της σχετικά με το νεαρό βασιλιά Όθωνα. Τον Όθωνα τον βλέπει για πρώτη φορά λίγες μέρες μετά την άφιξη της, την 4η Νοεμβρίου του 1834, και γράφει στους γονείς της:
«Σήμερα, όταν κάναμε περίπατο, ο βασιλιάς πέρασε κοντά μας πάνω στο άλογο του και μας χαιρέτησε ευγενικά. Έχει μια όψη αξιαγάπητη και σημαντική. Όλοι ομόφωνα τον παινεύουν και το λατρεύουν και φαίνεται ότι πράγματι το αξίζει. Είναι πληροφορημένος για όλα όσα συμβαίνουν και ρωτάει με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για όλα τα ζητήματα όχι μόνο που αφορούν στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες καταστάσεις κ.τ.λ.»
Την ίδια μέρα ο Σχινάς επισκέπτεται τον βασιλιά και στη διάρκεια της συζήτησης που περιστρέφεται κυρίως γύρω από τον πατέρα της Μπεττίνας, τον ξακουστό καθηγητή της Νομικής στο Βερολίνο φον Σαβινιύ, ο Όθων εκφράζει δυο φορές την επιθυμία να γνωρίσει τη Μπεττίνα. Και κατά το τέλος του Νοεμβρίου, ο Όθων εκφράζει πάλι στο Σχινά τη λύπη του, επειδή δεν είχε ακόμη την ευκαιρία να γνωρίσει την Μπεττίνα. Πάντως ελπίζει, προσθέτει, ότι θα τη γνωρίσει σύντομα στην Αθήνα.
Την ίδια εποχή διαφαίνεται για πρώτη φορά στα γραπτά της Μπεττίνας μια τάση κριτικής αναφορικά με τον αρχηγό της Αντιβασιλείας, το φον Αρμανσπεργκ, η οποία θα καταλήξει λίγο αργότερα σε μια σφοδρή καταδίκη της πολιτικής και της προσωπικότητας του εκ μέρους του Σχινά. Αντίθετα, η γνώμη του ζεύγους Σχινά για τον Όθωνα παραμένει σταθερά πολύ θετική.
Στις αρχές του Δεκεμβρίου 1834, η Μπεττίνα γράφει:
«Δόξα τω θεώ όλοι χωρίς καμία εξαίρεση αγαπούν και λατρεύουν το νεαρό βασιλιά, οι αριστοκράτες, οι απλοί άνθρωποι, οι μεγάλοι, οι νέοι, παντού μια μόνο φωνή, όλοι τον αγαπούν από το βάθος της καρδιάς τους. Με την περιήγηση του στη χώρα κέρδισε επίσης όλες τις καρδιές. Χρησιμοποιεί το χρόνο του με πολλή σοβαρότητα, λαμβάνει μέρος πραγματικά στα προβλήματα, για τα οποία πληροφορείται και για τα οποία μιλά. Έχει δείξει προσωπικό θάρρος και αποφασιστικότητα. Στην προειδοποίηση μερικών να προσέχει, με αφορμή τις τελευταίες αναταραχές, απάντησε “είμαι ανάμεσα στους Έλληνες μου, πρέπει να τους φοβάμαι;” και άλλα παρόμοια. Έμεινε στο Άργος παρόλο που τον συμβούλευσαν να γυρίσει στο Ναύπλιο. Με μια λέξη, μέχρι ώρας μπορεί κανείς μόνο να τον εξυμνήσει και αν ο θεός τον διατηρεί όπως είναι, τότε σίγουρα θα κάνει το λαό του ευτυχισμένο. Μπορεί και πρέπει να θρέψει πολλές πληγές, πράγματι δεν είναι εύκολη η δουλειά του, αλλά είναι και πολύ ωραία».
Τα σπίτια στο Ναύπλιο (επίσκεψη στον Πετρόμπεη)
Μόλις δυο εβδομάδες μετά την άφιξη της στο Ναύπλιο, την 12η Νοεμβρίου του 1834, η Μπεττίνα γράφει στους γονείς της:
« Όπως ο Δ. Υψηλάντης ονομαζόταν γενικά «πρίγκιπας» και όλοι ήξεραν ότι αυτόν εννοούσαν, έτσι ο γέρος Μαυρομιχάλης, που είναι πολύ γνωστός και στο εξωτερικό, φέρνει γενικά τον τίτλο του τούρκικου πρίγκιπα, δηλαδή του Μπέη. Είχε έρθει πρώτος σε μας, αλλά δεν ήμασταν στο σπίτι. Τότε ο Σχινάς τον επισκέφθηκε, τον βρήκε στο κρεβάτι πάσχοντα από ποδάγρα και ο Πετρόμπεης μου διαβίβασε ότι θα με επισκεφθεί μόλις θα μπορέσει να περπατήσει πάλι. Πήγα τότε την Κυριακή μαζί με το Σχινά να τον επισκεφθώ, γιατί το επιθυμούσα τόσο πολύ. Θα σας γράψω με αρκετές λεπτομέρειες για να σας δώσω με αυτή την ευκαιρία μια ιδέα σχετικά με ποια όψη έχουν πολλά ελληνικά σπίτια, δηλαδή σπίτια από την παλαιότερη εποχή, τούρκικης κατασκευής, για τα οποία δεν είχα μια σωστή ιδέα.
Η απουσία κάθε συμμετρίας και τάξης ήταν αυτό που προτιμούσαν. Από την ταράτσα του σπιτιού μου βλέπω ένα σπίτι, φάρδους 40 παραθύρων περίπου, το οποίο ανήκε σε ένα παρά πολύ πλούσιο Τούρκο. Ένα μέρος φάρδους τεσσάρων παραθύρων, τα οποία είναι μικρά με καμάρες, έχει εδώ τέσσερα, εκεί έξι παράθυρα, το ένα επάνω στο άλλο. Ένα μέρος φάρδους έξι παραθύρων είναι κατά το ένα τρίτο χαμηλότερο και εξέχει κατά 40 μέχρι 50 πόδια. Αυτό είναι το στιλ της πρόσοψης, πολλά μικρά σπίτια το ένα δίπλα στο άλλο χωρίς καμία κανονικότητα. Οι γραμμές των παραθύρων δεν είναι ίσιες, είτε κατεβαίνουν προς τα κάτω είτε το ένα είναι ψηλό και το άλλο χαμηλό. Ένας λαβύρινθος από μικρές ξύλινες σκάλες και τα μπαλκόνια μοιάζουν σαν να είναι κολλημένα απ’ έξω στα σπίτια. Το σπίτι στο οποίο μένει ο Μπέης (συνήθως μένει στο γιό του, τον έπαρχο του Άργους) βρίσκεται σε ένα από τους παλαιούς στενούς μικρούς δρόμους. Η μικρή ξύλινη πόρτα της εισόδου φαίνεται σαν να είναι σε ένα πολύ ψηλό τοίχο, δίπλα της αριστερά βρίσκονται μερικά πολύ μικρά παράθυρα που δεν φαίνονται όμως να είναι παράθυρα δωματίου. Χτυπήσαμε με ένα σιδερένιο χερούλι, όπως τα χρησιμοποιούν και σε μερικές περιοχές της Γερμανίας. Μας άνοιξε μια γυναίκα ντυμένη ελληνικά που φορούσε κόκκινο φέσι με καρφωμένες επάνω τις πλεξίδες, μια μάλλινη ρόμπα που ήταν ανοικτή μπροστά και κολλούσε ίσια πίσω στη μέση, έκανε λίγες πιέτες στις πλευρές και είχε κοντά μισάνοιχτα μανίκια. Επίσης, φορούσε μια φούστα και μια ζακέτα με μανίκια, μέσα από τα οποία έβγαιναν τα άσπρα μανίκια του πουκάμισου. Η ζακέτα έφτανε μόνο μέχρι κάτω από το στήθος και ήταν στενή στις δυο πλευρές, έτσι ώστε μπροστά να φαίνεται όλο το πουκάμισο που έκλεινε ψηλά στο λαιμό.
Μπήκαμε σε μια όχι μεγάλη αυλή, στις πλευρές της οποίας είχαν προσθέσει ακατάστατα απομονωμένες καμαρούλες ή κάτι τέτοιο από απλά σανίδια. Περάσαμε την αυλή που ήταν σε ένα πιο χαμηλό επίπεδο επάνω σε σανίδες, επήγαμε πρώτα ίσια κάτω από μια ελαφριά προστατευτική στέγη, μετά στρίψαμε αριστερά και έτσι φτάσαμε στο δωμάτιο που βρισκόταν στο πίσω μέρος του σπιτιού. Τοίχοι, ταβάνι και δάπεδο ήταν σκεπασμένοι με σανίδια, ο τοίχος του παράθυρου και άλλος ένας τοίχος ήταν απλώς ασπρισμένοι, η πόρτα βρισκόταν δεξιά στη γωνία, αριστερά από αυτή στον τοίχο ήταν ντουλάπια από σανίδες και επάνω σε αυτά, ίσια ίσια κάτω από το ταβάνι, ήταν τοποθετημένες μερικές εικόνες. Στον τοίχο δεξιά υπήρχαν μερικές ξύλινες καρέκλες, μια μικρή πόρτα, αν δεν κάνω λάθος, ένα μεγάλο μπαούλο, ένα στρώμα επάνω σε ένα περσικό χαλί και μερικά μαξιλάρια και στο τέλος του τοίχου ένα μικρό παράθυρο, κάπως στραβό, ύψους ενός πήχη. Στον τοίχο απέναντι από την πόρτα της εισόδου ήταν μερικά μικρά παράθυρα και πάνω σε αυτά, όπως και στους άλλους τοίχους, μια σανίδα σ’ ολόκληρο το μάκρος του τοίχου, στην οποία βρίσκονταν βιβλία κτλ.
Από κάτω υπήρχε ένα τούρκικο ντιβάνι αποτελούμενο από δυο ξύλινα στηρίγματα, στα οποία ήταν βαλμένες σανίδες, ένα στρώμα σκεπασμένο με ένα περσικό χαλί ή μια κουβέρτα από χοντρό βαμβακερό ή μάλλινο ύφασμα που κρεμόταν μέχρι κάτω στο πάτωμα και πίσω στον τοίχο πλούσια μαξιλάρια, τα πιο πολλά με θήκες από τούρκικο ύφασμα με λείο φόντο και, απλικέ αραβικά σχέδια που μοιάζαν με βελούδο. Στον τέταρτο τοίχο βρισκόταν κοντά στο ντιβάνι το κρεβάτι και στο κάτω μέρος του ένα απλό ξύλινο τραπέζι, όπου κάθονταν ο έπαρχος, ένας παπάς, και άλλος ένας άνδρας που έτρωγαν το μεσημεριανό γεύμα τους. Το κρεβάτι ήταν πάρα πολύ καθαρό, ο Μπέης φορούσε μια ωραία πράσινη μεταξένια γούνα και ήταν όλος ντυμένος, στο κεφάλι το κόκκινο φέσι, καθόταν στο κρεβάτι σκεπασμένος μέχρι πάνω στα γόνατα με μια βαριά μεταξένια κουβέρτα. Ένα ωραίο πρόσωπο γέροντα, που παρά ταύτα φαινόταν ακόμα νεανικό, δηλαδή γερό και φρέσκο χωρίς ρυτίδες. Είχε ωραία ζωηρά μάτια με την έκφραση μιας απέραντης φιλοφροσύνης και ευμένειας, τόσο γλυκά και τόσο καλά. Μπορείτε να βρείτε τις εικόνες των πιο πολλών ανθρώπων που σας περιγράφω σε χαλκογραφίες στο Βερολίνο. Βρείτε τις, για να λάβετε ακόμη πιο πολύ μέρος στα βιώματα μου, όχι μόνο δια μέσω των περιγραφών μου.
Ο αξιότιμος άνδρας εξεπλάγη όταν με είδε να μπαίνω. Ο Σχινάς του είπε πως επιθυμούσα τόσο πολύ να τον δω και πως γι’ αυτό το λόγο μπήκα στο δωμάτιο του ασθενούς. Μου έσφιξε πολύ εγκάρδια και φιλικά τα χέρια. Εγώ κάθισα πολύ κοντά στο κρεβάτι του και τον κοίταξα προσεκτικά, όσο μιλούσε, για να αποτυπώσω τα χαρακτηριστικά του στο μυαλό μου. Με κοίταζε και εμένα συνεχώς, με μια έκφραση μεγάλης χαράς που με γνώρισε – ο Σχινάς έπρεπε να μεταφράζει. Μου ζήτησε να του πω λεπτομερώς, πώς μου φαίνεται η Ελλάδα, πώς είχα αποφασίσει να φύγω τόσο μακριά από το σπίτι μου, ποιους συγγενείς άφησα εκεί κτλ. Στο τέλος με ρώτησε και με κοίταξε ερευνητικά, αν είχα ποτέ ακούσει το όνομά του στην πατρίδα μου και αν εκεί γνώριζαν κάτι γι’ αυτόν. Το, ότι του απάντησα θετικά, πράγμα που του το μετέφρασε ο Σχινάς, φαίνεται πως το είχε καταλάβει από πριν από το ύφος μου και χάρηκε πολύ. Όταν φεύγαμε, μου είπε τις πιο εγκάρδιες ευλογίες και ευχές για ευτυχία, μου έσφιξε το χέρι και με κοίταξε σαν να ήθελε να μάθει απ’ έξω το πρόσωπο μου, έσκυψε το κεφάλι του και έβαλε το χέρι του πρώτα στο στήθος και μετά στο μέτωπο του. – Αυτή την επίσκεψη δεν θα την ξεχάσω ποτέ.»
Ο καιρός στο Ναύπλιο
Στις αρχές Νοεμβρίου, μόλις έφτασε στο Ναύπλιο, η Μπεττίνα γράφει στους γονείς της:
«Εδώ κάνει τόση ζέστη και έχει τόσον ωραίο καιρό, όπως σε μας το καλοκαίρι. Δεν υποφέρεται ο ήλιος χωρίς ομπρέλα και δεν πρόκειται να φορέσω το σάλι επάνω στο φόρεμα μου από μερινό.»
Μόλις δυο εβδομάδες αργότερα αλλάζει ο καιρός και αυτή η απότομη αλλαγή εντυπωσιάζει την ξένη γυναίκα που δεν γνωρίζει ακόμη τις καιρικές συνθήκες στην Ελλάδα. Τις 21 Νοεμβρίου γράφει:
«Μέχρι πριν από μια εβδομάδα είχαμε ολοκάθαρο ουρανό χωρίς σύννεφα, ζέστη όπως το καλοκαίρι και έναν ήλιο συχνά δυσάρεστα ζεστό. Μετά ο ουρανός έγινε γκρίζος, συνεχώς συννεφιασμένος, όπως σε μας στη Γερμανία, και η βροχή όλο πιο πολλή και συνεχής και τα σύννεφα τόσο χαμηλά, όπως ποτέ σε μας, μετά βροχή τόσο δυνατή όπως συμβαίνει σπάνια σε μας, όταν έχει για λίγη ώρα μια δυνατή θύελλα, ένας ρύπος που δεν περιγράφεται. Τη νύχτα της 19ης προς την 20η Νοεμβρίου η βροχή ήταν καταρρακτώδης, ξύπνησα από το θόρυβο, άκουσα απότομα έναν παράξενο ήχο στη γωνία του δωματίου μου.
Όταν ξύπνησα το Σχινά, μου είπε ήσυχα «θα μπήκε η βροχή «. Ήδη δεν αμφίβαλλα πια, διότι κατά τη συζήτηση μας το πρόσωπο μου βράχηκε. Έψαξα ψηλαφητά κοντά στο πρόσωπο μου επάνω στο μαλακό πάπλωμα, στο οποίο έπεφτε μια λεπτή υδρορροή που άρχισε να με βρέχει τη στιγμή που δημιουργήθηκε μια λιμνούλα, την οποία το πάπλωμα δεν μπορούσε πια να ρουφήξει. Έπρεπε λοιπόν να μεταφέρουμε το κρεβάτι μου σε μια άλλη γωνία του δωματίου.
Το άλλο πρωί νόμισα ότι αυτή η μετατόπιση του κρεβατιού μου θα εξέπληττε τη Χριστιάνα [τη Γερμανίδα υπηρέτρια της], αλλά τίποτε: τα πρώτα λόγια της ήταν «η βροχή μπήκε μέσα και εδώ;» Η Χριστιάνα έπρεπε επίσης να μεταφερθεί. Στο παλαιό σπίτι του Σχινά, στην αδελφή του, έπρεπε μάλιστα να στεγνώσουν τα στρώματα την άλλη μέρα. Τόσο δυνατή ήταν η βροχή και τόσο αδύναμη η προστασία από τις στέγες. Στη μελλοντική μου στέγη δεν θέλω να μπαίνει η βροχή μέσα. Με μικρές διορθώσεις μπορείς να καταφέρνεις πολλά εδώ και οι άνθρωποι καταλαβαίνουν γρήγορα.»
Όσο προχωράει ο χειμώνας η Μπεττίνα γνωρίζει όλο πιο πολύ τις αρνητικές πλευρές του ελληνικού κλίματος. Στις αρχές του Ιανουαρίου του 1835 η Μπεττίνα γράφει από την Αθήνα, όπου το ζεύγος Σχινά βρισκόταν τις πρώτες μέρες του νέου έτους, με σκοπό την αναζήτηση ενός σπιτιού, στο οποίο θα μετακόμιζαν τον Απρίλιο:
«Στο Ναύπλιο υπέφερα πολύ λόγω της τρομερής υγρασίας και της έλλειψης θέρμανσης, πράγμα το οποίο έγινε οδυνηρό στο τέλος, διότι μόνο ένα από τα δωμάτια μας λιάζεται για λίγη ώρα το πρωί. Υπάρχει μια ωραία στόφα που είναι όμως άχρηστη, διότι δεν βρίσκεται μάστορας να συνδέσει τους απαραίτητους σωλήνες. Πέρασα μερικές νύχτες άυπνη λόγω του πόνου ρευματισμών στο πρόσωπο, κραμπών στο σαγόνι, πρησμένων ούλων κτλ., δηλαδή όλα τα παθήματα, στα οποία παλαιότερα η φροντίδα των γονέων και των αδελφών μου με είχε ανακουφίσει.
Ο Σχινάς είχε την καλοσύνη να μεταφερθεί από το δικό του δωμάτιο, όπου μπαίνει ο ήλιος μέσα, στο δικό μου που είναι σαν ένα υπόγειο. Η κυρία φον Γκάσερ μου πούλησε έναν πολύ καλό καναπέ με σούστες και αλογότριχα, με βαμβακερή ταπετσαρία και επί πλέον ένα άσπρο κάλυμμα, και τρεις καρέκλες που ταιριάζουν, όλα μαζί στην τιμή των 60 δραχμών. Σε αυτό τον καναπέ κοιμόμουν το τελευταίο καιρό αφού ο Σχινάς δεν ήθελε πια να κοιμάμαι στην κρεβατοκάμαρα μας, όπου έχει τόσο πολλή υγρασία, ώστε όλα τα ασπρόρουχά μου στην ντουλάπα είναι βρεγμένα.»
Με τέτοιον καιρό δεν είναι και εύκολο να βγει κανείς έξω από το σπίτι του, για να κάνει επίσκεψη: «Είναι δύσκολο, οι αποστάσεις από το ένα σπίτι στο άλλο είναι μεγάλες, εν μέρει δεν υπάρχουν καθόλου δρόμοι, μόνο μονοπάτια επάνω σε ερείπια, στους δρόμους υπάρχουν βαθείς ανοικτοί οχετοί ή όλος ο δρόμος είναι σκέτος βάλτος. Το βράδυ είναι πραγματικά επικίνδυνο να βγει κανείς έξω.»
Το υγρό κλίμα του Ναυπλίου δημιουργεί, επίσης, σοβαρά προβλήματα υγείας σε πολλούς κατοίκους. Μεταξύ άλλων και ο άνδρας της Μπεττίνας υποφέρει από ρευματισμούς στο αριστερό του χέρι, ώστε δεν μπορεί πια να κοιμηθεί. Αυτό που του φέρνει αμέσως ανακούφιση, σαν από θαύμα, είναι ένα φάρμακο από ανεμώνη και χελιδόνι, η λεγόμενη «πουλσατίλλα», το οποίο η Μπεττίνα τού ετοιμάζει σύμφωνα με τη συνταγή ενός περίφημου ομοιοπαθητικού γιατρού από την Πράγα. Η Μπεττίνα μέχρις στιγμής δεν έχει άλλες παθήσεις παρά τις παλαιές και συνηθισμένες, όπως των δοντιών, των ούλων κτλ. Λέει όμως, ότι θα ήταν μια χαρά, όπως τις πρώτες εβδομάδες, όταν ο καιρός ήταν ακόμη ζεστός και ξηρός, αν το Ναύπλιο δεν ήταν ένα υπόγειο.
Η Μπεττίνα – λίγες ημέρες πριν φύγει από την Αθήνα- γράφει στους γονείς της: «Με λύπη φεύγω από την Αθήνα, όπου συνήλθα, αλλά μέχρις στιγμής δεν υπάρχει πουθενά κατάλυμα και μέχρι να βρούμε έστω και λίγα δωμάτια πρέπει να επιστρέψουμε στο υγρό κρύο Ναύπλιο».
Σε ένα από τα γράμματα της η Μπεττίνα εξηγεί στους γονείς της, γιατί το Ναύπλιο έχει τόσην υγρασία.
« Τα σπίτια, είναι κτισμένα στη βόρεια πλαγιά του Ιτσκαλέ, ώστε το χειμώνα η πόλη λιάζεται μόνο για λίγη ώρα, όσο ο ήλιος σηκώνεται πάνω από το βράχο».
Ειδικά το μήνα Φεβρουάριο η Μπεττίνα γράφει κατ’ επανάληψη ότι έχει πολύ κακό καιρό, ότι φυσάει παρά πολύ δυνατά κτλ. Από την άλλη πλευρά τής κάνει μεγάλη εντύπωση, όταν απότομα, από τη μια μέρα στην άλλη, ο καιρός είναι χαρά θεού. Σε έναν περίπατο στην πεδιάδα βρήκε «μια πανέμορφη ίριδα με κίτρινο-πράσινο χωνί, τα τρία γυρισμένα ανθόφυλλα μοβ βελούδινα με ένα μαγευτικό άρωμα».
Οι περισσότερες μέρες κακοκαιρίας έχουν δυσμενείς συνέπειες και για το ζεύγος Σχινά. Τις 26/27 Φεβρουαρίου η Μπεττίνα σημειώνει στο ημερολόγιο της:
«Ο Σχινάς έμεινε στο κρεβάτι, είναι εντελώς άκαμπτος στη μέση. […] Είχε τέτοιους πόνους που έπρεπε να καλέσουμε το γιατρό. Αυτός διέγνωσε ένα σφοδρό κρυολόγημα, τού τοποθέτησε μάλιστα 16 βδέλλες στη μέση και τον άφησε να αιμορραγήσει περίπου δυο ώρες. Όσο κι αν μου φάνηκε τρομακτική αυτή η διαδικασία, δεν είχα το θάρρος να προβάλω αντιρρήσεις, μού είναι ακόμη πολύ ξένη η χώρα κτλ. και φοβάμαι μήπως κάνω κάποια ζημιά.
Παρ’ όλες τις δυσχέρειες κατά την περίοδο του χειμώνα, η Μπεττίνα δεν χάνει το βερολινέζικο χιούμορ της που χαρακτηρίζεται από ένα συχνά οξύ αυτοσαρκασμό. Την 1η Μαρτίου 1835, ημέρα Κυριακή, γράφει στο ημερολόγιο της:
«Όποιος μας συνάντησε χθες στο δρόμο, το Σχινά και εμένα, σίγουρα θα πίστευε, ότι έχομε μεταμφιεστεί για το καρναβάλι σαν γέροι. Ο Σχινάς ίσα-ίσα μπορούσε να περπατήσει ξανά, ενώ εγώ, αντιθέτως, ίσα-ίσα δεν μπορούσα πια να περπατήσω. Δεν ήθελα όμως να παραδώσω την άκαμπτη μέση μου στις ελληνικές βδέλλες ούτε ήθελα να πιω τρία φλιτζάνια τσάι από φλόμο, τα οποία στο Σχινά, όπως υποστηρίζει ο ίδιος, είχαν το αποτέλεσμα να κρυώνει αντί να ιδρώνει. Σηκώθηκα και παρά λίγο να λιποθυμήσω, ξαναέπεσα στο κρεβάτι, έβαλα δυο ζεστές πέτρες στο κρεβάτι μου, ήπια ένα ποτήρι καυτό νερό με ζάχαρη και ίδρωσα κανονικά.»
Μετά η Μπεττίνα έκανε με τον άνδρα της έναν περίπατο και κατόπιν έπεσε πάλι στο κρεβάτι. Συνέχισε να ιδρώνει και το βράδυ αισθάνθηκε πολύ καλύτερα.
Αυτές τις ημέρες ακριβώς ο εορτασμός των αποκριών στο Ναύπλιο έφτασε στο κορύφωμα του. Η Μπεττίνα δίνει στο ημερολόγιο της μια περιγραφή που είναι, νομίζω, αρκετά διασκεδαστική.
Καρναβάλι, Μασκαράδες και Καθαρά Δευτέρα στο Ναύπλιο
» 28η Φεβρουαρίου: [….. ] Εδώ και μια εβδομάδα, ειδικά εδώ και τρεις μέρες, όλη η πόλη γέμισε με τους πιο παράξενους μασκαράδες, από το πρωί μέχρι το βράδυ. Γαμήλιες πομπές με μουσική που προηγείται. Ομάδες που χορεύουν παραδοσιακούς χορούς πολύ χαριτωμένα. Κοπάδια αγελάδων με καμπάνες και ο βοσκός με ένα κόρνο, όπως έχουν σε μας οι νυχτοφύλακες κτλ. Πολλοί ιππότες, ντυμένοι με χάρτινα κουστούμια σαν να ήταν από τη δική μας χάρτινη κωμωδία. Η γενική ατμόσφαιρα είναι πολύ αθώα, η κύρια διασκέδαση είναι να πάνε πέρα δώθε σαν μασκαράδες χωρίς να μιλούν σχεδόν καθόλου.
Οι μασκαράδες μπαίνουν μέσα στα σπίτια. Ήδη την προηγούμενη μέρα μια ομάδα μασκαράδων μας ζήτησε με ένα μυστηριώδη μπιλιέτο να τους επιτρέψουμε να μας επισκεφτούν. Στις οκτώ και μισή ανοίγει η πόρτα, μπαίνει μια σπείρα ληστών, συνεννοούνται μεταξύ τους και μας δηλώνουν, ότι περιμένουν έναν περιηγητή, μετά κρύβονται. Πράγματι έρχεται ένας ταξιδιώτης με βαριές αποσκευές, κάθεται, τρώει με την ησυχία του. Τον τουφεκίζουν, δοκιμάζουν αν είναι πραγματικά νεκρός ( σκηνή την οποία έπαιξαν πολύ ωραία) και τον πηγαίνουν έξω. Μετά τρώνε και πίνουν οι ληστές, τα χρήματα τα είχαν βάλει στην άκρη. Το θύμα της ληστείας που είχε μόνο προσποιηθεί πως είχε πεθάνει, κλέβει τώρα τα δικά του λεφτά, τουφεκίζει τον αρχηγό των ληστών, οι άλλοι φεύγουν και αυτός πηγαίνει το νεκρό έξω, μαζεύει τα πράγματα του, μας χαιρετάει και μας αφήνει ένα αινιγματικό μπιλιέτο και εμείς δεν ανακαλύψαμε ακόμη ποιος ήταν.»
Η Καθαρά Δευτέρα έπεσε, το 1835, στη 2α Μαρτίου, όπως και φέτος, το 2009. Η Μπεττίνα γράφει στο ημερολόγιο της:
«Σήμερα είμαι σχεδόν καλά. Ο Σχινάς, μετά από τον περίπατο μας, ξάπλωσε πάλι στο κρεβάτι λόγω της αδυναμίας και των πόνων του, κοιμάται ακόμη, σε λίγο θα είναι έξι η ώρα. Σήμερα αρχίζει η αυστηρή νηστεία, δηλαδή μέχρι το Πάσχα για αυτούς που την τηρούν αυστηρά, για όλους όμως απαγορεύεται τουλάχιστον για την πρώτη και τις τελευταίες δυο εβδομάδες το κρέας, το ψάρι, το βούτυρο, το αυγό, το λάδι και το τυρί. Το κρασί πάντως επιτρέπεται και έτσι γίνεται σήμερα η μεγάλη εορτή για την αρχή της νηστείας.
Όλο το Ναύπλιο πέρασε την πανέμορφη μέρα στη βραχώδη πλαγιά του Παλαμηδιού προς τη θάλασσα [που τη λένε σήμερα την Αρβανιτιά]. Αμέτρητες ομάδες κάθονταν διασκορπισμένες, τρώγανε πορτοκάλια και διάφορα ζυμαρικά που δεν περιείχαν κανένα είδος λίπους και ήταν πολύ νόστιμα. Τρώγανε αχινούς και πίνανε τεράστιες ποσότητες, τραγούδαγαν και αλάλαζαν. Εδώ δεν συμβαίνει τίποτε αναξιοπρεπές, όπως στο καρναβάλι στη μεγάλη αρματοδρομία στη Ρώμη. Έτσι ήταν όλες τις ημέρες.»
Γύρω από το Παλαμήδι
Αυτόν τον τίτλο τον χρησιμοποιώ για την τελευταία ενότητα της παρούσας μελέτης με τη διπλή έννοια, δηλαδή κυριολεκτικά και μεταφορικά. Στις 12 Δεκεμβρίου του 1834, με βάση το δυτικό ημερολόγιο, και στις 30 Νοεμβρίου του παλαιού ημερολογίου, η Μπεττίνα γράφει:
«Όλο το Ναύπλιο είναι στο πόδι, όλοι είναι καλοντυμένοι. Είναι του Αγίου Ανδρέα, η επέτειος της άλωσης του Παλαμηδιού. Όλη την ημέρα οι κάτοικοι του Ναυπλίου ανεβοκατεβαίνουν τη στενή σκάλα ζιγκ-ζαγκ. Αυτή την ημέρα πάντοτε το Παλαμήδι είναι ανοικτό για όλο τον κόσμο, φέτος όμως δεν είναι όλα τα μέρη προσιτά όπως συνήθως.»
Ο λόγος για το τελευταίο γεγονός είναι ασφαλώς, ότι από το Μάιο του 1834, μετά την καταδίκη του, ο Κολοκοτρώνης κρατιόταν φυλακισμένος στο φρούριο του Παλαμηδιού. Μήνες αργότερα, το Φεβρουάριο του 1835, η Μπεττίνα, με αφορμή μια άνοδο της στο Παλαμήδι, θα γράψει για τον Κολοκοτρώνη λίγα περισσότερα λόγια, όπως θα δούμε πιο κάτω.
Δυο μέρες μετά του Αγίου Ανδρέα, στις 14 Δεκεμβρίου κατά το Δυτικό ημερολόγιο, η Μπεττίνα κάνει με τον άνδρα της και την Γερμανίδα υπηρέτρια της ένα περίπατο γύρω από το Παλαμήδι, για κυριακάτικη διασκέδαση, όπως λέει:
«Πήραμε το συνηθισμένο δρόμο κατά μήκος του Παλαμηδιού. Από εκεί που τελειώνει ο δρόμος, ανεβήκαμε στα βράχια πλησιάζοντας όλο πιο πολύ την κορυφή απ’ όπου βλέπεις την ανοικτή θάλασσα. Επί τέλους στρίψαμε αριστερά, περάσαμε από την πίσω πλευρά του Παλαμηδιού κοντά στο φρούριο και κατεβήκαμε από το λιθόστρωτο δρόμο ιππασίας, περάσαμε την Πρόνοια και φτάσαμε στην πόλη. Είχαμε περιπατήσει περίπου δυο ώρες, αλλά κουραστήκαμε φοβερά λόγω της συνεχούς αναρρίχησης επάνω σε μικρά μυτερά βράχια. Η θέα δεν ήταν πολύ διαφορετική από εκεί που είναι ο στρωμένος δρόμος. Βλέπεις την θάλασσα σαν ένα μεγάλο κόλπο, όπως θα τον δείτε σε κάθε χάρτη. Οι καινούργιες ακτές που βλέπεις δεν συγκρίνονται σε ομορφιά με τα βουνά πέραν από τον κόλπο, τα οποία είναι τώρα σκεπασμένα με χιόνι και τα οποία βλέπεις πάντοτε.»
Δυο μήνες αργότερα, τις 14 Φεβρουαρίου του 1835, η Μπεττίνα περιγράφει έναν άλλο περίπατο στο Παλαμήδι:
«Πολύ δυνατός αέρας, παρά ταύτα περάσαμε την Πρόνοια, στρίψαμε δεξιά και ανεβήκαμε στο Παλαμήδι από το δρόμο που χρησιμοποιείται για τα υποζύγια. Το φρούριο φαίνεται τεράστιο. Όταν το κατέκτησαν οι Έλληνες (ένας παπάς σκαρφάλωσε πρώτα τους τοίχους, αλλά τον πέταξαν κάτω, μετά ακολούθησε ο Σταϊκόπουλος ή Στάϊκος, ο οποίος έστησε τη σημαία και κράτησε τη θέση μέχρι να τον ακολουθήσουν περισσότεροι Έλληνες. Τώρα ο Στάϊκος από καιρό σε καιρό τρελαίνεται εντελώς και πρέπει να τον φυλάνε), η πείνα στους Τούρκους είχε αυξηθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε ένας πατέρας και μια μητέρα φιλονίκησαν για το πτώμα του παιδιού τους, ποιος θα το φάει. Σε αυτή την έσχατη ανάγκη μερικοί Τούρκοι είχαν προδώσει, από πού θα μπορούσαν να μπουν οι Έλληνες. Κοντά στο σημείο αυτό βρίσκεται μια μεγάλη καμπυλωτή στέρνα και μπροστά απ’ αυτή, κάτω από μια αμυγδαλιά γεμάτη άνθη, είδαμε τον τάφο ενός Πασά.
Το φρούριο έχει μέσα από το μεγάλο τοίχο που το περιβάλλει ολόκληρο, πολλά μικρότερα φρούρια, των οποίων η οχύρωση αποτελείται από τα βράχια που είναι δεμένα με κτισμένους τοίχους. Αυτά τα μικρότερα φρούρια χωρίζονται το ένα από το άλλο με βαθιά φαράγγια που έχουν δημιουργηθεί μέσω ανατινάξεων. Στο στρατιώτη που μας ξενάγησε είχαν πει: Να τους πας παντού, όχι όμως εκεί που κάθεται ο γέρος.
Ο γέρος είναι ο Κολοκοτρώνης. Κάθεται σε ένα σπιτάκι στη μέση μιας αυλής, η οποία περιβάλλεται από ψηλούς – ψηλούς τοίχους, τα κανόνια στις πολεμίστρες εδώ είναι γεμάτα. Από παντού έχεις την πιο ωραία θέα προς τη θάλασσα, τα μακρινά βουνά, την πεδιάδα κτλ. Δηλαδή βρίσκεσαι στο πιο γραφικό και φανταστικό περιβάλλον του κόσμου.
Σε μια αυλή του φρουρίου βρίσκεται η Εκκλησία του Αγίου Ανδρέα, την οποία δυστυχώς δεν μπορούσαμε να επισκεφθούμε, διότι ο κλειδοκράτορας δεν ήταν επάνω στο Παλαμήδι. Στις άλλες πλευρές αυτής της αυλής βρίσκονται φυλακές που είναι αρκετά γεμάτες με στρατιώτες, Έλληνες όπως και Γερμανούς. Μερικοί ήταν δεμένοι με αλυσίδες. Πολλοί από τους φυλακισμένους περπάταγαν πέρα δώθε στην αυλή. Παντού τα πιο όμορφα λουλούδια, μικρά ζουμπούλια, αρωματικός υάκινθος. Ασφοδέλι (από το οποίο φυτρώνει τόσο πολύ στον Άδη), ένα πολύ όμορφο λουλούδι, αναμιγμένο με ένα ξερό χαμηλό ακανθώδη θάμνο που αυτή την εποχή είναι γεμάτος με ανοικτά κίτρινα άνθη και λεπτά πράσινα φύλλα, καλύπτουν τώρα το βράχο και αυτό παρουσιάζει μια υπέροχη εικόνα. Όταν τα κατσίκια ανεβαίνουν στα βράχια ο αέρας μοσχοβολάει. Παντού μάζες από βότανα, όπως θυμάρι και άλλα που μυρίζουν υπέροχα.
Μετά αφού είχαμε σκαρφαλώσει παντού εκεί επάνω για δυο ώρες περίπου, κατεβήκαμε από την πλευρά της θάλασσας από τη ψηλή σκάλα, για την οποία σας έχω μιλήσει κιόλας. Κατεβαίνει ζιγκ-ζαγκ με κτισμένες πλατφόρμες και κομμάτια του βράχου. Πολλά σκαλοπάτια είναι κτισμένα, πολλά είναι σκαλισμένα στο βράχο. Η σκάλα δεν οδηγεί ακριβώς στο σημείο, όπου το Παλαμήδι χωρίζεται από το Ιτσκαλέ μέσω ενός είδους στενού, το τελευταίο κομμάτι είναι ένα απλό μονοπάτι. Μόνο τα σκαλοπάτια είναι 780 και κάτι, αν δεν κάνω λάθος. Ο άνεμος ήταν τόσο δυνατός, ώστε μερικές φορές έπρεπε να καθίσω στο χώμα, για να μη με ρίξει κάτω. Είχαμε ξεκινήσει στις έντεκα παρά τέταρτο και γυρίσαμε κατά τις τρεις.»
Θα ήθελα να τελειώσω με ένα σκεπτικό και συγχρόνως συγκινητικό τόνο τη μικρή περιοδεία που κάναμε στην προσωπική αλληλογραφία της νεαρής Βερολινέζας που ήρθε να ζήσει τους χειμωνιάτικους μήνες του 1834/35 στο Ναύπλιο.
Τα γράμματα που έστειλε η Μπεττίνα Σχινά στους γονείς της στη Γερμανία αποτελούν μια εξαιρετικά πλούσια πηγή πληροφοριών. Λίγα στιγμιότυπα μόνο μπόρεσα να σας παρουσιάσω εδώ σε μετάφραση.
Και όπως έκανα στο πιο μεγάλο μέρος της παρούσας μελέτης, θα τελειώσω με τα λόγια της ίδιας της Μπεττίνας. Σε ένα γράμμα, το οποίο απέστειλε τις 5 Μαρτίου του 1835 (21 Φεβρουαρίου κατά το ελληνικό ημερολόγιο) υπάρχει στην αρχή, γραμμένη ανάποδα, η εξής προσθήκη:
«Αυτή τη στιγμή χτυπάει νεκρικά η καμπάνα για τον Στάϊκο, τον κατακτητή του Παλαμηδιού. Πέθανε παράφρων στη φυλακή της Νομαρχίας, διότι στην παραφροσύνη του δημιούργησε αναστάτωση, εκφωνούσε λόγους στους δρόμους και έπρεπε να τον φυλάνε. Έκαναν έρανο για χρήματα στους δρόμους για την κηδεία του. Μια πραγματική τραγωδία έμπροσθεν του Παλαμηδιού.»
Η Μπεττίνα και ο άνδρας της στην Αθήνα
[ Στις αρχές Απριλίου του 1835, το ανδρόγυνο μετακομίζει στην Αθήνα. Τα γράμματα γίνονται ζοφερά. Νοικιάζουν ένα σπίτι χωρίς ανέσεις μόλις βγαίνει κανείς από τον Πειραιά και η Μπεττίνα περνά την πρώτη νύχτα στην πόλη των ονείρων της κλαίγοντας πικρά. Τους βασανίζουν τα κουνούπια, η βρώμα των υπονόμων, οι κρίσεις των χρονίων αιμορροΐδων του Σχινά, οι βδέλλες στα αυτιά και οι αφαιμάξεις. Εγκαταλείπουν τα σχέδια να χτίσουν σπίτι. Η διάρροια και ο πυρετός θερίζουν τα μικρά παιδιά. Στους στρατώνες παρουσιάζεται τύφος. Κυκλοφορούν φήμες για κρατική χρεοκοπία. Ο Σχινάς παραμένει άνεργος και σταματούν οι προσκλήσεις στις δεξιώσεις.
Η Μπεττίνα προσπερνά με ελάχιστες γραμμές την ενηλικίωση του Όθωνα και την ανάρρησή του στο θρόνο την 1η Ιουνίου. Είναι προφανές ότι υιοθετεί τη γνώμη του φίλου Κωλέττη:
« Η κρίση μου για το νεαρό βασιλιά ήταν λανθασμένη. Όποτε δεν έπαιρνε αμέσως μια απόφαση, προτιμούσα να πιστεύω ότι το κάνει από σοβαρότητα και σωφροσύνη. Στην πραγματικότητα είναι άβουλος και έχει περιορισμένη αντίληψη».
Η Μπεττίνα δηλώνει επιτακτικά ότι αν ο άνδρας της δεν προσληφθεί ως την 1η Οκτωβρίου, πρέπει να δραπετεύσουν από το αθηναϊκό χάος στο Ναύπλιο ή στις Κυκλάδες. Δεν θα προλάβουν.
Η Μπεττίνα πέφτει στο κρεβάτι άρρωστη, οι γιατροί της επιβάλλουν εικοσαήμερη απόλυτη νηστεία, μετά αρρωσταίνουν και οι ίδιοι οι γιατροί, τις τελευταίες ώρες την κουράρει ο Πέτρος Ηπίτης. Το επόμενο γράμμα προς το Βερολίνο υπογράφεται μόνο από τον Κωνσταντίνο Σχινά:
« Στις 24 Αυγούστου τα χαράματα μέλλονταν στον άγγελό μου, στην μοναχοκόρη σας, να κλείσει τα μάτια της. Η ωραία γυναίκα μου έγινε νύφη του Κυρίου».
Σημείωση Βιβλιοθήκης: Το ταφικό μνημείο της Bettina von Savigny-Σχινά, πρώτης συζύγου του Κωνσταντίνου Σχινά, που γεννήθηκε το 1805 και πέθανε το 1835 στην Αθήνα, ένα μόλις χρόνο μετά το γάμο τους, σχεδιάστηκε αρχικά από τον Σταμάτη Κλεάνθη, εκτελέστηκε όμως με παραλλαγές και βρίσκεται στο Προτεσταντικό τμήμα του Α΄ Νεκροταφείου Αθηνών. (Περιοδικό «Αρχαιολογία & Τέχνες», τεύχος 117, Δεκέμβριος 2010.
Ρεγγίνα Quack– Μανουσάκη
Ιστορικός. Δρ Φιλοσοφικής Σχολής του Ελεύθερου Παν/μίου του Βερολίνου.
Ναυπλιακά Ανάλεκτα VII, Έκδοση Δήμου Ναυπλιέων, Δεκέμβριος 2009.
Τα κείμενα εντός αγκύλης είναι του κ. Σπύρου Μοσκόβου Δ/ντή του ελληνικού προγράμματος της Deutsche Welle. TO BHMA– Δευτέρα 5 Απριλίου 2010.
Διαβάστε ακόμη:
Σχολιάστε