Τα υπαγόμενα στο Άργος χωριά άλλων Βιλαετίων κατά την τελευταία φάση της Β’ Τουρκοκρατίας – Ηλίας Γιαννικόπουλος*
1. Η Πελοπόννησος μετά την επανάκτησή της από τους Τούρκους (1715) απετέλεσε ξεχωριστή διοικητική περιφέρεια, καλουμένη «εγιαλέτι» ή «πασαλίκι», που εδιοικείτο από τον Μόρα βαλεσή. Η περιφέρεια αυτή είχε υποδιαιρεθή σε μικρότερα τμήματα, που εκαλούντο από μεν διοικητικής απόψεως βιλαέτια, από στρατιωτικής σαντζάκια και από δικαστικής καζάδες.[1] Πρωταρχικός σκοπός αυτής της υποδιαιρέσεως ήταν η καλύτερη άσκηση της εξουσίας εκ μέρους των κατακτητών, κυρίως η καλύτερη κατανομή και η ευκολότερη είσπραξη των φόρων.
Στην παρούσα μελέτη θα ερευνήσουμε τη σχέση ορισμένων χωριών της Πελοποννήσου με το βιλαέτι του Άργους κατά την Β’ Τουρκοκρατία, και δη κατά την τελευταία δεκαετία πριν από την Επανάσταση του 1821. Το αξιοπερίεργο με τα χωριά αυτά είναι ότι παρόλο που ανήκαν γεωγραφικά σε άλλα βιλαέτια, εν τούτοις διοικητικά και φορολογικά υπήγοντο στο βιλαέτι του Άργους με το οποίο δεν είχαν καμμία σχέση γειτνιάσεως.
Αποκλειστική πηγή μας είναι το πλούσιο σε ανέκδοτο υλικό Αρχείο της οικογένειας Περρούκα του Άργους, το οποίο απόκειται στην Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος.[2] Τα έγγραφα που αναφέρονται στο θέμα μας, είναι λίγα και ιδιωτικά, δηλ. κυρίως επιστολές που αντήλλαξαν οι πρόκριτοι των χωριών αυτών, ή άλλα σημαίνοντα πρόσωπα, με τους προεστούς του Άργους. Τα έγγραφα αυτά φωτίζουν πολλές πτυχές του ζητήματος, χωρίς όμως να δίνουν οριστικές απαντήσεις.
2. Δεν υπάρχει ομοφωνία για τον ακριβή αριθμό των βιλαετίων της Πελοποννήσου κατά τη Β’ Τουρκοκρατία. Γίνεται γενικότερα δεκτό ότι αυτά μέχρι τα Ορλωφικά ήσαν 24, ενώ λίγο πριν από την Επανάσταση με διάφορες αυξομειώσεις έγιναν 25.[3] Ένα από αυτά ήταν το βιλαέτι του Άργους, με έδρα την ομώνυμη πόλη, το οποίο συνόρευε με τα βιλαέτια Ναυπλίου, Κορίνθου, Τριπολιτσάς και Αγ. Πέτρου και εδαφικά συνέπιπτε σχεδόν με τη σύγχρονη επαρχία Άργους.[4] Στο βιλαέτι αυτό, όπως είπαμε, υπήγοντο και διάφορα άλλα χωριά άλλων βιλαετίων της Πελοποννήσου, σε μεγάλη απόσταση από το Άργος, συγκεκριμένα η Άλβαινα από το βιλαέτι της Αρκαδιάς,[5] η Δουμενά και τα Χαλκιάνικα από το βιλαέτι των Καλαβρύτων[6] και τα Κάτω Χωριά ή Πέντε Χωριά ή (Ο, Ε)λυμποχώρια από το βιλαέτι του Μυστρά.[7]
Δυστυχώς, ούτε οι ιστορικοί συγγραφείς, ούτε οι έχοντες προσωπική αντίληψη ιστοριογράφοι και απομνημονευτές του Αγώνα έχουν αναφερθεί διεξοδικά στο ιστορικό αυτό «παράδοξο» και έχουν δώσει επαρκείς και λεπτομερείς εξηγήσεις για την αρχή του, τη σκοπιμότητά του και τη λειτουργία του στην πράξη. Μερικοί μόνο, και εντελώς παρεμπιπτόντως, έχουν αναφερθεί στο φαινόμενο αυτό.[8]
Ειδικότερα, ο πρωτοσύγκελος Χριστιανουπόλεως και ιστοριογράφος Αμβρ. Φραντζής, αναφερόμενος στην «Άλβαινα», σημειώνει: «Το χωρίον αυτό κείται μεν εις τα όρια της επαρχίας Αρκαδίας (Τριφυλίας), απέδιδε δε τας προσόδους αυτού επί Τουρκοκρατίας εις την επαρχίαν Άργους. Τοιαύτα χωρία ήσαν και άλλα πολλά, τα οποία έκειντο εις άλλας επαρχίας, τας δε προσόδους αυτών απέδιδον εις άλλας».[9] Στο απόσπασμα αυτό ο Φραντζής φαίνεται να ομιλή μόνον περί φορολογικής εξαρτήσεως, δηλ. περί της υποχρεώσεως μερικών χωριών να αποδίδουν τις προσόδους τους στο Άργος, δεν δίνει όμως καμμία εξήγηση για τους λόγους αυτής της ρυθμίσεως, ούτε για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσε ή για τα προβλήματα που τυχόν δημιουργούσε στην διοίκηση, τοπική και κεντρική. Επίσης, ομιλεί και για άλλα χωριά σε άλλες επαρχίες, χωρίς να τα κατονομάζει.
Ο απομνημονευτής Φωτάκος, αναφερόμενος στην έναρξη της Επαναστάσεως του 1821 στο Άργος, γράφει: «Μετά δε ταύτα ο Νικόλαος Μπερούκας από το Άργος έγραψε γράμμα και έλεγε να υπάγουν οι στρατιώται των δύο χωρίων Δουμενά και Χαλκιάνικα εκεί, επειδή τα δύο αυτά χωρία ήσαν του Άργους, το δε Άργος τότε είχε χωρία ιδικά του εις άλλας επαρχίας, διότι όπου εκατοικούσεν ο Αγάς, όστις ώριζε το χωρίον, εις εκείνην την επαρχίαν και αυτό ανήκεν».[10] Επίσης, λίγο παρακάτω, κλείνοντας τη μακρά σχετική αφήγησή του, προσθέτει: «Έπειτα δε ήλθεν ο Παπαγιώργης και ο Αναγνώστης Γκελμπερής από του Κοσμά, διότι τότε τα λεγόμενα Ολυμποχώρια ανήκον και αυτά εις την επαρχίαν του Άργους».[11] Ο Φωτάκος ομιλεί σαφώς περί διοικητικής υπαγωγής («ήσαν» του Άργους, «το Άργος είχε χωρία ιδικά του», «ανήκον» εις την επαρχίαν Άργους), και όχι απλώς φορολογικής. Δίνει ακόμα μιαν εύλογη εξήγηση του φαινομένου, με βάση τον τόπο κατοικίας του αγά. Δεν αναφέρει όμως πότε και γιατί συνέβη αυτό, ποιος ήταν ο αγάς, και με ποιο τρόπο «όριζε» τα χωριά αυτά.
Ο Πουκεβίλ, εξηγώντας την σχέση που υπήρχε μεταξύ των «εξαρτημένων» χωριών και του βοεβόδα του Άργους, επίστευε ότι αυτή ήταν παρόμοια με την εξουσία των επισκόπων in partibus.[12]
Από τους συγχρόνους ιστορικούς συγγραφείς, ρητή αναφορά στο φαινόμενο κάνει ο ιστορικός Μιχ. Β. Σακελλαρίου. Αφού πρώτα προβεί στην περιγραφή των ορίων του β. Άργους, αναφέρει: «Αλλά και εκτός των ούτω διαγραφέντων ορίων υπήρχον συγκροτήματα χωρίων, τα οποία υπήγοντο, προς καιρόν τουλάχιστον, υπό κοινήν μετά του Άργους διοίκησιν»,[13] δηλ. ομιλεί περί κοινής διοικήσεως. Εξάλλου, προς εξήγηση του «φαινομένου» εκφράζει την άποψη ότι: «πρόκειται περί περιφερείας, της οποίας τα εισοδήματα συνέβη επί τι διάστημα να δοθούν εις εκείνον, εις ον και τα του β. Άργους: δια τούτο ήτο κοινή, υπό τον αυτόν βοεβόδαν, η διοίκησις».[14]
Είναι γνωστό ότι πολλές επαρχίες ή μεμονωμένες πόλεις της Πελοποννήσου ήσαν αφιερωμένες σε ιερά ιδρύματα («βακούφια») ή είχαν δοθή σε ανωτάτους Τούρκους αξιωματούχους. Κάτι τέτοιο επεβάλλετο από τους ίδιους τους κατακτητές, αλλά πολλές φορές επιζητείτο και από τους κατακτημένους, γιατί το καθεστώς αυτό συνεπαγόταν αρκετά προνόμια, κυρίως φορολογικά, και τους προστάτευε από τις καταχρήσεις των τοπικών αρχόντων, Τούρκων και Ελλήνων. Τέτοια παραδείγματα δεν ήσαν ασυνήθιστα στην Τουρκοκρατούμενη Πελοπόννησο. Έτσι, η Πάτρα πριν από το 1685 και μετά το 1780 είχε αφιερωθεί σε βακούφι της Κωνσταντινουπόλεως, ο Αγιάννης του βιλαετίου Αγ. Πέτρου στη βαλιδέ Σουλτάνα, ο Πύργος με εννέα χωριά μετά το 1740 στον ναό της Μέκκας, η Στεμνίτσα και η Δημητσάνα την ίδια εποχή σε κάποιον αξιωματούχο του χαρεμιού, κ. ο. κ.[15] Κατά τον απομνημονευτή Καν. Δεληγιάννη, στην αδελφή του Σουλτάνου Μπεϊάν Σουλτάνα ανήκαν τα βιλαέτια Καρύταινας, Φαναρίου, Αρκαδιάς, Νεοκάστρου, Εμπλάκικων και Καλαμάτας.[16] Φαίνεται ότι κάτι παρόμοιο συνέβαινε με το βιλαέτι και την πόλη του Άργους, δεν γνωρίζουμε όμως ακριβώς όλες τις λεπτομέρειες για τον χρόνο και τον τρόπο της αρχικής καθιερώσεως και της μετέπειτα πορείας του θεσμού αυτού.
Σε πολλές πηγές αναφέρεται ότι το Άργος αποτελούσε ιδιοκτησία αδελφής ή μητέρας του Σουλτάνου. Την πληροφορία αυτή βρίσκουμε ήδη σε γαλλικό υπόμνημα του 1786.[17] Επίσης, ο Ληκ απηχώντας ασφαλώς τη ζώσα πραγματικότητα γράφει ότι το βιλαέτι του Άργους είχε δοθή στην (αδελφή ή μητέρα του Σουλτάνου) Μαριέμ, με αποτέλεσμα να απολαμβάνει ορισμένων προνομίων, ένα από τα οποία ήταν η απαλλαγή από το βάρος της φιλοξενίας ταξιδιωτών ή διερχομένων στρατευμάτων.[18] Σύγχρονος ερευνητής, επί τη βάσει πηγής του 1720, έχει εικάσει ότι το Άργος ανήκε σε τζαμί του Ναυπλίου, κατά πάσα πιθανότητα το Βεζίρ τζαμί.[19]
Αν οι απόψεις αυτές είναι βάσιμες, τότε το φαινόμενο της εξαρτήσεως από το Άργος μερικών χωριών εκτός της εδαφικής περιοχής του, μπορεί να εξηγηθεί από το ότι τα χωριά αυτά είχαν αφιερωθεί στο ίδιο ιερό ίδρυμα ή είχαν δοθεί στο ίδιο μέλος της σουλτανικής αυλής, όπως και το Άργος, και ως εκ τούτου είχαν τεθεί υπό την αυτή διοίκηση. Αν αναζητούσαμε διοικητικά «ανάλογα» σε άλλους χώρους, θα μπορούσαμε να σταθούμε στο χώρο της Εκκλησίας, συγκεκριμένα στην περίπτωση των «μετοχίων», τα οποία μπορούσαν να ανήκουν σε μοναστήρια άλλων εδαφικών περιοχών ή στην περίπτωση των «σταυροπηγιακών» μονών, οι οποίες ανήκαν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και όχι στον επιτόπιο ιεράρχη. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις το διοικητικό κέντρο βρισκόταν εκτός των εδαφικών ορίων τους.
Στο Αρχείο της οικογένειας Περρούκα δεν υπάρχουν έγγραφα που να ξεκαθαρίζουν το θέμα αυτό. Πάντως κάποια «βακουφική» ιδιότητα, τουλάχιστων ορισμένων όμως ακινήτων της πόλεως του Άργους, μνημονεύεται εν παρόδω. Έτσι, σε επίσημη μετάφραση τουρκικής πωλητήριας ομολογίας του 1734 αναφέρεται ότι αντικείμενο της μεταβιβάσεως είναι τμήμα γης κείμενο «επί των χωμάτων της εκ των βασιλικών αφιερωμάτων κωμοπόλεως του Άργους» (έγγρ. 17127). Τα ίδια αναφέρονται σε επίσημη μετάφραση και άλλου τουρκικού εγγράφου του έτους 1741 (έγγρ. 17232). Είναι χαρακτηριστικό ότι και στα δύο έγγραφα το αποδεικτικό κατοχής και κυριότητας («τεμεσούκι») εκδίδει ο έφορος ή «μουτεβελής» των «βασιλικών αφιερωμάτων Άργους».
Εξάλλου, για τους Αργείους προεστούς ως κατοίκους του «βασιλικού βακουφίου του Άργους» μιλάει άλλο έγγραφο του Αρχείου (έγγρ. 47509). Επίσης, υπάρχει επίσημη μετάφραση τουρκικού χοτζετίου του 1776, στο οποίο το εξαρτημένο από το Άργος χωριό Χαλκιάνικα θεωρείται ότι ανήκει «στα ειρημένα αφιερώματα βασιλικά».[20] Τέλος, σε επιστολή του βεκίλη στην Κωνσταντινούπολη Δημ. Περρούκα προς τον αδελφό του Ιωάννη, προεστό του Άργους (24 Ιουλίου 1817, έγγρ. 45384/8), όπου εξιστορείται ο τρόπος επανασυστάσεως του καζά Άργους, αναφέρεται τελείως αορίστως, ότι η έλλειψη επισήμων εγγράφων για την κυριότητα των «εξαρτημένων» χωριών οφείλεται στο ότι δεν έγιναν μεταγραφές στα οικεία βιβλία «όταν εσυστήθη ο καζάς δια τον ιδαρέν (=διοίκηση) του βακουφίου».
Όμως, από άλλα έγγραφα του Αρχείου αντλούμε ενδείξεις ότι το Άργος ανήκε σε κάποια συγγενή του Σουλτάνου. Σε κατάστιχο του Άργους του 1816, υπογεγραμμένο από τον Δημ. Περρούκα, αναφέρεται ρητώς ότι το Άργος «είναι μαλικιανές της γαληνοτάτης Χατιτζιέ Σουλτάν εφένδη μας» (έγγρ. 74421). Επίσης σε έγγραφα του 1819 (45796, 45402/3, 47794, 47799), υπογραφόμενα από τους προεστούς του βιλαετίου Μυστρά (Κοπανίτσα, Κρεββατά, κ. ά.),[21] διατυπώνεται η επιθυμία των Μυστριωτών να τεθεί το βιλαέτι τους και το βιλαέτι του Άργους υπό κοινόν βοεβόδα, για το λόγο ότι και τα δύο αυτά βιλαέτια ήσαν «μουκατάδες» της «ίδιας κυρίας» ή ήσαν «μαλικιανέδες μίας κυράς». Οι Μυστριώτες ρητώς ομιλούν στις επιστολές τους περί «της γαληνοτάτης Σουλτάν εφένδη», χωρίς να την κατονομάζουν, σημειώνουν μάλιστα ότι της έστειλαν και σχετικό «αρτζουχάλι» (=αναφορά) με το αίτημα «ενώσεως» των δύο βιλαετίων.
Όλα όμως τα παραπάνω είναι ασαφή και ρευστά, λόγω ελλείψεως αξιοπίστων ιστορικών πηγών, αλλά και λόγω της αδικαιολόγητης σιωπής των Περρουκαίων γύρω από το θέμα αυτό. Πάντως, ακόμα και αν έτσι έχουν τα πράγματα, δύο σοβαρά ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα. Στην πρώτη περίπτωση, αν υποτεθεί ότι το Άργος ήταν αφιερωμένο σε τζαμί του Ναυπλίου, και δη στο Βεζίρ τζαμί, γιατί στο υλικό του Αρχείου Περρούκα γίνεται ρητή σύνδεση του τζαμιού μόνο με την Άλβαινα, και όχι και με τα άλλα χωριά του βιλαετίου ή την ίδια την πόλη του Άργους; Στη δεύτερη περίπτωση, αν υποτεθεί ότι το Άργος είχε δοθεί σε κάποιο μέλος της σουλτανικής αυλής, γιατί τα χωριά του βιλαετίου Μυστρά (Γεράκι, κλπ.) απεκόπησαν και εδόθησαν στο Άργος, αφού ούτως ή άλλως Μυστράς και Άργος ανήκαν στο ίδιο πρόσωπο, κατά τα λεγόμενα υπό των Μυστριωτών;
Είναι προφανές ότι δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια ούτε πότε, ούτε πώς, ούτε για ποιο λόγο θεσμοθετήθηκε η σύνδεση των «ξένων» χωριών με το βιλαέτι του Άργους. Δυστυχώς, πλην των πενιχρών και ασαφών ψηγμάτων που ανιχνεύσαμε και παρουσιάσαμε ανωτέρω, δεν υπάρχουν στο Αρχείο Περρούκα επίσημα δημόσια έγγραφα, που θα μας έδιδαν κάποιαν απάντηση και θα μας διαφώτιζαν περισσότερο.
3. Στη διασωζόμενη αλληλογραφία του Αρχείου Περρούκα ανευρίσκουμε άλλες χρήσιμες πληροφορίες, που όμως δεν μπορούν να θεωρηθούν ως απολύτως αξιόπιστες, αφού δεν μπορούν να διασταυρωθούν από άλλη πηγή. Πάντως, δεν παύουν να έχουν την αξία τους.
Ο Δημ. Περρούκας στην από 4 Οκτωβρίου 1817 επιστολή του προς τον αδελφό του Ιωάννη (έγγρ. 45634) αναφέρει ότι το βιλαέτι του Άργους δημιουργήθηκε το 1717, ήτοι αμέσως μετά την ανακατάληψη της Πελοποννήσου από τους Τούρκους. Μεταξύ των πρώτων 14 χωριών, που απετέλεσαν τον καζά Άργους, ήταν το χωριό Άλβαινα, που αποσπάστηκε από το β. Αρκαδιάς, το Κουτσοπόδι, το Τρικολίτι, η Νάργια και το Μάτι Μερζέ, που αποσπάστηκαν από το β. Ναυπλίου, η Δουμενά, τα Χαλκιάνικα και το Μαυρομάτι, που αποσπάστηκαν από το β. Καλαβρύτων, και το Γεράκι, ο Κοσμάς, το Παλαιοχώρι, το Πλατανάκι, και ο Άγιος Βασίλειος, που αποσπάστηκαν από το β. Μυστρά. Δικαίως αναφέρει, ότι ο καζάς του Άργους «ήταν συστημένος από ιφραζάτια (=απορρίμματα) άλλων καζάδων (έγγρ. 45674). Σύμφωνα με τον ίδιο, τα 14 αυτά χωριά ήσαν επιφορτισμένα με 1.833 «χαρτία».[22] Από αυτά 123 «χαρτία» εβάρυναν την Άλβαινα, 84 την Δουμενά, 51 τα Χαλκιάνικα, 490 το Γεράκι, 290 τον Κοσμά, 121 το Παλαιοχώρι, 60 τον Άγιο Βασίλη και 127 το Πλατανάκι. Αργότερα, επειδή ο μικρός αυτός καζάς του δεν μπορούσε να «κάνη ινταρέ» (να έχη καδή, βοεβόδα και άλλους κρατικούς αξιωματούχους), ίσως για λόγους τυπικούς ή πληθυσμιακούς, η οθωμανική εξουσία έδωσε ξανά στο Άργος τα 13 χωριά που γεωγραφικά ανήκαν σ΄ αυτό, αλλά λόγω ελλείψεως ραγιάδων κατά μία χρονική στιγμή είχαν δοθεί στο β. Ναυπλίου, δηλ. τα χωριά Μπογιάτι, Τάτσι, Άνω Μπέλεσι, Καπαρέλι, Νιοχώρι, Κάτω Μπέλεσι, Βρούστι, Καριά, Σκαφιδάκι, Μέρμπακα, Σκινοχώρι, Μάζι και Κουρτάκι, με 794 «χαρτία».
Όμως, σε άλλη επιστολή του, λίγο παλαιότερη, της 26 Νοεμβρίου 1816 (έγγρ. 45375/1), ο Δημ. Περρούκας είχε αναφέρει σχετικά με την Άλβαινα, ότι στο Αρχειοφυλάκιο της Κων/πολης ευρέθη ένα «κάιδι» (=επίσημη καταγραφή), σύμφωνα με το οποίο την Άλβαινα «εσήκωσαν (=αφαίρεσαν) από την Αρκαδιάν εις το 1144 τούρκικον έτος», δηλ. το 1731, και από «τιμάρι» που ήταν μέχρι τότε, το «έκαναν ρέφι (=το ακύρωσαν) και το έδωσαν στο βάκφι (=βακούφι), όπου ευρίσκεται, χωρίς να ανακατεύεται η Αρκαδιά». Από την αλληλογραφία του Αρχείου Περρούκα, όπως είπαμε, διαφαίνεται κάποια σύνδεση της Άλβαινας με το Βεζίρ τζαμί του Ναυπλίου, αλλά λόγος για το καθαυτό βιλαέτι ή την πόλη του Άργους δεν γίνεται, ούτε εξηγείται η αιτία της προσκολλήσεως της Άλβαινας στο βιλαέτι αυτό.
Είναι σημαντικό ότι το βιλαέτι του Άργους δεν διέθετε επίσημη έγγραφη απόδειξη για τον χρόνο και τον τρόπο με τον οποίο τα διάφορα χωριά προσαρτήθηκαν σ΄ αυτό. Ο Δημ. Περρούκας αναφέρει χαρακτηριστικά «ο καζάς μας είναι λυτός», γεγονός που αποδίδει «στην μικρόνοια των προκατόχων» τους, οι οποίοι δεν εφρόντισαν να μεταγράψουν στα οικεία Αρχεία τα τυχόν εκδοθέντα τότε φιρμάνια, διαταγές, ή άλλα έγγραφα. Αλλά και σε άλλη επιστολή του (15 Μαρτίου 1818, έγγρ. 45385/9), διαπιστώνει, αναφορικά με την Άλβαινα, ότι ο καζάς του Άργους ήταν «λυτός και με πτύσμα κολλημένος εις τα καλέμια (=αρχεία) εδώ και εκεί, χωρίς θεμέλιον κανένα, ώστε πια δεν έχομεν και το παραμικρόν σενέτι (=αποδεικτικό έγγραφο) περί της Άλβαινας».
Η έλλειψη επισήμων γραπτών στοιχείων, δεν φαίνεται ότι δημιουργούσε προβλήματα στα εξαρτημένα από το Άργος χωριά. Οι πρόκριτοι των χωριών αυτών είχαν αποδεχθή την έστω και εθιμικώ δικαίω διαμορφωθείσα κατάσταση και δεν έχαναν ευκαιρία να δηλώνουν το σεβασμό και την υποταγή τους στους προεστούς του Άργους, τους οποίους πάντοτε αποκαλούσαν «αφεντάδες» και εθεωρούσαν ως «κοινούς πατέρες» τους. Κάποτε χρειάστηκε να εκφράσουν τα αισθήματά τους κατά πιο ρητό τρόπο, όπως το 1815.[23] Δεν γνωρίζουμε τους ακριβείς λόγους που τους οδήγησαν σε μια τέτοια ενέργεια. Ενδεχομένως να έγιναν εντονότερες οι αμφισβητήσεις του προσώπου και της πολιτείας του προεστού Νικ. Περρούκα από κάποιους αντιζήλους του «σκανδαλοποιούς». Με την κοινή πράξη τους οι πρόκριτοι των χωριών επιβεβαιώνουν την εμπιστοσύνη τους, εγκρίνουν τα μέχρι τότε έργα του και του αναθέτουν και πάλι την «επιστασία» των υποθέσεών τους. Το έγγραφο υπογράφουν δεκάδες πρόκριτοι από τα χωριά Γεράκι, Δουμενά, Κοσμά, Παλαιοχώρι, Άγ. Βασίλειο, Πλατανάκι και Χαλκιάνικα (έγγρ. 47541). Επίσης, σε επιστολή των Γερακιτών του έτους 1820 προς τον Ιω. Περρούκα (έγγρ. 17371/18), συνομολογείται ρητά ότι: «Εμείς όλοι μας την ευγενείαν σου έχομε κοινόν πατέρα και όχι άλλον, καθώς και οι παππούδες μας και οι πατεράδες μας», αναμφισβήτητη έκφραση σεβασμού και υπακοής των κατοίκων του χωριού προς τη «μητρόπολή» τους.
Παρόλα ταύτα, από έγγραφα και επιστολές του Αρχείου διαφαίνεται ότι εσωτερικές αντιπαλότητες και αμφισβητήσεις των προκρίτων των εξαρτημένων χωριών, αλλά και των προυχόντων του βιλαετίου, από άλλους ομοχωρίους τους, δεν ήσαν ασυνήθιστες. Η αποδεδειγμένη διαίρεση των προυχόντων της Πελοποννήσου σε δύο «μερίδες» φαίνεται ότι διαχεόταν και στις επαρχίες και στα επιμέρους χωριά. Στο ίδιο το Άργος παλαιά ήταν η διχόνοια μεταξύ των Περρουκαίων και της οικογένειας Κάββα, και άλλων. Επίσης, οι πρόκριτοι των εξαρτημένων χωριών, που αντλούσαν ή ενίσχυαν τη νομιμοποίησή τους από τους προεστούς του «κέντρου» και συνέδεαν την επιβίωσή τους με αυτούς, πολλές φορές είχαν να αντιμετωπίσουν εσωτερική «αντιπολίτευση». Για παράδειγμα, στον Κοσμά υπήρχε «φαγωμάρα» μεταξύ του Κων. Κατσίκα και του Γιαννάκη Ασημάκη, ενώ στα Χαλκιάνικα ο πρόκριτος και Οικονόμος του χωριού παραπονιόταν στον Ιω. Περρούκα ότι κάποιοι έστειλαν το δάσκαλο στην Τριπολιτσά «και τους σκάπτει λαγούμια» (έγγρ. 45349/1). Σε συνάρτηση με αυτά, είναι εύλογο να υποθέσουμε, ότι, αν δεν ήσαν μισητοί, τουλάχιστον δεν ήσαν δημοφιλείς οι προύχοντες του Άργους στους απλούς κατοίκους των εξαρτημένων χωριών. Χαρακτηριστική είναι η ειλικρινής ομολογία μερικών Χαλκιανιωτών σε επιστολή τους προς τον Ιω. Περρούκα, αμέσως μετά την απόπειρα δολοφονίας εναντίον του, τον Ιούλιο του 1819, όπου εκφράζοντας τον αντίκτυπο του σοβαρού αυτού γεγονότος στους συμπατριώτες τους αναφέρουν αφοπλιστικά: «μερικοί πολλά ελυπήθημεν, και μερικοί το έκαναν χάζι» (έγγρ. 17364/14).
4. Η έλλειψη επισήμων νομιμοποιητικών, οιονεί ιδιοκτησιακών εγγράφων, δημιούργησε πολλά προβλήματα στους Αργείτες, ιδίως κατά την τελευταία προ της Επαναστάσεως δεκαετία, όταν οι εντόπιοι βοεβόδες άρχισαν να αμφισβητούν τα δικαιώματα του Άργους, και άρχισαν να διεκδικούν για τον εαυτό τους τις προσόδους που αποστέλλονταν εκεί. Συχνές ήσαν οι εντάσεις και οι τριβές μεταξύ του Άργους και των βιλαετίων στα οποία γεωγραφικά ανήκαν τα εξαρτημένα χωριά. Τα βιλαέτια αυτά διεκδικούσαν πλήρη δικαιώματα μέσα στην δική τους γεωγραφική περιοχή, ήθελαν δηλαδή να συμπέσουν η εδαφική και η διοικητική κυριαρχία τους. Από την άλλη πλευρά, το Άργος αγωνιζόταν για την διατήρηση της υπάρχουσας καταστάσεως και για τη συνέχιση των προνομιακών σχέσεών του με τα χωριά «του». Έκανε λοιπόν προσπάθεια διατηρήσεως του υπάρχοντος καθεστώτος και επιβεβαιώσεως της κυριαρχίας του πάνω στους απομακρυσμένους γεωγραφικά οικισμούς εμποδίζοντας την «απόσχισή» τους.
Από τις επιστολές των Περρουκαίων προκύπτει ότι τουλάχιστον οι Αρκαδινοί και Καλαβρυτινοί βοεβόδες άρχισαν να αμφισβητούν την επικυριαρχία του Άργους στα «δικά τους» εδαφικά χωριά και έκαναν προσπάθειες να τα απαγκιστρώσουν από αυτό. Χαρακτηριστική είναι σωζόμενη επιστολή (24 Αυγ. 1817, έγγρ. 17339/26), στην οποία οι πρόκριτοι της Άλβαινας εκθέτουν προς το Άργος την πρόθεση του αγά της Αρκαδιάς να τους αφαιρέση από το βιλαέτι του Άργους, με το επιχείρημα ότι ανήκαν εξαρχής στο βιλαέτι Αρκαδιάς, αφού έρευνα που έγινε στα Αρχεία της Βασιλεύουσας απέδειξε ότι επίσημη απόδειξη του δεσμού της Άλβαινας με το βιλαέτι του Άργους δεν υπήρχε. Εξάλλου, ο «μουκαπελετζής και βόιβοντας» της Αρκαδιάς, με ειδικόν απεσταλμένο του πήγε να εισπράξη το «μάλι ι μιρί» της επαρχίας αυτής (Ιω. Περρούκας προς Δημ. Περρούκα, 22 Φεβρ. 1818, έγγρ. 45385/7). Έντονη δραστηριότητα είχε αναπτύξει στην Πόλη και ο προεστός της Αρκαδιάς Γρ. Παπαφωτόπουλος,[24] υποδαυλιζόμενος ασφαλώς από τους Αρκαδινούς Τούρκους, ο οποίος το 1818 κατάφερε να του παραχωρηθούν δύο φερμάνια επιβεβαιωτικά της ελλείψεως επισήμου σχέσεως μεταξύ Άλβαινας και Άργους (έγγρ. 17360/20).
Εξάλλου, θέμα γεννήθηκε και με τη Δουμενά. Το ζήτημα ξεκίνησε τυχαία, από μια υπόθεση των κατοίκων της Κλαπατζούνας. Αυτοί το 1816 πήγαν στην Πόλη και εζήτησαν την μείωση των «χαρτίων» του χωριού τους. Ερευνώντας με την ευκαιρία τα επίσημα αρχεία βρήκαν ότι και η Δουμενά υπήγετο στο βιλαέτι Καλαβρύτων με 34 χαρτία. Ειδοποίησαν αμέσως τους Δουμενιώτες και έκτοτε άρχισε και από αυτούς η αμφισβήτηση του αριθμού των «χαρτίων» που τους εβάρυναν, παρόλο ότι είχαν εις χείρας τους από το Άργος 79 χρόνων «χαρατζοχάρτια» (έγγρ. 45634). Είναι ενδεικτικό ότι οι Δουμενιώτες δεν αμφισβήτησαν την επικυριαρχία του Άργους, αποφάσισαν όμως να πάνε στην Τριπολιτζά με πεσκέσια στον Δραγομάνο για να ελαττώσουν τον αριθμό των χαρτίων τους σε 34 (από τα 84 που πλήρωναν μέχρι τότε). Ο Χαρ. Περρούκας, που βρισκόταν στη Δουμενά για την αγορά σταφίδας, με διπλωματικές κινήσεις προσπάθησε να τους συγκρατήσει, στην αρχή με αυστηρότητα, και αργότερα με άλλα μέσα, όπως τη δωροδοκία κάποιου σημαίνοντος Δουμενιώτη («αναγκάσθηκα να δώσω κάτι του ενός των πρωταιτίων») (έγγρ. 17330/26, 17330/29, 17330/42). Την μείωση των «χαρτίων» της Δουμενάς ζητούσε από τον Ιωάννη και ο θείος του Απ. Περρούκας από την Πάτρα (έγγρ. 17338/35).
Όπως ήταν φυσικό, οι Περρουκαίοι θορυβήθηκαν από τις εξελίξεις αυτές, αφού ετίθεντο σε κίνδυνο τα συμφέροντά τους. Σε μια προσπάθεια διασώσεως του ισχύοντος «συστήματος», αποφάσισαν να αναζητήσουν πάση θυσία επίσημες γραπτές αποδείξεις, επιβεβαιωτικές της σχέσεως υποτελείας και εξαρτήσεως των διαφόρων χωριών από το βιλαέτι τους. Για την περίπτωση της Άλβαινας, που φαίνεται ότι απασχόλησε περισσότερο από τα άλλα χωριά τους προεστούς του Άργους, ο Δημ. Περρούκας ζητούσε από τον Ιωάννη τυχόν υπάρχοντα επίσημα έγγραφα από τα Αρχειοφυλακεία Ναυπλίου, ή από οπουδήποτε αλλού, ή οπωσδήποτε κάποιο σχετικό πιστοποιητικό. Το ίδιο ζητούσε και για την περίπτωση της Δουμενάς.
Φαίνεται ότι τέτοια έγγραφα δεν ευρίσκονταν, γιατί πιθανότατα δεν υπήρχαν. Ως εκ τούτου, ο Δημ. Περρούκας σκέφτηκε να δημιουργήσει εκ των υστέρων αποδεικτικά των δικαιωμάτων του Άργους στοιχεία. Ο απλούστερος τρόπος ήταν να ζητήσει από τον αδελφό του Ιωάννη την έκδοση δικαστικών αναγνωριστικών αποφάσεων («ιλάμια»), με νομική βάση την από αμνημονεύτων χρόνων και αδιακώλυτη λειτουργία του ισχύοντος συστήματος. Μάλιστα, για καλύτερο αποτέλεσμα, ζήτησε τρία ιλάμια, από το Ναύπλιο, το Άργος και από την έδρα του πασά Τριπολιτσά, έτσι ώστε από πολλές πλευρές να επιβεβαιωθούν τα δικαιώματά τους και να απορριφθούν οι ισχυρισμοί των «αντιπάλων» τους. Μάλιστα τού έστειλε και σχέδιο «ιλαμίου», για να του δείξη το επιθυμητό περιεχόμενο.
Εννοείται ότι ο Δημ. Περρούκας, λόγω της θέσεώς του στην Βασιλεύουσα, «εκίνησε πάντα λίθον» και χρησιμοποίησε όλες τις γνωριμίες του μεταξύ των Τούρκων αξιωματούχων στην Πόλη, για να επιτύχει ευνοϊκή για το Άργος λύση, μη φειδόμενος βέβαια κόπων, εκλιπαρήσεων και χρημάτων (έγγρ. 45610). Μεταξύ αυτών ήταν και η ανωτέρω αναφερθείσα, αλλά μη ρητώς κατονομαζομένη, «γαληνοτάτη Σουλτάν εφένδη». Επιπλέον, αυτός ο ίδιος έκανε προσπάθειες στην Κων/πολη για την ανεύρεση σχετικών στοιχείων. Όλα αυτά του εστοίχιζαν ακριβά σε κόπο και χρήμα. Για το λόγο αυτό συχνές ήσαν οι παρακλήσεις του στους Αργείους για αποστολή χρημάτων, αναγκαίων για τη δωροδοκία διεφθαρμένων κρατικών λειτουργών ή απλήστων αξιωματούχων. Αποτέλεσμα των συντόνων ενεργειών των Περρουκαίων, ιδίως του Δημητρίου, ήταν να εκδοθή επιτέλους το 1818 «το ιερό προσκυνητό χάτι σερίφι» με το οποίο η Άλβαινα εχαρίσθη στο Άργος «ως και πρότερον» (4 Σεπτεμβρίου 1818, έγγρ. 45728, 7 Οκτωβρίου 1818, έγγρ. 45678), έτσι που να μην μπορούν «να ανακατευτούν πλέον οι Αρκαδινοί διόλου».
Ανάλογες προσπάθειες έκανε ο Δημ. Περρούκας και για το θέμα της Δουμενάς, για την οποία επίσης εξεδόθη σχετικό φερμάνι. Σε επιστολή του εκθέτει αναλυτικά τις ενέργειες που έκανε ενώπιον ανωτάτων Τούρκων αξιωματούχων στη Βασιλεύουσα για να επιτύχη την έκδοση «ιλαμίου» για τη Δουμενά (3 Οκτ. 1818, έγγρ. 45384/17), αλλά και τις δυσκολίες που συναντούσε, παρά την καλή θέληση και συμπαράσταση των Τούρκων αξιωματούχων. Μόνη ελπίδα του έμενε το αίσθημα δικαιοσύνης και η ευσπλαχνία του «αυθέντη», αφού οι επίσημες καταγραφές δεν βοηθούσαν, ως εναντίου περιεχομένου, «όντα μουχαλίφια τα κάιδια», όπως λέει.
5. Η διοικητική και φορολογική υπαγωγή των χωριών στο Άργος ήταν πλήρης. Σε επιστολή του Δημ. Περρούκα (έγγρ. 45634) αναφέρεται ότι τα πρώτα 14 χωριά «απεκόπησαν δι’ όλα από τους καζάδες των και εδόθησαν εις το Άργος». Όμως, ειδικά η εξάρτηση της Άλβαινας φαίνεται ότι δεν ήταν ολοκληρωτική. Το σουλτανικό διάταγμα του 1130 (1717), που δημιούργησε τη σχέση της υπαγωγής της στο Άργος, αναφερόταν μόνο στη φορολογία «ουσούρι». Αντίθετα, όπως αναφέρει ο Δημ. Περρούκας, οι φόροι «δεκατιά» και «νουζούλι αβαρίζι» (=φόρος επί των οικιών) αποδίδονταν στον καζά Αρκαδιάς. Ο κεφαλικός φόρος «τζιτζιγιέ» αποδιδόταν στον καζά Άργους.[25]
Η διττή αυτή υποχρέωση της Άλβαινας και προς το βιλαέτι Αρκαδιάς και προς το βιλαέτι του Άργους, έγινε αφορμή διενέξεων. Ήδη από το 1807 εδόθη λύση στο θέμα της φορολογίας της Άλβαινας με συμβιβαστική απόφαση του Δραγουμάνου του Μορέως Κων. Καμινάρη[26] και των προεστών των εμπλεκομένων βιλαετίων, Παναγ. Ιωαννούση (του Άργους) και Γρηγόρη Παπαφωτόπουλου (της Αρκαδιάς), που είχαν και τη σύμφωνη γνώμη και άλλων προεστών. Οι Αλβαινιώτες διατάσσονταν να πληρώσουν για το έτος εκείνο στην Αρκαδιά 900 γρ. και στο Άργος 2.300 γρ., εκτός βέβαια των διαφόρων φόρων («ιστιράδων») που πλήρωναν επί των αγροτικών προϊόντων (σιταρίου και κριθαρίου) και επί των προβάτων. Με άλλα λόγια, η Άλβαινα ήταν υποχρεωμένη να πληρώνει ένα ποσό «κατ’ αποκοπήν», («μαχτού», όπως λεγόταν τουρκικά). Δύο χρόνια αργότερα (1809), η κατ’ αποκοπήν εισφορά της Άλβαινας έγινε 2.350 γρ. (έγγρ. 17258). Εξάλλου, με νέο συμφωνητικό του 1816 (έγγρ. 17334/1) μεταξύ του προεστού του Άργους Νικ. Περρούκα και των προεστών της Άλβαινας Αναγνώστη Σαμπρή και Χρήστου Χήμη ορίστηκε να καταβάλλουν οι Αλβαινιώτες 3.000 γρ. τον χρόνο, αλλά σε δύο δόσεις. Το ποσό αυτό εκάλυπτε όλους τους φόρους και έξοδα («τεκαλίφια»), πλην των «ιστιράδων» προβάτων και «ιμιρίου». Από το ίδιο έγγραφο προκύπτει ότι η Αρκαδιά εξακολουθούσε να εισπράττει από τους Αλβαινιώτες 900 γρ. το χρόνο, ενώ η νόμιμη υποχρέωσή τους (σύμφωνα με το «έμρι» (=διαταγή) που είχαν στα χέρια τους) ήταν μόνο 12,20 γρόσια.
Από άλλα έγγραφα του Αρχείου Περρούκα πληροφορούμεθα ότι οι Αλβαινιώτες είχαν υποχρέωση να καταβάλλουν ένα χρηματικό ποσό στο Βεζίρ τζαμί του Ναυπλίου. Μάλιστα το 1817 ο «μουτεβελής» του τζαμιού είχε στείλει ειδικούς απεσταλμένους ζητώντας το «ιλτιζάμι» (=προσόδους) του χωριού, άλλως απειλούσε ότι θα έστελνε δικαστικό κλητήρα για την είσπραξή του. Πάντως, το 1820 ο τότε μουτεβελής συνομολογεί γραπτά ότι οι Αλβαινιώτες εξόφλησαν κάθε οφειλή τους από το «ιλτιζάμι», για κεφάλαιο και τόκους (έγγρ. 47513).
Σημαντική για τις τεταμένες σχέσεις Αρκαδινών και Αλβεναίων είναι η επιστολή των προκρίτων της Άλβαινας προς τους προεστούς του Άργους (8 Οκτωβρίου 1814, έγγρ. 17311/15). Με αυτήν παραπονούνταν για τις καθημερινές πιέσεις που δέχονταν από τους Τούρκους του βιλαετίου στο οποίο γεωγραφικά ανήκαν. Μάλιστα, τους ενημέρωναν ότι μην υποφέροντας «τα βάρητα» και τα «χρέγια» που τους επιβάλλουν οι Αρκαδινοί αποφάσισαν να στείλουν άνθρωπό τους στη Βασιλεύουσα για να επιτύχουν την «ελευθερία» τους από αυτούς.[27] Η «εχθρική» συμπεριφορά των Αρκαδινών φαίνεται και σε άλλο έγγραφο του Αρχείου, στο οποίο αναφέρεται ότι ο τοπικός βοεβόδας έκλεισε στην φυλακή τέσσερα άτομα που εστάλησαν στην Αρκαδιά προς αναζήτηση χρημάτων (9 Δεκ. 1817, έγγρ. 17342/5). Προβλήματα υπήρχαν και στο Γεράκι, όπου ο βοεβόδας του Μυστρά δυσανασχετούσε για την απώλεια προσόδων. Φαίνεται ότι κατά κύριο λόγο εποφθαλμιούσε τις «δεκατίες» και τα «νόμιστρα». Μάλιστα το 1813 έφτασε να κλείσει στη φυλακή τον πρόκριτο του Γερακίου Νικολό Παπαγιώργη (17285/5).
Προβλήματα αντιμετώπιζαν μερικά εξαρτημένα από το Άργος χωριά, όχι μόνο με τα βιλαέτια στο έδαφος των οποίων βρίσκονταν, αλλά ακόμα και με γειτονικά βιλαέτια. Το 1816 οι κάτοικοι των Χαλκιάνικων ενημέρωσαν τον προεστό του Άργους Ιω. Περρούκα, ότι ο βοεβόδας της Βοστίτζας έστειλε στην Ακράτα «σεϊμένη» (=χωροφύλακα) με διαταγή να μεταβούν οι Χαλκιανιώτες στην Βοστίτζα και να πληρώσουν εκεί τα «κρασιάτικα» για τα αμπέλια που είχαν στα σύνορα της Ακράτας. Επειδή οι Χαλκιανιώτες αρνήθηκαν, πήγαν τρεις «σεϊμένηδες», πήραν τον γιο του προκρίτου του χωριού, τον έδεσαν και τον μετέφεραν εκεί. Με την ευκαιρία αυτή παρακαλούσαν τον Περρούκα να ενεργήσει για να εκδοθεί «διβάν δεσκερές, δια να μην πειράζωνται από τον βόϊβοντα της Βοστίτζας» (έγγρ. 17331/2).

Χαλκιάνικα – Η Μονή των Καταθεσίων βρίσκεται λαξευμένη σε βράχο κοντά στο χωριό ορεινό χωριό Χαλκιάνικα της πρώην Επαρχίας Καλαβρύτων του Νομού Αχαΐας. Είναι χτισμένο σε υψόμετρο 1.020 μέτρων στις πλαγιές του όρους Μαρμάτι. Τα Χαλκιάνικα ανήκουν στον δήμο Αιγιαλείας.
Από την αλληλογραφία των αδελφών Περρούκα φαίνεται, ότι σε απροσδιόριστο χρόνο, πάντως κατά τα τελευταία προεπαναστατικά χρόνια, οι κρατούντες επέτρεψαν την επιστροφή των εξαρτημένων χωριών στους καζάδες στους οποίους ανήκαν γεωγραφικά (έγγρ. 45385/9). Τέτοια όμως δυνατότητα δεν την εκμεταλλεύθηκε η Άλβαινα και τα άλλα χωριά και δεν άσκησαν το δικαίωμα που τους δινόταν. Αυτό αποτελούσε για τους Περρουκαίους ένα ακόμα ενισχυτικό των προσπαθειών τους επιχείρημα, που στηριζόταν στην ουσιαστική αποδυνάμωση ή ακόμη και παραγραφή του σχετικού δικαιώματος των χωριών αυτών (έγγρ. 45641).
6. Τα εξαρτημένα από το Άργος χωριά συμμετείχαν σε όλα τα έξοδα και τις δαπάνες του βιλαετίου, αναλόγως των «χαρτίων» τους, καταβάλλοντας το αναλογούν σε αυτά μερίδιο («χισέ»). Αυτό επιβαιώνεται από τα σωζόμενα κατάστιχα του Αρχείου. Επίσης, στην σωζόμενη αλληλογραφία γίνεται ειδική αναφορά στην περίπτωση της Δουμενάς, αλλά ασφαλώς ίσχυε το ίδιο και για τα άλλα χωριά. Για τη Δουμενά αναφέρει το 1811 Τούρκος αξιωματούχος: «Το χωρίον Ντουμενά είναι χωρίον του καζά σας και εις όλα τα έξοδα και μεσαρίφια του καζά σας πληρώνει τον χισέ του…» (έγγρ. 17274/1).
Επίσης, συμμετείχαν και στα έκτακτα «δοσίματα» και σε όλες τις επιβαρύνσεις. Μάλιστα καμμιά φορά η καταβολή γινόταν χωρίς τη διαμεσολάβηση των προεστών, απευθείας στους Τούρκους. Έτσι, το έτος 1815 ο Ζουλφικάρ μπέης με επίσημο μπουγιουρδί διέταξε κατευθείαν τους Χαλκιανιώτες να στείλουν έκτακτη εισφορά 10 γροσίων ανά κάθε «χαρτίο», για να καλύψουν τα έξοδα «για τον μισευμόν του παλαιού πασιά εφένδη μας και ερχομόν νέου αφεντός μας» (έγγρ. 17322/9). Επίσης, το 1819 ο βοεβόδας και ο καδής της Αρκαδιάς διέταξαν από κοινού τους Αλβαινιώτες να πάνε εκεί και να πληρώσουν «μπουμπασιριέ» 300 γρ. (έγγρ. 17364/1).
Συνάμα, τα χωριά αυτά είχαν όλα τα δικαιώματα των υπόλοιπων χωριών του βιλαετίου. Το κυριότερο ήταν ότι ελάμβαναν μέρος στις τακτικές ή έκτακτες «συνάξεις» του βιλαετίου, όπου συζητούνταν διάφορα σοβαρά θέματα, όπως το «τύπωμα των χαρτίων», δηλ. η κατανομή των φόρων σε κάθε χωριό του βιλαετίου χωριστά, κ.ά. Εκεί έθεταν τα ζητήματα και ζητούσαν λύση των προβλημάτων τους, προσκλαίονταν για το οικονομικό «χάλι» τους, συναπεφάσιζαν και αυτοί για κάθε ζήτημα που απασχολούσε το βιλαέτι, κλπ. Οι συνάξεις γίνονταν κατόπιν προσκλήσεως του προεστού του καζά (έγγρ. 17320/12). Σε έγγραφο της 24 Αυγ. 1816 (17330/42) οι Δουμενιώτες προσμένουν «όταν συναχθή το βιλαέτι να έλθουν και αυτοί δια να δώσουν τέλος της υποθέσεώς των». Στις συνάξεις γινόταν κατά τακτά διαστήματα ή εκτάκτως η θεώρηση των λογαριασμών του καζά από τους εκπροσώπους των χωριών και απαλλάσσονταν οι προεστοί και οι ταμίες από κάθε ευθύνη (έγγρ. 17319/10). Η θεώρηση η μη των λογαριασμών γινόταν πολλές φορές σημείο τριβής μεταξύ των προεστών και των ανθρώπων που τους αντιπολιτεύονταν.
Η υπαγωγή των χωριών στο Άργος επεκτεινόταν σε όλους τους τομείς, ακόμα και στον δικαιϊκό. Με άλλα λόγια, η αστική και ποινική δικαιοδοσία του Άργους επεκτεινόταν και στους κατοίκους των εξαρτημένων χωριών, είχαν δηλ. αυτοί το σήμερα λεγόμενο «προνόμιο της ετεροδικίας». Αυτό προκύπτει από επιστολή του Δημ. Περρούκα (4 Οκτ. 1817, έγγρ. 45634), όπου αναφέρεται ότι τα χωριά αυτά «κρίνονται εις τον καδδή τους, χωρίς να ανακατώνεται κανένας άλλος καζάς». Αλλά και εμμέσως, από επιστολή της 29 Απριλίου 1820 ενός Τούρκου αξιωματούχου της Αρκαδιάς από την οποία πληροφορούμεθα, ότι όταν σε κάποιο «εξαρτημένο» χωριό ετελείτο κάποιο ποινικό αδίκημα, το Άργος ήταν αρμόδιο για να συλλάβη, να δικάση και να καταδικάση τον δράστη. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το Άργος είχε στείλη ειδικόν «σεϊμένη» στην Άλβαινα, για να συλλάβη και να μεταφέρη τον συλληφθέντα στο Άργος για να δικασθή. Ο Τούρκος αξιωματούχος αμφισβήτησε αυτή την δικαιοδοσία του Άργους, όχι για λόγους νομικούς, παρά για λόγους πρακτικούς («για να μην γίνωνται έξοδα, ότι είναι γειτόνοι και χάνονται από τη δουλειά τους»). Παρακάλεσε λοιπόν τον προεστό του Άργους να μην επαναληφθή αυτό στο μέλλον. Εξάλλου, στην περίπτωση των Χαλκιάνικων, οι κάτοικοι έγραψαν κατευθείαν στον Ισμαήλαγα το 1816 (έγγρ. 17324/18) και επικαλέστηκαν την βοήθειά του, για να μην πειθαρχήσουν σε κάποια δικαστική κλήση που τους ήρθε από τη Βοστίτσα να μεταβούν εκεί και να παραστούν σε κάποια δικαστική υπόθεση, με το επιχείρημα ότι αυτό δεν είχε γίνη ποτέ στο παρελθόν και δεν έπρεπε να γίνη ούτε τώρα.
7. Συνεχής ήταν η δυσκολία των εξαρτημένων από το Άργος χωριών να καταβάλλουν τους αναλογούντες σε αυτά πολλούς και βαρείς φόρους και όλες τις άλλες επιβαρύνσεις. Έτσι, πολλές φορές οι πρόκριτοι των χωριών αναφέρονταν στην κατάσταση αυτή και ζητούσαν από τους προεστούς του Άργους κατανόηση. Ιδιαίτερα σε περιπτώσεις καθυστερήσεως ζητούσαν παράταση της διορίας αποπληρωμής των χρεών και επίδειξη ανοχής. Ως φτωχοί αγρότες και κτηνοτρόφοι δεν είχαν σταθερά εισοδήματα και περίμεναν να πωλήσουν τα λίγα προϊόντα τους (λάδι, σιτάρι, κρασί, τυριά, μετάξι), ώστε να εξοικονομήσουν χρήματα. Ένας τρόπος διευκολύνσεώς τους ήταν η «ανανέωση» του χρέους τους, δηλ. η υπογραφή νέας «δανειακής ομολογίας», με το νέο, αυξημένο ποσό (έγγρ. 17372/2).
Συνήθως αναγκάζονταν να καταφύγουν σε δανεισμό. Πολλές φορές οι Αλβεναίοι απολογούνταν στους κυρίους τους, ότι παρά τις προσπάθειές τους δεν κατάφερναν να «συνάξουν» όλα τα οφειλόμενα ή να βρουν από αλλού δανεικά. Ομοίως, οι Χαλκιανιώτες με επιστολή τους (14 Αυγ. 1814, έγγρ. 17311/3) ενημέρωναν τους προεστούς του Άργους ότι «Θεού ευδοκούντος σας στέλνομεν γρόσια πεντακόσια, τα οποία ελάβαμε δανειακώς…και αν δώση ο άγιος (Θεός) και πωλήσωμε σταφίδα ή κουκούλι, θέλομεν στείλη και τα λοιπά».
Άξιο σημειώσεως είναι ότι πολλές φορές τα χωριά αναγκάζονταν να καταφύγουν για δανεισμό σε Τούρκους ή Αρβανίτες. Σε μία περίπτωση οι Αλβεναίοι έστειλαν δύο ανθρώπους στου Λάλα να δανειστούν χρήματα από τον Χασάν αγά. Εξάλλου, οι Γερακίτες πήγαν στο Μυστρά για να δανειστούν, αλλά επειδή δεν τα κατάφεραν παρεκάλεσαν τον Νικ. Περρούκα να κάνη υπομονή λίγες ημέρες, ώσπου «να εύγουν οι νομές στο μεϊντάνι» (=αγορά) (έγγρ. 17376/12). Ο προεστός του χωριού Νικ. Παπαγιώργης παραπονιόταν ότι δεν μπορούσε να εξεύρη χρήματα, παρόλο ότι ακόμα κι ο Δεσπότης τους διετέθη να μπη «κεφίλης» (=εγγυητής). Μια βδομάδα αργότερα, ο ίδιος ενημέρωνε τον Ιω. Περρούκα ότι θα δανειστούν χρήματα από Αρβανίτες (έγγρ. 17372/39). Σε άλλη περίπτωση το 1806, οι κάτοικοι του Γερακίου «μεγάλοι και μικροί» έμειναν χρεώστες προς τον Νικ. Περρούκα για 9.000 γρόσια, τα οποία έλαβαν λόγω χρέους του χωριού τους, με την υπόσχεση να το εξοφλήσουν σε τρεις ετήσιες «ράτες» (=δόσεις). Πρέπει όμως να λεχθή εδώ ότι πολλές φορές και η ίδια η «μητρόπολη» του Άργους (ο «κασαμπάς») και το ίδιο το βιλαέτι του Άργους συναντούσαν οικονομικές δυσχέρειες και αναγκάζονταν να δανεισθούν, συνήθως από Τούρκους αξιωματούχους. Δεκάδες τέτοιες χρεωστικές ομολογίες υπάρχουν στο Αρχείο Περρούκα (έγγρ. 47598, 47599, 47600, 47603, 47604, 47605, 74404).
Αναμφισβήτητη ήταν η ασφυκτική πίεση που αισθάνονταν οι χωρικοί των εξαρτημένων χωριών, για να συγκεντρώσουν τα ζητούμενα κάθε φορά χρήματα. Σχεδόν πάντα οι απαιτήσεις των κρατούντων και των διαμεσολαβητών τους αρχόντων υπερέβαιναν κατά πολύ τις δυνάμεις τους, με αποτέλεσμα η ανάγκη τους για εξεύρεση χρημάτων να είναι διαρκής. Το άγχος που αισθάνονταν μέχρι που να καταφέρουν να ανταποκριθούν στις πολλές και διάφορες οικονομικές υποχρεώσεις τους, ειδικότερα στις κάθε είδους και συχνότατες «επιβαρύνσεις» και στα διάφορα «δοσίματα», ήταν καθημερινό. Σε όλες σχεδόν τις σωζόμενες επιστολές τους διεκτραγωδούσαν την οικονομική κατάστασή τους και περιέγραφαν το «χάλι» στο οποίο ευρίσκονταν. Ήδη το 1809 ο «σεντούκ εμίνης» (=ταμίας) του Άργους στα «Κάτω Χωριά» Αναγν. Γκελμπερής[28] έγραφε στον άρχοντα του Άργους Νικ. Περρούκα από το χωριό Άγ. Βασίλειος: «Δεν ημπορώ να πιάσω παρά. Τους εχάψωσα (=εφυλάκισα), τους εκαταρήμαξα, παράς δεν ευγαίνει. Τι διάβολο θέλει τους κάμω, δεν ηξεύρω» (έγγρ. 17264/2).
Ακόμα και οι αλλοεθνείς φοροεισπράκτορες παραδέχονταν την μεγάλη πίεση που ασκούσαν στους φτωχούς ραγιάδες, τη «σφίξη» που τους έκαναν, όπως χαρακτηριστικά έλεγαν. Είναι σημαντικό ότι η δύσκολη θέση των Γερακιτών συγκίνησε ακόμα και τον Τούρκο φοροεισπράκτορα (έγγρ. 17376/13). Το 1811 ο συχνός επιστολογράφος των Περρουκαίων Χιβζή Μουσταφά, πρώην βοεβόδας του Άργους, είχε δείξει συμπαράσταση προς τους Δουμενιώτες. Ασφαλώς κατόπιν εκκλήσεως των Δουμενιωτών, έγραψε στους προεστούς του Άργους, προτρέποντας ή διατάσσοντάς τους να υπολογίζουν εφεξής ως κοινά έξοδα του βιλαετίου τα ιδιαίτερα έξοδα που δημιουργούνταν στη Δουμενά λόγω της γεωγραφικής της θέσεως (επειδή βρισκόταν «πάνω στο δρόμο»). Κατά τη γνώμη του, δεν έπρεπε να επιβαρύνεται μόνον το χωριό αυτό, αλλά ολόκληρο το βιλαέτι, έπρεπε δηλ. τα έξοδα αυτά να υπολογίζονται ως κοινά έξοδα (έγγρ. 17274/1).
8. Αποτέλεσμα της αφόρητης καταστάσεως και των δυσβάστακτων φόρων συχνή ήταν η «απειλή φυγής» ή η ίδια η «φυγή» των κατοίκων, δηλ. η εγκατάλειψη των εξαρτημένων χωριών και η μετανάστευση σε άλλα μέρη.[29] Το έτος 1811 τέσσερις Αλβαινιώτες έφυγαν για την «Ανατολή», ενώ άλλοι τέσσερις εστάλησαν στο Άργος για αναζήτηση βιοπορισμού. Σε άλλη περίπτωση, το έτος 1819, οι κάτοικοι της Άλβαινας «εσκόρπισαν» και το χωριό ερημώθηκε, κάτι που επιβεβαίωσε και ο άρχοντας του Λάλα Φεϊζουλάς, ο οποίος εξέφρασε τη συμπάθειά του προς αυτούς και την ανάγκη να βρεθή τρόπος για να ξαναμαζευτούνε και να ξαναγίνη το χωριό. Συμπάθεια προς τους Αλβενιώτες εξέφρασε και ο «μουτεβελής» του Βεζίρ τζαμιού του Ναυπλίου. Ζητούσε την ευνοϊκή μεταχείρισή τους από το Άργος και την απαλλαγή τους από κάποια φορολογικά βάρη, ώστε «να μην αλαργήσουν οι ραγιάδες από μιας και είναι δύσκολον το μάζωμά τους», και να μην χάση το «βασιλικό τζαμί» τα εισοδήματά του, με κίνδυνο να κλείση.
Την κακή οικονομική κατάσταση των Αλβεναίων εκθέτει σε επιστολή του της 23 Αυγούστου 1815 (έγγρ. 17321/12) και ο Χαρ. Σιλαϊδής, ο οποίος παρακαλεί για τη συγκατάβαση των αρχόντων του Άργους και τον περιορισμό της οφειλής των Αλβεναίων στα 1.000 γρ. για εκείνη τη χρονιά, κατά την οποία «είναι δυστυχισμένοι από τας πολλάς αιτίας τας οποίας γνωρίζετε». Την αθλία κατάσταση των Αλβεναίων εκθέτει σε υποσημείωση επιστολής του από την Άλβενα (21 Ιαν. 1820), και ο Χριστιανουπόλεως Γερμανός.[30] Σημειώνει ότι οι Αλβαινιώτες είναι καταχρεωμένοι και προτρέπει τους Αργείτες να τους βοηθήσουν, «ίνα μη απελπισθέντες υπερόριοι φυγάδες καταντήσωσι καθώς και άλλα πλησιόχωρα ερημώθησαν» (έγγρ. 47618). Ο ίδιος είχε εκφρασθή υπέρ των Αλβαινέων και σε παλαιότερη επιστολή του από την Ανδρίτσαινα (5 Αυγ. 1819, έγγρ. 47635).
Οι σκληρές φορολογικές υποχρεώσεις ανάγκαζαν μερικούς κατοίκους να «σκορπίσουν», και άλλους, όπως είπαμε, να πάρουν το δρόμο της «φευγάλας», δηλ. της ξενιτιάς, να βγουν «στο κουρμπέτι», όπως λεγόταν τούρκικα.
Είναι γνωστή στην ιστορία του Γερακίου η φυγή πολλών κατοίκων του χωριού προς την Ύδρα. Από τα σωζόμενα έγγραφα του Αρχείου Περρούκα επιβεβαιώνεται η φυγή, όχι μόνο προς την Ύδρα και τις Σπέτσες, αλλά και προς άλλα μέρη της Ανατολής (έγγρ. 74458). Σε επιστολή των Γερακιτών παρακαλείται ο Ιω. Περρούκας, να γράψη του μπουλούμπαση «να αλαφρώση κάμποσο το τασήλι (=φοροείσπραξη), ότι αν το πάγη έτσι, το χωριό είναι δια φευγάλα» (έγγρ. 17352/44). Ο πρόκριτος του χωριού Νικ. Παπαγιώργης γράφει ότι το έτος 1816 υπήρξε «αφανισμός» και για να μην «αποσκορπίσουν» οι Γερακίτες «αρχινήσανε και οικονομάνε πάλι δάνεια με ομολογίες». Μάλιστα επειδή τους «έκανε κομμάτι σφίξη για να κάνη τασήλι», μερικοί εσηκώθηκαν και πήγαν στον Βρονταμά. Λίγους μήνες πριν από την Επανάσταση ο ίδιος παρακαλεί τον Ιω. Περρούκα να βοηθήση σε περαιτέρω μείωση των «χαρτιών» του Γερακίου: «να αφήσετε τα εκατό χαρτία, ότι εις μεγάλη απελπισία είναι (ενν. οι Γερακίτες) και να μην αποσκορπίσουν και ύστερα δεν συμμαζώνεται κανείς» (έγρ. 17374/5). Επίσης στον Κοσμά, λόγω κάποιου φόνου Τούρκου που έγινε εκεί το 1820, το χωριό ερήμωσε, προς αποφυγή ασφαλώς των συνεπειών (17373/43).
Πολλά ζητήματα εδημιουργούντο στις περιπτώσεις «φυγής» κατοίκων του χωριού σε άλλα βιλαέτια. Σύμφωνα με το καθεστώς «συλλογικής ευθύνης» που είχε επιβληθή, οι κάτοικοι κάθε χωριού ευθύνονταν αλληλλεγγύως για τα χρέη της κοινότητας.[31] Επομένως, σε περίπτωση φυγής, οι εναπομείναντες κάτοικοι υποχρεούνταν να επωμιστούν τα βάρη των «φευγάτων». Διάφοροι τρόποι είχαν επινοηθή, ώστε οι φευγάτοι να μην αποφύγουν τη φορολόγηση.
Το έτος 1808 οι Γερακίτες, για να μπορέσουν να εξοφλήσουν «υπέρογκο χρέος» 250 πουγγίων (κάθε πουγγί ισοδυναμούσε με 500 γρ.), έγραψαν στην Ύδρα ζητώντας τη συνδρομή των Υδραίων στον εξαναγκασμό των «φευγάτων» από το Γεράκι να πληρώσουν τους φόρους τους.[32] Επίσης, το 1817 ο Γκελμπερής ζητούσε να βγη προσταγή, που να δίνη την εξουσία στον μπουλούμπαση να εισπράττη φόρους και στους καζάδες Μυστρά και Μονεμβασίας «δι΄ όσους ραγιάδες είναι από τα Πέντε Χωριά εις αυτούς τους δύο καζάδες». Το ίδιο επιχειρήθηκε και στο Φανάρι για τους «φευγάτους» από την Άλβαινα. Είναι ενδιαφέρον όμως να πληροφορηθούμε, ότι εκεί «οι αγάδες και αφεντάδες οπού τους είχαν, επάτησαν πόδι» και δεν τους άφηναν να πληρώσουν τα χρέη τους. Αυτό μας πληροφορεί επιστολή Αλβαινιωτών του 1820 (έγγρ. 17372/2), ενδεικτική ίσως και κάποιας «δια-βιλαετικής» αντιπαλότητας.
Άλλοτε, οι εναπομείναντες χωρικοί μόνοι τους ελάμβαναν μέτρα κατά της περιουσίας των «φευγάτων». Ο Γκελμπερής γράφει το 1816 από το Παλαιοχώρι (έγγρ. 17331/25), ότι οι κάτοικοι του Κοσμά έκαναν «ζάπτι» (=κατάσχεση) και επούλησαν «το πράγμα» (σιτάρι, μούστο, βόδια και μουλάρια) δύο γραμματικών του χωριού, που ήσαν φευγάτοι. Σε άλλη περίπτωση οι εναπομείναντες κάτοικοι πούλησαν τις ελιές των φευγάτων σε Τούρκους ή έδωσαν την εκμετάλλευσή τους στους δανειστές των χωριών τους, προς μερική ή ολική εξόφληση των χρεών τους.
Κάποιος θα μπορούσε να ισχυρισθή ότι ένδειξη απόγνωσης, αλλά ίσως και κάποιον τρόπο αφελούς προσωρινής «εξαπάτησης» των κρατούντων, αποτελούσε η αποστολή κάλπικων νομισμάτων. Ενδεικτικά αναφέρουμε, ότι, σύμφωνα με έγγραφο του Γραμματέα του Δραγουμάνου του Μοριά Αναστασίου Γεωργίου της 24 Μαρτίου 1811, από τα 528 γρόσια ενός χρηματικού εμβάσματος των Αλβαιναίων προς αυτόν, μόνο 440 γρ. και 30 παράδες ευρέθηκαν γνήσια. Τα υπόλοιπα αποδείχτηκαν «κάλπικα, εξίκικα». Επίσης, κατά το έτος 1810 σε έμβασμα Γερακιτών ύψους 3.000 γροσίων, 30 γρόσια, δηλ. ποσοστό 1%, βρέθηκαν κάλπικα και αναζητήθηκαν εκ νέου (έγγρ. 17170/1). Όμως στις περιπτώσεις αυτές ενδεχομένως και αυτοί οι ίδιοι φτωχοί ραγιάδες να είχαν πέσει θύματα άλλων.
9. Εκτός από τα έγγραφα τα οποία αναφέρονται στις σχέσεις του Άργους με τα εξαρτημένα από αυτό χωριά, υπάρχει επιπλέον ένας μικρός αριθμός εγγράφων, που αναφέρονται γενικά σε διάφορες πτυχές του οικονομικού, κοινωνικού και καθ’ ημέραν βίου των χωριών αυτών. Τα έγγραφα αυτά φωτίζουν με τον τρόπο τους όχι μόνο την ιδιότυπη σχέση εξαρτήσεως του χωριών από το βιλαέτι του Άργους, αλλά και καταστάσεις και περιστατικά της ίδιας της κοινωνίας τους. Από αυτά τα περιστατικά αποδεικνύεται ότι για κάθε σημαντικό γεγονός ή ζήτημα, άμεση ήταν η ενημέρωση των αρχόντων του Άργους, των οποίων εζητείτο πάντα η γνώμη και η αρμόζουσα σε κάθε περίπτωση λύση. Σε όχι σπουδαίες υποθέσεις και σε επείγουσες περιπτώσεις, οι ίδιοι ελάμβαναν τα αναγκαία μέτρα ή έδιναν κάποια προσωρινή λύση. Έτσι στην Άλβαινα, σε μια περίπτωση αγροτικής ζημίας έκαναν οι ίδιοι εκτίμηση και καθόρισαν το ποσό της αποζημιώσεως σε είδος, ενημέρωσαν όμως αμέσως τους προεστούς του Άργους και εζήτησαν τη συμβουλή τους για ένα θέμα ζωοκτονίας, ίσως λόγω εμπλοκής κάποιου Τούρκου. Αλλά και οι Χαλκιανιώτες, για μια διαφωνία του χωριού τους με τον Σωτ. Χαραλάμπη για την πώληση σταφίδας, στους Αργείτες έγραψαν για να ζητήσουν συμπαράσταση (έγγρ. 17321/10). Οι ίδιοι ζήτησαν τη συμβουλή των «αφεντάδων» τους σε κάποιες υποθέσεις οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου (έγγρ. 17341/39, 17347/14). Εννοείται, ότι άμεση ήταν η ενημέρωση του Άργους σε πολύ σοβαρότερες υποθέσεις, όπως σε περιπτώσεις φόνων, ιδίως όταν τα θύματα ήσαν Τούρκοι, όπως στις περιπτώσεις του Γερακίου (1816), της Άλβαινας (1817, 1820) και του Κοσμά (1815,1820).
10. Η εξάρτηση των χωριών αυτών από το Άργος επιβίωσε και μετά την έναρξη της ελληνικής Επαναστάσεως. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά ότι κατά την έναρξη των εχθροπραξιών οι στρατιώτες της Άλβαινας θα έπρεπε κανονικά να στρατολογηθούν στο Άργος, όπως έκαναν και οι στρατιώτες της Δουμενάς και των Χαλκιάνικων Καλαβρύτων, κατά τα αναφερόμενα από τον Φωτάκο. Φαίνεται ότι οι έφοροι του Άργους είχαν διατυπώσει σχετική αίτηση. Όμως αυτοί ακολούθησαν, ή αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν, την γεωγραφική επαρχία τους στην πολιορκία του Νεοκάστρου. Η Πελοποννησιακή Γερουσία, με την από 6 Ιουνίου 1821 απαντητική διαταγή της από τη Στεμνίτσα, έκρινε ότι δεν ήταν σωστό αυτοί να φύγουν από την πολιορκία του Νεοκάστρου, στην οποία ευρίσκονταν από την αρχή της Επαναστάσεως και να μεταβούν στο Άργος, «διότι θα είναι ταραχή» (έγγρ. 74350).
Εξάλλου, διαταγή της Πελοποννησιακής Γερουσίας από τη Στεμνίτσα της 12 Ιουνίου 1821 προς τους εφόρους της επαρχίας Αρκαδιάς Αμβρόσιο Φραντζή, Γεράσιμο Πονηρόπουλο, Γιάννη Καράπαυλο και Μήτρο Αναστασόπουλο, μαζί με άλλες οδηγίες, τους έδινε την άδεια, να συνάζουν αυτοί «την δεκατιάν και τα τρίτα κατά τους νόμους με καθαρόν λογαριασμόν», επειδή το χωρίον Άλβαινα ήτο μακράν της επαρχίας του και πλησιέστερο στην δική τους.[33]
Με αυτές τις δύο διαταγές της Πελοποννησιακής Γερουσίας του πρώτου έτους της Επαναστάσεως δίνεται η εντύπωση ότι ετέθη τέρμα σ΄ αυτό το ιδιότυπο καθεστώς εξάρτησης των συγκεκριμένων χωριών από το Άργος. Όμως κάτι τέτοιο δεν συνέβη, τουλάχιστον για μερικά χρόνια. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι με επιστολή τους προς τον Χαρ. Περρούκα της 16 Ιουλίου 1821 (έγγρ. 45548) οι Χαλκιανιώτες αναφέρουν ότι κατόπιν αιτήσεως των Καλαβρυτινών διέθεσαν προς αυτούς στρατιώτες και άλλα «αναγκαία της πατρίδος». Όμως για την περίπτωση πληρωμής των φόρων, «όσον γρόσια, τόσον και δεκατιά», δεν γνωρίζουν τι είναι νόμιμο, να πληρώσουν σε αυτούς ή να εξακολουθούν να πληρώνουν στο Άργος, όπως και στο παρελθόν. Ζητούν λοιπόν τη γνώμη των «αφεντάδων» τους.
Μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει έγγραφο κατοίκων της επαρχίας του Άργους προς τη «Σεβαστή Διοίκηση» της 29 Απριλίου 1823, αφορών την εκλογή παραστάτη για την επικείμενη Εθνοσυνέλευση. Οι κάτοικοι παίρνουν το μέρος του Χαρ. Περρούκα και στρέφονται κατά του «αντιπάλου» του Μιχ. Κάββα. Γράφουν χαρακτηριστικά: «Πώς είναι δυνατόν, περίβλεπτοι Διοικηταί, να παραβλεφθή ο κύριος Περούκας, ο εκ προγόνων πατήρ της επαρχίας μας, ο υπέρ αυτήν και πρώην θυσιασθείς ως και ήδη με ζήλον ακρότατον, ο διαφόρως ταύτην ωφελήσας;». Το έγγραφο υπογράφουν δεκάδες κάτοικοι των εξαρτημένων «Κάτω χωριών», δηλ. του Γερακίου, του Κοσμά, του Παλαιοχωρίου, του Αγ. Βασιλείου και του Πλατανακίου (έγγρ. 46545). Σημασία έχει ότι ακόμα και τον Απρίλιο του 1823 οι κάτοικοι των χωριών αυτών ομιλούν περί του Άργους ως «επαρχίας μας».[34]
Στηριγμένοι στην πλούσια συλλογή εγγράφων του Αρχείου Περρούκα, που αναφέρεται σε χωριά άλλων βιλαετίων, τα οποία υπήγοντο στο βιλαέτι του Άργους, προσπαθήσαμε να παρουσιάσουμε μερικά στοιχεία για την αρχή, την εξέλιξη και τη λειτουργία του θεσμού, να εξετάσουμε τις ποικίλες σχέσεις υποταγής και εξαρτήσεως μεταξύ των χωριών αυτών και του Άργους, και γενικότερα να φωτίσουμε μερικές άγνωστες ή ατελώς γνωστές πτυχές του ιστορικού αυτού «φαινομένου». Είναι προφανές ότι πληρέστερη εικόνα θα σχηματισθή μόνο όταν ερευνηθούν τα οθωμανικά αρχεία της εποχής και ανευρεθούν νέα στοιχεία. Μέχρι τότε τα περισσότερα ερωτήματα μάλλον θα παραμένουν αναπάντητα και οι δοθείσες εξηγήσεις ατελείς.
Υποσημειώσεις
[1] Οι λεπτομέρειες της διοικητικής οργανώσεως του Μοριά κατά την Β’ Τουρκοκρατία δεν είναι γνωστές σε όλη τους την έκταση. Γενικώς, οι Τούρκοι διατήρησαν κατά την περίοδο αυτή τους θεσμούς της Α’ Τουρκοκρατίας και ενδεχομένως μερικούς από αυτούς της Ενετοκρατίας που μεσολάβησε. Τόσο από γεωγραφικής πλευράς, όσο και από διοικητικής και δημοσιονομικής, η Πελοπόννησος παρουσίαζε μια σχετική αυτοτέλεια και αυτονομία εν συγκρίσει με τις άλλες ελλαδικές περιοχές. Η κάπως χαλαρή δημοσιονομική μεταχείρισή της εν σχέση με παλαιότερες περιόδους, όπως και η δυνατότητα ευρύτερης τοπικής αυτοδιοίκησης, ίσως συνδέονταν με το γεγονός ότι αυτή δεν προέβαλε σοβαρή στρατιωτική αντίσταση, αλλά υποτάχθηκε σχεδόν αυτοβούλως στους πρώην κατακτητές της. Για τη διοικητική διαίρεση και οργάνωση της Πελοποννήσου, βλ. Μιχ. Β. Σακελλαρίου, Η Πελοπόννησος κατά την δευτέραν Τουρκοκρατίαν (1715-1821), Αθήνα 1939, (ανατύπ. 1978), σσ. 99-113, 255-259, όπου παραπομπή στις πηγές, και αναλυτική παρουσίαση των βιλαετίων της Πελοποννήσου και των ορίων τους. Νεότερες πληροφορίες στο Αναστασίας Κυρκίνη-Κούτουλα, Η οθωμανική διοίκηση στην Ελλάδα. Η περίπτωση της Πελοποννήσου, Αθήνα 1996, ιδίως σελ. 15 επ., όπου και όλη η νεότερη ελληνική και ξένη βιβλιογραφία. Επίσης, διεξοδικά, Τάσου Αθ. Γριτσόπουλου, Ιστορία της Τριπολιτσάς, τόμ. Α’, Αθήναι 1972, σελ. 253 επ.
[2] Για την οικογένεια Περρούκα, πολλές σποραδικές αναφορές στο Αθ. Θ. Φωτόπουλου, Οι κοτσαμπάσηδες της Πελοποννήσου κατά τη δεύτερη Τουρκοκρατία (1715–1821), Αθήνα 2005, όπου και η παλαιότερη βιβλιογραφία. Για το Αρχείο Περρούκα, βλ. Ηλία Γιαννικόπουλου, «Το Αρχείο Περρούκα του Άργους», Πρακτικά Γ΄ Τοπ. Συνεδρίου Αργολικών Σπουδών, (2006), σσ. 333-350, με βιβλιογραφία και πληροφορίες για τα μέλη της οικογένειας. Μέχρι προ ολίγων ετών το Αρχείο δεν ήταν προσιτό στην έρευνα. Σήμερα έχει καταστεί αντικείμενο μελέτης πολλών επιστημόνων, ακόμα και συγγραφής διδακτορικών διατριβών. Ενδεικτικά, Όλγας Δ. Καραγεώργου, Οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες στη ΒΑ Πελοπόννησο στην εικοσαετία 1800-1820, (αδημ.), Αθήνα 2000. Ευκαιρίας δοθείσης, ευχαριστώ και από αυτή τη θέση το προσωπικό της Ι.Ε.Ε.Ε. για όλες τις διευκολύνσεις.
[3] Για τον κυμαινόμενο αριθμό των βιλαετίων στην Β’ Τουρκοκρατία, βλ. τις μελέτες της σημ. 1, παραπάνω. Προς σχηματισμό κάποιας εικόνας για την έκταση των βιλαετίων επί Τουρκοκρατίας, μπορεί να λεχθεί, χωρίς μεγάλη απόκλιση από την πραγματικότητα, ότι χονδρικώς τα όριά τους συνέπιπταν με τις νομικώς καταργημένες σήμερα, αλλά αρκετά γνωστές μέχρι πρότινος πελοποννησιακές επαρχίες.
[4] Σακελλαρίου, ό.π., σελ. 101. Για το βιλαέτι Άργους, την οικογένεια Περρούκα, και την οικονομική κατάσταση στην περιοχή, βλ. Καραγεώργου, ό.π., Ευτυχίας Δ. Λιάτα, Αργεία γη. Από το τεριτόριο στο βιλαέτι (τέλη 17ου-αρχές 19ου αι.), Αθήνα 2003, ιδιαίτερα σελ. 65 επ. Επίσης, Γεωργίου Β. Νικολάου, «Φορολογικές επιβαρύνσεις και δαπάνες του καζά Άργους κατά την τελευταία προεπαναστατική δεκαετία: τέσσερα δεφτέρια του 1811 και του 1817/1818», Πρακτικά Α΄ Συνεδρίου Αργειακών Σπουδών, (2009), σελ. 247-272, Σάββα Παρ. Σπέντζα, «Φορολογικές και οικονομικές πληροφορίες από το Αρχείο Περρούκα», αυτόθι, σσ. 353-419, με πλήρη βιβλιογραφία και πανομοιότυπα πολλών προεπαναστατικών εγγράφων, Αθαν. Θ. Φωτόπουλου, «Φορολογικό κατάστιχο της δημογεροντίας Άργους των ετών 1806-1807», αυτόθι, σσ. 463-490 (το κατάστιχο απόκειται στα Γ.Α.Κ.-Αρχείο Παλαμήδη).
[5] Χωριό του βιλαετίου Αρκαδιάς. Το βιλαέτι της Αρκαδίας ή Αρκαδιάς αντιστοιχούσε στη σημερινή επαρχία Τριφυλίας. Βλ. Σακελλαρίου, ό.π., σελ. 106-107, Τάσου Αθ. Γριτσόπουλου, «Στατιστικαί ειδήσεις περί Πελοποννήσου», Πελοποννησιακά, τόμ. Η’ (1971), σελ. 445 (σύντομη αναφορά). Το βιλαέτι αυτό χωριζόταν σε 4 τμήματα, τα λεγόμενα τουρκιστί κόλια (αλλού λέγονταν σέμπια), ήτοι του Κάμπου, των Κοντοβουνίων, του Σουλιμά, και της Ζούρτσας. Στο τελευταίο αυτό τμήμα, της Ζούρτσας, δηλ. της περιοχής γύρω από τη Φιγαλεία, ανήκε γεωγραφικά και το χωριό Άλβαινα. Μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους υπήχθη στον τέως Δήμο Αρήνης, της επαρχίας Ολυμπίας, του νομού Μεσσηνίας. Για την Άλβαινα ή Άλβενα, τη σημερινή Μίνθη του νομού Ηλείας, υπάρχει ειδική ιστορική μονογραφία. Βλ. Θαν. Μ. Κλωνάρη, Ιστορία της Μίνθης (Άλβενας), Αθήνα, 1996. Προκαλεί εντύπωση ότι ο ιστορικός της Άλβαινας στο πολύ περιεκτικό βιβλίο του δεν κάνει ούτε απλή μνεία του γεγονότος ότι το χωριό υπήγετο στο βιλαέτι του Άργους κατά την Τουρκοκρατία. Την ίδια παράλειψη παρατηρούμε και σε ιστορικό βιβλίο της Ηλείας. Βλ. Γεωργίου Αρ. Χρυσανθακόπουλου, Η Ηλεία επί Τουρκοκρατίας, Εν Αθήναις, 1950.
[6] Η Δουμενά ή Τουμενά ή Δουμενά (τα) μετά την απελευθέρωση υπήχθη στον τέως Δήμο Κερπινής, της επαρχίας Καλαβρύτων, του νομού Αχαΐας και Ήλιδας. Τα Χαλκιάνικα ή Χαλτζιάνικα στον τέως Δήμο Νωνάκριδος της επαρχίας Καλαβρύτων.
[7] Από τα χωριά αυτά το Παλαιοχώρι, ο Άγ. Βασίλειος και το Πλατανάκι υπήχθησαν στον τέως Δήμο Γλυπίας, της επαρχίας Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας, ο Κοσμάς στον τέως Δήμο Σελλινούντος της ιδίας επαρχίας και του ιδίου νομού, και το Γεράκι στον τέως Δήμο Γερονθρών, της επαρχίας Λακεδαίμονος, του νομού Λακωνίας.
[8] Σακελλαρίου, ό.π., σημ. 4 σελ. 101. Ο συγγραφέας παραπέμπει στον Γάλλο Πουκεβίλ. Pouqueville, Voyage en Moree, a Constantinople, en Albanie at dans plusieurs autres parties de l’ Empire Othoman pendant les annees 1798, 1799, 1800 et 1801, Paris 1805, τόμ. Β΄, κεφ. 5, σελ. 211, 212, 273-274. (Βλ. και Πουκεβίλ, Ταξίδι στην Ελλάδα –Πελοπόννησος, εκδ. Τολίδη, Αθήνα 1995, σελ. 47, 53). Όμως ο Πουκεβίλ βρίσκεται σε μερική σύγχυση και τον παρασύρει και αυτόν. Θεωρεί δηλαδή ως χωριά ανήκοντα στο Άργος το Γεράκι, το Παλαιοχώρι, τον Άγιο Βασίλειο και την περιφέρεια αυτών μέχρι της Λακωνικής, το χωριό Δουμενά παρά τα Καλάβρυτα από την περιοχή Αρκαδίας (!) και ένα συγκρότημα 20 χωρίων ονομαζόμενο «Alvana Charlanaki»! Αναφορικά με την πρώτη ομάδα χωρίων, ο Σακελλαρίου εσφαλμένα θεωρεί ότι αποτελούν τα «Κουνουποχώρια», ενώ αυτά είναι τα λεγόμενα «Πέντε Χωριά» ή «Κάτω Χωριά», ή «(Ο,Ε)λυμποχώρια». Σχετικά με το τελευταίο συγκρότημα χωριών, εικάζει ότι «πρόκειται περί παρομοίας ομάδος χωρίων περί την κώμην Αλβάνα, κειμένην εν τη περιφερεία του β. Φαναρίου, παρά το όρος Μίνθην». Επίσης, δηλώνει ότι δεν γνωρίζει τα άλλα χωριά, ούτε κατόρθωσε να αναγνωρίσει το «Charlanaki». Δεν χωρεί αμφιβολία ότι πρόκειται περί της Άλβαινας, έστω και με την παραποιημένη μορφή της «Αλβάνα», όμως, το χωριό αυτό δεν υπαγόταν στο βιλαέτι Φαναρίου, αλλά στο βιλαέτι Αρκαδιάς, και επρόκειτο περί μεμονωμένου χωρίου, όχι περί συγκροτήματος, και μάλιστα 20 χωρίων! Όσον αφορά το δεύτερο όνομα (Charlanaki), νομίζω ότι πρόκειται περί παραποιημένης από τον Πουκεβίλ, λόγω συγχύσεως και αναγραμματισμού, εκδοχής του χωριού Χαλκιάνικα του β. Καλαβρύτων, που βρισκόταν πολύ μακρυά από την Άλβαινα. Η Λιάτα ισχυρίζεται ότι και 4 ακόμη χωριά της Κορινθίας (Αϊνόρι, Στεφάνι, Μαλαντρένι και Αϊβασίλης) υπήγοντο στο Άργος. Λιάτα, ό.π., σελ. 75 επ. Νομίζω όμως ότι αυτά δεν ήσαν «εξαρτημένα», υπό την έννοια που εδώ εξετάζουμε, αλλά απλά βρίσκονταν μέσα στα διευρυμένα τότε εδαφικά όρια του βιλαετίου Άργους. Τα σχετικά ζητήματα είχα εξετάσει και παλαιότερα, και είχα παρουσιάσει αρκετά από τα εδώ σημειούμενα στοιχεία, εν αναφορά κυρίως προς την Άλβαινα και το Γεράκι. Βλ. Ηλία Γιαννικόπουλου, «Η Άλβαινα επί Τουρκοκρατίας και η σχέση της με τον καζά Άργους», Ολυμπιακή Εστία, τόμ. Ε΄ (2006), σσ. 71-82, και Του αυτού, «Εικόνες από του τουρκοκρατούμενο Γεράκι», Πρακτικά Εκτάκτου Συμποσίου Λακωνικών Σπουδών, Γύθειο (2007) (υπό δημοσ.).
[9] Αμβρόσιος Φραντζής, Επιτομή της ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος, Εν Αθήναις, 1841, τόμ. Δ’, σελ. 249.
[10] Φωτίου Χρυσανθόπουλου ή Φωτάκου, Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής επαναστάσεως, Εν Αθήναις, 1899, τόμ. Α’, σελ. 71.
[11] αυτόθι, σελ. 72.
[12] Pouqueville, Voyage…, σελ. 274.
[13] Σακελλαρίου, ό.π., σελ. 101.
[14] Σακελλαρίου, ό.π., σελ. 101 σημ. 4.
[15] Για τα «βακούφια», βλ. Σακελλαρίου, ό.π., σελ. 45, 56, 73-74, 85, 100. Επίσης, Φωτόπουλου, ό.π., σελ. 166 επ., όπου και άλλη βιβλιογραφία και πολλά παραδείγματα χωριών και πόλεων που είχαν δοθεί σε διάφορα υψηλά πρόσωπα. Στη σελ. 170 μνεία του γεγονότος ότι «τα βιλαέτια Μυστρά και Άργους κατέβαλαν το 1805 τον μουκατά σε μία από τις αδελφές του σουλτάνου», με δύο παραπομπές στον Ληκ. Επίσης, Κυρκίνη-Κούτουλα, ό.π., σελ. 30, 92, Σακελλαρίου, ό.π., σημ. 4, σελ. 101-102, Βασιλείου Δ. Σιακωτού, «Οι αγιάνηδες Χοτομαναίοι της Γαστούνης (1715-1821), η ληστρική φάρα των Ισμαηλαίων του Λάλα (1769-1821) και η ανάδυση της πόλης του Πύργου», Μνημοσύνη, τόμος 17 (2006-2009), σσ. 362-396. Ειδικότερα για την βακουφοποίηση του Πύργου, σελ. 375 επ., όπου και γενικότερη ανάλυση των ευμενών επιπτώσεων του βακουφικού καθεστώτος στην ευημερία και ακμή των βακουφικών οικισμών. Για τα ιδιόκτητα χωριά, Φωτόπουλου, ό.π., σελ. 165 επ. Στο Άργος υπήρχε τοποθεσία Βακούφικα (έγγρ. 74427).
[16] Καν. Δεληγιάννη, Απομνημονεύματα, εκδ. Τσουκαλά, Αθήναι 1957, τόμ. Α’, σελ. 58, με πολλές αναφορές στο πρόσωπό της Μπεϊάν (σελ. 58, 59, 74 επ.), την οποία θεωρεί προστάτρια και της δικής του οικογενείας. Επίσης την αποκαλεί «Σουλτάν εφένδη», όπως οι Μυστριώτες. Για την Μπεϊάν Σουλτάνα, το θεσμό των «μαλικιανών», των «ιλτιζαμίων» και των «μουκατάδων», βλ. Fariba Zarinebat, Iohn Bennet & Jack L. Davis, A historical and economic geography of Ottoman Greece (The Southwestern Morea in the 18th century), Αθήνα 2005, σελ. 32 επ. Αναφέρεται ότι η Μπεϊάν (1765-1824) ήταν κόρη του Μουσταφά Γ΄ (1757-1774) και αγαπημένη αδελφή του Σελίμ Γ΄ (1789-1807). Πήρε πολλούς μουκατάδες από τον αδελφό της και από τον θείο της Αβδουλχαμίτ Α΄ (1774-1789). Είχε δυο παλάτια στον Βόσπορο. Απέκτησε πολλούς μαλικιανέδες στην Πελοπόννησο (1802), αλλά και στα νησιά Άνδρο και Σύρο (1789). Επίσης, βλ. Παν. Παπατσώνη, Απομνημονεύματα, εν Αθήναις 1960, σελ. 7, 29, 48.
[17] Αναφέρεται από τον Νικολάου, «Φορολογικές επιβαρύνσεις», ό.π., σελ. 238.
[18] W. M. Leak, Travels in the Morea, τόμ. ΙΙ, London 1830, σελ. 347.
[19] Vasileios D. Siakotos, «A Venetian version of a hatt-i-serif for the town of Patras», στο E. Kolovos, Ph. Kotzageorgis, Sophia Laiou and Marinos Sariyannis (eds), The Ottoman empire, the Balkans, the Greek lands: Toward a social and economic history (Studies in honor of John C. Alexander), Κων/πολη 2007, σσ. 323-332. Ο ερευνητής χρησιμοποιεί επιστολή του εμπόρου μεταξιού Μιχάλη Μέλου από τα Τρίκαλα Κορινθίας προς τον αδελφό του στη Βενετία το 1720, όπου αναφέρεται ότι «Το Άργος το έχουνε αφιερωμένο στο βακούφι του Αναπλίου…». Βλ. παραπομπή στη σελ. 327. Όμως, ο Μέλος δεν ομιλεί ρητώς περί τζαμιού, και μάλιστα του Βεζίρ τζαμιού, όπως υποθέτει ο Σιακωτός.
[20] Έχει δημοσιευθεί στο Αθαν. Θ. Φωτόπουλου, Ιστορικά και λαογραφικά Αιγιαλείας και Καλαβρύτων, τόμ. Α΄, Αθήναι 1982, σελ. 383. Τα ίδια αναφέρονται και σε φιρμάνι του 1781, αυτόθι, σελ. 385.
[21] Για το βιλαέτι Μυστρά, τα όριά του και τα χωριά που περιλάμβανε, βλ. Σακελλαρίου, ό.π., σελ. επ. 111 επ.
[22] Για το σύστημα γαιοκτησίας των Τούρκων, αναλυτικά σε Σακελλαρίου, ό.π., σελ. 43 επ., Γριτσόπουλου, ό.π., ειδικότερα σελ. 268 επ., Κυρκίνη-Κούτουλα, ό.π., 29 επ. Σημαντική και διαφωτιστική για μια παλαιότερη εποχή η μελέτη του John Alexander, Toward a history of post–Byzantine Greece. The Ottoman Kanunnames for the Greek lands, circa 1500-circa 1600, Αθήνα 1985 (σποράδην).
[23] Πατέρας των τριών αδελφών Ιωάννου, Δημητρίου και Χαραλάμπους, γιος του Δημ. Περρούκα. Είχε νυμφευθεί την Αγγελική Σηλιβέργου. Είχε διατελέσει προεστώς του Άργους, βεκίλης στην Κων/πολη, λογοθέτης και προστατευόμενος της Ισπανίας. Πέθανε στο Λεωνίδιο στις αρχές του 1822. Βλ. Φωτόπουλου, ό.π., (σποράδην).
[24] Προεστός της Αρκαδιάς. Γιος του Φώτη Γρηγοριάδη ή Παπαφωτόπουλου. Είχε διατελέσει μοραγιάνης και πέντε φορές βεκίλης στην Κων/πολη. Δολοφονήθηκε από τους Τούρκους τον Ιούλιο του 1819. Γιος του ο αγωνιστής και απομνημονευτής του Αγώνα Αθαν. Γρηγοριάδης. Σύντομο βιογραφικό του, σε Φωτόπουλου, ό.π., σελ. 148-149.
[25] Νομικώς περίπλοκο ήταν το φορολογικό σύστημα της Τουρκοκρατίας. Προέβλεπε κεντρικό καθορισμό των φορολογικών βαρών και αποκεντρωτική κατανομή και είσπραξη, διαδικασία στην οποία εμπλεκόταν και η ελληνική τοπική αυτοδιοίκηση. Η Πύλη με άλλα λόγια καθόριζε εκ των προτέρων το ποσό των χαρτίων που αναλογούσε στην Πελοπόννησο, και ακολούθως οι τοπικοί άρχοντες από πάνω προς τα κάτω κατένεμαν τα «χαρτία» σε επίπεδο επιμέρους επαρχιών, επιμέρους χωριών και επιμέρους φορολογουμένων. Ήταν επίσης αρκετά επαχθές. Ασφαλώς γινόταν χειρότερο κατά τη διαδικασία της πρακτικής εφαρμογής του, αφού ήταν ανοικτό σε κάθε είδους υπερβολές και καταχρήσεις εκ μέρους των εξουσιαστών και των οργάνων τους. Για το οθωμανικό φορολογικό σύστημα γενικά, βλ. Σακελλαρίου, ό.π., σελ. 54-77, Γριτσόπουλου, Ιστορία Τριπολιτσάς, τόμ. Α΄, σελ. 272-278, Alexander, ό.π., Κυρκίνη-Κούτουλα, ό.π., σελ. 33-82, με πλήρη περιγραφή και ανάλυση του αριθμού και του είδους των επιβαλλομένων φόρων, Λιάτα, ό.π., σελ. 64 επ.. Επίσης, για τα είδη των φόρων ανά επαρχία, από σχετικές σημειώσεις του Ρήγα Παλαμήδη, βλ. Γριτσόπουλου, «Στατιστικαί ειδήσεις», ό.π., σσ. 411-459. Για τη φορολογία ως πηγή προυχοντικής δύναμης, Φωτόπουλου, ό.π., σελ. 163-186.
[26] Για τους Δραγομάνους του Μορέως υπάρχει ειδική θεματική ενότητα στο Αρχείο. Για το θεσμό και τα πρόσωπα, βλ. Φωτόπουλου, ό.π., σελ. 77 επ.. Για τον Κων. Καμινάρη, ως διάδοχο του Γρηγ. Ουαλεριανού (1807), σελ. 82. Επίσης Κυρκίνη-Κούτουλα, ό.π., ειδικό κεφάλαιο, σελ. 173 επ., με τις αρμοδιότητες και κατάλογο των Δραγομάνων της Πελοποννήσου. Για τον Καμινάρη (1807), σελ. 179. Υπογραφή του και σε άλλο έγγραφο του Αρχείου του 1807 (έγγρ. 17246/3).
[27] Έχει ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι ο ιστορικός της Άλβαινας Θαν. Μιλτ. Κλωνάρης αναφέρεται σε κάποια προσπάθεια των Αλβαινιωτών στην Πόλη το έτος 1816 να εξαγοράσουν το χωριό τους από τους Τούρκους ιδιοκτήτες του, και μάλιστα τη βαλιδέ σουλτάνα (Βασιλομήτορα), «που εξουσίαζε τις προσόδους του Μοριά». Κάνει ακόμα λόγο για κάποιο σχετικό ταπί της εξαγοράς, το οποίο εσώζετο παλαιότερα στην Άλβαινα. Θα μπορούσε να ειπωθή ότι τα υπ΄ αυτού αναφερόμενα σχετίζονται με τα όσα αφηγούνται στις επιστολές τους οι αδελφοί Περρούκα σχετικά με τις προσπάθειες των Αργείων να μην αφαιρεθή από το βιλαέτι τους το εν λόγω χωριό. Πάντως, για κάποια ενέργεια εξαγοράς του χωριού ομιλεί παρεμπιπτόντως ο Αλβεναίος προεστός Παπαδάμης Αθανασίου, σε επιστολή του προς τον άρχοντα του Άργους Ιωάν. Περρούκα των αρχών του 1820 (έγγρ. 17332/2). Στην επιστολή αυτή περιέχεται η φράση «από τον καιρόν της εξαγοράς του χωρίου μας», η οποία, έστω και χωρίς περαιτέρω πληροφορίες και ασαφώς, επιβεβαιώνει το αναφερόμενο από τον Κλωνάρη γεγονός. Στο περί της Άλβαινας παλαιότερο άρθρο μου, αλλιώς είχα αξιολογήσει τα πράγματα.
[28] Ο Αναγν. Γκελμπερής καταγόταν από το Πλατανάκι και ήταν από τους πιο μορφωμένους της εποχής του. Συχνός, αλάνθαστος και με γλωσσική ευχέρεια αλληλογράφος των Περρουκαίων. Στο Αρχείο σώζονται δεκάδες γράμματά του, ήδη από το 1809. Είχε διατελέσει ταμίας και γραμματικός του Άργους. Για τον τραυματισμό του κατά την πολιορκία του Ναυπλίου το 1821 και το μαρτυρικό τέλος του, βλ. τη συγκλονιστική περιγραφή του Φωτάκου, ό.π., τόμ. Α΄, σελ. 283. Επίσης, Νικ. Σπηλιάδου, Απομνημονεύματα, Αθήνησιν 1851, τόμ. Α΄, σελ. 257, Δεληγιάννη, ό.π., τόμ. Β΄, σελ. 10, Μιχ. Γ. Λαμπρυνίδη, Η Ναυπλία από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ΄ημάς, Αθήναι 1898, σελ. 385.
[29] Ένα πολύ συνηθισμένο φαινόμενο στα ελληνικά χωριά κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Για την «φυγή» ή «μετοικεσία» ή την «απειλή φυγής» ως τρόπο αποφυγής καταβολής φόρων, βλ. Γιώργιου Δ. Κοντογιώργη, Κοινωνική δυναμική και πολιτική αυτοδιοίκηση. Οι ελληνικές κοινότητες της Τουρκοκρατίας, Αθήνα 1982, σελ. 317-321, Φωτόπουλου, ό.π., σελ. 171 επ. Η Όλγα Καραγεώργου καταγράφει 35 συγκεκριμένες περιπτώσεις φυγής των κατοίκων από χωριά του καζά Άργους από το 1800 έως το 1820, ιδίως μετά το 1815. Καραγεώργου, ό.π., σελ. 148 επ. Νικολάου, ό.π., σελ. 259.
[30] Ο γνωστός αρχιερέας (1807-1821), καταγόμενος από το Μεσορρούγι Καλαβρύτων (1780). Με πλουσιότατη εκκλησιαστική και εθνική δράση. Βιογραφικά στοιχεία του σε Κώστα Καλατζή, Γερμανός Ζαφειρόπουλος ο Χριστιανουπόλεως, Αθήναι 1938 και Νικ. Παν. Παπαδοπούλου, Κατακαημένου Μοριά σελίδες του 1821, τόμ. Α΄, Αθήναι 1974, μακρά υποσημείωση στη σελ. 412.
[31] Για τη «συλλογική ευθύνη» των χωριών στην απόδοση των φόρων και των άλλων επιβαρύνσεων, ειδικά στην περίπτωση των «φευγάτων», βλ. Χρήστου Γ. Κωνσταντινόπουλου, Ανέκδοτα γορτυνιακά έγγραφα (1771-1839, «Γορτυνιακά» Α΄ (1972), σελ. 75-77, Φωτόπουλου, ό.π., σελ. 173 επ.
[32] Αναφέρεται στο Τάσου Αθ. Γριτσόπουλου, Ιστορία του Γερακίου, Αθήναι 1982, σελ. 356 επ. Η Λιάτα αμφισβητεί το ύψος του χρέους και θεωρεί το ποσό υπερβολικό, προτείνοντας το ποσό των 25 πουγγείων. Λιάτα, ό.π., σελ. 80 επ.
[33]Φραντζή, ό.π., σελ. 248-249
[34]Αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμη και το 1832 οι δημογέροντες του χωριού Κοσμάς ζητούσαν την επανένωση των πέντε Ολυμποχωρίων με την επαρχία Άργους, «τηνπρομήτηρμαςεπαρχίαν», όπως έλεγαν (έγγρ. 48596)
Ηλίας Γιαννικόπουλος*
Δικηγόρος – Διδ. Πανεπ. Εδιμβούργου
Περιοδικό «Μμημοσύνη», τόμος ΙΗ΄, Εν Αθήναις, 2010-2012, σελ, 49-74.
Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.
* Ο Ηλίας Γιαννικόπουλος γεννήθηκε στα Λαγκάδια το 1947. Φοίτησε στη Νομική Σχολή του Παν/μίου Αθηνών και πήρε ο πτυχίο του το 1970. Τον Οκτώβριο του 1974 με κρατική υποτροφία μετέβη για ανώτερες σπουδές στο εξωτερικό. Το 1975 απέκτησε από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου Δίπλωμα Εγκληματολογίας, και το 1980 ανακηρύχθηκε Διδάκτωρ Φιλοσοφίας (Ph.D.) στη Νομική Σχολή του ιδίου Πανεπιστημίου. Δικηγόρησε στην Αθήνα.
Έχει λάβει μέρος σε πολλά επιστημονικά συνέδρια με εισηγήσεις και έχει πραγματοποιήσει δεκάδες ομιλίες σε όλη την Ελλάδα με ιστορικό και φιλολογικό περιεχόμενο. Έχει επίσης δημοσιεύσει πολλές επιστημονικές μελέτες και δεκάδες βιβλιοκριτικές σε περιοδικά και εφημερίδες. Ασχολείται με αρχειακή έρευνα.
Μεταξύ άλλων, έχει δημοσιεύσει τις φιλολογικές μελέτες: «Η αρκαδική μυθολογία στην αγγλική ποίηση», «Ο Άγγλος ποιητής Σουίμπωρν και το έργο του «Η Αταλάντη στην Καλυδώνα», «Η «Οδύσσεια» του Νίκου Καζαντζάκη», «Νικηφόρος Βρεττάκος», «Ο Νίκος Γκάτσος και η “Αμοργός” του».
Είναι μέλος του ΔΣ της «Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας (Εθνικού Ιστορικού Μουσείου)», της «Εταιρείας Πελοποννησιακών Σπουδών, της «Εταιρείας Ιστορικών Σπουδών επί του νεωτέρου Ελληνισμού», Ομότιμο μέλος της «Εταιρείας των Φίλων του Λαού» κτλ.
Σχετικά θέματα:
- Όψεις καθημερινότητας στην ιδιωτική ζωή του Βεκίλη Δημητρίου Περρούκα στην Κωνσταντινούπολη (1813-1821)
- Οι προυχοντικές οικογένειες του Άργους (1715-1821)
- Φορολογικές και Οικονομικές πληροφορίες από το αρχείο Περρούκα
- Οικογένεια Περρούκα
- Φορολογικές επιβαρύνσεις και δαπάνες του καζά Άργους κατά την τελευταία προεπαναστατική δεκαετία: τέσσερα δεφτέρια του 1811 και του 1817/1818
- Πολιτικοί όροι και οικονομικές λειτουργίες στην προεπαναστατική ΠελοπόννησοΟικονομικές και κοινωνικές συνθήκες στη βόρεια Πελοπόννησο την εικοσαετία 1800-1820 – Όλγα Δ. Καραγεώργου-Κουρτζή
- Φορολογικές και Οικονομικές πληροφορίες από το αρχείο Περρούκα
- Φορολογικό κατάστιχο της δημογεροντίας Άργους των ετών 1806-1807
Σχολιάστε